ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΣΤ’
23 εἰ παθητὸς ὁ Χριστός, εἰ 23 περί του αν έπρεπε να πάθει ο
πρῶτος ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν Χριστός, αν πρώτος από την
φῶς μέλλει καταγγέλλειν τῷ λαῷ ανάσταση των νεκρών έμελλε να
καὶ τοῖς ἔθνεσι. αναγγείλει φως και στο λαό
Ισραήλ και στα έθνη».
Ο Παύλος κάνει έκκληση στον
Αγρίππα να πιστέψει
24 Ταῦτα δὲ αὐτοῦ 24 Αυτά, λοιπόν, ενώ αυτός
ἀπολογουμένου ὁ Φῆστος απολογούνταν, ο Φήστος λέει με
μεγάλῃ τῇ φωνῇ ἔφη· μαίνῃ, μεγάλη τη φωνή: «Είσαι τρελός,
Παῦλε· τὰ πολλά σε γράμματα εἰς Παύλε. τα πολλά γράμματα σε
μανίαν περιτρέπει. περιστρέφουν στην τρέλα!»
25 ὁ δέ, οὐ μαίνομαι, φησί, 25 Αλλά ο Παύλος λέει: «Δεν είμαι
κράτιστε Φῆστε, ἀλλὰ ἀληθείας τρελός, εξοχότατε Φήστε, αλλά
καὶ σωφροσύνης ρήματα λόγια αλήθειας και σωφροσύνης
ἀποφθέγγομαι. διακηρύττω.
26 ἐπίσταται γὰρ περὶ τούτων ὁ 26 Γιατί γνωρίζει καλά γι’ αυτά ο
βασιλεύς, πρὸς ὃν καὶ βασιλιάς προς τον οποίο και με
παρρησιαζόμενος λαλῶ· παρρησία μιλώ, επειδή δεν
λανθάνειν γὰρ αὐτόν τι τούτων πιστεύω πως του διαφεύγει
οὐ πείθομαι οὐδέν· οὐ γάρ ἐστιν τίποτα από αυτά. γιατί δεν έχει
ἐν γωνίᾳ πεπραγμένον τοῦτο. γίνει αυτό σε μια γωνιά απόμερα.
27 πιστεύεις, βασιλεῦ ᾿Αγρίππα, 27 Πιστεύεις, βασιλιά Αγρίππα,
τοῖς προφήταις; οἶδα ὅτι στους προφήτες; Ξέρω ότι
πιστεύεις. πιστεύεις».
28 ὁ δὲ ᾿Αγρίππας πρὸς τὸν 28 Και ο Αγρίππας λέει προς τον
Παῦλον ἔφη· ἐν ὀλίγῳ με πείθεις Παύλο: «Σε λίγο με πείθεις να με
Χριστιανὸν γενέσθαι. κάνεις χριστιανό».
29 ὁ δὲ Παῦλος εἶπεν· εὐξαίμην ἂν 29 Και ο Παύλος λέει: «Θα
τῷ Θεῷ καὶ ἐν ὀλίγῳ καὶ ἐν ευχόμουν στο Θεό και σε λίγο και
πολλῷ οὐ μόνον σέ, ἀλλὰ καὶ σε πολύ χρόνο, όχι μόνο εσύ,
πάντας τοὺς ἀκούοντάς μου αλλά και όλοι όσοι με ακούν
σήμερον γενέσθαι τοιούτους σήμερα να γίνουν τέτοιοι, όποιος
ὁποῖος κἀγώ εἰμι, παρεκτὸς τῶν και εγώ είμαι, εκτός από τα
δεσμῶν τούτων. δεσμά τούτα».
30 Καὶ ταῦτα εἰπόντος αὐτοῦ 30 Και έτσι σηκώθηκαν ο
ἀνέστη ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ ἡγεμὼν βασιλιάς και ο ηγεμόνας και η
ἥ τε Βερνίκη καὶ οἱ συγκαθήμενοι Βερνίκη και αυτοί που κάθονταν
αὐτοῖς, μαζί τους.
31 καὶ ἀναχωρήσαντες ἐλάλουν 31 Και όταν αναχώρησαν,
πρὸς ἀλλήλους λέγοντες ὅτι μιλούσαν ο ένας προς τον άλλο
λέγοντας: «Τίποτε άξιο θανάτου
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΣΤ’
οὐδὲν θανάτου ἄξιον ἢ δεσμῶν ή φυλακής δεν πράττει ο
πράσσει ὁ ἄνθρωπος οὗτος. άνθρωπος αυτός».
32 ᾿Αγρίππας δὲ τῷ Φήστῳ ἔφη· 32 Ο Αγρίππας τότε είπε στο
ἀπολελύσθαι ἐδύνατο ὁ Φήστο: «Θα μπορούσε να είχε
ἄνθρωπος οὗτος, εἰ μὴ απολυθεί ο άνθρωπος αυτός, αν
ἐπεκέκλητο Καίσαρα. δεν είχε επικαλεστεί τον
Καίσαρα».
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΖ’
Το ταξίδι του Παύλου προς τη
Ρώμη
1 Ὡς δὲ ἐκρίθη τοῦ ἀποπλεῖν ἡμᾶς 1 Μόλις λοιπόν αποφασίστηκε να
εἰς τὴν ᾿Ιταλίαν, παρεδίδουν τόν αποπλεύσουμε για την Ιταλία,
τε Παῦλον καί τινας ἑτέρους παράδιναν και τον Παύλο και
δεσμώτας ἑκατοντάρχῃ ὀνόματι μερικούς άλλους φυλακισμένους
᾿Ιουλίῳ σπείρης Σεβαστῆς. σ’ έναν εκατόνταρχο με το όνομα
Ιούλιος της στρατιωτικής
μονάδας Σεβαστής.
2 ἐπιβάντες δὲ πλοίῳ 2 Επιβιβαστήκαμε τότε σ’ ένα
᾿Αδραμυττηνῷ μέλλοντες πλεῖν πλοίο αδραμυττηνό, που έμελλε
τοὺς κατὰ τὴν ᾿Ασίαν τόπους να πλέει στους τόπους που είναι
ἀνήχθημεν, ὄντος σὺν ἡμῖν απέναντι από την επαρχία της
᾿Αριστάρχου Μακεδόνος Ασίας, και ανοιχτήκαμε στο
Θεσσαλονικέως, πέλαγος. Και ήταν μαζί μας ο
Αρίσταρχος ο Μακεδόνας, ο
Θεσσαλονικέας.
3 τῇ τε ἑτέρᾳ κατήχθημεν εἰς 3 Και την άλλη ημέρα
Σιδῶνα· φιλανθρώπως τε ὁ προσορμιστήκαμε στη Σιδώνα.
᾿Ιούλιος τῷ Παύλῳ χρησάμενος Και ο Ιούλιος συμπεριφέρθηκε
ἐπέτρεψε πρὸς τοὺς φίλους φιλάνθρωπα στον Παύλο και του
πορευθέντα ἐπιμελείας τυχεῖν. επέτρεψε να πορευτεί προς τους
φίλους του, για να τον
περιποιηθούν.
4 κἀκεῖθεν ἀναχθέντες 4 Και από εκεί ανοιχτήκαμε και
ὑπεπλεύσαμεν τὴν Κύπρον διὰ τὸ πλεύσαμε στα υπήνεμα μέρη της
τοὺς ἀνέμους εἶναι ἐναντίους, Κύπρου, γιατί οι άνεμοι ήταν
ενάντιοι.
5 τό τε πέλαγος τὸ κατὰ τὴν 5 Και αφού διαπλεύσαμε το
Κιλικίαν καὶ Παμφυλίαν πέλαγος που είναι απέναντι από
διαπλεύσαντες κατήλθομεν εἰς την Κιλικία και από την
Μύρα τῆς Λυκίας. Παμφυλία, κατεβήκαμε στα
Μύρα της Λυκίας.
6 Κἀκεῖ εὑρὼν ὁ ἑκατοντάρχης 6 Κι από εκεί βρήκε ο
πλοῖον ᾿Αλεξανδρῖνον πλέον εἰς εκατόνταρχος πλοίο
τὴν ᾿Ιταλίαν ἐνεβίβασεν ἡμᾶς εἰς αλεξανδρινό που έπλεε για την
αὐτό. Ιταλία και μας επιβίβασε μέσα σ’
αυτό.
7 ἐν ἱκαναῖς δὲ ἡμέραις 7 Για αρκετές λοιπόν ημέρες
βραδυπλοοῦντες καὶ μόλις πλέαμε με βραδύτητα και μόλις
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΖ’
γενόμενοι κατὰ τὴν Κνίδον, μὴ και μετά βίας φτάσαμε απέναντι
προσεῶντος ἡμᾶς τοῦ ἀνέμου, από την Κνίδο και, επειδή δε μας
ὑπεπλεύσαμεν τὴν Κρήτην κατὰ άφηνε ο άνεμος περισσότερο να
Σαλμώνην, πλησιάσουμε, πλεύσαμε στα
υπήνεμα μέρη της Κρήτης
απέναντι από το ακρωτήριο
Σαλμώνη.
8 μόλις τε παραλεγόμενοι αὐτὴν 8 Και μόλις και μετά βίας την
ἤλθομεν εἰς τόπον τινὰ παραπλεύσαμε και ήρθαμε σε
καλούμενον Καλοὺς λιμένας, ᾧ κάποιον τόπο που καλείται
ἐγγὺς ἦν πόλις Λασαία. Καλοί Λιμένες, στον οποίο ήταν
κοντά η πόλη Λασαία.
9 ῾Ικανοῦ δὲ χρόνου 9 Τότε, επειδή είχε περάσει
διαγενομένου καὶ ὄντος ἤδη αρκετός χρόνος και επειδή ήταν
ἐπισφαλοῦς τοῦ πλοὸς διὰ τὸ καὶ ήδη επισφαλής η πλεύση, γιατί
τὴν νηστείαν ἤδη και η νηστεία ήδη είχε παρέλθει,
παρεληλυθέναι, παρῄνει ὁ τους παρότρυνε ο Παύλος
Παῦλος
10 λέγων αὐτοῖς· ἄνδρες, θεωρῶ 10 λέγοντάς τους: «Άντρες, βλέπω
ὅτι μετὰ ὕβρεως καὶ πολλῆς ότι η πλεύση μέλλει να γίνει με
ζημίας οὐ μόνον τοῦ φόρτου καὶ τρικυμία και με πολλή ζημιά, όχι
τοῦ πλοίου, ἀλλὰ καὶ τῶν ψυχῶν μόνο στο φορτίο και στο πλοίο,
ἡμῶν μέλλειν ἔσεσθαι τὸν πλοῦν. αλλά και στις ζωές μας».
11 ὁ δὲ ἑκατοντάρχης τῷ 11 Ο εκατόνταρχος, όμως,
κυβερνήτῃ καὶ τῷ ναυκλήρῳ πειθόταν περισσότερο στον
ἐπείθετο μᾶλλον ἢ τοῖς ὑπὸ τοῦ κυβερνήτη και στο ναύκληρο
Παύλου λεγομένοις. παρά στα λεγόμενα του Παύλου.
12 ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος 12 Και επειδή το λιμάνι ήταν
ὑπάρχοντος πρὸς παραχειμασίαν ακατάλληλο για να
οἱ πλείους ἔθεντο βουλὴν παραχειμάσουν, οι περισσότεροι
ἀναχθῆναι κἀκεῖθεν, εἴ πως έλαβαν την απόφαση να
δύναιντο καταντήσαντες εἰς ανοιχτούν στο πέλαγος από εκεί,
Φοίνικα παραχειμάσαι, λιμένα μήπως μπορέσουν να
τῆς Κρήτης βλέποντα κατὰ λίβα καταφτάσουν στο Φοίνικα για
καὶ κατὰ χῶρον. να παραχειμάσουν, ένα λιμάνι
της Κρήτης που βλέπει απέναντι
στον άνεμο Λίβα και απέναντι
στο άνεμο Χώρο.
Η τρικυμία
13 ῾Υποπνεύσαντος δὲ νότου 13 Και όταν έπνευσε ελαφρά
δόξαντες τῆς προθέσεως νοτιάς, νόμισαν πως μπορούσαν
να πραγματοποιήσουν την
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΖ’
κεκρατηκέναι, ἄραντες ἆσσον πρόθεσή τους και, αφού
παρελέγοντο τὴν Κρήτην. σήκωσαν την άγκυρα,
παράπλεαν την Κρήτη.
14 μετ᾿ οὐ πολὺ δὲ ἔβαλε κατ᾿ 14 Αλλά μετά από λίγο ρίχτηκε
αὐτῆς ἄνεμος τυφωνικὸς ὁ εναντίον της Κρήτης ένας άνεμος
καλούμενος Εὐροκλύδων. τυφωνικός, που καλείται
Ευρακύλων.
15 συναρπασθέντος δὲ τοῦ 15 Επειδή λοιπόν αρπάχτηκε μαζί
πλοίου καὶ μὴ δυναμένου του το πλοίο και δεν μπορούσε να
ἀντοφθαλμεῖν τῷ ἀνέμῳ αντισταθεί στον άνεμο,
ἐπιδόντες ἐφερόμεθα. αφεθήκαμε και φερόμασταν από
αυτόν.
16 νησίον δέ τι ὑποδραμόντες 16 Και αφού τρέξαμε πλέοντας
καλούμενον Κλαύδην μόλις νότια κάτω από ένα νησί που
ἰσχύσαμεν περικρατεῖς γενέσθαι καλείται Καύδα, μπορέσαμε
τῆς σκάφης, μόλις και μετά βίας να γίνουμε
κύριοι της σωσίβιας λέμβου.
17 ἣν ἄραντες βοηθείας ἐχρῶντο 17 Αυτήν τη σήκωσαν και
ὑποζωννύντες τὸ πλοῖον· χρησιμοποιούσαν βοηθητικά
φοβούμενοί τε μὴ εἰς τὴν Σύρτιν μέσα ζώνοντας με σχοινιά από
ἐκπέσωσι, χαλάσαντες τὸ σκεῦος κάτω το πλοίο και, επειδή
οὕτως ἐφέροντο. φοβούνταν μην ξεπέσουν στη
Σύρτη, κατέβασαν τα πανιά και
έτσι περιφέρονταν.
18 σφοδρῶς δὲ χειμαζομένων 18 Και επειδή πιεζόμασταν εμείς
ἡμῶν τῇ ἑξῆς ἐκβολὴν ἐποιοῦντο, σφοδρά από την τρικυμία, την
επόμενη ημέρα έριξαν έξω μέρος
του φορτίου
19 καὶ τῇ τρίτῃ αὐτόχειρες τὴν 19 και την τρίτη ημέρα με τα ίδια
σκευὴν τοῦ πλοίου ἐρρίψαμεν. τους τα χέρια έριξαν τα σκεύη
του πλοίου.
20 μήτε δὲ ἡλίου μήτε ἄστρων 20 Και επειδή μήτε ήλιος μήτε
ἐπιφαινόντων ἐπὶ πλείονας άστρα δε φαίνονταν για
ἡμέρας, χειμῶνός τε οὐκ ὀλίγου περισσότερες ημέρες, και επειδή
ἐπικειμένου, λοιπὸν περιῃρεῖτο βρισκόταν πάνω μας όχι λίγη
πᾶσα ἐλπὶς τοῦ σῴζεσθαι ἡμᾶς. τρικυμία, γι’ αυτό λοιπόν μας
αφαιρέθηκε κάθε ελπίδα τού να
σωζόμαστε.
21 Πολλῆς δὲ ἀσιτίας 21 Και επειδή υπήρχε πολλή
ὑπαρχούσης τότε σταθεὶς ὁ ασιτία, τότε στάθηκε ο Παύλος
Παῦλος ἐν μέσῳ αὐτῶν εἶπεν· ἔδει στο μέσο αυτών και είπε: «Έπρεπε
μέν, ὦ ἄνδρες, πειθαρχήσαντάς βέβαια, ω άντρες, να
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΖ’
μοι μὴ ἀνάγεσθαι ἀπὸ τῆς πειθαρχήσετε σ’ εμένα και να μην
Κρήτης κερδῆσαί τε τὴν ὕβριν ανοιχτείτε στο πέλαγος από την
ταύτην καὶ τὴν ζημίαν. Κρήτη, για να αποφεύγατε την
τρικυμία αυτήν και τη ζημιά.
22 καὶ τὰ νῦν παραινῶ ὑμᾶς 22 Αλλά τώρα σας προτρέπω να
εὐθυμεῖν· ἀποβολὴ γὰρ ψυχῆς ευθυμείτε. γιατί καμιά απώλεια
οὐδεμία ἔσται ἐξ ὑμῶν πλὴν τοῦ ζωής δε θα υπάρχει από εσάς,
πλοίου. εκτός από την απώλεια του
πλοίου.
23 παρέστη γάρ μοι τῇ νυκτὶ 23 Γιατί αυτήν τη νύχτα στάθηκε
ταύτῃ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ οὗ εἰμι, δίπλα μου άγγελος του Θεού,
ᾧ καὶ λατρεύω, στον οποίο ανήκω εγώ, τον οποίο
και λατρεύω,
24 λέγων· μὴ φοβοῦ, Παῦλε· 24 λέγοντας: “Μη φοβάσαι,
Καίσαρί σε δεῖ παραστῆναι· καὶ Παύλε, στον Καίσαρα πρέπει να
ἰδοὺ κεχάρισταί σοι ὁ Θεὸς παρουσιαστείς, και ιδού, σου έχει
πάντας τοὺς πλέοντας μετὰ σοῦ. χαρίσει ο Θεός όλους εκείνους
που πλέουν μαζί σου”.
25 διὸ εὐθυμεῖτε, ἄνδρες· πιστεύω 25 Γι’ αυτό ευθυμείτε, άντρες,
γὰρ τῷ Θεῷ ὅτι οὕτως ἔσται καθ᾿ γιατί πιστεύω στο Θεό ότι έτσι θα
ὃν τρόπον λελάληταί μοι. γίνει, κατ’ αυτόν τον τρόπο που
μου έχει λαληθεί.
26 εἰς νῆσον δέ τινα δεῖ ἡμᾶς 26 Σε κάποιο νησί όμως πρέπει
ἐκπεσεῖν. εμείς να ξεπέσουμε».
27 ῾Ως δὲ τεσσαρεσκαιδεκάτη νὺξ 27 Μόλις λοιπόν έφτασε η δέκατη
ἐγένετο διαφερομένων ἡμῶν ἐν τέταρτη νύχτα που
τῷ ᾿Αδρίᾳ, κατὰ μέσον τῆς περιφερόμασταν μέσα στο
νυκτὸς ὑπενόουν οἱ ναῦται Αδριατικό πέλαγος, κατά τα
προσάγειν τινὰ αὐτοῖς χώραν. μεσάνυχτα οι ναύτες
υποψιάστηκαν ότι πλησιάζουν
σε κάποια στεριά.
28 καὶ βολίσαντες εὗρον ὀργυιὰς 28 Τότε βόλισαν και βρήκαν
εἴκοσι, βραχὺ δὲ διαστήσαντες είκοσι οργιές, και αφού
καὶ πάλιν βολίσαντες εὗρον προχώρησαν λίγο, και πάλι
ὀργυιὰς δεκαπέντε· βόλισαν και βρήκαν δεκαπέντε
οργιές.
