Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Έκδοση πρώτη
ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ
ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ
ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ
2016
Επιμέλεια:
Ἀρχιμ. Νικηφόρος Θ. Κοντογιάννης
Ἀντ. Σχοινᾶ 7- 41336 ΛΑΡΙΣΑ
Τηλ.: 6945353959 - 2410612948
Ἔκδοση 1η: Μάρτιος 2016
Το αρχαίο κείμενο είναι αντιγραφή από την Καινή
Διαθήκη της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της
Ελλάδος.
Η μετάφραση είναι αντιγραφή από την "Α' Μεταγλώττιση
της Καινής Διαθήκης" Σπύρου Κίμ. Καραλή, A' έκδοση
1991, http://users.sch.gr/aiasgr/index.html.
Άρχιμ. Νικηφόρος θ. Κοντογιάννης, Άκουσε με Κύριε,
ISBN: 978-618-82135-1-7, http://galilea.gr.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Γιατί και πώς πρέπει να διαβάζουμε την Αγία Γραφή;
Η Αγία Γραφή είναι κατά κάποιον τρόπο η βιογραφία του Θεού στον
κόσμο αυτό. Και μάλιστα από την Αγία Γραφή η Καινή Διαθήκη είναι
η βιογραφία του σαρκωθέντος Θεού σ' αυτόν τον κόσμο. Μέσα σ'
αυτήν περιγράφεται πώς ο Θεός, για να δείξει τον Εαυτό Του στους
ανθρώπους, έστειλε τον Θεό Λόγο, ο οποίος σαρκώθηκε και έγινε
άνθρωπος, και σαν άνθρωπος είπε στους ανθρώπους όλα όσα ο Θεός
έχει, όλα όσα ο Θεός επιθυμεί για τον κόσμο αυτόν και για τους
ανθρώπους που ζουν σ' αυτόν. Αποκάλυψε ο Θεός Λόγος το σχέδιο του
Θεού προς τον κόσμο. Ο Θεός Λόγος με τη βοήθεια του λόγου, έδειξε
τον Θεό στους ανθρώπους, όσο είναι δυνατό ο ανθρώπινος λόγος να
περιλάβει τον Απερίληπτο Θεό. Ό,τι είναι απαραίτητο στον κόσμο αυτό
και στους ανθρώπους που ζουν σ' αυτόν, ο Κύριος το έδωσε μέσα στην
Αγία Γραφή. Μέσα σ' Αυτήν έδωσε τις απαντήσεις για όλα τα
ερωτήματα. Δεν υπάρχουν ερωτήματα που να βασανίζουν την
ανθρώπινη ψυχή και για τα οποία να μην έχει δοθεί μέσα στην Αγία
Γραφή είτε άμεση είτε έμμεση απάντηση. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να
επινοήσουν περισσότερα ερωτήματα απ' όσες απαντήσεις υπάρχουν
μέσα στην Αγία Γραφή. Το ότι δεν βρίσκεις στην Αγία Γραφή
απάντηση σε κάποιο σου ερώτημα, σημαίνει ή ότι έθεσες ασήμαντο
ερώτημα ή ότι δεν μπόρεσες να διαβάσεις την Αγία Γραφή και να
πάρεις την τελική απάντηση.
Στην Αγία Γραφή ο Θεός έδειξε:
Τί είναι ο κόσμος, από πού προέρχεται, για ποιο λόγο υπάρχει, προς τα
πού πορεύεται, πού θα καταλήξει.
Τί είναι ο άνθρωπος, από πού έρχεται, που πηγαίνει, ποια είναι η
ουσία του, για ποιο λόγο υπάρχει, πώς θα τελειωθεί.
Τί είναι τα ζώα, τί είναι τα φυτά, για ποιο λόγο υπάρχουν, τί
εξυπηρετεί η ύπαρξή τους, τί προσφέρουν.
Τί είναι το καλό, από πού προέρχεται, πού οδηγεί, για ποιο λόγο
υπάρχει, πώς αποκτάται.
Τί είναι το κακό, από πού προέρχεται, πώς υπάρχει, για ποιό λόγο
υπάρχει, πώς θα τελειώσει.
Τί είναι δίκαιοι και τί αμαρτωλοί, πώς από έναν αμαρτωλό βγαίνει
δίκαιος και πώς ένας επηρμένος δίκαιος μπορεί να καταντήσει
αμαρτωλός. πώς ο άνθρωπος υπηρετεί τον Θεό και πώς τον διάβολο.
ολόκληρος ο δρόμος από το αγαθό ως το κακό, από τον Θεό ως τον
διάβολο.
Όλα, από την αρχή ως το τέλος, ολόκληρος ο δρόμος του ανθρώπου
από την σάρκα ως το Θεό, από τη σύλληψή του μέχρι την εκ νεκρών
ανάστασή του.
Τί είναι η ιστορία του κόσμου, η ιστορία του ουρανού και της γης, τί
είναι η ιστορία της ανθρωπότητος, ποιος ο δρόμος τους, ο σκοπός και
η τελείωσή τους.
Γενικά, ο Θεός στην Αγία Γραφή είπε όσα χρειάζονταν να πει στους
ανθρώπους. Στην Αγία Γραφή βρίσκεται η βιογραφία του κάθε
ανθρώπου, του καθενός μας ανεξαιρέτως. Σ' αυτήν ο καθένας μας
μπορεί να βρει ολόκληρο τον εαυτό του να παρουσιάζεται και να
περιγράφεται λεπτομερώς: όλες οι αρετές σου και τα ελαττώματα που
έχεις και δεν έχεις. Θα βρεις τους δρόμους μέσω των οποίων η ψυχή σου
και η ψυχή κάθε ανθρώπου, βαδίζει από την αμαρτία στην τελειότητα
και ολόκληρο το δρόμο από τον άνθρωπο ως το Θεό και από τον
άνθρωπο ως το διάβολο. Στην Αγία Γραφή θα βρεις τρόπους πώς ν'
απελευθερωθείς από την αμαρτία, θα βρεις με μια λέξη, όλη την
ιστορία της αμαρτίας και της αμαρτωλότητος, και όλη την ιστορία της
αρετής και των δικαίων.
Είσαι θλιμμένος; στην Αγία Γραφή θα βρεις παρηγοριά. Είσαι
λυπημένος; την χαρά. είσαι θυμώδης; την γαλήνη. είσαι εμπαθής; την
σωφροσύνη. είσαι άφρων; την σοφία. είσαι κακός; την καλωσύνη.
είσαι εγκληματίας; το έλεος και την δικαιοσύνη. είσαι μισάνθρωπος;
την αγάπη. Σ' αυτήν θα βρεις φάρμακο για όλες σου τις ατέλειες και τα
ελαττώματα, και τροφή για όλες σου τις αρετές και τις ασκήσεις. Είσαι
αγαθός; Η Αγία Γραφή θα σε μάθει να γίνεις αγαθώτερος και
αγαθώτατος. Είσαι ευαίσθητος; αυτή θα σε μάθει την αγγελική
τρυφερότητα. είσαι έξυπνος; αυτή θα σε μάθει την σοφία. αγαπάς την
ομορφιά και την ωραιότητα του τρόπου και του λόγου; Δεν υπάρχει
ωραιότερος και συγκινητικώτερος από τον λόγο που υπάρχει στο
βιβλίο του Ιώβ, και του Σολομώντος, και του Δαβίδ, και του Ιωάννου
του Θεολόγου, και του Αποστόλου Παύλου... Εδώ η μουσική, η
αγγελική μουσική της αιώνιας αλήθειας του Θεού, ντύθηκε με
ανθρώπινες λέξεις.
Όσο περισσότερο ο άνθρωπος διαβάζει και μελετά την Αγία Γραφή,
τόσο περισσότερο βρίσκει αιτίες όλο και πιο πολύ να την μελετά
ασταμάτητα. Αυτή είναι, κατά τους λόγους του Αγίου Χρυσοστόμου,
σαν την εύοσμο ρίζα, που όσο περισσότερο τρίβεται, τόσο περισσότερο
ευωδιάζει.
Όσο βασικό είναι το γιατί πρέπει να διαβάζει κανείς την Αγία Γραφή,
το ίδιο επίσης βασικό είναι το
Πώς πρέπει να διαβάζει κανείς την Αγ. Γραφή
Οι άγιοι Πατέρες, με επικεφαλής τον Άγιο Χρυσόστομο, είναι οι
καλύτεροι καθηγητές σ' αυτό. Ο Άγιος Χρυσόστομος, μπορούμε να
πούμε, έγραψε το Πέμπτο Ευαγγέλιο. Οι άγιοι Πατέρες συνιστούν
σοβαρή προετοιμασία για την ανάγνωση και την μελέτη της Αγίας
Γραφής. Και η προετοιμασία έγκειται σε τί; Κατ' αρχήν στην προσευχή.
Προσευχήσου στον Κύριο να φωτίσει τον νου σου, ώστε να
κατανοήσεις τους λόγους της Αγίας Γραφής, και να χαριτώσει την
καρδιά σου να αισθανθείς την αλήθεια των λόγων αυτών και την ζωή.
Συνειδητοποίησε ότι αυτά είναι τα λόγια του Θεού, που Αυτός ο Ίδιος
απευθύνει σε σένα. Η προσευχή, σε σχέση με τις άλλες ευαγγελικές
αρετές, είναι η καταλληλότερη για να καταστήσει ικανό τον άνθρωπο
να κατανοήσει την Αγία Γραφή.
Και πώς πρέπει να διαβάζεται η Αγ. Γραφή
Με προσευχή, φόβο και σεβασμό, γιατί σε κάθε λέξη υπάρχει και από
μια σταγόνα αιώνιας αλήθειας, και όλες οι λέξεις αποτελούν απέραντο
ωκεανό της Αιώνιας Αλήθειας. Η Αγία Γραφή δεν είναι βιβλίο, αλλά
ζωή. Γιατί οι λέξεις της «πνεύμα και ζωή εστιν» (Ιωάν. 6, 63), γι' αυτό
μπορούν να γίνουν καταληπτές εάν τις κάνουμε ψυχή της ψυχής μας
και ζωή της ζωής μας. Αυτό είναι βιβλίο που διαβάζεται με ζωή, με
έργο. Πρώτα αξίζει να ζήσει κανείς και μετά να καταλάβει... Δούλεψε
για να καταλάβεις. Αυτό είναι βασικός κανόνας της ορθοδόξου
ερμηνευτικής....
Ξέρετε πότε ο άνθρωπος είναι σοφός μπροστά στα μάτια του Κυρίου
μας Ιησού Χριστού; Όταν ακούει τους λόγους και τους εκτελεί. Η αρχή
της σοφίας είναι η υπακοή στον λόγον του Θεού (Ματθ. 7, 24). Κάθε
λόγος του Σωτήρος έχει την ισχύ και την δύναμη να θεραπεύσει και
τις φυσικές και τις ψυχικές ασθένειες. «Ειπέ λόγω, και ιαθήσεται ο
παις μου» (Ματθ. 8, 8). Ο Σωτήρ «είπε λόγω» και θεραπεύθηκε ο
δούλος του εκατοντάρχου. Όπως τότε, έτσι και τώρα, ο Κύριος
αδιάκοπα επαναλαμβάνει τους λόγους Του και σε σένα και σε μένα
και σ' όλους μας. Μόνο πρέπει να σταθούμε, να εμβαθύνουμε σ'
αυτούς και να τους δεχθούμε με την πίστη του εκατοντάρχου. Και το
θαύμα θα γίνει και σε μας. Και θα θεραπευθεί η ψυχή μας όπως
ακριβώς θεραπεύθηκε ο δούλος του εκατοντάρχου. Γιατί στο
Ευαγγέλιο είναι γραμμένο και το ακόλουθο: «προσήνεγκαν αυτώ
δαιμονιζομένους πολλούς και εξέβαλε τα πνεύματα λόγω, και πάντας
τους κακώς έχοντας εθεράπευσεν» (Ματθ. 8, 16). Αυτό κάνει και
σήμερα, γιατί ο Κύριος «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο Αυτός,
και εις τους αιώνας» (Εβρ. 13, 8).
Στην μέλλουσα Κρίση θα κριθούν εκείνοιπου δεν υπάκουσαν στο
λόγο του Θεού και θα είναι ανεκτότερη η γη των Σοδόμων και της
Γομόρρας απ' ό,τι η ημέρα της κρίσεως γι' αυτούς (Ματθ. 10, 14-15).
Πρόσεξε! Στην τελική κρίση θα σου ζητηθεί λόγος, για το τί έκανες με
τους λόγους του Θεού, για το αν τους υπάκουσες και υιοθέτησες, αν
χαιρόσουν ή ντρεπόσουν γι' αυτούς. Αν ντρεπόσουν γι' αυτούς, και ο
Θεός θα ντραπεί για σένα «όταν έλθη εν τη δόξη του Πατρός Αυτού
μετά των αγγέλων των αγίων» (Μάρκ. 8, 38). Λίγες είναι οι λέξεις των
ανθρώπων που δεν είναι έρημες και κενές, γι' αυτό και είναι λίγες
εκείνες για τις οποίες δεν θα κριθούμε (Ματθ. 12, 36). Για ν' αποφύγει
αυτό ο άνθρωπος πρέπει να μελετήσει και να μάθει τα λόγια του Θεού
από την Αγία Γραφή, να τα οικειοποιηθεί. Γιατί γι' αυτόν το λόγο ο
Θεός τα ανακοίνωσε στους ανθρώπους, για να τα κάνουν κτήμα τους
και μέσω αυτών να κάνουν δική τους και την ίδια την Αλήθεια του
Θεού.
Σε κάθε λόγο του Σωτήρος υπάρχει περισσότερη αιωνιότητα και
αφθαρσία, απ' ό,τι σ' ολόκληρο τον ουρανό και σ' ολόκληρη την γη με
ολόκληρη την ιστορία τους. Γι' αυτό ο Κύριος είπε: «ο ουρανός και η γη
παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν» (Ματθ. 24, 35). Αυτό
σημαίνει ότι στους λόγους του Σωτήρος υπάρχει ο Θεός και κάθε τι
θεϊκό, γι' αυτό δεν θα παρέλθουν. Ο άνθρωπος που τους οικειοποιείται
γίνεται πιο άφθαρτος από τον ουρανό και την γη, γιατί μέσα σ' αυτούς
υπάρχει μία δύναμη που κάνει τον άνθρωπο αθάνατο και αιώνιο....
Στους λόγους του Θεού υπάρχει κάποιος χυμός αθανασίας, ο οποίος με
την ανάγνωση των λόγων Του πέφτει σταγόνα - σταγόνα στην ψυχή
του ανθρώπου και την ζωογονεί από το θάνατο και τη φθορά. Αυτό
αποκαλύπτει ο Σωτήρ όταν λέει: «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ότι ο τον
λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον...
