The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.
Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by galilea.gr, 2023-03-04 11:51:37

Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Keywords: Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Z’


22 Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν 22 Ο Μωυσής σάς έχει δώσει την
περιτομήν, οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ περιτομή – όχι ότι είναι από το
Μωϋσέως ἐστίν, ἀλλ' ἐκ τῶν Μωυσή, αλλά από τους πατέρες –
πατέρων, καὶ ἐν σαββάτῳ γι’ αυτό και το Σάββατο
περιτέμνετε ἄνθρωπον. περιτέμνετε άνθρωπο.
23 εἰ περιτομὴν λαμβάνει 23 Αν ένας άνθρωπος λαβαίνει
ἄνθρωπος ἐν σαββάτῳ ἵνα μὴ περιτομή το Σάββατο, για να μη
λυθῇ ὁ νόμος Μωϋσέως, ἐμοὶ λυθεί ο νόμος του Μωυσή,
χολᾶτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ χολώνεστε μ’ εμένα επειδή
ἐποίησα ἐν σαββάτῳ! ολόκληρο άνθρωπο έκανα υγιή
το Σάββατο;
24 μὴ κρίνετε κατ' ὄψιν, ἀλλὰ τὴν 24 Μην κρίνετε επιφανειακά,
δικαίαν κρίσιν κρίνατε. αλλά τη δίκαιη κρίση να
κρίνετε».
Μήπως αυτός είναι ο Μεσσίας;
25 ῎Ελεγον οὖν τινες ἐκ τῶν 25 Έλεγαν, λοιπόν, μερικοί από
῾Ιεροσολυμιτῶν· οὐχ οὗτός ἐστιν τους Ιεροσολυμίτες: «Αυτός δεν
ὃν ζητοῦσιν ἀποκτεῖναι; είναι που ζητούν να σκοτώσουν;
26 καὶ ἴδε παρρησίᾳ λαλεῖ, καὶ 26 Και δες, δημόσια μιλά και
οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι. μήποτε τίποτα δεν του λένε. Μήπως,
ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι αλήθεια, κατάλαβαν οι άρχοντες
οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός; ότι αυτός είναι ο Χριστός;
27 ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν 27 Αλλά τούτος ξέρουμε από πού
ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, είναι. ο Χριστός, όμως, όταν θα
οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν. έρθει, κανείς δε θα γνωρίζει από
πού είναι».
28 ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῷ 28 Ο Ιησούς, τότε, φώναξε μέσα
διδάσκων ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ λέγων· στο ναό, διδάσκοντας και
κἀμὲ οἴδατε, καὶ οἴδατε πόθεν λέγοντας: «Κι εμένα ξέρετε και
εἰμί· καὶ ἀπ' ἐμαυτοῦ οὐκ ξέρετε από πού είμαι. Και όμως
ἐλήλυθα ἀλλ' ἔστιν ἀληθινὸς ὁ από μόνος μου δεν έχω έρθει,
πέμψας με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε· αλλά είναι αληθινός εκείνος που
με έστειλε, αυτός που εσείς δεν
ξέρετε.
29 ἐγὼ οἶδα αὐτόν, ὅτι παρ' αὐτοῦ 29 Εγώ τον ξέρω, γιατί από αυτόν
εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν. είμαι κι εκείνος με απέστειλε».
30 ᾿Εζήτουν οὖν αὐτὸν πιάσαι, 30 Ζητούσαν λοιπόν να τον
καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν τὴν πιάσουν, αλλά κανείς δεν έβαλε
χεῖρα, ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα το χέρι πάνω του, γιατί δεν είχε
αὐτοῦ. έρθει ακόμα η ώρα του.

31 πολλοὶ δὲ ἐκ τοῦ ὄχλου 31 Τότε πολλοί από το πλήθος
ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν καὶ ἔλεγον πίστεψαν σ’ αυτόν και έλεγαν: «Ο


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Z’


ὅτι ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλθῃ, μήτι Χριστός, όταν έρθει, μήπως
πλείονα σημεῖα τούτων ποιήσει περισσότερα θαυματουργικά
ὧν οὗτος ἐποίησεν; σημεία θα κάνει από όσα αυτός
έκανε;»
Οι Φαρισαίοι στέλνουν φρουρούς
για να συλλάβουν τον Ιησού
32 ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι τοῦ 32 Άκουσαν οι Φαρισαίοι το
ὄχλου γογγύζοντος περὶ αὐτοῦ πλήθος να ψιθυρίζει αυτά
ταῦτα, καὶ ἀπέστειλαν ὑπηρέτας σχετικά με αυτόν, και απέστειλαν
οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι
πιάσωσιν αὐτόν. υπηρέτες, για να τον πιάσουν.
33 εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς· ἔτι μικρὸν 33 Είπε λοιπόν ο Ιησούς: «Ακόμη
χρόνον μεθ' ὑμῶν εἰμι καὶ ὑπάγω λίγο χρόνο θα είμαι μαζί σας και
πρὸς τὸν πέμψαντά με. μετά πηγαίνω προς εκείνον που
με έστειλε.
34 ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετε· 34 Θα με ζητήσετε και δε θα με
καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ὑμεῖς οὐ βρείτε, και όπου εγώ είμαι εσείς δε
δύνασθε ἐλθεῖν. δύναστε να έρθετε».
35 εἶπον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι πρὸς 35 Είπαν τότε οι Ιουδαίοι μεταξύ
ἑαυτούς· ποῦ οὗτος μέλλει τους: «Πού μέλλει να πορεύεται
πορεύεσθαι, ὅτι ἡμεῖς οὐχ αυτός, επειδή λέει ότι εμείς δε θα
εὑρήσομεν αὐτόν; μὴ εἰς τὴν τον βρούμε; Μήπως μέλλει να
διασπορὰν τῶν ῾Ελλήνων μέλλει πορεύεται στους Ιουδαίους της
πορεύεσθαι καὶ διδάσκειν τοὺς διασποράς μεταξύ των Ελλήνων
῞Ελληνας; και να διδάσκει τους Έλληνες;
36 τίς ἐστιν οὗτος ὁ λόγος ὃν εἶπε, 36 Τι σημαίνει ο λόγος αυτός που
ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετε, είπε: “Θα με ζητήσετε και δε θα με
καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ὑμεῖς οὐ βρείτε, και όπου εγώ είμαι εσείς δε
δύνασθε ἐλθεῖν; δύναστε να έρθετε”;»
Ποταμοί ύδατος ζώντος
37 ᾿Εν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ 37 Τότε, την τελευταία ημέρα της
μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ εορτής, τη μεγάλη, είχε σταθεί ο
᾿Ιησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις Ιησούς και φώναξε, λέγοντας:
διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ «Αν κάποιος διψά, ας έρχεται
πινέτω. προς εμένα και ας πίνει.
38 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν 38 Όποιος πιστεύει σ’ εμένα,
ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας καθώς είπε η Γραφή, “ποταμοί
αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. νερού ζωντανού θα ρεύσουν από
την κοιλιά του”.
39 τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ 39 Και αυτό το είπε για το Πνεύμα

Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν που έμελλαν να λαβαίνουν
οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω εκείνοι που πίστεψαν σ’ αυτόν.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Z’


γὰρ ἦν Πνεῦμα ῞Αγιον, ὅτι Γιατί δεν ήταν δοσμένο ακόμα το
᾿Ιησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. Πνεύμα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε
ακόμα δοξαστεί.
Διαιρέσεις ανάμεσα στο λαό
40 πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου 40 Μερικοί από το πλήθος,
ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· λοιπόν, όταν άκουσαν αυτά τα
οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· λόγια, έλεγαν: «Αυτός είναι
αληθινά ο προφήτης».
41 ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ 41 Άλλοι έλεγαν: «Αυτός είναι ο
Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ Χριστός». Άλλοι όμως έλεγαν:
τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; «Γιατί, μήπως ο Χριστός έρχεται
από τη Γαλιλαία;
42 οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ 42 Δεν είπε η Γραφή ότι θα είναι
σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ απόγονος του Δαβίδ και ότι ο
Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Χριστός έρχεται από τη Βηθλεέμ,
Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; το χωριό όπου καταγόταν ο
Δαβίδ;»
43 σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο 43 Έγινε λοιπόν σχίσμα μέσα στο
δι' αὐτόν. πλήθος γι’ αυτόν.
44 τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν 44 Μερικοί μάλιστα από αυτούς
πιάσαι αὐτόν, ἀλλ' οὐδεὶς ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά
ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν τὰς χεῖρας. κανείς δεν έβαλε πάνω του τα
χέρια.
Η απιστία των αρχόντων
45 ῏Ηλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς 45 Ήρθαν, λοιπόν, οι υπηρέτες
τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, προς τους αρχιερείς και τους
καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί Φαρισαίους, και εκείνοι τους
οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; είπαν: «Γιατί δεν τον φέρατε;»
46 ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· 46 Αποκρίθηκαν οι υπηρέτες:
οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν «Ποτέ δε μίλησε έτσι άνθρωπος».
ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος.
47 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ 47 Τους ρώτησαν τότε οι
Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς Φαρισαίοι: «Μήπως κι εσείς έχετε
πεπλάνησθε; πλανηθεί;
48 μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων 48 Μήπως πίστεψε σ’ αυτόν
ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν κάποιος από τους άρχοντες ή από
Φαρισαίων; τους Φαρισαίους;
49 ἀλλ' ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ 49 Αλλά αυτός ο όχλος, που δε
γινώσκων τὸν νόμον γνωρίζει το νόμο, είναι
ἐπικατάρατοί εἰσι! καταραμένος».


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Z’


50 λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, 50 Λέει προς αυτούς ο Νικόδημος,
ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς που ήρθε προς αυτόν
ὢν ἐξ αὐτῶν· προηγουμένως, αν και ήταν ένας
από αυτούς:
51 μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν 51 «Μήπως ο νόμος μας κρίνει τον
ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ' άνθρωπο, αν δεν ακούσει πρώτα
αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; από αυτόν και δε γνωρίσει τι
κάνει;»
52 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· 52 Αποκρίθηκαν και του είπαν:
μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; «Μήπως κι εσύ είσαι από τη
ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης Γαλιλαία; Ερεύνησε και δες ότι
ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. από τη Γαλιλαία δεν εγείρεται
προφήτης».
53 Καὶ ἀπῆλθεν ἕκαστος εἰς τὸν 53 Και πορεύτηκαν ο καθένας
οἶκον αὐτοῦ. στον οίκο του.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. H’




Ο Ιησούς συγχωρεί τη μοιχαλίδα
γυναίκα
1 Ἰησοῦς δὲ ἐπορεύθη εἰς τὸ ὄρος 1 Ο Ιησούς όμως πορεύτηκε στο
τῶν ἐλαιῶν· ὄρθρου δὲ πάλιν όρος των Ελαιών.
παρεγένετο εἰς τὸ ἱερόν, 2 Αλλά με τον όρθρο, πάλι
2 καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἤρχετο πρὸς παρουσιάστηκε στο ναό και όλος
αὐτόν· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ο λαός ερχόταν προς αυτόν και,

αὐτούς. αφού κάθισε, τους δίδασκε.
3 ἄγουσι δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ 3 Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι
Φαρισαῖοι γυναῖκα ἐπὶ μοιχείᾳ φέρνουν τότε μια γυναίκα που
κατειλημμένην, καὶ στήσαντες είχαν συλλάβει για μοιχεία και,
αὐτὴν ἐν μέσῳ αφού την έστησαν στο μέσο,
4 λέγουσιν αὐτῷ· διδάσκαλε, 4 του λένε: «Δάσκαλε, αυτή η
αὕτη ἡ γυνὴ κατείληπται ἐπ' γυναίκα έχει συλληφθεί επ’
αὐτοφώρῳ μοιχευομένη· αυτοφώρω να μοιχεύεται.
5 καὶ ἐν τῷ νόμῳ ἡμῶν Μωϋσῆς 5 Και στο νόμο ο Μωυσής μάς
ἐνετείλατο τὰς τοιαύτας λιθάζειν. έδωσε εντολή τέτοιες να τις
λιθοβολούμε. Εσύ λοιπόν τι λες;»
6 σὺ οὖν τί λέγεις; τοῦτο δὲ εἶπον 6 Και αυτό το έλεγαν για να τον
ἐκπειράζοντες αὐτόν, ἵνα σχῶσι πειράξουν, για να έχουν να τον
κατηγορίαν κατ' αὐτοῦ. ὁ δὲ κατηγορούν. Αλλά ο Ιησούς,
᾿Ιησοῦς κάτω κύψας τῷ δακτύλῳ αφού έσκυψε κάτω, έγραφε με το
ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν. δάχτυλο κάτω στη γη.
7 ὡς δὲ ἐπέμενον ἐρωτῶντες 7 Επειδή όμως επέμεναν να τον
αὐτόν, ἀνέκυψε καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ρωτούν, σήκωσε πάνω το κεφάλι,
ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος και τους είπε: «Ο αναμάρτητος
βαλέτω λίθον ἐπ' αὐτήν. από εσάς, πρώτος ας ρίξει λίθο
πάνω της»
8 καὶ πάλιν κάτω κύψας ἔγραφεν 8 Και πάλι, αφού έσκυψε κάτω,
εἰς τὴν γῆν. έγραφε στη γη.
9 οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐξήρχοντο εἷς 9 Εκείνοι, όταν το άκουσαν,
καθ' εἷς, ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν εξέρχονταν ένας ένας, αφού
πρεσβυτέρων, καὶ κατελείφθη ὁ άρχισαν από τους πρεσβύτερους
᾿Ιησοῦς καὶ ἡ γυνὴ ἐν μέσῳ οὖσα. στην ηλικία, και εγκαταλείφτηκε
μόνος ο Ιησούς και η γυναίκα
που ήταν στο μέσο.
10 ἀνακύψας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν 10 Τότε ο Ιησούς σηκώθηκε και
αὐτῇ· γύναι, ποῦ εἰσιν; οὐδείς σε της είπε: «Γυναίκα, πού είναι;
κατέκρινεν; Κανείς δε σε κατέκρινε;»


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. H’


11 ἡ δὲ εἶπεν· οὐδείς, Κύριε. εἶπε δὲ 11 Εκείνη απάντησε: «Κανείς,
ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐδὲ ἐγώ σε Κύριε». Είπε τότε ο Ιησούς: «Ούτε
κατακρίνω· πορεύου καὶ ἀπὸ τοῦ εγώ σε κατακρίνω. Πήγαινε, και
νῦν μηκέτι ἁμάρτανε. από τώρα μην αμαρτάνεις
πλέον».
Ο Ιησούς είναι το φως του κόσμου
12 Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς 12 Πάλι λοιπόν τους μίλησε ο
ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς Ιησούς, λέγοντας: «Εγώ είμαι το
τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ φως του κόσμου. Εκείνος που
μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ακολουθεί εμένα δε θα
ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς. περπατήσει στο σκοτάδι, αλλά
θα έχει το φως της ζωής».
13 εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Φαρισαῖοι· 13 Οι Φαρισαίοι είπαν τότε σ’
σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς· ἡ αυτόν: «Εσύ για τον εαυτό σου
μαρτυρία σου οὐκ ἔστιν ἀληθής. μαρτυρείς. η μαρτυρία σου δεν
είναι αληθινή».
14 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν 14 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και τους
αὐτοῖς· κἂν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ είπε: «Κι αν εγώ μαρτυρώ για τον
ἐμαυτοῦ, ἀληθής ἐστιν ἡ εαυτό μου, η μαρτυρία μου είναι
μαρτυρία μου, ὅτι οἶδα πόθεν αληθινή, γιατί ξέρω από πού
ἦλθον καὶ ποῦ ὑπάγω· ὑμεῖς δὲ ήρθα και πού πηγαίνω. Εσείς
οὐκ οἴδατε πόθεν ἔρχομαι ἢ ποῦ όμως δεν ξέρετε από πού έρχομαι
ὑπάγω. ή πού πηγαίνω.
15 ὑμεῖς κατὰ τὴν σάρκα κρίνετε· 15 Εσείς κρίνετε κατά τη σάρκα,
ἐγὼ οὐ κρίνω οὐδένα. εγώ δεν κρίνω κανέναν.
16 καὶ ἐὰν κρίνω δὲ ἐγώ, ἡ κρίσις 16 Και αν κρίνω όμως εγώ, η
ἡ ἐμὴ ἀληθής ἐστιν, ὅτι μόνος κρίση η δική μου είναι αληθινή,
οὐκ εἰμί, ἀλλ' ἐγὼ καὶ ὁ πέμψας γιατί δεν είμαι μόνος, αλλά είμαι
με πατήρ. εγώ και ο Πατέρας που με έστειλε.
17 καὶ ἐν τῷ νόμῳ δὲ τῷ ὑμετέρῳ 17 Και, λοιπόν, στο νόμο το δικό
γέγραπται ὅτι δύο ἀνθρώπων ἡ σας είναι γραμμένο ότι η
μαρτυρία ἀληθής ἐστιν. μαρτυρία δύο ανθρώπων είναι
αληθινή.
18 ἐγώ εἰμι ὁ μαρτυρῶν περὶ 18 Εγώ είμαι αυτός που μαρτυρεί
ἐμαυτοῦ, καὶ μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ για τον εαυτό μου και μαρτυρεί
ὁ πέμψας με πατήρ. επίσης για μένα ο Πατέρας που με
έστειλε».
19 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ὁ 19 Έλεγαν λοιπόν σ’ αυτόν: «Πού
πατήρ σου; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· είναι ο Πατέρας σου;»
οὔτε ἐμὲ οἴδατε οὔτε τὸν πατέρα Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Ούτε

μου· εἰ ἐμὲ ᾔδειτε, καὶ τὸν πατέρα εμένα ξέρετε ούτε τον Πατέρα
μου ᾔδειτε ἄν.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. H’