29 φοβούμενοί τε μήπως εἰς 29 Και επειδή φοβόμασταν μην
τραχεῖς τόπους ἐκπέσωμεν, ἐκ ξεπέσουμε κάπου σε τραχιούς
πρύμνης ρίψαντες ἀγκύρας τόπους, από την πρύμη έριξαν
τέσσαρας ηὔχοντο ἡμέραν τέσσερις άγκυρες και εύχονταν
γενέσθαι. να γίνει ημέρα.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΖ’
30 Τῶν δὲ ναυτῶν ζητούντων 30 Και επειδή οι ναύτες ζητούσαν
φυγεῖν ἐκ τοῦ πλοίου καὶ να φύγουν από το πλοίο και
χαλασάντων τὴν σκάφην εἰς τὴν κατέβασαν τη σωσίβια λέμβο στη
θάλασσαν, προφάσει ὡς ἐκ θάλασσα με την πρόφαση πως
πρῴρας μελλόντων ἀγκύρας δήθεν από την πλώρη έμελλαν να
ἐκτείνειν, ρίξουν άγκυρες,
31 εἶπεν ὁ Παῦλος τῷ 31 είπε ο Παύλος στον
ἑκατοντάρχῃ καὶ τοῖς εκατόνταρχο και στους
στρατιώταις· ἐὰν μὴ οὗτοι στρατιώτες: «Αν αυτοί δε μείνουν
μείνωσιν ἐν τῷ πλοίῳ, ὑμεῖς μέσα στο πλοίο, εσείς δε δύναστε
σωθῆναι οὐ δύνασθε. να σωθείτε».
32 τότε οἱ στρατιῶται ἀπέκοψαν 32 Τότε απέκοψαν οι στρατιώτες
τὰ σχοινία τῆς σκάφης καὶ τα σχοινιά της λέμβου και την
εἴασαν αὐτὴν ἐκπεσεῖν. άφησαν να πέσει έξω.
33 ῎Αχρι δὲ οὗ ἔμελλεν ἡμέρα 33 Και μέχρις ότου να ξημερώσει,
γίνεσθαι, παρεκάλει ὁ Παῦλος ο Παύλος τους παρακαλούσε
ἅπαντας μεταλαβεῖν τροφῆς όλους να λάβουν τροφή,
λέγων· τεσσαρεσκαιδεκάτην λέγοντας: «Σήμερα είναι η
σήμερον ἡμέραν προσδοκῶντες δέκατη τέταρτη ημέρα που
ἄσιτοι διατελεῖτε, μηδὲν νηστικοί διατελείτε σε αναμονή,
προσλαβόμενοι. και τίποτα δε λάβατε.
34 διὸ παρακαλῶ ὑμᾶς 34 Γι’ αυτό σας παρακαλώ να
μεταλαβεῖν τροφῆς· τοῦτο γὰρ λάβετε τροφή. γιατί αυτό είναι
πρὸς τῆς ὑμετέρας σωτηρίας για τη δική σας σωτηρία, επειδή
ὑπάρχει· οὐδενὸς γὰρ ὑμῶν θρὶξ σε κανέναν από εσάς δε θα χαθεί
ἐκ τῆς κεφαλῆς πεσεῖται. ούτε τρίχα από το κεφάλι του».
35 εἰπὼν δὲ ταῦτα καὶ λαβὼν 35 Και αφού είπε αυτά και έλαβε
ἄρτον εὐχαρίστησε τῷ Θεῷ άρτο, ευχαρίστησε το Θεό
ἐνώπιον πάντων, καὶ κλάσας μπροστά σε όλους και έκοψε με
ἤρξατο ἐσθίειν. τα χέρια και άρχισε να τρώει.
36 εὔθυμοι δὲ γενόμενοι πάντες 36 Τότε εύθυμοι έγιναν όλοι, και
καὶ αὐτοὶ προσελάβοντο τροφῆς· αυτοί προσέλαβαν τροφή.
37 ἦμεν δὲ ἐν τῷ πλοίῳ αἱ πᾶσαι 37 Όλες οι ψυχές μέσα στο πλοίο
ψυχαὶ διακόσιαι ἑβδομήκοντα ἕξ. ήμασταν τότε διακόσιες
εβδομήντα έξι.
38 κορεσθέντες δὲ τροφῆς 38 Όταν λοιπόν χόρτασαν τροφή,
ἐκούφιζον τὸ πλοῖον ελάφρυναν το πλοίο, ρίχνοντας
ἐκβαλλόμενοι τὸν σῖτον εἰς τὴν έξω το σιτάρι στη θάλασσα.
θάλασσαν. Το ναυάγιο
39 ῞Οτε δὲ ἡμέρα ἐγένετο, τὴν γῆν 39 Όταν λοιπόν ξημέρωσε, τη γη
οὐκ ἐπεγίνωσκον, κόλπον δέ τινα δεν την αναγνώριζαν, αλλά
κατενόουν ἔχοντα αἰγιαλόν, εἰς αντιλήφτηκαν κάποιον κόλπο
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΖ’
ὃν ἐβουλεύσαντο, εἰ δύναιντο, που είχε γιαλό, στον οποίο
ἐξῶσαι τὸ πλοῖον. σκόπευαν, αν μπορούσαν, να
εξωθήσουν το πλοίο.
40 καὶ τὰς ἀγκύρας περιελόντες 40 Και αφού περιέκοψαν τις
εἴων εἰς τὴν θάλασσαν ἅμα άγκυρες, τις άφηναν στη
ἀνέντες τὰς ζευκτηρίας τῶν θάλασσα, συγχρόνως έλυσαν
πηδαλίων, καὶ ἐπάραντες τὸν τους ιμάντες των πηδαλίων και,
ἀρτέμωνα τῇ πνεούσῃ κατεῖχον αφού σήκωσαν πάνω το πανί της
εἰς τὸν αἰγιαλόν. πλώρης προς τον άνεμο που
έπνεε, κρατούσαν κατεύθυνση
προς το γιαλό.
41 περιπεσόντες δὲ εἰς τόπον 41 Επειδή όμως περιέπεσαν σε
διθάλασσον ἐπώκειλαν τὴν ναῦν, τόπο που κυκλωνόταν σε δύο
καὶ ἡ μὲν πρῷρα ἐρείσασα μέρη από θάλασσα, εξόκειλαν το
ἔμεινεν ἀσάλευτος, ἡ δὲ πρύμνα πλοίο και αφενός η πλώρη
ἐλύετο ὑπὸ τῆς βίας τῶν ακούμπησε και έμεινε ασάλευτη,
κυμάτων. αφετέρου η πρύμη διαλυόταν
από τη βία των κυμάτων.
42 τῶν δὲ στρατιωτῶν βουλὴ 42 Τότε οι στρατιώτες έλαβαν
ἐγένετο ἵνα τοὺς δεσμώτας απόφαση να σκοτώσουν τους
ἀποκτείνωσι, μή τις φυλακισμένους, για να μην
ἐκκολυμβήσας διαφύγοι. κολυμπήσει κανείς έξω και
διαφύγει.
43 ὁ δὲ ἑκατοντάρχης βουλόμενος 43 Αλλά ο εκατόνταρχος, επειδή
διασῶσαι τὸν Παῦλον ἐκώλυσεν ήθελε να διασώσει τον Παύλο,
αὐτοὺς τοῦ βουλήματος, τους εμπόδισε από την απόφασή
ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους τους. Και διέταξε αυτούς που
κολυμβᾶν ἀπορρίψαντας μπορούσαν να κολυμπούν να
πρώτους ἐπὶ τὴν γῆν ἐξιέναι, τους ρίξουν πρώτους, για να
βγουν στη ξηρά.
44 καὶ τοὺς λοιποὺς οὓς μὲν ἐπὶ 44 Και οι υπόλοιποι να βγουν,
σανίσιν, οὓς δὲ ἐπί τινων τῶν ἀπὸ άλλοι πάνω σε σανίδες και άλλοι
τοῦ πλοίου. καὶ οὕτως ἐγένετο πάνω σε κάποια συντρίμμια που
πάντας διασωθῆναι ἐπὶ τὴν γῆν. ήταν από το πλοίο. Και έτσι
συνέβηκε όλοι να διασωθούν
πάνω στην ξηρά.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΗ’
Ο Παύλος στη Μελίτη
1 Καὶ διασωθέντες τότε 1 Και όταν διασωθήκαμε, τότε
ἐπέγνωσαν ὅτι Μελίτη ἡ νῆσος μάθαμε ότι το νησί καλείται
καλεῖται. Μελίτη.
2 οἱ δὲ βάρβαροι παρεῖχον οὐ τὴν 2 Και οι βάρβαροι παρείχαν σ’
τυχοῦσαν φιλανθρωπίαν ἡμῖν· εμάς όχι τη συνηθισμένη
ἀνάψαντες γὰρ πυρὰν φιλανθρωπία, γιατί άναψαν
προσελάβοντο πάντας ἡμᾶς διὰ φωτιά και δέχτηκαν όλους εμάς,
τὸν ὑετὸν τὸν ἐφεστῶτα καὶ διὰ εξαιτίας της βροχής που είχε
τὸ ψῦχος. επέλθει και εξαιτίας του ψύχους.
3 συστρέψαντος δὲ τοῦ Παύλου 3 Συγκέντρωσε τότε ο Παύλος
φρυγάνων πλῆθος καὶ ἐπιθέντος κάμποσο πλήθος φρυγάνων και,
ἐπὶ τὴν πυράν, ἔχιδνα ἀπὸ τῆς αφού τα έθεσε πάνω στη φωτιά,
θέρμης διεξελθοῦσα καθῆψε τῆς μια έχιδνα από τη ζέστη εξήλθε
χειρὸς αὐτοῦ. και προσκολλήθηκε στο χέρι του.
4 ὡς δὲ εἶδον οἱ βάρβαροι 4 Μόλις λοιπόν είδαν οι βάρβαροι
κρεμάμενον τὸ θηρίον ἐκ τῆς να κρέμεται το θηρίο από το χέρι
χειρὸς αὐτοῦ, ἔλεγον πρὸς του, έλεγαν μεταξύ τους:
ἀλλήλους· πάντως φονεύς ἐστιν ὁ «Εξάπαντος είναι φονιάς ο
ἄνθρωπος οὗτος, ὃν διασωθέντα άνθρωπος αυτός που, ενώ
ἐκ τῆς θαλάσσης ἡ Δίκη ζῆν οὐκ διασώθηκε από τη θάλασσα, η
εἴασεν. θεία δίκη δεν τον άφησε να ζει».
5 ὁ μὲν οὖν ἀποτινάξας τὸ θηρίον 5 Αυτός λοιπόν αποτίναξε το
εἰς τὸ πῦρ ἔπαθεν οὐδὲν κακόν· θηρίο στη φωτιά και δεν έπαθε
κανένα κακό,
6 οἱ δὲ προσεδόκων αὐτὸν μέλλειν 6 ενώ εκείνοι περίμεναν αυτός να
πίμπρασθαι ἢ καταπίπτειν ἄφνω μέλλει να πρήζεται ή να πέφτει
νεκρόν. ἐπὶ πολὺ δὲ αὐτῶν κάτω ξαφνικά νεκρός. Αφού
προσδοκώντων καὶ θεωρούντων λοιπόν περίμεναν για πολύ και
μηδὲν ἄτοπον εἰς αὐτὸν έβλεπαν τίποτα αφύσικο να μη
γινόμενον, μεταβαλλόμενοι γίνεται σ’ αυτόν, μετέβαλαν
ἔλεγον θεὸν αὐτὸν εἶναι. γνώμη και έλεγαν πως αυτός
είναι θεός.
7 ᾿Εν δὲ τοῖς περὶ τὸν τόπον 7 Γύρω λοιπόν από τον τόπο
ἐκεῖνον ὑπῆρχε χωρία τῷ πρώτῳ εκείνο υπήρχαν χωράφια που
τῆς νήσου ὀνόματι Ποπλίῳ, ὃς ανήκαν στον πρώτο του νησιού
ἀναδεξάμενος ἡμᾶς τρεῖς ἡμέρας με το όνομα Πόπλιος, ο οποίος
φιλοφρόνως ἐξένισεν. μας δέχτηκε τρεις ημέρες και
φιλόφρονα μας φιλοξένησε.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΗ’
8 ἐγένετο δὲ τὸν πατέρα τοῦ 8 Συνέβηκε τότε ο πατέρας του
Ποπλίου πυρετοῖς καὶ Πόπλιου να υποφέρει κατάκοιτος
δυσεντερίῳ συνεχόμενον με πυρετούς και με δυσεντερία,
κατακεῖσθαι· πρὸς ὃν ὁ Παῦλος προς τον οποίο ο Παύλος εισήλθε
εἰσελθὼν καὶ προσευξάμενος καὶ και, αφού προσευχήθηκε,
ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας αὐτῷ ἰάσατο επέθεσε τα χέρια σ’ αυτόν και τον
αὐτόν. γιάτρεψε.
9 τούτου οὖν γενομένου καὶ οἱ 9 Όταν έγινε αυτό, και οι
λοιποὶ οἱ ἔχοντες ἀσθενείας ἐν τῇ υπόλοιποι που είχαν στο νησί
νήσῳ προσήρχοντο καὶ ασθένειες προσέρχονταν και
ἐθεραπεύοντο· θεραπεύονταν,
10 οἳ καὶ πολλαῖς τιμαῖς ἐτίμησαν 10 οι οποίοι και με πολλές τιμές
ἡμᾶς καὶ ἀναγομένοις ἐπέθεντο μας τίμησαν και, όταν επρόκειτο
τὰ πρὸς τὴν χρείαν. να ανοιγόμασταν στο πέλαγος,
μας εφοδίασαν αυτά που είχαμε
ανάγκη.
Ο Παύλος φτάνει στη Ρώμη
11 Μετὰ δὲ τρεῖς μῆνας 11 Μετά λοιπόν από τρεις μήνες
ἀνήχθημεν ἐν πλοίῳ ανοιχτήκαμε στο πέλαγος με
παρακεχειμακότι ἐν τῇ νήσῳ, πλοίο αλεξανδρινό, που είχε
᾿Αλεξανδρίνῳ, παρασήμῳ παραχειμάσει στο νησί, με
Διοσκούροις, παράσημο τους Διόσκουρους.
12 καὶ καταχθέντες εἰς 12 Και αφού προσορμιστήκαμε
Συρακούσας ἐπεμείναμεν ἡμέρας στις Συρακούσες, παραμείναμε
τρεῖς· εκεί τρεις ημέρες,
13 ὅθεν περιελθόντες 13 απ’ όπου αποσυρθήκαμε και
κατηντήσαμεν εἰς Ρήγιον, καὶ καταφτάσαμε στο Ρήγιο. Και
μετὰ μίαν ἡμέραν ἐπιγενομένου μετά από μία ημέρα, επειδή έγινε
νότου δευτεραῖοι ἤλθομεν εἰς νοτιάς, μέσα σε δύο ημέρες
Ποτιόλους· ήρθαμε στους Ποτιόλους
14 οὗ εὑρόντες ἀδελφοὺς 14 όπου βρήκαμε αδελφούς και
παρεκλήθημεν ἐπ᾿ αὐτοῖς μας παρακάλεσαν να
ἐπιμεῖναι ἡμέρας ἑπτά, καὶ οὕτως παραμείνουμε κοντά τους εφτά
εἰς τὴν Ρώμην ἤλθομεν. ημέρες. και έτσι ήρθαμε στη
Ρώμη.
15 κἀκεῖθεν οἱ ἀδελφοὶ 15 Και από εκεί οι αδελφοί, όταν
ἀκούσαντες τὰ περὶ ἡμῶν άκουσαν τα σχετικά για μας,
ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν ἡμῖν ήρθαν σε συνάντησή μας μέχρι
ἄχρις ᾿Αππίου φόρου καὶ Τριῶν τον Άππιο Φόρο και τις Τρεις
Ταβερνῶν, οὓς ἰδὼν ὁ Παῦλος Ταβέρνες, τους οποίους, όταν είδε
εὐχαριστήσας τῷ Θεῷ ἔλαβε ο Παύλος, ευχαρίστησε το Θεό
θάρσος. και έλαβε θάρρος.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΗ’
Ο Παύλος κηρύττει στη Ρώμη
16 ῞Οτε δὲ ἤλθομεν εἰς Ρώμην, ὁ 16 Όταν λοιπόν εισήλθαμε στη
ἑκατοντάρχης παρέδωκε τοὺς Ρώμη, επιτράπηκε στον Παύλο
δεσμίους τῷ στρατοπεδάρχῃ· τῷ να μένει μόνος του μαζί με το
δὲ Παύλῳ ἐπετράπη μένειν καθ᾿ στρατιώτη που τον φύλαγε.
ἑαυτὸν σὺν τῷ φυλάσσοντι
αὐτὸν στρατιώτῃ.
17 ᾿Εγένετο δὲ μετὰ ἡμέρας τρεῖς 17 Και συνέβηκε μετά από τρεις
συγκαλέσασθαι τὸν Παῦλον τοὺς ημέρες αυτός να συγκαλέσει
ὄντας τῶν ᾿Ιουδαίων πρώτους· όσους ήταν οι πρώτοι από τους
συνελθόντων δὲ αὐτῶν ἔλεγε Ιουδαίους. Και αφού
πρὸς αὐτούς· ἄνδρες ἀδελφοί, συγκεντρώθηκαν, έλεγε προς
ἐγὼ οὐδὲν ἐναντίον ποιήσας τῷ αυτούς: «Εγώ, άντρες αδελφοί,
λαῷ ἢ τοῖς ἔθεσι τοῖς πατρῴοις ενώ τίποτα δεν έκανα ενάντια
δέσμιος ἐξ ῾Ιεροσολύμων στο λαό μας ή στα έθιμα τα
παρεδόθην εἰς τὰς χεῖρας τῶν πατρώα, παραδόθηκα
Ρωμαίων· φυλακισμένος από τα
Ιεροσόλυμα στα χέρια των
Ρωμαίων,
18 οἵτινες ἀνακρίναντές με 18 οι οποίοι, αφού με ανάκριναν,
ἐβούλοντο ἀπολῦσαι διὰ τὸ ήθελαν να με απολύσουν, γιατί
μηδεμίαν αἰτίαν θανάτου καμία αιτία άξια θανάτου δεν
ὑπάρχειν ἐν ἐμοί. υπάρχει σ’ εμένα.
19 ἀντιλεγόντων δὲ τῶν 19 Επειδή όμως αντίλεγαν οι
᾿Ιουδαίων ἠναγκάσθην Ιουδαίοι, αναγκάστηκα να
ἐπικαλέσασθαι Καίσαρα, οὐχ ὡς επικαλεστώ τον Καίσαρα, όχι
τοῦ ἔθνους μου ἔχων τι πως έχω κάτι να κατηγορώ το
κατηγορῆσαι. έθνος μου.
20 διὰ ταύτην οὖν τὴν αἰτίαν 20 Γι’ αυτή λοιπόν την αιτία σας
παρεκάλεσα ὑμᾶς ἰδεῖν καὶ προσκάλεσα να σας δω και να
προσλαλῆσαι· ἕνεκεν γὰρ τῆς μιλήσω προς εσάς, γιατί εξαιτίας
ἐλπίδος τοῦ ᾿Ισραὴλ τὴν ἅλυσιν της ελπίδας του Ισραήλ είμαι
ταύτην περίκειμαι. περιζωσμένος με αυτήν την
αλυσίδα».
21 οἱ δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπον· ἡμεῖς 21 Εκείνοι είπαν προς αυτόν:
οὔτε γράμματα περὶ σοῦ «Εμείς ούτε γράμματα για σένα
ἐδεξάμεθα ἀπὸ τῆς ᾿Ιουδαίας, δεχτήκαμε από την Ιουδαία ούτε
οὔτε παραγενόμενός τις τῶν κάποιος από τους αδελφούς
ἀδελφῶν ἀπήγγειλεν ἢ ἐλάλησέ παρουσιάστηκε και ανάγγειλε ή
τι περὶ σοῦ πονηρόν. μίλησε για σένα κάτι κακό.
22 ἀξιοῦμεν δὲ παρὰ σοῦ ἀκοῦσαι 22 Αξιώνουμε, λοιπόν, από εσένα
ἃ φρονεῖς· περὶ μὲν γὰρ τῆς να ακούσουμε αυτά που φρονείς,
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΗ’
αἱρέσεως ταύτης γνωστόν ἐστιν γιατί βέβαια για την αίρεση
ἡμῖν ὅτι πανταχοῦ ἀντιλέγεται. αυτήν είναι γνωστό σ’ εμάς ότι
παντού αντιλέγεται».
23 Ταξάμενοι δὲ αὐτῷ ἡμέραν 23 Αφού του έταξαν λοιπόν μια
ἧκον πρὸς αὐτὸν εἰς τὴν ξενίαν ημέρα, ήρθαν προς αυτόν
πλείονες, οἷς ἐξετίθετο περισσότεροι στο κατάλυμά του,
διαμαρτυρόμενος τὴν βασιλείαν στους οποίους εξέθετε,
τοῦ Θεοῦ πείθων τε αὐτοὺς τὰ μαρτυρώντας επίσημα τη
περὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀπό τε τοῦ νόμου βασιλεία του Θεού, και
Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν προσπαθούσε να τους πείθει για
ἀπὸ πρωῒ ἕως ἑσπέρας. τον Ιησού από το νόμο του
Μωυσή και από τους προφήτες,
από το πρωί ως το βράδυ.
24 καὶ οἱ μὲν ἐπείθοντο τοῖς 24 Και οι μεν πείθονταν στα
λεγομένοις, οἱ δὲ ἠπίστουν. λεγόμενά του, οι δε απιστούσαν.
25 ἀσύμφωνοι δὲ ὄντες πρὸς 25 Δε συμφωνούσαν λοιπόν
ἀλλήλους ἀπελύοντο, εἰπόντος μεταξύ τους και έφευγαν, αφού
τοῦ Παύλου ρῆμα ἕν, ὅτι καλῶς είπε ο Παύλος ένα λόγο: «Καλά
τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἐλάλησε διὰ μίλησε το Πνεύμα το Άγιο μέσω
῾Ησαΐου τοῦ προφήτου πρὸς τοὺς του Ησαΐα του προφήτη προς
πατέρας ἡμῶν λέγον· τους πατέρες σας,
26 πορεύθητι πρὸς τὸν λαὸν 26 λέγοντας: Πήγαινε προς το λαό
τοῦτον καὶ εἶπον· ἀκοῇ ἀκούσετε τούτο και πες: “Με την ακοή θ’
καὶ οὐ μὴ συνῆτε, καὶ βλέποντες ακούτε, αλλά δε θα καταλάβετε,
βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε· και βλέποντας θα βλέπετε, αλλά
δε θα δείτε.
27 ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ 27 Γιατί πάχυνε η καρδιά του
λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶ βαρέως λαού τούτου και με τ’ αυτιά τους
ἤκουσαν, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς βαριάκουσαν και τους
αὐτῶν ἐκάμμυσαν, μήποτε ἴδωσι οφθαλμούς τους έκλεισαν. μην
τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν τυχόν δουν με τους οφθαλμούς
ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι και με τ’ αυτιά ακούσουν και με
καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι την καρδιά καταλάβουν και
αὐτούς. επιστρέψουν, και τους
γιατρέψω”.
28 γνωστὸν οὖν ἔστω ὑμῖν ὅτι τοῖς 28 Γνωστό λοιπόν ας είναι σ’ εσάς
ἔθνεσιν ἀπεστάλη τοῦτο τὸ ότι στα έθνη αποστάλθηκε τούτη
σωτήριον τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ καὶ η σωτηρία του Θεού. αυτοί και θα
ἀκούσονται. ακούσουν».
29 καὶ ταῦτα αὐτοῦ εἰπόντος 29 Και αφού είπε αυτά, έφυγαν οι
ἀπῆλθον οἱ ᾿Ιουδαῖοι πολλὴν Ιουδαίοι έχοντας μεταξύ τους
ἔχοντες ἐν ἑαυτοῖς συζήτησιν. πολλή συζήτηση.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΗ’
30 ῎Εμεινε δὲ ὁ Παῦλος διετίαν 30 Έμεινε λοιπόν εκεί ολόκληρη
ὅλην ἐν ἰδίῳ μισθώματι καὶ διετία σε δική του μισθωμένη
ἀπεδέχετο πάντας τοὺς οικία και δεχόταν όλους εκείνους
εἰσπορευομένους πρὸς αὐτόν, που έμπαιναν προς αυτόν,
31 κηρύσσων τὴν βασιλείαν τοῦ 31 κηρύττοντας τη βασιλεία του
Θεοῦ καὶ διδάσκων τὰ περὶ τοῦ Θεού και διδάσκοντας τα
Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ σχετικά με τον Κύριο Ιησού
πάσης παρρησίας ἀκωλύτως. Χριστό με όλη την παρρησία
ανεμπόδιστα.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Α’
Χαιρετισμός
1 Παῦλος, δοῦλος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, 1 Παύλος, δούλος του Χριστού
κλητὸς ἀπόστολος, ἀφωρισμένος Ιησού, κλητός απόστολος,
εἰς εὐαγγέλιον Θεοῦ ξεχωρισμένος για το ευαγγέλιο
του Θεού,
2 ὃ προεπηγγείλατο διὰ τῶν 2 το οποίο προϋποσχέθηκε μέσω
προφητῶν αὐτοῦ ἐν γραφαῖς των προφητών του στις άγιες
ἁγίαις Γραφές
3 περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, τοῦ 3 αναφορικά με τον Υιό του, που
γενομένου ἐκ σπέρματος Δαυῒδ γεννήθηκε κατά σάρκα από το
κατὰ σάρκα, σπέρμα του Δαβίδ,
4 τοῦ ὁρισθέντος υἱοῦ Θεοῦ ἐν 4 ο οποίος ορίστηκε Υιός Θεού με
δυνάμει κατὰ πνεῦμα ἁγιωσύνης υπερφυσική δύναμη σύμφωνα
ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν, ᾿Ιησοῦ με το Πνεύμα της αγιοσύνης
Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, μέσω της ανάστασής του από
τους νεκρούς: ο Ιησούς Χριστός ο
Κύριός μας.
5 δι᾿ οὗ ἐλάβομεν χάριν καὶ 5 Μέσω αυτού λάβαμε χάρη και
ἀποστολὴν εἰς ὑπακοὴν πίστεως αποστολή ανάμεσα σ’ όλα τα
ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν ὑπὲρ τοῦ έθνη υπέρ του ονόματός του, για
ὀνόματος αὐτοῦ, να έρθουν στην υπακοή της
πίστης,
6 ἐν οἷς ἐστε καὶ ὑμεῖς κλητοὶ 6 μεταξύ των οποίων είστε κι
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, εσείς κλητοί του Ιησού Χριστού.
7 πᾶσι τοῖς οὖσιν ἐν Ρώμῃ 7 προς όλους όσοι είναι στη
ἀγαπητοῖς Θεοῦ, κλητοῖς ἁγίοις· Ρώμη, στους αγαπητούς του
χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ Θεού, στους κλητούς αγίους.
πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χάρη σ’ εσάς και ειρήνη από το
Χριστοῦ. Θεό Πατέρα μας και τον Κύριο
Ιησού Χριστό.
Η επιθυμία του Παύλου να
επισκεφτεί τη Ρώμη
8 Πρῶτον μὲν εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ 8 Πρώτα, βέβαια, ευχαριστώ το
μου διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ Θεό μου μέσω του Ιησού Χριστού
πάντων ὑμῶν, ὅτι ἡ πίστις ὑμῶν για όλους εσάς, γιατί η πίστη σας
καταγγέλλεται ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ. αναγγέλλεται σε όλο τον κόσμο.
9 μάρτυς γάρ μού ἐστιν ὁ Θεός, ᾧ 9 Μάρτυράς μου πράγματι είναι ο
λατρεύω ἐν τῷ πνεύματί μου ἐν Θεός, που λατρεύω στο πνεύμα
τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ὡς μου με το ευαγγέλιο του Υιού του,
πως αδιάλειπτα σας αναφέρω
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Α’
ἀδιαλείπτως μνείαν ὑμῶν
ποιοῦμαι,
10 πάντοτε ἐπὶ τῶν προσευχῶν 10 πάντα στις προσευχές μου και
μου δεόμενος εἴ πως ἤδη ποτὲ προσεύχομαι μήπως έχω καλό
εὐοδωθήσομαι ἐν τῷ θελήματι κατευόδιο τώρα επιτέλους με το
τοῦ Θεοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. θέλημα του Θεού, για να έρθω
προς εσάς.
11 ἐπιποθῶ γὰρ ἰδεῖν ὑμᾶς, ἵνα τι 11 Γιατί πολύ ποθώ να σας δω, για
μεταδῶ χάρισμα ὑμῖν να σας μεταδώσω κάποιο
πνευματικὸν εἰς τὸ στηριχθῆναι πνευματικό χάρισμα, για να
ὑμᾶς, στηριχτείτε:
12 τοῦτο δέ ἐστι 12 αυτό όμως σημαίνει, να
συμπαρακληθῆναι ἐν ὑμῖν διὰ παρηγορηθώ μαζί σας κι εγώ
τῆς ἐν ἀλλήλοις πίστεως ὑμῶν τε μεταξύ σας με την αμοιβαία
καὶ ἐμοῦ. πίστη, τη δική σας και τη δική
μου.
13 οὐ θέλω δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, 13 Δε θέλω λοιπόν να αγνοείτε,
ἀδελφοί, ὅτι πολλάκις προεθέμην αδελφοί, ότι πολλές φορές είχα
ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἐκωλύθην την πρόθεση να έρθω προς εσάς,
ἄχρι τοῦ δεῦρο, ἵνα τινὰ καρπὸν αλλά εμποδίστηκα μέχρι τώρα,
σχῶ καὶ ἐν ὑμῖν καθὼς καὶ ἐν τοῖς για να έχω κάποιον καρπό και
λοιποῖς ἔθνεσιν. μεταξύ σας καθώς και μεταξύ
των υπόλοιπων εθνών.
14 ῞Ελλησί τε καὶ βαρβάροις, 14 Στους Έλληνες και στους
σοφοῖς τε καὶ ἀνοήτοις βάρβαρους, στους σοφούς και
ὀφειλέτης εἰμί· στους ανόητους είμαι οφειλέτης.
15 οὕτω τὸ κατ᾿ ἐμὲ πρόθυμον καὶ 15 Έτσι, όσο εξαρτάται από
ὑμῖν τοῖς ἐν Ρώμῃ εμένα, είμαι πρόθυμος να
εὐαγγελίσασθαι. ευαγγελίσω και σ’ εσάς που είστε
στη Ρώμη.
Η δύναμη του Ευαγγελίου
16 Οὐ γὰρ ἐπαισχύνομαι τὸ 16 Γιατί δεν ντρέπομαι το
εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ· δύναμις ευαγγέλιο, επειδή είναι δύναμη
γὰρ Θεοῦ ἐστιν εἰς σωτηρίαν Θεού για σωτηρία σε καθέναν
παντὶ τῷ πιστεύοντι, ᾿Ιουδαίῳ τε που πιστεύει, στον Ιουδαίο
πρῶτον καὶ ῞Ελληνι. πρώτα και μετά στον Έλληνα.
17 δικαιοσύνη γὰρ Θεοῦ ἐν αὐτῷ 17 Γιατί δικαιοσύνη Θεού σ’ αυτό
ἀποκαλύπτεται ἐκ πίστεως εἰς αποκαλύπτεται από πίστη σε
πίστιν, καθὼς γέγραπται· ὁ δὲ πίστη καθώς είναι γραμμένο: Ο
δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται. δίκαιος, όμως, θα ζήσει από την
πίστη.
Η αμαρτία της ανθρωπότητας
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Α’
18 ᾿Αποκαλύπτεται γὰρ ὀργὴ 18 Γιατί αποκαλύπτεται οργή
Θεοῦ ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐπὶ πᾶσαν Θεού από τον ουρανό πάνω σε
ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων κάθε ασέβεια και αδικία των
τῶν τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικίᾳ ανθρώπων, που καταπνίγουν την
κατεχόντων, αλήθεια με αδικία.
19 διότι τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ 19 Γιατί ό,τι είναι γνωστό για το
φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς· ὁ γὰρ Θεό είναι φανερό σ’ αυτούς.
Θεὸς αὐτοῖς ἐφανέρωσε. Επειδή ο Θεός τούς το φανέρωσε.
20 τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ 20 Επειδή τα αόρατα
κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι χαρακτηριστικά του από την
νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αρχή της κτίσης του κόσμου
αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης, εἰς τὸ κατανοούνται και διαβλέπονται
εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους, μέσω των δημιουργημάτων,
όπως και η αιώνια δύναμή του
και η θεία ιδιότητά του, ώστε
αυτοί να είναι αναπολόγητοι.
21 διότι γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς 21 Γιατί, ενώ γνώρισαν το Θεό, ως
Θεὸν ἐδόξασαν ἢ εὐχαρίστησαν, Θεό δεν τον δόξασαν ή δεν τον
ἀλλ᾿ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς ευχαρίστησαν, αλλά
διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ απατήθηκαν με τους μάταιους
ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν διαλογισμούς τους και
καρδία· σκοτείνιασε η ασύνετη καρδιά
τους.
22 φάσκοντες εἶναι σοφοὶ 22 Ενώ ισχυρίζονταν πως είναι
ἐμωράνθησαν, σοφοί, έγιναν μωροί,
23 καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ 23 και άλλαξαν τη δόξα του
ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι άφθαρτου Θεού με ομοίωμα
εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ εικόνας φθαρτού ανθρώπου και
πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ πτηνών και τετραπόδων και
ἑρπετῶν. ερπετών.
24 Διὸ καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ 24 Γι’ αυτό τους παράδωσε ο Θεός
Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν στις επιθυμίες των καρδιών τους
καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν σε ακαθαρσία, ώστε να
τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα ατιμάζουν τα σώματά τους
αὐτῶν ἐν αὐτοῖς, μεταξύ τους,
25 οἵτινες μετήλλαξαν τὴν 25 αυτοί που μετάλλαξαν την
ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, αλήθεια του Θεού με το ψέμα, και
καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ σεβάστηκαν και λάτρεψαν την
ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίση παρά τον Κτίστη, που είναι
κτίσαντα, ὅς ἐστιν εὐλογητὸς εἰς ευλογητός στους αιώνες. Αμήν.
τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Α’
26 Διὰ τοῦτο παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ 26 Γι’ αυτό τους παράδωσε ο Θεός
Θεὸς εἰς πάθη ἀτιμίας. αἵ τε γὰρ σε ατιμωτικά πάθη: γιατί και τα
θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν θηλυκά τους μετάλλαξαν τη
φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φυσική χρήση του σώματός τους
φύσιν, στην αφύσικη,
27 ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄρσενες 27 κι όμοια και οι αρσενικοί,
ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς αφού άφησαν τη φυσική χρήση
θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ του θηλυκού, κατακάηκαν από
ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, την όρεξή τους ο ένας προς τον
ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν άλλο, αρσενικοί με αρσενικούς,
ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι ενώ κατεργάζονταν άσχημες
καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πράξεις και λάβαιναν στους
πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς εαυτούς τους το μισθό που τους
ἀπολαμβάνοντες. έπρεπε της πλάνης τους.
28 Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν 28 Και καθώς δε δοκίμασαν για
τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, να έχουν το Θεό με επίγνωση,
παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς τους παράδωσε ο Θεός σε
ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τὰ μὴ κίβδηλο νου, ώστε να κάνουν όσα
καθήκοντα, δεν πρέπει.
29 πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, 29 Πλήρεις από κάθε αδικία,
πορνείᾳ πονηρίᾳ πλεονεξίᾳ ενεργητική κακία, πλεονεξία,
κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου φόνου ροπή προς την κακία. γεμάτοι
ἔριδος δόλου κακοηθείας, φθόνο, φόνο, έριδα, δόλο,
κακοήθεια. κουτσομπόληδες,
30 ψιθυριστάς, καταλάλους, 30 συκοφάντες, μισόθεοι,
θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, υβριστές, υπερήφανοι, αλαζόνες,
ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, εφευρέτες κακών, απειθείς στους
ἐφευρέτας κακῶν, γονεῦσιν γονείς,
ἀπειθεῖς,
31 ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, 31 ασύνετοι, παραβάτες
ἀστόργους, ἀσπόνδους, συνθηκών, άστοργοι,
ἀνελεήμονας· ανελεήμονες.
32 οἵτινες τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ 32 Οι οποίοι, μολονότι γνώρισαν
ἐπιγνόντες, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα καλά τη δίκαιη απόφαση του
πράσσοντες ἄξιοι θανάτου εἰσίν, Θεού, ότι όσοι πράττουν τέτοιου
οὐ μόνον αὐτὰ ποιοῦσιν, ἀλλὰ είδους πράγματα είναι άξιοι
καὶ συνευδοκοῦσι τοῖς θανάτου, όχι μόνο κάνουν αυτά,
πράσσουσι. αλλά και ευαρεστούνται
συμφωνώντας με όσους τα
πράττουν.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Β’
Η δίκαιη κρίση του Θεού
1 Διὸ ἀναπολόγητος εἶ, ὦ 1 Γι’ αυτό αναπολόγητος είσαι, ω
ἄνθρωπε, πᾶς ὁ κρίνων· ἐν ᾧ γὰρ άνθρωπε. καθένας που κρίνει.
κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν Γιατί σ’ ό,τι κρίνεις τον άλλο, τον
κατακρίνεις· τὰ γὰρ αὐτὰ εαυτό σου κατακρίνεις, επειδή τα
πράσσεις ὁ κρίνων. ίδια πράττεις κι εσύ που κρίνεις.
2 οἴδαμεν δὲ ὅτι τὸ κρῖμα τοῦ 2 Και ξέρουμε ότι η κρίση του
Θεοῦ ἐστι κατὰ ἀλήθειαν ἐπὶ τοὺς Θεού είναι σύμφωνη με την
τὰ τοιαῦτα πράσσοντας. αλήθεια σ’ όσους πράττουν
τέτοια πράγματα.
3 λογίζῃ δὲ τοῦτο, ὦ ἄνθρωπε ὁ 3 Και λογαριάζεις αυτό, ω
κρίνων τοὺς τὰ τοιαῦτα άνθρωπε που κρίνεις όσους
πράσσοντας καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι πράττουν τέτοια πράγματα ενώ
σὺ ἐκφεύξῃ τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ; κάνεις τα ίδια, ότι εσύ θα
ξεφύγεις την καταδίκη του Θεού;
4 ἢ τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος 4 Ή καταφρονείς τον πλούτο της
αὐτοῦ καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς χρηστότητάς του και της ανοχής
μακροθυμίας καταφρονεῖς, και της μακροθυμίας του,
ἀγνοῶν ὅτι τὸ χρηστὸν τοῦ Θεοῦ αγνοώντας ότι η καλοσύνη του
εἰς μετάνοιάν σε ἄγει; Θεού σε οδηγεί σε μετάνοια;
5 κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου 5 Σύμφωνα με τη σκληρότητά
καὶ ἀμετανόητον καρδίαν σου, λοιπόν, και με την
θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν αμετανόητη καρδιά σου,
ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως θησαυρίζεις για τον εαυτό σου
καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, οργή κατά την ημέρα της οργής
και της αποκάλυψης της
δικαιοκρισίας του Θεού,
6 ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ ἔργα 6 ο οποίος θα αποδώσει σε
αὐτοῦ, καθέναν σύμφωνα με τα έργα
του.
7 τοῖς μὲν καθ᾿ ὑπομονὴν ἔργου 7 Αφενός σ’ εκείνους που,
ἀγαθοῦ δόξαν καὶ τιμὴν καὶ κάνοντας με υπομονή έργα
ἀφθαρσίαν ζητοῦσι ζωὴν αγαθά, ζητούν δόξα και τιμή και
αἰώνιον, αφθαρσία, θα δώσει ζωή αιώνια.
8 τοῖς δὲ ἐξ ἐριθείας, καὶ 8 αφετέρου σ’ εκείνους που από
ἀπειθοῦσι μὲν τῇ ἀληθείᾳ, φατριαστικό πνεύμα απειθούν
πειθομένοις δὲ τῇ ἀδικίᾳ, θυμὸς στην αλήθεια και πείθονται στην
καὶ ὀργή· αδικία, οργή και θυμός.
9 θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ 9 Θλίψη και στενοχώρια πάνω σε
πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κάθε ψυχή ανθρώπου που
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Β’
κατεργαζομένου τὸ κακόν, κατεργάζεται το κακό, του
᾿Ιουδαίου τε πρῶτον καὶ Ιουδαίου πρώτα και μετά του
῞Ελληνος· Έλληνα.
10 δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη 10 Δόξα, όμως, και τιμή και
παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, ειρήνη σε καθέναν που εργάζεται
᾿Ιουδαίῳ τε πρῶτον καὶ ῞Ελληνι· το αγαθό, στον Ιουδαίο πρώτα
και μετά στον Έλληνα.
11 οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία 11 Γιατί δεν υπάρχει
παρὰ τῷ Θεῷ. προσωποληψία στο Θεό.
12 ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, 12 Γιατί, όσοι χωρίς νόμο
ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι αμάρτησαν, χωρίς νόμο και θα
ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου καταστραφούν. Και όσοι με το
κριθήσονται. νόμο αμάρτησαν, διαμέσου του
νόμου θα κατακριθούν.
13 οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου 13 Γιατί οι ακροατές του νόμου
δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ δεν είναι δίκαιοι μπροστά στο
ποιηταὶ τοῦ νόμου Θεό, αλλά οι τηρητές του νόμου
δικαιωθήσονται. θα δικαιωθούν.
14 ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον 14 Επειδή, όταν οι εθνικοί που δεν
ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, έχουν νόμο, κάνουν από τη φύση
οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς τους τα έργα του νόμου, αυτοί, αν
εἰσι νόμος, και δεν έχουν νόμο, είναι νόμος
στους εαυτούς τους.
15 οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον 15 Οι οποίοι αποδείχνουν ότι το
τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς έργο του νόμου είναι γραμμένο
καρδίαις αὐτῶν, στις καρδιές τους, ενώ
συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συμμαρτυρεί η συνείδησή τους
συνειδήσεως καὶ μεταξὺ και μεταξύ τους οι λογισμοί
ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούν ή και απολογούνται.
κατηγορούντων ἢ καὶ
ἀπολογουμένων
16 ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ 16 Αυτά θα φανερωθούν κατά
κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ την ημέρα που θα κρίνει ο Θεός
εὐαγγέλιόν μου διὰ ᾿Ιησοῦ τα κρυφά των ανθρώπων
Χριστοῦ. σύμφωνα με το ευαγγέλιό μου
μέσω του Χριστού Ιησού.
Οι Ιουδαίοι και ο Νόμος
17 ῎Ιδε σὺ ᾿Ιουδαῖος ἐπονομάζῃ, 17 Αν όμως εσύ επονομάζεσαι
καὶ ἐπαναπαύῃ τῷ νόμῳ, καὶ Ιουδαίος και επαναπαύεσαι στο
καυχᾶσαι ἐν Θεῷ, νόμο και καυχιέσαι στο Θεό,
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Β’
18 καὶ γινώσκεις τὸ θέλημα, καὶ 18 και γνωρίζεις το θέλημά του
δοκιμάζεις τὰ διαφέροντα, και διακρίνεις αυτά που
κατηχούμενος ἐκ τοῦ νόμου, διαφέρουν μεταξύ τους, επειδή
κατηχείσαι από το νόμο,
19 πέποιθάς τε σεαυτὸν ὁδηγὸν 19 κι έχεις πείσει τον εαυτό σου
εἶναι τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, πως είναι οδηγός τυφλών, φως
αυτών που είναι στο σκοτάδι,
20 παιδευτὴν ἀφρόνων, 20 παιδαγωγός αφρόνων,
διδάσκαλον νηπίων, ἔχοντα τὴν δάσκαλος νηπίων, που έχει τη
μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς διαμόρφωση της γνώσης και της
ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ. αλήθειας μέσα στο νόμο.
21 ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον 21 εσύ, λοιπόν, που διδάσκεις τον
σεαυτὸν οὐ διδάσκεις; ὁ άλλο, τον εαυτό σου δε διδάσκεις;
κηρύσσων μὴ κλέπτειν κλέπτεις; Εσύ που κηρύττεις να μην
κλέβουν, κλέβεις;
22 ὁ λέγων μὴ μοιχεύειν 22 Εσύ που λες να μη μοιχεύουν,
μοιχεύεις; ὁ βδελυσσόμενος τὰ μοιχεύεις; Εσύ που αισθάνεσαι
εἴδωλα ἱεροσυλεῖς; βδελυγμία για τα είδωλα,
ιεροσυλείς;
23 ὃς ἐν νόμῳ καυχᾶσαι, διὰ τῆς 23 Εσύ ο οποίος καυχιέσαι στο
παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν νόμο, με την παράβαση του
ἀτιμάζεις; νόμου το Θεό ατιμάζεις!
24 τὸ γὰρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι᾿ 24 Γιατί το όνομα του Θεού
ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς εξαιτίας σας βλαστημιέται
ἔθνεσι, καθὼς γέγραπται. μεταξύ των εθνών, καθώς είναι
γραμμένο.
25 περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ, ἐὰν 25 Γιατί, βέβαια, η περιτομή
νόμον πράσσῃς· ἐὰν δὲ ωφελεί, αν πράττεις το νόμο. Αν
παραβάτης νόμου ᾖς, ἡ περιτομή όμως είσαι παραβάτης του
σου ἀκροβυστία γέγονεν. νόμου, η περιτομή σου έχει γίνει
ακροβυστία.
26 ἐὰν οὖν ἡ ἀκροβυστία τὰ 26 Αν λοιπόν αυτός που έχει την
δικαιώματα τοῦ νόμου φυλάσσῃ, ακροβυστία φυλάει τις διατάξεις
οὐχὶ ἡ ἀκροβυστία αὐτοῦ εἰς του νόμου, η ακροβυστία του δε
περιτομὴν λογισθήσεται; θα λογιστεί περιτομή;
27 καὶ κρινεῖ ἡ ἐκ φύσεως 27 Και θα κρίνει αυτός που έχει
ἀκροβυστία, τὸν νόμον τελοῦσα, την ακροβυστία εκ φύσεως και
σὲ τὸν διὰ γράμματος καὶ εκτελεί το νόμο, εσένα, που με το
περιτομῆς παραβάτην νόμου. γράμμα του νόμου και την
περιτομή είσαι παραβάτης του
νόμου.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Β’
28 οὐ γὰρ ὁ ἐν τῷ φανερῷ 28 Γιατί δεν είναι Ιουδαίος αυτός
᾿Ιουδαῖός ἐστιν, οὐδὲ ἡ ἐν τῷ που φαίνεται ούτε περιτομή είναι
φανερῷ ἐν σαρκὶ περιτομή, αυτή που είναι φανερή στη
σάρκα.
29 ἀλλ᾿ ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ ᾿Ιουδαῖος, 29 Αλλά ο Ιουδαίος είναι αυτός
καὶ περιτομὴ καρδίας ἐν που είναι στον κρυφό άνθρωπο,
πνεύματι, οὐ γράμματι, οὗ ὁ και περιτομή είναι αυτή της
ἔπαινος οὐκ ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ καρδιάς με το Πνεύμα, όχι με το
ἐκ τοῦ Θεοῦ. γράμμα. Αυτού ο έπαινος δεν
προέρχεται από ανθρώπους,
αλλά από το Θεό.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Γ’
Απάντηση σε αντιρρήσεις
1 Τί οὖν τὸ περισσὸν τοῦ 1 Τι λοιπόν το περισσότερο έχει ο
᾿Ιουδαίου, ἢ τίς ἡ ὠφέλεια τῆς Ιουδαίος ή ποια η ωφέλεια της
περιτομῆς; περιτομής;
2 πολὺ κατὰ πάντα τρόπον. 2 Πολύ ωφελεί με κάθε τρόπο.
πρῶτον μὲν γὰρ ὅτι Γιατί, βέβαια, πρώτα απ’ όλα
ἐπιστεύθησαν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. ωφελεί ότι τους εμπιστεύτηκαν
τα λόγια του Θεού.
3 τί γὰρ εἰ ἠπίστησάν τινες; μὴ ἡ 3 Γιατί τι σημασία έχει; Αν
ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ απίστησαν μερικοί, μήπως η
Θεοῦ καταργήσει; απιστία τους θα καταργήσει την
πιστότητα του Θεού;
4 μὴ γένοιτο· γινέσθω δὲ ὁ Θεὸς 4 Είθε να μη γίνει! Αλλά ας είναι ο
ἀληθής, πᾶς δὲ ἄνθρωπος Θεός αληθινός και κάθε
ψεύστης, καθὼς γέγραπται· ὅπως άνθρωπος ψεύτης καθώς είναι
ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου γραμμένο: Για να δικαιωθείς στα
καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. λόγια σου και να νικήσεις όταν
κρίνεσαι.
5 εἰ δὲ ἡ ἀδικία ἡμῶν Θεοῦ 5 Αν, λοιπόν, η αδικία μας
δικαιοσύνην συνίστησι, τί συνιστά τη δικαιοσύνη του Θεού,
ἐροῦμεν; μὴ ἄδικος ὁ Θεὸς ὁ τι θα πούμε; Μήπως είναι άδικος
ἐπιφέρων τὴν ὀργήν; κατὰ ο Θεός που επιφέρει την οργή του;
ἄνθρωπον λέγω. Μιλώ ανθρώπινα.
6 μὴ γένοιτο· ἐπεὶ πῶς κρινεῖ ὁ 6 Είθε να μη γίνει! Επειδή, αν είναι
Θεὸς τὸν κόσμον; έτσι, πώς θα κρίνει ο Θεός τον
κόσμο;
7 εἰ γὰρ ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ 7 Αν όμως η αλήθεια του Θεού
ἐμῷ ψεύσματι ἐπερίσσευσεν εἰς περίσσεψε με το δικό μου ψέμα
τὴν δόξαν αὐτοῦ, τί ἔτι κἀγὼ ὡς για τη δόξα του, γιατί κι εγώ
ἁμαρτωλὸς κρίνομαι, κατακρίνομαι ακόμα ως
αμαρτωλός;
8 καὶ μὴ καθὼς βλασφημούμεθα 8 Και τότε γιατί να μην πούμε,
καὶ καθὼς φασί τινες ἡμᾶς καθώς μας συκοφαντούν μερικοί
λέγειν ὅτι ποιήσωμεν τὰ κακὰ και καθώς λένε ότι
ἵνα ἔλθῃ τὰ ἀγαθά; ὧν τὸ κρῖμα διακηρύττουμε, «να κάνουμε τα
ἔνδικόν ἐστι. κακά, για να έρθουν τα αγαθά»;
Αυτών η καταδίκη είναι δίκαιη.
Δεν υπάρχει κανένας δίκαιος
9 Τί οὖν; προεχόμεθα; οὐ πάντως· 9 Τι λοιπόν; Υπερέχουμε;
προῃτιασάμεθα γὰρ ᾿Ιουδαίους Καθόλου. γιατί κατηγορήσαμε
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Γ’
τε καὶ ῞Ελληνας πάντας ὑφ᾿ προηγουμένως και Ιουδαίους και
ἁμαρτίαν εἶναι, Έλληνες, πως όλοι είναι κάτω
από αμαρτία
10 καθὼς γέγραπται ὅτι οὐκ ἔστι 10 καθώς είναι γραμμένο: Δεν
δίκαιος οὐδὲ εἷς, υπάρχει δίκαιος ούτε ένας,
11 οὐκ ἔστιν ὁ συνιῶν, οὐκ ἔστιν ὁ 11 δεν υπάρχει αυτός που να έχει
ἐκζητῶν τὸν Θεόν· σύνεση, δεν υπάρχει αυτός που
να αναζητεί το Θεό.
12 πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα 12 Όλοι παρέκκλιναν, συγχρόνως
ἠχρειώθησαν· οὐκ ἔστι ποιῶν εξαχρειώθηκαν, δεν υπάρχει
χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός. αυτός που να κάνει το καλό, δεν
υπάρχει ούτε ένας.
13 τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ 13 Τάφος ανοιγμένος ο λάρυγγάς
αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὐτῶν τους, με τις γλώσσες τους ήταν
ἐδολιοῦσαν, ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ δόλιοι, φαρμάκι φιδιών ασπίδας
χείλη αὐτῶν· κάτω από τα χείλη τους.
14 ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας 14 Των οποίων το στόμα είναι
γέμει· γεμάτο κατάρα και πικρία.
15 ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι 15 Γρήγορα τα πόδια τους στο να
αἷμα, χύνουν αίμα,
16 σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν 16 συντρίμμια και ταλαιπωρία
ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, στις οδούς τους,
17 καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν. 17 και οδό ειρήνης δε γνώρισαν.
18 οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι 18 Δεν υπάρχει φόβος Θεού
τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. μπροστά στα μάτια τους.
19 Οἴδαμεν δὲ ὅτι ὅσα ὁ νόμος 19 Και ξέρουμε ότι όσα λέει ο
λέγει τοῖς ἐν τῷ νόμῳ λαλεῖ, ἵνα νόμος τα μιλά γι’ αυτούς που
πᾶν στόμα φραγῇ καὶ ὑπόδικος ζουν μέσα στο νόμο, για να
γένηται πᾶς ὁ κόσμος τῷ Θεῷ, φραχτεί κάθε στόμα και όλος ο
κόσμος να γίνει υπόδικος στο
Θεό.
20 διότι ἐξ ἔργων νόμου οὐ 20 Γιατί από έργα νόμου δε θα
δικαιωθήσεται πᾶσα σὰρξ δικαιωθεί κανένας άνθρωπος
ἐνώπιον αὐτοῦ· διὰ γὰρ νόμου μπροστά του, επειδή με το νόμο
ἐπίγνωσις ἁμαρτίας. γίνεται επίγνωση της αμαρτίας.
Πως σώζει ο Θεός τον άνθρωπο
21 Νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου 21 Τώρα όμως χωρίς νόμο έχει
δικαιοσύνη Θεοῦ πεφανέρωται, φανερωθεί δικαίωση Θεού η
μαρτυρουμένη ὑπὸ τοῦ νόμου καὶ οποία μαρτυρείται από το νόμο
τῶν προφητῶν, και τους προφήτες,
22 δικαιοσύνη δὲ Θεοῦ διὰ 22 αλλά δικαίωση Θεού μέσω της
πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἰς πίστης στον Ιησού Χριστό σε
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Γ’
πάντας καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς όλους εκείνους που πιστεύουν.
πιστεύοντας· οὐ γάρ ἐστι Γιατί δεν υπάρχει διάκριση,
διαστολή·
23 πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ 23 επειδή όλοι αμάρτησαν και
ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, στερούνται τη δόξα του Θεού,
24 δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ 24 και δικαιώνονται δωρεάν με τη
χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως χάρη του μέσω της απολύτρωσης
τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, που είναι στο Χριστό Ιησού.
25 ὃν προέθετο ὁ Θεὸς ἱλαστήριον 25 Αυτόν προκαθόρισε ο Θεός
διὰ τῆς πίστεως ἐν τῷ αὐτοῦ ιλαστήριο μέσω της πίστης στο
αἵματι, εἰς ἔνδειξιν τῆς αίμα του, προς ένδειξη της
δικαιοσύνης αὐτοῦ διὰ τὴν δικαιοσύνης του, λόγω της
πάρεσιν τῶν προγεγονότων παράβλεψης των αμαρτημάτων
ἁμαρτημάτων που έχουν γίνει στο παρελθόν
26 ἐν τῇ ἀνοχῇ τοῦ Θεοῦ, πρὸς 26 κατά τη διάρκεια της ανοχής
ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ του Θεού, με σκοπό την ένδειξη
ἐν τῷ νῦν καιρῷ, εἰς τὸ εἶναι της δικαιοσύνης του στον τωρινό
αὐτὸν δίκαιον καὶ δικαιοῦντα καιρό, ώστε να είναι αυτός
τὸν ἐκ πίστεως ᾿Ιησοῦ. δίκαιος και να δικαιώνει όποιον
ζει με πίστη στον Ιησού.
27 Ποῦ οὖν ἡ καύχησις; 27 Πού είναι λοιπόν η καύχηση;
ἐξεκλείσθη. διὰ ποίου νόμου; τῶν Αποκλείστηκε. Μέσω ποιου
ἔργων; οὐχί, ἀλλὰ διὰ νόμου νόμου; Των έργων; Όχι, αλλά
πίστεως. μέσω του νόμου της πίστης.
28 λογιζόμεθα οὖν πίστει 28 Γιατί συμπεραίνουμε ότι ο
δικαιοῦσθαι ἄνθρωπον χωρὶς άνθρωπος δικαιώνεται με την
ἔργων νόμου. πίστη χωρίς τα έργα του νόμου.
29 ἢ ᾿Ιουδαίων ὁ Θεὸς μόνον; οὐχὶ 29 Ή ο Θεός είναι μόνο των
δὲ καὶ ἔθνῶν; ναὶ καὶ ἐθνῶν, Ιουδαίων; Όχι και των εθνικών;
Ναι, είναι και των εθνικών,
30 ἐπείπερ εἷς ὁ Θεὸς ὃς δικαιώσει 30 εφόσον ένας είναι ο Θεός, ο
περιτομὴν ἐκ πίστεως καὶ οποίος θα δικαιώσει όσους έχουν
ἀκροβυστίαν διὰ τῆς πίστεως. περιτομή από την πίστη και
όσους έχουν ακροβυστία μέσω
της πίστης.
31 νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ 31 Το νόμο, λοιπόν, καταργούμε
τῆς πίστεως; μὴ γένοιτο, ἀλλὰ με την πίστη; Είθε να μη γίνει,
νόμον ἱστῶμεν. αλλά το νόμο ανορθώνουμε!
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Δ’
Το παράδειγμα του Αβραάμ
1 Τί οὖν ἐροῦμεν ᾿Αβραὰμ τὸν 1 Τι λοιπόν θα πούμε ότι έχει
πατέρα ἡμῶν εὑρηκέναι κατὰ πετύχει ο Αβραάμ, ο προπάτοράς
σάρκα; μας κατά σάρκα;
2 εἰ γὰρ ᾿Αβραὰμ ἐξ ἔργων 2 Γιατί, αν ο Αβραάμ δικαιώθηκε
ἐδικαιώθη, ἔχει καύχημα, ἀλλ᾿ οὐ από έργα, έχει καύχημα. αλλά όχι
πρὸς τὸν Θεόν. προς το Θεό.
3 τί γὰρ ἡ γραφὴ λέγει; ἐπίστευσε 3 Γιατί, τι λέει η Γραφή; Πίστεψε
δὲ ᾿Αβραὰμ τῷ Θεῷ καὶ ἐλογίσθη τότε ο Αβραάμ στο Θεό και του
αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην. λογαριάστηκε για δικαίωση.
4 τῷ δὲ ἐργαζομένῳ ὁ μισθὸς οὐ 4 Όμως στον εργαζόμενο ο
λογίζεται κατὰ χάριν, ἀλλὰ κατὰ μισθός δε λογαριάζεται ως χάρη,
ὀφείλημα· αλλά ως οφειλή.
5 τῷ δὲ μὴ ἐργαζομένῳ, 5 Σ’ όποιον όμως δεν εργάζεται,
πιστεύοντι δὲ ἐπὶ τὸν δικαιοῦντα αλλά πιστεύει σ’ αυτόν που
τὸν ἀσεβῆ λογίζεται ἡ πίστις δικαιώνει τον ασεβή,
αὐτοῦ εἰς δικαιοσύνην, λογαριάζεται η πίστη του για
δικαίωση.
6 καθάπερ καὶ Δαυῒδ λέγει τὸν 6 Καθώς ακριβώς και ο Δαβίδ
μακαρισμὸν τοῦ ἀνθρώπου ᾧ ὁ αναφέρει το μακαρισμό του
Θεὸς λογίζεται δικαιοσύνην ανθρώπου στον οποίο ο Θεός
χωρὶς ἔργων· λογαριάζει δικαιοσύνη χωρίς
έργα:
7 μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ 7 Μακάριοι αυτοί που τους
ἀνομίαι καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αφέθηκαν οι ανομίες και αυτοί
αἱ ἁμαρτίαι· που τους επικαλύφτηκαν οι
αμαρτίες.
8 μακάριος ἀνὴρ ᾧ οὐ μὴ 8 Μακάριος ο άνθρωπος στον
λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν. οποίο δε λογάριασε ο Κύριος
αμαρτία.
9 ὁ μακαρισμὸς οὖν οὗτος ἐπὶ τὴν 9 Ο μακαρισμός λοιπόν αυτός,
περιτομὴν ἢ καὶ ἐπὶ τὴν είναι μόνο γι’ αυτούς που έχουν
ἀκροβυστίαν; λέγομεν γὰρ ὅτι την περιτομή ή και γι’ αυτούς
ἐλογίσθη τῷ ᾿Αβραὰμ ἡ πίστις εἰς που έχουν την ακροβυστία; Γιατί
δικαιοσύνην. λέμε: Λογαριάστηκε στον
Αβραάμ η πίστη για δικαίωση.
10 πῶς οὖν ἐλογίσθη; ἐν περιτομῇ 10 Πώς λοιπόν του λογαριάστηκε;
ὄντι ἢ ἐν ἀκροβυστίᾳ; οὐκ ἐν Όταν ήταν με περιτομή ή με
περιτομῇ, ἀλλ᾿ ἐν ἀκροβυστίᾳ· ακροβυστία; Όχι όταν ήταν με
περιτομή, αλλά με ακροβυστία.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Δ’
11 καὶ σημεῖον ἔλαβε περιτομῆς, 11 Και έλαβε το σημείο της
σφραγῖδα τῆς δικαιοσύνης τῆς περιτομής, σαν σφραγίδα της
πίστεως τῆς ἐν τῇ ἀκροβυστίᾳ, εἰς δικαιοσύνης που προερχόταν
τὸ εἶναι αὐτὸν πατέρα πάντων από την πίστη την οποία είχε με
τῶν πιστευόντων δι᾿ την ακροβυστία, για να είναι
ἀκροβυστίας, εἰς τὸ λογισθῆναι αυτός πατέρας όλων εκείνων που
καὶ αὐτοῖς τὴν δικαιοσύνην, πιστεύουν με την ακροβυστία,
ώστε να λογαριαστεί και σ’
αυτούς η δικαίωση.
12 καὶ πατέρα περιτομῆς τοῖς οὐκ 12 Και να είναι πατέρας αυτών
ἐκ περιτομῆς μόνον, ἀλλὰ καὶ που έχουν περιτομή, που όχι μόνο
τοῖς στοιχοῦσι τοῖς ἴχνεσι τῆς ἐν κατάγονται από περιτμημένους,
τῇ ἀκροβυστίᾳ πίστεως τοῦ αλλά και που στοιχίζονται
πατρὸς ἡμῶν ᾿Αβραάμ. περπατώντας στα ίχνη της
πίστης του πατέρα μας Αβραάμ,
την οποία είχε με την
ακροβυστία.
Η εμπιστοσύνη στις επαγγελίες του
Θεού
13 οὐ γὰρ διὰ νόμου ἡ ἐπαγγελία 13 Γιατί δε δόθηκε με το νόμο η
τῷ ᾿Αβραὰμ ἢ τῷ σπέρματι υπόσχεση στον Αβραάμ ή στους
αὐτοῦ, τὸ κληρονόμον αὐτὸν απογόνους του, το να είναι αυτός
εἶναι τοῦ κόσμου, ἀλλὰ διὰ κληρονόμος του κόσμου, αλλά με
δικαιοσύνης πίστεως. τη δικαίωση της πίστης.
14 εἰ γὰρ οἱ ἐκ νόμου κληρονόμοι, 14 Γιατί, αν οι κληρονόμοι
κεκένωται ἡ πίστις καὶ προέρχονταν από το νόμο, έχει
κατήργηται ἡ ἐπαγγελία· κενωθεί η πίστη, και έχει
καταργηθεί η υπόσχεση.
15 ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν 15 Επειδή ο νόμος κατεργάζεται
κατεργάζεται· οὗ γὰρ οὐκ ἔστι οργή. Όπου όμως δεν υπάρχει
νόμος, οὐδὲ παράβασις. νόμος, δεν υπάρχει ούτε
παράβαση.
16 Διὰ τοῦτο ἐκ πίστεως, ἵνα κατὰ 16 Γι’ αυτό η υπόσχεση δίνεται με
χάριν, εἰς τὸ εἶναι βεβαίαν τὴν την πίστη, για να είναι κατά
ἐπαγγελίαν παντὶ τῷ σπέρματι, χάρη, ώστε η υπόσχεση να είναι
οὐ τῷ ἐκ τοῦ νόμου μόνον, ἀλλὰ βέβαιη στον κάθε απόγονο, όχι
καὶ τῷ ἐκ πίστεως ᾿Αβραάμ, ὅς μόνο σ’ όποιον προέρχεται από το
ἐστι πατὴρ πάντων ἡμῶν, νόμο, αλλά και σ’ όποιον
προέρχεται από την πίστη που
είχε ο Αβραάμ, που είναι πατέρας
όλων μας
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Δ’
17 καθὼς γέγραπται ὅτι πατέρα 17 καθώς είναι γραμμένο: Πατέρα
πολλῶν ἐθνῶν τέθεικά σε, πολλών εθνών σε έχω θέσει. Ο
κατέναντι οὗ ἐπίστευσε Θεοῦ τοῦ Αβραάμ πίστεψε απέναντι σ’
ζωοποιοῦντος τοὺς νεκροὺς καὶ αυτόν το Θεό που ζωοποιεί τους
καλοῦντος τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα· νεκρούς και καλεί όσα δεν
υπάρχουν σαν να υπάρχουν.
18 ὃς παρ᾿ ἐλπίδα ἐπ᾿ ἐλπίδι 18 Ο οποίος, παρόλο που δεν είχε
ἐπίστευσεν, εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸν ελπίδα, πίστεψε στην ελπίδα, στο
πατέρα πολλῶν ἐθνῶν κατὰ τὸ ότι αυτός θα γίνει πατέρας
εἰρημένον· οὕτως ἔσται τὸ πολλών εθνών, σύμφωνα με αυτό
σπέρμα σου· που του είχε ειπωθεί: Έτσι
αναρίθμητοι θα είναι οι απόγονοί
σου.
19 καὶ μὴ ἀσθενήσας τῇ πίστει οὐ 19 Και χωρίς να ασθενήσει στην
κατενόησε τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ἤδη πίστη, παρατήρησε το σώμα του
νενεκρωμένον, ἑκατονταέτης να είναι ήδη νεκρωμένο – ήταν
που ὑπάρχων, καὶ τὴν νέκρωσιν περίπου εκατό ετών – όπως και τη
τῆς μήτρας Σάρρας· νέκρωση της μήτρας της Σάρρας.
20 εἰς δὲ τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Θεοῦ 20 Στην υπόσχεση όμως του Θεού
οὐ διεκρίθη τῇ ἀπιστίᾳ, ἀλλ᾿ δεν αμφέβαλε με την απιστία,
ἐνεδυναμώθη τῇ πίστει, δοὺς αλλά ενδυναμώθηκε με την
δόξαν τῷ Θεῷ πίστη και έδωσε δόξα στο Θεό
21 καὶ πληροφορηθεὶς ὅτι ὃ 21 και πείστηκε πλήρως ότι αυτό
ἐπήγγελται δυνατός ἐστι καὶ που έχει υποσχεθεί είναι δυνατός
ποιῆσαι. και να το κάνει.
22 διὸ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς 22 Γι’ αυτό και η πίστη τού
δικαιοσύνην. λογαριάστηκε για δικαίωση.
23 Οὐκ ἐγράφη δὲ δι᾿ αὐτὸν μόνον 23 Δε γράφτηκε όμως μόνο γι’
ὅτι ἐλογίσθη αὐτῷ, αυτόν ότι του λογαριάστηκε,
24 ἀλλὰ καὶ δι᾿ ἡμᾶς οἷς μέλλει 24 αλλά και για εμάς, στους
λογίζεσθαι, τοῖς πιστεύουσιν ἐπὶ οποίους μέλλει να λογαριάζεται,
τὸν ἐγείραντα ᾿Ιησοῦν τὸν Κύριον σ’ όσους πιστεύουν σ’ εκείνον που
ἡμῶν ἐκ νεκρῶν, έγειρε τον Ιησού τον Κύριό μας
από τους νεκρούς.
25 ὃς παρεδόθη διὰ τὰ 25 Ο οποίος παραδόθηκε για τα
παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἠγέρθη παραπτώματά μας και εγέρθηκε
διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν. για τη δικαίωσή μας.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Ε’
Η συμφιλίωση με το Θεό
1 Δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως 1 Δικαιωθήκαμε λοιπόν από την
εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ πίστη, και έχουμε ειρήνη με το
τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, Θεό μέσω του Κυρίου μας Ιησού
Χριστού,
2 δι᾿ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν 2 μέσω του οποίου έχουμε και την
ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν είσοδο με την πίστη στη χάρη
χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ αυτή στην οποία έχουμε σταθεί.
καυχώμεθα ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς δόξης και καυχιόμαστε για την ελπίδα
τοῦ Θεοῦ. της δόξας του Θεού.
3 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ 3 Και όχι μόνο αυτό, αλλά και
καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, καυχιόμαστε μέσα στις θλίψεις,
εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν ξέροντας ότι η θλίψη
κατεργάζεται, κατεργάζεται υπομονή,
4 ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ 4 και η υπομονή δοκιμασμένο
δοκιμὴ ἐλπίδα, χαρακτήρα, και ο δοκιμασμένος
χαρακτήρας ελπίδα.
5 ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ 5 Και η ελπίδα δεν
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν καταντροπιάζει, γιατί η αγάπη
ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ του Θεού έχει ξεχυθεί στις
Πνεύματος ῾Αγίου τοῦ δοθέντος καρδιές μας με το Πνεύμα το Άγιο
ἡμῖν. που μας δόθηκε.
6 ῎Ετι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν 6 Ακόμη γιατί, ενώ εμείς ήμασταν
ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ακόμη ασθενείς, ο Χριστός κατά
ἀσεβῶν ἀπέθανε. τον κατάλληλο καιρό πέθανε
υπέρ των ασεβών.
7 μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις 7 Γιατί μόλις και μετά βίας υπέρ
ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ενός δικαίου κανείς θα πεθάνει.
ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ Επειδή για τον αγαθό άνθρωπο
ἀποθανεῖν. ίσως κανείς και τολμά να
πεθάνει.
8 συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ 8 Ο Θεός, όμως, δείχνει τη δική
ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι του αγάπη σ’ εμάς με το ότι, ενώ
ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ήμασταν ακόμη αμαρτωλοί, ο
ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε. Χριστός πέθανε για χάρη μας.
9 πολλῷ οὖν μᾶλλον 9 Πολύ περισσότερο, λοιπόν,
δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι τώρα που δικαιωθήκαμε με το
αὐτοῦ σωθησόμεθα δι᾿ αὐτοῦ αίμα του θα σωθούμε μέσω
ἀπὸ τῆς ὀργῆς. αυτού από την οργή.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Ε’
10 εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες 10 Γιατί αν, όταν ήμασταν εχθροί,
κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ συμφιλιωθήκαμε με το Θεό μέσω
θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ του θανάτου του Υιού του, πολύ
μᾶλλον καταλλαγέντες περισσότερο, αφού
σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ· συμφιλιωθήκαμε, θα σωθούμε με
τη ζωή του.
11 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ 11 Και όχι μόνο αυτό, αλλά και
καυχώμενοι ἐν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ καυχιόμαστε για το Θεό μέσω του
Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μέσω
οὗ νῦν τὴν καταλλαγὴν του οποίου τώρα λάβαμε τη
ἐλάβομεν. συμφιλίωση.
Ο Αδάμ και ο Χριστός
12 Διὰ τοῦτο ὥσπερ δι᾿ ἑνὸς 12 Γι’ αυτό, όπως ακριβώς μέσω
ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν ενός ανθρώπου εισήλθε η
κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς αμαρτία στον κόσμο και μέσω
ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καὶ οὕτως της αμαρτίας ο θάνατος, και έτσι
εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος σε όλους τους ανθρώπους ο
διῆλθεν, ἐφ᾿ ᾧ πάντες ἥμαρτον· – θάνατος πέρασε, εφόσον όλοι
αμάρτησαν...
13 ἄχρι γὰρ νόμου ἁμαρτία ἦν ἐν 13 – Γιατί μέχρι τότε που δόθηκε ο
κόσμῳ, ἁμαρτία δὲ οὐκ νόμος υπήρχε αμαρτία στον
ἐλλογεῖται μὴ ὄντος νόμου· κόσμο, αλλά αμαρτία δεν
καταλογίζεται όταν δεν υπάρχει
νόμος.
14 ἀλλ᾿ ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος 14 Παρόλ’ αυτά ο θάνατος
ἀπὸ ᾿Αδὰμ μέχρι Μωϋσέως καὶ βασίλεψε από τον Αδάμ μέχρι το
ἐπὶ τοὺς μὴ ἁμαρτήσαντας ἐπὶ τῷ Μωυσή και πάνω σ’ αυτούς που
ὁμοιώματι τῆς παραβάσεως δεν αμάρτησαν κατά τρόπο
᾿Αδάμ, ὅς ἐστι τύπος τοῦ όμοιο με την παράβαση του
μέλλοντος. Αδάμ, που είναι τύπος Εκείνου
που έμελλε να έρθει.
15 ᾿Αλλ᾿ οὐχ ὡς τὸ παράπτωμα, 15 Αλλά όπως είναι το
οὕτω καὶ τὸ χάρισμα. εἰ γὰρ τῷ παράπτωμα δεν είναι έτσι και το
τοῦ ἑνὸς παραπτώματι οἱ πολλοὶ χάρισμα. Γιατί αν με το
ἀπέθανον, πολλῷ μᾶλλον ἡ χάρις παράπτωμα του ενός πέθαναν οι
τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δωρεὰ ἐν χάριτι τῇ πολλοί, πολύ περισσότερο
τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ᾿Ιησοῦ περίσσεψε στους πολλούς η χάρη
Χριστοῦ εἰς τοὺς πολλοὺς του Θεού και η δωρεά με τη χάρη
ἐπερίσσευσε. που προέρχεται από τον ένα
άνθρωπο, τον Ιησού Χριστό.
16 καὶ οὐχ ὡς δι᾿ ἑνὸς 16 Και δεν έγινε με το δώρο όπως
ἁμαρτήσαντος τὸ δώρημα· τὸ μὲν έγινε με το παράπτωμα μέσω του
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Ε’
γὰρ κρῖμα ἐξ ἑνὸς εἰς κατάκριμα, ενός ανθρώπου που αμάρτησε.
τὸ δὲ χάρισμα ἐκ πολλῶν Γιατί αφενός η κρίση που επήλθε
παραπτωμάτων εἰς δικαίωμα. από ένα παράπτωμα οδήγησε σε
καταδίκη, αφετέρου το χάρισμα
από πολλά παραπτώματα οδηγεί
σε δικαίωση.
17 εἰ γὰρ τῷ τοῦ ἑνὸς 17 Γιατί, αν με το παράπτωμα του
παραπτώματι ὁ θάνατος ενός ανθρώπου ο θάνατος
ἐβασίλευσε διὰ τοῦ ἑνός, πολλῷ βασίλεψε μέσω αυτού του ενός,
μᾶλλον οἱ τὴν περισσείαν τῆς πολύ περισσότερο αυτοί που
χάριτος καὶ τῆς δωρεᾶς τῆς λαβαίνουν το περίσσευμα της
δικαιοσύνης λαμβάνοντες ἐν ζωῇ χάρης και τη δωρεά της
βασιλεύσουσι διὰ τοῦ ἑνὸς ᾿Ιησοῦ δικαίωσης, με ζωή θα
Χριστοῦ. βασιλέψουν μέσω του ενός Ιησού
Χριστού.–
18 ῎Αρα οὖν ὡς δι᾿ ἑνὸς 18 Άρα, λοιπόν, όπως με ένα
παραπτώματος εἰς πάντας παράπτωμα σ’ όλους τους
ἀνθρώπους εἰς κατάκριμα, οὕτω ανθρώπους ήρθε καταδίκη, έτσι
καὶ δι᾿ ἑνὸς δικαιώματος εἰς και με μια δίκαιη πράξη σ’ όλους
πάντας ἀνθρώπους εἰς δικαίωσιν τους ανθρώπους ήρθε δικαίωση
ζωῆς. ζωής.
19 ὥσπερ γὰρ διὰ τῆς παρακοῆς 19 Γιατί, όπως ακριβώς με την
τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἁμαρτωλοὶ παρακοή του ενός ανθρώπου οι
κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὕτω πολλοί καταστήθηκαν
καὶ διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἑνὸς αμαρτωλοί, έτσι και με την
δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ υπακοή του ενός οι πολλοί θα
πολλοί. κατασταθούν δίκαιοι.
20 νόμος δὲ παρεισῆλθεν ἵνα 20 Ο νόμος λοιπόν
πλεονάσῃ τὸ παράπτωμα. οὗ δὲ παρεμβλήθηκε, για να πλεονάσει
ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, το παράπτωμα. Όπου όμως
ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις, πλεόνασε η αμαρτία,
υπερπερίσσεψε η χάρη,
21 ἵνα ὥσπερ ἐβασίλευσεν ἡ 21 ώστε, όπως ακριβώς η αμαρτία
ἁμαρτία ἐν τῷ θανάτῳ, οὕτω καὶ βασίλεψε μέσα στο θάνατο, έτσι
ἡ χάρις βασιλεύσῃ διὰ και η χάρη να βασιλέψει μέσω
δικαιοσύνης εἰς ζωὴν αἰώνιον της δικαίωσης για ζωή αιώνια,
διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μέσω του Ιησού Χριστού του
ἡμῶν. Κυρίου μας.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. ΣΤ’
Θάνατος και ανάσταση μαζί με το
Χριστό
1 Τί οὖν ἐροῦμεν; ἐπιμενοῦμεν τῇ 1 Τι λοιπόν θα πούμε; Να
ἁμαρτίᾳ ἵνα ἡ χάρις πλεονάσῃ; επιμένουμε στην αμαρτία, για να
πλεονάσει η χάρη;
2 μὴ γένοιτο. οἵτινες ἀπεθάνομεν 2 Είθε να μη γίνει! Εμείς που
τῇ ἁμαρτίᾳ, πῶς ἔτι ζήσομεν ἐν πεθάναμε ως προς την αμαρτία
αὐτῇ; πώς ακόμα θα ζούμε μέσα σ’
αυτήν;
3 ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι 3 Ή αγνοείτε ότι όσοι
ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν βαφτιστήκαμε στο Χριστό Ιησού
᾿Ιησοῦν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ βαφτιστήκαμε στο θάνατό του;
ἐβαπτίσθημεν;
4 συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ 4 Ταφήκαμε, λοιπόν, μαζί του
βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα μέσω του βαφτίσματος στο
ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν θάνατο, ώστε, όπως ακριβώς ο
διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω Χριστός εγέρθηκε από τους
καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς νεκρούς μέσω της δόξας του
περιπατήσωμεν. Πατέρα, έτσι κι εμείς να
περπατήσουμε σε καινούργια
ζωή.
5 εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ 5 Γιατί αν έχουμε γίνει σύμφυτοι
ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, μαζί του στο ομοίωμα του
ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως θανάτου του, τότε θα είμαστε
ἐσόμεθα, σύμφυτοι και στην ανάστασή
του.
6 τοῦτο γινώσκοντες, ὅτι ὁ 6 επειδή γνωρίζουμε αυτό, ότι ο
παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος παλιός μας άνθρωπος
συνεσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ σταυρώθηκε μαζί του, για να
τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ καταργηθεί το σώμα της
μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ αμαρτίας, ώστε να μην
ἁμαρτίᾳ· υπηρετούμε πια ως δούλοι στην
αμαρτία.
7 ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται 7 Γιατί όποιος πέθανε έχει
ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας. δικαιωθεί και θεωρείται
αθωωμένος από την αμαρτία.
8 εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, 8 Αν λοιπόν πεθάναμε μαζί με το
πιστεύομεν ὅτι καὶ συζήσομεν Χριστό, πιστεύουμε ότι και θα
αὐτῷ, ζήσουμε μαζί του.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. ΣΤ’
9 εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ 9 Επειδή ξέρουμε ότι, αφού ο
νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, Χριστός εγέρθηκε από τους
θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει. νεκρούς, δεν πεθαίνει πια, ο
θάνατος δεν τον κυριεύει πια.
10 ὃ γὰρ ἀπέθανε, τῇ ἁμαρτίᾳ 10 Γιατί για ό,τι πέθανε, ως προς
ἀπέθανεν ἐφάπαξ, ὃ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ την αμαρτία πέθανε μια φορά
Θεῷ. για πάντα. και για ό,τι ζει, ζει για
το Θεό.
11 οὕτω καὶ ὑμεῖς λογίζεσθε 11 Έτσι κι εσείς να λογαριάζετε
ἑαυτοὺς νεκροὺς μὲν εἶναι τῇ τους εαυτούς σας ότι αφενός
ἁμαρτίᾳ, ζῶντας δὲ τῷ Θεῷ ἐν είναι νεκροί ως προς την
Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. αμαρτία, αφετέρου ζωντανοί ως
προς το Θεό μέσα στο Χριστό
Ιησού τον Κύριό μας .
12 Μὴ οὖν βασιλευέτω ἡ ἁμαρτία 12 Ας μη βασιλεύει λοιπόν η
ἐν τῷ θνητῷ ὑμῶν σώματι εἰς τὸ αμαρτία μέσα στο θνητό σας
ὑπακούειν αὐτῇ ἐν ταῖς σώμα, για να υπακούτε στις
ἐπιθυμίαις αὐτοῦ, επιθυμίες του.
13 μηδὲ παριστάνετε τὰ μέλη 13 μήτε να παρουσιάζετε τα μέλη
ὑμῶν ὅπλα ἀδικίας τῇ ἁμαρτίᾳ, σας ως εργαλεία αδικίας για την
ἀλλὰ παραστήσατε ἑαυτοὺς τῷ αμαρτία, αλλά παρουσιάστε τους
Θεῷ ὡς ἐκ νεκρῶν ζῶντας καὶ τὰ εαυτούς σας στο Θεό σαν
μέλη ὑμῶν ὅπλα δικαιοσύνης τῷ ζωντανούς από τους νεκρούς, και
Θεῷ. τα μέλη σας ως εργαλεία
δικαιοσύνης για το Θεό.
14 ἁμαρτία γὰρ ὑμῶν οὐ 14 Γιατί αμαρτία δε θα σας
κυριεύσει· οὐ γάρ ἐστε ὑπὸ νόμον, κυριέψει. επειδή δεν είστε κάτω
ἀλλ᾿ ὑπὸ χάριν. από νόμο, αλλά κάτω από χάρη.
Η αληθινή ελευθερία
15 Τί οὖν; ἁμαρτήσομεν ὅτι οὐκ 15 Τι λοιπόν; Να αμαρτήσουμε,
ἐσμὲν ὑπὸ νόμον, ἀλλ᾿ ὑπὸ χάριν; επειδή δεν είμαστε κάτω από
μὴ γένοιτο. νόμο, αλλά κάτω από χάρη; Είθε
να μη γίνει!
16 οὐκ οἴδατε ὅτι ᾧ παριστάνετε 16 Δεν ξέρετε ότι σ’ όποιον
ἑαυτοὺς δούλους εἰς ὑπακοήν, παρουσιάζετε τους εαυτούς σας
δοῦλοί ἐστε ᾧ ὑπακούετε, ἤτοι ως δούλους προς υπακοή, είστε
ἁμαρτίας εἰς θάνατον ἢ ὑπακοῆς δούλοι σ’ αυτόν που υπακούτε, ή
εἰς δικαιοσύνην; στην αμαρτία για θάνατο ή στην
υπακοή για δικαίωση;
17 χάρις δὲ τῷ Θεῷ ὅτι ἦτε δοῦλοι 17 Ευχαριστώ όμως το Θεό, γιατί
τῆς ἁμαρτίας, ὑπηκούσατε δὲ ἐκ ήσασταν δούλοι της αμαρτίας,
αλλά υπακούσατε με την καρδιά
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. ΣΤ’
καρδίας εἰς ὃν παρεδόθητε τύπον σας στο πρότυπο της διδαχής στο
διδαχῆς, οποίο παραδοθήκατε.
18 ἐλευθερωθέντες δὲ ἀπὸ τῆς 18 Και αφού ελευθερωθήκατε
ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ από την αμαρτία, δουλωθήκατε
δικαιοσύνῃ. στη δικαιοσύνη.
19 ἀνθρώπινον λέγω διὰ τὴν 19 Ανθρώπινα μιλώ, εξαιτίας της
ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς ὑμῶν. αδυναμίας της σάρκας σας.
ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη Γιατί, όπως ακριβώς
ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ παρουσιάσατε τα μέλη σας
ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν υπόδουλα στην ακαθαρσία και
παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν στην ανομία, για να πράττετε την
δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ανομία, έτσι τώρα παρουσιάστε
ἁγιασμόν. τα μέλη σας υπόδουλα στη
δικαιοσύνη προς αγιασμό.
20 ὅτε γὰρ δοῦλοι ἦτε τῆς 20 Γιατί, όταν ήσασταν δούλοι
ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἦτε τῇ της αμαρτίας, ελεύθεροι
δικαιοσύνῃ. ήσασταν από τη δικαιοσύνη.
21 τίνα οὖν καρπὸν εἴχετε τότε ἐφ᾿ 21 Τι καρπό, λοιπόν, είχατε τότε;
οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε; τὸ γὰρ Γι’ αυτά τώρα ντρέπεστε, επειδή
τέλος ἐκείνων θάνατος. το τέλος εκείνων είναι θάνατος.
22 νυνὶ δὲ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ 22 Τώρα, όμως, αφού
τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ ελευθερωθήκατε από την
Θεῷ ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς αμαρτία και δουλωθήκατε στο
ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν Θεό, έχετε τον καρπό σας προς
αἰώνιον. αγιασμό και το τέλος ζωή αιώνια.
23 τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας 23 Γιατί ο μισθός της αμαρτίας
θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ είναι θάνατος, αλλά το χάρισμα
ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ του Θεού ζωή αιώνια μέσα στο
Κυρίῳ ἡμῶν. Χριστό Ιησού τον Κύριό μας.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Ζ’
Ο Νόμος δεν ισχύει πιά
1 Ἢ ἀγνοεῖτε, ἀδελφοί· 1 Ή αγνοείτε, αδελφοί, γιατί σ’
γινώσκουσι γὰρ νόμον λαλῶ· ὅτι όσους γνωρίζουν το νόμο μιλώ,
ὁ νόμος κυριεύει τοῦ ἀνθρώπου ότι ο νόμος κυριαρχεί στον
ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ζῇ; άνθρωπο για όσο χρόνο ζει:
2 ἡ γὰρ ὕπανδρος γυνὴ τῷ ζῶντι 2 Γιατί η παντρεμένη γυναίκα
ἀνδρὶ δέδεται νόμῳ· ἐὰν δὲ έχει δεθεί ως προς το νόμο με το
ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, κατήργηται ζωντανό άντρα. Αν όμως πεθάνει
ἀπὸ τοῦ νόμου τοῦ ἀνδρός. ο άντρας της, έχει απαλλαχτεί
από το νόμο που αναφέρεται
στον άντρα.
3 ἄρα οὖν ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς 3 Άρα, λοιπόν, αν γίνει σύζυγος
μοιχαλὶς χρηματίσει ἐὰν γένηται σε άλλον άντρα ενόσω ζει ο
ἀνδρὶ ἑτέρῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ άντρας της, θα ονομαστεί
ἀνήρ, ἐλευθέρα ἐστὶν ἀπὸ τοῦ μοιχαλίδα. Αν όμως πεθάνει ο
νόμου, τοῦ μὴ εἶναι αὐτὴν άντρας της, είναι ελεύθερη από
μοιχαλίδα γενομένην ἀνδρὶ το νόμο, ώστε αυτή να μην είναι
ἑτέρῳ. μοιχαλίδα αν γίνει σύζυγος σε
άλλον άντρα.
4 ὥστε, ἀδελφοί μου, καὶ ὑμεῖς 4 Ώστε, αδελφοί μου, κι εσείς
ἐθανατώθητε τῷ νόμῳ διὰ τοῦ θανατωθήκατε ως προς το νόμο
σώματος τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ μέσω του σώματος του Χριστού,
γενέσθαι ὑμᾶς ἑτέρῳ, τῷ ἐκ για να ανήκετε σε άλλον, σ’
νεκρῶν ἐγερθέντι, ἵνα αυτόν που εγέρθηκε από τους
καρποφορήσωμεν τῷ Θεῷ. νεκρούς, για να
καρποφορήσουμε για το Θεό.
5 ὅτε γὰρ ἦμεν ἐν τῇ σαρκί, τὰ 5 Γιατί, όταν ζούσαμε με τη
παθήματα τῶν ἁμαρτιῶν τὰ διὰ σαρκική φύση μας, τα πάθη των
τοῦ νόμου ἐνηργεῖτο ἐν τοῖς αμαρτιών που φανερώνονταν
μέλεσιν ἡμῶν εἰς τὸ μέσω του νόμου ενεργούσαν στα
καρποφορῆσαι τῷ θανάτῳ· μέλη μας, για να
καρποφορήσουμε για το θάνατο.
6 νυνὶ δὲ κατηργήθημεν ἀπὸ τοῦ 6 Τώρα όμως απαλλαχτήκαμε
νόμου, ἀποθανόντες ἐν ᾧ από το νόμο, αφού πεθάναμε
κατειχόμεθα, ὥστε δουλεύειν μέσω αυτού που μας κατείχε,
ἡμᾶς ἐν καινότητι πνεύματος καὶ ώστε να υπηρετούμε ως δούλοι με
οὐ παλαιότητι γράμματος. τον καινούργιο τρόπο του
Πνεύματος και όχι με τον παλιό
τρόπο του γράμματος.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Ζ’
7 Τί οὖν ἐροῦμεν; ὁ νόμος 7 Τι λοιπόν θα πούμε; Ο νόμος
ἁμαρτία; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τὴν είναι αμαρτία; Είθε να μη γίνει!
ἁμαρτίαν οὐκ ἔγνων εἰ μὴ διὰ Αλλά την αμαρτία δε γνώρισα
νόμου· τήν τε γὰρ ἐπιθυμίαν οὐκ παρά μόνο με το νόμο. Γιατί και
ᾔδειν εἰ μὴ ὁ νόμος ἔλεγεν, οὐκ την επιθυμία δε θα ήξερα, αν ο
ἐπιθυμήσεις· νόμος δεν έλεγε: Μην
επιθυμήσεις.
8 ἀφορμὴν δὲ λαβοῦσα ἡ 8 Αφορμή λοιπόν έλαβε η
ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς αμαρτία με την εντολή και
κατειργάσατο ἐν ἐμοὶ πᾶσαν κατεργάστηκε μέσα μου κάθε
ἐπιθυμίαν· χωρὶς γὰρ νόμου επιθυμία. γιατί χωρίς νόμο η
ἁμαρτία νεκρά. αμαρτία είναι νεκρή.
9 ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ· 9 Κι εγώ ζούσα κάποτε χωρίς
ἐλθούσης δὲ τῆς ἐντολῆς ἡ νόμο, όταν όμως ήρθε η εντολή η
ἁμαρτία ἀνέζησεν, αμαρτία ξανάζησε.
10 ἐγὼ δὲ ἀπέθανον, καὶ εὑρέθη 10 εγώ τότε πέθανα, και βρέθηκε
μοι ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωήν, αὕτη εἰς η εντολή που μου δόθηκε για
θάνατον· ζωή, αυτή να με φέρει στο
θάνατο.
11 ἡ γὰρ ἁμαρτία ἀφορμὴν 11 Γιατί η αμαρτία έλαβε αφορμή
λαβοῦσα διὰ τῆς ἐντολῆς με την εντολή και με εξαπάτησε,
ἐξηπάτησέ με καὶ διὰ αὐτῆς και μέσω αυτής με σκότωσε.
ἀπέκτεινεν.
12 ὥστε ὁ μὲν νόμος ἅγιος, καὶ ἡ 12 Ώστε, πράγματι, ο νόμος είναι
ἐντολὴ ἁγία καὶ δικαία καὶ άγιος, και η εντολή άγια και
ἀγαθή. δίκαιη και αγαθή.
13 τὸ οὖν ἀγαθὸν ἐμοὶ γέγονε 13 Το αγαθό, λοιπόν, έγινε για
θάνατος; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ ἡ μένα θάνατος; Είθε να μη γίνει!
ἁμαρτία, ἵνα φανῇ ἁμαρτίᾳ, διὰ Αλλά η αμαρτία, για να φανεί
τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη αμαρτία, μέσω του αγαθού
θάνατον, ἵνα γένηται καθ᾿ κατεργάστηκε σ’ εμένα το
ὑπερβολὴν ἁμαρτωλὸς ἡ θάνατο, ώστε να γίνει
ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς. υπερβολικά αμαρτωλή η
αμαρτία μέσω της εντολής.
14 Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ὁ νόμος 14 Γιατί ξέρουμε ότι ο νόμος είναι
πνευματικός ἐστιν· ἐγὼ δὲ πνευματικός, εγώ όμως είμαι
σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπὸ σάρκινος, πουλημένος κάτω από
τὴν ἁμαρτίαν. την αμαρτία.
15 ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ 15 Επειδή δε γνωρίζω αυτό που
γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο κατεργάζομαι. Γιατί δεν πράττω
πράσσω, ἀλλ᾿ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ. τούτο, αυτό που θέλω, αλλά κάνω
τούτο, αυτό που μισώ.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Ζ’
16 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω τοῦτο ποιῶ, 16 Αν όμως κάνω τούτο, αυτό που
σύμφημι τῷ νόμῳ ὅτι καλός. δε θέλω, συμφωνώ με το νόμο ότι
είναι καλός.
17 νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ 17 Τώρα, όμως, εγώ πια δεν
κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ κατεργάζομαι αυτό, αλλά η
οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία. αμαρτία που κατοικεί μέσα μου.
18 οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, 18 Γιατί ξέρω ότι δεν κατοικεί
τοῦτ᾿ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, μέσα μου, τουτέστι μέσα στη
ἀγαθόν· τὸ γὰρ θέλειν σάρκα μου, αγαθό. γιατί το να
παράκειταί μοι, τὸ δὲ θέλω παρευρίσκεται σ’ εμένα,
κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ αλλά το να κατεργάζομαι το
εὑρίσκω· καλό, όχι.
19 οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, 19 Γιατί δεν κάνω το αγαθό που
ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο θέλω, αλλά πράττω τούτο, το
πράσσω. κακό που δεν θέλω.
20 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, 20 Αν όμως κάνω τούτο, αυτό που
οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, εγώ δεν θέλω, εγώ πια δεν το
ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία. κατεργάζομαι, αλλά η αμαρτία
που κατοικεί μέσα μου.
21 εὑρίσκω ἄρα τὸν νόμον τῷ 21 Άρα βρίσκω αυτόν το νόμο, ότι
θέλοντι ἐμοὶ ποιεῖν τὸ καλόν, ὅτι ενώ εγώ θέλω να κάνω το καλό,
ἐμοὶ τὸ κακὸν παράκειται· σ’ εμένα το κακό παρευρίσκεται.
22 συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ 22 Γιατί ευχαριστιέμαι στο νόμο
Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον, του Θεού κατά τον εσωτερικό μου
άνθρωπο,
23 βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς 23 αλλά βλέπω άλλο νόμο στα
μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον μέλη μου, που αντιστρατεύεται
τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ στο νόμο του νου μου και με
αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ αιχμαλωτίζει στο νόμο της
τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς αμαρτίας που είναι στα μέλη μου.
μέλεσί μου.
24 Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! 24 Ταλαίπωρος εγώ ο άνθρωπος!
τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος Ποιος θα με σώσει από τούτο το
τοῦ θανάτου τούτου; σώμα του θανάτου;
25 εὐχαριστῷ τῷ Θεῷ διὰ ᾿Ιησοῦ 25 Ευχαριστώ όμως το Θεό: αυτός
Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. ἄρα θα με σώσει μέσω του Ιησού
οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν νοῒ Χριστού του Κυρίου μας. Άρα,
δουλεύω νόμῳ Θεοῦ, τῇ δὲ σαρκὶ λοιπόν, αφενός εγώ ο ίδιος με το
νόμῳ ἁμαρτίας. νου μου είμαι δούλος στο νόμο
του Θεού, αφετέρου με τη σάρκα
μου στο νόμο της αμαρτίας.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Η’
Η νέα ζωή
1 Οὐδὲν ἄρα νῦν κατάκριμα τοῖς 1 Καμιά λοιπόν καταδίκη δεν
ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ μὴ κατὰ σάρκα υπάρχει τώρα σ’ αυτούς που ζουν
περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ μέσα στο Χριστό Ιησού.
πνεῦμα.
2 ὁ γὰρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς 2 Γιατί ο νόμος του Πνεύματος
ζωῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ της ζωής μέσα στο Χριστό Ιησού
ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου σε ελευθέρωσε από το νόμο της
τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. αμαρτίας και του θανάτου.
3 τὸ γὰρ ἀδύνατον τοῦ νόμου, ἐν 3 Γιατί αυτό που ήταν αδύνατο
ᾧ ἠσθένει διὰ τῆς σαρκός, ὁ Θεὸς για το νόμο, στο οποίο ήταν
τὸν ἑαυτοῦ υἱὸν πέμψας ἐν αδύναμος μέσω της σάρκας, ο
ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας καὶ Θεός το έκανε, αφού έστειλε το
περὶ ἁμαρτίας, κατέκρινε τὴν δικό του Υιό μέσα σε ομοίωμα
ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί, αμαρτωλής σάρκας και σχετικά
με την αμαρτία, και καταδίκασε
την αμαρτία στη σάρκα,
4 ἵνα τὸ δικαίωμα τοῦ νόμου 4 για να εκπληρωθεί η δίκαιη
πληρωθῇ ἐν ἡμῖν τοῖς μὴ κατὰ απαίτηση του νόμου μέσα σ’
σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ εμάς, οι οποίοι δεν περπατούμε
πνεῦμα· κατά σάρκα αλλά κατά Πνεύμα.
5 οἱ γὰρ κατὰ σάρκα ὄντες τὰ τῆς 5 Γιατί αυτοί που ζουν κατά
σαρκὸς φρονοῦσιν, οἱ δὲ κατὰ σάρκα φρονούν τα πράγματα
πνεῦμα τὰ τοῦ πνεύματος. της σάρκας, ενώ οι κατά Πνεύμα
τα πράγματα του Πνεύματος.
6 τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς 6 Επειδή το φρόνημα της σάρκας
θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ είναι θάνατος, ενώ το φρόνημα
πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη· διότι του Πνεύματος είναι ζωή και
τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς ειρήνη.
Θεόν·
7 τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ 7 Γιατί το φρόνημα της σάρκας
ὑποτάσσεται· οὐδὲ γὰρ δύναται· είναι έχθρα προς το Θεό, επειδή
στο νόμο του Θεού δεν
υποτάσσεται, γιατί ούτε δύναται
να υποταχτεί.
8 οἱ δὲ ἐν σαρκὶ ὄντες Θεῷ ἀρέσαι 8 Και αυτοί που ζουν με τη σάρκα
οὐ δύνανται. δε δύνανται να αρέσουν στο Θεό.
9 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐστὲ ἐν σαρκί, ἀλλ᾿ 9 Εσείς όμως δε ζείτε με τη σάρκα
ἐν πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ αλλά με το Πνεύμα, αν βέβαια
οἰκεῖ ἐν ὑμῖν. εἰ δέ τις Πνεῦμα Πνεύμα Θεού κατοικεί μέσα σας.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Η’
Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστιν Αλλά αν κάποιος δεν έχει Πνεύμα
αὐτοῦ. Χριστού, αυτός δεν είναι δικός
του.
10 εἰ δὲ Χριστὸς ἐν ὑμῖν, τὸ μὲν 10 Αν όμως ο Χριστός είναι μέσα
σῶμα νεκρὸν δι᾿ ἁμαρτίαν, τὸ δὲ σας, αφενός το σώμα είναι νεκρό
πνεῦμα ζωὴ διὰ δικαιοσύνην. εξαιτίας της αμαρτίας, αφετέρου
το πνεύμα είναι ζωή εξαιτίας της
δικαίωσης.
11 εἰ δὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ ἐγείραντος 11 Αν λοιπόν το Πνεύμα εκείνου
᾿Ιησοῦν ἐκ νεκρῶν οἰκεῖ ἐν ὑμῖν, ὁ που έγειρε τον Ιησού από τους
ἐγείρας τὸν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν νεκρούς κατοικεί μέσα σας,
ζωοποιήσει καὶ τὰ θνητὰ αυτός που έγειρε το Χριστό από
σώματα ὑμῶν διὰ τὸ ἐνοικοῦν τους νεκρούς θα ζωοποιήσει και
αὐτοῦ Πνεῦμα ἐν ὑμῖν. τα θνητά σώματά σας μέσω του
Πνεύματός του που κατοικεί
μέσα σας.
12 ῎Αρα οὖν, ἀδελφοί, ὀφειλέται 12 Άρα λοιπόν, αδελφοί, είμαστε
ἐσμὲν οὐ τῇ σαρκὶ τοῦ κατὰ οφειλέτες όχι στη σάρκα, για να
σάρκα ζῆν· ζούμε κατά σάρκα.
13 εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, 13 γιατί αν ζείτε κατά σάρκα,
μέλλετε ἀποθνήσκειν· εἰ δὲ μέλλετε να πεθάνετε. Αν όμως με
Πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ το Πνεύμα θανατώνετε τις
σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε. πράξεις του σώματος, θα ζήσετε.
14 ῞Οσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ 14 Γιατί όσοι οδηγούνται από το
ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ. Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι γιοι
Θεού.
15 οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα 15 Επειδή δε λάβατε Πνεύμα
δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ δουλείας, για να φοβάστε πάλι,
ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ αλλά λάβατε Πνεύμα υιοθεσίας
κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ. με το οποίο φωνάζουμε: «Αββά,
Πατέρα».
16 αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ 16 Αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί
τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν με το πνεύμα μας ότι είμαστε
τέκνα Θεοῦ. τέκνα Θεού.
17 εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, 17 Και αν είμαστε τέκνα του,
κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, είμαστε και κληρονόμοι του.
συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ, εἴπερ Αφενός κληρονόμοι Θεού,
συμπάσχομεν ἵνα καὶ αφετέρου συγκληρονόμοι
συνδοξασθῶμεν. Χριστού, αν βέβαια
συμπάσχουμε, για να
συνδοξαστούμε και μαζί του.
Ο μελλοντικός νέος κόσμος
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Η’
18 Λογίζομαι γὰρ ὅτι οὐκ ἄξια τὰ 18 Συλλογίζομαι, πράγματι, ότι
παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς δεν είναι άξια τα παθήματα του
τὴν μέλλουσαν δόξαν τωρινού καιρού να συγκριθούν
ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς. με τη μελλοντική δόξα που θα
αποκαλυφτεί σ’ εμάς.
19 ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς 19 Γιατί η μεγάλη προσδοκία της
κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν κτίσης είναι ότι περιμένει την
υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται. αποκάλυψη των γιων του Θεού.
20 τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις 20 Επειδή η κτίση υποτάχτηκε
ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ στη ματαιότητα όχι εκούσια,
τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ᾿ ἐλπίδι αλλά εξαιτίας αυτού που την
υπόταξε, με την ελπίδα
21 ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις 21 ότι και αυτή η κτίση θα
ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς ελευθερωθεί από τη δουλεία της
δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν φθοράς προς την ελευθερία της
ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων δόξας των τέκνων του Θεού.
τοῦ Θεοῦ.
22 οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις 22 Γιατί ξέρουμε ότι όλη η κτίση
συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι συστενάζει και συνωδίνει μέχρι
τοῦ νῦν· τώρα.
23 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ 23 Και όχι μόνο αυτή, αλλά και οι
τὴν ἀπαρχὴν τοῦ Πνεύματος ίδιοι που έχουμε την απαρχή του
ἔχοντες καὶ ἡμεῖς αὐτοὶ ἐν Πνεύματος, και οι ίδιοι εμείς μέσα
ἑαυτοῖς στενάζομεν υἱοθεσίαν μας στενάζουμε περιμένοντας
ἀπεκδεχόμενοι, τὴν την υιοθεσία, την απολύτρωση
ἀπολύτρωσιν τοῦ σώματος του σώματός μας.
ἡμῶν.
24 τῇ γὰρ ἐλπίδι ἐσώθημεν· ἐλπὶς 24 Γιατί με την ελπίδα σωθήκαμε.
δὲ βλεπομένη οὐκ ἔστιν ἐλπίς· ὃ Ελπίδα όμως που βλέπεται δεν
γὰρ βλέπει τις, τί καὶ ἐλπίζει; είναι ελπίδα. γιατί ποιος ελπίζει
αυτό που βλέπει;
25 εἰ δὲ ὃ οὐ βλέπομεν ἐλπίζομεν, 25 Αν όμως ελπίζουμε αυτό που δε
δι᾿ ὑπομονῆς ἀπεκδεχόμεθα. βλέπουμε, το περιμένουμε με
υπομονή.
26 ῾Ωσαύτως δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα 26 Ομοίως, λοιπόν, και το Πνεύμα
συναντιλαμβάνεται ταῖς συμβοηθά στην αδυναμία μας.
ἀσθενείαις ἡμῶν· τὸ γὰρ τί γιατί το να προσευχηθούμε κάτι,
προσευξόμεθα καθὸ δεῖ οὐκ καθώς πρέπει, δεν ξέρουμε, αλλά
οἴδαμεν, ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα αυτό το Πνεύμα μεσιτεύει για
ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν χάρη μας με στεναγμούς
στεναγμοῖς ἀλαλήτοις· αλάλητους.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Η’
27 ὁ δὲ ἐρευνῶν τὰς καρδίας οἶδε 27 Και αυτός που ερευνά τις
τί τὸ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, καρδιές ξέρει ποιο είναι το
ὅτι κατὰ Θεὸν ἐντυγχάνει ὑπὲρ φρόνημα του Πνεύματος, γιατί
ἁγίων. μεσιτεύει σύμφωνα με το θέλημα
του Θεού υπέρ των αγίων.
28 Οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι 28 Και ξέρουμε ότι σ’ αυτούς που
τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς αγαπούν το Θεό τα πάντα
ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν συνεργούν στο αγαθό, σ’ αυτούς
κλητοῖς οὖσιν· που είναι κλητοί σύμφωνα με την
πρόθεσή του.
29 ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε 29 Γιατί αυτούς που προγνώρισε
συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ και τους προόρισε να είναι
αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν σύμμορφοι με την εικόνα του
πρωτότοκον ἐν πολλοῖς Υιού του, για να είναι αυτός
ἀδελφοῖς· πρωτότοκος μεταξύ πολλών
αδελφών.
30 οὓς δὲ προώρισε, τούτους καὶ 30 Και αυτούς που προόρισε,
ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους και κάλεσε. και αυτούς
τούτους καὶ ἐδικαίωσεν, οὓς δὲ που κάλεσε, τούτους και
ἐδικαίωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε. δικαίωσε. και αυτούς που
δικαίωσε, τούτους και δόξασε.
Η αγάπη του Θεού
31 Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα; εἰ ὁ 31 Τι λοιπόν θα πούμε ως προς
Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν; αυτά; Αν ο Θεός είναι με το μέρος
μας, ποιος θα είναι εναντίον μας;
32 ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ 32 Αυτός, βέβαια, που τον ίδιο τον
ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν Υιό του δε λυπήθηκε, αλλά για
πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς χάρη όλων μας τον παράδωσε,
οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν πώς και μαζί μ’ αυτόν δε θα μας
χαρίσεται; χαρίσει τα πάντα;
33 τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν 33 Ποιος θα κατηγορήσει τους
Θεοῦ; Θεὸς ὁ δικαιῶν· εκλεκτούς του Θεού; Ο Θεός είναι
που δικαιώνει.
34 τίς ὁ κατακρίνων; Χριστὸς ὁ 34 Ποιος είναι αυτός που θα τους
ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ κατακρίνει; Ο Χριστός Ιησούς
ἐγερθείς, ὃς καί ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ είναι αυτός που πέθανε, αλλά
Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ περισσότερο εγέρθηκε, ο οποίος
ἡμῶν. και είναι στα δεξιά του Θεού, ο
οποίος και μεσιτεύει για μας.
35 τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς 35 Ποιος θα μας χωρίσει από την
ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ αγάπη του Χριστού; Θλίψη ή
στενοχώρια ή διωγμός ή λιμός ή
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Η’
στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότητα ή κίνδυνος ή
γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; μάχαιρα;
36 καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά 36 Καθώς είναι γραμμένο: Για
σου θανατούμεθα ὅλην τὴν χάρη σου θανατωνόμαστε όλη
ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς την ημέρα, λογιστήκαμε σαν
πρόβατα σφαγῆς. πρόβατα σφαγής.
37 ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν 37 Αλλά σ’ όλα αυτά υπερνικούμε
ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ μέσω αυτού που μας αγάπησε.
ἀγαπήσαντος ἡμᾶς.
38 πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε 38 Γιατί είμαι πεισμένος ότι ούτε
θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι
οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ούτε αρχές ούτε τωρινά ούτε
ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα μελλοντικά ούτε δυνάμεις
39 οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε 39 ούτε ύψος ούτε βάθος ούτε
τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς κάποιο άλλο κτίσμα θα δυνηθεί
χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ να μας χωρίσει από την αγάπη
Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ του Θεού, που είναι μέσα στο
Κυρίῳ ἡμῶν. Χριστό Ιησού τον Κύριό μας.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Θ’
Η νέα ζωή
1 Ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ 1 Καμιά λοιπόν καταδίκη δεν
ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι υπάρχει τώρα σ’ αυτούς που ζουν
τῆς συνειδήσεώς μου ἐν μέσα στο Χριστό Ιησού.
Πνεύματι ῾Αγίῳ,
2 ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ 2 Γιατί ο νόμος του Πνεύματος
ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ της ζωής μέσα στο Χριστό Ιησού
μου. σε ελευθέρωσε από το νόμο της
αμαρτίας και του θανάτου.
3 ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ 3 Γιατί αυτό που ήταν αδύνατο
ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ για το νόμο, στο οποίο ήταν
ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν αδύναμος μέσω της σάρκας, ο
συγγενῶν μου κατὰ σάρκα, Θεός το έκανε, αφού έστειλε το
δικό του Υιό μέσα σε ομοίωμα
αμαρτωλής σάρκας και σχετικά
με την αμαρτία, και καταδίκασε
την αμαρτία στη σάρκα,
4 οἵτινές εἰσιν ᾿Ισραηλῖται, ὧν ἡ 4 για να εκπληρωθεί η δίκαιη
υἱοθεσία καὶ ἡ δόξα καὶ αἱ απαίτηση του νόμου μέσα σ’
διαθῆκαι καὶ ἡ νομοθεσία καὶ ἡ εμάς, οι οποίοι δεν περπατούμε
λατρεία καὶ αἱ ἐπαγγελίαι, κατά σάρκα αλλά κατά Πνεύμα.
5 ὧν οἱ πατέρες, καὶ ἐξ ὧν ὁ 5 Γιατί αυτοί που ζουν κατά
Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ σάρκα φρονούν τα πράγματα
πάντων Θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς της σάρκας, ενώ οι κατά Πνεύμα
αἰῶνας· ἀμήν. τα πράγματα του Πνεύματος.
6 Οὐχ οἷον δὲ ὅτι ἐκπέπτωκεν ὁ 6 Επειδή το φρόνημα της σάρκας
λόγος τοῦ Θεοῦ. οὐ γὰρ πάντες οἱ είναι θάνατος, ενώ το φρόνημα
ἐξ ᾿Ισραήλ, οὗτοι ᾿Ισραήλ, του Πνεύματος είναι ζωή και
ειρήνη.
7 οὐδ᾿ ὅτι εἰσὶ σπέρμα ᾿Αβραάμ, 7 Γιατί το φρόνημα της σάρκας
πάντες τέκνα, ἀλλ᾿ ἐν ᾿Ισαὰκ είναι έχθρα προς το Θεό, επειδή
κληθήσεταί σοι σπέρμα· στο νόμο του Θεού δεν
υποτάσσεται, γιατί ούτε δύναται
να υποταχτεί.
8 τοῦτ᾿ ἔστιν οὐ τὰ τέκνα τῆς 8 Και αυτοί που ζουν με τη σάρκα
σαρκὸς ταῦτα τέκνα τοῦ Θεοῦ, δε δύνανται να αρέσουν στο Θεό.
ἀλλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐπαγγελίας
λογίζεται εἰς σπέρμα.
9 ἐπαγγελίας γὰρ ὁ λόγος οὗτος· 9 Εσείς όμως δε ζείτε με τη σάρκα
κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον αλλά με το Πνεύμα, αν βέβαια
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Θ’
ἐλεύσομαι καὶ ἔσται τῇ Σάρρᾳ Πνεύμα Θεού κατοικεί μέσα σας.
υἱός. Αλλά αν κάποιος δεν έχει Πνεύμα
Χριστού, αυτός δεν είναι δικός
του.
10 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ Ρεβέκκα 10 Αν όμως ο Χριστός είναι μέσα
ἐξ ἑνὸς κοίτην ἔχουσα, ᾿Ισαὰκ σας, αφενός το σώμα είναι νεκρό
τοῦ πατρὸς ἡμῶν· εξαιτίας της αμαρτίας, αφετέρου
το πνεύμα είναι ζωή εξαιτίας της
δικαίωσης.
11 μήπω γὰρ γεννηθέντων μηδὲ 11 Αν λοιπόν το Πνεύμα εκείνου
πραξάντων τι ἀγαθὸν ἢ κακόν, που έγειρε τον Ιησού από τους
ἵνα ἡ κατ᾿ ἐκλογὴν τοῦ Θεοῦ νεκρούς κατοικεί μέσα σας,
πρόθεσις μένῃ, οὐκ ἐξ ἔργων, αυτός που έγειρε το Χριστό από
ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ καλοῦντος, τους νεκρούς θα ζωοποιήσει και
τα θνητά σώματά σας μέσω του
Πνεύματός του που κατοικεί
μέσα σας.
12 ἐρρέθη αὐτῇ ὅτι ὁ μείζων 12 Άρα λοιπόν, αδελφοί, είμαστε
δουλεύσει τῷ ἐλάσσονι, οφειλέτες όχι στη σάρκα, για να
ζούμε κατά σάρκα.
13 καθὼς γέγραπται· τὸν ᾿Ιακὼβ 13 γιατί αν ζείτε κατά σάρκα,
ἠγάπησα, τὸν δὲ ᾿Ησαῦ ἐμίσησα. μέλλετε να πεθάνετε. Αν όμως με
το Πνεύμα θανατώνετε τις
πράξεις του σώματος, θα ζήσετε.
14 Τί οὖν ἐροῦμεν; μὴ ἀδικία 14 Γιατί όσοι οδηγούνται από το
παρὰ τῷ Θεῷ; μὴ γένοιτο. Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι γιοι
Θεού.
15 τῷ γὰρ Μωϋσῇ λέγει· ἐλεήσω 15 Επειδή δε λάβατε Πνεύμα
ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτειρήσω ὃν ἂν δουλείας, για να φοβάστε πάλι,
οἰκτείρω. αλλά λάβατε Πνεύμα υιοθεσίας
με το οποίο φωνάζουμε: «Αββά,
Πατέρα».
16 ἄρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ 16 Αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί
τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ με το πνεύμα μας ότι είμαστε
ἐλεοῦντος Θεοῦ. τέκνα Θεού.
17 λέγει γὰρ ἡ γραφὴ τῷ Φαραὼ 17 Και αν είμαστε τέκνα του,
ὅτι εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐξήγειρά σε, είμαστε και κληρονόμοι του.
ὅπως ἐνδείξωμαι ἐν σοὶ τὴν Αφενός κληρονόμοι Θεού,
δυναμίν μου, καὶ ὅπως διαγγελῇ αφετέρου συγκληρονόμοι
τὸ ὄνομά μου ἐν πάσῃ τῇ γῇ. Χριστού, αν βέβαια
συμπάσχουμε, για να
συνδοξαστούμε και μαζί του.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Θ’
Ο μελλοντικός νέος κόσμος
18 ἄρα οὖν ὃν θέλει ἐλεεῖ, ὃν δὲ 18 Συλλογίζομαι, πράγματι, ότι
θέλει σκληρύνει. δεν είναι άξια τα παθήματα του
τωρινού καιρού να συγκριθούν
με τη μελλοντική δόξα που θα
αποκαλυφτεί σ’ εμάς.
19 ᾿Ερεῖς οὖν μοι· τί ἔτι μέμφεται; 19 Γιατί η μεγάλη προσδοκία της
τῷ γὰρ βουλήματι αὐτοῦ τίς κτίσης είναι ότι περιμένει την
ἀνθέστηκε; αποκάλυψη των γιων του Θεού.
20 μενοῦνγε, ὦ ἄνθρωπε, σὺ τίς εἶ 20 Επειδή η κτίση υποτάχτηκε
ὁ ἀνταποκρινόμενος τῷ Θεῷ; μὴ στη ματαιότητα όχι εκούσια,
ἐρεῖ τὸ πλάσμα τῷ πλάσαντι, τί αλλά εξαιτίας αυτού που την
με ἐποίησας οὕτως; υπόταξε, με την ελπίδα
21 ἢ οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ὁ κεραμεὺς 21 ότι και αυτή η κτίση θα
τοῦ πηλοῦ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ ελευθερωθεί από τη δουλεία της
φυράματος ποιῆσαι ὃ μὲν εἰς φθοράς προς την ελευθερία της
τιμὴν σκεῦος, ὃ δὲ εἰς ἀτιμίαν; δόξας των τέκνων του Θεού.
22 εἰ δὲ θέλων ὁ Θεὸς ἐνδείξασθαι 22 Γιατί ξέρουμε ότι όλη η κτίση
τὴν ὀργὴν καὶ γνωρίσαι τὸ συστενάζει και συνωδίνει μέχρι
δυνατὸν αὐτοῦ ἤνεγκεν ἐν πολλῇ τώρα.
μακροθυμίᾳ σκεύη ὀργῆς
κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν;
23 καὶ ἵνα γνωρίσῃ τὸν πλοῦτον 23 Και όχι μόνο αυτή, αλλά και οι
τῆς δόξης αὐτοῦ ἐπὶ σκεύη ίδιοι που έχουμε την απαρχή του
ἐλέους, –ἃ προητοίμασεν εἰς Πνεύματος, και οι ίδιοι εμείς μέσα
δόξαν; μας στενάζουμε περιμένοντας
την υιοθεσία, την απολύτρωση
του σώματός μας.
24 οὓς καὶ ἐκάλεσεν ἡμᾶς οὐ 24 Γιατί με την ελπίδα σωθήκαμε.
μόνον ἐξ ᾿Ιουδαίων, ἀλλὰ καὶ ἐξ Ελπίδα όμως που βλέπεται δεν
ἐθνῶν, είναι ελπίδα. γιατί ποιος ελπίζει
αυτό που βλέπει;
25 ὡς καὶ ἐν τῷ ῾Ωσηὲ λέγει· 25 Αν όμως ελπίζουμε αυτό που δε
καλέσω τὸν οὐ λαόν μου λαόν βλέπουμε, το περιμένουμε με
μου, καὶ τὴν οὐκ ἠγαπημένην υπομονή.
ἠγαπημένην·
26 καὶ ἔσται ἐν τῷ τόπῳ οὗ ἐρρέθη 26 Ομοίως, λοιπόν, και το Πνεύμα
αὐτοῖς, οὐ λαός μου ὑμεῖς, ἐκεῖ συμβοηθά στην αδυναμία μας.
κληθήσονται υἱοὶ Θεοῦ ζῶντος. γιατί το να προσευχηθούμε κάτι,
καθώς πρέπει, δεν ξέρουμε, αλλά
αυτό το Πνεύμα μεσιτεύει για
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Θ’
χάρη μας με στεναγμούς
αλάλητους.
27 ῾Ησαΐας δὲ κράζει ὑπὲρ τοῦ 27 Και αυτός που ερευνά τις
᾿Ισραήλ· ἐὰν ᾖ ὁ ἀριθμὸς τῶν καρδιές ξέρει ποιο είναι το
υἱῶν ᾿Ισραὴλ ὡς ἡ ἄμμος τῆς φρόνημα του Πνεύματος, γιατί
θαλάσσης, τὸ κατάλειμμα μεσιτεύει σύμφωνα με το θέλημα
σωθήσεται· του Θεού υπέρ των αγίων.
28 λόγον γὰρ συντελῶν καὶ 28 Και ξέρουμε ότι σ’ αυτούς που
συντέμνων ἐν δικαιοσύνῃ, ὅτι αγαπούν το Θεό τα πάντα
λόγον συντετμημένον ποιήσει συνεργούν στο αγαθό, σ’ αυτούς
Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς. που είναι κλητοί σύμφωνα με την
πρόθεσή του.
29 καὶ καθὼς προείρηκεν 29 Γιατί αυτούς που προγνώρισε
῾Ησαΐας, εἰ μὴ Κύριος Σαβαὼθ και τους προόρισε να είναι
ἐγκατέλιπεν ἡμῖν σπέρμα, ὡς σύμμορφοι με την εικόνα του
Σόδομα ἂν ἐγενήθημεν καὶ ὡς Υιού του, για να είναι αυτός
Γόμορρα ἂν ὡμοιώθημεν. πρωτότοκος μεταξύ πολλών
αδελφών.
30 Τί οὖν ἐροῦμεν; ὅτι ἔθνη τὰ μὴ 30 Και αυτούς που προόρισε,
διώκοντα δικαιοσύνην κατέλαβε τούτους και κάλεσε. και αυτούς
δικαιοσύνην, δικαιοσύνην δὲ τὴν που κάλεσε, τούτους και
ἐκ πίστεως, δικαίωσε. και αυτούς που
δικαίωσε, τούτους και δόξασε.
Η αγάπη του Θεού
31 Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα; εἰ ὁ 31 Τι λοιπόν θα πούμε ως προς
Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν; αυτά; Αν ο Θεός είναι με το μέρος
μας, ποιος θα είναι εναντίον μας;
32 ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ 32 Αυτός, βέβαια, που τον ίδιο τον
ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν Υιό του δε λυπήθηκε, αλλά για
πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς χάρη όλων μας τον παράδωσε,
οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν πώς και μαζί μ’ αυτόν δε θα μας
χαρίσεται; χαρίσει τα πάντα;
33 τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν 33 Ποιος θα κατηγορήσει τους
Θεοῦ; Θεὸς ὁ δικαιῶν· εκλεκτούς του Θεού; Ο Θεός είναι
που δικαιώνει.
34 τίς ὁ κατακρίνων; Χριστὸς ὁ 34 Ποιος είναι αυτός που θα τους
ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ κατακρίνει; Ο Χριστός Ιησούς
ἐγερθείς, ὃς καί ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ είναι αυτός που πέθανε, αλλά
Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ περισσότερο εγέρθηκε, ο οποίος
ἡμῶν. και είναι στα δεξιά του Θεού, ο
οποίος και μεσιτεύει για μας.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Θ’
35 τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς 35 Ποιος θα μας χωρίσει από την
ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ αγάπη του Χριστού; Θλίψη ή
στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ στενοχώρια ή διωγμός ή λιμός ή
γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; γυμνότητα ή κίνδυνος ή
μάχαιρα;
36 καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά 36 Καθώς είναι γραμμένο: Για
σου θανατούμεθα ὅλην τὴν χάρη σου θανατωνόμαστε όλη
ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς την ημέρα, λογιστήκαμε σαν
πρόβατα σφαγῆς. πρόβατα σφαγής.
37 ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν 37 Αλλά σ’ όλα αυτά υπερνικούμε
ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ μέσω αυτού που μας αγάπησε.
ἀγαπήσαντος ἡμᾶς.
38 πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε 38 Γιατί είμαι πεισμένος ότι ούτε
θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι
οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ούτε αρχές ούτε τωρινά ούτε
ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα μελλοντικά ούτε δυνάμεις
39 οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε 39 ούτε ύψος ούτε βάθος ούτε
τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς κάποιο άλλο κτίσμα θα δυνηθεί
χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ να μας χωρίσει από την αγάπη
Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ του Θεού, που είναι μέσα στο
Κυρίῳ ἡμῶν. Χριστό Ιησού τον Κύριό μας.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Ι’
1 Ἀδελφοί, ἡ μὲν εὐδοκία τῆς 1 Αδελφοί, βέβαια η επιθυμία της
ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις ἡ πρὸς δικής μου καρδιάς και η δέησή
τὸν Θεὸν ὑπὲρ τοῦ ᾿Ισραήλ ἐστιν μου προς το Θεό είναι υπέρ αυτών
εἰς σωτηρίαν· για τη σωτηρία τους.
2 μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον 2 Γιατί μαρτυρώ γι’ αυτούς ότι
Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ᾿ οὐ κατ᾿ έχουν ζήλο Θεού, αλλά όχι με
ἐπίγνωσιν. επίγνωση.
3 ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ 3 Επειδή, αγνοώντας τη
δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἰδίαν δικαίωση του Θεού και ζητώντας
δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, να στήσουν τη δική τους
τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ δικαίωση, στη δικαίωση του
ὑπετάγησαν. Θεού δεν υποτάχτηκαν.
4 τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς 4 Γιατί ο σκοπός του νόμου είναι
δικαιοσύνην παντὶ τῷ ο Χριστός για δικαίωση σε
πιστεύοντι. καθέναν που πιστεύει.
Σωτηρία για όλους
5 Μωϋσῆς γὰρ γράφει τὴν 5 Γιατί ο Μωυσής γράφει για τη
δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου, δικαίωση που προέρχεται από το
ὅτι ὁ ποιήσας αὐτὰ ἄνθρωπος νόμο: Ο άνθρωπος που έκανε
ζήσεται ἐν αὐτοῖς· αυτά θα ζήσει μέσω αυτών.
6 ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη 6 Και η δικαίωση που προέρχεται
οὕτω λέγει· μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ από την πίστη έτσι λέει: Μην πεις
σου, τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν στην καρδιά σου, “ποιος θα
οὐρανόν; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν ανεβεί στον ουρανό;”. Τουτέστι,
καταγαγεῖν· για να κατεβάσει το Χριστό.
7 ἢ τίς καταβήσεται εἰς τὴν 7 Ή, “ποιος θα κατεβεί στην
ἄβυσσον; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν ἐκ άβυσσο;”. Τουτέστι, για να
νεκρῶν ἀναγαγεῖν. ανεβάσει το Χριστό από τους
νεκρούς.
8 ἀλλὰ τί λέγει; ἐγγύς σου τὸ 8 Αλλά τι λέει; Κοντά σου είναι ο
ρῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου λόγος στο στόμα σου και στην
καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ᾿ ἔστι καρδιά σου. Τουτέστι ο λόγος της
τὸ ρῆμα τῆς πίστεως ὃ πίστης που κηρύττουμε.
κηρύσσομεν.
9 ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ 9 Γιατί αν ομολογήσεις με το
στόματί σου Κύριον ᾿Ιησοῦν, καὶ στόμα σου ως Κύριο τον Ιησού
πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ και πιστέψεις με την καρδιά σου
Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, ότι ο Θεός έγειρε αυτόν από τους
σωθήσῃ· νεκρούς, θα σωθείς.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Ι’
10 καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς 10 Γιατί με την καρδιά πιστεύει
δικαιοσύνην, στόματι δὲ κανείς για να έχει δικαίωση και
ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν. με το στόμα ομολογεί για να έχει
σωτηρία.
11 λέγει γὰρ ἡ γραφή· πᾶς ὁ 11 Επειδή λέει η Γραφή: Καθένας
πιστεύων ἐπ᾿ αὐτῷ οὐ που πιστεύει σ’ αυτόν δε θα
καταισχυνθήσεται. καταντροπιαστεί.
12 οὐ γὰρ ἔστι διαστολὴ 12 Γιατί δεν υπάρχει διάκριση
᾿Ιουδαίου τε καὶ ῞Ελληνος· ὁ γὰρ μεταξύ Ιουδαίου και Έλληνα,
αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν γιατί αυτός είναι Κύριος όλων,
εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους πλούσιος σ’ όλους όσοι τον
αὐτόν· επικαλούνται.
13 πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ 13 Επειδή καθένας που θα
ὄνομα Κυρίου σωθήσεται. επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου
θα σωθεί.
14 πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν 14 Πώς, λοιπόν, να επικαλεστούν
οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ αυτόν που δεν πίστεψαν; Και πώς
πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; να πιστέψουν σ’ αυτόν που δεν
πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς άκουσαν; Και πώς να ακούσουν
κηρύσσοντος; χωρίς κάποιος να κηρύττει;
15 πῶς δὲ κηρύξουσιν ἐὰν μὴ 15 Και πώς να κηρύξουν αν δεν
ἀποσταλῶσι; καθὼς γέγραπται· αποσταλθούν; Καθώς είναι
ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν γραμμένο: Πόσο ωραία είναι τα
εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν πόδια αυτών που ευαγγελίζουν
εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά! τα αγαθά!/
16 ᾿Αλλ᾿ οὐ πάντες ὑπήκουσαν τῷ 16 Αλλά δεν υπάκουσαν όλοι στο
εὐαγγελίῳ· ῾Ησαΐας γὰρ λέγει· ευαγγέλιο. Γιατί ο Ησαΐας λέει:
Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ Κύριε, ποιος πίστεψε στο
ἡμῶν; άκουσμα του κηρύγματός μας;
17 ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ 17 Άρα η πίστη προέρχεται από
ἀκοὴ διὰ ρήματος Θεοῦ. την ακοή και η ακοή μέσω του
λόγου του Χριστού.
18 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἤκουσαν; 18 Αλλά λέω: μήπως δεν
μενοῦνγε εἰς πᾶσαν τὴν γῆν άκουσαν; Βεβαιότατα! Σ’ όλη τη
ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς γη εξήλθε η φωνή τους και στα
τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ πέρατα της οικουμένης τα λόγια
ρήματα αὐτῶν. τους.
19 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἔγνω 19 Αλλά ρωτώ: μήπως ο Ισραήλ
᾿Ισραήλ; πρῶτος Μωϋσῆς λέγει· δε γνώρισε; Πρώτος ο Μωυσής
ἐγὼ παραζηλώσω ὑμᾶς ἐπ᾿ οὐκ λέει: Εγώ θα σας προκαλέσω σε
ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ ζήλια, με αυτούς που δεν είναι
παροργιῶ ὑμᾶς.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. Ι’
έθνος. Με έθνος ασύνετο θα σας
παροργίσω.
20 ῾Ησαΐας δὲ ἀποτολμᾷ καὶ 20 Και ο Ησαΐας αποτολμά και
λέγει· εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ λέει: Βρέθηκα από αυτούς που δε
ζητοῦσιν, ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς με ζητούν, εμφανίστηκα σ’
ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσι. αυτούς που δε ρωτούν για μένα.
21 πρὸς δὲ τὸν ᾿Ισραὴλ λέγει· 21 Ενώ προς το λαό Ισραήλ λέει:
ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς Όλη την ημέρα άπλωσα τα χέρια
χεῖράς μου πρὸς λαὸν μου σε λαό που απειθεί και
ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα. αντιλέγει.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Κεφ. ΙΑ’
Το υπόλειμμα του Ισραήλ
1 Λέγω οὖν, μὴ ἀπώσατο ὁ Θεὸς 1 Λέω, λοιπόν, μήπως απώθησε ο
τὸν λαὸν αὐτοῦ; μὴ γένοιτο· καὶ Θεός το λαό του; Είθε να μη γίνει!
γὰρ ἐγὼ ᾿Ισραηλίτης εἰμί, ἐκ Γιατί κι εγώ είμαι Ισραηλίτης,
σπέρματος ᾿Αβραάμ, φυλῆς από το σπέρμα του Αβραάμ, από
Βενιαμίν. τη φυλή του Βενιαμίν.
2 οὐκ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν 2 Δεν απώθησε ο Θεός το λαό του
αὐτοῦ ὃν προέγνω. ἢ οὐκ οἴδατε που προγνώρισε. Ή δεν ξέρετε τι
ἐν ᾿Ηλίᾳ τί λέγει ἡ γραφή, ὡς λέει η Γραφή στο μέρος που
ἐντυγχάνει τῷ Θεῷ κατὰ τοῦ αναφέρει για τον Ηλία, πώς
᾿Ισραὴλ λέγων; αναφέρεται στο Θεό κατά του
Ισραήλ;
3 Κύριε, τοὺς προφήτας σου 3 «Κύριε, τους προφήτες σου
ἀπέκτειναν καὶ τὰ θυσιαστήριά σκότωσαν, τα θυσιαστήριά σου
σου κατέσκαψαν, κἀγὼ κατάστρεψαν εντελώς, κι εγώ
ὑπελείφθην μόνος, καὶ ζητοῦσι μόνος απόμεινα και ζητούν τη
τὴν ψυχήν μου. ζωή μου».
4 ἀλλὰ τί λέγει αὐτῷ ὁ 4 Αλλά τι λέει σ’ αυτόν ο χρησμός;
χρηματισμός; κατέλιπον ἐμαυτῷ Άφησα για τον εαυτό μου εφτά
ἑπτακισχιλίους ἄνδρας, οἵτινες χιλιάδες άντρες, που δε
οὐκ ἔκαμψαν γόνυ τῷ Βάαλ. γονάτισαν στην εικόνα του Βάαλ.
5 οὕτως οὖν καὶ ἐν τῷ νῦν καιρῷ 5 Έτσι, λοιπόν, και στο σημερινό
λεῖμμα κατ᾿ ἐκλογὴν χάριτος καιρό έχει υπάρξει υπόλειμμα
γέγονεν. σύμφωνα με την εκλογή της
χάρης.
6 εἰ δὲ χάριτι, οὐκέτι ἐξ ἔργων· ἐπεὶ 6 Αν όμως είναι με χάρη, δε είναι
ἡ χάρις οὐκέτι γίνεται χάρις. εἰ δὲ πια από έργα, αλλιώς η χάρη δεν
ἐξ ἔργων, οὐκέτι ἐστὶ χάρις· ἐπεὶ είναι πια χάρη.
τὸ ἔργον οὐκέτι ἐστὶν ἔργον.
7 Τί οὖν; ὃ ἐπιζητεῖ ᾿Ισραήλ, τοῦτο 7 Τι θα πούμε λοιπόν; Ό,τι
οὐκ ἐπέτυχεν, ἡ δὲ ἐκλογὴ επιζητεί ο Ισραήλ, αυτό δεν
ἐπέτυχεν· οἱ δὲ λοιποὶ πέτυχε, οι εκλεγμένοι όμως το
ἐπωρώθησαν, πέτυχαν. και οι λοιποί
πωρώθηκαν,
8 καθὼς γέγραπται· ἔδωκεν 8 καθώς είναι γραμμένο: Τους
αὐτοῖς ὁ Θεὸς πνεῦμα έδωσε ο θεός πνεύμα νάρκωσης,
κατανύξεως, ὀφθαλμοὺς τοῦ μὴ μάτια να μη βλέπουν και αυτιά
βλέπειν καὶ ὦτα τοῦ μὴ ἀκούειν, να μην ακούν ως τη σημερινή
ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας. ημέρα.