και μεταβέβηκε εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν. 5, 24). Τούτο
σημαίνει ότι με την ανάγνωση, και την εκμάθηση των λόγων του Θεού
διδάσκεσαι την αθανασία και την αιωνιότητα, διδάσκεσαι την
αθάνατη και αιώνια ζωή. Αν πιστεύεις σ' αυτούς τους λόγους μ' όλη
σου την πίστη, έμαθες ήδη τί είναι αιώνια ζωή και πέρασες από τον
θάνατο στη ζωή. Γι' αυτό ο Σωτήρ επιμένει αποφασιστικά: «Αμήν,
αμήν λέγω υμίν, εάν τις τον εμόν λόγον τηρήση, θάνατον ου μη
θεωρήση εις τον αιώνα» (Ιωάν. 8, 51).
Κάθε λόγος του Χριστού είναι γεμάτος Θεό, γι' αυτό όταν εισέρχεται
στην ψυχή του ανθρώπου, την καθαρίζει από κάθε ρύπο. Από κάθε του
λόγο βγαίνει δύναμη, η οποία καθαρίζει από την αμαρτία....
Κάθε λόγος του Σωτήρος είναι γεμάτος Αλήθεια και όταν εισέλθει στην
ψυχή την αγιάζει σ' όλη την αιωνιότητα....
Σε κάθε λόγο του Σωτήρος υπάρχουν πολλές υπερφυσικές αλήθειες και
ευλογίες. Και αυτό είναι που χαριτώνει την ψυχή του ανθρώπου, όταν
ο λόγος του Χριστού την επισκεφτεί... Σαν ζώσα χαροποιός δύναμη, ο
λόγος του Θεού ενεργεί θαυματουργικά και ζωοδοτικά, όταν ο
άνθρωπος τον ακούει και τον δέχεται με πίστη (Α' Θεσ. 2, 13). Όλα έχουν
σπιλωθεί από την αμαρτία, αλλά και όλα καθαρίζονται με τον λόγο
του Θεού και την προσευχή, τα πάντα, κάθε δημιούργημα του Θεού
από τον άνθρωπο ως το σκουλήκι (Α' Τιμ. 4, 6). Με την Αλήθεια που
φέρει μέσα του, με την Δύναμη που έχει μέσα του, ο λόγος του Θεού
είναι «τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διικνούμενος
άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών, και
κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας» (Εβρ. 4, 12)....
Όλοι οι λόγοι, που είπε ο Θεός στους ανθρώπους, προέρχονται από τον
Αιώνιο Λόγο, που είναι Λόγος ζωής και παρέχει Αιώνια ζωή. Ζώντας με
τον Λόγο αυτό ο άνθρωπος αναγεννάται από το θάνατο στη ζωή.
Γεμίζοντας τον εαυτό του με την αιώνια ζωή, ο άνθρωπος γίνεται
νικητής του θανάτου και κοινωνός θείας φύσεως (Β' Πέτρ. 1, 4) και η
μακαριότητά του δεν θα έχει τέλος.
Σ' όλα αυτά το βασικό, το βασικώτερο, είναι η πίστη και το αίσθημα
αγάπης προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Γιατί με την θαλπωρή αυτού του
αισθήματος ανοίγεται το μυστήριο κάθε λόγου του Θεού, όπως με την
θαλπωρή των ακτίνων του ήλιου ανοίγει ο κάλυκας του εύοσμου
λουλουδιού. Αμήν.
22 Δεκεμβρίου 1929, πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς
(Από το Δελτίο της Ενορίας Κοιμήσεως Θεοτόκου Βούλας, 1979).
ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τὸ
τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καὶ τοὺς τῆς διανοίας
ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν τῶν εὐαγγελικῶν σου
κηρυγμάτων κατανόησιν. Ἔνθες ἡμῖν καὶ τὸν τῶν μακαρίων
σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας πάσας
καταπατήσαντες πνευματικὴν πολιτείαν μετέλθωμεν,
πάντα τὰ πρὸς εὐαρέστησιν τὴν σὴν καὶ φρονοῦντες καὶ
πράττοντες. Σὺ γὰρ εἶ ὁ φωτισμὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν
σωμάτων ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ σοὶ τὴν δόξαν
ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ
καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς
τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Μετάφραση
Λάμψε μέσα στὶς καρδιές μας, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τὸ
ἀμόλυντο φῶς τῆς θεογνωσίας Σου κι ἄνοιξε τὰ μάτια τοῦ
νοῦ μας, γιὰ νὰ καταλάβουμε τὰ εὐαγγελικά Σου λόγια. Βάλε
μέσα μας τὸ φόβο τῶν ἁγίων ἐντολῶν Σου, ὥστε
καταπατώντας ὅλες τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες μας νὰ
ἀσκούμεθα στὴν πνευματική ζωή, καὶ νὰ φροντίζουμε νά
σκεφτόμαστε καὶ νὰ πράττουμε ὅλα ὅσα ἀρέσουν σὲ Σένα.
Γιατὶ Ἐσύ εἶσαι ποὺ φωτίζεις τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώμτά μας,
Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ Ἐσένα δοξολογοῦμε μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο
Πατέρα Σου καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιό Σου
Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες.
Ἀμήν.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ
ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ.......................................................................... 4
ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗ......................................... 10
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
1 ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΥ........................................................... 13
2 ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ............................................................... 146
3 ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ............................................................... 228
4 ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ............................................................. 367
5 ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 473
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
6 ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ........................................................... 614
7 ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α’.................................................. 670
8 ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β’................................................... 726
9 ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ.............................................................. 764
10 ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ............................................................. 785
11 ΠΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΟΥΣ.................................................. 804
12 ΠΡΟΣ ΚΟΛΑΣΣΑΕΙΣ...................................................... 818
13 ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α’.......................................... 832
14 ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Β’........................................... 845
15 ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α’...................................................... 851
16 ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Β’...................................................... 854
17 ΠΡΟΣ ΤΙΤΟΝ..................................................................... 877
18 ΠΡΟΣ ΦΙΛΗΜΟΝΑ.......................................................... 883
19 ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ............................................................. 886
ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
20 ΙΑΚΩΒΟΥ............................................................................ 929
21 ΠΕΤΡΟΥ Α’......................................................................... 944
22 ΠΕΤΡΟΥ Β’......................................................................... 960
23 ΙΩΑΝΝΟΥ Α’..................................................................... 970
24 ΙΩΑΝΝΟΥ Β’...................................................................... 985
25 ΙΩΑΝΝΟΥ Γ’...................................................................... 987
26 ΙΟΥΔΑ.................................................................................. 989
ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ
27 ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ............................................ 993
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Α’
1 Βίβλος γενέσεως ᾿Ιησοῦ 1 Η βίβλος της γενεαλογίας του
Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυῒδ, υἱοῦ Ιησού Χριστού, του γιου του
᾿Αβραάμ. Δαβίδ, γιου του Αβραάμ.
2 ᾿Αβραὰμ ἐγέννησε τὸν ᾿Ισαάκ, 2 Ο Αβραάμ γέννησε τον Ισαάκ,
᾿Ισαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιακώβ, και ο Ισαάκ γέννησε τον Ιακώβ,
᾿Ιακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιούδαν και ο Ιακώβ γέννησε τον Ιούδα
καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, και τους αδελφούς του,
3 ᾿Ιούδας δὲ ἐγέννησε τὸν Φαρὲς 3 και ο Ιούδας γέννησε το Φάρες
καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ, και το Ζάρα από τη Θαμάρ, και ο
Φαρὲς δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Εσρώμ, Φάρες γέννησε τον Εσρώμ, και ο
᾿Εσρὼμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αράμ, Εσρώμ γέννησε τον Αράμ,
4 ᾿Αρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν 4 και ο Αράμ γέννησε τον
᾿Αμιναδάβ, ᾿Αμιναδὰβ δὲ Αμιναδάβ, και ο Αμιναδάβ
ἐγέννησε τὸν Ναασσών, γέννησε το Ναασσών, και ο
Ναασσὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ναασσών γέννησε το Σαλμών,
Σαλμών, 5 και ο Σαλμών γέννησε το Βόες
5 Σαλμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Βοὸζ από τη Ραχάβ, και ο Βόες γέννησε
ἐκ τῆς Ραχάβ, Βοὸζ δὲ ἐγέννησε τον Ιωβήδ από τη Ρουθ, και ο
τὸν ᾿Ωβὴδ ἐκ τῆς Ρούθ, ᾿Ωβὴδ δὲ Ιωβήδ γέννησε τον Ιεσσαί,
ἐγέννησε τὸν ᾿Ιεσσαί, 6 και ο Ιεσσαί γέννησε το Δαβίδ
6 ᾿Ιεσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυῒδ το βασιλιά. Και ο Δαβίδ γέννησε
τὸν βασιλέα. Δαυῒδ δὲ ὁ βασιλεὺς το Σολομώντα από τη γυναίκα
ἐγέννησε τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς του Ουρία,
τοῦ Οὐρίου, 7 και ο Σολομώντας γέννησε το
7 Σολομὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ροβοάμ, και ο Ροβοάμ γέννησε
Ροβοάμ, Ροβοὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν τον Αβιά, και ο Αβιά γέννησε τον
᾿Αβιά, ᾿Αβιὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ασάφ,
᾿Ασά,
8 ᾿Ασὰ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωσαφάτ, 8 και ο Ασάφ γέννησε τον
᾿Ιωσαφὰτ δὲ ἐγέννησε τὸν Ιωσαφάτ, και ο Ιωσαφάτ
᾿Ιωράμ, ᾿Ιωρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν γέννησε τον Ιωράμ, και ο Ιωράμ
᾿Οζίαν, γέννησε τον Οζία,
9 ᾿Οζίας δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωάθαμ, 9 και ο Οζίας γέννησε τον
᾿Ιωάθαμ δὲ ἐγέννησε τὸν ῎Αχαζ, Ιωαθάμ, και ο Ιωαθάμ γέννησε
῎Αχαζ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Εζεκίαν, τον Αχάζ, και ο Αχάζ γέννησε τον
Εζεκία,
10 ᾿Εζεκίας δὲ ἐγέννησε τὸν 10 και ο Εζεκίας γέννησε το
Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ Μανασσή, και ο Μανασσής
ἐγέννησε τὸν ᾿Αμών, ᾿Αμὼν δὲ γέννησε τον Αμώς, και ο Αμώς
ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωσίαν, γέννησε τον Ιωσία,
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Α’
11 ᾿Ιωσίας δὲ ἐγέννησε τὸν 11 και ο Ιωσίας γέννησε τον
᾿Ιεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς Ιεχονία και τους αδελφούς του
αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας κατά τη μετοικεσία στη
Βαβυλῶνος. Βαβυλώνα.
12 Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν 12 Μετά λοιπόν τη μετοικεσία
Βαβυλῶνος ᾿Ιεχονίας ἐγέννησε στη Βαβυλώνα ο Ιεχονίας
τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ γέννησε το Σαλαθιήλ, και ο
ἐγέννησε τὸν Ζοροβάβελ, Σαλαθιήλ γέννησε το
Ζοροβαβέλ,
13 Ζοροβάβελ δὲ ἐγέννησε τὸν 13 και ο Ζοροβαβέλ γέννησε τον
᾿Αβιούδ, ᾿Αβιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν Αβιούδ, και ο Αβιούδ γέννησε τον
᾿Ελιακείμ, ᾿Ελιακεὶμ δὲ ἐγέννησε Ελιακίμ, και ο Ελιακίμ γέννησε
τὸν ᾿Αζώρ, τον Αζώρ,
14 ᾿Αζὼρ δὲ ἐγέννησε τὸν Σαδώκ, 14 και ο Αζώρ γέννησε το Σαδώκ,
Σαδὼκ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αχείμ, και ο Σαδώκ γέννησε τον Αχίμ,
᾿Αχεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ελιούδ, και ο Αχίμ γέννησε τον Ελιούδ,
15 ᾿Ελιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν 15 και ο Ελιούδ γέννησε τον
᾿Ελεάζαρ, ᾿Ελεάζαρ δὲ ἐγέννησε Ελεάζαρ, και ο Ελεάζαρ γέννησε
τὸν Ματθάν, Ματθὰν δὲ το Ματθάν, και ο Ματθάν
ἐγέννησε τὸν ᾿Ιακώβ, γέννησε τον Ιακώβ,
16 ᾿Ιακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωσὴφ 16 και ο Ιακώβ γέννησε τον
τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς Ιωσήφ τον άντρα της Μαρίας,
ἐγεννήθη ᾿Ιησοῦς ὁ λεγόμενος από την οποία γεννήθηκε ο
Χριστός. Ιησούς, ο λεγόμενος Χριστός.
17 Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ 17 Όλες λοιπόν οι γενιές από τον
᾿Αβραάμ ἕως Δαυῒδ γενεαὶ Αβραάμ ως το Δαβίδ είναι
δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυῒδ ἕως δεκατέσσερις γενιές, και από το
τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος Δαβίδ ως τη μετοικεσία στη
γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Βαβυλώνα είναι δεκατέσσερις
τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως γενιές, και από τη μετοικεσία στη
τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ Βαβυλώνα ως το Χριστό είναι
δεκατέσσαρες. δεκατέσσερις γενιές.
18 Τοῦ δὲ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἡ 18 Και η γέννηση του Ιησού
γέννησις οὕτως ἦν. Χριστού έγινε κατ’ αυτόν τον
μνηστευθείσης γὰρ τῆς μητρὸς τρόπο: Όταν μνηστεύτηκε η
αὐτοῦ Μαρίας τῷ ᾿Ιωσήφ, πρὶν ἢ μητέρα του η Μαρία με τον
συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν Ιωσήφ, πριν αυτοί να
γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος συνευρεθούν, βρέθηκε να έχει
῾Αγίου. παιδί στην κοιλιά της από το
Άγιο Πνεύμα.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Α’
19 ᾿Ιωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, 19 Και ο Ιωσήφ ο άντρας της,
δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν επειδή ήταν δίκαιος και δεν
παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη ήθελε να τη διαπομπεύσει,
λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν. αποφάσισε να την αποδιώξει
κρυφά.
20 Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος 20 Ενώ λοιπόν σκεφτόταν αυτά,
ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ιδού, άγγελος Κυρίου φάνηκε σ’
ἐφάνη αὐτῷ λέγων· ᾿Ιωσὴφ υἱὸς αυτόν στο όνειρό του, λέγοντας:
Δαυῒδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν «Ιωσήφ, γιε του Δαβίδ, μη
Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ φοβηθείς να παραλάβεις τη
ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός Μαρία τη γυναίκα σου. Γιατί
ἐστιν ῾Αγίου. αυτό που μέσα της γεννήθηκε
είναι από Πνεύμα Άγιο.
21 τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ 21 Και θα γεννήσει γιο, και θα
ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν· αὐτὸς γὰρ καλέσεις το όνομά του Ιησού,
σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν γιατί αυτός θα σώσει το λαό του
ἁμαρτιῶν αὐτῶν. από τις αμαρτίες τους».
22 Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα 22 Και όλ’ αυτά έχουν γίνει, για να
πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε
Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου από τον Κύριο μέσω του
λέγοντος· προφήτη, όταν έλεγε:
23 ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει 23 Ιδού, η παρθένος θα έχει παιδί
καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι στην κοιλιά και θα γεννήσει γιο
τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ, ὅ και θα καλέσουν το όνομά του
ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ Εμμανουήλ, που όταν
ἡμῶν ὁ Θεός. ερμηνεύεται σημαίνει: Ο Θεός
είναι μαζί μας.
