ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΣΤ’
προσέχει σ’ αυτά που μιλούσε ο
Παύλος.
15 ὡς δὲ ἐβαπτίσθη καὶ ὁ οἶκος 15 Μόλις λοιπόν βαφτίστηκε
αὐτῆς, παρεκάλεσε λέγουσα· εἰ αυτή και ο οίκος της, μας
κεκρίκατέ με πιστὴν τῷ Κυρίῳ παρακάλεσε λέγοντας: «Αν με
εἶναι, εἰσελθόντες εἰς τὸν οἶκόν έχετε κρίνει πως είμαι πιστή στον
μου μείνατε· καὶ παρεβιάσατο Κύριο, εισέλθετε στον οίκο μου
ἡμᾶς. και μένετε». Και μας πίεσε.
Ο Παύλος και ο Σίλας στη φυλακή
16 ᾿Εγένετο δὲ πορευομένων ἡμῶν 16 Συνέβηκε τότε, ενώ εμείς
εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ πηγαίναμε στην προσευχή,
ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος κάποια μικρή δούλη που είχε
ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πνεύμα πύθωνα να μας
πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις συναντήσει, η οποία παρείχε
αὐτῆς μαντευομένη. πολύ κέρδος στους κυρίους της
μαντεύοντας.
17 αὕτη κατακολουθήσασα τῷ 17 Αυτή ακολουθούσε από κοντά
Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε τον Παύλο κι εμάς και έκραζε
λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι λέγοντας: «Αυτοί οι άνθρωποι
δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου είναι δούλοι του Θεού του
εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ύψιστου, οι οποίοι σας
ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας. αναγγέλλουν οδό σωτηρίας».
18 τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς 18 Αυτό λοιπόν έκανε για πολλές
ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ημέρες. Καταπονήθηκε τότε ο
καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· Παύλος και έστρεψε πίσω προς το
παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι πνεύμα και είπε: «Σου
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ παραγγέλλω στο όνομα του
αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. Ιησού Χριστού να εξέλθεις από
αυτήν» – και εξήλθε αυτήν την
ώρα.
19 ᾿Ιδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι 19 Όταν είδαν τότε οι κύριοί της
ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας ότι εξήλθε η ελπίδα του κέρδους
αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον τους, έπιασαν τον Παύλο και το
καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν Σίλα και τους έσυραν στην αγορά
ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, μπροστά στους άρχοντες
20 καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς 20 και, αφού τους έφεραν προς
τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ τους στρατηγούς, είπαν: «Αυτοί
ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν οι άνθρωποι καταταράζουν την
τὴν πόλιν ᾿Ιουδαῖοι ὑπάρχοντες. πόλη μας, όντας Ιουδαίοι,
21 καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ 21 και αναγγέλλουν έθιμα που
ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ δεν επιτρέπεται σ’ εμάς να τα
ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΣΤ’
παραδεχόμαστε ούτε να τα
κάνουμε, που είμαστε Ρωμαίοι».
22 καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ 22 Και μαζί ξεσηκώθηκε ο όχλος
αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ εναντίον τους, και αφού οι
περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια στρατηγοί τους έσχισαν γύρω τα
ἐκέλευον ραβδίζειν, ρούχα τους, διέταζαν να τους
ραβδίζουν.
23 πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς 23 Και έδωσαν σ’ αυτούς πολλά
πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, χτυπήματα και τους έριξαν σε
παραγγείλαντες τῷ φυλακή, αφού παράγγειλαν στο
δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν δεσμοφύλακα να τους επιτηρεί
αὐτούς· προσεκτικά με ασφάλεια.
24 ὃς παραγγελίαν τοιαύτην 24 Αυτός, όταν έλαβε τέτοιου
εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν είδους παραγγελία, τους έριξε
ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς στην εσώτερη φυλακή και τα
πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ πόδια τους τα ασφάλισε στο
ξύλον. ξύλο.
25 Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον 25 Κατά τα μεσάνυχτα, λοιπόν, ο
Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι Παύλος και ο Σίλας
ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ προσεύχονταν και υμνούσαν το
αὐτῶν οἱ δέσμιοι. Θεό, ενώ τους άκουγαν οι
φυλακισμένοι.
26 ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο 26 Τότε ξαφνικά έγινε σεισμός
μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ μεγάλος, ώστε σαλεύτηκαν τα
θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, θεμέλια της φυλακής.
ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ Ανοίχτηκαν τότε αμέσως όλες οι
θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ θύρες και όλων τα δεσμά
δεσμὰ ἀνέθη. λύθηκαν.
27 ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ 27 Ξύπνησε τότε ο δεσμοφύλακας
δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν και, όταν είδε ανοιγμένες τις
ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς θύρες της φυλακής, τράβηξε τη
φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν μάχαιρα και έμελλε να
ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, αυτοκτονήσει, επειδή νόμιζε πως
νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς έχουν ξεφύγει οι φυλακισμένοι.
δεσμίους.
28 ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ 28 Φώναξε όμως με μεγάλη φωνή
Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς ο Παύλος λέγοντας: «Μην
σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ πράξεις στον εαυτό σου κανένα
ἐσμεν ἐνθάδε. κακό, γιατί όλοι είμαστε εδώ».
29 αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, 29 Ζήτησε τότε φώτα, πήδηξε
καὶ ἔντρομος γενόμενος μέσα και καθώς ήταν έντρομος,
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΣΤ’
προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ έπεσε μπροστά στον Παύλο και
Σίλᾳ, στο Σίλα.
30 καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω 30 Και αφού τους οδήγησε έξω,
ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα είπε: «Κύριοι, τι πρέπει να κάνω
σωθῶ; για να σωθώ;»
31 οἱ δὲ εἶπον· πίστευσον ἐπὶ τὸν 31 Εκείνοι είπαν: «Πίστεψε στον
Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ Κύριο Ιησού και θα σωθείς εσύ
σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. και ο οίκος σου».
32 καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον 32 Και μίλησαν σ’ αυτόν το λόγο
τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ του Κυρίου και μαζί σε όλους
οἰκίᾳ αὐτοῦ. εκείνους που ήταν στην οικία
του.
33 καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν 33 Και αφού τους παράλαβε
ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς εκείνη την ώρα της νύχτας,
ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ έλουσε τις πληγές τους, και
ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ βαφτίστηκε αυτός και οι δικοί
πάντες παραχρῆμα, του όλοι αμέσως.
34 ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν 34 Και τους ανέβασε στον οίκο
οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, του και παράθεσε τραπέζι και
καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ αγαλλίασε με όλο του τον οίκο,
πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ. επειδή είχε πιστέψει στο Θεό.
35 ῾Ημέρας δὲ γενομένης 35 Όταν λοιπόν ξημέρωσε,
ἀπέστειλαν οἱ στρατηγοὶ τοὺς απέστειλαν οι στρατηγοί τούς
ραβδούχους λέγοντες· ἀπόλυσον ραβδούχους λέγοντας: «Απόλυσε
τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους. τους ανθρώπους εκείνους».
36 ἀπήγγειλε δὲ ὁ δεσμοφύλαξ 36 Ανάγγειλε τότε ο
τοὺς λόγους τούτους πρὸς τὸν δεσμοφύλακας τους λόγους
Παῦλον, ὅτι ἀπεστάλκασιν οἱ αυτούς προς τον Παύλο: «Έχουν
στρατηγοὶ ἵνα ἀπολυθῆτε. νῦν αποστείλει διαταγή οι στρατηγοί
οὖν ἐξελθόντες πορεύεσθε ἐν να απολυθείτε. Τώρα, λοιπόν,
εἰρήνῃ. εξέλθετε και πορεύεστε με
ειρήνη».
37 ὁ δὲ Παῦλος ἔφη πρὸς αὐτούς· 37 Αλλά ο Παύλος είπε προς
δείραντες ἡμᾶς δημοσίᾳ αυτούς: «Μας έδειραν δημόσια
ἀκατακρίτους, ἀνθρώπους χωρίς δίκη, ανθρώπους που
Ρωμαίους ὑπάρχοντας, ἔβαλον είμαστε Ρωμαίοι, και μας έριξαν
εἰς φυλακήν· καὶ νῦν λάθρᾳ ἡμᾶς στη φυλακή, και τώρα λαθραία
ἐκβάλλουσιν; οὐ γάρ, ἀλλὰ μας βγάζουν; Όχι βέβαια! Αλλά
ἐλθόντες αὐτοὶ ἡμᾶς ας έρθουν αυτοί να μας
ἐξαγαγέτωσαν. οδηγήσουν έξω».
38 ἀνήγγειλαν δὲ τοῖς στρατηγοῖς 38 Ανάγγειλαν τότε στους
οἱ ραβδοῦχοι τὰ ρήματα ταῦτα· στρατηγούς οι ραβδούχοι τα
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΣΤ’
καὶ ἐφοβήθησαν ἀκούσαντες ὅτι λόγια αυτά. Φοβήθηκαν, λοιπόν,
Ρωμαῖοί εἰσι, όταν άκουσαν ότι είναι Ρωμαίοι,
39 καὶ ἐλθόντες παρεκάλεσαν 39 και ήρθαν και τους
αὐτούς, καὶ ἐξαγαγόντες ἠρώτων παρακάλεσαν και, αφού τους
ἐξελθεῖν τῆς πόλεως. οδήγησαν έξω, τους
παρακαλούσαν να φύγουν από
την πόλη.
40 ἐξελθόντες δὲ ἐκ τῆς φυλακῆς 40 Εξήλθαν τότε από τη φυλακή
εἰσῆλθον πρὸς τὴν Λυδίαν, καὶ και εισήλθαν στην οικία της
ἰδόντες τοὺς ἀδελφοὺς Λυδίας και, όταν τους είδαν,
παρεκάλεσαν αὐτοὺς καὶ ενθάρρυναν τους αδελφούς και
ἐξῆλθον. αναχώρησαν.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΖ’
Ο Παύλος στη Θεσσαλονίκη
1 Διοδεύσαντες δὲ τὴν 1 Αφού ταξίδεψαν τότε μέσα από
᾿Αμφίπολιν καὶ ᾿Απολλωνίαν την Αμφίπολη και από την
ἦλθον εἰς Θεσσαλονίκην, ὅπου Απολλωνία, ήρθαν στη
ἦν ἡ συναγωγὴ τῶν ᾿Ιουδαίων. Θεσσαλονίκη όπου ήταν
συναγωγή των Ιουδαίων.
2 κατὰ δὲ τὸ εἰωθὸς τῷ Παύλῳ 2 Και κατά τη συνήθειά του ο
εἰσῆλθε πρὸς αὐτούς, καὶ ἐπὶ Παύλος εισήλθε προς αυτούς και
σάββατα τρία διελέγετο αὐτοῖς για τρία Σάββατα συνδιαλέχτηκε
ἀπὸ τῶν γραφῶν, με αυτούς από τις Γραφές,
3 διανοίγων καὶ παρατιθέμενος 3 διανοίγοντάς τες και
ὅτι τὸν Χριστὸν ἔδει παθεῖν καὶ παραθέτοντας χωρία που
ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν, καὶ ὅτι ανάφεραν ότι ο Χριστός έπρεπε
οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός, ᾿Ιησοῦς ὃν να πάθει και να αναστηθεί από
ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. τους νεκρούς, και έλεγε ότι αυτός
είναι ο Χριστός, ο Ιησούς, που εγώ
σας αναγγέλλω.
4 καί τινες ἐξ αὐτῶν ἐπείσθησαν 4 Και μερικοί από αυτούς
καὶ προσεκληρώθησαν τῷ πείστηκαν και δόθηκαν σαν
Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, τῶν τε κλήρος στον Παύλο και στο Σίλα,
σεβομένων ῾Ελλήνων πολὺ όπως επίσης και πολύ πλήθος
πλῆθος γυναικῶν τε τῶν πρώτων Ελλήνων που σέβονταν το Θεό
οὐκ ὀλίγαι. και από τις γυναίκες τις πρώτες
της κοινωνίας όχι λίγες.
5 Προσλαβόμενοι δὲ οἱ 5 Ζήλεψαν τότε οι Ιουδαίοι και,
ἀπειθοῦντες ᾿Ιουδαῖοι τῶν αφού προσέλαβαν μερικούς
ἀγοραίων τινὰς ἄνδρας κακούς άντρες της αγοράς και
πονηροὺς καὶ ὀχλοποιήσαντες έκαναν οχλαγωγία, θορυβούσαν
ἐθορύβουν τὴν πόλιν, ἐπιστάντες στην πόλη και στάθηκαν
τε τῇ οἰκίᾳ ᾿Ιάσονος ἐζήτουν μπροστά στην οικία του Ιάσονα
αὐτοὺς ἀγαγεῖν εἰς τὸν δῆμον· και ζητούσαν να τους φέρουν
μπροστά στη συνέλευση του
δήμου.
6 μὴ εὑρόντες δὲ αὐτοὺς ἔσυρον 6 Επειδή όμως δεν τους βρήκαν,
τὸν ᾿Ιάσονα καί τινας ἀδελφοὺς έσυραν τον Ιάσονα και μερικούς
ἐπὶ τοὺς πολιτάρχας, βοῶντες ὅτι αδελφούς μπροστά στους
οἱ τὴν οἰκουμένην πολιτάρχες, φωνάζοντας:
ἀναστατώσαντες οὗτοι καὶ «Εκείνοι που αναστάτωσαν την
ἐνθάδε πάρεισιν, οικουμένη, αυτοί
παρευρίσκονται και εδώ,
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΖ’
7 οὓς ὑποδέδεκται ᾿Ιάσων· καὶ 7 τους οποίους έχει υποδεχτεί ο
οὗτοι πάντες ἀπέναντι τῶν Ιάσονας. Και όλοι αυτοί
δογμάτων Καίσαρος πράσσουσι, πράττουν αντίθετα στα
βασιλέα ἕτερον λέγοντες εἶναι, διατάγματα του Καίσαρα,
᾿Ιησοῦν. λέγοντας πως υπάρχει άλλος
βασιλιάς, ο Ιησούς».
8 ἐτάραξαν δὲ τὸν ὄχλον καὶ τοὺς 8 Τάραξαν λοιπόν τον όχλο και
πολιτάρχας ἀκούοντας ταῦτα, τους πολιτάρχες που άκουγαν
αυτά
9 καὶ λαβόντες τὸ ἱκανὸν παρὰ 9 και, αφού έλαβαν αρκετή
τοῦ ᾿Ιάσονος καὶ τῶν λοιπῶν χρηματική εγγύηση από τον
ἀπέλυσαν αὐτούς. Ιάσονα και τους υπόλοιπους,
τους απόλυσαν.
Ο Παύλος στη Βέροια
10 Οἱ δὲ ἀδελφοὶ εὐθέως διὰ τῆς 10 Τότε οι αδελφοί αμέσως τη
νυκτὸς ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλον νύχτα έστειλαν έξω τον Παύλο
καὶ τὸν Σίλαν εἰς Βέροιαν, οἵτινες και το Σίλα στη Βέροια, οι οποίοι,
παραγενόμενοι εἰς τὴν όταν ήρθαν, πήγαν στη
συναγωγὴν ἀπῄεσαν τῶν συναγωγή των Ιουδαίων.
᾿Ιουδαίων.
11 οὗτοι δὲ ἦσαν εὐγενέστεροι 11 Αυτοί, λοιπόν, ήταν
τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ, οἵτινες ευγενέστεροι από εκείνους που
ἐδέξαντο τὸν λόγον μετὰ πάσης ήταν στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι
προθυμίας, τὸ καθ᾿ ἡμέραν δέχτηκαν το λόγο με όλη την
ἀνακρίνοντες τὰς γραφὰς εἰ ἔχοι προθυμία, εξετάζοντας κάθε
ταῦτα οὕτως. ημέρα τις Γραφές αν αυτά έχουν
έτσι.
12 πολλοὶ μὲν οὖν ἐξ αὐτῶν 12 Πράγματι, τότε πολλοί από
ἐπίστευσαν, καὶ τῶν ῾Ελληνίδων αυτούς πίστεψαν και από τις
γυναικῶν τῶν εὐσχημόνων καὶ ευυπόληπτες γυναίκες τις
ἀνδρῶν οὐκ ὀλίγοι. Ελληνίδες, και άντρες όχι λίγοι.
13 ῾Ως δὲ ἔγνωσαν οἱ ἀπὸ τῆς 13 Μόλις όμως έμαθαν οι Ιουδαίοι
Θεσσαλονίκης ᾿Ιουδαῖοι ὅτι καὶ από τη Θεσσαλονίκη ότι και στη
ἐν τῇ Βεροίᾳ κατηγγέλη ὑπὸ τοῦ Βέροια αναγγέλθηκε από τον
Παύλου ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἦλθον Παύλο ο λόγος του Θεού, ήρθαν
κἀκεῖ σαλεύοντες τοὺς ὄχλους. κι εκεί σαλεύοντας και
ταράζοντας τους όχλους.
14 εὐθέως δὲ τότε τὸν Παῦλον 14 Και αμέσως τότε οι αδελφοί
ἐξαπέστειλαν οἱ ἀδελφοὶ απέστειλαν έξω τον Παύλο να
πορεύεσθαι ὡς ἐπὶ τὴν πορευτεί ως τη θάλασσα, και
θάλασσαν· ὑπέμενον δὲ ὅ τε παρέμειναν ο Σίλας και ο
Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος ἐκεῖ. Τιμόθεος εκεί.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΖ’
15 οἱ δὲ καθιστῶντες τὸν Παῦλον 15 Εκείνοι οι αδελφοί,
ἤγαγον αὐτὸν ἕως ᾿Αθηνῶν, καὶ συνοδεύοντας τον Παύλο, τον
λαβόντες ἐντολὴν πρὸς τὸν Σίλαν έφεραν ως την Αθήνα και, αφού
καὶ Τιμόθεον ἵνα ὡς τάχιστα έλαβαν εντολή για το Σίλα και
ἔλθωσι πρὸς αὐτόν, ἐξῄεσαν. τον Τιμόθεο να έρθουν όσο το
δυνατό ταχύτερα προς αυτόν,
έφυγαν.
Ο Παύλος στην Αθήνα
16 ᾿Εν δὲ ταῖς ᾿Αθήναις 16 Ενώ λοιπόν τους περίμενε ο
ἐκδεχομένου αὐτοὺς τοῦ Παύλου, Παύλος στην Αθήνα,
παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν παροξυνόταν το πνεύμα του
αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον μέσα του, επειδή έβλεπε την πόλη
οὖσαν τὴν πόλιν. να είναι γεμάτη είδωλα.
17 διελέγετο μὲν οὖν ἐν τῇ 17 Αφενός λοιπόν συνδιαλεγόταν
συναγωγῇ τοῖς ᾿Ιουδαίοις καὶ στη συναγωγή με τους Ιουδαίους
τοῖς σεβομένοις καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ και με αυτούς που σέβονταν το
κατὰ πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς Θεό, όπως επίσης και κάθε ημέρα
παρατυγχάνοντας. στην αγορά μ’ εκείνους που
τύχαινε να παρευρίσκονται.
18 τινὲς δὲ τῶν ᾿Επικουρείων καὶ 18 Αφετέρου μερικοί και από τους
τῶν Στοϊκῶν φιλοσόφων επικούρειους και τους στωικούς
συνέβαλλον αὐτῷ, καί τινες φιλοσόφους συνομιλούσαν μαζί
ἔλεγον· τί ἂν θέλοι ὁ του, και μερικοί έλεγαν: «Τι θα
σπερμολόγος οὗτος λέγειν; οἱ δέ· ήθελε να λέει ο σπερμολόγος
ξένων δαιμονίων δοκεῖ αυτός;» Άλλοι έλεγαν: «Ξένων
καταγγελεὺς εἶναι· ὅτι τὸν θεοτήτων φαίνεται πως είναι
᾿Ιησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν κήρυκας» – γιατί τον Ιησού και
εὐηγγελίζετο αὐτοῖς. την ανάσταση ευαγγελιζόταν.
19 ἐπιλαβόμενοί τε αὐτοῦ ἐπὶ τὸν 19 Και αφού τον πήραν, τον
῎Αρειον πάγον ἤγαγον λέγοντες· έφεραν πάνω στον Άρειο Πάγο,
δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ λέγοντας: «Μπορούμε να
αὕτη ἡ ὑπὸ σοῦ λαλουμένη γνωρίσουμε ποια είναι αυτή η
διδαχή; καινούργια διδαχή που λαλείται
από εσένα;
20 ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις 20 Γιατί κάποια παράξενα
εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα πράγματα φέρνεις μες στ’ αυτιά
οὖν γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα μας. Θέλουμε λοιπόν να
εἶναι. γνωρίσουμε τι θέλουν να
σημαίνουν αυτά».
21 ᾿Αθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ 21 Και οι Αθηναίοι όλοι και οι
ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ξένοι που έμεναν εκεί δεν
ευκαιρούσαν για τίποτε άλλο
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΖ’
ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ παρά για να λένε κάτι ή για να
ἀκούειν καινότερον. ακούνε κάτι πιο καινούργιο.
22 Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ 22 Στάθηκε τότε ο Παύλος στο
τοῦ ᾿Αρείου πάγου ἔφη· ἄνδρες μέσο του Αρείου Πάγου και είπε:
᾿Αθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς «Άντρες Αθηναίοι, καθ’ όλα σας
δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρώ δεισιδαιμονέστατους.
θεωρῶ.
23 διερχόμενος γὰρ καὶ 23 Γιατί περνώντας και
ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν βλέποντας με προσοχή τα
εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ σεβάσματά σας βρήκα και βωμό
ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ. ὃν στον οποίο είχε γραφτεί επάνω:
οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον “Στον άγνωστο θεό”. Αυτό
ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. λοιπόν που αγνοώντας σέβεστε,
τούτο εγώ σας αναγγέλλω.
