ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΑ’
1 Καὶ ὅτε ἤγγισαν εἰς 1 Και όταν πλησίασαν στα
῾Ιεροσόλυμα καὶ ἦλθον εἰς Ιεροσόλυμα και ήρθαν στη
Βηθσφαγῆ πρὸς τὸ ὄρος τῶν Βηθφαγή, στο Όρος των Ελαιών,
ἐλαιῶν, τότε ὁ ᾿Ιησοῦς ἀπέστειλε τότε ο Ιησούς απέστειλε δύο
δύο μαθητὰς μαθητές,
2 λέγων αὐτοῖς· πορεύθητε εἰς τὴν 2 λέγοντάς τους: «Πηγαίνετε στο
κώμην τὴν ἀπέναντι ὑμῶν, καὶ χωριό που είναι απέναντί σας,
εὐθέως εὑρήσετε ὄνον δεδεμένην και αμέσως θα βρείτε μια όνο
καὶ πῶλον μετ᾿ αὐτῆς· λύσαντες δεμένη και ένα πουλάρι μαζί της.
ἀγάγετέ μοι. αφού τα λύσετε, να μου τα
φέρετε.
3 καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ τι, ἐρεῖτε 3 Και αν κάποιος σας πει κάτι, θα
ὅτι ὁ Κύριος αὐτῶν χρείαν ἔχει· πείτε: “Ο Κύριος έχει ανάγκη
εὐθέως δὲ ἀποστέλλει αὐτούς. αυτά”. Και ευθύς θα τα
αποστείλει».
4 τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα 4 Και αυτό έχει γίνει, για να
πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ τοῦ εκπληρωθεί εκείνο που ειπώθηκε
προφήτου λέγοντος· μέσω του προφήτη, όταν έλεγε:
5 εἴπατε τῇ θυγατρὶ Σιών, ἰδοὺ ὁ 5 Πέστε στη θυγατέρα Σιών, Ιδού,
βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι πραῢς ο βασιλιάς σου έρχεται σ’ εσένα
καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πράος και ανεβασμένος πάνω σε
πῶλον υἱὸν ὑποζυγίου. όνο και πάνω σε πουλάρι
γέννημα υποζυγίου.
6 πορευθέντες δὲ οἱ μαθηταὶ καὶ 6 Αφού πήγαν, λοιπόν, οι
ποιήσαντες καθὼς προσέταξεν μαθητές και έκαναν καθώς τους
αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς, διέταξε ο Ιησούς,
7 ἤγαγον τὴν ὄνον καὶ τὸν πῶλον, 7 έφεραν την όνο και το πουλάρι,
καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω αὐτῶν τὰ και έθεσαν πάνω τους τα ρούχα
ἱμάτια αὐτῶν, καὶ ἐπεκάθισεν και εκείνος κάθισε πάνω τους.
ἐπάνω αὐτῶν.
8 ὁ δὲ πλεῖστος ὄχλος ἔστρωσαν 8 Και το μεγαλύτερο μέρος του
ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐν τῇ ὁδῷ, πλήθους έστρωσαν τα δικά τους
ἄλλοι δὲ ἔκοπτον κλάδους ἀπὸ ρούχα στην οδό, ενώ άλλοι
τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον ἐν έκοβαν κλαδιά από τα δέντρα και
τῇ ὁδῷ. τα έστρωναν στην οδό.
9 οἱ δὲ ὄχλοι οἱ προάγοντες καὶ οἱ 9 Και τα πλήθη που
ἀκολουθοῦντες ἔκραζον προπορεύονταν από αυτόν και
λέγοντες· ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυῒδ· αυτά που τον ακολουθούσαν
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν φώναζαν λέγοντας: «Ωσαννά στο
ὀνόματι Κυρίου· ὡσαννὰ ἐν τοῖς γιο του Δαβίδ. Ευλογημένος ο
ὑψίστοις. ερχόμενος στο όνομα του Κυρίου.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΑ’
Ωσαννά στους ύψιστους
ουρανούς».
10 καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς 10 Και όταν αυτός εισήλθε στα
῾Ιεροσόλυμα ἐσείσθη πᾶσα ἡ Ιεροσόλυμα, σείστηκε όλη η
πόλις λέγουσα· τίς ἐστιν οὗτος; πόλη λέγοντας: «Ποιος είναι
αυτός;»
11 οἱ δὲ ὄχλοι ἔλεγον· οὗτός ἔστιν 11 Και τα πλήθη έλεγαν: «Αυτός
᾿Ιησοῦς ὁ προφήτης ὁ ἀπὸ είναι ο προφήτης Ιησούς που
Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας. κατάγεται από τη Ναζαρέτ της
Γαλιλαίας».
12 Καὶ εἰσῆλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὸ 12 Και εισήλθε ο Ιησούς στο ναό
ἱερὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέβαλε και έβγαλε όλους όσοι
πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ πουλούσαν και αγόραζαν μέσα
ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς στο ναό, και αναποδογύρισε τα
τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν τραπέζια των αργυραμοιβών
κατέστρεψε καὶ τὰς καθέδρας όπως και τα καθίσματα αυτών
τῶν πωλούντων τὰς περιστεράς, που πουλούσαν τα περιστέρια,
13 καὶ λέγει αὐτοῖς· γέγραπται, ὁ 13 και τους λέει: «Είναι γραμμένο:
οἶκός μου οἶκος προσευχῆς Ο οίκος μου θα κληθεί οίκος
κληθήσεται· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν προσευχής, εσείς όμως τον
ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν. κάνετε σπήλαιο ληστών».
14 Καὶ προσῆλθον αὐτῷ χωλοὶ 14 Τότε τον πλησίασαν τυφλοί
καὶ τυφλοὶ ἐν τῷ ἱερῷ καὶ και χωλοί μέσα στο ναό, και τους
ἐθεράπευσεν αὐτούς. θεράπευσε.
15 ἰδόντες δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ 15 Και όταν είδαν οι αρχιερείς και
γραμματεῖς τὰ θαυμάσια ἃ οι γραμματείς τα θαυμάσια που
ἐποίησε καὶ τοὺς παῖδας έκανε και τα παιδιά που
κράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ φώναζαν μέσα στο ναό και
λέγοντας, ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυῒδ, έλεγαν: «Ωσαννά στο γιο του
ἠγανάκτησαν Δαβίδ», αγανάκτησαν
16 καὶ εἶπον αὐτῷ· ἀκούεις τί 16 και του είπαν: «Ακούς τι λένε
οὗτοι λέγουσιν; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς λέγει αυτοί;» Και ο Ιησούς τους λέει:
αὐτοῖς· ναί· οὐδέποτε ἀνέγνωτε «Ναι. Ποτέ δε διαβάσατε ότι από
ὅτι ἐκ στόματος νηπίων καὶ στόμα νηπίων και βρεφών που
θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον; θηλάζουν κατάρτισες αίνο;»
17 καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς 17 Και αφού τους εγκατέλειψε,
ἐξῆλθεν ἔξω τῆς πόλεως εἰς βγήκε έξω από την πόλη, στη
Βηθανίαν καὶ ηὐλίσθη ἐκεῖ. Βηθανία, και διανυχτέρευε εκεί.
18 Πρωΐας δὲ ἐπανάγων εἰς τὴν 18 Και το πρωί, επιστρέφοντας
πόλιν ἐπείνασε· στην πόλη, πείνασε.
19 καὶ ἰδὼν συκῆν μίαν ἐπὶ τῆς 19 Και όταν είδε μια συκιά στο
ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτήν, καὶ οὐδὲν δρόμο, ήρθε κοντά της, αλλά
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΑ’
εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰ μὴ φύλλα μόνον, τίποτα δε βρήκε σ’ αυτήν παρά
καὶ λέγει αὐτῇ· μηκέτι ἐκ σοῦ φύλλα μόνο, και της λέει: «Ποτέ
καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα. πια από εσένα καρπός να μη γίνει
καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ στον αιώνα». Και ξεράθηκε
συκῆ. αμέσως η συκιά.
20 καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ 20 Και όταν το είδαν οι μαθητές,
ἐθαύμασαν λέγοντες· πῶς θαύμασαν λέγοντας: «Πώς
παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ; αμέσως ξεράθηκε η συκιά;»
21 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν 21 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και
αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν τους είπε: «Αλήθεια σας λέω, αν
ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε, έχετε πίστη και δεν αμφιβάλλετε,
οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσετε, όχι μόνο το θαύμα της συκιάς θα
ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε, κάνετε, αλλά και αν στο όρος
ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν ετούτο πείτε: “Σήκω και πέσε στη
θάλασσαν, γενήσεται· θάλασσα”, θα γίνει.
22 αὶ πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν 22 Και όλα όσα ζητήσετε στην
τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, προσευχή πιστεύοντας, θα τα
λήψεσθε. λάβετε».
23 Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ ἱερὸν 23 Και όταν ήρθε αυτός στο ναό,
προσῆλθον αὐτῷ διδάσκοντι οἱ τον πλησίασαν, ενώ δίδασκε, οι
ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του
λαοῦ λέγοντες· ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ λαού, λέγοντας: «Με ποια
ταῦτα ποιεῖς, καὶ τίς σοι ἔδωκε εξουσία αυτά τα κάνεις; Και
τὴν ἐξουσίαν ταύτην; ποιος σου έδωσε την εξουσία
αυτή;»
24 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν 24 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και
αὐτοῖς· ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ τους είπε: «Θα σας ρωτήσω κι
λόγον ἕνα, ὃν ἐὰν εἴπητέ μοι, εγώ ένα λόγο, που αν μου
κἀγὼ ὑμῖν ἐρῶ ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ απαντήσετε, θα σας πω κι εγώ με
ταῦτα ποιῶ. ποια εξουσία αυτά τα κάνω:
25 τὸ βάπτισμα ᾿Ιωάννου πόθεν 25 Το βάφτισμα του Ιωάννη από
ἦν, ἐξ οὐρανοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων; οἱ πού ήταν; Από τον ουρανό ή από
δὲ διελογίζοντο παρ᾿ ἑαυτοῖς τους ανθρώπους;» Εκείνοι
λέγοντες· ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ διαλογίζονταν μέσα τους και
οὐρανοῦ, ἐρεῖ ἡμῖν, διατί οὖν οὐκ έλεγαν: «Αν πούμε: “Από τον
ἐπιστεύσατε αὐτῷ· ουρανό”, θα μας πει: “Γιατί
λοιπόν δεν πιστέψατε σ’ αυτόν”;
26 ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, 26 Αν όμως πούμε: “Από τους
φοβούμεθα τὸν ὄχλον, πάντες ανθρώπους”, φοβόμαστε το
γὰρ ἔχουσι τὸν ᾿Ιωάννην ὡς πλήθος, γιατί όλοι ως προφήτη
προφήτην. έχουν τον Ιωάννη».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΑ’
27 καὶ ἀποκριθέντες τῷ ᾿Ιησοῦ 27 Και αποκρίθηκαν στον Ιησού
εἶπον· οὐκ οἴδαμεν. ἔφη αὐτοῖς και του είπαν: «Δεν ξέρουμε». Και
καὶ αὐτός· οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν αυτός τους είπε: «Ούτε εγώ σας
ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. λέω με ποια εξουσία αυτά τα
κάνω».
28 Τί δὲ ὑμῖν δοκεῖ; ἄνθρωπός τις 28 «Τι λοιπόν νομίζετε; Ένας
εἶχε τέκνα δύο, καὶ προσελθὼν τῷ άνθρωπος είχε δύο παιδιά. Και
πρώτῳ εἶπε· τέκνον, ὕπαγε πλησίασε στο πρώτο και είπε:
σήμερον ἐργάζου ἐν τῷ ἀμπελῶνί “Παιδί μου, πήγαινε σήμερα,
μου. εργάζου στον αμπελώνα”.
29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐ θέλω· 29 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε:
ὕστερον δὲ μεταμεληθεὶς “Δε θέλω”. Ύστερα, όμως,
ἀπῆλθε. μεταμελήθηκε και πήγε.
30 καὶ προσελθὼν τῷ δευτέρῳ 30 Πλησίασε τότε στον άλλο και
εἶπεν ὡσαύτως. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς του είπε όμοια. Εκείνος
εἶπεν· ἐγώ, κύριε· καὶ οὐκ ἀπῆλθε. αποκρίθηκε και είπε: “Εγώ θα
πάω, κύριε”. Αλλά δεν πήγε.
31 τίς ἐκ τῶν δύο ἐποίησε τὸ 31 Ποιος από τους δύο έκανε το
θέλημα τοῦ πατρός; λέγουσιν θέλημα του πατέρα;» Του λένε: «Ο
αὐτῷ· ὁ πρῶτος. λέγει αὐτοῖς ὁ πρώτος». Τους λέει ο Ιησούς:
᾿Ιησοῦς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ «Αλήθεια σας λέω ότι οι τελώνες
τελῶναι καὶ αἱ πόρναι και οι πόρνες προηγούνται από
προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν εσάς στη βασιλεία του Θεού.
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
32 ἦλθε γὰρ πρὸς ὑμᾶς ᾿Ιωάννης 32 Γιατί ήρθε ο Ιωάννης προς
ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης, καὶ οὐκ εσάς βαδίζοντας σε οδό
ἐπιστεύσατε αὐτῷ· οἱ δὲ τελῶναι δικαιοσύνης και δεν τον
καὶ αἱ πόρναι ἐπίστευσαν αὐτῷ· πιστέψατε. αλλά οι τελώνες και οι
ὑμεῖς δὲ ἰδόντες οὐ μετεμελήθητε πόρνες πίστεψαν σ’ αυτόν. Εσείς,
ὕστερον τοῦ πιστεῦσαι αὐτῷ. όμως, παρόλο που το είδατε, ούτε
ύστερα μεταμεληθήκατε, για να
πιστέψετε σ’ αυτόν».
33 ῎Αλλην παραβολὴν ἀκούσατε. 33 «Άλλη παραβολή ακούστε:
ἄνθρωπός τις ἦν οἰκοδεσπότης, Ήταν ένας άνθρωπος
ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ οικοδεσπότης, ο οποίος φύτεψε
φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε καὶ αμπελώνα και τον περιέβαλε με
ὤρυξεν ἐν αὐτῷ ληνὸν καὶ φράχτη και έσκαψε σ’ αυτόν
ᾠκοδόμησε πύργον, καὶ ἐξέδοτο πατητήρι και οικοδόμησε πύργο
αὐτὸν γεωργοῖς καὶ ἀπεδήμησεν. και τον νοίκιασε σε γεωργούς και
αποδήμησε.
34 ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν 34 Όταν λοιπόν πλησίασε ο
καρπῶν, ἀπέστειλε τοὺς δούλους καιρός των καρπών, απέστειλε
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΑ’
αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς τους δούλους του προς τους
λαβεῖν τοὺς καρποὺς αὐτοῦ. γεωργούς να λάβουν τους
καρπούς του.
35 καὶ λαβόντες οἱ γεωργοὶ τοὺς 35 Και αφού έπιασαν οι γεωργοί
δούλους αὐτοῦ ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν τους δούλους του, έναν έδειραν,
δὲ ἀπέκτειναν, ὃν δὲ άλλον σκότωσαν, άλλον
ἐλιθοβόλησαν. λιθοβόλησαν.
36 πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους 36 Πάλι απέστειλε άλλους
δούλους πλείονας τῶν πρώτων, δούλους περισσότερους από τους
καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως. πρώτους και έκαναν σ’ αυτούς
ομοίως.
37 ὕστερον δὲ ἀπέστειλε πρὸς 37 Ύστερα, λοιπόν, απέστειλε
αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων· προς αυτούς το γιο του λέγοντας:
ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. “Θα ντραπούν το γιο μου”.
38 οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱὸν 38 Οι γεωργοί, όμως, όταν είδαν
εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ το γιο, είπαν μεταξύ τους: “Αυτός
κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν είναι ο κληρονόμος. Ελάτε να τον
αὐτὸν καὶ κατάσχωμεν τὴν σκοτώσουμε και να έχουμε την
κληρονομίαν αὐτοῦ. κληρονομιά του”.
39 καὶ λαβόντες αὐτὸν ἐξέβαλον 39 Και αφού τον έπιασαν, τον
ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος, καὶ έβγαλαν έξω από τον αμπελώνα
ἀπέκτειναν. και τον σκότωσαν.
40 ῞Οταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ 40 Όταν λοιπόν έρθει ο κύριος του
ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς αμπελώνα, τι θα κάνει στους
γεωργοῖς ἐκείνοις; γεωργούς εκείνους;»
41 λέγουσιν αὐτῷ· κακοὺς κακῶς 41 Του λένε: «Τους κακούς, κακώς
ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν θα τους εξολοθρέψει και τον
ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις αμπελώνα θα τον νοικιάσει σε
γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν άλλους γεωργούς, που θα του
αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς αποδώσουν τους καρπούς στους
καιροῖς αὐτῶν. καιρούς τους».
42 λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· 42 Τους λέει ο Ιησούς: «Ποτέ δε
οὐδέποτε ἀνέγνωτε ἐν ταῖς διαβάσατε στις Γραφές, Λίθο που
γραφαῖς, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν αποδοκίμασαν οι οικοδόμοι,
οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη αυτός έγινε κορωνίδα. Από τον
εἰς κεφαλὴν γωνίας· παρὰ Κύριο έγινε αυτός και είναι
Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστός στα μάτια μας;
θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν;
43 διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν ὅτι 43 Γι’ αυτό σας λέω ότι θα
ἀρθήσεται ἀφ᾿ ὑμῶν ἡ βασιλεία αφαιρεθεί από εσάς η βασιλεία
τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει του Θεού και θα δοθεί σε έθνος
ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς· που θα κάνει τους καρπούς της.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΑ’
44 καὶ ὁ πεσὼν ἐπὶ τὸν λίθον 44 Και όποιος πέσει πάνω στο
τοῦτον συνθλασθήσεται· ἐφ᾿ ὃν λίθο αυτό θα συντριφτεί. ενώ
δ᾿ ἂν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν. πάνω σ’ όποιον πέσει θα τον
θρυμματίσει».
45 καὶ ἀκούσαντες οἱ ἀρχιερεῖς 45 Και όταν άκουσαν οι αρχιερείς
καὶ οἱ Φαρισαῖοι τὰς παραβολὰς και οι Φαρισαίοι τις παραβολές
αὐτοῦ ἔγνωσαν ὅτι περὶ αὐτῶν του, κατάλαβαν ότι γι’ αυτούς τις
λέγει· λέει.