24 Διεγερθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ τοῦ 24 Και όταν σηκώθηκε ο Ιωσήφ
ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν από τον ύπνο, έκανε όπως τον
αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ πρόσταξε ο άγγελος του Κυρίου
παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, και παρέλαβε τη γυναίκα του,
25 καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως 25 και δε γνώριζε αυτήν, ωσότου
οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν γέννησε γιο. Και κάλεσε το όνομά
πρωτότοκον, καὶ ἐκάλεσε τὸ του Ιησού.
ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Β’
1 Τοῦ δὲ ᾿Ιησοῦ γεννηθέντος ἐν 1 Όταν λοιπόν ο Ιησούς
Βηθλεὲμ τῆς ᾿Ιουδαίας ἐν ἡμέραις γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της
῾Ηρῴδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ Ιουδαίας κατά τις ημέρες του
μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν βασιλιά Ηρώδη, ιδού μάγοι από
παρεγένοντο εἰς ῾Ιεροσόλυμα τα ανατολικά παρουσιάστηκαν
στα Ιεροσόλυμα,
2 λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς 2 λέγοντας: «Πού είναι ο βασιλιάς
βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; εἴδομεν των Ιουδαίων που γεννήθηκε;
γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ Γιατί είδαμε τον αστέρα του στην
ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν ανατολή και ήρθαμε να τον
προσκυνῆσαι αὐτῷ. προσκυνήσουμε».
3 ᾿Ακούσας δὲ ῾Ηρῴδης ὁ 3 Όταν όμως το άκουσε ο
βασιλεὺς ἐταράχθη καὶ πᾶσα βασιλιάς Ηρώδης, ταράχτηκε και
῾Ιεροσόλυμα μετ᾿ αὐτοῦ, όλα τα Ιεροσόλυμα μαζί του.
4 καὶ συναγαγὼν πάντας τοὺς 4 Και αφού σύναξε όλους τους
ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ αρχιερείς και τους γραμματείς
λαοῦ ἐπυνθάνετο παρ᾿ αὐτῶν του λαού, ζητούσε να μάθει από
ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. αυτούς πού γεννιέται ο Χριστός.
5 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ἐν Βηθλεὲμ τῆς 5 Αυτοί του είπαν: «Στη Βηθλεέμ
᾿Ιουδαίας· οὕτω γὰρ γέγραπται της Ιουδαίας. Γιατί έτσι είναι
διὰ τοῦ προφήτου· γραμμένο μέσω του προφήτη:
6 καὶ σὺ Βηθλεέμ, γῆ ᾿Ιούδα, 6 Κι εσύ Βηθλεέμ, γη του Ιούδα,
οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς καθόλου ελάχιστη δεν είσαι
ἡγεμόσιν ᾿Ιούδα· ἐκ σοῦ γὰρ μεταξύ των ηγεμονικών πόλεων
ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις του Ιούδα. Γιατί από σένα θα
ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν εξέλθει ηγέτης, που θα ποιμάνει
᾿Ισραήλ. το λαό μου τον Ισραήλ».
7 Τότε ῾Ηρῴδης λάθρα καλέσας 7 Τότε ο Ηρώδης κάλεσε κρυφά
τοὺς μάγους ἠκρίβωσε παρ᾿ τους μάγους και εξακρίβωσε από
αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ αυτούς το χρόνο που φαινόταν ο
φαινομένου ἀστέρος, αστέρας.
8 καὶ πέμψας αὐτοὺς εἰς Βηθλεὲμ 8 Κατόπιν τους έστειλε στη
εἶπε· πορευθέντες ἀκριβῶς Βηθλεέμ και είπε: «Πορευτείτε και
ἐξετάσατε περὶ τοῦ παιδίου, ἐπὰν εξετάστε ακριβώς για το παιδί.
δὲ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως Και όταν το βρείτε, να μου το
κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ. αναγγείλετε, για να έρθω κι εγώ
να το προσκυνήσω».
9 οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως 9 Αυτοί, αφού άκουσαν το
ἐπορεύθησαν· καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ βασιλιά, έφυγαν. Και ιδού, ο
ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αστέρας που είδαν στην ανατολή
αὐτούς, ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ προχωρούσε μπροστά τους,
ἦν τὸ παιδίον·
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Β’
ωσότου ήρθε και στάθηκε πάνω
εκεί όπου ήταν το παιδί.
10 ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα 10 Όταν είδαν λοιπόν τον αστέρα,
ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην χάρηκαν με πάρα πολύ μεγάλη
σφόδρα, χαρά.
11 καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν 11 Και ήρθαν στην οικία και
εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς είδαν το παιδί μαζί με τη Μαρία,
μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες τη μητέρα του. Και αφού έπεσαν,
προσεκύνησαν αὐτῷ, καὶ το προσκύνησαν και άνοιξαν
ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς τους θησαυρούς τους και του
αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, πρόσφεραν δώρα: χρυσό και
χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ λιβάνι και σμύρνα.
σμύρναν·
12 καὶ χρηματισθέντες κατ᾿ ὄναρ 12 Και επειδή τους πρόσταξε ο
μὴ ἀνακάμψαι πρὸς ῾Ηρῴδην, δι᾿ Θεός κατά το όνειρο να μην
ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν επιστρέψουν προς τον Ηρώδη,
χώραν αὐτῶν. αναχώρησαν από άλλη οδό για
τη χώρα τους.
13 ᾿Αναχωρησάντων δὲ αὐτῶν 13 Όταν λοιπόν αυτοί
ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται αναχώρησαν, ιδού, άγγελος
κατ᾿ ὄναρ τῷ ᾿Ιωσὴφ λέγων· Κυρίου φάνηκε κατά το όνειρο
ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον στον Ιωσήφ, λέγοντας: «Σήκω,
καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε παράλαβε το παιδί και τη μητέρα
εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν του και φεύγε για την Αίγυπτο.
εἴπω σοι· μέλλει γὰρ ῾Ηρῴδης και να είσαι εκεί ωσότου σου πω.
ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι Γιατί μέλλει ο Ηρώδης να ζητά το
αὐτό. παιδί, για να το σκοτώσει».
14 ῾Ο δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ 14 Εκείνος αφού σηκώθηκε,
παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ παράλαβε νύχτα το παιδί και τη
νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς μητέρα του και αναχώρησε για
Αἴγυπτον, την Αίγυπτο.
15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς 15 Και ήταν εκεί ως το θάνατο του
῾Ηρῴδου, ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν Ηρώδη – για να εκπληρωθεί αυτό
ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ που ειπώθηκε από τον Κύριο
προφήτου λέγοντος· ἐξ Αἰγύπτου μέσω του προφήτη, όταν έλεγε:
ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου. Από την Αίγυπτο κάλεσα τον Υιό
μου.
16 Τότε ῾Ηρῴδης ἰδὼν ὅτι 16 Τότε ο Ηρώδης, επειδή είδε ότι
ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, εμπαίχτηκε από τους μάγους,
ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας θύμωσε πολύ και απέστειλε και
ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς σκότωσε όλα τα αρσενικά παιδιά
ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις που ήταν στη Βηθλεέμ και σε όλα
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Β’
αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, τα όριά της, όσα ήταν από δύο
κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε ετών και κάτω, σύμφωνα με το
παρὰ τῶν μάγων. χρόνο που εξακρίβωσε από τους
μάγους.
17 τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν ὑπὸ 17 Τότε εκπληρώθηκε αυτό που
῾Ιερεμίου τοῦ προφήτου ειπώθηκε μέσω του Ιερεμία του
λέγοντος· προφήτη, όταν έλεγε:
18 φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη, 18 Φωνή στη Ραμά ακούστηκε,
θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ κλάμα και οδυρμός πολύς. Η
ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα Ραχήλ είναι που κλαίει τα τέκνα
τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε της, και δεν ήθελε να
παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. παρηγορηθεί, γιατί δεν
υπάρχουν.
19 Τελευτήσαντος δὲ τοῦ 19 Και όταν πέθανε ο Ηρώδης,
῾Ηρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ιδού, άγγελος Κυρίου φάνηκε
κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ ᾿Ιωσὴφ ἐν κατά τη διάρκεια ενός ονείρου
Αἰγύπτῳ στον Ιωσήφ,
20 λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ 20 λέγοντας: «Σήκω, παράλαβε το
παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ παιδί και τη μητέρα του και
καὶ πορεύου εἰς γῆν ᾿Ισραήλ· πήγαινε στη γη Ισραήλ. Γιατί
τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν έχουν πεθάνει αυτοί που ζητούν
ψυχὴν τοῦ παιδίου. τη ζωή του παιδιού».
21 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ 21 Εκείνος, αφού σηκώθηκε,
παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ παράλαβε το παιδί και τη μητέρα
καὶ ἦλθεν εἰς γῆν ᾿Ισραήλ. του και εισήλθε στη γη Ισραήλ.
22 ἀκούσας δὲ ὅτι ᾿Αρχέλαος 22 Αλλά όταν άκουσε ότι ο
βασιλεύει ἐπὶ τῆς ᾿Ιουδαίας ἀντὶ Αρχέλαος βασιλεύει στην
῾Ηρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, Ιουδαία αντί για τον πατέρα του
ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· τον Ηρώδη, φοβήθηκε να πάει
χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ εκεί. Και επειδή τον πρόσταξε ο
ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Θεός κατά τη διάρκεια ενός
Γαλιλαίας, ονείρου, αναχώρησε για τα μέρη
της Γαλιλαίας,
23 καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς 23 και ήρθε και κατοίκησε σε μια
πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πόλη που λέγεται Ναζαρέτ – για
πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ τῶν να εκπληρωθεί αυτό που
προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος ειπώθηκε μέσω των προφητών,
κληθήσεται. ότι θα κληθεί Ναζωραίος.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Γ’
1 Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις 1 Τις ημέρες λοιπόν εκείνες,
παραγίνεται ᾿Ιωάννης ὁ παρουσιάζεται ο Ιωάννης ο
βαπτιστὴς κηρύσσων ἐν τῇ Βαπτιστής κηρύττοντας στην
ἐρήμῳ τῆς ᾿Ιουδαίας έρημο της Ιουδαίας
2 καὶ λέγων· μετανοεῖτε· ἤγγικε 2 και λέγοντας: «Μετανοείτε.
γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. γιατί έχει πλησιάσει η βασιλεία
των ουρανών».
3 οὗτος γάρ ἐστιν ὁ ρηθεὶς ὑπὸ 3 Γιατί γι’ αυτόν είναι που
῾Ησαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· ειπώθηκε μέσω του Ησαΐα του
φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, προφήτη, όταν έλεγε: Φωνή ενός
ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, που φωνάζει δυνατά στην έρημο:
εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους «Ετοιμάστε την οδό του Κυρίου,
αὐτοῦ. ίσια κάνετε τα μονοπάτια του».
4 Αὐτὸς δὲ ὁ ᾿Ιωάννης εἶχε τὸ 4 Αυτός λοιπόν ο Ιωάννης είχε το
ἔνδυμα αὐτοῦ ἀπὸ τριχῶν ένδυμά του από τρίχες καμήλας
καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην και ζώνη δερμάτινη γύρω από τη
περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, ἡ δὲ μέση του, ενώ η τροφή του ήταν
τροφὴ αὐτοῦ ἦν ἀκρίδες καὶ μέλι ακρίδες και μέλι άγριο.
ἄγριον. 5 Τότε πορεύονταν έξω προς
5 Τότε ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν αυτόν τα Ιεροσόλυμα και όλη η
῾Ιεροσόλυμα καὶ πᾶσα ἡ ᾿Ιουδαία Ιουδαία και όλα τα περίχωρα του
καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ιορδάνη,
᾿Ιορδάνου, 6 και βαφτίζονταν στον Ιορδάνη
6 καὶ ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ ᾿Ιορδάνῃ ποταμό από αυτόν, αφού
ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς εξομολογούνταν τις αμαρτίες
ἁμαρτίας αὐτῶν. τους.
7 ἰδὼν δὲ πολλοὺς τῶν 7 Και επειδή είδε πολλούς από
Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων τους Φαρισαίους και τους
ἐρχομένους ἐπὶ τὸ βάπτισμα Σαδουκκκαίους να έρχονται για
αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· γεννήματα το βάφτισμά του, τους είπε:
ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν «Γεννήματα εχιδνών, ποιος σας
φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης υπέδειξε, για να ξεφύγετε από τη
ὀργῆς; μελλοντική οργή;
8 ποιήσατε οὖν καρπὸν ἄξιον τῆς 8 Κάντε λοιπόν καρπό άξιο της
μετανοίας, μετάνοιας
9 καὶ μὴ δόξητε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, 9 και μη νομίσετε ότι μπορείτε να
πατέρα ἔχομεν τὸν ᾿Αβραάμ· λέτε μέσα σας: “Πατέρα έχουμε
λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ Θεὸς τον Αβραάμ”. Γιατί σας λέω ότι
ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι δύναται ο Θεός από τους λίθους
τέκνα τῷ ᾿Αβραάμ. τούτους να εγείρει τέκνα στον
Αβραάμ.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Γ’
10 ἤδη δὲ καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν 10 Ήδη, λοιπόν, το πελέκι
ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν βρίσκεται κοντά στη ρίζα των
οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν δέντρων. Επομένως, κάθε δέντρο
καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ που δεν κάνει καρπό καλό
βάλλεται. κόβεται εντελώς και ρίχνεται στη
φωτιά.
11 ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι 11 Εγώ, βέβαια, σας βαφτίζω
εἰς μετάνοιαν· ὁ δὲ ὀπίσω μου μέσα σε νερό για μετάνοια, αλλά
ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου αυτός που έρχεται ύστερα από
ἐστίν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ εμένα είναι ισχυρότερός μου, του
ὑποδήματα βαστάσαι· αὐτὸς οποίου δεν είμαι ικανός να
ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ βαστάξω τα υποδήματα. Αυτός
καὶ πυρί. θα σας βαφτίσει μέσα σε Πνεύμα
Άγιο και σε φωτιά.
12 οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ 12 Αυτού το φτυάρι είναι στο χέρι
καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα του, για να λιχνίσει, και θα
αὐτοῦ, καὶ συνάξει τὸν σῖτον καθαρίσει εντελώς το αλώνι του
αὐτοῦ εἰς τὴν ἀποθήκην, τὸ δὲ και θα συνάξει το σιτάρι του στην
ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ αποθήκη, ενώ το άχυρο θα το
ἀσβέστῳ. κατακάψει με φωτιά άσβεστη».
13 Τότε παραγίνεται ὁ ᾿Ιησοῦς 13 Τότε παρουσιάζεται ο Ιησούς
ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν από τη Γαλιλαία στον Ιορδάνη
᾿Ιορδάνην πρὸς τὸν ᾿Ιωάννην τοῦ προς τον Ιωάννη, για να
βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ. βαφτιστεί από αυτόν.