24 ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον 24 Ο Θεός που έκανε τον κόσμο
καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος και όλα όσα είναι μέσα σ’ αυτόν,
οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος επειδή είναι Κύριος ουρανού και
ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις γης, αυτός δεν κατοικεί μέσα σε
ναοῖς κατοικεῖ, χειροποίητους ναούς
25 οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων 25 ούτε υπηρετείται από χέρια
θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, ανθρώπινα, σαν να έχει ανάγκη
αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ από κάτι επιπλέον, αυτός που
πνοὴν κατὰ πάντα· δίνει σε όλους ζωή και πνοή και
τα πάντα.
26 ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν 26 Και έκανε από έναν κάθε έθνος
ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ ανθρώπων, για να κατοικούν
πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας πάνω σε όλο το πρόσωπο της γης,
προστεταγμένους καιροὺς καὶ αφού όρισε προσδιορισμένους
τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας καιρούς και τις οροθεσίες της
αὐτῶν, κατοικίας τους,
27 ζητεῖν τὸν Κύριον, εἰ ἄρα γε 27 για να ζητούν το Θεό, μήπως
ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, άραγε μπορέσουν να τον
καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ψηλαφήσουν και τον βρουν. αν
ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. και, βέβαια, δεν είναι μακριά από
καθέναν από εμάς ξεχωριστά.
28 ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ 28 Γιατί μέσα σ’ αυτόν ζούμε και
κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες κινούμαστε και υπάρχουμε, όπως
τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· και μερικοί από τους δικούς σας
τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν. ποιητές έχουν πει: “Γιατί είμαστε
και γένος του”.
29 γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ 29 Επειδή λοιπόν είμαστε γένος
Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν του Θεού, δεν πρέπει να
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΖ’
χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, νομίζουμε πως η θεία φύση είναι
χαράγματι τέχνης καὶ όμοια με χρυσάφι ή με άργυρο ή
ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον με λίθο, με χάραγμα τέχνης και
εἶναι ὅμοιον. εφεύρεσης ανθρώπου.
30 τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς 30 Τους χρόνους λοιπόν της
ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τανῦν άγνοιας παραβλέποντας
παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πράγματι ο Θεός, τώρα
πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν, παραγγέλλει στους ανθρώπους
να μετανοούν όλοι παντού,
31 διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ 31 καθότι προσδιόρισε ημέρα
μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν κατά την οποία μέλλει να κρίνει
δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, την οικουμένη με δικαιοσύνη, με
πίστιν παρασχὼν πᾶσιν έναν άντρα που όρισε, αφού
ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. έδωσε πιστοποίηση σε όλους,
όταν τον ανάστησε από τους
νεκρούς».
32 ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν 32 Όταν άκουσαν τότε
νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ “ανάσταση νεκρών”, οι μεν
εἶπον· ἀκουσόμεθά σου πάλιν χλεύαζαν, οι δε είπαν: «Θα σε
περὶ τούτου. ακούσουμε για τούτο και πάλι».
33 καὶ οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ 33 Έτσι ο Παύλος εξήλθε από
μέσου αὐτῶν. ανάμεσά τους.
34 τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες 34 Μερικοί όμως άντρες
αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ προσκολλήθηκαν σ’ αυτόν και
Διονύσιος ὁ ᾿Αρεοπαγίτης καὶ πίστεψαν, μεταξύ των οποίων
γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι ήταν και ο Διονύσιος ο
σὺν αὐτοῖς. Αρεοπαγίτης και μια γυναίκα με
το όνομα Δάμαρις και άλλοι μαζί
τους.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΗ’
Ο Παύλος στην Κόρινθο
1 Μετὰ δὲ ταῦτα χωρισθεὶς ὁ 1 Μετά από αυτά αναχώρησε από
Παῦλος ἐκ τῶν ᾿Αθηνῶν ἦλθεν την Αθήνα και ήρθε στην
εἰς Κόρινθον· Κόρινθο.
2 καὶ εὑρών τινα ᾿Ιουδαῖον 2 Και βρήκε κάποιον Ιουδαίο με
ὀνόματι ᾿Ακύλαν, Ποντικὸν τῷ το όνομα Ακύλας, Πόντιο στο
γένει, προσφάτως ἐληλυθότα γένος, που είχε έρθει πρόσφατα
ἀπὸ τῆς ᾿Ιταλίας, καὶ Πρίσκιλλαν από την Ιταλία, και την
γυναῖκα αὐτοῦ, διὰ τὸ Πρίσκιλλα τη γυναίκα του, γιατί
διατεταχέναι Κλαύδιον είχε διατάξει ο Κλαύδιος να
χωρίζεσθαι πάντας τοὺς αναχωρήσουν όλοι οι Ιουδαίοι
᾿Ιουδαίους ἀπὸ τῆς Ρώμης, από τη Ρώμη, και προσήλθε σ’
προσῆλθεν αὐτοῖς, αυτούς.
3 καὶ διὰ τὸ ὁμότεχνον εἶναι 3 Και επειδή ήταν ομότεχνος,
ἔμεινε παρ᾿ αὐτοῖς καὶ εἰργάζετο· έμενε κοντά τους και εργαζόταν.
ἦσαν γὰρ σκηνοποιοὶ τῇ τέχνῃ. γιατί ήταν σκηνοποιοί στην
τέχνη.
4 διελέγετο δὲ ἐν τῇ συναγωγῇ 4 Συνδιαλεγόταν λοιπόν μέσα
κατὰ πᾶν σάββατον, ἔπειθέ τε στη συναγωγή κάθε Σάββατο και
᾿Ιουδαίους καὶ ῞Ελληνας. έπειθε Ιουδαίους και Έλληνες.
5 ῾Ως δὲ κατῆλθον ἀπὸ τῆς 5 Μόλις λοιπόν κατέβηκαν από
Μακεδονίας ὅ τε Σίλας καὶ ὁ τη Μακεδονία ο Σίλας και ο
Τιμόθεος, συνείχετο τῷ πνεύματι Τιμόθεος, πιεζόταν από το λόγο
ὁ Παῦλος διαμαρτυρόμενος τοῖς του Θεού ο Παύλος και
᾿Ιουδαίοις τὸν Χριστὸν ᾿Ιησοῦν. μαρτυρούσε επίσημα στους
Ιουδαίους πως ο Χριστός είναι ο
Ιησούς.
6 ἀντιτασσομένων δὲ αὐτῶν καὶ 6 Επειδή όμως αυτοί
βλασφημούντων ἐκτιναξάμενος αντιτάσσονταν και
τὰ ἱμάτια εἶπε πρὸς αὐτούς· τὸ βλαστημούσαν, τίναξε τα ρούχα
αἷμα ὑμῶν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν του και είπε προς αυτούς: «Το
ὑμῶν· καθαρὸς ἐγώ· ἀπὸ τοῦ νῦν αίμα σας πάνω στο κεφάλι σας.
εἰς τὰ ἔθνη πορεύσομαι. εγώ είμαι καθαρός. Από τώρα θα
πηγαίνω στους εθνικούς».
7 καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς 7 Και αφού έφυγε από εκεί,
οἰκίαν τινὸς ὀνόματι ᾿Ιούστου, εισήλθε στην οικία κάποιου με το
σεβομένου τὸν Θεόν, οὗ ἡ οἰκία όνομα Τίτιος Ιούστος, που
ἦν συνομοροῦσα τῇ συναγωγῇ. σεβόταν το Θεό, του οποίου η
οικία συνόρευε με τη συναγωγή.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΗ’
8 Κρίσπος δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος 8 Και ο Κρίσπος ο
ἐπίστευσε τῷ Κυρίῳ σὺν ὅλῳ τῷ αρχισυνάγωγος πίστεψε στον
οἴκῳ αὐτοῦ, καὶ πολλοὶ τῶν Κύριο μαζί με όλο τον οίκο του,
Κορινθίων ἀκούοντες ἐπίστευον και πολλοί από τους Κορίνθιους,
καὶ ἐβαπτίζοντο. ακούγοντας, πίστευαν και
βαφτίζονταν.
9 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος δι᾿ ὁράματος ἐν 9 Είπε τότε ο Κύριος τη νύχτα με
νυκτὶ τῷ Παύλῳ· μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ όραμα στον Παύλο: «Μη
λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς, φοβάσαι, αλλά μίλα και μη
σωπάσεις,
10 διότι ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ, καὶ 10 γιατί εγώ είμαι μαζί σου και
οὐδεὶς ἐπιθήσεταί σοι τοῦ κανείς δε θα σου επιτεθεί, για να
κακῶσαί σε, διότι λαὸς ἐστί μοι σε κακοποιήσει, γιατί έχω πολύ
πολὺς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ. λαό στην πόλη αυτή».
11 ἐκάθισέ τε ἐνιαυτὸν καὶ μῆνας 11 Κάθισε λοιπόν ένα έτος και έξι
ἓξ διδάσκων ἐν αὐτοῖς τὸν λόγον μήνες, διδάσκοντας μεταξύ τους
τοῦ Θεοῦ. το λόγο του Θεού.
12 Γαλλίωνος δὲ ἀνθυπατεύοντος 12 Όταν ήταν τότε ο Γαλλίωνας
τῆς ᾿Αχαΐας κατεπέστησαν ανθύπατος της Αχαΐας,
ὁμοθυμαδὸν οἱ ᾿Ιουδαῖοι τῷ σηκώθηκαν ομόψυχα οι Ιουδαίοι
Παύλῳ καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸ εναντίον του Παύλου και τον
βῆμα, έφεραν μπροστά στο βήμα,
13 λέγοντες ὅτι παρὰ τὸν νόμον 13 λέγοντας: «Αντίθετα με το
οὗτος ἀναπείθει τοὺς ἀνθρώπους νόμο αυτός μεταπείθει τους
σέβεσθαι τὸν Θεόν. ανθρώπους να σέβονται το Θεό».
14 μέλλοντος δὲ τοῦ Παύλου 14 Και ενώ έμελλε ο Παύλος να
ἀνοίγειν τὸ στόμα εἶπεν ὁ ανοίγει το στόμα του, είπε ο
Γαλλίων πρὸς τοὺς ᾿Ιουδαίους· εἰ Γαλλίωνας προς τους Ιουδαίους:
μὲν οὖν ἦν ἀδίκημά τι ἢ «Αν βέβαια ήταν κάποιο αδίκημα
ρᾳδιούργημα πονηρόν, ὦ ή ραδιούργημα κακό, ω Ιουδαίοι,
᾿Ιουδαῖοι, κατὰ λόγον ἂν εύλογα θα σας ανεχόμουν.
ἠνεσχόμην ὑμῶν·
15 εἰ δὲ ζήτημά ἐστι περὶ λόγου 15 Αν όμως είναι ζητήματα για
καὶ ὀνομάτων καὶ νόμου τοῦ καθ᾿ λόγια και για ονόματα και για το
ὑμᾶς, ὄψεσθε αὐτοί· κριτὴς γὰρ δικό σας νόμο, δείτε τα οι ίδιοι.
ἐγὼ τούτων οὐ βούλομαι εἶναι. κριτής αυτών εγώ δε θέλω να
είμαι».
16 καὶ ἀπήλασεν αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ 16 Και τους απόδιωξε από το
βήματος. βήμα.
17 ἐπιλαβόμενοι δὲ πάντες οἱ 17 Έπιασαν τότε όλοι το Σωσθένη
῞Ελληνες Σωσθένην τὸν τον αρχισυνάγωγο και τον
ἀρχισυνάγωγον ἔτυπτον χτυπούσαν μπροστά στο βήμα.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΗ’
ἔμπροσθεν τοῦ βήματος· καὶ και τίποτε από αυτά δεν έμελε το
οὐδὲν τούτων τῷ Γαλλίωνι Γαλλίωνα.
ἔμελεν. Ο Παύλος επιστρέφει στην
Αντιόχεια
Αρχή της τρίτης περιοδείας - Ο
Παύλος στη Γαλατία και στη
Φρυγία
18 ῾Ο δὲ Παῦλος ἔτι προσμείνας 18 Αλλά ο Παύλος παράμεινε
ἡμέρας ἱκανάς, τοῖς ἀδελφοῖς ακόμα αρκετές ημέρες, κατόπιν
ἀποταξάμενος ἐξέπλει εἰς τὴν αποχαιρέτησε τους αδελφούς και
Συρίαν, καὶ σὺν αὐτῷ Πρίσκιλλα έπλευσε έξω προς τη Συρία και
καὶ ᾿Ακύλας, κειράμενος τὴν μαζί του η Πρίσκιλλα και ο
κεφαλὴν ἐν Κεγχρεαῖς· εἶχε γὰρ Ακύλας, ενώ κούρεψε στις
εὐχήν. Κεχρεές το κεφάλι του, γιατί είχε
ευχηθεί τάξιμο.
19 κατήντησε δὲ εἰς ῎Εφεσον, 19 Έφτασαν τότε, στην Έφεσο, κι
κἀκείνους κατέλιπεν αὐτοῦ, εκείνους εγκατέλειψε εκεί, αυτός
αὐτὸς δὲ εἰσελθὼν εἰς τὴν όμως εισήλθε στη συναγωγή και
συναγωγὴν διελέχθη τοῖς συνδιαλέχτηκε με τους
᾿Ιουδαίοις. Ιουδαίους.
20 ἐρωτώντων δὲ αὐτῶν ἐπὶ 20 Όταν όμως αυτοί τον
πλείονα χρόνον μεῖναι παρ᾿ παρακαλούσαν να μείνει για
αὐτοῖς οὐκ ἐπένευσεν, περισσότερο χρόνο, δε
συγκατένευσε.
21 ἀλλ᾿ ἀπετάξατο αὐτοῖς εἰπών· 21 Αλλά τους αποχαιρέτησε και
δεῖ με πάντως τὴν ἑορτὴν τὴν είπε: « Πρέπει πάντως την εορτή
ἐρχομένην ποιῆσαι εἰς την ερχόμενη να την κάνω στα
῾Ιεροσόλυμα, πάλιν δὲ Ιεροσόλυμα. Πάλι θα επιστρέψω
ἀνακάμψω πρὸς ὑμᾶς τοῦ Θεοῦ προς εσάς αν το θέλει ο Θεός», και
θέλοντος. καὶ ἀνήχθη ἀπὸ τῆς ανοίχτηκε στο πέλαγος από την
᾿Εφέσου, Έφεσο.
22 καὶ κατελθὼν εἰς Καισάρειαν, 22 Και όταν κατέβηκε στην
ἀναβὰς καὶ ἀσπασάμενος τὴν Καισάρεια, ανέβηκε και
ἐκκλησίαν κατέβη εἰς χαιρέτησε την εκκλησία και μετά
᾿Αντιόχειαν, κατέβηκε στην Αντιόχεια.
23 καὶ ποιήσας χρόνον τινὰ 23 Και αφού έμεινε εκεί λίγο
ἐξῆλθε διερχόμενος καθεξῆς τὴν χρόνο, εξήλθε, διασχίζοντας με
Γαλατικὴν χώραν καὶ Φρυγίαν, τη σειρά τη Γαλατική χώρα και
ἐπιστηρίζων πάντας τοὺς τη Φρυγία, στηρίζοντας όλους
μαθητάς. τους μαθητές.
Ο Απολλώς κηρύττει στην Έφεσο
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΗ’
24 ᾿Ιουδαῖος δέ τις ᾿Απολλὼς 24 Και κάποιος Ιουδαίος με το
ὀνόματι, ᾿Αλεξανδρεὺς τῷ γένει, όνομα Απολλώς, Αλεξανδρινός
ἀνὴρ λόγιος, κατήντησεν εἰς στο γένος, άντρας λόγιος, έφτασε
῎Εφεσον, δυνατὸς ὢν ἐν ταῖς στην Έφεσο και ήταν δυνατός
γραφαῖς. στις Γραφές.
25 οὗτος ἦν κατηχημένος τὴν 25 Αυτός ήταν κατηχημένος στην
ὁδὸν τοῦ Κυρίου, καὶ ζέων τῷ οδό του Κυρίου και, βράζοντας
πνεύματι ἐλάλει καὶ ἐδίδασκεν στο πνεύμα, μιλούσε και δίδασκε
ἀκριβῶς τὰ περὶ τοῦ Κυρίου, ακριβώς τα σχετικά με τον Ιησού,
ἐπιστάμενος μόνον τὸ βάπτισμα γνωρίζοντας μόνο το βάφτισμα
᾿Ιωάννου· του Ιωάννη.
26 οὗτός τε ἤρξατο 26 Και αυτός άρχισε να μιλά με
παρρησιάζεσθαι ἐν τῇ παρρησία μέσα στη συναγωγή.
συναγωγῇ. ἀκούσαντες δὲ αὐτοῦ Όταν τον άκουσαν τότε η
᾿Ακύλας καὶ Πρίσκιλλα Πρίσκιλλα και ο Ακύλας, τον
προσελάβοντο αὐτὸν καὶ πήραν κατά μέρος και
ἀκριβέστερον αὐτῷ ἐξέθεντο τὴν ακριβέστερα του εξέθεσαν την
ὁδὸν τοῦ Θεοῦ. οδό του Θεού.
27 βουλομένου δὲ αὐτοῦ διελθεῖν 27 Επειδή λοιπόν αυτός ήθελε να
εἰς τὴν ᾿Αχαΐαν προτρεψάμενοι οἱ περάσει στην Αχαΐα, τον
ἀδελφοὶ ἔγραψαν τοῖς μαθηταῖς πρότρεψαν να το κάνει οι
ἀποδέξασθαι αὐτόν· ὃς αδελφοί και έγραψαν στους
παραγενόμενος συνεβάλετο πολὺ μαθητές να τον αποδεχτούν.
τοῖς πεπιστευκόσι διὰ τῆς Αυτός, όταν έφτασε, συνέβαλε
χάριτος. πολύ στο να ωφεληθούν αυτοί
που είχαν πιστέψει με τη χάρη.
28 εὐτόνως γὰρ τοῖς ᾿Ιουδαίοις 28 Γιατί έντονα έλεγχε πλήρως
διακατηλέγχετο δημοσίᾳ τους Ιουδαίους, αντικρούοντάς
ἐπιδεικνὺς διὰ τῶν γραφῶν εἶναι τους δημόσια, επιδεικνύοντας
τὸν Χριστὸν ᾿Ιησοῦν. διαμέσου των Γραφών πως ο
Ιησούς είναι ο Χριστός.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΘ’
Ο Παύλος στην Έφεσο
1 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ᾿Απολλὼ 1 Συνέβηκε τότε, ενώ ο Απολλώς
εἶναι ἐν Κορίνθῳ Παῦλον ήταν στην Κόρινθο, αφού ο
διελθόντα τὰ ἀνωτερικὰ μέρη Παύλος πέρασε τα ανώτερα σε
ἐλθεῖν εἰς ῎Εφεσον· καὶ εὑρὼν υψόμετρο μέρη της Μικράς
μαθητάς τινας Ασίας, να κατεβεί στην Έφεσο
και να βρει μερικούς μαθητές.
2 εἶπε πρὸς αὐτούς· εἰ Πνεῦμα 2 Και είπε προς αυτούς: «Άραγε
῞Αγιον ἐλάβετε πιστεύσαντες; οἱ λάβατε Πνεύμα Άγιο όταν
δὲ εἶπον πρὸς αὐτόν· ἀλλ᾿ οὐδὲ εἰ πιστέψατε;» Εκείνοι είπαν προς
Πνεῦμα ῞Αγιόν ἐστιν ἠκούσαμεν. αυτόν: «Αλλά ούτε αν υπάρχει
Πνεύμα Άγιο ακούσαμε».
3 εἶπέ τε πρὸς αὐτούς· εἰς τί οὖν 3 Και είπε: «Σε τι λοιπόν
ἐβαπτίσθητε; οἱ δὲ εἶπον· εἰς τὸ βαφτιστήκατε;» Εκείνοι είπαν:
᾿Ιωάννου βάπτισμα. «Στο βάφτισμα του Ιωάννη».
4 εἶπε δὲ Παῦλος· ᾿Ιωάννης μὲν 4 Είπε τότε ο Παύλος: «Ο Ιωάννης
ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, βάφτισε βάφτισμα μετάνοιας,
τῷ λαῷ λέγων εἰς τὸν ἐρχόμενον λέγοντας στο λαό να πιστέψουν
μετ᾿ αὐτὸν ἵνα πιστεύσωσι, τοῦτ᾿ στον ερχόμενο μετά από αυτόν,
ἔστιν εἰς τὸν ᾿Ιησοῦν Χριστόν. τουτέστι στον Ιησού».
5 ἀκούσαντες δὲ ἐβαπτίσθησαν 5 Όταν το άκουσαν τότε,
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ. βαφτίστηκαν στο όνομα του
Κυρίου Ιησού.
6 καὶ ἐπιθέντος αὐτοῖς τοῦ 6 Και αφού ο Παύλος επέθεσε σ’
Παύλου τὰς χεῖρας ἦλθε τὸ αυτούς τα χέρια, ήρθε το Πνεύμα
Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἐπ᾿ αὐτούς, το Άγιο πάνω τους, και λαλούσαν
ἐλάλουν τε γλώσσαις καὶ γλώσσες και προφήτευαν.
προεφήτευον.
7 ἦσαν δὲ οἱ πάντες ἄνδρες ὡσεὶ 7 Και ήταν όλοι οι άντρες περίπου
δεκαδύο. δώδεκα.
8 Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὴν συναγωγὴν 8 Εισήλθε τότε στη συναγωγή και
ἐπαρρησιάζετο ἐπὶ μῆνας τρεῖς μιλούσε με παρρησία για τρεις
διαλεγόμενος καὶ πείθων τὰ περὶ μήνες, συνδιαλεγόμενος και
τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. πείθοντας για τα θέματα γύρω
από τη βασιλεία του Θεού.
9 ὡς δέ τινες ἐσκληρύνοντο καὶ 9 Καθώς όμως μερικοί
ἠπείθουν κακολογοῦντες τὴν σκληραίνονταν και απειθούσαν,
ὁδὸν ἐνώπιον τοῦ πλήθους, κακολογώντας την Οδό μπροστά
ἀποστὰς ἀπ᾿ αὐτῶν ἀφώρισε στο πλήθος, στάθηκε μακριά από
τοὺς μαθητάς, καθ᾿ ἡμέραν αυτούς και χώρισε τους μαθητές
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΘ’
διαλεγόμενος ἐν τῇ σχολῇ και κάθε ημέρα συνδιαλεγόταν
Τυράννου τινός. μέσα στη σχολή του Τυράννου.