46 καὶ ζητοῦντες αὐτὸν κρατῆσαι 46 Και ενώ ζητούσαν να τον
ἐφοβήθησαν τοὺς ὄχλους, ἐπειδὴ συλλάβουν, φοβήθηκαν τα
ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον. πλήθη, επειδή τον είχαν για
προφήτη.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΒ’
1 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν 1 Τότε έλαβε πάλι το λόγο ο
εἶπεν αὐτοῖς ἐν παραβολαῖς Ιησούς και τους είπε με
λέγων· παραβολές λέγοντας:
2 ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν 2 «Η βασιλεία των ουρανών
οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ομοιώθηκε μ’ έναν άνθρωπο
ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ. βασιλιά, ο οποίος έκανε γάμους
στο γιο του.
3 καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους 3 Και απέστειλε τους δούλους του
αὐτοῦ καλέσαι τοὺς κεκλημένους να καλέσουν τους καλεσμένους
εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθελον στους γάμους, αλλά δεν ήθελαν
ἐλθεῖν. να έρθουν.
4 πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους 4 Πάλι απέστειλε άλλους δούλους
δούλους λέγων· εἴπατε τοῖς λέγοντας: “Πείτε στους
κεκλημένοις· ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου καλεσμένους: Ιδού, έχω ετοιμάσει
ἡτοίμασα, οἱ ταῦροί μου καὶ τὰ το γεύμα μου, οι ταύροι μου και
σιτιστὰ τεθυμένα, καὶ πάντα τα θρεφτάρια είναι σφαγμένα
ἕτοιμα· δεῦτε εἰς τοὺς γάμους. και είναι όλα έτοιμα. ελάτε στους
γάμους”.
5 οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὁ 5 Εκείνοι αμέλησαν και έφυγαν, ο
μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὁ δὲ εἰς ένας στο δικό του αγρό, ο άλλος
τὴν ἐμπορίαν αὐτοῦ· στο εμπόριό του.
6 οἱ δὲ λοιποὶ κρατήσαντες τοὺς 6 Και οι υπόλοιποι, αφού
δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καὶ συνέλαβαν τους δούλους του,
ἀπέκτειναν. τους κακομεταχειρίστηκαν και
τους σκότωσαν.
7 ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος 7 Τότε ο βασιλιάς οργίστηκε και,
ὠργίσθη, καὶ πέμψας τὰ αφού έστειλε τα στρατεύματά
στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε του, εξολόθρεψε τους φονιάδες
τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν εκείνους και την πόλη τους
πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε. έκαψε.
8 τότε λέγει τοῖς δούλοις αὐτοῦ· ὁ 8 Τότε λέει στους δούλους του: “Ο
μὲν γάμος ἕτοιμός ἐστιν, οἱ δὲ γάμος βέβαια είναι έτοιμος, αλλά
κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι· οι καλεσμένοι δεν ήταν άξιοι.
9 πορεύεσθε οὖν ἐπὶ τὰς 9 Πηγαίνετε, λοιπόν, στις
διεξόδους τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους διακλαδώσεις των οδών και
ἐὰν εὕρητε καλέσατε εἰς τοὺς όσους βρείτε καλέστε τους στους
γάμους, γάμους”.
10 καὶ ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι 10 Και αφού εξήλθαν οι δούλοι
ἐκεῖνοι εἰς τὰς ὁδοὺς συνήγαγον εκείνοι στους δρόμους, σύναξαν
πάντας ὅσους εὗρον, πονηρούς τε όλους όσους βρήκαν, κακούς και
καὶ ἀγαθούς· καὶ ἐπλήσθη ὁ καλούς. Και γέμισε ο γάμος από
γάμος ἀνακειμένων.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΒ’
εκείνους που κάθονταν, για να
φάνε.
11 εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς 11 Όταν εισήλθε όμως ο βασιλιάς,
θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους για να δει εκείνους που
εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ κάθονταν, για να φάνε, είδε εκεί
ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου, έναν άνθρωπο που δεν ήταν
ντυμένος με ένδυμα γάμου,
12 καὶ λέγει αὐτῷ· ἑταῖρε, πῶς 12 και του λέει: “Σύντροφε, πώς
εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα εισήλθες εδώ μην έχοντας
γάμου; ὁ δὲ ἐφιμώθη. ένδυμα γάμου”; Εκείνος
αποστομώθηκε.
13 τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς 13 Τότε ο βασιλιάς είπε στους
διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ διακόνους: “Δέστε του πόδια και
πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν χέρια και πετάξτε τον έξω στο
καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ σκότος το εξώτερο” – εκεί θα είναι
ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς το κλάμα και το τρίξιμο των
καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. δοντιών.
14 πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι 14 Γιατί πολλοί είναι κλητοί,
δὲ ἐκλεκτοί. αλλά λίγοι εκλεκτοί».
15 Τότε πορευθέντες οἱ Φαρισαῖοι 15 Τότε πήγαν οι Φαρισαίοι και
συμβούλιον ἔλαβον ὅπως αὐτὸν έκαναν συμβούλιο, για να τον
παγιδεύσωσιν ἐν λόγῳ. παγιδέψουν με λόγια.
16 καὶ ἀποστέλλουσιν αὐτῷ τοὺς 16 Και αποστέλλουν σ’ αυτόν
μαθητὰς αὐτῶν μετὰ τῶν τους μαθητές τους μαζί με τους
῾Ηρῳδιανῶν λέγοντες· Ηρωδιανούς, λέγοντας:
διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ «Δάσκαλε, ξέρουμε ότι είσαι
καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ ἐν ἀληθείᾳ ειλικρινής και διδάσκεις την οδό
διδάσκεις, καὶ οὐ μέλει σοι περὶ του Θεού με αλήθεια και δε σε
οὐδενός· οὐ γὰρ βλέπεις εἰς μέλει για κανέναν. γιατί δε
πρόσωπον ἀνθρώπων· βλέπεις σε πρόσωπο ανθρώπων.
17 εἰπὲ οὖν ἡμῖν, τί σοι δοκεῖ; 17 Πες μας, λοιπόν, τι νομίζεις;
ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἢ επιτρέπεται να δώσει κανείς
οὔ; φόρο στον Καίσαρα ή όχι»;
18 γνοὺς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν 18 Επειδή όμως ο Ιησούς
πονηρίαν αὐτῶν εἶπε· τί με κατάλαβε την κακία τους, είπε:
πειράζετε, ὑποκριταί; «Τι με πειράζετε, υποκριτές;
19 ἐπιδείξατέ μοι τὸ νόμισμα τοῦ 19 Επιδείξτε μου το νόμισμα του
κήνσου. οἱ δὲ προσήνεγκαν αὐτῷ φόρου». Εκείνοι έφεραν προς
δηνάριον. αυτόν ένα δηνάριο.
20 καὶ λέγει αὐτοῖς· τίνος ἡ εἰκὼν 20 Και τους λέει: «Ποιανού είναι η
αὕτη καὶ ἡ ἐπιγραφή; εικόνα αυτή και η επιγραφή;»
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΒ’
21 λέγουσιν αὐτῷ· Καίσαρος· τότε 21 Του λένε: «Του Καίσαρα». Τότε
λέγει αὐτοῖς· ἀπόδοτε οὖν τὰ τους λέει: «Αποδώστε λοιπόν τα
Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ πράγματα του Καίσαρα στον
Θεοῦ τῷ Θεῷ. Καίσαρα, και τα πράγματα του
Θεού στο Θεό».
22 καὶ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν, 22 Και όταν άκουσαν αυτό,
καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον. θαύμασαν και, αφού τον
άφησαν, έφυγαν.
23 ᾿Εν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ 23 Εκείνη την ημέρα τον
προσῆλθον αὐτῷ Σαδδουκαῖοι, οἱ πλησίασαν Σαδουκκαίοι, που
λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν, καὶ λένε πως δεν υπάρχει ανάσταση,
ἐπηρώτησαν αὐτὸν και τον επερώτησαν:
24 λέγοντες· διδάσκαλε, Μωσῆς 24 «Δάσκαλε, ο Μωυσής είπε: Αν
εἶπεν, ἐάν τις ἀποθάνῃ μὴ ἔχων κάποιος πεθάνει μην έχοντας
τέκνα, ἐπιγαμβρεύσει ὁ ἀδελφὸς παιδιά, να νυμφευτεί ο αδελφός
αὐτοῦ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ του τη γυναίκα του και να φέρει
ἀναστήσει σπέρμα τῷ ἀδελφῷ απογόνους στον αδελφό του.
αὐτοῦ.
25 ἦσαν δὲ παρ᾿ ἡμῖν ἑπτὰ 25 Ήταν λοιπόν μεταξύ μας εφτά
ἀδελφοί· καὶ ὁ πρῶτος γαμήσας αδελφοί. Και ο πρώτος, αφού
ἐτελεύτησε, καὶ μὴ ἔχων σπέρμα νυμφεύτηκε, πέθανε, και μην
ἀφῆκε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ τῷ έχοντας απογόνους άφησε τη
ἀδελφῷ αὐτοῦ· γυναίκα του στον αδελφό του.
26 ὁμοίως καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ 26 Όμοια και ο δεύτερος και ο
τρίτος, ἕως τῶν ἑπτά. τρίτος, ως τους εφτά.
27 ὕστερον δὲ πάντων ἀπέθανε 27 Και ύστερα απ’ όλους πέθανε η
καὶ ἡ γυνή. γυναίκα.
28 ἐν τῇ οὖν ἀναστάσει τίνος τῶν 28 Κατά την ανάσταση, λοιπόν,
ἑπτὰ ἔσται ἡ γυνή; πάντες γὰρ ποιανού από τους εφτά θα είναι
ἔσχον αὐτήν. γυναίκα; Γιατί όλοι την είχαν».
29 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν 29 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και
αὐτοῖς· πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς τους είπε: «Πλανάστε, επειδή δεν
γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ ξέρετε τις Γραφές μήτε τη δύναμη
Θεοῦ. του Θεού.
30 ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε 30 Γιατί κατά την ανάσταση ούτε
γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, παντρεύουν ούτε νυμφεύονται,
ἀλλ᾿ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ αλλά είναι σαν άγγελοι στον
εἰσι. ουρανό.
31 περὶ δὲ τῆς ἀναστάσεως τῶν 31 Όσον αφορά όμως την
νεκρῶν οὐκ ἀνέγνωτε τὸ ρηθὲν ανάσταση των νεκρών, δε
ὑμῖν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ λέγοντος, διαβάσατε αυτό που ειπώθηκε σ’
εσάς από το Θεό, όταν έλεγε:
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΒ’
32 ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς ᾿Αβραὰμ καὶ ὁ 32 Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ
Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ιακώβ; και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός
οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, του Ιακώβ; Δεν είναι Θεός
ἀλλὰ ζώντων. νεκρών, αλλά ζωντανών».
33 καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι 33 Και όταν άκουσαν τα πλήθη,
ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ εκπλήσσονταν για τη διδαχή
αὐτοῦ. του.
34 Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες 34 Όταν λοιπόν οι Φαρισαίοι
ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, άκουσαν ότι αποστόμωσε τους
συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό, Σαδουκκαίους, συνάχτηκαν στο
ίδιο μέρος,
35 καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, 35 και τον επερώτησε ένας από
νομικός, πειράζων αὐτὸν καὶ αυτούς, νομικός, για να τον
λέγων· πειράξει:
36 διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ 36 «Δάσκαλε, ποια εντολή είναι
μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; μεγάλη μέσα στο νόμο;»
37 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ· 37 Εκείνος του είπε: «Να
ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου αγαπήσεις Κύριο το Θεό σου με
ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ όλη την καρδιά σου και με όλη
τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ την ψυχή σου και με όλη τη
διανοίᾳ σου. διάνοιά σου.
38 αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη 38 Αυτή είναι η μεγάλη και
ἐντολή. πρώτη εντολή.
39 δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· 39 Και δεύτερη, όμοια με αυτή: Να
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν
σεαυτόν. τον εαυτό σου.
40 ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς 40 Σε αυτές τις δύο εντολές
ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμεται όλος ο νόμος και οι
κρέμανται. προφήτες».
41 Συνηγμένων δὲ τῶν 41 Και ενώ ήταν συναγμένοι οι
Φαρισαίων ἐπηρώτησεν αὐτοὺς Φαρισαίοι, τους επερώτησε ο
ὁ ᾿Ιησοῦς Ιησούς:
42 λέγων· τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ 42 «Τι νομίζετε για το Χριστό;
Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν Ποιανού είναι γιος;» Του
αὐτῷ· τοῦ Δαυῒδ. απαντούν: «Του Δαβίδ».
43 λέγει αὐτοῖς· πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν 43 Τους λέει: «Πώς λοιπόν ο Δαβίδ
Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ μέσω του Πνεύματος τον καλεί
λέγων, Κύριο, λέγοντας:
44 εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, 44 Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου:
κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ “Κάθου από τα δεξιά μου,
τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ωσότου θέσω τους εχθρούς σου
ποδῶν σου; κάτω από τα πόδια σου”;
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΒ’
45 εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν 45 Αν λοιπόν ο Δαβίδ τον καλεί
Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; “Κύριο”, πώς είναι γιος του;»
46 καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ 46 Και κανείς δεν μπορούσε να
ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ του αποκριθεί λόγο, ούτε
ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς τόλμησε κανείς από εκείνη την
ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν ημέρα να τον επερωτήσει πια.
οὐκέτι.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΓ’
1 Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς ἐλάλησε τοῖς 1 Τότε ο Ιησούς μίλησε στα
ὄχλοις καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ πλήθη και στους μαθητές του,
2 λέγων· ἐπὶ τῆς Μωσέως 2 λέγοντας: «Πάνω στην καθέδρα
καθέδρας ἐκάθισαν οἱ του Μωυσή κάθισαν οι
γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι. γραμματείς και οι Φαρισαίοι.
3 πάντα οὖν ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν 3 Όλα όσα σας πουν, λοιπόν,
τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ κάντε και τηρείτε, αλλά κατά τα
δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· έργα τους μην κάνετε. γιατί λένε
λέγουσι γάρ, καὶ οὐ ποιοῦσι. και δεν κάνουν.
4 δεσμεύουσι γὰρ φορτία βαρέα 4 Δένουν, μάλιστα, βαριά και
καὶ δυσβάστακτα καὶ δυσβάστακτα φορτία, και τα
ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν θέτουν πάνω στους ώμους των
ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ ανθρώπων, αλλά αυτοί με το
αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά. δάχτυλό τους δε θέλουν να τα
κουνήσουν.
5 πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν 5 Και όλα τα έργα τους τα
ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς κάνουν, για να τους δουν με
ἀνθρώποις. πλατύνουσι γὰρ τὰ θαυμασμό οι άνθρωποι. Γιατί
φυλακτήρια αὐτῶν καὶ πλαταίνουν τα φυλαχτά τους και
μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν μεγαλώνουν τα κράσπεδα,
ἱματίων αὐτῶν,
6 φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν 6 και αγαπούν το πρώτο κάθισμα
τοῖς δείπνοις καὶ τὰς στα δείπνα και τις πρωτο-
πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς καθεδρίες στις συναγωγές
συναγωγαῖς
7 καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς 7 και τους χαιρετισμούς στις
ἀγοραῖς καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν αγορές και να καλούνται από
ἀνθρώπων ραββὶ ραββί. τους ανθρώπους: “Ραβί”.
8 ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ραββί· εἷς 8 Εσείς όμως μην κληθείτε “Ραβί”
γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ – γιατί ένας είναι ο δικός σας
Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί δάσκαλος, ενώ εσείς όλοι είστε
ἐστε. αδελφοί.
9 καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν 9 Και “πατέρα” σας μην καλέσετε
ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατήρ κάποιον πάνω στη γη, γιατί ένας
ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. είναι ο δικός σας ο Πατέρας, ο
ουράνιος.
10 μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς 10 Μήτε κληθείτε
γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ “καθοδηγητές”, γιατί
Χριστός. καθοδηγητής σας είναι ένας, ο
Χριστός.
11 ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν 11 Αλλά ο μεγαλύτερός σας να
διάκονος. είναι διάκονός σας.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΓ’
12 ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν 12 Όποιος, λοιπόν, υψώσει τον
ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις εαυτό του θα ταπεινωθεί και
ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται. όποιος ταπεινώσει τον εαυτό του
θα υψωθεί.
13 Οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ 13 Αλίμονο όμως σ’ εσάς,
Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι γραμματείς και Φαρισαίοι
κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν υποκριτές, γιατί κατατρώτε τις
καὶ προφάσει μακρὰ οικίες των χηρών και για
προσευχόμενοι· διὰ τοῦτο πρόφαση κάνετε μακριές
λήψεσθε περισσότερον κρῖμα. προσευχές. γι’ αυτό θα λάβετε
περισσότερη καταδίκη.
14 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ 14 Και αλίμονο σ’ εσάς,
Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετε γραμματείς και Φαρισαίοι
τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν υποκριτές, γιατί κλείνετε τη
ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς βασιλεία των ουρανών μπροστά
γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς στους ανθρώπους. Γιατί εσείς δεν
εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν. εισέρχεστε ούτε εκείνους που
θέλουν να εισέλθουν τους
αφήνετε να εισέλθουν.
15 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ 15 Αλίμονο σ’ εσάς, γραμματείς
Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι και Φαρισαίοι υποκριτές, γιατί
περιάγετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν γυρνάτε τη θάλασσα και την
ξηρὰν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, ξηρά για να κάνετε έναν
καὶ ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτὸν προσήλυτο και, όταν γίνει, τον
υἱὸν γεέννης διπλότερον ὑμῶν. κάνετε γιο της γέεννας διπλά από
εσάς.
16 Οὐαὶ ὑμῖν, ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ 16 Αλίμονο σ’ εσάς, οδηγοί
λέγοντες ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ ναῷ, τυφλοί, που λέτε: “Όποιος
οὐδέν ἐστιν, ὃς δ᾿ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ ορκιστεί στο ναό δεν είναι τίποτα.
χρυσῷ τοῦ ναοῦ, ὀφείλει. Όποιος όμως ορκιστεί στον
χρυσό του ναού οφείλει να
πράξει”.
17 μωροὶ καὶ τυφλοί! τίς γὰρ 17 Μωροί και τυφλοί, γιατί ποιος
μείζων ἐστίν, ὁ χρυσός ἢ ὁ ναὸς ὁ είναι μεγαλύτερος, ο χρυσός ή ο
ἁγιάζων τὸν χρυσόν; ναός που αγίασε τον χρυσό;
18 καί· ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ 18 Και λέτε επίσης: “Όποιος
θυσιαστηρίῳ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ᾿ ορκιστεί στο θυσιαστήριο δεν
ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ δώρῳ τῷ ἐπάνω είναι τίποτα. Όποιος όμως
αὐτοῦ, ὀφείλει. ορκιστεί στο δώρο που είναι
πάνω σ’ αυτό οφείλει να πράξει”.