14 ὁ δὲ ᾿Ιωάννης διεκώλυεν αὐτὸν 14 Αλλά ο Ιωάννης τον εμπόδιζε
λέγων· ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ επίμονα λέγοντας: «Εγώ έχω
βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός ανάγκη από σένα να βαφτιστώ,
με; κι εσύ έρχεσαι προς εμένα;»
15 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε 15 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και
πρὸς αὐτόν· ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ είπε προς αυτόν: «Άφησε τώρα
πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι αυτά, γιατί έτσι πρέπει, για να
πᾶσαν δικαιοσύνην· τότε εκπληρώσουμε όλη τη
ἀφίησιν αὐτόν· δικαιοσύνη». Τότε ο Ιωάννης τον
αφήνει.
16 καὶ βαπτισθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνέβη 16 Και μόλις βαφτίστηκε ο
εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ Ιησούς, ευθύς ανέβηκε από το
ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί, νερό. Και ιδού, ανοίχτηκαν σ’
καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ αυτόν οι ουρανοί, και είδε το
καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ Πνεύμα του Θεού να κατεβαίνει
ἐρχόμενον ἐπ᾿ αὐτόν· σαν περιστέρι και να έρχεται
πάνω του.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Γ’
17 καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῶν οὐρανῶν 17 Και ιδού, φωνή από τους
λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ουρανούς που λέει: «Αυτός είναι ο
ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα. Υιός μου ο αγαπητός, στον οποίο
ευαρεστήθηκα».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Δ’
1 Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνήχθη εἰς τὴν 1 Τότε ο Ιησούς φέρθηκε πάνω
ἔρημον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος στην έρημο από το Πνεύμα, για
πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου, να πειραχτεί από το Διάβολο.
2 καὶ νηστεύσας ἡμέρας 2 Και αφού νήστεψε σαράντα
τεσσαράκοντα καὶ νύκτας ημέρες και σαράντα νύχτες,
τεσσαράκοντα ὕστερον ύστερα πείνασε.
ἐπείνασε.
3 καὶ προσελθὼν αὐτῷ ὁ 3 Τότε προσήλθε ο Πειραχτής και
πειράζων εἶπεν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ του είπε: «Αν Υιός είσαι του Θεού,
Θεοῦ, εἰπὲ ἵνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι πες ώστε οι λίθοι αυτοί να γίνουν
γένωνται. άρτοι».
4 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε· γέγραπται, 4 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε:
οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται «Είναι γραμμένο: Με άρτο μόνο
ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ρήματι δε θα ζήσει ο άνθρωπος, αλλά με
ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος κάθε λόγο που βγαίνει από το
Θεοῦ. στόμα του Θεού».
5 Τότε παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ 5 Τότε τον παραλαβαίνει ο
διάβολος εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν, καὶ Διάβολος και τον μεταφέρει στην
ἵστησιν αὐτὸν ἐπὶ τὸ πτερύγιον άγια πόλη και τον έστησε πάνω
τοῦ ἱεροῦ στο πτερύγιο του ναού
6 καὶ λέγει αὐτῷ· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ 6 και του λέει: «Αν είσαι Υιός του
Θεοῦ, βάλε σεαυτόν κάτω· Θεού, ρίξε τον εαυτό σου κάτω.
γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις Γιατί είναι γραμμένο: Στους
αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ, καὶ ἐπὶ αγγέλους του θα δώσει εντολή
χειρῶν ἀροῦσί σε, μήποτε για σένα και πάνω στα χέρια τους
προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα θα σε σηκώσουν, μην τυχόν
σου. σκοντάψεις σε λίθο το πόδι σου».
7 ἔφη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πάλιν 7 Του είπε ο Ιησούς: «Πάλι είναι
γέγραπται, οὐκ ἐκπειράσεις γραμμένο: Δε θα πειράξεις τον
Κύριον τὸν Θεόν σου. Κύριο το Θεό σου».
8 Πάλιν παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ 8 Πάλι τον παραλαβαίνει ο
διάβολος εἰς ὄρος ὑψηλὸν λίαν Διάβολος σε όρος πολύ ψηλό και
καὶ δείκνυσιν αὐτῷ πάσας τὰς του δείχνει όλες τις βασιλείες του
βασιλείας τοῦ κόσμου καὶ τὴν κόσμου και τη δόξα τους,
δόξαν αὐτῶν 9 και του είπε: «Αυτά όλα θα σου
9 καὶ λέγει αὐτῷ· ταῦτα πάντα σοι τα δώσω, αν πέσεις και με
δώσω, ἐὰν πεσὼν προσκυνήσῃς προσκυνήσεις».
μοι.
10 τότε λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· 10 Τότε του λέει ο Ιησούς:
ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· «Πήγαινε Σατανά. Γιατί είναι
γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν Θεόν γραμμένο: Κύριο το Θεό σου να
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Δ’
σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ προσκυνήσεις και αυτόν μόνο να
μόνῳ λατρεύσεις. λατρέψεις».
11 Τότε ἀφίησιν αὐτὸν ὁ 11 Τότε τον αφήνει ο Διάβολος,
διάβολος, καὶ ἰδοὺ ἄγγελοι και ιδού άγγελοι πλησίασαν και
προσῆλθον καὶ διηκόνουν αὐτῷ. τον υπηρετούσαν.
12 ᾿Ακούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι 12 Όταν άκουσε λοιπόν ο Ιησούς
᾿Ιωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν ότι ο Ιωάννης παραδόθηκε στη
εἰς τὴν Γαλιλαίαν, φυλακή, αναχώρησε για τη
Γαλιλαία.
13 καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ 13 Και αφού εγκατέλειψε τη
ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Ναζαρέτ, ήρθε και κατοίκησε
Καπερναοὺμ τὴν στην Καπερναούμ, την
παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις παραθαλάσσια, μέσα στα όρια
Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, της γης των φυλών Ζαβουλών
και Νεφθαλίμ.
14 ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ 14 Για να εκπληρωθεί αυτό που
῾Ησαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· ειπώθηκε μέσω του Ησαΐα του
προφήτη, όταν έλεγε:
15 γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ 15 Γη του Ζαβουλών και γη του
Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, Νεφθαλίμ, η οδός δίπλα στη
πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, Γαλιλαία θάλασσα, πέρα από τον Ιορδάνη,
τῶν ἐθνῶν, η Γαλιλαία των εθνικών –
16 ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει 16 ο λαός που κάθεται στο
εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς σκοτάδι, είδε μεγάλο φως, και σ’
καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ αυτούς που κάθονται σε χώρα
θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς. και σε σκιά θανάτου φως
ανάτειλε γι’ αυτούς.
17 ᾿Απὸ τότε ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς 17 Από τότε άρχισε ο Ιησούς να
κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· κηρύττει και να λέει:
ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν «Μετανοείτε. γιατί έχει
οὐρανῶν. πλησιάσει η βασιλεία των
ουρανών».
18 Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν 18 Περπατώντας λοιπόν δίπλα
θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο στη λίμνη της Γαλιλαίας, είδε δύο
ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον αδελφούς, το Σίμωνα, το
Πέτρον καὶ ᾿Ανδρέαν τὸν λεγόμενο Πέτρο, και τον Ανδρέα
ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας τον αδελφό του να ρίχνουν το
ἀμφίβληστρον εἰς τὴν δίχτυ στη λίμνη. γιατί ήταν
θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς· ψαράδες.
19 καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω 19 Και τους λέει: «Ελάτε πίσω μου,
μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς και θα σας κάνω ψαράδες
ἀνθρώπων. ανθρώπων».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Δ’
20 οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα 20 Εκείνοι αμέσως άφησαν τα
ἠκολούθησαν αὐτῷ. δίχτυα και τον ακολούθησαν.
21 Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν 21 Και αφού προχώρησε από εκεί,
ἄλλους δύο ἀδελφούς, ᾿Ιάκωβον είδε άλλους δύο αδελφούς, τον
τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ᾿Ιωάννην Ιάκωβο το γιο του Ζεβεδαίου και
τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ τον Ιωάννη τον αδελφό του, να
μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς διορθώνουν τα δίχτυα τους μέσα
αὐτῶν καταρτίζοντας τὰ δίκτυα στο πλοίο μαζί με το Ζεβεδαίο τον
αὐτῶν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. πατέρα τους, και τους κάλεσε.
22 οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον 22 Εκείνοι αμέσως άφησαν το
καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν πλοίο και τον πατέρα τους, και
ἠκολούθησαν αὐτῷ. τον ακολούθησαν.
23 Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν 23 Και περιόδευε σε όλη τη
Γαλιλαίαν ὁ ᾿Ιησοῦς διδάσκων ἐν Γαλιλαία διδάσκοντας στις
ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ συναγωγές τους και
κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς κηρύττοντας το ευαγγέλιο της
βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν βασιλείας και θεραπεύοντας
νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ κάθε νόσο και κάθε αδυναμία
λαῷ. στο λαό.
24 καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς 24 Και ήρθε μακριά η φήμη του
ὅλην τὴν Συρίαν, καὶ σε όλη τη Συρία. Και έφεραν προς
προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς αυτόν όλους όσοι ήταν σε κακή
κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις κατάσταση από ποικίλες νόσους
καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ και υπέφεραν από βασανιστικές
δαιμονιζομένους καὶ ασθένειες και δαιμονισμένους
σεληνιαζομένους καὶ και σεληνιασμένους και
παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν παράλυτους, και τους
αὐτούς· θεράπευσε.
25 καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι 25 Και τον ακολούθησαν πολλά
πολλοὶ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας καὶ πλήθη από τη Γαλιλαία και τη
Δεκαπόλεως καὶ ῾Ιεροσολύμων Δεκάπολη και τα Ιεροσόλυμα και
καὶ ᾿Ιουδαίας καὶ πέραν τοῦ την Ιουδαία και πέρα από τον
᾿Ιορδάνου. Ιορδάνη.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Ε’
1 Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς 1 Και όταν είδε τα πλήθη,
τὸ ὄρος, καὶ καθίσαντος αὐτοῦ ανέβηκε στο όρος και, αφού
προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ κάθισε, τον πλησίασαν οι
αὐτοῦ, μαθητές του.
2 καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ 2 Και τότε άνοιξε το στόμα του
ἐδίδασκεν αὐτοὺς λέγων· και τους δίδασκε λέγοντας:
3 μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ 3 «Μακάριοι οι φτωχοί στο
πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ πνεύμα, γιατί δική τους είναι η
βασιλεία τῶν οὐρανῶν. βασιλεία των ουρανών.
4 μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι 4 Μακάριοι όσοι πενθούν, γιατί
αὐτοὶ παρακληθήσονται. αυτοί θα παρηγορηθούν.
5 μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ 5 Μακάριοι οι πράοι, γιατί αυτοί
κληρονομήσουσι τὴν γῆν. θα κληρονομήσουν τη γη.
6 μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ 6 Μακάριοι όσοι πεινούν και
διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι διψούν τη δικαιοσύνη, γιατί
αὐτοὶ χορτασθήσονται. αυτοί θα χορταστούν.
7 μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι 7 Μακάριοι οι ελεήμονες, γιατί
αὐτοὶ ἐλεηθήσονται. αυτοί θα ελεηθούν.
8 μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, 8 Μακάριοι οι καθαροί στην
ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται. καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το
Θεό.
9 μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι 9 Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, γιατί
αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται. αυτοί θα κληθούν γιοι Θεού.
10 μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι 10 Μακάριοι οι καταδιωγμένοι
ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν εξαιτίας δικαιοσύνης, γιατί δική
ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. τους είναι η βασιλεία των
11 μακάριοί ἐστε ὅταν ουρανών.
ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι 11 Μακάριοι είστε, όταν σας
καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα βρίσουν και σας καταδιώξουν
καθ᾿ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν και πούνε κάθε κακό πράγμα
ἐμοῦ. εναντίον σας, λέγοντας ψέματα
εξαιτίας μου.
12 χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ 12 Χαίρετε και αγαλλιάζετε, γιατί
μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς ο μισθός σας είναι πολύς στους
οὐρανοῖς· οὕτω γὰρ ἐδίωξαν τοὺς ουρανούς. Γιατί έτσι καταδίωξαν
προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν. τους προφήτες που ήταν πριν
από εσάς».
13 ῾Υμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· 13 «Εσείς είστε το αλάτι της γης.
ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι Αν όμως το αλάτι αλλοιωθεί, με τι
ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι θα ξαναγίνει αλμυρό; Σε τίποτα
εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ δεν αξίζει πια παρά μόνο, αφού
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Ε’
καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν πεταχτεί έξω, να καταπατιέται
ἀνθρώπων. από τους ανθρώπους.
14 ῾Υμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. 14 Εσείς είστε το φως του κόσμου.
οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι Δε δύναται πόλη να κρυφτεί,
ἐπάνω ὄρους κειμένη· όταν βρίσκεται πάνω σε όρος.
15 οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ 15 Ούτε ανάβουν λύχνο και τον
τιθέασι αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, θέτουν κάτω από το μόδι, αλλά
ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πάνω στο λυχνοστάτη και έτσι
πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. λάμπει σε όλους όσοι είναι μέσα
στην οικία.
16 οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν 16 Έτσι ας λάμψει το φως σας
ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως μπροστά στους ανθρώπους, για
ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ να δουν τα καλά σας έργα και να
δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν δοξάσουν τον Πατέρα σας που
ἐν τοῖς οὐρανοῖς. είναι στους ουρανούς».
17 Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον 17 «Μη νομίσετε ότι ήρθα να
καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς καταλύσω το νόμο ή τους
προφήτας· οὐκ ἦλθον προφήτες. Δεν ήρθα να
καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι. καταλύσω, αλλά να
συμπληρώσω.
18 ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν 18 Γιατί αλήθεια σας λέω: ωσότου
παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, παρέλθει ο ουρανός και η γη, ένα
ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ γιώτα ή μια κεραία δε θα
παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν παρέλθει από το νόμο, ωσότου
πάντα γένηται. όλα γίνουν.
19 ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν 19 Όποιος λοιπόν παραβεί μία
ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων από τις εντολές αυτές που είναι
καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς πάρα πολύ μικρές και διδάξει
ἀνθρώπους, ἐλάχιστος έτσι τους ανθρώπους, πάρα πολύ
κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν μικρός θα κληθεί στη βασιλεία
οὐρανῶν· ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ των ουρανών. Όποιος όμως τις
διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται εφαρμόσει και τις διδάξει, αυτός
ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. μεγάλος θα κληθεί στη βασιλεία
των ουρανών.
20 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι ἐὰν μὴ 20 Γιατί σας λέω ότι αν δεν
περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν περισσέψει η δικαιοσύνη σας
πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ περισσότερο εκείνης των
Φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς γραμματέων και των Φαρισαίων,
τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. δε θα εισέλθετε στη βασιλεία των
ουρανών».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Ε’
21 ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς 21 «Ακούσατε ότι ειπώθηκε στους
ἀρχαίοις, οὐ φονεύσεις· ὃς δ᾿ ἂν αρχαίους: Μη φονεύσεις, και,
φονεύσῃ, ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει. “όποιος φονεύσει θα είναι ένοχος
στο δικαστήριο”.
