ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ζ’
τὸν ᾿Ιακώβ, καὶ ὁ ᾿Ιακὼβ τοὺς Ιακώβ, και ο Ιακώβ τους δώδεκα
δώδεκα πατριάρχας. πατριάρχες.
9 Καὶ οἱ πατριάρχαι ζηλώσαντες 9 Και οι πατριάρχες, επειδή
τὸν ᾿Ιωσὴφ ἀπέδοντο εἰς ζήλεψαν τον Ιωσήφ, τον
Αἴγυπτον. απόδωσαν στην Αίγυπτο. Αλλά
ήταν ο Θεός μαζί του
10 καὶ ἦν ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ 10 και τον ελευθέρωσε από όλες
ἐξείλετο αὐτὸν ἐκ πασῶν τῶν τις θλίψεις του και του έδωσε
θλίψεων αὐτοῦ, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ χάρη και σοφία απέναντι στο
χάριν καὶ σοφίαν ἐναντίον Φαραώ, το βασιλιά της
Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου, καὶ Αιγύπτου, και τον κατάστησε
κατέστησεν αὐτὸν ἡγούμενον ἐπ᾿ ηγεμόνα πάνω στην Αίγυπτο και
Αἴγυπτον καὶ ὅλον τὸν οἶκον πάνω σε όλο τον οίκο του.
αὐτοῦ.
11 ἦλθε δὲ λιμὸς ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν 11 Ήρθε τότε λιμός σε όλη την
Αἰγύπτου καὶ Χαναὰν καὶ θλῖψις Αίγυπτο και τη Χαναάν και
μεγάλη, καὶ οὐχ εὕρισκον θλίψη μεγάλη, και δεν έβρισκαν
χορτάσματα οἱ πατέρες ἡμῶν. τροφές να χορτάσουν οι πατέρες
μας.
12 ἀκούσας δὲ ᾿Ιακὼβ ὄντα σῖτα 12 Όταν άκουσε λοιπόν ο Ιακώβ
ἐν Αἰγύπτῳ ἐξαπέστειλε τοὺς πως υπήρχε σιτάρι στην Αίγυπτο,
πατέρας ἡμῶν πρῶτον· απέστειλε έξω τους πατέρες μας
πρώτα.
13 καὶ ἐν τῷ δευτέρῳ 13 Και τη δεύτερη φορά
ἀνεγνωρίσθη ᾿Ιωσὴφ τοῖς γνωρίστηκε ο Ιωσήφ στους
ἀδελφοῖς αὐτοῦ, καὶ φανερὸν αδελφούς του και έγινε φανερό
ἐγένετο τῷ Φαραὼ τὸ γένος τοῦ στο Φαραώ το γένος του Ιωσήφ.
᾿Ιωσήφ.
14 ἀποστείλας δὲ ᾿Ιωσὴφ 14 Απέστειλε τότε ο Ιωσήφ και
μετεκαλέσατο τὸν πατέρα αὐτοῦ κάλεσε κοντά του τον Ιακώβ τον
᾿Ιακὼβ καὶ πᾶσαν τὴν πατέρα του και όλους τους
συγγένειαν αὐτοῦ ἐν ψυχαῖς συγγενείς του, εβδομήντα πέντε
ἑβδομήκοντα πέντε. ψυχές.
15 κατέβη δὲ ᾿Ιακὼβ εἰς Αἴγυπτον 15 Και κατέβηκε ο Ιακώβ στην
καὶ ἐτελεύτησεν αὐτὸς καὶ οἱ Αίγυπτο και πέθανε αυτός και οι
πατέρες ἡμῶν, πατέρες μας,
16 καὶ μετετέθησαν εἰς Συχὲμ καὶ 16 και μετατέθηκαν στη Συχέμ
ἐτέθησαν ἐν τῷ μνήματι ᾧ και τέθηκαν στο μνήμα που
ὠνήσατο ᾿Αβραὰμ τιμῆς αγόρασε ο Αβραάμ πληρώνοντας
ἀργυρίου παρὰ τῶν υἱῶν ᾿Εμμόρ την τιμή με άργυρο από τους
τοῦ Συχέμ. γιους του Εμμώρ στη Συχέμ.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ζ’
17 Καθὼς δὲ ἤγγιζεν ὁ χρόνος τῆς 17 Καθώς λοιπόν πλησίαζε ο
ἐπαγγελίας ἣν ὤμοσεν ὁ Θεὸς τῷ χρόνος της υπόσχεσης που
᾿Αβραάμ, ηὔξησεν ὁ λαὸς καὶ υποσχέθηκε ο Θεός στον
ἐπληθύνθη ἐν Αἰγύπτῳ, Αβραάμ, αυξήθηκε ο λαός και
πλήθυνε στην Αίγυπτο
18 ἄχρις οὗ ἀνέστη βασιλεὺς 18 μέχρις ότου σηκώθηκε άλλος
ἕτερος, ὃς οὐκ ᾔδει τὸν ᾿Ιωσήφ. βασιλιάς στην Αίγυπτο που δεν
ήξερε τον Ιωσήφ.
19 οὗτος κατασοφισάμενος τὸ 19 Αυτός σοφίστηκε δόλια κατά
γένος ἡμῶν ἐκάκωσε τοὺς του γένους μας και
πατέρας ἡμῶν τοῦ ποιεῖν ἔκθετα κακομεταχειρίστηκε τους
τὰ βρέφη αὐτῶν, εἰς τὸ μὴ πατέρες μας, για να αφήνουν τα
ζωογονεῖσθαι· βρέφη τους έκθετα, ώστε να μη
διατηρούνται στη ζωή.
20 ἐν ᾧ καιρῷ ἐγεννήθη Μωϋσῆς, 20 Κατ’ αυτόν τον καιρό
καὶ ἦν ἀστεῖος τῷ Θεῷ· ὃς γεννήθηκε ο Μωυσής και ήταν
ἀνετράφη μῆνας τρεῖς ἐν τῷ οἴκῳ όμορφος για το Θεό. Αυτός
τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. ανατράφηκε τρεις μήνες στον
οίκο του πατέρα του
21 ἐκτεθέντα δὲ αὐτὸν ἀνείλετο 21 και, όταν τον άφησαν έκθετο,
αὐτὸν ἡ θυγάτηρ Φαραὼ καὶ τον ανάλαβε η θυγατέρα του
ἀνεθρέψατο αὐτὸν ἑαυτῇ εἰς υἱόν. Φαραώ και τον ανάθρεψε για τον
εαυτό της σαν γιο.
22 καὶ ἐπαιδεύθη Μωϋσῆς πάσῃ 22 Και εκπαιδεύτηκε ο Μωυσής
σοφίᾳ Αἰγυπτίων, ἦν δὲ δυνατὸς σε όλη τη σοφία των Αιγυπτίων,
ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις. και ήταν δυνατός στα λόγια και
τα έργα του.
23 ῾Ως δὲ ἐπληροῦτο αὐτῷ 23 Και καθώς συμπληρωνόταν σ’
τεσσαρακονταετὴς χρόνος, αυτόν το τεσσαρακοστό έτος του
ἀνέβη εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ χρόνου της ηλικίας του, ανέβηκε
ἐπισκέψασθαι τοὺς ἀδελφοὺς στην καρδιά του να επισκεφτεί
αὐτοῦ τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ. τους αδελφούς του, τους γιους
Ισραήλ.
24 καὶ ἰδών τινα ἀδικούμενον 24 Και όταν είδε κάποιον να
ἠμύνατο, καὶ ἐποιήσατο αδικείται, αμύνθηκε και έκανε
ἐκδίκησιν τῷ καταπονουμένῳ εκδίκηση στον καταπονεμένο
πατάξας τὸν Αἰγύπτιον. και χτύπησε θανάσιμα τον
Αιγύπτιο.
25 ἐνόμιζε δὲ συνιέναι τοὺς 25 Νόμιζε, λοιπόν, πως
ἀδελφοὺς αὐτοῦ ὅτι ὁ Θεὸς διὰ κατάλαβαν οι αδελφοί του ότι ο
χειρὸς αὐτοῦ δίδωσιν αὐτοῖς Θεός με το χέρι του θα δώσει
σωτηρίαν· οἱ δὲ οὐ συνῆκαν.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ζ’
σωτηρία σ’ αυτούς. εκείνοι δεν
κατάλαβαν.
26 τῇ τε ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ ὤφθη 26 Και την επόμενη ημέρα
αὐτοῖς μαχομένοις, καὶ φανερώθηκε σ’ αυτούς, ενώ
συνήλασεν αὐτοὺς εἰς εἰρήνην μάχονταν, και προσπαθούσε να
εἰπών· ἄνδρες, ἀδελφοί ἐστε τους συμφιλιώσει προς ειρήνη
ὑμεῖς· ἵνα τί ἀδικεῖτε ἀλλήλους; και είπε: “Άντρες, είστε αδελφοί.
γιατί αδικείτε ο ένας τον άλλο”;
27 ὁ δὲ ἀδικῶν τὸν πλησίον 27 Αλλά εκείνος που αδικούσε τον
ἀπώσατο αὐτὸν εἰπών· τίς σε πλησίον του τον απώθησε και
κατέστησεν ἄρχοντα καὶ είπε: Ποιος σε κατάστησε
δικαστὴν ἐφ᾿ ἡμῶν; άρχοντα και δικαστή πάνω μας;
28 μὴ ἀνελεῖν με σὺ θέλεις ὃν 28 Μήπως εσύ θέλεις να με
τρόπον ἀνεῖλες χθὲς τὸν σκοτώσεις με αυτόν τον τρόπο
Αἰγύπτιον; που σκότωσες χτες τον Αιγύπτιο;
29 ἔφυγε δὲ Μωϋσῆς ἐν τῷ λόγῳ 29 Έφυγε τότε ο Μωυσής για το
τούτῳ καὶ ἐγένετο πάροικος ἐν γῇ λόγο αυτόν και έγινε πάροικος
Μαδιάμ, οὗ ἐγέννησεν υἱοὺς δύο. στη γη Μαδιάμ όπου γέννησε δυο
γιους.
30 Καὶ πληρωθέντων ἐτῶν 30 Και αφού συμπληρώθηκαν
τεσσαράκοντα ὤφθη αὐτῷ ἐν τῇ σαράντα έτη, του φανερώθηκε
ἐρήμῳ τοῦ ὄρους Σινᾶ ἄγγελος μέσα στην έρημο του όρους Σινά
Κυρίου ἐν φλογὶ πυρὸς βάτου. άγγελος μέσα σε πύρινη φλόγα
μιας βάτου.
31 ὁ δὲ Μωϋσῆς ἰδὼν ἐθαύμαζε τὸ 31 Και ο Μωυσής, όταν το είδε,
ὅραμα· προσερχομένου δὲ αὐτοῦ θαύμαζε το όραμα και, ενώ αυτός
κατανοῆσαι ἐγένετο φωνὴ πλησίαζε, για να το παρατηρήσει
Κυρίου πρὸς αὐτόν· καλά, έγινε φωνή Κυρίου:
32 ἐγὼ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σου, ὁ 32 Εγώ είμαι ο Θεός των πατέρων
Θεὸς ᾿Αβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ισαὰκ σου, ο Θεός του Αβραάμ και του
καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ιακώβ. ἔντρομος δὲ Ισαάκ και του Ιακώβ. Ο Μωυσής
γενόμενος Μωϋσῆς οὐκ ἐτόλμα έγινε τότε έντρομος και δεν
κατανοῆσαι. τολμούσε να παρατηρήσει.
33 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Κύριος· λῦσον τὸ 33 Είπε τότε σ’ αυτόν ο Κύριος:
ὑπόδημα τῶν ποδῶν σου. ὁ γὰρ “Λύσε το υπόδημα των ποδιών
τόπος ἐν ᾧ ἕστηκας γῆ ἁγία σου, γιατί ο τόπος πάνω στον
ἐστίν. οποίο έχεις σταθεί είναι γη άγια.
34 ἰδὼν εἶδον τὴν κάκωσιν τοῦ 34 Είδα καλά την
λαοῦ μου τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τοῦ κακομεταχείριση του λαού μου
στεναγμοῦ αὐτῶν ἤκουσα, καὶ που είναι στην Αίγυπτο και το
κατέβην ἐξελέσθαι αὐτούς· καὶ στεναγμό τους τον άκουσα, και
κατέβηκα να τους ελευθερώσω.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ζ’
νῦν δεῦρο ἀποστελῶ σε εἰς Και τώρα έλα, θα σε αποστείλω
Αἴγυπτον. στην Αίγυπτο”.
35 Τοῦτον τὸν Μωϋσῆν ὃν 35 Αυτόν το Μωυσή, τον οποίο
ἠρνήσαντο εἰπόντες· τίς σε αρνήθηκαν και του είπαν: “Ποιος
κατέστησεν ἄρχοντα καὶ σε κατάστησε άρχοντα και
δικαστήν; τοῦτον ὁ Θεὸς ἄρχοντα δικαστή;”, αυτόν ο Θεός και
καὶ λυτρωτὴν ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ άρχοντα και λυτρωτή έχει
ἀγγέλου τοῦ ὀφθέντος αὐτῷ ἐν αποστείλει με τη βοήθεια του
τῇ βάτῳ. αγγέλου που του φανερώθηκε
μέσα στη βάτο.
36 οὗτος ἐξήγαγεν αὐτοὺς 36 Αυτός τους εξήγαγε και έκανε
ποιήσας τέρατα καὶ σημεῖα ἐν γῇ τέρατα και σημεία στη γη της
Αἰγύπτῳ καὶ ἐν ᾿Ερυθρᾷ Αιγύπτου και στην Ερυθρά
θαλάσσῃ καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἔτη Θάλασσα και στην έρημο για
τεσσαράκοντα. σαράντα έτη.
37 οὗτός ἐστιν ὁ Μωϋσῆς ὁ εἰπὼν 37 Αυτός είναι ο Μωυσής που είπε
τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ· προφήτην στους γιους Ισραήλ: Προφήτη
ὑμῖν ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεὸς για σας θα ανεγείρει ο θεός από
ὑμῶν ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν ὡς τους αδελφούς σας όπως εμένα.
ἐμέ· αὐτοῦ ἀκούσεσθε.
38 οὗτός ἐστιν ὁ γενόμενος ἐν τῇ 38 Αυτός είναι που ήταν με την
ἐκκλησίᾳ ἐν τῇ ἐρήμῳ μετὰ τοῦ εκκλησία μέσα στην έρημο μαζί
ἀγγέλου τοῦ λαλοῦντος αὐτῷ ἐν με τον άγγελο που του μιλούσε
τῷ ὄρει Σινᾶ καὶ τῶν πατέρων στο όρος Σινά και με τους
ἡμῶν, ὃς ἐδέξατο λόγια ζῶντα πατέρες μας, ο οποίος δέχτηκε
δοῦναι ἡμῖν. ζωντανά λόγια για να μας τα
δώσει.
39 ᾧ οὐκ ἠθέλησαν ὑπήκοοι 39 Σ’ αυτόν δε θέλησαν να γίνουν
γενέσθαι οἱ πατέρες ἡμῶν, ἀλλ᾿ υπάκουοι οι πατέρες μας, αλλά
ἀπώσαντο καὶ ἐστράφησαν τῇ τον απώθησαν και στράφηκαν
καρδίᾳ αὐτῶν εἰς Αἴγυπτον με τις καρδιές τους στην Αίγυπτο
40 εἰπόντες τῷ ᾿Ααρών· ποίησον 40 και είπαν στον Ααρών: Κάνε
ἡμῖν θεοὺς οἳ προπορεύσονται μας θεούς που θα μας
ἡμῶν· ὁ γὰρ Μωϋσῆς οὗτος ὃς προπορεύονται. Γιατί σ’ αυτόν το
ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, Μωυσή, ο οποίος μας εξήγαγε
οὐκ οἴδαμεν τί γέγονεν αὐτῷ. από τη γη της Αιγύπτου, δεν
ξέρουμε τι του έγινε.
41 καὶ ἐμοσχοποίησαν ἐν ταῖς 41 Και έκαναν μοσχάρι κατά τις
ἡμέραις ἐκείναις καὶ ἀνήγαγον ημέρες εκείνες και ύψωσαν θυσία
θυσίαν τῷ εἰδώλῳ, καὶ προς το είδωλο, και
εὐφραίνοντο ἐν τοῖς ἔργοις τῶν ευφραίνονταν στα έργα των
χειρῶν αὐτῶν. χεριών τους.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ζ’
42 ἔστρεψε δὲ ὁ Θεὸς καὶ 42 Στράφηκε τότε ο Θεός μακριά
παρέδωκεν αὐτοὺς λατρεύειν τῇ τους και τους παράδωσε στο να
στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ, καθὼς λατρεύουν τη στρατιά του
γέγραπται ἐν βίβλῳ τῶν ουρανού καθώς είναι γραμμένο
προφητῶν· μὴ σφάγια καὶ στο βιβλίο των προφητών:
θυσίας προσηνέγκατέ μοι ἔτη Μήπως σφάγια και θυσίες μου
τεσσαράκοντα ἐν τῇ ἐρήμῳ, προσφέρατε σαράντα έτη στη
οἶκος ᾿Ισραήλ; έρημο, οίκε του Ισραήλ;
43 καὶ ἀνελάβετε τὴν σκηνὴν τοῦ 43 Αλλά λάβατε πάνω σας τη
Μολὸχ καὶ τὸ ἄστρον τοῦ θεοῦ σκηνή του Μολόχ και το άστρο
ὑμῶν Ρεμφάν, τοὺς τύπους οὓς του θεού σας Ραιφάν, τις γλυπτές
ἐποιήσατε προσκυνεῖν αὐτοῖς· εικόνες που κάνατε, για να τις
καὶ μετοικιῶ ὑμᾶς ἐπέκεινα προσκυνάτε. Και θα σας
Βαβυλῶνος. μετοικίσω πέρα από τη
Βαβυλώνα.
44 ῾Η σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου ἦν 44 Η Σκηνή του Μαρτυρίου ήταν
τοῖς πατράσιν ἡμῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, με τους πατέρες μας στην έρημο,
καθὼς διετάξατο ὁ λαλῶν τῷ καθώς διέταξε αυτός που μιλούσε
Μωϋσῇ ποιῆσαι αὐτὴν κατὰ τὸν στο Μωυσή να την κάνει
τύπον ὃν ἑωράκει· σύμφωνα με το πρότυπο που είχε
δει.
45 ἣν καὶ εἰσήγαγον 45 Αυτήν και εισήγαγαν στη
διαδεξάμενοι οἱ πατέρες ἡμῶν χώρα οι πατέρες μας που
μετὰ ᾿Ιησοῦ ἐν τῇ κατασχέσει διαδέχτηκαν τους
τῶν ἐθνῶν ὧν ἔξωσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ προηγούμενους μαζί με τον
προσώπου τῶν πατέρων ἡμῶν, Ιησού του Ναυή κατά την
ἕως τῶν ἡμερῶν Δαυΐδ· κατάκτηση των εθνών, τα οποία
έδιωξε ο Θεός μακριά από την
παρουσία των πατέρων μας, και
παρέμεινε η Σκηνή ως τις ημέρες
του Δαβίδ.
46 ὃς εὗρε χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ 46 Αυτός βρήκε χάρη μπροστά
καὶ ᾐτήσατο εὑρεῖν σκήνωμα τῷ στο Θεό και ζήτησε να βρει
Θεῷ ᾿Ιακώβ. κατοικία για τον οίκο του Ιακώβ.
47 Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ 47 Ο Σολομών, όμως, οικοδόμησε
οἶκον. σ’ Αυτόν οίκο.
48 ἀλλ᾿ οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν 48 Αλλά ο Ύψιστος δεν κατοικεί
χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, σε χειροποίητους ναούς, καθώς ο
καθὼς ὁ προφήτης λέγει· προφήτης λέει:
49 ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ 49 Ο ουρανός είναι θρόνος μου
ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον και η γη υποπόδιο των ποδιών
οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει μου. Ποιον οίκο θα μου
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ζ’
Κύριος, ἢ τίς τόπος τῆς οικοδομήσετε, λέει ο Κύριος, ή
καταπαύσεώς μου; ποιος είναι τόπος της ανάπαυσής
μου;
50 οὐχὶ ἡ χείρ μου ἐποίησε ταῦτα 50 Το χέρι μου δεν έκανε όλα
πάντα; αυτά;
51 Σκληροτράχηλοι καὶ 51 Σκληροτράχηλοι και
ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς απερίτμητοι στις καρδιές και στα
ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ αυτιά, εσείς πάντοτε
῾Αγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες αντιτάσσεστε στο Πνεύμα το
ὑμῶν καὶ ὑμεῖς. Άγιο, όπως οι πατέρες σας έτσι κι
εσείς.
52 τίνα τῶν προφητῶν οὐκ 52 Ποιον από τους προφήτες δεν
ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ καταδίωξαν οι πατέρες σας; Και
ἀπέκτειναν τοὺς σκότωσαν αυτούς που
προκαταγγείλαντας περὶ τῆς προανάγγειλαν την έλευση του
ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὗ νῦν Δικαίου, του οποίου τώρα εσείς
ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γίνατε προδότες και φονιάδες,
γεγένησθε·
53 οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς 53 οι οποίοι λάβατε το νόμο μέσω
διαταγὰς ἀγγέλων, καὶ οὐκ διαταγών αγγέλων, αλλά δεν τον
ἐφυλάξατε. φυλάξατε».
Ο λιθοβολισμός του Στεφάνου
54 ᾿Ακούοντες δὲ ταῦτα 54 Ακούγοντας λοιπόν αυτά
διεπρίοντο ταῖς καρδίαις αὐτῶν κατακόβονταν στις καρδιές τους
καὶ ἔβρυχον τοὺς ὀδόντας ἐπ᾿ από αγανάκτηση και έτριζαν τα
αὐτόν. δόντια τους εναντίον του.