μου. αν εμένα ξέρατε, και τον
Πατέρα μου θα ξέρατε».
20 Ταῦτα τὰ ρήματα ἐλάλησεν ὁ 20 Αυτά τα λόγια λάλησε στο
᾿Ιησοῦς ἐν τῷ γαζοφυλακίῳ, θησαυροφυλάκιο διδάσκοντας
διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ οὐδεὶς στο ναό. Και κανείς δεν τον
ἐπίασεν αὐτόν, ὅτι οὔπω ἐληλύθει έπιασε, γιατί δεν είχε έρθει ακόμα
ἡ ὥρα αὐτοῦ. η ώρα του.
«Εκεί που πηγαίνω, εσείς δεν
μπορείτε να ‘ρθείτε»
21 Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ 21 Είπε λοιπόν πάλι σ’ αυτούς:
᾿Ιησοῦς· ἐγὼ ὑπάγω καὶ ζητήσετέ «Εγώ πηγαίνω και θα με
με, καὶ ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ζητήσετε, αλλά θα πεθάνετε
ἀποθανεῖσθε· ὅπου ἐγὼ ὑπάγω, μέσα στην αμαρτία σας. Όπου
ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν. εγώ πηγαίνω, εσείς δε δύναστε να
έρθετε».
22 ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· μήτι 22 Έλεγαν τότε οι Ιουδαίοι:
ἀποκτενεῖ ἑαυτόν, ὅτι λέγει, ὅπου «Μήπως θα αυτοκτονήσει, γιατί
ἐγὼ ὑπάγω, ὑμεῖς οὐ δύνασθε λέει: “Όπου εγώ πηγαίνω εσείς δε
ἐλθεῖν; δύναστε να έρθετε”;»
23 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐκ τῶν 23 Επίσης τους έλεγε: «Εσείς είστε
κάτω ἐστέ, ἐγὼ ἐκ τῶν ἄνω εἰμί· από τα κάτω, εγώ είμαι από τα
ὑμεῖς ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἐστέ, πάνω. Εσείς είστε από τούτον τον
ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου κόσμο, εγώ δεν είμαι από τούτο
τούτου. τον κόσμο.
24 εἶπον οὖν ὑμῖν ὅτι 24 Σας είπα, λοιπόν, ότι θα
ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας.
ὑμῶν· ἐὰν γὰρ μὴ πιστεύσητε ὅτι Γιατί, αν δεν πιστέψετε ότι Εγώ
ἐγώ εἰμι, ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς Είμαι, θα πεθάνετε μέσα στις
ἁμαρτίαις ὑμῶν. αμαρτίες σας».
25 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· σὺ τίς εἶ; καὶ 25 Έλεγαν λοιπόν σ’ αυτόν: «Εσύ
εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· τὴν ἀρχὴν ποιος είσαι;». Τους απάντησε ο
ὅ τι καὶ λαλῶ ὑμῖν. Ιησούς: «Πρώτα απ’ όλα, γιατί
και να μιλώ σ’ εσάς;
26 πολλὰ ἔχω περὶ ὑμῶν λαλεῖν 26 Πολλά έχω να λέω και να
καὶ κρίνειν· ἀλλ' ὁ πέμψας με κρίνω για σας. Αλλά εκείνος που
ἀληθής ἐστι, κἀγὼ ἃ ἤκουσα με έστειλε είναι αληθινός, κι εγώ,
παρ' αὐτοῦ, ταῦτα λέγω εἰς τὸν όσα άκουσα από αυτόν, αυτά
κόσμον. μιλώ στον κόσμο».
27 οὐκ ἔγνωσαν ὅτι τὸν πατέρα 27 Δεν κατάλαβαν ότι τους έλεγε
αὐτοῖς ἔλεγεν. για τον Πατέρα.

28 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· 28 Ο Ιησούς, λοιπόν, τους είπε:
ὅταν ὑψώσητε τὸν υἱὸν τοῦ «Όταν υψώσετε τον Υιό του


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. H’


ἀνθρώπου, τότε γνώσεσθε ὅτι ανθρώπου, τότε θα γνωρίσετε ότι
ἐγώ εἰμι, καὶ ἀπ' ἐμαυτοῦ ποιῶ Εγώ Είμαι, και ότι από τον εαυτό
οὐδέν, ἀλλὰ καθὼς ἐδίδαξέ με ὁ μου δεν κάνω τίποτα, αλλά
πατήρ μου, ταῦτα λαλῶ. καθώς με δίδαξε ο Πατέρας, αυτά
λέω.
29 καὶ ὁ πέμψας με μετ' ἐμοῦ 29 Και αυτός που με έστειλε είναι
ἐστιν· οὐκ ἀφῆκέ με μόνον ὁ μαζί μου. Δε με άφησε μόνο, γιατί
πατήρ, ὅτι ἐγὼ τὰ ἀρεστὰ αὐτῷ εγώ κάνω πάντοτε τα αρεστά σ’
ποιῶ πάντοτε. αυτόν».
30 Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος 30 Ενώ αυτός μιλούσε αυτά,
πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν. πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν.
«Η αλήθεια θα σας ελευθερώσει»
31 ῎Ελεγεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς πρὸς 31 Ο Ιησούς, λοιπόν, έλεγε προς
τοὺς πεπιστευκότας αὐτῷ τους Ιουδαίους που είχαν
᾿Ιουδαίους· ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν πιστέψει σ’ αυτόν: «Αν εσείς
τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μείνετε στο λόγο το δικό μου,
μαθηταί μού ἐστε, είστε αληθινά μαθητές μου,
32 καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, 32 και θα γνωρίσετε την αλήθεια,
καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς. και η αλήθεια θα σας
ελευθερώσει».
33 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· σπέρμα 33 Έλαβαν το λόγο και είπαν προς
᾿Αβραάμ ἐσμεν καὶ οὐδενὶ αυτόν: «Σπέρμα του Αβραάμ
δεδουλεύκαμεν πώποτε· πῶς σὺ είμαστε και σε κανέναν δεν
λέγεις ὅτι ἐλεύθεροι γενήσεσθε; έχουμε γίνει δούλοι ποτέ ως
τώρα. Πώς εσύ λες: “Ελεύθεροι θα
γίνετε”;»
34 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· 34 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς:
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω ότι
ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι καθένας που κάνει την αμαρτία
τῆς ἁμαρτίας. είναι δούλος της αμαρτίας.
35 ὁ δέ δοῦλος οὐ μένει ἐν τῇ οἰκίᾳ 35 Και ο δούλος δε μένει μέσα
εἰς τὸν αἰῶνα· ὁ υἱὸς μένει εἰς τὸν στην οικία στον αιώνα. Ο γιος
αἰῶνα. μένει στον αιώνα.
36 ἐὰν οὖν ὁ υἱὸς ὑμᾶς 36 Αν λοιπόν σάς ελευθερώσει ο
ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι Υιός, πραγματικά θα είστε
ἔσεσθε. ελεύθεροι.
37 οἶδα ὅτι σπέρμα ᾿Αβραάμ ἐστε· 37 Ξέρω ότι είστε σπέρμα του
ἀλλὰ ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ὅτι ὁ Αβραάμ. αλλά ζητάτε να με
λόγος ὁ ἐμὸς οὐ χωρεῖ ἐν ὑμῖν. σκοτώσετε, γιατί ο λόγος ο δικός
μου δε χωρά μέσα σας.

38 ἐγὼ ὃ ἑώρακα παρὰ τῷ πατρί 38 Εγώ μιλώ γι’ αυτά που έχω δει
μου λαλῶ· καὶ ὑμεῖς οὖν ὃ από τον Πατέρα. Κι εσείς, λοιπόν,


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. H’


ἑωράκατε παρὰ τῷ πατρὶ ὑμῶν κάνετε αυτά που ακούσατε από
ποιεῖτε. τον πατέρα σας ».
«Πατέρας σας είναι ο Διάβολος»
39 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ὁ 39 Αποκρίθηκαν και του είπαν:
πατὴρ ἡμῶν ᾿Αβραάμ ἐστι. λέγει «Ο πατέρας μας είναι ο Αβραάμ».
αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· εἰ τέκνα τοῦ Τους λέει ο Ιησούς: «Αν ήσασταν
᾿Αβραὰμ ἦτε, τὰ ἔργα τοῦ τέκνα του Αβραάμ, θα κάνατε τα
᾿Αβραὰμ ἐποιεῖτε. έργα του Αβραάμ.
40 νῦν δὲ ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, 40 Αλλά τώρα ζητάτε να με
ἄνθρωπον ὃς τὴν ἀλήθειαν ὑμῖν σκοτώσετε, έναν άνθρωπο που
λελάληκα, ἣν ἤκουσα παρὰ τοῦ σας έχω μιλήσει την αλήθεια που
Θεοῦ· τοῦτο ᾿Αβραὰμ οὐκ άκουσα από το Θεό. ο Αβραάμ
ἐποίησεν. δεν έκανε αυτό.
41 ὑμεῖς ποιεῖτε τὰ ἔργα τοῦ 41 Εσείς κάνετε τα έργα του
πατρὸς ὑμῶν. εἶπον οὖν αὐτῷ· πατέρα σας». Είπαν λοιπόν σ’
ἡμεῖς ἐκ πορνείας οὐ αυτόν: «Εμείς δεν έχουμε
γεγεννήμεθα· ἕνα πατέρα ἔχομεν, γεννηθεί από πορνεία. Έναν
τὸν Θεόν. Πατέρα έχουμε: το Θεό».
42 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· εἰ ὁ 42 Τους είπε ο Ιησούς: «Αν ο Θεός
Θεὸς πατὴρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἂν ήταν Πατέρας σας, θα
ἐμέ· ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον αγαπούσατε εμένα, γιατί εγώ
καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ' ἐμαυτοῦ από το Θεό εξήλθα και έχω έρθει.
ἐλήλυθα, ἀλλ' ἐκεῖνός με Επειδή, επίσης, δεν έχω έρθει από
ἀπέστειλε. τον εαυτό μου, αλλά εκείνος με
απέστειλε.
43 διατί τὴν λαλιὰν τὴν ἐμὴν οὐ 43 Γιατί δεν καταλαβαίνετε τη
γινώσκετε; ὅτι οὐ δύνασθε λαλιά τη δική μου; Επειδή δε
ἀκούειν τὸν λόγον τὸν ἐμόν. δύναστε να ακούτε το λόγο το
δικό μου!
44 ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ 44 Εσείς είστε από τον πατέρα
διαβόλου ἐστέ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας σας, το Διάβολο, και τις επιθυμίες
τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν. του πατέρα σας θέλετε να κάνετε.
ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ' Εκείνος ήταν ανθρωποκτόνος
ἀρχῆς καὶ ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐχ από την αρχή και δεν έχει σταθεί
ἕστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν στην αλήθεια, γιατί δεν υπάρχει
αὐτῷ· ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος, ἐκ αλήθεια μέσα του. Όταν λαλεί το
τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστὶ ψεύδος, από τα δικά του λαλεί,
καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ. γιατί είναι ψεύτης και ο πατέρας
του ψεύδους.
45 ἐγὼ δὲ ὅτι τὴν ἀλήθειαν λέγω, 45 Εμένα, όμως, επειδή λέω την

οὐ πιστεύετέ μοι. αλήθεια, δε με πιστεύετε.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. H’


46 τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ 46 Ποιος από εσάς με ελέγχει για
ἁμαρτίας; εἰ δὲ ἀλήθειαν λέγω, αμαρτία; Αν λέω αλήθεια, γιατί
διατί ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι; εσείς δε με πιστεύετε;
47 ὁ ὢν ἐκ τοῦ Θεοῦ τὰ ρήματα 47 Όποιος είναι από το Θεό
τοῦ Θεοῦ ἀκούει· διὰ τοῦτο ὑμεῖς ακούει τα λόγια του Θεού. Γι’
οὐκ ἀκούετε, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ αυτό εσείς δεν ακούτε: γιατί δεν
ἐστέ. είστε από το Θεό».
Ιησούς και Αβραάμ
48 ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι 48 Οι Ιουδαίοι έλαβαν το λόγο και
καὶ εἶπον αὐτῷ· οὐ καλῶς του είπαν: «Εμείς δε λέμε καλά ότι
λέγομεν ἡμεῖς ὅτι Σαμαρείτης εἶ εσύ είσαι Σαμαρείτης και έχεις
σὺ καὶ δαιμόνιον ἔχεις; δαιμόνιο;
49 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· ἐγὼ 49 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Εγώ
δαιμόνιον οὐκ ἔχω, ἀλλὰ τιμῶ δεν έχω δαιμόνιο, αλλά τιμώ τον
τὸν πατέρα μου, καὶ ὑμεῖς Πατέρα μου ενώ εσείς με
ἀτιμάζετέ με. ατιμάζετε.
50 ἐγὼ δὲ οὐ ζητῶ τὴν δόξαν μου· 50 Εγώ όμως δε ζητώ τη δόξα μου.
ἔστιν ὁ ζητῶν καὶ κρίνων. υπάρχει αυτός που τη ζητά και
κρίνει.
51 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις 51 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν
τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, κάποιος τηρήσει το δικό μου
θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν λόγο, δε θα δει θάνατο στον
αἰῶνα. αιώνα».
52 εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ ᾿Ιουδαῖοι· 52 Είπαν λοιπόν σ’ αυτόν οι
νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι δαιμόνιον Ιουδαίοι: «Τώρα έχουμε
ἔχεις. ᾿Αβραὰμ ἀπέθανε καὶ οἱ καταλάβει ότι έχεις δαιμόνιο. Ο
προφῆται, καὶ σὺ λέγεις, ἐάν τις Αβραάμ πέθανε, και οι προφήτες,
τὸν λόγον μου τηρήσῃ, οὐ μὴ κι εσύ λες: “αν κάποιος τηρήσει
γεύσηται θανάτου εἰς τὸν αἰῶνα; το λόγο μου, δε θα γευτεί θάνατο
στον αιώνα”.
53 μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς 53 Μήπως εσύ είσαι μεγαλύτερος
ἡμῶν ᾿Αβραάμ, ὅστις ἀπέθανε; από τον πατέρα μας τον Αβραάμ,
καὶ οἱ προφῆται ἀπέθανον· τίνα που πέθανε; Και οι προφήτες
σεαυτὸν σὺ ποιεῖς; πέθαναν. Ποιον κάνεις τον εαυτό
σου;»
54 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· ἐὰν ἐγὼ 54 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Αν εγώ
δοξάζω ἐμαυτόν, ἡ δόξα μου δοξάσω τον εαυτό μου, η δόξα
οὐδέν ἐστιν· ἔστιν ὁ πατήρ μου ὁ μου δεν είναι τίποτα. Είναι ο
δοξάζων με, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι Πατέρας μου που με δοξάζει, για
Θεὸς ὑμῶν ἐστι, τον οποίο εσείς λέτε: “Είναι Θεός

μας”.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. H’


55 καὶ οὐκ ἐγνώκατε αὐτόν· ἐγὼ 55 Αλλά δεν τον έχετε γνωρίσει,
δὲ οἶδα αὐτόν. καὶ ἐὰν εἴπω ὅτι εγώ όμως τον ξέρω. Κι αν πω ότι
οὐκ οἶδα αὐτόν, ἔσομαι ὅμοιος δεν τον ξέρω, θα είμαι όμοιος μ’
ὑμῶν ψεύστης· ἀλλ' οἶδα αὐτὸν εσάς ψεύτης. Αλλά τον ξέρω και
καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ τηρῶ. τηρώ το λόγο του.
56 ᾿Αβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν 56 Ο Αβραάμ ο πατέρας σας
ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν αγαλλίασε στη σκέψη να δει την
τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη. ημέρα τη δική μου, και την είδε
και χάρηκε».
57 εἶπον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι πρὸς 57 Είπαν λοιπόν οι Ιουδαίοι προς
αὐτόν· πεντήκοντα ἔτη οὔπω αυτόν: «Ακόμα δεν έχεις
ἔχεις καὶ ᾿Αβραὰμ ἑώρακας; συμπληρώσει πενήντα έτη, και
έχεις δει τον Αβραάμ;»
58 εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν 58 Τους είπε ο Ιησούς: «Αλήθεια,
ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν ᾿Αβραὰμ αλήθεια σας λέω, πριν ο Αβραάμ
γενέσθαι ἐγώ εἰμι. γεννηθεί Εγώ Είμαι».
59 ἦραν οὖν λίθους ἵνα βάλωσιν 59 Σήκωσαν τότε λίθους, για να
ἐπ' αὐτόν. ᾿Ιησοῦς δὲ ἐκρύβη, καὶ τους ρίξουν πάνω του. Ο Ιησούς
ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ διελθὼν διὰ όμως κρύφτηκε και εξήλθε από
μέσου αὐτῶν, καὶ παρῆγεν το ναό.
οὕτως.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Θ’




Η θεραπεία του εκ γενετής τυφλού
1 Καὶ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον 1 Και περπατώντας εκεί κοντά
τυφλὸν ἐκ γενετῆς. είδε έναν άνθρωπο τυφλό εκ
γενετής.
2 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ 2 Και τον ρώτησαν οι μαθητές
μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, του, λέγοντας: «Ραβί, ποιος
τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του,

αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; ώστε να γεννηθεί τυφλός;»
3 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὔτε οὗτος 3 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Ούτε
ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς
ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ του, αλλά γεννήθηκε έτσι, για να
Θεοῦ ἐν αὐτῷ. φανερωθούν τα έργα του Θεού σ’
αυτόν.
4 ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ 4 Εμείς πρέπει να κάνουμε τα
πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· έργα εκείνου που με έστειλε
ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ωσότου είναι ημέρα. Έρχεται
ἐργάζεσθαι. νύχτα που κανείς δε δύναται να
εργάζεται.
5 ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι 5 Όσο είμαι στον κόσμο, είμαι
τοῦ κόσμου. φως του κόσμου».
6 ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ 6 Αφού είπε αυτά, έφτυσε χάμω
ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, και έκανε πηλό από το πτύελο
καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς και επέχρισε τον πηλό στα μάτια
ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ του
7 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς 7 και του είπε: «Πήγαινε, νίψου
τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ»
ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. που ερμηνεύεται,
ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ “Αποσταλμένος”. Έφυγε, λοιπόν,
ἦλθε βλέπων. και νίφτηκε και ήρθε βλέποντας.
8 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ 8 Οι γείτονες, τότε, και εκείνοι
θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον που τον έβλεπαν προηγουμένως
ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ότι ήταν ζητιάνος έλεγαν: «Αυτός
ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ δεν είναι εκείνος που καθόταν
προσαιτῶν; και ζητιάνευε;»
9 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· 9 Άλλοι έλεγαν: «Αυτός είναι».
ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Άλλοι έλεγαν: «Όχι, αλλά είναι
ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. όμοιος με αυτόν». Εκείνος έλεγε:
«Εγώ είμαι».
10 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς 10 Τον ρωτούσαν λοιπόν: «Πώς
ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; τότε σου ανοίχτηκαν τα μάτια;»


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Θ’


11 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· 11 Εκείνος αποκρίθηκε: «Ο
ἄνθρωπος λεγόμενος ᾿Ιησοῦς άνθρωπος που λέγεται Ιησούς
πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου έκανε πηλό και μου επέχρισε τα
τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· μάτια και μου είπε: “Πήγαινε στο
ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ και νίψου”. Όταν πήγα
Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ λοιπόν και νίφτηκα, βρήκα το
καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. φως μου».
12 εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν 12 Τότε του είπαν: «Πού είναι
ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα. εκείνος;» Τους λέει: «Δεν ξέρω».
Οι Φαρισαίοι ανακρίνουν τον
θεραπευμένο
13 ῎Αγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς 13 Φέρνουν αυτόν προς τους
Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. Φαρισαίους, τον άλλοτε τυφλό.
14 ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν 14 Ήταν τότε Σάββατο η ημέρα
ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἀνέῳξεν κατά την οποία ο Ιησούς έκανε
αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια.
15 πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ 15 Πάλι λοιπόν τον ρωτούσαν και
Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ οι Φαρισαίοι πώς βρήκε το φως
εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου του. Εκείνος τους είπε: «Πηλό μου
ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ έθεσε πάνω στα μάτια, και
ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. νίφτηκα και βλέπω».
16 ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων 16 Έλεγαν τότε μερικοί από τους
τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι Φαρισαίους: «Δεν είναι από το
παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον Θεό αυτός ο άνθρωπος, γιατί το
οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς Σάββατο δεν τηρεί». Άλλοι όμως
δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς έλεγαν: «Πώς δύναται άνθρωπος
τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ αμαρτωλός να κάνει τέτοια
σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. θαυματουργικά σημεία;» Και
υπήρχε σχίσμα ανάμεσά τους.
17 λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί 17 Λένε τότε πάλι στον τυφλό:
λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου «Εσύ τι λες γι’ αυτόν, επειδή σου
τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι άνοιξε τα μάτια;» Εκείνος είπε:
προφήτης ἐστίν. «Είναι προφήτης».
18 οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ 18 Δεν πίστεψαν, λοιπόν, οι
᾿Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς Ιουδαίοι γι’ αυτόν ότι ήταν
ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου τυφλός και βρήκε το φως του,
ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ωσότου φώναξαν τους γονείς
ἀναβλέψαντος αυτού που βρήκε το φως του
19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς 19 και τους ρώτησαν: «Αυτός
λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς είναι ο γιος σας, που εσείς λέτε ότι

ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν
ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; βλέπει τώρα;»


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Θ’


20 ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ 20 Αποκρίθηκαν τότε οι γονείς
γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν του και είπαν: «Ξέρουμε ότι αυτός
ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ είναι ο γιος μας και ότι
ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· γεννήθηκε τυφλός.
21 πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, 21 Πώς όμως τώρα βλέπει δεν
ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα
ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· μάτια εμείς δεν ξέρουμε. Αυτόν
αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ρωτήστε, έχει ώριμη ηλικία,
ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ αυτός θα μιλήσει για τον εαυτό
λαλήσει. του».
22 ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, 22 Αυτά είπαν οι γονείς του,
ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς ᾿Ιουδαίους· επειδή φοβούνταν τους
ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ιουδαίους άρχοντες. Γιατί ήδη
᾿Ιουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν είχαν συμφωνήσει οι Ιουδαίοι, αν
ὁμολογήσῃ Χριστόν, κάποιος τον ομολογήσει Χριστό,
ἀποσυνάγωγος γένηται. να γίνει αποσυνάγωγος.
23 διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον 23 Γι’ αυτό οι γονείς του είπαν:
ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν «Έχει ώριμη ηλικία, αυτόν
ἐρωτήσατε. επερωτήστε».
24 ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν 24 Φώναξαν λοιπόν για δεύτερη
ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ φορά τον άνθρωπο που ήταν
εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· τυφλός και του είπαν: «Δώσε
ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δόξα στο Θεό. εμείς ξέρουμε άτι
οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. αυτός ο άνθρωπος είναι
αμαρτωλός».
25 ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ 25 Εκείνος τότε αποκρίθηκε: «Αν
εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω. ένα
οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι ξέρω, ότι ενώ ήμουν τυφλός τώρα
βλέπω. βλέπω».
26 εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ 26 Είπαν λοιπόν σ’ αυτόν: «Τι σου
σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;»
ὀφθαλμούς;
27 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν 27 Αποκρίθηκε σ’ αυτούς: «Σας το
ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν είπα ήδη και δεν ακούσατε. γιατί
θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς πάλι θέλετε να ακούτε; Μήπως κι
θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; εσείς θέλετε να γίνετε μαθητές
του;»
28 ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· 28 Τότε τον έβρισαν και του είπαν:
σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου, εμείς
τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. όμως είμαστε μαθητές του

Μωυσή.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Θ’


29 ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ 29 Εμείς ξέρουμε ότι στο Μωυσή
λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ έχει μιλήσει ο Θεός, αλλά αυτός
οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. δεν ξέρουμε από πού είναι».
30 ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ 30 Αποκρίθηκε ο άνθρωπος και
εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ τους είπε: «Σ’ αυτό βρίσκεται
θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ πράγματι το θαυμαστό σημείο:
οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου εσείς δεν ξέρετε από πού είναι, και
τοὺς ὀφθαλμούς. όμως μου άνοιξε τα μάτια.
31 οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ 31 Ξέρουμε ότι αμαρτωλούς ο
Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τις Θεός δεν ακούει, αλλά αν
θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ κάποιος είναι θεοσεβής και το
ποιῇ, τούτου ἀκούει. θέλημά του κάνει, αυτόν ακούει.
32 ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι 32 Από την αρχή του αιώνα δεν
ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ ακούστηκε ότι κάποιος άνοιξε τα
γεγεννημένου. μάτια σ’ έναν που έχει γεννηθεί
τυφλός.
33 εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ 33 Αν δεν ήταν αυτός από το Θεό,
ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα».
34 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· 34 Αποκρίθηκαν και του είπαν:
ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, «Εσύ γεννήθηκες όλος μέσα σε
καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ αμαρτίες, κι εσύ διδάσκεις εμάς;»
ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Και τον πέταξαν έξω.
Η πνευματική τυφλότητα
35 ῎Ηκουσεν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι 35 Άκουσε ο Ιησούς ότι τον
ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν πέταξαν έξω και, αφού τον
αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις
εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; στον Υιό του ανθρώπου;»
36 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ 36 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε:
τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς «Και ποιος είναι, Κύριε, για να
αὐτόν; πιστέψω σ’ αυτόν;»
37 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· καὶ 37 Του είπε ο Ιησούς: «Και τον
ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ έχεις δει και είναι εκείνος που
σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. μιλάει μαζί σου».
38 ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καὶ 38 Αυτός είπε: «Πιστεύω, Κύριε».
προσεκύνησεν αὐτῷ. Και τον προσκύνησε.
39 καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· εἰς κρῖμα 39 Τότε είπε ο Ιησούς: «Για
ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, καταδίκη εγώ ήρθα στον κόσμο
ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ τούτο, για να βλέπουν όσοι δε
οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται. βλέπουν και να γίνουν τυφλοί
όσοι βλέπουν».

40 καὶ ἤκουσαν ἐκ τῶν 40 Άκουσαν μερικοί από τους
Φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ' Φαρισαίους αυτά, όσοι ήταν μαζί


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Θ’


αὐτοῦ, καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ του, και του είπαν: «Μήπως κι
ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; εμείς είμαστε τυφλοί;»
41 εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· εἰ 41 Ο Ιησούς τούς απάντησε: «Αν
τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ήσασταν τυφλοί, δε θα είχατε
ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι αμαρτία. Τώρα όμως λέτε:
βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν “Βλέπουμε”. Η αμαρτία σας
μένει. μένει».


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Ι’




Η παραβολή του ποιμένα και των
προβάτων
1 Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ 1 «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω,
εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς όποιος δεν εισέρχεται από τη
τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ θύρα στην αυλή των προβάτων,
ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος αλλά ανεβαίνει από αλλού,
κλέπτης ἐστὶ καὶ λῃστής· εκείνος είναι κλέφτης και

ληστής.
2 ὁ δὲ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας 2 Όποιος όμως εισέρχεται από τη
ποιμήν ἐστι τῶν προβάτων. θύρα είναι ποιμένας των
προβάτων.
3 τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ 3 Σε αυτόν ο θυρωρός ανοίγει και
πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ τα πρόβατα ακούνε τη φωνή του,
ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα και τα δικά του πρόβατα τα
καλεῖ κατ' ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά. φωνάζει με το όνομά τους και τα
βγάζει έξω.
4 καὶ ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα 4 Όταν όλα τα δικά του πρόβατα
ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν τα βγάλει έξω, πορεύεται
πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ μπροστά τους, και τα πρόβατα
ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν τον ακολουθούν, γιατί ξέρουν τη
αὐτοῦ· φωνή του.
5 ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ 5 Έναν ξένο όμως δε θα
ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν
φεύξονται ἀπ' αὐτοῦ, ὅτι οὐκ από αυτόν, γιατί δεν ξέρουν τη
οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνή των ξένων».
φωνήν.
6 Ταύτην τὴν παροιμίαν εἶπεν 6 Αυτήν την παραβολή τους είπε
αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐκεῖνοι δὲ οὐκ ο Ιησούς. Εκείνοι όμως δεν
ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς. κατάλαβαν για ποιον ήταν αυτά
που τους μιλούσε.
Ο Ιησούς είναι ο καλός ποιμένας
7 Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ 7 Είπε λοιπόν πάλι ο Ιησούς:
᾿Ιησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, εγώ
ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων. είμαι η θύρα των προβάτων.
8 πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ, 8 Όλοι όσοι ήρθαν πριν από
κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί· ἀλλ' οὐκ εμένα είναι κλέφτες και ληστές.
ἤκουσαν αὐτῶν τὰ πρόβατα. Αλλά δεν τους άκουσαν τα
πρόβατα.
9 ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι' ἐμοῦ ἐάν τις 9 Εγώ είμαι η θύρα. Από εμένα αν
εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εισέλθει κανείς θα σωθεί, και θα


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Ι’


εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ εισέρχεται και θα εξέρχεται και
νομὴν εὑρήσει. θα βρίσκει βοσκή.
10 ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα 10 Ο κλέφτης δεν έρχεται παρά
κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· για να κλέψει και να σφάξει και
ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ να σκοτώσει. Εγώ ήρθα για να
περισσὸν ἔχωσιν. έχουν ζωή, και μάλιστα περίσσια
να την έχουν».
11 ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ 11 «Εγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός.
ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ Ο ποιμένας ο καλός τη ζωή του
τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων· θυσιάζει για χάρη των
προβάτων.
12 ὁ μισθωτὸς δὲ καὶ οὐκ ὢν 12 Ο μισθωτός και που δεν είναι
ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ πρόβατα ποιμένας, του οποίου τα πρόβατα
ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον δεν είναι δικά του, βλέπει το λύκο
καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ να έρχεται και αφήνει τα
φεύγει· καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ πρόβατα και φεύγει – και ο λύκος
καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. τα αρπάζει και τα σκορπίζει –
13 ὁ δἑ μισθωτὸς φεύγει, ὅτι 13 γιατί είναι μισθωτός και δεν
μισθωτός ἐστι καὶ οὐ μέλει αὐτῷ τον μέλει για τα πρόβατα.
περὶ τῶν προβάτων.
14 ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ 14 Εγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός,
γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι και γνωρίζω τα δικά μου και με
ὑπὸ τῶν ἐμῶν, γνωρίζουν τα δικά μου,
15 καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ 15 καθώς με γνωρίζει ο Πατέρας
κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα, καὶ κι εγώ γνωρίζω τον Πατέρα. Και
τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν τη ζωή μου θυσιάζω για χάρη
προβάτων. των προβάτων.
16 καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ 16 Και άλλα πρόβατα έχω που δεν
ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· είναι από την αυλή αυτή. Κι
κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς εκείνα πρέπει να φέρω, και τη
φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ φωνή μου θα ακούσουν, και θα
γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν. γίνουν ένα ποίμνιο, ένας
ποιμένας.
17 διὰ τοῦτο ὁ πατήρ με ἀγαπᾷ, 17 Γι’ αυτό ο Πατέρας με αγαπά,
ὅτι ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου, ἵνα επειδή εγώ θυσιάζω τη ζωή μου,
πάλιν λάβω αὐτήν. για να τη λάβω πάλι.
18 οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ' ἐμοῦ, 18 Κανείς δεν την αφαιρεί από
ἀλλ' ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ' εμένα, αλλά εγώ τη θυσιάζω από
ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι τον εαυτό μου. Εξουσία έχω να τη
αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν θυσιάσω και εξουσία έχω πάλι να

λαβεῖν αὐτήν· ταύτην τὴν τη λάβω. Αυτήν την εντολή
έλαβα από τον Πατέρα μου».


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Ι’


ἐντολὴν ἔλαβον παρὰ τοῦ πατρός
μου.
19 Σχίσμα οὖν πάλιν ἐγένετο ἐν 19 Σχίσμα πάλι έγινε μεταξύ των
τοῖς ᾿Ιουδαίοις διὰ τοὺς λόγους Ιουδαίων για τα λόγια αυτά.
τούτους.
20 ἔλεγον δὲ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν· 20 Έλεγαν τότε πολλοί από
δαιμόνιον ἔχει καὶ μαίνεται· τί αυτούς: «Δαιμόνιο έχει και είναι
αὐτοῦ ἀκούετε; τρελός. τι τον ακούτε;»
21 ἄλλοι ἔλεγον· ταῦτα τὰ ρήματα 21 Άλλοι έλεγαν: «Αυτά τα λόγια
οὐκ ἔστι δαιμονιζομένου· μὴ δεν είναι δαιμονισμένου. Μήπως
δαιμόνιον δύναται τυφλῶν ένα δαιμόνιο δύναται να ανοίξει
ὀφθαλμοὺς ἀνοίγειν; οφθαλμούς τυφλών;»
Οι Ιουδαίοι απορρίπτουν τον Ιησού
22 ᾿Εγένετο δὲ τὰ ἐγκαίνια ἐν τοῖς 22 Έγινε τότε η εορτή των
῾Ιεροσολύμοις, καὶ χειμὼν ἦν· Εγκαινίων στα Ιεροσόλυμα.
Ήταν χειμώνας
23 καὶ περιεπάτει ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν τῷ 23 και περπατούσε ο Ιησούς στο
ἱερῷ ἐν τῇ στοᾷ τοῦ Σολομῶντος. ναό, στη στοά του Σολομώντα.
24 ἐκύκλωσαν οὖν αὐτὸν οἱ 24 Τον περικύκλωσαν τότε οι
᾿Ιουδαῖοι καὶ ἔλεγον αὐτῷ· ἕως Ιουδαίοι και του έλεγαν: «Ως πότε
πότε τὴν ψυχὴν ἡμῶν αἴρεις; εἰ σὺ την ψυχή μας θα τη σηκώνεις
εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν παρρησίᾳ. μετέωρη; Αν εσύ είσαι ο Χριστός,
πες το μας με παρρησία».
25 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· 25 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Το
εἶπον ὑμῖν, καὶ οὐ πιστεύετε· τὰ είπα σ’ εσάς και δεν πιστεύετε. Τα
ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ ἐν τῷ ὀνόματι έργα που εγώ κάνω στο όνομα
τοῦ πατρός μου, ταῦτα μαρτυρεῖ του Πατέρα μου, αυτά μαρτυρούν
περὶ ἐμοῦ· για μένα.
26 ἀλλ' ὑμεῖς οὐ πιστεύετε· οὐ γάρ 26 Αλλά εσείς δεν πιστεύετε, γιατί
ἐστε ἐκ τῶν προβάτων τῶν ἐμῶν, δεν είστε από τα πρόβατα τα δικά
καθὼς εἶπον ὑμῖν. μου.
27 τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ τῆς φωνῆς 27 Τα πρόβατα τα δικά μου
μου ἀκούει, κἀγὼ γινώσκω αὐτά, ακούνε τη φωνή μου, κι εγώ τα
καὶ ἀκολουθοῦσί μοι, γνωρίζω και με ακολουθούν.
28 κἀγὼ ζωὴν αἰώνιον δίδωμι 28 Κι εγώ τους δίνω ζωή αιώνια
αὐτοῖς, καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται εἰς και δε θα χαθούν στον αιώνα και
τὸν αἰῶνα, καὶ οὐχ ἁρπάσει τις δε θα τα αρπάξει κανείς από το
αὐτὰ ἐκ τῆς χειρός μου. χέρι μου.
29 ὁ πατήρ μου, ὃς δέδωκέ μοι, 29 Ο Πατέρας μου, που μου τα έχει
μείζων πάντων ἐστί, καὶ οὐδεὶς δώσει, είναι μεγαλύτερος από

δύναται ἁρπάζειν ἐκ τῆς χειρὸς όλους, και κανείς δε δύναται να
τοῦ πατρός μου.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Ι’


τα αρπάζει από το χέρι του
Πατέρα.
30 ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν. 30 Εγώ και ο Πατέρας είμαστε
ένα».
31 ᾿Εβάστασαν οὖν πάλιν λίθους 31 Βάσταξαν πάλι λίθους οι
οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἵνα λιθάσωσιν αὐτόν. Ιουδαίοι, για να τον
λιθοβολήσουν.
32 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· 32 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς:
πολλὰ καλὰ ἔργα ἔδειξα ὑμῖν ἐκ «Πολλά έργα καλά σας έδειξα
τοῦ πατρός μου· διὰ ποῖον αὐτῶν από τον Πατέρα. Για ποιο έργο
ἔργον λιθάζετέ με; από αυτά με λιθοβολείτε;»
33 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ 33 Του αποκρίθηκαν οι Ιουδαίοι:
᾿Ιουδαῖοι λέγοντες· περὶ καλοῦ «Για καλό έργο δε σε
ἔργου οὐ λιθάζομέν σε, ἀλλὰ περὶ λιθοβολούμε, αλλά για
βλασφημίας, καὶ ὅτι σὺ βλαστήμια, και γιατί εσύ, ενώ
ἄνθρωπος ὢν ποιεῖς σεαυτὸν είσαι άνθρωπος, κάνεις τον εαυτό
Θεόν. σου Θεό».
34 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐκ 34 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς:
ἔστι γεγραμμένον ἐν τῷ νόμῳ «Δεν είναι γραμμένο στο νόμο
ὑμῶν, ἐγὼ εἶπα, θεοί ἐστε; σας: Εγώ είπα, είστε θεοί;
35 εἰ ἐκείνους εἶπε θεούς, πρὸς οὓς 35 Αν εκείνους είπε θεούς προς
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐγένετο, καὶ οὐ τους οποίους ήρθε ο λόγος του
δύναται λυθῆναι ἡ γραφή, Θεού – και δε δύναται να
καταλυθεί η Γραφή –
36 ὃν ὁ πατὴρ ἡγίασε καὶ 36 σ’ αυτόν που ο Πατέρας αγίασε
ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, ὑμεῖς και απέστειλε στον κόσμο, εσείς
λέγετε ὅτι βλασφημεῖς, ὅτι εἶπον, του λέτε, “βλαστημάς”, επειδή
υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἰμι; είπα: “Είμαι Υιός του Θεού”;
37 εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ πατρός 37 Αν δεν κάνω τα έργα του
μου, μὴ πιστεύετέ μοι· Πατέρα μου, μη με πιστεύετε.
38 εἰ δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ 38 Αν όμως τα κάνω, κι αν σ’
πιστεύητε, τοῖς ἔργοις εμένα δεν πιστεύετε, εξαιτίας των
πιστεύσατε, ἵνα γνῶτε καὶ έργων να πιστεύετε, για να
πιστεύσητε ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ πατὴρ γνωρίσετε και να γνωρίζετε
κἀγὼ ἐν αὐτῷ. συνεχώς ότι μέσα μου είναι ο
Πατέρας κι εγώ μέσα στον
Πατέρα».
39 ᾿Εζήτουν οὖν πάλιν πιάσαι 39 Ζητούσαν λοιπόν πάλι να τον
αὐτόν· καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τῆς χειρὸς πιάσουν. αλλά ξέφυγε από τα
αὐτῶν. χέρια τους.

40 Καὶ ἀπῆλθε πάλιν πέραν τοῦ 40 Και πήγε πάλι πέρα από τον
᾿Ιορδάνου, εἰς τὸν τόπον ὅπου ἦν Ιορδάνη, στον τόπο όπου ήταν ο


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Ι’


᾿Ιωάννης τὸ πρῶτον βαπτίζων, Ιωάννης πρώτα και βάφτιζε, και
καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ. έμεινε εκεί.
41 καὶ πολλοὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν 41 Τότε πολλοί ήρθαν προς αυτόν
καὶ ἔλεγον ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν και έλεγαν: «Αφενός ο Ιωάννης
σημεῖον ἐποίησεν οὐδέν, πάντα δεν έκανε κανένα
δὲ ὅσα εἶπεν ᾿Ιωάννης περὶ θαυματουργικό σημείο,
τούτου, ἀληθῆ ἦν. αφετέρου όλα όσα είπε ο Ιωάννης
γι’ αυτόν ήταν αληθινά».
42 καὶ ἐπίστευσαν πολλοὶ ἐκεῖ εἰς 42 Και πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν
αὐτόν. εκεί.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΑ’




Η ανάσταση του Λαζάρου
1 Ἦν δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος 1 Ήταν τότε κάποιος που
ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης ασθενούσε, ο Λάζαρος από τη
Μαρίας καὶ Μάρθας τῆς Βηθανία, από το χωριό της
ἀδελφῆς αὐτῆς. Μαρίας και της Μάρθας της
αδελφής της.
2 ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν 2 Και ήταν η Μαρία εκείνη που

Κύριον μύρῳ καὶ ἐκμάξασα τοὺς άλειψε τον Κύριο με μύρο και
πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, σκούπισε τα πόδια του με τα
ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει. μαλλιά της, της οποίας ο
αδελφός της ο Λάζαρος
ασθενούσε.
3 ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ 3 Απέστειλαν ανθρώπους,
πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε, ἴδε λοιπόν, οι αδελφές προς αυτόν
ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ. και έλεγαν: «Κύριε, δες, αυτός που
αγαπάς ασθενεί».
4 ἀκούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· 4 Όταν το άκουσε τότε ο Ιησούς,
αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς είπε: «Αυτή η ασθένεια δεν είναι
θάνατον, ἀλλ' ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ για θάνατο, αλλά για τη δόξα του
Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεού, για να δοξασθεί ο Υιός του
Θεοῦ δι' αὐτῆς. Θεού μέσω αυτής».
5 ἠγάπα δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν Μάρθαν 5 Μάλιστα ο Ιησούς αγαπούσε τη
καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Μάρθα και την αδελφή της και
Λάζαρον. το Λάζαρο.
6 ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, 6 Μόλις λοιπόν άκουσε ότι
τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ασθενεί, τότε έμεινε στον τόπο
ἡμέρας· όπου ήταν δύο ημέρες.
7 ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς 7 Έπειτα, μετά από αυτό, λέει
μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν στους μαθητές: «Ας πηγαίνουμε
᾿Ιουδαίαν πάλιν. στην Ιουδαία πάλι».
8 λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· 8 Του λένε οι μαθητές: «Ραβί,
ραββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ τώρα ζητούσαν να σε
᾿Ιουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ; λιθοβολήσουν οι Ιουδαίοι, και
πάλι πηγαίνεις εκεί;»
9 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὐχὶ δώδεκά 9 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Δεν
εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τις είναι δώδεκα οι ώρες της ημέρας;
περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ Αν κάποιος περπατά την ημέρα,
προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ δε σκοντάφτει, γιατί το φως του
κόσμου τούτου βλέπει· κόσμου τούτου βλέπει.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΑ’


10 ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, 10 Αν όμως κάποιος περπατά τη
προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν νύχτα, σκοντάφτει, γιατί το φως
ἐν αὐτῷ. δεν είναι με αυτόν».
11 ταῦτα εἶπε, καὶ μετὰ τοῦτο 11 Αυτά είπε, και μετά από αυτό
λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος τους λέει: «Ο Λάζαρος ο φίλος
ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ μας έχει κοιμηθεί, αλλά
πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω αὐτόν. πορεύομαι για να τον ξυπνήσω».
12 εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· 12 Του είπαν λοιπόν οι μαθητές:
Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται. «Κύριε, αν έχει κοιμηθεί, θα
σωθεί».
13 εἰρήκει δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς περὶ τοῦ 13 Ο Ιησούς όμως είχε μιλήσει για
θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν το θάνατό του. Ενώ εκείνοι
ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου νόμισαν ότι μιλάει για την
λέγει. κοίμηση του ύπνου.
14 τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς 14 Τότε λοιπόν τους είπε ο Ιησούς
παρρησίᾳ· Λάζαρος ἀπέθανε, καθαρά: «Ο Λάζαρος πέθανε,
15 καὶ χαίρω δι' ὑμᾶς, ἵνα 15 και χαίρομαι για σας, για να
πιστεύσητε, ὅτι οὐκ πιστέψετε, επειδή δεν ήμουν εκεί.
Αλλά ας πηγαίνουμε προς
αυτόν».
16 εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος 16 Είπε τότε ο Θωμάς, ο λεγόμενος
Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· Δίδυμος, στους συμμαθητές του:
ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα «Ας πηγαίνουμε κι εμείς να
ἀποθάνωμεν μετ' αὐτοῦ. πεθάνουμε μαζί του».
17 ᾿Ελθὼν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς εὗρεν 17 Όταν ήρθε λοιπόν ο Ιησούς,
αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη τον βρήκε ήδη τέσσερις ημέρες
ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ. να είναι στο μνήμα.
18 ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν 18 Και η Βηθανία ήταν κοντά στα
῾Ιεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων Ιεροσόλυμα σε απόσταση
δεκαπέντε, μικρότερη από τρία χιλιόμετρα.
19 καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων 19 Και πολλοί από τους Ιουδαίους
ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ είχαν έρθει προς τη Μάρθα και τη
Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα Μαρία, για να τις παρηγορήσουν
παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ για τον αδελφό τους.
ἀδελφοῦ αὐτῶν.
20 ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ 20 Η Μάρθα, λοιπόν, μόλις
᾿Ιησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν άκουσε ότι ο Ιησούς έρχεται, τον
αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ προϋπάντησε. Και η Μαρία
ἐκαθέζετο. καθόταν μέσα στον οίκο.
21 εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν 21 Είπε τότε η Μάρθα προς τον

᾿Ιησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ Ιησού: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δε
ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. θα πέθαινε ο αδελφός μου.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΑ’


22 ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν 22 Αλλά και τώρα ξέρω ότι όσα
αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ ζητήσεις από το Θεό, θα σου τα
Θεός. δώσει ο Θεός».
23 λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· 23 Της λέει ο Ιησούς: «Θα
ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. αναστηθεί ο αδελφός σου».
24 λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι 24 Του λέει η Μάρθα: «Ξέρω ότι
ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν θα αναστηθεί κατά την
τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. ανάσταση, την έσχατη ημέρα».
25 εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ 25 Της είπε ο Ιησούς: «Εγώ είμαι η
ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ανάσταση και η ζωή. Όποιος
πιστεύει σ’ εμένα κι αν πεθάνει θα
ζήσει,
26 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν 26 και καθένας που ζει και
ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν πιστεύει σ’ εμένα δε θα πεθάνει
καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ στον αιώνα. Το πιστεύεις αυτό;»
ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις
τοῦτο;
27 λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, ἐγὼ 27 Του λέει: «Ναι, Κύριε. Εγώ έχω
πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ πιστέψει ότι εσύ είσαι ο Χριστός,
υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ο Υιός του Θεού, ο ερχόμενος
ἐρχόμενος. στον κόσμο».
28 καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ 28 Και όταν είπε αυτό, έφυγε και
ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν φώναξε τη Μαρία την αδελφή
αὐτῆς λάθρᾳ εἰποῦσα· ὁ της κρυφά και της είπε: «Ο
διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ δάσκαλος είναι εδώ και σε
σε. φωνάζει».
29 ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται 29 Εκείνη τότε, μόλις το άκουσε,
ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν. σηκώθηκε γρήγορα και ερχόταν
προς αυτόν.
30 οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς 30 Ακόμα, λοιπόν, ο Ιησούς δεν
τὴν κώμην, ἀλλ' ἦν ἐν τῷ τόπῳ είχε έρθει στο χωριό, αλλά ήταν
ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα. ακόμα στον τόπο όπου τον
προϋπάντησε η Μάρθα.
31 οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι οἱ ὄντες μετ' 31 Οι Ιουδαίοι, τότε, που ήταν
αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ μαζί της στην οικία και την
παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες παρηγορούσαν, όταν είδαν τη
τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως ἀνέστη Μαρία ότι γρήγορα σηκώθηκε
καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, και εξήλθε, την ακολούθησαν,
λέγοντες ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ επειδή νόμισαν ότι πηγαίνει στο
μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ. μνήμα, για να κλάψει εκεί.

32 ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν 32 Η Μαρία, λοιπόν, μόλις ήρθε
ὁ ᾿Ιησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν εκεί όπου ήταν ο Ιησούς, όταν τον


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΑ’


αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα είδε, έπεσε μπροστά στα πόδια
αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν του και του λέει: «Κύριε, αν ήσουν
ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός. εδώ, δε θα μου πέθαινε ο
αδελφός».
33 ᾿Ιησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν 33 Ο Ιησούς, τότε, καθώς την είδε
κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας να κλαίει και τους Ιουδαίους που
αὐτῇ ᾿Ιουδαίους κλαίοντας, ήρθαν μαζί της να κλαίνε,
ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ αναστέναξε στο πνεύμα του και
ἐτάραξεν ἑαυτόν, ταράχτηκε
34 καὶ εἶπε· ποῦ τεθείκατε αὐτόν; 34 και είπε: «Πού τον έχετε θέσει;»
Του λένε: «Κύριε, έλα και δες».
35 λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου 35 Δάκρυσε ο Ιησούς.
καὶ ἴδε. ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς.
36 ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· ἴδε πῶς 36 Έλεγαν λοιπόν οι Ιουδαίοι:
ἐφίλει αὐτόν· «Δες πώς τον αγαπούσε».
37 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ 37 Μερικοί όμως από αυτούς
ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς είπαν: «Δεν μπορούσε αυτός, που
ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι άνοιξε τα μάτια του τυφλού, να
ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ; κάνει ώστε και αυτός να μην
πεθάνει;»
38 ᾿Ιησοῦς οὖν, πάλιν 38 Ο Ιησούς, λοιπόν, πάλι αφού
ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται αναστέναξε μέσα του, έρχεται
εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, στο μνήμα. Και εκείνο ήταν
καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ. σπήλαιο, και ένας λίθος
βρισκόταν πάνω του στην είσοδο.
39 λέγει ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄρατε τὸν 39 Λέει ο Ιησούς: «Σηκώστε το
λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ λίθο». Του λέει η αδελφή του
τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη πεθαμένου, η Μάρθα: «Κύριε, ήδη
ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι. μυρίζει, γιατί είναι η τέταρτη
ημέρα που πέθανε».
40 λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐκ εἶπόν 40 Της λέει ο Ιησούς: «Δε σου είπα
σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν ότι, αν πιστέψεις, θα δεις τη δόξα
δόξαν τοῦ Θεοῦ; του Θεού;»
41 ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ 41 Σήκωσαν λοιπόν το λίθο. Τότε
τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ο Ιησούς σήκωσε τους
ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ οφθαλμούς του πάνω και είπε:
εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι «Πατέρα, σε ευχαριστώ γιατί με
ἤκουσάς μου. άκουσες.
42 ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου 42 Εγώ βέβαια ήξερα ότι πάντα με
ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν ακούς, αλλά για το πλήθος που

περιεστῶτα εἶπον, ἵνα έχει σταθεί γύρω το είπα, για να


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΑ’


πιστεύσωσιν ὅτι σύ με πιστέψουν ότι εσύ με
ἀπέστειλας. απέστειλες».
43 καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ 43 Και αφού είπε αυτά, με μεγάλη
ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. φωνή κραύγασε: «Λάζαρε, βγες
έξω».
44 καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς 44 Εξήλθε τότε ο πεθαμένος,
δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς έχοντας δεμένα τα πόδια του και
χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ τα χέρια του με επιδέσμους, και
σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει το πρόσωπό του ήταν περιδεμένο
αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· λύσατε αὐτὸν με μαντίλι. Τους λέει ο Ιησούς:
καὶ ἄφετε ὑπάγειν. «Λύστε τον και αφήστε τον να
φύγει».
Η συνωμοσία για τη θανάτωση του
Ιησού
(Μτ 26,1-5. Μκ 14,1-2. Λκ 22,1-2)
45 Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων, 45 Πολλοί λοιπόν από τους
οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ Ιουδαίους που ήρθαν προς τη
θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, Μαρία και είδαν όσα έκανε
ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν. πίστεψαν σ’ αυτόν.
46 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν ἀπῆλθον 46 Μερικοί όμως από αυτούς
πρὸς τοὺς Φαρισαίους καὶ εἶπον έφυγαν και πήγαν προς τους
αὐτοῖς ἃ ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς. Φαρισαίους και τους είπαν αυτά
που έκανε ο Ιησούς.
47 Συνήγαγον οὖν οἱ ἀρχιερεῖς 47 Συγκάλεσαν τότε οι αρχιερείς
καὶ οἱ Φαρισαῖοι συνέδριον καὶ και οι Φαρισαίοι συνέδριο, και
ἔλεγον· τί ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ έλεγαν: «Τι κάνουμε, επειδή
ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ; αυτός ο άνθρωπος κάνει πολλά
θαυματουργικά σημεία;
48 ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτω, 48 Αν τον αφήσουμε έτσι, όλοι θα
πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, πιστέψουν σ’ αυτόν, και θα
καὶ ἐλεύσονται οἱ Ρωμαῖοι καὶ έρθουν οι Ρωμαίοι και θα μας
ἀροῦσιν ἡμῶν καὶ τὸν τόπον καὶ πάρουν και τον τόπο και το έθνος
τὸ ἔθνος. μας».
49 εἷς δέ τις ἐξ αὐτῶν Καϊάφας, 49 Ένας τότε από αυτούς, ο
ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ Καϊάφας, που ήταν αρχιερέας
ἐκείνου, εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς οὐκ του έτους εκείνου, τους είπε:
οἴδατε οὐδέν, «Εσείς δεν ξέρετε τίποτα,
50 οὐδὲ διαλογίζεσθε ὅτι 50 ούτε συλλογίζεστε ότι σας
συμφέρει ἡμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος συμφέρει να πεθάνει ένας
ἀποθάνῃ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ καὶ μὴ άνθρωπος υπέρ του λαού και να

ὅλον τὸ ἔθνος ἀπόληται. μη χαθεί όλο το έθνος».


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΑ’


51 τοῦτο δὲ ἀφ' ἑαυτοῦ οὐκ εἶπεν, 51 Αυτό, όμως, από τον εαυτό του
ἀλλὰ ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ δεν το είπε, αλλά, επειδή ήταν
ἐκείνου προεφήτευσεν ὅτι αρχιερέας του έτους εκείνου,
ἔμελλεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀποθνήσκειν προφήτεψε ότι έμελλε ο Ιησούς
ὑπὲρ τοῦ ἔθνους, να πεθάνει υπέρ του έθνους,
52 καὶ οὐχ ὑπὲρ τοῦ ἔθνους μόνον, 52 και όχι υπέρ του Ισραηλιτικού
ἀλλ' ἵνα καὶ τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ τὰ έθνους μόνο, αλλά και για να
διεσκορπισμένα συναγάγῃ εἰς ἕν. συνάξει τα τέκνα του Θεού τα
διασκορπισμένα σε ένα.
53 ἀπ' ἐκείνης οὖν τῆς ἡμέρας 53 Από εκείνη λοιπόν την ημέρα
συνεβουλεύσαντο ἵνα αποφάσισαν να τον σκοτώσουν.
ἀποκτείνωσιν αὐτόν.
54 ᾿Ιησοῦς οὖν οὐκέτι παρρησίᾳ 54 Έτσι ο Ιησούς δεν περπατούσε
περιεπάτει ἐν τοῖς ᾿Ιουδαίοις, πια δημόσια μεταξύ των
ἀλλὰ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν εἰς τὴν Ιουδαίων, αλλά έφυγε από εκεί
χώραν ἐγγὺς τῆς ἐρήμου, εἰς και πήγε στην περιοχή που είναι
᾿Εφραὶμ λεγομένην πόλιν, κἀκεῖ κοντά στην έρημο, σε μια πόλη
διέτριβε μετὰ τῶν μαθητῶν που λέγεται Εφραίμ, κι εκεί έμεινε
αὐτοῦ. μαζί με τους μαθητές του.
55 ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα τῶν 55 Ήταν τότε κοντά το Πάσχα
᾿Ιουδαίων, καὶ ἀνέβησαν πολλοὶ των Ιουδαίων, και ανέβηκαν
εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἐκ τῆς χώρας πρὸ πολλοί στα Ιεροσόλυμα από τη
τοῦ πάσχα ἵνα ἁγνίσωσιν χώρα πριν από το Πάσχα, για να
ἑαυτούς. εξαγνίσουν τους εαυτούς τους.
56 ἐζήτουν οὖν τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ 56 Ζητούσαν, λοιπόν, τον Ιησού
ἔλεγον μετ' ἀλλήλων ἐν τῷ ἱερῷ και έλεγαν μεταξύ τους μέσα στο
ἑστηκότες· τί δοκεῖ ὑμῖν, ὅτι οὐ μὴ ναό καθώς είχαν σταθεί: «Τι
ἔλθῃ εἰς τὴν ἑορτήν; νομίζετε; Δε θα έρθει στην εορτή;»
57 δεδώκεισαν δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς 57 Είχαν δώσει μάλιστα οι
καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἐντολὴν ἵνα ἐάν αρχιερείς και οι Φαρισαίοι
τις γνῷ ποῦ ἐστι, μηνύσῃ, ὅπως εντολές, αν κάποιος μάθει πού
πιάσωσιν αὐτόν. είναι, να στείλει μήνυμα, για να
τον πιάσουν.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΒ’




Η Μαρία αλείφει με μύρο τα πόδια
του Ιησού
(Μτ 26,6-13. Μκ 14,3-9)
1 Ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς πρὸ ἓξ ἡμερῶν 1 Ο Ιησούς, λοιπόν, έξι ημέρες
τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, πριν από το Πάσχα ήρθε στη
ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν Βηθανία όπου ήταν ο Λάζαρος,
ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. τον οποίο έγειρε από τους

νεκρούς ο Ιησούς.
2 ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον 2 Έκαναν τότε σ’ αυτόν δείπνο
ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ εκεί και η Μάρθα διακονούσε,
Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων ενώ ο Λάζαρος ήταν ένας από
σὺν αὐτῷ. εκείνους που κάθονταν, για να
φάνε μαζί του.
3 ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν 3 Τότε η Μαρία, αφού έλαβε
μύρου νάρδου πιστικῆς περίπου μισό κιλό υγρό πολύτιμο
πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας μύρο νάρδου, άλειψε τα πόδια
τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς του Ιησού και σκούπισε με τα
θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ μαλλιά της τα πόδια του. Έτσι η
δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς οικία γέμισε από την οσμή του
τοῦ μύρου. μύρου.
4 λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν 4 Λέει όμως ο Ιούδας ο
αὐτοῦ, ᾿Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης, ένας από τους
᾿Ισκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν μαθητές του, αυτός που έμελλε
παραδιδόναι· να τον παραδώσει:
5 διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ 5 «Γιατί τούτο το μύρο δεν
ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων πουλήθηκε για τριακόσια
καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; δηνάρια και δε δόθηκε στους
φτωχούς;»
6 εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν 6 Και είπε αυτό, όχι επειδή τον
πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ' ὅτι έμελλε για τους φτωχούς, αλλά
κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον γιατί ήταν κλέφτης και, επειδή
εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. είχε το ταμείο, βάσταζε αυτά που
έβαζαν μέσα.
7 εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄφες αὐτήν, 7 Είπε τότε ο Ιησούς: «Άφησέ την,
εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ για να φροντίσει αυτό για την
μου τετήρηκεν αὐτό. ημέρα του ενταφιασμού μου.
8 τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε 8 Γιατί τους φτωχούς πάντοτε
ἔχετε μεθ' ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ τους έχετε μαζί σας, εμένα όμως
πάντοτε ἔχετε. δε με έχετε πάντοτε».


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΒ’


Η συνωμοσία εναντίον του
Λαζάρου
9 ῎Εγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν 9 Πολύ πλήθος από τους
᾿Ιουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον Ιουδαίους έμαθε, λοιπόν, ότι είναι
οὐ διὰ τὸν ᾿Ιησοῦν μόνον, ἀλλ' εκεί, και ήρθαν όχι μόνο για τον
ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν Ιησού, αλλά για να δουν και το
ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Λάζαρο που τον έγειρε από τους
νεκρούς.
10 ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς 10 Αποφάσισαν τότε οι αρχιερείς
ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον να σκοτώσουν και το Λάζαρο,
ἀποκτείνωσιν,
11 ὅτι πολλοὶ δι' αὐτὸν ὑπῆγον 11 επειδή πολλοί από τους
τῶν ᾿Ιουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς Ιουδαίους πήγαιναν γι’ αυτόν και
τὸν ᾿Ιησοῦν. πίστευαν στον Ιησού.
Η είσοδος του Ιησού στην
Ιερουσαλήμ
(Μτ 21,1-11. Μκ 11,1-11. Λκ 19,28-40)
12 Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς ὁ 12 Την επόμενη ημέρα το πολύ
ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, πλήθος που ήρθε στην εορτή,
ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς
εἰς ῾Ιεροσόλυμα, έρχεται στα Ιεροσόλυμα,
13 ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων 13 έλαβαν τα βάγια των φοινίκων
καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, και εξήλθαν σε προϋπάντησή
καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, του και φώναζαν: «Ωσαννά!
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν Ευλογημένος ο ερχόμενος στο
ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ όνομα του Κυρίου!» Και: «Ο
᾿Ισραήλ. βασιλιάς του Ισραήλ!»
14 εὑρὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὀνάριον 14 Αφού βρήκε λοιπόν ο Ιησούς
ἐκάθισεν ἐπ' αὐτό, καθώς ἐστι ένα γαϊδουράκι, κάθισε πάνω του
γεγραμμένον· καθώς είναι γραμμένο:
15 μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ 15 Μη φοβάσαι, θυγατέρα Σιών.
ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται Ιδού, ο βασιλιάς σου έρχεται
καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. καθισμένος πάνω σε πουλάρι
όνου.
16 Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ 16 Αυτά δεν τα κατάλαβαν οι
μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ' μαθητές του στην αρχή, αλλά
ὅτε ἐδοξάσθη ὁ ᾿Ιησοῦς, τότε όταν δοξάστηκε ο Ιησούς, τότε
ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ' θυμήθηκαν ότι αυτά ήταν
αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα γραμμένα γι’ αυτόν και ότι αυτά
ἐποίησαν αὐτῷ. του έκαναν.

17 ᾿Εμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν 17 Το πλήθος, λοιπόν, που ήταν
μετ' αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον μαζί του, όταν φώναξε το Λάζαρο


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΒ’


ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ έξω από το μνήμα και τον έγειρε
ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. από τους νεκρούς, έδινε μαρτυρία
γι’ αυτό.
18 διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ 18 Γι’ αυτό και τον προϋπάντησε
ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο το πλήθος, επειδή άκουσαν πως
αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον. είχε κάνει αυτό το
θαυματουργικό σημείο.
19 οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρὸς 19 Οι Φαρισαίοι, λοιπόν, είπαν
ἑαυτούς· θεωρεῖτε ὅτι οὐκ μεταξύ τους: «Βλέπετε ότι δεν
ὠφελεῖτε οὐδέν; ἴδε ὁ κόσμος είστε ωφέλιμοι σε τίποτα. να, ο
ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν. κόσμος έφυγε πίσω του».
Έλληνες ζητούν να δουν τον Ιησού
(Μτ 16,24-25. Μκ 8,34-35. Λκ 9,23-24)
20 ῏Ησαν δέ τινες ῞Ελληνες ἐκ τῶν 20 Ήταν τότε μερικοί Έλληνες
ἀναβαινόντων ἵνα από εκείνους που ανέβαιναν για
προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ. να προσκυνήσουν στην εορτή.
21 οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ 21 Αυτοί λοιπόν πλησίασαν το
τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, Φίλιππο, που ήταν από τη
καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, και τον
κύριε, θέλομεν τὸν ᾿Ιησοῦν ἰδεῖν. παρακαλούσαν λέγοντας:
«Κύριε, θέλουμε να δούμε τον
Ιησού».
22 ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει τῷ 22 Έρχεται ο Φίλιππος και το λέει
᾿Ανδρέᾳ, καὶ πάλιν ᾿Ανδρέας καὶ στον Ανδρέα. Έρχονται ο
Φίλιππος λέγουσι τῷ ᾿Ιησοῦ· Ανδρέας και ο Φίλιππος και το
λένε στον Ιησού.
23 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπεκρίνατο 23 Τότε ο Ιησούς τούς
αὐτοῖς λέγων· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα αποκρίνεται λέγοντας: «Έχει
ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ έρθει η ώρα να δοξαστεί ο Υιός
ἀνθρώπου. του ανθρώπου.
24 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ 24 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν
κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν δεν πεθάνει ο κόκκος του σίτου
γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· όταν πέσει στη γη, αυτός μόνος
ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν μένει. Αν όμως πεθάνει, φέρει
φέρει. πολύ καρπό.
25 ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ 25 Εκείνος που αγαπά τη ζωή του
ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν τη χάνει. κι εκείνος που μισεί τη
ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, ζωή του στον κόσμο τούτο θα τη
εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν. φυλάξει σε ζωή αιώνια.
26 ἐὰν ἐμοὶ διακονῇ τις, ἐμοὶ 26 Αν κάποιος εμένα διακονεί,

ἀκολουθείτω, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, εμένα ας ακολουθεί, και όπου
ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται· είμαι εγώ εκεί θα είναι και ο


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΒ’


καὶ ἐάν τις ἐμοὶ διακονῇ, τιμήσει διάκονος ο δικός μου. Αν κάποιος
αὐτὸν ὁ πατήρ. εμένα διακονεί, θα τον τιμήσει ο
Πατέρας».
Ο Ιησούς μιλάει για το θάνατό του
27 Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται, 27 «Τώρα η ψυχή μου είναι
καὶ τί εἴπω; πάτερ, σῶσον με ἐκ ταραγμένη, και τι να πω;
τῆς ὥρας ταύτης. ἀλλὰ διά τοῦτο “Πατέρα, σώσε με από την ώρα
ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην. αυτή”; Αλλά γι’ αυτό ήρθα μέχρι
την ώρα αυτή.
28 πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα. 28 Πατέρα, δόξασε το όνομά σου!»
ἦλθεν οὖν φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· Ήρθε τότε φωνή από τον ουρανό:
καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω. «Και το δόξασα και πάλι θα το
δοξάσω».
29 ὁ οὖν ὄχλος ὁ ἑστὼς καὶ 29 Το πλήθος, λοιπόν, που είχε
ἀκούσας ἔλεγε βροντὴν σταθεί και άκουσε έλεγε ότι
γεγονέναι· ἄλλοι ἔλεγον· ἄγγελος βροντή έχει γίνει. Άλλοι έλεγαν:
αὐτῷ λελάληκεν. «Άγγελος του έχει μιλήσει».
30 ἀπεκρίθη ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν· 30 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και είπε:
οὐ δι' ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, «Δεν έχει γίνει για μένα η φωνή
ἀλλὰ δι' ὑμᾶς. αυτή, αλλά για σας.
31 νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου 31 Τώρα γίνεται κρίση του
τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου κόσμου τούτου, τώρα ο άρχοντας
τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω· του κόσμου τούτου θα πεταχτεί
έξω.
32 κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, 32 Κι εγώ, όταν υψωθώ από τη γη,
πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν. όλους θα ελκύσω προς τον εαυτό
μου».
33 τοῦτο δὲ ἔλεγε σημαίνων ποίῳ 33 Αυτό λοιπόν το έλεγε, δίνοντας
θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν. σημάδι με ποιο θάνατο έμελλε να
πεθάνει.
34 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ὄχλος· ἡμεῖς 34 Τότε του αποκρίθηκε το
ἠκούσαμεν ἐκ τοῦ νόμου ὅτι ὁ πλήθος: «Εμείς ακούσαμε από το
Χριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ νόμο ότι ο Χριστός μένει στον
πῶς σὺ λέγεις, δεῖ ὑψωθῆναι τὸν αιώνα. Τότε, πώς εσύ λες ότι
υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; τίς ἐστιν πρέπει να υψωθεί ο Υιός του
οὗτος ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου; ανθρώπου; Ποιος είναι αυτός ο
Υιός του ανθρώπου;»
35 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἔτι 35 Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε σ’
μικρὸν χρόνον τὸ φῶς μεθ' ὑμῶν αυτούς: «Ακόμη λίγο χρόνο το
ἐστι· περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς φως είναι μεταξύ σας. Περπατάτε

ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς όσο έχετε το φως, για να μη σας
κυριέψει το σκοτάδι. Και όποιος


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΒ’


καταλάβῃ· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ περπατά στο σκοτάδι δεν ξέρει
σκοτίᾳ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει. πού πηγαίνει.
36 ἕως τὸ φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς 36 Όσο έχετε το φως, πιστεύετε
τὸ φῶς, ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε. στο φως, για να γίνετε γιοι
Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ φωτός».
ἀπελθὼν ἐκρύβη ἀπ' αὐτῶν. Η απιστία των Ιουδαίων
37 Τοσαῦτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα 37 Ενώ τόσο πολλά
πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν θαυματουργικά σημεία είχε
οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν, κάνει μπροστά τους, δεν
πίστευαν σ’ αυτόν,
38 ἵνα ὁ λόγος ῾Ησαΐου τοῦ 38 για να εκπληρωθεί ο λόγος που
προφήτου πληρωθῇ ὃν εἶπε· είπε ο Ησαΐας ο προφήτης: Κύριε,
Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ποιος πίστεψε στο άκουσμα του
ἡμῶν; καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι κηρύγματός μας; Και ο
ἀπεκαλύφθη; βραχίονας του Κυρίου σε ποιον
αποκαλύφτηκε;
39 διὰ τοῦτο οὐκ ἠδύναντο 39 Γι’ αυτό δεν μπορούσαν να
πιστεύειν, ὅτι πάλιν εἶπεν πιστεύουν, επειδή πάλι είπε ο
῾Ησαΐας· Ησαΐας:
40 τετύφλωκεν αὐτῶν τοὺς 40 Έχει τυφλώσει τους
ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν οφθαλμούς τους και πώρωσε την
αὐτῶν τὴν καρδίαν, ἵνα μὴ ἴδωσι καρδιά τους, για να μη δουν με
τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ νοήσωσι τῇ τους οφθαλμούς και νοήσουν με
καρδίᾳ καὶ ἐπιστραφῶσι, καὶ την καρδιά και στραφούν, και
ἰάσομαι αὐτούς. τους γιατρέψω.
41 ταῦτα εἶπεν ῾Ησαΐας ὅτε εἶδε 41 Αυτά είπε ο Ησαΐας, γιατί είδε
τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε τη δόξα του και μίλησε γι’ αυτόν.
περὶ αὐτοῦ.
42 ὅμως μέντοι καὶ ἐκ τῶν 42 Όμως παρόλ’ αυτά και από
ἀρχόντων πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς τους άρχοντες πολλοί πίστεψαν
αὐτόν, ἀλλὰ διὰ τοὺς Φαρισαίους σ’ αυτόν, αλλά εξαιτίας των
οὐχ ὡμολόγουν, ἵνα μὴ Φαρισαίων δεν το ομολογούσαν,
ἀποσυνάγωγοι γένωνται· για να μη γίνουν αποσυνάγωγοι.
43 ἠγάπησαν γὰρ τὴν δόξαν τῶν 43 Γιατί αγάπησαν περισσότερο
ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν τη δόξα των ανθρώπων παρά,
δόξαν τοῦ Θεοῦ. βεβαίως, τη δόξα του Θεού.
Συνοπτική δημόσια διδασκαλία του
Ιησού
44 ᾿Ιησοῦς δὲ ἔκραξε καὶ εἶπεν· ὁ 44 Ο Ιησούς λοιπόν φώναξε και
πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ πιστεύει εἰς είπε: «Όποιος πιστεύει σ’ εμένα

ἐμέ, ἀλλ' εἰς τὸν πέμψαντά με, δεν πιστεύει σ’ εμένα, αλλά σ’
αυτόν που με έστειλε.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΒ’


45 καὶ ὁ θεωρῶν ἐμὲ θεωρεῖ τὸν 45 Και εκείνος που βλέπει εμένα
πέμψαντά με. βλέπει αυτόν που με έστειλε.
46 ἐγὼ φῶς εἰς τὸν κόσμον 46 Εγώ έχω έρθει, για να είμαι
ἐλήλυθα, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς φως στον κόσμο, για να μη μείνει
ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ μὴ μείνῃ. στο σκοτάδι καθένας που
πιστεύει σ’ εμένα.
47 καὶ ἐάν τίς μου ἀκούσῃ τῶν 47 Και αν κάποιος ακούσει τα
ρημάτων καὶ μὴ πιστεύσῃ, ἐγὼ λόγια μου και δεν τα φυλάξει,
οὐ κρίνω αὐτόν· οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα εγώ δεν τον κρίνω. Επειδή δεν
κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω ήρθα για να κρίνω τον κόσμο,
τὸν κόσμον. αλλά για να σώσω τον κόσμο.
48 ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων 48 Εκείνος που με απορρίπτει και
τὰ ρήματά μου, ἔχει τὸν κρίνοντα δε λαβαίνει τα λόγια μου, έχει
αὐτόν· ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα, αυτόν που τον κρίνει: ο λόγος που
ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ μίλησα, εκείνος θα τον κρίνει
ἡμέρᾳ· κατά την έσχατη ημέρα.
49 ὅτι ἐγὼ ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ 49 Γιατί εγώ από τον εαυτό μου δε
ἐλάλησα, ἀλλ' ὁ πέμψας με μίλησα, αλλά ο Πατέρας που με
πατὴρ αὐτός μοι ἐντολὴν ἔδωκε έστειλε, αυτός μου έχει δώσει
τί εἴπω καὶ τί λαλήσω· εντολή τι να πω και τι να μιλήσω.
50 καὶ οἶδα ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ 50 Και ξέρω ότι η εντολή του είναι
ζωὴ αἰώνιός ἐστιν. ἃ οὖν λαλῶ ζωή αιώνια. Αυτά λοιπόν που εγώ
ἐγώ, καθὼς εἴρηκέ μοι ὁ πατήρ, μιλώ, καθώς μου τα έχει πει ο
οὕτω λαλῶ. Πατέρας, έτσι μιλώ».


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΓ’




O Ιησούς πλένει τα ποδια των
μαθητών
(Μτ 23,6-12. 10,24-40. Λκ 22,24-28.
6,40)
1 Πρὸ δὲ τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα 1 Και πριν από την εορτή του
εἰδὼς ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐλήλυθεν Πάσχα, ξέροντας ο Ιησούς ότι
αὐτοῦ ἡ ὥρα ἵνα μεταβῇ ἐκ τοῦ ήρθε η ώρα του να φύγει από τον

κόσμου τούτου πρὸς τὸν πατέρα, κόσμο τούτο και να πάει προς τον
ἀγαπήσας τοὺς ἰδίους τοὺς ἐν τῷ Πατέρα, αγάπησε τους δικούς
κόσμῳ, εἰς τέλος ἠγάπησεν του που ήταν στον κόσμο και
αὐτούς. ολοκληρωτικά τους αγάπησε.
2 καὶ δείπνου γενομένου, τοῦ 2 Και ενώ γινόταν το δείπνο, όταν
διαβόλου ἤδη βεβληκότος εἰς τὴν ο Διάβολος ήδη είχε βάλει στην
καρδίαν ᾿Ιούδα Σίμωνος καρδιά του Ιούδα, του γιου του
᾿Ισκαριώτου ἵνα αὐτὸν παραδῷ, Σίμωνα του Ισκαριώτη, να τον
παραδώσει,
3 εἰδὼς ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι πάντα 3 επειδή ήξερε ο Ιησούς ότι όλα
δέδωκεν αὐτῷ ὁ πατὴρ εἰς τὰς του τα έδωσε ο Πατέρας στα
χεῖρας, καὶ ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐξῆλθε χέρια του και ότι από το Θεό
καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπάγει, εξήλθε και προς το Θεό πηγαίνει,
4 ἐγείρεται ἐκ τοῦ δείπνου καὶ 4 σηκώνεται από το δείπνο και
τίθησι τὰ ἱμάτια, καὶ λαβὼν θέτει κάπου τα εξωτερικά του
λέντιον διέζωσεν ἑαυτόν. ρούχα και, αφού έλαβε μια
πετσέτα, έζωσε γύρω τον εαυτό
του.
5 εἶτα βάλλει ὕδωρ εἰς τὸν 5 Έπειτα βάζει νερό στο νιπτήρα
νιπτῆρα, καὶ ἤρξατο νίπτειν τοὺς και άρχισε να νίβει τα πόδια των
πόδας τῶν μαθητῶν καὶ μαθητών του και να τα σκουπίζει
ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ ᾧ ἦν με την πετσέτα που ήταν γύρω
διεζωσμένος. ζωσμένος.
6 ἔρχεται οὖν πρὸς Σίμωνα 6 Έρχεται λοιπόν προς το Σίμωνα
Πέτρον, καὶ λέγει αὐτῷ ἐκεῖνος· Πέτρο. Εκείνος του λέει: «Κύριε,
Κύριε, σύ μου νίπτεις τοὺς πόδας; εσύ μου νίβεις τα πόδια;»
7 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν 7 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και του
αὐτῷ· ὃ ἐγὼ ποιῶ, σὺ οὐκ οἶδας είπε: «Αυτό που εγώ κάνω εσύ δεν
ἄρτι, γνώσῃ δὲ μετὰ ταῦτα. το ξέρεις τώρα. θα το καταλάβεις
όμως μετά από αυτά».
8 λέγει αὐτῷ Πέτρος· οὐ μὴ νίψῃς 8 Του λέει ο Πέτρος: «Δε θα μου
τοὺς πόδας μου εἰς τὸν αἰῶνα. νίψεις τα πόδια στον αιώνα». Του
ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐὰν μὴ


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΓ’


νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ' αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Αν δε σε
ἐμοῦ. νίψω, δεν έχεις μέρος μαζί μου».
9 λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος· Κύριε, 9 Του λέει ο Σίμωνας Πέτρος:
μὴ τοὺς πόδας μου μόνον, ἀλλὰ «Κύριε, τότε όχι τα πόδια μου
καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν. μόνο, αλλά και τα χέρια και το
κεφάλι».
10 λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὁ 10 Του λέει ο Ιησούς: «Ο
λελουμένος οὐ χρείαν ἔχει ἢ τοὺς λουσμένος δεν έχει ανάγκη παρά
πόδας νίψασθαι, ἀλλ' ἔστι μόνο τα πόδια να νίψει, γιατί
καθαρὸς ὅλος· καὶ ὑμεῖς καθαροί αλλιώς είναι καθαρός όλος. Και
ἐστε, ἀλλ' οὐχὶ πάντες. εσείς είστε καθαροί, αλλά όχι
όλοι».
11 ᾔδει γὰρ τὸν παραδιδόντα 11 Επειδή ήξερε εκείνον που θα
αὐτόν· διὰ τοῦτο εἶπεν· οὐχὶ τον παράδινε, γι’ αυτό είπε: «Δεν
πάντες καθαροί ἐστε. είστε όλοι καθαροί».
12 ῞Οτε οὖν ἔνιψε τοὺς πόδας 12 Όταν λοιπόν ένιψε τα πόδια
αὐτῶν καὶ ἔλαβε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, τους και έλαβε τα ρούχα του και
ἀναπεσὼν πάλιν εἶπεν αὐτοῖς· κάθισε πάλι, για να φάει, τους
γινώσκετε τί πεποίηκα ὑμῖν; είπε: «Καταλαβαίνετε τι σας έχω
κάνει;
13 ὑμεῖς φωνεῖτέ με, ὁ 13 Εσείς με φωνάζετε, “ο
Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος, καὶ Δάσκαλος” και “ο Κύριος”, και
καλῶς λέγετε· εἰμὶ γάρ. καλά λέτε, γιατί είμαι.
14 εἰ οὖν ἐγὼ ἔνιψα ὑμῶν τοὺς 14 Αν λοιπόν εγώ σας ένιψα τα
πόδας, ὁ Κύριος καὶ ὁ πόδια, ο Κύριος και ο Δάσκαλος,
Διδάσκαλος, καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε και εσείς οφείλετε να νίβετε τα
ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας. πόδια ο ένας στον άλλο.
15 ὑπόδειγμα γὰρ δέδωκα ὑμῖν, 15 Γιατί σας έδωσα παράδειγμα,
ἵνα καθὼς ἐγὼ ἐποίησα ὑμῖν, καὶ για να κάνετε και εσείς καθώς
ὑμεῖς ποιῆτε· εγώ σας έκανα.
16 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἔστι 16 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, δεν
δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ, υπάρχει δούλος μεγαλύτερος από
οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ τον Κύριό του ούτε απόστολος
πέμψαντος αὐτόν. μεγαλύτερος από εκείνον που τον
έστειλε.
17 εἰ ταῦτα οἴδατε, μακάριοί ἐστε 17 Αν ξέρετε αυτά, είστε μακάριοι
ἐὰν ποιῆτε αὐτά. αν τα κάνετε.
18 οὐ περὶ πάντων ὑμῶν λέγω· 18 Δε λέω για όλους σας. εγώ ξέρω
ἐγὼ οἶδα οὓς ἐξελεξάμην· ἀλλ' ἵνα ποιους εξέλεξα. Αλλά θα γίνει ό,τι
ἡ γραφὴ πληρωθῇ, ὁ τρώγων μετ' γίνει, για να εκπληρωθεί η

ἐμοῦ τὸν ἄρτον ἐπῆρεν ἐπ' ἐμὲ τὴν Γραφή: Αυτός που μου τρώει τον
πτέρναν αὐτοῦ.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΓ’


άρτο σήκωσε εναντίον μου τη
φτέρνα του.
19 ἀπ' ἄρτι λέγω ὑμῖν πρὸ τοῦ 19 Από τώρα σας το λέω προτού
γενέσθαι, ἵνα ὅταν γένηται να γίνει, για να πιστέψετε, όταν
πιστεύσητε ὅτι ἐγώ εἰμι. γίνει, ότι Εγώ Είμαι.
20 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ 20 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν
λαμβάνων ἐάν τινα πέμψω, ἐμὲ στείλω κάποιον, εκείνος που τον
λαμβάνει, ὁ δὲ ἐμὲ λαμβάνων δέχεται δέχεται εμένα. Και
λαμβάνει τὸν πέμψαντά με. εκείνος που δέχεται εμένα
δέχεται αυτόν που με έστειλε».
Ο Ιησούς προλέγει ότι θα προδοθεί
(Μτ 26,20-25. Μκ 14,17-21. Λκ 22,21-
23)
21 Ταῦτα εἰπὼν ὁ ᾿Ιησοῦς 21 Αφού είπε αυτά ο Ιησούς,
ἐταράχθη τῷ πνεύματι, καὶ ταράχτηκε στο πνεύμα του και
ἐμαρτύρησε καὶ εἶπεν· ἀμὴν ἀμὴν μαρτύρησε και είπε: «Αλήθεια,
λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν αλήθεια σας λέω, ένας από εσάς
παραδώσει με. θα με προδώσει».
22 ἔβλεπον οὖν εἰς ἀλλήλους οἱ 22 Έβλεπαν ο ένας τον άλλο οι
μαθηταί, ἀπορούμενοι περὶ τίνος μαθητές και απορούσαν για
λέγει. ποιον το λέει.
23 ἦν δὲ ἀνακείμενος εἷς ἐκ τῶν 23 Ήταν ξαπλωμένος ένας από
μαθητῶν αὐτοῦ ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ τους μαθητές του μέσα στην
᾿Ιησοῦ, ὃν ἠγάπα ὁ ᾿Ιησοῦς· αγκαλιά του Ιησού, αυτός που
τον αγαπούσε ο Ιησούς.
24 νεύει οὖν τούτῳ Σίμων Πέτρος 24 Γνέφει τότε σ’ αυτόν ο Σίμωνας
πυθέσθαι τίς ἂν εἴη περὶ οὗ λέγει. Πέτρος, να ρωτήσει να μάθει
ποιος μπορούσε να είναι αυτός
για τον οποίο το λέει.
25 ἐπιπεσὼν δὲ ἐκεῖνος ἐπὶ τὸ 25 Έτσι, λοιπόν, έπεσε εκείνος
στῆθος τοῦ ᾿Ιησοῦ λέγει αὐτῷ· πάνω στο στήθος του Ιησού και
Κύριε, τίς ἐστιν; του λέει: «Κύριε, ποιος είναι;»
26 ἀποκρίνεται ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐκεῖνός 26 Αποκρίνεται ο Ιησούς: «Είναι
ἐστιν ᾧ ἐγὼ βάψας τὸ ψωμίον εκείνος για τον οποίο εγώ θα
ἐπιδώσω. καὶ ἐμβάψας τὸ ψωμίον βουτήξω το ψωμί στο φαγητό και
δίδωσιν ᾿Ιούδᾳ Σίμωνος θα του το δώσω». Αφού βούτηξε
᾿Ισκαριώτῃ. λοιπόν το ψωμί, το λαβαίνει και
το δίνει στον Ιούδα, το γιο του
Σίμωνα του Ισκαριώτη.
27 καὶ μετὰ τὸ ψωμίον τότε 27 Και μετά το ψωμί, τότε εισήλθε

εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς. σ’ εκείνον ο Σατανάς. Του λέει
λοιπόν ο Ιησούς: «Αυτό που


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΓ’


λέγει οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὃ ποιεῖς, θέλεις να κάνεις, κάνε το πιο
ποίησον τάχιον. γρήγορα».
28 τοῦτο δὲ οὐδεὶς ἔγνω τῶν 28 Αυτό, όμως, κανείς δεν το
ἀνακειμένων πρὸς τί εἶπεν αὐτῷ· κατάλαβε από εκείνους που
κάθονταν για να φάνε, γιατί του
το είπε.
29 τινὲς γὰρ ἐδόκουν, ἐπεὶ τὸ 29 Μερικοί μάλιστα νόμιζαν,
γλωσσόκομον εἶχεν ὁ ᾿Ιούδας, ὅτι επειδή το ταμείο είχε ο Ιούδας, ότι
λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς, ἀγόρασον του είπε ο Ιησούς: “Αγόρασε όσα
ὧν χρείαν ἔχομεν εἰς τὴν ἑορτήν, έχουμε ανάγκη στην εορτή” ή
ἢ τοῖς πτωχοῖς ἵνα τι δῶ. στους φτωχούς να δώσει κάτι.
30 λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον ἐκεῖνος 30 Όταν έλαβε λοιπόν το ψωμί,
εὐθέως ἐξῆλθεν· ἦν δὲ νύξ. εκείνος εξήλθε ευθύς. και ήταν
νύχτα.
Η νέα εντολή
31 ῞Οτε οὖν ἐξῆλθε, λέγει ὁ 31 Όταν λοιπόν εξήλθε, λέει ο
᾿Ιησοῦς· νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ Ιησούς: «Τώρα δοξάστηκε ο Υιός
ἀνθρώπου, καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη του ανθρώπου, και ο Θεός
ἐν αὐτῷ. δοξάστηκε μέσω αυτού.
32 εἰ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ, 32 Αν ο Θεός δοξάστηκε μέσω
καὶ ὁ Θεὸς δοξάσει αὐτὸν ἐν αυτού, και ο Θεός θα τον δοξάσει
ἑαυτῷ, καὶ εὐθὺς δοξάσει αὐτόν. μέσω του εαυτού του, και
μάλιστα ευθύς θα τον δοξάσει.
33 τεκνία, ἔτι μικρὸν μεθ' ὑμῶν 33 Παιδάκια μου, ακόμα για λίγο
εἰμι. ζητήσετέ με, καὶ καθὼς είμαι μαζί σας. Θα με ζητήσετε
εἶπον τοῖς ᾿Ιουδαίοις ὅτι ὅπου και, καθώς είπα στους Ιουδαίους,
ὑπάγω ἐγώ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε “όπου εγώ πηγαίνω εσείς δε
ἐλθεῖν, καὶ ὑμῖν λέγω ἄρτι. δύναστε να έρθετε”, και σ’ εσάς
το λέω τώρα.
34 ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν 34 Εντολή καινούργια σας δίνω:
ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς να αγαπάτε ο ένας τον άλλο.
ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς Καθώς αγάπησα εσάς, έτσι κι
ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. εσείς να αγαπάτε ο ένας τον
άλλο.
35 ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι 35 Με αυτό θα γνωρίσουν όλοι ότι
ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην είστε δικοί μου μαθητές, αν
ἔχητε ἐν ἀλλήλοις. αγάπη έχετε ο ένας για τον άλλο».
Η πρόρρηση της άρνησης του
Πέτρου
(Μτ 26,31-35. Μκ 14,27-31. Λκ 22,31-

34.)


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΓ’


36 Λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος· 36 Του λέει ο Σίμωνας Πέτρος:
Κύριε, ποῦ ὑπάγεις; ἀπεκρίθη «Κύριε, πού πηγαίνεις;» Του
αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅπου ἐγὼ ὑπάγω, αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Εκεί όπου
οὐ δύνασαί μοι νῦν πηγαίνω δε δύνασαι τώρα να με
ἀκολουθῆσαι, ὕστερον δὲ ακολουθήσεις, θα με
ἀκολουθήσεις μοι. ακολουθήσεις όμως ύστερα».
37 λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· Κύριε, 37 Του λέει ο Πέτρος: «Κύριε, γιατί
διατί οὐ δύναμαί σοι δε δύναμαι να σε ακολουθήσω
ἀκολουθῆσαι ἄρτι; τὴν ψυχήν τώρα; Τη ζωή μου θα θυσιάσω
μου ὑπὲρ σοῦ θήσω. για σένα».
38 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· τὴν 38 Αποκρίνεται ο Ιησούς: «Τη ζωή
ψυχήν σου ὑπὲρ ἐμοῦ θήσεις! σου θα θυσιάσεις για μένα;
ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, οὐ μὴ Αλήθεια, αλήθεια σου λέω, δε θα
ἀλέκτωρ φωνήσει ἕως οὗ λαλήσει ο πετεινός, ωσότου με
ἀπαρνήσῃ με τρίς. αρνηθείς τρεις φορές».


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΔ’




O Ιησούς είναι η οδός που οδηγεί
στον Πατέρα
1 Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ 1 «Ας μην ταράζεται η καρδιά
καρδία· πιστεύετε εἰς τὸν Θεόν, σας. να πιστεύετε στο Θεό, και σ’
καὶ εἰς ἐμὲ πιστεύετε. εμένα να πιστεύετε.
2 ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου 2 Στην οικία του Πατέρα μου
μοναὶ πολλαί εἰσιν· εἰ δὲ μή, εἶπον υπάρχουν πολλά μέρη διαμονής.

ἂν ὑμῖν· πορεύομαι ἑτοιμάσαι Ειδεμή θα σας έλεγα ότι
τόπον ὑμῖν· πορεύομαι να σας ετοιμάσω
τόπο;
3 καὶ ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω 3 Και αν πορευτώ και σας
ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ ετοιμάσω τόπο, πάλι θα έρθω και
παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς θα σας παραλάβω κοντά μου, για
ἐμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγώ, καὶ να είστε και εσείς όπου είμαι εγώ.
ὑμεῖς ἦτε.
4 καὶ ὅπου ἐγώ ὑπάγω οἴδατε, καὶ 4 Και όπου εγώ πηγαίνω ξέρετε
τὴν ὁδὸν οἴδατε. την οδό».
5 Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς· Κύριε, οὐκ 5 Του λέει ο Θωμάς: «Κύριε, δεν
οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· καὶ πῶς ξέρουμε πού πηγαίνεις. Πώς
δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι; μπορούμε να ξέρουμε την οδό;»
6 λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ 6 Του απαντά ο Ιησούς: «Εγώ
ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· είμαι η οδός και η αλήθεια και η
οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ ζωή. Κανείς δεν έρχεται προς τον
μὴ δι' ἐμοῦ. Πατέρα παρά μόνο διαμέσου
εμένα.
7 εἰ ἐγνώκειτέ με, καὶ τὸν πατέρα 7 Αν με έχετε γνωρίσει, θα
μου ἐγνώκειτε ἄν. καὶ ἀπ' ἄρτι γνωρίσετε και τον Πατέρα μου.
γινώσκετε αὐτὸν καὶ ἑωράκατε Αλλά από τώρα τον γνωρίζετε
αὐτόν. και τον έχετε δει».
8 Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Κύριε, 8 Του λέει ο Φίλιππος: «Κύριε,
δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ δείξε μας τον Πατέρα και μας
ἡμῖν. αρκεί».
9 λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· τοσοῦτον 9 Του απαντά ο Ιησούς: «Τόσο
χρόνον μεθ' ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ χρόνο είμαι μαζί σας και δε με
ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἑωρακὼς έχεις γνωρίσει, Φίλιππε; Όποιος
ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα· καὶ πῶς έχει δει εμένα έχει δει τον Πατέρα.
σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα; Πώς εσύ λες: “Δείξε μας τον
Πατέρα”;
10 οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ 10 Δεν πιστεύεις ότι εγώ είμαι
πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι; τὰ μέσα στον Πατέρα και ο Πατέρας


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΔ’


ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ' είναι μέσα σ’ εμένα; Τα λόγια που
ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ· ὁ δὲ πατὴρ ὁ ἐν εγώ σας λέω δε τα μιλώ από τον
ἐμοὶ μένων αὐτὸς ποιεῖ τὰ ἔργα. εαυτό μου, μάλιστα ο Πατέρας
που μένει μέσα μου κάνει τα έργα
του.
11 πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ 11 Πιστεύετέ με ότι εγώ είμαι
πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί· εἰ δὲ μέσα στον Πατέρα και ο Πατέρας
μή, διὰ τὰ ἔργα αὐτὰ πιστεύετέ είναι μέσα σ’ εμένα. Ειδεμή,
μοι. εξαιτίας αυτών των έργων ας
πιστεύετε.
12 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ 12 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω,
πιστεύων εἰς ἐμέ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ όποιος πιστεύει σ’ εμένα τα έργα
ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ που εγώ κάνω κι εκείνος θα
μείζονα τούτων ποιήσει, ὅτι ἐγὼ κάνει. Και μεγαλύτερα από αυτά
πρὸς τὸν πατέρα μου πορεύομαι, θα κάνει, γιατί εγώ πορεύομαι
προς τον Πατέρα.
13 καὶ ὅ,τι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ 13 Και ό,τι ζητήσετε στο όνομά
ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσω, ἵνα μου αυτό θα το κάνω, για να
δοξασθῇ ὁ πατὴρ ἐν τῷ υἱῷ. δοξαστεί ο Πατέρας μέσω του
Υιού.
14 ἐάν τι αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί 14 Αν κάτι μου ζητήσετε στο
μου, ἐγὼ ποιήσω. όνομά μου, εγώ θα το κάνω».
Ο Ιησούς υπόσχεται ότι θα στείλει
το Άγιο Πνεύμα
15 ᾿Εὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς 15 «Αν με αγαπάτε, τις εντολές τις
τὰς ἐμὰς τηρήσατε, δικές μου θα τηρήσετε.
16 καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα 16 Κι εγώ θα παρακαλέσω τον
καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει Πατέρα και θα σας δώσει άλλον
ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ' ὑμῶν εἰς τὸν Παράκλητο, για να είναι μαζί σας
αἰῶνα, στον αιώνα:
17 τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ 17 το Πνεύμα της αλήθειας, που ο
κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ κόσμος δε δύναται να το λάβει,
θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτό· γιατί δεν το βλέπει ούτε το
ὑμεῖς δὲ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ' γνωρίζει. Εσείς το γνωρίζετε,
ὑμῖν μένει καὶ ἐν ὑμῖν ἔσται. γιατί μένει κοντά σας και θα είναι
μέσα σας.
18 οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανούς· 18 Δε θα σας αφήσω ορφανούς,
ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς. έρχομαι προς εσάς.
19 ἔτι μικρὸν καὶ ὁ κόσμος με 19 Ακόμα λίγο χρόνο και ο
οὐκέτι θεωρεῖ, ὑμεῖς δὲ θεωρεῖτέ κόσμος δε θα με βλέπει πια, εσείς

με, ὅτι ἐγὼ ζῶ καὶ ὑμεῖς ζήσεσθε. όμως θα με βλέπετε, γιατί εγώ ζω
κι εσείς θα ζήσετε.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΔ’


20 ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ γνώσεσθε 20 Εκείνη την ημέρα εσείς θα
ὑμεῖς ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρί μου καὶ γνωρίσετε ότι εγώ είμαι μέσα
ὑμεῖς ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν ὑμῖν. στον Πατέρα μου και εσείς είστε
μέσα μου κι εγώ μέσα σας.
21 ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ 21 Όποιος έχει τις εντολές μου και
τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ τις τηρεί, εκείνος είναι που με
ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με αγαπά. Και εκείνος που με αγαπά
ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός θα αγαπηθεί από τον Πατέρα
μου, καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ μου, κι εγώ θα τον αγαπήσω και
ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν. θα του εμφανίσω τον εαυτό μου».
22 Λέγει αὐτῷ ᾿Ιούδας, οὐχ ὁ 22 Του λέει ο Ιούδας, όχι ο
᾿Ισκαριώτης· Κύριε, καὶ τί Ισκαριώτης: «Κύριε, και τι έχει
γέγονεν ὅτι ἡμῖν μέλλεις συμβεί, ώστε σ’ εμάς να μέλλεις
ἐμφανίζειν σεαυτὸν καὶ οὐχὶ τῷ να εμφανίζεις τον εαυτό σου,
κόσμῳ; αλλά όχι στον κόσμο;»
23 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν 23 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και του
αὐτῷ· ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν είπε: «Αν κάποιος με αγαπά, θα
λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ τηρήσει το λόγο μου, και ο
μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς Πατέρας μου θα τον αγαπήσει
αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν και θα έρθουμε προς αυτόν και
παρ' αὐτῷ ποιήσομεν. θα κάνουμε διαμονή μαζί του.
24 ὁ μὴ ἀγαπῶν με τοὺς λόγους 24 Όποιος δε με αγαπά δεν τηρεί
μου οὐ τηρεῖ· καὶ ὁ λόγος ὃν τους λόγους μου. Και ο λόγος που
ἀκούετε οὐκ ἔστιν ἐμός, ἀλλὰ τοῦ ακούτε δεν είναι δικός μου, αλλά
πέμψαντός με πατρός. του Πατέρα που με έστειλε.
25 Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν παρ' 25 Αυτά σας έχω πει, μένοντας
ὑμῖν μένων· κοντά σας.
26 ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ 26 Αλλά ο Παράκλητος, το
῞Αγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ Πνεύμα το Άγιο, που θα στείλει ο
ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς Πατέρας στο όνομά μου Εκείνος
διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει θα σας τα διδάξει όλα και θα σας
ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν. υπενθυμίσει όλα όσα σας είπα
εγώ.
Η ειρήνη του Θεού
27 Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην 27 Ειρήνη αφήνω σ’ εσάς, την
τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ ειρήνη τη δική μου δίνω σ’ εσάς.
κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. εγώ δε σας δίνω ειρήνη καθώς ο
μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία κόσμος δίνει. Ας μην ταράζεται η
μηδὲ δειλιάτω. καρδιά σας μήτε να δειλιάζει.
28 ἠκούσατε ὅτι ἐγὼ εἶπον ὑμῖν, 28 Ακούσατε ότι εγώ σας είπα:

ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς· εἰ “Πηγαίνω και έρχομαι προς
ἠγαπᾶτέ με, ἐχάρητε ἂν ὅτι εἶπον, εσάς”. Αν με αγαπούσατε, θα


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΔ’


πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα· ὅτι ὁ χαιρόσασταν γιατί πορεύομαι
πατήρ μου μείζων μού ἐστι· προς τον Πατέρα, επειδή ο
Πατέρας είναι μεγαλύτερός μου.
29 καὶ νῦν εἴρηκα ὑμῖν πρὶν 29 Και τώρα σας το έχω πει πριν
γενέσθαι, ἵνα ὅταν γένηται γίνει, για να πιστέψετε όταν γίνει.
πιστεύσητε.
30 οὐκέτι πολλὰ λαλήσω μεθ' 30 Δε θα μιλήσω ακόμα πολλά
ὑμῶν· ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου μαζί σας, γιατί έρχεται ο
ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν· άρχοντας του κόσμου. Και δεν
έχει καμιά εξουσία σ’ εμένα,
31 ἀλλ' ἵνα γνῷ ὁ κόσμος ὅτι 31 αλλά για να γνωρίσει ο κόσμος
ἀγαπῶ τὸν πατέρα, καὶ καθὼς ότι αγαπώ τον Πατέρα, και
ἐνετείλατό μοι ὁ πατήρ, οὕτω καθώς μου έδωσε εντολή ο
ποιῶ. ἐγείρεσθε ἄγωμεν ἐντεῦθεν. Πατέρας, έτσι κάνω. Σηκώνεστε,
ας φεύγουμε από εδώ».


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΕ’




Ο Ιησούς είναι η άμπελος η αληθινή
1 Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, 1 «Εγώ είμαι η άμπελος η
καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι. αληθινή και ο Πατέρας μου είναι
ο γεωργός.
2 πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον 2 Κάθε κλήμα ενωμένο μ’ εμένα
καρπόν, αἴρει αὐτό, καὶ πᾶν τὸ που δε φέρει καρπό το αφαιρεί.
καρπὸν φέρον, καθαίρει αὐτό, Και καθένα που φέρει καρπό το

ἵνα πλείονα καρπὸν φέρῃ. κλαδεύει, για να φέρει
περισσότερο καρπό.
3 ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διὰ τὸν 3 Ήδη εσείς είστε καθαροί,
λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν. εξαιτίας του λόγου που σας έχω
μιλήσει.
4 μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν. 4 Μείνετε ενωμένοι μ’ εμένα, κι
καθὼς τὸ κλῆμα οὐ δύναται εγώ θα μένω ενωμένος μ’ εσάς.
καρπὸν φέρειν ἀφ' ἑαυτοῦ, ἐὰν Καθώς το κλήμα δε δύναται να
μὴ μείνῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως φέρει καρπό από τον εαυτό του
οὐδὲ ὑμεῖς, ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ μείνητε. αν δε μένει ενωμένο με την
άμπελο, έτσι ούτε εσείς αν δε
μένετε ενωμένοι μ’ εμένα.
5 ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ 5 Εγώ είμαι η άμπελος, εσείς τα
κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ κλήματα. Όποιος μένει ενωμένος
ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν μ’ εμένα κι εγώ με αυτόν, αυτός
πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε φέρει καρπό πολύ, γιατί χωρίς
ποιεῖν οὐδέν. εμένα δε δύναστε να κάνετε
τίποτα.
6 ἐὰν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη 6 Αν κάποιος δε μένει ενωμένος μ’
ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, εμένα, πετιέται έξω σαν το κλήμα
καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ και ξεραίνεται, και τα συνάζουν
πῦρ βάλλουσι, καὶ καίεται. και τα ρίχνουν στη φωτιά και
καίγονται.
7 ἐὰν μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ τὰ 7 Αν μείνετε μέσα μου και τα
ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὃ ἐὰν λόγια μου μείνουν μέσα σας,
θέλητε αἰτήσασθε, καὶ γενήσεται ζητήστε ό,τι θέλετε και θα σας
ὑμῖν. γίνει.
8 ἐν τούτῳ ἐδοξάσθη ὁ πατήρ 8 Με αυτό δοξάστηκε ο Πατέρας
μου, ἵνα καρπὸν πολὺν φέρητε, μου: με το να φέρετε καρπό πολύ
καὶ γενήσεσθε ἐμοὶ μαθηταί. και να γίνετε δικοί μου μαθητές.
Η εντολή της αγάπης


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΕ’


9 καθὼς ἠγάπησέ με ὁ πατήρ, 9 Καθώς με αγάπησε ο Πατέρας
κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς· μείνατε ἐν κι εγώ εσάς αγάπησα. μείνετε
τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ. μέσα στην αγάπη τη δική μου.
10 ἐὰν τὰς ἐντολάς μου τηρήσητε, 10 Αν τις εντολές μου τηρήσετε,
μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου, καθὼς θα μείνετε μέσα στην αγάπη μου,
ἐγὼ τὰς ἐντολὰς τοῦ πατρός μου καθώς εγώ έχω τηρήσει τις
τετήρηκα καὶ μένω αὐτοῦ ἐν τῇ εντολές του Πατέρα μου και μένω
ἀγάπῃ. μέσα στην αγάπη του.
11 Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἡ 11 Αυτά σας τα έχω μιλήσει, για
χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν μείνῃ καὶ ἡ να είναι η χαρά η δική μου μέσα
χαρὰ ὑμῶν πληρωθῇ. σας και η χαρά σας να
ολοκληρωθεί.
12 αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα 12 Αυτή είναι η εντολή η δική
ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς μου: να αγαπάτε ο ένας τον άλλο
ἠγάπησα ὑμᾶς. καθώς αγάπησα εσάς.
13 μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς 13 Μεγαλύτερη αγάπη από αυτήν
ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ κανείς δεν έχει, να θυσιάσει
ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ. κάποιος την ψυχή του για τους
φίλους του.
14 ὑμεῖς φίλοι μού ἐστε, ἐὰν 14 Εσείς φίλοι μου είστε, αν
ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν. κάνετε όσα εγώ σας δίνω εντολή.
15 οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους, ὅτι 15 Δε σας λέω πια δούλους, γιατί
ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ ο δούλος δεν ξέρει τι κάνει ο
κύριος· ὑμᾶς δὲ εἴρηκα φίλους, κύριός του. Εσάς όμως σας έχω
ὅτι πάντα ἃ ἤκουσα παρὰ τοῦ πει φίλους, γιατί όλα όσα άκουσα
πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν. από τον Πατέρα μου σας
γνώρισα.
16 οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ' 16 Δε με εξελέξατε εσείς, αλλά εγώ
ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καὶ ἔθηκα σας εξέλεξα και σας έθεσα, για να
ὑμᾶς ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καὶ πάτε εσείς και να φέρετε καρπό
καρπὸν φέρητε, καὶ ὁ καρπὸς και ο καρπός σας να μένει, ώστε
ὑμῶν μένῃ, ἵνα ὅ,τι ἂν αἰτήσητε ό,τι ζητήσετε από τον Πατέρα
τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δῷ στο όνομά μου να σας το δώσει.
ὑμῖν.
17 Ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα 17 Αυτά σας δίνω εντολή: να
ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. αγαπάτε ο ένας τον άλλο».
Το μίσος του κόσμου
18 Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, 18 «Αν ο κόσμος σάς μισεί, ας
γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν γνωρίζετε ότι εμένα πρώτα από
μεμίσηκεν. εσάς έχει μισήσει.

19 εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος 19 Αν ήσασταν από τον κόσμο, ο
ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμος θα αγαπούσε το δικό του.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΕ’


κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ' ἐγὼ Επειδή όμως δεν είστε από τον
ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, κόσμο, αλλά εγώ σας εξέλεξα
διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος. από τον κόσμο, γι’ αυτό σας μισεί
ο κόσμος.
20 μνημονεύετε τοῦ λόγου οὗ ἐγὼ 20 Να θυμάστε το λόγο που εγώ
εἶπον ὑμῖν· οὐκ ἔστι δοῦλος σας είπα: “Δεν υπάρχει δούλος
μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ. εἰ ἐμὲ μεγαλύτερος από τον κύριό του”.
ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν· εἰ Αν εμένα καταδίωξαν, κι εσάς θα
τὸν λόγον μου ἐτήρησαν, καὶ τὸν καταδιώξουν. Αν το λόγο μου
ὑμέτερον τηρήσουσιν. τήρησαν, και το δικό σας θα
τηρήσουν.
21 ἀλλὰ ταῦτα πάντα ποιήσουσιν 21 Αλλά αυτά όλα θα τα κάνουν
ὑμῖν διὰ τὸ ὄνομά μου, ὅτι οὐκ σ’ εσάς εξαιτίας του ονόματός
οἴδασι τὸν πέμψαντά με. μου, γιατί δεν ξέρουν εκείνον που
με έστειλε.
22 εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα 22 Αν δεν είχα έρθει και δεν τους
αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν είχα μιλήσει, δε θα είχαν
δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς αμαρτία. Τώρα, όμως, πρόφαση
ἁμαρτίας αὐτῶν. δεν έχουν για την αμαρτία τους.
23 ὁ ἐμὲ μισῶν καὶ τὸν πατέρα 23 Όποιος εμένα μισεί και τον
μου μισεῖ. Πατέρα μου μισεί.
24 εἰ τὰ ἔργα μὴ ἐποίησα ἐν 24 Αν δεν έκανα μεταξύ τους τα
αὐτοῖς ἃ οὐδεὶς ἄλλος πεποίηκεν, έργα που κανείς άλλος δεν έκανε,
ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δὲ καὶ αμαρτία δε θα είχαν. Τώρα όμως
ἑωράκασι καὶ μεμισήκασι καὶ και τα έχουν δει και έχουν
ἐμὲ καὶ τὸν πατέρα μου. μισήσει και εμένα και τον
Πατέρα μου.
25 ἀλλ' ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὁ 25 Αλλά αυτό συνέβηκε, για να
γεγραμμένος ἐν τῷ νόμῳ αὐτῶν, εκπληρωθεί ο λόγος που είναι
ὅτι ἐμίσησάν με δωρεάν. γραμμένος στο νόμο τους: Με
μίσησαν χωρίς λόγο.
26 ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν 26 Όταν έρθει ο Παράκλητος τον
ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ οποίο εγώ θα στείλω σ’ εσάς από
πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας τον Πατέρα, το Πνεύμα της
ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, αλήθειας το οποίο από τον
ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ· Πατέρα εκπορεύεται, Εκείνος θα
μαρτυρήσει για μένα.
27 καὶ ὑμεῖς δὲ μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ' 27 Και εσείς επίσης μαρτυρείτε,
ἀρχῆς μετ' ἐμοῦ ἐστε. γιατί από την αρχή είστε μαζί
μου.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΣΤ’




Το μίσος του κόσμου
1 Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα μὴ 1 Αυτά σας τα έχω πει για να μη
σκανδαλισθῆτε. σκανδαλιστείτε.
2 ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν 2 Αποσυνάγωγους θα σας
ὑμᾶς· ἀλλ' ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ κάνουν. Αλλά έρχεται ώρα που
ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν καθένας ο οποίος σας θανατώσει
προσφέρειν τῷ Θεῷ. να νομίσει ότι προσφέρει λατρεία

στο Θεό.
3 καὶ ταῦτα ποιήσουσιν, ὅτι οὐκ 3 Και αυτά θα τα κάνουν, επειδή
ἔγνωσαν τὸν πατέρα οὐδὲ ἐμέ. δε γνώρισαν τον Πατέρα ούτε
εμένα.
4 ἀλλὰ ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα 4 Αλλά σας έχω μιλήσει αυτά, για
ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα, μνημονεύητε να τα θυμάστε ότι εγώ σας τα
αὐτῶν ὅτι ἐγὼ εἶπον ὑμῖν. ταῦτα είπα, όταν έρθει η ώρα τους.
δὲ ὑμῖν ἐξ ἀρχῆς οὐκ εἶπον, ὅτι Αυτά, όμως, από την αρχή δε σας
μεθ' ὑμῶν ἤμην. τα είπα, γιατί ήμουν μαζί σας.
Το έργο του Αγίου Πνεύματος
5 νῦν δὲ ὑπάγω πρὸς τὸν 5 Αλλά τώρα πηγαίνω προς
πέμψαντά με, καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν εκείνον που με έστειλε, και κανείς
ἐρωτᾷ με ποῦ ὑπάγεις! από εσάς δε με ρωτά: “Πού
πηγαίνεις”;
6 ἀλλ' ὅτι ταῦτα λελάληκα ὑμῖν, ἡ 6 Αλλά επειδή αυτά σας έχω πει,
λύπη πεπλήρωκεν ὑμῶν τὴν η λύπη έχει γεμίσει την καρδιά
καρδίαν. σας.
7 ἀλλ' ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν λέγω 7 Αλλά εγώ την αλήθεια σας λέω:
ὑμῖν· συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ συμφέρει σ’ εσάς εγώ να φύγω.
ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, Γιατί, αν δε φύγω, ο Παράκλητος
ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται δε θα έρθει προς εσάς. αν όμως
πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πορευτώ, θα τον στείλω προς
πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς· εσάς.
8 καὶ ἐλθὼν ἐκεῖνος ἐλέγξει τὸν 8 Και όταν έρθει Εκείνος, θα
κόσμον περὶ ἁμαρτίας καὶ περὶ ελέγξει τον κόσμο για αμαρτία
δικαιοσύνης καὶ περὶ κρίσεως. και για δικαιοσύνη και για
κρίση.
9 περὶ ἁμαρτίας μέν, ὅτι οὐ 9 Αφενός για αμαρτία, επειδή δεν
πιστεύουσιν εἰς ἐμέ· πιστεύουν σ’ εμένα.
10 περὶ δικαιοσύνης δέ, ὅτι πρὸς 10 Αφετέρου για δικαιοσύνη,
τὸν πατέρα μου ὑπάγω καὶ οὐκέτι επειδή πηγαίνω προς τον Πατέρα
θεωρεῖτέ με· και δε θα με βλέπετε πια.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΣΤ’


11 περὶ δὲ κρίσεως, ὅτι ὁ ἄρχων 11 Και για κρίση, επειδή ο
τοῦ κόσμου τούτου κέκριται. άρχοντας του κόσμου τούτου έχει
κριθεί.
12 ῎Ετι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, 12 Ακόμη πολλά έχω να σας λέω,
ἀλλ' οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι. αλλά δε δύναστε να τα βαστάζετε
τώρα.
13 ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ 13 Όταν όμως έρθει Εκείνος, το
Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει Πνεύμα της αλήθειας, θα σας
ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν· οὐ οδηγήσει σε όλη την αλήθεια.
γὰρ λαλήσει ἀφ' ἑαυτοῦ, ἀλλ' ὅσα Γιατί δε θα μιλήσει από τον εαυτό
ἂν ἀκούσῃ λαλήσει, καὶ τὰ του, αλλά όσα ακούσει θα
ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν. μιλήσει και τα ερχόμενα θα σας
αναγγέλλει.
14 ἐκεῖνος ἐμὲ δοξάσει, ὅτι ἐκ τοῦ 14 Εκείνος εμένα θα δοξάσει,
ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. γιατί από το δικό μου θα λαβαίνει
και θα σας αναγγέλλει.
15 πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά 15 Όλα όσα έχει ο Πατέρας είναι
ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ δικά μου. γι’ αυτό είπα ότι από το
ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. δικό μου λαβαίνει και θα σας
αναγγέλλει».
Η λύπη θα μετατραπεί σε χαρά
16 μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με, καὶ 16 «Σε λίγο χρόνο και δε θα με
πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, ὅτι βλέπετε πια, και πάλι σε λίγο
ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα. χρόνο και θα με δείτε».
17 Εἶπον οὖν ἐκ τῶν μαθητῶν 17 Είπαν, λοιπόν, μερικοί από
αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους· τί ἐστι τους μαθητές του μεταξύ τους:
τοῦτο ὃ λέγει ἡμῖν, μικρὸν καὶ οὐ «Τι σημαίνει αυτό που μας λέει:
θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ “Σε λίγο χρόνο και δε θα με
ὄψεσθέ με, καὶ ὅτι ἐγὼ ὑπάγω βλέπετε πια, και πάλι σε λίγο
πρὸς τὸν πατέρα; χρόνο και θα με δείτε”; Και:
“Επειδή πηγαίνω προς τον
Πατέρα”;»
18 ἔλεγον οὖν· τοῦτο τί ἐστιν ὃ 18 Έλεγαν λοιπόν: «Τι σημαίνει
λέγει τὸ μικρόν; οὐκ οἴδαμεν τί αυτό που λέει, το: “Σε λίγο χρόνο”;
λαλεῖ. Δεν ξέρουμε τι μιλά».
19 ἔγνω οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἤθελον 19 Κατάλαβε ο Ιησούς ότι ήθελαν
αὐτὸν ἐρωτᾶν, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· να τον ρωτούν και τους είπε: «Γι’
περὶ τούτου ζητεῖτε μετ' ἀλλήλων αυτό συζητάτε μεταξύ σας,
ὅτι εἶπον, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ επειδή είπα: “Σε λίγο χρόνο και δε
με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ θα με βλέπετε πια, και πάλι σε

με; λίγο χρόνο και θα με δείτε”;


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΣΤ’


20 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι 20 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω ότι
κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ θα κλάψετε και θα θρηνήσετε
δὲ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς δὲ εσείς, ενώ ο κόσμος θα χαρεί.
λυπηθήσεσθε, ἀλλ' ἡ λύπη ὑμῶν Εσείς θα λυπηθείτε, αλλά η λύπη
εἰς χαρὰν γενήσεται· σας θα γίνει χαρά.
21 ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, 21 Η γυναίκα όταν γεννά έχει
ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δὲ λύπη, γιατί ήρθε η ώρα της. Όταν
γεννήσῃ τὸ παιδίον, οὐκέτι όμως γεννήσει το παιδί, δε
μνημονεύει τῆς θλίψεως διὰ τὴν θυμάται πια τη θλίψη από τη
χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος χαρά, γιατί γεννήθηκε άνθρωπος
εἰς τὸν κόσμον. στον κόσμο.
22 καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν 22 Και εσείς, λοιπόν, τώρα βέβαια
ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ έχετε λύπη. Πάλι όμως θα σας δω,
χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ και θα χαρεί η καρδιά σας, και τη
τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ' χαρά σας κανένας δεν την
ὑμῶν. αφαιρεί από εσάς.
23 καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐμὲ οὐκ 23 Και εκείνη την ημέρα εμένα δε
ἐρωτήσετε οὐδέν· ἀμὴν ἀμὴν θα ρωτήσετε τίποτα. Αλήθεια,
λέγω ὑμῖν ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσητε αλήθεια σας λέω, αν κάτι
τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, ζητήσετε από τον Πατέρα στο
δώσει ὑμῖν. όνομά μου, θα σας το δώσει.
24 ἕως ἄρτι οὐκ ᾐτήσατε οὐδὲν ἐν 24 Ως τώρα δε ζητήσατε τίποτα
τῷ ὀνόματί μου· αἰτεῖτε καὶ στο όνομά μου, ζητάτε και θα
λήψεσθε, ἵνα ἡ χαρὰ ὑμῶν ᾖ παίρνετε, για να είναι η χαρά σας
πεπληρωμένη. ολοκληρωμένη».
Ο Ιησούς νίκησε τον κόσμο
25 Ταῦτα ἐν παροιμίαις λελάληκα 25 «Αυτά σας τα έχω πει
ὑμῖν· ἀλλ' ἔρχεται ὥρα ὅτε οὐκέτι παραβολικά. Έρχεται ώρα που δε
ἐν παροιμίαις λαλήσω ὑμῖν, ἀλλὰ θα σας μιλήσω πια παραβολικά,
παρρησίᾳ περὶ τοῦ πατρὸς αλλά με παρρησία για τον
ἀναγγελῶ ὑμῖν. Πατέρα θα σας αναγγείλω.
26 ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐν τῷ 26 Κατ’ εκείνη την ημέρα θα
ὀνόματί μου αἰτήσεσθε· καὶ οὐ ζητήσετε στο όνομά μου, και δε
λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν σας λέω ότι εγώ θα παρακαλέσω
πατέρα περὶ ὑμῶν· τον Πατέρα για σας.
27 αὐτὸς γὰρ ὁ πατὴρ φιλεῖ ὑμᾶς, 27 Γιατί ο ίδιος ο Πατέρας σάς
ὅτι ὑμεῖς ἐμὲ πεφιλήκατε, καὶ αγαπά, επειδή εσείς έχετε
πεπιστεύκατε ὅτι ἐγὼ παρὰ τοῦ αγαπήσει εμένα και έχετε
Θεοῦ ἐξῆλθον. πιστέψει ότι εγώ εξήλθα από το
Θεό.

28 ἐξῆλθον παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ 28 Εξήλθα από τον Πατέρα και
ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον· πάλιν έχω έρθει στον κόσμο. πάλι


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΣΤ’


ἀφίημι τὸν κόσμον καὶ αφήνω τον κόσμο και πορεύομαι
πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα. προς τον Πατέρα».
29 Λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ 29 Λένε οι μαθητές του: «Δες,
αὐτοῦ· ἴδε νῦν παρρησίᾳ λαλεῖς, τώρα με παρρησία μιλάς και δε
καὶ παροιμίαν οὐδεμίαν λέγεις. λες καμιά παραβολή.
30 νῦν οἴδαμεν ὅτι οἶδας πάντα 30 Τώρα ξέρουμε ότι ξέρεις τα
καὶ οὐ χρείαν ἔχεις ἵνα τίς σε πάντα και δεν έχεις ανάγκη
ἐρωτᾷ. ἐν τούτῳ πιστεύομεν ὅτι κάποιος να σε ρωτά. Γι’ αυτό
ἀπὸ Θεοῦ ἐξῆλθες. πιστεύουμε ότι εξήλθες από το
Θεό».
31 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· 31 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς:
ἄρτι πιστεύετε· «Τώρα πιστεύετε;
32 ἰδοὺ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν 32 Ιδού, έρχεται ώρα και μάλιστα
ἐλήλυθεν, ἵνα σκορπισθῆτε έχει έρθει, για να σκορπιστείτε
ἕκαστος εἰς τὰ ἴδια καὶ ἐμὲ μόνον καθένας στις ιδιωτικές του
ἀφῆτε· καὶ οὐκ εἰμὶ μόνος, ὅτι ὁ υποθέσεις κι εμένα να αφήσετε
πατὴρ μετ' ἐμοῦ ἐστι. μόνο. Αλλά δεν είμαι μόνος, γιατί
ο Πατέρας είναι μαζί μου.
33 ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐν 33 Αυτά σας τα έχω πει, για να
ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε. ἐν τῷ κόσμῳ έχετε ειρήνη μέσα σ’ εμένα. Μέσα
θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ στον κόσμο θα έχετε θλίψη. αλλά
νενίκηκα τὸν κόσμον. θαρρεύετε, εγώ έχω νικήσει τον
κόσμο».


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΖ’




Η προσευχή του Ιησού για τους
μαθητές του
1 Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ 1 Αυτά λάλησε ο Ιησούς και,
ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς αφού σήκωσε τα μάτια του στον
τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, ουρανό, είπε: «Πατέρα, έχει έρθει
ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν η ώρα. Δόξασε τον Υιό σου, για να
υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ δοξάσει ο Υιός εσένα,

σε,
2 καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν 2 καθώς του έδωσες εξουσία σε
πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ κάθε σάρκα, ώστε σε όλους όσους
δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν του έχεις δώσει να δώσει σ’
αἰώνιον. αυτούς ζωή αιώνια.
3 αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα 3 Και αυτή είναι η αιώνια ζωή: το
γινώσκωσί σε τὸν μόνον να γνωρίζουν εσένα, το μόνο
ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας αληθινό Θεό, και αυτόν που
᾿Ιησοῦν Χριστόν. απέστειλες, τον Ιησού Χριστό.
4 ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ 4 Εγώ σε δόξασα πάνω στη γη,
ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι αφού τελείωσα το έργο που μου
ἵνα ποιήσω· έχεις δώσει να κάνω.
5 καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, 5 Και τώρα δόξασέ με εσύ,
παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ Πατέρα, κοντά στον εαυτό σου με
τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. τη δόξα που είχα κοντά σου
προτού να υπάρχει ο κόσμος.
6 ᾿Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς 6 Φανέρωσα το όνομά σου στους
ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ ανθρώπους που μου έδωσες από
τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ τον κόσμο. Δικοί σου ήταν και σ’
αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον εμένα τους έδωσες και το λόγο
σου τετηρήκασι. σου τον έχουν τηρήσει.
7 νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα 7 Τώρα έχουν γνωρίσει ότι όλα
δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· όσα μου έχεις δώσει είναι από
εσένα.
8 ὅτι τὰ ρήματα ἃ δέδωκάς μοι 8 Γιατί τα λόγια που μου έδωσες
δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, τους τα έχω δώσει, και αυτοί τα
καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ έλαβαν και γνώρισαν αληθινά
σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι ότι εξήλθα από εσένα, και
σύ με ἀπέστειλας. πίστεψαν ότι εσύ με απέστειλες.
9 ᾿Εγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ 9 Εγώ γι’ αυτούς παρακαλώ. Δεν
τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν παρακαλώ για τον κόσμο, αλλά
δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, γι’ αυτούς που μου έχεις δώσει,
επειδή είναι δικοί σου.


Click to View FlipBook Version