22 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ 22 Εγώ όμως σας λέω ότι καθένας
ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ που οργίζεται με τον αδελφό του
εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ᾿ χωρίς λόγο ένοχος θα είναι στο
ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ρακά, δικαστήριο. Και όποιος πει στον
ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ αδελφό του: “Ρακά”, ένοχος θα
ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς είναι στο συνέδριο. Όποιος όμως
τὴν γέενναν τοῦ πυρός. πει: “Μωρέ”, ένοχος θα είναι για
τη γέεννα της φωτιάς.
23 ᾿Εὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν 23 Αν προσφέρεις, λοιπόν, το
σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ δώρο σου πάνω στο θυσιαστήριο
μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κι εκεί θυμηθείς ότι ο αδελφός
τι κατὰ σοῦ, σου έχει κάτι εναντίον σου,
24 ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου 24 άφησε εκεί το δώρο σου
ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, μπροστά στο θυσιαστήριο και
καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ πήγαινε, πρώτα συμφιλιώσου με
ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν τον αδελφό σου, και τότε έλα και
πρόσφερε τὸ δῶρόν σου. πρόσφερε το δώρο σου.
25 ῎Ισθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου 25 Να είσαι ευνοϊκός με τον
ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ᾿ αντίδικό σου γρήγορα, ωσότου
αὐτοῦ, μήποτέ σε παραδῷ ὁ είσαι μαζί του στο δρόμο, μην
ἀντίδικος τῷ κριτῇ καὶ ὁ κριτής τυχόν σε παραδώσει ο αντίδικος
σε παραδῷ τῷ ὑπηρέτῃ, καὶ εἰς στον κριτή και ο κριτής στο
φυλακὴν βληθήσῃ· δεσμοφύλακα και ριχτείς στη
φυλακή.
26 ἀμὴν λέγω σοι, οὐ μὴ ἐξέλθῃς 26 Αλήθεια σου λέω, δε θα
ἐκεῖθεν ἕως οὗ ἀποδῷς τὸν εξέλθεις από εκεί, ωσότου
ἔσχατον κοδράντην. αποδώσεις την τελευταία
δραχμή».
27 ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς 27 «Ακούσατε ότι ειπώθηκε: Μη
ἀρχαίοις, οὐ μοιχεύσεις. μοιχέψεις.
28 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ 28 Εγώ όμως σας λέω ότι καθένας
βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ που βλέπει γυναίκα, με σκοπό να
ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη επιθυμήσει αυτήν, ήδη μοίχεψε
ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ με αυτή μέσα στην καρδιά του.
αὐτοῦ.
29 εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς 29 Και αν ο οφθαλμός σου ο
σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ δεξιός σε σκανδαλίζει, βγάλε τον
βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι και ρίξε τον μακριά από εσένα.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Ε’
ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου Γιατί σε συμφέρει να χαθεί ένα
καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ από τα μέλη σου και να μη ριχτεί
εἰς γέενναν. όλο το σώμα σου στη γέεννα.
30 καὶ εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ 30 Και αν το δεξί σου χέρι σε
σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν σκανδαλίζει, κόψε το εντελώς και
καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ ρίξε το μακριά από εσένα. Γιατί
σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σε συμφέρει να χαθεί ένα από τα
σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου μέλη σου και να μην πάει όλο το
βληθῇ εἰς γέενναν. σώμα σου στη γέεννα».
31 ᾿Ερρέθη δέ· ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν 31 «Ειπώθηκε επίσης: Όποιος
γυναῖκα αὐτοῦ, δότω αὐτῇ αποδιώξει τη γυναίκα του ας της
ἀποστάσιον. δώσει έγγραφο διαζυγίου.
32 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν 32 Κι εγώ σας λέω ότι καθένας
ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ που αποδιώχνει τη γυναίκα του
παρεκτὸς λόγου πορνείας, ποιεῖ εκτός από λόγο πορνείας την
αὐτὴν μοιχᾶσθαι, καὶ ὃς ἐὰν κάνει να μοιχευτεί. Και όποιος
ἀπολελυμένην γαμήσῃ, νυμφευτεί αποδιωγμένη,
μοιχᾶται. μοιχεύεται».
33 Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη 33 «Πάλι ακούσατε ότι ειπώθηκε
τοῖς ἀρχαίοις, οὐκ ἐπιορκήσεις, στους αρχαίους: Μην
ἀποδώσεις δὲ τῷ Κυρίῳ τοὺς επιορκήσεις, αλλά να αποδώσεις
ὅρκους σου. στον Κύριο τους όρκους σου.
34 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι 34 Εγώ όμως σας λέω να μην
ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι ορκιστείτε καθόλου. Μήτε στον
θρόνος ἐστὶ τοῦ Θεοῦ· ουρανό, γιατί είναι θρόνος του
Θεού.
35 μήτε ἐν τῇ γῇ, ὅτι ὑποπόδιόν 35 μήτε στη γη, γιατί είναι
ἐστι τῶν ποδῶν αὐτοῦ· μήτε εἰς υποπόδιο των ποδιών του. μήτε
῾Ιεροσόλυμα, ὅτι πόλις ἐστὶ τοῦ στα Ιεροσόλυμα, γιατί είναι πόλη
μεγάλου βασιλέως· του μεγάλου βασιλιά.
36 μήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου 36 μήτε στο κεφάλι σου να
ὀμόσῃς, ὅτι οὐ δύνασαι μίαν ορκιστείς, γιατί δε δύνασαι μία
τρίχα λευκὴν ἢ μέλαιναν τρίχα να κάνεις λευκή ή μαύρη.
ποιῆσαι.
37 ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, 37 Ας είναι λοιπόν ο λόγος σας,
οὒ οὔ· τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ ναι και να εννοεί ναι, όχι και να
τοῦ πονηροῦ ἐστιν. εννοεί όχι. Ενώ ό,τι είναι
περισσότερο από αυτά
προέρχεται από τον Πονηρό».
38 ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη, 38 «Ακούσατε ότι ειπώθηκε:
ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ Οφθαλμός αντί για οφθαλμό και
ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος· δόντι αντί για δόντι.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Ε’
39 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ 39 Εγώ όμως σας λέω να μην
ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ αντισταθείτε στον κακό
ὅστις σε ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν άνθρωπο. αλλά σε όποιον σε
σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν χαστουκίζει στο δεξί μέρος του
ἄλλην· σαγονιού σου στρέψε του και το
άλλο.
40 καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι 40 Και σ’ αυτόν που θέλει να
καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες δικαστεί μ’ εσένα και να πάρει το
αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον· πουκάμισό σου άσε του και το
πανωφόρι.
41 καὶ ὅστις σε ἀγγαρεύσει μίλιον 41 Και με όποιον σε αγγαρέψει
ἕν, ὕπαγε μετ᾿ αὐτοῦ δύο· ένα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο.
42 τῷ αἰτοῦντί σε δίδου καὶ τὸν 42 Σ’ όποιον σου ζητάει δώσε, και
θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι μὴ αυτόν που θέλει από εσένα να
ἀποστραφῇς. δανειστεί μην τον αποστραφείς».
43 ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη, 43 «Ακούσατε ότι ειπώθηκε: Να
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ αγαπήσεις τον πλησίον σου και
μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου. να μισήσεις τον εχθρό σου.
44 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε 44 Εγώ όμως σας λέω, αγαπάτε
τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τους εχθρούς σας και
τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς προσεύχεστε για όσους σας
ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ καταδιώκουν,
προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν
ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ
διωκόντων ὑμᾶς.
45 ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς 45 για να γίνετε γιοι του Πατέρα
ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν σας που είναι στους ουρανούς,
ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ γιατί τον ήλιο του τον ανατέλλει
πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει πάνω σε κακούς και καλούς και
ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους. βρέχει πάνω σε δίκαιους και
άδικους.
46 ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς 46 Γιατί αν αγαπήσετε όσους σας
ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν αγαπούν, ποιο μισθό θέλετε να
ἔχετε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ έχετε; Και οι τελώνες το ίδιο δεν
ποιοῦσι; κάνουν;
47 καὶ ἐὰν ἀσπάσησθε τοὺς 47 Και αν χαιρετήσετε τους
φίλους ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν αδελφούς σας μόνο, τι
ποιεῖτε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι οὕτω περισσότερο κάνετε; Και οι
ποιοῦσιν; εθνικοί το ίδιο δεν κάνουν;
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Ε’
48 ῎Εσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, 48 Να είστε λοιπόν εσείς τέλειοι
ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς όπως ο Πατέρας σας ο ουράνιος
οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν. είναι τέλειος».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΣΤ’
1 Προσέχετε τὴν ἐλεημοσύνην 1 «Προσέχετε μάλιστα τη
ὑμῶν μὴ ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν δικαιοσύνη σας να μην την
ἀνθρώπων πρὸς τὸ θεαθῆναι κάνετε μπροστά στους
αὐτοῖς· εἰ δὲ μήγε, μισθὸν οὐκ ανθρώπους, για να σας δουν με
ἔχετε παρὰ τῷ πατρὶ ὑμῶν τῷ ἐν θαυμασμό. Ειδεμή, βέβαια, μισθό
τοῖς οὐρανοῖς. δεν έχετε από τον Πατέρα σας
που είναι στους ουρανούς.
2 ῞Οταν οὖν ποιῇς ἐλεημοσύνην, 2 Όταν λοιπόν κάνεις
μὴ σαλπίσῃς ἔμπροσθέν σου, ελεημοσύνη, μη σαλπίσεις
ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ ποιοῦσιν ἐν μπροστά σου όπως ακριβώς
ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς κάνουν οι υποκριτές στις
ρύμαις, ὅπως δοξασθῶσιν ὑπὸ συναγωγές και στα δρομάκια,
τῶν ἀνθρώπων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, για να δοξαστούν από τους
ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. ανθρώπους. Αλήθεια σας λέω,
έχουν πάρει πλήρως το μισθό
τους.
3 σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην 3 Εσύ, όμως, όταν κάνεις
μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ελεημοσύνη, ας μη γνωρίζει το
ἡ δεξιά σου, αριστερό σου τι κάνει το δεξί σου
χέρι,
4 ὅπως ᾖ σου ἡ ἐλεημοσύνη ἐν τῷ 4 για να γίνεται η ελεημοσύνη
κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ σου στα κρυφά. Και ο Πατέρας
βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σου που βλέπει στα κρυφά θα σου
σοι ἐν τῷ φανερῷ. αποδώσει».
5 Καὶ ὅταν προσεύχῃ, οὐκ ἔσῃ 5 «Και όταν προσεύχεστε, μην
ὥσπερ οἱ ὑποκριταί, ὅτι φιλοῦσιν είστε όπως οι υποκριτές. Επειδή
ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς τους αρέσει να προσεύχονται
γωνίαις τῶν πλατειῶν ἑστῶτες στημένοι όρθιοι στις συναγωγές
προσεύχεσθαι, ὅπως ἂν φανῶσι και στις γωνίες των πλατειών,
τοῖς ἀνθρώποις· ἀμὴν λέγω ὑμῖν για να φανούν στους ανθρώπους.
ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. Αλήθεια σας λέω, έχουν πάρει
πλήρως το μισθό τους.
6 σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε 6 Εσύ όμως, όταν προσεύχεσαι,
εἰς τὸν ταμιεῖόν σου, καὶ κλείσας είσελθε στο απόμερό σου
τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ δωμάτιο και, αφού κλείσεις τη
πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ θύρα σου, προσευχήσου στον
πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ Πατέρα σου που είναι στα κρυφά.
κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ Και ο Πατέρας σου που βλέπει
φανερῷ. στα κρυφά θα σου αποδώσει.
7 Προσευχόμενοι δὲ μὴ 7 Και όταν προσεύχεστε, μην
βαττολογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί· περιττολογήσετε όπως ακριβώς
οι εθνικοί, γιατί αυτοί νομίζουν
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΣΤ’
δοκοῦσι γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ ότι με την πολυλογία τους θα
αὐτῶν εἰσακουσθήσονται. εισακουστούν.
8 μὴ οὖν ὁμοιωθῆτε αὐτοῖς· οἶδε 8 Μη λοιπόν ομοιωθείτε με
γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὧν χρείαν αυτούς. Γιατί ξέρει ο Πατέρας σας
ἔχετε πρὸ τοῦ ὑμᾶς αἰτῆσαι αυτά που έχετε ανάγκη, προτού
αὐτόν. εσείς τα ζητήσετε από αυτόν.
9 Οὕτως οὖν προσεύχεσθε ὑμεῖς· 9 Έτσι, λοιπόν, εσείς να
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς· προσεύχεστε: Πατέρα μας που
ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου· είσαι στους ουρανούς, ας
αγιαστεί το όνομά σου.
10 ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· 10 ας έρθει η βασιλεία σου, ας
γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν γίνει το θέλημά σου, όπως στον
οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς· ουρανό έτσι και πάνω στη γη.
11 τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον 11 Τον άρτο μας για την ερχόμενη
δὸς ἡμῖν σήμερον· ημέρα, δώσε μας σήμερα.
12 καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα 12 Και άφησε από εμάς τις
ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς οφειλές μας, όπως κι εμείς
ὀφειλέταις ἡμῶν· αφήσαμε από τους οφειλέτες
μας.
13 καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς 13 Και μη μας φέρεις μέσα σε
πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ πειρασμό, αλλά σώσε μας από
τοῦ πονηροῦ. ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ τον Πονηρό. Γιατί δική σου είναι
βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ η βασιλεία και η δύναμη και η
δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν. δόξα στους αιώνες. Αμήν.
14 ᾿Εὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς 14 Γιατί αν αφήσετε στους
ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα ανθρώπους παραπτώματα
αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ αυτών, θα τα αφήσει και σ’ εσάς
ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ο Πατέρας σας ο ουράνιος.
15 ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς 15 Αν όμως δεν τα αφήσετε στους
ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα ανθρώπους, ούτε ο Πατέρας σας
αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν θα αφήσει τα δικά σας
ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. παραπτώματα».
16 ῞Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ 16 «Και όταν νηστεύετε, μη
γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ γίνεστε όπως οι υποκριτές
σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ σκυθρωποί. γιατί αφήνουν
πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι άπλυτα τα πρόσωπά τους, για να
τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· φανούν στους ανθρώπους πως
ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν νηστεύουν. Αλήθεια σας λέω,
μισθὸν αὐτῶν. έχουν πάρει πλήρως το μισθό
τους.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΣΤ’
17 σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου 17 Εσύ, όμως, όταν νηστεύεις,
τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν άλειψε σαπουνίζοντας το κεφάλι
σου νίψαι, σου και νίψε το πρόσωπό σου,
18 ὅπως μὴ φανῇς τοῖς 18 για να μη φανείς στους
ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ ανθρώπους πως νηστεύεις, αλλά
πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ στον Πατέρα σου που είναι στα
πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυφά. Και ο Πατέρας σου που
κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ βλέπει στα κρυφά θα σου
φανερῷ. αποδώσει».
