The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.
Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by galilea.gr, 2023-03-04 11:51:37

Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Keywords: Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΑ’


28 καὶ λέγουσιν αὐτῷ· ἐν ποίᾳ 28 και του έλεγαν: «Με ποια
ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; ἢ τίς σοι εξουσία αυτά τα κάνεις; Ή ποιος
ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν ταύτην ἵνα σου έδωσε την εξουσία αυτή, για
ταῦτα ποιῇς; να κάνεις αυτά;»
29 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀποκριθεὶς εἶπεν 29 Ο Ιησούς τότε τους είπε: «Θα
αὐτοῖς· ἐπερωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ σας επερωτήσω ένα λόγο, και
ἕνα λόγον, καὶ ἀποκρίθητέ μοι, αποκριθείτε μου και θα σας πω
καὶ ἐρῶ ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ με ποια εξουσία αυτά τα κάνω:
ταῦτα ποιῶ.
30 τὸ βάπτισμα ᾿Ιωάννου ἐξ 30 Το βάφτισμα του Ιωάννη από
οὐρανοῦ ἦν ἢ ἐξ ἀνθρώπων; τον ουρανό ήταν ή από τους
ἀποκρίθητέ μοι. ανθρώπους; Αποκριθείτε μου».
31 καὶ ἐλογίζοντο πρὸς ἑαυτοὺς 31 Και διαλογίζονταν μέσα τους
λέγοντες· ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ λέγοντας: «Αν πούμε: “Από τον
οὐρανοῦ, ἐρεῖ· διατί οὖν οὐκ ουρανό”, θα πει: “Γιατί λοιπόν δεν
ἐπιστεύσατε αὐτῷ; πιστέψατε σ’ αυτόν”;
32 ἀλλὰ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων; - 32 Αλλά να πούμε: “Από τους
ἐφοβοῦντο τὸν λαόν· ἅπαντες ανθρώπους”; – φοβούνταν το
γὰρ εἶχον τὸν ᾿Ιωάννην ὅτι πλήθος. γιατί όλοι θεωρούσαν
προφήτης ἦν. τον Ιωάννη ότι ήταν πράγματι
προφήτης.
33 καὶ ἀποκριθέντες λέγουσι τῷ 33 Και αποκρίθηκαν στον Ιησού
᾿Ιησοῦ· οὐκ οἴδαμεν. καὶ ὁ και του λένε: «Δεν ξέρουμε». Και ο
᾿Ιησοῦς ἀποκριθεὶς λέγει αὐτοῖς· Ιησούς τους λέει: «Ούτε εγώ σας
οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ λέω με ποια εξουσία αυτά τα
ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. κάνω».


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΒ’


1 Καὶ ἤρξατο αὐτοῖς ἐν 1 Και άρχισε με παραβολές να
παραβολαῖς λέγειν· ἀμπελῶνα τους μιλά: «Ένας άνθρωπος
ἐφύτευσεν ἄνθρωπος καὶ φύτεψε αμπελώνα και τον
περιέθηκε φραγμὸν καὶ ὤρυξεν περιέβαλε με φράχτη και έσκαψε
ὑπολήνιον καὶ ᾠκοδόμησε δεξαμενή κάτω από το πατητήρι
πύργον, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν και οικοδόμησε πύργο και τον
γεωργοῖς καὶ ἀπεδήμησε. νοίκιασε σε γεωργούς και
αποδήμησε.
2 καὶ ἀπέστειλε πρὸς τοὺς 2 Και απέστειλε προς τους
γεωργοὺς τῷ καιρῷ δοῦλον, ἵνα γεωργούς ένα δούλο στον
παρὰ τῶν γεωργῶν λάβῃ ἀπὸ τοῦ κατάλληλο καιρό, για να λάβει
καρποῦ τοῦ ἀμπελῶνος. από τους γεωργούς μέρος από
τους καρπούς του αμπελώνα.
3 καὶ λαβόντες αὐτὸν ἔδειραν καὶ 3 Και εκείνοι, αφού τον έπιασαν,
ἀπέστειλαν κενόν. τον έδειραν και τον απέστειλαν
με άδεια χέρια.
4 καὶ πάλιν ἀπέστειλε πρὸς 4 Και πάλι απέστειλε προς αυτούς
αὐτοὺς ἄλλον δοῦλον· κἀκεῖνον άλλο δούλο. κι εκείνον τον
λιθοβολήσαντες ἐκεφαλαίωσαν χτύπησαν στο κεφάλι και τον
καὶ ἀπέστειλαν ἠτιμωμένον. ατίμασαν.
5 καὶ πάλιν ἄλλον ἀπέστειλε· 5 Και άλλον απέστειλε. κι εκείνον
κἀκεῖνον ἀπέκτειναν, καὶ σκότωσαν, και πολλούς άλλους,
πολλοὺς ἄλλους, οὓς μὲν που άλλους τους έδερναν και
δέροντες, οὓς δὲ ἀποκτέννοντες. άλλους τους σκότωναν.
6 ἔτι οὖν ἕνα υἱὸν ἔχων, ἀγαπητὸν 6 Ακόμη είχε ένα γιο αγαπητό.
αὐτοῦ, ἀπέστειλε καὶ αὐτὸν Τον απέστειλε τελευταίο προς
ἔσχατον πρὸς αὐτοὺς λέγων ὅτι αυτούς, λέγοντας: “Θα ντραπούν
ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. το γιο μου”.
7 ἐκεῖνοι δὲ οἱ γεωργοί, 7 Εκείνοι όμως οι γεωργοί είπαν
θεασάμενοι αὐτὸν ἐρχόμενον, μεταξύ τους: “Αυτός είναι ο
πρὸς ἑαυτοὺς εἶπον ὅτι οὗτός κληρονόμος. Ελάτε να τον
ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε σκοτώσουμε, και δική μας θα
ἀποκτείνωμεν αὐτόν, καὶ ἡμῶν είναι η κληρονομιά”.
ἔσται ἡ κληρονομία.
8 καὶ λαβόντες ἀπέκτειναν αὐτὸν 8 Και αφού τον έπιασαν, τον
καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τοῦ σκότωσαν και τον έβγαλαν έξω
ἀμπελῶνος. από τον αμπελώνα.
9 τί οὖν ποιήσει ὁ κύριος τοῦ 9 Τι λοιπόν θα κάνει ο Κύριος του
ἀμπελῶνος; ἐλεύσεται καὶ αμπελώνα; Θα έρθει και θα
ἀπολέσει τοὺς γεωργοὺς τούτους, εξολοθρέψει τους γεωργούς και

καὶ δώσει τὸν ἀμπελῶνα ἄλλοις. θα δώσει τον αμπελώνα σε
άλλους.


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΒ’


10 οὐδὲ τὴν γραφὴν ταύτην 10 Ούτε τη Γραφή αυτή
ἀνέγνωτε, λίθον ὃν διαβάσατε: Λίθο που
ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, αποδοκίμασαν οι οικοδόμοι,
οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν αυτός έγινε κορωνίδα.
γωνίας·
11 παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ 11 Από τον Κύριο έγινε αυτός και
ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς είναι θαυμαστός στα μάτια μας;»
ἡμῶν;
12 Καὶ ἐζήτουν αὐτὸν κρατῆσαι, 12 Και ζητούσαν να τον
καὶ ἐφοβήθησαν τὸν ὄχλον· κρατήσουν, αλλά φοβήθηκαν το
ἔγνωσαν γὰρ ὅτι πρὸς αὐτοὺς τὴν πλήθος, γιατί κατάλαβαν ότι γι’
παραβολὴν εἶπε. καὶ ἀφέντες αυτούς είπε την παραβολή. Και
αὐτὸν ἀπῆλθον. αφού τον άφησαν, έφυγαν.
13 Καὶ ἀποστέλλουσι πρὸς αὐτόν 13 Και αποστέλλουν προς αυτόν
τινας τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν μερικούς από τους Φαρισαίους
῾Ηρῳδιανῶν ἵνα αὐτὸν και τους Ηρωδιανούς, για να τον
ἀγρεύσωσι λόγῳ. παγιδεύσουν από ένα λόγο του.
14 οἱ δὲ ἐλθόντες λέγουσιν αὐτῷ· 14 Και αφού ήρθαν, του λένε:
διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ «Δάσκαλε, ξέρουμε ότι είσαι
καὶ οὐ μέλει σοι περὶ οὐδενός· οὐ αληθινός και δε σε μέλει για
γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον κανέναν. γιατί δε βλέπεις σε
ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἀληθείας πρόσωπο ανθρώπων, αλλά
τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ διδάσκεις. διδάσκεις αληθινά την οδό του
εἶπον οὖν ἡμῖν· ἔξεστι δοῦναι Θεού. Επιτρέπεται να δώσει
κῆνσον Καίσαρι ἢ οὔ; δῶμεν ἢ μὴ κανείς φόρο στον Καίσαρα ή όχι;
δῶμεν; Να δώσουμε ή να μη δώσουμε;»
15 ὁ δὲ εἰδὼς αὐτῶν τὴν 15 Εκείνος, επειδή κατάλαβε την
ὑπόκρισιν εἶπεν αὐτοῖς· τί με υποκρισία τους, τους είπε: «Τι με
πειράζετε; φέρετέ μοι δηνάριον πειράζετε; Φέρτε μου ένα
ἵνα ἴδω· δηνάριο για να το δω».
16 οἱ δὲ ἤνεγκαν. καὶ λέγει αὐτοῖς· 16 Εκείνοι έφεραν. Και τους λέει:
τίνος ἡ εἰκὼν αὕτη καὶ ἡ «Ποιανού είναι η εικόνα αυτή και
ἐπιγραφή; οἱ δὲ εἶπον· Καίσαρος. η επιγραφή;» Εκείνοι του είπαν:
«Του Καίσαρα».
17 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν 17 Ο Ιησούς τότε τους είπε: «Τα
αὐτοῖς· ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος πράγματα του Καίσαρα
Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ· αποδώστε στον Καίσαρα και τα
καὶ ἐθαύμασαν ἐπ᾿ αὐτῷ. πράγματα του Θεού στο Θεό».
Και εκείνοι θαύμαζαν πολύ με
αυτόν.

18 Καὶ ἔρχονται Σαδδουκαῖοι 18 Και έρχονται Σαδουκκκαίοι
πρὸς αὐτόν, οἵτινες λέγουσιν προς αυτόν, οι οποίοι λένε πως


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΒ’


ἀνάστασιν μὴ εἶναι, καὶ δεν υπάρχει ανάσταση, και τον
ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· επερωτούσαν:
19 διδάσκαλε, Μωϋσῆς ἔγραψεν 19 «Δάσκαλε, ο Μωυσής μάς
ἡμῖν ὅτι ἐάν τινος ἀδελφὸς έγραψε ότι αν ο αδελφός κάποιου
ἀποθάνῃ καὶ καταλίπῃ γυναῖκα, πεθάνει και εγκαταλείψει
καὶ τέκνα μὴ ἀφῇ, ἵνα λάβῃ ὁ γυναίκα και δεν αφήσει τέκνο, να
ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα λάβει ο αδελφός του τη γυναίκα
αὐτοῦ καὶ ἐξαναστήσῃ σπέρμα του και να φέρει απογόνους στον
τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. αδελφό του.
20 ἑπτὰ οὖν ἀδελφοὶ ἦσαν. καὶ ὁ 20 Ήταν εφτά αδελφοί. Και ο
πρῶτος ἔλαβε γυναῖκα, καὶ πρώτος έλαβε γυναίκα και
ἀποθνῄσκων οὐκ ἀφῆκε πεθαίνοντας δεν άφησε
σπέρμα. απογόνους.
21 καὶ ὁ δεύτερος ἔλαβεν αὐτήν, 21 Και ο δεύτερος έλαβε αυτήν
καὶ ἀπέθανε, καὶ οὐδὲ αὐτὸς οὐκ και πέθανε, χωρίς να αφήσει
ἀφῆκε σπέρμα. καὶ ὁ τρίτος απογόνους. και ο τρίτος ομοίως.
ὡσαύτως.
22 καὶ ἔλαβον αὐτὴν οἱ ἑπτά, καὶ 22 και οι εφτά δεν άφησαν
οὐκ ἀφῆκαν σπέρμα. ἐσχάτη απογόνους. Τελευταία απ’ όλους
πάντων ἀπέθανε καὶ ἡ γυνή. πέθανε και η γυναίκα.
23 ἐν τῇ οὖν ἀναστάσει, ὅταν 23 Κατά την ανάσταση, όταν
ἀναστῶσι, τίνος αὐτῶν ἔσται αναστηθούν, ποιανού από
γυνή; οἱ γὰρ ἑπτὰ ἔσχον αὐτὴν αυτούς θα είναι γυναίκα; Γιατί
γυναῖκα. και οι εφτά την είχαν γυναίκα».
24 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν 24 Τους είπε ο Ιησούς: «Γι’ αυτό
αὐτοῖς· οὐ διὰ τοῦτο πλανᾶσθε δεν πλανάστε, επειδή δεν ξέρετε
μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν τις Γραφές μήτε τη δύναμη του
δύναμιν τοῦ Θεοῦ; Θεού;
25 ὅταν γὰρ ἐκ νεκρῶν 25 Γιατί όταν αναστηθούν από
ἀναστῶσιν, οὔτε γαμοῦσιν οὔτε τους νεκρούς, ούτε παντρεύουν
γαμίζονται, ἀλλ' εἰσὶν ὡς ἄγγελοι ούτε νυμφεύονται, αλλά είναι
οἱ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. σαν άγγελοι στους ουρανούς.
26 περὶ δὲ τῶν νεκρῶν ὅτι 26 Όσον αφορά όμως τους
ἐγείρονται, οὐκ ἀνέγνωτε ἐν τῇ νεκρούς ότι εγείρονται, δε
βίβλῳ Μωϋσέως, ἐπὶ τοῦ βάτου διαβάσατε στο βιβλίο του
πῶς εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεὸς λέγων, Μωυσή, εκεί όπου μιλάει για τη
ἐγὼ ὁ Θεὸς ᾿Αβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς βάτο, πώς του είπε ο Θεός
᾿Ισαὰκ καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ιακώβ; λέγοντας Εγώ είμαι ο Θεός του
Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και
ο Θεός του Ιακώβ;


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΒ’


27 οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ 27 Δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά
ζώντων· ὑμεῖς οὖν πολὺ ζωντανών. πολύ πλανάστε».
πλανᾶσθε.
28 Καὶ προσελθὼν εἷς τῶν 28 Και αφού πλησίασε ένας από
γραμματέων ἀκούσας αὐτῶν τους γραμματείς που τους
συζητούντων, ἰδὼν ὅτι καλῶς άκουσε να συζητούν, επειδή είδε
αὐτοῖς ἀπεκρίθη, ἐπηρώτησεν ότι καλά τους αποκρίθηκε, τον
αὐτόν· ποία ἐστὶ πρώτη πάντων επερώτησε: «Ποια εντολή είναι
ἐντολή; πρώτη απ’ όλες;»
29 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπεκρίθη αὐτῷ ὅτι 29 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Πρώτη
πρώτη πάντων ἐντολή· ἄκουε, είναι: Άκου Ισραήλ, Κύριος ο
᾿Ισραήλ, Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Θεός μας είναι ένας Κύριος.
Κύριος εἷς ἐστι·
30 καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν 30 Και να αγαπήσεις Κύριο το
Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας Θεό σου με όλη την καρδιά σου
σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου και με όλη την ψυχή σου και με
καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ όλη τη διάνοιά σου και με όλη
ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. αὕτη την ισχύ σου.
πρώτη ἐντολή. 31 Δεύτερη είναι αυτή: Να
31 καὶ δευτέρα ὁμοία, αὕτη· αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς τον εαυτό σου. Άλλη εντολή
ἑαυτόν. μείζων τούτων ἄλλη μεγαλύτερη από αυτές δεν
ἐντολὴ οὐκ ἔστι. υπάρχει».
32 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ γραμματεύς· 32 Και του είπε ο γραμματέας:
καλῶς, διδάσκαλε, ἐπ᾿ ἀληθείας «Καλά, δάσκαλε, αληθινά είπες
εἶπας ὅτι εἷς ἐστι καὶ οὐκ ἔστιν ότι ένας είναι ο Θεός και δεν είναι
ἄλλος πλὴν αὐτοῦ· άλλος εκτός από αυτόν.
33 καὶ τὸ ἀγαπᾶν αὐτὸν ἐξ ὅλης 33 Και το να αγαπάει κανείς
τῆς καρδίας καὶ ἐξ ὅλης τῆς αυτόν με όλη την καρδιά του και
συνέσεως καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς με όλη τη σύνεση και με όλη την
καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, καὶ τὸ ισχύ του, και το να αγαπάει
ἀγαπᾶν τὸν πλησίον ὡς ἑαυτὸν κανείς τον πλησίον του σαν τον
πλεῖόν ἐστι πάντων τῶν εαυτό του περισσότερο είναι απ’
ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσιῶν. όλα τα ολοκαυτώματα και τις
θυσίες».
34 καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἰδὼν ὅτι 34 Και ο Ιησούς, επειδή είδε ότι
νουνεχῶς ἀπεκρίθη, εἶπεν αὐτῷ· συνετά αποκρίθηκε, του είπε:
οὐ μακρὰν εἶ ἀπὸ τῆς βασιλείας «Δεν είσαι μακριά από τη
τοῦ Θεοῦ· καὶ οὐδεὶς οὐκέτι βασιλεία του Θεού». Και κανείς
ἐτόλμα αὐτὸν ἐπερωτῆσαι. πια δεν τολμούσε να τον

επερωτήσει.


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΒ’


35 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς ἔλεγε 35 Και έλαβε το λόγο ο Ιησούς και
διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ· πῶς έλεγε διδάσκοντας στο ναό: «Πώς
λέγουσιν οἱ γραμματεῖς ὅτι ὁ λένε οι γραμματείς ότι ο Χριστός
Χριστὸς υἱὸς Δαυῒδ ἐστι; είναι γιος του Δαβίδ;
36 αὐτὸς γὰρ Δαυῒδ εἶπεν ἐν 36 Αυτός ο Δαβίδ είπε μέσω του
Πνεύματι ῾Αγίῳ· λέγει ὁ Κύριος Πνεύματος του Αγίου: Είπε ο
τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν Κύριος στον Κύριό μου: “Κάθου
μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου από τα δεξιά μου, ωσότου θέσω
ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. τους εχθρούς σου κάτω από τα
πόδια σου”.
37 αὐτὸς οὖν Δαυΐδ λέγει αὐτὸν 37 Αυτός ο Δαβίδ τον λέει “Κύριο”.
Κύριον· καὶ πόθεν υἱὸς αὐτοῦ Και από πού είναι γιος του;» Και
ἐστι; καὶ ὁ πολὺς ὄχλος ἤκουεν το πολύ πλήθος τον άκουγε
αὐτοῦ ἡδέως. ευχάριστα.
38 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ἐν τῇ διδαχῇ 38 Και στη διδαχή του έλεγε:
αὐτοῦ· βλέπετε ἀπὸ τῶν «Προσέχετε από τους γραμματείς
γραμματέων τῶν θελόντων ἐν που θέλουν να περπατούν με
στολαῖς περιπατεῖν καὶ στολές και θέλουν χαιρετισμούς
ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς στις αγορές
39 καὶ πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς 39 και πρωτοκαθεδρίες στις
συναγωγαῖς καὶ πρωτοκλισίας ἐν συναγωγές και τα πρώτα
τοῖς δείπνοις. καθίσματα στα δείπνα,
40 οἱ κατεσθίοντες τὰς οἰκίας τῶν 40 οι οποίοι κατατρώνε τις οικίες
χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ των χηρών και για πρόφαση
προσευχόμενοι! οὗτοι λήψονται κάνουν μακριές προσευχές.
περισσότερον κρῖμα. Αυτοί θα λάβουν περισσότερη
καταδίκη».
41 Καὶ καθίσας ὁ ᾿Ιησοῦς 41 Και αφού κάθισε απέναντι από
κατέναντι τοῦ γαζοφυλακίου το θησαυροφυλάκιο, κοιτούσε
ἐθεώρει πῶς ὁ ὄχλος βάλλει πώς το πλήθος ρίχνει χάλκινα
χαλκὸν εἰς τὸ γαζοφυλάκιον. νομίσματα στο
θησαυροφυλάκιο. Και πολλοί
πλούσιοι έριχναν πολλά.
42 καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον 42 Και ήρθε μια χήρα φτωχή και
πολλά· καὶ ἐλθοῦσα μία χήρα έριξε δύο λεπτά, που είναι ένας
πτωχὴ ἔβαλε λεπτὰ δύο, ὅ ἐστι κοδράντης.
κοδράντης.
43 καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς 43 Και τότε προσκάλεσε τους
μαθητὰς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· μαθητές του και τους είπε:
ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἡ χήρα ἡ «Αλήθεια σας λέω ότι αυτή η

πτωχὴ αὕτη πλεῖον πάντων φτωχή η χήρα έριξε περισσότερο


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΒ’


ἔβαλε τῶν βαλλόντων εἰς τὸ απ’ όλους όσοι ρίχνουν χρήματα
γαζοφυλάκιον· στο θησαυροφυλάκιο.
44 πάντες γὰρ ἐκ τοῦ 44 Γιατί όλοι έριξαν από το
περισσεύοντος αὐτοῖς ἔβαλον· περίσσευμά τους, αυτή όμως από
αὕτη δὲ ἐκ τῆς ὑστερήσεως αὐτῆς το υστέρημά της, όλα όσα είχε
πάντα ὅσα εἶχεν ἔβαλεν, ὅλον τὸν έριξε, όλη την περιουσία της».
βίον αὐτῆς.