10 τοῦτο δὲ ἐγένετο ἐπὶ ἔτη δύο, 10 Και αυτό έγινε για δύο έτη,
ὥστε πάντας τοὺς κατοικοῦντας ώστε όλοι όσοι κατοικούσαν
τὴν ᾿Ασίαν ἀκοῦσαι τὸν λόγον στην επαρχία της Ασίας να
τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ᾿Ιουδαίους τε ακούσουν το λόγο του Κυρίου,
καὶ ῞Ελληνας. και Ιουδαίοι και Έλληνες.
Οι γιοι του Σκευά
11 Δυνάμεις τε οὐ τὰς τυχούσας 11 Και θαυματουργικές δυνάμεις,
ἐποίει ὁ Θεὸς διὰ τῶν χειρῶν όχι από τις συνηθισμένες, ο Θεός
Παύλου, έκανε με τα χέρια του Παύλου,
12 ὥστε καὶ ἐπὶ τοὺς ἀσθενοῦντας 12 ώστε και πάνω στους ασθενείς
ἐπιφέρεσθαι ἀπὸ τοῦ χρωτὸς να φέρονται από την επιφάνεια
αὐτοῦ σουδάρια ἢ σιμικίνθια καὶ του σώματός του μαντήλια ή
ἀπαλλάσσεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν τὰς ποδιές και να απομακρύνονται
νόσους, τά τε πνεύματα τὰ από αυτούς οι νόσοι και να
πονηρὰ ἐξέρχεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν. βγαίνουν τα κακά πνεύματα.
13 ᾿Επεχείρησαν δέ τινες ἀπὸ τῶν 13 Επιχείρησαν τότε κάποιοι και
περιερχομένων ᾿Ιουδαίων από τους περιερχόμενους
ἐξορκιστῶν ὀνομάζειν ἐπὶ τοὺς Ιουδαίους εξορκιστές να
ἔχοντας τὰ πνεύματα τὰ πονηρὰ προφέρουν πάνω σ’ εκείνους που
τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ είχαν τα κακά πνεύματα το
λέγοντες· ὁρκίζομεν ὑμᾶς τὸν όνομα του Κυρίου Ιησού,
᾿Ιησοῦν ὃν ὁ Παῦλος κηρύσσει. λέγοντας: «Σας εξορκίζω στον
Ιησού που ο Παύλος κηρύττει».
14 ἦσαν δέ τινες υἱοὶ Σκευᾶ 14 Ήταν λοιπόν εφτά γιοι
᾿Ιουδαίου ἀρχιερέως ἑπτὰ οἱ κάποιου Σκευά, Ιουδαίου
τοῦτο ποιοῦντες. αρχιερέα, που έκαναν αυτό.
15 ἀποκριθὲν δὲ τὸ πνεῦμα τὸ 15 Αποκρίθηκε τότε το πνεύμα το
πονηρὸν εἶπε· τὸν ᾿Ιησοῦν κακό και τους είπε: «Τον Ιησού
γινώσκω καὶ τὸν Παῦλον βέβαια γνωρίζω και τον Παύλο
ἐπίσταμαι· ὑμεῖς δὲ τίνες ἐστέ; ξέρω καλά, εσείς όμως ποιοι
είστε;»
16 καὶ ἐφαλλόμενος ἐπ᾿ αὐτοὺς ὁ 16 Και αφού πήδηξε πάνω τους ο
ἄνθρωπος, ἐν ᾧ ἦν τὸ πνεῦμα τὸ άνθρωπος μέσα στον οποίο ήταν
πονηρόν, καὶ κατακυριεύσας το κακό πνεύμα, τους
αὐτῶν ἴσχυσε κατ᾿ αὐτῶν, ὥστε κατανίκησε όλους και
γυμνοὺς καὶ τετραυματισμένους υπερίσχυσε εναντίον τους, ώστε
ἐκφυγεῖν ἐκ τοῦ οἴκου ἐκείνου. γυμνοί και τραυματισμένοι να
ξεφύγουν από εκείνο τον οίκο.
17 τοῦτο δὲ ἐγένετο γνωστὸν 17 Και αυτό έγινε γνωστό σε
πᾶσιν ᾿Ιουδαίοις τε καὶ ῞Ελλησι όλους, και Ιουδαίους και Έλληνες
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΘ’
τοῖς κατοικοῦσι τὴν ῎Εφεσον, καὶ που κατοικούν στην Έφεσο, και
ἐπέπεσε φόβος ἐπὶ πάντας έπεσε φόβος πάνω σε όλους
αὐτούς, καὶ ἐμεγαλύνετο τὸ αυτούς και μεγαλυνόταν το
ὄνομα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ· όνομα του Κυρίου Ιησού.
18 πολλοί τε τῶν πεπιστευκότων 18 Και πολλοί από αυτούς που
ἤρχοντο ἐξομολογούμενοι καὶ είχαν πιστέψει έρχονταν και
ἀναγγέλλοντες τὰς πράξεις εξομολογούνταν και ανάγγελλαν
αὐτῶν. τις πράξεις τους.
19 ἱκανοὶ δὲ τῶν τὰ περίεργα 19 Αρκετοί μάλιστα από αυτούς
πραξάντων συνενέγκαντες τὰς που έπραξαν τις περίεργες
βίβλους κατέκαιον ἐνώπιον μαγικές πράξεις έφεραν μαζί
πάντων· καὶ συνεψήφισαν τὰς τους τα βιβλία και τα
τιμὰς αὐτῶν καὶ εὗρον ἀργυρίου κατάκαιγαν μπροστά σε όλους.
μυριάδας πέντε. Και συνυπολόγισαν τις τιμές
τους και βρήκαν ότι άξιζαν
πενήντα χιλιάδες νομίσματα
αργύρου.
20 Οὕτω κατὰ κράτος ὁ λόγος τοῦ 20 Έτσι κραταιώς ο λόγος του
Κυρίου ηὔξανε καὶ ἴσχυεν. Κυρίου αύξανε και ίσχυε.
Οι ταραχές στην Έφεσο
21 ῾Ως δὲ ἐπληρώθη ταῦτα, ἔθετο 21 Μόλις λοιπόν τελείωσαν αυτά,
ὁ Παῦλος ἐν τῷ πνεύματι διελθὼν έθεσε ο Παύλος στο πνεύμα του,
τὴν Μακεδονίαν καὶ ᾿Αχαΐαν αφού περάσει από τη Μακεδονία
πορεύεσθαι εἰς ῾Ιερουσαλήμ, και από την Αχαΐα, να πορεύεται
εἰπὼν ὅτι μετὰ τὸ γενέσθαι με στα Ιεροσόλυμα, και είπε: «Μετά
ἐκεῖ δεῖ με καὶ Ρώμην ἰδεῖν. τον ερχομό μου εκεί, πρέπει να δω
και τη Ρώμη».
22 ἀποστείλας δὲ εἰς τὴν 22 Απέστειλε τότε στη Μακεδονία
Μακεδονίαν δύο τῶν δύο από αυτούς που τον
διακονούντων αὐτῷ, Τιμόθεον διακονούσαν, τον Τιμόθεο και
καὶ ῎Εραστον, αὐτὸς ἐπέσχε τον Έραστο, και αυτός έμεινε
χρόνον εἰς τὴν ᾿Ασίαν. λίγο χρόνο στην επαρχία της
Ασίας.
23 ᾿Εγένετο δὲ κατὰ τὸν καιρὸν 23 Έγινε τότε κατά τον καιρό
ἐκεῖνον τάραχος οὐκ ὀλίγος περὶ εκείνο όχι λίγη ταραχή για την
τῆς ὁδοῦ. Οδό.
24 Δημήτριος γάρ τις ὀνόματι, 24 Γιατί κάποιος με το όνομα
ἀργυροκόπος, ποιῶν ναοὺς Δημήτριος, αργυροχόος, έκανε
ἀργυροῦς ᾿Αρτέμιδος παρείχετο ναούς αργυρούς της Άρτεμης και
τοῖς τεχνίταις ἐργασίαν οὐκ παρείχε στους τεχνίτες όχι λίγη
ὀλίγην· εργασία.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΘ’
25 οὓς συναθροίσας καὶ τοὺς περὶ 25 Συνάθροισε αυτούς, όπως και
τὰ τοιαῦτα ἐργάτας εἶπεν· τους εργάτες που ασχολούνταν
ἄνδρες, ἐπίστασθε ὅτι ἐκ ταύτης με τέτοια, και είπε: «Άντρες,
τῆς ἐργασίας ἡ εὐπορία ἡμῶν γνωρίζετε καλά ότι από αυτήν
ἐστι, την εργασία προέρχεται η
ευπορία μας.
26 καὶ θεωρεῖτε καὶ ἀκούετε ὅτι οὐ 26 Και βλέπετε και ακούτε ότι, όχι
μόνον ᾿Εφέσου, ἀλλὰ σχεδὸν μόνο στην Έφεσο αλλά σχεδόν σε
πάσης τῆς ᾿Ασίας ὁ Παῦλος όλη την επαρχία της Ασίας,
οὗτος πείσας μετέστησεν ἱκανὸν αυτός ο Παύλος έπεισε και
ὄχλον, λέγων ὅτι οὐκ εἰσὶ θεοὶ οἱ μετάστρεψε αρκετό πλήθος,
διὰ χειρῶν γινόμενοι. λέγοντας ότι δεν είναι θεοί αυτοί
που γίνονται με τα χέρια.
27 οὐ μόνον δὲ τοῦτο κινδυνεύει 27 Και όχι μόνο κινδυνεύει αυτός
ἡμῖν τὸ μέρος εἰς ἀπελεγμὸν ο κλάδος του επαγγέλματός μας
ἐλθεῖν, ἀλλὰ καὶ τὸ τῆς μεγάλης να έρθει σε περιφρόνηση, αλλά
θεᾶς ᾿Αρτέμιδος ἱερὸν εἰς οὐθὲν και ο ναός της μεγάλης θεάς
λογισθῆναι, μέλλειν τε καὶ Άρτεμης να λογαριαστεί ως
καθαιρεῖσθαι τὴν μεγαλειότητα τίποτα. Και μέλλει επίσης να
αὐτῆς, ἣν ὅλη ἡ ᾿Ασία καὶ ἡ καθαιρείται από τη
οἰκουμένη σέβεται. μεγαλειότητά της αυτή που
σέβεται όλη η επαρχία της Ασίας
και η οικουμένη».
28 ἀκούσαντες δὲ καὶ γενόμενοι 28 Όταν άκουσαν τότε, και επειδή
πλήρεις θυμοῦ ἔκραζον λέγοντες· έγιναν πλήρεις θυμού, έκραζαν
μεγάλη ἡ ῎Αρτεμις ᾿Εφεσίων. λέγοντας: «Μεγάλη η Άρτεμη
των Εφεσίων».
29 καὶ ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς 29 Και γέμισε η πόλη από τη
συγχύσεως, ὥρμησάν τε σύγχυση, και όρμησαν ομόψυχα
ὁμοθυμαδὸν εἰς τὸ θέατρον στο θέατρο και άρπαξαν δυνατά
συναρπάσαντες Γάϊον καὶ το Γάιο και τον Αρίσταρχο, τους
᾿Αρίσταρχον Μακεδόνας, Μακεδόνες, τους συνοδοιπόρους
συνεκδήμους Παύλου. του Παύλου.
30 τοῦ δὲ Παύλου βουλομένου 30 Και ενώ ο Παύλος ήθελε να
εἰσελθεῖν εἰς τὸν δῆμον οὐκ εἴων εισέλθει στη συνέλευση του
αὐτὸν οἱ μαθηταί. δήμου, δεν τον άφηναν οι
μαθητές.
31 τινὲς δὲ καὶ τῶν ᾿Ασιαρχῶν, 31 Μερικοί μάλιστα και από τους
ὄντες αὐτῷ φίλοι, πέμψαντες Ασιάρχες, που ήταν φίλοι του,
πρὸς αὐτὸν παρεκάλουν μὴ έστειλαν μήνυμα προς αυτόν και
δοῦναι ἑαυτὸν εἰς τὸ θέατρον. τον παρακαλούσαν να μην
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΘ’
εκθέσει τον εαυτό του στο
θέατρο.
32 ἄλλοι μὲν οὖν ἄλλο τι ἔκραζον· 32 Άλλοι λοιπόν φώναζαν ένα
ἦν γὰρ ἡ ἐκκλησία συγκεχυμένη, πράγμα και άλλοι κάτι άλλο.
καὶ οἱ πλείους οὐκ ᾔδεισαν τίνος γιατί ήταν η εκκλησία του δήμου
ἕνεκεν συνεληλύθεισαν. συγκεχυμένη και οι περισσότεροι
δεν ήξεραν για ποιο λόγο είχαν
συγκεντρωθεί.
33 ἐκ δὲ τοῦ ὄχλου προεβίβασαν 33 Και από το πλήθος δίδαξαν
᾿Αλέξανδρον, προβαλλόντων στον Αλέξανδρο τι να μιλήσει,
αὐτὸν τῶν ᾿Ιουδαίων· ὁ δὲ που τον έσπρωξαν μπροστά οι
᾿Αλέξανδρος κατασείσας τὴν Ιουδαίοι. Ο Αλέξανδρος, λοιπόν,
χεῖρα ἤθελεν ἀπολογεῖσθαι τῷ έσεισε προς τα κάτω το χέρι του
δήμῳ. και ήθελε να απολογηθεί στη
συνέλευση του δήμου.
34 ἐπιγνόντες δὲ ὅτι ᾿Ιουδαῖός 34 Όταν όμως αναγνώρισαν ότι
ἐστι, φωνὴ ἐγένετο μία ἐκ είναι Ιουδαίος, έγινε μία φωνή
πάντων, ὡς ἐπὶ ὥρας δύο από όλους και έκραζαν περίπου
κραζόντων· μεγάλη ἡ ῎Αρτεμις για δύο ώρες: «Μεγάλη η Άρτεμη
᾿Εφεσίων. των Εφεσίων».
35 καταστείλας δὲ ὁ γραμματεὺς 35 Και αφού ο γραμματέας
τὸν ὄχλον φησίν· ἄνδρες καθησύχασε τον όχλο, λέει:
᾿Εφέσιοι, τίς γάρ ἐστιν ἄνθρωπος «Άντρες Εφέσιοι, ποιος είναι
ὃς οὐ γινώσκει τὴν ᾿Εφεσίων πράγματι από τους ανθρώπους
πόλιν νεωκόρον οὖσαν τῆς που δε γνωρίζει πως η πόλη των
μεγάλης θεᾶς ᾿Αρτέμιδος καὶ τοῦ Εφεσίων είναι νεωκόρος της
Διοπετοῦς; μεγάλης Άρτεμης και του
διοπετούς;
36 ἀναντιρρήτων οὖν ὄντων 36 Αφού λοιπόν είναι
τούτων δέον ἐστὶν ὑμᾶς αναντίρρητα αυτά, εσείς πρέπει
κατεσταλμένους ὑπάρχειν καὶ να ησυχάσετε και να μην
μηδὲν προπετὲς πράσσειν. πράττετε τίποτα το απερίσκεπτο.
37 ἠγάγετε γὰρ τοὺς ἄνδρας 37 Γιατί φέρατε τούτους τους
τούτους οὔτε ἱεροσύλους οὔτε άντρες που δεν είναι ούτε
βλασφημοῦντας τὴν θεὰν ὑμῶν. ιερόσυλοι ούτε βλαστημούν τη
θεά μας.
38 εἰ μὲν οὖν Δημήτριος καὶ οἱ σὺν 38 Αφενός, λοιπόν, αν ο
αὐτῷ τεχνῖται ἔχουσι πρός τινα Δημήτριος και οι τεχνίτες που
λόγον, ἀγοραῖοι ἄγονται καὶ είναι μαζί του έχουν λόγο
ἀνθύπατοί εἰσιν, ἐγκαλείτωσαν κατηγορίας εναντίον κάποιου,
ἀλλήλοις. γίνονται δικαστήρια τις
δικάσιμες ημέρες και υπάρχουν
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΙΘ’
ανθύπατοι. ας καταγγείλουν ο
ένας τον άλλο.
39 εἰ δέ τι περὶ ἑτέρων ἐπιζητεῖτε, 39 Αφετέρου, αν κάτι επιπλέον
ἐν τῇ ἐννόμῳ ἐκκλησίᾳ επιζητάτε, θα επιλυθεί στη
ἐπιλυθήσεται. νόμιμη εκκλησία του δήμου.
40 καὶ γὰρ κινδυνεύομεν 40 Και βέβαια, κινδυνεύουμε να
ἐγκαλεῖσθαι στάσεως περὶ τῆς καταγγελθούμε για στάση για τη
σήμερον, μηδενὸς αἰτίου σημερινή ημέρα, ενώ δεν υπάρχει
ὑπάρχοντος περὶ οὗ δυνησόμεθα κανένα αίτιο για το οποίο θα
ἀποδοῦναι λόγον τῆς συστροφῆς δυνηθούμε να αποδώσουμε λόγο
ταύτης. γι’ αυτήν τη θορυβώδη
συγκέντρωση».
41 καὶ ταῦτα εἰπὼν ἀπέλυσε τὴν 41 Και αφού είπε αυτά, απέλυσε
ἐκκλησίαν. την εκκλησία του δήμου.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Κ’
Ο Παύλος στη Μακεδονία και στην
Ελλάδα
1 Μετὰ δὲ τὸ παύσασθαι τὸν 1 Μετά λοιπόν την παύση του
θόρυβον προσκαλεσάμενος ὁ θορύβου, αφού έστειλε ο Παύλος
Παῦλος τοὺς μαθητὰς καὶ μήνυμα στους μαθητές να
ἀσπασάμενος ἐξῆλθε έρθουν και τους ενθάρρυνε, τους
πορευθῆναι εἰς Μακεδονίαν. χαιρέτησε και εξήλθε για να
πορεύεται στη Μακεδονία.
2 διελθὼν δὲ τὰ μέρη ἐκεῖνα καὶ 2 Πέρασε τότε τα μέρη εκείνα και,
παρακαλέσας αὐτοὺς λόγῳ αφού τους ενθάρρυνε με πολλά
πολλῷ ἦλθεν εἰς τὴν ῾Ελλάδα· λόγια, ήρθε στην Ελλάδα
3 ποιήσας τε μῆνας τρεῖς, 3 και έκανε τρεις μήνες. Επειδή
γενομένης αὐτῷ ἐπιβουλῆς ὑπὸ έγινε επιβουλή εναντίον του από
τῶν ᾿Ιουδαίων μέλλοντι τους Ιουδαίους, όταν έμελλε να
ἀνάγεσθαι εἰς τὴν Συρίαν, ανοιχτεί στο πέλαγος προς τη
ἐγένετο γνώμη τοῦ ὑποστρέφειν Συρία, έγινε της γνώμης να
διὰ Μακεδονίας. επιστρέψει διαμέσου της
Μακεδονίας.
4 συνείπετο δὲ αὐτῷ ἄχρι τῆς 4 Τον συνόδευε λοιπόν ο
᾿Ασίας Σώπατρος Βεροιαῖος, Σώπατρος του Πύρρου, ο
Θεσσαλονικέων δὲ ᾿Αρίσταρχος Βεροιαίος, και από τους
καὶ Σεκοῦνδος, καὶ Γάϊος Θεσσαλονικείς ο Αρίσταρχος και
Δερβαῖος καὶ Τιμόθεος, ᾿Ασιανοὶ ο Σεκούνδος, και ο Γάιος ο
δὲ Τυχικὸς καὶ Τρόφιμος. Δερβαίος και ο Τιμόθεος, και
Ασιάτες ο Τυχικός και ο
Τρόφιμος.
5 οὗτοι προελθόντες ἔμενον ἡμᾶς 5 Αυτοί λοιπόν ήρθαν
ἐν Τρῳάδι· προηγουμένως και μας
περίμεναν στην Τρωάδα,
6 ἡμεῖς δὲ ἐξεπλεύσαμεν μετὰ τὰς 6 ενώ εμείς εκπλεύσαμε μετά τις
ἡμέρας τῶν ἀζύμων ἀπὸ ημέρες της εορτής των Αζύμων
Φιλίππων καὶ ἤλθομεν πρὸς από τους Φιλίππους και ήρθαμε
αὐτοὺς εἰς τὴν Τρῳάδα ἄχρις προς αυτούς ύστερα από πέντε
ἡμερῶν πέντε, οὗ διετρίψαμεν ημέρες στην Τρωάδα, όπου
ἡμέρας ἑπτά. παραμείναμε εφτά ημέρες.
Ο Παύλος ανέστησε τον Εύτυχο
7 ᾿Εν δὲ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων 7 Και την πρώτη ημέρα μετά το
συνηγμένων τῶν μαθητῶν Σάββατο, όταν ήμασταν
κλάσαι ἄρτον, ὁ Παῦλος συναγμένοι για να κόψουμε με τα
διελέγετο αὐτοῖς, μέλλων ἐξιέναι χέρια άρτο, ο Παύλος
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Κ’
τῇ ἐπαύριον, παρέτεινέ τε τὸν συνδιαλεγόταν με αυτούς, επειδή
λόγον μέχρι μεσονυκτίου. έμελλε να αναχωρήσει την
επόμενη ημέρα, και παράτεινε το
λόγο μέχρι τα μεσάνυχτα.
8 ἦσαν δὲ λαμπάδες ἱκαναὶ ἐν τῷ 8 Ήταν μάλιστα αρκετές
ὑπερῴῳ οὗ ἦμεν συνηγμένοι. λαμπάδες στο υπερώο όπου
ήμασταν συναγμένοι.