19 μωροὶ καὶ τυφλοί! τί γὰρ 19 Τυφλοί, γιατί ποιο είναι
μεῖζον, τὸ δῶρον ἢ τὸ μεγαλύτερο, το δώρο ή το
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΓ’
θυσιαστήριον τὸ ἁγιάζον τὸ θυσιαστήριο που αγιάζει το
δῶρον; δώρο;
20 ὁ οὖν ὀμόσας ἐν τῷ 20 Όποιος λοιπόν ορκίστηκε στο
θυσιαστηρίῳ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ θυσιαστήριο ορκίζεται σ’ αυτό
ἐν πᾶσι τοῖς ἐπάνω αὐτοῦ· και σε όλα όσα είναι πάνω του.
21 καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ ναῷ ὀμνύει 21 Και όποιος ορκίστηκε στο ναό
ἐν αὐτῷ καὶ ἐν τῷ κατοικήσαντι ορκίζεται σ’ αυτόν και σ’ Εκείνον
αὐτόν· που τον κατοικεί.
22 καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ οὐρανῷ 22 Και όποιος ορκίστηκε στον
ὀμνύει ἐν τῷ θρόνῳ τοῦ Θεοῦ καὶ ουρανό ορκίζεται στο θρόνο του
ἐν τῷ καθημένῳ ἐπάνω αὐτοῦ. Θεού και σ’ Εκείνον που κάθεται
πάνω του.
23 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ 23 Αλίμονο σ’ εσάς, γραμματείς
Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι και Φαρισαίοι υποκριτές, γιατί
ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ αποδεκατίζετε το δυόσμο και τον
τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ άνηθο και το κύμινο και
ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, αφήσατε τα σπουδαιότερα του
τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν νόμου: τη δίκαιη κρίση και το
πίστιν· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι έλεος και την πίστη. Αυτά λοιπόν
κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι. έπρεπε να κάνετε, κι εκείνα να
μην αφήνετε.
24 ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ διυλίζοντες 24 Οδηγοί τυφλοί, που διυλίζετε
τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον το κουνούπι, αλλά καταπίνετε
καταπίνοντες! την καμήλα.
25 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ 25 Αλίμονο σ’ εσάς, γραμματείς
Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι και Φαρισαίοι υποκριτές, γιατί
καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ καθαρίζετε το απέξω του
ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ποτηριού και του πιάτου, ενώ
ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς από μέσα είναι γεμάτα από
καὶ ἀδικίας. αρπαγή και ακράτεια.
26 Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισον 26 Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισε
πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου πρώτα το εντός του ποτηριού, για
καὶ τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται να γίνει και το έξω του καθαρό.
καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρόν.
27 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ 27 Αλίμονο σ’ εσάς, γραμματείς
Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι και Φαρισαίοι υποκριτές, γιατί
παρομοιάζετε τάφοις μοιάζετε με τάφους
κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν ασβεστωμένους, οι οποίοι απέξω
μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ βέβαια φαίνονται ωραίοι, αλλά
γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ από μέσα είναι γεμάτοι από οστά
πάσης ἀκαθαρσίας. νεκρών και από κάθε
ακαθαρσία.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΓ’
28 οὕτω καὶ ὑμεῖς ἔξωθεν μὲν 28 Έτσι κι εσείς απέξω βέβαια
φαίνεσθε τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι, φαίνεστε στους ανθρώπους
ἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε δίκαιοι, αλλά από μέσα είστε
ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας. γεμάτοι υποκρισία και ανομία.
29 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ 29 Αλίμονο σ’ εσάς, γραμματείς
Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι και Φαρισαίοι υποκριτές, γιατί
οἰκοδομεῖτε τοὺς τάφους τῶν οικοδομείτε τους τάφους των
προφητῶν καὶ κοσμεῖτε τὰ προφητών και κοσμείτε τα
μνημεῖα τῶν δικαίων, μνήματα των δικαίων,
30 καὶ λέγετε· εἰ ἦμεν ἐν ταῖς 30 και λέτε: “Αν ήμασταν στις
ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν, οὐκ ημέρες των πατέρων μας, δε θα
ἂν ἦμεν κοινωνοὶ αὐτῶν ἐν τῷ ήμασταν με αυτούς συμμέτοχοι
αἵματι τῶν προφητῶν. στο αίμα των προφητών που
έχυσαν”.
31 ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι 31 Ώστε μαρτυρείτε για τους
υἱοί ἐστε τῶν φονευσάντων τοὺς εαυτούς σας ότι είστε γιοι
προφήτας. εκείνων που φόνευσαν τους
προφήτες.
32 καὶ ὑμεῖς πληρώσατε τὸ 32 Και εσείς συμπληρώστε το
μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν. μέτρο της ανομίας των πατέρων
σας.
33 ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! 33 Φίδια, γεννήματα εχιδνών,
πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς πώς θα αποφύγετε την κρίση της
γεέννης; γέεννας;
34 διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω 34 Γι’ αυτό, ιδού, εγώ αποστέλλω
πρὸς ὑμᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς προς εσάς προφήτες και σοφούς
καὶ γραμματεῖς, καὶ ἐξ αὐτῶν και γραμματείς. Από αυτούς
ἀποκτενεῖτε καὶ σταυρώσετε, καὶ άλλους θα σκοτώσετε και θα
ἐξ αὐτῶν μαστιγώσετε ἐν ταῖς σταυρώσετε, και από αυτούς
συναγωγαῖς ὑμῶν καὶ διώξετε άλλους θα μαστιγώσετε στις
ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν, συναγωγές σας και θα
καταδιώξετε από πόλη σε πόλη.
35 ὅπως ἔλθῃ ἐφ᾿ ὑμᾶς πᾶν αἷμα 35 για να έρθει πάνω σας κάθε
δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς αίμα δίκαιο που χύνεται πάνω
ἀπὸ τοῦ αἵματος ῎Αβελ τοῦ στη γη, από το αίμα του Άβελ του
δικαίου ἕως τοῦ αἵματος δίκαιου ως το αίμα του Ζαχαρία,
Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν του γιου του Βαραχία, που
ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ φονεύσατε μεταξύ του ναού και
τοῦ θυσιαστηρίου. του θυσιαστηρίου.
36 ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἥξει ταῦτα 36 Αλήθεια σας λέω, θα έρθουν
πάντα ἐπὶ τὴν γενεὰν ταύτην. όλα αυτά πάνω στη γενιά αυτή».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΓ’
37 ῾Ιερουσαλὴμ ῾Ιερουσαλήμ, ἡ 37 «Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ –
ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας που σκοτώνει τους προφήτες και
καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς λιθοβολεί τους απεσταλμένους
ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! προς αυτήν – πόσες φορές
ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν θέλησα να συνάξω στο ίδιο μέρος
τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον τα τέκνα σου με τον τρόπο που η
ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία όρνιθα συνάζει στο ίδιο μέρος
ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ τους νεοσσούς της κάτω από τις
οὐκ ἠθελήσατε. φτερούγες της, αλλά δεν το
θελήσατε.
38 ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν 38 Ιδού, αφήνεται σ’ εσάς ο οίκος
ἔρημος. σας έρημος.
39 λέγω γὰρ ὑμῖν, οὐ μή με ἴδητε 39 Γιατί σας λέω, δε θα με δείτε
ἀπ᾿ ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε, από τώρα, ωσότου πείτε:
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν Ευλογημένος ο ερχόμενος στο
ὀνόματι Κυρίου. όνομα του Κυρίου».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΔ’
1 Καὶ ἐξελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς 1 Και όταν εξήλθε ο Ιησούς από
ἐπορεύετο ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ· καὶ το ναό, πορευόταν, και
προσῆλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ πλησίασαν οι μαθητές του, για
ἐπιδεῖξαι αὐτῷ τὰς οἰκοδομὰς να του επιδείξουν τα
τοῦ ἱεροῦ. οικοδομήματα του ναού.
2 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐ 2 Εκείνος αποκρίθηκε και τους
βλέπετε ταῦτα πάντα; ἀμὴν λέγω είπε: «Δε βλέπετε όλα αυτά;
ὑμῖν, οὐ μὴ ἀφεθῇ ὧδε λίθος ἐπὶ Αλήθεια σας λέω, δε θα αφεθεί
λίθον, ὃς οὐ καταλυθήσεται. εδώ λίθος πάνω σε λίθο που δε θα
καταστραφεί».
3 καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ 3 Ενώ, λοιπόν, αυτός καθόταν
ὄρους τῶν ἐλαιῶν προσῆλθον πάνω στο Όρος των Ελαιών, τον
αὐτῷ οἱ μαθηταὶ κατ᾿ ἰδίαν πλησίασαν οι μαθητές
λέγοντες· εἰπὲ ἡμῖν πότε ταῦτα ιδιαιτέρως, λέγοντας: «Πες μας,
ἔσται, καὶ τί τὸ σημεῖον τῆς σῆς πότε θα γίνουν αυτά και ποιο το
παρουσίας καὶ τῆς συντελείας σημείο της δικής σου παρουσίας
τοῦ αἰῶνος; και της συντέλειας του αιώνα;»
4 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν 4 Τότε αποκρίθηκε ο Ιησούς και
αὐτοῖς· βλέπετε μή τις ὑμᾶς τους είπε: «Προσέχετε μη σας
πλανήσῃ. πλανήσει κανείς.
5 πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ 5 Γιατί πολλοί θα έρθουν με το
ὀνόματί μου λέγοντες, ἐγώ εἰμι ὁ όνομά μου, λέγοντας: “Εγώ είμαι
Χριστός, καὶ πολλοὺς ο Χριστός”, και πολλούς θα
πλανήσουσι. πλανήσουν.
6 μελλήσετε δὲ ἀκούειν πολέμους 6 Θα μέλλετε, λοιπόν, να ακούτε
καὶ ἀκοὰς πολέμων· ὁρᾶτε μὴ πολέμους και φήμες πολέμων.
θροεῖσθε· δεῖ γὰρ πάντα Κοιτάτε, μη θορυβείστε. γιατί
γενέσθαι, ἀλλ᾿ οὔπω ἐστὶ τὸ πρέπει να γίνουν, αλλά ακόμα
τέλος. δεν είναι το τέλος.
7 ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ 7 Γιατί θα εγερθεί έθνος εναντίον
ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, έθνους και βασιλεία εναντίον
καὶ ἔσονται λιμοὶ καὶ λοιμοὶ καὶ βασιλείας, και θα γίνουν πείνες
σεισμοὶ κατὰ τόπους· και σεισμοί κατά τόπους.
8 πάντα δὲ ταῦτα ἀρχὴ ὠδίνων. 8 Αλλά όλα αυτά είναι αρχή
ωδίνων.
9 τότε παραδώσουσιν ὑμᾶς εἰς 9 Τότε θα σας παραδώσουν σε
θλῖψιν καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς, θλίψη και θα σας σκοτώσουν,
καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ και θα είστε μισούμενοι από όλα
πάντων τῶν ἐθνῶν διὰ τὸ ὄνομά τα έθνη για το όνομά μου.
μου.
10 καὶ τότε σκανδαλισθήσονται 10 Και τότε θα σκανδαλιστούν
πολλοὶ καὶ ἀλλήλους πολλοί, και θα προδώσουν ο ένας
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΔ’
παραδώσουσι καὶ μισήσουσιν τον άλλο, και θα μισήσουν ο ένας
ἀλλήλους. τον άλλο.
11 καὶ πολλοὶ ψευδοπροφῆται 11 Και πολλοί ψευδοπροφήτες θα
ἐγερθήσονται καὶ πλανήσουσι εγερθούν και θα πλανήσουν
πολλούς, πολλούς.
12 καὶ διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν 12 Και επειδή θα πληθυνθεί η
ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν ανομία, θα ψυχραθεί η αγάπη
πολλῶν. των πολλών.
13 ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος 13 Αλλά εκείνος που θα υπομείνει
σωθήσεται. ως το τέλος, αυτός θα σωθεί.
14 καὶ κηρυχθήσεται τοῦτο τὸ 14 Και θα κηρυχτεί αυτό το
εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας ἐν ὅλῃ ευαγγέλιο της βασιλείας σε όλη
τῇ οἰκουμένῃ εἰς μαρτύριον πᾶσι την οικουμένη για μαρτυρία σε
τοῖς ἔθνεσι, καὶ τότε ἥξει τὸ όλα τα έθνη, και τότε θα έρθει το
τέλος. τέλος».
15 ῞Οταν οὖν ἴδητε τὸ βδέλυγμα 15 «Όταν λοιπόν δείτε το
τῆς ἐρημώσεως τὸ ρηθὲν διὰ βδέλυγμα της ερημώσεως, που
Διανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς ἐν ειπώθηκε μέσω του Δανιήλ του
τόπῳ ἁγίῳ –ὁ ἀναγινώσκων προφήτη, να έχει σταθεί σε τόπο
νοείτω– άγιο – ο αναγνώστης ας εννοήσει
–
16 τότε οἱ ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ 16 τότε όσοι είναι στην Ιουδαία ας
φευγέτωσαν ἐπὶ τὰ ὄρη, φεύγουν στα όρη,
17 ὁ ἐπὶ τοῦ δώματος μὴ 17 όποιος είναι πάνω στο δώμα ας
καταβαινέτω ἆραι τὰ ἐκ τῆς μην κατεβεί, για να πάρει τα
οἰκίας αὐτοῦ, πράγματα από την οικία του.
18 καὶ ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ μὴ 18 Και όποιος είναι στον αγρό ας
ἐπιστρεψάτω ὀπίσω ἆραι τὰ μην επιστρέψει πίσω, για να
ἱμάτια αὐτοῦ. πάρει το πανωφόρι του.
19 οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις 19 Αλίμονο όμως σε όσες έχουν
καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις παιδιά στην κοιλιά και σε όσες
ταῖς ἡμέραις. θηλάζουν εκείνες τις ημέρες.
20 προσεύχεσθε δὲ ἵνα μὴ γένηται 20 Προσεύχεστε μάλιστα να μη
ἡ φυγὴ ὑμῶν χειμῶνος μηδὲ γίνει η φυγή σας το χειμώνα μήτε
σαββάτῳ. το Σάββατο.
21 ἔσται γὰρ τότε θλῖψις μεγάλη, 21 Γιατί θα γίνει τότε θλίψη
οἵα οὐ γέγονεν ἀπ᾿ ἀρχῆς κόσμου μεγάλη, τέτοια που δεν έχει γίνει
ἕως τοῦ νῦν οὐδ᾿ οὐ μὴ γένηται. από την αρχή του κόσμου ως
τώρα, ούτε θα γίνει ξανά.
22 καὶ εἰ μὴ ἐκολοβώθησαν αἱ 22 Και αν δε συντομεύονταν οι
ἡμέραι ἐκεῖναι, οὐκ ἂν ἐσώθη ημέρες εκείνες, δε θα σωζόταν
πᾶσα σάρξ· διὰ δὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς καμιά σάρκα. Για τους
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΔ’
κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι εκλεκτούς, όμως, θα
ἐκεῖναι. συντομευτούν οι ημέρες εκείνες.
23 τότε ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ, ἰδοὺ ὧδε 23 Τότε, αν κάποιος σας πει:
ὁ Χριστὸς ἢ ὧδε, μὴ πιστεύσητε· “Ιδού, εδώ ο Χριστός” ή “εδώ”,
μην το πιστέψετε.
24 ἐγερθήσονται γὰρ 24 Γιατί θα εγερθούν
ψευδόχριστοι καὶ ψευδόχριστοι και
ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι ψευδοπροφήτες και θα δώσουν
σημεῖα μεγάλα καὶ τέρατα, ὥστε σημεία μεγάλα και τέρατα, ώστε
πλανῆσαι, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς να πλανήσουν, αν είναι δυνατό,
ἐκλεκτούς. και τους εκλεκτούς.
25 ᾿Ιδοὺ προείρηκα ὑμῖν. 25 Ιδού, σας τα έχω προειπεί.
26 ἐὰν οὖν εἴπωσιν ὑμῖν, ἰδοὺ ἐν 26 Αν λοιπόν σας πουν: “Ιδού,
τῇ ἐρήμῳ ἐστί, μὴ ἐξέλθητε, ἰδοὺ στην έρημο είναι”, μην εξέλθετε.
ἐν τοῖς ταμείοις, μὴ πιστεύσητε· “Ιδού, στα απόμερα δωμάτια”,
μην το πιστέψετε.
27 ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ 27 Γιατί όπως ακριβώς η αστραπή
ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ εξέρχεται από τα ανατολικά και
φαίνεται ἕως δυσμῶν, οὕτως φαίνεται ως τα δυτικά, έτσι θα
ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ είναι η παρουσία του Υιού του
τοῦ ἀνθρώπου· ανθρώπου.
28 ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῖ 28 Όπου είναι το πτώμα, εκεί θα
συναχθήσονται οἱ ἀετοί. συναχτούν οι αετοί».
29 Εὐθέως δὲ μετὰ τὴν θλῖψιν τῶν 29 «Και αμέσως μετά τη θλίψη
ἡμερῶν ἐκείνων ὁ ἥλιος των ημερών εκείνων ο ήλιος θα
σκοτισθήσεται καὶ ἡ σελήνη οὐ σκοτεινιάσει και η σελήνη δε θα
δώσει τὸ φέγγος αὐτῆς, καὶ οἱ δώσει το φεγγοβόλημά της, και
ἀστέρες πεσοῦνται ἀπὸ τοῦ οι αστέρες θα πέσουν από τον
οὐρανοῦ, καὶ αἱ δυνάμεις τῶν ουρανό και οι δυνάμεις των
οὐρανῶν σαλευθήσονται. ουρανών θα σαλευτούν.
30 καὶ τότε φανήσεται τὸ σημεῖον 30 Και τότε θα φανεί το σημείο
τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ του Υιού του ανθρώπου στον
οὐρανῷ, καὶ τότε κόψονται ουρανό, και τότε θα θρηνήσουν
πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ όλες οι φυλές της γης του Ισραήλ
ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου και θα δουν τον Υιό του
ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ ανθρώπου ερχόμενο πάνω στις
οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ νεφέλες του ουρανού με δύναμη
δόξης πολλῆς. και δόξα πολλή.