55 ὑπάρχων δὲ πλήρης 55 Αλλά αυτός, όντας πλήρης
Πνεύματος ῾Αγίου, ἀτενίσας εἰς Πνεύματος Αγίου, ατένισε στον
τὸν οὐρανὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ καὶ ουρανό και είδε τη δόξα του Θεού
᾿Ιησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ και τον Ιησού να έχει σταθεί από
Θεοῦ, τα δεξιά του Θεού
56 καὶ εἶπεν· ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς 56 και είπε: «Ιδού, βλέπω τους
οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους καὶ τὸν ουρανούς διανοιγμένους και τον
υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Υιό του ανθρώπου να έχει σταθεί
Θεοῦ ἑστῶτα. από τα δεξιά του Θεού».
57 κράξαντες δὲ φωνῇ μεγάλῃ 57 Εκείνοι τότε έκραξαν με φωνή
συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν καὶ μεγάλη, βούλωσαν τα αυτιά τους
ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἐπ᾿ αὐτόν, και όρμησαν ομόψυχα εναντίον
του
58 καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς 58 και, αφού τον έβγαλαν έξω από
πόλεως ἐλιθοβόλουν. καὶ οἱ την πόλη, τον λιθοβολούσαν. Και
μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια οι μάρτυρες απόθεσαν τα ρούχα
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ζ’
αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου τους δίπλα στα πόδια ενός
καλουμένου Σαύλου, νεαρού που τον καλούσαν Σαύλο,
59 καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν 59 και λιθοβολούσαν το Στέφανο
Στέφανον, ἐπικαλούμενον καὶ που επικαλούνταν και έλεγε:
λέγοντα· Κύριε ᾿Ιησοῦ, δέξαι τὸ «Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα
πνεῦμά μου. μου».
60 θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ 60 Και αφού έπεσε στα γόνατα,
μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς φώναξε με φωνή μεγάλη: «Κύριε,
τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. καὶ τοῦτο μην καταλογίσεις σ’ αυτούς
εἰπὼν ἐκοιμήθη. Σαῦλος δὲ ἦν αυτήν την αμαρτία». Και αφού
συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ. είπε αυτό, κοιμήθηκε. Και ο
Σαύλος ευαρεστούνταν
συμφωνώντας στη θανάτωσή
του.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Η’
Ο Σαούλ καταδιώκει την εκκλησία
1 Ἐγένετο δὲ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ 1 Εκείνη την ημέρα έγινε τότε
διωγμὸς μέγας ἐπὶ τὴν μεγάλος διωγμός ενάντια στην
ἐκκλησίαν τὴν ἐν ῾Ιεροσολύμοις· εκκλησία που ήταν στα
πάντες δὲ διεσπάρησαν κατὰ τὰς Ιεροσόλυμα, και όλοι
χώρας τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ διασπάρθηκαν στην ύπαιθρο της
Σαμαρείας, πλὴν τῶν Ιουδαίας και της Σαμάρειας
ἀποστόλων. εκτός από τους αποστόλους.
2 συνεκόμισαν δὲ τὸν Στέφανον 2 Και έθαψαν το Στέφανο άντρες
ἄνδρες εὐλαβεῖς καὶ ἐποίησαν ευλαβείς, και έκαναν θρήνο
κοπετὸν μέγαν ἐπ᾿ αὐτῷ. μεγάλο γι’ αυτόν.
3 Σαῦλος δὲ ἐλυμαίνετο τὴν 3 Ενώ ο Σαύλος προξενούσε
ἐκκλησίαν κατὰ τοὺς οἴκους φθορά στην εκκλησία
εἰσπορευόμενος, σύρων τε μπαίνοντας από οίκο σε οίκο,
ἄνδρας καὶ γυναῖκας παρεδίδου σέρνοντας άντρες και γυναίκες
εἰς φυλακήν. και τους παράδινε στη φυλακή.
Ο Φίλιππος κηρύττει το Ευαγγέλιο
στη Σαμάρεια
4 Οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες 4 Αυτοί λοιπόν που
διῆλθον εὐαγγελιζόμενοι τὸν διασπάρθηκαν πέρασαν τη χώρα
λόγον. ευαγγελιζόμενοι το λόγο του
Θεού.
5 Φίλιππος δὲ κατελθὼν εἰς πόλιν 5 Και ο Φίλιππος κατέβηκε στην
τῆς Σαμαρείας ἐκήρυσσεν αὐτοῖς πόλη της Σαμάρειας και κήρυττε
τὸν Χριστόν. σ’ αυτούς το Χριστό.
6 προσεῖχον δὲ οἱ ὄχλοι τοῖς 6 Πρόσεχαν ομόψυχα τότε τα
λεγομένοις ὑπὸ τοῦ Φιλίππου πλήθη στα λεγόμενα του
ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἀκούειν Φιλίππου, καθώς αυτοί άκουγαν
αὐτοὺς καὶ βλέπειν τὰ σημεῖα ἃ και έβλεπαν τα θαυματουργικά
ἐποίει. σημεία που έκανε.
7 πολλῶν γὰρ τῶν ἐχόντων 7 Γιατί ήταν πολλοί από αυτούς
πνεύματα ἀκάθαρτα βοῶντα που είχαν πνεύματα ακάθαρτα
φωνῇ μεγάλῃ ἐξήρχετο, πολλοὶ που φώναζαν με φωνή μεγάλη
δὲ παραλελυμένοι καὶ χωλοὶ και εξέρχονταν, ενώ πολλοί
ἐθεραπεύθησαν, παράλυτοι και χωλοί
θεραπεύτηκαν.
8 καὶ ἐγένετο χαρὰ μεγάλη ἐν τῇ 8 Και έγινε πολλή χαρά στην
πόλει ἐκείνῃ. πόλη εκείνη.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Η’
Ο Πέτρος και ο μάγος Σίμων
9 ᾿Ανὴρ δέ τις ὀνόματι Σίμων 9 Κάποιος άντρας, λοιπόν, με το
προϋπῆρχεν ἐν τῇ πόλει μαγεύων όνομα Σίμωνας προϋπήρχε μέσα
καὶ ἐξιστῶν τὸ ἔθνος τῆς στην πόλη, μαγεύοντας και
Σαμαρείας, λέγων εἶναί τινα αφήνοντας εκστατικό το έθνος
ἑαυτὸν μέγαν· της Σαμάρειας, λέγοντας πως ο
εαυτός του είναι κάποιος
μεγάλος.
10 ᾧ προσεῖχον πάντες ἀπὸ 10 Σ’ αυτόν πρόσεχαν όλοι, από
μικροῦ ἕως μεγάλου λέγοντες· τους μικρούς ως τους μεγάλους,
οὗτός ἐστιν ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἡ λέγοντας: «Αυτός είναι η δύναμη
μεγάλη. του Θεού, που καλείται
“Μεγάλη”».
11 προσεῖχον δὲ αὐτῷ διὰ τὸ 11 Πρόσεχαν λοιπόν σ’ αυτόν,
ἱκανῷ χρόνῳ ταῖς μαγείαις γιατί από αρκετό χρόνο με τις
ἐξεστακέναι αὐτούς. μαγείες τούς είχε αφήσει
εκστατικούς.
12 ὅτε δὲ ἐπίστευσαν τῷ Φιλίππῳ 12 Όταν όμως πίστεψαν στο
εὐαγγελιζομένῳ τὰ περὶ τῆς Φίλιππο που ευαγγέλιζε για τη
βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ βασιλεία του Θεού και για το
ὀνόματος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, όνομα του Ιησού Χριστού,
ἐβαπτίζοντο ἄνδρες τε καὶ βαφτίζονταν άντρες και
γυναῖκες. γυναίκες.
13 ὁ δὲ Σίμων καὶ αὐτὸς 13 Ο Σίμωνας, λοιπόν, και αυτός
ἐπίστευσε, καὶ βαπτισθεὶς ἦν πίστεψε και, αφού βαφτίστηκε,
προσκαρτερῶν τῷ Φιλίππῳ, ήταν προσκολλημένος στο
θεωρῶν τε δυνάμεις καὶ σημεῖα Φίλιππο και, βλέποντας τα
γινόμενα ἐξίστατο. θαυματουργικά σημεία και τις
δυνάμεις τις μεγάλες που
γίνονταν, έμενε εκστατικός.
14 ᾿Ακούσαντες δὲ οἱ ἐν 14 Όταν άκουσαν τότε οι
῾Ιεροσολύμοις ἀπόστολοι ὅτι απόστολοι στα Ιεροσόλυμα ότι η
δέδεκται ἡ Σαμάρεια τὸν λόγον Σαμάρεια έχει δεχτεί το λόγο του
τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλαν πρὸς Θεού, απέστειλαν προς αυτούς
αὐτοὺς τὸν Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην· τον Πέτρο και τον Ιωάννη,
15 οἵτινες καταβάντες 15 οι οποίοι κατέβηκαν και
προσηύξαντο περὶ αὐτῶν ὅπως προσευχήθηκαν γι’ αυτούς, για
λάβωσι Πνεῦμα ῞Αγιον· να λάβουν Πνεύμα Άγιο.
16 οὔπω γὰρ ἦν ἐπ᾿ οὐδενὶ αὐτῶν 16 Γιατί ακόμα δεν είχε πέσει
ἐπιπεπτωκός, μόνον δὲ πάνω σε κανέναν από αυτούς,
βεβαπτισμένοι ὑπῆρχον εἰς τὸ αλλά μόνο ήταν βαφτισμένοι στο
ὄνομα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ. όνομα του Κυρίου Ιησού.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Η’
17 τότε ἐπετίθουν τὰς χεῖρας ἐπ᾿ 17 Τότε έθεσαν τα χέρια πάνω
αὐτούς, καὶ ἐλάμβανον Πνεῦμα τους και λάβαιναν Πνεύμα Άγιο.
῞Αγιον.
18 ἰδὼν δὲ ὁ Σίμων ὅτι διὰ τῆς 18 Όταν είδε τότε ο Σίμωνας ότι με
ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν την επίθεση των χεριών των
ἀποστόλων δίδοται τὸ Πνεῦμα τὸ αποστόλων δίνεται το Πνεύμα,
῞Αγιον, προσήνεγκεν αὐτοῖς τους πρόσφερε χρήματα,
χρήματα
19 λέγων· δότε κἀμοὶ τὴν 19 λέγοντας: «Δώστε και σ’ εμένα
ἐξουσίαν ταύτην, ἵνα ᾧ ἐὰν ἐπιθῶ την εξουσία αυτή, ώστε σ’ όποιον
τὰς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα επιθέσω τα χέρια να λαβαίνει
῞Αγιον. Πνεύμα Άγιο».
20 Πέτρος δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· τὸ 20 Ο Πέτρος όμως είπε προς
ἀργύριόν σου σὺν σοὶ εἴη εἰς αυτόν: «Το ασήμι σου μαζί μ’
ἀπώλειαν, ὅτι τὴν δωρεὰν τοῦ εσένα ας είναι προς απώλεια,
Θεοῦ ἐνόμισας διὰ χρημάτων επειδή νόμισες ότι η δωρεά του
κτᾶσθαι. Θεού αποκτάται με χρήματα.
21 οὐκ ἔστι σοι μερὶς οὐδὲ κλῆρος 21 Δεν υπάρχει σ’ εσένα μερίδα
ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ· ἡ γὰρ καρδία ούτε κλήρος στην υπόθεση αυτού
σου οὐκ ἔστιν εὐθεῖα ἐνώπιον τοῦ του λόγου, γιατί η καρδιά σου δεν
Θεοῦ. είναι ευθεία απέναντι στο Θεό.
22 μετανόησον οὖν ἀπὸ τῆς 22 Μετανόησε λοιπόν από την
κακίας σου ταύτης, καὶ δεήθητι κακία σου αυτήν και δεήσου
τοῦ Θεοῦ εἰ ἄρα ἀφεθήσεταί σοι ἡ στον Κύριο, μήπως σου αφεθεί
ἐπίνοια τῆς καρδίας σου· αυτή η σκέψη της καρδιάς σου.
23 εἰς γὰρ χολὴν πικρίας καὶ 23 γιατί σε βλέπω να βρίσκεσαι σε
σύνδεσμον ἀδικίας ὁρῶ σε ὄντα. πικρή χολή και σε δεσμά
αδικίας».
24 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπε· 24 Αποκρίθηκε τότε ο Σίμωνας
δεήθητε ὑμεῖς ὑπὲρ ἐμοῦ πρὸς τὸν και είπε: «Δεηθείτε εσείς για μένα
Θεὸν ὅπως μηδὲν ἐπέλθῃ ἐπ᾿ ἐμὲ προς τον Κύριο, για να μην έρθει
ὧν εἰρήκατε. πάνω μου τίποτα απ’ όσα έχετε
πει».
25 Οἱ μὲν οὖν διαμαρτυράμενοι 25 Αυτοί, λοιπόν, αφού έδωσαν
καὶ λαλήσαντες τὸν λόγον τοῦ επίσημη μαρτυρία και μίλησαν
Κυρίου ὑπέστρεψαν εἰς το λόγο του Κυρίου, επέστρεφαν
῾Ιερουσαλήμ, πολλάς τε κώμας στα Ιεροσόλυμα και ευαγγέλιζαν
τῶν Σαμαρειτῶν εὐηγγελίσαντο. πολλά χωριά των Σαμαρειτών.
Ο Φίλιππος και ο Αιθίοπας
26 ῎Αγγελος δὲ Κυρίου ἐλάλησε 26 Άγγελος Κυρίου τότε λάλησε
πρὸς Φίλιππον λέγων· ἀνάστηθι προς το Φίλιππο λέγοντας:
καὶ πορεύου κατὰ μεσημβρίαν «Σήκω και πήγαινε κατά το νότο,
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Η’
ἐπὶ τὴν ὁδὸν τὴν καταβαίνουσαν στην οδό που κατεβαίνει από την
ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς Γάζαν· αὕτη Ιερουσαλήμ στη Γάζα. αυτή είναι
ἐστὶν ἔρημος. έρημη».
27 καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη. καὶ 27 Και αφού σηκώθηκε, πήγε. Και
ἰδοὺ ἀνὴρ Αἰθίοψ εὐνοῦχος ιδού ένας άντρας Αιθίοπας,
δυνάστης Κανδάκης τῆς ευνούχος, ανώτατος
βασιλίσσης Αἰθιόπων, ὃς ἦν ἐπὶ αξιωματούχος της Κανδάκης,
πάσης τῆς γάζης αὐτῆς, ὃς βασίλισσας των Αιθιόπων, ο
ἐληλύθει προσκυνήσων εἰς οποίος ήταν υπεύθυνος πάνω σε
῾Ιερουσαλήμ, όλο το θησαυροφυλάκιό της.
Αυτός είχε έρθει να προσκυνήσει
στην Ιερουσαλήμ,
28 ἦν τε ὑποστρέφων καὶ 28 και επέστρεφε και καθόταν
καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἅρματος πάνω στο άρμα του και διάβαζε
αὐτοῦ, καὶ ἀνεγίνωσκε τὸν τον προφήτη Ησαΐα.
προφήτην ῾Ησαΐαν.
29 εἶπε δὲ τὸ Πνεῦμα τῷ Φιλίππῳ· 29 Είπε λοιπόν το Πνεύμα στο
πρόσελθε καὶ κολλήθητι τῷ Φίλιππο: «Πλησίασε και
ἅρματι τούτῳ. προσκολλήσου στο άρμα τούτο».
30 προσδραμὼν δὲ ὁ Φίλιππος 30 Προσέτρεξε τότε ο Φίλιππος
ἤκουσεν αὐτοῦ ἀναγινώσκοντος και τον άκουσε να διαβάζει τον
τὸν προφήτην ῾Ησαΐαν, καὶ εἶπεν· προφήτη Ησαΐα και του είπε:
ἆρά γε γινώσκεις ἃ «Άραγε καταλαβαίνεις αυτά που
ἀναγινώσκεις; διαβάζεις;»
31 ὁ δὲ εἶπε· πῶς γὰρ ἂν δυναίμην, 31 Εκείνος είπε: «Πώς λοιπόν θα
ἐὰν μή τις ὁδηγήσῃ με; μπορούσα αν κάποιος δε με
παρεκάλεσέ τε τὸν Φίλιππον οδηγήσει;» Και παρακάλεσε το
ἀναβάντα καθίσαι σὺν αὐτῷ. Φίλιππο να ανεβεί και να καθίσει
μαζί του.
32 ἡ δὲ περιοχὴ τῆς γραφῆς ἣν 32 Η περικοπή λοιπόν της
ἀνεγίνωσκεν ἦν αὕτη· ὡς Γραφής που διάβαζε ήταν αυτή:
πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη· καὶ Σαν πρόβατο στη σφαγή
ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος οδηγήθηκε και σαν αμνός
αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ απέναντι σ’ αυτόν που τον
ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ. κουρεύει άφωνος, έτσι δεν
ανοίγει το στόμα του.
33 ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ ἡ 33 Μέσα στην ταπείνωσή του
κρίσις αὐτοῦ ἤρθη· τὴν δὲ γενεὰν αφαιρέθηκε η κατάκρισή του. Τη
αὐτοῦ τίς διηγήσεται; ὅτι αἴρεται γενιά του ποιος θα διηγηθεί;
ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ. Επειδή αφαιρείται από τη γη η
ζωή του.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Η’
34 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εὐνοῦχος τῷ 34 Αποκρίθηκε τότε ο ευνούχος
Φιλίππῳ εἶπε· δέομαί σου, περὶ στο Φίλιππο και του είπε: «Σε
τίνος ὁ προφήτης λέγει τοῦτο; παρακαλώ, πες μου, για ποιον ο
περὶ ἑαυτοῦ ἢ περὶ ἑτέρου τινός; προφήτης λέει αυτό; Για τον
εαυτό του ή για κάποιον άλλο;»
35 ἀνοίξας δὲ ὁ Φίλιππος τὸ 35 Άνοιξε τότε ο Φίλιππος το
στόμα αὐτοῦ καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ στόμα του και, αφού άρχισε από
τῆς γραφῆς ταύτης τη γραφή αυτή, του κήρυξε το
εὐηγγελίσατο αὐτῷ τὸν ᾿Ιησοῦν. ευαγγέλιο για τον Ιησού.
36 ὡς δὲ ἐπορεύοντο κατὰ τὴν 36 Καθώς λοιπόν προχωρούσαν
ὁδόν, ἦλθον ἐπί τι ὕδωρ, καί στο δρόμο, ήρθαν σε κάποιο
φησιν ὁ εὐνοῦχος· ἰδοὺ ὕδωρ· τί μέρος με νερό, και λέει ο
κωλύει με βαπτισθῆναι; ευνούχος: «Ιδού νερό, τι με
εμποδίζει να βαφτιστώ;»
37 εἶπε δὲ ὁ Φίλιππος· εἰ πιστεύεις 37 Είπε τότε ο Φίλιππος: «Αν
ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἔξεστιν. πιστεύεις με όλη την καρδιά,
ἀποκριθεὶς δὲ εἶπε· πιστεύω τὸν επιτρέπεται». Αποκρίθηκε λοιπόν
υἱὸν τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸν ᾿Ιησοῦν και είπε: «Πιστεύω πως ο Υιός του
Χριστόν. Θεού είναι ο Ιησούς Χριστός».
38 καὶ ἐκέλευσε στῆναι τὸ ἅρμα, 38 Και διέταξε να σταθεί το άρμα
καὶ κατέβησαν ἀμφότεροι εἰς τὸ και κατέβηκαν και οι δύο στο
ὕδωρ, ὅ τε Φίλιππος καὶ ὁ νερό, ο Φίλιππος και ο ευνούχος,
εὐνοῦχος, καὶ ἐβάπτισεν αὐτόν. και τον βάφτισε.
39 ὅτε δὲ ἀνέβησαν ἐκ τοῦ ὕδατος, 39 Όταν λοιπόν ανέβηκαν από το
Πνεῦμα Κυρίου ἥρπασε τὸν νερό, Πνεύμα Κυρίου άρπαξε το
Φίλιππον, καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν Φίλιππο και δεν τον είδε πια ο
οὐκέτι ὁ εὐνοῦχος· ἐπορεύετο γὰρ ευνούχος, προχωρούσε μάλιστα
τὴν ὁδὸν αὐτοῦ χαίρων. στο δρόμο του χαίροντας.
40 Φίλιππος δὲ εὑρέθη εἰς 40 Και ο Φίλιππος βρέθηκε στην
῎Αζωτον, καὶ διερχόμενος Άζωτο. και περνώντας
εὐηγγελίζετο τὰς πόλεις πάσας ευαγγέλιζε όλες τις πόλεις,
ἕως τοῦ ἐλθεῖν αὐτὸν εἰς ωσότου ήρθε στην Καισάρεια.
Καισάρειαν.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Θ’
Η μεταστροφή του Σαούλ
1 Ὁ δὲ Σαῦλος ἔτι ἐμπνέων 1 Ο Σαύλος, λοιπόν, πνέοντας
ἀπειλῆς καὶ φόνου εἰς τοὺς ακόμα μέσα του απειλή και φόνο
μαθητὰς τοῦ Κυρίου, προσελθὼν για τους μαθητές του Κυρίου,
τῷ ἀρχιερεῖ προσήλθε στον αρχιερέα
2 ᾐτήσατο παρ᾿ αὐτοῦ ἐπιστολὰς 2 και ζήτησε από αυτόν
εἰς Δαμασκὸν πρὸς τὰς επιστολές για τη Δαμασκό προς
συναγωγάς, ὅπως ἐάν τινας εὕρῃ τις συναγωγές, ώστε, αν βρει
τῆς ὁδοῦ ὄντας, ἄνδρας τε καὶ κάποιους που ήταν της Οδού,
γυναῖκας, δεδεμένους ἀγάγῃ εἰς άντρες και γυναίκες, να τους
῾Ιερουσαλήμ. οδηγήσει δεμένους στην
Ιερουσαλήμ.
3 ἐν δὲ τῷ πορεύεσθαι ἐγένετο 3 Ενώ λοιπόν πορευόταν,
αὐτὸν ἐγγίζειν τῇ Δαμασκῷ, καὶ πλησίαζε τη Δαμασκό και
ἐξαίφνης περιήστραψεν αὐτὸν ξαφνικά άστραψε γύρω του φως
φῶς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, από τον ουρανό
4 καὶ πεσὼν ἐπὶ τὴν γῆν ἤκουσε 4 και, αφού έπεσε στη γη, άκουσε
φωνὴν λέγουσαν αὐτῷ· Σαοὺλ φωνή να του λέει: «Σαούλ, Σαούλ,
Σαούλ, τί με διώκεις; τι με καταδιώκεις;»
5 εἶπε δέ· τίς εἶ, κύριε; ὁ δὲ Κύριος 5 Αυτός είπε τότε: «Ποιος είσαι,
εἶπεν· ἐγώ εἰμι ᾿Ιησοῦς ὃν σὺ Κύριε;» Εκείνος απάντησε: «Εγώ
διώκεις· είμαι ο Ιησούς που εσύ
καταδιώκεις.
6 ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ εἴσελθε εἰς 6 Αλλά σήκω και είσελθε στην
τὴν πόλιν, καὶ λαληθήσεταί σοι πόλη και θα σου ειπωθεί ό,τι
τί σε δεῖ ποιεῖν. πρέπει να κάνεις».
7 οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες 7 Και οι άντρες που τον
αὐτῷ εἱστήκεισαν ἐνεοί, συνόδευαν είχαν σταθεί άφωνοι,
ἀκούοντες μὲν τῆς φωνῆς, επειδή αφενός άκουγαν τη φωνή,
μηδένα δὲ θεωροῦντες. αφετέρου δεν έβλεπαν κανέναν.
8 ἠγέρθη δὲ ὁ Σαῦλος ἀπὸ τῆς 8 Σηκώθηκε τότε ο Σαύλος από
γῆς, ἀνεῳγμένων τε τῶν τη γη, και ενώ ήταν ανοιγμένα τα
ὀφθαλμῶν αὐτοῦ οὐδένα ἔβλεπε· μάτια του, δεν έβλεπε τίποτα.
χειραγωγοῦντες δὲ αὐτὸν χειραγωγώντας λοιπόν αυτόν,
εἰσήγαγον εἰς Δαμασκόν. τον εισήγαγαν στη Δαμασκό.
9 καὶ ἦν ἡμέρας τρεῖς μὴ βλέπων, 9 Και ήταν τρεις ημέρες που δεν
καὶ οὐκ ἔφαγεν οὐδὲ ἔπιεν. έβλεπε, και δεν έφαγε ούτε ήπιε.
10 ῏Ην δέ τις μαθητὴς ἐν 10 Ήταν τότε κάποιος μαθητής
Δαμασκῷ ὀνόματι ᾿Ανανίας, καὶ στη Δαμασκό με το όνομα
εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος ἐν Ανανίας, και ο Κύριος είπε προς
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Θ’
ὁράματι· ᾿Ανανία. ὁ δὲ εἶπεν· ἰδοὺ αυτόν σε όραμα: «Ανανία».
ἐγώ, Κύριε· Εκείνος είπε: «Ιδού εγώ, Κύριε».
11 ὁ δὲ Κύριος πρὸς αὐτόν· 11 Και ο Κύριος είπε προς αυτόν:
ἀναστὰς πορεύθητι ἐπὶ τὴν «Σήκω και πήγαινε στη στενή
ρύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν οδό που καλείται “Ευθεία” και
καὶ ζήτησον ἐν οἰκίᾳ ᾿Ιούδα ζήτησε στην οικία του Ιούδα
Σαῦλον ὀνόματι Ταρσέα· ἰδοὺ έναν Ταρσέα με το όνομα Σαύλος.
γὰρ προσεύχεται, Γιατί ιδού, προσεύχεται
12 καὶ εἶδεν ἐν ὁράματι ἄνδρα 12 και είδε έναν άντρα σε όραμα,
ὀνόματι ᾿Ανανίαν εἰσελθόντα καὶ με το όνομα Ανανίας, που
ἐπιθέντα αὐτῷ χεῖρα, ὅπως εισήλθε και επέθεσε σ’ αυτόν τα
ἀναβλέψῃ. χέρια, για να ξαναδεί».
13 ἀπεκρίθη δὲ ᾿Ανανίας· Κύριε, 13 Αποκρίθηκε τότε ο Ανανίας:
ἀκήκοα ἀπὸ πολλῶν περὶ τοῦ «Κύριε, άκουσα από πολλούς για
ἀνδρὸς τούτου, ὅσα κακὰ τον άντρα αυτόν, πόσα κακά
ἐποίησε τοῖς ἁγίοις σου ἐν έκανε στους αγίους σου στην
῾Ιερουσαλήμ· Ιερουσαλήμ.
14 καὶ ὧδε ἔχει ἐξουσίαν παρὰ 14 Και εδώ έχει εξουσία από τους
τῶν ἀρχιερέων δῆσαι πάντας αρχιερείς να δέσει όλους όσοι
τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομά επικαλούνται το όνομά σου».
σου.
15 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος· 15 Είπε όμως προς αυτόν ο
πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί Κύριος: «Πήγαινε, γιατί σκεύος
ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ εκλογής είναι αυτός για μένα, για
ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ να βαστάξει το όνομά μου
βασιλέων υἱῶν τε ᾿Ισραήλ· μπροστά σε έθνη και σε
βασιλιάδες και στους γιους
Ισραήλ.
16 ἐγὼ γὰρ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα 16 Γιατί εγώ θα του υποδείξω όσα
δεῖ αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου πρέπει να πάθει για το όνομά
παθεῖν. μου».
17 ᾿Απῆλθε δὲ ᾿Ανανίας καὶ 17 Έφυγε τότε ο Ανανίας και
εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ εισήλθε στην οικία και έθεσε
ἐπιθεὶς ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας εἶπε· πάνω του τα χέρια και είπε:
Σαοὺλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος «Σαούλ, αδελφέ, ο Κύριος με έχει
ἀπέσταλκέ με, ᾿Ιησοῦς ὁ ὀφθείς αποστείλει, ο Ιησούς που σου
σοι ἐν τῇ ὁδῷ ᾗ ἤρχου, ὅπως φανερώθηκε στην οδό που
ἀναβλέψῃς καὶ πλησθῇς ερχόσουν, για να ξαναδείς και να
Πνεύματος ῾Αγίου. γεμίσεις Πνεύμα Άγιο».
18 καὶ εὐθέως ἀπέπεσον ἀπὸ τῶν 18 Και αμέσως του έπεσαν από τα
ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ὡσεὶ λεπίδες, μάτια κάτι σαν λέπια, και
ἀνέβλεψέ τε, καὶ ἀναστὰς
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Θ’
ἐβαπτίσθη, καὶ λαβὼν τροφὴν ξαναείδε και σηκώθηκε και
ἐνίσχυσεν. βαφτίστηκε.
19 ᾿Εγένετο δὲ ὁ Σαῦλος μετὰ τῶν 19 Και αφού έλαβε τροφή,
ὄντων ἐν Δαμασκῷ μαθητῶν ενισχύθηκε.
ἡμέρας τινάς, Το κήρυγμα του Παύλου στη
Δαμασκό
20 καὶ εὐθέως ἐν ταῖς συναγωγαῖς 20 Ήταν λοιπόν μαζί με τους
ἐκήρυσσε τὸν ᾿Ιησοῦν ὅτι οὗτός μαθητές στη Δαμασκό μερικές
ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. ημέρες και αμέσως στις
συναγωγές κήρυττε τον Ιησού,
ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού.
21 ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ 21 Έμεναν εκστατικοί τότε όλοι
ἀκούοντες καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός όσοι άκουγαν και έλεγαν: «Δεν
ἐστιν ὁ πορθήσας ἐν ῾Ιερουσαλὴμ είναι αυτός εκείνος που
τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομα κατάτρεξε στην Ιερουσαλήμ
τοῦτο, καὶ ὧδε εἰς τοῦτο αυτούς που επικαλούνται το
ἐλήλυθεν, ἵνα δεδεμένους αὐτοὺς όνομα τούτο, και εδώ γι’ αυτό δεν
ἀγάγῃ ἐπὶ τοὺς ἀρχιερεῖς; έχει έρθει, για να τους οδηγήσει
δεμένους στους αρχιερείς;»
22 Σαῦλος δὲ μᾶλλον 22 Αλλά ο Σαύλος περισσότερο
ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς ενδυναμωνόταν και προκαλούσε
᾿Ιουδαίους τοὺς κατοικοῦντας ἐν σύγχυση στους Ιουδαίους που
Δαμασκῷ, συμβιβάζων ὅτι οὗτός κατοικούσαν στη Δαμασκό,
ἐστιν ὁ Χριστός. αποδείχνοντας ότι αυτός είναι ο
Χριστός.
Ο Παύλος ξεφεύγει από τους
Ιουδαίους
23 ὡς δὲ ἐπληροῦντο ἡμέραι 23 Και καθώς συμπληρώνονταν
ἱκαναί, συνεβουλεύσαντο οἱ αρκετές ημέρες, έκαναν
᾿Ιουδαῖοι ἀνελεῖν αὐτόν· συμβούλιο οι Ιουδαίοι και
αποφάσισαν να τον σκοτώσουν.
24 ἐγνώσθη δὲ τῷ Σαύλῳ ἡ 24 Έγινε γνωστή όμως στον
ἐπιβουλὴ αὐτῶν. παρετήρουν τε Παύλο η επιβουλή τους.
τὰς πύλας ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς Παρατηρούσαν τότε και τις
ὅπως αὐτὸν ἀνέλωσι· πύλες ημέρα και νύχτα, για να
τον σκοτώσουν.
25 λαβόντες δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ 25 Αφού τον πήραν τότε νύχτα οι
νυκτὸς καθῆκαν διὰ τοῦ τείχους μαθητές, διαμέσου του τείχους
χαλάσαντες ἐν σπυρίδι. τον κατέβασαν, χαμηλώνοντας
αυτόν μέσα σ’ ένα μεγάλο
καλάθι.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Θ’
Ο Παύλος στην Ιερουσαλήμ
26 Παραγενόμενος δὲ ὁ Σαῦλος 26 Και όταν ήρθε στη
εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἐπειρᾶτο Ιερουσαλήμ, προσπαθούσε να
κολλᾶσθαι τοῖς μαθηταῖς· καὶ προσκολληθεί στους μαθητές,
πάντες ἐφοβοῦντο αὐτόν, μὴ αλλά όλοι τον φοβούνταν, μην
πιστεύοντες ὅτι ἐστὶ μαθητής. πιστεύοντας ότι είναι μαθητής.
27 Βαρνάβας δὲ ἐπιλαβόμενος 27 Ο Βαρνάβας, όμως, αφού τον
αὐτὸν ἤγαγε πρὸς τοὺς πήρε, τον οδήγησε προς τους
ἀποστόλους, καὶ διηγήσατο αποστόλους και τους διηγήθηκε
αὐτοῖς πῶς ἐν τῇ ὁδῷ εἶδε τὸν πώς κατά τη οδό είδε τον Κύριο
Κύριον καὶ ὅτι ἐλάλησεν αὐτῷ, και ότι Εκείνος του μίλησε, και
καὶ πῶς ἐν Δαμασκῷ πώς στη Δαμασκό κήρυττε με
ἐπαρρησιάσατο ἐν τῷ ὀνόματι παρρησία στο όνομα του Ιησού.
τοῦ ᾿Ιησοῦ.
28 καὶ ἦν μετ᾿ αὐτῶν 28 Και μαζί τους έμπαινε και
εἰσπορευόμενος καὶ έβγαινε στην Ιερουσαλήμ
ἐκπορευόμενος ἐν ῾Ιερουσαλὴμ συνεχώς, μιλώντας με παρρησία
καὶ παρρησιαζόμενος ἐν τῷ στο όνομα του Κυρίου,
ὀνόματι τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ,
29 ἐλάλει τε καὶ συνεζήτει πρὸς 29 και μιλούσε και συζητούσε με
τοὺς ῾Ελληνιστάς· οἱ δὲ τους Ελληνιστές, εκείνοι όμως
ἐπεχείρουν αὐτὸν ἀνελεῖν. επιχειρούσαν να τον σκοτώσουν.
30 ἐπιγνόντες δὲ οἱ ἀδελφοὶ 30 Επειδή λοιπόν το έμαθαν οι
κατήγαγον αὐτὸν εἰς Καισάρειαν αδελφοί, τον κατέβασαν στην
καὶ ἐξαπέστειλαν αὐτὸν εἰς Καισάρεια και τον έστειλαν
Ταρσόν. μακριά στην Ταρσό.
31 Αἱ μὲν οὖν ἐκκλησίαι καθ᾿ 31 Πράγματι, λοιπόν, η εκκλησία
ὅλης τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ Γαλιλαίας σε όλη την Ιουδαία και τη
καὶ Σαμαρείας εἶχον εἰρήνην Γαλιλαία και τη Σαμάρεια είχε
οἰκοδομούμεναι καὶ πορευόμεναι ειρήνη, ενώ οικοδομούνταν και
τῷ φόβῳ τοῦ Κυρίου, καὶ τῇ πορευόταν με το φόβο του
παρακλήσει τοῦ ῾Αγίου Κυρίου, και πλήθαινε με την
Πνεύματος ἐπληθύνοντο. ενθάρρυνση του Αγίου
Πνεύματος.
Η θεραπεία του Αινέα
32 ᾿Εγένετο δὲ Πέτρον 32 Συνέβηκε τότε, όταν ο Πέτρος
διερχόμενον διὰ πάντων περνούσε από όλα τα μέρη, να
κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους κατεβεί και προς τους αγίους που
τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν. κατοικούσαν στη Λύδδα.
33 εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα 33 Βρήκε λοιπόν εκεί κάποιον
Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ άνθρωπο με το όνομα Αινέας, που
από οχτώ έτη ήταν κατάκοιτος
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Θ’
κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς πάνω σ’ ένα κρεβάτι, ο οποίος
ἦν παραλελυμένος. ήταν παράλυτος.
34 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, 34 Και του είπε ο Πέτρος: «Αινέα,
ἰᾶταί σε ᾿Ιησοῦς ὁ Χριστός· σε γιατρεύει ο Ιησούς Χριστός.
ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ. σήκω και στρώσε για τον εαυτό
καὶ εὐθέως ἀνέστη. σου». Και αμέσως σηκώθηκε.
35 καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ 35 Και τον είδαν όλοι όσοι
κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν κατοικούσαν στη Λύδδα και στο
Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ Σάρωνα, οι οποίοι επέστρεψαν
τὸν Κύριον. στον Κύριο.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ι’
Ο Πέτρος και ο Κορνήλιος
1 Ἀνὴρ δέ τις ἐν Καισαρείᾳ 1 Κάποιος άντρας λοιπόν στην
ὀνόματι Κορνήλιος, Καισάρεια με το όνομα
ἑκατοντάρχης ἐκ σπείρης τῆς Κορνήλιος, εκατόνταρχος από τη
καλουμένης ᾿Ιταλικῆς, στρατιωτική μονάδα που
καλείται Ιταλική,
2 εὐσεβὴς καὶ φοβούμενος τὸν 2 ευσεβής και φοβούμενος το Θεό
Θεὸν σὺν παντὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, μαζί με όλο τον οίκο του, που
ποιῶν τε ἐλεημοσύνας πολλὰς τῷ έκανε ελεημοσύνες πολλές στο
λαῷ καὶ δεόμενος τοῦ Θεοῦ διὰ λαό και δεόταν στο Θεό
παντός, διαπαντός,
3 εἶδεν ἐν ὁράματι φανερῶς ὡσεὶ 3 είδε σε όραμα φανερά την
ὥραν ἐνάτην τῆς ἡμέρας ημέρα, περίπου γύρω στις τρεις η
ἄγγελον τοῦ Θεοῦ εἰσελθόντα ώρα, έναν άγγελο του Θεού που
πρὸς αὐτὸν καὶ εἰπόντα αὐτῷ· εισήλθε προς αυτόν και του είπε:
Κορνήλιε. «Κορνήλιε».
4 ὁ δὲ ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἔμφοβος 4 Εκείνος τον ατένισε και γεμάτος
γενόμενος εἶπε· τί ἐστι, κύριε; εἶπε φόβο είπε: «Τι είναι, Κύριε;» Είπε
δὲ αὐτῷ· αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ τότε σ’ αυτόν: «Οι προσευχές σου
ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς και οι ελεημοσύνες σου
μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. ανέβηκαν προς μνημόνευση
μπροστά στο Θεό.
5 καὶ νῦν πέμψον εἰς ᾿Ιόππην 5 Και τώρα, στείλε άντρες στην
ἄνδρας καὶ μετάπεμψαι Σίμωνα Ιόππη και προσκάλεσε κάποιο
τὸν ἐπικαλούμενον Πέτρον· Σίμωνα, που επικαλείται Πέτρος.
6 οὗτος ξενίζεται παρά τινι 6 Αυτός φιλοξενείται στην
Σίμωνι βυρσεῖ, ᾧ ἐστιν οἰκία κατοικία κάποιου Σίμωνα
παρὰ θάλασσαν. βυρσοδέψη, που έχει οικία δίπλα
στη θάλασσα».
7 ὡς δὲ ἀπῆλθεν ὁ ἄγγελος ὁ 7 Μόλις λοιπόν έφυγε ο άγγελος
λαλῶν τῷ Κορνηλίῳ, φωνήσας που του μιλούσε, φώναξε δύο από
δύο τῶν οἰκετῶν αὐτοῦ καὶ τους υπηρέτες του και ένα
στρατιώτην εὐσεβῆ τῶν στρατιώτη ευσεβή που
προσκαρτερούντων αὐτῷ, παράμεναν κοντά του
8 καὶ ἐξηγησάμενος αὐτοῖς 8 και, αφού τους τα εξήγησε όλα,
ἅπαντα, ἀπέστειλεν αὐτοὺς εἰς τους απέστειλε στην Ιόππη.
τὴν ᾿Ιόππην.
9 Τῇ δὲ ἐπαύριον ὁδοιπορούντων 9 Και την επόμενη ημέρα, ενώ
ἐκείνων καὶ τῇ πόλει ἐγγιζόντων εκείνοι οδοιπορούσαν και
πλησίαζαν στην πόλη, ανέβηκε ο
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ι’
ἀνέβη Πέτρος ἐπὶ τὸ δῶμα Πέτρος στο δώμα να
προσεύξασθαι περὶ ὥραν ἕκτην. προσευχηθεί γύρω στις δώδεκα η
ώρα το μεσημέρι.
10 ἐγένετο δὲ πρόσπεινος καὶ 10 Πείνασε όμως πολύ και ήθελε
ἤθελε γεύσασθαι· να γευτεί κάτι. Ενώ λοιπόν αυτοί
παρασκευαζόντων δὲ ἐκείνων παρασκεύαζαν το γεύμα, ήρθε
ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἔκστασις, πάνω του έκσταση
11 καὶ θεωρεῖ τὸν οὐρανὸν 11 και βλέπει τον ουρανό
ἀνεῳγμένον καὶ καταβαῖνον ἐπ᾿ ανοιγμένο και να κατεβαίνει
αὐτὸν σκεῦός τι ὡς ὀθόνην κάποιο σκεύος σαν σεντόνι
μεγάλην, τέσσαρσιν ἀρχαῖς μεγάλο και από τις τέσσερις
δεδεμένον καὶ καθιέμενον ἐπὶ τῆς άκρες του να χαμηλώνει πάνω
γῆς, στη γη,
12 ἐν ᾧ ὑπῆρχε πάντα τὰ 12 μέσα στο οποίο υπήρχαν όλα
τετράποδα τῆς γῆς καὶ τὰ θηρία τα τετράποδα και τα ερπετά της
καὶ τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ γης και τα πετεινά του ουρανού.
οὐρανοῦ.
13 καὶ ἐγένετο φωνὴ πρὸς αὐτόν· 13 Και ήρθε φωνή προς αυτόν:
ἀναστάς, Πέτρε, θῦσον καὶ φάγε. «Σήκω, Πέτρο, σφάξε και φάε».
14 ὁ δὲ Πέτρος εἶπε· μηδαμῶς, 14 Αλλά ο Πέτρος είπε: «Με
Κύριε· ὅτι οὐδέποτε ἔφαγον πᾶν κανέναν τρόπο, Κύριε, γιατί ποτέ
κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον. δεν έφαγα τίποτα μολυσμένο και
ακάθαρτο».
15 καὶ φωνὴ πάλιν ἐκ δευτέρου 15 Και φωνή πάλι, για δεύτερη
πρὸς αὐτόν· ἃ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισε φορά, ήρθε φωνή προς αυτόν:
σὺ μὴ κοίνου. «Αυτά που ο Θεός καθάρισε, εσύ
μην τα θεωρείς ακάθαρτα».