9 καθήμενος δέ τις νεανίας 9 Και κάποιος νεαρός που
ὀνόματι Εὔτυχος ἐπὶ τῆς θυρίδος, καθόταν πάνω στο παράθυρο, με
καταφερόμενος ὕπνῳ βαθεῖ το όνομα Εύτυχος, καταλήφτηκε
διαλεγομένου τοῦ Παύλου ἐπὶ από βαθύ ύπνο, γιατί
πλεῖον, κατενεχθεὶς ἀπὸ τοῦ συνδιαλεγόταν ο Παύλος για
ὕπνου ἔπεσεν ἀπὸ τοῦ τριστέγου περισσότερη ώρα. Επειδή
κάτω καὶ ἤρθη νεκρός. βυθίστηκε στον ύπνο, έπεσε από
το τρίτο πάτωμα κάτω και τον
σήκωσαν νεκρό.
10 καταβὰς δὲ ὁ Παῦλος ἐπέπεσεν 10 Κατέβηκε τότε ο Παύλος και
αὐτῷ καὶ συμπεριλαβὼν εἶπε· μὴ έπεσε πάνω του και, αφού τον
θορυβεῖσθε· ἡ γὰρ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν αγκάλιασε, είπε: «Μη θορυβείστε,
αὐτῷ ἐστιν. γιατί η ψυχή του είναι μέσα του».
11 ἀναβὰς δὲ καὶ κλάσας ἄρτον 11 Ανέβηκε τότε και έκοψε με τα
καὶ γευσάμενος, ἐφ᾿ ἱκανόν τε χέρια τον άρτο και γεύτηκε και,
ὁμιλήσας ἄχρις αὐγῆς, οὕτως αφού μίλησε για αρκετή ώρα
ἐξῆλθεν. μέχρι την αυγή, έτσι εξήλθε και
έφυγε.
12 ἤγαγον δὲ τὸν παῖδα ζῶντα, 12 Έφεραν τότε το παιδί ζωντανό
καὶ παρεκλήθησαν οὐ μετρίως. και παρηγορήθηκαν πολύ.
Ο Παύλος από την Τρωάδα στη
Μίλητο
13 ῾Ημεῖς δὲ προελθόντες ἐπὶ τὸ 13 Εμείς λοιπόν ήρθαμε
πλοῖον ἀνήχθημεν εἰς τὴν προηγουμένως στο πλοίο και
῎Ασσον, ἐκεῖθεν μέλλοντες ανοιχτήκαμε στο πέλαγος για
ἀναλαμβάνειν τὸν Παῦλον· οὕτω την Άσσο, γιατί από εκεί μέλλαμε
γὰρ ἦν διατεταγμένος, μέλλων να παραλάβουμε τον Παύλο.
αὐτὸς πεζεύειν. επειδή έτσι είχε διατάξει, γιατί
αυτός έμελλε να πάει πεζός.
14 ὡς δὲ συνέβαλεν ἡμῖν εἰς τὴν 14 Όταν λοιπόν μας συνάντησε
῎Ασσον, ἀναλαβόντες αὐτὸν στην Άσσο, αφού τον
ἤλθομεν εἰς Μυτιλήνην· παραλάβαμε, ήρθαμε στη
Μυτιλήνη,
15 κἀκεῖθεν ἀποπλεύσαντες τῇ 15 κι από εκεί αποπλεύσαμε την
ἐπιούσῃ κατηντήσαμεν ἀντικρὺ επόμενη ημέρα και φτάσαμε
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Κ’
Χίου, τῇ δὲ ἑτέρᾳ παρεβάλομεν εἰς αντίκρυ στη Χίο. Και την άλλη
Σάμον, καὶ μείναντες ἐν ημέρα φτάσαμε στη Σάμο, ενώ
Τρωγυλίῳ τῇ ἐχομένῃ ἤλθομεν την επόμενη ήρθαμε στη Μίλητο.
εἰς Μίλητον.
16 ἔκρινε γὰρ ὁ Παῦλος 16 Γιατί είχε αποφασίσει ο
παραπλεῦσαι τὴν ῎Εφεσον, ὅπως Παύλος να παρακάμψει
μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι πλέοντας την Έφεσο, για να μην
ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ του γίνει να χρονοτριβήσει στην
δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν επαρχία της Ασίας. Γιατί έσπευδε,
τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς αν του ήταν δυνατό, την ημέρα
῾Ιεροσόλυμα. της Πεντηκοστής να είναι στα
Ιεροσόλυμα.
Η ομιλία του Παύλου στους
πρεσβυτέρους της Εφέσου
17 ᾿Απὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας 17 Από τη Μίλητο τότε έστειλε
εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τοὺς στην Έφεσο και κάλεσε να
πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. έρθουν οι πρεσβύτεροι της
εκκλησίας.
18 ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, 18 Μόλις λοιπόν
εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐπίστασθε, παρουσιάστηκαν προς αυτόν,
ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿ ἧς τους είπε: «Εσείς γνωρίζετε καλά,
ἐπέβην εἰς τὴν ᾿Ασίαν, πῶς μεθ᾿ από την πρώτη ημέρα που
ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον πάτησα το πόδι μου στην
ἐγενόμην, επαρχία της Ασίας, πώς
συμπεριφέρθηκα μαζί σας όλο το
χρόνο,
19 δουλεύων τῷ Κυρίῳ μετὰ 19 υπηρετώντας ως δούλος τον
πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ Κύριο με όλη την
πολλῶν δακρύων καὶ πειρασμῶν ταπεινοφροσύνη και με δάκρυα
τῶν συμβάντων μοι ἐν ταῖς και με πειρασμούς που μου
ἐπιβουλαῖς τῶν ᾿Ιουδαίων, συνέβηκαν από τις επιβουλές των
Ιουδαίων.
20 ὡς οὐδὲν ὑπεστειλάμην τῶν 20 Γνωρίζετε πως τίποτα δεν
συμφερόντων τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι υπέκρυψα από φόβο, από εκείνα
ὑμῖν καὶ διδάξαι ὑμᾶς δημοσίᾳ που σας συμφέρουν, ώστε να μη
καὶ κατ᾿ οἴκους, σας αναγγείλω και να μη σας
διδάξω δημόσια και σε οίκους,
21 διαμαρτυρόμενος ᾿Ιουδαίοις τε 21 μαρτυρώντας επίσημα σε
καὶ ῞Ελλησι τὴν εἰς τὸν Θεὸν Ιουδαίους και σε Έλληνες τη
μετάνοιαν καὶ πίστιν τὴν εἰς τὸν μετάνοια στο Θεό και την πίστη
Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν. στον Κύριό μας Ιησού.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Κ’
22 καὶ νῦν ἰδοὺ ἐγὼ δεδεμένος τῷ 22 Και τώρα, ιδού, δεμένος εγώ
πνεύματι πορεύομαι εἰς από το Πνεύμα πορεύομαι στην
῾Ιερουσαλήμ, τὰ ἐν αὐτῇ Ιερουσαλήμ, μην ξέροντας αυτά
συναντήσοντά μοι μὴ εἰδώς, που θα συναντήσω σ’ αυτήν,
23 πλὴν ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον 23 εκτός του ότι το Πνεύμα το
κατὰ πόλιν διαμαρτύρεται λέγον Άγιο από πόλη σε πόλη μού
ὅτι δεσμά με καὶ θλίψεις μαρτυρεί επίσημα λέγοντας ότι
μένουσιν. δεσμά και θλίψεις με περιμένουν.
24 ἀλλ᾿ οὐδενὸς λόγον ποιοῦμαι 24 Αλλά καθόλου δε λογαριάζω
οὐδὲ ἔχω τὴν ψυχήν μου τιμίαν τη ζωή πολύτιμη για τον εαυτό
ἐμαυτῷ, ὡς τελειῶσαι τὸν δρόμον μου, όσο το να τελειώσω το δρόμο
μου μετὰ χαρᾶς καὶ τὴν μου και τη διακονία που έλαβα
διακονίαν ἣν ἔλαβον παρὰ τοῦ από τον Κύριο Ιησού: το να
Κυρίου ᾿Ιησοῦ, διαμαρτύρασθαι μαρτυρήσω επίσημα το
τὸ εὐαγγέλιον τῆς χάριτος τοῦ ευαγγέλιο της χάρης του Θεού.
Θεοῦ.
25 καὶ νῦν ἰδοὺ ἐγὼ οἶδα ὅτι 25 Και τώρα ιδού, εγώ ξέρω ότι δε
οὐκέτι ὄψεσθε τὸ πρόσωπόν μου θα δείτε πια το πρόσωπό μου
ὑμεῖς πάντες, ἐν οἷς διῆλθον εσείς όλοι μεταξύ των οποίων
κηρύσσων τὴν βασιλείαν τοῦ πέρασα κηρύττοντας τη
Θεοῦ. βασιλεία.
26 διὸ μαρτύρομαι ὑμῖν ἐν τῇ 26 Γιατί μαρτυρώ σ’ εσάς τη
σήμερον ἡμέρᾳ ὅτι καθαρὸς ἐγὼ σημερινή ημέρα ότι είμαι
ἀπὸ τοῦ αἵματος πάντων· καθαρός από το αίμα όλων.
27 οὐ γὰρ ὑπεστειλάμην τοῦ μὴ 27 γιατί δεν υπέκρυψα κάτι από
ἀναγγεῖλαι ὑμῖν πᾶσαν τὴν φόβο, ώστε να μη σας αναγγείλω
βουλὴν τοῦ Θεοῦ. όλη τη βουλή του Θεού.
28 προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ 28 Προσέχετε τους εαυτούς σας
παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ και όλο το ποίμνιο, στο οποίο το
Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο Πνεύμα το Άγιο σας έθεσε
ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν επισκόπους, για να ποιμαίνετε
ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, την εκκλησία του Θεού, την
ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου οποία απόχτησε με το αίμα το
αἵματος. δικό του.
29 ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι 29 Εγώ ξέρω ότι θα εισέλθουν σ’
εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν εσάς μετά την αναχώρησή μου
μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ λύκοι άγριοι, που δε θα
φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· λυπούνται το ποίμνιο,
30 καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν 30 και από εσάς τους ίδιους θα
ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες σηκωθούν άντρες μιλώντας
διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς διεστραμμένα, για να αποσπούν
μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. τους μαθητές πίσω τους.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Κ’
31 διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες 31 Γι’ αυτό αγρυπνείτε και να
ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν θυμάστε ότι για τρία έτη νύχτα
οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων και ημέρα δεν έπαψα με δάκρυα
νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. να νουθετώ καθέναν ξεχωριστά.
32 καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, 32 Και τώρα σας παραθέτω στο
ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς Θεό και στο λόγο της χάρης του,
χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ο οποίος δύναται να σας
ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν οικοδομήσει και να σας δώσει
κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις την κληρονομιά ανάμεσα σε
πᾶσιν. όλους τους αγιασμένους.
33 ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ 33 Άργυρο ή χρυσάφι ή ιματισμό
ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· κανενός δεν επιθύμησα.
34 αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς 34 Οι ίδιοι γνωρίζετε ότι στις
χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ανάγκες μου και στις ανάγκες
ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. αυτών που ήταν μαζί μου
υπηρέτησαν τα χέρια αυτά.
35 πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω 35 Σε όλα υπέδειξα σ’ εσάς ότι
κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι κοπιάζοντας κατ’ αυτόν τον
τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τρόπο πρέπει να βοηθάτε τους
τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ασθενείς, και να θυμάστε τους
ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι λόγους του Κυρίου Ιησού, γιατί
μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. αυτός είπε: “Μακάριο είναι
περισσότερο να δίνει κανείς,
παρά να λαβαίνει”».
36 καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ 36 Και αφού είπε αυτά, έπεσε στα
γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς γόνατά του και προσευχήθηκε
προσηύξατο. μαζί με όλους αυτούς.
37 ἱκανὸς δὲ ἐγένετο κλαυθμὸς 37 Τότε έγινε αρκετό κλάμα από
πάντων, καὶ ἐπιπεσόντες ἐπὶ τὸν όλους και έπεσαν πάνω στον
τράχηλον τοῦ Παύλου τράχηλο του Παύλου και τον
κατεφίλουν αὐτόν, καταφιλούσαν,
38 ὀδυνώμενοι μάλιστα ἐπὶ τῷ 38 πονώντας περισσότερο απ’
λόγῳ ᾧ εἰρήκει, ὅτι οἰκέτι όλα για το λόγο που είχε πει, ότι
μέλλουσι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ δε μέλλουν πια να δουν το
θεωρεῖν. προέπεμπον δὲ αὐτὸν εἰς πρόσωπό του. Και τον
τὸ πλοῖον. προέπεμπαν στο πλοίο.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΑ’
Το ταξίδι του Παύλου στην
Ιερουσαλήμ
1 Ὡς δὲ ἐγένετο ἀναχθῆναι ἡμᾶς 1 Μόλις λοιπόν έγινε να
ἀποσπασθέντας ἀπ᾿ αὐτῶν, ανοιχτούμε στο πέλαγος, όταν
εὐθυδρομήσαντες ἤλθομεν εἰς αποχωριστήκαμε από αυτούς,
τὴν Κῶ, τῇ δὲ ἑξῆς εἰς τὴν Ρόδον, ευθυδρομήσαμε και ήρθαμε στην
κἀκεῖθεν εἰς Πάταρα. Κω, και την επόμενη στη Ρόδο κι
από εκεί στα Πάταρα
2 καὶ εὑρόντες πλοῖον διαπερῶν 2 και, επειδή βρήκαμε πλοίο που
εἰς Φοινίκην ἐπιβάντες περνούσε στη Φοινίκη,
ἀνήχθημεν. επιβιβαστήκαμε σ’ αυτό και
ανοιχτήκαμε στο πέλαγος.
3 ἀναφανέντες δὲ τὴν Κύπρον καὶ 3 Και αφού αναφάνηκε σ’ εμάς η
καταλιπόντες αὐτὴν εὐώνυμον Κύπρος και την εγκαταλείψαμε
ἐπλέομεν εἰς Συρίαν, καὶ στ’ αριστερά, πλέαμε στη Συρία
κατήχθημεν εἰς Τύρον· ἐκεῖσε και κατεβήκαμε στην Τύρο. γιατί
γὰρ ἦν τὸ πλοῖον εκεί το πλοίο ξεφόρτωνε το
ἀποφορτιζόμενον τὸν γόμον. φορτίο.
4 καὶ ἀνευρόντες τοὺς μαθητὰς 4 Βρήκαμε τότε τους μαθητές και
ἐπεμείναμεν αὐτοῦ ἡμέρας ἑπτά· παραμείναμε εκεί εφτά ημέρες, οι
οἵτινες τῷ Παύλῳ ἔλεγον διὰ τοῦ οποίοι έλεγαν στον Παύλο μέσω
Πνεύματος μὴ ἀναβαίνειν εἰς του Πνεύματος να μην ανεβαίνει
῾Ιεροσόλυμα. στα Ιεροσόλυμα.
5 ὅτε δὲ ἐγένετο ἡμᾶς ἐξαρτίσαι 5 Όταν λοιπόν έγινε και
τὰς ἡμέρας, ἐξελθόντες τελειώσαμε τις ημέρες της
ἐπορευόμεθα προπεμπόντων παραμονής μας, εξήλθαμε και
ἡμᾶς πάντων σὺν γυναιξὶ καὶ πορευόμασταν, ενώ μας
τέκνοις ἕως ἔξω τῆς πόλεως, καὶ προέπεμπαν όλοι, μαζί με
θέντες τὰ γόνατα ἐπὶ τὸν γυναίκες και παιδιά, ως έξω από
αἰγιαλὸν προσηυξάμεθα, την πόλη. Και αφού πέσαμε στα
γόνατα πάνω στο γιαλό και
προσευχηθήκαμε,
6 καὶ ἀσπασάμενοι ἀλλήλους 6 αποχαιρετιστήκαμε μεταξύ μας
ἐπέβημεν εἰς τὸ πλοῖον, ἐκεῖνοι δὲ και ανεβήκαμε στο πλοίο, ενώ
ὑπέστρεψαν εἰς τὰ ἴδια. εκείνοι επέστρεψαν στις
κατοικίες τους.
7 ῾Ημεῖς δὲ τὸν πλοῦν 7 Εμείς τότε διανύσαμε την
διανύσαντες ἀπὸ Τύρου απόσταση ταξιδεύοντας με το
κατηντήσαμεν εἰς Πτολεμαΐδα, πλοίο και από την Τύρο φτάσαμε
καὶ ἀσπασάμενοι τοὺς ἀδελφοὺς στην Πτολεμαΐδα και, αφού
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΑ’
ἐμείναμεν ἡμέραν μίαν παρ᾿ χαιρετήσαμε τους αδελφούς,
αὐτοῖς. μείναμε μία ημέρα κοντά τους.
8 τῇ δὲ ἐπαύριον ἐξελθόντες 8 Την επόμενη ημέρα, λοιπόν,
ἤλθομεν εἰς Καισάρειαν, καὶ εξήλθαμε και ήρθαμε στην
εἰσελθόντες εἰς τὸν οἶκον Καισάρεια και, αφού εισήλθαμε
Φιλίππου τοῦ εὐαγγελιστοῦ, στον οίκο του Φιλίππου του
ὄντος ἐκ τῶν ἑπτά, ἐμείναμεν ευαγγελιστή, που ήταν από τους
παρ᾿ αὐτῷ. εφτά, μείναμε μαζί του.
9 τούτῳ δὲ ἦσαν θυγατέρες 9 Αυτός είχε τέσσερις θυγατέρες
παρθένοι τέσσαρες παρθένες που προφήτευαν.
προφητεύουσαι.
10 ἐπιμενόντων δὲ ἡμῶν ἡμέρας 10 Παραμέναμε τότε
πλείους κατῆλθέ τις ἀπὸ τῆς περισσότερες ημέρες και
᾿Ιουδαίας προφήτης ὀνόματι κατέβηκε κάποιος προφήτης από
῎Αγαβος, την Ιουδαία με το όνομα Άγαβος
11 καὶ ἐλθὼν πρὸς ἡμᾶς καὶ ἄρας 11 και, αφού ήρθε προς εμάς και
τὴν ζώνην τοῦ Παύλου, δήσας τε πήρε τη ζώνη του Παύλου, έδεσε
αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας τα πόδια του και τα χέρια του και
εἶπε· τάδε λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ είπε: «Αυτά λέει το Πνεύμα το
῞Αγιον· τὸν ἄνδρα οὗ ἐστιν ἡ Άγιο: “Τον άντρα στον οποίο
ζώνη αὕτη, οὕτω δήσουσιν εἰς ανήκει αυτή η ζώνη, έτσι θα τον
῾Ιερουσαλὴμ οἱ ᾿Ιουδαῖοι καὶ δέσουν στην Ιερουσαλήμ οι
παραδώσουσιν εἰς χεῖρας ἐθνῶν. Ιουδαίοι και θα τον παραδώσουν
σε χέρια εθνικών”».
12 ὡς δὲ ἠκούσαμεν ταῦτα, 12 Μόλις λοιπόν ακούσαμε αυτά,
παρεκαλοῦμεν ἡμεῖς τε καὶ οἱ τον παρακαλούσαμε εμείς και οι
ἐντόπιοι τοῦ μὴ ἀναβαίνειν αὐτὸν ντόπιοι να μην ανεβεί στην
εἰς ῾Ιερουσαλήμ. Ιερουσαλήμ.
13 ἀπεκρίθη τε ὁ Παῦλος· τί 13 Τότε αποκρίθηκε ο Παύλος: «Τι
ποιεῖτε κλαίοντες καὶ κάνετε που κλαίτε και
συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν; προσπαθείτε να μου
ἐγὼ γὰρ οὐ μόνον δεθῆναι, ἀλλὰ εξασθενίσετε την καρδιά; Γιατί
καὶ ἀποθανεῖν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ εγώ είμαι έτοιμος, όχι μόνο να
ἑτοίμως ἔχω ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος δεθώ, αλλά και να πεθάνω στην
τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ. Ιερουσαλήμ υπέρ του ονόματος
του Κυρίου Ιησού».
14 μὴ πειθομένου δὲ αὐτοῦ 14 Επειδή λοιπόν αυτός δεν
ἡσυχάσαμεν εἰπόντες· τὸ θέλημα πειθόταν, ησυχάσαμε και είπαμε:
τοῦ Κυρίου γινέσθω. « Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου».
15 Μετὰ δὲ τὰς ἡμέρας ταύτας 15 Μετά λοιπόν τις ημέρες αυτές,
ἐπισκευασάμενοι ἀνεβαίνομεν ετοιμαστήκαμε και ανεβαίναμε
εἰς ῾Ιερουσαλήμ· στα Ιεροσόλυμα.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΑ’
16 συνῆλθον δὲ καὶ τῶν μαθητῶν 16 Ήρθαν τότε μαζί μας και
ἀπὸ Καισαρείας σὺν ἡμῖν, μερικοί από τους μαθητές από
ἄγοντες παρ᾿ ᾧ ξενισθῶμεν την Καισάρεια, φέρνοντας
Μνάσωνί τινι Κυπρίῳ, ἀρχαίῳ κάποιο Μνάσωνα Κύπριο, παλιό
μαθητῇ. μαθητή, για να φιλοξενηθούμε σ’
αυτόν.
Ο Παύλος επισκέπτεται τον
Ιάκωβο
17 Γενομένων δὲ ἡμῶν εἰς 17 Όταν λοιπόν εμείς ήρθαμε στα
῾Ιεροσόλυμα ἀσμένως ἐδέξαντο Ιεροσόλυμα, ευχαρίστως μας
ἡμᾶς οἱ ἀδελφοί. υποδέχτηκαν οι αδελφοί.
18 Τῇ δὲ ἐπιούσῃ εἰσῄει ὁ Παῦλος 18 Και την επόμενη ημέρα μπήκε
σὺν ἡμῖν πρὸς ᾿Ιάκωβον, πάντες ο Παύλος μαζί μας στην οικία
τε παρεγένοντο οἱ πρεσβύτεροι. του Ιακώβου και παρευρέθηκαν
όλοι οι πρεσβύτεροι.