31 καὶ ἀποστελεῖ τοὺς ἀγγέλους 31 Και θα αποστείλει τους
αὐτοῦ μετὰ σάλπιγγος φωνῆς αγγέλους του με σάλπιγγα
μεγάλης, καὶ ἐπισυνάξουσι τοὺς μεγάλη, και θα συνάξουν στο ίδιο
ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ ἐκ τῶν μέρος τους εκλεκτούς του από
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΔ’
τεσσάρων ἀνέμων ἀπ᾿ ἄκρων τους τέσσερις ανέμους, από τα
οὐρανῶν ἕως ἄκρων αὐτῶν. άκρα των ουρανών ως τα άλλα
άκρα αυτών».
32 ᾿Απὸ δὲ τῆς συκῆς μάθετε τὴν 32 «Από τη συκιά, λοιπόν, μάθετε
παραβολήν. ὅταν ἤδη ὁ κλάδος την παραβολή. Όταν ήδη το
αὐτῆς γένηται ἁπαλὸς καὶ τὰ κλαδί της γίνει απαλό και τα
φύλλα ἐκφύῃ, γινώσκετε ὅτι φύλλα ξεφυτρώνουν, γνωρίζετε
ἐγγὺς τὸ θέρος· ότι είναι κοντά το θέρος.
33 οὕτω καὶ ὑμεῖς ὅταν ἴδητε 33 Έτσι κι εσείς, όταν τα δείτε όλα
ταῦτα πάντα, γινώσκετε ὅτι αυτά, να γνωρίζετε ότι είναι
ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις. κοντά, στις θύρες.
34 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ 34 Αλήθεια σας λέω ότι δε θα
παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν παρέλθει η γενιά αυτή, ωσότου
πάντα ταῦτα γένηται. γίνουν όλα αυτά.
35 ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ 35 Ο ουρανός οι η γη θα
παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δε
οὐ μὴ παρέλθωσι. θα παρέλθουν».
36 Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ 36 «Όσον αφορά όμως εκείνη την
ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ημέρα και την ώρα κανείς δεν τις
ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν, εἰ μὴ ὁ ξέρει, ούτε οι άγγελοι των
πατήρ μου μόνος. ουρανών ούτε ο Υιός παρά ο
Πατέρας μόνος.
37 ὥσπερ δὲ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε, 37 Γιατί όπως ακριβώς ήταν οι
οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ ημέρες του Νώε, έτσι θα είναι η
υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. παρουσία του Υιού του
ανθρώπου.
38 ὥσπερ γὰρ ἦσαν ἐν ταῖς 38 Γιατί όπως ήταν κατά τις
ἡμέραις ταῖς πρὸ τοῦ ημέρες εκείνες πριν από τον
κατακλυσμοῦ τρώγοντες καὶ κατακλυσμό, που έτρωγαν και
πίνοντες, γαμοῦντες καὶ έπιναν, που νυμφεύονταν και
ἐκγαμίζοντες, ἄχρι ἧς ἡμέρας πάντρευαν, μέχρι την ημέρα που
εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, εισήλθε ο Νώε στην κιβωτό,
39 καὶ οὐκ ἔγνωσαν ἕως ἦλθεν ὁ 39 και δεν κατάλαβαν, ωσότου
κατακλυσμὸς καὶ ἦρεν ἅπαντας, ήρθε ο κατακλυσμός και τους
οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ πήρε όλους, έτσι θα είναι και η
υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. παρουσία του Υιού του
ανθρώπου.
40 τότε δύο ἔσονται ἐν τῷ ἀγρῷ, ὁ 40 Τότε δύο άντρες θα είναι στον
εἷς παραλαμβάνεται καὶ ὁ εἷς αγρό, ένας παραλαμβάνεται και
ἀφίεται· ένας αφήνεται.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΔ’
41 δύο ἀλήθουσαι ἐν τῷ μυλῶνι, 41 Δύο γυναίκες που θα αλέθουν
μία παραλαμβάνεται καὶ μία στο μύλο, μία παραλαμβάνεται
ἀφίεται. και μία αφήνεται.
42 γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε 42 Αγρυπνείτε, λοιπόν, γιατί δεν
ποίᾳ ὥρᾳ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται. ξέρετε ποια ημέρα ο Κύριός σας
έρχεται.
43 ᾿Εκεῖνο δὲ γινώσκετε ὅτι εἰ ᾔδει 43 Και εκείνο ας γνωρίζετε: ότι αν
ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ φυλακῇ ὁ ήξερε ο οικοδεσπότης ποια ώρα
κλέπτης ἔρχεται, ἐγρηγόρησεν της νύχτας έρχεται ο κλέφτης, θα
ἂν καὶ οὐκ ἂν εἴασε διορυγῆναι αγρυπνούσε και δε θα άφηνε να
τὴν οἰκίαν αὐτοῦ. διαρρήξουν την οικία του.
44 διὰ τοῦτο καὶ ὑμεῖς γίνεσθε 44 Γι’ αυτό κι εσείς να είστε
ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ έτοιμοι, γιατί την ώρα που δε
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται. νομίζετε έρχεται ο Υιός του
ανθρώπου».
45 Τίς ἄρα ἐστὶν ὁ πιστὸς δοῦλος 45 «Ποιος είναι άραγε ο πιστός
καὶ φρόνιμος, ὃν κατέστησεν ὁ και φρόνιμος δούλος, τον οποίο
κύριος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θεραπείας κατάστησε ο κύριος επιστάτη
αὐτοῦ τοῦ διδόναι αὐτοῖς τὴν πάνω στο υπηρετικό προσωπικό
τροφὴν ἐν καιρῷ; του, για να δώσει σ’ αυτούς την
τροφή στον κατάλληλο καιρό;
46 μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ὃν 46 Μακάριος εκείνος ο δούλος
ἐλθὼν ὁ κύριος αὐτοῦ εὑρήσει που, όταν έρθει ο κύριός του, θα
ποιοῦντα οὕτως. τον βρει να κάνει έτσι.
47 ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐπὶ πᾶσι 47 Αλήθεια σας λέω ότι πάνω σε
τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ όλα τα υπάρχοντά του θα τον
καταστήσει αὐτόν. καταστήσει επιστάτη.
48 ἐὰν δὲ εἴπῃ ὁ κακὸς δοῦλος 48 Αν όμως πει εκείνος ο κακός
ἐκεῖνος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, δούλος μέσα στην καρδιά του:
χρονίζει ὁ κύριός μου ἐλθεῖν, “Αργεί ο κύριός μου”,
49 καὶ ἄρξηται τύπτειν τοὺς 49 και αρχίσει να χτυπάει τους
συνδούλους αὐτοῦ, ἐσθίῃ δὲ καὶ σύνδουλούς του, και να τρώει και
πίνῃ μετὰ τῶν μεθυόντων, να πίνει μαζί μ’ εκείνους που
μεθούν,
50 ἥξει ὁ κύριος τοῦ δούλου 50 θα έρθει ο κύριος εκείνου του
ἐκείνου ἐν ἡμέρᾳ ᾗ οὐ προσδοκᾷ δούλου την ημέρα που δεν
καὶ ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκει, προσδοκά και την ώρα που δε
γνωρίζει,
51 καὶ διχοτομήσει αὐτόν, καὶ τὸ 51 και θα τον κόψει στα δύο και
μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ὑποκριτῶν το μερίδιό του θα το θέσει μαζί με
θήσει· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ τους υποκριτές. Εκεί θα είναι το
ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΔ’
κλάμα και το τρίξιμο των
δοντιών».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΕ’
1 Τότε ὁμοιωθήσεται ἡ βασιλεία 1 «Τότε θα ομοιωθεί η βασιλεία
τῶν οὐρανῶν δέκα παρθένοις, των ουρανών με δέκα παρθένες
αἵτινες λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας που, αφού έλαβαν τις δικές τους
αὐτῶν ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν λαμπάδες, εξήλθαν σε
τοῦ νυμφίου. προϋπάντηση του νυμφίου.
2 πέντε δὲ ἦσαν ἐξ αὐτῶν 2 Πέντε λοιπόν από αυτές ήταν
φρόνιμοι καὶ αἱ πέντε μωραί. μωρές και πέντε φρόνιμες.
3 αἵτινες μωραὶ λαβοῦσαι τὰς 3 Γιατί οι μωρές, ενώ έλαβαν τις
λαμπάδας ἑαυτῶν οὐκ ἔλαβον λαμπάδες τους, δεν έλαβαν μαζί
μεθ᾿ ἑαυτῶν ἔλαιον· τους λάδι.
4 αἱ δὲ φρόνιμοι ἔλαβον ἔλαιον ἐν 4 Οι φρόνιμες, όμως, έλαβαν λάδι
τοῖς ἀγγείοις αὐτῶν μετὰ τῶν μέσα στα αγγεία μαζί με τις δικές
λαμπάδων αὐτῶν. τους λαμπάδες.
5 χρονίζοντος δὲ τοῦ νυμφίου 5 Επειδή λοιπόν αργούσε ο
ἐνύσταξαν πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον. νυμφίος, νύσταξαν όλες και
κοιμούνταν.
6 μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ 6 Αλλά στο μέσο της νύχτας έγινε
γέγονεν· ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, μια κραυγή: “Ιδού ο νυμφίος,
ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ. εξέρχεστε προς συνάντησή του”.
7 τότε ἠγέρθησαν πᾶσαι αἱ 7 Τότε σηκώθηκαν όλες οι
παρθένοι ἐκεῖναι καὶ ἐκόσμησαν παρθένες εκείνες και κόσμησαν
τὰς λαμπάδας αὐτῶν. τις δικές τους λαμπάδες.
8 αἱ δὲ μωραὶ ταῖς φρονίμοις 8 Και οι μωρές είπαν στις
εἶπον· δότε ἡμῖν ἐκ τοῦ ἐλαίου φρόνιμες: “Δώστε σ’ εμάς από το
ὑμῶν, ὅτι αἱ λαμπάδες ἡμῶν λάδι σας, γιατί οι λαμπάδες μας
σβέννυνται. σβήνουν”.
9 ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι 9 Αποκρίθηκαν τότε οι φρόνιμες
λέγουσαι· μήποτε οὐκ ἀρκέσει λέγοντας: “Όχι, μήπως δεν
ἡμῖν καὶ ὑμῖν· πορεύεσθε δὲ αρκέσει για μας και για σας.
μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντας καὶ Πηγαίνετε μάλλον προς αυτούς
ἀγοράσατε ἑαυταῖς. που πουλούν και αγοράστε για
τους εαυτούς σας”.
10 ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν 10 Ενώ όμως αυτές έφευγαν, για
ἀγοράσαι ἦλθεν ὁ νυμφίος καὶ αἱ να αγοράσουν, ήρθε ο νυμφίος,
ἕτοιμοι εἰσῆλθον μετ᾿ αὐτοῦ εἰς και οι έτοιμες εισήλθαν μαζί του
τοὺς γάμους, καὶ ἐκλείσθη ἡ στους γάμους και κλείστηκε η
θύρα. θύρα.
11 ὕστερον δὲ ἔρχονται καὶ αἱ 11 Ύστερα, λοιπόν, έρχονται και
λοιπαὶ παρθένοι λέγουσαι· κύριε οι υπόλοιπες παρθένες λέγοντας:
κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν. “Κύριε, κύριε, άνοιξέ μας”.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΕ’
12 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀμὴν 12 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε:
λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς. “Αλήθεια σας λέω, δεν σας
ξέρω”.
13 γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε 13 Αγρυπνείτε, λοιπόν, γιατί δεν
τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ ξέρετε την ημέρα ούτε την ώρα».
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται.
14 ῞Ωσπερ γὰρ ἄνθρωπος 14 «Γιατί θα συμβεί όπως ακριβώς
ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους σ’ έναν άνθρωπο που
δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς αποδημούσε και κάλεσε τους
τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, δικούς του δούλους και τους
παράδωσε τα υπάρχοντά του.
15 καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε 15 Και στον έναν έδωσε πέντε
τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, τάλαντα και στον άλλο δύο και
ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, στον άλλο ένα, σε καθέναν κατά
καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. τη δική του ικανότητα, και μετά
αποδήμησε. Αμέσως
16 πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε 16 πήγε αυτός που έλαβε τα πέντε
τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν τάλαντα, εργάστηκε με αυτά και
αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε κέρδισε άλλα πέντε.
τάλαντα.
17 ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο 17 Ομοίως αυτός που έλαβε τα
ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. δύο κέρδισε άλλα δύο.
18 ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν 18 Αλλά εκείνος που έλαβε το ένα,
ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ πήγε, έσκαψε στη γη και έκρυψε
ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. το χρήμα του κυρίου του.
19 μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται 19 Μετά λοιπόν από πολύ χρόνο,
ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ έρχεται ο κύριος εκείνων των
συναίρει μετ᾿ αὐτῶν λόγον. δούλων και κάνει λογαριασμό
μαζί τους.
20 καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε 20 Τότε πλησίασε αυτός που
τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν έλαβε τα πέντε τάλαντα και
ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· πρόσφερε άλλα πέντε τάλαντα,
κύριε, πέντε τάλαντά μοι λέγοντας: “Κύριε, πέντε τάλαντα
παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε μου παράδωσες. Δες, άλλα πέντε
τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. τάλαντα κέρδισα”.
21 ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, 21 Του είπε ο Κύριός του: “Εύγε,
δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα δούλε αγαθέ και πιστέ. σε λίγα
ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε ήσουν πιστός, πάνω σε πολλά θα
καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν σε καταστήσω. Είσελθε στη χαρά
χαρὰν τοῦ κυρίου σου. του Κυρίου σου”.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΕ’
22 προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο 22 Πλησίασε τότε και αυτός που
τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο έλαβε τα δύο τάλαντα και είπε:
τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε “Κύριε, δύο τάλαντα μου
ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ παράδωσες. Δες, άλλα δύο
αὐτοῖς. τάλαντα κέρδισα”.
23 ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, 23 Του είπε ο κύριός του: “Εύγε,
δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα δούλε αγαθέ και πιστέ. σε λίγα
ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε ήσουν πιστός, πάνω σε πολλά θα
καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν σε καταστήσω. Είσελθε στη χαρά
χαρὰν τοῦ κυρίου σου. του Κυρίου σου”.
24 προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν 24 Πλησίασε τότε κι εκείνος που
τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε· είχε λάβει το ένα τάλαντο και
ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ είπε: “Κύριε, σε γνώρισα ότι είσαι
ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ σκληρός άνθρωπος, που θερίζεις
ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ όπου δεν έσπειρες και συνάζεις
διεσκόρπισας· απ’ όπου δε σκόρπισες.
25 καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα 25 Και επειδή φοβήθηκα, πήγα
τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε και έκρυψα το τάλαντό σου στη
ἔχεις τὸ σόν. γη. Δες, έχεις το δικό σου”.
26 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ 26 Αποκρίθηκε τότε ο κύριός του
εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ και του είπε: “Πονηρέ δούλε και
ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οκνηρέ, ήξερες ότι θερίζω όπου
οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ δεν έσπειρα και συνάζω απ’ όπου
διεσκόρπισα! δε σκόρπισα;
27 ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν 27 Έπρεπε λοιπόν να βάλεις τα
μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν χρήματά μου στους τραπεζίτες
ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν και, όταν θα ερχόμουν, εγώ θα
τόκῳ. έπαιρνα το δικό μου χρήμα μαζί
με τόκο.
28 ἄρατε οὖν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ 28 Πάρτε λοιπόν από αυτόν το
τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ τάλαντο και δώστε το σ’ εκείνον
δέκα τάλαντα. που έχει τα δέκα τάλαντα.
29 τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται 29 Γιατί σε καθέναν που έχει θα
καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ του δοθεί και θα του περισσέψει.
μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται Αλλά σε όποιον δεν έχει, και αυτό
ἀπ᾿ αὐτοῦ. που έχει θα αφαιρεθεί από αυτόν.
30 καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον 30 Και τον άχρηστο δούλο
ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ πετάξτε τον έξω στο σκότος το
ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς εξώτερο. Εκεί θα είναι το κλάμα
καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. και το τρίξιμο των δοντιών”».
31 ῞Οταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ 31 «Όταν λοιπόν έρθει ο Υιός του
ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ ανθρώπου μέσα στη δόξα του και
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΕ’
πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ όλοι οι άγγελοι μαζί του, τότε θα
αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου καθίσει πάνω στο θρόνο της
δόξης αὐτοῦ, δόξας του.
32 καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν 32 Και όλα τα έθνη θα συναχτούν
αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ μπροστά του, και θα τους
αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ξεχωρίσει μεταξύ τους όπως
ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ ακριβώς ο ποιμένας ξεχωρίζει τα
τῶν ἐρίφων, πρόβατα από τα κατσίκια.
33 καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ 33 Και θα στήσει αφενός τα
δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ πρόβατα από τα δεξιά του,
εὐωνύμων. αφετέρου τα κατσικάκια από τα
αριστερά του.
34 τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ 34 Τότε θα πει ο βασιλιάς σ’
δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ αυτούς που είναι από τα δεξιά
εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, του: “Ελάτε οι ευλογημένοι του
κληρονομήσατε τὴν Πατέρα μου, κληρονομήστε την
ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ετοιμασμένη για σας βασιλεία
ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. από την αρχή της δημιουργίας
του κόσμου.
35 ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι 35 Γιατί πείνασα και μου δώσατε
φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ να φάω, δίψασα και μου δώσατε
με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ να πιω, ήμουν ξένος και με
με, περιμαζέψατε,
36 γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, 36 γυμνός και με ντύσατε,
ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ασθένησα και με επισκεφτήκατε,
ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός ήμουν σε φυλακή και ήρθατε
με. προς εμένα”.
37 τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ 37 Τότε θα του αποκριθούν οι
δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε δίκαιοι λέγοντας: “Κύριε, πότε σε
εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε,
ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; ή να διψάς και σου δώσαμε να
πιεις;
38 πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ 38 Και πότε σε είδαμε ξένο και σε
συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιμαζέψαμε, ή γυμνό και σε
περιεβάλομεν; ντύσαμε;
39 πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν 39 Και πότε σε είδαμε να είσαι
φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; ασθενής ή σε φυλακή και
ήρθαμε προς εσένα”;
40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ 40 Και αφού αποκριθεί ο
αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον βασιλιάς, θα τους πει: “Αλήθεια
ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν σας λέω, εφόσον το κάνατε σ’
έναν από αυτούς τους αδελφούς
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΕ’
ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, μου τους ασήμαντους, σ’ εμένα
ἐμοὶ ἐποιήσατε. το κάνατε”.