16 τοῦτο δὲ ἐγένετο ἐπὶ τρίς, καὶ 16 Και αυτό έγινε τρεις φορές και
πάλιν ἀνελήφθη τὸ σκεῦος εἰς ευθύς αναλήφτηκε το σκεύος
τὸν οὐρανόν. στον ουρανό.
17 ῾Ως δὲ ἐν ἑαυτῷ διηπόρει ὁ 17 Καθώς λοιπόν μέσα του
Πέτρος τί ἂν εἴη τὸ ὅραμα ὃ εἶδε, απορούσε πολύ ο Πέτρος, τι
καὶ ἰδοὺ οἱ ἄνδρες οἱ μπορούσε να σημαίνει το όραμα
ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τοῦ που είδε, ιδού οι άντρες οι
Κορνηλίου διερωτήσαντες τὴν αποσταλμένοι από τον Κορνήλιο,
οἰκίαν Σίμωνος ἐπέστησαν ἐπὶ που ρώτησαν ακριβώς για την
τὸν πυλῶνα, οικία του Σίμωνα και στάθηκαν
μπροστά στην πύλη.
18 καὶ φωνήσαντες ἐπυνθάνοντο 18 Και αφού φώναξαν, ζητούσαν
εἰ Σίμων ὁ ἐπικαλούμενος Πέτρος να μάθουν αν ο Σίμωνας που
ἐνθάδε ξενίζεται. επικαλείται Πέτρος φιλοξενείται
εδώ.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ι’
19 τοῦ δὲ Πέτρου διενθυμουμένου 19 Ενώ λοιπόν ο Πέτρος
περὶ τοῦ ὁράματος εἶπεν αὐτῷ τὸ αναλογιζόταν για το όραμα, του
Πνεῦμα· ἰδοὺ ἄνδρες τρεῖς είπε το Πνεύμα: «Ιδού, τρεις
ζητοῦσί σε· άντρες που σε ζητούν.
20 ἀλλὰ ἀναστὰς κατάβηθι καὶ 20 Αλλά σήκω, κατέβα και
πορεύου σὺν αὐτοῖς μηδὲν πήγαινε μαζί τους, χωρίς
διακρινόμενος, διότι ἐγὼ καθόλου να διστάζεις, γιατί εγώ
ἀπέσταλκα αὐτούς. τους έχω αποστείλει».
21 καταβὰς δὲ Πέτρος πρὸς τοὺς 21 Κατέβηκε τότε ο Πέτρος προς
ἄνδρας εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ εἰμι ὃν τους άντρες και είπε: «Ιδού, εγώ
ζητεῖτε· τίς ἡ αἰτία δι᾿ ἣν πάρεστε; είμαι αυτός που ζητάτε. ποια η
αιτία για την οποία
παρευρίσκεστε;»
22 οἱ δὲ εἶπον· Κορνήλιος 22 Εκείνοι είπαν: «Ο Κορνήλιος ο
ἑκατοντάρχης, ἀνὴρ δίκαιος καὶ εκατόνταρχος, άντρας δίκαιος
φοβούμενος τὸν Θεόν, και φοβούμενος το Θεό, και που
μαρτυρούμενός τε ὑπὸ ὅλου τοῦ μαρτυρείται έτσι από όλο το
ἔθνους τῶν ᾿Ιουδαίων, έθνος των Ιουδαίων,
ἐχρηματίσθη ὑπὸ ἀγγέλου ἁγίου προστάχτηκε από έναν άγιο
μεταπέμψασθαί σε εἰς τὸν οἶκον άγγελο να στείλει να σε
αὐτοῦ καὶ ἀκοῦσαι ρήματα παρὰ προσκαλέσει στον οίκο του και
σοῦ. να ακούσει λόγια από εσένα».
23 εἰσκαλεσάμενος οὖν αὐτοὺς 23 Αφού τους κάλεσε μέσα,
ἐξένισε. Τῇ δὲ ἐπαύριον ἀναστὰς λοιπόν, τους φιλοξένησε. Και την
ἐξῆλθε σὺν αὐτοῖς, καί τινες τῶν επόμενη ημέρα σηκώθηκε και
ἀδελφῶν τῶν ἀπὸ τῆς ᾿Ιόππης εξήλθε μαζί τους, και μερικοί από
συνῆλθον αὐτῷ, τους αδελφούς που ήταν από την
Ιόππη ήρθαν μαζί του.
24 καὶ τῇ ἐπαύριον εἰσῆλθον εἰς 24 Και την άλλη ημέρα, εισήλθε
τὴν Καισάρειαν. ὁ δὲ Κορνήλιος στην Καισάρεια. Ο Κορνήλιος,
ἦν προσδοκῶν αὐτοὺς λοιπόν, τους προσδοκούσε
συγκαλεσάμενος τοὺς συγγενεῖς συνεχώς και συγκάλεσε τους
αὐτοῦ καὶ τοὺς ἀναγκαίους συγγενείς του και τους στενούς
φίλους. φίλους του.
25 ῾Ως δὲ ἐγένετο τοῦ εἰσελθεῖν 25 Μόλις λοιπόν συνέβηκε να
τὸν Πέτρον, συναντήσας αὐτῷ ὁ εισέλθει ο Πέτρος, τον συνάντησε
Κορνήλιος πεσὼν ἐπὶ τοὺς πόδας ο Κορνήλιος, έπεσε στα πόδια του
προσεκύνησεν. και προσκύνησε.
26 ὁ δὲ Πέτρος αὐτὸν ἤγειρε 26 Αλλά ο Πέτρος τον σήκωσε
λέγων· ἀνάστηθι· κἀγὼ αὐτὸς λέγοντας: «Σήκω. και εγώ ο ίδιος
ἄνθρωπός εἰμι. είμαι άνθρωπος».
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ι’
27 καὶ συνομιλῶν αὐτῷ εἰσῆλθε, 27 Και συνομιλώντας μ’ αυτόν
καὶ εὑρίσκει συνεληλυθότας εισήλθε και βρίσκει πολλούς να
πολλούς, έχουν συγκεντρωθεί.
28 ἔφη τε πρὸς αὐτούς· ὑμεῖς 28 Και είπε προς αυτούς: «Εσείς
ἐπίστασθε ὡς ἀθέμιτόν ἐστιν γνωρίζετε καλά πως είναι
ἀνδρὶ ᾿Ιουδαίῳ κολλᾶσθαι ἢ αθέμιτο σε άντρα Ιουδαίο να
προσέρχεσθαι ἀλλοφύλῳ· καὶ προσκολλάται ή να προσέρχεται
ἐμοὶ ὁ Θεὸς ἔδειξε μηδένα κοινὸν σε αλλόφυλο. Αλλά σ’ εμένα ο
ἢ ἀκάθαρτον λέγειν ἄνθρωπον· Θεός έδειξε κανέναν άνθρωπο να
μη λέω μολυσμένο ή ακάθαρτο.
29 διὸ καὶ ἀναντιρρήτως ἦλθον 29 Γι’ αυτό και αναντίρρητα
μεταπεμφθείς. πυνθάνομαι οὖν ήρθα, όταν έστειλαν να με
τίνι λόγῳ μετεπέμψασθέ με; προσκαλέσουν. Ζητώ λοιπόν να
μάθω για ποιο λόγο στείλατε να
με προσκαλέσουν;»
30 καὶ ὁ Κορνήλιος ἔφη· ἀπὸ 30 Και ο Κορνήλιος είπε: «Πριν
τετάρτης ἡμέρας μέχρι ταύτης από τέσσερις ημέρες, μέχρι αυτήν
τῆς ὥρας ἤμην νηστεύων, καὶ την ώρα στις τρεις το απόγευμα,
τὴν ἐνάτην ὥραν προσευχόμενος προσευχόμουν συνεχώς στον
ἐν τῷ οἴκῳ μου· καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ οίκο μου. Και ιδού, ένας άντρας
ἔστη ἐνώπιόν μου ἐν ἐσθῆτι στάθηκε μπροστά μου με ένδυμα
λαμπρᾷ, λαμπρό
31 καί φησι· Κορνήλιε, 31 και μου λέει: “Κορνήλιε,
εἰσηκούσθη σου ἡ προσευχὴ καὶ εισακούστηκε η προσευχή σου
αἱ ἐλεημοσύναι σου ἐμνήσθησαν και οι ελεημοσύνες σου
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. μνημονεύτηκαν μπροστά στο
Θεό.
32 πέμψον οὖν εἰς ᾿Ιόππην καὶ 32 Στείλε λοιπόν στην Ιόππη και
μετακάλεσαι Σίμωνα ὃς προσκάλεσε το Σίμωνα που
ἐπικαλεῖται Πέτρος· οὗτος επικαλείται Πέτρος. Αυτός
ξενίζεται ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος φιλοξενείται στην οικία του
βυρσέως παρὰ θάλασσαν· ὃς Σίμωνα του βυρσοδέψη δίπλα
παραγενόμενος λαλήσει σοι. στη θάλασσα”.
33 ἐξαυτῆς οὖν ἔπεμψα πρός σε, 33 Αμέσως λοιπόν έστειλα προς
σύ τε καλῶς ἐποίησας εσένα, κι εσύ καλά έκανες που
παραγενόμενος. νῦν οὖν πάντες ήρθες. Τώρα, λοιπόν, όλοι εμείς
ἡμεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μπροστά στο Θεό
πάρεσμεν ἀκοῦσαι πάντα τὰ παρευρισκόμαστε, για να
προστεταγμένα σοι ὑπὸ τοῦ ακούσουμε όλα όσα σου είναι
Θεοῦ. προσταγμένα από τον Κύριο».
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ι’
Το κήρυγμα του Πέτρου στο σπίτι
του Κορνήλιου
34 ᾿Ανοίξας δὲ Πέτρος τὸ στόμα 34 Άνοιξε τότε ο Πέτρος το στόμα
αὐτοῦ εἶπεν· ἐπ᾿ ἀληθείας του και είπε: «Στ’ αλήθεια
καταλαμβάνομαι ὅτι οὐκ ἔστι καταλαβαίνω ότι δεν είναι
προσωπολήπτης ὁ Θεός, προσωπολήπτης ο Θεός,
35 ἀλλ᾿ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ 35 αλλά σε κάθε έθνος όποιος τον
φοβούμενος αὐτὸν καὶ φοβάται και εργάζεται
ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς δικαιοσύνη είναι δεκτός από
αὐτῷ ἐστι. αυτόν.
36 τὸν λόγον ὃν ἀπέστειλε τοῖς 36 Εσείς ξέρετε το μήνυμα που
υἱοῖς ᾿Ισραὴλ εὐαγγελιζόμενος απέστειλε στους γιους Ισραήλ
εἰρήνην διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· και ευαγγελιζόταν ειρήνη μέσω
οὗτός ἐστι πάντων Κύριος· του Ιησού Χριστού – αυτός είναι
όλων Κύριος –
37 ὑμεῖς οἴδατε τὸ γενόμενον 37 το πράγμα που συνέβηκε σε
ρῆμα καθ᾿ ὅλης τῆς ᾿Ιουδαίας, όλη την Ιουδαία, αφού άρχισε
ἀρξάμενον ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας από τη Γαλιλαία μετά το
μετὰ τὸ βάπτισμα ὃ ἐκήρυξεν βάφτισμα που κήρυξε ο Ιωάννης:
᾿Ιωάννης,
38 ᾿Ιησοῦν τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ, ὡς 38 για τον Ιησού που ήταν από τη
ἔχρισεν αὐτὸν ὁ Θεὸς Πνεύματι Ναζαρέτ, πώς τον έχρισε ο Θεός
῾Αγίῳ καὶ δυνάμει, ὃς διῆλθεν με Πνεύμα Άγιο και δύναμη, ο
εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας οποίος πέρασε ευεργετώντας και
τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ γιατρεύοντας όλους όσοι
τοῦ διαβόλου, ὅτι ὁ Θεὸς ἦν μετ᾿ καταδυναστεύονταν από το
αὐτοῦ· Διάβολο, επειδή ο Θεός ήταν μαζί
του.
39 καὶ ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες 39 Και εμείς είμαστε μάρτυρες
πάντων ὧν ἐποίησεν ἔν τε τῇ όλων αυτών που έκανε μέσα στη
χώρᾳ τῶν ᾿Ιουδαίων καὶ ἐν χώρα των Ιουδαίων και μέσα
῾Ιερουσαλήμ· ὃν καὶ ἀνεῖλον στην Ιερουσαλήμ. Αυτόν και
κρεμάσαντες ἐπὶ ξύλου. σκότωσαν, αφού τον κρέμασαν
πάνω σε ξύλο.
40 τοῦτον ὁ Θεὸς ἤγειρε τῇ τρίτῃ 40 Τούτον ο Θεός έγειρε την τρίτη
ἡμέρᾳ καὶ ἔδωκεν αὐτὸν ἐμφανῆ ημέρα, και επέτρεψε να γίνει
γενέσθαι, φανερός,
41 οὐ παντὶ τῷ λαῷ, ἀλλὰ 41 όχι σε όλο το λαό, αλλά σε
μάρτυσι τοῖς μάρτυρες που ήταν διορισμένοι
προκεχειροτονημένοις ὑπὸ τοῦ εκ των προτέρων από το Θεό,
Θεοῦ, ἡμῖν, οἵτινες συνεφάγομεν δηλαδή σ’ εμάς, οι οποίοι φάγαμε
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ι’
καὶ συνεπίομεν αὐτῶ μετὰ τὸ και ήπιαμε μαζί του μετά την
ἀναστῆναι αὐτὸν ἐκ νεκρῶν· ανάστασή του από τους νεκρούς.
42 καὶ παρήγγειλεν ἡμῖν κηρῦξαι 42 Και μας παράγγειλε να
τῷ λαῷ καὶ διαμαρτύρασθαι ὅτι κηρύξουμε στο λαό και να
αὐτός ἐστιν ὁ ὡρισμένος ὑπὸ τοῦ μαρτυρήσουμε επίσημα ότι
Θεοῦ κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν. αυτός είναι ο ορισμένος από το
Θεό κριτής ζωντανών και
νεκρών.
43 τούτῳ πάντες οἱ προφῆται 43 Γι’ αυτόν όλοι οι προφήτες
μαρτυροῦσιν, ἄφεσιν ἁμαρτιῶν μαρτυρούν ότι καθένας που
λαβεῖν διὰ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ πιστεύει σ’ αυτόν θα λάβει άφεση
πάντα τὸν πιστεύοντα εἰς αὐτόν. αμαρτιών μέσω του ονόματός
του»
Η έκχυση του Αγίου Πνεύματος
στους εθνικούς
44 ῎Ετι λαλοῦντος τοῦ Πέτρου τὰ 44 Ενώ ακόμα μιλούσε ο Πέτρος
ρήματα ταῦτα ἐπέπεσε τὸ τα λόγια αυτά, έπεσε το Πνεύμα
Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἐπὶ πάντας το Άγιο πάνω σε όλους όσοι
τοὺς ἀκούοντας τὸν λόγον. άκουγαν το λόγο.
45 καὶ ἐξέστησαν οἱ ἐκ περιτομῆς 45 Και έμειναν εκστατικοί οι
πιστοὶ ὅσοι συνῆλθον τῷ Πέτρῳ, πιστοί από την περιτομή, όσοι
ὅτι καὶ ἐπὶ τὰ ἔθνη ἡ δωρεὰ τοῦ ήρθαν μαζί με τον Πέτρο, γιατί
῾Αγίου Πνεύματος ἐκκέχυται· και πάνω στους εθνικούς η
δωρεά του Αγίου Πνεύματος έχει
χυθεί.
46 ἤκουον γὰρ αὐτῶν λαλούντων 46 γιατί τους άκουγαν να λαλούν
γλώσσαις καὶ μεγαλυνόντων τὸν γλώσσες και να μεγαλύνουν το
Θεόν. Θεό. Τότε αποκρίθηκε ο Πέτρος:
47 τότε ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος· μήτι 47 «Μήπως το νερό δύναται να το
τὸ ὕδωρ κωλῦσαι δύναταί τις τοῦ εμποδίσει κανείς, για να μη
μὴ βαπτισθῆναι τούτους, οἵτινες βαφτιστούν αυτοί, οι οποίοι
τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔλαβον έλαβαν το Πνεύμα το Άγιο όπως
καθὼς καὶ ἡμεῖς; και εμείς;»
48 προσέταξέ τε αὐτοὺς 48 Πρόσταξε τότε αυτούς να
βαπτισθῆναι ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ βαφτιστούν στο όνομα του Ιησού
Κυρίου. τότε ἠρώτησαν αὐτὸν Χριστού. Τότε τον παρακάλεσαν
ἐπιμεῖναι ἡμέρας τινάς. να παραμείνει μερικές ημέρες.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΑ’
Η αναφορά του Πέτρου στην
εκκλησία της Ιερουσαλήμ
1 Ἢκουσαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ 1 Άκουσαν λοιπόν οι απόστολοι
ἀδελφοὶ οἱ ὄντες κατὰ τὴν και οι αδελφοί που ήταν στην
᾿Ιουδαίαν ὅτι καὶ τὰ ἔθνη Ιουδαία ότι και οι εθνικοί
ἐδέξαντο τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. δέχτηκαν το λόγο του Θεού.
2 καὶ ὅτε ἀνέβη Πέτρος εἰς 2 Και όταν ανέβηκε ο Πέτρος
῾Ιεροσόλυμα, διεκρίνοντο πρὸς στην Ιερουσαλήμ, φιλονικούσαν
αὐτὸν οἱ ἐκ περιτομῆς με αυτόν οι πιστοί από την
περιτομή
3 λέγοντες ὅτι πρὸς ἄνδρας 3 λέγοντας: «Εισήλθες σε οικία
ἀκροβυστίαν ἔχοντας εἰσῆλθες αντρών που έχουν ακροβυστία
καὶ συνέφαγες αὐτοῖς. και έφαγες μαζί τους».
4 ἀρξάμενος δὲ ὁ Πέτρος 4 Άρχισε λοιπόν ο Πέτρος και
ἐξετίθετο αὐτοῖς καθεξῆς λέγων· τους εξέθετε τα γεγονότα με τη
σειρά, λέγοντας:
5 ἐγὼ ἤμην ἐν πόλει ᾿Ιόππῃ 5 «Εγώ ήμουν στην πόλη Ιόππη
προσευχόμενος, καὶ εἶδον ἐν και προσευχόμουν και είδα μέσα
ἐκστάσει ὅραμα, καταβαῖνον σε έκσταση όραμα, να κατεβαίνει
σκεῦός τι ὡς ὀθόνην μεγάλην κάποιο σκεύος σαν σεντόνι
τέσσαρσιν ἀρχαῖς καθιεμένην ἐκ μεγάλο και από τις τέσσερις
τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἦλθεν ἄχρις άκρες του να χαμηλώνει από τον
ἐμοῦ· ουρανό, και ήρθε μέχρις εμένα.
6 εἰς ἣν ἀτενίσας κατενόουν, καὶ 6 Όταν ατένισα σ’ αυτό,
εἶδον τὰ τετράποδα τῆς γῆς καὶ παρατηρούσα και είδα τα
τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ τετράποδα της γης και τα θηρία
πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. και τα ερπετά και τα πετεινά του
ουρανού.
7 ἤκουσα δὲ φωνῆς λεγούσης μοι· 7 Άκουσα τότε και μια φωνή να
ἀναστάς, Πέτρε, θῦσον καὶ φάγε. μου λέει: “Σήκω, Πέτρο, σφάξε
και φάε”.
8 εἶπον δέ, μηδαμῶς, Κύριε· ὅτι 8 Είπα όμως: “Με κανέναν τρόπο,
πᾶν κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον Κύριε, γιατί μολυσμένο ή
οὐδέποτε εἰσῆλθεν εἰς τὸ στόμα ακάθαρτο ποτέ δεν εισήλθε στο
μου. στόμα μου”.
9 ἀπεκρίθη δέ μοι φωνὴ ἐκ 9 Αποκρίθηκε τότε η φωνή για
δευτέρου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· ἃ ὁ δεύτερη φορά από τον ουρανό:
Θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου. “Αυτά που ο Θεός καθάρισε, εσύ
μην τα θεωρείς ακάθαρτα”.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΑ’
10 τοῦτο δὲ ἐγένετο ἐπὶ τρίς, καὶ 10 Και αυτό έγινε τρεις φορές, και
πάλιν ἀνεσπάσθη ἅπαντα εἰς τὸν ανασύρθηκαν πάλι όλα στον
οὐρανόν. ουρανό.
11 καὶ ἰδοὺ ἐξαυτῆς τρεῖς ἄνδρες 11 Και ιδού, την ίδια στιγμή τρεις
ἐπέστησαν ἐπὶ τὴν οἰκίαν ἐν ᾗ άντρες στάθηκαν μπροστά στην
ἤμην, ἀπεσταλμένοι ἀπὸ οικία μέσα στην οποία ήμασταν,
Καισαρείας πρός με. που ήταν αποσταλμένοι από την
Καισάρεια προς εμένα.
12 εἶπε δέ μοι τὸ Πνεῦμα 12 Είπε τότε το Πνεύμα σ’ εμένα
συνελθεῖν αὐτοῖς μηδὲν να έρθω μαζί τους, μη
διακρινόμενον. ἦλθον δὲ σὺν ἐμοὶ διστάζοντας καθόλου. Ήρθαν
καὶ οἱ ἓξ ἀδελφοὶ οὗτοι, καὶ λοιπόν μαζί μου και αυτοί οι έξι
εἰσήλθομεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ αδελφοί και εισήλθαμε στον οίκο
ἀνδρός. αυτού του άντρα.
13 ἀπήγγειλέ τε ἡμῖν πῶς εἶδε τὸν 13 Μας ανάγγειλε τότε πώς είδε
ἄγγελον ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ τον άγγελο μέσα στον οίκο του,
σταθέντα καὶ εἰπόντα αὐτῷ· που στάθηκε και του είπε:
ἀπόστειλον εἰς ᾿Ιόππην ἄνδρας “Απόστειλε στην Ιόππη και
καὶ μετάπεμψαι Σίμωνα τὸν προσκάλεσε το Σίμωνα, που
ἐπικαλούμενον Πέτρον, επικαλείται Πέτρος,
14 ὃς λαλήσει ρήματα πρός σε, ἐν 14 ο οποίος θα μιλήσει λόγια προς
οἷς σωθήσῃ σὺ καὶ πᾶς ὁ οἷκός εσένα με τα οποία θα σωθείς εσύ
σου. και όλος ο οίκος σου”.
15 ἐν δὲ τῷ ἄρξασθαί με λαλεῖν 15 Ενώ λοιπόν άρχισα να μιλώ,
ἐπέπεσε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἐπ᾿ έπεσε το Πνεύμα το Άγιο πάνω σ’
αὐτοὺς ὥσπερ καὶ ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐν αυτούς όπως ακριβώς και πάνω
ἀρχῇ. σ’ εμάς στην αρχή.
16 ἐμνήσθην δὲ τοῦ ρήματος 16 Θυμήθηκα τότε το λόγο του
Κυρίου ὡς ἔλεγεν· ᾿Ιωάννης μὲν Κυρίου καθώς έλεγε: “Αφενός ο
ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ Ιωάννης βάφτισε σε νερό,
βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι αφετέρου εσείς θα βαφτιστείτε
῾Αγίῳ. μέσα σε Πνεύμα Άγιο”.
17 εἰ οὖν τὴν ἴσην δωρεὰν ἔδωκεν 17 Αν λοιπόν την ίση δωρεά τούς
αὐτοῖς ὁ Θεὸς ὡς καὶ ἡμῖν, έδωσε ο Θεός όπως και σ’ εμάς
πιστεύσασιν ἐπὶ τὸν Κύριον που πιστέψαμε στον Κύριο Ιησού
᾿Ιησοῦν Χριστόν, ἐγὼ δὲ τίς ἤμην Χριστό, εγώ ποιος ήμουνα ο
δυνατὸς κωλῦσαι τὸν Θεόν; δυνατός να εμποδίσω το Θεό;»
18 ἀκούσαντες δὲ ταῦτα 18 Όταν άκουσαν λοιπόν αυτά,
ἡσύχασαν καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν ησύχασαν και δόξασαν το Θεό
λέγοντες· ἄρα γε καὶ τοῖς ἔθνεσιν λέγοντας: «Άρα και στα έθνη ο
ὁ Θεὸς τὴν μετάνοιαν ἔδωκεν εἰς Θεός έδωσε τη μετάνοια για ζωή»
ζωήν.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΑ’
Η εκκλησία στην Αντιόχεια
19 Οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες ἀπὸ 19 Αυτοί λοιπόν που
τῆς θλίψεως τῆς γενομένης ἐπὶ διασπάρθηκαν από τη θλίψη που
Στεφάνῳ διῆλθον ἕως Φοινίκης έγινε επί Στεφάνου, πέρασαν ως
καὶ Κύπρου καὶ ᾿Αντιοχείας, τη Φοινίκη και την Κύπρο και
μηδενὶ λαλοῦντες τὸν λόγον εἰ μὴ την Αντιόχεια, χωρίς να μιλούν
μόνον ᾿Ιουδαίοις. το λόγο σε κανέναν άλλο παρά
μόνο σε Ιουδαίους.
20 ῏Ησαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ἄνδρες 20 Ήταν τότε από αυτούς μερικοί
Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι, οἵτινες άντρες Κύπριοι και Κυρηναίοι, οι
εἰσελθόντες εἰς ᾿Αντιόχειαν οποίοι ήρθαν στην Αντιόχεια και
ἐλάλουν πρὸς τοὺς ῾Ελληνιστάς, μιλούσαν και προς τους
εὐαγγελιζόμενοι τὸν Κύριον Ελληνιστές εθνικούς,
᾿Ιησοῦν. ευαγγελιζόμενοι τον Κύριο
Ιησού.
21 καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ᾿ αὐτῶν, 21 Και ήταν το χέρι του Κυρίου
πολύς τε ἀριθμὸς πιστεύσας μαζί τους, και πολύς αριθμός
ἐπέστρεψεν ἐπὶ τὸν Κύριον. πίστεψε και επέστρεψε στον
Κύριο.
22 ᾿Ηκούσθη δὲ ὁ λόγος εἰς τὰ 22 Ακούστηκε τότε αυτό το
ὦτα τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν πράγμα γι’ αυτούς στ’ αυτιά της
῾Ιεροσολύμοις περὶ αὐτῶν, καὶ εκκλησίας που είναι στην
ἐξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθεῖν Ιερουσαλήμ, και έστειλαν έξω το
ἕως ᾿Αντιοχείας· Βαρνάβα να περάσει ως την
Αντιόχεια.
23 ὃς παραγενόμενος καὶ ἰδὼν 23 Αυτός, όταν ήρθε και είδε τη
τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καὶ χάρη που ήταν από το Θεό,
παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει χάρηκε και παρακινούσε όλους
τῆς καρδίας προσμένειν τῷ με την πρόθεση της καρδιάς τους
Κυρίῳ, να παραμένουν στον Κύριο,
24 ὅτι ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ 24 γιατί ήταν άντρας αγαθός και
πλήρης Πνεύματος ῾Αγίου καὶ πλήρης Πνεύματος Αγίου και
πίστεως καὶ προσετέθη ὄχλος πίστεως. Και προστέθηκε αρκετό
ἱκανὸς τῷ Κυρίῳ. πλήθος στον Κύριο.
25 ἐξῆλθε δὲ εἰς Ταρσὸν ὁ 25 Εξήλθε τότε στην Ταρσό για να
Βαρνάβας ἀναζητῆσαι Σαῦλον, αναζητήσει το Σαύλο
καὶ εὑρὼν αὐτὸν ἤγαγεν αὐτὸν
εἰς ᾿Αντιόχειαν.
26 ἐγένετο δὲ αὐτοὺς ἐνιαυτὸν 26 και, όταν τον βρήκε, τον
ὅλον συναχθῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ οδήγησε στην Αντιόχεια. Αυτοί
καὶ διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, λοιπόν, πράγματι, για έναν
χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν ολόκληρο χρόνο
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΑ’
᾿Αντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς συγκεντρώνονταν μέσα στην
Χριστιανούς. εκκλησία και δίδαξαν αρκετό
πλήθος. Και ονόμασαν πρώτα
στην Αντιόχεια τους μαθητές
“Χριστιανούς”.
27 ᾿Εν ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις 27 Αυτές λοιπόν τις ημέρες
κατῆλθον ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα
προφῆται εἰς ᾿Αντιόχειαν· προφήτες στην Αντιόχεια.
28 ἀναστὰς δὲ εἷς ἐξ αὐτῶν 28 Σηκώθηκε τότε ένας από
ὀνόματι ῎Αγαβος ἐσήμανε διὰ τοῦ αυτούς με το όνομα Άγαβος και
Πνεύματος λιμὸν μέγαν μέλλειν έδωσε σημείο μέσω του
ἔσεσθαι ἐφ᾿ ὅλην τὴν Πνεύματος, πως μέλλει να γίνει
οἰκουμένην· ὅστις καὶ ἐγένετο ἐπὶ πείνα μεγάλη πάνω σε όλη την
Κλαυδίου Καίσαρος. οικουμένη, που έγινε επί
Κλαυδίου.
29 τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς 29 Και οι μαθητές, ανάλογα με το
ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος πόσο ευπορούσε κανείς, όρισαν
αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς καθένας τους να στείλει
κατοικοῦσιν ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ συνεισφορά για διακονία στους
ἀδελφοῖς· αδελφούς που κατοικούν στην
Ιουδαία.
30 ὃ καὶ ἐποίησαν ἀποστείλαντες 30 Αυτό και έκαναν, αφού
πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους διὰ απέστειλαν τη συνεισφορά προς
χειρὸς Βαρνάβα καὶ Σαύλου. τους πρεσβυτέρους με το χέρι του
Βαρνάβα και του Σαύλου.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΒ’
Ο θάνατος του Ιακώβου και η
φυλάκιση του Πέτρου
1 Κατ΄ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν 1 Κατ’ εκείνο λοιπόν τον καιρό,
ἐπέβαλεν ῾Ηρῴδης ὁ βασιλεὺς έβαλε ο Ηρώδης ο βασιλιάς τα
τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν χέρια πάνω σε μερικούς που ήταν
ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας. από την εκκλησία, για να τους
κακοποιήσει.
2 ἀνεῖλε δὲ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν 2 Θανάτωσε τότε τον Ιάκωβο, τον
᾿Ιωάννου μαχαίρᾳ. αδελφό του Ιωάννη, με μάχαιρα.
3 καὶ ἰδὼν ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς 3 Όταν είδε λοιπόν ότι είναι
᾿Ιουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν αρεστό στους Ιουδαίους,
καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ αἱ ἡμέραι συνέχισε και συνέλαβε και τον
τῶν ἀζύμων· Πέτρο – ήταν τότε οι ημέρες της
εορτής των Αζύμων –
4 ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς 4 τον οποίο και έπιασε και έθεσε
φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι στη φυλακή, ενώ τον παράδωσε
τετραδίοις στρατιωτῶν σε τέσσερις τετράδες στρατιωτών
φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος για να τον φυλάνε, θέλοντας
μετὰ τὸ πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν μετά το Πάσχα να τον φέρει
τῷ λαῷ. πάνω, από τη φυλακή στο λαό.
5 ὁ μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ 5 Αφενός λοιπόν τον Πέτρο
φυλακῇ· προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς επιτηρούσαν μέσα στη φυλακή.
γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας αφετέρου προσευχή συνεχώς
πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ. γινόταν ένθερμα από την
εκκλησία προς το Θεό γι’ αυτόν.
Η απελευθέρωση του Πέτρου
6 ῞Οτε δὲ ἔμελλεν αὐτὸν προάγειν 6 Όταν λοιπόν έμελλε ο Ηρώδης
ὁ ῾Ηρῴδης, τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ να τον φέρει μπροστά στο λαό, τη
Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο νύχτα εκείνη ο Πέτρος κοιμόταν
στρατιωτῶν δεδεμένος ἁλύσεσι μεταξύ δύο στρατιωτών, δεμένος
δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας με δυο αλυσίδες, και φύλακες
ἐτήρουν τὴν φυλακήν. μπροστά στη θύρα επιτηρούσαν
τη φυλακή.
7 καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη 7 Και ιδού, άγγελος Κυρίου
καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ οἰκήματι· στάθηκε ξαφνικά από πάνω και
πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ φως έλαμψε μέσα στο οίκημα.
Πέτρου ἤγειρεν αὐτὸν λέγων. Χτύπησε τότε την πλευρά του
ἀνάστα ἐν τάχει· καὶ ἐξέπεσον Πέτρου και τον ξύπνησε
αὐτοῦ αἱ ἁλύσεις ἐκ τῶν χειρῶν. λέγοντας: «Σήκω γρήγορα». Και
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΒ’
του έπεσαν οι αλυσίδες από τα
χέρια.
8 εἶπέ τε ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· 8 Είπε τότε ο άγγελος προς αυτόν:
περίζωσαι καὶ ὑπόδησαι τὰ «Ζώσου και βάλε τα σανδάλια
σανδάλιά σου. ἐποίησε δὲ οὕτω. σου». Και έκανε έτσι. Και του λέει:
καὶ λέγει αὐτῷ· περιβαλοῦ τὸ «Φόρεσε το πανωφόρι σου και
ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοι. ακολούθα με».
9 καὶ ἐξελθὼν ἠκολούθει αὐτῷ, 9 Και τότε εξήλθε και τον
καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ἀληθές ἐστι τὸ ακολουθούσε, και δεν είχε
γινόμενον διὰ τοῦ ἀγγέλου, καταλάβει ότι είναι αληθινό αυτό
ἐδόκει δὲ ὅραμα βλέπειν. που γινόταν με τον άγγελο. αλλά
νόμιζε πως βλέπει όραμα.
10 διελθόντες δὲ πρώτην 10 Αφού πέρασαν λοιπόν την
φυλακὴν καὶ δευτέραν ἦλθον ἐπὶ πρώτη φρουρά και τη δεύτερη,
τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν τὴν ήρθαν μπροστά στην πύλη τη
φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις σιδερένια που φέρει προς την
αὐτομάτη ἠνοίχθη αὐτοῖς, καὶ πόλη, η οποία αυτόματα τους
ἐξελθόντες προῆλθον ρύμην ανοίχτηκε και, αφού εξήλθαν,
μίαν, καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ προχώρησαν σ’ ένα δρομάκι, και
ἄγγελος ἀπ᾿ αὐτοῦ. αμέσως απομακρύνθηκε ο
άγγελος από αυτόν.
11 καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν 11 Και ο Πέτρος ήρθε στον εαυτό
ἑαυτῶ εἶπε· νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι του και είπε: «Τώρα
ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν ἄγγελον καταλαβαίνω αληθινά ότι
αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς έστειλε ο Κύριος τον άγγελό του
῾Ηρῴδου καὶ πάσης τῆς και με ελευθέρωσε από το χέρι
προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν του Ηρώδη και από όλη την
᾿Ιουδαίων. προσδοκία του λαού των
Ιουδαίων».
12 συνιδών τε ἦλθεν ἐπὶ τὴν 12 Και όταν το συνειδητοποίησε,
οἰκίαν Μαρίας τῆς μητρὸς ήρθε στην οικία της Μαρίας, της
᾿Ιωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου μητέρας του Ιωάννη που
Μάρκου, οὗ ἦσαν ἱκανοὶ επικαλείται Μάρκος, όπου ήταν
συνηθροισμένοι καὶ αρκετοί συναθροισμένοι και
προσευχόμενοι. προσεύχονταν συνεχώς.
13 κρούσαντος δὲ αὐτοῦ τὴν 13 Όταν λοιπόν αυτός έκρουσε τη
θύραν τοῦ πυλῶνος προσῆλθε θύρα της πύλης, προσήλθε μία
παιδίσκη ὑπακοῦσαι ὀνόματι μικρή δούλη για να απαντήσει,
Ρόδη, με το όνομα Ρόδη,
14 καὶ ἐπιγνοῦσα τὴν φωνὴν τοῦ 14 και όταν αναγνώρισε τη φωνή
Πέτρου, ἀπὸ τῆς χαρᾶς οὐκ του Πέτρου, από τη χαρά δεν
ἤνοιξε τὸν πυλῶνα, εἰσδραμοῦσα άνοιξε την πύλη, αλλά έτρεξε
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΒ’
δὲ ἀπήγγειλεν ἑστάναι τὸν μέσα και ανάγγειλε ότι έχει
Πέτρον πρὸ τοῦ πυλῶνος. σταθεί ο Πέτρος μπροστά στην
πύλη.
15 οἱ δὲ πρὸς αὐτὴν εἶπον· μαίνῃ. 15 Εκείνοι είπαν προς αυτήν:
ἡ δὲ διισχυρίζετο οὕτως ἔχειν. οἱ «Είσαι τρελή». Αυτή ισχυριζόταν
δὲ ἔλεγον· ὁ ἄγγελος αὐτοῦ ἐστιν. έντονα πως έτσι είναι. Εκείνοι
έλεγαν: «Ο άγγελός του είναι».
16 ὁ δὲ Πέτρος ἐπέμενε κρούων. 16 Και ο Πέτρος επέμενε να
ἀνοίξαντες δὲ εἶδον αὐτὸν καὶ κρούει. Όταν άνοιξαν τότε, τον
ἐξέστησαν. είδαν και έμειναν εκστατικοί.
17 κατασείσας δὲ αὐτοῖς τῇ χειρὶ 17 Και αφού έσεισε προς τα κάτω
σιγᾶν διηγήσατο αὐτοῖς πῶς ὁ το χέρι του σ’ αυτούς για να
Κύριος ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐκ τῆς σωπαίνουν, τους διηγήθηκε πώς
φυλακῆς, εἶπε δέ· ἀπαγγείλατε ο Κύριος τον εξήγαγε από τη
᾿Ιακώβῳ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς φυλακή και τους είπε:
ταῦτα. καὶ ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς «Αναγγείλετε στον Ιάκωβο και
ἕτερον τόπον. στους αδελφούς αυτά». Και αφού
εξήλθε, πορεύτηκε σε άλλο τόπο.
18 Γενομένης δὲ ἡμέρας ἦν 18 Όταν έγινε τότε ημέρα, υπήρχε
τάραχος οὐκ ὀλίγος ἐν τοῖς όχι λίγη ταραχή μεταξύ των
στρατιώταις, τί ἄρα ὁ Πέτρος στρατιωτών, για το τι άραγε να
ἐγένετο. έγινε ο Πέτρος.
19 ῾Ηρῴδης δὲ ἐπιζητήσας αὐτὸν 19 Ο Ηρώδης, λοιπόν, αφού τον
καὶ μὴ εὑρών, ἀνακρίνας τοὺς αναζήτησε και δεν τον βρήκε,
φύλακας ἐκέλευσεν ἀπαχθῆναι, ανέκρινε τους φύλακες και
καὶ κατελθὼν ἀπὸ τῆς ᾿Ιουδαίας διέταξε να οδηγηθούν προς
εἰς τὴν Καισάρειαν διέτριβεν. εκτέλεση, και μετά κατέβηκε από
την Ιουδαία και έμενε στην
Καισάρεια.
Ο θάνατος του Ηρώδη
20 ῏Ην δὲ ῾Ηρῴδης θυμομαχῶν 20 Ήταν λοιπόν ο Ηρώδης πολύ
Τυρίοις καὶ Σιδωνίοις· θυμωμένος με τους Τυρίους και
ὁμοθυμαδόν τε παρῆσαν πρὸς τους Σιδωνίους. Ομόψυχα τότε
αὐτόν, καὶ πείσαντες Βλάστον παρουσιάστηκαν προς αυτόν
τὸν ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος τοῦ και, αφού έπεισαν κερδίζοντας
βασιλέως ᾐτοῦντο εἰρήνην, διὰ το Βλάστο, αυτόν που ήταν
τὸ τρέφεσθαι αὐτῶν τὴν χώραν υπεύθυνος για τον κοιτώνα του
ἀπὸ τῆς βασιλικῆς. βασιλιά, ζητούσαν ειρήνη, γιατί
τρεφόταν η χώρα τους από τη
χώρα του βασιλιά.
21 τακτῇ δὲ ἡμέρᾳ ὁ ῾Ηρῴδης 21 Και μια καθορισμένη ημέρα,
ἐνδυσάμενος ἐσθῆτα βασιλικὴν αφού ο Ηρώδης ντύθηκε ένδυμα
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΒ’
καὶ καθίσας ἐπὶ τοῦ βήματος βασιλικό και κάθισε πάνω στο
ἐδημηγόρει πρὸς αὐτούς. βήμα, δημηγορούσε προς αυτούς,
22 ὁ δὲ δῆμος ἐπεφώνει· Θεοῦ 22 και ο λαός φώναζε δυνατά:
φωνὴ καὶ οὐκ ἀνθρώπου. «Θεού φωνή και όχι ανθρώπου».
23 παραχρῆμα δὲ ἐπάταξεν αὐτὸν 23 Αμέσως τότε τον χτύπησε
ἄγγελος Κυρίου ἀνθ᾿ ὧν οὐκ άγγελος Κυρίου, επειδή δεν
ἔδωκε τὴν δόξαν τῷ Θεῷ, καὶ έδωσε τη δόξα στο Θεό και, αφού
γενόμενος σκωληκόβρωτος έγινε σκωληκόβρωτος, ξεψύχησε.
ἐξέψυξεν.
24 ῾Ο δὲ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε 24 Και ο λόγος του Θεού αύξανε
καὶ ἐπληθύνετο. και πλήθαινε.
25 Βαρνάβας δὲ καὶ Σαῦλος 25 Ο Βαρνάβας τότε και ο Σαύλος
ὑπέστρεψαν ἐξ ῾Ιερουσαλὴμ επέστρεψαν, αφού εκπλήρωσαν
πληρώσαντες τὴν διακονίαν, στην Ιερουσαλήμ τη διακονία
συμπαραλαβόντες καὶ ᾿Ιωάννην της συνεισφοράς, και
τὸν ἐπικληθέντα Μᾶρκον. παράλαβαν μαζί τους τον
Ιωάννη που επικλήθηκε Μάρκος.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΓ’
Η αποστολή του Παύλου και του
Βαρνάβα
1 Ἦσαν δέ τινες ἐν ᾿Αντιοχείᾳ 1 Ήταν τότε στην Αντιόχεια, στην
κατὰ τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν εκκλησία που υπήρχε εκεί,
προφῆται καὶ διδάσκαλοι, ὅ τε προφήτες και δάσκαλοι, ο
Βαρνάβας καὶ Συμεὼν ὁ Βαρνάβας και ο Συμεών, που
ἐπικαλούμενος Νίγερ, καὶ καλείται Νίγερ, και ο Λούκιος ο
Λούκιος ὁ Κυρηναῖος, Μαναήν τε Κυρηναίος και ο Μαναήν, που
῾Ηρῴδου τοῦ τετράρχου είχε ανατραφεί παιδί μαζί με τον
σύντροφος καὶ Σαῦλος. Ηρώδη τον τετράρχη, και ο
Σαύλος.
2 λειτουργούντων δὲ αὐτῶν τῷ 2 Ενώ λοιπόν λειτουργούσαν
Κυρίῳ καὶ νηστευόντων εἶπε τὸ αυτοί στον Κύριο και νήστευαν,
Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον· ἀφορίσατε δή είπε το Πνεύμα το Άγιο:
μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον «Ξεχωρίστε μου, λοιπόν, το
εἰς τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι Βαρνάβα και το Σαύλο για το
αὐτούς. έργο που τους έχω προσκαλέσει».
3 τότε νηστεύσαντες καὶ 3 Τότε, αφού νήστεψαν και
προσευξάμενοι καὶ ἐπιθέντες προσευχήθηκαν και επέθεσαν τα
αὐτοῖς τὰς χεῖρας ἀπέλυσαν. χέρια σ’ αυτούς, τους απέλυσαν.
Ο Παύλος και ο Βαρνάβας στην
Κύπρο
Αρχή της πρώτης περιοδείας
4 Οὗτοι μὲν οὖν ἐκπεμφθέντες 4 Αυτοί πράγματι, λοιπόν,
ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ῾Αγίου στάλθηκαν από το Άγιο Πνεύμα
κατῆλθον εἰς τὴν Σελεύκειαν, έξω και κατέβηκαν στη
ἐκεῖθεν τε ἀπέπλευσαν εἰς τὴν Σελεύκεια, και από εκεί
Κύπρον, απέπλευσαν για την Κύπρο
5 καὶ γενόμενοι ἐν Σαλαμῖνι 5 και, όταν ήρθαν στη Σαλαμίνα,
κατήγγελλον τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ανάγγελλαν το λόγο του Θεού
ἐν ταῖς συναγωγαῖς τῶν μέσα στις συναγωγές των
᾿Ιουδαίων· εἶχον δὲ καὶ ᾿Ιωάννην Ιουδαίων. Είχαν μάλιστα και τον
ὑπηρέτην. Ιωάννη υπηρέτη.
6 Διελθόντες δὲ τὴν νῆσον ἄχρι 6 Πέρασαν τότε όλο το νησί μέχρι
Πάφου εὗρόν τινα μάγον την Πάφο και βρήκαν κάποιον
ψευδοπροφήτην ᾿Ιουδαῖον ᾧ άντρα μάγο, ψευδοπροφήτη
ὄνομα Βαριησοῦς, Ιουδαίο, που είχε όνομα
Βαριησούς,
7 ὃς ἦν σὺν τῷ ἀνθυπάτῳ Σεργίῳ 7 ο οποίος ήταν μαζί με τον
Παύλῳ, ἀνδρὶ συνετῷ. οὗτος ανθύπατο Σέργιο Παύλο, άντρα
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΓ’
προσκαλεσάμενος Βαρνάβαν καὶ συνετό. Αυτός προσκάλεσε το
Σαῦλον ἐπεζήτησεν ἀκοῦσαι τὸν Βαρνάβα και το Σαύλο και
λόγον τοῦ Θεοῦ· επιζήτησε να ακούσει το λόγο
του Θεού.
8 ἀνθίστατο δὲ αὐτοῖς ᾿Ελύμας ὁ 8 Αντιστεκόταν όμως σ’ αυτούς ο
μάγος οὕτω γὰρ μεθερμηνεύεται Ελύμας, ο μάγος, γιατί έτσι
τὸ ὄνομα αὐτοῦ ζητῶν ερμηνεύεται το όνομά του,
διαστρέψαι τὸν ἀνθύπατον ἀπὸ ζητώντας να αποτρέψει τον
τῆς πίστεως. ανθύπατο από την πίστη.
9 Σαῦλος δέ, ὁ καὶ Παῦλος, 9 Ο Σαύλος τότε, που είναι και ο
πλησθεὶς Πνεύματος ἁγίου καὶ Παύλος, γέμισε Πνεύμα Άγιο,
ἀτενίσας πρὸς αὐτὸν ατένισε σ’ αυτόν
10 εἶπεν· ὦ πλήρης παντὸς δόλου 10 και είπε: «Ω, πλήρη από κάθε
καὶ πάσης ραδιουργίας, υἱὲ δόλο και από κάθε ραδιουργία,
διαβόλου, ἐχθρὲ πάσης γιε διαβόλου, εχθρέ κάθε
δικαιοσύνης, οὐ παύσῃ δικαιοσύνης, δε θα πάψεις να
διαστρέφων τὰς ὁδοὺς Κυρίου διαστρέφεις τις οδούς του Κυρίου
τὰς εὐθείας; τις ευθείες;
11 καὶ νῦν ἰδοὺ χεὶρ Κυρίου ἐπὶ σέ, 11 Και τώρα ιδού, χέρι Κυρίου
καὶ ἔσῃ τυφλὸς μὴ βλέπων τὸν είναι πάνω σου και θα είσαι
ἥλιον ἄχρι καιροῦ. παραχρῆμα τυφλός, μη βλέποντας τον ήλιο
δὲ ἔπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἀχλὺς καὶ μέχρις ορισμένου καιρού». Και
σκότος, καὶ περιάγων ἐζήτει αμέσως έπεσε πάνω του ομίχλη
χειραγωγούς. και σκοτάδι και περιφερόταν και
ζητούσε χειραγωγούς.
12 τότε ἰδὼν ὁ ἀνθύπατος τὸ 12 Τότε, όταν είδε ο ανθύπατος το
γεγονὸς ἐπίστευσεν, γεγονός, πίστεψε, μένοντας
ἐκπλησσόμενος ἐπὶ τῇ διδαχῇ έκπληκτος για τη διδαχή του
τοῦ Κυρίου. Κυρίου.
Ο Παύλος και ο Βαρνάβας στην
Αντιόχεια της Πισιδίας
13 ᾿Αναχθέντες δὲ ἀπὸ τῆς Πάφου 13 Αφού ανοίχτηκαν λοιπόν στο
οἱ περὶ τὸν Παῦλον ἦλθον εἰς πέλαγος από την Πάφο όσοι
Πέργην τῆς Παμφυλίας· ήταν γύρω από τον Παύλο,
᾿Ιωάννης δὲ ἀποχωρήσας ἀπ᾿ ήρθαν στην Πέργη της
αὐτῶν ὑπέστρεψεν εἰς Παμφυλίας, ο Ιωάννης όμως
῾Ιεροσόλυμα. αποχώρησε από αυτούς και
επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα.
14 Αὐτοὶ δὲ διελθόντες ἀπὸ τῆς 14 Αυτοί τότε πέρασαν από την
Πέργης παρεγένοντο εἰς Πέργη και ήρθαν στην Αντιόχεια
᾿Αντιόχειαν τῆς Πισιδίας, καὶ της Πισιδίας και, αφού εισήλθαν
εἰσελθόντες εἰς τὴν συναγωγὴν
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΓ’
τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων στη συναγωγή την ημέρα του
ἐκάθισαν. Σαββάτου, κάθισαν.
15 μετὰ δὲ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ 15 Και μετά την ανάγνωση του
νόμου καὶ τῶν προφητῶν νόμου και των προφητών
ἀπέστειλαν οἱ ἀρχισυνάγωγοι απέστειλαν μήνυμα οι
πρὸς αὐτοὺς λέγοντες· ἄνδρες αρχισυνάγωγοι προς αυτούς
ἀδελφοί, εἰ ἔστι λόγος ἐν ὑμῖν λέγοντας: «Άντρες αδελφοί, αν
παρακλήσεως πρὸς τὸν λαόν, υπάρχει μέσα σας κάποιος λόγος
λέγετε. προτροπής προς τον λαό, λέγετε».
16 ἀναστὰς δὲ Παῦλος καὶ 16 Σηκώθηκε τότε ο Παύλος και,
κατασείσας τῇ χειρὶ εἶπεν· ἄνδρες αφού έσεισε προς τα κάτω το χέρι
᾿Ισραηλῖται καὶ οἱ φοβούμενοι του , είπε: «Άντρες Ισραηλίτες και
τὸν Θεόν, ἀκούσατε. οι φοβούμενοι το Θεό, ακούστε:
17 ὁ Θεὸς τοῦ λαοῦ τούτου 17 Ο Θεός του λαού τούτου, του
᾿Ισραὴλ ἐξελέξατο τοὺς πατέρας Ισραήλ, εξέλεξε τους πατέρες μας
ἡμῶν, καὶ τὸν λαὸν ὕψωσεν ἐν τῇ και ύψωσε το λαό μας κατά την
παροικίᾳ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, καὶ παροικία τους μέσα στη γη της
μετὰ βραχίονος ὑψηλοῦ Αιγύπτου και με βραχίονα υψηλό
ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐξ αὐτῆς, τους εξήγαγε από αυτήν,
18 καὶ ὡς τεσσαρακονταετῆ 18 και για μια χρονική περίοδο
χρόνον ἐτροποφόρησεν αὐτοὺς σαράντα περίπου ετών υπόφερε
ἐν τῇ ἐρήμῳ, τους τρόπους τους μέσα στην
έρημο.
19 καὶ καθελὼν ἔθνη ἑπτὰ ἐν γῇ 19 Και αφού καθαίρεσε εφτά
Χαναὰν κατεκληρονόμησεν έθνη μέσα στη γη Χαναάν,
αὐτοῖς τὴν γῆν αὐτῶν. διαμοίρασε με κλήρο σ’ αυτούς
τη γη τους
20 καὶ μετὰ ταῦτα ὡς ἔτεσι 20 περίπου για τετρακόσια
τετρακοσίοις καὶ πεντήκοντα πενήντα έτη. Και μετά από αυτά,
ἔδωκε κριτὰς ἕως Σαμουὴλ τοῦ έδωσε κριτές ως το Σαμουήλ τον
προφήτου. προφήτη.
21 κἀκεῖθεν ᾐτήσαντο βασιλέα, 21 Και από εκεί, ζήτησαν βασιλιά
καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς τὸν και τους έδωσε ο Θεός το Σαούλ,
Σαοὺλ υἱὸν Κίς, ἄνδρα ἐκ φυλῆς το γιο του Κις, άντρα από τη
Βενιαμίν, ἔτη τεσσαράκοντα· φυλή Βενιαμίν, για σαράντα έτη.
22 καὶ μεταστήσας αὐτὸν ἤγειρεν 22 Και αφού τον απομάκρυνε από
αὐτοῖς τὸν Δαυῒδ εἰς βασιλέα, ᾧ τη θέση του, έγειρε ως βασιλιά γι’
καὶ εἶπε μαρτυρήσας· εὗρον αυτούς το Δαβίδ, για τον οποίο
Δαυῒδ τὸν τοῦ ᾿Ιεσσαί, ἄνδρα και είπε όταν έδωσε μαρτυρία:
κατὰ τὴν καρδίαν μου, ὃς ποιήσει “Βρήκα το Δαβίδ, το γιο του
πάντα τὰ θελήματά μου. Ιεσσαί, άντρα κατά την καρδιά
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΓ’
μου, ο οποίος θα κάνει όλα τα
θελήματά μου”.
23 τούτου ὁ Θεὸς ἀπὸ τοῦ 23 Ο Θεός από το σπέρμα αυτού
σπέρματος κατ᾿ ἐπαγγελίαν σύμφωνα με την υπόσχεσή του
ἤγαγε τῷ ᾿Ισραὴλ σωτηρίαν, έφερε στον Ισραήλ σωτήρα, τον
Ιησού,
24 προκηρύξαντος ᾿Ιωάννου πρὸ 24 αφού ο Ιωάννης κήρυξε
προσώπου τῆς εἰσόδου αὐτοῦ βάφτισμα μετάνοιας σε όλο το
βάπτισμα μετανοίας παντὶ τῷ λαό Ισραήλ πριν από την είσοδο
λαῷ ᾿Ισραήλ. δημόσια στον κόσμο του
προσώπου του.
25 ὡς δὲ ἐπλήρου ὁ ᾿Ιωάννης τὸν 25 Και καθώς ολοκλήρωνε ο
δρόμον, ἔλεγε· τίνα με ὑπονοεῖτε Ιωάννης το δρόμο της
εἶναι; οὐκ εἰμὶ ἐγώ, ἀλλ᾿ ἰδοὺ αποστολής του, έλεγε: “Τι
ἔρχεται μετ᾿ ἐμὲ οὗ οὐκ εἰμὶ ἄξιος υπονοείτε εμένα πως είμαι; Δεν
τὸ ὑπόδημα τῶν ποδῶν λῦσαι. είμαι εγώ. αλλά ιδού, έρχεται
μετά από εμένα αυτός του οποίου
δεν είμαι άξιος να λύσω το
υπόδημα των ποδιών του”.
26 ῎Ανδρες ἀδελφοί, υἱοὶ γένους 26 Άντρες αδελφοί, γιοι του
᾿Αβραὰμ καὶ οἱ ἐν ὑμῖν γένους Αβραάμ και οι
φοβούμενοι τὸν Θεόν, ὑμῖν ὁ φοβούμενοι το Θεό μεταξύ σας,
λόγος τῆς σωτηρίας ταύτης για μας ο λόγος της σωτηρίας
ἀπεστάλη. αυτής αποστάλθηκε προς τα έξω.
27 οἱ γὰρ κατοικοῦντες ἐν 27 Γιατί όσοι κατοικούν στην
῾Ιερουσαλὴμ καὶ οἱ ἄρχοντες Ιερουσαλήμ και οι άρχοντές τους
αὐτῶν τοῦτον ἀγνοήσαντες, καὶ αγνόησαν αυτόν και τις φωνές
τὰς φωνὰς τῶν προφητῶν τὰς των προφητών που διαβάζονται
κατὰ πᾶν σάββατον κάθε Σάββατο και τις
ἀναγινωσκομένας κρίναντες εκπλήρωσαν, όταν τον
ἐπλήρωσαν, καταδίκασαν.
28 καὶ μηδεμίαν αἰτίαν θανάτου 28 Και ενώ δεν του βρήκαν καμιά
εὑρόντες ᾐτήσαντο Πιλᾶτον αιτία θανάτου, ζήτησαν από τον
ἀναιρεθῆναι αὐτόν. Πιλάτο να θανατωθεί αυτός.
29 ὡς δὲ ἐτέλεσαν πάντα τὰ περὶ 29 Μόλις λοιπόν τέλεσαν όλα όσα
αὐτοῦ γεγραμμένα, καθελόντες είναι γραμμένα γι’ αυτόν, τον
ἀπὸ τοῦ ξύλου ἔθηκαν εἰς κατέβασαν από το ξύλο και τον
μνημεῖον. έθεσαν σε μνήμα.
30 ὁ δὲ Θεὸς ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ 30 Ο Θεός όμως τον έγειρε από
νεκρῶν· τους νεκρούς.
31 ὃς ὤφθη ἐπὶ ἡμέρας πλείους 31 Αυτός φανερώθηκε για πολλές
τοῖς συναναβᾶσιν αὐτῷ ἀπὸ τῆς ημέρες σ’ αυτούς που ανέβηκαν
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΓ’
Γαλιλαίας εἰς ῾Ιερουσαλήμ, μαζί του από τη Γαλιλαία στην
οἵτινές εἰσι μάρτυρες αὐτοῦ πρὸς Ιερουσαλήμ, οι οποίοι τώρα είναι
τὸν λαόν. μάρτυρές του προς το λαό.
32 καὶ ἡμεῖς ὑμᾶς 32 Και εμείς ευαγγελιζόμαστε σ’
εὐαγγελιζόμεθα τὴν πρὸς τοὺς εσάς την υπόσχεση που έγινε
πατέρας ἐπαγγελίαν γενομένην, προς τους πατέρες μας,
ὅτι ταύτην ὁ Θεὸς ἐκπεπλήρωκε
τοῖς τέκνοις αὐτῶν, ἡμῖν,
ἀναστήσας ᾿Ιησοῦν,
33 ὡς καὶ ἐν τῷ ψαλμῷ τῷ 33 γιατί αυτήν την υπόσχεση ο
δευτέρῳ γέγραπται· υἱός μου εἶ Θεός την έχει εκπληρώσει στα
σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε. τέκνα τους, σ’ εμάς, όταν
ανάστησε τον Ιησού, όπως και
στο δεύτερο Ψαλμό είναι
γραμμένο: Υιός μου είσαι εσύ,
εγώ σήμερα σε έχω γεννήσει.
34 ὅτι δὲ ἀνέστησεν αὐτὸν ἐκ 34 Και ότι τον ανάστησε από τους
νεκρῶν μηκέτι μέλλοντα νεκρούς, χωρίς πια να μέλλει να
ὑποστρέφειν εἰς διαφθοράν, επιστρέψει στη φθορά, έτσι το
οὕτως εἴρηκεν, ὅτι δώσω ὑμῖν τὰ έχει πει: Θα σας δώσω τα όσια
ὅσια Δαυῒδ τὰ πιστά. ελέη του Δαβίδ τα πιστά.
35 διὸ καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· οὐ 35 Γιατί και σε άλλο μέρος λέει: Δε
δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν θα επιτρέψεις ο όσιός σου να δει
διαφθοράν. φθορά.
36 Δαυῒδ μὲν γὰρ ἰδίᾳ γενεᾷ 36 Γιατί ο Δαβίδ, βέβαια, αφού
ὑπηρετήσας τῇ τοῦ Θεοῦ βουλῇ υπηρέτησε στη δική του γενιά τη
ἐκοιμήθη καὶ προσετέθη πρὸς βουλή του Θεού, κοιμήθηκε και
τοὺς πατέρας αὐτοῦ καὶ εἶδε προστέθηκε στους πατέρες του
διαφθοράν· και είδε φθορά.
37 ὃν δὲ ὁ Θεὸς ἤγειρεν, οὐκ εἶδε 37 Αυτός όμως, που ο Θεός έγειρε,
διαφθοράν. δεν είδε φθορά.
38 γνωστὸν οὖν ἔστω ὑμῖν, 38 Ας είναι λοιπόν γνωστό σ’
ἄνδρες ἀδελφοί, ὅτι διὰ τούτου εσάς, άντρες αδελφοί, ότι μέσω
ὑμῖν ἄφεσις ἁμαρτιῶν αυτού αναγγέλλεται σ’ εσάς
καταγγέλλεται, άφεση αμαρτιών, και από όλα
όσα δεν μπορέσατε με το νόμο
του Μωυσή να δικαιωθείτε,
39 καὶ ἀπὸ πάντων ὧν οὐκ 39 μέσω αυτού καθένας που
ἠδυνήθητε ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως πιστεύει δικαιώνεται.
δικαιωθῆναι, ἐν τούτῳ πᾶς ὁ
πιστεύων δικαιοῦται.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΓ’
40 βλέπετε οὖν μὴ ἐπέλθῃ ἐφ᾿ 40 Προσέχετε, λοιπόν, μην
ὑμᾶς τὸ εἰρημένον ἐν τοῖς επέλθει σ’ εσάς αυτό που
προφήταις· ειπώθηκε στους προφήτες:
41 ἴδετε, οἱ καταφρονηταί, καὶ 41 Δείτε, οι καταφρονητές, και
θαυμάσατε καὶ ἀφανίσθητε, ὅτι θαυμάστε και αφανιστείτε, γιατί
ἔργον ἐγὼ ἐργάζομαι ἐν ταῖς εγώ κάνω έργο κατά τις ημέρες
ἡμέραις ὑμῶν, ἔργον ᾧ οὐ μὴ σας, έργο που δε θα το πιστέψετε
πιστεύσητε ἐάν τις ἐκδιηγῆται αν κάποιος σας το διηγηθεί».
ὑμῖν.
42 ᾿Εξιόντων δὲ αὐτῶν ἐκ τῆς 42 Ενώ λοιπόν αυτοί έβγαιναν,
συναγωγῆς τῶν ᾿Ιουδαίων τους παρακαλούσαν το επόμενο
παρεκάλουν τὰ ἔθνη εἰς τὸ Σάββατο να κηρυχτούν σ’ αυτούς
μεταξὺ σάββατον λαληθῆναι αυτά τα λόγια.
αὐτοῖς τὰ ρήματα ταῦτα.
43 λυθείσης δὲ τῆς συναγωγῆς 43 Και όταν διαλύθηκε η
ἠκολούθησαν πολλοὶ τῶν συναγωγή, ακολούθησαν πολλοί
᾿Ιουδαίων καὶ τῶν σεβομένων από τους Ιουδαίους και τους
προσηλύτων τῷ Παύλῳ καὶ τῷ προσήλυτους που σέβονταν το
Βαρνάβᾳ, οἵτινες προσλαλοῦντες Θεό τον Παύλο και το Βαρνάβα,
αὐτοῖς ἔπειθον αὐτοὺς οι οποίοι μιλώντας προς αυτούς
προσμένειν τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ. τους έπειθαν να παραμένουν στη
χάρη του Θεού.
44 Τῷ τε ἐρχομένῳ σαββάτῳ 44 Και το ερχόμενο Σάββατο
σχεδὸν πᾶσα ἡ πόλις συνήχθη σχεδόν όλη η πόλη συνάχτηκε,
ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. για να ακούσει το λόγο του
Κυρίου.
45 ἰδόντες δὲ οἱ ᾿Ιουδαῖοι τοὺς 45 Όταν είδαν λοιπόν οι Ιουδαίοι
ὄχλους ἐπλήσθησαν ζήλου καὶ τα πλήθη, γέμισαν ζήλια και
ἀντέλεγον τοῖς ὑπὸ τοῦ Παύλου αντίλεγαν σ’ αυτά που μιλούσε ο
λεγομένοις ἀντιλέγοντες καὶ Παύλος βλαστημώντας.
βλασφημοῦντες.