19 καὶ ἀσπασάμενος αὐτοὺς 19 Και αφού τους χαιρέτησε,
ἐξηγεῖτο καθ᾿ ἓν ἕκαστον ὧν διηγούνταν καθένα ξεχωριστά
ἐποίησεν ὁ Θεός ἐν τοῖς ἔθνεσι διὰ αυτά που έκανε ο Θεός μέσα στα
τῆς διακονίας αὐτοῦ. έθνη μέσω της διακονίας του.
20 οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐδόξαζον τὸν 20 Εκείνοι, όταν άκουσαν,
Κύριον, εἶπόν τε αὐτῷ· θεωρεῖς, δόξαζαν το Θεό και του είπαν:
ἀδελφέ, πόσαι μυριάδες εἰσὶν «Βλέπεις, αδελφέ, πόσες μυριάδες
᾿Ιουδαίων τῶν πεπιστευκότων, είναι μεταξύ των Ιουδαίων που
καὶ πάντες ζηλωταὶ τοῦ νόμου έχουν πιστέψει και όλοι είναι
ὑπάρχουσι. ζηλωτές του νόμου.
21 κατηχήθησαν δὲ περὶ σοῦ ὅτι 21 Αλλά πληροφορήθηκαν για
ἀποστασίαν διδάσκεις ἀπὸ σένα ότι διδάσκεις αποστασία
Μωϋσέως τοὺς κατὰ τὰ ἔθνη από το Μωυσή σε όλους τους
πάντας ᾿Ιουδαίους, λέγων μὴ Ιουδαίους μεταξύ των εθνών,
περιτέμνειν αὐτοὺς τὰ τέκνα λέγοντας να μην περιτέμνουν
μηδὲ τοῖς ἔθεσι περιπατεῖν. αυτοί τα παιδιά τους μήτε να
περπατούν σύμφωνα με τα έθιμα.
22 τί οὖν ἐστι; πάντως δεῖ πλῆθος 22 Τι πρέπει λοιπόν να γίνει;
συνελθεῖν· ἀκούσονται γὰρ ὅτι Πάντως θα ακούσουν ότι έχεις
ἐλήλυθας. έρθει.
23 τοῦτο οὖν ποίησον ὅ σοι 23 Κάνε, λοιπόν, αυτό που σου
λέγομεν· εἰσὶν ἡμῖν ἄνδρες λέμε: Έχουμε τέσσερις άντρες που
τέσσαρες εὐχὴν ἔχοντες ἐφ᾿ έχουν ευχηθεί τάξιμο για τους
ἑαυτῶν· εαυτούς τους.
24 τούτους παραλαβὼν 24 Τούτους παράλαβε, εξαγνίσου
ἁγνίσθητι σὺν αὐτοῖς καὶ μαζί τους και δαπάνησε χρήματα
δαπάνησον ἐπ᾿ αὐτοῖς ἵνα γι’ αυτούς, για να ξυρίσουν το
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΑ’
ξυρήσωνται τὴν κεφαλήν, καὶ κεφάλι τους, και θα γνωρίσουν
γνῶσι πάντες ὅτι ὧν κατήχηνται όλοι ότι όσα έχουν πληροφορηθεί
περὶ σοῦ οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ για σένα δεν είναι σωστό τίποτα,
στοιχεῖς καὶ αὐτὸς τὸν νόμον αλλά στοιχίζεσαι και ο ίδιος
φυλάσσων. ακολουθώντας και φυλάγοντας
το νόμο.
25 περὶ δὲ τῶν πεπιστευκότων 25 Και όσον αφορά τους εθνικούς
ἐθνῶν ἡμεῖς ἐπεστείλαμεν που έχουν πιστέψει εμείς
κρίναντες μηδὲν τοιοῦτον τηρεῖν στείλαμε επιστολή,
αὐτούς, εἰ μὴ φυλάσσεσθαι αποφασίζοντας ώστε αυτοί να
αὐτοὺς τό τε εἰδωλόθυτον καὶ τὸ φυλάγονται από το ειδωλόθυτο
αἷμα καὶ πνικτὸν καὶ πορνείαν. και από αίμα και πνιχτό και
πορνεία».
26 τότε ὁ Παῦλος παραλαβὼν 26 Τότε ο Παύλος παράλαβε τους
τοὺς ἄνδρας τῇ ἐχομένῃ ἡμέρᾳ άντρες την επόμενη ημέρα και,
σὺν αὐτοῖς ἁγνισθεὶς εἰσῄει εἰς τὸ αφού μαζί τους εξαγνίστηκε,
ἱερόν, διαγγέλλων τὴν μπήκε στο ναό για να αναγγείλει
ἐκπλήρωσιν τῶν ἡμερῶν τοῦ την εκπλήρωση των ημερών του
ἁγνισμοῦ, ἕως οὗ προσηνέχθη εξαγνισμού, ωσότου προσφερθεί
ὑπὲρ ἑνὸς ἑκάστου αὐτῶν ἡ για καθέναν από αυτούς
προσφορά. ξεχωριστά η προσφορά.
Η σύλληψη του Παύλου
27 ῾Ως δὲ ἔμελλον αἱ ἑπτὰ ἡμέραι 27 Μόλις λοιπόν οι εφτά ημέρες
συντελεῖσθαι, οἱ ἀπὸ τῆς ᾿Ασίας έμελλαν να συντελεστούν, οι
᾿Ιουδαῖοι θεασάμενοι αὐτὸν ἐν τῷ Ιουδαίοι από την επαρχία της
ἱερῷ συνέχεον πάντα τὸν ὄχλον, Ασίας, όταν τον είδαν μέσα στο
καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας ἐπ᾿ ναό, προκάλεσαν σύγχυση σε
αὐτὸν όλο το πλήθος και έβαλαν πάνω
του τα χέρια,
28 κράζοντες· ἄνδρες 28 κράζοντας: «Άντρες
᾿Ισραηλῖται, βοηθεῖτε· οὗτός Ισραηλίτες, βοηθάτε. Αυτός είναι
ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ κατὰ τοῦ ο άνθρωπος που διδάσκει όλους
λαοῦ καὶ τοῦ νόμου καὶ τοῦ παντού κατά του λαού μας και
τόπου τούτου πάντας πανταχοῦ του νόμου και του τόπου τούτου,
διδάσκων· ἔτι τε καὶ ῞Ελληνας ακόμα και Έλληνες εισήγαγε στο
εἰσήγαγεν εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ναό και έχει μολύνει τον άγιο
κεκοίνωκε τὸν ἅγιον τόπον τούτο τόπο».
τοῦτον·
29 ἦσαν γὰρ ἑωρακότες 29 Γιατί είχαν δει προηγουμένως
Τρόφιμον τὸν ᾿Εφέσιον ἐν τῇ τον Τρόφιμο τον Εφέσιο μαζί του
πόλει σὺν αὐτῷ, ὃν ἐνόμιζον ὅτι μέσα στην πόλη, τον οποίο
εἰς τὸ ἱερὸν εἰσήγαγεν ὁ Παῦλος.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΑ’
νόμιζαν ότι εισήγαγε ο Παύλος
στο ναό.
30 ἐκινήθη τε ἡ πόλις ὅλη καὶ 30 Και κινήθηκε όλη η πόλη και
ἐγένετο συνδρομὴ τοῦ λαοῦ, καὶ έγινε συρροή του λαού και, αφού
ἐπιλαβόμενοι τοῦ Παύλου εἷλκον έπιασαν τον Παύλο, τον έσερναν
αὐτὸν ἔξω τοῦ ἱεροῦ, καὶ εὐθέως έξω από το ναό και αμέσως
ἐκλείσθησαν αἱ θύραι. κλείστηκαν οι θύρες.
31 ζητούντων δὲ αὐτὸν 31 Και ενώ ζητούσαν να τον
ἀποκτεῖναι ἀνέβη φάσις τῷ σκοτώσουν, ήρθε αναφορά στο
χιλιάρχῳ τῆς σπείρης ὅτι ὅλη χιλίαρχο της στρατιωτικής
συγκέχυται ῾Ιερουσαλήμ· μονάδας ότι υπάρχει σύγχυση σε
όλη την Ιερουσαλήμ.
32 ὃς ἐξαυτῆς παραλαβὼν 32 Αυτός παράλαβε αμέσως
στρατιώτας καὶ ἑκατοντάρχους στρατιώτες και εκατόνταρχους
κατέδραμεν ἐπ᾿ αὐτούς. οἱ δὲ και έτρεξε καταπάνω τους.
ἰδόντες τὸν χιλίαρχον καὶ τοὺς Εκείνοι, όταν είδαν το χιλίαρχο
στρατιώτας ἐπαύσαντο και τους στρατιώτες, έπαψαν να
τύπτοντες τὸν Παῦλον. χτυπούν τον Παύλο.
33 ἐγγίσας δὲ ὁ χιλίαρχος 33 Τότε πλησίασε ο χιλίαρχος, τον
ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ ἐκέλευσε συνέλαβε και διέταξε να δεθεί με
δεθῆναι ἁλύσεσι δυσί, καὶ δύο αλυσίδες, και ζητούσε να
ἐπυνθάνετο τίς ἂν εἴη καὶ τί ἐστι μάθει ποιος είναι και τι έχει κάνει.
πεποιηκώς.
34 ἄλλοι δὲ ἄλλο τι ἐβόων ἐν τῷ 34 Άλλοι όμως φώναζαν δυνατά
ὄχλῳ· μὴ δυνάμενος δὲ γνῶναι τὸ ένα πράγμα και άλλοι κάτι άλλο
ἀσφαλὲς διὰ τὸν θόρυβον, μέσα στον όχλο. Επειδή αυτός δεν
ἐκέλευσεν ἄγεσθαι αὐτὸν εἰς τὴν μπορούσε λοιπόν να μάθει κάτι
παρεμβολήν. το ασφαλές εξαιτίας του
θορύβου, διέταξε να οδηγηθεί
στο στρατώνα.
35 ὅτε δὲ ἐγένετο ἐπὶ τοὺς 35 Όταν λοιπόν ο Παύλος έφτασε
ἀναβαθμούς, συνέβη πάνω στα σκαλιά, συνέβηκε να
βαστάζεσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν βαστάζεται και να μεταφέρεται
στρατιωτῶν διὰ τὴν βίαν τοῦ αυτός από τους στρατιώτες
ὄχλου· εξαιτίας της βίας του όχλου.
36 ἠκολούθει γὰρ τὸ πλῆθος τοῦ 36 γιατί ακολουθούσε το πλήθος
λαοῦ κράζον· αἶρε αὐτόν. του λαού κράζοντας: «Αφάνιζέ
τον».
Η απολογία του Παύλου
37 Μέλλων τε εἰσάγεσθαι εἰς τὴν 37 Και ενώ έμελλε να εισάγεται
παρεμβολὴν ὁ Παῦλος λέγει τῷ στο στρατώνα, ο Παύλος λέει στο
χιλιάρχῳ· εἰ ἔξεστί μοι εἰπεῖν τι χιλίαρχο: «Μήπως μου
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΑ’
πρός σε; ὁ δὲ ἔφη· ῾Ελληνιστὶ επιτρέπεται να πω κάτι προς
γινώσκεις; εσένα;» Εκείνος είπε: «Ελληνικά
γνωρίζεις;
38 οὐκ ἄρα σὺ εἶ ὁ Αἰγύπτιος ὁ 38 Άρα δεν είσαι εσύ ο Αιγύπτιος
πρὸ τούτων τῶν ἡμερῶν που πριν από αυτές τις ημέρες
ἀναστατώσας καὶ ἐξαγαγὼν εἰς αναστάτωσε και εξήγαγε στην
τὴν ἔρημον τοὺς τετρακισχιλίους έρημο τους τέσσερις χιλιάδες
ἄνδρας τῶν σικαρίων; άντρες τους μαχαιροβγάλτες;»
39 εἶπε δὲ ὁ Παῦλος· ἐγὼ 39 Είπε τότε ο Παύλος: «Εγώ,
ἄνθρωπος μέν εἰμι ᾿Ιουδαῖος βέβαια, είμαι άνθρωπος Ιουδαίος,
Ταρσεύς, τῆς Κιλικίας οὐκ Ταρσέας της Κιλικίας, πολίτης
ἀσήμου πόλεως πολίτης· δέομαι μιας πόλης όχι άσημης. Σε
δέ σου, ἐπίτρεψόν μοι λαλῆσαι παρακαλώ, λοιπόν, επίτρεψέ μου
πρὸς τὸν λαόν. να μιλήσω προς το λαό».
40 ἐπιτρέψαντος δὲ αὐτοῦ ὁ 40 Και επειδή αυτός το επέτρεψε,
Παῦλος ἑστὼς ἐπὶ τῶν ο Παύλος που είχε σταθεί πάνω
ἀναβαθμῶν κατέσεισε τῇ χειρὶ στα σκαλιά, έσεισε προς τα κάτω
τῷ λαῷ· πολλῆς δὲ σιγῆς το χέρι του στο λαό. Και όταν
γενομένης προσεφώνησε τῇ έγινε πολλή σιγή, τους
῾Εβραΐδι διαλέκτῳ λέγων· προσφώνησε στην εβραϊκή
διάλεκτο, λέγοντας:
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΒ’
Η απολογία του Παύλου
1 Ἂνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, 1 «Άντρες αδελφοί και πατέρες,
ἀκούσατέ μου τῆς πρὸς ὑμᾶς νυνὶ ακούστε τώρα την απολογία μου
ἀπολογίας. προς εσάς».
2 ἀκούσαντες δὲ ὅτι τῇ ῾Εβραΐδι 2 Όταν άκουσαν τότε ότι
διαλέκτῳ προσεφώνει αὐτοῖς, προσφωνούσε σ’ αυτούς στην
μᾶλλον παρέσχον ἡσυχίαν. εβραϊκή διάλεκτο, έκαναν
περισσότερο ησυχία. Και λέει:
3 καί φησιν· ἐγὼ μέν εἰμι ἀνὴρ 3 «Εγώ είμαι άντρας Ιουδαίος,
᾿Ιουδαῖος, γεγεννημένος ἐν γεννημένος στην Ταρσό της
Ταρσῷ τῆς Κιλικίας, Κιλικίας, αναθρεμμένος μάλιστα
ἀνατεθραμμένος δὲ ἐν τῇ πόλει στην πόλη τούτη, εκπαιδευμένος
ταύτῃ παρὰ τοὺς πόδας δίπλα στα πόδια του Γαμαλιήλ
Γαμαλιήλ, πεπαιδευμένος κατὰ κατά την ακρίβεια του πατρώου
ἀκρίβειαν τοῦ πατρῴου νόμου, νόμου, και υπήρξα ζηλωτής του
ζηλωτὴς ὑπάρχων τοῦ Θεοῦ Θεού καθώς όλοι εσείς είστε
καθὼς πάντες ὑμεῖς ἐστε σήμερα.
σήμερον.
4 ὃς ταύτην τὴν ὁδὸν ἐδίωξα ἄχρι 4 ο οποίος αυτήν την Οδό
θανάτου, δεσμεύων καὶ καταδίωξα μέχρι το θάνατο,
παραδιδοὺς εἰς φυλακὰς ἄνδρας βάζοντας δεσμά και
τε καὶ γυναῖκας, παραδίνοντας σε φυλακές
άντρες και γυναίκες,
5 ὡς καὶ ὁ ἀρχιερεὺς μαρτυρεῖ μοι 5 όπως και ο αρχιερέας μαρτυρεί
καὶ πᾶν τὸ πρεσβυτέριον· παρ᾿ ὧν για μένα και όλο το πρεσβυτέριο,
καὶ ἐπιστολὰς δεξάμενος πρὸς από τους οποίους δέχτηκα και
τοὺς ἀδελφοὺς εἰς Δαμασκὸν επιστολές και πορευόμουν προς
ἐπορευόμην ἄξων καὶ τοὺς ἐκεῖσε τους αδελφούς στη Δαμασκό, για
ὄντας δεδεμένους εἰς να φέρω και αυτούς που ήταν
῾Ιερουσαλὴμ ἵνα τιμωρηθῶσιν. προς τα εκεί, δεμένους στην
Ιερουσαλήμ για να τιμωρηθούν».
6 ᾿Εγένετο δέ μοι πορευομένῳ καὶ 6 «Μου συνέβηκε τότε, ενώ
ἐγγίζοντι τῇ Δαμασκῷ περὶ πορευόμουν και πλησίαζα στη
μεσημβρίαν ἐξαίφνης ἐκ τοῦ Δαμασκό, περίπου το μεσημέρι,
οὐρανοῦ περιαστράψαι φῶς ξαφνικά από τον ουρανό να
ἱκανὸν περὶ ἐμέ, αστράψει γύρω μου αρκετό φως,
7 ἔπεσόν τε εἰς τὸ ἔδαφος καὶ 7 και έπεσα στο έδαφος και
ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι· άκουσα φωνή να μου λέει:
Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; “Σαούλ, Σαούλ, γιατί με
καταδιώκεις”;
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΒ’
8 ἐγὼ δὲ ἀπεκρίθην· τίς εἶ, Κύριε; 8 Εγώ τότε αποκρίθηκα: “Ποιος
εἶπέ τε πρός με· ἐγώ εἰμι ᾿Ιησοῦς ὁ είσαι, Κύριε”; Και είπε προς
Ναζωραῖος ὃν σὺ διώκεις. εμένα: “Εγώ είμαι ο Ιησούς ο
Ναζωραίος, που εσύ
καταδιώκεις”.
9 οἱ δὲ σὺν ἐμοὶ ὄντες τὸ μὲν φῶς 9 Εκείνοι που ήταν μαζί μου
ἐθεάσαντο καὶ ἔμφοβοι ἐγένοντο, αφενός είδαν το φως, αφετέρου
τὴν δὲ φωνὴν οὐκ ἤκουσαν τοῦ τη φωνή δεν άκουσαν εκείνου
λαλοῦντός μοι. που μου μιλούσε.
10 εἶπον δέ· τί ποιήσω, Κύριε; ὁ δὲ 10 Είπα λοιπόν: “Τι να κάνω,
Κύριος εἶπε πρός με· ἀναστὰς Κύριε”; Και ο Κύριος είπε προς
πορεύου εἰς Δαμασκόν, κἀκεῖ σοι εμένα: «Σήκω και πήγαινε στη
λαληθήσεται περὶ πάντων ὧν Δαμασκό κι εκεί θα σου ειπωθεί
τέτακταί σοι ποιῆσαι. για όλα όσα σου είναι
καθορισμένα να κάνεις”.
11 ὡς δὲ οὐκ ἐνέβλεπον ἀπὸ τῆς 11 Καθώς λοιπόν δεν έβλεπα από
δόξης τοῦ φωτὸς ἐκείνου, τη λάμψη του φωτός εκείνου,
χειραγωγούμενος ὑπὸ τῶν ήρθα στη Δαμασκό
συνόντων μοι ἦλθον εἰς χειραγωγούμενος από αυτούς
Δαμασκόν. που ήταν μαζί μου.
12 ᾿Ανανίας δέ τις, ἀνὴρ εὐσεβὴς 12 Και κάποιος Ανανίας, άντρας
κατὰ τὸν νόμον, μαρτυρούμενος ευλαβής κατά το νόμο, για τον
ὑπὸ πάντων τῶν κατοικούντων οποίο μαρτυρούσαν καλά όλοι οι
ἐν Δαμασκῷ ᾿Ιουδαίων, Ιουδαίοι που κατοικούσαν εκεί,
13 ἐλθὼν πρός με καὶ ἐπιστὰς εἶπέ 13 ήρθε προς εμένα και, αφού
μοι· Σαοὺλ ἀδελφέ, ἀνάβλεψον. στάθηκε κοντά μου, μου είπε:
κἀγὼ αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἀνέβλεψα εἰς “Σαούλ αδελφέ, ξαναδές”. Κι εγώ
αὐτόν. αυτήν την ώρα ξαναείδα
κοιτώντας προς αυτόν.
14 ὁ δὲ εἶπεν· ὁ Θεὸς τῶν πατέρων 14 Εκείνος είπε: “Ο Θεός των
ἡμῶν προεχειρίσατό σε γνῶναι πατέρων μας σε προκαθόρισε να
τὸ θέλημα αὐτοῦ καὶ ἰδεῖν τὸν γνωρίσεις το θέλημά του και να
δίκαιον καὶ ἀκοῦσαι φωνὴν ἐκ δεις τον Δίκαιο και να ακούσεις
τοῦ στόματος αὐτοῦ, φωνή από το στόμα του,
15 ὅτι ἔσῃ μάρτυς αὐτῷ πρὸς 15 γιατί θα είσαι μάρτυρας γι’
πάντας ἀνθρώπους ὧν ἑώρακας αυτόν προς όλους τους
καὶ ἤκουσας. ανθρώπους, για όσα έχεις δει και
άκουσες.
16 καὶ νῦν τί μέλλεις; ἀναστὰς 16 Και τώρα τι καθυστερείς;
βάπτισαι καὶ ἀπόλουσαι τὰς Σήκω, βαφτίσου και λούσου από
ἁμαρτίας σου, ἐπικαλεσάμενος τις αμαρτίες σου, αφού
τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. επικαλεστείς το όνομά του”».
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΒ’
17 ᾿Εγένετο δέ μοι ὑποστρέψαντι 17 «Μου συνέβηκε τότε, όταν
εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ επέστρεψα στην Ιερουσαλήμ και
προσευχομένου μου ἐν τῷ ἱερῷ ενώ εγώ προσευχόμουν μέσα στο
γενέσθαι με ἐν ἐκστάσει καὶ ἰδεῖν ναό, να έρθω σε έκσταση
αὐτὸν λέγοντά μοι·
18 σπεῦσον καὶ ἔξελθε ἐν τάχει ἐξ 18 και να δω αυτόν να μου λέει:
῾Ιερουσαλήμ, διότι οὐ “Σπεύσε και έξελθε γρήγορα από
παραδέξονταί σου τὴν την Ιερουσαλήμ, γιατί δε θα
μαρτυρίαν περὶ ἐμοῦ. παραδεχτούν μαρτυρία σου για
μένα”.