41 τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· 41 Τότε θα πει και σ’ αυτούς που
πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ θα είναι από τα αριστερά του:
κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ “Φύγετε από εμένα οι
αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ καταραμένοι, στη φωτιά την
διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αιώνια, την ετοιμασμένη για το
αὐτοῦ. Διάβολο και τους αγγέλους του.
42 ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ 42 Γιατί πείνασα και δε μου
μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ δώσατε να φάω, δίψασα και δε
ἐποτίσατέ με, μου δώσατε να πιω,
43 ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ 43 ήμουν ξένος και δε με
με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, περιμαζέψατε, γυμνός και δε με
ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ντύσατε, ασθενής και σε φυλακή
ἐπεσκέψασθέ με. και δε μ’ επισκεφτήκατε”.
44 τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ 44 Τότε θα αποκριθούν και αυτοί
αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε λέγοντας: “Κύριε, πότε σε είδαμε
εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ να πεινάς ή να διψάς ή ξένο ή
ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν γυμνό ή ασθενή ή σε φυλακή και
φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν δε σε διακονήσαμε”;
σοι; 45 Τότε θα αποκριθεί σ’ αυτούς
45 τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγοντας: “Αλήθεια σας λέω,
λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον εφόσον δεν το κάνατε σ’ έναν από
οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν αυτούς τους ασήμαντους, ούτε σ’
ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. εμένα το κάνατε”.
46 καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς 46 Και θα πάνε αυτοί σε κόλαση
κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς αιώνια, ενώ οι δίκαιοι σε ζωή
ζωὴν αἰώνιον. αιώνια».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΣΤ’
1 Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ 1 Και όταν τελείωσε ο Ιησούς όλα
᾿Ιησοῦς πάντας τοὺς λόγους τα λόγια αυτά, είπε στους
τούτους εἶπε τοῖς μαθηταῖς μαθητές του:
αὐτοῦ·
2 οἴδατε ὅτι μετὰ δύο ἡμέρας τὸ 2 «Ξέρετε ότι μετά δύο ημέρες
πάσχα γίνεται, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ είναι το Πάσχα, και ο Υιός του
ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς τὸ ανθρώπου παραδίνεται για να
σταυρωθῆναι. σταυρωθεί».
3 τότε συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς 3 Τότε συγκεντρώθηκαν οι
καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του
πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ, εἰς τὴν λαού στην αυλή του αρχιερέα του
αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως τοῦ λεγόμενου Καϊάφα
λεγομένου Καϊάφα,
4 καὶ συνεβουλεύσαντο ἵνα τὸν 4 και έκαναν συμβούλιο, για να
᾿Ιησοῦν δόλῳ κρατήσωσι καὶ συλλάβουν τον Ιησού με δόλο και
ἀποκτείνωσιν. να τον σκοτώσουν.
5 ἔλεγον δέ· μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ, ἵνα μὴ 5 Και έλεγαν: «Όχι κατά την
θόρυβος γένηται ἐν τῷ λαῷ. εορτή, για να μη γίνει θόρυβος
στο λαό».
6 Τοῦ δὲ ᾿Ιησοῦ γενομένου ἐν 6 Και όταν ο Ιησούς ήταν στη
Βηθανίᾳ ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ Βηθανία, στην οικία του Σίμωνα
λεπροῦ, του λεπρού,
7 προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ 7 τον πλησίασε μια γυναίκα
ἀλάβαστρον μύρου ἔχουσα έχοντας αλαβάστρινο δοχείο με
βαρυτίμου, καὶ κατέχεεν ἐπὶ τὴν μύρο πολύτιμο και το κατάχυσε
κεφαλὴν αὐτοῦ ἀνακειμένου. πάνω στο κεφάλι του, ενώ αυτός
καθόταν, για να φάει.
8 ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ 8 Όταν το είδαν όμως οι μαθητές,
ἠγανάκτησαν λέγοντες· εἰς τί ἡ αγανάκτησαν λέγοντας: «Γιατί
ἀπώλεια αὕτη; αυτή η σπατάλη;
9 ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον 9 Επειδή μπορούσε τούτο το μύρο
πραθῆναι πολλοῦ καὶ δοθῆναι να πουληθεί για πολλά χρήματα
τοῖς πτωχοῖς. και να δοθούν στους φτωχούς».
10 γνοὺς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν 10 Αλλά επειδή το κατάλαβε ο
αὐτοῖς· τί κόπους παρέχετε τῇ Ιησούς, τους είπε: «Τι ενοχλείτε τη
γυναικί; ἔργον γὰρ καλὸν γυναίκα; Διότι έκανε σ’ εμένα ένα
εἰργάσατο εἰς ἐμέ. καλό έργο.
11 τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε 11 Γιατί πάντοτε τους φτωχούς
ἔχετε μεθ' ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ τους έχετε μαζί σας, εμένα όμως
πάντοτε ἔχετε. δε με έχετε πάντοτε.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΣΤ’
12 βαλοῦσα γὰρ αὕτη τὸ μύρον 12 Επειδή, όταν αυτή έβαλε το
τοῦτο ἐπὶ τοῦ σώματός μου, πρὸς μύρο τούτο πάνω στο σώμα μου,
τὸ ἐνταφιάσαι με ἐποίησεν. το έκανε για τον ενταφιασμό
μου.
13 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν 13 Αλήθεια σας λέω, όπου κι αν
κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο ἐν κηρυχτεί το ευαγγέλιο αυτό, σε
ὅλῳ τῷ κόσμῳ, λαληθήσεται καὶ όλο τον κόσμο, θα διαλαληθεί
ὃ ἐποίησεν αὕτη εἰς μνημόσυνον στη μνήμη της και ό,τι έκανε
αὐτῆς. αυτή».
14 Τότε πορευθεὶς εἷς τῶν δώδεκα, 14 Τότε πήγε ένας από τους
ὁ λεγόμενος ᾿Ιούδας δώδεκα προς τους αρχιερείς, ο
᾿Ισκαριώτης, πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης,
εἶπε·
15 τί θέλετέ μοι δοῦναι, καὶ ἐγὼ 15 και είπε: «Τι θέλετε να μου
ὑμῖν παραδώσω αὐτόν; οἱ δὲ δώσετε, κι εγώ θα σας τον
ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα παραδώσω;» Εκείνοι του ζύγισαν
ἀργύρια. τριάντα αργύρια.
16 καὶ ἀπὸ τότε ἐζήτει εὐκαιρίαν 16 Και από τότε ζητούσε ευκαιρία
ἵνα αὐτὸν παραδῷ. για να τον παραδώσει.
17 Τῇ δὲ πρώτῃ τῶν ἀζύμων 17 Και την πρώτη ημέρα της
προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ ᾿Ιησοῦ εορτής των Αζύμων πλησίασαν
λέγοντες αὐτῷ· ποῦ θέλεις οι μαθητές τον Ιησού, λέγοντας:
ἑτοιμάσωμέν σοι φαγεῖν τὸ «Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε
πάσχα; να φας το Πάσχα;»
18 ὁ δὲ εἶπεν· ὑπάγετε εἰς τὴν 18 Εκείνος είπε: «Πηγαίνετε στην
πόλιν πρὸς τὸν δεῖνα καὶ εἴπατε πόλη προς τον δείνα και πείτε
αὐτῷ· ὁ διδάσκαλος λέγει, ὁ του: “Ο δάσκαλος λέει: Ο καιρός
καιρός μου ἐγγύς ἐστι· πρὸς σὲ μου είναι κοντά. σ’ εσένα θα
ποιῶ τὸ πάσχα μετὰ τῶν κάνω το Πάσχα μαζί με τους
μαθητῶν μου. μαθητές μου”».
19 καὶ ἐποίησαν οἱ μαθηταὶ ὡς 19 Και έκαναν οι μαθητές όπως
συνέταξεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ τους πρόσταξε ο Ιησούς και
ἡτοίμασαν τὸ πάσχα. ετοίμασαν το Πάσχα.
20 ᾿Οψίας δὲ γενομένης ἀνέκειτο 20 Και όταν βράδιασε, καθόταν,
μετὰ τῶν δώδεκα. για να φάει μαζί με τους δώδεκα.
21 καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν εἶπεν· 21 Και ενώ αυτοί έτρωγαν, είπε:
ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν «Αλήθεια σας λέω ότι ένας από
παραδώσει με. εσάς θα με προδώσει».
22 καὶ λυπούμενοι σφόδρα 22 Τότε λυπήθηκαν πάρα πολύ
ἤρξαντο λέγειν αὐτῷ ἕκαστος και άρχισαν να του λένε καθένας
αὐτῶν· μήτι ἐγώ εἰμι, Κύριε; ξεχωριστά: «Μήπως εγώ είμαι,
Κύριε;»
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΣΤ’
23 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ὁ 23 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε:
ἐμβάψας μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίῳ «Αυτός που βούτηξε μαζί μου το
τὴν χεῖρα, οὗτός με παραδώσει. χέρι στο βαθύ πιάτο, αυτός θα με
προδώσει.
24 ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου 24 Ο Υιός του ανθρώπου, βέβαια,
ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ πηγαίνει καθώς είναι γραμμένο
αὐτοῦ· οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ γι’ αυτόν, αλίμονο όμως στον
ἐκείνῳ δι᾿ οὗ ὁ υἱὸς τοῦ άνθρωπο εκείνο μέσω του οποίου
ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν ο Υιός του ανθρώπου προδίνεται.
ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ Θα ήταν καλό γι’ αυτόν αν ο
ἄνθρωπος ἐκεῖνος. εκείνος άνθρωπος δεν είχε
γεννηθεί».
25 ἀποκριθεὶς δὲ ᾿Ιούδας ὁ 25 Έλαβε τότε το λόγο ο Ιούδας,
παραδιδοὺς αὐτὸν εἶπε· μήτι ἐγώ που τον πρόδωσε, και είπε:
εἰμι, ραββί; λέγει αὐτῷ, σὺ εἶπας. «Μήπως εγώ είμαι, ραβί;» Του
λέει: «Εσύ το είπες».
26 ᾿Εσθιόντων δὲ αὐτῶν λαβὼν ὁ 26 Ενώ λοιπόν αυτοί έτρωγαν,
᾿Ιησοῦς τὸν ἄρτον καὶ έλαβε ο Ιησούς άρτο και
εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου ευλόγησε το Θεό, τον έκοψε με τα
τοῖς μαθηταῖς καὶ εἶπε· λάβετε χέρια και, αφού τον έδωσε στους
φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου· μαθητές, είπε: «Λάβετε, φάτε,
τούτο είναι το σώμα μου».
27 καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον καὶ 27 Και αφού έλαβε ποτήρι και
εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς ευχαρίστησε το Θεό, τους το
λέγων· πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· έδωσε λέγοντας: «Πιείτε όλοι από
αυτό,
28 τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ 28 γιατί τούτο είναι το αίμα μου
τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ της διαθήκης, που χύνεται χάρη
πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν πολλών για άφεση αμαρτιών.
ἁμαρτιῶν.
29 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ πίω ἀπ᾿ 29 Και σας λέω: δε θα πιω από
ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γενήματος τώρα από τούτο το γέννημα της
τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας αμπέλου ως την ημέρα εκείνη,
ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ᾿ όταν θα το πίνω μαζί σας
ὑμῶν καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ καινούργιο μέσα στη βασιλεία
πατρός μου. του Πατέρα μου».
30 Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ 30 Και αφού ύμνησαν, εξήλθαν
ὄρος τῶν ἐλαιῶν. Τότε λέγει στο Όρος των Ελαιών.
αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς·
31 πάντες ὑμεῖς 31 Τότε τους λέει ο Ιησούς: «Όλοι
σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ εσείς θα σκανδαλιστείτε σ’ εμένα
νυκτὶ ταύτῃ, γέγραπται γάρ, τη νύχτα αυτή, γιατί είναι
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΣΤ’
πατάξω τὸν ποιμένα, καὶ γραμμένο: Θα χτυπήσω τον
διασκορπισθήσονται τὰ ποιμένα και θα διασκορπιστούν
πρόβατα τῆς ποίμνης· τα πρόβατα του ποιμνίου.
32 μετὰ δὲ τὸ ἐγερθῆναί με 32 Αλλά μετά την έγερσή μου θα
προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν. πάω πριν από εσάς στη
Γαλιλαία».
33 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν 33 Έλαβε το λόγο τότε ο Πέτρος
αὐτῷ· εἰ πάντες και του είπε: «Ακόμα κι αν όλοι
σκανδαλισθήσονται ἐν σοί, ἐγὼ σκανδαλιστούν σ’ εσένα, εγώ
δὲ οὐδέποτε σκανδαλισθήσομαι. ποτέ δε θα σκανδαλιστώ».
34 ἔφη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν 34 Του είπε ο Ιησούς: «Αλήθεια
λέγω σοι ὅτι ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ σου λέω ότι αυτήν τη νύχτα, πριν
πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ο πετεινός λαλήσει, τρεις φορές
ἀπαρνήσῃ με. θα με απαρνηθείς».
35 λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· κἂν δέῃ 35 Του λέει ο Πέτρος: «Κι αν
με σὺν σοὶ ἀποθανεῖν, οὐ μή σε χρειαστεί μαζί σου να πεθάνω, δε
ἀπαρνήσομαι. ὁμοίως δὲ καὶ θα σε απαρνηθώ». Όμοια είπαν
πάντες οἱ μαθηταὶ εἶπον. και όλοι οι μαθητές.
36 Τότε ἔρχεται μετ᾿ αὐτῶν ὁ 36 Τότε έρχεται μαζί τους ο
᾿Ιησοῦς εἰς χωρίον λεγόμενον Ιησούς σε μια περιοχή που
Γεθσημανῆ, καὶ λέγει τοῖς λέγεται Γεθσημανή και λέει
μαθηταῖς· καθίσατε αὐτοῦ ἕως οὗ στους μαθητές: «Καθίστε εδώ,
ἀπελθὼν προσεύξωμαι ἐκεῖ. ωσότου πάω εκεί και
προσευχηθώ».
37 καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον 37 Και αφού παράλαβε τον Πέτρο
καὶ τοὺς δύο υἱοὺς Ζεβεδαίου και τους δυο γιους του Ζεβεδαίου,
ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ άρχισε να λυπάται και να
ἀδημονεῖν. αδημονεί.
38 τότε λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· 38 Τότε τους λέει: «Περίλυπη είναι
περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως η ψυχή μου, ως το θάνατο.
θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ Μείνετε εδώ και αγρυπνείτε μαζί
γρηγορεῖτε μετ᾿ ἐμοῦ. μου».
39 καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπεσεν 39 Και αφού προχώρησε σε μικρή
ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ απόσταση, έπεσε με το πρόσωπό
προσευχόμενος καὶ λέγων· πάτερ του προσεχόμενος και λέγοντας:
μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω «Πατέρα μου, αν είναι δυνατό, ας
ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν παρέλθει από αυτό εμένα το
οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ. ποτήρι. Όμως, όχι όπως εγώ
θέλω, αλλά όπως εσύ».
40 καὶ ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς 40 Και έρχεται προς τους μαθητές
καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς και τους βρίσκει να κοιμούνται,
καθεύδοντας, καὶ λέγει τῷ και λέει στον Πέτρο: «Έτσι, δεν
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΣΤ’
Πέτρῳ· οὕτως οὐκ ἰσχύσατε μίαν μπορέσατε μία ώρα να
ὥραν γρηγορῆσαι μετ᾿ ἐμοῦ! αγρυπνήσετε μαζί μου;
41 γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, 41 Αγρυπνείτε και προσεύχεστε,
ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· για να μην εισέλθετε σε
τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ πειρασμό. Το πνεύμα είναι
σὰρξ ἀσθενής. βεβαίως πρόθυμο, αλλά η σάρκα
ασθενής».
42 πάλιν ἐκ δευτέρου ἀπελθὼν 42 Πάλι για δεύτερη φορά έφυγε
προσηύξατο λέγων· πάτερ μου, εἰ και προσευχήθηκε λέγοντας:
οὐ δύναται τοῦτο τὸ ποτήριον «Πατέρα μου, αν δε δύναται αυτό
παρελθεῖν ἀπ᾿ ἐμοῦ ἐὰν μὴ αὐτὸ να παρέλθει αν δεν το πιω, ας
πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου. γίνει το θέλημά σου».
43 καὶ ἐλθὼν εὑρίσκει αὐτοὺς 43 Και ήρθε πάλι και τους βρήκε
πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ να κοιμούνται, γιατί ήταν τα
αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ βεβαρημένοι. μάτια τους βαριά από τη νύστα.
44 καὶ ἀφεὶς αὐτοὺς ἀπελθὼν 44 Και αφού τους άφησε, πάλι
πάλιν προσηύξατο ἐκ τρίτου τὸν έφυγε και προσευχήθηκε για
αὐτὸν λόγον εἰπών· τρίτη φορά και είπε πάλι τα ίδια
λόγια.
45 τότε ἔρχεται πρὸς τοὺς 45 Τότε έρχεται προς τους
μαθητὰς αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· μαθητές και τους λέει: «Κοιμάστε
καθεύδετε τὸ λοιπὸν καὶ λοιπόν και αναπαύεστε! Ιδού, έχει
ἀναπαύεσθε! ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα πλησιάσει η ώρα και ο Υιός του
καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ανθρώπου παραδίνεται σε χέρια
παραδίδοται εἰς χεῖρας αμαρτωλών.
ἁμαρτωλῶν. 46 Σηκώνεστε, ας πηγαίνουμε.
46 ἐγείρεσθε ἄγωμεν· ἰδοὺ Ιδού, έχει πλησιάσει αυτός που με
ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με. παραδίνει».
47 Καὶ ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ 47 Και ενώ αυτός ακόμα μιλούσε,
᾿Ιούδας εἷς τῶν δώδεκα ἦλθε, καὶ ιδού, ήρθε ο Ιούδας, ένας από
μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ τους δώδεκα, και μαζί του όχλος
μαχαιρῶν καὶ ξύλων ἀπὸ τῶν πολύς με μάχαιρες και ξύλα από
ἀρχιερέων καὶ πρεσβυτέρων τοῦ μέρους των αρχιερέων και των
λαοῦ. πρεσβυτέρων του λαού.
48 ὁ δὲ παραδιδοὺς αὐτὸν ἔδωκεν 48 Εκείνος μάλιστα που θα τον
αὐτοῖς σημεῖον λέγων· ὃν ἂν παράδινε τους έδωσε σημείο
φιλήσω, αὐτός ἐστι· κρατήσατε λέγοντας: «Όποιον φιλήσω,
αὐτόν. αυτός είναι. κρατήστε τον».
49 καὶ εὐθέως προσελθὼν τῷ 49 Και αμέσως πλησίασε τον
᾿Ιησοῦ εἶπε· χαῖρε, ραββί, καὶ Ιησού και είπε: «Χαίρε, ραβί», και
κατεφίλησεν αὐτόν. τον καταφίλησε.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΣΤ’
50 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἑταῖρε, 50 Ο Ιησούς τότε του είπε:
ἐφ᾿ ᾧ πάρει. τότε προσελθόντες «Σύντροφε, γι’ αυτό
ἐπέβαλον τὰς χεῖρας ἐπὶ τὸν παρευρίσκεσαι;» Τότε πλησίασαν
᾿Ιησοῦν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν. και έβαλαν τα χέρια πάνω στον
Ιησού και τον συνέλαβαν.
51 καὶ ἰδοὺ εἷς τῶν μετὰ ᾿Ιησοῦ 51 Και ιδού, ένας από αυτούς που
ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπέσπασε τὴν ήταν μαζί με τον Ιησού έκτεινε το
μάχαιραν αὐτοῦ, καὶ πατάξας χέρι και τράβηξε τη μάχαιρά του
τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως και, αφού χτύπησε το δούλο τού
ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον. αρχιερέα, του αφαίρεσε το αυτί.
52 τότε λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· 52 Τότε του λέει ο Ιησούς: «Γύρισε
ἀπόστρεψόν σου τὴν μάχαιραν πίσω τη μάχαιρά σου στο μέρος
εἰς τὸν τόπον αὐτῆς· πάντες γὰρ της. γιατί όλοι όσοι έλαβαν
οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ μάχαιρα θα χαθούν με μάχαιρα.
ἀποθανοῦνται.
53 ἢ δοκεῖς ὅτι οὐ δύναμαι ἄρτι 53 Ή νομίζεις ότι δε δύναμαι να
παρακαλέσαι τὸν πατέρα μου, παρακαλέσω τον Πατέρα μου και
καὶ παραστήσει μοι πλείους ἢ θα μου παρατάξει τώρα
δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων; περισσότερες από δώδεκα
λεγεώνες αγγέλων;
54 πῶς οὖν πληρωθῶσιν αἱ 54 Πώς λοιπόν θα εκπληρωθούν
γραφαὶ ὅτι οὕτω δεῖ γενέσθαι; οι Γραφές ότι έτσι πρέπει να
γίνει;»
55 ᾿Εν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ εἶπεν ὁ 55 Εκείνη την ώρα είπε ο Ιησούς
᾿Ιησοῦς τοῖς ὄχλοις· ὡς ἐπὶ στους όχλους: «Σαν ενάντια σε
λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν ληστή εξήλθατε με μάχαιρες και
καὶ ξύλων συλλαβεῖν με· καθ᾿ ξύλα για να με συλλάβετε; Κάθε
ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἐκαθεζόμην ημέρα μέσα στο ναό καθόμουν
διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ οὐκ διδάσκοντας, και δε με
ἐκρατήσατέ με. κρατήσατε.
56 τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα 56 Αλλά όλα αυτά έχουν γίνει, για
πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ τῶν να εκπληρωθούν οι Γραφές των
προφητῶν. Τότε οἱ μαθηταὶ προφητών». Τότε όλοι οι μαθητές
πάντες ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον. τον άφησαν και έφυγαν.
57 Οἱ δὲ κρατήσαντες τὸν ᾿Ιησοῦν 57 Εκείνοι, αφού κράτησαν τον
ἀπήγαγον πρὸς Καϊάφαν τὸν Ιησού, τον οδήγησαν προς τον
ἀρχιερέα, ὅπου οἱ γραμματεῖς καὶ Καϊάφα τον αρχιερέα όπου
οἱ πρεσβύτεροι συνήχθησαν. συνάχτηκαν οι γραμματείς και οι
πρεσβύτεροι.
58 ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει αὐτῷ 58 Και ο Πέτρος τον ακολουθούσε
ἀπὸ μακρόθεν ἕως τῆς αὐλῆς τοῦ από μακριά ως την αυλή του
ἀρχιερέως, καὶ εἰσελθὼν ἔσω αρχιερέα και, αφού εισήλθε μέσα,
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΣΤ’
ἐκάθητο μετὰ τῶν ὑπηρετῶν καθόταν μαζί με τους υπηρέτες,
ἰδεῖν τὸ τέλος. για να δει το τέλος.
59 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ 59 Οι αρχιερείς, λοιπόν, και όλο το
πρεσβύτεροι καὶ τὸ συνέδριον συνέδριο ζητούσαν
ὅλον ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν ψευδομαρτυρία κατά του Ιησού,
κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ ὅπως για να τον θανατώσουν.
θανατώσωσιν αὐτόν,
60 καὶ οὐχ εὗρον· καὶ πολλῶν 60 Αλλά δε βρήκαν, αν και
ψευδομαρτύρων προσελθόντων, προσήλθαν πολλοί
οὐχ εὗρον. ὕστερον δὲ ψευδομάρτυρες. Ύστερα, λοιπόν,
προσελθόντες δύο προσήλθαν δύο
ψευδομάρτυρες
61 εἶπον· οὗτος ἔφη, δύναμαι 61 και είπαν: «Αυτός είπε:
καταλῦσαι τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ “Δύναμαι να καταστρέψω το ναό
διὰ τριῶν ἡμερῶν οἰκοδομῆσαι του Θεού και μέσα σε τρεις
αὐτόν. ημέρες να τον οικοδομήσω”».
62 καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν 62 Και τότε σηκώθηκε ο
αὐτῷ· οὐδὲν ἀποκρίνῃ; τί οὗτοί αρχιερέας και του είπε: «Τίποτα
σου καταμαρτυροῦσιν; δεν αποκρίνεσαι; Τι μαρτυρούν
αυτοί εναντίον σου;»
63 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἐσιώπα. καὶ 63 Αλλά ο Ιησούς σιωπούσε. Και ο
ἀποκριθεὶς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αρχιερέας είπε σ’ αυτόν: «Σ’
αὐτῷ· ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ εξορκίζω απέναντι στο Θεό το
τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ζωντανό, για να μας πεις αν εσύ
ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού».
64 λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· σὺ εἶπας· 64 Του λέει ο Ιησούς: «Εσύ το
πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε είπες. Όμως σας λέω: από τώρα
τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου θα δείτε τον Υιό του ανθρώπου να
καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς κάθεται από τα δεξιά της
δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν Δύναμης και να έρχεται πάνω
νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ. στις νεφέλες του ουρανού».
65 τότε ὁ ἀρχιερεὺς διέρρηξε τὰ 65 Τότε ο αρχιερέας ξέσχισε τα
ἱμάτια αὐτοῦ λέγων ὅτι ρούχα του λέγοντας:
ἐβλασφήμησε· τί ἔτι χρείαν «Βλαστήμησε. τι ανάγκη έχουμε
ἔχομεν μαρτύρων; ἴδε νῦν ακόμη από μάρτυρες; Να, τώρα
ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν ακούσατε τη βλαστήμια.
αὐτοῦ·
66 τί ὑμῖν δοκεῖ; οἱ δὲ 66 τι νομίζετε;» Εκείνοι
ἀποκριθέντες εἶπον· ἔνοχος αποκρίθηκαν και είπαν: « Είναι
θανάτου ἐστί. ένοχος θανάτου ».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΣΤ’
67 τότε ἐνέπτυσαν εἰς τὸ 67 Τότε έφτυσαν στο πρόσωπό
πρόσωπον αὐτοῦ καὶ του και τον κολάφισαν, άλλοι τον
ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ράπισαν
ἐρράπισαν
68 λέγοντες· προφήτευσον ἡμῖν 68 λέγοντας: «Προφήτεψέ μας,
Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε; Χριστέ, ποιος είναι αυτός που σε
χτύπησε;»
69 ῾Ο δὲ Πέτρος ἔξω ἐκάθητο ἐν τῇ 69 Και ο Πέτρος καθόταν έξω
αὐλῇ· καὶ προσῆλθεν αὐτῷ μία στην αυλή. Και τον πλησίασε μία
παιδίσκη λέγουσα· καὶ σὺ ἦσθα μικρή δούλη λέγοντας: «Και εσύ
μετὰ ᾿Ιησοῦ τοῦ Γαλιλαίου. ήσουν μαζί με τον Ιησού το
Γαλιλαίο».
70 ὁ δὲ ἠρνήσατο ἔμπροσθεν 70 Εκείνος το αρνήθηκε μπροστά
αὐτῶν πάντων λέγων· οὐκ οἶδα τί σε όλους λέγοντας: «Δεν ξέρω τι
λέγεις. λες».
71 ἐξελθόντα δὲ αὐτὸν εἰς τὸν 71 Και όταν εξήλθε στο προαύλιο,
πυλῶνα εἶδεν αὐτὸν ἄλλη καὶ τον είδε μια άλλη και λέει σ’
λέγει αὐτοῖς· ἐκεῖ καὶ οὗτος ἦν εκείνους που ήταν εκεί: «Αυτός
μετὰ ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναζωραίου. ήταν μαζί με τον Ιησού το
Ναζωραίο».
72 καὶ πάλιν ἠρνήσατο μεθ᾿ 72 Και πάλι αρνήθηκε με όρκο:
ὅρκου ὅτι οὐκ οἶδα τὸν «Δεν ξέρω τον άνθρωπο».
ἄνθρωπον.
73 μετὰ μικρὸν δὲ προσελθόντες 73 Μετά από λίγο, λοιπόν,
οἱ ἑστῶτες εἶπον τῷ Πέτρῳ· πλησίασαν εκείνοι που είχαν
ἀληθῶς καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ σταθεί εκεί και είπαν στον Πέτρο:
γὰρ ἡ λαλιά σου δῆλόν σε ποιεῖ. «Αλήθεια, κι εσύ είσαι από
αυτούς, γιατί και η λαλιά σου σε
φανερώνει».
74 τότε ἤρξατο καταναθεματίζειν 74 Τότε άρχισε να αναθεματίζει
καὶ ὀμνύειν ὅτι οὐκ οἶδα τὸν και να ορκίζεται: «Δεν ξέρω τον
ἄνθρωπον. καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ άνθρωπο». Και αμέσως ένας
ἐφώνησε. πετεινός λάλησε.
75 καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ 75 Και τότε θυμήθηκε ο Πέτρος το
ρήματος ᾿Ιησοῦ εἰρηκότος αὐτῷ λόγο του Ιησού, που του είχε πει:
ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς «Πριν ο πετεινός λαλήσει, τρεις
ἀπαρνήσῃ με· καὶ ἐξελθὼν ἔξω φορές θα με απαρνηθείς». Και
ἔκλαυσε πικρῶς. αφού βγήκε έξω, έκλαψε πικρά.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΖ’
1 Πρωΐας δὲ γενομένης 1 Και όταν έγινε πρωί, έκαναν
συμβούλιον ἔλαβον πάντες οἱ συμβούλιο αποφασίζοντας όλοι
ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι
λαοῦ κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ ὥστε του λαού κατά του Ιησού, ώστε
θανατῶσαι αὐτόν· να τον θανατώσουν.
2 καὶ δήσαντες αὐτὸν ἀπήγαγον 2 Και αφού τον έδεσαν, τον
καὶ παρέδωκαν αὐτὸν Ποντίῳ οδήγησαν και τον παρέδωσαν
Πιλάτῳ τῷ ἡγεμόνι. στον ηγέμονα Πόντιω Πιλάτω.
3 Τότε ἰδὼν ᾿Ιούδας ὁ παραδιδοὺς 3 Τότε, όταν είδε ο Ιούδας, που τον
αὐτὸν ὅτι κατεκρίθη, παράδωσε, ότι καταδικάστηκε,
μεταμεληθεὶς ἀπέστρεψε τὰ μεταμελήθηκε και επέστρεψε τα
τριάκοντα ἀργύρια τοῖς τριάντα αργύρια στους αρχιερείς
ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις και στους πρεσβυτέρους,
4 λέγων· ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα 4 λέγοντας: «Αμάρτησα, γιατί
ἀθῷον. οἱ δὲ εἶπον· τί πρὸς ἡμᾶς; παράδωσα αίμα αθώο». Εκείνοι
σὺ ὄψει. του είπαν: «Τι σχέση έχει αυτό μ’
εμάς; Εσένα θα αφορά».
5 καὶ ρίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ 5 Και αφού έριξε τα αργύρια στο
ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν ναό, αναχώρησε και πήγε και
ἀπήγξατο. κρεμάστηκε.
6 οἱ δὲ ἀρχιερεῖς λαβόντες τὰ 6 Οι αρχιερείς, τότε, έλαβαν τα
ἀργύρια εἶπον· οὐκ ἔξεστι βαλεῖν αργύρια και είπαν: «Δεν
αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾶν, ἐπεὶ τιμὴ επιτρέπεται να τα βάλουμε στο
αἵματός ἐστι. θησαυροφυλάκιο του ναού,
επειδή είναι τιμή αίματος».
7 συμβούλιον δὲ λαβόντες 7 Και αφού έκαναν συμβούλιο,
ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν αποφάσισαν και αγόρασαν από
τοῦ κεραμέως εἰς ταφὴν τοῖς αυτά τον αγρό του κεραμέα για
ξένοις· ταφή των ξένων.
8 διὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος 8 Γι’ αυτό καλέστηκε ο αγρός
ἀγρὸς αἵματος ἕως τῆς σήμερον. εκείνος, “Αγρός Αίματος”, ως τη
σημερινή ημέρα.
9 τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν διὰ 9 Τότε εκπληρώθηκε εκείνο που
῾Ιερεμίου τοῦ προφήτου ειπώθηκε μέσω του Ιερεμία του
λέγοντος· καὶ ἔλαβον τὰ προφήτη, όταν έλεγε: Και έλαβαν
τριάκοντα ἀργύρια, τὴν τιμὴν τα τριάντα αργύρια, την τιμή
τοῦ τετιμημένου ὃν ἐτιμήσαντο εκείνου που είχαν εκτιμήσει, του
ἀπὸ υἱῶν ᾿Ισραήλ, οποίου την τιμή καθόρισαν
μερικοί από τους γιους Ισραήλ,
10 καὶ ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν 10 και τα έδωσαν στον αγρό του
τοῦ κεραμέως, καθὰ συνέταξέ μοι κεραμέα, καθώς με πρόσταξε ο
Κύριος. Κύριος.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΖ’
11 ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς ἔστη ἔμπροσθεν 11 Τότε ο Ιησούς στάθηκε
τοῦ ἡγεμόνος· καὶ ἐπηρώτησεν μπροστά στον ηγεμόνα. Και τον
αὐτὸν ὁ ἡγεμὼν λέγων· σὺ εἶ ὁ επερώτησε ο ηγεμόνας λέγοντας:
βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; ὁ δὲ «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των
᾿Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ· σὺ λέγεις. Ιουδαίων;» Και ο Ιησούς είπε:
«Εσύ το λες».
12 καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι 12 Και ενώ τον κατηγορούσαν οι
αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι,
τῶν πρεσβυτέρων οὐδὲν τίποτα δεν αποκρίθηκε.
ἀπεκρίνατο.
13 τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκ 13 Τότε του λέει ο Πιλάτος: «Δεν
ἀκούεις πόσα σου ακούς πόσα μαρτυρούν εναντίον
καταμαρτυροῦσι; σου;»
14 καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς 14 Και δεν του αποκρίθηκε ούτε
οὐδὲ ἓν ρῆμα, ὥστε θαυμάζειν σε ένα λόγο, ώστε θαύμαζε ο
τὸν ἡγεμόνα λίαν. ηγεμόνας πολύ.
15 Κατὰ δὲ ἑορτὴν εἰώθει ὁ 15 Κατά την εορτή, λοιπόν,
ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ συνήθιζε ο ηγεμόνας να απολύει
δέσμιον, ὃν ἤθελον. ένα φυλακισμένο για το πλήθος,
όποιον ήθελαν.
16 εἶχον δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον 16 Και είχαν τότε ένα διαβόητο
λεγόμενον Βαραββᾶν. φυλακισμένο, που τον έλεγαν
Ιησού Βαραβά.
17 συνηγμένων οὖν αὐτῶν εἶπεν 17 Ενώ, λοιπόν, αυτοί ήταν
αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τίνα θέλετε συναγμένοι, τους είπε ο Πιλάτος:
ἀπολύσω ὑμῖν; Βαραββᾶν ἢ «Ποιον θέλετε να σας απολύσω,
᾿Ιησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; τον Ιησού το Βαραβά ή τον Ιησού
το λεγόμενο Χριστό;»
18 ᾔδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον 18 Γιατί ήξερε ότι τον παράδωσαν
παρέδωκαν αὐτόν. από φθόνο.
19 Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ 19 Και ενώ αυτός καθόταν πάνω
βήματος ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ στο βήμα, απέστειλε μήνυμα
γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· μηδὲν σοὶ προς αυτόν η γυναίκα του
καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ λέγοντας: «Τίποτε να μην
ἔπαθον σήμερον κατ᾿ ὄναρ δι᾿ υπάρχει ανάμεσα σ’ εσένα και
αὐτόν. στον δίκαιο εκείνο. γιατί πολλά
έπαθα σήμερα στο όνειρό μου
εξαιτίας του».
20 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ 20 Αλλά οι αρχιερείς και οι
πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους πρεσβύτεροι έπεισαν τους όχλους
ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, να ζητήσουν το Βαραβά, ενώ τον
τὸν δὲ ᾿Ιησοῦν ἀπολέσωσιν. Ιησού να τον θανατώσουν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΖ’
21 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἡγεμὼν εἶπεν 21 Έλαβε τότε το λόγο ο ηγεμόνας
αὐτοῖς· τίνα θέλετε ἀπὸ τῶν δύο και τους είπε: «Ποιον από τους
ἀπολύσω ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον· δύο θέλετε να σας απολύσω;»
Βαραββᾶν. Εκείνοι είπαν: «Το Βαραβά».
22 λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τί οὖν 22 Τους λέει ο Πιλάτος: «Τι λοιπόν
ποιήσω ᾿Ιησοῦν τὸν λεγόμενον να κάνω τον Ιησού, το λεγόμενο
Χριστόν; λέγουσιν αὐτῷ πάντες· Χριστό;» Λένε όλοι: «Να
σταυρωθήτω. σταυρωθεί».
23 ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔφη· τί γὰρ κακὸν 23 Εκείνος είπε: «Γιατί, τι κακό
ἐποίησεν; οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον έκανε;» Εκείνοι περισσότερο
λέγοντες· σταυρωθήτω. έκραζαν λέγοντας: «Να
σταυρωθεί».