46 παρρησιασάμενοι δὲ ὁ Παῦλος 46 Μίλησαν τότε με παρρησία ο
καὶ ὁ Βαρνάβας εἶπον· ὑμῖν ἦν Παύλος και ο Βαρνάβας και
ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι είπαν: «Σ’ εσάς ήταν αναγκαίο
τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δὲ πρώτα να κηρυχτεί ο λόγος του
ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους Θεού. Επειδή τον απωθείτε και
κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου δεν κρίνετε άξιους τους εαυτούς
ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ σας για την αιώνια ζωή, ιδού,
ἔθνη. στρεφόμαστε στα έθνη.
47 οὕτω γὰρ ἐντέταλται ἡμῖν ὁ 47 Γιατί έτσι μας έχει δώσει
Κύριος· τέθεικά σε εἰς φῶς ἐθνῶν εντολή ο Κύριος: Σε έχω θέσει για
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΓ’
τοῦ εἶναί σε εἰς σωτηρίαν ἕως φως στα έθνη, για να είσαι προς
ἐσχάτου τῆς γῆς. σωτηρία ως τα έσχατα της γης».
48 ἀκούοντα δὲ τὰ ἔθνη ἔχαιρον 48 Όταν άκουγαν τότε οι εθνικοί,
καὶ ἐδέξαντο τὸν λόγον τοῦ χαίρονταν και δόξαζαν το λόγο
Κυρίου, καὶ ἐπίστευσαν ὅσοι του Κυρίου και πίστεψαν όσοι
ἦσαν τεταγμένοι εἰς ζωὴν ήταν ταγμένοι για ζωή αιώνια.
αἰώνιον·
49 διεφέρετο δὲ ὁ λόγος τοῦ 49 Φερόταν λοιπόν ο λόγος του
Κυρίου δι᾿ ὅλης τῆς χώρας. Κυρίου διαμέσου όλης της
χώρας.
50 οἱ δὲ ᾿Ιουδαῖοι παρώτρυναν 50 Αλλά οι Ιουδαίοι παρότρυναν
τὰς σεβομένας γυναῖκας καὶ τὰς τις γυναίκες τις ευυπόληπτες που
εὐσχήμονας καὶ τοὺς πρώτους σέβονταν το Θεό και τους
τῆς πόλεως καὶ ἐπήγειραν πρώτους της πόλης, και
διωγμὸν ἐπὶ τὸν Παῦλον καὶ τὸν διέγειραν διωγμό εναντίον του
Βαρνάβαν, καὶ ἐξέβαλον αὐτοὺς Παύλου και του Βαρνάβα και
ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. τους έβγαλαν έξω από τα όριά
τους.
51 οἱ δὲ ἐκτιναξάμενοι τὸν 51 Εκείνοι, αφού τίναξαν μακριά
κονιορτὸν τῶν ποδῶν αὐτῶν ἐπ᾿ τη σκόνη των ποδιών τους
αὐτοὺς ἦλθον εἰς ᾿Ικόνιον. εναντίον τους, ήρθαν στο Ικόνιο.
52 οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπληροῦντο 52 και οι μαθητές γέμιζαν χαρά
χαρᾶς καὶ Πνεύματος ῾Αγίου. και Πνεύμα Άγιο.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΔ’
Ο Παύλος και ο Βαρνάβας στο
Ικόνιο
1 Εγένετο δὲ ἐν ᾿Ικονίῳ κατὰ τὸ 1 Συνέβηκε τότε στο Ικόνιο κατά
αὐτὸ εἰσελθεῖν αὐτοὺς εἰς τὴν τον ίδιο τρόπο αυτοί να
συναγωγὴν τῶν ᾿Ιουδαίων καὶ εισέλθουν στη συναγωγή των
λαλῆσαι οὕτως ὥστε πιστεῦσαι Ιουδαίων και να κηρύξουν, έτσι
᾿Ιουδαίων τε καὶ ῾Ελλήνων πολὺ ώστε να πιστέψουν από
πλῆθος. Ιουδαίους και Έλληνες πολύ
πλήθος.
2 οἱ δὲ ἀπειθοῦντες ᾿Ιουδαῖοι 2 Αλλά οι Ιουδαίοι που
ἐπήγειραν καὶ ἐκάκωσαν τὰς απείθησαν, διέγειραν και
ψυχὰς τῶν ἐθνῶν κατὰ τῶν γέμισαν με κακία τις ψυχές των
ἀδελφῶν. εθνικών κατά των αδελφών.
3 ἱκανὸν μὲν οὖν χρόνον 3 Πράγματι, λοιπόν, για αρκετό
διέτριψαν παρρησιαζόμενοι ἐπὶ χρόνο έμειναν εκεί, μιλώντας με
τῷ Κυρίῳ μαρτυροῦντι τῷ λόγῳ παρρησία και βασιζόμενοι στον
τῆς χάριτος αὐτοῦ, διδόντι Κύριο που μαρτυρούσε για το
σημεῖα καὶ τέρατα γίνεσθαι διὰ λόγο της χάρης του, ο οποίος
τῶν χειρῶν αὐτῶν. έδινε ώστε σημεία και τέρατα να
γίνονται με τα χέρια τους.
4 ἐσχίσθη δὲ τὸ πλῆθος τῆς 4 Έγινε σχίσμα τότε στο πλήθος
πόλεως, καὶ οἱ μὲν ἦσαν σὺν τοῖς της πόλης, και οι μεν ήταν με
᾿Ιουδαίοις, οἱ δὲ σὺν τοῖς τους Ιουδαίους, οι δε με τους
ἀποστόλοις. αποστόλους.
5 ὡς δὲ ἐγένετο ὁρμὴ τῶν ἐθνῶν 5 Μόλις λοιπόν όρμησαν οι
τε καὶ ᾿Ιουδαίων σὺν τοῖς εθνικοί και οι Ιουδαίοι μαζί με
ἄρχουσιν αὐτῶν ὑβρίσαι καὶ τους άρχοντές τους να τους
λιθοβολῆσαι αὐτούς, κακομεταχειριστούν και να τους
λιθοβολήσουν,
6 συνιδόντες κατέφυγον εἰς τὰς 6 επειδή το αντιλήφτηκαν,
πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστραν κατέφυγαν στις πόλεις της
καὶ Δέρβην καὶ τὴν περίχωρον, Λυκαονίας τη Λύστρα και τη
Δέρβη και στα περίχωρά τους,
7 κἀκεῖ ἦσαν εὐαγγελιζόμενοι. 7 κι εκεί ευαγγέλιζαν συνεχώς.
Ο Παύλος και ο Βαρνάβας στα
Λύστρα και στη Δέρβη
8 Καί τις ἀνὴρ ἐν Λύστροις 8 Και κάποιος άντρας αδύνατος
ἀδύνατος τοῖς ποσὶν ἐκάθητο, στα πόδια καθόταν στα Λύστρα,
χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ χωλός από την κοιλιά της
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΔ’
ὑπάρχων, ὃς οὐδέποτε μητέρας του, που ποτέ δεν
περιπεπατήκει. περπάτησε.
9 οὗτος ἤκουσε τοῦ Παύλου 9 Αυτός άκουσε τον Παύλο να
λαλοῦντος· ὃς ἀτενίσας αὐτῷ καὶ μιλά. Ο οποίος, όταν τον ατένισε
ἰδὼν ὅτι πίστιν ἔχει τοῦ σωθῆναι, και είδε ότι έχει πίστη για να
σωθεί,
10 εἶπε μεγάλῃ τῇ φωνῇ· 10 είπε με μεγάλη φωνή: «Σήκω
ἀνάστηθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου πάνω στα πόδια σου ορθός». Και
ὀρθός. καὶ ἥλατο καὶ περιεπάτει. αυτός πήδηξε και περπατούσε.
11 οἱ δὲ ὄχλοι ἰδόντες ὃ ἐποίησεν 11 Και οι όχλοι, όταν είδαν αυτό
ὁ Παῦλος ἐπῆραν τὴν φωνὴν που έκανε ο Παύλος, ύψωσαν τη
αὐτῶν Λυκαονιστὶ λέγοντες· οἱ φωνή τους στα λυκαονικά,
θεοὶ ὁμοιωθέντες ἀνθρώποις λέγοντας: «Οι θεοί ομοιώθηκαν
κατέβησαν πρὸς ἡμᾶς· με ανθρώπους και κατέβηκαν
προς εμάς».
12 ἐκάλουν τε τὸν μὲν Βαρνάβαν 12 Και καλούσαν το Βαρνάβα Δία,
Δία, τὸν δὲ Παῦλον ῾Ερμῆν, ενώ τον Παύλο Ερμή, επειδή
ἐπειδὴ αὐτὸς ἦν ὁ ἡγούμενος τοῦ αυτός ήταν που ηγούνταν στο
λόγου. λόγο.
13 ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ Διὸς τοῦ ὄντος 13 Και ο ιερέας του ναού του Δία,
πρὸ τῆς πόλεως αὐτῶν, ταύρους που ήταν μπροστά στην πόλη,
καὶ στέμματα ἐπὶ τοὺς πυλῶνας έφερε ταύρους και στεφάνια στις
ἐνέγκας, σὺν τοῖς ὄχλοις ἤθελε πύλες και μαζί με τα πλήθη ήθελε
θύειν. να κάνει θυσία.
14 ἀκούσαντες δὲ οἱ ἀπόστολοι 14 Όταν το άκουσαν τότε οι
Βαρνάβας καὶ Παῦλος, απόστολοι Βαρνάβας και
διαρρήξαντες τὰ ἱμάτια αὐτῶν Παύλος, ξέσχισαν τα ρούχα τους
εἰσεπήδησαν εἰς τὸν ὄχλον και πήδηξαν έξω στο πλήθος,
κράζοντες κράζοντας
15 καὶ λέγοντες· ἄνδρες, τί ταῦτα 15 και λέγοντας: «Άντρες, τι
ποιεῖτε; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς κάνετε αυτά; Και εμείς είμαστε
ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι, ομοιοπαθείς μ’ εσάς άνθρωποι,
εὐαγγελιζόμενοι ὑμᾶς ἀπὸ που σας ευαγγελίζουμε από
τούτων τῶν ματαίων ἐπιστρέφειν τούτα τα μάταια να επιστρέφετε
ἐπὶ τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα, ὃς στο ζωντανό Θεό, ο οποίος έκανε
ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν τον ουρανό και τη γη και τη
καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν
ἐν αὐτοῖς· μέσα σ’ αυτά.
16 ὃς ἐν ταῖς παρῳχημέναις 16 Αυτός κατά τις περασμένες
γενεαῖς εἴασε πάντα τὰ ἔθνη γενιές άφησε όλα τα έθνη να
πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν πορεύονται στους δρόμους τους.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΔ’
17 καίτοι γε οὐκ ἀμάρτυρον 17 Αν και δεν άφησε αμαρτύρητο
ἑαυτὸν ἀφῆκεν ἀγαθοποιῶν, τον εαυτό του, εργάζοντας το
οὐρανόθεν ὑμῖν ὑετοὺς διδοὺς αγαθό, δίνοντας από τον ουρανό
καὶ καιροὺς καρποφόρους, σ’ εσάς βροχές και καιρούς
ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ καρποφόρους, γεμίζοντας με
εὐφροσύνης τὰς καρδίας ὑμῶν. τροφή και με ευφροσύνη τις
καρδιές σας».
18 καὶ ταῦτα λέγοντες μόλις 18 Και λέγοντας αυτά μόλις και
κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῦ μὴ μετά βίας έκαναν τα πλήθη να
θύειν αὐτοῖς. πάψουν, ώστε να μην κάνουν
θυσία σ’ αυτούς.
19 ᾿Επῆλθον δὲ ἀπὸ ᾿Αντιοχείας 19 Ήρθαν όμως εκεί Ιουδαίοι από
καὶ ᾿Ικονίου ᾿Ιουδαῖοι καὶ την Αντιόχεια και από το Ικόνιο
πείσαντες τοὺς ὄχλους καὶ και, αφού έπεισαν τους όχλους
λιθάσαντες τὸν Παῦλον ἔσυραν και λιθοβόλησαν τον Παύλο, τον
ἔξω τῆς πόλεως, νομίσαντες έσυραν έξω από την πόλη,
αὐτὸν τεθνάναι. νομίζοντας πως αυτός έχει
πεθάνει.
20 κυκλωσάντων δὲ αὐτὸν τῶν 20 Και όταν τον περικύκλωσαν οι
μαθητῶν ἀναστὰς εἰσῆλθεν εἰς μαθητές, σηκώθηκε και εισήλθε
τὴν πόλιν, καὶ τῇ ἐπαύριον στην πόλη. Και την επόμενη
ἐξῆλθε σὺν τῷ Βαρνάβᾳ εἰς ημέρα εξήλθε μαζί με το Βαρνάβα
Δέρβην. στη Δέρβη.
Επιστροφή των Αποστόλων στην
Αντιόχεια της Συρίας
21 Εὐαγγελισάμενοί τε τὴν πόλιν 21 Και αφού ευαγγέλισαν την
ἐκείνην καὶ μαθητεύσαντες πόλη εκείνη και μαθήτεψαν
ἱκανοὺς ὑπέστρεψαν εἰς τὴν αρκετούς, επέστρεψαν στη
Λύστραν καὶ ᾿Ικόνιον καὶ Λύστρα και στο Ικόνιο και στην
᾿Αντιόχειαν, Αντιόχεια,
22 ἐπιστηρίζοντες τὰς ψυχὰς τῶν 22 στηρίζοντας τις ψυχές των
μαθητῶν, παρακαλοῦντες μαθητών, προτρέποντάς τους να
ἐμμένειν τῇ πίστει, καὶ ὅτι διὰ εμμένουν στην πίστη και
πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς λέγοντας ότι διαμέσου πολλών
εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θλίψεων πρέπει να εισέλθουμε
Θεοῦ. στη βασιλεία του Θεού.
23 χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς 23 Και χειροτόνησαν γι’ αυτούς
πρεσβυτέρους κατ᾿ ἐκκλησίαν σε κάθε εκκλησία πρεσβυτέρους,
καὶ προσευξάμενοι μετὰ αφού προσευχήθηκαν με
νηστειῶν παρέθεντο αὐτοὺς τῷ νηστείες, και τους παράθεσαν
Κυρίῳ, εἰς ὃν πεπιστεύκασι. στον Κύριο στον οποίο είχαν
πιστέψει.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΔ’
24 καὶ διελθόντες τὴν Πισιδίαν 24 Και όταν πέρασαν την Πισιδία,
ἦλθον εἰς Παμφυλίαν, ήρθαν στην Παμφυλία
25 καὶ λαλήσαντες ἐν Πέργῃ τὸν 25 και, αφού κήρυξαν στην
λόγον κατέβησαν εἰς ᾿Αττάλειαν, Πέργη το λόγο, κατέβηκαν στην
Αττάλεια
26 κἀκεῖθεν ἀπέπλευσαν εἰς 26 και από εκεί απόπλευσαν στην
᾿Αντιόχειαν, ὅθεν ἦσαν Αντιόχεια, απ’ όπου είχαν
παραδεδομένοι τῇ χάριτι τοῦ παραδοθεί με τη χάρη του Θεού
Θεοῦ εἰς τὸ ἔργον ὃ ἐπλήρωσαν. στο έργο που εκπλήρωσαν.
27 Παραγενόμενοι δὲ καὶ 27 Αφού παρουσιάστηκαν τότε
συναγαγόντες τὴν ἐκκλησίαν και σύναξαν την εκκλησία,
ἀνήγγειλαν ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς ανάγγελλαν όσα έκανε ο Θεός
μετ᾿ αὐτῶν, καὶ ὅτι ἤνοιξε τοῖς μαζί τους και ότι άνοιξε στα έθνη
ἔθνεσι θύραν πίστεως. θύρα πίστης.
28 διέτριβον δὲ ἐκεῖ χρόνον οὐκ 28 Έμεναν λοιπόν εκεί όχι λίγο
ὀλίγον σὺν τοῖς μαθηταῖς. χρόνο μαζί με τους μαθητές.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΕ’
Η Αποστολική Σύνοδος στην
Ιερουσαλήμ
1 Καί τινες κατελθόντες ἀπὸ τῆς 1 Και μερικοί που κατέβηκαν από
᾿Ιουδαίας ἐδίδασκον τοὺς την Ιουδαία δίδασκαν τους
ἀδελφοὺς ὅτι ἐὰν μὴ αδελφούς: «Αν δεν περιτμηθείτε
περιτέμνησθε τῷ ἔθει Μωϋσέως, με το έθιμο που είναι του Μωυσή,
οὐ δύνασθε σωθῆναι. δε δύναστε να σωθείτε».
2 γενομένης οὖν στάσεως καὶ 2 Και επειδή έγινε αντίσταση και
ζητήσεως οὐκ ὀλίγης τῷ Παύλῳ συζήτηση όχι λίγη από τον
καὶ τῷ Βαρνάβᾳ πρὸς αὐτούς, Παύλο και το Βαρνάβα με
ἔταξαν ἀναβαίνειν Παῦλον καὶ αυτούς, όρισαν να ανεβαίνουν ο
Βαρνάβαν καί τινας ἄλλους ἐξ Παύλος και ο Βαρνάβας και
αὐτῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ μερικοί άλλοι από αυτούς προς
πρεσβυτέρους εἰς ῾Ιερουσαλὴμ τους αποστόλους και τους
περὶ τοῦ ζητήματος τούτου. πρεσβυτέρους στην Ιερουσαλήμ
για το ζήτημα αυτό.
3 Οἱ μὲν οὖν προπεμφθέντες ὑπὸ 3 Αυτοί, λοιπόν, αφού
τῆς ἐκκλησίας διήρχοντο τὴν κατευοδώθησαν από την
Φοινίκην καὶ Σαμάρειαν εκκλησία, περνούσαν τη Φοινίκη
ἐκδιηγούμενοι τὴν ἐπιστροφὴν και τη Σαμάρεια και διηγούνταν
τῶν ἐθνῶν, καὶ ἐποίουν χαρὰν την επιστροφή των εθνών και
μεγάλην πᾶσι τοῖς ἀδελφοῖς. προξενούσαν χαρά μεγάλη σ’
όλους τους αδελφούς.
4 παραγενόμενοι δὲ εἰς 4 Όταν λοιπόν παρουσιάστηκαν
῾Ιερουσαλὴμ ἀπεδέχθησαν ὑπὸ στην Ιερουσαλήμ, έγιναν δεκτοί
τῆς ἐκκλησίας καὶ τῶν από την εκκλησία και τους
ἀποστόλων καὶ τῶν αποστόλους και τους
πρεσβυτέρων, ἀνήγγειλάν τε ὅσα πρεσβυτέρους, και ανάγγειλαν
ὁ Θεὸς ἐποίησε μετ᾿ αὐτῶν, καὶ όσα ο Θεός έκανε μαζί τους.
ὅτι ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν
πίστεως.
5 ᾿Εξανέστησαν δέ τινες τῶν ἀπὸ 5 Σηκώθηκαν τότε μερικοί που
τῆς αἱρέσεως τῶν Φαρισαίων ήταν από την αίρεση των
πεπιστευκότες, λέγοντες ὅτι δεῖ Φαρισαίων και που είχαν
περιτέμνειν αὐτοὺς πιστέψει, λέγοντας ότι πρέπει να
παραγγέλλειν τε τηρεῖν τὸν τους περιτέμνουν καί να τους
νόμον Μωϋσέως. παραγγέλλουν να τηρούν το
νόμο του Μωυσή.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΕ’
6 Συνήχθησαν δὲ οἱ ἀπόστολοι 6 Και συνάχτηκαν οι απόστολοι
καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἰδεῖν περὶ τοῦ και οι πρεσβύτεροι να εξετάσουν
λόγου τούτου. για την υπόθεση του λόγου
αυτού.
7 Πολλῆς δὲ συζητήσεως 7 Και αφού έγινε πολλή
γενομένης ἀναστὰς Πέτρος εἶπε συζήτηση, σηκώθηκε ο Πέτρος
πρὸς αὐτούς· ἄνδρες ἀδελφοί, και είπε προς αυτούς: «Άντρες
ὑμεῖς ἐπίστασθε ὅτι ἀφ᾿ ἡμερῶν αδελφοί, εσείς γνωρίζετε καλά
ἀρχαίων ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν ἐξελέξατο ότι από τις πρώτες ημέρες μεταξύ
διὰ τοῦ στόματός μου ἀκοῦσαι τὰ σας διάλεξε ο Θεός με το στόμα
ἔθνη τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου μου να ακούσουν τα έθνη το λόγο
καὶ πιστεῦσαι. του ευαγγελίου και να
πιστέψουν.
8 καὶ ὁ καρδιογνώστης Θεὸς 8 Και ο καρδιογνώστης Θεός
ἐμαρτύρησεν αὐτοῖς δοὺς αὐτοῖς μαρτύρησε γι’ αυτούς και έδωσε
τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον καθὼς καὶ το Πνεύμα το Άγιο καθώς και σ’
ἡμῖν, εμάς.
9 καὶ οὐδὲν διέκρινε μεταξὺ ἡμῶν 9 Και δεν έκανε καμιά διάκριση
τε καὶ αὐτῶν τῇ πίστει ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ αυτούς,
καθαρίσας τὰς καρδίας αὐτῶν. επειδή καθάρισε με την πίστη τις
καρδιές τους.
10 νῦν οὖν τί πειράζετε τὸν Θεόν, 10 Τώρα, λοιπόν, γιατί πειράζετε
ἐπιθεῖναι ζυγὸν ἐπὶ τὸν τράχηλον το Θεό, ώστε να θέσετε ζυγό
τῶν μαθητῶν, ὃν οὔτε οἱ πατέρες πάνω στον τράχηλο των
ἡμῶν οὔτε ἡμεῖς ἰσχύσαμεν μαθητών, που ούτε οι πατέρες
βαστάσαι; μας ούτε εμείς μπορέσαμε να τον
βαστάξουμε;
11 ἀλλὰ διὰ τῆς χάριτος τοῦ 11 Αλλά με τη χάρη του Κυρίου
Κυρίου ᾿Ιησοῦ πιστεύομεν Ιησού πιστεύουμε πως θα
σωθῆναι καθ᾿ ὃν τρόπον σωθούμε με τον ίδιο τρόπο όπως
κἀκεῖνοι. κι εκείνοι».
12 ᾿Εσίγησε δὲ πᾶν τὸ πλῆθος καὶ 12 Σώπασε τότε όλο το πλήθος
ἤκουον Βαρνάβα καὶ Παύλου και άκουγαν το Βαρνάβα και τον
ἐξηγουμένων ὅσα ἐποίησεν ὁ Παύλο να διηγούνται όσα έκανε
Θεὸς σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τοῖς ο Θεός σημεία και τέρατα μεταξύ
ἔθνεσι δι᾿ αὐτῶν. των εθνών μέσω αυτών.
13 Μετὰ δὲ τὸ σιγῆσαι αὐτοὺς 13 Και μετά, όταν σώπασαν
ἀπεκρίθη ᾿Ιάκωβος λέγων· αυτοί, έλαβε το λόγο ο Ιάκωβος
ἄνδρες ἀδελφοί, ἀκούσατέ μου. λέγοντας: «Άντρες αδελφοί,
ακούστε με.
14 Συμεὼν ἐξηγήσατο καθὼς 14 Ο Συμεών διηγήθηκε πώς
πρῶτον ὁ Θεὸς ἐπεσκέψατο αρχικά ο Θεός επισκέφτηκε τον
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΕ’
λαβεῖν ἐξ ἐθνῶν λαὸν ἐπὶ τῷ κόσμο, για να λάβει από τα έθνη
ὀνόματι αὐτοῦ. λαό για το όνομά του.
15 καὶ τούτῳ συμφωνοῦσιν οἱ 15 Και μ’ αυτό συμφωνούν οι
λόγοι τῶν προφητῶν, καθὼς λόγοι των προφητών καθώς είναι
γέγραπται· γραμμένο:
16 μετὰ ταῦτα ἀναστρέψω καὶ 16 Μετά από αυτά θα επιστρέψω
ἀνοικοδομήσω τὴν σκηνὴν και θα ανοικοδομήσω τη σκηνή
Δαυῒδ τὴν πεπτωκυῖαν, καὶ τὰ του Δαβίδ που έχει πέσει και τα
κατεσκαμμένα αὐτῆς καταστρεμμένα εντελώς ερείπιά
ἀνοικοδομήσω καὶ ἀνορθώσω της θα ανοικοδομήσω και θα την
αὐτήν, ανορθώσω,
17 ὅπως ἂν ἐκζητήσωσιν οἱ 17 ώστε να αναζητήσουν οι
κατάλοιποι τῶν ἀνθρώπων τὸν υπόλοιποι των ανθρώπων τον
Κύριον, καὶ πάντα τὰ ἔθνη ἐφ᾿ Κύριο και όλοι οι εθνικοί στους
οὓς ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ οποίους έχει επικληθεί το όνομά
αὐτούς, λέγει Κύριος ὁ ποιῶν μου πάνω τους, λέει ο Κύριος που
ταῦτα πάντα. κάνει αυτά
18 γνωστὰ ἀπ᾿ αἰῶνός ἐστι τῷ 18 τα γνωστά από την αρχή του
Θεῷ πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ. αιώνα.
19 διὸ ἐγὼ κρίνω μὴ παρενοχλεῖν 19 Γι’ αυτό εγώ κρίνω να μην
τοῖς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν παρενοχλούνται αυτοί που
ἐπιστρέφουσιν ἐπὶ τὸν Θεόν, επιστρέφουν από τα έθνη στο
Θεό,
20 ἀλλὰ ἐπιστεῖλαι αὐτοῖς τοῦ 20 αλλά να στείλουμε επιστολή σ’
ἀπέχεσθαι ἀπὸ τῶν αυτούς, για να απέχουν από τα
ἀλισγημάτων τῶν εἰδώλων καὶ μιάσματα των ειδώλων και την
τῆς πορνείας καὶ τοῦ πνικτοῦ καὶ πορνεία και το πνιχτό και το
τοῦ αἵματος. αίμα.
21 Μωϋσῆς γὰρ ἐκ γενεῶν 21 Γιατί ο Μωυσής από τις
ἀρχαίων κατὰ πόλιν τοὺς αρχαίες γενιές έχει από πόλη σε
κηρύσσοντας αὐτὸν ἔχει ἐν ταῖς πόλη αυτούς που τον κηρύττουν
συναγωγαῖς κατὰ πᾶν σάββατον μέσα στις συναγωγές και κάθε
ἀναγινωσκόμενος. Σάββατο διαβάζεται».
Η απόφαση της Αποστολικής
Συνόδου
22 Τότε ἔδοξε τοῖς ἀποστόλοις καὶ 22 Τότε φάνηκε καλό στους
τοῖς πρεσβυτέροις σὺν ὅλῃ τῇ αποστόλους και στους
ἐκκλησίᾳ ἐκλεξαμένους ἄνδρας πρεσβυτέρους μαζί με όλη την
ἐξ αὐτῶν πέμψαι εἰς ᾿Αντιόχειαν εκκλησία να εκλέξουν άντρες
σὺν τῷ Παύλῳ καὶ Βαρνάβᾳ, από αυτούς και να τους στείλουν
᾿Ιούδαν τὸν ἐπικαλούμενον στην Αντιόχεια μαζί με τον
Παύλο και το Βαρνάβα: τον
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΕ’
Βαρσαββᾶν καὶ Σίλαν, ἄνδρας Ιούδα, που καλείται Βαρσαβάς,
ἡγουμένους ἐν τοῖς ἀδελφοῖς, και το Σίλα, άντρες που ηγούνταν
μεταξύ των αδελφών.
23 γράψαντες διὰ χειρὸς αὐτῶν 23 Και έγραψαν με το χέρι τους:
τάδε· Οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ «Οι απόστολοι και οι
πρεσβύτεροι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῖς πρεσβύτεροι αδελφοί, προς τους
κατὰ τὴν ᾿Αντιόχειαν καὶ Συρίαν αδελφούς που είναι από τα έθνη
καὶ Κιλικίαν ἀδελφοῖς τοῖς ἐξ στην Αντιόχεια και στη Συρία και
ἐθνῶν χαίρειν. στην Κιλικία. χαίρετε.
24 ᾿Επειδὴ ἠκούσαμεν ὅτι τινὲς ἐξ 24 Επειδή ακούσαμε ότι μερικοί
ἡμῶν ἐξελθόντες ἐτάραξαν ὑμᾶς που εξήλθαν από εμάς σας
λόγοις ἀνασκευάζοντες τὰς τάραξαν με λόγια και
ψυχὰς ὑμῶν, λέγοντες αναστάτωσαν τις ψυχές σας,
περιτέμνεσθαι καὶ τηρεῖν τὸν στους οποίους δε δώσαμε εντολή,
νόμον, οἷς οὐ διεστειλάμεθα,
25 ἔδοξεν ἡμῖν γενομένοις 25 μας φάνηκε καλό, αφού
ὁμοθυμαδόν, ἐκλεξαμένους γίναμε ομόψυχοι και εκλέξαμε
ἄνδρας πέμψαι πρὸς ὑμᾶς σὺν άντρες, να τους στείλουμε προς
τοῖς ἀγαπητοῖς ἡμῶν Βαρνάβᾳ εσάς μαζί με τους αγαπητούς μας
καὶ Παύλῳ, Βαρνάβα και Παύλο,
26 ἀνθρώποις παραδεδωκόσι τὰς 26 ανθρώπους που έχουν
ψυχὰς αὐτῶν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος παραδώσει τις ψυχές τους υπέρ
τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· του ονόματος του Κυρίου μας
Ιησού Χριστού.
27 ἀπεστάλκαμεν οὖν ᾿Ιούδαν καὶ 27 Έχουμε αποστείλει λοιπόν τον
Σίλαν καὶ αὐτοὺς διὰ λόγου Ιούδα και το Σίλα, με προφορικό
ἀπαγγέλλοντας τὰ αὐτά. λόγο να αναγγέλλουν και αυτοί
τα ίδια.
28 ἔδοξε γὰρ τῷ ῾Αγίῳ Πνεύματι 28 Γιατί φάνηκε καλό στο Πνεύμα
καὶ ἡμῖν μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι το Άγιο και σ’ εμάς κανένα
ὑμῖν βάρος πλὴν τῶν ἐπάναγκες επιπλέον βάρος να μη σας
τούτων, επιθέτουμε εκτός από αυτά τα
αναγκαία:
29 ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καὶ 29 να απέχετε από ειδωλόθυτα
αἵματος καὶ πνικτοῦ καὶ και αίμα και πνιχτά και πορνεία,
πορνείας· ἐξ ὧν διατηροῦντες από τα οποία διαφυλάσσοντας
ἑαυτοὺς εὖ πράξετε. ἔρρωσθε. τους εαυτούς σας καλά θα
κάνετε. Υγιαίνετε».
30 Οἱ μὲν οὖν ἀπολυθέντες ἦλθον 30 Αφού λοιπόν τους άφησαν να
εἰς ᾿Αντιόχειαν, καὶ φύγουν, αυτοί κατέβηκαν στην
συναγαγόντες τὸ πλῆθος Αντιόχεια, και αφού σύναξαν το
ἐπέδωκαν τὴν ἐπιστολήν. πλήθος, επέδωσαν την επιστολή.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΕ’
31 ἀναγνόντες δὲ ἐχάρησαν ἐπὶ 31 Όταν τότε τη διάβασαν,
τῇ παρακλήσει. χάρηκαν για την παρηγοριά.
32 ᾿Ιούδας τε καὶ Σίλας, καὶ αὐτοὶ 32 Ο Ιούδας και ο Σίλας, που ήταν
προφῆται ὄντες, διὰ λόγου και αυτοί προφήτες, με πολλά
πολλοῦ παρεκάλεσαν τοὺς λόγια ενθάρρυναν τους
ἀδελφοὺς καὶ ἐπεστήριξαν. αδελφούς και τους στήριξαν.
33 ποιήσαντες δὲ χρόνον 33 Και αφού κάθισαν για ένα
ἀπελύθησαν μετ᾿ εἰρήνης ἀπὸ χρονικό διάστημα, οι αδελφοί
τῶν ἀδελφῶν πρὸς τοὺς τούς άφησαν να φύγουν με
ἀποστόλους. ειρήνη προς εκείνους που τους
απέστειλαν.
34 ἔδοξε δὲ τῷ Σίλᾳ ἐπιμεῖναι 34 Αλλά φάνηκε καλό στο Σίλα
αὐτοῦ. να παραμείνει εκεί.
35 Παῦλος δὲ καὶ Βαρνάβας 35 Ο Παύλος όμως και ο
διέτριβον ἐν ᾿Αντιοχείᾳ Βαρνάβας έμειναν στην
διδάσκοντες καὶ εὐαγγελιζόμενοι Αντιόχεια και μαζί με άλλους
μετὰ καὶ ἑτέρων πολλῶν τὸν πολλούς δίδασκαν και
λόγον τοῦ Κυρίου. ευαγγέλιζαν το λόγο του Κυρίου.
Χωρισμός Παύλου και Βαρνάβα
Αρχή της δεύτερης περιοδείας
36 Μετὰ δέ τινας ἡμέρας εἶπε 36 Μετά λοιπόν από μερικές
Παῦλος πρὸς Βαρνάβαν· ημέρες ο Παύλος είπε προς το
ἐπιστρέψαντες δὴ ἐπισκεψώμεθα Βαρνάβα: «Ας επιστρέψουμε
τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν κατὰ τώρα να επισκεφτούμε τους
πᾶσαν πόλιν ἐν αἷς αδελφούς σε κάθε πόλη στις
κατηγγείλαμεν τὸν λόγον τοῦ οποίες αναγγείλαμε το λόγο του
Κυρίου, πῶς ἔχουσι. Κυρίου, για να δούμε πώς έχουν».
37 Βαρνάβας δὲ ἐβουλεύσατο 37 Ο Βαρνάβας τότε ήθελε να
συμπαραλαβεῖν τὸν ᾿Ιωάννην παραλάβουν μαζί τους και τον
τὸν ἐπικαλούμενον Μᾶρκον· Ιωάννη που καλείται Μάρκος.
38 Παῦλος δὲ ἠξίου, τὸν 38 Αλλά ο Παύλος αξίωνε να μη
ἀποστάντα ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπὸ συμπαραλαμβάνουν αυτόν που
Παμφυλίας καὶ μὴ συνελθόντα αποστάτησε από αυτούς από την
αὐτοῖς εἰς τὸ ἔργον, μὴ Παμφυλία και δεν ήρθε μαζί τους
συμπαραλαβεῖν τοῦτον. στο έργο.
39 ἐγένετο οὖν παροξυσμός, ὥστε 39 Έγινε τότε παροξυσμός, ώστε
ἀποχωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ᾿ να αποχωριστούν ο ένας από τον
ἀλλήλων, τόν τε Βαρνάβαν άλλο και ο Βαρνάβας, αφού
παραλαβόντα τὸν Μᾶρκον παράλαβε το Μάρκο, να πλεύσει
ἐκπλεῦσαι εἰς Κύπρον. στην Κύπρο,
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΕ’
40 Παῦλος δὲ ἐπιλεξάμενος Σίλαν 40 ενώ ο Παύλος, αφού επέλεξε το
ἐξῆλθε, παραδοθεὶς τῇ χάριτι τοῦ Σίλα, εξήλθε από την πόλη και
Θεοῦ ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν, παραδόθηκε στη χάρη του
Κυρίου από τους αδελφούς.
41 διήρχετο δὲ τὴν Συρίαν καὶ 41 Περνούσε τότε τη Συρία και
Κιλικίαν ἐπιστηρίζων τὰς την Κιλικία στηρίζοντας τις
ἐκκλησίας. εκκλησίες.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΣΤ’
Ο Παύλος και ο Σίλας στη Μικρά
Ασία - Ο Τιμόθεος συνεργάτης του
Παύλου
1 Κατήντησε δὲ εἰς Δέρβην καὶ 1 Έφτασε τότε στη Δέρβη και στη
Λύστραν. καὶ ἰδοὺ μαθητής τις Λύστρα. Και ιδού, κάποιος
ἦν ἐκεῖ ὀνόματι Τιμόθεος, υἱὸς μαθητής ήταν εκεί με το όνομα
γυναικός τινος ᾿Ιουδαίας πιστῆς, Τιμόθεος, γιος μιας πιστής
πατρὸς δὲ ῞Ελληνος, γυναίκας Ιουδαίας, αλλά από
πατέρα Έλληνα,
2 ὃς ἐμαρτυρεῖτο ὑπὸ τῶν ἐν 2 για τον οποίο μαρτυρούσαν
Λύστροις καὶ ᾿Ικονίῳ ἀδελφῶν. καλά οι αδελφοί στα Λύστρα και
στο Ικόνιο.
3 τοῦτον ἠθέλησεν ὁ Παῦλος σὺν 3 Ο Παύλος θέλησε να εξέλθει
αὐτῷ ἐξελθεῖν, καὶ λαβὼν τούτος μαζί του και, αφού τον
περιέτεμεν αὐτὸν διὰ τοὺς πήρε, τον περιέταμε, εξαιτίας των
᾿Ιουδαίους τοὺς ὄντας ἐν τοῖς Ιουδαίων που ήταν στους τόπους
τόποις ἐκείνοις· ᾔδεισαν γὰρ εκείνους. γιατί ήξεραν όλοι ότι
ἅπαντες τὸν πατέρα αὐτοῦ ὅτι Έλληνας ήταν ο πατέρας του.
῞Ελλην ὑπῆρχεν.
4 ῾Ως δὲ διεπορεύοντο τὰς πόλεις, 4 Καθώς λοιπόν πορεύονταν
παρεδίδουν αὐτοῖς φυλάσσειν τὰ μέσα από τις πόλεις, τους
δόγματα τὰ κεκριμένα ὑπὸ τῶν παράδιναν εντολές να φυλάγουν
ἀποστόλων καὶ τῶν τα δόγματα τα εγκεκριμένα από
πρεσβυτέρων τῶν ἐν τους αποστόλους και τους
῾Ιερουσαλήμ. πρεσβυτέρους που ήταν στα
Ιεροσόλυμα.
5 αἱ μὲν οὖν ἐκκλησίαι 5 Οι εκκλησίες πράγματι, λοιπόν,
ἐστερεοῦντο τῇ πίστει καὶ στερεώνονταν στην πίστη και
ἐπερίσσευον τῷ ἀριθμῷ καθ᾿ αφθονούσαν στον αριθμό κάθε
ἡμέραν. ημέρα.
Το όραμα του Παύλου και η
μετάβαση στη Μακεδονία
6 Διελθόντες δὲ τὴν Φρυγίαν καὶ 6 Πέρασαν τότε μέσα από τη
τὴν Γαλατικὴν χώραν, Φρυγία και από τη Γαλατική
κωλυθέντες ὑπὸ τοῦ ῾Αγίου χώρα, επειδή εμποδίστηκαν από
Πνεύματος λαλῆσαι τὸν λόγον ἐν το Άγιο Πνεύμα να κηρύξουν το
τῇ ᾿Ασίᾳ, λόγο στην Ασία.
7 ἐλθόντες κατὰ τὴν Μυσίαν 7 Ήρθαν λοιπόν κάτω στη Μυσία
ἐπείραζον κατὰ τὴν Βιθυνίαν και δοκίμαζαν να πορευτούν στη
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΣΤ’
πορεύεσθαι· καὶ οὐκ εἴασεν Βιθυνία, αλλά δεν τους άφησε το
αὐτοὺς τὸ Πνεῦμα. Πνεύμα του Ιησού.
8 παρελθόντες δὲ τὴν Μυσίαν 8 Και αφού προσπέρασαν τη
κατέβησαν εἰς Τρῳάδα. Μυσία, κατέβηκαν στην Τρωάδα.
9 καὶ ὅραμα διὰ τῆς νυκτὸς ὤφθη 9 Και ένα όραμα φανερώθηκε
τῷ Παύλῳ· ἀνήρ τις ἦν Μακεδὼν κατά τη διάρκεια την νύχτας
ἑστώς, παρακαλῶν αὐτὸν καὶ στον Παύλο. Κάποιος άντρας
λέγων· διαβὰς εἰς Μακεδονίαν Μακεδόνας είχε σταθεί και τον
βοήθησον ἡμῖν. παρακαλούσε και έλεγε: «Διάβα
στη Μακεδονία και βοήθησέ
μας».
10 ὡς δὲ τὸ ὅραμα εἶδεν, εὐθέως 10 Μόλις λοιπόν είδε το όραμα,
ἐζητήσαμεν ἐξελθεῖν εἰς τὴν αμέσως ζητήσαμε να εξέλθουμε
Μακεδονίαν, συμβιβάζοντες ὅτι στη Μακεδονία, συμπεραίνοντας
προσκέκληται ἡμᾶς ὁ Κύριος ότι μας έχει προσκαλέσει ο Θεός
εὐαγγελίσασθαι αὐτούς. να τους ευαγγελίσουμε.
Ο Παύλος στους Φιλίππους
11 ᾿Αναχθέντες οὖν ἀπὸ τῆς 11 Ανοιχτήκαμε στο πέλαγος τότε
Τρῳάδος εὐθυδρομήσαμεν εἰς από την Τρωάδα και
Σαμοθρᾴκην, τῇ δὲ ἐπιούσῃ εἰς ευθυδρομήσαμε στη Σαμοθράκη,
Νεάπολιν, και την επόμενη ημέρα στη Νέα
Πόλη
12 ἐκεῖθέν τε εἰς Φιλίππους, ἥτις 12 κι από εκεί στους Φιλίππους,
ἐστὶ πρώτη τῆς μερίδος τῆς που είναι ηγετική πόλη της
Μακεδονίας πόλις κολωνία. περιοχής της Μακεδονίας,
῏Ημεν δὲ ἐν αὐτῇ τῇ πόλει ρωμαϊκή αποικία. Μέναμε
διατρίβοντες ἡμέρας τινάς, λοιπόν σ’ αυτήν την πόλη μερικές
ημέρες.
13 τῇ τε ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων 13 Και την ημέρα του Σαββάτου
ἐξήλθομεν ἔξω τῆς πόλεως παρὰ βγήκαμε έξω από την πύλη
ποταμὸν οὗ ἐνομίζετο προσευχὴ κοντά σ’ έναν ποταμό όπου
εἶναι, καὶ καθίσαντες ἐλαλοῦμεν νομίζαμε πως ήταν τόπος
ταῖς συνελθούσαις γυναιξί. προσευχής και, αφού καθίσαμε,
μιλούσαμε στις γυναίκες που
συγκεντρώθηκαν εκεί.
14 καί τις γυνὴ ὀνόματι Λυδία, 14 Και κάποια γυναίκα με το
πορφυρόπωλις πόλεως όνομα Λυδία, πωλήτρια
Θυατείρων, σεβομένη τὸν Θεόν, πορφύρας από την πόλη των
ἤκουεν, ἧς ὁ Κύριος διήνοιξε τὴν Θυατείρων, που σεβόταν το Θεό,
καρδίαν προσέχειν τοῖς άκουγε. Σ’ αυτήν ο Κύριος άνοιξε
λαλουμένοις ὑπὸ τοῦ Παύλου. πλήρως την καρδιά, για να