19 Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν 19 «Μη θησαυρίζετε για σας
θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς θησαυρούς πάνω στη γη, όπου
καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου σκόρος και σκουριά τους
κλέπται διορύσσουσι καὶ αφανίζουν και όπου κλέφτες
κλέπτουσι· κάνουν διάρρηξη και τους
κλέβουν.
20 θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν 20 Αλλά θησαυρίζετε για σας
θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε θησαυρούς στον ουρανό, όπου
σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ούτε σκόρος ούτε σκουριά τους
ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν αφανίζουν και όπου κλέφτες δεν
οὐδὲ κλέπτουσιν· κάνουν διάρρηξη ούτε τους
κλέβουν.
21 ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς 21 Γιατί όπου είναι ο θησαυρός
ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία σου, εκεί θα είναι και η καρδιά
ὑμῶν. σου».
22 ῾Ο λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ 22 «Ο λύχνος του σώματος είναι ο
ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός οφθαλμός. Αν λοιπόν είναι ο
σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου οφθαλμός σου είναι
φωτεινόν ἔσται· γενναιόδωρος, όλο το σώμα σου
θα είναι φωτεινό.
23 ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου 23 Αν όμως ο οφθαλμός σου είναι
πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φιλάργυρος, όλο το σώμα σου θα
σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ είναι σκοτεινό. Αν λοιπόν το φως
ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος που βρίσκεται μέσα σου είναι
πόσον; σκοτάδι, πόσο μεγάλο θα είναι το
σκοτάδι!»
24 Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις 24 «Κανείς δε δύναται σε δύο
δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει κυρίους να υπηρετεί ως δούλος.
καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς Γιατί ή τον ένα θα μισήσει και τον
ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου άλλο θα αγαπήσει, ή στον ένα θα
καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ προσκολληθεί και τον άλλο θα
δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. καταφρονήσει. Δε δύναστε να
υπηρετείτε ως δούλοι
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΣΤ’
25 Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ 25 «Γι’ αυτό σας λέω: μη
μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα
φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ φάτε ή τι θα πιείτε, μήτε για το
σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ σώμα σας τι θα ντυθείτε. Η ζωή
ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς δεν είναι πιο πολύ από την τροφή
καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; και το σώμα από το ένδυμα;
26 ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ 26 Παρατηρήστε τα πετεινά του
οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ ουρανού, γιατί δε σπέρνουν ούτε
θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς θερίζουν ούτε συνάγουν σε
ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ αποθήκες, και όμως ο Πατέρας
οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς σας ο ουράνιος τα τρέφει. Εσείς δε
μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; διαφέρετε περισσότερο από
αυτά;
27 τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν 27 Και ποιος από εσάς
δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν μεριμνώντας δύναται να
ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; προσθέσει στο ανάστημά του
έναν πήχη;
28 καὶ περὶ ἐνδύματος τί 28 Και για ένδυμα τι μεριμνάτε;
μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα Μάθετε ακριβώς πώς αυξάνουν
τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ τα κρίνα του αγρού: δεν
οὐδὲ νήθει· κοπιάζουν ούτε γνέθουν.
29 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν 29 Σας λέω όμως ότι ούτε ο
ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ Σολομώντας με όλη τη δόξα του
περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. δεν ντύθηκε όπως ένα από αυτά.
30 Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, 30 Αν λοιπόν το χορτάρι του
σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς αγρού, που σήμερα υπάρχει και
κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς αύριο ρίχνεται στο φούρνο, ο
οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ Θεός έτσι το ντύνει, δε θα ντύσει
μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; πολύ περισσότερο εσάς
ολιγόπιστοι;
31 μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, 31 Μη λοιπόν μεριμνήσετε
τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί λέγοντας: “Τι θα φάμε”; ή “Τι θα
περιβαλώμεθα; πιούμε”; ή “Τι θα ντυθούμε”;
32 πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη 32 Γιατί όλα αυτά τα επιζητούν οι
ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ εθνικοί. Ξέρει βέβαια ο Πατέρας
οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων σας ο ουράνιος ότι χρειάζεστε
ἁπάντων. όλα αυτά.
33 ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν 33 Αλλά ζητάτε πρώτα τη
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν βασιλεία του Θεού και τη
δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα δικαιοσύνη του και όλα αυτά θα
πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. σας προστεθούν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΣΤ’
34 Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν 34 Μη λοιπόν μεριμνήσετε για το
αὔριον· ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει αύριο, γιατί το αύριο θα
τὰ ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ μεριμνήσει για τον εαυτό του.
κακία αὐτῆς. αρκετή για την ημέρα η
κακοπάθειά της».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Ζ’
1 Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε· 1 «Μην κρίνετε, για να μην
κριθείτε.
2 ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε 2 Γιατί με όποια κρίση κρίνετε θα
κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ κριθείτε, και με όποιο μέτρο
μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν. μετράτε, θα μετρηθεί σ’ εσάς.
3 τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ 3 Και γιατί βλέπεις την αγκίδα
ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν που είναι μέσα στο μάτι του
δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ αδελφού σου, ενώ το δοκάρι μέσα
κατανοεῖς; στο δικό σου μάτι δεν
παρατηρείς;
4 ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, 4 Ή πώς θα πεις στον αδελφό σου:
ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ “Άφησε να βγάλω την αγκίδα
ὀφθαλμοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς από το μάτι σου”, ενώ ιδού, το
ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου; δοκάρι είναι μέσα στο μάτι το
δικό σου;
5 ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν 5 Υποκριτή, βγάλε πρώτα από το
δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ μάτι το δικό σου το δοκάρι, και
τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ τότε θα δεις καθαρά, για να
κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ βγάλεις την αγκίδα από το μάτι
ἀδελφοῦ σου. του αδελφού σου.
6 Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ 6 Μη δώσετε το άγιο στα σκυλιά,
μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας μήτε να ρίξετε τα μαργαριτάρια
ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, σας μπροστά στους χοίρους, μην
μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς τυχόν τα καταπατήσουν με τα
ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ πόδια τους και μετά στραφούν
στραφέντες ρήξωσιν ὑμᾶς. και σας ξεσκίσουν».
7 Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, 7 «Ζητάτε και θα σας δοθεί,
ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, ερευνάτε και θα βρείτε, κρούετε
καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν· και θα σας ανοιχτεί.
8 πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ 8 Γιατί καθένας που ζητά
ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι λαβαίνει και όποιος ερευνά
ἀνοιγήσεται. βρίσκει και σ’ όποιον κρούει θα
του ανοιχτεί.
9 ἢ τίς ἐστιν ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος, 9 Ή ποιος άνθρωπος είναι από
ὃν ἐὰν αἰτήσῃ ὁ υἱὸς αὐτοῦ εσάς, που αν του ζητήσει ο γιος
ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ; του άρτο, μήπως θα του δώσει
ένα λίθο;
10 καὶ ἐὰν ἰχθὺν αἰτήσῃ, μὴ ὄφιν 10 Ή και αν ζητήσει ψάρι, μήπως
ἐπιδώσει αὐτῷ; θα του δώσει ένα φίδι;
11 εἰ οὗν ὑμεῖς, πονηροὶ ὄντες, 11 Αν λοιπόν εσείς που είστε
οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι κακοί ξέρετε δοσίματα αγαθά να
τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον δίνετε στα παιδιά σας, πόσο
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Ζ’
ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς μάλλον ο Πατέρας σας που είναι
δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν στους ουρανούς θα δώσει αγαθά
αὐτόν; σε όσους του ζητούν!»
12 Πάντα οὖν ὅσα ἂν θέλητε ἵνα 12 «Όλα όσα θέλετε, λοιπόν, να
ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω κάνουν σ’ εσάς οι άνθρωποι, έτσι
καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος κι εσείς να κάνετε σ’ αυτούς. γιατί
γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ αυτός είναι ο νόμος και οι
προφῆται. προφήτες».
13 Εἰσέλθετε διὰ τῆς στενῆς 13 «Εισέλθετε από τη στενή πύλη.
πύλης· ὅτι πλατεῖα ἡ πύλη καὶ γιατί πλατιά η πύλη και
εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα ευρύχωρη η οδός που οδηγεί
εἰς τὴν ἀπώλειαν, καὶ πολλοί στην απώλεια και πολλοί είναι
εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι δι᾿ αὐτῆς. που εισέρχονται από αυτή.
14 τί στενὴ ἡ πύλη καὶ 14 Τι στενή που είναι η πύλη και
τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα θλιμμένη η οδός που οδηγεί στη
εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ ζωή, και λίγοι είναι εκείνοι που
εὑρίσκοντες αὐτήν! τη βρίσκουν!»
15 Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν 15 «Προσέχετε από τους
ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ψευδοπροφήτες, οι οποίοι
ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι έρχονται προς εσάς με ενδύματα
προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι προβάτων, ενώ από μέσα είναι
ἅρπαγες. λύκοι άρπαγες.
16 ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν 16 Από τους καρπούς τους θα
ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. μήτι τους αναγνωρίσετε. Μήπως
συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν μαζεύουν από αγκάθια
σταφυλὴν ἢ ἀπὸ τριβόλων σῦκα; σταφύλια ή από τριβόλια σύκα;
17 οὕτω πᾶν δένδρον ἀγαθὸν 17 Έτσι, κάθε δέντρο αγαθό κάνει
καρποὺς καλοὺς ποιεῖ, τὸ δὲ καρπούς καλούς, ενώ το σάπιο
σαπρὸν δένδρον καρποὺς δέντρο κάνει καρπούς κακούς.
πονηροὺς ποιεῖ. 18 Δε δύναται δέντρο αγαθό να
18 οὐ δύναται δένδρον ἀγαθὸν κάνει καρπούς κακούς ούτε
καρποὺς πονηροὺς ποιεῖν, οὐδὲ δέντρο σάπιο να κάνει καρπούς
δένδρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς καλούς.
ποιεῖν.
19 πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν 19 Κάθε δέντρο που δεν κάνει
καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς καλό καρπό κόβεται εντελώς και
πῦρ βάλλεται. ρίχνεται στη φωτιά.
20 ἄραγε ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν 20 Άρα, βεβαίως, από τους
ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. καρπούς τους θα τους
αναγνωρίσετε».
21 Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε 21 «Καθένας που μου λέει “Κύριε,
Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν Κύριε” δε θα εισέλθει στη
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Ζ’
βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὁ βασιλεία των ουρανών, αλλά
ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου αυτός που κάνει το θέλημα του
τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Πατέρα μου που είναι στους
ουρανούς.
22 πολλοὶ ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ 22 Πολλοί θα μου πουν εκείνη την
ἡμέρᾳ· Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ημέρα: “Κύριε, Κύριε, στο δικό
ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σου όνομα δεν προφητέψαμε και
σῷ ὀνόματι δαιμόνια στο δικό σου όνομα δε βγάλαμε
ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια και στο δικό σου όνομα
δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν; δεν κάναμε πολλές
θαυματουργικές δυνάμεις”;
23 καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι 23 Και τότε θα τους ομολογήσω:
οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· “Ποτέ δε σας γνώρισα.
ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ αποχωρείτε από εμένα οι
ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν. εργαζόμενοι την ανομία”».
24 Πᾶς οὖν ὅστις ἀκούει μου τοὺς 24 «Καθένας λοιπόν που ακούει
λόγους τούτους καὶ ποιεῖ αὐτούς, τούτους τους λόγους μου και
ὁμοιώσω αὐτὸν ἀνδρὶ φρονίμῳ, τους εφαρμόζει θα ομοιωθεί με
ὅστις ᾠκοδόμησε τὴν οἰκίαν φρόνιμο άνθρωπο, ο οποίος
αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πέτραν· οικοδόμησε την οικία του πάνω
στο βράχο.
25 καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον 25 Και κατέβηκε η βροχή και
οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ήρθαν οι ποταμοί και έπνευσαν
ἄνεμοι καὶ προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ οι άνεμοι και έπεσαν πάνω στην
ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἔπεσε· οικία εκείνη, αλλά δεν έπεσε,
τεθεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν. γιατί είχε θεμελιωθεί πάνω στο
βράχο.
26 καὶ πᾶς ὁ ἀκούων μου τοὺς 26 Και καθένας που ακούει τους
λόγους τούτους καὶ μὴ ποιῶν λόγους μου τούτους και δεν τους
αὐτοὺς ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ εφαρμόζει θα ομοιωθεί με
μωρῷ, ὅστις ᾠκοδόμησε τὴν άνθρωπο μωρό, ο οποίος
οἰκίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ἄμμον· οικοδόμησε την οικία του πάνω
στην άμμο.
27 καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον 27 Και κατέβηκε η βροχή και
οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ήρθαν οι ποταμοί και έπνευσαν
ἄνεμοι καὶ προσέκοψαν τῇ οἰκίᾳ οι άνεμοι και χτύπησαν πάνω
ἐκείνῃ, καὶ ἔπεσε, καὶ ἦν ἡ πτῶσις στην οικία εκείνη. και έπεσε, και
αὐτῆς μεγάλη. η πτώση της ήταν μεγάλη».
28 Καὶ ἐγένετο ὅτε συνετέλεσεν ὁ 28 Και συνέβηκε, όταν τελείωσε ο
᾿Ιησοῦς τοὺς λόγους τούτους, Ιησούς τους λόγους αυτούς, να
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Ζ’
ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ εκπλήττονται τα πλήθη για τη
διδαχῇ αὐτοῦ· διδαχή του.
29 ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς 29 Γιατί τους δίδασκε συνεχώς
ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡς οἱ όπως ένας που έχει εξουσία, και
γραμματεῖς. όχι όπως οι γραμματείς τους.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Η’
1 Καταβάντι δὲ αὐτῷ ἀπὸ τοῦ 1 Και όταν αυτός κατέβηκε από
ὄρους ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι το όρος, τον ακολούθησαν πλήθη
πολλοί. πολλά.
2 Καὶ ἰδοὺ λεπρὸς ἐλθὼν 2 Και ιδού, ένας λεπρός πλησίασε
προσεκύνει αὐτῷ λέγων· Κύριε, και τον προσκυνούσε λέγοντας:
ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με «Κύριε, αν θέλεις δύνασαι να με
καθαρίσαι. καθαρίσεις».
3 καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο 3 Και αυτός εξέτεινε το χέρι του
αὐτοῦ ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· θέλω, και τον άγγιξε λέγοντας: «Θέλω,
καθαρίσθητι. καὶ εὐθέως καθαρίσου». Και αμέσως
ἐκαθαρίσθη αὐτοῦ ἡ λέπρα. καθαρίστηκε η λέπρα του.
4 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅρα 4 Και τότε του λέει ο Ιησούς:
μηδενὶ εἴπῃς, ἀλλὰ ὕπαγε «Κοίτα να μην το πεις σε
σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ κανέναν, αλλά πήγαινε, δείξε τον
προσένεγκε τὸ δῶρον ὃ εαυτό σου στον ιερέα και
προσέταξε Μωσῆς εἰς μαρτύριον πρόσφερε το δώρο που πρόσταξε
αὐτοῖς. ο Μωυσής, ως μαρτυρία σ’
αυτούς».