24 ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδὲν 24 Όταν είδε λοιπόν ο Πιλάτος ότι
ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος τίποτα δεν ωφελεί, αλλά μάλλον
γίνεται, λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο θόρυβος γίνεται, αφού έλαβε
τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου νερό, ένιψε τα χέρια του απέναντι
λέγων· ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ στον όχλο λέγοντας: «Αθώος
αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· είμαι από το αίμα τούτου. εσάς
ὑμεῖς ὄψεσθε. θα αφορά».
25 καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς εἶπε· 25 Και αποκρίθηκε όλος ο λαός
τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ και είπε: «Το αίμα αυτού πάνω σ’
τέκνα ἡμῶν. εμάς και πάνω στα παιδιά μας».
26 τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν 26 Τότε τους απόλυσε το Βαραβά,
Βαραββᾶν, τὸν δὲ ᾿Ιησοῦν ενώ τον Ιησού, αφού τον
φραγελλώσας παρέδωκεν ἵνα μαστίγωσε, τον παράδωσε για να
σταυρωθῇ. σταυρωθεί.
27 Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ 27 Τότε οι στρατιώτες του
ἡγεμόνος παραλαβόντες τὸν ηγεμόνα παραλάβανε τον Ιησού
᾿Ιησοῦν εἰς τὸ πραιτώριον στο πραιτόριο και σύναξαν γύρω
συνήγαγον ἐπ᾿ αὐτὸν ὅλην τὴν του όλη τη στρατιωτική μονάδα.
σπεῖραν·
28 καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν 28 Και αφού τον έγδυσαν, τον
περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα περιέβαλαν με κόκκινη χλαμύδα.
κοκκίνην,
29 καὶ πλέξαντες στέφανον ἐξ 29 Και έπλεξαν στεφάνι από
ἀκανθῶν ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν αγκάθια και το έθεσαν πάνω στο
κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ κάλαμον ἐπὶ κεφάλι του και του έδωσαν
τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, καὶ καλάμι στο δεξί του χέρι. Και
γονυπετήσαντες ἔμπροσθεν γονάτισαν μπροστά του και τον
αὐτοῦ ἐνέπαιζον αὐτῷ λέγοντες· ενέπαιξαν λέγοντας: «Χαίρε,
χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων· βασιλιά των Ιουδαίων».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΖ’
30 καὶ ἐμπτύσαντες εἰς αὐτὸν 30 Και αφού έφτυσαν σ’ αυτόν,
ἔλαβον τὸν κάλαμον καὶ ἔτυπτον έλαβαν το καλάμι και χτυπούσαν
εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. στο κεφάλι του.
31 καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, 31 Και όταν τον ενέπαιξαν, τον
ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν χλαμύδα καὶ έγδυσαν από τη χλαμύδα και τον
ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, έντυσαν τα ρούχα του και τον
καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ οδήγησαν για να τον
σταυρῶσαι. σταυρώσουν.
32 ᾿Εξερχόμενοι δὲ εὗρον 32 Καθώς εξέρχονταν, τότε,
ἄνθρωπον Κυρηναῖον ὀνόματι βρήκαν έναν άνθρωπο Κυρηναίο
Σίμωνα· τοῦτον ἠγγάρευσαν ἵνα με το όνομα Σίμωνας. Τούτον
ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ. αγγάρεψαν, για να σηκώσει το
σταυρό του.
33 Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον 33 Και όταν ήρθαν σ’ έναν τόπο
λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενο Γολγοθά, που σημαίνει
λεγόμενος κρανίου τόπος, “Κρανίου Τόπος”,
34 ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ 34 του έδωσαν να πιει κρασί
χολῆς μεμιγμένον· καὶ ανακατεμένο με χολή. Και όταν
γευσάμενος οὐκ ἤθελε πιεῖν. γεύτηκε, δε θέλησε να πιει.
35 σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν 35 Τον σταύρωσαν, τότε, και
διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ διαμοιράστηκαν τα ιμάτιά του
βαλόντες κλῆρον, ρίχνοντας κλήρο,
36 καὶ καθήμενοι ἐτήρουν αὐτὸν 36 και καθισμένοι τον φύλαγαν
ἐκεῖ. εκεί.
37 καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς 37 Και έθεσαν πάνω από το
κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ κεφάλι του την αιτία της
γεγραμμένην· οὗτός ἐστιν καταδίκης του γραμμένη: “Αυτός
᾿Ιησοῦς ὁ βασιλεὺς τῶν είναι ο Ιησούς, ο βασιλιάς των
᾿Ιουδαίων. Ιουδαίων”.
38 Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ 38 Τότε σταυρώνονται μαζί του
δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς δύο ληστές, ένας από τα δεξιά και
ἐξ εὐωνύμων. ένας από τα αριστερά του.
39 Οἱ δὲ παραπορευόμενοι 39 Εκείνοι που πορεύονταν δίπλα
ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες του τον βλαστημούσαν
τὰς κεφαλὰς αὐτῶν κουνώντας τα κεφάλια τους
40 καὶ λέγοντες· ὁ καταλύων τὸν 40 και λέγοντας: «Εσύ που
ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις καταστρέφεις το ναό και σε τρεις
οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ ημέρες τον οικοδομείς, σώσε τον
υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ εαυτό σου, αν είσαι Υιός του
τοῦ σταυροῦ. Θεού, και κατέβα από το
σταυρό».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΖ’
41 ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς 41 Όμοια και οι αρχιερείς τον
ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν ενέπαιζαν μαζί με τους
γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων γραμματείς και τους
καὶ Φαρισαίων ἔλεγον· πρεσβυτέρους και έλεγαν:
42 ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ 42 «Άλλους έσωσε, τον εαυτό του
δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς δε δύναται να σώσει. Είναι
᾿Ισραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ βασιλιάς του Ισραήλ, ας κατεβεί
τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾿ τώρα από το σταυρό και θα
αὐτῷ· πιστέψουμε σ’ αυτόν.
43 πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, 43 Έχει πεποίθηση στο Θεό. ας
ρυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει τον σώσει τώρα αν τον θέλει.
αὐτόν· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός. Γιατί είπε: “Είμαι Υιός του
Θεού”».
44 τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ 44 Το ίδιο μάλιστα τον έβριζαν
συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον και οι ληστές που σταυρώθηκαν
αὐτόν. μαζί του.
45 ᾿Απὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος 45 Από τις δώδεκα η ώρα το
ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως μεσημέρι έγινε λοιπόν σκοτάδι
ὥρας ἐνάτης. πάνω σε όλη τη γη ως τις τρεις η
ώρα το απόγευμα.
46 περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν 46 Και γύρω στις τρεις η ώρα
ἀνεβόησεν ὁ ᾿Ιησοῦς φωνῇ αναβόησε ο Ιησούς με φωνή
μεγάλῃ λέγων· ἠλὶ ἠλί, λιμᾶ μεγάλη λέγοντας: «Ηλι Ηλι λεμα
σαβαχθανί; τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου σαβαχθανι;», τουτέστι: «Θεέ μου,
Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες; Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;»
47 τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστώτων 47 Τότε μερικοί από εκείνους που
ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι ᾿Ηλίαν είχαν σταθεί εκεί, όταν άκουσαν,
φωνεῖ οὗτος. έλεγαν: «Αυτός φωνάζει τον
Ηλία».
48 καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ 48 Και αμέσως έτρεξε ένας από
αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον αυτούς και έλαβε ένα σφουγγάρι
πλήσας τε ὄξους καὶ περιθεὶς και το γέμισε με ξίδι και το έθεσε
καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν. γύρω από ένα καλάμι και του
έδινε να πιει.
49 οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· ἄφες 49 Αλλά οι υπόλοιποι έλεγαν:
ἴδωμεν εἰ ἔρχεται ᾿Ηλίας σώσων «Άφησε, ας δούμε αν έρχεται ο
αὐτόν. Ηλίας να τον σώσει».
50 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς πάλιν κράξας 50 Και ο Ιησούς, αφού πάλι
φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα. έκραξε με φωνή μεγάλη, άφησε
το πνεύμα.
51 Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ 51 Και ιδού, το καταπέτασμα του
ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ναού σχίστηκε από πάνω ως
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΖ’
ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ κάτω στα δύο, και η γη σείστηκε
πέτραι ἐσχίσθησαν, και οι βράχοι σχίστηκαν,
52 καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν 52 και τα μνήματα ανοίχτηκαν
καὶ πολλὰ σώματα τῶν και πολλά σώματα κοιμισμένων
κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, αγίων εγέρθηκαν
53 καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν 53 και, αφού εξήλθαν από τα
μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν μνήματα, μετά την έγερσή του
αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν εισήλθαν στην άγια πόλη και
πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν εμφανίστηκαν σε πολλούς.
πολλοῖς.
54 ῾Ο δὲ ἑκατόνταρχος καὶ οἱ μετ᾿ 54 Ο εκατόνταρχος τότε και αυτοί
αὐτοῦ τηροῦντες τὸν ᾿Ιησοῦν, που φύλαγαν μαζί του τον Ιησού,
ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ όταν είδαν το σεισμό και όσα
γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα έγιναν, φοβήθηκαν πάρα πολύ,
λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν λέγοντας: «Αλήθεια, Υιός Θεού
οὗτος. ήταν αυτός».
55 ῏Ησαν δὲ ἐκεῖ καὶ γυναῖκες 55 Και ήταν εκεί πολλές γυναίκες
πολλαὶ ἀπὸ μακρόθεν από μακριά που έβλεπαν, οι
θεωροῦσαι, αἵτινες οποίες ακολούθησαν τον Ιησού
ἠκολούθησαν τῷ ᾿Ιησοῦ ἀπὸ τῆς από τη Γαλιλαία και τον
Γαλιλαίας διακονοῦσαι αὐτῷ· διακονούσαν.
56 ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνή, 56 Μεταξύ των οποίων ήταν η
καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Μαρία η Μαγδαληνή και η
᾿Ιωσῆ μήτηρ, καὶ ἡ μήτηρ τῶν Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου
υἱῶν Ζεβεδαίου. και του Ιωσήφ, και η μητέρα των
γιων του Ζεβεδαίου.
57 ᾿Οψίας δὲ γενομένης ἦλθεν 57 Όταν λοιπόν βράδιασε, ήρθε
ἄνθρωπος πλούσιος ἀπὸ ένας άνθρωπος πλούσιος από
᾿Αριμαθαίας, τοὔνομα ᾿Ιωσήφ, ὃς την Αριμαθαία με το όνομα
καὶ αὐτὸς ἐμαθήτευσε τῷ ᾿Ιησοῦ· Ιωσήφ, που και αυτός μαθήτεψε
στον Ιησού.
58 οὗτος προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ 58 Αυτός πλησίασε τον Πιλάτο
ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. και του ζήτησε το σώμα του
τότε ὁ Πιλᾶτος ἐκέλευσεν Ιησού. Τότε ο Πιλάτος διέταξε να
ἀποδοθῆναι τὸ σῶμα. του αποδοθεί.
59 καὶ λαβὼν τὸ σῶμα ὁ ᾿Ιωσὴφ 59 Και όταν έλαβε το σώμα ο
ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ, Ιωσήφ, το τύλιξε μέσα σ’ ένα
σεντόνι καθαρό
60 καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ καινῷ 60 και το έθεσε μέσα στο
αὐτοῦ μνημείῳ ὃ ἐλατόμησεν ἐν καινούργιο μνήμα του που
τῇ πέτρᾳ, καὶ προσκυλίσας λίθον λατόμησε στο βράχο. Και αφού
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΖ’
μέγαν τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου κύλησε ένα λίθο μεγάλο στη
ἀπῆλθεν. θύρα του μνήματος, έφυγε.
61 ῏Ην δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ 61 Ήταν τότε εκεί η Μαριάμ η
Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία
καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου. καθισμένες απέναντι στον τάφο.
62 Τῇ δὲ ἐπαύριον, ἥτις ἐστὶ μετὰ 62 Και την επόμενη ημέρα, που
τὴν παρασκευήν, συνήχθησαν οἱ είναι μετά την ημέρα της
ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι πρὸς παρασκευής, συνάχτηκαν οι
Πιλᾶτον αρχιερείς και οι Φαρισαίοι
μπροστά στον Πιλάτο
63 λέγοντες· κύριε, ἐμνήσθημεν 63 λέγοντας: «Κύριε, θυμηθήκαμε
ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπεν ἔτι ότι εκείνος ο πλάνος είπε, ενώ
ζῶν, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ακόμα ζούσε: “Θα εγερθώ μετά
ἐγείρομαι. τρεις ημέρες”.
64 κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι 64 Διάταξε λοιπόν να ασφαλιστεί
τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, ο τάφος ως την τρίτη ημέρα, μην
μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ τυχόν έρθουν οι μαθητές του και
αὐτοῦ νυκτὸς κλέψωσιν αὐτὸν τον κλέψουν και πουν στο λαό:
καὶ εἴπωσι τῷ λαῷ, ἠγέρθη ἀπὸ “Εγέρθηκε από τους νεκρούς” –
τῶν νεκρῶν· καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη και θα είναι η τελευταία πλάνη
πλάνη χείρων τῆς πρώτης. χειρότερη από την πρώτη».
65 ἔφη αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· ἔχετε 65 Τους είπε ο Πιλάτος: «Έχετε
κουστωδίαν· ὑπάγετε φρουρά. πηγαίνετε, ασφαλίστε
ἀσφαλίσασθε ὡς οἴδατε. όπως ξέρετε».
66 οἱ δὲ πορευθέντες 66 Εκείνοι πορεύτηκαν και
ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον ασφάλισαν τον τάφο, αφού
σφραγίσαντες τὸν λίθον μετὰ τῆς σφράγισαν το λίθο μαζί με τη
κουστωδίας. φρουρά.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΗ’
1 Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ 1 Και αργά τη νύχτα το Σάββατο,
ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν ενώ φώτιζε η πρώτη ημέρα μετά
σαββάτων, ἦλθε Μαρία ἡ το Σάββατο, ήρθε η Μαριάμ η
Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία,
θεωρῆσαι τὸν τάφον. για να δουν τον τάφο.
2 καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας· 2 Και ιδού, έγινε σεισμός μεγάλος.
ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ Γιατί άγγελος Κυρίου, αφού
οὐρανοῦ προσελθὼν ἀπεκύλισε κατέβηκε από τον ουρανό και
τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ πλησίασε, κύλησε μακριά το λίθο
ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ. και καθόταν πάνω του.
3 ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ 3 Και ήταν η όψη του σαν
καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ αστραπή και το ένδυμά του
χιών. λευκό σαν χιόνι.
4 ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ 4 Και από το φόβο του
ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ ταράχτηκαν οι φύλακες και
ἐγένοντο ὡσεὶ νεκροί. έγιναν σαν νεκροί.
5 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἄγγελος εἶπε 5 Έλαβε το λόγο τότε ο άγγελος
ταῖς γυναιξί· μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς· και είπε στις γυναίκες: «Μη
οἶδα γὰρ ὅτι ᾿Ιησοῦν τὸν φοβάστε εσείς, γιατί ξέρω ότι
ἐσταυρωμένον ζητεῖτε· ζητάτε τον Ιησού το
σταυρωμένο.
6 οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γὰρ 6 Δεν είναι εδώ, γιατί εγέρθηκε
καθὼς εἶπε. δεῦτε ἴδετε τὸν τόπον καθώς είπε. Ελάτε, δείτε τον τόπο
ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος. όπου βρισκόταν ξαπλωμένος.
7 καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε 7 Και γρήγορα πηγαίνετε και
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη πείτε στους μαθητές του ότι
ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ ἰδοὺ εγέρθηκε από τους νεκρούς. Και
προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ιδού, πηγαίνει πριν από εσάς στη
ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε· ἰδοὺ εἶπον Γαλιλαία. εκεί θα τον δείτε. Ιδού,
ὑμῖν. σας το είπα».
8 καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἀπὸ τοῦ 8 Τότε έφυγαν γρήγορα από το
μνημείου μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς μνήμα με φόβο και χαρά μεγάλη
μεγάλης ἔδραμον ἀπαγγεῖλαι και έτρεξαν να το αναγγείλουν
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ. στους μαθητές του.
9 ὡς δὲ ἐπορεύοντο ἀπαγγεῖλαι 9 Και ιδού, ο Ιησούς τις
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ προϋπάντησε λέγοντας:
᾿Ιησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς «Χαίρετε». Εκείνες πλησίασαν
λέγων· χαίρετε. αἱ δὲ και του κράτησαν τα πόδια και
προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τον προσκύνησαν.
τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν
αὐτῷ.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΗ’
10 τότε λέγει αὐταῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· μὴ 10 Τότε ο Ιησούς τους λέει: «Μη
φοβεῖσθε· ὑπάγετε ἀπαγγείλατε φοβάστε. πηγαίνετε, αναγγείλετε
τοῖς ἀδελφοῖς μου ἵνα ἀπέλθωσιν στους αδελφούς μου να φύγουν
εἰς τὴν Γαλιλαίαν, κἀκεῖ με για τη Γαλιλαία, κι εκεί θα με
ὄψονται. δουν».
11 Πορευομένων δὲ αὐτῶν ἰδού 11 Και ενώ αυτές πορεύονταν,
τινες τῆς κουστωδίας ἐλθόντες ιδού, μερικοί στρατιώτες της
εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν τοῖς φρουράς ήρθαν στην πόλη και
ἀρχιερεῦσιν ἅπαντα τὰ ανάγγειλαν στους αρχιερείς όλα
γενόμενα. όσα έγιναν.
12 καὶ συναχθέντες μετὰ τῶν 12 Και αφού συνάχτηκαν μαζί με
πρεσβυτέρων συμβούλιόν τε τους πρεσβυτέρους και έκαναν
λαβόντες ἀργύρια ἱκανὰ ἔδωκαν συμβούλιο, έλαβαν αργύρια
τοῖς στρατιώταις λέγοντες· αρκετά και τα έδωσαν στους
στρατιώτες,
13 εἴπατε ὅτι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ 13 λέγοντας: «Πείτε: “Οι μαθητές
νυκτὸς ἐλθόντες ἔκλεψαν αὐτὸν του ήρθαν νύχτα και τον
ἡμῶν κοιμωμένων. έκλεψαν, ενώ εμείς
κοιμόμασταν”.