19 κἀγὼ εἶπον· Κύριε, αὐτοὶ 19 Κι εγώ είπα: “Κύριε, αυτοί
ἐπίστανται ὅτι ἐγὼ ἤμην γνωρίζουν καλά ότι εγώ
φυλακίζων καὶ δέρων κατὰ τὰς φυλάκιζα συνεχώς και έδερνα
συναγωγὰς τοὺς πιστεύοντας ἐπὶ συνεχώς από συναγωγή σε
σέ· συναγωγή αυτούς που πιστεύουν
σ’ εσένα,
20 καὶ ὅτε ἐξεχεῖτο τὸ αἷμα 20 και όταν χυνόταν το αίμα του
Στεφάνου τοῦ μάρτυρός σου, καὶ Στεφάνου του μάρτυρά σου, και
αὐτὸς ἤμην ἐφεστὼς καὶ εγώ ο ίδιος είχα σταθεί και
συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ αισθανόμουν ευαρέσκεια,
καὶ φυλάσσων τὰ ἱμάτια τῶν συμφωνώντας μαζί με τους
ἀναιρούντων αὐτόν. άλλους, και φύλαγα τα ρούχα
αυτών που τον θανάτωναν”.
21 καὶ εἶπε πρός με· πορεύου, ὅτι 21 Και είπε προς εμένα: “Πήγαινε,
ἐγὼ εἰς ἔθνη μακρὰν ἐξαποστελῶ γιατί εγώ θα σε αποστείλω έξω σε
σε. έθνη μακριά”».
Συνομιλία του Παύλου με το
Ρωμαίο διοικητή
22 ῎Ηκουον δὲ αὐτοῦ ἄχρι τούτου 22 Τον άκουγαν, λοιπόν, μέχρις
τοῦ λόγου, καὶ ἐπῆραν τὴν αυτό το σημείο του λόγου, και
φωνὴν αὐτῶν λέγοντες· αἶρε ἀπὸ κατόπιν ύψωσαν τη φωνή τους,
τῆς γῆς τὸν τοιοῦτον· οὐ γὰρ λέγοντας: «Αφάνιζε από τη γη
καθῆκεν αὐτὸν ζῆν. τέτοιο άνθρωπο, γιατί δεν έπρεπε
αυτός να ζει».
23 κραυγαζόντων δὲ αὐτῶν καὶ 23 Και επειδή αυτοί κραύγαζαν
ριπτόντων τὰ ἱμάτια καὶ και έριχναν τα ρούχα τους και
κονιορτὸν βαλλόντων εἰς τὸν πέταγαν σκόνη στον αέρα,
ἀέρα,
24 ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ χιλίαρχος 24 διέταξε ο χιλίαρχος να εισαχτεί
ἄγεσθαι εἰς τὴν παρεμβολήν, αυτός στο στρατώνα και είπε με
εἰπὼν μάστιξιν ἀνετάζεσθαι μάστιγες να τον ανακρίνουν, για
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΒ’
αὐτόν, ἵνα ἐπιγνῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν να γνωρίσει καλά για ποια αιτία
οὕτως ἐπεφώνουν αὐτῶ. φώναζαν έτσι εναντίον του.
25 ὡς δὲ προέτειναν αὐτὸν τοῖς 25 Μόλις λοιπόν τον τέντωσαν με
ἱμᾶσιν, εἶπε πρὸς τὸν ἑστῶτα τους ιμάντες, ο Παύλος είπε προς
ἑκατόνταρχον ὁ Παῦλος· εἰ τον εκατόνταρχο που είχε σταθεί
ἄνθρωπον Ρωμαῖον καὶ εκεί: «Άραγε έναν άνθρωπο
ἀκατάκριτον ἔξεστιν ὑμῖν Ρωμαίο και χωρίς δίκη
μαστίζειν; επιτρέπεται σ’ εσάς να
μαστιγώνετε;»
26 ἀκούσας δὲ ὁ ἑκατόνταρχος, 26 Όταν το άκουσε τότε ο
προσελθὼν ἀπήγγειλε τῷ εκατόνταρχος, πλησίασε το
χιλιάρχῳ λέγων· ὅρα τί μέλλεις χιλίαρχο και του ανάγγειλε
ποιεῖν· ὁ γὰρ ἄνθρωπος οὗτος λέγοντας: «Τι μέλλεις να κάνεις;
Ρωμαῖός ἐστι. Γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι
Ρωμαίος».
27 προσελθὼν δὲ ὁ χιλίαρχος 27 Τον πλησίασε λοιπόν ο
εἶπεν αὐτῷ· λέγε μοι εἰ σὺ χιλίαρχος και του είπε: «Λέγε μου,
Ρωμαῖος εἶ. ὁ δὲ ἔφη· ναί. εσύ είσαι Ρωμαίος;» Εκείνος είπε:
«Ναι».
28 ἀπεκρίθη τε ὁ χιλίαρχος· ἐγὼ 28 Αποκρίθηκε τότε ο χιλίαρχος:
πολλοῦ κεφαλαίου τὴν πολιτείαν «Εγώ με πολύ κεφάλαιο
ταύτην ἐκτησάμην. ὁ δὲ Παῦλος απόχτησα αυτό το πολιτικό
ἔφη· ἐγὼ δὲ καὶ γεγέννημαι. δικαίωμα». Και ο Παύλος είπε:
«Εγώ όμως και έχω γεννηθεί μ’
αυτό».
29 εὐθέως οὖν ἀπέστησαν ἀπ᾿ 29 Αμέσως λοιπόν
αὐτοῦ οἱ μέλλοντες αὐτὸν απομακρύνθηκαν από αυτόν
ἀνετάζειν· καὶ ὁ χιλίαρχος δὲ όσοι έμελλαν να τον ανακρίνουν,
ἐφοβήθη ἐπιγνοὺς ὅτι Ρωμαῖός αλλά και ο χιλίαρχος φοβήθηκε,
ἐστι, καὶ ὅτι ἦν αὐτὸν δεδεκώς. όταν έμαθε ότι είναι Ρωμαίος και
ότι τον είχε δέσει.
Ο Παύλος μπροστά στο μέγα
30 Τῇ δὲ ἐπαύριον βουλόμενος συνέδριο
γνῶναι τὸ ἀσφαλές, τὸ τί 30 Και την επόμενη ημέρα, επειδή
κατηγορεῖται παρὰ τῶν ήθελε να γνωρίσει με ασφάλεια
᾿Ιουδαίων, ἔλυσεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν για το τι κατηγορείται από τους
δεσμῶν καὶ ἐκέλευσεν ἐλθεῖν Ιουδαίους, τον έλυσε και διέταξε
τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ να συγκεντρωθούν οι αρχιερείς
συνέδριον αὐτῶν, καὶ και όλο το συνέδριο και, αφού
καταγαγὼν τὸν Παῦλον ἔστησεν κατέβασε τον Παύλο, τον έστησε
εἰς αὐτούς. μπροστά τους.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΓ’
Ο Παύλος μπροστά στο μέγα
συνέδριο
1 Ἀτενίσας δὲ ὁ Παῦλος τῷ 1 Ατένισε λοιπόν ο Παύλος στο
συνεδρίῳ εἶπεν· ἄνδρες ἀδελφοί, συνέδριο και είπε: «Άντρες
ἐγὼ πάσῃ συνειδήσει ἀγαθῇ αδελφοί, εγώ με όλη την αγαθή
πεπολίτευμαι τῷ Θεῷ ἄχρι συνείδηση έχω πολιτευτεί στο
ταύτης τῆς ἡμέρας. Θεό μέχρις αυτήν την ημέρα».
2 ὁ δὲ ἀρχιερεὺς ᾿Ανανίας ἐπέταξε 2 Αλλά ο αρχιερέας Ανανίας
τοῖς παρεστῶσιν αὐτῷ τύπτειν διέταξε σ’ αυτούς που είχαν
αὐτοῦ τὸ στόμα. σταθεί δίπλα του να του
χτυπήσουν το στόμα.
3 τότε ὁ Παῦλος πρὸς αὐτὸν εἶπε· 3 Τότε ο Παύλος είπε προς αυτόν:
τύπτειν σε μέλλει ὁ Θεός, τοῖχε «Μέλλει ο Θεός να σε χτυπήσει,
κεκονιαμένε· καὶ σὺ κάθῃ κρίνων τοίχε ασβεστωμένε! Μολονότι
με κατὰ τὸν νόμον, καὶ εσύ κάθεσαι να με κρίνεις κατά
παρανομῶν κελεύεις με το νόμο, όμως παρανομώντας
τύπτεσθαι! διατάζεις να με χτυπούν;»
4 οἱ δὲ παρεστῶτες εἶπον· τὸν 4 Αλλά εκείνοι που είχαν σταθεί
ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ λοιδορεῖς; δίπλα του είπαν: «Τον αρχιερέα
του Θεού βρίζεις;»
5 ἔφη τε ὁ Παῦλος· οὐκ ᾔδειν, 5 Και είπε ο Παύλος: «Δεν ήξερα,
ἀδελφοί, ὅτι ἐστὶν ἀρχιερεύς· αδελφοί, ότι είναι αρχιερέας.
γέγραπται γάρ· ἄρχοντα τοῦ γιατί είναι γραμμένο: Άρχοντα
λαοῦ σου οὐκ ἐρεῖς κακῶς. του λαού σου δε θα
κακολογήσεις».
6 γνοὺς δὲ ὁ Παῦλος ὅτι τὸ ἓν 6 Επειδή κατάλαβε τότε ο Παύλος
μέρος ἐστὶ Σαδδουκαίων, τὸ δὲ ότι το ένα μέρος είναι
ἕτερον Φαρισαίων, ἔκραξεν ἐν τῷ Σαδουκκαίοι και το άλλο
συνεδρίῳ· ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ Φαρισαίοι, έκραζε μέσα στο
Φαρισαῖός εἰμι, υἱὸς Φαρισαίου· συνέδριο: «Άντρες αδελφοί, εγώ
περὶ ἐλπίδος καὶ ἀναστάσεως είμαι Φαρισαίος, γιος
νεκρῶν ἐγὼ κρίνομαι. Φαρισαίων. για ελπίδα και
ανάσταση νεκρών εγώ
κρίνομαι».
7 τοῦτο δὲ αὐτοῦ λαλήσαντος 7 Και όταν αυτός είπε τούτο, έγινε
ἐγένετο στάσις τῶν Φαρισαίων διάσταση των Φαρισαίων και
καὶ τῶν Σαδδουκαίων, καὶ των Σαδουκκαίων και σχίστηκε
ἐσχίσθη τὸ πλῆθος. το πλήθος.
8 Σαδδουκαῖοι μὲν γὰρ λέγουσι 8 Γιατί, βέβαια, οι Σαδουκκαίοι
μὴ εἶναι ἀνάστασιν μήτε ἄγγελον λένε πως δεν υπάρχει ανάσταση
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΓ’
μήτε πνεῦμα, Φαρισαῖοι δὲ μήτε άγγελος μήτε πνεύμα, οι
ὁμολογοῦσι τὰ ἀμφότερα. Φαρισαίοι όμως ομολογούν και
τα δύο.
9 ἐγένετο δὲ κραυγὴ μεγάλη, καὶ 9 Έγινε τότε κραυγή μεγάλη και
ἀναστάντες οἱ γραμματεῖς τοῦ σηκώθηκαν μερικοί από τους
μέρους τῶν Φαρισαίων γραμματείς του μέρους των
διεμάχοντο λέγοντες· οὐδὲν Φαρισαίων και έκαναν διαμάχη,
κακὸν εὑρίσκομεν ἐν τῷ λέγοντας: «Τίποτα κακό δε
ἀνθρώπῳ τούτῳ· εἰ δὲ πνεῦμα βρίσκουμε στον άνθρωπο τούτο.
ἐλάλησεν αὐτῷ ἢ ἄγγελος, μὴ και αν πνεύμα μίλησε σ’ αυτόν ή
θεομαχῶμεν. άγγελος;»
10 πολλῆς δὲ γενομένης στάσεως 10 Επειδή λοιπόν έγινε πολλή
εὐλαβηθεὶς ὁ χιλίαρχος μὴ διάσταση, φοβήθηκε ο χιλίαρχος
διασπασθῇ ὁ Παῦλος ὑπ᾿ αὐτῶν, μην κομματιαστεί ο Παύλος από
ἐκέλευσε τὸ στράτευμα αυτούς και διέταξε το στράτευμα
καταβῆναι καὶ ἁρπάσαι αὐτὸν ἐκ να κατεβεί και να τον αρπάξει
μέσου αὐτῶν ἄγειν τε εἰς τὴν από το μέσο αυτών και να τον
παρεμβολήν. οδηγήσει στο στρατώνα.
11 Τῇ δὲ ἐπιούσῃ νυκτὶ ἐπιστὰς 11 Και την επόμενη νύχτα τού
αὐτῷ ὁ Κύριος εἶπε· θάρσει, εμφανίστηκε ο Κύριος και είπε:
Παῦλε· ὡς γὰρ διεμαρτύρω τὰ «Έχε θάρρος. γιατί όπως
περὶ ἐμοῦ εἰς ῾Ιερουσαλήμ, οὕτω μαρτύρησες επίσημα όσα
σὲ δεῖ καὶ εἰς Ρώμην μαρτυρῆσαι. αφορούν εμένα στην
Ιερουσαλήμ, έτσι εσύ πρέπει να
μαρτυρήσεις και στη Ρώμη».
Η συνωμοσία κατά του Παύλου
12 Γενομένης δὲ ἡμέρας 12 Όταν λοιπόν ξημέρωσε,
ποιήσαντές τινες τῶν ᾿Ιουδαίων έκαναν συνωμοσία οι Ιουδαίοι
συστροφὴν ἀνεθεμάτισαν και αναθεμάτισαν τους εαυτούς
ἑαυτούς, λέγοντες μήτε φαγεῖν τους, λέγοντας πως δε θα φάνε
μήτε πιεῖν ἕως οὗ ἀποκτείνωσι μήτε θα πιουν, ωσότου
τὸν Παῦλον. σκοτώσουν τον Παύλο.
13 ἦσαν δὲ πλείους 13 Ήταν τότε περισσότεροι από
τεσσαράκοντα οἱ ταύτην τὴν σαράντα όσοι έκαναν αυτήν τη
συνωμοσίαν πεποιηκότες· συνωμοσία,
14 οἵτινες προσελθόντες τοῖς 14 οι οποίοι προσήλθαν στους
ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις αρχιερείς και στους
εἶπον· ἀναθέματι πρεσβυτέρους και είπαν: «Με
ἀνεθεματίσαμεν ἑαυτοὺς ανάθεμα αναθεματίσαμε τους
μηδενὸς γεύσασθαι ἕως οὗ εαυτούς μας να μη γευτούμε
ἀποκτείνωμεν τὸν Παῦλον. τίποτα, ωσότου σκοτώσουμε τον
Παύλο.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΓ’
15 νῦν οὖν ὑμεῖς ἐμφανίσατε τῷ 15 Τώρα, λοιπόν, εσείς
χιλιάρχῳ σὺν τῷ συνεδρίῳ, ὅπως εμφανιστείτε στο χιλίαρχο μαζί
αὔριον αὐτὸν καταγάγῃ πρὸς με το συνέδριο, για να τον
ὑμᾶς, ὡς μέλλοντας κατεβάσει σ’ εσάς δήθεν πως
διαγινώσκειν ἀκριβέστερον τὰ μέλλετε να γνωρίσετε
περὶ αὐτοῦ· ἡμεῖς δὲ πρὸ τοῦ ακριβέστερα τα σχετικά μ’ αυτόν.
ἐγγίσαι αὐτὸν ἕτοιμοί ἐσμεν τοῦ Εμείς, όμως, προτού πλησιάσει
ἀνελεῖν αὐτόν. αυτός, είμαστε έτοιμοι να τον
σκοτώσουμε».
16 ἀκούσας δὲ ὁ υἱὸς τῆς ἀδελφῆς 16 Επειδή άκουσε ο γιος της
Παύλου τὸ ἔνεδρον, αδελφής του Παύλου την ενέδρα,
παραγενόμενος καὶ εἰσελθὼν εἰς παρουσιάστηκε και εισήλθε στο
τὴν παρεμβολὴν ἀπήγγειλε τῷ στρατώνα και το ανάγγειλε στον
Παύλῳ. Παύλο.
17 προσκαλεσάμενος δὲ ὁ Παῦλος 17 Προσκάλεσε τότε ο Παύλος
ἕνα τῶν ἑκατοντάρχων ἔφη· τὸν έναν από τους εκατόνταρχους
νεανίαν τοῦτον ἀπάγαγε πρὸς και είπε: «Το νεαρό τούτο
τὸν χιλίαρχον· ἔχει γάρ τι οδήγησε προς το χιλίαρχο, γιατί
ἀπαγγεῖλαι αὐτῷ. έχει κάτι να του αναγγείλει».
18 ὁ μὲν οὖν παραλαβὼν αὐτὸν 18 Αυτός, λοιπόν, αφού τον
ἤγαγε πρὸς τὸν χιλίαρχον καί παράλαβε, τον οδήγησε προς το
φησιν· ὁ δέσμιος Παῦλος χιλίαρχο και λέει: «Ο δέσμιος
προσκαλεσάμενός με ἠρώτησε Παύλος με προσκάλεσε και με
τοῦτον τὸν νεανίαν ἀγαγεῖν πρός παρακάλεσε να οδηγήσω τούτο
σε, ἔχοντά τι λαλῆσαί σοι. το νεαρό προς εσένα, γιατί έχει
κάτι να σου μιλήσει».
19 ἐπιλαβόμενος δὲ τῆς χειρός 19 Αφού έπιασε λοιπόν το χέρι
αὐτοῦ ὁ χιλίαρχος καὶ του ο χιλίαρχος και αναχώρησε
ἀναχωρήσας κατ᾿ ἰδίαν ιδιαιτέρως, ζητούσε να μάθει: «Τι
ἐπυνθάνετο, τί ἐστιν ὃ ἔχεις είναι αυτό που έχεις να μου
ἀπαγγεῖλαί μοι; αναγγείλεις;»
20 εἶπε δὲ ὅτι οἱ ᾿Ιουδαῖοι 20 Είπε τότε: «Οι Ιουδαίοι
συνέθεντο τοῦ ἐρωτῆσαί σε ὅπως συμφώνησαν να σου ζητήσουν,
αὔριον εἰς τὸ συνέδριον ώστε αύριο να κατεβάσεις τον
καταγάγῃς τὸν Παῦλον, ὡς Παύλο στο συνέδριο, δήθεν πως
μελλόντων τι ἀκριβέστερον πρόκειται κάτι ακριβέστερο να
πυνθάνεσθαι περὶ αὐτοῦ. ζητήσουν να μάθουν γι’ αυτόν.
21 σὺ οὖν μὴ πεισθῇς αὐτοῖς· 21 Εσύ, λοιπόν, μην πειστείς από
ἐνεδρεύουσι γὰρ αὐτὸν ἐξ αὐτῶν αυτούς. γιατί τον ενεδρεύουν
ἄνδρες πλείους τεσσαράκοντα, περισσότεροι από σαράντα
οἵτινες ἀνεθεμάτισαν ἑαυτοὺς άντρες από αυτούς, οι οποίοι
μήτε φαγεῖν μήτε πιεῖν ἕως οὗ αναθεμάτισαν τους εαυτούς τους
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΓ’
ἀνέλωσιν αὐτόν, καὶ νῦν ἕτοιμοί μήτε να φάνε μήτε να πιουν,
εἰσι προσδεχόμενοι τὴν ἀπὸ σοῦ ωσότου τον σκοτώσουν, και
ἐπαγγελίαν. τώρα είναι έτοιμοι, περιμένοντας
από εσένα την υπόσχεση».
22 ὁ μὲν οὖν χιλίαρχος ἀπέλυσε 22 Ο χιλίαρχος, λοιπόν, απόλυσε
τὸν νεανίαν, παραγγείλας μηδενὶ το νεαρό και του παράγγειλε: «Σε
ἐκλαλῆσαι ὅτι ταῦτα ἐνεφάνισας κανέναν να μη μιλήσεις έξω ότι
πρός με. αυτά φανέρωσες προς εμένα».
Ο Παύλος οδηγείται στο Φήλικα
23 Καὶ προσκαλεσάμενος δύο 23 Και αφού προσκάλεσε
τινὰς τῶν ἑκατοντάρχων εἶπεν· κάποιους, δύο από τους
ἑτοιμάσατε στρατιώτας εκατόνταρχους, είπε: «Ετοιμάστε
διακοσίους ὅπως πορευθῶσιν διακόσιους στρατιώτες, για να
ἕως Καισαρείας, καὶ ἱππεῖς πορευτούν ως την Καισάρεια, και
ἑβδομήκοντα καὶ δεξιολάβους εβδομήντα ιππείς και διακόσιους
διακοσίους, ἀπὸ τρίτης ὥρας τῆς λογχοφόρους από τις εννιά η ώρα
νυκτός, τη νύχτα.
24 κτήνη τε παραστῆσαι, ἵνα 24 Και προμηθεύστε ζώα, για να
ἐπιβιβάσαντες τὸν Παῦλον επιβιβάσουν τον Παύλο και να
διασώσωσι πρὸς Φήλικα τὸν τον διασώσουν προς το Φήλικα
ἡγεμόνα, τον ηγεμόνα».
25 γράψας ἐπιστολὴν 25 Και έγραψε επιστολή που είχε
περιέχουσαν τὸν τύπον τοῦτον· αυτόν τον τύπο:
26 Κλαύδιος Λυσίας τῷ κρατίστῳ 26 «Κλαύδιος Λυσίας προς τον
ἡγεμόνι Φήλικι χαίρειν. εξοχότατο ηγεμόνα Φήλικα.
χαίρε!
27 τὸν ἄνδρα τοῦτον 27 Τον άντρα τούτο που τον
συλληφθέντα ὑπὸ τῶν ᾿Ιουδαίων συνέλαβαν οι Ιουδαίοι και έμελλε
καὶ μέλλοντα ἀναιρεῖσθαι ὑπ᾿ να σκοτωθεί από αυτούς τον
αὐτῶν ἐπιστὰς σὺν τῷ ελευθέρωσα, αφού ήρθα
στρατεύματι ἐξειλόμην αὐτόν, εσπευσμένα μαζί με το
μαθὼν ὅτι Ρωμαῖός ἐστι. στράτευμα, επειδή έμαθα ότι
είναι Ρωμαίος.