5 Εἰσελθόντι δὲ αὐτῷ εἰς 5 Και όταν αυτός εισήλθε στην
Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ Καπερναούμ, πλησίασε σ’ αυτόν
ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν ένας εκατόνταρχος
καὶ λέγων· παρακαλώντας τον
6 και λέγοντας: «Κύριε, ο δούλος
6 Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ μου έχει πέσει παράλυτος στην
οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς οικία μου και βασανίζεται
βασανιζόμενος. φοβερά».
7 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγὼ 7 Τότε ο Ιησούς τού λέει: «Εγώ,
ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν. αφού έρθω, θα τον θεραπεύσω».
8 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος 8 Αλλά αποκρίθηκε ο
ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα εκατόνταρχος και είπε: «Κύριε,
μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· δεν είμαι ικανός να εισέλθεις
ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ κάτω από τη στέγη μου. Αλλά πες
ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. το μόνο με λόγια, και θα
γιατρευτεί ο δούλος μου.
9 καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ 9 Γιατί κι εγώ είμαι άνθρωπος
ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν κάτω από εξουσία, έχοντας κάτω
στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, από τον εαυτό μου στρατιώτες,
πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ και λέω σε τούτον: “Πήγαινε”, και
ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ πηγαίνει. Και στον άλλο: “Έλα”,
δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ και έρχεται. Και στο δούλο μου:
ποιεῖ. “Κάνε αυτό”, και το κάνει».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Η’
10 ἀκούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς 10 Όταν το άκουσε τότε ο Ιησούς,
ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς θαύμασε και είπε σ’ όσους τον
ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ακολουθούσαν: «Αλήθεια σας
οὐδὲ ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ τοσαύτην λέω, σε κανέναν δε βρήκα τόσο
πίστιν εὗρον. πολλή πίστη μέσα στο λαό
Ισραήλ.
11 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ 11 Σας λέω μάλιστα ότι πολλοί
ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι από ανατολικά και δυτικά θα
καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ έρθουν και θα καθίσουν, για να
᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ φάνε μαζί με τον Αβραάμ και τον
ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, Ισαάκ και τον Ιακώβ μέσα στη
βασιλεία των ουρανών,
12 οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας 12 ενώ οι γιοι της βασιλείας θα
ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ πεταχτούν έξω στο σκότος το
ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς εξώτερο. Εκεί θα είναι το κλάμα
καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. και το τρίξιμο των δοντιών».
13 καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ 13 Και μετά είπε ο Ιησούς στον
ἑκατοντάρχῳ· ὕπαγε, καὶ ὡς εκατόνταρχο: «Πήγαινε, ας γίνει
ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. καὶ σ’ εσένα όπως πίστεψες». Και ο
ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ δούλος του γιατρεύτηκε εκείνη
ἐκείνῃ. την ώρα.
14 Καὶ ἐλθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν 14 Και όταν ο Ιησούς ήρθε στην
οἰκίαν Πέτρου εἶδε τὴν πενθερὰν οικία του Πέτρου, είδε την πεθερά
αὐτοῦ βεβλημένην καὶ του πεσμένη στο κρεβάτι και με
πυρέσσουσαν· πυρετό.
15 καὶ ἥψατο τῆς χειρὸς αὐτῆς, 15 Και τότε άγγιξε το χέρι της και
καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετὸς καὶ την άφησε ο πυρετός, και
ἠγέρθη καὶ διηκόνει αὐτῷ. σηκώθηκε και τον διακονούσε.
16 ᾿Οψίας δὲ γενομένης 16 Όταν λοιπόν βράδιασε, έφεραν
προσήνεγκαν αὐτῷ προς αυτόν πολλούς
δαιμονιζομένους πολλούς, καὶ δαιμονισμένους. Και έβγαλε τα
ἐξέβαλε τὰ πνεύματα λόγῳ καὶ πνεύματα με το λόγο του και
πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας θεράπευσε όλους όσοι ήταν σε
ἐθεράπευσεν, κακή κατάσταση,
17 ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ 17 για να εκπληρωθεί αυτό που
῾Ησαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· ειπώθηκε μέσω του προφήτη
αὐτὸς τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε Ησαΐα, όταν έλεγε: Αυτός έλαβε
καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν. τις ασθένειές μας και βάσταξε τις
νόσους μας.
18 ᾿Ιδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς πολλοὺς 18 Όταν λοιπόν ο Ιησούς είδε
ὄχλους περὶ αὐτὸν ἐκέλευσεν πλήθος γύρω του, διέταξε να
ἀπελθεῖν εἰς τὸ πέραν. πάνε αντίπερα στη λίμνη.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Η’
19 Καὶ προσελθὼν εἷς 19 Τότε πλησίασε ένας
γραμματεὺς εἶπεν αὐτῷ· γραμματέας και του είπε:
διδάσκαλε, ἀκολουθήσω σοι «Δάσκαλε, θα σε ακολουθήσω
ὅπου ἐὰν ἀπέρχῃ. όπου κι αν πηγαίνεις».
20 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· αἱ 20 Και ο Ιησούς του λέει: «Οι
ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ αλεπούδες έχουν φωλιές και τα
πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ πετεινά του ουρανού προσωρινές
κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ κατοικίες, αλλά ο Υιός του
ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν ανθρώπου δεν έχει πού να γείρει
κεφαλὴν κλίνῃ. το κεφάλι του».
21 ῞Ετερος δὲ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ 21 Και άλλος από τους μαθητές
εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι του του είπε: «Κύριε, επίτρεψέ μου
πρῶτον ἀπελθεῖν καὶ θάψαι τὸν πρώτα να πάω και να θάψω τον
πατέρα μου. πατέρα μου».
22 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· 22 Αλλά ο Ιησούς του λέει:
ἀκολούθει μοι, καὶ ἄφες τοὺς «Ακολούθα με και άφησε τους
νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς να θάψουν τους δικούς
νεκρούς. τους νεκρούς».
23 Καὶ ἐμβάντι αὐτῷ εἰς τὸ πλοῖον 23 Και όταν αυτός μπήκε στο
ἠκολούθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ πλοίο, τον ακολούθησαν οι
αὐτοῦ. μαθητές του.
24 καὶ ἰδοὺ σεισμὸς μέγας ἐγένετο 24 Και ιδού, έγινε μεγάλη
ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὥστε τὸ πλοῖον τρικυμία στη λίμνη, ώστε το
καλύπτεσθαι ὑπὸ τῶν κυμάτων· πλοίο να καλύπτεται από τα
αὐτὸς δὲ ἐκάθευδε. κύματα. αυτός όμως κοιμότανε.
25 καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ 25 Και πλησίασαν και τον
αὐτοῦ ἤγειραν αὐτὸν λέγοντες· ξύπνησαν λέγοντας: «Κύριε,
Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα. σώσε μας, χανόμαστε».
26 καὶ λέγει αὐτοῖς· τί δειλοί ἐστε, 26 Και τους λέει: «Γιατί είστε
ὀλιγόπιστοι; τότε ἐγερθεὶς δειλοί, ολιγόπιστοι;» Τότε, αφού
ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις καὶ τῇ σηκώθηκε, επιτίμησε τους
θαλάσσῃ, καὶ ἐγένετο γαλήνη ανέμους και τη θάλασσα, και
μεγάλη. έγινε γαλήνη μεγάλη.
27 οἱ δὲ ἄνθρωποι ἐθαύμασαν 27 Οι άνθρωποι τότε θαύμασαν
λέγοντες· ποταπός ἐστιν οὗτος, λέγοντας: «Τι είδους είναι αυτός
ὅτι καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα που και οι άνεμοι και η θάλασσα
ὑπακούουσιν αὐτῷ; τον υπακούνε;»
28 Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν 28 Και όταν αυτός ήρθε αντίπερα
εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν στη λίμνη, στη χώρα των
ὑπήντησαν αὐτῷ δύο Γαδαρηνών, τον συνάντησαν δύο
δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων δαιμονισμένοι που εξέρχονταν
ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε από τα μνήματα, πολύ κακοί,
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Η’
μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ώστε να μην μπορεί κανείς να
ὁδοῦ ἐκείνης. περάσει από εκείνη την οδό.
29 καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· τί 29 Και ιδού, έκραξαν λέγοντας:
ἡμῖν καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; «Τι σχέση έχουμε εμείς κι εσύ, Υιέ
ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι του Θεού; Ήρθες εδώ πριν από
ἡμᾶς; τον καθορισμένο καιρό, για να
μας βασανίσεις;»
30 ἦν δὲ μακρὰν ἀπ᾿ αὐτῶν ἀγέλη 30 Ήταν λοιπόν μακριά από
χοίρων πολλῶν βοσκομένη. αυτούς μια αγέλη πολλών
χοίρων που έβοσκε.
31 οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν 31 Και οι δαίμονες τον
αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἐκβάλλεις παρακαλούσαν λέγοντας: «Αν
ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν μας βγάλεις, απόστειλέ μας στην
εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. αγέλη των χοίρων».
32 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑπάγετε. οἱ δὲ 32 Και τους είπε: «Πηγαίνετε».
ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν Εκείνοι, αφού εξήλθαν, πήγαν
ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ στους χοίρους. Και ιδού, όρμησε
ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν όλη η αγέλη κάτω στον γκρεμό,
χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν στη λίμνη, και πέθαναν μέσα στα
θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς νερά.
ὕδασιν.
33 οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ 33 Και αυτοί που τους έβοσκαν
ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν έφυγαν και, όταν πήγαν στην
ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν πόλη, ανάγγειλαν όλα και όσα
δαιμονιζομένων. συνέβηκαν με τους
δαιμονισμένους.
34 καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν 34 Και ιδού, όλη η πόλη εξήλθε
εἰς συνάντησιν τῷ ᾿Ιησοῦ, καὶ για να συναντήσει τον Ιησού και,
ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν όταν τον είδαν, τον παρακάλεσαν
ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων να φύγει από τα όριά τους.
αὐτῶν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Θ’
1 Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασε 1 Και αφού μπήκε σε πλοίο,
καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. διαπέρασε τη λίμνη και ήρθε στη
δική του πόλη.
2 Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ 2 Και ιδού, έφεραν προς αυτόν
παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης έναν παράλυτο βαλμένο πάνω σ’
βεβλημένον· καὶ ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς ένα κρεβάτι. Και όταν είδε ο
τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ Ιησούς την πίστη τους, είπε στον
παραλυτικῷ· θάρσει, τέκνον· παράλυτο: «Έχε θάρρος, τέκνο
ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. μου, σου αφήνονται οι αμαρτίες».
3 καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων 3 Και ιδού, μερικοί από τους
εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτος γραμματείς είπαν μέσα τους:
βλασφημεῖ. «Αυτός βλαστημά».
4 καὶ ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς τὰς 4 Και επειδή είδε ο Ιησούς τις
ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· ἵνα τί σκέψεις τους, είπε: «Γιατί
ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς σκέφτεστε κακά μέσα στις
καρδίαις ὑμῶν; καρδιές σας;
5 τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, 5 Γιατί, τι είναι ευκολότερο, να
εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, πω: “Σου αφήνονται οι
ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; αμαρτίες”, ή να πω: “Σήκω και
περπάτα”;
6 ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ 6 Αλλά για να μάθετε ότι εξουσία
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς έχει ο Υιός του ανθρώπου πάνω
ἀφιέναι ἁμαρτίας τότε λέγει τῷ στη γη να αφήνει αμαρτίες» –
παραλυτικῷ· ἐγερθεὶς ἆρόν σου τότε λέει στον παράλυτο: «Σήκω,
τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε
οἶκόν σου. στον οίκο σου».
7 καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν 7 Και εκείνος σηκώθηκε και
οἶκον αὐτοῦ. έφυγε για τον οίκο του.
8 ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν 8 Και όταν το είδαν τα πλήθη,
καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα φοβήθηκαν και δόξασαν το Θεό
ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς που έδωσε τέτοια εξουσία στους
ἀνθρώποις. ανθρώπους.
9 Καὶ παράγων ὁ ῾Ιησοῦς ἐκεῖθεν 9 Και προχωρώντας ο Ιησούς εκεί
εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ κοντά, είδε έναν άνθρωπο να
τὸ τελώνιον, Ματθαῖον κάθεται στο τελωνείο, που τον
λεγόμενον, καὶ λέγει αὐτῷ· έλεγαν Ματθαίο, και του λέει:
ἀκολούθει μοι. καὶ ἀναστὰς «Ακολούθα με». Και σηκώθηκε
ἠκολούθησεν αὐτῷ. και τον ακολούθησε.
10 Καὶ ἐγένετο αὐτοῦ 10 Και τότε ιδού, συνέβηκε, ενώ
ἀνακειμένου ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ ἰδοὺ αυτός καθόταν, για να φάει μέσα
πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ στην οικία, να έρθουν πολλοί
τελώνες και αμαρτωλοί και να
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Θ’
ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ ᾿Ιησοῦ καθίσουν, για να φάνε μαζί με
καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ. τον Ιησού και τους μαθητές του.
11 καὶ ἰδόντες οἱ Φαρισαῖοι εἶπον 11 Και όταν το είδαν οι
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· διατί μετὰ Φαρισαίοι, έλεγαν στους
τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν μαθητές του: «Γιατί μαζί με τους
ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν; τελώνες και τους αμαρτωλούς
τρώει ο δάσκαλός σας;»
12 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας εἶπεν 12 Εκείνος, επειδή το άκουσε, είπε:
αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ «Δεν έχουν ανάγκη οι υγιείς από
ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς γιατρό, αλλά οι ασθενείς.
ἔχοντες.
13 πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν 13 Πηγαίνετε, λοιπόν, και μάθετε
ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν. οὐ γὰρ τι σημαίνει: Έλεος θέλω και όχι
ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ θυσία. Γιατί δεν ήρθα να καλέσω
ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν. δίκαιους, αλλά αμαρτωλούς».
14 Τότε προσέρχονται αὐτῷ οἱ 14 Τότε πλησιάζουν σ’ αυτόν οι
μαθηταὶ ᾿Ιωάννου λέγοντες· διατί μαθητές του Ιωάννη λέγοντας:
ἡμεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι «Γιατί εμείς και οι Φαρισαίοι
νηστεύομεν πολλά, οἱ δὲ μαθηταί νηστεύουμε πολύ, ενώ οι μαθητές
σου οὐ νηστεύουσι; σου δε νηστεύουν;»
15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· μὴ 15 Και τους είπε ο Ιησούς:
δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος «Μήπως δύνανται οι καλεσμένοι
πενθεῖν ἐφ᾿ ὅσον χρόνον μετ᾿ στο γάμο να πενθούν, εφόσον
αὐτῶν ἐστιν ὁ νυμφίος; μαζί τους είναι ο γαμπρός; Θα
ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν έρθουν όμως ημέρες, όταν
ἀπαρθῇ ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ αφαιρεθεί από αυτούς ο
τότε νηστεύσουσιν. γαμπρός, και τότε θα νηστέψουν.