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΓ’


1 Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἐκ 1 Και ενώ έβγαινε έξω από το ναό,
τοῦ ἱεροῦ λέγει αὐτῷ εἷς τῶν του λέει ένας από τους μαθητές
μαθητῶν αὐτοῦ· διδάσκαλε, ἴδε του: «Δάσκαλε, δες τι είδους λίθοι
ποταποὶ λίθοι καὶ ποταπαὶ και τι είδους οικοδομές!»
οἰκοδομαί.
2 καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀποκριθεὶς εἶπεν 2 Και ο Ιησούς του είπε: «Βλέπεις
αὐτῷ· βλέπεις ταύτας τὰς αυτές τις μεγάλες οικοδομές; Δε
μεγάλας οἰκοδομάς; οὐ μὴ ἀφεθῇ θα αφεθεί εδώ λίθος πάνω σε
ὧδε λίθος ἐπὶ λίθον ὃς οὐ μὴ λίθο που δε θα καταστραφεί».
καταλυθῇ.
3 Καὶ καθημένου αὐτοῦ εἰς τὸ 3 Και ενώ καθόταν αυτός στο
ὄρος τῶν ἐλαιῶν κατέναντι τοῦ Όρος των Ελαιών απέναντι από
ἱεροῦ, ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ το ναό, τον επερωτούσαν
ἰδίαν Πέτρος καὶ ᾿Ιάκωβος καὶ ιδιαιτέρως ο Πέτρος και ο
᾿Ιωάννης καὶ ᾿Ανδρέας· Ιάκωβος και ο Ιωάννης και ο
Ανδρέας:
4 εἰπὲ ἡμῖν πότε ταῦτα ἔσται, καὶ 4 «Πες μας, πότε θα γίνουν αυτά
τί τὸ σημεῖον ὅταν μέλλῃ πάντα και ποιο το σημείο όταν μέλλουν
ταῦτα συντελεῖσθαι; όλα αυτά να συντελεστούν;»
5 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀποκριθεὶς ἤρξατο 5 Ο Ιησούς τότε άρχισε να τους
λέγειν αὐτοῖς· βλέπετε μή τις λέει: «Προσέχετε μη σας
ὑμᾶς πλανήσῃ. πλανήσει κανείς.
6 πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ 6 Πολλοί θα έρθουν με το όνομά
ὀνόματί μου λέγοντες ὅτι ἐγώ μου λέγοντας ότι εγώ είμαι και
εἰμι, καὶ πολλοὺς πλανήσουσιν. πολλούς θα πλανήσουν.
7 ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ 7 Όταν λοιπόν ακούσετε
ἀκοὰς πολέμων, μὴ θροεῖσθε· δεῖ πολέμους και φήμες πολέμων, μη
γὰρ γενέσθαι, ἀλλ᾿ οὔπω τὸ θορυβείστε. πρέπει να γίνουν,
τέλος. αλλά ακόμα δεν είναι το τέλος.
8 ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ 8 Γιατί θα εγερθεί έθνος εναντίον
ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, έθνους και βασιλεία εναντίον
καὶ ἔσονται σεισμοὶ κατὰ τόπους, βασιλείας, θα γίνουν σεισμοί
καὶ ἔσονται λιμοὶ καὶ ταραχαί. κατά τόπους, θα γίνουν πείνες.
αρχή ωδίνων θα είναι αυτά.
9 ἀρχαὶ ὠδίνων ταῦτα. Βλέπετε δὲ 9 Και να προσέχετε εσείς τους
ὑμεῖς ἑαυτούς. παραδώσουσι γὰρ εαυτούς σας. Θα σας
ὑμᾶς εἰς συνέδρια καὶ ἐν ταῖς παραδώσουν σε συνέδρια, και θα
συναγωγαῖς αὐτῶν δαρήσεσθε, δαρθείτε σε συναγωγές, και θα
καὶ ἐπὶ ἡγεμόνων καὶ βασιλέων σταθείτε μπροστά σε ηγεμόνες
σταθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς και σε βασιλιάδες εξαιτίας μου,

μαρτύριον αὐτοῖς. για να δώσετε μαρτυρία σ’
αυτούς.


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΓ’


10 καὶ εἰς πάντα τὰ ἔθνη δεῖ 10 Και το ευαγγέλιο πρέπει πρώτα
πρῶτον κηρυχθῆναι τὸ να κηρυχτεί σε όλα τα έθνη.
εὐαγγέλιον.
11 ὅταν δὲ ἀγάγωσιν ὑμᾶς 11 Και όταν σας οδηγούν για να
παραδιδόντες, μὴ προμεριμνᾶτε σας παραδώσουν, μη μεριμνάτε
τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾶτε, ἀλλ᾿ από πριν τι θα μιλήσετε, αλλά
ὃ ἐὰν δοθῇ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ, ό,τι σας δοθεί εκείνη την ώρα,
τοῦτο λαλεῖτε· οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε αυτό να μιλάτε. γιατί δεν είστε
οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ εσείς που θα μιλάτε, αλλά το
῞Αγιον. Πνεύμα το Άγιο.
12 παραδώσει δὲ ἀδελφὸς 12 Και θα παραδώσει ο αδελφός
ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τον αδελφό σε θάνατο και ο
τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται πατέρας το παιδί, και θα
τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ επαναστατήσουν παιδιά ενάντια
θανατώσουσιν αὐτούς. σε γονείς και θα τους
θανατώσουν.
13 καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ 13 Και θα είστε μισούμενοι από
πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ όλους για το όνομά μου. Αλλά
ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος εκείνος που θα υπομείνει ως το
σωθήσεται. τέλος, αυτός θα σωθεί».
14 ῞Οταν δὲ ἴδητε τὸ βδέλυγμα 14 «Όταν όμως δείτε το βδέλυγμα
τῆς ἐρημώσεως τὸ ρηθὲν ὑπὸ της ερημώσεως να έχει σταθεί
Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς εκεί όπου δεν πρέπει – ο
ὅπου οὐ δεῖ –ὁ ἀναγινώσκων αναγνώστης ας εννοήσει – τότε
νοείτω– τότε οἱ ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ όσοι είναι στην Ιουδαία ας
φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη, φεύγουν στα όρη,
15 ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ δώματος μὴ 15 και όποιος είναι πάνω στο
καταβάτω εἰς τὴν οἰκίαν μηδὲ δώμα ας μην κατεβεί μήτε να
εἰσελθέτω ἆραί τι ἐκ τῆς οἰκίας εισέλθει, για να πάρει κάτι από
αὐτοῦ, την οικία του.
16 καὶ ὁ εἰς τὸν ἀγρὸν ὢν μὴ 16 Και όποιος είναι στον αγρό ας
ἐπιστρεψάτω εἰς τὰ ὀπίσω ἆραι μην επιστρέψει προς τα πίσω, για
τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ. να πάρει το πανωφόρι του.
17 οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις 17 Αλίμονο όμως σε όσες έχουν
καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις παιδιά στην κοιλιά και σε όσες
ταῖς ἡμέραις. θηλάζουν εκείνες τις ημέρες.
18 προσεύχεσθε δὲ ἵνα μὴ γένηται 18 Προσεύχεστε μάλιστα να μη
ἡ φυγὴ ὑμῶν χειμῶνος. γίνει το χειμώνα.
19 ἔσονται γὰρ αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι 19 Γιατί εκείνες τις ημέρες θα
θλῖψις, οἵα οὐ γέγονε τοιαύτη ἀπ᾿ γίνει τέτοια θλίψη που δεν έχει

ἀρχῆς κτίσεως ἧς ἔκτισεν ὁ Θεὸς γίνει τέτοιου είδους από την αρχή
ἕως τοῦ νῦν καὶ οὐ μὴ γένηται.


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΓ’


της κτίσης που έκτισε ο Θεός ως
τώρα, και δε θα γίνει ξανά.
20 καὶ εἰ μὴ ἐκολόβωσε Κύριος 20 Και αν δε συντόμευε ο Κύριος
τὰς ἡμέρας, οὐκ ἂν ἐσώθη πᾶσα τις ημέρες, δε θα σωζόταν καμιά
σάρξ· ἀλλὰ διὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς σάρκα. Αλλά για τους εκλεκτούς
οὓς ἐξελέξατο ἐκολόβωσε τὰς που εξέλεξε συντόμεψε τις
ἡμέρας. ημέρες.
21 καὶ τότε ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ, ἰδοὺ 21 Και τότε αν κάποιος σας πει:
ὧδε ὁ Χριστός, ἰδοὺ ἐκεῖ, μὴ “Να, εδώ ο Χριστός”, “Να, εκεί”,
πιστεύετε. μην πιστεύετε.
22 ἐγερθήσονται γὰρ 22 Γιατί θα εγερθούν
ψευδόχριστοι καὶ ψευδόχριστοι και
ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι ψευδοπροφήτες και θα δώσουν
σημεῖα καὶ τέρατα πρὸς τὸ σημεία και τέρατα με σκοπό να
ἀποπλανᾶν, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς αποπλανούν, αν είναι δυνατό,
ἐκλεκτούς. τους εκλεκτούς.
23 ὑμεῖς δὲ βλέπετε· ἰδοὺ 23 Εσείς λοιπόν προσέχετε. Σας τα
προείρηκα ὑμῖν ἅπαντα. έχω προειπεί όλα».
24 ᾿Αλλ᾿ ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις, 24 «Αλλά εκείνες τις ημέρες, μετά
μετὰ τὴν θλῖψιν ἐκείνην ὁ ἥλιος τη θλίψη εκείνη, ο ήλιος θα
σκοτισθήσεται, καὶ ἡ σελήνη οὐ σκοτεινιάσει και η σελήνη δε θα
δώσει τὸ φέγγος αὐτῆς, δώσει το φεγγοβόλημά της
25 καὶ οἱ ἀστέρες ἔσονται ἐκ τοῦ 25 και οι αστέρες θα πέφτουν
οὐρανοῦ πίπτοντες, καὶ αἱ συνεχώς από τον ουρανό και οι
δυνάμεις αἱ ἐν τοῖς οὐρανοῖς δυνάμεις που είναι στους
σαλευθήσονται. ουρανούς θα σαλευτούν.
26 καὶ τότε ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ 26 Και τότε θα δουν τον Υιό του
ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν νεφέλαις ανθρώπου ερχόμενο μέσα σε
μετὰ δυνάμεως πολλῆς καὶ νεφέλες με δύναμη πολλή και
δόξης. δόξα.
27 καὶ τότε ἀποστελεῖ τοὺς 27 Και τότε θα αποστείλει τους
ἀγγέλους αὐτοῦ καὶ ἐπισυνάξει αγγέλους και θα συνάξει στο ίδιο
τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ ἐκ τῶν μέρος τους εκλεκτούς του από
τεσσάρων ἀνέμων, ἀπ' ἄκρου τῆς τους τέσσερις ανέμους, από το
γῆς ἕως ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ. άκρο της γης μέχρι το άκρο του
ουρανού».
28 ᾿Απὸ δὲ τῆς συκῆς μάθετε τὴν 28 «Από τη συκιά, λοιπόν, μάθετε
παραβολήν. ὅταν αὐτῆς ὁ κλάδος την παραβολή. Όταν ήδη το
ἤδη γένηται ἁπαλὸς καὶ ἐκφύῃ κλαδί της απαλό γίνει και
τὰ φύλλα, γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς τὸ ξεφυτρώνουν τα φύλλα,

θέρος ἐστίν· γνωρίζετε ότι είναι κοντά το
θέρος.


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΓ’


29 οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ἴδητε 29 Έτσι κι εσείς, όταν δείτε αυτά
ταῦτα γινόμενα, γινώσκετε ὅτι να γίνονται, να γνωρίζετε ότι
ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις. είναι κοντά, στις θύρες.
30 ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ 30 Αλήθεια σας λέω ότι δε θα
παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη μέχρις οὗ παρέλθει η γενιά αυτή, μέχρις
πάντα ταῦτα γένηται. ότου γίνουν όλα αυτά.
31 ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ 31 Ο ουρανός και η γη θα
παρελεύσονται, οἱ δὲ ἐμοὶ λόγοι παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δε
οὐ μὴ παρελεύσονται. θα παρέλθουν».
32 Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ 32 «Όσον αφορά όμως την ημέρα
τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ εκείνη ή την ώρα κανείς δεν τις
ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ, οὐδὲ ὁ υἱός, εἰ ξέρει, ούτε οι άγγελοι στον
μὴ ὁ πατήρ. ουρανό ούτε ο Υιός παρά μόνο ο
Πατέρας.
33 Βλέπετε, ἀγρυπνεῖτε καὶ 33 Προσέχετε, αγρυπνείτε. Γιατί
προσεύχεσθε· οὐκ οἴδατε γὰρ δεν ξέρετε πότε θα είναι ο καιρός.
πότε ὁ καιρός ἐστιν.
34 ὡς ἄνθρωπος ἀπόδημος, ἀφεὶς 34 Θα συμβεί όπως σ’ έναν
τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, καὶ δοὺς τοῖς άνθρωπο απόδημο, που άφησε
δούλοις αὐτοῦ τὴν ἐξουσίαν, καὶ την οικία του και έδωσε στους
ἑκάστῳ τὸ ἔργον αὐτοῦ, καὶ τῷ δούλους του την εξουσία, σε
θυρωρῷ ἐνετείλατο ἵνα γρηγορῇ. καθέναν το έργο του, και στο
θυρωρό έδωσε εντολή να
αγρυπνεί.
35 γρηγορεῖτε οὖν· οὐκ οἴδατε γὰρ 35 Αγρυπνείτε, λοιπόν. γιατί δεν
πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται, ξέρετε πότε έρχεται ο κύριος της
ὀψὲ ἢ μεσονυκτίου ἢ οικίας, ή βράδυ ή μεσάνυχτα ή με
ἀλεκτοροφωνίας ἢ πρωΐ· του πετεινού το λάλημα ή πρωί,
36 μὴ ἐλθὼν ἐξαίφνης εὕρῃ ὑμᾶς 36 μήπως, όταν έρθει ξαφνικά,
καθεύδοντας. σας βρει να κοιμάστε.
37 ἃ δὲ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω· 37 Και ό,τι λέω σ’ εσάς, το λέω σε
γρηγορεῖτε. όλους: αγρυπνείτε».


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΔ’


1 Ἦν δὲ τὸ πάσχα καὶ τὰ ἄζυμα 1 Ήταν τότε το Πάσχα και η
μετὰ δύο ἡμέρας. καὶ ἐζήτουν οἱ εορτή των Αζύμων, μετά δύο
ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς πῶς ημέρες. Και ζητούσαν οι
αὐτὸν ἐν δόλῳ κρατήσαντες αρχιερείς και οι γραμματείς πώς
ἀποκτείνωσιν. να τον κρατήσουν και να τον
σκοτώσουν με δόλο.
2 ἔλεγον δὲ μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ, 2 Γιατί έλεγαν: «Όχι κατά την
μήποτε θόρυβος ἔσται τοῦ λαοῦ. εορτή, μήπως γίνει θόρυβος από
το λαό».
3 Καὶ ὄντος αὐτοῦ ἐν Βηθανίᾳ ἐν 3 Και όταν αυτός ήταν στη
τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, Βηθανία, στην οικία του Σίμωνα
κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθε γυνὴ του λεπρού, ενώ καθόταν, για να
ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου φάει, ήρθε μια γυναίκα έχοντας
νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς, καὶ αλαβάστρινο δοχείο με μύρο από
συντρίψασα τὸ ἀλάβαστρον υγρό πολυτελές νάρδο. Αφού
κατέχεεν αὐτοῦ κατὰ τῆς σύντριψε το αλαβάστρινο δοχείο,
κεφαλῆς. το κατάχυσε στο κεφάλι του.
4 ἦσαν δέ τινες ἀγανακτοῦντες 4 Ήταν όμως μερικοί που
πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· εἰς τί ἡ αγανακτούσαν μέσα τους,
ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου λέγοντας: «Γιατί έχει γίνει αυτή η
γέγονεν; απώλεια του μύρου;
5 ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον 5 Επειδή αυτό το μύρο μπορούσε
πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων να πουληθεί πάνω από τριακόσια
δηναρίων καὶ δοθῆναι τοῖς δηνάρια και να δοθεί στους
πτωχοῖς· καὶ ἐνεβριμῶντο αὐτῇ. φτωχούς». Και την επέπλητταν
με θυμό.
6 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄφετε αὐτήν· 6 Αλλά ο Ιησούς είπε: «Αφήστε
τί αὐτῇ κόπους παρέχετε; καλὸν την. Τι την ενοχλείτε; Έκανε σ’
ἔργον εἰργάσατο ἐν ἐμοί. εμένα ένα καλό έργο.
7 πάντοτε γὰρ τοὺς πτωχοὺς 7 Γιατί πάντοτε τους φτωχούς
ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, καὶ ὅταν τούς έχετε μαζί σας και, όταν
θέλητε δύνασθε αὐτοὺς εὖ θέλετε, δύναστε να τους κάνετε
ποιῆσαι· ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. καλό, εμένα όμως δε με έχετε
πάντοτε.
8 ὃ ἔσχεν αὕτη ἐποίησε· προέλαβε 8 Ό,τι είχε έκανε. Πρόλαβε να
μυρίσαι μου τὸ σῶμα εἰς τὸν μυρώσει το σώμα μου για τον
ἐνταφιασμόν. ενταφιασμό μου.
9 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν 9 Και αλήθεια σας λέω, όπου κι
κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο εἰς αν κηρυχτεί το ευαγγέλιο σε όλο
ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὃ ἐποίησεν τον κόσμο, και ό,τι έκανε αυτή θα

αὕτη λαληθήσεται εἰς διαλαληθεί στη μνήμη της».
μνημόσυνον αὐτῆς.


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΔ’


10 Καὶ ᾿Ιούδας ὁ ᾿Ισκαριώτης, εἷς 10 Και ο Ιούδας Ισκαριώτης, ο
τῶν δώδεκα, ἀπῆλθε πρὸς τοὺς ένας από τους δώδεκα, πήγε προς
ἀρχιερεῖς ἵνα παραδῷ αὐτὸν τους αρχιερείς, για να τους τον
αὐτοῖς. παραδώσει.
11 οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐχάρησαν, 11 Εκείνοι, όταν το άκουσαν,
καὶ ἐπηγγείλαντο αὐτῷ ἀργύρια χάρηκαν, και του υποσχέθηκαν
δοῦναι· καὶ ἐζήτει πῶς εὐκαίρως να του δώσουν αργυρά
αὐτὸν παραδῷ. νομίσματα. Και ζητούσε
ευκαιρία πώς να τον παραδώσει.
12 Καὶ τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ τῶν 12 Και την πρώτη ημέρα της
ἀζύμων, ὅτε τὸ πάσχα ἔθυον, εορτής των Αζύμων, όταν
λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· θυσίαζαν το Πάσχα, του λένε οι
ποῦ θέλεις ἀπελθόντες μαθητές του: «Πού θέλεις να πάμε
ἑτοιμάσωμεν ἵνα φάγῃς τὸ και να ετοιμάσουμε, για να φας
πάσχα; το Πάσχα;»
13 καὶ ἀποστέλλει δύο τῶν 13 Και αποστέλλει δύο από τους
μαθητῶν αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· μαθητές του και τους λέει:
ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν, καὶ «Πηγαίνετε στην πόλη και θα
ἀπαντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος σας συναντήσει ένας άνθρωπος,
κεράμιον ὕδατος βαστάζων· βαστάζοντας στάμνα με νερό.
ἀκολουθήσατε αὐτῷ, Ακολουθήστε τον
14 καὶ ὅπου ἐὰν εἰσέλθῃ, εἴπατε 14 και, όπου εισέλθει, πείτε στον
τῷ οἰκοδεσπότῃ ὅτι ὁ οικοδεσπότη ότι ο δάσκαλος λέει:
διδάσκαλος λέγει· ποῦ ἐστι τὸ “Πού είναι το κατάλυμά μου
κατάλυμά μου ὅπου τὸ πάσχα όπου το Πάσχα θα φάω μαζί με
μετὰ τῶν μαθητῶν μου φάγω; τους μαθητές μου”;
15 καὶ αὐτὸς ὑμῖν δείξει ἀνώγαιον 15 Και αυτός θα σας δείξει ανώγι
μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον· ἐκεῖ μεγάλο, στρωμένο έτοιμο. και
ἑτοιμάσατε ἡμῖν. εκεί ετοιμάστε για μας».
16 καὶ ἐξῆλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ 16 Και εξήλθαν οι μαθητές και
καὶ ἦλθον εἰς τὴν πόλιν, καὶ ήρθαν στην πόλη και βρήκαν
εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, καὶ καθώς τους είπε και ετοίμασαν το
ἡτοίμασαν τὸ πάσχα. Πάσχα.
17 Καὶ ὀψίας γενομένης ἔρχεται 17 Και όταν βράδιασε, έρχεται
μετὰ τῶν δώδεκα. μαζί με τους δώδεκα.
18 καὶ ἀνακειμένων αὐτῶν καὶ 18 Και ενώ αυτοί κάθονταν
ἐσθιόντων εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν ξαπλωμένοι και έτρωγαν, ο
λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν Ιησούς είπε: «Αλήθεια σας λέω
παραδώσει με, ὁ ἐσθίων μετ᾿ ότι ένας από εσάς θα με
ἐμοῦ. προδώσει. εκείνος που τρώει μαζί

μου».


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΔ’


19 οἱ δὲ ἤρξαντο λυπεῖσθαι καὶ 19 Αυτοί άρχισαν να λυπούνται
λέγειν αὐτῷ εἷς καθ᾿ εἷς· μήτι ἐγώ; και να του λένε ένας-ένας:
καὶ ἄλλος· μήτι ἐγώ; «Μήπως εγώ;»
20 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· 20 Εκείνος τους είπε: «Είναι ένας
εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ από τους δώδεκα, αυτός που
ἐμβαπτόμενος μετ᾿ ἐμοῦ εἰς τὸ βουτά μαζί μου στο βαθύ πιάτο.
τρυβλίον.
21 ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου 21 Γιατί ο Υιός του ανθρώπου,
ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ βέβαια, πηγαίνει καθώς είναι
αὐτοῦ· οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ γραμμένο γι’ αυτόν, αλίμονο
ἐκείνῳ, δι᾿ οὗ ὁ υἱὸς τοῦ όμως στον άνθρωπο εκείνο μέσω
ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν του οποίου ο Υιός του ανθρώπου
ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ προδίδεται. θα ήταν καλό γι’
ἄνθρωπος ἐκεῖνος. αυτόν αν εκείνος ο άνθρωπος δεν
είχε γεννηθεί».
22 Καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν λαβὼν ὁ 22 Και ενώ αυτοί έτρωγαν, έλαβε
᾿Ιησοῦς ἄρτον εὐλογήσας ἔκλασε άρτο, αφού ευλόγησε το Θεό, τον
καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς καὶ εἶπε· έκοψε με τα χέρια και τους τον
λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ έδωσε και είπε: «Λάβετε, τούτο
σῶμά μου. είναι το σώμα μου».
23 καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον 23 Και αφού έλαβε ποτήρι,
εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς, καὶ ευχαρίστησε το Θεό, τους το
ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες. έδωσε και ήπιαν όλοι από αυτό.
24 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ 24 Και τους είπε: «Τούτο είναι το
αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης αίμα μου, της διαθήκης, που
τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον. χύνεται υπέρ πολλών.
25 ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ 25 Αλήθεια σας λέω ότι δε θα πιω
μὴ πίω ἐκ τοῦ γεννήματος τῆς πια από το γέννημα της αμπέλου
ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ως την ημέρα εκείνη, όταν θα το
ὅταν αὐτὸ πίνω καινὸν ἐν τῇ πίνω καινούργιο μέσα στη
βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. βασιλεία του Θεού».
26 Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ 26 Και αφού ύμνησαν, εξήλθαν ες
ὄρος τῶν ἐλαιῶν. το όρος των ελαιών.

27 καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι 27 Και τους λέει ο Ιησούς: «Όλοι
πάντες σκανδαλισθήσεσθε ἐν θα σκανδαλιστείτε, γιατί είναι
ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ· ὅτι γραμμένο: Θα χτυπήσω τον
γέγραπται, πατάξω τὸν ποιμένα ποιμένα και τα πρόβατα θα
καὶ διασκορπισθήσονται τὰ διασκορπιστούν.
πρόβατα·


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΔ’


28 ἀλλὰ μετὰ τὸ ἐγερθῆναί με 28 Αλλά μετά την έγερσή μου θα
προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν. πάω πριν από εσάς στη
Γαλιλαία».
29 ὁ δὲ Πέτρος ἔφη αὐτῷ· καὶ εἰ 29 Ο Πέτρος όμως του είπε: «Αν
πάντες σκανδαλισθήσονται, και όλοι μπορεί να
ἀλλ᾿ οὐκ ἐγώ. σκανδαλιστούν αλλά όχι εγώ».
30 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν 30 Και του λέει ο Ιησούς:
λέγω σοι ὅτι σὺ σήμερον ἐν τῇ «Αλήθεια σου λέω ότι εσύ
νυκτὶ ταύτῃ πρὶν ἢ δὶς ἀλέκτορα σήμερα, αυτήν τη νύχτα, πριν ο
φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με. πετεινός λαλήσει δύο φορές,
τρεις θα με απαρνηθείς».
31 ὁ δὲ Πέτρος ἐκ περισσοῦ ἔλεγε 31 Εκείνος ακόμη περισσότερο
μᾶλλον· ἐάν με δέῃ συναποθανεῖν έλεγε: «Κι αν χρειαστεί να
σοι, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι. πεθάνω μαζί σου, δε θα σε
ὡσαύτως δὲ καὶ πάντες ἔλεγον. απαρνηθώ». Ομοίως μάλιστα και
όλοι έλεγαν.
32 Καὶ ἔρχονται εἰς χωρίον οὗ τὸ 32 Και έρχονται σε μια περιοχή
ὄνομα Γεθσημανῆ, καὶ λέγει τοῖς που έχει το όνομα Γεθσημανή και
μαθηταῖς αὐτοῦ· καθίσατε ὧδε λέει στους μαθητές του: «Καθίστε
ἕως προσεύξωμαι. εδώ, ωσότου προσευχηθώ».
33 καὶ παραλαμβάνει τὸν Πέτρον 33 Και παραλαβαίνει μαζί του τον
καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην μεθ᾿ Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον
ἑαυτοῦ, καὶ ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι Ιωάννη, και άρχισε να μένει
καὶ ἀδημονεῖν έκθαμβος και να αδημονεί.
34 καὶ λέγειν αὐτοῖς· περίλυπός 34 Και τους λέει: «Περίλυπη είναι
ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· η ψυχή μου, ως το θάνατο.
μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε. Μείνετε εδώ και αγρυπνείτε».
35 καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπεσεν 35 Και αφού προχώρησε σε μικρή
ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ απόσταση, έπεφτε στη γη και
προσηύχετο ἵνα, εἰ δυνατόν ἐστι, προσευχόταν για να παρέλθει
παρέλθῃ ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ ὥρα, από αυτόν, αν ήταν δυνατό,
εκείνη η ώρα.
36 καὶ ἔλεγεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ, 36 Και έλεγε: «Αββά, Πατέρα, όλα
πάντα δυνατά σοι· παρένεγκε τὸ είναι δυνατά σ’ εσένα.
ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦτο· ἀλλ᾿ οὐ Απομάκρυνε αυτό το ποτήρι από
τί ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ εἴ τι σύ. εμένα. αλλά όχι ό,τι εγώ θέλω,
αλλά ό,τι εσύ».
37 καὶ ἔρχεται καὶ εὑρίσκει 37 Και έρχεται και τους βρίσκει να
αὐτοὺς καθεύδοντας, καὶ λέγει κοιμούνται, και λέει στον Πέτρο:
τῷ Πέτρῳ· Σίμων, καθεύδεις; οὐκ «Σίμωνα, κοιμάσαι; Δεν μπόρεσες

ἰσχύσατε μίαν ὥραν μια ώρα να αγρυπνήσεις;
γρηγορῆσαι;


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΔ’


38 γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, 38 Αγρυπνείτε και προσεύχεστε,
ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· για να μην έρθετε σε πειρασμό.
τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ Το πνεύμα είναι βεβαίως
σὰρξ ἀσθενής. πρόθυμο, αλλά η σάρκα
ασθενής».
39 καὶ πάλιν ἀπελθὼν 39 Και πάλι έφυγε και
προσηύξατο τὸν αὐτὸν λόγον προσευχήθηκε και είπε τα ίδια
εἰπών. λόγια.
40 καὶ ὑποστρέψας εὗρεν αὐτοὺς 40 Και πάλι ήρθε και τους βρήκε
πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ οἱ να κοιμούνται, γιατί τα μάτια
ὀφθαλμοὶ αὐτῶν τους ήταν πολύ βαριά από τη
καταβαρυνόμενοι, καὶ οὐκ νύστα και δεν ήξεραν τι να του
ᾔδεισαν τί ἀποκριθῶσιν αὐτῷ. αποκριθούν.
41 καὶ ἔρχεται τὸ τρίτον καὶ λέγει 41 Και έρχεται για τρίτη φορά και
αὐτοῖς· καθεύδετε λοιπὸν καὶ τους λέει: «Κοιμάστε λοιπόν και
ἀναπαύεσθε! ἀπέχει· ἦλθεν ἡ αναπαύεστε. φτάνει. Ήρθε η ώρα,
ὥρα· ἰδοὺ παραδίδοται ὁ υἱὸς τοῦ ιδού, παραδίνεται ο Υιός του
ἀνθρώπου εἰς τὰς χεῖρας τῶν ανθρώπου στα χέρια των
ἁμαρτωλῶν· αμαρτωλών.
42 ἐγείρεσθε, ἄγωμεν· ἰδοὺ ὁ 42 Σηκώνεστε, ας πηγαίνουμε.
παραδιδούς με ἤγγικε. Ιδού, αυτός που θα με παραδώσει
έχει πλησιάσει».
43 Καὶ εὐθέως, ἔτι αὐτοῦ 43 Και ευθύς, ενώ αυτός μιλούσε
λαλοῦντος, παραγίνεται ᾿Ιούδας ακόμα, παρουσιάζεται ο Ιούδας,
ὁ ᾿Ισκαριώτης, εἷς τῶν δώδεκα, ένας από τους δώδεκα, και μαζί
καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ του όχλος με μάχαιρες και ξύλα
μαχαιρῶν καὶ ξύλων, από μέρους των αρχιερέων και
ἀπεσταλμένοι παρὰ τῶν των γραμματέων και των
ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων.
τῶν πρεσβυτέρων.
44 δεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν 44 Αυτός που θα τον παράδινε
σύσσημον αὐτοῖς λέγων· ὃν ἂν είχε δώσει μάλιστα σύνθημα σ’
φιλήσω, αὐτός ἐστι· κρατήσατε αυτούς λέγοντας: «Όποιον
αὐτὸν καὶ ἀπαγάγετε ἀσφαλῶς. φιλήσω, αυτός είναι. κρατήστε
τον και οδηγήστε τον στο
δικαστήριο με ασφάλεια».
45 καὶ ἐλθὼν εὐθέως προσελθὼν 45 Και αφού ήρθε, ευθύς
αὐτῷ λέγει· χαῖρε, ραββί, καὶ πλησίασε σε αυτόν και του λέει:
κατεφίλησεν αὐτόν. «Ραβί», και τον καταφίλησε.
46 οἱ δὲ ἐπέβαλον ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς 46 Εκείνοι έβαλαν τα χέρια πάνω

χεῖρας αὐτῶν καὶ ἐκράτησαν του και τον κράτησαν.
αὐτόν.


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΔ’


47 Εἷς δέ τις τῶν παρεστηκότων 47 Ένας τότε, κάποιος από αυτούς
σπασάμενος τὴν μάχαιραν που είχαν σταθεί εκεί κοντά,
ἔπαισε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως αφού τράβηξε τη μάχαιρα,
καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον. χτύπησε το δούλο του αρχιερέα
και του αφαίρεσε το αυτί.
48 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν 48 Και έλαβε το λόγο ο Ιησούς και
αὐτοῖς· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε τους είπε: «Σαν ενάντια σε ληστή
μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων εξήλθατε με μάχαιρες και ξύλα,
συλλαβεῖν με· για να με συλλάβετε;
49 καθ᾿ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἤμην 49 Κάθε ημέρα ήμουν κοντά σας,
ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων, καὶ οὐκ διδάσκοντας μέσα στο ναό, και
ἐκρατήσατέ με. ἀλλ᾿ ἵνα δε με κρατήσατε. Αλλά αυτό
πληρωθῶσιν αἱ γραφαί. έγινε, για να εκπληρωθούν οι
Γραφές».
50 καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον 50 Και τότε τον άφησαν και
πάντες. έφυγαν όλοι.
51 Καὶ εἷς τις νεανίσκος 51 Και κάποιος νεαρός
ἠκολούθησεν αὐτῷ, ακολουθούσε μαζί του
περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ περιτυλιγμένος με σεντόνι πάνω
γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ στο γυμνό του σώμα. και τον
νεανίσκοι. κρατούν.
52 ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα 52 Εκείνος εγκατέλειψε το σεντόνι
γυμνὸς ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν. και έφυγε γυμνός.
53 Καὶ ἀπήγαγον τὸν ᾿Ιησοῦν 53 Και οδήγησαν τον Ιησού προς
πρὸς τὸν ἀρχιερέα καὶ τον αρχιερέα, και συνέρχονται
συνέρχονται αὐτῷ πάντες οἱ όλοι οι αρχιερείς και οι
ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ πρεσβύτεροι και οι γραμματείς.
οἱ γραμματεῖς.
54 καὶ ὁ Πέτρος ἀπὸ μακρόθεν 54 Και ο Πέτρος από μακριά τον
ἠκολούθησεν αὐτῷ ἕως ἔσω εἰς ακολούθησε ως μέσα στην αυλή
τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως, καὶ ἦν του αρχιερέα, και καθόταν μαζί
συγκαθήμενος μετὰ τῶν με τους υπηρέτες και
ὑπηρετῶν καὶ θερμαινόμενος θερμαινόταν κοντά στο φως της
πρὸς τὸ φῶς. φωτιάς.
55 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ 55 Οι αρχιερείς, λοιπόν, και όλο το
συνέδριον ἐζήτουν κατὰ τοῦ συνέδριο ζητούσαν μαρτυρία
᾿Ιησοῦ μαρτυρίαν εἰς τὸ κατά του Ιησού, για να τον
θανατῶσαι αὐτόν, καὶ οὐχ θανατώσουν, και δεν εύρισκαν.
εὕρισκον·
56 πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν 56 Γιατί πολλοί

κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι ψευδομαρτυρούσαν εναντίον
οὐκ ἦσαν.


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΔ’


του, αλλά οι μαρτυρίες δεν ήταν
σύμφωνες.
57 καί τινες ἀναστάντες 57 Και μερικοί, αφού
ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ σηκώθηκαν, ψευδομαρτυρούσαν
λέγοντες εναντίον του λέγοντας:
58 ὅτι ἡμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοῦ 58 «Εμείς τον ακούσαμε να λέει:
λέγοντος, ὅτι ἐγὼ καταλύσω τὸν “Εγώ θα καταστρέψω το ναό
ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον τούτο το χειροποίητο και μέσα σε
καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον τρεις ημέρες άλλο αχειροποίητο
ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω. θα οικοδομήσω”».
59 καὶ οὐδὲ οὕτως ἴση ἦν ἡ 59 Αλλά ούτε έτσι δεν ήταν
μαρτυρία αὐτῶν. σύμφωνη η μαρτυρία τους.
60 καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ 60 Και τότε σηκώθηκε ο
μέσον ἐπηρώτα τὸν ᾿Ιησοῦν αρχιερέας στο μέσο και
λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; τί επερώτησε τον Ιησού λέγοντας:
οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; «Δεν αποκρίνεσαι τίποτα; Τι
μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου;»
61 ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐδὲν 61 Εκείνος σιωπούσε και δεν
ἀπεκρίνατο. πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς αποκρίθηκε τίποτα. Πάλι ο
ἐπηρώτα αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ· αρχιερέας τον επερωτούσε και
σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ λέει σ’ αυτόν: «Εσύ είσαι ο
εὐλογητοῦ; Χριστός, ο Υιός του Ευλογητού;»
62 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἐγώ εἰμι· καὶ 62 Ο Ιησούς τότε είπε: «Εγώ είμαι,
ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ και θα δείτε τον Υιό του
δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως ανθρώπου από τα δεξιά να
καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν κάθεται της Δύναμης και να
τοῦ οὐρανοῦ. έρχεται μαζί με τις νεφέλες του
ουρανού».
63 ὁ δὲ ἀρχιερεὺς διαρρήξας τοὺς 63 Ο αρχιερέας τότε, αφού
χιτῶνας αὐτοῦ λέγει· τί ἔτι χρείαν ξέσχισε τους χιτώνες του, λέει: «Τι
ἔχομεν μαρτύρων; ανάγκη έχουμε ακόμα από
μάρτυρες;
64 ἠκούσατε πάντως τῆς 64 Ακούσατε τη βλαστήμια. Τι
βλασφημίας· τί ὑμῖν φαίνεται; οἱ σας φαίνεται;» Εκείνοι όλοι τον
δὲ πάντες κατέκριναν αὐτὸν εἶναι κατάκριναν πως είναι ένοχος
ἔνοχον θανάτου. θανάτου.
65 Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν 65 Και άρχισαν μερικοί να τον
αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν τὸ φτύνουν και να περικαλύπτουν
πρόσωπον αὐτοῦ καὶ κολαφίζειν το πρόσωπό του και να τον
αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ· χαστουκίζουν και να του λένε:

προφήτευσον ἡμῖν τίς ἐστιν ὁ «Προφήτεψε». Και οι υπηρέτες
τον πήραν στα χαστούκια.


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΔ’


παίσας σε. καὶ οἱ ὑπηρέται
ραπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον.
66 Καὶ ὄντος τοῦ Πέτρου κάτω ἐν 66 Και ενώ ο Πέτρος ήταν κάτω
τῇ αὐλῇ ἔρχεται μία τῶν στην αυλή, έρχεται μία από τις
παιδισκῶν τοῦ ἀρχιερέως, μικρές δούλες του αρχιερέα
67 καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον 67 και, όταν είδε τον Πέτρο να
θερμαινόμενον ἐμβλέψασα αὐτῷ θερμαίνεται, τον κοίταξε μέσα
λέγει· καὶ σὺ μετὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ τοῦ στα μάτια και του λέει: «Κι εσύ
Ναζαρηνοῦ ἦσθα. μαζί με το Ναζαρηνό ήσουν, τον
Ιησού».
68 ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· οὐκ οἶδα 68 Εκείνος το αρνήθηκε
οὐδὲ ἐπίσταμαι τί σὺ λέγεις. καὶ λέγοντας: «Ούτε ξέρω ούτε
ἐξῆλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον, καὶ καταλαβαίνω εσύ τι λες». Και
ἀλέκτωρ ἐφώνησε. βγήκε έξω στο προαύλιο. Και
λάλησε ένας πετεινός.
69 καὶ ἡ παιδίσκη ἰδοῦσα αὐτὸν 69 Και η μικρή δούλη, όταν τον
πάλιν ἤρξατο λέγειν τοῖς είδε, άρχισε πάλι να λέει σ’ όσους
παρεστηκόσιν ὅτι οὗτος ἐξ αὐτῶν είχαν σταθεί εκεί: «Αυτός είναι
ἐστιν. από αυτούς».
70 ὁ δὲ πάλιν ἠρνεῖτο. καὶ μετὰ 70 Εκείνος πάλι αρνιόταν. Και
μικρὸν πάλιν οἱ παρεστῶτες μετά από λίγο, πάλι όσοι είχαν
ἔλεγον τῷ Πέτρῳ· ἀληθῶς ἐξ σταθεί εκεί, έλεγαν στον Πέτρο:
αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ Γαλιλαῖος εἶ καὶ «Αλήθεια, από αυτούς είσαι, γιατί
ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει. είσαι και Γαλιλαίος».
71 ὁ δὲ ἤρξατο ἀναθεματίζειν καὶ 71 Εκείνος άρχισε να
ὀμνύναι ὅτι οὐκ οἶδα τὸν αναθεματίζει και να ορκίζεται:
ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε. καὶ «Δεν ξέρω τον άνθρωπο τούτον
ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησε. που λέτε».
72 καὶ ἀνεμνήσθη ὁ Πέτρος τὸ 72 Και ευθύς για δεύτερη φορά
ρῆμα ὃ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ένας πετεινός λάλησε. Και
πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δίς, θυμήθηκε ο Πέτρος το λόγο
ἀπαρνήσῃ με τρίς· καὶ ἐπιβαλὼν καθώς του είπε ο Ιησούς: «Πριν ο
ἔκλαιε. πετεινός λαλήσει δύο φορές,
τρεις θα με απαρνηθείς» – και
αφού έπεσε πάνω στη γη,
έκλαιγε.


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΕ’


1 Καὶ εὐθέως ἐπὶ τὸ πρωῒ 1 Και ευθύς το πρωί έκαναν
συμβούλιον ποιήσαντες οἱ συμβούλιο οι αρχιερείς μαζί με
ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων τους πρεσβυτέρους και τους
καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ γραμματείς και όλο το συνέδριο
συνέδριον, δήσαντες τὸν ᾿Ιησοῦν και, αφού έδεσαν τον Ιησού, τον
ἀπήνεγκαν καὶ παρέδωκαν τῷ έφεραν και τον παρέδωσαν στον
Πιλάτῳ. Πιλάτο.
2 καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ 2 Και τον επερώτησε ο Πιλάτος:
Πιλᾶτος· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των
᾿Ιουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν Ιουδαίων;» Εκείνος του
αὐτῷ· σὺ λέγεις. αποκρίθηκε και λέει: «Εσύ το
λες».
3 καὶ κατηγόρουν αὐτοῦ οἱ 3 Και οι αρχιερείς τον
ἀρχιερεῖς πολλά, αὐτὸς δὲ οὐδὲν κατηγορούσαν πολλά.
ἀπεκρίνατο.
4 ὁ δὲ Πιλᾶτος πάλιν ἐπηρώτα 4 Ο Πιλάτος λοιπόν πάλι τον
αὐτὸν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ επερωτούσε λέγοντας: «Δεν
οὐδέν; ἴδε πόσα σου αποκρίνεσαι τίποτα; Δες πόσα σε
καταμαρτυροῦσιν. κατηγορούν».
5 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς οὐκέτι οὐδὲν 5 Αλλά ο Ιησούς τίποτα πια δεν
ἀπεκρίθη, ὥστε θαυμάζειν τὸν αποκρίθηκε, ώστε θαύμαζε ο
Πιλᾶτον. Πιλάτος.
6 Κατὰ δὲ ἑορτὴν ἀπέλυεν αὐτοῖς 6 Κατά την εορτή, λοιπόν, τους
ἕνα δέσμιον, ὅνπερ ᾐτοῦντο. απέλυε ένα φυλακισμένο, όποιον
ζητούσαν.
7 ἦν δὲ ὁ λεγόμενος Βαραββᾶς 7 Ήταν τότε φυλακισμένος ο
μετὰ τῶν συστασιαστῶν λεγόμενος Βαραβάς μαζί με τους
δεδεμένος, οἵτινες ἐν τῇ στάσει στασιαστές, οι οποίοι κατά τη
φόνον πεποιήκεισαν. στάση είχαν κάνει φόνο.
8 καὶ ἀναβοήσας ὁ ὄχλος ἤρξατο 8 Και όταν ανέβηκε το πλήθος,
αἰτεῖσθαι καθὼς ἀεὶ ἐποίει άρχισε να του ζητά καθώς τους
αὐτοῖς. έκανε.
9 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀπεκρίθη αὐτοῖς 9 Ο Πιλάτος τότε τους
λέγων· θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν τὸν αποκρίθηκε λέγοντας: «Θέλετε
βασιλέα τῶν ᾿Ιουδαίων; να σας απολύσω το βασιλιά των
Ιουδαίων;»
10 ἐγίνωσκε γὰρ ὅτι διὰ φθόνον 10 Γιατί γνώριζε ότι από φθόνο
παραδεδώκεισαν αὐτὸν οἱ τον είχαν παραδώσει οι
ἀρχιερεῖς. αρχιερείς.
11 οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν τὸν 11 Αλλά οι αρχιερείς ξεσήκωσαν

ὄχλον ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν το πλήθος, για να τους απολύσει
ἀπολύσῃ αὐτοῖς. μάλλον το Βαραβά.


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΕ’


12 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀποκριθεὶς πάλιν 12 Ο Πιλάτος τότε, πάλι έλαβε το
εἶπεν αὐτοῖς· τί οὖν θέλετε λόγο και τους έλεγε: «Τι θέλετε
ποιήσω ὃν λέγετε τὸν βασιλέα λοιπόν να κάνω αυτόν που λέτε
τῶν ᾿Ιουδαίων; “βασιλιά των Ιουδαίων”;»
13 οἱ δὲ πάλιν ἔκραξαν· 13 Εκείνοι πάλι έκραξαν:
σταύρωσον αὐτόν. «Σταύρωσέ τον».
14 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἔλεγεν αὐτοῖς· τί 14 Ο Πιλάτος όμως τους έλεγε:
γὰρ ἐποίησε κακόν; οἱ δὲ «Γιατί, τι κακό έκανε;» Εκείνοι
περισσοτέρως ἔκραξαν· περισσότερο έκραξαν:
σταύρωσον αὐτόν. «Σταύρωσέ τον».
15 ὁ δὲ Πιλᾶτος βουλόμενος τῷ 15 Ο Πιλάτος, λοιπόν, θέλοντας
ὄχλῳ τὸ ἱκανὸν ποιῆσαι, να ικανοποιήσει τον όχλο, τους
ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, απόλυσε το Βαραβά και
καὶ παρέδωκε τὸν ᾿Ιησοῦν παράδωσε τον Ιησού, αφού τον
φραγελλώσας ἵνα σταυρωθῇ. μαστίγωσε, για να σταυρωθεί.
16 Οἱ δὲ στρατιῶται ἀπήγαγον 16 Οι στρατιώτες τότε τον
αὐτὸν ἔσω τῆς αὐλῆς, ὅ ἐστι οδήγησαν μέσα στην εσωτερική
πραιτώριον, καὶ συγκαλοῦσιν αυλή, που είναι το πραιτόριο, και
ὅλην τὴν σπεῖραν· συγκαλούν όλη τη στρατιωτική
μονάδα.
17 καὶ ἐνδύουσιν αὐτὸν 17 Και τον ντύνουν με πορφύρα
πορφύραν καὶ περιτιθέασιν αὐτῷ και του θέτουν γύρω από το
πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον, κεφάλι ένα αγκάθινο στεφάνι
που έπλεξαν.
18 καὶ ἤρξαντο ἀσπάζεσθαι 18 Και άρχισαν να τον χαιρετούν:
αὐτόν. χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν «Χαίρε, βασιλιά των Ιουδαίων».
᾿Ιουδαίων·
19 καὶ ἔτυπτον αὐτοῦ τὴν 19 Και χτυπούσαν το κεφάλι του
κεφαλὴν καλάμῳ καὶ ἐνέπτυον με καλάμι και τον έφτυναν και,
αὐτῷ, καὶ τιθέντες τὰ γόνατα αφού έπεσαν στα γόνατα, τον
προσεκύνουν αὐτῷ. προσκυνούσαν.
20 καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, 20 Και όταν τον ενέπαιξαν, τον
ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν πορφύραν έγδυσαν από την πορφύρα και
καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια τὰ τον έντυσαν με τα ρούχα του. Και
ἴδια, καὶ ἐξάγουσιν αὐτὸν ἵνα τον οδηγούν έξω για να τον
σταυρώσωσιν αὐτόν. σταυρώσουν.
21 Καὶ ἀγγαρεύουσι παράγοντά 21 Και αγγαρεύουν κάποιον που
τινα Σίμωνα Κυρηναῖον, περνούσε από εκεί κοντά, το
ἐρχόμενον ἀπ᾿ ἀγροῦ, τὸν πατέρα Σίμωνα τον Κυρηναίο, που
᾿Αλεξάνδρου καὶ Ρούφου, ἵνα ἄρῃ ερχόταν από την εξοχή, τον

τὸν σταυρὸν αὐτοῦ. πατέρα του Αλέξανδρου και του


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΕ’


Ρούφου, για να σηκώσει το
σταυρό του.
22 Καὶ φέρουσιν αὐτὸν ἐπὶ 22 Και τον φέρνουν πάνω στον
Γολγοθᾶ τόπον, ὅ ἐστι τόπο του Γολγοθά, που
μεθερμηνευόμενον κρανίου ερμηνεύεται, “Κρανίου Τόπος”.
τόπος.
23 καὶ ἐδίδουν αὐτῷ πιεῖν 23 Και του έδιναν κρασί με
ἐσμυρνισμένον οἶνον· ὁ δὲ οὐκ σμύρνα. αλλά αυτός δεν το
ἔλαβε. έλαβε.
24 καὶ σταυρώσαντες αὐτὸν 24 Και τον σταυρώνουν και
διαμερίζονται τὰ ἱμάτια αὐτοῦ διαμοιράζονται τα ιμάτιά του,
βάλλοντες κλῆρον ἐπ᾿ αὐτὰ τίς τί ρίχνοντας κλήρο γι’ αυτά τι
ἄρῃ. κανείς θα πάρει.
25 ἦν δὲ ὥρα τρίτη καὶ 25 Ήταν τότε εννιά η ώρα το
ἐσταύρωσαν αὐτόν. πρωί, και τον σταύρωσαν.
26 καὶ ἦν ἡ ἐπιγραφὴ τῆς αἰτίας 26 Και ήταν η επιγραφή της
αὐτοῦ ἐπιγεγραμμένη· ὁ βασιλεὺς αιτίας της καταδίκης του
τῶν ᾿Ιουδαίων. γραμμένη από πάνω του: “Ο
βασιλιάς των Ιουδαίων”.
27 Καὶ σὺν αὐτῷ σταυροῦσι δύο 27 Και μαζί του σταυρώνουν δύο
λῃστάς, ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνα ἐξ ληστές, έναν από τα δεξιά και
εὐωνύμων αὐτοῦ. έναν από τα αριστερά του.
28 καὶ ἐπληρώθη ἡ γραφὴ ἡ 28 Και εκπληρώθηκε η Γραφή
λέγουσα· καὶ μετὰ ἀνόμων που λέει: Και μαζί με άνομους
ἐλογίσθη. λογαριάστηκε.
29 Καὶ οἱ παραπορευόμενοι 29 Και εκείνοι που πορεύονταν
ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες δίπλα του τον βλαστημούσαν
τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ λέγοντες· κουνώντας τα κεφάλια τους και
οὐά, ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν λέγοντας: «Α, εσύ που
τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! καταστρέφεις το ναό και τον
οικοδομείς σε τρεις ημέρες,
30 σῶσον σεαυτὸν καὶ κατάβα 30 σώσε τον εαυτό σου και
ἀπὸ τοῦ σταυροῦ. κατέβα από το σταυρό».
31 ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς 31 Όμοια και οι αρχιερείς τον
ἐμπαίζοντες πρὸς ἀλλήλους μετὰ ενέπαιζαν μεταξύ τους μαζί με
τῶν γραμματέων ἔλεγον· ἄλλους τους γραμματείς και έλεγαν:
ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται «Άλλους έσωσε, τον εαυτό του δε
σῶσαι. δύναται να σώσει.
32 ὁ Χριστὸς ὁ βασιλεὺς τοῦ 32 Ο Χριστός, ο βασιλιάς του
᾿Ισραὴλ καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ Ισραήλ, ας κατέβει τώρα από το

σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν καὶ σταυρό, για να δούμε και να
πιστεύσωμεν αὐτῷ. καὶ οἱ πιστέψουμε». Και αυτοί που ήταν


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΕ’


συνεσταυρωμένοι αὐτῷ σταυρωμένοι μαζί του τον
ὠνείδιζον αὐτόν. έβριζαν.
33 Γενομένης δὲ ὥρας ἕκτης 33 Και όταν έγινε δώδεκα η ώρα
σκότος ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν το μεσημέρι, έγινε σκοτάδι πάνω
ἕως ὥρας ἐνάτης· σε όλη τη γη ως τις τρεις η ώρα το
απόγευμα.
34 καὶ τῇ ὥρᾳ τῇ ἐνάτῃ ἐβόησεν ὁ 34 Και στις τρεις η ώρα βόησε ο
᾿Ιησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· Ιησούς με φωνή μεγάλη: «Ελωι
᾿Ελωῒ ᾿Ελωΐ, λιμᾶ σαβαχθανί; ὅ ελωι λεμα σαβαχθανι;», που όταν
ἐστι μεθερμηνευόμενον, ὁ Θεός ερμηνεύεται σημαίνει: «Θεέ μου,
μου ὁ Θεός μου, εἰς τί με Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;»
ἐγκατέλιπες;
35 καί τινες τῶν παρεστηκότων 35 Και μερικοί από αυτούς που
ἀκούσαντες ἔλεγον· ἴδε ᾿Ηλίαν είχαν σταθεί εκεί κοντά, όταν
φωνεῖ. άκουσαν, έλεγαν: «Δες, τον Ηλία
φωνάζει».
36 δραμὼν δὲ εἷς καὶ γεμίσας 36 Έτρεξε τότε κάποιος και, αφού
σπόγγον ὄξους περιθείς τε γέμισε ένα σφουγγάρι με ξίδι, το
καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτὸν λέγων· έθεσε γύρω από ένα καλάμι και
ἄφετε ἴδωμεν εἰ ἔρχεται ᾿Ηλίας του έδινε να πιει λέγοντας:
καθελεῖν αὐτόν. «Αφήστε, ας δούμε αν έρχεται ο
Ηλίας να τον κατεβάσει».
37 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀφεὶς φωνὴν 37 Και ο Ιησούς, αφού άφησε να
μεγάλην ἐξέπνευσε. βγει φωνή μεγάλη, εξέπνευσε.
38 Καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ 38 Και το καταπέτασμα του ναού
ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως σχίστηκε στα δύο από πάνω ως
κάτω. κάτω.
39 ᾿Ιδὼν δὲ ὁ κεντυρίων ὁ 39 Όταν είδε τότε ο
παρεστηκὼς ἐξ ἐναντίας αὐτοῦ εκατόνταρχος, που είχε σταθεί
ὅτι οὕτω κράξας ἐξέπνευσεν, απέναντί του, ότι έτσι εξέπνευσε,
εἶπεν· ἀληθῶς ὁ ἄνθρωπος οὗτος είπε: «Αλήθεια, αυτός ο
υἱὸς ἦν Θεοῦ. άνθρωπος ήταν Υιός Θεού».
40 ῏Ησαν δὲ καὶ γυναῖκες ἀπὸ 40 Και ήταν και γυναίκες από
μακρόθεν θεωροῦσαι, ἐν αἷς ἦν μακριά που κοιτούσαν, μεταξύ
καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ των οποίων και η Μαρία η
Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου τοῦ Μαγδαληνή και η Μαρία, η
μικροῦ καὶ ᾿Ιωσῆ μήτηρ, καὶ μητέρα του Ιακώβου του μικρού
Σαλώμη, και του Ιωσή, και η Σαλώμη,
41 αἳ καὶ ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ 41 οι οποίες, όταν ο Ιησούς ήταν
ἠκολούθουν αὐτῷ καὶ διηκόνουν στη Γαλιλαία, τον ακολουθούσαν

αὐτῷ, καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ και τον διακονούσαν. Ήταν
επίσης και πολλές άλλες που


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΕ’


συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς ανέβηκαν μαζί του στα
῾Ιεροσόλυμα. Ιεροσόλυμα.
42 Καὶ ἤδη ὀψίας γενομένης, ἐπεὶ 42 Και όταν ήδη έγινε βράδυ,
ἦν παρασκευή, ὅ ἐστι επειδή ήταν Παρασκευή, που
προσάββατον, είναι η προηγούμενη ημέρα του
Σαββάτου,
43 ἐλθὼν ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ 43 ήρθε ο Ιωσήφ, που καταγόταν
᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων από την Αριμαθαία, σεβαστό
βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν μέλος του Συνεδρίου, που κι
προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν αυτός περίμενε τη βασιλεία του
τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε Θεού, ο οποίος τόλμησε, εισήλθε
πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ και παρουσιάστηκε μπροστά
σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα
του Ιησού.
44 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη 44 Αλλά ο Πιλάτος θαύμασε
τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος απορώντας αν είχε ήδη πεθάνει
τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν και, αφού προσκάλεσε τον
αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· εκατόνταρχο, τον ρώτησε αν
πέθανε από ώρα.
45 καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ 45 Και όταν το έμαθε από τον
κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ εκατόνταρχο, δώρισε το πτώμα
σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ. στον Ιωσήφ.
46 καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ 46 Και εκείνος αφού αγόρασε ένα
καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σεντόνι, τον κατέβασε από το
σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν σταυρό, τον τύλιξε στο σεντόνι
μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ και τον έθεσε μέσα σε μνήμα που
πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ήταν λατομημένο στο βράχο. Και
ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. μετά κύλησε ένα λίθο πάνω στη
θύρα του μνήματος.
47 ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ 47 Τότε η Μαρία η Μαγδαληνή
Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ και η Μαρία η μητέρα του Ιωσή
τίθεται. κοιτούσαν πού έχει τεθεί.


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΣΤ’


1 Καὶ διαγενομένου τοῦ 1 Και όταν πέρασε το Σάββατο, η
σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία η Μαγδαληνή και η
καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και
Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα,
ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. για να έρθουν και να τον
αλείψουν.
2 καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς 2 Και πολύ πρωί, την πρώτη
σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ ημέρα μετά το Σάββατο έρχονται
μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ στο μνήμα, όταν ανάτειλε ο
ἡλίου. ήλιος.
3 καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς 3 Και έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος
ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θα μας κυλήσει μακριά το λίθο
θύρας τοῦ μνημείου; από τη θύρα του μνήματος;»
4 καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι 4 Και όταν σήκωσαν το βλέμμα
ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ τους, κοιτούν ότι έχει κυλήσει
μέγας σφόδρα. μακριά ο λίθος. ήταν πράγματι
πάρα πολύ μεγάλος.
5 καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον 5 Και αφού εισήλθαν στο μνήμα,
εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν είδαν ένα νεαρό να κάθεται στα
τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον δεξιά ντυμένο με στολή λευκή
στολὴν λευκήν, καὶ και έμειναν έκθαμβες.
ἐξεθαμβήθησαν.
6 ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ 6 Εκείνος τους λέει: «Μη μένετε
ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν έκθαμβες. Τον Ιησού ζητάτε, το
Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· Ναζαρηνό, το σταυρωμένο.
ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ Εγέρθηκε, δεν είναι εδώ. Να ο
τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. τόπος όπου τον έθεσαν.
7 ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς 7 Αλλά πηγαίνετε, πείτε στους
μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι μαθητές του και στον Πέτρο ότι
προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· πηγαίνει πριν από εσάς στη
ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν Γαλιλαία. εκεί θα τον δείτε καθώς
ὑμῖν. σας είπε».
8 καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ 8 Και εκείνες εξήλθαν και έφυγαν
μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος από το μνήμα, γιατί τις κατείχε
καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν τρόμος και έκσταση. Και σε
εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ. κανέναν δεν είπαν τίποτα. γιατί
φοβούνταν.
9 ᾿Αναστὰς δὲ πρωῒ πρώτῃ 9 Και αφού αναστήθηκε πρωί την
σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ πρώτη ημέρα μετά το Σάββατο,
τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ᾿ ἧς φάνηκε πρώτα στη Μαρία τη

ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια. Μαγδαληνή, από την οποία είχε
βγάλει εφτά δαιμόνια.


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΣΤ’


10 ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε 10 Εκείνη πορεύτηκε και το
τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ γενομένοις, ανάγγειλε σ’ αυτούς που ήταν
πενθοῦσι καὶ κλαίουσι. μαζί του, οι οποίοι πενθούσαν και
έκλαιγαν.
11 κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ 11 Κι εκείνοι, όταν άκουσαν ότι
καὶ ἐθεάθη ὑπ᾿ αὐτῆς, ζει και ότι αυτή τον είδε,
ἠπίστησαν. απίστησαν.
12 Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτῶν 12 Και μετά από αυτά,
περιπατοῦσιν ἐφανερώθη ἐν φανερώθηκε με άλλη μορφή σε
ἑτέρᾳ μορφῇ, πορευομένοις εἰς δύο από αυτούς που
ἀγρόν. περπατούσαν, ενώ πορεύονταν
σε ένα χωριό.
13 κἀκεῖνοι ἀπελθόντες 13 Κι εκείνοι έφυγαν και το
ἀπήγγειλαν τοῖς λοιποῖς· οὐδὲ ανάγγειλαν στους υπόλοιπους.
ἐκείνοις ἐπίστευσαν. ούτε σ’ εκείνους πίστεψαν.
14 ῞Υστερον ἀνακειμένοις αὐτοῖς 14 Και ύστερα, ενώ κάθονταν, για
τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη, καὶ να φάνε, φανερώθηκε σ’ αυτούς
ὠνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ τους έντεκα και επιτίμησε την
σκληροκαρδίαν, ὅτι τοῖς απιστία τους και τη
θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον σκληροκαρδία τους, γιατί δεν
οὐκ ἐπίστευσαν. πίστεψαν σ’ εκείνους που τον
είδαν εγερμένο.
15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες 15 Και τους είπε: «Πορευτείτε σε
εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε όλο τον κόσμο και κηρύξετε το
τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει. ευαγγέλιο σε όλη την κτίση.
16 ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς 16 Όποιος πιστέψει και βαφτιστεί
σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας θα σωθεί, όποιος όμως απιστήσει
κατακριθήσεται. θα κατακριθεί.
17 σημεῖα δὲ τοῖς πιστεύσασι 17 Και αυτά τα θαυματουργικά
ταῦτα παρακολουθήσει· ἐν τῷ σημεία θα συνοδέψουν εκείνους
ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι· που θα πιστέψουν: θα βγάλουν
γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς· δαιμόνια στο όνομά μου, θα
μιλήσουν καινούργιες γλώσσες
18 ὄφεις ἀροῦσι· κἂν θανάσιμόν 18 και θα σηκώσουν στα χέρια
τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει· τους φίδια, και αν πιουν κάτι
ἐπὶ ἀρρώστους χεῖρας θανάσιμο, δε θα τους βλάψει. θα
ἐπιθήσουσι, καὶ καλῶς ἕξουσιν. θέσουν τα χέρια πάνω σε
αρρώστους και θα γίνουν καλά».
19 ῾Ο μὲν οὖν Κύριος μετὰ τὸ 19 Αφενός λοιπόν, μετά την
λαλῆσαι αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς ομιλία του σ’ αυτούς, ο Κύριος

τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν ἐκ Ιησούς αναλήφτηκε στον ουρανό
δεξιῶν τοῦ Θεοῦ.


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΣΤ’


και κάθισε από τα δεξιά του
Θεού.
20 ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες ἐκήρυξαν 20 Αφετέρου εκείνοι εξήλθαν και
πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου κήρυξαν παντού, ενώ ο Κύριος
συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον συνεργούσε και επιβεβαίωνε το
βεβαιοῦντος διὰ τῶν λόγο μέσω των θαυματουργικών
ἐπακολουθούντων σημείων. σημείων που επακολουθούσαν.
ἀμήν.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Α’


1 Ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν 1 Επειδή, πράγματι, πολλοί
ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν επιχείρησαν να συντάξουν μια
πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν διήγηση για τα πράγματα που
πραγμάτων συνέβηκαν μεταξύ μας με
απόλυτη βεβαιότητα,
2 καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾿ 2 καθώς μας τα παράδωσαν όσοι
ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται από την αρχή έγιναν αυτόπτες
γενόμενοι τοῦ λόγου, μάρτυρες και υπηρέτες του θείου
λόγου,
3 ἔδοξε κἀμοί, παρηκολουθηκότι 3 γι’ αυτό φάνηκε καλό και σ’
ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς, καθεξῆς εμένα, που τα παρακολούθησα
σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, όλα από την αρχή ακριβώς, να
σου τα γράψω με τη σειρά,
εξοχότατε Θεόφιλε,
4 ἵνα ἐπιγνῷς περὶ ὧν κατηχήθης 4 για να γνωρίσεις καλά με
λόγων τὴν ἀσφάλειαν. ασφάλεια την αλήθεια για όσα
λόγια κατηχήθηκες.
5 ᾿Εγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις 5 Υπήρξε κατά τις ημέρες του
῾Ηρῴδου τοῦ βασιλέως τῆς Ηρώδη, του βασιλιά της
᾿Ιουδαίας ἱερεύς τις ὀνόματι Ιουδαίας, κάποιος ιερέας με το
Ζαχαρίας ἐξ ἐφημερίας ᾿Αβιά, καὶ όνομα Ζαχαρίας από την
ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἐκ τῶν θυγατέρων ιερατική τάξη του Αβιά, και είχε
᾿Ααρών, καὶ τὸ ὄνομα αὐτῆς γυναίκα από τις θυγατέρες του
᾿Ελισάβετ. Ααρών και το όνομά της ήταν
Ελισάβετ.
6 ἦσαν δὲ δίκαιοι ἀμφότεροι 6 Ήταν μάλιστα δίκαιοι και οι
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πορευόμενοι δύο απέναντι στο Θεό, και
ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καὶ πορεύονταν άμεμπτοι σε όλες τις
δικαιώμασι τοῦ Κυρίου εντολές και τις δίκαιες διατάξεις
ἄμεμπτοι. του Κυρίου.
7 καὶ οὐκ ἦν αὐτοῖς τέκνον, 7 Αλλά δεν είχαν παιδί, καθότι η
καθότι ἡ ᾿Ελισάβετ ἦν στεῖρα, καὶ Ελισάβετ ήταν στείρα, και οι δυο
ἀμφότεροι προβεβηκότες ἐν ταῖς τους ήταν προχωρημένοι στην
ἡμέραις αὐτῶν ἦσαν. ηλικία.
8 ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ ἱερατεύειν 8 Συνέβηκε τότε, ενώ αυτός
αὐτὸν ἐν τῇ τάξει τῆς ἐφημερίας ιεράτευε απέναντι στο Θεό κατά
αὐτοῦ ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τη χρονική σειρά της ιερατικής
τάξης του,
9 κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἱερατείας 9 να του λάχει με κλήρο να
ἔλαχε τοῦ θυμιᾶσαι εἰσελθὼν εἰς θυμιάσει σύμφωνα με τη

τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου· συνήθεια του ιερατείου, αφού
εισέλθει στο ναό του Κυρίου.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Α’


10 καὶ πᾶν τὸ πλῆθος ἦν τοῦ λαοῦ 10 Και όλο το πλήθος του λαού
προσευχόμενον ἔξω τῇ ὥρᾳ τοῦ προσευχόταν συνέχεια έξω την
θυμιάματος. ώρα του θυμιάματος.
11 ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου 11 Του φανερώθηκε τότε άγγελος
ἑστὼς ἐκ δεξιῶν τοῦ Κυρίου, έχοντας σταθεί από τα
θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος. δεξιά του θυσιαστηρίου του
θυμιάματος.
12 καὶ ἐταράχθη Ζαχαρίας ἰδών, 12 Και ταράχτηκε ο Ζαχαρίας,
καὶ φόβος ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτόν. όταν τον είδε, και φόβος έπεσε
πάνω του.
13 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος· 13 Είπε τότε ο άγγελος προς
μὴ φοβοῦ, Ζαχαρία· διότι αυτόν: «Μη φοβάσαι, Ζαχαρία,
εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καὶ ἡ γιατί εισακούστηκε η δέησή σου,
γυνή σου ᾿Ελισάβετ γεννήσει υἱόν και η γυναίκα σου η Ελισάβετ θα
σοι, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ σου γεννήσει γιο και θα καλέσεις
᾿Ιωάννην· το όνομά του Ιωάννη.
14 καὶ ἔσται χαρά σοι καὶ 14 Και θα είναι για σένα χαρά και
ἀγαλλίασις, καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ αγαλλίαση, και πολλοί θα
γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται. χαρούν για τη γέννησή του.
15 ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ 15 Γιατί θα είναι μεγάλος
Κυρίου, καὶ οἶνον καὶ σίκερα οὐ μπροστά στον Κύριο, και κρασί
μὴ πίῃ καὶ Πνεύματος ῾Αγίου και σίκερα δε θα πιει, και με
πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας Πνεύμα Άγιο θα γεμίσει από την
μητρὸς αὐτοῦ, κοιλιά της μητέρας του ακόμη,
16 καὶ πολλοὺς τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ 16 και πολλούς από τους γιους
ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν Ισραήλ θα τους κάνει να
αὐτῶν· επιστρέψουν στον Κύριο το Θεό
τους.
17 καὶ αὐτὸς προελεύσεται 17 Και αυτός θα έρθει
ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι καὶ προηγουμένως, μπροστά από
δυνάμει ᾿Ηλιού, ἐπιστρέψαι Αυτόν, με το πνεύμα και με τη
καρδίας πατέρων ἐπὶ τέκνα καὶ δύναμη του Ηλία, για να στρέψει
ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων, πίσω τις καρδιές των πατέρων
ἑτοιμάσαι Κυρίῳ λαὸν στα παιδιά τους και τους απειθείς
κατεσκευασμένον. στη φρόνηση των δικαίων, για
να ετοιμάσει στον Κύριο λαό
προπαρασκευασμένο».
18 καὶ εἶπε Ζαχαρίας πρὸς τὸν 18 Και είπε ο Ζαχαρίας προς τον
ἄγγελον· κατὰ τί γνώσομαι άγγελο: «Από τι θα γνωρίσω
τοῦτο; ἐγὼ γάρ εἰμι πρεσβύτης αυτό; Γιατί εγώ είμαι

καὶ ἡ γυνή μου προβεβηκυῖα ἐν ηλικιωμένος και η γυναίκα μου
ταῖς ἡμέραις αὐτῆς. προχωρημένη στην ηλικία».


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Α’


19 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν 19 Και τότε αποκρίθηκε ο
αὐτῷ· ἐγώ εἰμι Γαβριὴλ ὁ άγγελος και του είπε: «Εγώ είμαι
παρεστηκὼς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ο Γαβριήλ που έχω σταθεί
καὶ ἀπεστάλην λαλῆσαι πρός σε μπροστά στο Θεό και
καὶ εὐαγγελίσασθαί σοι ταῦτα. αποστάλθηκα να μιλήσω προς
εσένα και να σου ευαγγελίσω
αυτά.
20 καὶ ἰδοὺ ἔσῃ σιωπῶν καὶ μὴ 20 Και ιδού, θα είσαι σιωπηλός
δυνάμενος λαλῆσαι ἄχρι ἧς και δε θα μπορείς να μιλήσεις
ἡμέρας γένηται ταῦτα, ἀνθ᾿ ὧν μέχρι την ημέρα που θα γίνουν
οὐκ ἐπίστευσας τοῖς λόγοις μου, αυτά, επειδή δεν πίστεψες στους
οἵτινες πληρωθήσονται εἰς τὸν λόγους μου, οι οποίοι θα
καιρὸν αὐτῶν. εκπληρωθούν στον καιρό τους».
21 καὶ ἦν ὁ λαὸς προσδοκῶν τὸν 21 Και ο λαός προσδοκούσε το
Ζαχαρίαν, καὶ ἐθαύμαζον ἐν τῷ Ζαχαρία και θαύμαζαν
χρονίζειν αὐτὸν ἐν τῷ ναῷ. απορώντας για το χρόνο που
αυτός καθυστερούσε μέσα στο
ναό.
22 ἐξελθὼν δὲ οὐκ ἠδύνατο 22 Όταν λοιπόν εξήλθε, δεν
λαλῆσαι αὐτοῖς, καὶ ἐπέγνωσαν μπορούσε να τους μιλήσει, και
ὅτι ὀπτασίαν ἑώρακεν ἐν τῷ ναῷ· κατάλαβαν ότι μια οπτασία είχε
καὶ αὐτὸς ἦν διανεύων αὐτοῖς, δει μέσα στο ναό. Και αυτός τους
καὶ διέμενε κωφός. έκανε νεύματα και παράμενε
μουγκός.
23 καὶ ἐγένετο ὡς ἐπλήσθησαν αἱ 23 Και συνέβηκε, μόλις
ἡμέραι τῆς λειτουργίας αὐτοῦ, συμπληρώθηκαν οι ημέρες της
ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. λειτουργίας του, να φύγει για τον
οίκο του.
24 Μετὰ δὲ ταύτας τὰς ἡμέρας 24 Μετά λοιπόν από αυτές τις
συνέλαβεν ᾿Ελισάβετ ἡ γυνὴ ημέρες, συνέλαβε η Ελισάβετ η
αὐτοῦ, καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν γυναίκα του και έκρυβε γύρω της
μῆνας πέντε, επιμελώς τον εαυτό της για πέντε
μήνες, λέγοντας:
25 λέγουσα ὅτι οὕτω μοι 25 «Έτσι μου έχει κάνει ο Κύριος
πεποίηκεν ὁ Κύριος ἐν ἡμέραις κατά τις ημέρες που έριξε το
αἷς ἐπεῖδεν ἀφελεῖν τὸ ὄνειδός βλέμμα του πάνω μου, για να
μου ἐν ἀνθρώποις. αφαιρέσει την ντροπή μου
μεταξύ των ανθρώπων».
26 ᾿Εν δὲ τῷ μηνὶ τῷ ἕκτῳ 26 Και στο μήνα της τον έκτο,
ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ ὑπὸ αποστάλθηκε ο άγγελος Γαβριήλ

τοῦ Θεοῦ εἰς πόλιν τῆς Γαλιλαίας, από το Θεό σε μια πόλη της
ᾗ ὄνομα Ναζαρέτ,


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Α’


Γαλιλαίας, που έχει όνομα
Ναζαρέτ,
27 πρὸς παρθένον 27 σε μια παρθένα μνηστευμένη
μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα με άντρα, που είχε το όνομα
᾿Ιωσήφ, ἐξ οἴκου Δαυΐδ, καὶ τὸ Ιωσήφ, από τον οίκο Δαβίδ. και
ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ. το όνομα της παρθένας ήταν
Μαριάμ.
28 καὶ εἰσελθὼν ὁ ἄγγελος πρὸς 28 Και αφού εισήλθε και
αὐτὴν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωμένη· παρουσιάστηκε προς αυτήν, είπε:
ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη «Χαίρε, κεχαριτωμένη, ο Κύριος
σὺ ἐν γυναιξίν. είναι μαζί σου. Ευλογημένη εσύ
μεταξύ των γυναικών».
29 ἡ δὲ ἰδοῦσα διεταράχθη ἐπὶ τῷ 29 Εκείνη ταράχτηκε πολύ από τα
λόγῳ αὐτοῦ, καὶ διελογίζετο λόγια αυτά και διαλογιζόταν τι
ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος. είδους μπορεί να είναι αυτός ο
χαιρετισμός.
30 καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος αὐτῇ· μὴ 30 Και ο άγγελος της είπε: «Μη
φοβοῦ, Μαριάμ· εὗρες γὰρ χάριν φοβάσαι, Μαριάμ, γιατί βρήκες
παρὰ τῷ Θεῷ. χάρη μπροστά στο Θεό.
31 καὶ ἰδοὺ συλλήψῃ ἐν γαστρὶ 31 Και ιδού, θα συλλάβεις στην
καὶ τέξῃ υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ κοιλιά και θα γεννήσεις γιο και
ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν. θα καλέσεις το όνομά του Ιησού.
32 οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς 32 Αυτός θα είναι μεγάλος και θα
ὑψίστου κληθήσεται, καὶ δώσει κληθεί Υιός του Υψίστου και θα
αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον του δώσει ο Κύριος ο Θεός το
Δαυῒδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, θρόνο του Δαβίδ του πατέρα του,
33 καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον 33 και θα βασιλέψει πάνω στον
᾿Ιακὼβ εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ τῆς οίκο Ιακώβ στους αιώνες και δε
βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος. θα υπάρχει τέλος στη βασιλεία
του».
34 εἶπε δὲ Μαριὰμ πρὸς τὸν 34 Είπε τότε η Μαριάμ προς τον
ἄγγελον· πῶς ἔσται μοι τοῦτο, άγγελο: «Πώς θα γίνει αυτό, αφού
ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω; δε γνωρίζω άντρα;»
35 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν 35 Και αποκρίθηκε ο άγγελος και
αὐτῇ· Πνεῦμα ῞Αγιον ἐπελεύσεται της είπε: «Πνεύμα Άγιο θα έρθει
ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου πάνω σου και δύναμη Υψίστου
ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ θα σε επισκιάσει. γι’ αυτό και το
γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται άγιο που θα γεννηθεί θα κληθεί
υἱὸς Θεοῦ. Υιός Θεού.
36 καὶ ἰδοὺ ᾿Ελισάβετ ἡ συγγενής 36 Και ιδού, η Ελισάβετ η

σου καὶ αὐτὴ συνειληφυῖα υἱὸν συγγενής σου έχει συλλάβει και
ἐν γήρει αὐτῆς, καὶ οὗτος μὴν αυτή γιο στα γηρατειά της, και


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Α’


ἕκτος ἐστὶν αὐτῇ τῇ καλουμένῃ αυτός είναι ο έκτος μήνας της
στείρᾳ· εγκυμοσύνης αυτής που την
αποκαλούν στείρα.
37 ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ 37 Γιατί δε θα είναι αδύνατος
Θεῷ πᾶν ρῆμα. κανένας λόγος που προέρχεται
από το Θεό».
38 εἶπε δὲ Μαριάμ· ἰδοὺ ἡ δούλη 38 Είπε τότε η Μαριάμ: «Ιδού η
Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά δούλη του Κυρίου. είθε να μου
σου. καὶ ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτῆς ὁ γίνει κατά το λόγο σου». Και
ἄγγελος. έφυγε από αυτήν ο άγγελος.
39 ᾿Αναστᾶσα δὲ Μαριὰμ ἐν ταῖς 39 Σηκώθηκε τότε η Μαριάμ
ἡμέραις ταύταις ἐπορεύθη εἰς τὴν κατά τις ημέρες αυτές και
ὀρεινὴν μετὰ σπουδῆς εἰς πόλιν πορεύτηκε στην ορεινή περιοχή
᾿Ιούδα, βιαστικά σε μια πόλη της φυλής
του Ιούδα,
40 καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον 40 και εισήλθε στον οίκο του
Ζαχαρίου καὶ ἠσπάσατο τὴν Ζαχαρία και χαιρέτησε την
᾿Ελισάβετ. Ελισάβετ.
41 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ἡ 41 Και συνέβηκε, μόλις άκουσε το
᾿Ελισάβετ τὸν ἀσπασμὸν τῆς χαιρετισμό της Μαρίας η
Μαρίας, ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν Ελισάβετ, να σκιρτήσει το βρέφος
τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς· καὶ ἐπλήσθη μέσα στην κοιλιά της, και η
Πνεύματος ῾Αγίου ἡ ᾿Ελισάβετ Ελισάβετ γέμισε Πνεύμα Άγιο.
42 καὶ ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ 42 Και φώναξε με κραυγή μεγάλη
καὶ εἶπεν· εὐλογημένη σὺ ἐν και είπε: «Ευλογημένη εσύ
γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ μεταξύ των γυναικών και
καρπὸς τῆς κοιλίας σου. ευλογημένος ο καρπός της
κοιλιάς σου.
43 καὶ πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ 43 Και πώς μου έγινε αυτό, να
μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με; έρθει η μητέρα του Κυρίου μου
προς εμένα;
44 ἰδοὺ γὰρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνὴ 44 Γιατί ιδού, μόλις ήρθε η φωνή
τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τὰ ὦτά του χαιρετισμού σου στα αυτιά
μου, ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν μου, σκίρτησε με αγαλλίαση το
ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλίᾳ μου. βρέφος μέσα στην κοιλιά μου.
45 καὶ μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι 45 Και μακάρια αυτή που πίστεψε
ἔσται τελείωσις τοῖς ότι θα υπάρξει τέλεια
λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ πραγματοποίηση σε όσα της
Κυρίου. έχουν ειπωθεί από τον Κύριο».
46 Καὶ εἶπε Μαριάμ· Μεγαλύνει ἡ 46 Και είπε η Μαριάμ:

ψυχή μου τὸν Κύριον


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Α’


47 καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου 47 «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον
ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου, Κύριο, και αγαλλίασε το πνεύμα
μου στο Θεό το σωτήρα μου
48 ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν 48 γιατί επέβλεψε στην
ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ. ταπείνωση της δούλης του. Γιατί
ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί ιδού, από τώρα θα με μακαρίζουν
με πᾶσαι αἱ γενεαί· όλες οι γενιές,
49 ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ 49 επειδή μου έκανε μεγάλα
δυνατὸς καὶ ἅγιον τὸ ὄνομα πράγματα ο Δυνατός. Και άγιο
αὐτοῦ, είναι το όνομά του,
50 καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ εἰς γενεὰς 50 και το έλεός του διαρκεί σε
γενεῶν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν. γενεές και γενεές σ’ εκείνους που
τον φοβούνται.
51 ᾿Εποίησε κράτος ἐν βραχίονι 51 Έκανε έργα κραταιά με το
αὐτοῦ, διεσκόρπισεν βραχίονά του: Διασκόρπισε
ὑπερηφάνους διανοίᾳ καρδίας όσους ήταν περήφανοι στη
αὐτῶν· διάνοια της καρδιάς τους.
52 καθεῖλε δυνάστας ἀπὸ θρόνων 52 Καθαίρεσε δυνάστες από
καὶ ὕψωσε ταπεινούς, θρόνους και ύψωσε ταπεινούς,
53 πεινῶντας ἐνέπλησεν ἀγαθῶν 53 πεινασμένους γέμισε με αγαθά
καὶ πλουτοῦντας ἐξαπέστειλε και πλούσιους εξαπέστειλε
κενούς. κενούς.
54 ἀντελάβετο ᾿Ισραὴλ παιδὸς 54 Βοήθησε τον Ισραήλ το δούλο
αὐτοῦ μνησθῆναι ἐλέους, του, δείχνοντας πως θυμήθηκε το
έλεος,
55 καθὼς ἐλάλησε πρὸς τοὺς 55 καθώς μίλησε προς τους
πατέρας ἡμῶν, τῷ ᾿Αβραὰμ καὶ πατέρες μας, στον Αβραάμ και
τῷ σπέρματι αὐτοῦ εἰς τὸν στο σπέρμα του στον αιώνα».
αἰῶνα.
56 ῎Εμεινε δὲ Μαριὰμ σὺν αὐτῇ 56 Έμεινε λοιπόν η Μαριάμ μαζί
ὡσεὶ μῆνας τρεῖς καὶ ὑπέστρεψεν της περίπου τρεις μήνες, και
εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. κατόπιν επέστρεψε στον οίκο
της.
57 Τῇ δὲ ᾿Ελισάβετ ἐπλήσθη ὁ 57 Και για την Ελισάβετ
χρόνος τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ συμπληρώθηκε ο χρόνος του
ἐγέννησεν υἱόν. τοκετού της και γέννησε γιο.
58 καὶ ἤκουσαν οἱ περίοικοι καὶ οἱ 58 Και οι γείτονες και οι συγγενείς
συγγενεῖς αὐτῆς ὅτι ἐμεγάλυνε της άκουσαν ότι μεγάλυνε ο
Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ μετ᾿ αὐτῆς, Κύριος το έλεός του σ’ αυτήν και
καὶ συνέχαιρον αὐτῇ. τη συνέχαιραν.

59 Καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ 59 Και συνέβηκε την ημέρα την
ἦλθον περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ όγδοη να έρθουν να κάνουν


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Α’


ἐκάλουν αὐτὸ ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ περιτομή στο παιδί και ήθελαν
πατρὸς αὐτοῦ Ζαχαρίαν. να το καλέσουν με το όνομα του
πατέρα του, Ζαχαρία.
60 καὶ ἀποκριθεῖσα ἡ μήτηρ 60 Και τότε αποκρίθηκε η μητέρα
αὐτοῦ εἶπεν· οὐχί, ἀλλὰ του και είπε: «Όχι, αλλά θα
κληθήσεται ᾿Ιωάννης. κληθεί Ιωάννης».
61 καὶ εἶπον πρὸς αὐτὴν ὅτι 61 Και είπαν προς αυτήν: «Κανείς
οὐδείς ἐστιν ἐν τῇ συγγενείᾳ σου δεν είναι από τους συγγενείς σου
ὃς καλεῖται τῷ ὀνόματι τούτῳ· που καλείται με το όνομα τούτο».
62 ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ 62 Έγνεφαν τότε στον πατέρα του
τί ἂν θέλοι καλεῖσθαι αὐτόν. για το πώς θα ήθελε να το
καλέσουν.
63 καὶ αἰτήσας πινακίδιον 63 Και εκείνος, αφού ζήτησε
ἔγραψε λέγων· ᾿Ιωάννης ἐστὶ τὸ πινακίδιο, έγραψε λέγοντας:
ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἐθαύμασαν «Ιωάννης είναι το όνομά του».
πάντες. Και θαύμασαν όλοι.
64 ἀνεῴχθη δὲ τὸ στόμα αὐτοῦ 64 Ανοίχτηκε τότε αμέσως το
παραχρῆμα καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ, στόμα του και η γλώσσα του, και
καὶ ἐλάλει εὐλογῶν τὸν Θεόν. μιλούσε ευλογώντας το Θεό.
65 καὶ ἐγένετο ἐπὶ πάντας φόβος 65 Και έπεσε φόβος πάνω σε
τοὺς περιοικοῦντας αὐτούς, καὶ όλους τους γείτονές τους, και σε
ἐν ὅλῃ τῇ ὀρεινῇ τῆς ᾿Ιουδαίας όλη την ορεινή περιοχή της
διελαλεῖτο πάντα τὰ ρήματα Ιουδαίας διαλαλούνταν όλα τα
ταῦτα, λόγια αυτά,
66 καὶ ἔθεντο πάντες οἱ 66 και τα έθεσαν όλοι όσοι τα
ἀκούσαντες ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν άκουσαν μέσα στην καρδιά τους,
λέγοντες· τί ἄρα τὸ παιδίον τοῦτο λέγοντας: «Τι άραγε θα γίνει
ἔσται; καὶ χεὶρ Κυρίου ἦν μετ᾿ τούτο το παιδί;» Και πράγματι, το
αὐτοῦ. χέρι του Κυρίου ήταν μαζί του.
67 Καὶ Ζαχαρίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ 67 Και ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του,
ἐπλήσθη Πνεύματος ῾Αγίου καὶ γέμισε Πνεύμα Άγιο και
προεφήτευσε λέγων· προφήτεψε λέγοντας:
68 Εὐλογητὸς Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ 68 «Ευλογητός ο Κύριος, ο Θεός
᾿Ισραήλ, ὅτι ἐπεσκέψατο καὶ του Ισραήλ, γιατί επισκέφτηκε
ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ, και έκανε λύτρωση στο λαό του,
69 καὶ ἤγειρε κέρας σωτηρίας 69 και ύψωσε κέρατο σωτηρίας
ἡμῖν ἐν τῷ οἴκῳ Δαυῒδ τοῦ παιδὸς για μας μέσα στον οίκο του Δαβίδ
αὐτοῦ, του δούλου του,
70 καθὼς ἐλάλησε διὰ στόματος 70 καθώς μίλησε μέσω του
τῶν ἁγίων τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος στόματος των άγιων προφητών

προφητῶν αὐτοῦ, του πριν από αιώνες,


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Α’


71 σωτηρίαν ἐξ ἐχθρῶν ἡμῶν καὶ 71 για να μας δώσει σωτηρία από
ἐκ χειρὸς πάντων τῶν μισούντων τους εχθρούς μας και από το χέρι
ἡμᾶς, όλων αυτών που μας μισούν.
72 ποιῆσαι ἔλεος μετὰ τῶν 72 Για να κάνει έλεος στους
πατέρων ἡμῶν καὶ μνησθῆναι πατέρες μας και να θυμηθεί την
διαθήκης ἁγίας αὐτοῦ, άγιά του διαθήκη,
73 ὅρκον ὃν ὤμοσε πρὸς ᾿Αβραὰμ 73 όρκο που έδωσε προς τον
τὸν πατέρα ἡμῶν, τοῦ δοῦναι Αβραάμ τον πατέρα μας, να μας
ἡμῖν δώσει εξουσία,
74 ἀφόβως, ἐκ χειρὸς τῶν ἐχθρῶν 74 αφού σωθούμε από το χέρι των
ἡμῶν ρυσθέντας, λατρεύειν εχθρών, άφοβα να τον
αὐτῷ λατρεύουμε
75 ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ 75 με οσιότητα και με
ἐνώπιον αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας δικαιοσύνη, όλες τις ημέρες της
τῆς ζωῆς ἡμῶν. ζωής μας μπροστά του.
76 Καὶ σύ, παιδίον, προφήτης 76 Κι εσύ λοιπόν, παιδί, προφήτης
ὑψίστου κληθήσῃ· προπορεύσῃ του Υψίστου θα κληθείς. γιατί θα
γὰρ πρὸ προσώπου Κυρίου προπορευτείς μπροστά από τον
ἑτοιμάσαι ὁδοὺς αὐτοῦ, Κύριο, για να ετοιμάσεις τις
οδούς του,
77 τοῦ δοῦναι γνῶσιν σωτηρίας 77 για να δώσεις γνώση σωτηρίας
τῷ λαῷ αὐτοῦ, ἐν ἀφέσει στο λαό του με άφεση των
ἁμαρτιῶν αὐτῶν αμαρτιών τους,
78 διὰ σπλάγχνα ἐλέους Θεοῦ 78 χάρη στα γεμάτα έλεος
ἡμῶν, ἐν οἷς ἐπεσκέψατο ἡμᾶς σπλάχνα του Θεού μας, με τα
ἀνατολὴ ἐξ ὕψους οποία θα μας επισκεφτεί
ανατολή από ψηλά,
79 ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ 79 για να φωτίσει αυτούς που
σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κάθονται μέσα στο σκοτάδι και
κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς στη σκιά του θανάτου, για να
ὁδὸν εἰρήνης. κατευθύνει τα πόδια μας στην
οδό της ειρήνης».
80 Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ 80 Και το παιδί μεγάλωνε και
ἐκραταιοῦτο πνεύματι, καὶ ἦν ἐν δυνάμωνε στο πνεύμα, και ήταν
ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας στις ερήμους ως την ημέρα της
ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν ανάδειξής του μπροστά στο λαό
᾿Ισραήλ. Ισραήλ.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Β’


1 Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις 1 Συνέβηκε λοιπόν κατά τις
ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ ημέρες εκείνες να εξέλθει
Καίσαρος Αὐγούστου διάταγμα από τον Καίσαρα
ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν Αύγουστο, για να απογραφεί όλη
οἰκουμένην. η οικουμένη.
2 αὕτη ἡ ἀπογραφὴ πρώτη 2 Αυτή ήταν η πρώτη απογραφή,
ἐγένετο ἡγεμονεύοντος τῆς όταν ηγεμόνευε στη Συρία ο
Συρίας Κυρηνίου. Κυρήνιος.
3 καὶ ἐπορεύοντο πάντες 3 Και πήγαιναν όλοι να
ἀπογράφεσθαι, ἕκαστος εἰς τὴν απογραφούν, καθένας στη δική
ἰδίαν πόλιν. του πόλη.
4 ἀνέβη δὲ καὶ ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ τῆς 4 Ανέβηκε τότε και ο Ιωσήφ από
Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲτ εἰς τη Γαλιλαία, από την πόλη
τὴν ᾿Ιουδαίαν εἰς πόλιν Δαυΐδ, Ναζαρέτ, στην Ιουδαία, στην
ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ, διὰ τὸ πόλη του Δαβίδ, που καλείται
εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Βηθλεέμ, επειδή αυτός ήταν από
Δαυΐδ, τον οίκο και την πατριά του
Δαβίδ,
5 ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ 5 για να απογραφεί μαζί με τη
μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί, Μαριάμ που ήταν μνηστευμένη
οὔσῃ ἐγκύῳ. με αυτόν, η οποία ήταν έγκυος.
6 ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς 6 Συνέβηκε τότε, ενώ αυτοί ήταν
ἐκεῖ ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ εκεί, να συμπληρωθούν οι ημέρες
τεκεῖν αὐτήν, του τοκετού της,
7 καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν 7 και γέννησε το γιο της τον
πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν πρωτότοκο, και τον σπαργάνωσε
αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ και τον ξάπλωσε μέσα σε μια
φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος φάτνη, γιατί δεν υπήρχε γι’
ἐν τῷ καταλύματι. αυτούς τόπος μέσα στο
κατάλυμα.
8 Καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ 8 Και ήταν κάποιοι ποιμένες στην
τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ περιοχή αυτή, που έμεναν στους
φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς αγρούς και φύλαγαν σκοπιές τη
νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν. νύχτα για το ποίμνιό τους.
9 καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη 9 Και τότε άγγελος Κυρίου
αὐτοῖς καὶ δόξα Κυρίου στάθηκε ξαφνικά μπροστά τους
περιέλαμψεν αὐτούς, καὶ και δόξα Κυρίου έλαμψε γύρω
ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν. τους, και φοβήθηκαν με μεγάλο
φόβο.
10 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος· μὴ 10 Και ο άγγελος είπε σ’ αυτούς:

φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ «Μη φοβάστε, γιατί ιδού,
εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν ευαγγελίζομαι σ’ εσάς χαρά


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Β’


μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ μεγάλη, που θα είναι για όλο το
λαῷ, λαό,
11 ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον 11 γιατί γεννήθηκε για σας
σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν σήμερα Σωτήρας, που είναι
πόλει Δαυΐδ. Χριστός Κύριος, στην πόλη του
Δαβίδ.
12 καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον· 12 Και αυτό θα είναι το σημείο για
εὑρήσετε βρέφος σας: θα βρείτε βρέφος
ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν σπαργανωμένο και ξαπλωμένο
φάτνῃ. σε φάτνη».
13 καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ 13 Και ξαφνικά φάνηκε μαζί με
ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς τον άγγελο ένα πλήθος ουράνιας
οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν στρατιάς, αινώντας το Θεό και
καὶ λεγόντων· λέγοντας:
14 δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ 14 «Δόξα στο Θεό στους ύψιστους
γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις ουρανούς και πάνω στη γη
εὐδοκία. ειρήνη στους ανθρώπους της
ευαρέσκειάς του».
15 καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον ἀπ᾿ 15 Και μόλις οι άγγελοι έφυγαν
αὐτῶν εἰς τὸν οὐρανὸν οἱ από αυτούς στον ουρανό, οι
ἄγγελοι, καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες είπαν μεταξύ τους: «Ας
ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους· περάσουμε, λοιπόν, ως τη
διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ Βηθλεέμ και ας δούμε το πράγμα
ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, τούτο που έχει γίνει, τον οποίο ο
ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν. Κύριος μας γνώρισε».
16 καὶ ἦλθον σπεύσαντες, καὶ 16 Και αφού έσπευσαν, ήρθαν και
ἀνεῦρον τήν τε Μαριὰμ καὶ τὸν βρήκαν τη Μαριάμ και τον
᾿Ιωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν Ιωσήφ, και το βρέφος ξαπλωμένο
τῇ φάτνῃ. μέσα στη φάτνη.
17 ἰδόντες δὲ διεγνώρισαν περὶ 17 Και όταν το είδαν, έκαναν
τοῦ ρήματος τοῦ λαληθέντος γνωστό το λόγο που τους
αὐτοῖς περὶ τοῦ παιδίου τούτου· ειπώθηκε για το παιδί τούτο.
18 καὶ πάντες οἱ ἀκούσαντες 18 Και όλοι όσοι άκουσαν
ἐθαύμασαν περὶ τῶν λαληθέντων θαύμασαν γι’ αυτά που
ὑπὸ τῶν ποιμένων πρὸς αὐτούς. ειπώθηκαν από τους ποιμένες
προς αυτούς.
19 ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει 19 Και η Μαριάμ διατηρούσε όλα
τὰ ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα αυτά τα λόγια, βάζοντάς τα μαζί
ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. μέσα στην καρδιά της.
20 καὶ ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες 20 Και επέστρεψαν οι ποιμένες

δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν δοξάζοντας και αινώντας το Θεό
Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Β’


εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς για όλα όσα άκουσαν και είδαν
αὐτούς. καθώς ειπώθηκαν προς αυτούς.
21 Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι 21 Και όταν συμπληρώθηκαν
ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν τὸ παιδίον, οχτώ ημέρες από τη γέννηση, για
καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ να τον περιτέμνουν, τότε
᾿Ιησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ καλέστηκε το όνομά του Ιησούς,
ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αυτό που ονομάστηκε από τον
αὐτὸν ἐν τῇ κοιλίᾳ. άγγελο προτού συλληφθεί αυτός
μέσα στην κοιλιά.
22 Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι 22 Και όταν συμπληρώθηκαν οι
τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν ημέρες του καθαρισμού τους
νόμον Μωϋσέως, ἀνήγαγον κατά το νόμο του Μωυσή, τον
αὐτὸν εἰς ῾Ιεροσόλυμα ανέβασαν στα Ιεροσόλυμα, για
παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ, να τον παρουσιάσουν στον
Κύριο
23 καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ 23 – καθώς είναι γραμμένο στο
Κυρίου ὅτι πᾶν ἄρσεν διανοῖγον νόμο του Κυρίου: Κάθε αρσενικό
μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ που διανοίγει μήτρα, θα
κληθήσεται, ονομαστεί άγιο για τον Κύριο –
24 καὶ τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ 24 και να δώσουν θυσία
εἰρημένον ἐν νόμῳ Κυρίου, σύμφωνα με αυτό που έχει
ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς ειπωθεί στο νόμο του Κυρίου, ένα
περιστερῶν. ζευγάρι τρυγόνια ή δύο νεοσσούς
περιστεριών.
25 Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν 25 Και ιδού ένας άνθρωπος ήταν
῾Ιεροσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών, στην Ιερουσαλήμ που είχε όνομα
καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος Συμεών, και ο άνθρωπος αυτός
καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος ήταν δίκαιος και ευλαβής και
παράκλησιν τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ περίμενε την παρηγοριά του
Πνεῦμα ἦν ῞Αγιον ἐπ᾿ αὐτόν· λαού Ισραήλ, και ήταν επάνω του
Πνεύμα Άγιο.
26 καὶ ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον 26 Και του ήταν φανερωμένο από
ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ῾Αγίου μὴ το Πνεύμα το Άγιο ότι δε θα δει το
ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν θάνατο πριν δει τον Χριστό του
Χριστὸν Κυρίου. Κυρίου.
27 καὶ ἦλθεν ἐν τῷ Πνεύματι εἰς 27 Και ήρθε με έμπνευση του
τὸ ἱερόν· καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν Πνεύματος στο ναό. Και ενώ οι
τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον ᾿Ιησοῦν γονείς εισήγαγαν το παιδί, τον
τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ Ιησού, για να κάνουν αυτοί
εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ, σύμφωνα με ό,τι στο νόμο είναι

συνηθισμένο γι’ αυτό,


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Β’


28 καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸν εἰς 28 τότε αυτός το δέχτηκε στην
τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε αγκαλιά του και ευλόγησε το Θεό
τὸν Θεὸν καὶ εἶπε· και είπε:
29 νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, 29 «Τώρα απολύεις το δούλο σου,
δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν Δεσπότη, κατά το λόγο σου με
εἰρήνῃ, ειρήνη.
30 ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ 30 γιατί είδαν τα μάτια μου τη
σωτήριόν σου, σωτηρία σου,
31 ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον 31 που ετοίμασες απέναντι στο
πάντων τῶν λαῶν. πρόσωπο όλων των λαών,
32 φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ 32 φως για αποκάλυψη στα έθνη
δόξαν λαοῦ σου ᾿Ισραήλ. και δόξα του λαού σου Ισραήλ».
33 Καὶ ἦν ᾿Ιωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ 33 Και ο πατέρας του και η
αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς μητέρα του θαύμαζαν για όσα
λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ. λέγονταν γι’ αυτό.
34 καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν 34 Και τους ευλόγησε ο Συμεών
καὶ εἶπε πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα και είπε προς τη Μαριάμ τη
αὐτοῦ· ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς μητέρα του: «Ιδού, αυτός είναι
πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τοποθετημένος για πτώση και
τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ανόρθωση πολλών μέσα στο λαό
ἀντιλεγόμενον. Ισραήλ και για σημείο
αντιλεγόμενο
35 καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν 35 – και σ’ εσένα μάλιστα την
διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἂν ίδια, ρομφαία θα διαπεράσει την
ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν ψυχή σου – για να
καρδιῶν διαλογισμοί. αποκαλυφτούν διαλογισμοί από
πολλές καρδιές».
36 Καὶ ἦν ῎Αννα προφῆτις, 36 Και ήταν κάποια Άννα,
θυγάτηρ Φανουήλ, ἐκ φυλῆς προφήτισσα, θυγατέρα του
᾿Ασήρ· αὕτη προβεβηκυῖα ἐν Φανουήλ, από τη φυλή Ασήρ.
ἡμέραις πολλαῖς, ζήσασα ἔτη Αυτή ήταν πολύ προχωρημένη
μετὰ ἀνδρὸς ἑπτὰ ἀπὸ τῆς στην ηλικία, η οποία έζησε με τον
παρθενίας αὐτῆς, άντρα της εφτά έτη από τον
καιρό της παρθενίας της,
37 καὶ αὐτὴ χήρα ὡς ἐτῶν 37 και αυτή έμεινε μετά χήρα έως
ὀγδοήκοντα τεσσάρων, ἣ οὐκ ογδόντα τεσσάρων ετών. Αυτή
ἀφίστατο ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ δεν απομακρυνόταν από το ναό,
νηστείαις καὶ δεήσεσι και με νηστείες και με δεήσεις
λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν· λάτρευε το Θεό νύχτα και ημέρα.
38 καὶ αὕτη αὐτῇ τῇ ὥρᾳ 38 Και αυτήν την ώρα πλησίασε

ἐπιστᾶσα ἀνθωμολογεῖτο τῷ και ομολογούσε τη δόξα του
Κυρίῳ καὶ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσι Θεού και μιλούσε γι’ αυτό το


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Β’


τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν ἐν παιδί σε όλους όσοι περίμεναν τη
῾Ιερουσαλήμ. λύτρωση της Ιερουσαλήμ.
39 Καὶ ὡς ἐτέλεσαν ἅπαντα τὰ 39 Και μόλις αυτοί τέλεσαν όλα
κατὰ τὸν νόμον Κυρίου, τα πράγματα κατά το νόμο του
ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς Κυρίου, επέστρεψαν στη
τὴν πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέτ. Γαλιλαία, στη δική τους πόλη, τη
Ναζαρέτ.
40 Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ 40 Και το παιδί μεγάλωνε και
ἐκραταιοῦτο πνεύματι δυνάμωνε, γεμίζοντας σοφία, και
πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις ήταν πάνω του η χάρη του Θεού.
Θεοῦ ἦν ἐπ᾿ αὐτό.
41 Καὶ ἐπορεύοντο οἱ γονεῖς 41 Και πορεύονταν οι γονείς του
αὐτοῦ κατ᾿ ἔτος εἰς ῾Ιερουσαλὴμ κάθε χρόνο στην Ιερουσαλήμ,
τῇ ἑορτῇ τοῦ πάσχα. στην εορτή του Πάσχα.
42 καὶ ὅτε ἐγένετο ἐτῶν δώδεκα, 42 Και όταν έγινε δώδεκα ετών,
ἀναβάντων αὐτῶν εἰς αυτοί ανέβηκαν κατά το έθιμο
῾Ιεροσόλυμα κατὰ τὸ ἔθος τῆς της εορτής
ἑορτῆς
43 καὶ τελειωσάντων τὰς ἡμέρας, 43 και, όταν τελείωσαν οι ημέρες,
ἐν τῷ ὑποστρέφειν αὐτοὺς ενώ αυτοί επέστρεφαν,
ὑπέμεινεν ᾿Ιησοῦς ὁ παῖς ἐν παράμεινε το παιδί ο Ιησούς στην
῾Ιερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνω Ιερουσαλήμ, και δεν το
᾿Ιωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ. κατάλαβαν οι γονείς του.
44 νομίσαντες δὲ αὐτὸν ἐν τῇ 44 Επειδή νόμισαν, λοιπόν, ότι
συνοδίᾳ εἶναι ἦλθον ἡμέρας ὁδὸν αυτός είναι στην συνοδεία,
καὶ ἀνεζήτουν αὐτὸν ἐν τοῖς βάδισαν απόσταση δρόμου μιας
συγγενέσι καὶ ἐν τοῖς γνωστοῖς· ημέρας και τον αναζητούσαν
μεταξύ των συγγενών και των
γνωστών
45 καὶ μὴ εὑρόντες αὐτὸν 45 και, επειδή δεν τον βρήκαν,
ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ
ζητοῦντες αὐτόν. αναζητώντας τον.
46 καὶ ἐγένετο μεθ᾿ ἡμέρας τρεῖς 46 Και συνέβηκε μετά τρεις
εὗρον αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ ημέρες να τον βρουν στο ναό να
καθεζόμενον ἐν μέσῳ τῶν κάθεται στο μέσο των δασκάλων
διδασκάλων καὶ ἀκούοντα και να τους ακούει και να τους
αὐτῶν καὶ ἐπερωτῶντα αὐτούς· επερωτά.
47 ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ 47 Και έμεναν εκστατικοί όλοι
ἀκούοντες αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συνέσει όσοι τον άκουγαν για τη σύνεση
καὶ ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ. και τις αποκρίσεις του.

48 καὶ ἰδόντες αὐτὸν 48 Και όταν τον είδαν οι γονείς
ἐξεπλάγησαν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ του, έμειναν έκπληκτοι, και είπε


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Β’


μήτηρ αὐτοῦ εἶπε· τέκνον, τί προς αυτόν η μητέρα του: «Παιδί
ἐποίησας ἡμῖν οὕτως; ἰδοὺ ὁ μου, γιατί μας έκανες έτσι; Ιδού, ο
πατήρ σου κἀγὼ ὀδυνώμενοι πατέρας σου κι εγώ με μεγάλο
ἐζητοῦμέν σε. πόνο σε ζητούσαμε».
49 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τί ὅτι 49 Και είπε προς αυτούς: «Γιατί με
ἐζητεῖτέ με; οὐκ ᾔδειτε ὅτι ἐν τοῖς ζητούσατε; Δεν ξέρατε ότι πρέπει
τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναί με; να είμαι στα πράγματα του
Πατέρα μου;»
50 καὶ αὐτοὶ οὐ συνῆκαν τὸ ρῆμα 50 Αλλά αυτοί δεν κατάλαβαν το
ὃ ἐλάλησεν αὐτοῖς. λόγο που τους μίλησε.
51 καὶ κατέβη μετ᾿ αὐτῶν καὶ 51 Και κατέβηκε μαζί τους και
ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, καὶ ἦν ήρθε στη Ναζαρέτ και
ὑποτασσόμενος αὐτοῖς. καὶ ἡ υποτασσόταν συνεχώς σ’ αυτούς.
μήτηρ αὐτοῦ διετήρει πάντα τὰ Και η μητέρα του διατηρούσε
ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ όλα τα λόγια αυτά μέσα στην
αὐτῆς. καρδιά της.
52 Καὶ ᾿Ιησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ 52 Και ο Ιησούς πρόκοβε στη
καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ σοφία και στη σωματική
καὶ ἀνθρώποις. ανάπτυξη και στη χάρη μπροστά
στο Θεό και στους ανθρώπους.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Γ’


1 Ἐν ἔτει δὲ πεντεκαιδεκάτῳ τῆς 1 Στο δέκατο πέμπτο έτος, λοιπόν,
ἡγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, της ηγεμονίας του Καίσαρα
ἡγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου Τιβέριου, όταν ηγεμόνευε ο
τῆς ᾿Ιουδαίας, καὶ τετραρχοῦντος Πόντιος Πιλάτος στην Ιουδαία,
τῆς Γαλιλαίας ῾Ηρῴδου, και ήταν τετράρχης της
Φιλίππου δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ Γαλιλαίας ο Ηρώδης, και ο
τετραρχοῦντος τῆς ᾿Ιτουραίας Φίλιππος ο αδελφός του ήταν
καὶ Τραχωνίτιδος χώρας, καὶ τετράρχης της Ιτουραίας και της
Λυσανίου τῆς ᾿Αβιληνῆς χώρας της Τραχωνίτιδας, και ο
τετραρχοῦντος, Λυσανίας ήταν τετράρχης της
Αβιληνής,
2 ἐπ᾿ ἀρχιερέως ῎Αννα καὶ 2 επί αρχιερέα Άννα και Καϊάφα,
Καϊάφα, ἐγένετο ρῆμα Θεοῦ ἐπὶ ήρθε λόγος Θεού στον Ιωάννη το
᾿Ιωάννην τὸν Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ γιο του Ζαχαρία στην έρημο.
ἐρήμῳ,
3 καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν 3 Και ο Ιωάννης ήρθε σε όλα τα
περίχωρον τοῦ ᾿Ιορδάνου περίχωρα του Ιορδάνη,
κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας κηρύττοντας βάφτισμα
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, μετάνοιας σε άφεση αμαρτιών,
4 ὡς γέγραπται ἐν βίβλῳ λόγων 4 όπως είναι γραμμένο στο βιβλίο
῾Ησαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· των λόγων του Ησαΐα του
φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, προφήτη: Φωνή ενός που
ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, φωνάζει δυνατά στην έρημο:
εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους «Ετοιμάστε την οδό του Κυρίου,
αὐτοῦ· ίσια κάνετε τα μονοπάτια του.
5 πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται 5 Κάθε φαράγγι θα γεμίσει και
καὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς κάθε όρος και λόφος θα
ταπεινωθήσεται, καὶ ἔσται τὰ ταπεινωθεί, και τα στραβά θα
σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν καὶ αἱ γίνουν ίσια και οι τραχιές οδοί
τραχεῖαι εἰς ὁδοὺς λείας, λείες.
6 καὶ ὄψεται πᾶσα σὰρξ τὸ 6 Και κάθε σάρκα θα δει τη
σωτήριον τοῦ Θεοῦ. σωτηρία του Θεού».
7 ῎Ελεγεν οὖν τοῖς 7 Έλεγε λοιπόν στα πλήθη που
ἐκπορευομένοις ὄχλοις έβγαιναν, για να βαφτιστούν από
βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ· αυτόν: «Γεννήματα εχιδνών,
γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ποιος σας υπέδειξε, για να
ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ξεφύγετε από τη μελλοντική
ὀργῆς; οργή;
8 ποιήσατε οὖν καρποὺς ἀξίους 8 Κάντε λοιπόν καρπούς άξιους
τῆς μετανοίας, καὶ μὴ ἄρξησθε της μετάνοιας και μην αρχίσετε

λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, πατέρα ἔχομεν να λέτε μέσα σας: “Πατέρα
τὸν ᾿Αβραάμ· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι έχουμε τον Αβραάμ”. Γιατί σας


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Γ’


δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων λέω ότι ο Θεός δύναται από τους
τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ λίθους τούτους να εγείρει τέκνα
᾿Αβραάμ. στον Αβραάμ.
9 ἤδη δὲ καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν 9 Ήδη, λοιπόν, και το πελέκι
ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν βρίσκεται κοντά στη ρίζα των
οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν δέντρων. Επομένως, κάθε δέντρο
καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ που δεν κάνει καλό καρπό
βάλλεται. κόβεται εντελώς και ρίχνεται στη
φωτιά».
10 Καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν οἱ ὄχλοι 10 Και τα πλήθη τον
λέγοντες· τί οὖν ποιήσομεν; επερωτούσαν λέγοντας: «Τι
λοιπόν να κάνουμε;»
11 ἀποκριθεὶς δὲ λέγει αὐτοῖς· ὁ 11 Αφού αποκρίθηκε, τότε, τους
ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ έλεγε: «Όποιος έχει δύο χιτώνες
μὴ ἔχοντι, καὶ ὁ ἔχων βρώματα ας δώσει σ’ αυτόν που δεν έχει,
ὁμοίως ποιείτω. και όποιος έχει τροφές ας κάνει
ομοίως».
12 ἦλθον δὲ καὶ τελῶναι 12 Ήρθαν τότε και τελώνες να
βαπτισθῆναι, καὶ εἶπον πρὸς βαφτιστούν και είπαν προς
αὐτόν· διδάσκαλε, τί ποιήσομεν; αυτόν: «Δάσκαλε, τι να
κάνουμε;»
13 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· μηδὲν 13 Εκείνος είπε προς αυτούς:
πλέον παρὰ τὸ διατεταγμένον «Τίποτα περισσότερο να μην
ὑμῖν πράσσετε. εισπράττετε παρά ό,τι σας έχουν
διατάξει».
14 ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν καὶ 14 Τον επερωτούσαν τότε και οι
στρατευόμενοι λέγοντες· καὶ στρατευόμενοι λέγοντας: «Τι να
ἡμεῖς τί ποιήσομεν; καὶ εἶπε πρὸς κάνουμε κι εμείς;» Και είπε σ’
αὐτούς· μηδένα συκοφαντήσητε αυτούς: «Κανέναν να μην
μηδὲ διασείσητε, καὶ ἀρκεῖσθε φορολογήσετε βίαια μήτε να
τοῖς ὀψωνίοις ὑμῶν. φορολογήσετε παράνομα, αλλά
να αρκείστε στο μισθό σας».
15 Προσδοκῶντος δὲ τοῦ λαοῦ 15 Ενώ ο λαός προσδοκούσε,
καὶ διαλογιζομένων πάντων ἐν λοιπόν, και διαλογίζονταν όλοι
ταῖς καρδίαις αὐτῶν περὶ τοῦ μέσα στις καρδιές τους για τον
᾿Ιωάννου, μήποτε αὐτὸς εἴη ὁ Ιωάννη μήπως αυτός είναι ο
Χριστός, Χριστός,
16 ἀπεκρίνατο ὁ ᾿Ιωάννης ἅπασι 16 αποκρίθηκε λέγοντας σ’ όλους
λέγων· ἐγὼ μὲν ὕδατι βαπτίζω ο Ιωάννης: «Εγώ, βέβαια, σας
ὑμᾶς· ἔρχεται δὲ ὁ ἰσχυρότερός βαφτίζω σε νερό. Έρχεται όμως ο

μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῦσαι τὸν ισχυρότερός μου, του οποίου δεν
ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ· είμαι ικανός να λύσω το λουρί


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Γ’


αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι των υποδημάτων του. αυτός θα
῾Αγίῳ καὶ πυρί. σας βαφτίσει μέσα σε Πνεύμα
Άγιο και σε φωτιά.
17 οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ 17 Αυτού το φτυάρι είναι στο χέρι
καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα του, για να λιχνίσει και να
αὐτοῦ, καὶ συνάξει τὸν σῖτον εἰς καθαρίσει εντελώς το αλώνι του
τὴν ἀποθήκην αὐτοῦ, τὸ δὲ και να συνάξει το σιτάρι στην
ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ αποθήκη του, ενώ το άχυρο θα το
ἀσβέστῳ. κατακάψει με φωτιά άσβεστη».
18 πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἕτερα 18 Πράγματι, λοιπόν, με πολλά
παρακαλῶν εὐηγγελίζετο τὸν και διάφορα πρότρεπε και
λαόν. ευαγγέλιζε το λαό.
19 ῾Ο δὲ ῾Ηρῴδης ὁ τετράρχης, 19 Αλλά ο Ηρώδης ο τετράρχης,
ἐλεγχόμενος ὑπ᾿ αὐτοῦ περὶ επειδή ελεγχόταν από αυτόν για
῾Ηρῳδιάδος τῆς γυναικὸς τοῦ την Ηρωδιάδα, τη γυναίκα του
ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ περὶ πάντων αδελφού του, και για όλα όσα
ὧν ἐποίησε πονηρῶν ὁ ῾Ηρῴδης, κακά έκανε ο Ηρώδης,
20 προσέθηκε καὶ τοῦτο ἐπὶ πᾶσι 20 πρόσθεσε και αυτό πάνω σε
καὶ κατέκλεισε τὸν ᾿Ιωάννην ἐν όλα και κατέκλεισε τον Ιωάννη
τῇ φυλακῇ. στη φυλακή.
21 ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ βαπτισθῆναι 21 Συνέβηκε, λοιπόν, όταν
ἅπαντα τὸν λαὸν καὶ ᾿Ιησοῦ βαφτίστηκε όλος ο λαός, και
βαπτισθέντος καὶ μόλις ο Ιησούς βαφτίστηκε και
προσευχομένου ἀνεῳχθῆναι τὸν προσευχόταν, να ανοιχτεί ο
οὐρανὸν ουρανός
22 καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῦμα τὸ 22 και να κατεβεί το Πνεύμα το
῞Αγιον σωματικῷ εἴδει ὡσεὶ Άγιο με σωματική μορφή σαν
περιστερὰν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ φωνὴν περιστέρι πάνω του, και να γίνει
ἐξ οὐρανοῦ γενέσθαι λέγουσαν· φωνή από τον ουρανό: «Εσύ είσαι
σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ο Υιός μου ο αγαπητός, σ’ εσένα
σοὶ εὐδόκησα. ευαρεστήθηκα».
23 Καὶ αὐτὸς ἦν ὁ ᾿Ιησοῦς ὡσεὶ 23 Και αυτός ήταν ο Ιησούς, που
ἐτῶν τριάκοντα ἀρχόμενος, ὤν, άρχιζε περίπου τριάντα ετών,
ὡς ἐνομίζετο, υἱὸς ᾿Ιωσήφ, τοῦ όντας γιος, όπως νόμιζαν, του
῾Ηλί, Ιωσήφ, του Ηλί,
24 τοῦ Ματθάν, τοῦ Λευΐ, τοῦ 24 του Μαθθάτ, του Λευί, του
Μελχί, τοῦ ᾿Ιωαννᾶ, τοῦ ᾿Ιωσήφ, Μελχί, του Ιανναί, του Ιωσήφ,
25 τοῦ Ματταθίου, τοῦ ᾿Αμώς, τοῦ 25 του Ματταθία, του Αμώς, του
Ναούμ, τοῦ ᾿Εσλίμ, τοῦ Ναγγαί, Ναούμ, του Εσλί, του Ναγγαί,
26 τοῦ Μαάθ, τοῦ Ματταθίου, τοῦ 26 του Μάαθ, του Ματταθία, του

Σεμεΰ, τοῦ ᾿Ιωσήχ, τοῦ ᾿Ιωδᾶ, Σεμεΐν, του Ιωσήχ, του Ιωδά,


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Γ’


27 τοῦ ᾿Ιωαννάν, τοῦ ῾Ρησᾶ, τοῦ 27 του Ιωανάν, του Ρησά, του
Ζοροβάβελ, τοῦ Σαλαθιήλ, τοῦ Ζοροβαβέλ, του Σαλαθιήλ, του
Νηρί, Νηρί,
28 τοῦ Μελχί, τοῦ ᾿Αδδί, τοῦ 28 του Μελχί, του Αδδί, του
Κωσάμ, τοῦ ᾿Ελμωδάμ, τοῦ ῎Ηρ, Κωσάμ, του Ελμαδάμ, του Ηρ,
29 τοῦ ᾿Ιωσῆ, τοῦ ᾿Ελιέζερ, τοῦ 29 του Ιησού, του Ελιέζερ, του
᾿Ιωρείμ, τοῦ Ματθάτ, τοῦ Λευΐ, Ιωρίμ, του Μαθθάτ, του Λευί,
30 τοῦ Συμεών, τοῦ ᾿Ιούδα, τοῦ 30 του Συμεών, του Ιούδα, του
᾿Ιωσήφ, τοῦ ᾿Ιωνᾶ, τοῦ ᾿Ελιακείμ, Ιωσήφ, του Ιωνάμ, του Ελιακίμ,
31 τοῦ Μελεᾶ, τοῦ Μαϊνάν, τοῦ 31 του Μελεά, του Μεννά, του
Ματταθᾶ, τοῦ Νάθαν, τοῦ Δαυΐδ, Ματταθά, του Ναθάμ, του Δαβίδ,
32 τοῦ ᾿Ιεσσαί, τοῦ ᾿Ωβήδ, τοῦ 32 του Ιεσσαί, του Ιωβήδ, του
Βοόζ, τοῦ Σαλμών, τοῦ Βοόζ, του Σαλά, του Ναασσών,
Ναασσών,
33 τοῦ ᾿Αμιναδάβ, τοῦ ᾿Αράμ, τοῦ 33 του Αμιναδάβ, του Αδμίν, του
᾿Ιωράμ, τοῦ ᾿Εσρώμ, τοῦ Φαρές, Αρνί, του Εσρώμ, του Φάρες, του
τοῦ ᾿Ιούδα, Ιούδα,
34 τοῦ ᾿Ιακώβ, τοῦ ᾿Ισαάκ, τοῦ 34 του Ιακώβ, του Ισαάκ, του
᾿Αβραάμ, τοῦ Θάρα, τοῦ Ναχώρ, Αβραάμ, του Θάρα, του Ναχώρ,
35 τοῦ Σερούχ, τοῦ ῾Ραγαῦ, τοῦ 35 του Σερούχ, του Ραγαύ, του
Φάλεκ, τοῦ ῎Εβερ, τοῦ Σαλᾶ, Φάλεκ, του Έβερ, του Σαλά,
36 τοῦ Καϊνάν, τοῦ ᾿Αρφαξάδ, τοῦ 36 του Καϊνάμ, του Αρφαξάδ, του
Σήμ, τοῦ Νῶε, τοῦ Λάμεχ, Σημ, του Νώε, του Λάμεχ,
37 τοῦ Μαθουσάλα, τοῦ ᾿Ενώχ, 37 του Μαθουσάλα, του Ενώχ, του
τοῦ ᾿Ιάρεδ, τοῦ Μαλελεήλ, τοῦ Ιάρετ, του Μαλελεήλ, του
Καϊνάν, Καϊνάμ,
38 τοῦ ᾿Ενώς, τοῦ Σήθ, τοῦ ᾿Αδάμ, 38 του Ενώς, του Σηθ, του Αδάμ,
τοῦ Θεοῦ. του Θεού.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Δ’


1 Ἰησοῦς δὲ πλήρης Πνεύματος 1 Ο Ιησούς, λοιπόν, επέστρεψε
῾Αγίου ὑπέστρεψεν ἀπὸ τοῦ πλήρης Πνεύματος Αγίου από
᾿Ιορδάνου, καὶ ἤγετο ἐν τῷ τον Ιορδάνη και φερόταν με το
Πνεύματι εἰς τὴν ἔρημον Πνεύμα στην έρημο,
2 ἡμέρας τεσσαράκοντα 2 και για σαράντα ημέρες
πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ διαβόλου, πειραζόταν από το Διάβολο. Και
καὶ οὐκ ἔφαγεν οὐδὲν ἐν ταῖς εκείνες τις ημέρες δεν έφαγε
ἡμέραις ἐκείναις· καὶ τίποτε, αλλά πείνασε όταν αυτές
συντελεσθεισῶν αὐτῶν ὕστερον συντελέστηκαν.
ἐπείνασε.
3 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ διάβολος· εἰ 3 Του είπε τότε ο Διάβολος: «Αν
υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, εἰπὲ τῷ λίθῳ είσαι Υιός του Θεού, πες στο λίθο
τούτῳ ἵνα γένηται ἄρτος. τούτο να γίνει άρτος».
4 καὶ ἀπεκρίθη ὁ ᾿Ιησοῦς πρὸς 4 Και ο Ιησούς αποκρίθηκε προς
αὐτὸν λέγων· γέγραπται ὅτι οὐκ αυτόν: «Είναι γραμμένο: Με άρτο
ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται μόνο δε θα ζήσει ο άνθρωπος».
ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ρήματι
ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος
Θεοῦ.
5 Καὶ ἀναγαγὼν αὐτὸν ὁ 5 Και αφού τον έφερε πάνω, του
διάβολος εἰς ὄρος ὑψηλὸν ἔδειξεν έδειξε όλες τις βασιλείες της
αὐτῷ πάσας τὰς βασιλείας τῆς οικουμένης σε μια στιγμή του
οἰκουμένης ἐν στιγμῇ χρόνου, χρόνου,
6 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ διάβολος· σοὶ 6 και ο Διάβολος του είπε: «Σ’
δώσω τὴν ἐξουσίαν ταύτην εσένα θα δώσω όλη αυτήν την
ἅπασαν καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν, ὅτι εξουσία και τη δόξα τους, γιατί
ἐμοὶ παραδέδοται, καὶ ᾧ ἐὰν έχει παραδοθεί σ’ εμένα και τη
θέλω δίδωμι αὐτήν. δίνω σ’ όποιον θέλω.
7 σὺ οὖν ἐὰν προσκυνήσῃς 7 Αν λοιπόν εσύ προσκυνήσεις
ἐνώπιόν μου, ἔσται σου πᾶσα. μπροστά μου, θα είναι όλη δική
σου».
8 καὶ ἀποκριθεὶς αὐτῷ εἶπεν ὁ 8 Και τότε αποκρίθηκε ο Ιησούς
᾿Ιησοῦς· ὕπαγε ὀπίσω μου, και του είπε: «Είναι γραμμένο:
σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον Κύριο το Θεό σου να
τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ προσκυνήσεις και αυτόν μόνο να
αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις. λατρέψεις».
9 Καὶ ἤγαγεν αὐτὸν εἰς 9 Τον έφερε τότε στην
῾Ιεροσόλυμα, καὶ ἔστησεν αὐτὸν Ιερουσαλήμ και τον έστησε πάνω
ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ καὶ στο πτερύγιο του ναού και του
εἶπεν αὐτῷ· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, είπε: «Αν είσαι Υιός του Θεού, ρίξε

βάλε σεαυτὸν ἐντεῦθεν κάτω· τον εαυτό σου από εδώ κάτω.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Δ’


10 γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς 10 γιατί είναι γραμμένο: Στους
ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ αγγέλους του θα δώσει εντολή
σοῦ τοῦ διαφυλάξαι σε, για σένα, να σε διαφυλάξουν,
11 καὶ ὅτι ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, 11 καί: πάνω στα χέρια τους θα σε
μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον σηκώσουν, μην τυχόν
τὸν πόδα σου. σκοντάψεις σε λίθο το πόδι σου».
12 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ ὁ 12 Και ο Ιησούς αποκρίθηκε και
᾿Ιησοῦς ὅτι εἴρηται, οὐκ είπε σ’ αυτόν: «Έχει ειπωθεί: Δε θα
ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν πειράξεις Κύριο το Θεό σου».
σου.
13 Καὶ συντελέσας πάντα 13 Και αφού τέλειωσε κάθε
πειρασμὸν ὁ διάβολος ἀπέστη πειρασμό, ο Διάβολος
ἀπ᾿ αὐτοῦ ἄχρι καιροῦ. απομακρύνθηκε από αυτόν μέχρι
τον κατάλληλο καιρό.
14 Καὶ ὑπέστρεψεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν τῇ 14 Και μετά, ο Ιησούς επέστρεψε
δυνάμει τοῦ Πνεύματος εἰς τὴν με τη δύναμη του Πνεύματος στη
Γαλιλαίαν· καὶ φήμη ἐξῆλθε καθ᾿ Γαλιλαία. Και φήμη εξήλθε γι’
ὅλης τῆς περιχώρου περὶ αὐτοῦ αυτόν σε όλα τα περίχωρα.
15 καὶ αὐτὸς ἐδίδασκεν ἐν ταῖς 15 Και αυτός δίδασκε μέσα στις
συναγωγαῖς αὐτῶν δοξαζόμενος συναγωγές τους και δοξαζόταν
ὑπὸ πάντων. από όλους.
16 Καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ναζαρέτ, οὗ 16 Και ήρθε στη Ναζαρέτ, όπου
ἦν τεθραμμένος, καὶ εἰσῆλθε ήταν αναθρεμμένος, και εισήλθε
κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ κατά τη συνήθειά του την ημέρα
τῶν σαββάτων εἰς τὴν του Σαββάτου στη συναγωγή και
συναγωγήν, καὶ ἀνέστη σηκώθηκε να διαβάσει.
ἀναγνῶναι.
17 καὶ ἐπεδόθη αὐτῷ βιβλίον 17 Και του δόθηκε το βιβλίο του
῾Ησαΐου τοῦ προφήτου, καὶ προφήτη Ησαΐα και, αφού
ἀναπτύξας τὸ βιβλίον εὗρε τὸν ξετύλιξε το βιβλίο, βρήκε το μέρος
τόπον οὗ ἦν γεγραμμένον· όπου ήταν γραμμένο:
18 Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾿ ἐμέ, οὗ 18 Πνεύμα Κυρίου είναι πάνω
εἵνεκεν ἔχρισέ με, μου. Γι’ αυτό με έχρισε, για να
εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ευαγγελίσω φτωχούς. Με έχει
ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς αποστείλει, για να κηρύξω σε
συντετριμμένους τὴν καρδίαν, αιχμαλώτους άφεση, και σε
τυφλούς ανάβλεψη, να
αποστείλω συντριμμένους με
άφεση,
19 κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν 19 να κηρύξω έτος Κυρίου

καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ευπρόσδεκτο.
ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Δ’


ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου
δεκτόν.
20 καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς 20 Και αφού τύλιξε το βιβλίο, το
τῷ ὑπηρέτῃ ἐκάθισε· καὶ πάντων απόδωσε στον υπηρέτη και
ἐν τῇ συναγωγῇ οἱ ὀφθαλμοὶ κάθισε. και όλων τα μάτια μέσα
ἦσαν ἀτενίζοντες αὐτῷ. στη συναγωγή τον ατένιζαν
συνεχώς.
21 ἤρξατο δὲ λέγειν πρὸς αὐτοὺς 21 Άρχισε τότε να λέει προς
ὅτι σήμερον πεπλήρωται ἡ αυτούς: «Σήμερα αυτή η γραφή
γραφὴ αὕτη ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν. έχει εκπληρωθεί στα αυτιά σας».
22 καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ 22 Και όλοι μαρτυρούσαν καλά
καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις γι’ αυτόν και θαύμαζαν
τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις απορώντας για τα λόγια της
ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ χάρης που έβγαιναν από το
ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς στόμα του και έλεγαν: « Αυτός
᾿Ιωσήφ; δεν είναι γιος του Ιωσήφ;»
23 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πάντως 23 Και είπε προς αυτούς: «Πάντως
ἐρεῖτέ μοι τὴν παραβολὴν θα μου πείτε αυτήν την παροιμία:
ταύτην· ἰατρέ, θεράπευσον “Γιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό
σεαυτόν· ὅσα ἠκούσαμεν σου”. “Όσα ακούσαμε ότι έγιναν
γενόμενα ἐν τῇ Καπερναούμ, στην Καπερναούμ κάνε κι εδώ
ποίησον καὶ ὧδε ἐν τῇ πατρίδι στην πατρίδα σου”».
σου.
24 εἶπε δέ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι 24 Είπε τότε: «Αλήθεια σας λέω
οὐδεὶς προφήτης δεκτός ἐστιν ἐν ότι κανείς προφήτης δεν είναι
τῇ πατρίδι αὐτοῦ. δεκτός στην πατρίδα του.
25 ἐπ᾿ ἀληθείας δὲ λέγω ὑμῖν, 25 Αλήθεια σας λέω, επίσης,
πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς πολλές χήρες ήταν κατά τις
ἡμέραις ᾿Ηλιοὺ ἐν τῷ ᾿Ισραήλ, ὅτε ημέρες του Ηλία μέσα στο λαό
ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ ἔτη τρία Ισραήλ, όταν κλείστηκε ο
καὶ μῆνας ἕξ, ὡς ἐγένετο λιμὸς ουρανός για τρία έτη και έξι
μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, μήνες, μόλις έγινε μεγάλος λιμός
σε όλη τη χώρα,
26 καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν 26 και σε καμιά από αυτές δε
ἐπέμφθη ᾿Ηλίας εἰ μὴ εἰς στάλθηκε ο Ηλίας παρά μόνο στα
Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας πρὸς Σάρεπτα της Σιδωνίας σε μια
γυναῖκα χήραν. γυναίκα χήρα.
27 καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν ἐπὶ 27 Και πολλοί λεπροί ήταν στο
᾿Ελισαίου τοῦ προφήτου ἐν τῷ λαό Ισραήλ επί Ελισαίου του
᾿Ισραήλ, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν προφήτη, αλλά κανείς από

ἐκαθαρίσθη εἰ μὴ Νεεμὰν ὁ αυτούς δεν καθαρίστηκε παρά
Σύρος. μόνο ο Νεεμάν ο Σύρος».


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Δ’


28 καὶ ἐπλήσθησαν πάντες θυμοῦ 28 Και γέμισαν όλοι με θυμό μέσα
ἐν τῇ συναγωγῇ ἀκούοντες στη συναγωγή όταν άκουσαν
ταῦτα, αυτά
29 καὶ ἀναστάντες ἐξέβαλον 29 και, αφού σηκώθηκαν, τον
αὐτὸν ἔξω τῆς πόλεως καὶ έβγαλαν έξω από την πόλη και
ἤγαγον αὐτὸν ἕως ὀφρύος τοῦ τον έφεραν ως την
ὄρους, ἐφ᾿ οὗ ἡ πόλις αὐτῶν κορυφογραμμή του όρους πάνω
ᾠκοδόμητο, εἰς τὸ στο οποίο η πόλη τους
κατακρημνίσαι αὐτόν. οικοδομήθηκε, ώστε να τον
γκρεμίσουν κάτω.
30 αὐτὸς δὲ διελθὼν διὰ μέσου 30 Αυτός, όμως, πέρασε διαμέσου
αὐτῶν ἐπορεύετο. αυτών και πορευόταν.
31 Καὶ κατῆλθεν εἰς Καπερναοὺμ 31 Και μετά κατέβηκε στην
πόλιν τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἦν Καπερναούμ, μια πόλη της
διδάσκων αὐτοὺς ἐν τοῖς Γαλιλαίας. και τους δίδασκε
σάββασι· συνεχώς τα Σάββατα.
32 καὶ ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ 32 Και εκπλήττονταν για τη
διδαχῇ αὐτοῦ, ὅτι ἐν ἐξουσίᾳ ἦν ὁ διδαχή του, γιατί ο λόγος του
λόγος αὐτοῦ. ήταν με εξουσία.
33 Καὶ ἐν τῇ συναγωγῇ ἦν 33 Και στη συναγωγή ήταν ένας
ἄνθρωπος ἔχων πνεῦμα άνθρωπος που είχε ακάθαρτο
δαιμονίου ἀκαθάρτου, καὶ δαιμονικό πνεύμα και έκραξε
ἀνέκραξε φωνῇ μεγάλῃ δυνατά με μεγάλη φωνή:
34 λέγων· ἔα, τί ἡμῖν καὶ σοί, 34 «Ε, τι σχέση έχουμε εμείς κι
᾿Ιησοῦ Ναζαρηνέ; ἦλθες εσύ, Ιησού Ναζαρηνέ; Ήρθες, για
ἀπολέσαι ἡμᾶς; οἶδά σε τίς εἶ, ὁ να μας καταστρέψεις; Σε ξέρω
ἅγιος τοῦ Θεοῦ. ποιος είσαι: ο Άγιος του Θεού».
35 καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς 35 Και ο Ιησούς το επιτίμησε,
λέγων· φιμώθητι καὶ ἔξελθε ἐξ λέγοντας: «Φιμώσου και έξελθε
αὐτοῦ. καὶ ρῖψαν αὐτὸν τὸ από αυτόν». Και τότε, αφού το
δαιμόνιον εἰς τὸ μέσον ἐξῆλθεν δαιμόνιο τον έριξε στο μέσο,
ἀπ᾿ αὐτοῦ, μηδὲν βλάψαν αὐτόν. εξήλθε από αυτόν, χωρίς
καθόλου να τον βλάψει.
36 καὶ ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας, 36 Και όλοι θαμπώθηκαν από
καὶ συνελάλουν πρὸς ἀλλήλους θαυμασμό και συνομιλούσαν
λέγοντες· τίς ὁ λόγος οὗτος, ὅτι ἐν μεταξύ τους, λέγοντας: «Τι λόγος
ἐξουσίᾳ καὶ δυνάμει ἐπιτάσσει είναι αυτός που με εξουσία και
τοῖς ἀκαθάρτοις πνεύμασι, καὶ δύναμη διατάζει τα ακάθαρτα
ἐξέρχονται; πνεύματα και εξέρχονται;»
37 καὶ ἐξεπορεύετο ἦχος περὶ 37 Και έβγαινε φήμη γι’ αυτόν σε

αὐτοῦ εἰς πάντα τόπον τῆς κάθε τόπο των περιχώρων.
περιχώρου.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Δ’


38 ᾿Αναστὰς δὲ ἐκ τῆς συναγωγῆς 38 Σηκώθηκε τότε από τη
εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος. συναγωγή και εισήλθε στην
πενθερὰ δὲ τοῦ Σίμωνος ἦν οικία του Σίμωνα. Η πεθερά όμως
συνεχομένη πυρετῷ μεγάλῳ, καὶ του Σίμωνα υπόφερε από μεγάλο
ἠρώτησαν αὐτὸν περὶ αὐτῆς. πυρετό, και τον παρακάλεσαν γι’
αυτή.
39 καὶ ἐπιστὰς ἐπάνω αὐτῆς 39 Και αφού στάθηκε από πάνω
ἐπετίμησε τῷ πυρετῷ, καὶ της, επιτίμησε τον πυρετό και την
ἀφῆκεν αὐτήν· παραχρῆμα δὲ άφησε. εκείνη, τότε, αμέσως
ἀναστᾶσα διηκόνει αὐτοῖς. σηκώθηκε και τους διακονούσε.
40 Δύνοντος δὲ τοῦ ἡλίου πάντες 40 Όταν λοιπόν έδυε ο ήλιος, όλοι
ὅσοι εἶχον ἀσθενοῦντας νόσοις όσοι είχαν ασθενείς με ποικίλες
ποικίλαις ἤγαγον αὐτοὺς πρὸς νόσους τους έφεραν προς αυτόν.
αὐτόν· ὁ δὲ ἑνὶ ἑκάστῳ αὐτῶν τὰς Εκείνος έθεσε τα χέρια πάνω σε
χεῖρας ἐπιτιθεὶς ἐθεράπευσεν καθέναν από αυτούς ξεχωριστά,
αὐτούς. και τους θεράπευε.
41 ἐξήρχετο δὲ καὶ δαιμόνια ἀπὸ 41 Επιπλέον, και δαιμόνια
πολλῶν κραυγάζοντα καὶ εξέρχονταν από πολλούς,
λέγοντα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς κραυγάζοντας και λέγοντας:
τοῦ Θεοῦ. καὶ ἐπιτιμῶν οὐκ εἴα «Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού». Και
αὐτὰ λαλεῖν, ὅτι ᾔδεισαν τὸν εκείνος τα επιτιμούσε και δεν τα
Χριστὸν αὐτὸν εἶναι. άφηνε να μιλούν, γιατί ήξεραν
ότι αυτός είναι ο Χριστός.
42 Γενομένης δὲ ἡμέρας ἐξελθὼν 42 Όταν λοιπόν ξημέρωσε, εξήλθε
ἐπορεύθη εἰς ἔρημον τόπον· καὶ οἱ και πορεύτηκε σε έρημο τόπο.
ὄχλοι ἐπεζήτουν αὐτόν, καὶ Και τα πλήθη τον επιζητούσαν
ἦλθον ἕως αὐτοῦ καὶ κατεῖχον και ήρθαν ως αυτού που
αὐτὸν τοῦ μὴ πορεύεσθαι ἀπ᾿ βρισκόταν και ήθελαν να τον
αὐτῶν. κρατήσουν, για να μη φύγει
μακριά τους.
43 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὅτι καὶ 43 Εκείνος είπε προς αυτούς:
ταῖς ἑτέραις πόλεσιν «Πρέπει να ευαγγελίσω τη
εὐαγγελίσασθαί με δεῖ τὴν βασιλεία του Θεού και στις άλλες
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ· ὅτι εἰς τοῦτο πόλεις, επειδή γι’ αυτό
ἀπέσταλμαι. αποστάλθηκα».
44 καὶ ἦν κηρύσσων εἰς τὰς 44 Και κήρυττε συνεχώς στις
συναγωγὰς τῆς Γαλιλαίας. συναγωγές της Ιουδαίας.


Click to View FlipBook Version