28 βουλόμενος δὲ γνῶναι τὴν 28 Και επειδή ήθελα να γνωρίσω
αἰτίαν δι᾿ ἣν ἐνεκάλουν αὐτῷ, καλά την αιτία για την οποία τον
κατήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ κατηγορούσαν, τον κατέβασα
συνέδριον αὐτῶν· στο συνέδριό τους.
29 ὃν εὗρον ἐγκαλούμενον περὶ 29 Αυτόν βρήκα να τον
ζητημάτων τοῦ νόμου αὐτῶν, κατηγορούν για ζητήματα του
μηδὲν δὲ ἄξιον θανάτου ἢ νόμου τους, και να μην έχει κάνει
δεσμῶν ἔγκλημα ἔχοντα. κανένα έγκλημα άξιο θανάτου ή
φυλακής.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΓ’
30 μηνυθείσης δέ μοι ἐπιβουλῆς 30 Επειδή λοιπόν μου έδωσαν
εἰς τὸν ἄνδρα μέλλειν ἔσεσθαι μήνυμα ότι θα γίνει επιβουλή
ὑπὸ τῶν ᾿Ιουδαίων, ἐξαυτῆς στον άντρα, αμέσως τον έστειλα
ἔπεμψα πρός σε, παραγγείλας καὶ προς εσένα, αφού παράγγειλα
τοῖς κατηγόροις λέγειν τὰ πρὸς και στους κατηγόρους του να
αὐτὸν ἐπὶ σοῦ. ἔρρωσο. λένε τα εναντίον του μπροστά
σου. Υγίαινε ».
31 Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται κατὰ τὸ 31 Οι στρατιώτες, λοιπόν,
διατεταγμένον αὐτοῖς πράγματι σύμφωνα με αυτό που
ἀναλαβόντες τὸν Παῦλον ἤγαγον τους είχε διαταχτεί, παράλαβαν
διὰ τῆς νυκτὸς εἰς τὴν τον Παύλο και τον οδήγησαν
᾿Αντιπατρίδα, νύχτα στην Αντιπατρίδα,
32 τῇ δὲ ἐπαύριον ἐάσαντες τοὺς 32 και την επόμενη ημέρα, αφού
ἱππεῖς πορεύεσθαι σὺν αὐτῷ, άφησαν τους ιππείς να φύγουν
ὑπέστρεψαν εἰς τὴν παρεμβολήν· μαζί του, επέστρεψαν στο
στρατώνα.
33 οἵτινες εἰσελθόντες εἰς τὴν 33 Οι οποίοι, ιππείς, όταν
Καισάρειαν καὶ ἀναδόντες τὴν εισήλθαν στην Καισάρεια και
ἐπιστολὴν τῷ ἡγεμόνι έδωσαν την επιστολή στον
παρέστησαν καὶ τὸν Παῦλον ηγεμόνα, παρουσίασαν και τον
αὐτῷ. Παύλο σ’ αυτόν.
34 ἀναγνοὺς δὲ ὁ ἡγεμὼν καὶ 34 Διάβασε τότε την επιστολή και
ἐπερωτήσας ἐκ ποίας ἐπαρχίας ρώτησε από ποια επαρχία είναι
ἐστί, καὶ πυθόμενος ὅτι ἀπὸ και, όταν έμαθε ότι είναι από την
Κιλικίας, Κιλικία, είπε:
35 διακούσομαί σου, ἔφη, ὅταν 35 «Θα σε ακούσω πλήρως, όταν
καὶ οἱ κατήγοροί σου και οι κατήγοροί σου
παραγένωνται· ἐκέλευσέ τε αὐτὸν παρουσιαστούν». Και διέταξε να
ἐν τῷ πραιτωρίῳ τοῦ ῾Ηρῴδου φυλάγεται αυτός μέσα στο
φυλάσσεσθαι. πραιτόριο του Ηρώδη.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΔ’
Οι κατηγορίες κατά του Παύλου
1 Μετὰ δὲ πέντε ἡμέρας κατέβη ὁ 1 Μετά λοιπόν από πέντε ημέρες
ἀρχιερεὺς ᾿Ανανίας μετὰ τῶν κατέβηκε ο αρχιερέας Ανανίας
πρεσβυτέρων καὶ ρήτορος μαζί με μερικούς πρεσβυτέρους
Τερτύλλου τινός, οἵτινες και με ρήτορα κάποιο Τέρτυλλο,
ἐνεφάνισαν τῷ ἡγεμόνι κατὰ τοῦ οι οποίοι εμφάνισαν την
Παύλου. αναφορά τους στον ηγεμόνα
κατά του Παύλου.
2 κληθέντος δὲ αὐτοῦ ἤρξατο 2 Αφού λοιπόν κλήθηκε αυτός,
κατηγορεῖν ὁ Τέρτυλλος λέγων· άρχισε να τον κατηγορεί ο
Τέρτυλλος λέγοντας: «Επειδή
πολλή ειρήνη απολαμβάνουμε μ’
εσένα και μεταρρυθμίσεις
γίνονται στο έθνος τούτο μέσω
της δικής σου πρόνοιας,
3 πολλῆς εἰρήνης τυγχάνοντες 3 με κάθε τρόπο και παντού
διὰ σοῦ καὶ κατορθωμάτων αποδεχόμαστε αυτά, εξοχότατε
γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς Φήλικα, με κάθε ευχαριστία.
σῆς προνοίας, πάντῃ τε καὶ
πανταχοῦ ἀποδεχόμεθα,
κράτιστε Φῆλιξ, μετὰ πάσης
εὐχαριστίας.
4 ἵνα δὲ μὴ ἐπὶ πλεῖόν σε ἐγκόπτω, 4 Αλλά για να μη σε απασχολώ
παρακαλῶ ἀκοῦσαί σε ἡμῶν περισσότερο, σε παρακαλώ να
συντόμως τῇ σῇ ἐπιεικείᾳ. μας ακούσεις σύντομα με την
επιείκειά σου.
5 εὑρόντες γὰρ τὸν ἄνδρα τοῦτον 5 Γιατί βρήκαμε τον άντρα τούτο
λοιμὸν καὶ κινοῦντα στάσιν πᾶσι σαν πανούκλα και να υποκινεί
τοῖς ᾿Ιουδαίοις τοῖς κατὰ τὴν στάσεις σε όλους τους Ιουδαίους
οἰκουμένην, πρωτοστάτην τε τῆς που είναι στην οικουμένη και να
τῶν Ναζωραίων αἱρέσεως, είναι πρωτοστάτης της αιρέσεως
των Ναζωραίων.
6 ὃς καὶ τὸ ἱερὸν ἐπείρασε 6 Αυτός ακόμα και το ναό
βεβηλῶσαι, ὃν καὶ ἐκρατήσαμεν προσπάθησε να βεβηλώσει, τον
καὶ κατὰ τὸν ἡμέτερον νόμον οποίο τότε κρατήσαμε και κατά
ἠθελήσαμεν κρίνειν· το δικό μας νόμο θελήσαμε να
τον κρίνουμε.
7 παρελθὼν δὲ Λυσίας ὁ 7 Ήρθε όμως ο Λυσίας ο
χιλίαρχος μετὰ πολλῆς βίας ἐκ χιλίαρχος και με πολλή βία τον
τῶν χειρῶν ἡμῶν ἀπήγαγε, απήγαγε από τα χέρια μας,
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΔ’
8 κελεύσας τοὺς κατηγόρους 8 και διέταξε τους κατηγόρους
αὐτοῦ ἔρχεσθαι ἐπὶ σέ· παρ᾿ οὗ του να έρχονται μπροστά σου .
δυνήσῃ αὐτὸς ἀνακρίνας περὶ Από αυτόν θα δυνηθείς ο ίδιος,
πάντων τούτων ἐπιγνῶναι ὧν όταν τον ανακρίνεις, να
ἡμεῖς κατηγοροῦμεν αὐτοῦ. γνωρίσεις καλά για όλα τούτα
που εμείς τον κατηγορούμε».
9 συνεπέθεντο δὲ καὶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι 9 Συμφώνησαν λοιπόν και οι
φάσκοντες ταῦτα οὕτως ἔχειν. Ιουδαίοι, λέγοντας ότι έτσι έχουν
αυτά.
Η απολογία του Παύλου
10 ᾿Απεκρίθη δὲ ὁ Παῦλος, 10 Και αποκρίθηκε ο Παύλος,
νεύσαντος αὐτῷ τοῦ ἡγεμόνος όταν του έγνεψε ο ηγεμόνας να
λέγειν· ἐκ πολλῶν ἐτῶν ὄντα σε μιλήσει: «Επειδή γνωρίζω καλά
κριτὴν τῷ ἔθνει τούτῳ πως από πολλά έτη είσαι κριτής
ἐπιστάμενος εὐθυμότερον τὰ περὶ στο έθνος τούτο, ευχαρίστως
ἐμαυτοῦ ἀπολογοῦμαι, απολογούμαι γι’ αυτά που
αφορούν τον εαυτό μου,
11 δυναμένου σου γνῶναι ὅτι οὐ 11 γιατί μπορείς να μάθεις καλά
πλείους εἰσί μοι ἡμέραι δεκαδύο ότι δεν έχω περισσότερες από
ἀφ᾿ ἧς ἀνέβην προσκυνήσων εἰς δώδεκα ημέρες, αφότου ανέβηκα
῾Ιερουσαλήμ· να προσκυνήσω στην
Ιερουσαλήμ.
12 καὶ οὔτε ἐν τῷ ἱερῷ εὗρόν με 12 Και ούτε μέσα στο ναό με
πρός τινα διαλεγόμενον ἢ βρήκαν να συνδιαλέγομαι με
ἐπισύστασιν ποιοῦντα ὄχλου, κάποιον ή να μαζεύω πλήθος,
οὔτε ἐν ταῖς συναγωγαῖς οὔτε ούτε μέσα στις συναγωγές ούτε
κατὰ τὴν πόλιν· στην πόλη,
13 οὔτε παραστῆσαι δύνανται 13 ούτε δύνανται να αποδείξουν
περὶ ὧν νῦν κατηγοροῦσί μου. σ’ εσένα εκείνα για τα οποία
τώρα με κατηγορούν.
14 ὁμολογῶ δὲ τοῦτό σοι, ὅτι κατὰ 14 Σου ομολογώ λοιπόν αυτό, ότι
τὴν ὁδὸν ἣν λέγουσιν αἵρεσιν κατά την Οδό που λένε αίρεση,
οὕτω λατρεύω τῷ πατρῴῳ Θεῷ, έτσι λατρεύω τον πατρώο Θεό,
πιστεύων πᾶσι τοῖς κατὰ τὸν πιστεύοντας σε όλα όσα είναι
νόμον καὶ τοῖς ἐν τοῖς προφήταις γραμμένα σύμφωνα με το νόμο
γεγραμμένοις, και όσα είναι μέσα στους
προφήτες,
15 ἐλπίδα ἔχων εἰς τὸν Θεὸν ἣν 15 έχοντας ελπίδα στο Θεό, που
καὶ αὐτοὶ οὗτοι προσδέχονται, και αυτοί οι ίδιοι περιμένουν, ότι
ἀνάστασιν μέλλειν ἔσεσθαι μέλλει να γίνει ανάσταση
νεκρῶν, δικαίων τε καὶ ἀδίκων· δικαίων και αδίκων.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΔ’
16 ἐν τούτῳ δὲ καὶ αὐτὸς ἀσκῶ 16 Γι’ αυτό κι εγώ ο ίδιος
ἀπρόσκοπτον συνείδησιν ἔχειν προσπαθώ να έχω συνείδηση
πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς χωρίς πρόσκομμα προς το Θεό
ἀνθρώπους διὰ παντός. και τους ανθρώπους διαπαντός.
17 δι᾿ ἐτῶν δὲ πλειόνων 17 Ύστερα από πολλά έτη,
παρεγενόμην ἐλεημοσύνας λοιπόν, παρουσιάστηκα στο
ποιήσων εἰς τὸ ἔθνος μου καὶ έθνος μου, για να κάνω
προσφοράς· ελεημοσύνες και προσφορές.
18 ἐν οἷς εὗρόν με ἡγνισμένον ἐν 18 Με αυτά ασχολούμουν όταν με
τῷ ἱερῷ, οὐ μετὰ ὄχλου οὐδὲ μετὰ βρήκαν εξαγνισμένο μέσα στο
θορύβου, τινὲς ἀπὸ τῆς ᾿Ασίας ναό, όχι μαζί με πλήθος ούτι με
᾿Ιουδαῖοι, θόρυβο,
19 οὓς ἔδει ἐπὶ σοῦ παρεῖναι καὶ 19 μερικοί λοιπόν Ιουδαίοι από
κατηγορεῖν εἴ τι ἔχοιεν πρός με. την επαρχία της Ασίας, οι οποίοι
έπρεπε να είναι παρόντες
μπροστά σου και να με
κατηγορούν αν έχουν κάτι
εναντίον μου.
20 ἢ αὐτοὶ οὗτοι εἰπάτωσαν τί 20 Ή αυτοί οι ίδιοι ας πουν τι
εὗρον ἐν ἐμοὶ ἀδίκημα στάντος αδίκημα βρήκαν όταν στάθηκα
μου ἐπὶ τοῦ συνεδρίου, μπροστά στο συνέδριο,
21 ἢ περὶ μιᾶς ταύτης φωνῆς ἧς 21 ή γι’ αυτήν τη μία φωνή που
ἔκραξα ἑστὼς ἐν αὐτοῖς, ὅτι περὶ έκραξα μεταξύ τους όταν είχα
ἀναστάσεως νεκρῶν ἐγὼ σταθεί: “Για ανάσταση νεκρών
κρίνομαι σήμερον ὑφ᾿ ὑμῶν. εγώ κρίνομαι σήμερα μπροστά
σας”».
22 ᾿Ακούσας δὲ ταῦτα ὁ Φῆλιξ 22 Ανέβαλε τότε γι’ αυτούς ο
ἀνεβάλετο αὐτούς, ἀκριβέστερον Φήλικας τη δίκη, επειδή ήξερε
εἰδὼς τὰ περὶ τῆς ὁδοῦ, εἰπών· ακριβέστερα τα σχετικά με την
ὅταν Λυσίας ὁ χιλίαρχος καταβῇ, Οδό, και είπε: «Όταν ο Λυσίας ο
διαγνώσομαι τὰ καθ᾿ ὑμᾶς, χιλίαρχος κατεβεί, θα
αποφασίσω όσα σας αφορούν».
23 διαταξάμενός τε τῷ 23 Διέταξε τον εκατόνταρχο να
ἑκατοντάρχῃ τηρεῖσθαι τὸν τον επιτηρούν και να έχει άνεση
Παῦλον ἔχειν τε ἄνεσιν καὶ και να μην εμποδίζουν κανέναν
μηδένα κωλύειν τῶν ἰδίων αὐτοῦ από τους δικούς του να τον
ὑπηρετεῖν ἢ προσέρχεσθαι αὐτῷ. υπηρετεί.
Ο Παύλος κρατείται σε επιτήρηση
24 Μετὰ δὲ ἡμέρας τινὰς 24 Και μετά από μερικές ημέρες
παραγενόμενος ὁ Φῆλιξ σὺν παρουσιάστηκε ο Φήλικας μαζί
Δρουσίλλῃ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ, με τη Δρουσίλλα, τη δική του
οὔσῃ ᾿Ιουδαίᾳ, μετεπέμψατο τὸν γυναίκα που ήταν Ιουδαία, και
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΔ’
Παῦλον καὶ ἤκουσεν αὐτοῦ περὶ έστειλε να φέρουν τον Παύλο και
τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως. τον άκουσε για την πίστη στο
Χριστό Ιησού.
25 διαλεγομένου δὲ αὐτοῦ περὶ 25 Ενώ λοιπόν αυτός
δικαιοσύνης καὶ ἐγκρατείας καὶ συνδιαλεγόταν για δικαιοσύνη
τοῦ κρίματος τοῦ μέλλοντος και για εγκράτεια και για την
ἔσεσθαι, ἔμφοβος γενόμενος ὁ κρίση τη μελλοντική, γέμισε
Φῆλιξ ἀπεκρίθη· τὸ νῦν ἔχον φόβο ο Φήλικας και αποκρίθηκε:
πορεύου, καιρὸν δὲ μεταλαβὼν «Προς το παρόν πήγαινε και,
μετακαλέσομαί σε, όταν θα έχω καιρό, θα στείλω να
σε καλέσω».
26 ἅμα δὲ καὶ ἐλπίζων ὅτι 26 Συγχρόνως και έλπιζε ότι θα
χρήματα δοθήσεται αὐτῷ ὑπὸ δοθούν χρήματα σ’ αυτόν από
τοῦ Παύλου ὅπως λύσῃ αὐτόν· τον Παύλο. γι’ αυτό και
διὸ καὶ πυκνότερον αὐτὸν συχνότερα έστελνε να τον
μεταπεμπόμενος ὡμίλει αὐτῷ. φέρνουν και μιλούσε μαζί του.
27 Διετίας δὲ πληρωθείσης ἔλαβε 27 Όταν λοιπόν συμπληρώθηκε
διάδοχον ὁ Φῆλιξ Πόρκιον μια διετία, ήρθε διάδοχος στο
Φῆστον· θέλων δὲ χάριν Φήλικα ο Πόρκιος Φήστος και,
καταθέσθαι τοῖς ᾿Ιουδαίοις ὁ επειδή ήθελε να κάνει χάρη
Φῆλιξ κατέλιπε τὸν Παῦλον στους Ιουδαίους, ο Φήλικας
δεδεμένον. εγκατέλειψε τον Παύλο
ετεῖν ἢ προσέρχεσθαι αὐτῷ. φυλακισμένο.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΕ’
Ο Παύλος μπροστά στο Φήστο
1 Φῆστος οὖν ἐπιβὰς τῇ ἐπαρχίᾳ 1 Ο Φήστος, λοιπόν, όταν ήρθε
μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀνέβη εἰς στην επαρχία, μετά από τρεις
῾Ιεροσόλυμα ἀπὸ Καισαρείας· ημέρες ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα
από την Καισάρεια,
2 ἐνεφάνισαν δὲ αὐτῷ ὁ ἀρχιερεὺς 2 και εμφανίστηκαν σ’ αυτόν οι
καὶ οἱ πρῶτοι τῶν ᾿Ιουδαίων αρχιερείς και οι πρώτοι των
κατὰ τοῦ Παύλου, καὶ Ιουδαίων κατά του Παύλου και
παρεκάλουν αὐτόν, τον παρακαλούσαν,
3 αἰτούμενοι χάριν κατ᾿ αὐτοῦ, 3 ζητώντας χάρη εναντίον του,
ὅπως μεταπέμψηται αὐτὸν εἰς για να στείλει να τον φέρουν
῾Ιερουσαλήμ, ἐνέδραν ποιοῦντες στην Ιερουσαλήμ, κάνοντας
ἀνελεῖν αὐτὸν κατὰ τὴν ὁδόν. ενέδρα, για να τον σκοτώσουν
κατά την οδό.
4 ὁ μὲν οὖν Φῆστος ἀπεκρίθη 4 Πράγματι, λοιπόν, ο Φήστος
τηρεῖσθαι τὸν Παῦλον ἐν αποκρίθηκε πως επιτηρείται ο
Καισαρείᾳ, ἑαυτὸν δὲ μέλλειν ἐν Παύλος στην Καισάρεια και ο
τάχει ἐκπορεύεσθαι· ίδιος μέλλει γρήγορα να πορευτεί
έξω από την Ιερουσαλήμ.
5 οἱ οὖν δυνατοὶ ἐν ὑμῖν, φησί, 5 «Οι δυνατοί λοιπόν μεταξύ
συγκαταβάντες, εἴ τί ἐστιν ἐν τῷ σας», λέει, «ας κατεβούν μαζί μου
ἀνδρὶ τούτῳ, κατηγορείτωσαν και, αν κάτι άτοπο υπάρχει στον
αὐτοῦ. άντρα, ας τον κατηγορήσουν».
6 Διατρίψας δὲ ἐν αὐτοῖς ἡμέρας 6 Παρέμεινε τότε μεταξύ τους όχι
πλείους ἢ δέκα, καταβὰς εἰς περισσότερες από οχτώ ή δέκα
Καισάρειαν, τῇ ἐπαύριον ημέρες, κατέβηκε στην
καθίσας ἐπὶ τοῦ βήματος Καισάρεια, την επόμενη ημέρα
ἐκέλευσε τὸν Παῦλον ἀχθῆναι. κάθισε πάνω στο βήμα και
διέταξε να φέρουν τον Παύλο.
7 παραγενομένου δὲ αὐτοῦ 7 Όταν, λοιπόν, παρουσιάστηκε
περιέστησαν οἱ ἀπὸ αυτός, στάθηκαν γύρω του οι
῾Ιεροσολύμων καταβεβηκότες Ιουδαίοι που είχαν κατεβεί από
᾿Ιουδαῖοι, πολλὰ καὶ βαρέα τα Ιεροσόλυμα, φέροντας
αἰτιώματα φέροντες κατὰ τοῦ εναντίον του πολλές και βαριές
Παύλου, ἃ οὐκ ἴσχυον ἀποδεῖξαι, αιτίες κατηγορίας που δεν
μπορούσαν να τις αποδείξουν,
8 ἀπολογουμένου αὐτοῦ ὅτι οὔτε 8 ενώ ο Παύλος απολογούνταν:
εἰς τὸν νόμον τῶν ᾿Ιουδαίων οὔτε «Ούτε στο νόμο των Ιουδαίων
εἰς τὸ ἱερὸν οὔτε εἰς Καίσαρά τι ούτε στο ναό ούτε στον Καίσαρα
ἥμαρτον. αμάρτησα σε κάτι».