16 οὐδεὶς δὲ ἐπιβάλλει ἐπίβλημα 16 Και κανείς δε βάζει μπάλωμα
ράκους ἀγνάφου ἐπὶ ἱματίῳ από ασυρρίκνωτο καινούργιο
παλαιῷ· αἴρει γὰρ τὸ πλήρωμα ύφασμα πάνω σε ρούχο παλιό.
αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἱματίου, καὶ Γιατί τραβάει το συμπλήρωμά
χεῖρον σχίσμα γίνεται. του το ρούχο, και χειρότερο
σχίσιμο γίνεται.
17 οὐδὲ βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς 17 Ούτε βάζουν κρασί νέο σε
ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ μήγε, ασκιά παλιά. Ειδεμή, σπάζουν
ρήγνυνται οἱ ἀσκοί, καὶ ὁ οἶνος βέβαια τα ασκιά, και το κρασί
ἐκχεῖται καὶ οἱ ἀσκοὶ χύνεται έξω και τα ασκιά
ἀπολοῦνται· ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς χάνονται. Αλλά κρασί νέο βάζουν
ἀσκοὺς βάλλουσι καινούς, καὶ σε ασκιά καινούργια, και έτσι και
ἀμφότεροι συντηροῦνται. τα δύο συντηρούνται».
18 Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος 18 Αυτά ενώ τους έλεγε, ιδού, ένας
αὐτοῖς ἰδοὺ ἄρχων εἷς προσελθὼν άρχοντας ήρθε και τον
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Θ’
προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι ἡ προσκυνούσε λέγοντας: «Η
θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· θυγατέρα μου πριν από λίγο
ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου πέθανε. Αλλά έλα και θέσε το χέρι
ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ ζήσεται. σου πάνω της και θα ζήσει».
19 καὶ ἐγερθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς 19 Τότε σηκώθηκε ο Ιησούς και
ἠκολούθησεν αὐτῷ καὶ οἱ τον ακολούθησε και μαζί οι
μαθηταί αὐτοῦ. μαθητές του.
20 Καὶ ἰδοὺ γυνή, αἱμορροοῦσα 20 Και ιδού, μια γυναίκα που
δώδεκα ἔτη, προσελθοῦσα αιμορραγούσε δώδεκα έτη, αφού
ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου πλησίασε από πίσω του, άγγιξε
τοῦ ἱματίου αὐτοῦ. το κράσπεδο του ρούχου του.
21 ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ, ἐὰν μόνον 21 Γιατί έλεγε μέσα της: «Αν μόνο
ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, αγγίξω το ρούχο του, θα σωθώ».
σωθήσομαι.
22 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἐπιστραφεὶς καὶ 22 Και ο Ιησούς, αφού στράφηκε
ἰδὼν αὐτὴν εἶπε· θάρσει, θύγατερ· και την είδε, είπε: «Έχε θάρρος
ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ θυγατέρα μου. η πίστη σου σε
ἐσώθη ἡ γυνὴ ἀπὸ τῆς ὥρας έχει σώσει». Και σώθηκε η
ἐκείνης. γυναίκα από την ώρα εκείνη.
23 Καὶ ἐλθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν 23 Και ο Ιησούς ήρθε στην οικία
οἰκίαν τοῦ ἄρχοντος καὶ ἰδὼν του άρχοντα και, όταν είδε τους
τοὺς αὐλητὰς καὶ τὸν ὄχλον αυλητές και το πλήθος να
θορυβούμενον, λέγει αὐτοῖς· θορυβεί,
24 ἀναχωρεῖτε· οὐ γὰρ ἀπέθανε τὸ 24 έλεγε: «Αναχωρείτε, γιατί δεν
κοράσιον, ἀλλὰ καθεύδει. καὶ πέθανε το κοριτσάκι αλλά
κατεγέλων αὐτοῦ. κοιμάται». Και τον
περιγελούσαν.
25 ὅτε δὲ ἐξεβλήθη ὁ ὄχλος, 25 Όταν λοιπόν βγήκε έξω το
εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς πλήθος, εισήλθε και κράτησε το
αὐτῆς, καὶ ἠγέρθη τὸ κοράσιον. χέρι της, και σηκώθηκε το
κοριτσάκι.
26 καὶ ἐξῆλθεν ἡ φήμη αὕτη εἰς 26 Και εξήλθε η φήμη αυτή σε
ὅλην τὴν γῆν ἐκείνην. όλη εκείνη την περιοχή.
27 Καὶ παράγοντι ἐκεῖθεν τῷ 27 Και καθώς περνούσε από εκεί ο
᾿Ιησοῦ ἠκολούθησαν αὐτῷ δύο Ιησούς, τον ακολούθησαν δύο
τυφλοὶ κράζοντες καὶ λέγοντες· τυφλοί κράζοντας και λέγοντας:
ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυῒδ. «Ελέησέ μας, γιε του Δαβίδ».
28 ἐλθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν 28 Και όταν ήρθε στην οικία,
προσῆλθον αὐτῷ οἱ τυφλοί, καὶ πλησίασαν σε αυτόν οι τυφλοί
λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· πιστεύετε και τους λέει ο Ιησούς: «Πιστεύετε
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Θ’
ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; ότι δύναμαι αυτό να το κάνω;»
λέγουσιν αὐτῷ· ναί, Κύριε. Του λένε: «Ναι, Κύριε».
29 τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν 29 Τότε άγγιξε τους οφθαλμούς
αὐτῶν λέγων· κατὰ τὴν πίστιν τους λέγοντας: «Κατά την πίστη
ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν. σας ας γίνει σ’ εσάς».
30 καὶ ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ 30 Και ανοίχτηκαν οι οφθαλμοί
ὀφθαλμοί· καὶ ἐνεβριμήσατο τους. Τότε τους μίλησε αυστηρά ο
αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· ὁρᾶτε Ιησούς λέγοντας: «Κοιτάτε
μηδεὶς γινωσκέτω. κανείς να μην το μάθει».
31 οἱ δὲ ἐξελθόντες διεφήμισαν 31 Αυτοί, όταν εξήλθαν από την
αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ. οικία, τον διαφήμισαν σε όλη την
περιοχή εκείνη.
32 Αὐτῶν δὲ ἐξερχομένων ἰδοὺ 32 Και ενώ αυτοί εξέρχονταν,
προσήνεγκαν αὐτῷ ἄνθρωπον ιδού, έφεραν προς αυτόν έναν
κωφὸν δαιμονιζόμενον· άνθρωπο κωφάλαλο
δαιμονισμένο.
33 καὶ ἐκβληθέντος τοῦ 33 Και όταν βγήκε το δαιμόνιο,
δαιμονίου ἐλάλησεν ὁ κωφός, καὶ μίλησε ο κωφάλαλος. Και
ἐθαύμασαν οἱ ὄχλοι λέγοντες ὅτι θαύμασαν τα πλήθη λέγοντας:
οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ «Ποτέ δε φάνηκε έτσι, στο λαό
᾿Ισραήλ. Ισραήλ!»
34 οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἔλεγον· ἐν τῷ 34 Αλλά οι Φαρισαίοι έλεγαν:
ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει «Μέσω του άρχοντα των
τὰ δαιμόνια. δαιμονίων βγάζει τα δαιμόνια».
35 Καὶ περιῆγεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὰς 35 Και ο Ιησούς περιήλθε όλες τις
πόλεις πάσας καὶ τὰς κώμας πόλεις και τα χωριά,
διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς διδάσκοντας στις συναγωγές
αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ τους και κηρύττοντας το
εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ ευαγγέλιο της βασιλείας και
θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ θεραπεύοντας κάθε νόσο και
πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. κάθε αδυναμία.
36 ᾿Ιδὼν δὲ τοὺς ὄχλους 36 Και όταν είδε τα πλήθη,
ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν, ὅτι σπλαχνίστηκε αυτά, γιατί ήταν
ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐρριμμένοι τυραννισμένα και σκορπισμένα
ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα. σαν πρόβατα που δεν έχουν
ποιμένα.
37 τότε λέγει τοῖς μαθηταῖς 37 Τότε λέει στους μαθητές του:
αὐτοῦ· ὁ μὲν θερισμὸς πολύς «Αφενός ο θερισμός είναι πολύς,
, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι. αφετέρου οι εργάτες λίγοι.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Θ’
38 δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ 38 Δεηθείτε, λοιπόν, στον Κύριο
θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας του θερισμού, για να βγάλει
εἰς τὸν θερισμόν αὐτοῦ. εργάτες στο θερισμό του».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Ι’
1 Καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς 1 Και αφού προσκάλεσε τους
δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν δώδεκα μαθητές του, τους έδωσε
αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων εξουσία στα ακάθαρτα
ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ πνεύματα, ώστε να τα βγάζουν,
καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ και να θεραπεύουν κάθε νόσο και
πᾶσαν μαλακίαν. κάθε αδυναμία.
2 Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ 2 Τα ονόματα, λοιπόν, των
ὀνόματά εἰσι ταῦτα· πρῶτος δώδεκα αποστόλων είναι αυτά:
Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ πρώτος ο Σίμωνας, ο λεγόμενος
᾿Ανδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Πέτρος, και ο Ανδρέας ο αδελφός
᾿Ιάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ του, και ο Ιάκωβος ο γιος του
᾿Ιωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Ζεβεδαίου και ο Ιωάννης ο
αδελφός του,
3 Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, 3 ο Φίλιππος και ο
Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης, Βαρθολομαίος, ο Θωμάς και ο
᾿Ιάκωβος ὁ τοῦ ᾿Αλφαίου καὶ Ματθαίος ο τελώνης, ο Ιάκωβος ο
Λεββαῖος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος, γιος του Αλφαίου και ο
Θαδδαίος,
4 Σίμων ὁ Κανανίτης καὶ ᾿Ιούδας 4 ο Σίμωνας ο Καναναίος και ο
ὁ ᾿Ισκαριώτης ὁ καὶ παραδοὺς Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο οποίος
αὐτόν. και τον παράδωσε.
5 Τούτους τοὺς δώδεκα 5 Τούτους τους δώδεκα απέστειλε
ἀπέστειλεν ὁ ᾿Ιησοῦς ο Ιησούς και τους παράγγειλε
παραγγείλας αὐτοῖς λέγων· εἰς λέγοντας: «Σε οδό εθνών μην
ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πηγαίνετε και σε πόλη
πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε· Σαμαρειτών μην εισέλθετε.
6 πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ 6 Αλλά πορεύεστε μάλλον προς
πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου τα πρόβατα τα χαμένα του οίκου
᾿Ισραήλ. Ισραήλ.
7 Πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε 7 Και καθώς πορεύεστε, να
λέγοντες ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία κηρύττετε λέγοντας: “Έχει
τῶν οὐρανῶν. πλησιάσει η βασιλεία των
ουρανών”.
8 ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, 8 Ασθενείς θεραπεύετε, νεκρούς
λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς εγείρετε, λεπρούς καθαρίζετε,
ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δαιμόνια βγάζετε. δωρεάν
δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε. λάβατε, δωρεάν δώστε.
9 μὴ κτήσησθε χρυσὸν μηδὲ 9 Μην κατέχετε χρυσά
ἄργυρον μηδὲ χαλκὸν εἰς τὰς νομίσματα μήτε αργυρά μήτε
ζώνας ὑμῶν, χάλκινα στις ζώνες σας.
10 μὴ πήραν εἰς ὁδὸν μηδὲ δύο 10 μην έχετε σακίδιο στο δρόμο
χιτῶνας μηδὲ ὑποδήματα μηδὲ μήτε δυο πουκάμισα μήτε
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Ι’
ράβδον· ἄξιος γάρ ἐστιν ὁ υποδήματα μήτε ραβδί. Γιατί ο
ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ. εργάτης είναι άξιος της τροφής
του.
11 εἰς ἣν δ᾿ ἂν πόλιν ἢ κώμην 11 Σ’ όποια λοιπόν πόλη ή χωριό
εἰσέλθητε, ἐξετάσατε τίς ἐν αὐτῇ εισέλθετε, εξετάστε ποιος μέσα σ’
ἄξιός ἐστι, κἀκεῖ μείνατε ἕως ἂν αυτήν είναι άξιος. κι εκεί μείνετε,
ἐξέλθητε. ωσότου εξέλθετε για να φύγετε.
12 εἰσερχόμενοι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν 12 Και όταν εισέρχεστε σ’ εκείνη
ἀσπάσασθε αὐτὴν λέγοντες· την οικία, χαιρετήστε την.
εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ. 13 Και αφενός, αν είναι άξια η
13 ἐὰν μὲν ᾖ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλθέτω οικία, ας έρθει η ειρήνη σας σ’
ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ' αὐτήν· ἐὰν δὲ αυτήν. αφετέρου, αν δεν είναι
μὴ ᾖ ἀξία, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρὸς άξια, η ειρήνη σας προς εσάς ας
ὑμᾶς ἐπιστραφήτω. επιστρέψει.
14 καὶ ὃς ἐὰν μὴ δέξηται ὑμᾶς 14 Και σε όποιον δε σας δεχτεί
μηδὲ ἀκούσῃ τοὺς λόγους ὑμῶν, μήτε ακούσει τα λόγια σας, όταν
ἐξερχόμενοι ἔξω τῆς οἰκίας ἢ τῆς βγαίνετε έξω από την οικία ή την
πόλεως ἐκείνης ἐκτινάξατε τὸν πόλη εκείνη, τινάξτε του μακρυά
κονιορτὸν τῶν ποδῶν ὑμῶν. τη σκόνη των ποδιών σας.
15 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον 15 Αλήθεια σας λέω, περισσότερη
ἔσται γῇ Σοδόμων καὶ Γομόρρας ανεκτικότητα θα υπάρχει για τη
ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει χώρα των Σοδόμων και των
ἐκείνῃ. Γομόρρων κατά την ημέρα της
κρίσης παρά για την πόλη
εκείνη».
16 ᾿Ιδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς 16 «Ιδού, εγώ σας αποστέλλω σαν
πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων· γίνεσθε πρόβατα στο μέσο λύκων. Να
οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ γίνεστε λοιπόν φρόνιμοι σαν τα
ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί. φίδια και άκακοι σαν τα
περιστέρια.
17 Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν 17 Προσέχετε μάλιστα από τους
ἀνθρώπων· παραδώσουσι γὰρ ανθρώπους. γιατί θα σας
ὑμᾶς εἰς συνέδρια καὶ ἐν ταῖς παραδώσουν σε συνέδρια, και θα
συναγωγαῖς αὐτῶν σας μαστιγώσουν στις
μαστιγώσουσιν ὑμᾶς· συναγωγές τους.
18 καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ 18 Αλλά και μπροστά σε
βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ ηγεμόνες και σε βασιλιάδες θα
εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς οδηγηθείτε εξαιτίας μου, για να
ἔθνεσιν. δώσετε μαρτυρία σ’ αυτούς και
στα έθνη.
19 ὅταν δὲ παραδώσωσιν ὑμᾶς, 19 Όταν λοιπόν σας
μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί παραδώσουν, μη μεριμνήσετε