14 καὶ ἐὰν ἀκουσθῇ τοῦτο ἐπὶ τοῦ 14 Και αν ακουστεί αυτό μπροστά
ἡγεμόνος, ἡμεῖς πείσομεν αὐτὸν στον ηγεμόνα, εμείς θα τον
καὶ ὑμᾶς ἀμερίμνους ποιήσομεν. καθησυχάσουμε και εσάς θα
κάνουμε αμέριμνους».
15 οἱ δὲ λαβόντες τὰ ἀργύρια 15 Εκείνοι, αφού έλαβαν τα
ἐποίησαν ὡς ἐδιδάχθησαν. καὶ αργύρια, έκαναν όπως τους
διεφημίσθη ὁ λόγος οὗτος παρὰ δασκάλεψαν. Και διαδόθηκε η
᾿Ιουδαίοις μέχρι τῆς σήμερον. φήμη αυτού του λόγου μεταξύ
των Ιουδαίων μέχρι τη σημερινή
ημέρα.
16 Οἱ δὲ ἕνδεκα μαθηταὶ 16 Και οι έντεκα μαθητές
ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, πορεύτηκαν στη Γαλιλαία, στο
εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ όρος που τους διέταξε ο Ιησούς
᾿Ιησοῦς.
17 καὶ ἰδόντες αὐτὸν 17 και, όταν τον είδαν, τον
προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ προσκύνησαν. άλλοι δίστασαν.
ἐδίστασαν.
18 καὶ προσελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς 18 Τότε πλησίασε ο Ιησούς και
ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων· ἐδόθη τους μίλησε, λέγοντας: «Μου
μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ δόθηκε κάθε εξουσία στον
ἐπὶ γῆς. ουρανό και πάνω στη γη.
19 πορευθέντες μαθητεύσατε 19 Πορευτείτε, λοιπόν, και
πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες μαθητέψτε όλα τα έθνη,
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΚΗ’
αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς βαφτίζοντας αυτούς στο όνομα
καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου του Πατέρα και του Υιού και του
Πνεύματος, Αγίου Πνεύματος,
20 διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν 20 διδάσκοντας αυτούς να
πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ τηρούν όλα όσα σας έδωσα
ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας εντολή. Και ιδού, εγώ είμαι μαζί
τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας σας όλες τις ημέρες ως τη
τοῦ αἰῶνος. ᾿Αμήν. συντέλεια του αιώνα».
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Α’
1 Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου ᾿Ιησοῦ 1 Αρχή του ευαγγελίου του Ιησού
Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Χριστού, Υιού του Θεού.
2 ῾Ως γέγραπται ἐν τοῖς 2 Καθώς είναι γραμμένο στον
προφήταις, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω Ησαΐα τον προφήτη: Ιδού,
τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου αποστέλλω τον αγγελιοφόρο μου
σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν πριν από το πρόσωπό σου ο
σου ἔμπροσθέν σου· οποίος θα παρασκευάσει την οδό
σου.
3 φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, 3 Φωνή ενός που φωνάζει δυνατά
ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, στην έρημο: «Ετοιμάστε την οδό
εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους του Κυρίου, ίσια κάνετε τα
αὐτοῦ, μονοπάτια του»,
4 ἐγένετο ᾿Ιωάννης βαπτίζων ἐν 4 παρουσιάστηκε ο Ιωάννης που
τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάφτιζε στην έρημο και κήρυττε
βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν βάφτισμα μετάνοιας σε άφεση
ἁμαρτιῶν. αμαρτιών.
5 καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν 5 Και πορευόταν έξω προς αυτόν
πᾶσα ἡ ᾿Ιουδαία χώρα καὶ οἱ όλη η χώρα της Ιουδαίας και οι
῾Ιεροσολυμῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο Ιεροσολυμίτες όλοι, και
πάντες ἐν τῷ ᾿Ιορδάνῃ ποταμῷ βαφτίζονταν από αυτόν στον
ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς Ιορδάνη ποταμό, αφού
ἁμαρτίας αὐτῶν. εξομολογούνταν τις αμαρτίες
τους.
6 ἦν δὲ ὁ ᾿Ιωάννης ἐνδεδυμένος 6 Και ήταν ο Ιωάννης ντυμένος με
τρίχας καμήλου καὶ ζώνην ρούχο από τρίχες καμήλας και με
δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν ζώνη δερμάτινη γύρω από τη
αὐτοῦ, καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέση του και έτρωγε ακρίδες και
μέλι ἄγριον. μέλι από αγριομέλισσες.
7 καὶ ἐκήρυσσε λέγων· ἔρχεται ὁ 7 Και κήρυττε λέγοντας: «Έρχεται
ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ ο ισχυρότερός μου ύστερα από
οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν εμένα, του οποίου δεν είμαι
ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. ικανός να σκύψω και να λύσω το
λουρί των υποδημάτων του.
8 ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, 8 Εγώ σας βάφτισα σε νερό, αυτός
αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν όμως θα σας βαφτίσει μέσα σε
Πνεύματι ῾Αγίῳ. Πνεύμα Άγιο».
9 Καὶ ἐγένετο ἐν ἐκείναις ταῖς 9 Και κατ’ εκείνες τις ημέρες ήρθε
ἡμέραις ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀπὸ ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ της
Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶ Γαλιλαίας και βαφτίστηκε στον
ἐβαπτίσθη ὑπὸ ᾿Ιωάννου εἰς τὸν Ιορδάνη από τον Ιωάννη.
᾿Ιορδάνην.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Α’
10 καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ 10 Και ευθύς, ανεβαίνοντας από
ὕδατος εἶδε σχιζομένους τοὺς το νερό, είδε να σχίζονται οι
οὐρανοὺς καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς ουρανοί και το Πνεύμα σαν
περιστερὰν καταβαῖνον ἐπ᾿ περιστέρι να κατεβαίνει σ’ αυτόν.
αὐτόν·
11 καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῶν 11 Και μια φωνή έγινε από τους
οὐρανῶν· σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ουρανούς: «Εσύ είσαι ο Υιός μου ο
ἀγαπητός, ἐν σοὶ ηὐδόκησα. αγαπητός, σ’ εσένα
ευαρεστήθηκα».
12 Καὶ εὐθέως τὸ Πνεῦμα αὐτὸν 12 Και ευθύς το Πνεύμα τον
ἐκβάλλει εἰς τὴν ἔρημον· βγάζει στην έρημο.
13 καὶ ἦν ἐκεῖ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἡμέρας 13 Και πειραζόταν συνεχώς στην
τεσσαράκοντα πειραζόμενος ὑπὸ έρημο σαράντα ημέρες από το
τοῦ σατανᾶ, καὶ ἦν μετὰ τῶν Σατανά. Και ήταν μαζί με τα
θηρίων, καὶ οἱ ἄγγελοι διηκόνουν θηρία και οι άγγελοι τον
αὐτῷ. διακονούσαν.
14 Μετὰ δὲ τὸ παραδοθῆναι 14 Μετά λοιπόν την παράδοση
᾿Ιωάννην ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν του Ιωάννη στη φυλακή, ήρθε ο
Γαλιλαίαν κηρύσσων τὸ Ιησούς στη Γαλιλαία
εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας τοῦ κηρύττοντας το ευαγγέλιο του
Θεοῦ Θεού
15 καὶ λέγων ὅτι πεπλήρωται ὁ 15 και λέγοντας: «Έχει
καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία συμπληρωθεί ο καιρός και έχει
τοῦ Θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πλησιάσει η βασιλεία του Θεού.
πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ. Μετανοείτε και πιστεύετε στο
ευαγγέλιο».
16 Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν 16 Και βαδίζοντας δίπλα στη
θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε λίμνη της Γαλιλαίας, είδε το
Σίμωνα καὶ ᾿Ανδρέαν τὸν Σίμωνα και τον Ανδρέα, τον
ἀδελφὸν αὐτοῦ τοῦ Σίμωνος, αδελφό του Σίμωνα, να ρίχνουν
βάλλοντας ἀμφίβληστρον ἐν τῇ δίχτυα μέσα στη λίμνη. γιατί
θαλάσσῃ· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς· ήταν ψαράδες.
17 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· 17 Και τους είπε ο Ιησούς: «Ελάτε
δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω πίσω μου, και θα σας κάνω να
ὑμᾶς γενέσθαι ἁλιεῖς ἀνθρώπων. γίνετε ψαράδες ανθρώπων».
18 καὶ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα 18 Και ευθύς άφησαν τα δίχτυα
αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ. και τον ακολούθησαν.
19 Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν ὀλίγον 19 Και αφού προχώρησε λίγο, είδε
εἶδεν ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου τον Ιάκωβο, το γιο του Ζεβεδαίου,
καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, και τον Ιωάννη τον αδελφό του,
καὶ αὐτοὺς ἐν τῷ πλοίῳ και αυτούς μέσα στο πλοίο να
καταρτίζοντας τὰ δίκτυα, διορθώνουν τα δίχτυα,
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Α’
20 καὶ εὐθέως ἐκάλεσεν αὐτούς. 20 και ευθύς τους κάλεσε. Και
καὶ ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν άφησαν τον πατέρα τους το
Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν Ζεβεδαίο μέσα στο πλοίο μαζί με
μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω τους μισθωτούς και έφυγαν
αὐτοῦ. ακολουθώντας πίσω του.
21 Καὶ εἰσπορεύονται εἰς 21 Και μπαίνουν στην
Καπερναούμ· καὶ εὐθέως τοῖς Καπερναούμ. Και ευθύς το
σάββασιν εἰσελθὼν εἰς τὴν Σάββατο εισήλθε στη συναγωγή
συναγωγὴν ἐδίδασκε. και δίδασκε.
22 καὶ ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ 22 Και εκπλήττονταν για τη
διδαχῇ αὐτοῦ· ἦν γὰρ διδάσκων διδαχή του. γιατί τους δίδασκε
αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ συνεχώς όπως ένας που έχει
ὡς οἱ γραμματεῖς. εξουσία, και όχι όπως οι
γραμματείς.
23 Καὶ ἦν ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν 23 Και ευθύς ήταν στη συναγωγή
ἄνθρωπος ἐν πνεύματι τους ένας άνθρωπος με πνεύμα
ἀκαθάρτῳ, καὶ ἀνέκραξε ακάθαρτο και έκραξε δυνατά
24 λέγων· ἔα, τί ἡμῖν καὶ σοί, 24 λέγοντας: «Τι σχέση έχουμε
᾿Ιησοῦ Ναζαρηνέ; ἦλθες εμείς κι εσύ, Ιησού Ναζαρηνέ;
ἀπολέσαι ἡμᾶς; οἶδά σε τίς εἶ, ὁ Ήρθες για να μας καταστρέψεις;
ἅγιος τοῦ Θεοῦ. Σε ξέρω ποιος είσαι: ο Άγιος του
Θεού».
25 καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς 25 Και επιτίμησε αυτό ο Ιησούς
λέγων· φιμώθητι καὶ ἔξελθε ἐξ λέγοντας: «Φιμώσου και έξελθε
αὐτοῦ. από αυτόν».
26 καὶ σπαράξαν αὐτὸν τὸ 26 Και αφού τον σπάραξε το
πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον καὶ πνεύμα το ακάθαρτο και φώναξε
κράξαν φωνῇ μεγάλῃ ἐξῆλθεν ἐξ με φωνή μεγάλη, εξήλθε από
αὐτοῦ. αυτόν.
27 καὶ ἐθαμβήθησαν πάντες, 27 Και θαμπώθηκαν από
ὥστε συζητεῖν πρὸς ἑαυτοὺς θαυμασμό όλοι, ώστε
λέγοντας· τί ἐστι τοῦτο; τίς ἡ συζητούσαν μεταξύ τους
διδαχὴ ἡ καινὴ αὕτη, ὅτι κατ᾿ λέγοντας: «Τι είναι αυτό; Διδαχή
ἐξουσίαν καὶ τοῖς πνεύμασι τοῖς καινούργια με εξουσία! Και τα
ἀκαθάρτοις ἐπιτάσσει, καὶ πνεύματα τα ακάθαρτα διατάζει,
ὑπακούουσιν αὐτῷ; και τον υπακούν».
28 καὶ ἐξῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ 28 Και εξήλθε η φήμη του ευθύς
εὐθὺς εἰς ὅλην τὴν περίχωρον τῆς παντού σε όλα τα περίχωρα της
Γαλιλαίας. Γαλιλαίας.
29 Καὶ εὐθέως ἐκ τῆς συναγωγῆς 29 Και ευθύς από τη συναγωγή
ἐξελθόντες ἦλθον εἰς τὴν οἰκίαν μόλις εξήλθαν, ήρθαν στην οικία
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Α’
Σίμωνος καὶ ᾿Ανδρέου μετὰ του Σίμωνα και του Ανδρέα, μαζί
᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωάννου. με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη.
30 ἡ δὲ πενθερὰ Σίμωνος 30 Η πεθερά, όμως, του Σίμωνα
κατέκειτο πυρέσσουσα. καὶ ήταν κατάκοιτη με πυρετό. και
εὐθέως λέγουσιν αὐτῷ περὶ ευθύς του λένε γι’ αυτήν.
αὐτῆς.
31 καὶ προσελθὼν ἤγειρεν αὐτὴν 31 Και πλησίασε και τη σήκωσε,
κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ αφού την κράτησε από το χέρι.
ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετὸς εὐθέως, και την άφησε ο πυρετός και τους
καὶ διηκόνει αὐτοῖς. διακονούσε.
32 ᾿Οψίας δὲ γενομένης, ὅτε ἔδυ ὁ 32 Όταν λοιπόν βράδιασε, όταν
ἥλιος, ἔφερον πρὸς αὐτὸν πάντας έδυσε ο ήλιος, έφεραν προς αυτόν
τοὺς κακῶς ἔχοντας καὶ τοὺς όλους όσοι ήταν σε κακή
δαιμονιζομένους. κατάσταση και τους
δαιμονισμένους.
33 καὶ ἦν ἡ πόλις ὅλη 33 Και ήταν όλη η πόλη
ἐπισυνηγμένη πρὸς τὴν θύραν. συναγμένη στο ίδιο μέρος
μπροστά στη θύρα.
34 καὶ ἐθεράπευσε πολλοὺς 34 Και θεράπευσε πολλούς που
κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις, ήταν σε κακή κατάσταση από
καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλε, καὶ ποικίλες νόσους, και έβγαλε
οὐκ ἤφιε λαλεῖν τὰ δαιμόνια, ὅτι πολλά δαιμόνια, και δεν άφηνε
ᾔδεισαν αὐτὸν Χριστὸν εἶναι. να μιλούν τα δαιμόνια, γιατί τον
ήξεραν.
35 Καὶ πρωῒ ἔννυχα λίαν ἀναστὰς 35 Και το πρωί, μέσα σε πολύ
ἐξῆλθε καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἔρημον βαθιά νύχτα, αφού σηκώθηκε,
τόπον, κἀκεῖ προσηύχετο. εξήλθε και πήγε σε έρημο τόπο, κι
εκεί προσευχόταν.
36 καὶ κατεδίωξαν αὐτὸν ὁ Σίμων 36 Και έτρεξε πίσω του ο Σίμωνας
καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, και όσοι ήταν μαζί του,
37 καὶ εὑρόντες αὐτὸν λέγουσιν 37 και τον βρήκαν και του λένε:
αὐτῷ ὅτι πάντες σε ζητοῦσι. «Όλοι σε ζητούν».
38 καὶ λέγει αὐτοῖς· ἄγωμεν εἰς 38 Και τους λέει: «Ας πηγαίνουμε
τὰς ἐχομένας κωμοπόλεις, ἵνα αλλού, στις γειτονικές
καὶ ἐκεῖ κηρύξω· εἰς τοῦτο γὰρ κωμοπόλεις, για να κηρύξω και
ἐξελήλυθα. εκεί. γιατί γι’ αυτό εξήλθα».
39 καὶ ἦν κηρύσσων ἐν ταῖς 39 Και ήρθε κηρύττοντας στις
συναγωγαῖς αὐτῶν εἰς ὅλην τὴν συναγωγές τους σε όλη τη
Γαλιλαίαν καὶ τὰ δαιμόνια Γαλιλαία και βγάζοντας τα
ἐκβάλλων. δαιμόνια.
40 Καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν λεπρὸς 40 Και έρχεται προς αυτόν ένας
παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λεπρός, παρακαλώντας τον
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Α’
γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων γονατιστός και λέγοντάς του:
αὐτῷ ὅτι ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με «Αν θέλεις, δύνασαι να με
καθαρίσαι. καθαρίσεις».
41 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς σπλαγχνισθείς, 41 Και επειδή τον σπλαχνίστηκε,
ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ εξέτεινε το χέρι του, τον άγγιξε
καὶ λέγει αὐτῷ· θέλω, και του λέει: «Θέλω, καθαρίσου».
καθαρίσθητι.
42 καὶ εἰπόντος αὐτοῦ εὐθέως 42 Και ευθύς έφυγε από αυτόν η
ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ λέπρα, καὶ λέπρα και καθαρίστηκε.
ἐκαθαρίσθη.
43 καὶ ἐμβριμησάμενος αὐτῷ 43 Και τότε του μίλησε αυστηρά
εὐθέως ἐξέβαλεν αὐτὸν καὶ λέγει και ευθύς τον έβγαλε έξω
αὐτῷ·
44 ὅρα μηδενὶ μηδὲν εἴπῃς, ἀλλ᾿ 44 και του λέει: «Κοίτα να μην
ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ πεις τίποτα σε κανέναν, αλλά
προσένεγκε περὶ τοῦ καθαρισμοῦ πήγαινε, δείξε τον εαυτό σου στον
σου ἃ προσέταξε Μωϋσῆς εἰς ιερέα και πρόσφερε για τον
μαρτύριον αὐτοῖς. καθαρισμό σου αυτά που
πρόσταξε ο Μωυσής, ως
μαρτυρία σ’ αυτούς».
45 ὁ δὲ ἐξελθὼν ἤρξατο 45 Εκείνος, όταν εξήλθε, άρχισε
κηρύσσειν πολλὰ καὶ να διακηρύττει πολλά και να
διαφημίζειν τὸν λόγον, ὥστε διαφημίζει το γεγονός, ώστε
μηκέτι αὐτὸν δύνασθαι φανερῶς αυτός να μη δύναται πια να
εἰς πόλιν εἰσελθεῖν, ἀλλ᾿ ἔξω ἐν εισέλθει σε καμιά πόλη φανερά,
ἐρήμοις τόποις ἦν· καὶ ἤρχοντο αλλά ήταν έξω σε έρημους
πρὸς αὐτὸν πανταχόθεν. τόπους. και έρχονταν προς αυτόν
από παντού.