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΕ’
9 ὁ Φῆστος δὲ θέλων τοῖς 9 Ο Φήστος, λοιπόν, θέλοντας να
᾿Ιουδαίοις χάριν καταθέσθαι, κάνει χάρη στους Ιουδαίους,
ἀποκριθεὶς τῷ Παύλῳ εἶπε· θέλεις αποκρίθηκε στον Παύλο και του
εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἀναβὰς ἐκεῖ περὶ είπε: «Θέλεις να ανεβείς στα
τούτων κρίνεσθαι ἐπ᾿ ἐμοῦ; Ιεροσόλυμα, κι εκεί να κριθείς
μπροστά μου γι’ αυτά;»
10 εἶπε δὲ ὁ Παῦλος· ἐπὶ τοῦ 10 Είπε τότε ο Παύλος: «Μπροστά
βήματος Καίσαρος ἑστώς εἰμι, οὗ στο βήμα του Καίσαρα έχω
με δεῖ κρίνεσθαι. ᾿Ιουδαίους σταθεί όπου πρέπει να κρίνομαι.
οὐδὲν ἠδίκησα, ὡς καὶ σὺ Τους Ιουδαίους σε τίποτα δεν
κάλλιον ἐπιγινώσκεις· αδίκησα όπως κι εσύ γνωρίζεις
καλύτερα.
11 εἰ μὲν γὰρ ἀδικῶ καὶ ἄξιον 11 Αν πράγματι, λοιπόν, αδικώ
θανάτου πέπραχά τι, οὐ και έχω πράξει κάτι άξιο
παραιτοῦμαι τὸ ἀποθανεῖν· εἰ δὲ θανάτου, δεν αρνούμαι το να
οὐδέν ἐστιν ὧν οὗτοι πεθάνω. Αν όμως τίποτα δεν
κατηγοροῦσί μου, οὐδείς με υπάρχει από όσα αυτοί με
δύναται αὐτοῖς χαρίσασθαι· κατηγορούν, κανείς δε δύναται
Καίσαρα ἐπικαλοῦμαι. να με χαρίσει σ’ αυτούς. τον
Καίσαρα επικαλούμαι».
12 τότε ὁ Φῆστος συλλαλήσας 12 Τότε ο Φήστος, αφού
μετὰ τοῦ συμβουλίου ἀπεκρίθη· συνομίλησε με το συμβούλιο,
Καίσαρα ἐπικέκλησαι, ἐπὶ αποκρίθηκε: «Τον Καίσαρα έχεις
Καίσαρα πορεύσῃ. επικαλεστεί, μπροστά στον
Καίσαρα θα πορευτείς».
Ο Παύλος μπροστά στον Αγρίππα
13 ῾Ημερῶν δὲ διαγενομένων 13 Αφού πέρασαν λοιπόν μερικές
τινῶν ᾿Αγρίππας ὁ βασιλεὺς καὶ ημέρες, ο βασιλιάς Αγρίππας και
Βερνίκη κατήντησαν εἰς η Βερνίκη κατέφθασαν στην
Καισάρειαν ἀσπασόμενοι τὸν Καισάρεια και χαιρέτησαν το
Φῆστον. Φήστο.
14 ὡς δὲ πλείους ἡμέρας διέτριβον 14 Και καθώς περισσότερες
ἐκεῖ, ὁ Φῆστος τῷ βασιλεῖ ημέρες παράμεναν εκεί, ο
ἀνέθετο τὰ κατὰ τὸν Παῦλον Φήστος εξέθεσε στο βασιλιά τα
λέγων· ἀνήρ τίς ἐστι θέματα που αφορούσαν τον
καταλελειμμένος ὑπὸ Φήλικος Παύλο, λέγοντας: «Κάποιος
δέσμιος, άντρας είναι εγκαταλειμμένος
στη φυλακή από το Φήλικα,
15 περὶ οὗ γενομένου μου εἰς 15 για τον οποίο, όταν εγώ ήρθα
῾Ιεροσόλυμα ἐνεφάνισαν οἱ στα Ιεροσόλυμα, εμφανίστηκαν
ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τῶν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΕ’
᾿Ιουδαίων αἰτούμενοι κατ᾿ αὐτοῦ των Ιουδαίων, ζητώντας
δίκην· εναντίον του καταδίκη.
16 πρὸς οὓς ἀπεκρίθην ὅτι οὐκ 16 Προς αυτούς αποκρίθηκα ότι
ἔστιν ἔθος Ρωμαίοις χαρίζεσθαί δεν είναι συνήθεια στους
τινα ἄνθρωπον εἰς ἀπώλειαν πρὶν Ρωμαίους να χαρίζουν κάποιον
ἢ ὁ κατηγορούμενος κατὰ άνθρωπο στους κατηγόρους του
πρόσωπον ἔχοι τοὺς κατηγόρους πριν ο κατηγορούμενος έχει κατά
τόπον τε ἀπολογίας λάβοι περὶ πρόσωπο τους κατηγόρους του
τοῦ ἐγκλήματος. και λάβει ευκαιρία απολογίας για
το έγκλημα.
17 συνελθόντων οὖν αὐτῶν 17 Όταν λοιπόν αυτοί
ἐνθάδε ἀναβολὴν μηδεμίαν μαζεύτηκαν εδώ, χωρίς να κάνω
ποιησάμενος τῇ ἑξῆς καθίσας ἐπὶ καμιά αναβολή, την επόμενη
τοῦ βήματος ἐκέλευσα ἀχθῆναι ημέρα κάθισα πάνω στο βήμα
τὸν ἄνδρα· και διέταξα να φέρουν τον άντρα.
18 περὶ οὗ σταθέντες οἱ 18 Στάθηκαν γι’ αυτόν οι
κατήγοροι οὐδεμίαν αἰτίαν κατήγοροι και δεν έφεραν καμία
ἐπέφερον ὧν ὑπενόουν ἐγώ, αιτία κατηγορίας από όσες εγώ
υπέθετα κακές,
19 ζητήματα δέ τινα περὶ τῆς 19 αλλά είχαν εναντίον του
ἰδίας δεισιδαιμονίας εἶχον πρὸς κάποια ζητήματα για τη δική
αὐτὸν καὶ περί τινος ᾿Ιησοῦ τους δεισιδαιμονία και για
τεθνηκότος, ὃν ἔφασκεν ὁ κάποιον Ιησού που έχει πεθάνει,
Παῦλος ζῆν. για τον οποίο έλεγε ο Παύλος ότι
ζει.
20 ἀπορούμενος δὲ ἐγὼ τὴν περὶ 20 Εγώ λοιπόν απορούσα για τη
τούτου ζήτησιν ἔλεγον εἰ συζήτηση γύρω από αυτά και
βούλοιτο πορεύεσθαι εἰς έλεγα, αν ήθελε, να πάει στα
῾Ιεροσόλυμα κἀκεῖ κρίνεσθαι Ιεροσόλυμα, κι εκεί να κρίνεται
περὶ τούτων. γι’ αυτά.
21 τοῦ δὲ Παύλου 21 Επειδή όμως ο Παύλος
ἐπικαλεσαμένου τηρηθῆναι επικαλέστηκε το να επιτηρηθεί
αὐτὸν εἰς τὴν τοῦ Σεβαστοῦ για την απόφαση του Σεβαστού,
διάγνωσιν, ἐκέλευσα τηρεῖσθαι διέταξα αυτός να επιτηρείται,
αὐτὸν ἕως οὗ πέμψω αὐτὸν πρὸς ωσότου τον παραπέμψω προς τον
Καίσαρα. Καίσαρα».
22 ᾿Αγρίππας δὲ πρὸς τὸν Φῆστον 22 Ο Αγρίππας τότε είπε προς το
ἔφη· ἐβουλόμην καὶ αὐτὸς τοῦ Φήστο: «Ήθελα και εγώ ο ίδιος
ἀνθρώπου ἀκοῦσαι. ὁ δέ, αὔριον, να ακούσω τον άνθρωπο ».
φησίν, ἀκούσῃ αὐτοῦ. «Αύριο», του λέει, «θα τον
ακούσεις».
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΕ’
23 Τῇ οὖν ἐπαύριον ἐλθόντος τοῦ 23 Την επόμενη ημέρα λοιπόν,
᾿Αγρίππα καὶ τῆς Βερνίκης μετὰ όταν ήρθε ο Αγρίππας και η
πολλῆς φαντασίας καὶ Βερνίκη με πολύ φανταχτερή
εἰσελθόντων εἰς τὸ ἀκροατήριον πομπή και εισήλθαν στην
σύν τε τοῖς χιλιάρχοις καὶ αίθουσα ακρόασης μαζί με
ἀνδράσι τοῖς κατ᾿ ἐξοχὴν οὖσι χιλίαρχους και με τους έξοχους
τῆς πόλεως, καὶ κελεύσαντος τοῦ άντρες της πόλης, τότε διέταξε ο
Φήστου ἤχθη ὁ Παῦλος. Φήστος και οδηγήθηκε ο
Παύλος.
24 καί φησιν ὁ Φῆστος· ᾿Αγρίππα 24 Και λέει ο Φήστος: «Βασιλιά
βασιλεῦ καὶ πάντες οἱ Αγρίππα και όλοι οι άντρες που
συμπαρόντες ἡμῖν ἄνδρες, είστε μαζί μας παρόντες, βλέπετε
θεωρεῖτε τοῦτον περὶ οὗ πᾶν τὸ τούτον για τον οποίο όλο το
πλῆθος τῶν ᾿Ιουδαίων ἐνέτυχόν πλήθος των Ιουδαίων με
μοι ἔν τε ῾Ιεροσολύμοις καὶ συνάντησε και στα Ιεροσόλυμα
ἐνθάδε, ἐπιβοῶντες μὴ δεῖν ζῆν και εδώ, φωνάζοντας ότι δεν
αὐτὸν μηκέτι. πρέπει αυτός να ζει πια.
25 ἐγὼ δὲ καταλαβόμενος μηδὲν 25 Εγώ όμως κατάλαβα πως
ἄξιον θανάτου αὐτὸν αυτός τίποτε άξιο θανάτου δεν
πεπραχέναι, καὶ αὐτοῦ δὲ τούτου έχει πράξει και, επειδή αυτός ο
ἐπικαλεσαμένου τὸν Σεβαστόν, ίδιος επικαλέστηκε τον Σεβαστό,
ἔκρινα πέμπειν αὐτόν. αποφάσισα να τον στείλω.
26 περὶ οὗ ἀσφαλές τι γράψαι τῷ 26 Γι’ αυτόν δεν έχω κάτι
κυρίῳ οὐκ ἔχω· διὸ προήγαγον ασφαλές να γράψω στον κύριο,
αὐτὸν ἐφ᾿ ὑμῶν καὶ μάλιστα ἐπὶ γι’ αυτό τον έφερα μπροστά σας
σοῦ, βασιλεῦ ᾿Αγρίππα, ὅπως τῆς και μάλιστα μπροστά σ’ εσένα,
ἀνακρίσεως γενομένης σχῷ τι βασιλιά Αγρίππα, ώστε, όταν
γράψαι. γίνει η ανάκριση, να έχω κάτι να
γράψω.
27 ἄλογον γάρ μοι δοκεῖ 27 Γιατί παράλογο μου φαίνεται
πέμποντα δέσμιον μὴ καὶ τὰς να στέλνω δέσμιο και να μην
κατ᾿ αὐτοῦ αἰτίας σημᾶναι. επισημάνω τις εναντίον του
αιτίες κατηγορίας».
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΣΤ’
Ο Παύλος απολογείται μπροστά
στον Αγρίππα
1 Ἀγρίππας δὲ πρὸς τὸν Παῦλον 1 Ο Αγρίππας τότε είπε προς τον
ἔφη· ἐπιτρέπεταί σοι ὑπὲρ Παύλο: «Σου επιτρέπεται να λες
σεαυτοῦ λέγειν. τότε ὁ Παῦλος για τον εαυτό σου». Τότε ο
ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπελογεῖτο· Παύλος έκτεινε το χέρι του και
απολογούνταν:
2 περὶ πάντων ὧν ἐγκαλοῦμαι 2 «Για όλα όσα κατηγορούμαι
ὑπὸ ᾿Ιουδαίων, βασιλεῦ από Ιουδαίους, βασιλιά Αγρίππα,
᾿Αγρίππα, ἥγημαι ἐμαυτὸν θεωρώ τον εαυτό μου μακάριο,
μακάριον ἐπὶ σοῦ μέλλων γιατί μπροστά σου σήμερα
ἀπολογεῖσθαι σήμερον, μέλλω να απολογούμαι.
3 μάλιστα γνώστην ὄντα σε 3 Επειδή μάλιστα είσαι γνώστης
πάντων τῶν κατὰ ᾿Ιουδαίους όλων των Ιουδαϊκών εθίμων και
ἐθῶν τε καὶ ζητημάτων· διὸ ζητημάτων, γι’ αυτό σε
δέομαί σου μακροθύμως παρακαλώ μακρόθυμα να με
ἀκοῦσαί μου. ακούσεις.
4 Τὴν μὲν οὖν βίωσίν μου τὴν ἐκ 4 Τον τρόπο λοιπόν πράγματι του
νεότητος τὴν ἀπ᾿ ἀρχῆς βίου μου από τη νεότητά μου, που
γενομένην ἐν τῷ ἔθνει μου ἐν έζησα από την αρχή μέσα στο
῾Ιεροσολύμοις ἴσασι πάντες οἱ έθνος μου και μέσα στα
᾿Ιουδαῖοι, Ιεροσόλυμα, τον ξέρουν όλοι οι
Ιουδαίοι
5 προγινώσκοντές με ἄνωθεν, ἐὰν 5 που με προγνωρίζουν από την
θέλωσι μαρτυρεῖν, ὅτι κατὰ τὴν αρχή – αν θέλουν, ας το
ἀκριβεστάτην αἵρεσιν τῆς μαρτυρούν – ότι κατά την
ἡμετέρας θρησκείας ἔζησα ακριβέστατη αίρεση της δικής
Φαρισαῖος. μας θρησκείας έζησα,
Φαρισαίος.
6 καὶ νῦν ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς πρὸς τοὺς 6 Και τώρα, έχω σταθεί και
πατέρας ἐπαγγελίας γενομένης κρίνομαι για την ελπίδα της
ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἕστηκα κρινόμενος, υπόσχεσης που έγινε στους
πατέρες μας από το Θεό,
7 εἰς ἣν τὸ δωδεκάφυλον ἡμῶν ἐν 7 στην οποία το δωδεκάφυλο
ἐκτενείᾳ νύκτα καὶ ἡμέραν έθνος μας ελπίζει να
λατρεῦον ἐλπίζει καταντῆσαι· καταφθάσει, λατρεύοντας
περὶ ἧς ἐλπίδος ἐγκαλοῦμαι, ένθερμα νύχτα και ημέρα. Γι’
βασιλεῦ ᾿Αγρίππα, ὑπὸ τῶν αυτήν την ελπίδα κατηγορούμαι
᾿Ιουδαίων. από Ιουδαίους, βασιλιά.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΣΤ’
8 τί ἄπιστον κρίνεται παρ᾿ ὑμῖν εἰ 8 Γιατί κρίνεται απίστευτο από
ὁ Θεὸς νεκροὺς ἐγείρει; εσάς, αν ο Θεός εγείρει νεκρούς;
9 ἐγὼ μὲν οὖν ἔδοξα ἐμαυτῷ πρὸς 9 Εγώ πράγματι, λοιπόν, νόμισα
τὸ ὄνομα ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναζωραίου μέσα μου ότι κατά του ονόματος
δεῖν πολλὰ ἐναντία πρᾶξαι· του Ιησού του Ναζωραίου πρέπει
να πράξω πολλά ενάντια.
10 ὃ καὶ ἐποίησα ἐν 10 Αυτό και έκανα στα
῾Ιεροσολύμοις, καὶ πολλοὺς τῶν Ιεροσόλυμα, και πολλούς από
ἁγίων ἐγὼ ἐν φυλακαῖς τους αγίους εγώ κατέκλεισα
κατέκλεισα τὴν παρὰ τῶν μέσα σε φυλακές, αφού έλαβα
ἀρχιερέων ἐξουσίαν λαβών, την εξουσία από τους αρχιερείς
ἀναιρουμένων τε αὐτῶν και, όταν ήθελαν να τους
κατήνεγκα ψῆφον, θανατώνουν, έδωσα ψήφο
εναντίον τους.
11 καὶ κατὰ πάσας τὰς 11 Και σε όλες τις συναγωγές
συναγωγὰς πολλάκις τιμωρῶν πολλές φορές τιμωρώντας τους
αὐτοὺς ἠνάγκαζον βλασφημεῖν, τους ανάγκαζα να βλαστημούν
περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς και έχοντας μανία περισσή τους
ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω καταδίωκα ως και στις έξω
πόλεις. πόλεις».
12 ᾿Εν οἷς καὶ πορευόμενος εἰς τὴν 12 «Ενώ ασχολούμουν με αυτά
Δαμασκὸν μετ᾿ ἐξουσίας καὶ και πορευόμουν στη Δαμασκό με
ἐπιτροπῆς τῆς παρὰ τῶν εξουσία και έγκριση που ήταν
ἀρχιερέων, των αρχιερέων,
13 ἡμέρας μέσης κατὰ τὴν ὁδὸν 13 στο μέσο της ημέρας κατά την
εἶδον, βασιλεῦ, οὐρανόθεν ὑπὲρ οδό είδα, βασιλιά, φως από τον
τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου ουρανό πιο δυνατό από τη
περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς σὺν λαμπρότητα του ήλιου, που
ἐμοὶ πορευομένους· έλαμψε γύρω μου και γύρω από
αυτούς που πορεύονταν μαζί μου.
14 πάντων δὲ καταπεσόντων 14 Και ενώ όλοι εμείς είχαμε πέσει
ἡμῶν εἰς τὴν γῆν ἤκουσα φωνὴν κάτω στη γη, άκουσα φωνή να
λαλοῦσαν πρός με καὶ λέγουσαν λέει προς εμένα στην εβραϊκή
τῇ ῾Εβραΐδι διαλέκτῳ· Σαοὺλ διάλεκτο: “Σαούλ, Σαούλ, γιατί με
Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι καταδιώκεις; Είναι σκληρό για
πρὸς κέντρα λακτίζειν. σένα να κλοτσάς προς τα
βούκεντρα”.
15 ἐγὼ δὲ εἶπον· τίς εἶ, Κύριε; ὁ δὲ 15 Εγώ τότε είπα: “Ποιος είσαι,
εἶπεν· ἐγώ εἰμι ᾿Ιησοῦς ὃν σὺ Κύριε;” Και ο Κύριος είπε: “Εγώ
διώκεις. είμαι ο Ιησούς, που εσύ
καταδιώκεις.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΚΣΤ’
16 ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ στῆθι ἐπὶ 16 Αλλά σήκω και στάσου στα
τοὺς πόδας σου· εἰς τοῦτο γὰρ πόδια σου. γιατί γι’ αυτό σου
ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε φανερώθηκα, για να σε
ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε προκαθορίσω υπηρέτη και
εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι, μάρτυρα, και γι’ αυτά που είδες σ’
εμένα και γι’ αυτά που θα σου
φανερωθώ.
17 ἐξαιρούμενός σε ἐκ τοῦ λαοῦ 17 Θα σε ελευθερώνω από το λαό
καὶ τῶν ἐθνῶν, εἰς οὓς ἐγώ σε Ισραήλ και από τους εθνικούς
ἀποστέλλω στους οποίους εγώ σε
αποστέλλω,
18 ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, τοῦ 18 για να ανοίξεις τα μάτια τους,
ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς ώστε να επιστρέψουν από το
καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ ἐπὶ σκότος στο φως και από την
τὸν Θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς εξουσία του Σατανά στο Θεό, για
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν να λάβουν άφεση αμαρτιών και
τοῖς ἡγιασμένοις πίστει τῇ εἰς κληρονομιά μεταξύ των
ἐμέ. αγιασμένων με την πίστη που
είναι σ’ εμένα”».
19 ῞Οθεν, βασιλεῦ ᾿Αγρίππα, οὐκ 19 «Συνεπώς, βασιλιά Αγρίππα,
ἐγενόμην ἀπειθὴς τῇ οὐρανίῳ δεν έγινα απειθής στην ουράνια
ὀπτασίᾳ, οπτασία,
20 ἀλλὰ τοῖς ἐν Δαμασκῷ πρῶτον 20 αλλά σ’ αυτούς που είναι στη
καὶ ῾Ιεροσολύμοις, εἰς πᾶσάν τε Δαμασκό, πρώτα, και στα
τὴν χώραν τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ τοῖς Ιεροσόλυμα και σε όλη τη χώρα
ἔθνεσιν ἀπαγγέλλω μετανοεῖν της Ιουδαίας και στους εθνικούς
καὶ ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεόν, ανάγγελλα να μετανοούν και να
ἄξια τῆς μετανοίας ἔργα επιστρέφουν στο Θεό,
πράσσοντας. πράττοντας έργα άξια της
μετάνοιας.
21 ἕνεκα τούτων με οἱ ᾿Ιουδαῖοι 21 Εξαιτίας αυτών οι Ιουδαίοι με
συλλαβόμενοι ἐν τῷ ἱερῷ συνέλαβαν, όταν ήμουν μέσα στο
ἐπειρῶντο διαχειρίσασθαι. ναό, και προσπαθούσαν να με
φονεύσουν.
22 ἐπικουρίας οὖν τυχὼν τῆς 22 Επιτυγχάνοντας λοιπόν
παρὰ τοῦ Θεοῦ ἄχρι τῆς ἡμέρας βοήθεια που είναι από το Θεό,
ταύτης ἕστηκα μαρτυρόμενος μέχρι αυτήν την ημέρα έχω
μικρῷ τε καὶ μεγάλῳ, οὐδὲν ἐκτὸς σταθεί, μαρτυρώντας σε μικρούς
λέγων ὧν τε οἱ προφῆται και μεγάλους τίποτα άλλο εκτός
ἐλάλησαν μελλόντων γενέσθαι από το να λέω αυτά που και οι
καὶ Μωϋσῆς, προφήτες μίλησαν ότι μέλλουν
να γίνουν και ο Μωυσής: