The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.
Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by galilea.gr, 2023-03-04 11:51:37

Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Keywords: Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΒ’


46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί καθεύδετε; 46 και τους είπε: «Τι κοιμάστε;
ἀναστάντες προσεύχεσθε, ἵνα μὴ Σηκωθείτε και προσεύχεστε, για
εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν. να μην εισέλθετε σε πειρασμό».
Η προδοσία και η σύλληψη του
Ιησού
(Μτ 26,47-56. Μκ 14,43-52. Ιω 18,1-
11)
47 ῎Ετι δὲ αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ 47 Ενώ αυτός ακόμη μιλούσε,
ὄχλος, καὶ ὁ λεγόμενος ᾿Ιούδας, ιδού όχλος, και ο λεγόμενος
εἷς τῶν δώδεκα, προῆγεν αὐτούς, Ιούδας, ένας από τους δώδεκα,
καὶ ἤγγισε τῷ ᾿Ιησοῦ φιλῆσαι ερχόταν μπροστά από αυτούς και
αὐτόν· τοῦτο γὰρ σημεῖον πλησίασε τον Ιησού, για να τον
δεδώκει αὐτοῖς· ὃν ἂν φιλήσω, φιλήσει.
αὐτός ἐστιν.
48 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ᾿Ιούδα, 48 Ο Ιησούς τότε του είπε: «Ιούδα,
φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου με φίλημα παραδίνεις τον Υιό
παραδίδως; του ανθρώπου;»
49 ἰδόντες δὲ οἱ περὶ αὐτὸν τὸ 49 Όταν είδαν τότε εκείνοι που
ἐσόμενον εἶπον αὐτῷ· Κύριε, εἰ ήταν γύρω του αυτό που
πατάξομεν ἐν μαχαίρᾳ; συνέβηκε, είπαν: «Κύριε, να
χτυπήσουμε με μάχαιρα;»
50 καὶ ἐπάταξεν εἷς τις ἐξ αὐτῶν 50 Και χτύπησε ένας, κάποιος
τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ από αυτούς, το δούλο του
ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ οὖς τὸ δεξιόν. αρχιερέα και αφαίρεσε το αυτί
του το δεξί.
51 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· 51 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και
ἐᾶτε ἕως τούτου· καὶ ἁψάμενος είπε: «Αφήστε τα πράγματα ως
τοῦ ὠτίου αὐτοῦ ἰάσατο αὐτόν. αυτό το σημείο» – και αφού
άγγιξε το αυτί, τον γιάτρεψε.
52 εἶπε δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς πρὸς τοὺς 52 Είπε λοιπόν ο Ιησούς προς τους
παραγενομένους ἐπ᾿ αὐτὸν αρχιερείς και στρατηγούς του
ἀρχιερεῖς καὶ στρατηγοὺς τοῦ ναού και πρεσβυτέρους, που
ἱεροῦ καὶ πρεσβυτέρους· ὡς ἐπὶ ήρθαν εναντίον του: «Σαν
λῃστὴν ἐξεληλύθατε μετὰ ενάντια σε ληστή εξήλθατε με
μαχαιρῶν καὶ ξύλων. μάχαιρες και ξύλα;
53 καθ᾿ ἡμέραν ὄντος μου μεθ᾿ 53 Κάθε ημέρα, ενώ ήμουν μαζί
ὑμῶν ἐν τῷ ἱερῷ οὐκ ἐξετείνατε σας μέσα στο ναό, δεν εκτείνατε
τὰς χεῖρας ἐπ᾿ ἐμέ. ἀλλ᾿ αὕτη τα χέρια πάνω μου. Αλλά αυτή η
ἐστὶν ὑμῶν ἡ ὥρα καὶ ἡ ἐξουσία ώρα είναι δική σας και η εξουσία
τοῦ σκότους. του σκότους».


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΒ’


Η άρνηση και η μετάνοια του
Πέτρου
(Μτ 26,57-58. 69-75. Μκ 14,53-54. 66-
72. Ιω 18,12-18. 25-27)
54 Συλλαβόντες δὲ αὐτὸν ἤγαγον 54 Αφού λοιπόν τον συνέλαβαν,
καὶ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς τὸν τον οδήγησαν και τον εισήγαγαν
οἶκον τοῦ ἀρχιερέως. ὁ δὲ Πέτρος στην οικία του αρχιερέα. Και ο
ἠκολούθει μακρόθεν. Πέτρος ακολουθούσε από
μακριά.
55 ἁψάντων δὲ πυρὰν ἐν μέσῳ τῆς 55 Αφού άναψαν τότε φωτιά στο
αὐλῆς καὶ συγκαθισάντων μέσο της αυλής και κάθισαν
αὐτῶν ἐκάθητο ὁ Πέτρος ἐν μέσῳ μαζί, ο Πέτρος καθόταν στο μέσο
αὐτῶν. τους.
56 ἰδοῦσα δὲ αὐτὸν παιδίσκη τις 56 Όταν τον είδε τότε κάποια
καθήμενον πρὸς τὸ φῶς καὶ μικρή δούλη να κάθεται κοντά
ἀτενίσασα αὐτῷ εἶπε· καὶ οὗτος προς το φως της φωτιάς και τον
σὺν αὐτῷ ἦν. ατένισε, είπε: «Και αυτός ήταν
μαζί του».
57 ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· γύναι, 57 Εκείνος το αρνήθηκε,
οὐκ οἶδα αὐτόν. λέγοντας: «Δεν τον ξέρω,
γυναίκα».
58 καὶ μετὰ βραχὺ ἕτερος ἰδὼν 58 Και μετά από λίγο, άλλος, όταν
αὐτὸν ἔφη· καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ. ὁ τον είδε, είπε: «Και εσύ είσαι από
δὲ Πέτρος εἶπεν· ἄνθρωπε, οὐκ αυτούς». Αλλά ο Πέτρος είπε:
εἰμί. «Άνθρωπε, δεν είμαι».
59 καὶ διαστάσης ὡσεὶ ὥρας μιᾶς 59 Και όταν πέρασε περίπου μια
ἄλλος τις διισχυρίζετο λέγων· ἐπ᾿ ώρα, κάποιος άλλος ισχυριζόταν
ἀληθείας καὶ οὗτος μετ᾿ αὐτοῦ έντονα, λέγοντας: «Στ’ αλήθεια,
ἦν· καὶ γὰρ Γαλιλαῖός ἐστιν. και αυτός ήταν μαζί του, γιατί
είναι και Γαλιλαίος».
60 εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· ἄνθρωπε, οὐκ 60 Είπε τότε ο Πέτρος: «Άνθρωπε,
οἶδα ὃ λέγεις. καὶ παραχρῆμα, ἔτι δεν ξέρω τι λες». Και αμέσως, ενώ
λαλοῦντος αὐτοῦ, ἐφώνησεν ακόμη αυτός μιλούσε, λάλησε
ἀλέκτωρ. ένας πετεινός.
61 καὶ στραφεὶς ὁ Κύριος 61 Και αφού στράφηκε ο Κύριος,
ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ, καὶ κοίταξε μέσα στα μάτια τον
ὑπεμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ λόγου Πέτρο, και θυμήθηκε ο Πέτρος το
τοῦ Κυρίου, ὡς εἶπεν αὐτῷ ὅτι λόγο του Κυρίου, καθώς του είπε:
πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι «Πριν ο πετεινός λαλήσει
ἀπαρνήσῃ με τρίς· σήμερα, θα με απαρνηθείς τρεις

φορές».


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΒ’


62 καὶ ἐξελθὼν ἔξω ὁ Πέτρος 62 Και αφού βγήκε έξω, έκλαψε
ἔκλαυσε πικρῶς. πικρά.
Οι εμπαιγμοί κατά του Ιησού
(Μτ 26,67-68. Μκ 14,65)
63 Καὶ οἱ ἄνδρες οἱ συνέχοντες 63 Και οι άντρες που τον
τὸν ᾿Ιησοῦν ἐνέπαιζον αὐτῷ κρατούσαν σφιχτά τον
δέροντες, ενέπαιζαν δέρνοντάς τον
64 καὶ περικαλύψαντες αὐτὸν 64 και, αφού του περικάλυψαν το
ἔτυπτον αὐτοῦ τὸ πρόσωπον καὶ πρόσωπο, τον επερωτούσαν,
ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· λέγοντας: «Προφήτεψε, ποιος
προφήτευσον τίς ἐστιν ὁ παίσας είναι αυτός που σε χτύπησε;»
σε;
65 καὶ ἕτερα πολλὰ 65 Και άλλα πολλά,
βλασφημοῦντες ἔλεγον εἰς αὐτόν. βλαστημώντας, έλεγαν σ’ αυτόν.
Ο Ιησούς στο μεγάλο συνέδριο
(Μτ 26,59-66. Μκ 14,55-65. Ιω 18,19-
24)
66 Καὶ ὡς ἐγένετο ἡμέρα, 66 Και μόλις ξημέρωσε,
συνήχθη τὸ πρεσβυτέριον τοῦ συνάχτηκε το πρεσβυτέριο του
λαοῦ, ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, λαού, αρχιερείς και γραμματείς,
καὶ ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ και τον οδήγησαν στο συνέδριό
συνέδριον ἑαυτῶν λέγοντες· εἰ σὺ τους,
εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν.
67 εἶπε δὲ αὐτοῖς· ἐὰν ὑμῖν εἴπω, 67 λέγοντας: «Αν εσύ είσαι ο
οὐ μὴ πιστεύσητε, Χριστός, πες το μας». Είπε τότε σ’
αυτούς: «Αν σας το πω, δε θα
πιστέψετε.
68 ἐὰν δὲ καὶ ἐρωτήσω, οὐ μὴ 68 κι αν σας ρωτήσω, δε θα
ἀποκριθῆτέ μοι ἢ ἀπολύσητε· αποκριθείτε.
69 ἀπὸ τοῦ νῦν ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ 69 Από τώρα όμως ο Υιός του
ἀνθρώπου καθήμενος ἐκ δεξιῶν ανθρώπου θα κάθεται συνεχώς
τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. από τα δεξιά της δύναμης του
Θεού».
70 εἶπον δὲ πάντες· σὺ οὖν εἶ ὁ υἱὸς 70 Είπαν τότε όλοι: «Εσύ λοιπόν
τοῦ Θεοῦ; ὁ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἔφη· είσαι ο Υιός του Θεού;» Εκείνος
ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐγώ εἰμι. είπε προς αυτούς: «Κι εσείς το
λέτε ότι εγώ είμαι».
71 οἱ δὲ εἶπον· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν 71 Εκείνοι είπαν: «Τι ανάγκη
μαρτυρίας; αὐτοὶ γὰρ ἠκούσαμεν μαρτυρίας έχουμε ακόμα; Γιατί
ἀπὸ τοῦ στόματος αὐτοῦ. εμείς οι ίδιοι το ακούσαμε από το

στόμα του».


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΓ’




Ο Ιησούς οδηγείται στον Πόντιο
Πιλάτο
(Μτ 27,1-2. 11-14. Μκ 15,1-5 Ιω
18,28-38)
1 Καὶ ἀναστὰν ἅπαν τὸ πλῆθος 1 Και αφού σηκώθηκε όλο το
αὐτῶν ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸν πλήθος αυτών των συνέδρων,
Πιλᾶτον. τον οδήγησαν στον Πιλάτο.

2 ἤρξαντο δὲ κατηγορεῖν αὐτοῦ 2 Άρχισαν τότε να τον
λέγοντες· τοῦτον εὕρομεν κατηγορούν, λέγοντας: «Τούτον
διαστρέφοντα τὸ ἔθνος καὶ τον βρήκαμε να διαστρέφει το
κωλύοντα Καίσαρι φόρους έθνος μας και να εμποδίζει να
διδόναι, λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν δίνουμε φόρους στον Καίσαρα
βασιλέα εἶναι. και να λέει πως ο εαυτός του είναι
Χριστός βασιλιάς».
3 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπηρώτησεν αὐτὸν 3 Ο Πιλάτος λοιπόν τον ρώτησε
λέγων· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν λέγοντας: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς
᾿Ιουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ των Ιουδαίων;» Εκείνος του
ἔφη· σὺ λέγεις. αποκρίθηκε και είπε: «Εσύ το
λες».
4 ὁ δὲ Πιλᾶτος εἶπε πρὸς τοὺς 4 Τότε ο Πιλάτος είπε προς τους
ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὄχλους ὅτι αρχιερείς και προς τους όχλους:
οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον ἐν τῷ «Κανένα αίτιο καταδίκης δε
ἀνθρώπῳ τούτῳ. βρίσκω στον άνθρωπο τούτο».
5 οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες ὅτι 5 Εκείνοι επέμεναν λέγοντας:
ἀνασείει τὸν λαὸν διδάσκων καθ᾿ «Ξεσηκώνει το λαό διδάσκοντας
ὅλης τῆς ᾿Ιουδαίας, ἀρξάμενος σε όλη την Ιουδαία και, αφού
ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἕως ὧδε. άρχισε από τη Γαλιλαία, έφτασε
ως εδώ».
Ο Ιησούς μπροστά στον Ηρώδη
6 Πιλᾶτος δὲ ἀκούσας Γαλιλαίαν 6 Ο Πιλάτος τότε, όταν το άκουσε,
ἐπηρώτησεν εἰ ὁ ἄνθρωπος ρώτησε αν ο άνθρωπος είναι
Γαλιλαῖός ἐστι, Γαλιλαίος
7 καὶ ἐπιγνοὺς ὅτι ἐκ τῆς ἐξουσίας 7 και, όταν έμαθε ότι είναι από
῾Ηρῴδου ἐστίν, ἀνέπεμψεν αὐτὸν μέρος της εξουσίας του Ηρώδη,
πρὸς ῾Ηρῴδην, ὄντα καὶ αὐτὸν ἐν τον παράπεμψε προς τον Ηρώδη,
῾Ιεροσολύμοις ἐν ταύταις ταῖς που ήταν και αυτός στα
ἡμέραις. Ιεροσόλυμα αυτές τις ημέρες.
8 ὁ δὲ ῾Ηρῴδης ἰδὼν τὸν ᾿Ιησοῦν 8 Ο Ηρώδης, λοιπόν, όταν είδε τον
ἐχάρη λίαν· ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ Ιησού, χάρηκε πολύ, γιατί ήθελε
θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸ ἀκούειν συνεχώς από αρκετά χρόνια να


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΓ’


αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ τον δει, επειδή άκουγε γι’ αυτόν
ἤλπιζέ τι σημεῖον ἰδεῖν ὑπ᾿ αὐτοῦ και έλπιζε κάποιο
γινόμενον. θαυματουργικό σημείο να δει να
γίνεται από αυτόν.
9 ἐπηρώτα δὲ αὐτὸν ἐν λόγοις 9 Τον επερωτούσε λοιπόν με
ἱκανοῖς· αὐτὸς δὲ οὐδὲν αρκετά λόγια, αλλά αυτός τίποτα
ἀπεκρίνατο αὐτῷ. δεν του αποκρίθηκε.
10 εἱστήκεισαν δὲ οἱ γραμματεῖς 10 Είχαν σταθεί τότε οι αρχιερείς
καὶ οἱ ἀρχιερεῖς εὐτόνως και οι γραμματείς και τον
κατηγοροῦντες αὐτοῦ. κατηγορούσαν έντονα.
11 ἐξουθενήσας δὲ αὐτὸν ὁ 11 Και αφού τον εξουθένωσε και
῾Ηρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν ο Ηρώδης μαζί με τα
αὐτοῦ καὶ ἐμπαίξας, περιβαλὼν στρατεύματά του και τον
αὐτὸν ἐσθῆτα λαμπρὰν ενέπαιξε, τον έντυσε με λαμπρό
ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ. ένδυμα και τον ξανάστειλε στον
Πιλάτο.
12 ἐγένοντο δὲ φίλοι ὅ τε ῾Ηρῴδης 12 Έγιναν τότε φίλοι ο Ηρώδης
καὶ ὁ Πιλᾶτος ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ και ο Πιλάτος αυτήν την ημέρα
μετ᾿ ἀλλήλων· προϋπῆρχον γὰρ μεταξύ τους. γιατί προϋπήρχε
ἐν ἔχθρᾳ ὄντες πρὸς ἑαυτούς. έχθρα του ενός προς τον άλλο.
Η καταδίκη του Ιησού σε θάνατο
(Μτ 27,15-26. Μκ 15,6-15. Ιω 18,39-
19,16)
13 Πιλᾶτος δὲ συγκαλεσάμενος 13 Ο Πιλάτος, λοιπόν, αφού
τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας συγκάλεσε τους αρχιερείς και
καὶ τὸν λαὸν τους άρχοντες και το λαό,
14 εἶπε πρὸς αὐτούς· 14 είπε προς αυτούς: «Φέρατε
προσηνέγκατέ μοι τὸν ἄνθρωπον προς εμένα τον άνθρωπο αυτό
τοῦτον ὡς ἀποστρέφοντα τὸν σαν έναν που αποπλανά το λαό,
λαόν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐνώπιον ὑμῶν και ιδού, εγώ μπροστά σας τον
ἀνακρίνας οὐδὲν εὗρον ἐν τῷ ανάκρινα και δε βρήκα σ’ αυτόν
ἀνθρώπῳ τούτῳ αἴτιον ὧν τον άνθρωπο κανένα αίτιο
κατηγορεῖτε κατ᾿ αὐτοῦ. κατηγορίας από όσα
κατηγορείτε εναντίον του.
15 ἀλλ᾿ οὐδὲ ῾Ηρῴδης· ἀνέπεμψα 15 Αλλά ούτε κι ο Ηρώδης, γιατί
γὰρ ὑμᾶς πρὸς αὐτόν· καὶ ἰδοὺ τον ξανάστειλε προς εμάς, και
οὐδὲν ἄξιον θανάτου ἐστὶ ιδού, τίποτα άξιο θανάτου δεν
πεπραγμένον αὐτῷ. έχει πράξει αυτός.
16 παιδεύσας οὖν αὐτὸν 16 Αφού τον παιδέψω, λοιπόν, θα
ἀπολύσω. τον απολύσω».


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΓ’


17 ἀνάγκην δὲ εἶχεν ἀπολύειν 17 Είχε μάλιστα υποχρέωση να
αὐτοῖς κατὰ ἑορτὴν ἕνα. τους απολύει έναν κατά την
18 ἀνέκραξαν δὲ παμπληθεὶ εορτή.
λέγοντες· αἶρε τοῦτον, ἀπόλυσον 18 Τότε όλο το πλήθος έκραξε
δὲ ἡμῖν Βαραββᾶν· δυνατά, λέγοντας: «Αφάνιζε
αυτόν και απόλυσέ μας το
Βαραβά»
19 ὅστις ἦν διὰ στάσιν τινὰ 19 – ο οποίος ήταν ριγμένος στη
γενομένην ἐν τῇ πόλει καὶ φόνον φυλακή για κάποια στάση που
βεβλημένος εἰς τὴν φυλακήν. έγινε στην πόλη και για φόνο.
20 πάλιν οὖν ὁ Πιλᾶτος 20 Πάλι τότε ο Πιλάτος φώναξε
προσεφώνησε, θέλων ἀπολῦσαι προς αυτούς, επειδή ήθελε να
τὸν ᾿Ιησοῦν. απολύσει τον Ιησού.
21 οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες· 21 Εκείνοι φώναζαν δυνατά,
σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν. λέγοντας: «Σταύρωνε, σταύρωνε
αυτόν».
22 ὁ δὲ τρίτον εἶπε πρὸς αὐτούς· τί 22 Εκείνος για τρίτη φορά είπε
γὰρ κακὸν ἐποίησεν οὗτος; οὐδὲν προς αυτούς: «Γιατί, τι κακό
ἄξιον θανάτου εὗρον ἐν αὐτῷ· έκανε αυτός; Κανένα αίτιο
παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω. θανάτου δε βρήκα σ’ αυτόν.
Αφού τον παιδέψω, λοιπόν, θα
τον απολύσω».
23 οἱ δὲ ἐπέκειντο φωναῖς 23 Εκείνοι επέμεναν με φωνές
μεγάλαις αἰτούμενοι αὐτὸν μεγάλες, ζητώντας αυτός να
σταυρωθῆναι, καὶ κατίσχυον αἱ σταυρωθεί, και υπερίσχυαν οι
φωναὶ αὐτῶν καὶ τῶν ἀρχιερέων. φωνές τους.
24 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπέκρινε γενέσθαι 24 Και έτσι ο Πιλάτος αποφάσισε
τὸ αἴτημα αὐτῶν, να γίνει το αίτημά τους:
25 ἀπέλυσε δὲ αὐτοῖς τὸν 25 απόλυσε, λοιπόν, αυτόν που
Βαραββᾶν τὸν διὰ στάσιν καὶ είχε ριχτεί στη φυλακή για
φόνον βεβλημένον εἰς τὴν στάση και φόνο, τον οποίο
φυλακήν, ὃν ᾐτοῦντο, τὸν δὲ ζητούσαν, ενώ τον Ιησού τον
᾿Ιησοῦν παρέδωκε τῷ θελήματι παράδωσε στο θέλημά τους.
αὐτῶν. Η Σταύρωση του Ιησού
(Μτ 27,32-44. Μκ 15,21-32. Ιω 19,16-
27)
26 Καὶ ὡς ἀπήγαγον αὐτόν, 26 Και καθώς τον οδηγούσαν,
ἐπιλαβόμενοι Σίμωνός τινος έπιασαν κάποιο Σίμωνα
Κυρηναίου, ἐρχομένου ἀπ᾿ Κυρηναίο, που ερχόταν από τον
ἀγροῦ, ἐπέθηκαν αὐτῷ τὸν αγρό, και επέθεσαν σε αυτόν το

σταυρὸν φέρειν ὀπίσω τοῦ σταυρό, για να τον φέρει πίσω
᾿Ιησοῦ. από τον Ιησού.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΓ’


27 ἠκολούθει δὲ αὐτῷ πολὺ 27 Τον ακολουθούσε μάλιστα
πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν, πολύ πλήθος από το λαό και από
αἳ καὶ ἐκόπτοντο καὶ ἐθρήνουν γυναίκες που χτυπούσαν τα
αὐτόν. στήθη τους και τον θρηνούσαν.
28 στραφεὶς δὲ πρὸς αὐτὰς ὁ 28 Στράφηκε τότε προς αυτές ο
᾿Ιησοῦς εἶπε· θυγατέρες Ιησούς και είπε: «Θυγατέρες της
῾Ιερουσαλήμ, μὴ κλαίετε ἐπ᾿ ἐμέ, Ιερουσαλήμ, μην κλαίτε για
πλὴν ἐφ᾿ ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ μένα. Αλλά για τους εαυτούς σας
τὰ τέκνα ὑμῶν. να κλαίτε και για τα παιδιά σας,
29 ὅτι ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι ἐν αἷς 29 γιατί ιδού, έρχονται ημέρες
ἐροῦσι· μακάριαι αἱ στεῖραι καὶ κατά τις οποίες θα πουν:
κοιλίαι αἳ οὐκ ἐγέννησαν, καὶ “Μακάριες οι στείρες και οι
μαστοὶ οἳ οὐκ ἐθήλασαν. κοιλιές που δε γέννησαν και οι
μαστοί που δεν έθρεψαν”.
30 τότε ἄρξονται λέγειν τοῖς 30 Τότε θα αρχίσουν να λένε στα
ὄρεσι, πέσετε ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ τοῖς όρη: “Πέστε πάνω μας”, και
βουνοῖς, καλύψατε ἡμᾶς· στους λόφους: “Καλύψτε μας”.
31 ὅτι εἰ ἐν τῷ ὑγρῷ ξύλῳ ταῦτα 31 Γιατί αν στο υγρό ξύλο κάνουν
ποιοῦσιν, ἐν τῷ ξηρῷ τί γένηται; αυτά, στο ξερό τι θα γίνει;»
32 ῎Ηγοντο δὲ καὶ ἕτεροι δύο 32 Οδηγούνταν τότε και άλλοι
κακοῦργοι σὺν αὐτῷ δύο κακούργοι μαζί του, για να
ἀναιρεθῆναι. θανατωθούν.
33 Καὶ ὅτε ἀπῆλθον ἐπὶ τὸν τόπον 33 Και όταν ήρθαν στον τόπο που
τὸν καλούμενον Κρανίον, ἐκεῖ καλείται “Κρανίο”, εκεί
ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς σταύρωσαν αυτόν και τους
κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν κακούργους, τον ένα από τα
δὲ ἐξ ἀριστερῶν. δεξιά, τον άλλο από τα αριστερά
του.
34 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἔλεγε· πάτερ, ἄφες 34 Και ο Ιησούς έλεγε: «Πατέρα,
αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι. άφησε σ’ αυτούς, γιατί δεν
διαμεριζόμενοι δὲ τὰ ἱμάτια ξέρουν τι κάνουν».
αὐτοῦ ἔβαλλον κλῆρον. Διαμοιμάζονται τότε τα ιμάτιά
του μεταξύ τους και έριξαν
κλήρους.
35 καὶ εἱστήκει ὁ λαὸς θεωρῶν. 35 Και ο λαός είχε σταθεί και
ἐξεμυκτήριζον δὲ καὶ οἱ ἄρχοντες έβλεπε. Τον περιγελούσαν τότε
σὺν αὐτοῖς λέγοντες· ἄλλους και οι άρχοντες, λέγοντας:
ἔσωσε, σωσάτω ἑαυτόν, εἰ οὗτός «Άλλους έσωσε, ας σώσει τον
ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ τοῦ Θεοῦ εαυτό του, αν αυτός είναι ο
ἐκλεκτός. Χριστός, ο εκλεκτός του Θεού».


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΓ’


36 ἐνέπαιζον δὲ αὐτῷ καὶ οἱ 36 Τον ενέπαιξαν τότε και οι
στρατιῶται προσερχόμενοι καὶ στρατιώτες που πλησίαζαν,
ὄξος προσφέροντες αὐτῷ προσφέροντάς του ξίδι
37 καὶ λέγοντες· εἰ σὺ εἶ ὁ 37 και λέγοντας: «Αν εσύ είσαι ο
βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων, σῶσον βασιλιάς των Ιουδαίων, σώσε τον
σεαυτόν. εαυτό σου».
38 ῏Ην δὲ καὶ ἐπιγραφὴ 38 Ήταν μάλιστα και μια
γεγραμμένη ἐπ᾿ αὐτῷ γράμμασιν επιγραφή από πάνω του: “Ο
῾Ελληνικοῖς καὶ Ρωμαϊκοῖς καὶ βασιλιάς των Ιουδαίων είναι
῾Εβραϊκοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ αυτός”.
βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων.
39 Εἷς δὲ τῶν κρεμασθέντων 39 Ένας τότε από τους
κακούργων ἐβλασφήμει αὐτὸν κακούργους που κρεμάστηκαν
λέγων· εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον τον βλαστημούσε, λέγοντας: «Δεν
σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς. είσαι εσύ ο Χριστός; Σώσε τον
εαυτό σου κι εμάς».
40 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἕτερος ἐπετίμα 40 Αποκρίθηκε όμως ο άλλος,
αὐτῷ λέγων· οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν επιτιμώντας αυτόν, και είπε:
Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; «Ούτε το Θεό δε φοβάσαι εσύ,
αφού είσαι στην ίδια καταδίκη;
41 καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως· ἄξια 41 Και εμείς, βέβαια, δίκαια, γιατί
γὰρ ὧν ἐπράξαμεν απολαμβάνουμε άξια αυτών που
ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν πράξαμε. Αυτός, όμως, τίποτα το
ἄτοπον ἔπραξε. άτοπο δεν έπραξε».
42 καὶ ἔλεγε τῷ ᾿Ιησοῦ· μνήσθητί 42 Και έλεγε: «Ιησού, θυμήσου με,
μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ όταν έρθεις στη βασιλεία σου».
βασιλείᾳ σου.
43 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν 43 Και του είπε: «Αλήθεια σου
λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ λέω, σήμερα μαζί μου θα είσαι
ἐν τῷ παραδείσῳ. μέσα στον Παράδεισο».
Ο θάνατος του Ιησού
(Μτ 27,45-56. Μκ 15,33-41. Ιω 19,28-
30)
44 ῏Ην δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη καὶ 44 Και ήταν ήδη περίπου δώδεκα
σκότος ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν η ώρα το μεσημέρι, και έγινε
ἕως ὥρας ἐνάτης, τοῦ ἡλίου σκοτάδι πάνω σε όλη τη γη ως τις
ἐκλείποντος, τρεις η ώρα το απόγευμα,
45 καὶ ἐσχίσθη τὸ καταπέτασμα 45 γιατί χάθηκε ο ήλιος. σχίστηκε
τοῦ ναοῦ μέσον· μάλιστα το καταπέτασμα του
ναού στο μέσο.

46 καὶ φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ ὁ 46 Και ο Ιησούς φώναξε με φωνή
᾿Ιησοῦς εἶπε· πάτερ, εἰς χεῖράς μεγάλη και είπε: «Πατέρα, στα


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΓ’


σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου· χέρια σου παραθέτω το πνεύμα
καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐξέπνευσεν. μου». Και αφού είπε αυτό,
εξέπνευσε.
47 ἰδὼν δὲ ὁ ἑκατόνταρχος τὸ 47 Όταν είδε τότε ο εκατόνταρχος
γενόμενον ἐδόξασε τὸν Θεὸν αυτό που έγινε, δόξαζε το Θεό,
λέγων· ὄντως ὁ ἄνθρωπος οὗτος λέγοντας: «Πράγματι, ο
δίκαιος ἦν. άνθρωπος αυτός ήταν δίκαιος».
48 καὶ πάντες οἱ 48 Και όλα τα πλήθη που
συμπαραγενόμενοι ὄχλοι ἐπὶ τὴν μαζεύτηκαν, για να δουν αυτό το
θεωρίαν ταύτην, θεωροῦντες τὰ θέαμα, όταν είδαν όσα έγιναν,
γενόμενα, τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ επέστρεφαν, χτυπώντας τα
στήθη ὑπέστρεφον. στήθη.
49 εἱστήκεισαν δὲ πάντες οἱ 49 Και είχαν σταθεί όλοι οι
γνωστοὶ αὐτοῦ ἀπὸ μακρόθεν, γνωστοί του από μακριά, και οι
καὶ γυναῖκες αἱ γυναίκες που ακολουθούσαν
συνακολουθήσασαι αὐτῷ ἀπὸ μαζί του από τη Γαλιλαία, οι
τῆς Γαλιλαίας, ὁρῶσαι ταῦτα. οποίες έβλεπαν αυτά.
Ο ενταφιασμός του Ιησού
(Μτ 27,57-61. Μκ 15,42-47. Ιω 19,38-
42)
50 Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι ᾿Ιωσήφ, 50 Και ιδού ένας άντρας με το
βουλευτὴς ὑπάρχων καὶ ἀνὴρ όνομα Ιωσήφ, που ήταν
ἀγαθὸς καὶ δίκαιος – βουλευτής και άντρας αγαθός
και δίκαιος
51 οὗτος οὐκ ἦν 51 – αυτός δεν είχε συγκατατεθεί
συγκατατεθειμένος τῇ βουλῇ καὶ στην απόφαση και στην πράξη
τῇ πράξει αὐτῶν– ἀπὸ τους – που ήταν από την
᾿Αριμαθαίας πόλεως τῶν Αριμαθαία, πόλη των Ιουδαίων, ο
᾿Ιουδαίων, ὃς προσεδέχετο καὶ οποίος πρόσμενε τη βασιλεία του
αὐτὸς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, Θεού.
52 οὗτος προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ 52 Αυτός πλησίασε τον Πιλάτο
ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ, και ζήτησε το σώμα του Ιησού
53 καὶ καθελὼν αὐτὸ ἐνετύλιξε 53 και, αφού το κατέβασε, το
σινδόνι καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τύλιξε μέσα σ’ ένα σεντόνι και
μνήματι λαξευτῷ, οὗ οὐκ ἦν τον έθεσε σε μνήμα λαξευτό όπου
οὐδεὶς οὐδέπω κείμενος· κανείς ακόμα δεν ήταν
τοποθετημένος.
54 καὶ ἡμέρα ἦν παρασκευή, 54 Και ήταν ημέρα παρασκευή
σάββατον ἐπέφωσκε. και χάραζε το Σάββατο.
55 Κατακολουθήσασαι δὲ αἱ 55 Ακολούθησαν από κοντά τότε

γυναῖκες, αἵτινες ἦσαν οι γυναίκες, οι οποίες είχαν έρθει
συνεληλυθυῖαι αὐτῷ ἐκ τῆς από τη Γαλιλαία μαζί του, και


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΓ’


Γαλιλαίας, ἐθεάσαντο τὸ είδαν το μνήμα και πώς τέθηκε
μνημεῖον καὶ ὡς ἐτέθη τὸ σῶμα το σώμα του.
αὐτοῦ,
56 ὑποστρέψασαι δὲ ἡτοίμασαν 56 Όταν λοιπόν επέστρεψαν,
ἀρώματα καὶ μύρα. καὶ τὸ μὲν ετοίμασαν αρώματα και μύρα.
σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν Και το Σάββατο, βέβαια,
ἐντολήν. ησύχασαν σύμφωνα με τήν
εντολή.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΔ’




Η Ανάσταση του Ιησού
(Μτ 28,1-10. Μκ 16,1-8. Ιω 20,1-10)
1 τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου 1 Την πρώτη όμως ημέρα μετά το
βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα Σάββατο, ενώ ήταν όρθρος
φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, βαθύς, ήρθαν στο μνήμα,
καί τινες σὺν αὐταῖς. φέρνοντας όσα αρώματα
ετοίμασαν.

2 εὗρον δὲ τὸν λίθον 2 Βρήκαν τότε το λίθο κυλισμένο
ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μακριά από το μνήμα
μνημείου,
3 καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ 3 και, αφού εισήλθαν, δε βρήκαν
σῶμα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ. το σώμα του Κυρίου Ιησού.
4 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι 4 Και συνέβηκε, ενώ αυτές
αὐτὰς περὶ τούτου καὶ ἰδοὺ απορούσαν γι’ αυτό, τότε ιδού,
ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν δύο άντρες να σταθούν ξαφνικά
ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις. μπροστά τους με ένδυμα που
άστραφτε.
5 ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν 5 Και καθώς ήταν γεμάτες φόβο
καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς και έσκυψαν τα πρόσωπά τους
τὴν γῆν εἶπον πρὸς αὐτάς· τί στη γη, είπαν προς αυτές: «Τι
ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν ζητάτε τον ζωντανό μαζί με τους
νεκρῶν; νεκρούς;
6 οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ᾿ ἠγέρθη· 6 Δεν είναι εδώ, αλλά εγέρθηκε.
μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι Θυμηθείτε πώς σας μίλησε, ενώ
ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, ήταν ακόμα στη Γαλιλαία,
7 λέγων ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ 7 λέγοντας για τον Υιό του
ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς ανθρώπου ότι πρέπει να
χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων
καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ αμαρτωλών και να σταυρωθεί
ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. και την τρίτη ημέρα να
αναστηθεί».
8 καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ρημάτων 8 Και θυμήθηκαν τα λόγια του.
αὐτοῦ,
9 καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ 9 Και αφού επέστρεψαν από το
μνημείου ἀπήγγειλαν ταῦτα μνήμα, ανάγγειλαν όλα αυτά
πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς στους έντεκα και σε όλους τους
λοιποῖς. υπόλοιπους.
10 ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία 10 Ήταν, λοιπόν, η Μαγδαληνή
καὶ ᾿Ιωάννα καὶ Μαρία ᾿Ιακώβου Μαρία και η Ιωάννα και η Μαρία
καὶ οἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ η μητέρα του Ιακώβου και οι


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΔ’


ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους υπόλοιπες μαζί τους. Έλεγαν
ταῦτα. αυτά προς τους αποστόλους,
11 καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν 11 και αυτά τα λόγια φάνηκαν
ὡσεὶ λῆρος τὰ ρήματα αὐτῶν, καὶ μπροστά τους σαν παραλήρημα,
ἠπίστουν αὐταῖς. και απιστούσαν σ’ αυτές.
12 ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν 12 Τότε ο Πέτρος σηκώθηκε και
ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας έτρεξε στο μνήμα και, αφού
βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, έσκυψε κάτω, βλέπει τους
καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτὸν επιδέσμους μόνο, και έφυγε,
θαυμάζων τὸ γεγονός. θαυμάζοντας μέσα του για το
γεγονός.
Η πορεία προς τους Εμμαούς
13 Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν 13 Και ιδού, δύο από αυτούς κατ’
πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς αυτήν την ημέρα πορεύονταν σε
κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ένα χωριό που απείχε περίπου
ἑξήκοντα ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ, ᾗ δέκα χιλιόμετρα από την
ὄνομα ᾿Εμμαούς. Ιερουσαλήμ, του οποίου το όνομα
ήταν Εμμαούς.
14 καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς 14 Και αυτοί μιλούσαν μεταξύ
ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν τους για όλα αυτά που είχαν
συμβεβηκότων τούτων. συμβεί.
15 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν 15 Και συνέβηκε, ενώ αυτοί
αὐτοὺς καὶ συζητεῖν καὶ αὐτὸς ὁ μιλούσαν και συζητούσαν, τότε ο
᾿Ιησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο ίδιος ο Ιησούς να πλησιάσει. και
αὐτοῖς· προχωρούσε μαζί τους.
16 οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν 16 Αλλά τα μάτια τους
ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι κρατούνταν, για να μην τον
αὐτόν. αναγνωρίσουν.
17 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· τίνες οἱ 17 Είπε τότε προς αυτούς: «Ποια
λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς είναι αυτά τα λόγια που
ἀλλήλους περιπατοῦντες καί ανταλλάσσετε μεταξύ σας
ἐστε σκυθρωποί; περπατώντας;» Και εκείνοι
στάθηκαν σκυθρωποί.
18 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα 18 Αποκρίθηκε, λοιπόν, ένας με το
Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν· σὺ όνομα Κλεόπας και είπε προς
μόνος παροικεῖς ἐν ῾Ιερουσαλὴμ αυτόν: «Εσύ μόνος παροικείς
καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν στην Ιερουσαλήμ και δεν έμαθες
αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; όσα έγιναν μέσα σ’ αυτήν τις
ημέρες αυτές;»
19 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ποῖα; οἱ δὲ 19 Και τους είπε: «Ποια;» Εκείνοι

εἶπον αὐτῷ· τὰ περὶ ᾿Ιησοῦ τοῦ του είπαν: «Τα σχετικά με τον
Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ Ιησού το Ναζαρηνό, ο οποίος


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΔ’


προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ ήταν άντρας προφήτης, δυνατός
λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ σε έργα και σε λόγια απέναντι
παντὸς τοῦ λαοῦ, στο Θεό και σε όλο το λαό.
20 ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ 20 Και πώς τον παράδωσαν οι
ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν αρχιερείς και οι άρχοντές μας σε
εἰς κρῖμα θανάτου καὶ καταδίκη θανάτου και τον
ἐσταύρωσαν αὐτόν. σταύρωσαν.
21 ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός 21 Εμείς όμως ελπίζαμε ότι αυτός
ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν είναι εκείνος που μέλλει να
᾿Ισραήλ· ἀλλά γε σὺν πᾶσι λυτρώνει το λαό Ισραήλ. Αλλά,
τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν βέβαια, και μαζί με όλα αυτά,
ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ταῦτα είναι η τρίτη ημέρα αυτή που
ἐγένετο. περνάει αφότου έγιναν αυτά.
22 ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ 22 Αλλά και κάποιες γυναίκες
ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς γενόμεναι από εμάς μας άφησαν
ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον, εκστατικούς, όταν πήγαν με τον
όρθρο στο μνήμα
23 καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα 23 και, επειδή δε βρήκαν το σώμα
αὐτοῦ ἦλθον λέγουσαι καὶ του, ήρθαν, λέγοντας πως έχουν
ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ δει και οπτασία αγγέλων, οι
λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. οποίοι λένε ότι αυτός ζει.
24 καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν 24 Και πήγαν μερικοί από αυτούς
ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον που είναι μαζί μας στο μνήμα και
οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες βρήκαν τα πράγματα έτσι καθώς
εἶπον, αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. είπαν και οι γυναίκες, αλλά
αυτόν δεν τον είδαν».
25 καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· ὦ 25 Και τότε αυτός είπε προς
ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ αυτούς: «Ω, ανόητοι και αργοί
τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς στην καρδιά στο να πιστεύετε σε
ἐλάλησαν οἱ προφῆται! όλα όσα λάλησαν οι προφήτες.
26 οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν 26 Δεν έτρεπε αυτά να πάθει ο
Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν Χριστός και να εισέλθει στη δόξα
δόξαν αὐτοῦ; του;»
27 καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωϋσέως 27 Και αφού άρχισε από το
καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν Μωυσή και από όλους τους
διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις προφήτες, διερμήνεψε σ’ αυτούς
ταῖς γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. μέσα σ’ όλες τις γραφές τα
σχετικά με τον εαυτό του.
28 Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ 28 Και πλησίασαν στο χωριό
ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς όπου πήγαιναν, και τότε αυτός

προσεποιεῖτο πορρωτέρω προσποιήθηκε ότι πηγαίνει
πορεύεσθαι· μακρύτερα.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΔ’


29 καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν 29 Και τον πίεσαν,
λέγοντες· μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι παρακαλώντας τον και
πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ λέγοντας: «Μείνε μαζί μας, γιατί
ἡμέρα. καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι πλησιάζει η εσπέρα και έχει
σὺν αὐτοῖς. γείρει ήδη η ημέρα». Και εισήλθε
για να μείνει μαζί τους.
30 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ 30 Και όταν κάθισε, για να φάει
κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν μαζί τους, αφού έλαβε τον άρτο,
λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ τον ευλόγησε και, αφού τον
κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. έκοψε με τα χέρια, τον έδινε σ’
αυτούς.
31 αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ 31 Τότε διανοίχτηκαν οι
ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· οφθαλμοί τους και τον
καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αναγνώρισαν. αλλά αυτός έγινε
αὐτῶν. άφαντος από αυτούς.
32 καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· οὐχὶ 32 Και είπαν μεταξύ τους: «Η
ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν καρδιά μας δεν έκαιγε συνεχώς
ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ μέσα μας καθώς μας μιλούσε στο
καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς δρόμο, όπως μας διάνοιγε τις
γραφάς; Γραφές;»
33 Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ 33 Και αφού σηκώθηκαν αυτήν
ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλήμ, καὶ την ώρα, επέστρεψαν στην
εὗρον συνηθροισμένους τοὺς Ιερουσαλήμ και βρήκαν
ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, συναθροισμένους τους έντεκα
και όσους ήταν μαζί τους,
34 λέγοντας ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος 34 που έλεγαν ότι πράγματι
ὄντως καὶ ὤφθη Σίμωνι. εγέρθηκε ο Κύριος και
φανερώθηκε στο Σίμωνα.
35 καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ 35 Και αυτοί διηγούνταν όσα
ὁδῷ καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ έγιναν στο δρόμο και πώς
κλάσει τοῦ ἄρτου. γνωρίστηκε σ’ αυτούς με το
κόψιμο του άρτου.
Η εμφάνιση του Ιησού στους
μαθητές
(Μτ 28,16-20. Μκ 16,9-20. Ιω 20,19-
23. Πρ 1,6-8)
36 Ταῦτα δὲ αὐτῶν λαλούντων 36 Ενώ λοιπόν μιλούσαν αυτά,
αὐτὸς ὁ ᾿Ιησοῦς ἔστη ἐν μέσῳ αυτός στάθηκε στο μέσο τους και
αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη τους λέει: «Ειρήνη σ’ εσάς».
ὑμῖν.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΔ’


37 πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι 37 Πτοήθηκαν τότε και γέμισαν
γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα φόβο και νόμιζαν πως βλέπουν
θεωρεῖν. πνεύμα.
38 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί 38 Και είπε σ’ αυτούς: «Τι είστε
τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί ταραγμένοι και γιατί
διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν διαλογισμοί ανεβαίνουν στην
ταῖς καρδίαις ὑμῶν; καρδιά σας;
39 ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς 39 Δείτε τα χέρια μου και τα πόδια
πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· μου, γιατί εγώ είμαι, ο ίδιος,
ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι ψηλαφήστε με και δείτε, γιατί
πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει πνεύμα δεν έχει σάρκα και οστά
καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. καθώς βλέπετε εμένα να έχω».
40 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν 40 Και αφού είπε αυτό, τους έδειξε
αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. τα χέρια και τα πόδια του.
41 ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ 41 Επειδή, λοιπόν, αυτοί ακόμα
τῆς χαρᾶς καὶ θαυμαζόντων απιστούσαν από τη χαρά τους
εἶπεν αὐτοῖς· ἔχετέ τι βρώσιμον και θαύμαζαν, τους είπε: «Έχετε
ἐνθάδε; κάτι φαγώσιμο εδώ;»
42 οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος 42 Εκείνοι του έδωσαν μέρος από
ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου ψάρι ψητό και κηρήθρα από μέλι.
κηρίου,
43 καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν 43 Και αφού τα έλαβε μπροστά
ἔφαγεν. τους, τα έφαγε.
44 εἶπε δὲ αὐτοῖς· οὗτοι οἱ λόγοι 44 Είπε λοιπόν προς αυτούς:
οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν «Αυτοί είναι οι λόγοι μου που
σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι μίλησα προς εσάς, ενώ ήμουν
πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ ακόμη μαζί σας, ότι πρέπει να
Μωϋσέως καὶ προφήταις καὶ εκπληρωθούν όλα τα γραμμένα
ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ. μέσα στο νόμο του Μωυσή και
στους προφήτες και στους
ψαλμούς για μένα».
45 τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν 45 Τότε διάνοιξε το νου τους, για
τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς, να καταλαβαίνουν τις Γραφές.
46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι οὕτω 46 Και τους είπε: «Έτσι έχει
γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν γραφτεί, ότι ο Χριστός έπρεπε να
τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ πάθει και να αναστηθεί από τους
νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, νεκρούς την τρίτη ημέρα,
47 καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ 47 και να κηρυχτεί στο όνομά του
ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ μετάνοια για άφεση αμαρτιών σε
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ όλα τα έθνη. Αφού αρχίσετε από

ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ την Ιερουσαλήμ,
῾Ιερουσαλήμ.


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΚΔ’


48 ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων. 48 εσείς να είστε μάρτυρες αυτών.
49 καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν 49 Και ιδού, εγώ αποστέλλω την
ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ᾿ υπόσχεση του Πατέρα μου πάνω
ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ σας. Εσείς όμως καθίστε μέσα
πόλει ῾Ιερουσαλὴμ ἕως οὗ στην πόλη, ωσότου ντυθείτε
ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. δύναμη από ψηλά».
Η Ανάληψη του Ιησού
(Μκ 16,19-20. Πραξ 1,9-11)
50 ᾿Εξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς 50 Τους οδήγησε τότε έξω, μέχρι
Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας κοντά στη Βηθανία και, αφού
αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. σήκωσε τα χέρια του, τους
ευλόγησε.
51 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν 51 Και συνέβηκε, ενώ αυτός τους
αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν ευλογούσε, να διαχωριστεί από
καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. αυτούς και φερόταν πάνω στον
ουρανό.
52 καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες 52 Και αυτοί τον προσκύνησαν
αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς και επέστρεψαν στην
῾Ιερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς Ιερουσαλήμ με χαρά μεγάλη
μεγάλης,
53 καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ ἱερῷ 53 και ήταν διαπαντός μέσα στο
αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν ναό, ευλογώντας το Θεό.
Θεόν. ᾿Αμήν.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Α’




Προΰπαρξη του Ιησού Χριστού
1 Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ 1 Στην αρχή ήταν ο Λόγος, και ο
Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς Λόγος ήταν προς το Θεό, και
ἦν ὁ Λόγος. Θεός ήταν ο Λόγος.
2 Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν 2 Αυτός ήταν στην αρχή προς το
Θεόν. Θεό.
3 πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ 3 Τα πάντα μέσω αυτού έγιναν,

χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ και χωρίς αυτόν δεν έγινε ούτε
γέγονεν. ένα απ’ ό,τι έχει γίνει.
4 ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ 4 Μέσα σε αυτόν ήταν ζωή, και η
φῶς τῶν ἀνθρώπων. ζωή ήταν το φως των ανθρώπων.
5 καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, 5 Και το φως μέσα στο σκοτάδι
καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν. φέγγει και το σκοτάδι δεν
κυρίεψε αυτό.
6 ᾿Εγένετο ἄνθρωπος 6 Ήταν ένας άνθρωπος από το
ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα Θεό απεσταλμένος. το όνομά του
αὐτῷ ᾿Ιωάννης· Ιωάννης.
7 οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα 7 Αυτός ήρθε για μαρτυρία, να
μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα μαρτυρήσει για το φως, για να
πάντες πιστεύσωσι δι' αὐτοῦ. πιστέψουν όλοι μέσω αυτού.
8 οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ' ἵνα 8 Εκείνος δεν ήτανε το φως, αλλά
μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. ήρθε να μαρτυρήσει για το φως.
9 ῏Ην τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ 9 Ήταν το φως το αληθινό, που
φωτίζει πάντα ἄνθρωπον φωτίζει κάθε άνθρωπο, το οποίο
ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. ερχότανε στον κόσμο.
10 ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος 10 Μέσα στον κόσμο ήτανε κι ο
δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος κόσμος μέσω αυτού έγινε, αλλά ο
αὐτὸν οὐκ ἔγνω. κόσμος δεν τον γνώρισε.
11 εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι 11 Στους δικούς του ήρθε, αλλά οι
αὐτὸν οὐ παρέλαβον. δικοί του δεν τον παραδέχτηκαν.
12 ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν 12 Όσοι όμως δέχτηκαν αυτόν, σ’
αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ αυτούς έδωσε εξουσία τέκνα
γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ Θεού να γίνουν. σ’ όσους
ὄνομα αὐτοῦ, πιστεύουν στ’ όνομά του,
13 οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ 13 που όχι από αίματα, ούτε από
θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ σάρκας θέλημα ούτε από θέλημα
θελήματος ἀνδρός, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ άντρα, αλλ’ από το Θεό
ἐγεννήθησαν. γεννήθηκαν.
14 Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ 14 Και ο Λόγος σάρκα έγινε και
ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ κατασκήνωσε ανάμεσά μας, και


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Α’


ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, είδαμε με θαυμασμό τη δόξα του,
δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ δόξα όπως ενός μονογενούς από
πατρός, πλήρης χάριτος καὶ τον Πατέρα, πλήρης από χάρη
ἀληθείας. και αλήθεια.
15 ᾿Ιωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ 15 Ο Ιωάννης μαρτυρεί γι’ αυτόν
καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν και έχει φωνάξει λέγοντας:
εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος «Αυτός ήταν για τον οποίο είπα:
ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι “Εκείνος που έρχεται ύστερα από
πρῶτός μου ἦν. μένα πριν από μένα έχει υπάρξει
γιατί μου ήταν πρώτος”».
16 Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ 16 Γιατί από το πλήρωμά του όλοι
ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν εμείς ελάβαμε, και χάρη στη θέση
ἀντὶ χάριτος· χάρης.
17 ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως 17 Γιατί ο νόμος δόθηκε μέσω του
ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Μωυσή. η χάρη και η αλήθεια
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο. έγιναν μέσω του Ιησού Χριστού.
18 Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ 18 Το Θεό ως τώρα κανείς δεν έχει
μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν δει ποτέ. Ο μονογενής Θεός που
κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος είναι στην αγκαλιά μέσα του
ἐξηγήσατο. Πατέρα, εκείνος εξήγησε αυτόν.
Η μαρτυρία του Ιωάννη του
Βαπτιστή
(Μτ 3,1-12. Μκ 1,1-8. Λκ 3,15-17)
19 Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ 19 Και αυτή είναι η μαρτυρία του
᾿Ιωάννου, ὅτε ἀπέστειλαν οἱ Ιωάννη, όταν απέστειλαν προς
᾿Ιουδαῖοι ἐξ ῾Ιεροσολύμων ἱερεῖς αυτόν οι Ιουδαίοι από τα
καὶ Λευΐτας ἵνα ἐρωτήσωσιν Ιεροσόλυμα ιερείς και Λευίτες,
αὐτόν· σὺ τίς εἶ; για να τον ρωτήσουν: «Εσύ ποιος
είσαι;»
20 καὶ ὡμολόγησε, καὶ οὐκ 20 Και ομολόγησε και δεν το
ἠρνήσατο· καὶ ὡμολόγησεν ὅτι αρνήθηκε, αλλά ομολόγησε:
οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός. «Εγώ δεν είμαι ο Χριστός».
21 καὶ ἠρώτησαν αὐτόν· τί οὖν; 21 Τότε τον ρώτησαν: «Τι είσαι
᾿Ηλίας εἶ σύ; καὶ λέγει· οὐκ εἰμί. ὁ λοιπόν; Εσύ είσαι ο Ηλίας;» Και
προφήτης εἶ σύ; καὶ ἀπεκρίθη, λέει: «Δεν είμαι». «Ο προφήτης
οὔ. είσαι εσύ;» Και αποκρίθηκε:
«Όχι».
22 εἶπον οὖν αὐτῷ· τίς εἶ; ἵνα 22 Είπαν λοιπόν σ’ αυτόν: «Ποιος
ἀπόκρισιν δῶμεν τοῖς πέμψασιν είσαι; Για να δώσουμε απόκριση
ἡμᾶς· τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ; σ’ αυτούς που μας έστειλαν. Τι

λες για τον εαυτό σου;»


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Α’


23 ἔφη· ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ 23 Εκείνος είπε: «Εγώ είμαι φωνή
ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν ενός που φωνάζει δυνατά στην
Κυρίου, καθὼς εἶπεν ῾Ησαΐας ὁ έρημο: “Ισιώστε την οδό του
προφήτης. Κυρίου”, καθώς είπε ο Ησαΐας ο
προφήτης».
24 καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι ἦσαν ἐκ 24 Και ήταν μερικοί
τῶν Φαρισαίων· αποσταλμένοι από την
παράταξη των Φαρισαίων.
25 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν καὶ εἶπον 25 Τότε τον ρώτησαν και του
αὐτῷ· τί οὖν βαπτίζεις, εἰ σὺ οὐκ είπαν: «Γιατί λοιπόν βαφτίζεις, αν
εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε ᾿Ηλίας οὔτε ὁ εσύ δεν είσαι ο Χριστός ούτε ο
προφήτης; Ηλίας ούτε ο προφήτης;»
26 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ ᾿Ιωάννης 26 Τους αποκρίθηκε ο Ιωάννης
λέγων· ἐγὼ βαπτίζω ἐν ὕδατι· λέγοντας: «Εγώ βαφτίζω σε νερό.
μέσος δὲ ὑμῶν ἕστηκεν ὃν ὑμεῖς Στο μέσο σας έχει σταθεί αυτός
οὐκ οἴδατε. που εσείς δεν ξέρετε,
27 αὐτός ἐστιν ὁ ὀπίσω μου 27 που έρχεται ύστερα από εμένα,
ἐρχόμενος, ὃς ἔμπροσθέν μου του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να
γέγονεν, οὗ ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἄξιος ἵνα λύσω το λουρί του υποδήματός
λύσω αὐτοῦ τὸν ἱμάντα τοῦ του».
ὑποδήματος.
28 Ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ ἐγένετο 28 Αυτά έγιναν στη Βηθανία πέρα
πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, ὅπου ἦν από τον Ιορδάνη, όπου βάφτιζε
᾿Ιωάννης βαπτίζων. συνέχεια ο Ιωάννης.
Ο αμνός του Θεού
(Μτ 3,13-17. Μκ 1,9-11. Λκ 3,21-22)
29 Τῇ ἐπαύριον βλέπει ὁ ᾿Ιωάννης 29 Την επόμενη ημέρα βλέπει ο
τὸν ᾿Ιησοῦν ἐρχόμενον πρὸς Ιωάννης τον Ιησού να έρχεται
αὐτὸν καὶ λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ προς αυτόν και λέει: «Να ο αμνός
Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ του Θεού που σηκώνει την
κόσμου. αμαρτία του κόσμου.
30 οὗτός ἐστι περὶ οὗ ἐγὼ εἶπον· 30 Αυτός είναι για τον οποίο εγώ
ὀπίσω μου ἔρχεται ἀνὴρ ὃς είπα: “ Ύστερα από μένα έρχεται
ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι ένας άντρας που πριν από μένα
πρῶτός μου ἦν. έχει υπάρξει, γιατί μου ήταν
πρώτος”.
31 κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ' ἵνα 31 Και εγώ δεν τον ήξερα, αλλά
φανερωθῇ τῷ ᾿Ισραήλ, διὰ τοῦτο για να φανερωθεί στο λαό
ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίζων. Ισραήλ, γι’ αυτό εγώ ήρθα
βαφτίζοντας στο νερό».

32 καὶ ἐμαρτύρησεν ᾿Ιωάννης 32 Και έδωσε μαρτυρία ο
λέγων ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα Ιωάννης, λέγοντας: «Έχω δει το


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Α’


καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ Πνεύμα να κατεβαίνει σαν
οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ' αὐτόν. περιστέρι από τον ουρανό, και
έμεινε πάνω σ’ αυτόν.
33 κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ' ὁ 33 Κι εγώ δεν τον ήξερα, αλλά
πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, εκείνος που με έστειλε να
ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἐφ' ὃν ἂν ἴδῃς βαφτίζω σε νερό, εκείνος μου
τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον είπε: “Πάνω σ’ όποιον δεις το
ἐπ' αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων Πνεύμα να κατεβαίνει και να
ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ. μένει πάνω του, αυτός είναι που
βαφτίζει σε Πνεύμα Άγιο”.
34 κἀγὼ ἑώρακα καὶ 34 Κι εγώ έχω δει και έχω
μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ μαρτυρήσει ότι αυτός είναι ο Υιός
υἱὸς τοῦ Θεοῦ. του Θεού».
Η κλήση των πρώτων μαθητών
(Μτ 4,18-22. Μκ 1,16-20. Λκ 5,1-11)
35 Τῇ ἐπαύριον πάλιν εἱστήκει ὁ 35 Την επόμενη ημέρα πάλι, είχε
᾿Ιωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν σταθεί ο Ιωάννης και δύο από
αὐτοῦ δύο, τους μαθητές του.
36 καὶ ἐμβλέψας τῷ ᾿Ιησοῦ 36 Κοίταξε καλά τότε τον Ιησού
περιπατοῦντι λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς που περπατούσε και λέει: «Να ο
τοῦ Θεοῦ. αμνός του Θεού».
37 καὶ ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο 37 Και άκουσαν οι δύο μαθητές
μαθηταὶ λαλοῦντος, καὶ αυτόν να μιλά και ακολούθησαν
ἠκολούθησαν τῷ ᾿Ιησοῦ. τον Ιησού.
38 στραφεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ 38 Στράφηκε τότε ο Ιησούς και,
θεασάμενος αὐτοὺς όταν τους είδε να τον
ἀκολουθοῦντας λέγει αὐτοῖς· ακολουθούν, τους λέει:
39 τί ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· 39 «Τι ζητάτε;» Εκείνοι του είπαν:
ραββί· ὃ λέγεται ἑρμηνευόμενον «Ραβί – που όταν ερμηνεύεται
διδάσκαλε· ποῦ μένεις; λέγεται Δάσκαλε – πού μένεις;»
40 λέγει αὐτοῖς· ἔρχεσθε καὶ ἴδετε. 40 Τους λέει: «Ελάτε και θα δείτε».
ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει, Ήρθαν, λοιπόν, και είδαν που
καὶ παρ' αὐτῷ ἔμειναν τὴν μένει, και έμειναν κοντά του
ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς εκείνη την ημέρα. Η ώρα ήταν
δεκάτη. περίπου τέσσερις το απόγευμα.
41 ἦν ᾿Ανδρέας ὁ ἀδελφὸς 41 Ήταν ο Ανδρέας, ο αδελφός
Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο του Σίμωνα Πέτρου, ένας από
τῶν ἀκουσάντων παρὰ ᾿Ιωάννου τους δύο που άκουσαν από τον
καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ. Ιωάννη και τον ακολούθησαν.
42 εὑρίσκει οὗτος πρῶτος τὸν 42 Αυτός βρίσκει πρώτα τον

ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ αδελφό το δικό του, το Σίμωνα,
λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν και του λέει: «Βρήκαμε το


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Α’


Μεσσίαν· ὅ ἐστι Μεσσία» – που όταν ερμηνεύεται
μεθερμηνευόμενον Χριστός· σημαίνει Χριστός.
43 καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν 43 Τον έφερε τότε προς τον Ιησού.
᾿Ιησοῦν. ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ο Ιησούς τον κοίταξε μέσα στα
᾿Ιησοῦς εἶπε· σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς μάτια και είπε: «Εσύ είσαι ο
᾿Ιωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ Σίμωνας, ο γιος του Ιωάννη. εσύ
ἑρμηνεύεται Πέτρος. θα κληθείς Κηφάς» – που
ερμηνεύεται Πέτρος.
Ο Ιησούς καλεί το Φίλιππο και το
Ναθαναήλ
44 Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ 44 Την επόμενη ημέρα θέλησε να
᾿Ιησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν εξέλθει στη Γαλιλαία και βρίσκει
Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει το Φίλιππο. Και ο Ιησούς τού λέει:
Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· «Ακολούθα με».
ἀκολούθει μοι.
45 ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ 45 Ήταν, λοιπόν, ο Φίλιππος από
Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως τη Βηθσαϊδά, από την πόλη του
᾿Ανδρέου καὶ Πέτρου. Ανδρέα και του Πέτρου.
46 εὑρίσκει Φίλιππος τὸν 46 Βρίσκει ο Φίλιππος το
Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν Ναθαναήλ και του λέει: «Αυτόν
ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ που έγραψε ο Μωυσής στο νόμο,
οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, ᾿Ιησοῦν και οι προφήτες, τον βρήκαμε:
τὸν υἱὸν τοῦ ᾿Ιωσὴφ τὸν ἀπὸ είναι ο Ιησούς, γιος του Ιωσήφ,
Ναζαρέτ. που είναι από τη Ναζαρέτ».
47 καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ 47 Και ο Ναθαναήλ τού είπε: «Από
Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; τη Ναζαρέτ δύναται να είναι κάτι
λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ αγαθό;» Του λέει ο Φίλιππος:
ἴδε. «Έλα και δες».
48 εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν Ναθαναὴλ 48 Ο Ιησούς είδε το Ναθαναήλ να
ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει έρχεται προς αυτόν και λέει γι’
περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς αυτόν: «Να, αλήθεια, ένας
᾿Ισραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. Ισραηλίτης μέσα στον οποίο δεν
υπάρχει δόλος».
49 λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν 49 Του λέει ο Ναθαναήλ: «Από
με γινώσκεις; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς πού με γνωρίζεις;» Ο Ιησούς
καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε αποκρίθηκε και του είπε: «Σε είδα
Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν προτού ο Φίλιππος σε φωνάξει,
συκῆν εἶδόν σε. ενώ ήσουν κάτω από τη συκιά».
50 ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει 50 Ο Ναθαναήλ του αποκρίθηκε:
αὐτῷ· ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, «Ραβί, εσύ είσαι ο Υιός του Θεού,

σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ. εσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ».


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Α’


51 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν 51 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και του
αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε είπε: «Επειδή σου είπα ότι σε είδα
ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; κάτω από τη συκιά, πιστεύεις; Θα
μείζω τούτων ὄψει. δεις μεγαλύτερα από αυτά».
52 καὶ λέγει αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν 52 Και του λέει: «Αλήθεια,
λέγω ὑμῖν, ἀπ' ἄρτι ὄψεσθε τὸν αλήθεια σας λέω, θα δείτε τον
οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ουρανό ανοιγμένο και τους
ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ αγγέλους του Θεού να
ἀναβαίνοντας καὶ ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν
καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ πάνω στον Υιό του ανθρώπου».
ἀνθρώπου.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Β’




Ο γάμος στην Κανά
1 Καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ γάμος 1 Και την ημέρα την τρίτη, έγινε
ἐγένετο ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας, γάμος στην Κανά της Γαλιλαίας,
καὶ ἦν ἡ μήτηρ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐκεῖ· και η μητέρα του Ιησού ήταν εκεί.
2 ἐκλήθη δὲ καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ οἱ 2 Προσκάλεσαν τότε και τον
μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὸν γάμον. Ιησού και τους μαθητές του στο
γάμο.

3 καὶ ὑστερήσαντος οἴνου λέγει ἡ 3 Και επειδή στερήθηκαν το
μήτηρ τοῦ ᾿Ιησοῦ πρὸς αὐτόν· κρασί, λέει η μητέρα του Ιησού
οἶνον οὐκ ἔχουσι. προς αυτόν: «Κρασί δεν έχουν».
4 λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· τί ἐμοὶ καὶ 4 Και ο Ιησούς λέει σ’ αυτήν: «Τι
σοί, γύναι; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου. σχέση έχουμε εγώ κι εσύ γυναίκα;
Ακόμα δεν έχει έρθει η ώρα μου».
5 λέγει ἡ μήτηρ αὐτοῦ τοῖς 5 Η μητέρα του λέει στους
διακόνοις· ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν, διακόνους: «Ό,τι σας λέει κάντε».
ποιήσατε.
6 ἦσαν δὲ ἐκεῖ ὑδρίαι λίθιναι ἓξ 6 Ήταν λοιπόν εκεί έξι λίθινες
κείμεναι κατὰ τὸν καθαρισμὸν υδρίες, που κείτονταν σύμφωνα
τῶν ᾿Ιουδαίων, χωροῦσαι ἀνὰ με το έθιμο του καθαρισμού των
μετρητὰς δύο ἢ τρεῖς. Ιουδαίων, και χωρούσαν η
καθεμία από ογδόντα ως εκατόν
είκοσι λίτρα.
7 λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· γεμίσατε 7 Ο Ιησούς λέει σ’ αυτούς:
τὰς ὑδρίας ὕδατος. καὶ ἐγέμισαν «Γεμίστε τις υδρίες με νερό». Και
αὐτὰς ἕως ἄνω. τις γέμισαν έως πάνω.
8 καὶ λέγει αὐτοῖς· ἀντλήσατε νῦν 8 Τότε τους λέει: «Αντλήστε τώρα
καὶ φέρετε τῷ ἀρχιτρικλίνῳ. καὶ και φέρτε στον αρχιτρίκλινο».
ἤνεγκαν. Εκείνοι του έφεραν.
9 ὡς δὲ ἐγεύσατο ὁ ἀρχιτρίκλινος 9 Μόλις, λοιπόν, γεύτηκε ο
τὸ ὕδωρ οἶνον γεγενημένον –καὶ αρχιτρίκλινος το νερό που είχε
οὐκ ᾔδει πόθεν ἐστίν· οἱ δὲ γίνει κρασί και δεν ήξερε από πού
διάκονοι ᾔδεισαν οἱ ἠντληκότες είναι – ενώ οι διάκονοι που είχαν
τὸ ὕδωρ– φωνεῖ τὸν νυμφίον ὁ αντλήσει το νερό ήξεραν – ο
ἀρχιτρίκλινος αρχιτρίκλινος φωνάζει το
γαμπρό
10 καὶ λέγει αὐτῷ· πᾶς ἄνθρωπος 10 και του λέει: «Κάθε άνθρωπος
πρῶτον τὸν καλὸν οἶνον τίθησι, θέτει στο τραπέζι πρώτα το καλό
καὶ ὅταν μεθυσθῶσι, τότε τὸν κρασί και, όταν μεθύσουν, το
ἐλάσσω· σὺ τετήρηκας τὸν καλὸν κατώτερο. Εσύ έχεις φυλάξει το
οἶνον ἕως ἄρτι. καλό κρασί ως τώρα».


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Β’


11 Ταύτην ἐποίησε τὴν ἀρχὴν τῶν 11 Αυτήν την αρχή των
σημείων ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν Κανᾷ τῆς θαυματουργικών σημείων ο
Γαλιλαίας καὶ ἐφανέρωσε τὴν Ιησούς έκανε στην Κανά της
δόξαν αὐτοῦ, καὶ ἐπίστευσαν εἰς Γαλιλαίας και φανέρωσε τη δόξα
αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. του, και πίστεψαν σ’ αυτόν οι
μαθητές του.
12 Μετὰ τοῦτο κατέβη εἰς 12 Μετά από αυτό κατέβηκε στην
Καπερναοὺμ αὐτὸς καὶ ἡ μήτηρ Καπερναούμ αυτός και η μητέρα
αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ του και οι αδελφοί του και οι
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐκεῖ μαθητές του, και εκεί έμειναν όχι
ἔμειναν οὐ πολλὰς ἡμέρας. πολλές ημέρες.
Η εκδίωξη των εμπόρων από το
Ναό (Μτ 21,12-13. Μκ 11,15-19. Λκ
19,45-48)
13 Καὶ ἐγγὺς ἦν τὸ πάσχα τῶν 13 Και ήταν κοντά το Πάσχα των
᾿Ιουδαίων, καὶ ἀνέβη εἰς Ιουδαίων, και ο Ιησούς ανέβηκε
῾Ιεροσόλυμα ὁ ᾿Ιησοῦς. στα Ιεροσόλυμα.
14 καὶ εὗρεν ἐν τῷ ἱερῷ τοὺς 14 Και βρήκε μέσα στο ναό
πωλοῦντας βόας καὶ πρόβατα αυτούς που πουλούσαν βόδια και
καὶ περιστεράς, καὶ τοὺς πρόβατα και περιστέρια, και τους
κερματιστὰς καθημένους. αργυραμοιβούς να κάθονται.
15 καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ 15 Τότε, αφού έκανε φραγγέλιο
σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ από σχοινιά, όλους τους έβγαλε
ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς έξω από το ναό, και τα πρόβατα
βόας, καὶ τῶν κολλυβιστῶν και τα βόδια, και σκόρπισε τα
ἐξέχεε τὸ κέρμα καὶ τὰς τραπέζας κέρματα των αργυραμοιβών και
ἀνέστρεψε, ανάτρεψε τα τραπέζια τους,
16 καὶ τοῖς τὰς περιστερὰς 16 και σ’ εκείνους που πουλούν τα
πωλοῦσιν εἶπεν· ἄρατε ταῦτα περιστέρια είπε: «Σηκώστε αυτά
ἐντεῦθεν· μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ από εδώ. μην κάνετε τον οίκο του
πατρός μου οἶκον ἐμπορίου. Πατέρα μου οίκο εμπορίου».
17 ἐμνήσθησαν δὲ οἱ μαθηταὶ 17 Οι μαθητές του θυμήθηκαν ότι
αὐτοῦ ὅτι γεγραμμένον ἐστίν, ὁ είναι γραμμένο: Ο ζήλος για τον
ζῆλος τοῦ οἴκου σου οίκο σου θα με καταφάει.
καταφάγεταί με.
18 ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι 18 Έλαβαν το λόγο λοιπόν οι
καὶ εἶπον αὐτῷ· τί σημεῖον Ιουδαίοι και του είπαν: «Τι σημείο
δεικνύεις ἡμῖν ὅτι ταῦτα ποιεῖς; μας δείχνεις, επειδή κάνεις
αυτά;»
19 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν 19 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους

αὐτοῖς· λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, είπε: «Γκρεμίστε το ναό τούτο και
σε τρεις ημέρες θα τον εγείρω».


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Β’


καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ
αὐτόν.
20 εἶπον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· 20 Είπαν λοιπόν οι Ιουδαίοι: «Σε
τεσσαράκοντα καὶ ἓξ ἔτεσιν σαράντα έξι χρόνια
ᾠκοδομήθη ὁ ναὸς οὗτος, καὶ σὺ οικοδομήθηκε ο ναός αυτός, κι
ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερεῖς αὐτόν; εσύ θα τον εγείρεις σε τρεις
ημέρες;»
21 ἐκεῖνος δὲ ἔλεγε περὶ τοῦ ναοῦ 21 Εκείνος όμως έλεγε για το ναό
τοῦ σώματος αὐτοῦ. του σώματός του.
22 ὅτε οὖν ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν, 22 Όταν λοιπόν εγέρθηκε από
ἐμνήσθησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τους νεκρούς, θυμήθηκαν οι
ὅτι τοῦτο ἔλεγε, καὶ ἐπίστευσαν μαθητές του ότι αυτό έλεγε, και
τῇ γραφῇ καὶ τῷ λόγῳ ᾧ εἶπεν ὁ πίστεψαν στη Γραφή και στο
᾿Ιησοῦς. λόγο που είπε ο Ιησούς.
Ο Ιησούς γνωρίζει κάθε άνθρωπο
23 ῾Ως δὲ ἦν ἐν τοῖς ῾Ιεροσολύμοις 23 Καθώς λοιπόν ήταν στα
ἐν τῷ πάσχα ἐν τῇ ἑορτῇ, πολλοὶ Ιεροσόλυμα το Πάσχα κατά την
ἐπίστευσαν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, εορτή, πολλοί πίστεψαν στο
θεωροῦντες αὐτοῦ τὰ σημεῖα ἃ όνομά του, βλέποντας τα σημεία
ἐποίει. του που έκανε.
24 αὐτὸς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς οὐκ 24 Αλλά ο ίδιος ο Ιησούς δεν
ἐπίστευεν ἑαυτὸν αὐτοῖς διὰ τὸ εμπιστευόταν τον εαυτό του σ’
αὐτὸν γινώσκειν πάντας, αυτούς, γιατί αυτός τους γνώριζε
όλους
25 καὶ ὅτι οὐ χρείαν εἶχεν ἵνα τις 25 και επειδή δεν είχε ανάγκη
μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ ἀνθρώπου· κάποιος να μαρτυρήσει σ’ αυτόν
αὐτὸς γὰρ ἐγίνωσκε τί ἦν ἐν τῷ για τον οποιονδήποτε άνθρωπο.
ἀνθρώπῳ. Γιατί αυτός γνώριζε τι ήταν μέσα
στον άνθρωπο.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Γ’




Ο Ιησούς και ο Νικόδημος
1 Ἦν δὲ ἄνθρωπος ἐκ τῶν 1 Υπήρχε τότε ένας άνθρωπος
Φαρισαίων, Νικόδημος ὄνομα από τους Φαρισαίους,
αὐτῷ, ἄρχων τῶν ᾿Ιουδαίων. Νικόδημος ήταν το όνομά του,
άρχοντας των Ιουδαίων.
2 οὗτος ἦλθε πρὸς αὐτὸν νυκτὸς 2 Αυτός ήρθε προς αυτόν μια
καὶ εἶπεν αὐτῷ· ραββί, οἴδαμεν ὅτι νύχτα και του είπε: «Ραβί, ξέρουμε

ἀπὸ Θεοῦ ἐλήλυθας διδάσκαλος· ότι έχεις έρθει από το Θεό ως
οὐδεὶς γὰρ ταῦτα τὰ σημεῖα δάσκαλος. Γιατί κανείς δε
δύναται ποιεῖν ἃ σὺ ποιεῖς, ἐὰν μὴ δύναται να κάνει αυτά τα
ᾖ ὁ Θεὸς μετ' αὐτοῦ. θαυματουργικά σημεία που εσύ
κάνεις, αν δεν είναι ο Θεός μαζί
του».
3 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν 3 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και του
αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν είπε: «Αλήθεια, αλήθεια σου λέω,
μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ αν κάποιος δεν αναγεννηθεί, δε
δύναται ἰδεῖν τὴν βασιλείαν τοῦ δύναται να δει τη βασιλεία του
Θεοῦ. Θεού».
4 λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Νικόδημος· 4 Ο Νικόδημος λέει προς αυτόν:
πῶς δύναται ἄνθρωπος «Πώς δύναται ένας άνθρωπος να
γεννηθῆναι γέρων ὤν; μὴ γεννηθεί όταν είναι γέρος;
δύναται εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Μήπως δύναται να εισέλθει στην
μητρὸς αὐτοῦ δεύτερον εἰσελθεῖν κοιλιά της μητέρας του για
καὶ γεννηθῆναι; δεύτερη φορά και να γεννηθεί;»
5 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν 5 Αποκρίθηκε ο Ιησούς:
λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ «Αλήθεια, αλήθεια σου λέω, αν
ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ κάποιος δε γεννηθεί από νερό και
δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν Πνεύμα, δε δύναται να εισέλθει
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. στη βασιλεία του Θεού.
6 τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκὸς 6 Το γεννημένο από τη σάρκα
σάρξ ἐστι, καὶ τὸ γεγεννημένον είναι σάρκα, και το γεννημένο
ἐκ τοῦ Πνεύματος πνεῦμά ἐστι. από το Πνεύμα είναι πνεύμα.
7 μὴ θαυμάσῃς ὅτι εἶπόν σοι, δεῖ 7 Μη θαυμάσεις επειδή σου είπα,
ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν. “εσείς πρέπει να αναγεννηθείτε”.
8 τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ 8 Ο άνεμος πνέει όπου θέλει, και
τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ' τη φωνή του την ακούς, αλλά δεν
οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ξέρεις από πού έρχεται και πού
ὑπάγει· οὕτως ἐστὶ πᾶς ὁ πηγαίνει. Έτσι είναι καθένας που
γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος. έχει γεννηθεί από το Πνεύμα».


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Γ’


9 ἀπεκρίθη Νικόδημος καὶ εἶπεν 9 Ο Νικόδημος αποκρίθηκε και
αὐτῷ· πῶς δύναται ταῦτα του είπε: «Πώς δύνανται να
γενέσθαι; γίνουν αυτά;»
10 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν 10 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και είπε
αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ διδάσκαλος τοῦ σ’ αυτόν: «Εσύ είσαι ο δάσκαλος
᾿Ισραὴλ καὶ ταῦτα οὐ γινώσκεις; του λαού Ισραήλ και δε γνωρίζεις
αυτά;
11 ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ὃ 11 Αλήθεια, αλήθεια σου λέω ότι
οἴδαμεν λαλοῦμεν καὶ ὃ μιλούμε γι’ αυτό που ξέρουμε και
ἑωράκαμεν μαρτυροῦμεν, καὶ μαρτυρούμε γι’ αυτό που έχουμε
τὴν μαρτυρίαν ἡμῶν οὐ δει, αλλά τη μαρτυρία μας δεν τη
λαμβάνετε. δέχεστε.
12 εἰ τὰ ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ 12 Αν τα επίγεια σας είπα και δεν
πιστεύετε, πῶς ἐὰν εἴπω ὑμῖν τὰ πιστεύετε, πώς θα πιστέψετε αν
ἐπουράνια πιστεύσετε; σας πω τα επουράνια;
13 καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν 13 Και κανείς δεν έχει ανεβεί στον
οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ουρανό παρά μόνο εκείνος που
καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ κατέβηκε από τον ουρανό, ο Υιός
ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ. του ανθρώπου, που είναι στον
ουρανό.
14 καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν 14 Και καθώς ο Μωυσής ύψωσε
ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως το φίδι στην έρημο, έτσι πρέπει
ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ να υψωθεί ο Υιός του ανθρώπου,
ἀνθρώπου,
15 ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν 15 για να έχει ζωή αιώνια
μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν.
αἰώνιον.
16 οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν 16 Γιατί τόσο αγάπησε ο Θεός τον
κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν κόσμο, ώστε έδωσε τον Υιό του το
μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ μονογενή, για να μη χαθεί
πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν,
ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. αλλά να έχει ζωή αιώνια.
17 οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν 17 Γιατί ο Θεός δεν απέστειλε τον
υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα Υιό στον κόσμο, για να κρίνει τον
κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σωθῇ κόσμο, αλλά για να σωθεί ο
ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ. κόσμος μέσω αυτού.
18 ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν οὐ 18 Όποιος πιστεύει σε αυτόν δεν
κρίνεται, ὁ δὲ μὴ πιστεύων ἤδη κρίνεται. Όποιος όμως δεν
κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς πιστεύει ήδη έχει κριθεί ένοχος,
τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ γιατί δεν έχει πιστέψει στο όνομα

τοῦ Θεοῦ. του μονογενούς Υιού του Θεού.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Γ’


19 αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ 19 Και αυτή είναι η κατηγορία
φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ για την κρίση: ότι το φως έχει
ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον έρθει στον κόσμο, αλλά οι
τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς· ἦν γὰρ άνθρωποι αγάπησαν
πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα. περισσότερο το σκοτάδι παρά το
φως. γιατί τα έργα τους ήταν
κακά.
20 πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων 20 Γιατί καθένας που πράττει
μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται κακά μισεί το φως και δεν
πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ έρχεται προς το φως, για να μην
ἔργα αὐτοῦ· ελεγχτούν τα έργα του.
21 ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν 21 Αυτός όμως που εφαρμόζει την
ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα αλήθεια έρχεται προς το φως, για
φανερωθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι ἐν να φανερωθούν τα έργα του ότι
Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα. έχουν γίνει μέσα στο θέλημα του
Θεού».
Ο Ιησούς και ο Ιωάννης ο
Βαπτιστής
22 Μετὰ ταῦτα ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς 22 Μετά από αυτά ήρθε ο Ιησούς
καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὴν και οι μαθητές του στη γη της
᾿Ιουδαίαν γῆν, καὶ ἐκεῖ διέτριβε Ιουδαίας, και εκεί έμεινε μαζί
μετ' αὐτῶν καὶ ἐβάπτιζεν. τους και βάφτιζε.
23 ἦν δὲ καὶ ᾿Ιωάννης βαπτίζων 23 Τότε και ο Ιωάννης βάφτιζε
ἐν Αἰνὼν ἐγγὺς τοῦ Σαλείμ, ὅτι στην Αινών, κοντά στο Σαλείμ,
ὕδατα πολλὰ ἦν ἐκεῖ, καὶ επειδή υπήρχαν εκεί πολλά νερά,
παρεγίνοντο καὶ ἐβαπτίζοντο· και έρχονταν και βαφτίζονταν.
24 οὔπω γὰρ ἦν βεβλημένος εἰς 24 Γιατί ο Ιωάννης δεν ήταν
τὴν φυλακὴν ὁ ᾿Ιωάννης. ακόμα ριγμένος στη φυλακή.
25 ᾿Εγένετο οὖν ζήτησις ἐκ τῶν 25 Έγινε, λοιπόν, συζήτηση από
μαθητῶν ᾿Ιωάννου μετὰ τους μαθητές του Ιωάννη με έναν
᾿Ιουδαίου περὶ καθαρισμοῦ. Ιουδαίο σχετικά με τον
καθαρισμό.
26 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν ᾿Ιωάννην 26 Και ήρθαν προς τον Ιωάννη
καὶ εἶπον αὐτῷ· ραββί, ὃς ἦν μετὰ και του είπαν: «Ραβί, αυτός που
σοῦ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, ᾧ σὺ ήταν μαζί σου πέρα από τον
μεμαρτύρηκας, ἴδε οὗτος Ιορδάνη, για τον οποίο εσύ έχεις
βαπτίζει καὶ πάντες ἔρχονται μαρτυρήσει, δες, αυτός βαφτίζει
πρὸς αὐτόν. και όλοι έρχονται προς αυτόν».
27 ἀπεκρίθη ᾿Ιωάννης καὶ εἶπεν· 27 Ο Ιωάννης αποκρίθηκε και
οὐ δύναται ἄνθρωπος λαμβάνειν είπε: «Ο άνθρωπος δε δύναται να

οὐδέν, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ λαβαίνει ούτε ένα πράγμα αν δεν
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Γ’


του είναι δοσμένο από τον
ουρανό.
28 αὐτοὶ ὑμεῖς μοι μαρτυρεῖτε ὅτι 28 Εσείς οι ίδιοι μαρτυρείτε για
εἶπον· οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός, μένα ότι είπα, “δεν είμαι εγώ ο
ἀλλ' ὅτι ἀπεσταλμένος εἰμὶ Χριστός”, αλλά “είμαι
ἔμπροσθεν ἐκείνου. απεσταλμένος πριν από εκείνον”.
29 ὁ ