The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.
Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by galilea.gr, 2023-03-04 11:51:37

Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Keywords: Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΒ’


ἀπὸ δυσμῶν, εὐθέως λέγετε, λέτε ότι έρχεται βροχή, και
ὄμβρος ἔρχεται, καὶ γίνεται οὕτω· γίνεται έτσι.
55 καὶ ὅταν νότον πνέοντα, λέγετε 55 Και όταν πνέει νοτιάς, λέτε ότι
ὅτι καύσων ἔσται, καὶ γίνεται. θα είναι καύσωνας, και γίνεται.
56 ὑποκριταί, τὸ πρόσωπον τοῦ 56 Υποκριτές, την όψη της γης
οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς οἴδατε και του ουρανού ξέρετε να
δοκιμάζειν, τὸν δὲ καιρὸν τοῦτον δοκιμάζετε, τον καιρό όμως
πῶς οὐ δοκιμάζετε; τούτο πώς δεν ξέρετε να
δοκιμάζετε;»
57 τί δὲ καὶ ἀφ᾿ ἑαυτῶν οὐ κρίνετε 57 «Γιατί λοιπόν και από μόνοι
τὸ δίκαιον; σας δεν κρίνετε το δίκαιο;
58 ὡς γὰρ ὑπάγεις μετὰ τοῦ 58 Καθώς δηλαδή πηγαίνεις στον
ἀντιδίκου σου ἐπ᾿ ἄρχοντα, ἐν τῇ άρχοντα μαζί με τον αντίδικό
ὁδῷ δὸς ἐργασίαν ἀπηλλάχθαι σου, προσπάθησε να
ἀπ᾿ αὐτοῦ, μήποτε κατασύρῃ σε απαλλαχτείς από αυτόν ενώ
πρὸς τὸν κριτήν, καὶ ὁ κριτής σε είσαι στο δρόμο, μην τυχόν σε
παραδῷ τῷ πράκτορι, καὶ ὁ σύρει βίαια προς τον κριτή, και ο
πράκτωρ σε βαλεῖ εἰς φυλακήν. κριτής σε παραδώσει στο
δεσμοφύλακα, και ο
δεσμοφύλακας σε ρίξει στη
φυλακή.
59 λέγω σοι, οὐ μὴ ἐξέλθῃς 59 Σου λέω, δε θα εξέλθεις από
ἐκεῖθεν ἕως οὗ καὶ τὸ ἔσχατον εκεί, ωσότου αποδώσεις και το
λεπτὸν ἀποδῷς. τελευταίο λεπτό».


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΓ’




Προτροπή για μετάνοια Προτροπή για μετάνοια
1 Παρῆσαν δέ τινες ἐν αὐτῷ τῷ 1 Παρουσιάστηκαν τότε μερικοί
καιρῷ ἀπαγγέλλοντες αὐτῷ περὶ κατ’ αυτόν τον καιρό,
τῶν Γαλιλαίων, ὧν τὸ αἷμα αναγγέλλοντάς του για τους
Πιλᾶτος ἔμιξε μετὰ τῶν θυσιῶν Γαλιλαίους των οποίων το αίμα ο
αὐτῶν. Πιλάτος ανάμειξε μαζί με τις
θυσίες τους.

2 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν 2 Και εκείνος αποκρίθηκε και
αὐτοῖς· δοκεῖτε ὅτι οἱ Γαλιλαῖοι τους είπε: «Νομίζετε ότι αυτοί οι
οὗτοι ἁμαρτωλοὶ παρὰ πάντας Γαλιλαίοι έγιναν αμαρτωλοί
τοὺς Γαλιλαίους ἐγένοντο, ὅτι περισσότερο από όλους τους
τοιαῦτα πεπόνθασιν; Γαλιλαίους, επειδή έχουν πάθει
αυτά;
3 οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἐὰν μὴ 3 Όχι, σας λέω, αλλά αν δε
μετανοῆτε, πάντες ὡσαύτως μετανοείτε, όλοι όμοια θα
ἀπολεῖσθε. χαθείτε.
4 ἢ ἐκεῖνοι οἱ δέκα καὶ ὀκτώ, ἐφ᾿ 4 Ή εκείνοι οι δεκαοχτώ, πάνω
οὓς ἔπεσεν ὁ πύργος ἐν τῷ στους οποίους έπεσε ο πύργος
Σιλωὰμ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτούς, στο Σιλωάμ και τους σκότωσε,
δοκεῖτε ὅτι οὗτοι ὀφειλέται νομίζετε ότι αυτοί έγιναν
ἐγένοντο παρὰ πάντας τοὺς οφειλέτες από αμαρτίες
ἀνθρώπους τοὺς κατοικοῦντας περισσότερο από όλους τους
ἐν ῾Ιερουσαλήμ; ανθρώπους που κατοικούν στην
Ιερουσαλήμ;
5 οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἐὰν μὴ 5 Όχι, σας λέω, αλλά αν δε
μετανοήσητε, πάντες ὁμοίως μετανοείτε, όλοι παρόμοια θα
ἀπολεῖσθε. χαθείτε».
Η παραβολή της άκαρπης συκιάς Η παραβολή της άκαρπης συκιάς
6 ῎Ελεγε δὲ ταύτην τὴν 6 Έλεγε μάλιστα αυτήν την
παραβολήν· συκῆν εἶχέ τις ἐν τῷ παραβολή: «Κάποιος είχε
ἀμπελῶνι αὐτοῦ πεφυτευμένην, φυτεμένη μια συκιά στον
καὶ ἦλθε ζητῶν καρπὸν ἐν αὐτῇ, αμπελώνα του, και ήρθε
καὶ οὐχ εὗρεν. ζητώντας καρπό από αυτήν,
αλλά δε βρήκε.
7 εἶπε δὲ πρὸς τὸν ἀμπελουργόν· 7 Είπε τότε προς τον αμπελουργό:
ἰδοὺ τρία ἔτη ἔρχομαι ζητῶν “Ιδού, τρία έτη είναι αφότου
καρπὸν ἐν τῇ συκῇ ταύτῃ, καὶ έρχομαι, ζητώντας καρπό από
οὐχ εὑρίσκω· ἔκκοψον αὐτήν· αυτήν τη συκιά, και δε βρίσκω.
ἱνατί καὶ τὴν γῆν καταργεῖ; Κόψε την εντελώς, λοιπόν. γιατί
και τη γη να αχρηστεύει”;


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΓ’


8 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· 8 Εκείνος αποκρίθηκε και του
κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ λέει: “Κύριε, άφησέ την και τούτο
ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν το έτος, ωσότου σκάψω γύρω της
καὶ βάλω κόπρια. και βάλω κοπριά,
9 κἂν μὲν ποιήσῃ καρπόν· εἰ δὲ 9 κι αν βέβαια κάνει καρπό στο
μήγε, εἰς τὸ μέλλον ἐκκόψεις μέλλον, καλώς . ειδεμή, βεβαίως,
αὐτήν. να την κόψεις εντελώς”».
Η θεραπεία της συγκύπτουσας Η θεραπεία της συγκύπτουσας
γυναίκας γυναίκας
10 ῏Ην δὲ διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν 10 Και δίδασκε συνεχώς σε μια
συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. από τις συναγωγές το Σάββατο.
11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα 11 Και ιδού μια γυναίκα που είχε
ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ πνεύμα ασθένειας για δεκαοχτώ
ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ έτη και ήταν σκυμμένη και δεν
μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ μπορούσε να σηκωθεί καθόλου.
παντελές.
12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ ᾿Ιησοῦς 12 Όταν την είδε λοιπόν ο Ιησούς,
προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· φώναξε προς αυτήν και της είπε:
γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας «Γυναίκα, έχεις ελευθερωθεί από
σου· την ασθένειά σου»
13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· 13 – και επέθεσε σ’ αυτήν τα
καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ χέρια. Και αμέσως ανορθώθηκε
ἐδόξαζε τὸν Θεόν. και δόξαζε το Θεό.
14 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ 14 Αποκρίθηκε τότε ο
ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι αρχισυνάγωγος, αγανακτώντας
τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ επειδή το Σάββατο θεράπευσε ο
᾿Ιησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι Ιησούς, και έλεγε στο πλήθος:
εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν «Έξι ημέρες είναι κατά τις οποίες
ταύταις οὖν ἐρχόμενοι πρέπει να εργάζεται κανείς. Σ’
θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ αυτές λοιπόν να έρχεστε και να
τοῦ σαββάτου. θεραπεύεστε και όχι την ημέρα
του Σαββάτου».
15 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος 15 Του αποκρίθηκε τότε ο Κύριος
καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος και είπε: «Υποκριτές, καθένας
ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν σας το Σάββατο δε λύνει το βόδι
βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς του ή τον όνο από τη φάτνη και
φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; δεν το οδηγεί και το ποτίζει;
16 ταύτην δέ, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ 16 Και αυτή που είναι θυγατέρα
οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ του Αβραάμ, την οποία έδεσε ο
δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει Σατανάς, ιδού, δεκαοχτώ έτη, δεν

λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου έπρεπε να λυθεί από τούτο το
τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; δεσμό την ημέρα του Σαββάτου;»


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΓ’


17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ 17 Και όταν αυτός έλεγε αυτά,
κατῃσχύνοντο πάντες οἱ καταντροπιάζονταν όλοι οι
ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ αντίθετοί του, και όλο το πλήθος
ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς έχαιρε για όλα τα ένδοξα που
ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ γίνονταν από αυτόν.
αὐτοῦ.
Η παραβολή για τον κόκκο του Η παραβολή για τον κόκκο του
σιναπιού σιναπιού
(Μτ 13,31-32. Μκ 4,30-32) (Μτ 13,31-32. Μκ 4,30-32)
18 ῎Ελεγε δέ· τίνι ὁμοία ἐστὶν ἡ 18 Έλεγε λοιπόν: «Με τι είναι
βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καὶ τίνι όμοια η βασιλεία του Θεού και με
ὁμοιώσω αὐτήν; τι να την παρομοιάσω;
19 ὁμοία ἐστὶ κόκκῳ σινάπεως, ὃν 19 Είναι όμοια με κόκκο σιναπιού,
λαβὼν ἄνθρωπος ἔβαλεν εἰς που έλαβε ένας άνθρωπος και τον
κῆπον ἑαυτοῦ· καὶ ηὔξησε καὶ έριξε στον κήπο του, και
ἐγένετο εἰς δένδρον μέγα, καὶ τὰ αυξήθηκε και έγινε δέντρο, και
πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ τα πετεινά του ουρανού
κατεσκήνωσεν ἐν τοῖς κλάδοις φώλιασαν μέσα στα κλαδιά του».
αὐτοῦ.
Η παραβολή για το προζύμι (ζύμη) Η παραβολή για το προζύμι (ζύμη)
(Μτ 13,33) (Μτ 13,33)
20 Πάλιν εἶπε· τίνι ὁμοιώσω τὴν 20 Και πάλι είπε: «Με τι να
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ; παρομοιάσω τη βασιλεία του
Θεού;
21 ὁμοία ἐστὶ ζύμῃ, ἣν λαβοῦσα 21 Είναι όμοια με προζύμι, που
γυνὴ ἔκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα έλαβε μια γυναίκα και το έκρυψε
τρία, ἕως οὗ ἐζυμώθη ὅλον. μέσα σε είκοσι πέντε κιλά αλεύρι,
ωσότου ζυμώθηκε όλο».
Η στενή πύλη και η δύσκολη οδός Η στενή πύλη και η δύσκολη οδός
(Μτ 7,13-14. 21-23) (Μτ 7,13-14. 21-23)
22 Καὶ διεπορεύετο κατὰ πόλεις 22 Και πορευόταν διαμέσου
καὶ κώμας διδάσκων καὶ πορείαν πόλεων και χωριών, διδάσκοντας
ποιούμενος εἰς ῾Ιερουσαλήμ. και κάνοντας πορεία προς τα
Ιεροσόλυμα.
23 εἶπε δέ τις αὐτῷ· Κύριε, εἰ 23 Του είπε τότε κάποιος: «Κύριε,
ὀλίγοι οἱ σῳζόμενοι; ὁ δὲ εἶπε είναι άραγε λίγοι αυτοί που
πρὸς αὐτούς· σώζονται;» Εκείνος είπε προς
αυτούς:
24 ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διὰ τῆς 24 «Αγωνίζεστε να εισέλθετε από
στενῆς πύλης· ὅτι πολλοί, λέγω τη στενή θύρα, γιατί πολλοί, σας

ὑμῖν, ζητήσουσιν εἰσελθεῖν καὶ λέω, θα ζητήσουν να εισέλθουν
οὐκ ἰσχύσουσιν. και δε θα μπορέσουν.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΓ’


25 ἀφ᾿ οὗ ἂν ἐγερθῇ ὁ 25 Αφότου εγερθεί ο
οἰκοδεσπότης καὶ ἀποκλείσῃ τὴν οικοδεσπότης και κλείσει τη
θύραν, καὶ ἄρξησθε ἔξω ἑστάναι θύρα και αρχίσετε να στέκεστε
καὶ κρούειν τὴν θύραν λέγοντες· έξω και να κρούετε τη θύρα,
Κύριε Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν· καὶ λέγοντας: “Κύριε, άνοιξέ μας”,
ἀποκριθεὶς ἐρεῖ ὑμῖν, οὐκ οἶδα τότε θα αποκριθεί και θα σας πει:
ὑμᾶς πόθεν ἐστέ. “Δεν σας ξέρω από πού είστε”.
26 τότε ἄρξεσθε λέγειν· ἐφάγομεν 26 Τότε θα αρχίσετε να λέτε:
ἐνώπιόν σου καὶ ἐπίομεν, καὶ ἐν “Φάγαμε μπροστά σου και
ταῖς πλατείαις ἡμῶν ἐδίδαξας· ήπιαμε και δίδαξες στις πλατείες
μας”.
27 καὶ ἐρεῖ· λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα 27 Αλλά θα σας πει: “Δεν σας ξέρω
ὑμᾶς πόθεν ἐστέ· ἀπόστητε ἀπ᾿ από πού είστε. σταθείτε μακριά
ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργάται τῆς από εμένα όλοι οι εργάτες της
ἀδικίας. αδικίας”.
28 ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ 28 Εκεί θα είναι το κλάμα και το
βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, ὅταν τρίξιμο των δοντιών, όταν δείτε
ὄψησθε ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και
᾿Ιακὼβ καὶ πάντας τοὺς τον Ιακώβ και όλους τους
προφήτας ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ προφήτες μέσα στη βασιλεία του
Θεοῦ, ὑμᾶς δὲ ἐκβαλλομένους Θεού, ενώ εσάς να σας βγάζουν
ἔξω, έξω.
29 καὶ ἥξουσιν ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ 29 Και θα έρθουν από ανατολικά
δυσμῶν καὶ ἀπὸ βορρᾶ καὶ νότου, και δυτικά και από βορρά και
καὶ ἀνακλιθήσονται ἐν τῇ νότο και θα καθίσουν, για να
βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. φάνε μέσα στη βασιλεία του
Θεού.
30 καὶ ἰδοὺ εἰσὶν ἔσχατοι οἳ 30 Και ιδού, είναι τελευταίοι που
ἔσονται πρῶτοι, καὶ εἰσὶ πρῶτοι θα είναι πρώτοι, και είναι πρώτοι
οἳ ἔσονται ἔσχατοι. που θα είναι τελευταίοι».
Θρήνος για την Ιερουσαλήμ Θρήνος για την Ιερουσαλήμ
(Μτ 23,37-39) (Μτ 23,37-39)
31 ᾿Εν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ προσῆλθόν 31 Αυτήν την ώρα πλησίασαν
τινες Φαρισαῖοι λέγοντες αὐτῷ· μερικοί Φαρισαίοι, λέγοντάς του:
ἔξελθε καὶ πορεύου ἐντεῦθεν, ὅτι «Βγες και πήγαινε μακριά από
῾Ηρῴδης θέλει σε ἀποκτεῖναι. εδώ, γιατί ο Ηρώδης θέλει να σε
σκοτώσει».
32 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες 32 Και είπε σ’ αυτούς: «Πηγαίνετε
εἴπατε τῇ ἀλώπεκι ταύτῃ· ἰδοὺ και πείτε σ’ αυτήν την αλεπού:
ἐκβάλλω δαιμόνια καὶ ἰάσεις “Ιδού, βγάζω δαιμόνια και

ἐπιτελῶ σήμερον καὶ αὔριον, καὶ αποπερατώνω γιατρειές σήμερα
τῇ τρίτῃ τελειοῦμαι·


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΓ’


και αύριο, και την τρίτη
τελειώνω”.
33 πλὴν δεῖ με σήμερον καὶ 33 Όμως εγώ πρέπει να
αὔριον καὶ τῇ ἐχομένῃ πορεύομαι σήμερα και αύριο και
πορεύεσθαι, ὅτι οὐκ ἐνδέχεται την ερχόμενη ημέρα, γιατί δεν
προφήτην ἀπολέσθαι ἔξω είναι ενδεχόμενο να σκοτωθεί
῾Ιερουσαλήμ. προφήτης έξω από την
Ιερουσαλήμ.
34 ῾Ιερουσαλὴμ ῾Ιερουσαλήμ, ἡ 34 Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ – που
ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας σκοτώνει τους προφήτες και
καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς λιθοβολεί τους απεσταλμένους
ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! προς αυτήν – πόσες φορές
ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυνάξαι τὰ θέλησα να συνάξω στο ίδιο μέρος
τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις τὴν τα τέκνα σου με τον τρόπο που η
ἑαυτῆς νοσσιὰν ὑπὸ τὰς όρνιθα συνάζει τους δικούς της
πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε! νεοσσούς κάτω από τις
φτερούγες της, αλλά δεν το
θελήσατε.
35 ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν 35 Ιδού, αφήνεται σ’ εσάς ο οίκος
ἔρημος. λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐ μή με σας έρημος. Και σας λέω, δε θα με
ἴδητε ἕως ἂν ἥξῃ ὅτε εἴπητε· δείτε, ωσότου θα έχει έρθει η ώρα
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν που θα πείτε: Ευλογημένος ο
ὀνόματι Κυρίου. ερχόμενος στο όνομα του
Κυρίου».


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΔ’




Η θεραπεία του υδρωπικού
1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν 1 Και όταν αυτός ήρθε στον οίκο
εἰς οἶκόν τινος τῶν ἀρχόντων τῶν κάποιου από τους άρχοντες των
Φαρισαίων σαββάτῳ φαγεῖν Φαρισαίων το Σάββατο, για να
ἄρτον, καὶ αὐτοὶ ἦσαν φάει άρτο, τότε αυτοί τον
παρατηρούμενοι αὐτόν. παρατηρούσαν συνεχώς.
2 καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπός τις ἦν 2 Και ιδού, κάποιος άνθρωπος

ὑδρωπικὸς ἔμπροσθεν αὐτοῦ. ήταν υδρωπικός μπροστά του.
3 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε 3 Και έλαβε το λόγο ο Ιησούς και
πρὸς τοὺς νομικοὺς καὶ είπε προς τους νομικούς και τους
Φαρισαίους λέγων· εἰ ἔξεστι τῷ Φαρισαίους: «Επιτρέπεται το
σαββάτῳ θεραπεύειν; οἱ δὲ Σάββατο να θεραπεύσει κανείς ή
ἡσύχασαν. όχι;»
4 καὶ ἐπιλαβόμενος ἰάσατο αὐτὸν 4 Εκείνοι σώπασαν. Και τότε,
καὶ ἀπέλυσε. αφού τον έπιασε, τον γιάτρεψε
και τον άφησε να φύγει.
5 καὶ ἀποκριθεὶς πρὸς αὐτοὺς 5 Και είπε προς αυτούς: «Ποιανού
εἶπε· τίνος ὑμῶν υἱὸς ἢ βοῦς εἰς από εσάς ο γιος ή το βόδι θα πέσει
φρέαρ ἐμπεσεῖται, καὶ οὐκ σε πηγάδι, και αμέσως δε θα τον
εὐθέως ἀνασπάσει αὐτὸν ἐν τῇ ανασύρει την ημέρα του
ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; Σαββάτου;»
6 καὶ οὐκ ἴσχυσαν 6 Και δεν μπόρεσαν να
ἀνταποκριθῆναι αὐτῷ πρὸς αποκριθούν ενάντια προς αυτά.
ταῦτα.
Η παραβολή για τις
πρωτοκαθεδρίες
7 ῎Ελεγε δὲ πρὸς τοὺς 7 Έλεγε μάλιστα προς τους
κεκλημένους παραβολήν, ἐπέχων καλεσμένους μια παραβολή,
πῶς τὰς πρωτοκλισίας επειδή πρόσεχε πώς διάλεγαν τα
ἐξελέγοντο, λέγων πρὸς αὐτούς· πρώτα καθίσματα, λέγοντας
προς αυτούς:
8 ὅταν κληθῇς ὑπό τινος εἰς 8 «Όταν κληθείς από κάποιον σε
γάμους, μὴ κατακλιθῇς εἰς τὴν γάμους, μην καθίσεις στο πρώτο
πρωτοκλισίαν, μήποτε κάθισμα, μην τυχόν είναι
ἐντιμότερός σου ᾖ κεκλημένος καλεσμένος από αυτόν κάποιος
ὑπ᾿ αὐτοῦ, πιο επίσημος από εσένα,
9 καὶ ἐλθὼν ὁ σὲ καὶ αὐτὸν 9 και έρθει αυτός που κάλεσε
καλέσας ἐρεῖ σοι· δὸς τούτῳ εσένα και αυτόν και σου πει:
τόπον· καὶ τότε ἄρξῃ μετ᾿ “Δώσε τόπο σε τούτον”. Και τότε


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΔ’


αἰσχύνης τὸν ἔσχατον τόπον θα αρχίσεις να κατέχεις με
κατέχειν. ντροπή την τελευταία θέση.
10 ἀλλ᾿ ὅταν κληθῇς, πορευθεὶς 10 Αλλά όταν κληθείς, πήγαινε
ἀνάπεσε εἰς τὸν ἔσχατον τόπον, και κάθισε στην τελευταία θέση,
ἵνα ὅταν ἔλθῃ ὁ κεκληκώς σε ώστε, όταν έρθει αυτός που σε
εἴπῃ σοι· φίλε, προσανάβηθι έχει καλέσει, να σου πει: “Φίλε,
ἀνώτερον· τότε ἔσται σοι δόξα ανέβα παραπάνω”. Τότε θα
ἐνώπιον τῶν συνανακειμένων δοξαστείς μπροστά σε όλους
σοι. αυτούς που κάθονται, για να
φάνε μαζί σου.
11 ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν 11 Γιατί καθένας που υψώνει τον
ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν εαυτό του θα ταπεινωθεί, και
ἑαυτὸν ὑψωθήσεται. όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του
θα υψωθεί».
12 ῎Ελεγε δὲ καὶ τῷ κεκληκότι 12 Έλεγε ακόμα και σ’ αυτόν που
αὐτόν· ὅταν ποιῇς ἄριστον ἢ τον είχε καλέσει: «Όταν κάνεις
δεῖπνον, μὴ φώνει τοὺς φίλους γεύμα ή δείπνο, μη φωνάζεις
σου μηδὲ τοὺς ἀδελφούς σου τους φίλους σου μήτε τους
μηδὲ τοὺς συγγενεῖς σου μηδὲ αδελφούς σου μήτε τους
γείτονας πλουσίους, μήποτε καὶ συγγενείς σου μήτε πλούσιους
αὐτοί σε ἀντικαλέσωσι, καὶ γείτονες, μην τυχόν και αυτοί σε
γενήσεταί σοι ἀνταπόδομα. καλέσουν αντίστοιχα και σου
γίνει ανταπόδοση.
13 ἀλλ᾿ ὅταν ποιῇς δοχήν, κάλει 13 Αλλά όταν κάνεις υποδοχή, να
πτωχούς, ἀναπήρους, χωλούς, καλείς φτωχούς, ανάπηρους,
τυφλούς, χωλούς, τυφλούς.
14 καὶ μακάριος ἔσῃ, ὅτι οὐκ 14 Και θα είσαι μακάριος, επειδή
ἔχουσιν ἀνταποδοῦναί σοι· δεν έχουν να σου ανταποδώσουν,
ἀνταποδοθήσεται γάρ σοι ἐν τῇ γιατί θα σου ανταποδοθεί κατά
ἀναστάσει τῶν δικαίων. την ανάσταση των δικαίων».
Η παραβολή του μεγάλου δείπνου
(Μτ 22,1-10)
15 ᾿Ακούσας δέ τις τῶν 15 Όταν, λοιπόν, κάποιος από
συνανακειμένων ταῦτα εἶπεν αυτούς που κάθονταν μαζί του
αὐτῷ· μακάριος ὃς φάγεται για να φάνε άκουσε αυτά, του
ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. είπε: «Μακάριος όποιος φάει
άρτο μέσα στη βασιλεία του
Θεού».
16 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπός τις 16 Εκείνος του είπε: «Κάποιος
ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ άνθρωπος έκανε μεγάλο δείπνο,

ἐκάλεσε πολλούς· και κάλεσε πολλούς


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΔ’


17 καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον 17 και απέστειλε το δούλο του την
αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν ώρα του δείπνου να πει στους
τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι καλεσμένους: “Ελάτε, γιατί ήδη
ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. είναι όλα έτοιμα”.
18 καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς 18 Και άρχισαν με μια γνώμη όλοι
παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος να αποποιούνται την πρόσκληση
εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ με δικαιολογίες. Ο πρώτος τού
ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν είπε: “Αγόρασα ένα αγρό και έχω
αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με ανάγκη να εξέλθω να τον δω. σε
παρῃτημένον. παρακαλώ, θεώρησέ με
δικαιολογημένο που θ’
απουσιάσω”.
19 καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν 19 Και άλλος είπε: “Αγόρασα
ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι πέντε ζεύγη βοδιών και πηγαίνω
δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με να τα δοκιμάσω. σε παρακαλώ,
παρῃτημένον. θεώρησέ με δικαιολογημένο που
θ’ απουσιάσω”.
20 καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα 20 Και άλλος είπε: “Γυναίκα
ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι νυμφεύτηκα και γι’ αυτό δε
ἐλθεῖν. δύναμαι να έρθω”.
21 καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος 21 Και παρουσιάστηκε ο δούλος
ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ και ανάγγειλε αυτά στον κύριό
αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ του. Τότε οργίστηκε ο
οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ οικοδεσπότης και είπε στο δούλο
αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς του: “Έξελθε γρήγορα στις
πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, πλατείες και στα δρομάκια της
καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους πόλης και εισάγαγε εδώ τους
καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς φτωχούς και τους ανάπηρους και
εἰσάγαγε ὧδε. τους τυφλούς και τους χωλούς”.
22 καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, 22 Και είπε ο δούλος: “Κύριε, έχει
γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι γίνει αυτό που διέταξες, και
τόπος ἐστί. ακόμα υπάρχει τόπος αδειανός”.
23 καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν 23 Και ο Κύριος είπε προς το
δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ δούλο: “Έξελθε στις οδούς και
φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον στους φράχτες και ανάγκασέ
εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος τους να εισέλθουν, για να γεμίσει
μου. ο οίκος μου.
24 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν 24 Γιατί σας λέω ότι κανείς από
ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων εκείνους τους άντρες που ήταν
γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. καλεσμένοι δε θα γευτεί το

δείπνο μου”».


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΔ’


Τι ζητάει ο Ιησούς από τους
πιστούς
(Μτ 10,37-38)
25 Συνεπορεύοντο δὲ αὐτῷ ὄχλοι 25 Πορεύονταν μαζί του λοιπόν
πολλοί. καὶ στραφεὶς εἶπε πρὸς πλήθη πολλά και, αφού
αὐτούς· στράφηκε, είπε προς αυτούς:
26 εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ 26 «Αν κάποιος έρχεται προς
μισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν εμένα και δε μισεί το δικό του τον
μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ πατέρα και τη μητέρα και τη
τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς γυναίκα και τα παιδιά και τους
ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ αδελφούς και τις αδελφές και
ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητὴς ακόμα και τη δική του την ψυχή,
εἶναι. δεν δύναται να είναι μαθητής
μου.
27 καὶ ὅστις οὐ βαστάζει τὸν 27 Όποιος δε βαστάζει το δικό του
σταυρὸν ἑαυτοῦ καὶ ἔρχεται το σταυρό και δεν έρχεται πίσω
ὀπίσω μου, οὐ δύναται εἶναί μου μου δεν δύναται να είναι
μαθητής. μαθητής μου.
28 τίς γὰρ ἐξ ὑμῶν, θέλων πύργον 28 Γιατί, ποιος από εσάς, όταν
οἰκοδομῆσαι, οὐχὶ πρῶτον θέλει να οικοδομήσει έναν πύργο,
καθίσας ψηφίζει τὴν δαπάνην, εἰ αφού καθίσει, δε λογαριάζει
ἔχει τὰ πρὸς ἀπαρτισμόν; πρώτα τη δαπάνη, για να δει αν
έχει χρήματα για την
αποτελείωση του έργου;
29 ἵνα μήποτε, θέντος αὐτοῦ 29 Μην τυχόν συμβεί, αν αυτός
θεμέλιον καὶ μὴ ἰσχύσαντος θέσει θεμέλιο και αν δεν μπορεί
ἐκτελέσαι, πάντες οἱ θεωροῦντες να εκτελέσει το έργο, όλοι όσοι
ἄρξωνται αὐτῷ ἐμπαίζειν, τον βλέπουν να αρχίσουν να τον
εμπαίζουν,
30 λέγοντες ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος 30 λέγοντας ότι αυτός ο
ἤρξατο οἰκοδομεῖν καὶ οὐκ άνθρωπος άρχισε να οικοδομεί
ἴσχυσεν ἐκτελέσαι; και δεν μπόρεσε να το εκτελέσει.
31 ἢ τίς βασιλεύς, πορευόμενος 31 Ή ποιος βασιλιάς, όταν θέλει
συμβαλεῖν ἑτέρῳ βασιλεῖ εἰς να πάει, για να συγκρουστεί σε
πόλεμον, οὐχὶ πρῶτον καθίσας πόλεμο με άλλο βασιλιά, αφού
βουλεύεται εἰ δυνατός ἐστιν ἐν καθίσει, δε θα σκεφτεί πρώτα αν
δέκα χιλιάσιν ἀπαντῆσαι τῷ έχει τη δύναμη με δέκα χιλιάδες
μετὰ εἴκοσι χιλιάδων ἐρχομένῳ στρατιώτες να αντιμετωπίσει
ἐπ᾿ αὐτόν; αυτόν που έρχεται με είκοσι
χιλιάδες εναντίον του;


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΔ’


32 εἰ δὲ μήγε, ἔτι πόρρω αὐτοῦ 32 Ειδεμή, βέβαια, ενώ αυτός είναι
ὄντος πρεσβείαν ἀποστείλας ακόμα μακριά, αφού αποστείλει
ἐρωτᾷ τὰ πρὸς εἰρήνην. πρεσβεία, ρωτά τους όρους προς
ειρήνη.
33 οὕτως οὖν πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὃς οὐκ 33 Έτσι, λοιπόν, καθένας από
ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ εσάς που δεν απαρνιέται όλα τα
ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναί μου δικά του υπάρχοντα δε δύναται
μαθητής. να είναι μαθητής μου».
Η αξία του αλατιού
(Μτ 5,13. Μκ 9,50)
34 Καλὸν τὸ ἅλας· ἐὰν δὲ καὶ τὸ 34 «Καλό λοιπόν είναι το αλάτι.
ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι αν όμως και το αλάτι αλλοιωθεί,
ἀρτυθήσεται; με τι θα αρτυστεί;
35 οὔτε εἰς γῆν οὔτε εἰς κοπρίαν 35 Ούτε για τη γη ούτε για την
εὔθετόν ἐστιν· ἔξω βάλλουσιν κοπριά είναι κατάλληλο, έξω το
αὐτό. ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν πετούν. Όποιος έχει αυτιά για να
ἀκουέτω. ακούει ας ακούει».


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΕ’




Η παραβολή του χαμένου
προβάτου
(Μτ 18,12-14)
1 Ἦσαν δὲ ἐγγίζοντες αὐτῷ 1 Τον πλησίαζαν λοιπόν συνεχώς
πάντες οἱ τελῶναι καὶ οἱ όλοι οι τελώνες και οι αμαρτωλοί,
ἁμαρτωλοὶ ἀκούειν αὐτοῦ. για να τον ακούνε.
2 καὶ διεγόγγυζον οἱ Φαρισαῖοι 2 Και οι Φαρισαίοι και οι

καὶ οἱ γραμματεῖς λέγοντες ὅτι γραμματείς γόγγυζαν πολύ,
οὗτος ἁμαρτωλοὺς προσδέχεται λέγοντας ότι αυτός δέχεται κοντά
καὶ συνεσθίει αὐτοῖς. του αμαρτωλούς και τρώει μαζί
τους.
3 εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς τὴν 3 Είπε τότε προς αυτούς αυτήν
παραβολὴν ταύτην λέγων· την παραβολή:
4 τίς ἄνθρωπος ἐξ ὑμῶν ἔχων 4 «Ποιος άνθρωπος από εσάς, που
ἑκατὸν πρόβατα, καὶ ἀπολέσας έχει εκατό πρόβατα και χάσει ένα
ἓν ἐξ αὐτῶν, οὐ καταλείπει τὰ από αυτά, δεν εγκαταλείπει τα
ἐνενήκοντα ἐννέα ἐν τῇ ἐρήμῳ ενενήντα εννιά στην έρημο και
καὶ πορεύεται ἐπὶ τὸ ἀπολωλὸς δεν πηγαίνει προς το χαμένο,
ἕως οὗ εὕρῃ αὐτό; ωσότου να το βρει;
5 καὶ εὑρὼν ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς 5 Και όταν το βρει, το θέτει πάνω
ὤμους αὐτοῦ χαίρων, στους ώμους του χαίροντας
6 καὶ ἐλθὼν εἰς τὸν οἶκον 6 και, αφού έρθει στον οίκο του,
συγκαλεῖ τοὺς φίλους καὶ τοὺς συγκαλεί τους φίλους και τους
γείτονας λέγων αὐτοῖς· γείτονες, λέγοντάς τους:
συγχάρητέ μοι ὅτι εὗρον τὸ “Συγχαρείτε με, γιατί βρήκα το
πρόβατόν μου τὸ ἀπολωλός. πρόβατό μου το χαμένο”.
7 λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτω χαρὰ ἔσται 7 Σας λέω ότι έτσι θα γίνει χαρά
ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ στον ουρανό για έναν αμαρτωλό
μετανοοῦντι ἢ ἐπὶ ἐνενήκοντα που μετανοεί παρά για ενενήντα
ἐννέα δικαίοις, οἵτινες οὐ χρείαν εννιά δίκαιους οι οποίοι δεν έχουν
ἔχουσι μετανοίας. ανάγκη μετάνοιας».
Η παραβολή του λυχναριού
8 ῍Η τίς γυνὴ δραχμὰς ἔχουσα 8 «Ή ποια γυναίκα που έχει δέκα
δέκα, ἐὰν ἀπολέσῃ δραχμὴν δραχμές, αν χάσει μία δραχμή,
μίαν, οὐχὶ ἅπτει λύχνον καὶ σαροῖ δεν ανάβει λύχνο και δε σαρώνει
τὴν οἰκίαν καὶ ζητεῖ ἐπιμελῶς την οικία της και δεν τη ζητά
ἕως ὅτου εὕρῃ; επιμελώς, ωσότου να τη βρει;
9 καὶ εὑροῦσα συγκαλεῖ τὰς 9 Και όταν τη βρει, συγκαλεί τις
φίλας καὶ τὰς γείτονας λέγουσα· φίλες και τις γειτόνισσες,


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΕ’


συγχάρητέ μοι ὅτι εὗρον τὴν λέγοντας: “Συγχαρείτε με, γιατί
δραχμὴν ἣν ἀπώλεσα. βρήκα τη δραχμή που έχασα”.
10 οὕτω, λέγω ὑμῖν, χαρὰ γίνεται 10 Έτσι, σας λέω, γίνεται χαρά
ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ μεταξύ των αγγέλων του Θεού
ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι. για έναν αμαρτωλό που
μετανοεί».
Η παραβολή του Ασώτου Υϊού
11 Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο 11 Είπε τότε: «Κάποιος άνθρωπος
υἱούς. είχε δύο γιους.
12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ 12 Και ο νεότερος από αυτούς είπε
πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ στον πατέρα του: “Πατέρα, δώσε
ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ μου το μέρος της περιουσίας που
διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. μου ανήκει”. Εκείνος διαίρεσε σ’
αυτούς την περιουσία.
13 καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας 13 Και μετά από λίγες ημέρες,
συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος αφού τα σύναξε όλα ο νεότερος
υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν γιος, αποδήμησε σε χώρα
μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν μακρινή και εκεί διασκόρπισε
οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. την περιουσία του ζώντας
άσωτα.
14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ 14 Και όταν αυτός τα δαπάνησε
πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς όλα, έγινε ισχυρός λιμός στη
κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ χώρα εκείνη, και αυτός άρχισε να
αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. στερείται.
15 καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ 15 Και τότε πήγε και
τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, προσκολλήθηκε σε έναν από
καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς τους πολίτες εκείνης της χώρας,
ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. και τον έστειλε στους αγρούς του
να βόσκει χοίρους.
16 καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν 16 Και αυτός επιθυμούσε να
κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων χορτάσει από τα ξυλοκέρατα που
ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς έτρωγαν οι χοίροι, και κανείς δεν
ἐδίδου αὐτῷ. του έδινε.
17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι 17 Τότε συνήλθε και είπε: “Σε
μίσθιοι τοῦ πατρός μου πόσους μισθωτούς του πατέρα
περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ μου περισσεύουν άρτοι, ενώ εδώ
λιμῷ ἀπόλλυμαι! εγώ χάνομαι από λιμό.
18 ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν 18 Αφού σηκωθώ, θα πορευτώ
πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, προς τον πατέρα μου και θα του
ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ πω: Πατέρα, αμάρτησα στον

ἐνώπιόν σου. ουρανό και μπροστά σου,


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΕ’


19 οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι 19 δεν είμαι άξιος πια να
υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν ονομαστώ γιος σου. κάνε με όπως
μισθίων σου. έναν από τους μισθωτούς σου”.
20 καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν 20 Και σηκώθηκε και ήρθε προς
πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ τον δικό του πατέρα. Ενώ λοιπόν
μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ αυτός απείχε ακόμα μακριά, τον
πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, είδε ο πατέρας του και τον
καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν σπλαχνίστηκε και, αφού έτρεξε,
τράχηλον αὐτοῦ καὶ έπεσε πάνω στον τράχηλό του
κατεφίλησεν αὐτόν. και τον καταφίλησε.
21 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, 21 Του είπε τότε ο γιος: “Πατέρα,
ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ αμάρτησα στον ουρανό και
ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος μπροστά σου, δεν είμαι άξιος πια
κληθῆναι υἱός σου. να ονομαστώ γιος σου”.
22 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς 22 Είπε όμως ο πατέρας προς τους
δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν δούλους του: “Γρήγορα, φέρτε
στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε έξω την πρώτη στολή και ντύστε
αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν τον, και δώστε δαχτυλίδι στο χέρι
χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς του και υποδήματα στα πόδια,
τοὺς πόδας, 23 και φέρτε το καλοθρεμμένο
23 καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν μοσχάρι, σφάξτε το, και να φάμε
σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες να ευφρανθούμε,
εὐφρανθῶμεν,
24 ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν 24 γιατί αυτός ο γιος μου ήταν
καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν νεκρός και ξανάζησε, ήταν
καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο χαμένος και βρέθηκε”. Και
εὐφραίνεσθαι. άρχισαν να ευφραίνονται.
25 ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ 25 Ο γιος του ο πρεσβύτερος ήταν
πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς τότε στον αγρό. Και καθώς
ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ερχόταν και πλησίασε στην
ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, οικία, άκουσε συμφωνίες
οργάνων και χορούς
26 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν 26 και, αφού προσκάλεσε έναν
παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. από τους δούλους, ζητούσε να
μάθει τι σήμαιναν αυτά.
27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός 27 Εκείνος του είπε: “Ο αδελφός
σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου σου έχει έρθει, και έσφαξε ο
τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι πατέρας σου το μοσχάρι το
ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. καλοθρεμμένο, γιατί τον έλαβε
πίσω υγιή”.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΕ’


28 ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν 28 Αυτός τότε οργίστηκε και δεν
εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ήθελε να εισέλθει, αλλά ο
ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. πατέρας του εξήλθε και τον
παρακαλούσε να μπει μέσα.
29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· 29 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε
ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι στον πατέρα του: “Ιδού, τόσα έτη
καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου σε υπηρετώ σαν δούλος και ποτέ
παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε δεν παράβηκα εντολή σου, αλλά
ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν σ’ εμένα ποτέ δεν έδωσες ένα
φίλων μου εὐφρανθῶ· κατσίκι, για να ευφρανθώ μαζί
με τους φίλους μου.
30 ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ 30 Όταν όμως αυτός ο γιος σου
καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ ήρθε, που σου κατάφαγε το βιος
πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μαζί με πόρνες, έσφαξες γι’ αυτόν
μόσχον τὸν σιτευτόν. το καλοθρεμμένο μοσχάρι”!
31 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ 31 Εκείνος του είπε: “Παιδί μου,
πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα εσύ πάντοτε είσαι μαζί μου, και
τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· όλα τα δικά μου είναι δικά σου.
32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι 32 Έπρεπε όμως να ευφρανθούμε
ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος και να χαρούμε, γιατί αυτός ο
νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ αδελφός σου ήταν νεκρός και
ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. έζησε, και χαμένος και
βρέθηκε”».


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΣΤ’




Η παραβολή του άδικου οικονόμου
1 Ἔλεγε δὲ καὶ πρὸς τοὺς 1 Έλεγε μάλιστα και προς τους
μαθητὰς αὐτοῦ· ἄνθρωπός τις ἦν μαθητές: «Κάποιος άνθρωπος
πλούσιος, ὃς εἶχεν οἰκονόμον, καὶ ήταν πλούσιος, που είχε
οὗτος διεβλήθη αὐτῷ ὡς οικονόμο, και αυτός
διασκορπίζων τὰ ὑπάρχοντα κατηγορήθηκε σε αυτόν πως
αὐτοῦ διασκορπίζει τα υπάρχοντά του.

2 καὶ φωνήσας αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· 2 Και αφού τον φώναξε, του είπε:
τί τοῦτο ἀκούω περὶ σοῦ; ἀπόδος “Γιατί ακούω αυτό για σένα;
τὸν λόγον τῆς οἰκονομίας σου· οὐ Απόδωσε το λογαριασμό της
γὰρ δύνῃ ἔτι οἰκονομεῖν. οικονομίας σου, γιατί δε δύνασαι
πια να είσαι οικονόμος”.
3 εἶπε δὲ ἐν ἑαυτῷ ὁ οἰκονόμος· τί 3 Είπε τότε μέσα του ο οικονόμος:
ποιήσω, ὅτι ὁ κύριός μου “Τι να κάνω, επειδή ο κύριός μου
ἀφαιρεῖται τὴν οἰκονομίαν ἀπ᾿ αφαιρεί την οικονομία από
ἐμοῦ; σκάπτειν οὐκ ἰσχύω, εμένα; Να σκάβω δεν μπορώ, να
ἐπαιτεῖν αἰσχύνομαι· ζητιανεύω ντρέπομαι.
4 ἔγνων τί ποιήσω, ἵνα, ὅταν 4 Κατάλαβα τι θα κάνω, για να με
μετασταθῶ ἐκ τῆς οἰκονομίας, δεχτούν στους οίκους τους, όταν
δέξωνταί με εἰς τοὺς οἴκους μετατεθώ από την οικονομία”.
ἑαυτῶν. 5 Και αφού προσκάλεσε καθέναν
5 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα ξεχωριστά τους χρεοφειλέτες του
ἕκαστον τῶν χρεωφειλετῶν τοῦ δικού του κυρίου, έλεγε στον
κυρίου ἑαυτοῦ ἔλεγε τῷ πρώτῳ· πρώτο: “Πόσο οφείλεις στον
πόσον ὀφείλεις σὺ τῷ κυρίῳ μου; κύριό μου”;
6 ὁ δὲ εἶπεν· ἑκατὸν βάτους 6 Αυτός είπε: “Εκατό βάτους
ἐλαίου. καὶ εἶπεν αὐτῷ· δέξαι σου λάδι”. Εκείνος του είπε: “Δέξου τα
τὸ γράμμα καὶ καθίσας ταχέως γραμμάτιά σου και κάθισε
γράψον πεντήκοντα. γρήγορα και γράψε πενήντα”.
7 ἔπειτα ἑτέρῳ εἶπε· σὺ δὲ πόσον 7 Έπειτα σ’ έναν άλλο είπε: “Κι
ὀφείλεις; ὁ δὲ εἶπεν· ἑκατὸν εσύ πόσο οφείλεις”; Αυτός είπε:
κόρους σίτου. καὶ λέγει αὐτῷ· “Εκατό κόρους σιτάρι”. Λέει σ’
δέξαι σου τὸ γράμμα καὶ γράψον αυτόν: “Δέξου τα γραμμάτιά σου
ὀγδοήκοντα. και γράψε ογδόντα”.
8 καὶ ἐπῄνεσεν ὁ κύριος τὸν 8 Και επαίνεσε ο κύριος τον άδικο
οἰκονόμον τῆς ἀδικίας, ὅτι οικονόμο, γιατί έκανε φρόνιμα.
φρονίμως ἐποίησεν· ὅτι οἱ υἱοὶ Γιατί οι γιοι του αιώνα τούτου
τοῦ αἰῶνος τούτου φρονιμώτεροι είναι φρονιμότεροι από τους
ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς τοῦ φωτὸς εἰς γιους του φωτός στη δική τους
τὴν γενεὰν τὴν ἑαυτῶν εἰσι. γενιά.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΣΤ’


9 Κἀγὼ ὑμῖν λέγω· ποιήσατε 9 Και εγώ σας λέω: κάντε φίλους
ἑαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ για τους εαυτούς σας από το
τῆς ἀδικίας, ἵνα, ὅταν ἐκλίπητε, Μαμμωνά της αδικίας, για να
δέξωνται ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σας δεχτούν στις αιώνιες σκηνές
σκηνάς. όταν αυτός εκλείψει.
10 ὁ πιστὸς ἐν ἐλαχίστῳ καὶ ἐν 10 Ο πιστός στο ελάχιστο είναι
πολλῷ πιστός ἐστι, καὶ ὁ ἐν πιστός και στο πολύ, και ο άδικος
ἐλαχίστῳ ἄδικος καὶ ἐν πολλῷ στο ελάχιστο είναι άδικος και
ἄδικός ἐστιν. στο πολύ.
11 εἰ οὖν ἐν τῷ ἀδίκῳ μαμωνᾷ 11 Αν λοιπόν δε γίνατε πιστοί
πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε, τὸ ἀληθινὸν στον άδικο Μαμμωνά, το
τίς ὑμῖν πιστεύσει; αληθινό καλό ποιος θα σας το
εμπιστευτεί;
12 καὶ εἰ ἐν τῷ ἀλλοτρίῳ πιστοὶ 12 Και αν στο ξένο δε γίνατε
οὐκ ἐγένεσθε, τὸ ὑμέτερον τίς πιστοί, το δικό σας ποιος θα σας
ὑμῖν δώσει; το δώσει;
13 Οὐδεὶς οἰκέτης δύναται δυσὶ 13 Κανείς υπηρέτης δε δύναται να
κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα υπηρετεί ως δούλος σε δύο
μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, κυρίους. Γιατί ή τον ένα θα
ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου μισήσει και τον άλλο θα
καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ αγαπήσει, ή στον ένα θα
δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. προσκολληθεί και τον άλλο θα
καταφρονήσει. Δε δύναστε να
υπηρετείτε ως δούλοι στο Θεό και
στο Μαμωνά».
Απάντηση του Ιησού στην
αντίδραση των Φαρισαίων
(Μτ 11,12-13)
14 ῎Ηκουον δὲ ταῦτα πάντα καὶ οἱ 14 Άκουγαν τότε όλα αυτά οι
Φαρισαῖοι φιλάργυροι Φαρισαίοι, που ήταν φιλάργυροι,
ὑπάρχοντες, καὶ ἐξεμυκτήριζον και τον περιγελούσαν.
αὐτόν.
15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐστε οἱ 15 Και είπε σ’ αυτούς: «Εσείς είστε
δικαιοῦντες ἑαυτοὺς ἐνώπιον τῶν που δικαιώνετε τους εαυτούς σας
ἀνθρώπων, ὁ δὲ Θεὸς γινώσκει μπροστά στους ανθρώπους,
τὰς καρδίας ὑμῶν· ὅτι τὸ ἐν αλλά ο Θεός γνωρίζει τις καρδιές
ἀνθρώποις ὑψηλὸν βδέλυγμα σας. Γιατί το υψηλό μεταξύ των
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. ανθρώπων είναι βδέλυγμα
μπροστά στο Θεό.
16 ῾Ο νόμος καὶ οἱ προφῆται ἕως 16 Ο νόμος και οι προφήτες ήταν

᾿Ιωάννου· ἀπὸ τότε ἡ βασιλεία μέχρι τον Ιωάννη. από τότε η
βασιλεία του Θεού ευαγγελίζεται


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΣΤ’


τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίζεται, καὶ πᾶς και καθένας θέλει να μπει σ’ αυτή
εἰς αὐτὴν βιάζεται. με τη βία.
17 εὐκοπώτερον δέ ἐστι τὸν 17 Ευκολότερο όμως είναι να
οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν παρελθεῖν ἢ παρέλθουν ο ουρανός και η γη
τοῦ νόμου μίαν κεραίαν πεσεῖν. παρά να πέσει μια κεραία του
νόμου.
18 Πᾶς ὁ ἀπολύων τὴν γυναῖκα 18 Καθένας που αποδιώχνει τη
αὐτοῦ καὶ γαμῶν ἑτέραν μοιχεύει, γυναίκα του και νυμφεύεται
καὶ πᾶς ὁ ἀπολελυμένην ἀπὸ άλλη μοιχεύει, και αυτός που
ἀνδρὸς γαμῶν μοιχεύει. νυμφεύεται αποδιωγμένη από
άντρα μοιχεύει».
Η παραβολή του πλούσιου και του
φτωχού Λαζάρου
19 ῎Ανθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, 19 «Κάποιος άνθρωπος, λοιπόν,
καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ ήταν πλούσιος, και ντυνόταν με
βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ πορφύρα και εκλεκτό λινό και
ἡμέραν λαμπρῶς. ευφραινόταν κάθε ημέρα
λαμπρά.
20 πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι 20 Ενώ κάποιος φτωχός με το
Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν όνομα Λάζαρος ήταν ριγμένος
πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος μπροστά στην πύλη του, έχοντας
έλκη,
21 καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι 21 και επιθυμούσε να χορτάσει
ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων από αυτά που έπεφταν από το
ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· τραπέζι του πλούσιου. Αλλά και
ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι τα σκυλιά έρχονταν και έγλειφαν
ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. πάνω στα έλκη του.
22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν 22 Συνέβηκε λοιπόν να πεθάνει ο
πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν φτωχός και να μεταφερθεί από
ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον τους αγγέλους στην αγκαλιά του
᾿Αβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ Αβραάμ. Πέθανε κατόπιν και ο
πλούσιος καὶ ἐτάφη. πλούσιος και τάφηκε.
23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς 23 Και μέσα στον άδη σήκωσε τα
ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν μάτια του, ενώ βρισκόταν σε
βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ βάσανα, και βλέπει τον Αβραάμ
μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς από μακριά και το Λάζαρο μέσα
κόλποις αὐτοῦ. στην αγκαλιά του.
24 καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ 24 Και τότε αυτός φώναξε και
᾿Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον είπε: “Πατέρα Αβραάμ, ελέησέ με
Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ και στείλε το Λάζαρο να βουτήξει

δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ το άκρο του δαχτύλου του στο
νερό και να δροσίσει τη γλώσσα


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΣΤ’


καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι μου, γιατί πονώ υπερβολικά μέσα
ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. στη φλόγα αυτή”.
25 εἶπε δὲ ᾿Αβραάμ· τέκνον, 25 Είπε τότε ο Αβραάμ: “Τέκνο
μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ μου, θυμήσου ότι απόλαυσες τα
ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ αγαθά σου στη ζωή σου, και ο
Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ Λάζαρος ομοίως τα κακά. τώρα
ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ όμως εδώ παρηγοριέται, ενώ εσύ
ὀδυνᾶσαι· πονάς υπερβολικά.
26 καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ 26 Και επιπλέον σε όλα αυτά,
ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εσάς είναι
ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες στηριγμένο μεγάλο χάσμα, ώστε
διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ εκείνοι που θέλουν να διαβούν
δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς από εδώ προς εσάς να μη
ἡμᾶς διαπερῶσιν. δύνανται να το κάνουν, μήτε από
εκεί προς εμάς να διαπερνούν”.
27 εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, 27 Είπε τότε: “Σε παρακαλώ,
ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον λοιπόν, πατέρα, να τον στείλεις
τοῦ πατρός μου· στον οίκο του πατέρα μου,
28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως 28 γιατί έχω πέντε αδελφούς, για
διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ να τα διαβεβαιώνει σ’ αυτούς,
αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον ώστε να μην έρθουν και αυτοί
τοῦτον τῆς βασάνου. στον τόπο τούτο του βασάνου”.
29 λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ἔχουσι 29 Λέει λοιπόν ο Αβραάμ: “Έχουν
Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· το Μωυσή και τους προφήτες. ας
ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. ακούσουν αυτούς”.
30 ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ 30 Εκείνος είπε: “ Όχι, πατέρα
᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ Αβραάμ, αλλά αν κάποιος από
νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, τους νεκρούς πορευτεί προς
μετανοήσουσιν. αυτούς, θα μετανοήσουν”.
31 εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ 31 Είπε όμως σ’ αυτόν: “Αν δεν
τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, ακούν το Μωυσή και τους
οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ προφήτες, ούτε αν κάποιος από
πεισθήσονται. τους νεκρούς αναστηθεί θα
πειστούν”».


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΖ’




Προτροπές του Ιησού στους
μαθητές του
(Μτ 18,6-7. 21-22. Μκ 9,42-48)
1 Ἒλεγε δὲ καὶ πρὸς τοὺς μαθητὰς 1 Είπε μάλιστα προς τους
αὐτοῦ· ἀνένδεκτόν ἐστι τοῦ μὴ μαθητές του: «Αδύνατο είναι το
ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα· οὐαὶ δὲ δι᾿ να μην έρθουν τα σκάνδαλα,
οὗ ἔρχεται. όμως αλίμονο σ’ αυτόν μέσω του

οποίου έρχεται.
2 λυσιτελεῖ αὐτῷ εἰ λίθος μυλικὸς 2 Είναι προτιμότερο γι’ αυτόν αν
περίκειται περὶ τὸν τράχηλον μυλόπετρα τοποθετηθεί γύρω
αὐτοῦ καὶ ἔρριπται εἰς τὴν από τον τράχηλό του και ριχτεί
θάλασσαν, ἢ ἵνα σκανδαλίσῃ ἕνα στη θάλασσα παρά να
τῶν μικρῶν τούτων. σκανδαλίσει έναν από τους
μικρούς αυτούς.
3 προσέχετε ἑαυτοῖς. ἐὰν δὲ 3 Προσέχετε τους εαυτούς σας. Αν
ἁμάρτῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, αμαρτήσει ο αδελφός σου,
ἐπιτίμησον αὐτῷ· καὶ ἐὰν επιτίμησέ τον, και αν μετανοήσει,
μετανοήσῃ, ἄφες αὐτῷ· άφησέ του.
4 καὶ ἐὰν ἑπτάκις τῆς ἡμέρας 4 Και αν εφτά φορές την ημέρα
ἁμάρτῃ εἰς σὲ καὶ ἑπτάκις τῆς αμαρτήσει σ’ εσένα και εφτά
ἡμέρας ἐπιστρέψῃ πρός σε λέγων, φορές επιστρέψει προς εσένα,
μετανοῶ, ἀφήσεις αὐτῷ. λέγοντας: “Μετανοώ”, να του
αφήσεις».
5 Καὶ εἶπον οἱ ἀπόστολοι τῷ 5 Και τότε είπαν οι απόστολοι
Κυρίῳ· πρόσθες ἡμῖν πίστιν. στον Κύριο: «Πρόσθεσέ μας
πίστη».
6 εἶπε δὲ ὁ Κύριος· εἰ ἔχετε πίστιν 6 Είπε όμως ο Κύριος: «Αν έχετε
ὡς κόκκον σινάπεως, ἐλέγετε ἂν πίστη σαν κόκκο σιναπιού, θα
τῇ συκαμίνῳ ταύτῃ, ἐκριζώθητι λέγατε στη συκαμινιά αυτή: “
καὶ φυτεύθητι ἐν τῇ θαλάσσῃ, Ξεριζώσου και φυτέψου μέσα
καὶ ὑπήκουσεν ἂν ὑμῖν. στη θάλασσα” – και θα σας
υπάκουε».
7 Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν δοῦλον ἔχων 7 «Ποιος λοιπόν από εσάς, αν έχει
ἀροτριῶντα ἢ ποιμαίνοντα, ὃς δούλο που οργώνει ή βόσκει,
εἰσελθόντι ἐκ τοῦ ἀγροῦ ἐρεῖ, όταν αυτός εισέλθει στην οικία
εὐθέως παρελθὼν ἀνάπεσε, από τον αγρό, θα του πει:
“Αμέσως πέρασε και κάθισε, για
να φας”;
8 ἀλλ᾿ οὐχὶ ἐρεῖ αὐτῷ· ἑτοίμασον 8 Αλλά αντίθετα δε θα του πει:
τί δειπνήσω, καὶ περιζωσάμενος “Ετοίμασε τι να δειπνήσω και


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΖ’


διακόνει μοι ἕως φάγω καὶ πίω, ζώσου γύρω την ποδιά να με
καὶ μετὰ ταῦτα φάγεσαι καὶ διακονείς, ωσότου φάω και πιω,
πίεσαι σύ; και μετά από αυτά θα φας και θα
πιεις εσύ”;
9 μὴ χάριν ἔχει τῷ δούλῳ ἐκείνῳ 9 Μήπως έχει χάρη στο δούλο,
ὅτι ἐποίησε τὰ διαταχθέντα; οὐ επειδή έκανε αυτά που τον
δοκῶ. διέταξε;
10 οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ποιήσητε 10 Έτσι κι εσείς, όταν κάνετε όλα
πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, αυτά που σας διέταξαν, να λέτε:
λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, “Δούλοι άχρηστοι είμαστε. αυτό
ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι που οφείλαμε να κάνουμε έχουμε
πεποιήκαμεν. κάνει”».
Η θεραπεία των δέκα λεπρών
11 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι 11 Και καθώς πορευόταν στην
αὐτὸν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ αὐτὸς Ιερουσαλήμ, συνέβηκε αυτός να
διήρχετο διὰ μέσου Σαμαρείας περνά τότε διαμέσου της
καὶ Γαλιλαίας. Σαμάρειας και της Γαλιλαίας.
12 καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς 12 Και ενώ αυτός εισερχόταν σε
τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ κάποιο χωριό, τον συνάντησαν
δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν δέκα λεπροί άντρες, οι οποίοι
πόρρωθεν, στάθηκαν από μακριά.
13 καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν 13 Και αυτοί ύψωσαν τη φωνή
λέγοντες· ᾿Ιησοῦ ἐπιστάτα, τους, λέγοντας: «Ιησού επιστάτη,
ἐλέησον ἡμᾶς. ελέησέ μας».
14 καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· 14 Και όταν είδε, τους είπε: «Πάτε
πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς και επιδείξτε τους εαυτούς σας
τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ στους ιερείς». Και ενώ αυτοί
ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. πήγαιναν, συνέβηκε να
καθαριστούν.
15 εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, 15 Ένας τότε από αυτούς, όταν
ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης είδε ότι γιατρεύτηκε, επέστρεψε
δοξάζων τὸν Θεόν, δοξάζοντας το Θεό με φωνή
μεγάλη,
16 καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ 16 και έπεσε με το πρόσωπο δίπλα
τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν στα πόδια του ευχαριστώντας
αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. τον. και αυτός ήταν Σαμαρείτης.
17 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· 17 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και
οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ είπε: «Δεν καθαρίστηκαν οι δέκα;
δὲ ἐννέα ποῦ; Αλλά οι εννιά πού είναι;
18 οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες 18 Δε βρέθηκαν να επιστρέψουν,

δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ για να δώσουν δόξα στο Θεό,
ἀλλογενὴς οὗτος; παρά μόνο ο αλλοεθνής αυτός;»


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΖ’


19 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς 19 Και είπε σ’ αυτόν: «Σήκω και
πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. πήγαινε. η πίστη σου σε έχει
σώσει».
Ο ερχομός της Βασιλείας του Θεού
20 ᾿Επερωτηθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν 20 Και όταν ρωτήθηκε από τους
Φαρισαίων πότε ἔρχεται ἡ Φαρισαίους πότε έρχεται η
βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀπεκρίθη βασιλεία του Θεού, τους
αὐτοῖς καὶ εἶπεν· οὐκ ἔρχεται ἡ αποκρίθηκε και είπε: «Δεν
βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ έρχεται η βασιλεία του Θεού με
παρατηρήσεως, παρατήρηση,
21 οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ 21 ούτε θα πουν: “Ιδού εδώ” ή
ἐκεῖ· ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ “εκεί”, γιατί ιδού, η βασιλεία του
Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν. Θεού είναι μέσα σας».
22 Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς· 22 Είπε τότε προς τους μαθητές:
ἐλεύσονται ἡμέραι ὅτε «Θα έρθουν ημέρες που θα
ἐπιθυμήσετε μίαν τῶν ἡμερῶν επιθυμήσετε να δείτε μια από τις
τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἰδεῖν, καὶ ημέρες του Υιού του ανθρώπου,
οὐκ ὄψεσθε. και δε θα δείτε.
23 καὶ ἐροῦσιν ὑμῖν· ἰδοὺ ὧδε, 23 Και θα σας πουν: “Ιδού εκεί”, ή
ἰδοὺ ἐκεῖ· μὴ ἀπέλθητε μηδὲ “ιδού εδώ” – μη φύγετε μήτε να
διώξητε. τους ακολουθήσετε.
24 ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ 24 Γιατί όπως ακριβώς η αστραπή
ἀστράπτουσα ἐκ τῆς ὑπ᾿ οὐρανὸν αστράφτει και λάμπει από το ένα
εἰς τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν λάμπει, μέρος κάτω από τον ουρανό στο
οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ άλλο μέρος κάτω από τον
ἀνθρώπου ἐν τῇ ἡμέρᾳ αὐτοῦ. ουρανό, έτσι θα είναι ο Υιός του
ανθρώπου κατά την Ημέρα του.
25 πρῶτον δὲ δεῖ αὐτὸν πολλὰ 25 Πρώτα, όμως, πρέπει αυτός
παθεῖν καὶ ἀποδοκιμασθῆναι πολλά να πάθει και να
ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης. αποδοκιμαστεί από τη γενιά
αυτή.
26 καὶ καθὼς ἐγένετο ἐν ταῖς 26 Και καθώς έγινε κατά τις
ἡμέραις Νῶε οὕτως ἔσται καὶ ἐν ημέρες του Νώε, έτσι θα είναι και
ταῖς ἡμέραις τοῦ υἱοῦ τοῦ κατά τις ημέρες του Υιού του
ἀνθρώπου· ανθρώπου:
27 ἤσθιον, ἔπινον, ἐγάμουν, 27 έτρωγαν, έπιναν, πάντρευαν,
ἐξεγαμίζοντο, ἄχρι ἧς ἡμέρας νυμφεύονταν, μέχρι την ημέρα
εἰσῆλθε ὁ Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, που εισήλθε ο Νώε στην κιβωτό
καὶ ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ και ήρθε ο κατακλυσμός και τους
ἀπώλεσεν ἅπαντας. εξολόθρεψε όλους.

28 ὁμοίως καὶ ὡς ἐγένετο ἐν ταῖς 28 Όμοια επίσης θα είναι καθώς
ἡμέραις Λώτ· ἤσθιον, ἔπινον, έγινε κατά τις ημέρες του Λωτ:


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΖ’


ἠγόραζον, ἐπώλουν, ἐφύτευον, έτρωγαν, έπιναν, αγόραζαν,
ᾠκοδόμουν· πουλούσαν, φύτευαν,
οικοδομούσαν.
29 ᾗ δὲ ἡμέρᾳ ἐξῆλθε Λὼτ ἀπὸ 29 Αλλά την ημέρα που εξήλθε ο
Σοδόμων, ἔβρεξε πῦρ καὶ θεῖον Λωτ από τα Σόδομα έβρεξε φωτιά
ἀπ᾿ οὐρανοῦ καὶ ἀπώλεσεν και θειάφι από τον ουρανό και
ἅπαντας. τους εξολόθρεψε όλους.
30 κατὰ τὰ αὐτὰ ἔσται ᾗ ἡμέρᾳ ὁ 30 Κατά τον ίδιο τρόπο θα είναι
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου την ημέρα που ο Υιός του
ἀποκαλύπτεται. ανθρώπου θα αποκαλυφτεί.
31 ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὃς ἔσται ἐπὶ 31 Εκείνη την ημέρα αυτός που
τοῦ δώματος καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ θα είναι πάνω στο δώμα και τα
ἐν τῇ οἰκίᾳ, μὴ καταβάτω ἆραι σκεύη του βρίσκονται μέσα στην
αὐτά, καὶ ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ ὁμοίως μὴ οικία του ας μην κατεβεί να τα
ἐπιστρεψάτω εἰς τὰ ὀπίσω. πάρει, και όμοια όποιος είναι
στον αγρό ας μην επιστρέψει
προς τα πίσω.
32 μνημονεύετε τῆς γυναικὸς 32 Να θυμάστε τη γυναίκα του
Λώτ. Λωτ.
33 ὃς ἐὰν ζητήσῃ τὴν ψυχὴν 33 Όποιος ζητήσει να περισώσει
αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν, τη ζωή του θα τη χάσει, και
καὶ ὃς ἐὰν ἀπολέσῃ αὐτήν, όποιος τη χάσει θα τη
ζωογονήσει αὐτήν. ζωογονήσει.
34 λέγω ὑμῖν, ταύτῃ τῇ νυκτὶ δύο 34 Σας λέω, αυτήν τη νύχτα θα
ἔσονται ἐπὶ κλίνης μιᾶς, εἷς είναι δύο πάνω σ’ ένα κρεβάτι, ο
παραληφθήσεται καὶ ὁ ἕτερος ένας θα παραληφτεί και ο άλλος
ἀφεθήσεται· θα αφεθεί.
35 δύο ἔσονται ἀλήθουσαι ἐπὶ τὸ 35 Θα είναι δύο γυναίκες που θα
αὐτό, μία παραληφθήσεται καὶ ἡ αλέθουν στο ίδιο μέρος, η μία θα
ἑτέρα ἀφεθήσεται· παραληφτεί ενώ η άλλη θα
αφεθεί.
36 δύο ἐν τῷ ἀγρῷ, εἷς 36 Δύο άντρες θα είναι στον αγρό.
παραληφθήσεται καὶ ὁ ἕτερος ένας θα παραληφτεί και ο άλλος
ἀφεθήσεται. θα αφεθεί».
37 καὶ ἀποκριθέντες λέγουσιν 37 Και αυτοί αποκρίθηκαν και
αὐτῷ· ποῦ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν του λένε: «Πού, Κύριε;» Εκείνος
αὐτοῖς· ὅπου τὸ σῶμα, ἐκεῖ τους είπε: «Όπου είναι το σώμα,
ἐπισυναχθήσονται καὶ οἱ ἀετοί. εκεί στο ίδιο μέρος και οι αετοί θα
συναχτούν».


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΗ’




Η παραβολή του άδικου κριτή και
της χήρας
1 Ἒλεγε δὲ καὶ παραβολὴν αὐτοῖς 1 Έλεγε μάλιστα μια παραβολή σ’
πρὸς τὸ δεῖν πάντοτε αυτούς για το ότι πρέπει πάντοτε
προσεύχεσθαι αὐτοὺς καὶ μὴ να προσεύχονται και να μην
ἐκκακεῖν, κουράζονται,
2 λέγων· κριτής τις ἦν ἔν τινι 2 λέγοντας: «Κάποιος κριτής

πόλει τὸν Θεὸν μὴ φοβούμενος ήταν σε κάποια πόλη, που το Θεό
καὶ ἄνθρωπον μὴ ἐντρεπόμενος. δε φοβόταν και που άνθρωπο δεν
ντρεπόταν.
3 χήρα δὲ ἦν ἐν τῇ πόλει ἐκείνῃ, 3 Και μια χήρα ήταν στην πόλη
καὶ ἤρχετο πρὸς αὐτὸν λέγουσα· εκείνη και ερχόταν προς αυτόν
ἐκδίκησόν με ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου λέγοντας: “Δώσε μου το δίκιο μου
μου. από τον αντίδικό μου”.
4 καὶ οὐκ ἠθέλησεν ἐπὶ χρόνον· 4 Αλλά δεν ήθελε να το κάνει για
μετὰ δὲ ταῦτα εἶπεν ἐν ἑαυτῷ· εἰ ένα χρονικό διάστημα. Μετά
καὶ τὸν Θεὸν οὐ φοβοῦμαι καὶ όμως από αυτά είπε μέσα του:
ἄνθρωπον οὐκ ἐντρέπομαι, “Αν και το Θεό δε φοβάμαι ούτε
άνθρωπο ντρέπομαι,
5 διά γε τὸ παρέχειν μοι κόπον 5 επειδή όμως με κουράζει αυτή η
τὴν χήραν ταύτην ἐκδικήσω χήρα, θα της δώσω το δίκιο της,
αὐτήν, ἵνα μὴ εἰς τέλος ἐρχομένη για να μην έρχεται και με
ὑποπιάζῃ με. καταπιέζει ως το τέλος της
υπόθεσής της”.
6 εἶπε δὲ ὁ Κύριος· ἀκούσατε τί ὁ 6 Είπε λοιπόν ο Κύριος:
κριτὴς τῆς ἀδικίας λέγει· «Ακούσατε τι λέει ο άδικος
κριτής.
7 ὁ δὲ Θεὸς οὐ μὴ ποιήσῃ τὴν 7 Και ο Θεός δε θα αποδώσει τη
ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ δικαιοσύνη για τους εκλεκτούς
τῶν βοώντων πρὸς αὐτὸν ἡμέρας του, που φωνάζουν σ’ αυτόν
καὶ νυκτός, καὶ μακροθυμῶν ἐπ᾿ ημέρα και νύχτα, και θα βραδύνει
αὐτοῖς; γι’ αυτούς;
8 λέγω ὑμῖν ὅτι ποιήσει τὴν 8 Σας λέω ότι θα αποδώσει τη
ἐκδίκησιν αὐτῶν ἐν τάχει. πλὴν ὁ δικαιοσύνη γι’ αυτούς γρήγορα.
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα Όμως ο Υιός του ανθρώπου, όταν
εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς; έρθει, άραγε θα βρει την πίστη
πάνω στη γη;»
Η παραβολή του τελώνη και του
Φαρισαίου


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΗ’


9 Εἶπε δὲ καὶ πρός τινας τοὺς 9 Και αυτήν την παραβολή είπε
πεποιθότας ἐφ᾿ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ τότε προς μερικούς, που είχαν
δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς πεποίθηση για τους εαυτούς τους
λοιπούς, τὴν παραβολὴν ταύτην· ότι είναι δίκαιοι και που
εξουθένωναν τους υπόλοιπους:
10 ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ 10 «Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο
ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς ναό να προσευχηθούν: ο ένας
Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης.
11 ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς 11 Ο Φαρισαίος στάθηκε και
ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ προσευχόταν ως προς τον εαυτό
Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ του αυτά: “Θεέ, σ’ ευχαριστώ,
ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, γιατί δεν είμαι όπως ακριβώς οι
ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς υπόλοιποι άνθρωποι, άρπαγες,
οὗτος ὁ τελώνης· άδικοι, μοιχοί, ή και όπως αυτός
ο τελώνης.
12 νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, 12 Νηστεύω δύο φορές την
ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. εβδομάδα, αποδεκατίζω όλα όσα
αποχτώ”.
13 καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς 13 Ο τελώνης, όμως, είχε σταθεί
οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς από μακριά και δεν ήθελε ούτε τα
εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ μάτια του να σηκώσει πάνω στον
ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ ουρανό, αλλά χτυπούσε το
λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ στήθος του, λέγοντας: «Θεέ, ας
ἁμαρτωλῷ. είσαι ευμενής σ’ εμένα τον
αμαρτωλό».
14 λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος 14 Σας λέω, αυτός ο τελευταίος
δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον κατέβηκε δικαιωμένος στον οίκο
αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ του παρά εκείνος. Γιατί καθένας
ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ που υψώνει τον εαυτό του θα
δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται. ταπεινωθεί, όποιος όμως
ταπεινώνει τον εαυτό του θα
υψωθεί».
Ο Ιησούς ευλογεί τα παιδιά
(Μτ 19,13-15. Μκ 10,13-16)
15 Προσέφερον δὲ αὐτῷ καὶ τὰ 15 Του πρόσφεραν τότε και τα
βρέφη ἵνα αὐτῶν ἅπτηται· καὶ βρέφη, για να τα αγγίζει. αλλά
ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐπετίμησαν όταν το είδαν οι μαθητές τούς
αὐτοῖς. επιτιμούσαν.
16 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς προσκαλεσάμενος 16 Ο Ιησούς όμως τα προσκάλεσε,
αὐτὰ εἶπεν· ἄφετε τὰ παιδία λέγοντας: «Αφήστε τα παιδιά να

ἔρχεσθαι πρός με καὶ μὴ κωλύετε έρχονται προς εμένα και μην τα


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΗ’


αὐτά· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ εμποδίζετε, γιατί για τέτοιους
βασιλεία τοῦ Θεοῦ. είναι η βασιλεία του Θεού.
17 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν μὴ 17 Αλήθεια σας λέω, όποιος δε
δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ δεχτεί τη βασιλεία του Θεού σαν
ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς παιδί, δε θα εισέλθει σ’ αυτή».
αὐτήν. Ο πλούτος και η αιώνια ζωή
(Μτ 19,16-30. Μκ 10,17-31)
18 Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν 18 Και κάποιος άρχοντας τον
ἄρχων λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, επερώτησε λέγοντας: «Δάσκαλε
τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον αγαθέ, τι να κάνω, για να
κληρονομήσω; κληρονομήσω ζωή αιώνια;»
19 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· τί με 19 Του είπε τότε ο Ιησούς: «Τι με
λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ λες αγαθό; Κανείς δεν είναι
μὴ εἷς ὁ Θεός. αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός.
20 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ 20 Τις εντολές τις ξέρεις: Μη
μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ μοιχέψεις, μη φονεύσεις, μην
κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις,
τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν τίμα τον πατέρα σου και τη
μητέρα σου. μητέρα σου».
21 ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα 21 Εκείνος είπε: «Αυτά όλα τα
ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. φύλαξα από τη νεότητά μου».
22 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ ᾿Ιησοῦς 22 Όταν το άκουσε τότε ο Ιησούς,
εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· του είπε: «Ακόμα ένα σου λείπει:
πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ πούλησε όλα όσα έχεις και
διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις διαμοίρασέ τα σε φτωχούς, και
θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο θα έχεις θησαυρό στους
ἀκολούθει μοι. ουρανούς, και έλα ακολούθα με».
23 ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος 23 Εκείνος, όταν άκουσε αυτά,
ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος έγινε περίλυπος. γιατί ήταν πάρα
σφόδρα. πολύ πλούσιος.
24 ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς 24 Όταν ο Ιησούς τότε τον είδε,
περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς που έγινε περίλυπος, είπε: «Πόσο
δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες δύσκολα εκείνοι που έχουν τα
εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν χρήματα μπαίνουν στη βασιλεία
τοῦ Θεοῦ! του Θεού!
25 εὐκοπώτερον γάρ ἐστι 25 Γιατί είναι ευκολότερο μια
κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος καμήλα να εισέλθει από τρύπα
εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βελόνας παρά πλούσιος να
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. εισέλθει στη βασιλεία του Θεού».
26 εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς 26 Είπαν τότε όσοι άκουσαν: «Και

δύναται σωθῆναι; ποιος δύναται να σωθεί;»


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΗ’


27 ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ 27 Εκείνος είπε: «Τα αδύνατα για
ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ τους ανθρώπους είναι δυνατά για
ἐστιν. το Θεό».
28 Εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· ἰδοὺ ἡμεῖς 28 Είπε τότε ο Πέτρος: «Ιδού, εμείς
ἀφήκαμεν πάντα καὶ αφήσαμε τα δικά μας πράγματα
ἠκολουθήσαμέν σοι. και σε ακολουθήσαμε».
29 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω 29 Εκείνος τους είπε: «Αλήθεια
ὑμῖν ὅτι οὐδείς ἐστιν ὃς ἀφῆκεν σας λέω ότι κανείς δεν υπάρχει
οἰκίαν ἢ γονεῖς ἢ ἀδελφοὺς ἢ που να άφησε οικία, ή γυναίκα ή
γυναῖκα ἢ τέκνα ἕνεκεν τῆς αδελφούς ή γονείς ή παιδιά,
βασιλείας τοῦ Θεοῦ, εξαιτίας της βασιλείας του Θεού,
30 ὃς οὐ μὴ ἀπολάβῃ 30 που να μην απολάβει
πολλαπλασίονα ἐν τῷ καιρῷ πολλαπλάσια σε τούτο τον καιρό
τούτῳ καὶ ἐν τῷ αἰῶνι τῷ και στον αιώνα τον ερχόμενο ζωή
ἐρχομένῳ ζωὴν αἰώνιον. αιώνια».
Τρίτη πρόρρηση του θανάτου και
της ανάστασής του
(Μτ 20,17-19. Μκ 10,32-34)
31 Παραλαβὼν δὲ τοὺς δώδεκα 31 Τότε παράλαβε τους δώδεκα
εἶπε πρὸς αὐτούς· ἰδοὺ και είπε προς αυτούς: «Ιδού,
ἀναβαίνομεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ ανεβαίνουμε στην Ιερουσαλήμ,
τελειωθήσεται πάντα τὰ και θα τελεστούν όλα τα
γεγραμμένα διὰ τῶν προφητῶν γραμμένα μέσω των προφητών
τῷ υἱῷ τοῦ ἀνθρώπου. για τον Υιό του ανθρώπου.
32 παραδοθήσεται γὰρ τοῖς 32 Γιατί θα παραδοθεί στους
ἔθνεσι καὶ ἐμπαιχθήσεται καὶ εθνικούς και θα εμπαιχτεί και θα
ὑβρισθήσεται καὶ τον κακομεταχειριστούν και θα
ἐμπτυσθήσεται, φτυστεί
33 καὶ μαστιγώσαντες 33 και, αφού τον μαστιγώσουν,
ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ θα τον σκοτώσουν, και την
ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ ἀναστήσεται. ημέρα την τρίτη θα αναστηθεί».
34 καὶ αὐτοὶ οὐδὲν τούτων 34 Και αυτοί δεν κατάλαβαν
συνῆκαν, καὶ ἦν τὸ ρῆμα τοῦτο τίποτα από αυτά, και αυτός ο
κεκρυμμένον ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ οὐκ λόγος ήταν συνεχώς κρυμμένος
ἐγίνωσκον τὰ λεγόμενα. από αυτούς και δεν
καταλάβαιναν τα λεγόμενα.
Η θεραπεία του τυφλού της
Ιεριχούς
(Μτ 20,29-34. Μκ 10,46-52)
35 ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν 35 Συνέβηκε τότε, ενώ αυτός

αὐτὸν εἰς ῾Ιεριχὼ τυφλός τις πλησίαζε στην Ιεριχώ, κάποιος


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΗ’


ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν τυφλός να κάθεται
προσαιτῶν· ζητιανεύοντας δίπλα στο δρόμο.
36 ἀκούσας δὲ ὄχλου 36 Και όταν άκουσε το πλήθος να
διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί περνά, ζητούσε να μάθει τι
εἴη ταῦτα. σημαίνει αυτό.
37 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι 37 Του ανάγγειλαν, λοιπόν, ότι ο
᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος Ιησούς ο Ναζωραίος περνάει από
παρέρχεται. εκεί.
38 καὶ ἐβόησε λέγων· ᾿Ιησοῦ υἱὲ 38 Και τότε φώναξε δυνατά,
Δαυΐδ, ἐλέησόν με· λέγοντας: «Ιησού, γιε του Δαβίδ,
ελέησέ με».
39 καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων 39 Και εκείνοι που προηγούνταν
αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ τον επιτιμούσαν για να σωπάσει,
πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ αυτός όμως πολύ περισσότερο
Δαυΐδ, ἐλέησόν με. έκραζε: «Γιε του Δαβίδ, ελέησέ
με».
40 σταθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκέλευσεν 40 Στάθηκε τότε ο Ιησούς και
αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. διέταξε να τον φέρουν προς
ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αυτόν. Και όταν αυτός πλησίασε,
αὐτὸν τον ρώτησε:
41 λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ 41 «Τι θέλεις να σου κάνω;»
δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. Εκείνος απάντησε: «Κύριε, να
ξαναδώ».
42 καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· 42 Και ο Ιησούς του είπε:
ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ «Ξαναδές. η πίστη σου σε έχει
σε. σώσει».
43 καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ 43 Και αμέσως ξαναείδε και τον
ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν ακολουθούσε δοξάζοντας το Θεό.
Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν Και όλος ο λαός, όταν το είδε,
αἶνον τῷ Θεῷ. έδωσε αίνο στο Θεό.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΘ’




Ο Ιησούς και ο Ζακχαίος
1 Καὶ εἰσελθὼν διήρχετο τὴν 1 Και αφού εισήλθε στην πόλη, ο
῾Ιεριχώ· Ιησούς περνούσε από την Ιεριχώ.
2 καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι 2 Και ιδού ένας άντρας που τον
καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς καλούσαν με το όνομα Ζακχαίος.
ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν και αυτός ήταν αρχιτελώνης και
πλούσιος, αυτός ήταν πλούσιος.

3 καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν ᾿Ιησοῦν τίς 3 Και ζητούσε να δει τον Ιησού,
ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ποιος είναι, αλλά δεν μπορούσε
ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν. από το πλήθος, γιατί στο
ανάστημα ήταν μικρός.
4 καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν 4 Και αφού έτρεξε μπροστά,
ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ ανέβηκε πάνω σε μια
αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε συκομουριά για να τον δει, επειδή
διέρχεσθαι. έμελλε να περνά από εκείνη.
5 καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, 5 Και μόλις ήρθε στον τόπο
ἀναβλέψας ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδεν αὐτὸν εκείνο, ο Ιησούς σήκωσε το
καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, βλέμμα και είπε προς αυτόν:
σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ «Ζακχαίε, σπεύσε και κατέβα,
ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. γιατί σήμερα πρέπει να μείνω
στον οίκο σου».
6 καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ 6 Και έσπευσε και κατέβηκε και
ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων. τον υποδέχτηκε χαίροντας.
7 καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον 7 Και όταν το είδαν, όλοι
λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ γόγγυζαν πολύ, λέγοντας: «Στην
ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι. οικία αμαρτωλού άντρα εισήλθε,
για να έχει κατάλυμα».
8 σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς 8 Στάθηκε τότε ο Ζακχαίος και
τὸν Κύριον· ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν είπε προς τον Κύριο: «Ιδού, τα
ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι μισά των υπαρχόντων μου,
τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι Κύριε, τα δίνω στους φτωχούς,
ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι και αν κάποιον φορολόγησα
τετραπλοῦν. κάτι παράνομα, το αποδίδω
τετραπλάσια».
9 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι 9 Ο Ιησούς είπε τότε προς αυτόν:
σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ «Σήμερα έγινε σωτηρία στον οίκο
ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς τούτο, καθότι και αυτός είναι
᾿Αβραάμ ἐστιν. γιος του Αβραάμ.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΘ’


10 ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου 10 γιατί ο Υιός του ανθρώπου
ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός. ήρθε να ζητήσει και να σώσει το
χαμένο».
Η παραβολή των δέκα δούλων
(Μτ 25,14-30)
11 ᾿Ακουόντων δὲ αὐτῶν ταῦτα 11 Ενώ λοιπόν άκουγαν αυτά,
προσθεὶς εἶπε παραβολήν, διὰ τὸ πρόσθεσε και είπε μια παραβολή,
ἐγγὺς αὐτὸν εἶναι ῾Ιερουσαλὴμ επειδή ήταν κοντά στην
καὶ δοκεῖν αὐτοὺς ὅτι Ιερουσαλήμ και αυτοί νόμιζαν
παραχρῆμα μέλλει ἡ βασιλεία ότι αμέσως μέλλει να
τοῦ Θεοῦ ἀναφαίνεσθαι· αναφαίνεται η βασιλεία του
Θεού.
12 εἶπεν οὖν· ἄνθρωπός τις 12 Είπε λοιπόν: «Κάποιος
εὐγενὴς ἐπορεύθη εἰς χώραν άνθρωπος ευγενής πορεύτηκε σε
μακρὰν λαβεῖν ἑαυτῷ βασιλείαν χώρα μακρινή να λάβει για τον
καὶ ὑποστρέψαι. εαυτό του βασιλεία και να
επιστρέψει.
13 καλέσας δὲ δέκα δούλους 13 Κάλεσε τότε δέκα δούλους
ἑαυτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δέκα μνᾶς δικούς του και τους έδωσε δέκα
καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· μνες και είπε προς αυτούς:
πραγματεύσασθε ἐν ᾧ ἔρχομαι. “Πραγματευτείτε καθόσο χρόνο
πηγαίνω και έρχομαι”.
14 οἱ δὲ πολῖται αὐτοῦ ἐμίσουν 14 Αλλά οι συμπολίτες του τον
αὐτόν, καὶ ἀπέστειλαν πρεσβείαν μισούσαν και απέστειλαν
ὀπίσω αὐτοῦ λέγοντες· οὐ πρεσβεία πίσω του, λέγοντας: “Δε
θέλομεν τοῦτον βασιλεῦσαι ἐφ᾿ θέλουμε αυτός να βασιλέψει
ἡμᾶς. πάνω μας”.
15 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐπανελθεῖν 15 Και μόλις αυτός επανήλθε,
αὐτὸν λαβόντα τὴν βασιλείαν, όταν έλαβε τη βασιλεία, τότε είπε
καὶ εἶπε φωνηθῆναι αὐτῷ τοὺς να του φωνάξουν τους δούλους
δούλους τούτους οἷς ἔδωκε τὸ αυτούς στους οποίους είχε δώσει
ἀργύριον, ἵνα ἐπιγνῷ τίς τί το χρήμα, για να γνωρίσει τι
διεπραγματεύσατο. διαπραγματεύτηκαν.
16 παρεγένετο δὲ ὁ πρῶτος λέγων· 16 Παρουσιάστηκε τότε ο
κύριε, ἡ μνᾶ σου προσειργάσατο πρώτος, λέγοντας: “Κύριε, η μνα
δέκα μνᾶς. σου κέρδισε δέκα μνες”.
17 καὶ εἶπεν αὐτῷ· εὖ, ἀγαθὲ 17 Και είπε σ’ αυτόν: “Εύγε, αγαθέ
δοῦλε! ὅτι ἐν ἐλαχίστῳ πιστὸς δούλε, επειδή στο ελάχιστο έγινες
ἐγένου, ἴσθι ἐξουσίαν ἔχων ἐπάνω πιστός, έχε συνεχώς εξουσία
δέκα πόλεων. πάνω σε δέκα πόλεις”.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΘ’


18 καὶ ἦλθεν ὁ δεύτερος λέγων· 18 Και ήρθε ο δεύτερος, λέγοντας:
κύριε, ἡ μνᾶ σου ἐποίησε πέντε “Η μνα σου, Κύριε, έκανε πέντε
μνᾶς. μνες”.
19 εἶπε δὲ καὶ τούτῳ· καὶ σὺ γίνου 19 Είπε λοιπόν και σ’ αυτόν: “Κι
ἐπάνω πέντε πόλεων. εσύ γίνε εξουσιαστής πάνω σε
πέντε πόλεις”.
20 καὶ ἕτερος ἦλθε λέγων· κύριε, 20 Και ο άλλος ήρθε, λέγοντας:
ἰδοὺ ἡ μνᾶ σου, ἣν εἶχον “Κύριε, ιδού η μνα σου που είχα
ἀποκειμένην ἐν σουδαρίῳ. τοποθετημένη χωριστά σε
μαντίλι.
21 ἐφοβούμην γάρ σε, ὅτι 21 Γιατί σε φοβόμουνα, επειδή
ἄνθρωπος αὐστηρὸς εἶ· αἴρεις ὃ είσαι άνθρωπος αυστηρός,
οὐκ ἔθηκας, καὶ θερίζεις ὃ οὐκ παίρνεις αυτό που δεν έθεσες και
ἔσπειρας, καὶ συνάγεις ὅθεν οὐ θερίζεις αυτό που δεν έσπειρες”.
διεσκόρπισας.
22 λέγει αὐτῷ· ἐκ τοῦ στόματός 22 Λέει σ’ αυτόν: “Από το στόμα
σου κρινῶ σε, πονηρὲ δοῦλε. σου θα σε κρίνω, κακέ δούλε.
ᾔδεις ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρός Ήξερες ότι εγώ είμαι άνθρωπος
εἰμι ἐγώ, αἴρων ὃ οὐκ ἔθηκα, καὶ αυστηρός, που παίρνω αυτό που
θερίζων ὃ οὐκ ἔσπειρα, καὶ δεν έθεσα και που θερίζω αυτό
συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισα· που δεν έσπειρα;
23 καὶ διατί οὐκ ἔδωκας τὸ 23 Και γιατί δεν έδωσες το χρήμα
ἀργύριόν μου ἐπὶ τὴν τράπεζαν, μου σε τράπεζα; Κι εγώ, όταν θα
καὶ ἐγὼ ἐλθὼν σὺν τόκῳ ἂν ερχόμουν, θα το εισέπραττα με
ἔπραξα αὐτό; τόκο”.
24 καὶ τοῖς παρεστῶσιν εἶπεν. 24 Και σ’ αυτούς που είχαν
ἄρατε ἀπ᾿ αὐτοῦ τὴν μνᾶν καὶ παρευρεθεί, είπε: “Πάρτε από
δότε τῷ τὰς δέκα μνᾶς ἔχοντι. αυτόν τη μνα και δώστε τη σ’
εκείνον που έχει τις δέκα μνες”.
25 καὶ εἶπον αὐτῷ· κύριε, ἔχει 25 – Και του είπαν: “Κύριε, έχει
δέκα μνᾶς. δέκα μνες” –
26 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι παντὶ τῷ 26 “Σας λέω ότι σε καθέναν που
ἔχοντι δοθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ έχει θα του δοθεί, αλλά από
ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ όποιον δεν έχει και αυτό που έχει
αὐτοῦ. θα του αφαιρεθεί.
27 πλὴν τοὺς ἐχθρούς μου 27 Όμως, τους εχθρούς μου
ἐκείνους, τοὺς μὴ θελήσαντάς με αυτούς που δε θέλησαν να
βασιλεῦσαι ἐπ᾿ αὐτούς, ἀγάγετε βασιλέψω πάνω τους οδηγήστε
ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς τους εδώ και κατασφάξτε τους
ἔμπροσθέν μου. μπροστά μου”».


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΘ’


Η είσοδος του Ιησού στην
Ιερουσαλήμ
(Μτ 21,1-11. Μκ 11,1-11. Ιω12,12-19)
28 Καὶ εἰπὼν ταῦτα ἐπορεύετο 28 Και αφού είπε αυτά,
ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς πορευόταν μπροστά,
῾Ιεροσόλυμα. ανεβαίνοντας στα Ιεροσόλυμα.
29 καὶ ἐγένετο ὡς ἤγγισεν εἰς 29 Και συνέβηκε, μόλις πλησίασε
Βηθσφαγῆ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ στη Βηθφαγή και τη Βηθανία
ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν, προς το όρος το καλούμενο των
ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν Ελαιών, να αποστείλει δύο από
αὐτοῦ τους μαθητές του,
30 εἰπών· ὑπάγετε εἰς τὴν 30 λέγοντας: «Πηγαίνετε στο
κατέναντι κώμην, ἐν ᾗ απέναντι χωριό, στο οποίο
εἰσπορευόμενοι εὑρήσετε πῶλον μπαίνοντας θα βρείτε ένα
δεδεμένον, ἐφ᾿ ὃν οὐδεὶς πώποτε πουλάρι δεμένο, πάνω στο οποίο
ἀνθρώπων ἐκάθισε· λύσαντες δεν κάθισε κανείς ποτέ μέχρι
αὐτὸν ἀγάγετε. τώρα από τους ανθρώπους και,
αφού το λύσετε, φέρτε το.
31 καὶ ἐάν τις ὑμᾶς ἐρωτᾷ, διατί 31 Και αν κάποιος σας ρωτά:
λύετε; οὕτως ἐρεῖτε αὐτῷ, ὅτι ὁ “Γιατί το λύνετε”; έτσι θα πείτε:
Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει. “Ο Κύριος έχει ανάγκη αυτό”».
32 ἀπελθόντες δὲ οἱ 32 Έφυγαν τότε οι αποσταλμένοι
ἀπεσταλμένοι εὗρον καθὼς εἶπεν και βρήκαν καθώς τους είπε.
αὐτοῖς, ἑστῶτα τὸν πῶλον·
33 λυόντων δὲ αὐτῶν τὸν πῶλον 33 Όταν έλυναν λοιπόν αυτοί το
εἶπον οἱ κύριοι αὐτοῦ πρὸς πουλάρι, είπαν οι κύριοί του προς
αὐτούς· τί λύετε τὸν πῶλον; αυτούς: «Τι λύνετε το πουλάρι;»
34 οἱ δὲ εἶπον ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ 34 Εκείνοι είπαν: «Ο Κύριος έχει
χρείαν ἔχει. ανάγκη αυτό».
35 καὶ ἤγαγον αὐτὸν πρὸς τὸν 35 Και το οδήγησαν προς τον
᾿Ιησοῦν, καὶ ἐπιρρίψαντες Ιησού και, αφού έριξαν τα ρούχα
ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸν πῶλον τους πάνω στο πουλάρι,
ἐπεβίβασαν τὸν ᾿Ιησοῦν. ανέβασαν τον Ιησού.
36 πορευομένου δὲ αὐτοῦ 36 Και ενώ αυτός πορευόταν,
ὑπεστρώννυον τὰ ἱμάτια αὐτῶν έστρωναν κάτω τα ρούχα τους
ἐν τῇ ὁδῷ. στην οδό.
37 ἐγγίζοντος δὲ αὐτοῦ ἤδη πρὸς 37 Και όταν αυτός πλησίαζε ήδη
τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν προς το μέρος του κατήφορου
ἐλαιῶν ἤρξατο ἅπαν τὸ πλῆθος του Όρους των Ελαιών, άρχισαν
τῶν μαθητῶν χαίροντες αἰνεῖν όλο το πλήθος των μαθητών του,

τὸν Θεὸν φωνῇ μεγάλῃ περὶ χαίροντας, να αινούν το Θεό με
πασῶν ὧν εἶδον δυνάμεων


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΘ’


φωνή μεγάλη για όλες όσες είδαν
θαυματουργικές δυνάμεις,
38 λέγοντες· εὐλογημένος ὁ 38 λέγοντας: «Ευλογημένος ο
ἐρχόμενος βασιλεὺς ἐν ὀνόματι ερχόμενος, ο βασιλιάς, στο όνομα
Κυρίου· εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ του Κυρίου. στον ουρανό ειρήνη
δόξα ἐν ὑψίστοις. και δόξα στους ύψιστους
ουρανούς».
39 καί τινες τῶν Φαρισαίων ἀπὸ 39 Και μερικοί Φαρισαίοι από το
τοῦ ὄχλου εἶπον πρὸς αὐτόν· πλήθος, είπαν προς αυτόν:
διδάσκαλε, ἐπιτίμησον τοῖς «Δάσκαλε, επιτίμησε τους
μαθηταῖς σου. μαθητές σου».
40 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· 40 Και αποκρίθηκε και είπε: «Σας
λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν οὗτοι λέω, αν σωπάσουν αυτοί, οι λίθοι
σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι θα κράξουν».
κεκράξονται.
41 Καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν 41 Και μόλις πλησίασε, όταν είδε
ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῇ, λέγων την πόλη, έκλαψε γι’ αυτή,
42 ὅτι εἰ ἔγνως καὶ σύ, καί γε ἐν τῇ 42 λέγοντας: «Αν γνώριζες κι εσύ
ἡμέρᾳ σου ταύτῃ, τὰ πρὸς αυτήν την ημέρα, αυτά που
εἰρήνην σου! νῦν δὲ ἐκρύβη ἀπὸ αφορούν την ειρήνη! Τώρα όμως
ὀφθαλμῶν σου· κρύφτηκαν από τους οφθαλμούς
σου.
43 ὅτι ἥξουσιν ἡμέραι ἐπὶ σὲ καὶ 43 Γιατί θα έρθουν ημέρες για
περιβαλοῦσιν οἱ ἐχθροί σου σένα που θα σου παρεμβάλουν οι
χάρακά σοι καὶ περικυκλώσουσί εχθροί σου χαρακώματα και θα
σε καὶ συνέξουσί σε πάντοθεν, σε περικυκλώσουν και θα σε
πιέσουν από παντού
44 καὶ ἐδαφιοῦσί σε καὶ τὰ τέκνα 44 και θα σε κατεδαφίσουν,
σου ἐν σοί, καὶ οὐκ ἀφήσουσιν ἐν καθώς και τα τέκνα σου μέσα σ’
σοὶ λίθον ἐπὶ λίθῳ, ἀνθ᾿ ὧν οὐκ εσένα, και δε θα αφήσουν μέσα
ἔγνως τὸν καιρὸν τῆς ἐπισκοπῆς σου λίθο πάνω σε λίθο, επειδή δε
σου. γνώρισες τον καιρό της
επίσκεψής σου».
Η εκδίωξη των εμπόρων από το
Ναό
(Μτ 21,12-17. Μκ 11,15-19. Ιω 2,13-
22)
45 Καὶ εἰσελθὼν εἰς τὸ ἱερὸν 45 Και αφού εισήλθε στο ναό,
ἤρξατο ἐκβάλλειν τοὺς άρχισε να βγάζει όσους
πωλοῦντας ἐν αὐτῷ καὶ πουλούσαν,

ἀγοράζοντας


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΘ’


46 λέγων αὐτοῖς· γέγραπται ὅτι ὁ 46 λέγοντας σ’ αυτούς: «Είναι
οἶκός μου οἶκος προσευχῆς ἐστιν· γραμμένο: Και θα είναι ο οίκος
ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε μου οίκος προσευχής, εσείς όμως
σπήλαιον λῃστῶν. τον κάνατε σπήλαιο ληστών».
47 Καὶ ἦν διδάσκων τὸ καθ᾿ 47 Και δίδασκε συνεχώς κάθε
ἡμέραν ἐν τῷ ἱερῷ· οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ημέρα μέσα στο ναό. Οι
καὶ οἱ γραμματεῖς ἐζήτουν αὐτὸν αρχιερείς, όμως, και οι
ἀπολέσαι καὶ οἱ πρῶτοι τοῦ λαοῦ, γραμματείς ζητούσαν να τον
σκοτώσουν όπως και οι πρώτοι
του λαού,
48 καὶ οὐχ εὕρισκον τὸ τί 48 αλλά δεν έβρισκαν τι να του
ποιήσουσιν· ὁ λαὸς γὰρ ἅπας κάνουν, γιατί ο λαός όλος
ἐξεκρέματο αὐτοῦ ἀκούων. κρεμόταν από τα χείλη του
ακούοντάς τον.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Κ’




Η εξουσία του Ιησού αμφισβητείται
(Μτ 21,23-27. Μκ 11,27-33)
1 Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν 1 Και συνέβηκε, σε μια από τις
ἐκείνων διδάσκοντος αὐτοῦ τὸν ημέρες που αυτός δίδασκε το λαό
λαὸν ἐν τῷ ἱερῷ καὶ μέσα στο ναό και ευαγγέλιζε, να
εὐαγγελιζομένου ἐπέστησαν οἱ σταθούν ξαφνικά οι αρχιερείς
ἱερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς σὺν τοῖς και οι γραμματείς μαζί με τους

πρεσβυτέροις πρεσβυτέρους
2 καὶ εἶπον πρὸς αὐτὸν λέγοντες· 2 και να πουν προς αυτόν: «Πες
εἰπὲ ἡμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα μας με ποια εξουσία αυτά τα
ποιεῖς, ἢ τίς ἐστιν ὁ δούς σοι τὴν κάνεις ή ποιος είναι αυτός που
ἐξουσίαν ταύτην; σου έδωσε την εξουσία αυτή;»
3 ἀποκριθεὶς δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· 3 Αποκρίθηκε τότε και είπε προς
ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ ἕνα λόγον αυτούς: «Θα σας ρωτήσω κι εγώ
καὶ εἴπατέ μοι· ένα λόγο και πείτε μου:
4 τὸ βάπτισμα ᾿Ιωάννου ἐξ 4 Το βάφτισμα του Ιωάννη από
οὐρανοῦ ἦν ἢ ἐξ ἀνθρώπων; τον ουρανό ήταν ή από τους
ανθρώπους;»
5 οἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς 5 Εκείνοι συλλογίστηκαν μέσα
ἑαυτοὺς λέγοντες ὅτι ἐὰν τους λέγοντας: «Αν πούμε: “Από
εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ, διατί τον ουρανό”, θα πει: “Γιατί δεν
οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ; πιστέψατε σ’ αυτόν”;
6 ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, 6 Αν όμως πούμε: “Από τους
πᾶς ὁ λαὸς καταλιθάσει ἡμᾶς· ανθρώπους”, ο λαός όλος θα μας
πεπεισμένος γάρ ἐστιν ᾿Ιωάννην καταλιθοβολήσει, γιατί είναι
προφήτην εἶναι. πεισμένος πως ο Ιωάννης είναι
προφήτης».
7 καὶ ἀπεκρίθησαν μὴ εἰδέναι 7 Και αποκρίθηκαν πως δεν
πόθεν. ξέρουν από πού είναι.
8 καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐδὲ 8 Και ο Ιησούς τους είπε: «Ούτε
ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ εγώ σας λέω με ποια εξουσία
ταῦτα ποιῶ. αυτά τα κάνω».
Η παραβολή των κακών γεωργών
(Μτ 21,33-46. Μκ 12,1-12)
9 ῎Ηρξατο δὲ πρὸς τὸν λαὸν λέγειν 9 Άρχισε λοιπόν να λέει προς το
τὴν παραβολὴν ταύτην· λαό αυτήν την παραβολή:
ἄνθρωπός τις ἐφύτευσεν «Κάποιος άνθρωπος φύτεψε
ἀμπελῶνα, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν αμπελώνα και τον νοίκιασε σε
γεωργοῖς καὶ ἀπεδήμησε γεωργούς και αποδήμησε για
χρόνους ἱκανούς. αρκετά χρόνια.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Κ’


10 καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἀπέστειλε 10 Και στον κατάλληλο καιρό
πρὸς τοὺς γεωργοὺς δοῦλον ἵνα απέστειλε προς τους γεωργούς
ἀπὸ τοῦ καρποῦ τοῦ ἀμπελῶνος ένα δούλο, για να του δώσουν
δώσωσιν αὐτῷ· οἱ δὲ γεωργοὶ μέρος από τον καρπό του
δείραντες αὐτὸν ἐξαπέστειλαν αμπελώνα. Οι γεωργοί όμως τον
κενόν. ξαπόστειλαν με άδεια χέρια,
αφού τον έδειραν.
11 καὶ προσέθετο αὐτοῖς πέμψαι 11 Και πάλι έστειλε άλλο δούλο.
ἕτερον δοῦλον. οἱ δὲ κἀκεῖνον Αυτοί, κι εκείνον, αφού τον
δείραντες καὶ ἀτιμάσαντες έδειραν και τον ατίμασαν, τον
ἐξαπέστειλαν κενόν. ξαπόστειλαν με άδεια χέρια.
12 καὶ προσέθετο πέμψαι τρίτον. 12 Και πάλι έστειλε τρίτο. Αυτοί,
οἱ δὲ καὶ τοῦτον τραυματίσαντες και τούτον, αφού τον
ἐξέβαλον. τραυμάτισαν, τον πέταξαν έξω.
13 εἶπε δὲ ὁ κύριος τοῦ 13 Είπε τότε ο κύριος του
ἀμπελῶνος· τί ποιήσω; πέμψω αμπελώνα: “Τι να κάνω; Θα
τὸν υἱόν μου τὸν ἀγαπητόν· ἴσως στείλω το γιο μου τον αγαπητό.
τοῦτον ἰδόντες ἐντραπήσονται. ίσως αυτόν ντραπούν”.
14 ἰδόντες δὲ αὐτὸν οἱ γεωργοὶ 14 Όταν είδαν όμως αυτόν οι
διελογίζοντο πρὸς ἑαυτοὺς γεωργοί, διαλογίζονταν ο ένας με
λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ τον άλλο, λέγοντας: “Αυτός είναι
κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν ο κληρονόμος. να τον
αὐτόν, ἵνα ἡμῶν γένηται ἡ σκοτώσουμε, για να γίνει δική
κληρονομία. μας η κληρονομιά”.
15 καὶ ἐκβαλόντες αὐτὸν ἔξω τοῦ 15 Και αφού τον έβγαλαν έξω από
ἀμπελῶνος ἀπέκτειναν. τί οὖν τον αμπελώνα, τον σκότωσαν. Τι
ποιήσει αὐτοῖς ὁ κύριος τοῦ λοιπόν θα κάνει σ’ αυτούς ο
ἀμπελῶνος; κύριος του αμπελώνα;
16 ἐλεύσεται καὶ ἀπολέσει τοὺς 16 Θα έρθει και θα εξολοθρέψει
γεωργοὺς τούτους, καὶ δώσει τὸν τους γεωργούς αυτούς και θα
ἀμπελῶνα ἄλλοις. ἀκούσαντες δὲ δώσει τον αμπελώνα σε άλλους».
εἶπον· μὴ γένοιτο. Όταν το άκουσαν, τότε, είπαν:
«Είθε να μη γίνει».
17 ὁ δὲ ἐμβλέψας αὐτοῖς εἶπε· τί 17 Εκείνος τους κοίταξε μέσα στα
οὖν ἐστι τὸ γεγραμμένον τοῦτο, μάτια και είπε: «Τι λοιπόν
λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ σημαίνει το γραμμένο αυτό: Λίθο
οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς που αποδοκίμασαν οι οικοδόμοι,
κεφαλὴν γωνίας; αυτός έγινε κορωνίδα;
18 πᾶς ὁ πεσὼν ἐπ᾿ ἐκεῖνον τὸν 18 Καθένας που πέσει πάνω σ’
λίθον συνθλασθήσεται· ἐφ᾿ ὃν δ᾿ εκείνο το λίθο θα συντριφτεί. ενώ

ἂν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν. πάνω σ’ όποιον πέσει, θα τον
θρυμματίσει».


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Κ’


19 Καὶ ἐζήτησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ 19 Και ζήτησαν οι γραμματείς
οἱ γραμματεῖς ἐπιβαλεῖν ἐπ᾿ και οι αρχιερείς να βάλουν πάνω
αὐτὸν τὰς χεῖρας ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, του τα χέρια αυτήν την ώρα,
καὶ ἐφοβήθησαν τὸν λαόν· αλλά φοβήθηκαν το λαό, γιατί
ἔγνωσαν γὰρ ὅτι πρὸς αὐτοὺς τὰς κατάλαβαν ότι γι’ αυτούς είπε
παραβολὰς ἔλεγε. την παραβολή αυτή.
Η πληρωμή των φόρων στον
Καίσαρα
(Μτ 22,15-22. Μκ 12,13-17)
20 Καὶ παρατηρήσαντες 20 Και αφού παρατήρησαν
ἀπέστειλαν ἐγκαθέτους, προσεχτικά, απέστειλαν
ὑποκρινομένους ἑαυτοὺς κατασκόπους που υποκρίνονταν
δικαίους εἶναι, ἵνα ἐπιλάβωνται οι ίδιοι πως είναι δίκαιοι, για να
αὐτοῦ λόγου εἰς τὸ παραδοῦναι τον πιάσουν από ένα λόγο του,
αὐτὸν τῇ ἀρχῇ καὶ τῇ ἐξουσίᾳ τοῦ ώστε να τον παραδώσουν στην
ἡγεμόνος. αρχή και στην εξουσία του
ηγεμόνα.
21 καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν 21 Και τον επερώτησαν λέγοντας:
λέγοντες· διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι «Δάσκαλε, ξέρουμε ότι ορθά λες
ὀρθῶς λέγεις καὶ διδάσκεις, καὶ και διδάσκεις, και δεν είσαι
οὐ λαμβάνεις πρόσωπον, ἀλλ᾿ ἐπ᾿ προσωπολήπτης, αλλά αληθινά
ἀληθείας τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ διδάσκεις την οδό του Θεού.
διδάσκεις·
22 ἔξεστιν ἡμῖν Καίσαρι φόρον 22 Επιτρέπεται εμείς να δώσουμε
δοῦναι ἢ οὔ; φόρο στον Καίσαρα ή όχι;»
23 κατανοήσας δὲ αὐτῶν τὴν 23 Επειδή λοιπόν κατανόησε την
πανουργίαν εἶπε πρὸς αὐτούς· τί πανουργία τους, είπε προς
με πειράζετε; αυτούς:
24 δείξατέ μοι δηνάριον· τίνος ἔχει 24 «Δείξτε μου ένα δηνάριο.
εἰκόνα καὶ ἐπιγραφήν; ποιανού έχει εικόνα και
ἀποκριθέντες δὲ εἶπον· Καίσαρος. επιγραφή;» Εκείνοι είπαν: «Του
Καίσαρα».
25 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἀπόδοτε 25 Εκείνος είπε προς αυτούς:
τοίνυν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ «Συνεπώς, αποδώστε τα
τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ. πράγματα του Καίσαρα στον
Καίσαρα και τα πράγματα του
Θεού στο Θεό».
26 καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἐπιλαβέσθαι 26 Και δεν μπόρεσαν να του
αὐτοῦ ρήματος ἐναντίον τοῦ πιάσουν λόγο ενοχοποιητικό
λαοῦ, καὶ θαυμάσαντες ἐπὶ τῇ απέναντι στο λαό και, επειδή

ἀποκρίσει αὐτοῦ ἐσίγησαν. θαύμασαν για την απόκρισή του,
σώπασαν.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Κ’


Το ερώτημα για την ανάσταση των
νεκρών
(Μτ 22,23-33. Μκ 12,18-27)
27 Προσελθόντες δέ τινες τῶν 27 Πλησίασαν τότε μερικοί από
Σαδδουκαίων, οἱ λέγοντες μὴ τους Σαδουκκκαίους, που λένε
εἶναι ἀνάστασιν, ἐπηρώτησαν αντίθετα από τους άλλους πως
αὐτὸν δεν υπάρχει ανάσταση, και τον
επερώτησαν,
28 λέγοντες· διδάσκαλε, Μωϋσῆς 28 λέγοντας: «Δάσκαλε, ο
ἔγραψεν ἡμῖν, ἐάν τινος ἀδελφὸς Μωυσής μάς έγραψε: Αν ο
ἀποθάνῃ ἔχων γυναῖκα, καὶ αδελφός κάποιου πεθάνει
οὗτος ἄτεκνος ἀποθάνῃ, ἵνα έχοντας γυναίκα, και αυτός είναι
λάβῃ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν άτεκνος, να λάβει ο αδελφός του
γυναῖκα καὶ ἐξαναστήσῃ σπέρμα τη γυναίκα του και να φέρει
τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. απογόνους στον αδελφό του.
29 ἑπτὰ οὖν ἀδελφοὶ ἦσαν· καὶ ὁ 29 Ήταν λοιπόν εφτά αδελφοί.
πρῶτος λαβὼν γυναῖκα Και ο πρώτος, αφού έλαβε
ἀπέθανεν ἄτεκνος· γυναίκα, πέθανε άτεκνος.
30 καὶ ἔλαβεν ὁ δεύτερος τὴν 30 Και ο δεύτερος αφού έλαβε
γυναῖκα, καὶ οὗτος ἀπέθανεν γυναίκα και αυτός απέθανε
ἄτεκνος· άτεκνος.
31 καὶ ὁ τρίτος ἔλαβεν αὐτὴν 31 και ο τρίτος την έλαβαν,
ὡσαύτως· ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ ομοίως μάλιστα και οι εφτά, που
ἑπτά· οὐ κατέλιπον τέκνα, καὶ δεν εγκατέλειψαν παιδιά, και
ἀπέθανον· πέθαναν.
32 ὕστερον δὲ πάντων καὶ ἡ γυνὴ 32 Ύστερα, και η γυναίκα πέθανε.
ἀπέθανεν.
33 ἐν τῇ ἀναστάσει οὖν τίνος 33 Η γυναίκα, λοιπόν, κατά την
αὐτῶν γίνεται γυνή; οἱ γὰρ ἑπτὰ ανάσταση, ποιανού από αυτούς
ἔσχον αὐτὴν γυναῖκα. θα γίνει γυναίκα; Γιατί και οι
εφτά την είχαν γυναίκα».
34 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς ὁ 34 Και είπε σ’ αυτούς ο Ιησούς:
᾿Ιησοῦς· οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος «Οι γιοι του αιώνα τούτου
τούτου γαμοῦσι καὶ παντρεύουν και νυμφεύονται,
ἐκγαμίζονται·
35 οἱ δὲ καταξιωθέντες τοῦ 35 αλλά εκείνοι που θα
αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν καὶ τῆς καταξιωθούν να επιτύχουν να
ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν οὔτε ζήσουν σ’ εκείνον τον αιώνα και
γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται· στην ανάσταση που είναι από
τους νεκρούς ούτε παντρεύουν

ούτε νυμφεύονται.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Κ’


36 οὔτε γὰρ ἀποθανεῖν ἔτι 36 Γιατί ούτε να πεθάνουν πια
δύνανται· ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ δύνανται, επειδή είναι ίσοι με
υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῦ, τῆς αγγέλους και είναι γιοι του Θεού,
ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες. αφού είναι γιοι της ανάστασης.
37 ὅτι δὲ ἐγείρονται οἱ νεκροί, καὶ 37 Αλλά ότι εγείρονται οι νεκροί
Μωϋσῆς ἐμήνυσεν ἐπὶ τῆς βάτου, το μήνυσε και ο Μωυσής εκεί που
ὡς λέγει Κύριον τὸν Θεὸν μιλάει για τη βάτο, καθώς λέει
᾿Αβραὰμ καὶ τὸν Θεὸν ᾿Ισαὰκ καὶ Κύριο το Θεό του Αβραάμ και Θεό
τὸν Θεὸν ᾿Ιακώβ. του Ισαάκ και Θεό του Ιακώβ.
38 Θεὸς δὲ οὐκ ἔστι νεκρῶν, ἀλλὰ 38 Ο Θεός, λοιπόν, δεν είναι των
ζώντων· πάντες γὰρ αὐτῷ ζῶσιν. νεκρών αλλά των ζωντανών,
γιατί όλοι σε αυτόν ζουν».
39 ἀποκριθέντες δέ τινες τῶν 39 Αποκρίθηκαν τότε μερικοί από
γραμματέων εἶπον· διδάσκαλε, τους γραμματείς και του είπαν:
καλῶς εἶπας. «Δάσκαλε, καλά τα είπες».
40 οὐκέτι δὲ ἐτόλμων ἐπερωτᾶν 40 Γιατί δεν τολμούσαν πια να τον
αὐτὸν οὐδέν. επερωτήσουν τίποτα.
Ο Χριστός γιος του Δαβίδ
(Μτ 22,41-46. Μκ 12,35-37)
41 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· πῶς 41 Είπε τότε προς αυτούς: «Πώς
λέγουσι τὸν Χριστὸν υἱὸν Δαυῒδ λένε για το Χριστό ότι είναι γιος
εἶναι; του Δαβίδ;
42 καὶ αὐτὸς Δαυῒδ λέγει ἐν βίβλῳ 42 Γιατί αυτός ο Δαβίδ λέει στο
τῶν ψαλμῶν· εἶπεν ὁ Κύριος τῷ βιβλίο των Ψαλμών: Είπε ο
Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου Κύριος στον Κύριό μου: “Κάθου
από τα δεξιά μου,
43 ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου 43 ωσότου θέσω τους εχθρούς
ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. σου υποπόδιο των ποδιών σου”.
44 Δαυῒδ οὖν αὐτὸν Κύριον καλεῖ· 44 Ο Δαβίδ, λοιπόν, τον καλεί
καὶ πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν; Κύριο, και πώς είναι γιος του;»
O Ιησούς ελέγχει τους γραμματείς
και τους Φαρισαίους
(Μτ 23,1-36. Μκ 12,38-40)
45 ᾿Ακούοντος δὲ παντὸς τοῦ 45 Ενώ άκουγε λοιπόν όλος ο
λαοῦ εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· λαός, είπε στους μαθητές του:
46 προσέχετε ἀπὸ τῶν 46 «Προσέχετε από τους
γραμματέων τῶν θελόντων γραμματείς που θέλουν να
περιπατεῖν ἐν στολαῖς καὶ περπατούν με στολές και
φιλούντων ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς αγαπούν χαιρετισμούς στις
ἀγοραῖς καὶ πρωτοκαθεδρίας ἐν αγορές και πρωτοκαθεδρίες στις

ταῖς συναγωγαῖς καὶ συναγωγές και τα πρώτα
πρωτοκλισίας ἐν τοῖς δείπνοις, καθίσματα στα δείπνα,


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Κ’


47 οἳ κατεσθίουσι τὰς οἰκίας τῶν 47 οι οποίοι κατατρώνε τις οικίες
χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ των χηρών και για πρόφαση
προσεύχονται· οὗτοι λήψονται κάνουν μακριές προσευχές.
περισσότερον κρῖμα. Αυτοί θα λάβουν περισσότερη
καταδίκη».


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΑ’




Το δίλεπτο της χήρας
(Μκ 12,41-44)
1 Ἀναβλέψας δὲ εἶδε τοὺς 1 Σήκωσε, λοιπόν, το βλέμμα του
βάλλοντας τὰ δῶρα αὐτῶν εἰς τὸ και είδε τους πλούσιους που
γαζοφυλάκιον πλουσίους· έριχναν στο θησαυροφυλάκιο τα
δώρα τους.
2 εἶδε δέ τινα χήραν πενιχρὰν 2 Είδε τότε κάποια χήρα φτωχή

βάλλουσαν ἐκεῖ δύο λεπτά, να ρίχνει εκεί δύο λεπτά,
3 καὶ εἶπεν· ἀληθῶς λέγω ὑμῖν ὅτι 3 και είπε: «Αλήθεια σας λέω ότι
ἡ χήρα ἡ πτωχὴ αὕτη πλεῖον αυτή η φτωχή η χήρα έριξε
πάντων ἔβαλεν· περισσότερο απ’ όλους.
4 ἅπαντες γὰρ οὗτοι ἐκ τοῦ 4 Γιατί όλοι αυτοί έριξαν από το
περισσεύοντος αὐτοῖς ἔβαλον εἰς περίσσευμά τους στα δώρα, αυτή
τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, αὕτη δὲ ἐκ τοῦ όμως από το υστέρημά της, όλη
ὑστερήματος αὐτῆς ἅπαντα τὸν την περιουσία που είχε έριξε».
βίον ὃν εἶχεν ἔβαλε. Ο Ιησούς προλέγει την
καταστροφή του ναού
(Μτ 24,1-2. Μκ 13,1-2)
5 Καί τινων λεγόντων περὶ τοῦ 5 Και όταν μερικοί έλεγαν για το
ἱεροῦ ὅτι λίθοις καλοῖς καὶ ναό ότι είναι κοσμημένος με
ἀναθήμασι κεκόσμηται, εἶπε· λίθους ωραίους και με
αφιερώματα, είπε:
6 ταῦτα ἃ θεωρεῖτε, ἐλεύσονται 6 «Γι’ αυτά που βλέπετε θα έρθουν
ἡμέραι ἐν αἷς οὐκ ἀφεθήσεται ημέρες κατά τις οποίες δε θα
λίθος ἐπὶ λίθῳ ὃς οὐ αφεθεί λίθος πάνω σε λίθο που δε
καταλυθήσεται. θα καταστραφεί».
Ο Ιησούς προλέγει το τέλος το
κόσμου
(Μτ 24,3-14. Μκ 13,3-31)
7 ἐπηρώτησαν δὲ αὐτὸν λέγοντες· 7 Τον επερώτησαν, τότε,
διδάσκαλε, πότε οὖν ταῦτα ἔσται, λέγοντας: «Δάσκαλε, πότε λοιπόν
καὶ τί τὸ σημεῖον ὅταν μέλλῃ θα γίνουν αυτά και ποιο το
ταῦτα γίνεσθαι; σημείο όταν μέλλουν να γίνονται
αυτά;»
8 ὁ δὲ εἶπε· βλέπετε μὴ πλανηθῆτε· 8 Εκείνος είπε: «Προσέχετε μην
πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ πλανηθείτε. Γιατί πολλοί θα
ὀνόματί μου λέγοντες ὅτι ἐγώ εἰμι έρθουν με το όνομά μου,
καὶ ὁ καιρὸς ἤγγικε. μὴ οὖν λέγοντας: “Εγώ είμαι”, και: “Ο
πορευθῆτε ὀπίσω αὐτῶν. καιρός έχει πλησιάσει”. Μην
πορευτείτε πίσω τους.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΑ’


9 ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ 9 Όταν λοιπόν ακούσετε
ἀκαταστασίας, μὴ πτοηθῆτε· δεῖ πολέμους και ακαταστασίες, μην
γὰρ ταῦτα γενέσθαι πρῶτον, ἀλλ᾿ πτοηθείτε. Γιατί πρέπει πρώτα να
οὐκ εὐθέως τὸ τέλος. γίνουν αυτά, αλλά δεν είναι
αμέσως το τέλος».
10 τότε ἔλεγεν αὐτοῖς· 10 Τότε τους έλεγε: «Θα εγερθεί
ἐγερθήσεται ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ έθνος εναντίον έθνους και
βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, βασιλεία εναντίον βασιλείας,
11 σεισμοί τε μεγάλοι κατὰ 11 και θα γίνουν σεισμοί μεγάλοι,
τόπους καὶ λιμοὶ καὶ λοιμοὶ και κατά τόπους θα γίνουν πείνες
ἔσονται, φόβητρά τε καὶ σημεῖα και επιδημίες, και φαινόμενα
ἀπ᾿ οὐρανοῦ μεγάλα ἔσται. φοβερά, και από τον ουρανό θα
γίνουν σημεία μεγάλα.
12 πρὸ δὲ τούτων πάντων 12 Πριν όμως απ’ όλα αυτά θα
ἐπιβαλοῦσιν ἐφ᾿ ὑμᾶς τὰς χεῖρας βάλουν πάνω σας τα χέρια τους
αὐτῶν καὶ διώξουσι, και θα σας καταδιώξουν,
παραδιδόντες εἰς συναγωγὰς καὶ παραδίνοντάς σας στις
φυλακάς, ἀγομένους ἐπὶ βασιλεῖς συναγωγές και στις φυλακές,
καὶ ἡγεμόνας ἕνεκεν τοῦ οδηγώντας σας μπροστά σε
ὀνόματός μου· βασιλιάδες και σε ηγεμόνες
εξαιτίας του ονόματός μου.
13 ἀποβήσεται δὲ ὑμῖν εἰς 13 θα αποβεί σ’ εσάς για
μαρτύριον. μαρτυρία.
14 θέσθε οὖν εἰς τὰς καρδίας 14 Βάλτε λοιπόν στις καρδιές σας
ὑμῶν μὴ προμελετᾶν το να μην προμελετάτε να
ἀπολογηθῆναι· απολογηθείτε.
15 ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν στόμα καὶ 15 Γιατί εγώ θα σας δώσω στόμα
σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται και σοφία, στην οποία δε θα
ἀντειπεῖν οὐδὲ ἀντιστῆναι δυνηθούν να αντισταθούν ή να
πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν. αντείπουν όλοι οι αντίθετοι σ’
εσάς.
16 παραδοθήσεσθε δὲ καὶ ὑπὸ 16 Θα παραδοθείτε, λοιπόν, και
γονέων καὶ συγγενῶν καὶ φίλων από γονείς και αδελφούς και
καὶ ἀδελφῶν, καὶ θανατώσουσιν συγγενείς και φίλους, και θα
ἐξ ὑμῶν, θανατώσουν μερικούς από εσάς,
17 καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ 17 και θα είστε μισούμενοι από
πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· όλους για το όνομά μου.
18 καὶ θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν 18 Αλλά τρίχα από το κεφάλι σας
οὐ μὴ ἀπόληται· δε θα χαθεί.
19 ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε 19 Με την υπομονή σας

τὰς ψυχὰς ὑμῶν. αποκτήστε τις ψυχές σας».


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΑ’


Ο Ιησούς προλέγει την
καταστροφή της Ιερουσαλήμ
(Μτ 24,15-21. Μκ 13,14-19)
20 ὅταν δὲ ἴδητε κυκλουμένην 20 «Όταν όμως δείτε την
ὑπὸ στρατοπέδων τὴν Ιερουσαλήμ να κυκλώνεται από
῾Ιερουσαλήμ, τότε γνῶτε ὅτι στρατόπεδα, τότε να γνωρίζετε
ἤγγικεν ἡ ἐρήμωσις αὐτῆς. ότι έχει πλησιάσει η ερήμωσή
της.
21 τότε οἱ ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ 21 Τότε όσοι είναι στην Ιουδαία
φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη, καὶ οἱ ἐν ας φεύγουν στα όρη και όσοι
μέσῳ αὐτῆς ἐκχωρείτωσαν, καὶ είναι στο μέσο αυτής ας
οἱ ἐν ταῖς χώραις μὴ αναχωρήσουν και όσοι είναι
εἰσερχέσθωσαν εἰς αὐτήν, στην ύπαιθρο ας μην εισέλθουν
σ’ αυτή,
22 ὅτι ἡμέραι ἐκδικήσεως αὗταί 22 γιατί αυτές είναι ημέρες
εἰσι τοῦ πληρωθῆναι πάντα τὰ εκδίκησης, για να
γεγραμμένα. ολοκληρωθούν όλα τα
γραμμένα.
23 οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις 23 Αλίμονο σε όσες έχουν παιδιά
καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις στην κοιλιά και σε όσες
ταῖς ἡμέραις· ἔσται γὰρ τότε θηλάζουν εκείνες τις ημέρες.
ἀνάγκη μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ Γιατί θα γίνει καταπίεση μεγάλη
ὀργὴ τῷ λαῷ τούτῳ, πάνω στη γη και οργή στο λαό
τούτο,
24 καὶ πεσοῦνται στόματι 24 και θα πέσουν από το στόμα
μαχαίρας, καὶ της μάχαιρας και θα οδηγηθούν
αἰχμαλωτισθήσονται εἰς πάντα αιχμάλωτοι σε όλα τα έθνη, και η
τὰ ἔθνη, καὶ ῾Ιερουσαλὴμ ἔσται Ιερουσαλήμ θα πατιέται συνεχώς
πατουμένη ὑπὸ ἐθνῶν ἄχρι από τα έθνη, μέχρις ότου
πληρωθῶσι καιροὶ ἐθνῶν. συμπληρωθούν οι καιροί των
εθνών».
Ο ερχομός του Υιού του ανθρώπου
(Μτ 24,29-31. Μκ 13,24-27)
25 Καὶ ἔσται σημεῖα ἐν ἡλίῳ καὶ 25 «Και θα γίνουν σημεία στον
σελήνῃ καὶ ἄστροις, καὶ ἐπὶ τῆς ήλιο και στη σελήνη και στα
γῆς συνοχὴ ἐθνῶν ἐν ἀπορίᾳ άστρα, και πάνω στη γη
ἠχούσης θαλάσσης καὶ σάλου, στενοχώρια των εθνών με
αμηχανία για τους ήχους της
θάλασσας και το σάλο,
26 ἀποψυχόντων ἀνθρώπων ἀπὸ 26 ενώ θα λιποθυμούν οι

φόβου καὶ προσδοκίας τῶν άνθρωποι από το φόβο και την
ἐπερχομένων τῇ οἰκουμένῃ· αἱ προσμονή αυτών που θα


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΑ’


γὰρ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν επέλθουν στην οικουμένη, γιατί
σαλευθήσονται. οι δυνάμεις των ουρανών θα
σαλευτούν.
27 καὶ τότε ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ 27 Και τότε θα δουν τον Υιό του
ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν νεφέλῃ ανθρώπου ερχόμενο μέσα σε
μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης νεφέλη με δύναμη και δόξα
πολλῆς. πολλή.
28 ἀρχομένων δὲ τούτων γίνεσθαι 28 Όταν λοιπόν αρχίζουν να
ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς γίνονται αυτά, ανορθωθείτε και
κεφαλὰς ὑμῶν, διότι ἐγγίζει ἡ σηκώστε πάνω τα κεφάλια σας,
ἀπολύτρωσις ὑμῶν. γιατί πλησιάζει η απολύτρωσή
σας».
Πλησιάζει η ημέρα και η ώρα της
δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου
(Μτ 24,32-35. Μκ 13,28-31)
29 Καὶ εἶπε παραβολὴν αὐτοῖς· 29 Και είπε μια παραβολή σ’
ἴδετε τὴν συκῆν καὶ πάντα τὰ αυτούς: «Δείτε τη συκιά και όλα
δένδρα. τα δέντρα.
30 ὅταν προβάλωσιν ἤδη, 30 Όταν προβάλουν ήδη τα
βλέποντες ἀφ᾿ ἑαυτῶν γινώσκετε φύλλα, βλέπετε από μόνοι σας
ὅτι ἤδη ἐγγὺς τὸ θέρος ἐστίν. και γνωρίζετε ότι είναι ήδη κοντά
το θέρος.
31 οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ἴδητε 31 Έτσι κι εσείς, όταν δείτε αυτά
ταῦτα γινόμενα, γινώσκετε ὅτι να γίνονται, να γνωρίζετε ότι
ἐγγύς ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. κοντά είναι η βασιλεία του Θεού.
32 ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ 32 Αλήθεια σας λέω ότι δε θα
παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν παρέλθει η γενιά αυτή, ωσότου
πάντα γένηται. όλα γίνουν.
33 ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ 33 Ο ουρανός και η γη θα
παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δε
οὐ μὴ παρέλθωσι. θα παρέλθουν».
Διαρκής επαγρύπνηση για το τέλος
του κόσμου
34 Προσέχετε δὲ ἑαυτοῖς μήποτε 34 «Προσέχετε, λοιπόν, τους
βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν εαυτούς σας μήπως βαρύνουν οι
κραιπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις καρδιές σας μέσα σε κραιπάλη
βιοτικαῖς, καὶ αἰφνίδιος ἐφ᾿ ὑμᾶς και σε μέθη και σε μέριμνες
ἐπιστῇ ἡ ἡμέρα ἐκείνη· βιοτικές και πέσει πάνω σας
αιφνίδια η ημέρα εκείνη
35 ὡς παγὶς γὰρ ἐπελεύσεται ἐπὶ 35 σαν παγίδα. Γιατί θα έρθει

πάντας τοὺς καθημένους ἐπὶ πάνω σε όλους όσοι κάθονται
πρόσωπον πάσης τῆς γῆς. στην επιφάνεια όλης της γης.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΑ’


36 ἀγρυπνεῖτε οὖν ἐν παντὶ καιρῷ 36 Αγρυπνείτε, λοιπόν, και σε
δεόμενοι ἵνα καταξιωθῆτε κάθε καιρό να δέεστε για να
ἐκφυγεῖν πάντα τὰ μέλλοντα υπερισχύσετε, ώστε να ξεφύγετε
γίνεσθαι καὶ σταθῆναι όλα αυτά που μέλλουν να
ἔμπροσθεν τοῦ υἱοῦ τοῦ γίνονται και να σταθείτε
ἀνθρώπου. μπροστά στον Υιό του
ανθρώπου».
37 ῏Ην δὲ τὰς ἡμέρας ἐν τῷ ἱερῷ 37 Και τις ημέρες δίδασκε
διδάσκων, τὰς δὲ νύκτας συνεχώς στο ναό, ενώ τις νύχτες
ἐξερχόμενος ηὐλίζετο εἰς τὸ ὄρος εξερχόταν και διανυχτέρευε στο
τὸ καλούμενον ἐλαιῶν· όρος το καλούμενο των Ελαιών.
38 καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὤρθριζε πρὸς 38 Και όλος ο λαός ερχόταν με τον
αὐτὸν ἐν τῷ ὄρει ἀκούειν αὐτοῦ. όρθρο προς αυτόν στο ναό, για να
τον ακούει.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΒ’




Απόφαση θανάτωσης του Ιησού
και η προδοσία του Ιούδα
(Μτ 26,1-5. 14-16. Μκ 14,1-2. 10-11.
Ιω 11,45-53)
1 Ἢγγιζε δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων 1 Πλησίαζε τότε η εορτή των
ἡ λεγομένη πάσχα. αζύμων, που λέγεται Πάσχα.
2 καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ 2 Και οι αρχιερείς και οι

γραμματεῖς τὸ πῶς ἀνέλωσιν γραμματείς ζητούσαν το πώς να
αὐτόν· ἐφοβοῦντο γὰρ τὸν λαόν. τον θανατώσουν, γιατί
φοβούνταν το λαό.
3 Εἰσῆλθε δὲ ὁ σατανᾶς εἰς 3 Εισήλθε τότε ο Σατανάς στον
᾿Ιούδαν τὸν ἐπικαλούμενον Ιούδα, που καλείται Ισκαριώτης,
᾿Ισκαριώτην, ὄντα ἐκ τοῦ ο οποίος ήταν από τον αριθμό
ἀριθμοῦ τῶν δώδεκα, των δώδεκα.
4 καὶ ἀπελθὼν συνελάλησε τοῖς 4 Και πήγε και συνομίλησε με
ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι καὶ τους αρχιερείς και με τους
στρατηγοῖς τὸ πῶς αὐτὸν στρατηγούς το πώς να τους τον
παραδῶ αὐτοῖς. παραδώσει.
5 καὶ ἐχάρησαν, καὶ συνέθεντο 5 Και χάρηκαν και συμφώνησαν
αὐτῷ ἀργύρια δοῦναι· να του δώσουν αργυρά
νομίσματα.
6 καὶ ἐξωμολόγησε, καὶ ἐζήτει 6 Και υποσχέθηκε, και ζητούσε
εὐκαιρίαν τοῦ παραδοῦναι αὐτὸν ευκαιρία να τον παραδώσει σ’
αὐτοῖς ἄτερ ὄχλου. αυτούς χωρίς πλήθος γύρω του.
Ετοιμασία για το Πάσχα
(Μτ 26,17-19. Μκ 14,12-16)
7 ῏Ηλθε δὲ ἡ ἡμέρα τῶν ἀζύμων, 7 Ήρθε λοιπόν η ημέρα των
ἐν ᾗ ἔδει θύεσθαι τὸ πάσχα, αζύμων, κατά την οποία έπρεπε
να θυσιάσουν το Πάσχα.
8 καὶ ἀπέστειλε Πέτρον καὶ 8 Και απέστειλε τον Πέτρο και τον
᾿Ιωάννην εἰπών· πορευθέντες Ιωάννη και είπε: «Πηγαίνετε και
ἑτοιμάσατε ἡμῖν τὸ πάσχα ἵνα ετοιμάστε μας το Πάσχα να
φάγωμεν. φάμε».
9 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ποῦ θέλεις 9 Εκείνοι του είπαν: «Πού θέλεις
ἑτοιμάσωμεν; να ετοιμάσουμε;»
10 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἰδοὺ 10 Αυτός τους είπε: «Ιδού, όταν
εἰσελθόντων ὑμῶν εἰς τὴν πόλιν εισέλθετε στην πόλη, θα σας
συναντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος συναντήσει ένας άνθρωπος,
κεράμιον ὕδατος βαστάζων· βαστάζοντας στάμνα με νερό.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΒ’


ἀκολουθήσατε αὐτῷ εἰς τὴν Ακολουθήστε τον στην οικία
οἰκίαν οὗ εἰσπορεύεται, στην οποία μπαίνει,
11 καὶ ἐρεῖτε τῷ οἰκοδεσπότῃ τῆς 11 και θα πείτε στον οικοδεσπότη
οἰκίας· λέγει σοι ὁ διδάσκαλος, της οικίας: “Σου λέει ο δάσκαλος:
ποῦ ἐστι τὸ κατάλυμα ὅπου τὸ Πού είναι το κατάλυμα όπου το
πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου Πάσχα θα φάω μαζί με τους
φάγω; μαθητές μου”;
12 κἀκεῖνος ὑμῖν δείξει ἀνώγαιον 12 Κι εκείνος θα σας δείξει ένα
μέγα ἐστρωμένον· ἐκεῖ ανώγι μεγάλο, στρωμένο. εκεί
ἑτοιμάσατε. ετοιμάστε».
13 ἀπελθόντες δὲ εὗρον καθὼς 13 Έφυγαν, τότε, και βρήκαν
εἴρηκεν αὐτοῖς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ καθώς τους είχε πει και
πάσχα. ετοίμασαν το Πάσχα.
Ο Μυστικός Δείπνος και η
καθιέρωση της Θείας Ευχαριστίας
(Μτ 26,20-30. Μκ 14,17-26. Ιω 13,21-
30. Α’ Κορ 11,23-25)
14 Καὶ ὅτε ἐγένετο ἡ ὥρα, 14 Και όταν έγινε η κατάλληλη
ἀνέπεσε, καὶ οἱ δώδεκα ώρα, κάθισε, για να φάει και οι
ἀπόστολοι σὺν αὐτῷ. απόστολοι μαζί του.
15 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἐπιθυμίᾳ 15 Και είπε προς αυτούς:
ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ πάσχα «Επιθύμησα πολύ αυτό το Πάσχα
φαγεῖν μεθ᾿ ὑμῶν πρὸ τοῦ με να φάω μαζί σας προτού να
παθεῖν· υποφέρω.
16 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ 16 Γιατί σας λέω ότι δε θα φάω
φάγω ἐξ αὐτοῦ ἕως ὅτου αυτό, ωσότου ολοκληρωθεί μέσα
πληρωθῇ ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ στη βασιλεία του Θεού».
Θεοῦ.
17 καὶ δεξάμενος τὸ ποτήριον 17 Και αφού δέχτηκε ένα ποτήρι,
εὐχαριστήσας εἶπε· λάβετε τοῦτο ευχαρίστησε το Θεό και είπε:
καὶ διαμερίσατε ἑαυτοῖς· «Λάβετε τούτο και διαμερίστε το
μεταξύ σας.
18 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ πίω 18 Γιατί σας λέω ότι δε θα πιω από
ἀπὸ τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου τώρα από το γέννημα της
ἕως ὅτου ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ αμπέλου, ωσότου έρθει η
ἔλθῃ. βασιλεία του Θεού».
19 καὶ λαβὼν ἄρτον 19 Και αφού έλαβε άρτο,
εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν ευχαρίστησε το Θεό, τον έκοψε με
αὐτοῖς λέγων· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά τα χέρια και τους τον έδωσε
μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν διδόμενον· λέγοντας: «Τούτο είναι το σώμα

τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν μου που δίνεται για χάρη σας.
ἀνάμνησιν.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΒ’


αυτό να κάνετε στη δική μου
ανάμνηση».
20 ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ 20 Και το ποτήρι ομοίως έδωσε
τὸ δειπνῆσαι λέγων· τοῦτο τὸ μετά το δείπνο, λέγοντας: «Τούτο
ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐν τῷ το ποτήρι, η καινή διαθήκη με το
αἵματί μου, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν αίμα μου, που για χάρη σας
ἐκχυνόμενον. χύνεται.
21 πλὴν ἰδοὺ ἡ χεὶρ τοῦ 21 Όμως, ιδού, το χέρι εκείνου που
παραδιδόντος με μετ᾿ ἐμοῦ ἐπὶ με προδίδει είναι μαζί μου πάνω
τῆς τραπέζης. στο τραπέζι.
22 καὶ ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου 22 Γιατί, βέβαια, ο Υιός του
πορεύεται κατὰ τὸ ὡρισμένον· ανθρώπου πορεύεται σύμφωνα
πλὴν οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ με το ορισμένο, όμως αλίμονο
δι᾿ οὗ παραδίδοται. στον άνθρωπο εκείνο μέσω του
οποίου προδίδεται».
23 καὶ αὐτοὶ ἤρξαντο συζητεῖν 23 Και αυτοί άρχισαν να
πρὸς ἑαυτοὺς τὸ τίς ἄρα εἴη ἐξ συζητούν μεταξύ τους, για το
αὐτῶν ὁ τοῦτο μέλλων πράσσειν. ποιος άραγε είναι από αυτούς
που μέλλει να πράττει αυτό.
Συζήτηση για το ποιος είναι ο
πρώτος
(Μτ 20,24-28. 19,28. Μκ 10,41-45)
24 ᾿Εγένετο δὲ καὶ φιλονεικία ἐν 24 Έγινε τότε και φιλονικία
αὐτοῖς, τὸ τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μεταξύ τους, για το ποιος από
μείζων. αυτούς φαίνεται ότι είναι
μεγαλύτερος.
25 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· οἱ βασιλεῖς 25 Εκείνος τους είπε: «Οι
τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, βασιλιάδες των εθνών
καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν κυριαρχούν σ’ αυτά και όσοι τα
εὐεργέται καλοῦνται· εξουσιάζουν καλούνται
ευεργέτες.
26 ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ᾿ ὁ 26 Εσείς όμως, όχι έτσι, αλλά ο
μείζων ἐν ὑμῖν γινέσθω ὡς ὁ μεγαλύτερος μεταξύ σας ας γίνει
νεώτερος, καὶ ὁ ἡγούμενος ὡς ὁ όπως ο νεότερος και εκείνος που
διακονῶν. ηγείται όπως αυτός που διακονεί.
27 τίς γὰρ μείζων, ὁ ἀνακείμενος 27 Γιατί ποιος είναι μεγαλύτερος,
ἢ ὁ διακονῶν; οὐχὶ ὁ αυτός που κάθεται, για να φάει, ή
ἀνακείμενος; ἐγὼ δέ εἰμι ἐν μέσῳ αυτός που διακονεί; Δεν είναι
ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν. αυτός που κάθεται; Εγώ όμως στο
μέσο σας είμαι όπως αυτός που

διακονεί.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΒ’


28 ὑμεῖς δέ ἐστε οἱ 28 Εσείς, λοιπόν, είστε εκείνοι που
διαμεμενηκότες μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τοῖς έχουν διαμείνει μαζί μου μέσα
πειρασμοῖς μου· στους πειρασμούς μου.
29 κἀγὼ διατίθεμαι ὑμῖν καθὼς 29 Κι εγώ σας διαθέτω βασιλεία
διέθετό μοι ὁ πατήρ μου καθώς μου διέθεσε ο Πατέρας
βασιλείαν, μου,
30 ἵνα ἐσθίητε καὶ πίνητε ἐπὶ τῆς 30 για να τρώτε και να πίνετε
τραπέζης μου ἐν τῇ βασιλείᾳ μου, πάνω στο τραπέζι μου κατά τη
καὶ καθίσεσθε ἐπὶ θρόνων βασιλεία μου, και θα καθίσετε
κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ πάνω σε θρόνους, κρίνοντας τις
᾿Ισραήλ. δώδεκα φυλές του Ισραήλ».
Η πρόρρηση της άρνησης του
Πέτρου
(Μτ 26,31-35. Μκ 14,27-31. Ιω 13,36-
38)
31 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· Σίμων Σίμων, 31 «Σίμωνα, Σίμωνα, ιδού, ο
ἰδοὺ ὁ σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς Σατανάς απαίτησε για τον εαυτό
τοῦ σινιάσαι ὡς τὸν σῖτον· του εσάς, για να σας κοσκινίσει
όπως το σιτάρι.
32 ἐγὼ δὲ ἐδεήθην περὶ σοῦ ἵνα μὴ 32 Εγώ όμως δεήθηκα για σένα,
ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου· καὶ σύ ποτε για να μην εκλείψει η πίστη σου.
ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς Κι εσύ, όταν κάποτε επιστρέψεις,
ἀδελφούς σου. στήριξε τους αδελφούς σου».
33 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, μετὰ 33 Εκείνος του είπε: «Κύριε, είμαι
σοῦ ἕτοιμός εἰμι καὶ εἰς φυλακὴν έτοιμος να πάω μαζί σου και σε
καὶ εἰς θάνατον πορεύεσθαι. φυλακή και σε θάνατο».
34 ὁ δὲ εἶπε· λέγω σοι, Πέτρε, οὐ 34 Αυτός του είπε: «Σου λέω,
φωνήσει σήμερον ἀλέκτωρ πρὶν Πέτρο, δε θα λαλήσει σήμερα
ἢ τρὶς ἀπαρνήσῃ μὴ εἰδέναι με. πετεινός, ωσότου τρεις φορές με
απαρνηθείς, λέγοντας ότι δε με
ξέρεις».
Διάλογος του Ιησού με τους
μαθητές
35 Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὅτε 35 Και είπε σ’ αυτούς: «Όταν σας
ἀπέστειλα ὑμᾶς ἄτερ βαλλαντίου απέστειλα χωρίς πορτοφόλι και
καὶ πήρας καὶ ὑποδημάτων, μή σακίδιο και υποδήματα, μήπως
τινος ὑστερήθητε; οἱ δὲ εἶπον· κάτι στερηθήκατε;» Εκείνοι
οὐθενός. είπαν: «Κανένα».
36 εἶπεν οὖν αὐτοῖς· ἀλλὰ νῦν ὁ 36 Τους είπε τότε: «Αλλά τώρα
ἔχων βαλλάντιον ἀράτω, ὁμοίως όποιος έχει πορτοφόλι ας το

καὶ πήραν, καὶ ὁ μὴ ἔχων πάρει, όμοια και σακίδιο, και
όποιος δεν έχει ας πουλήσει το


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΒ’


πωλήσει τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ πανωφόρι του και ας αγοράσει
ἀγοράσει μάχαιραν. μάχαιρα.
37 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι ἔτι τοῦτο τὸ 37 Γιατί σας λέω ότι αυτό το
γεγραμμένον δεῖ τελεσθῆναι ἐν γραμμένο πρέπει να τελεστεί σ’
ἐμοί, τὸ καὶ μετὰ ἀνόμων εμένα, το: Και μαζί με άνομους
ἐλογίσθη· καὶ γὰρ τὰ περὶ ἐμοῦ λογαριάστηκε. Και πράγματι,
τέλος ἔχει. ό,τι αφορά εμένα έχει τέλος».
38 οἱ δὲ εἶπον· Κύριε, ἰδοὺ 38 Εκείνοι είπαν: «Κύριε, ιδού δύο
μάχαιραι ὧδε δύο. ὁ δὲ εἶπεν μάχαιρες εδώ». Αυτός τους είπε:
αὐτοῖς· ἱκανόν ἐστι. «Αρκετό είναι».
Η προσευχή του Ιησού στο όρος
των Ελαιών
(Μτ 26,36-46. Μκ 14,32-42)
39 Καὶ ἐξελθὼν ἐπορεύθη κατὰ τὸ 39 Και αφού εξήλθε, πορεύτηκε
ἔθος εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν· κατά τη συνήθειά του στο Όρος
ἠκολούθησαν δὲ αὐτῷ καὶ οἱ των Ελαιών, και τον
μαθηταὶ αὐτοῦ. ακολούθησαν και οι μαθητές.
40 γενόμενος δὲ ἐπὶ τοῦ τόπου 40 Όταν ήρθε λοιπόν στον τόπο
εἶπεν αὐτοῖς· προσεύχεσθε μὴ εκείνο, τους είπε: «Προσεύχεστε,
εἰσελθεῖν εἰς πειρασμόν. για να μην εισέλθετε σε
πειρασμό».
41 καὶ αὐτὸς ἀπεσπάσθη ἀπ᾿ 41 Και αυτός απομακρύνθηκε
αὐτῶν ὡσεὶ λίθου βολήν, καὶ θεὶς από αυτούς σε απόσταση
τὰ γόνατα προσηύχετο περίπου μιας βολής λίθου και,
αφού έπεσε στα γόνατα,
προσευχόταν,
42 λέγων· πάτερ, εἰ βούλει 42 λέγοντας: «Πατέρα, αν θέλεις,
παρενεγκεῖν τοῦτο τὸ ποτήριον απομάκρυνε αυτό το ποτήρι από
ἀπ᾿ ἐμοῦ· πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, εμένα. όμως όχι το θέλημά μου,
ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω. αλλά το δικό σου να γίνει».
43 ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ᾿ 43 Φανερώθηκε τότε σ’ αυτόν
οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτόν. άγγελος από τον ουρανό που τον
ενίσχυε.
44 καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ 44 Και επειδή έπεσε σε αγωνία,
ἐκτενέστερον προσηύχετο. εντονότερα προσευχόταν. Και
ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ έγινε ο ιδρώτας του σαν θρόμβοι
θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες αίματος που κατέβαιναν στη γη.
ἐπὶ τὴν γῆν.
45 καὶ ἀναστὰς ἀπὸ τῆς 45 Και όταν σηκώθηκε από την
προσευχῆς, ἐλθὼν πρὸς τοὺς προσευχή, ήρθε προς τους

μαθητὰς εὗρεν αὐτοὺς μαθητές και τους βρήκε να
κοιμωμένους ἀπὸ τῆς λύπης, κοιμούνται από τη λύπη,


Click to View FlipBook Version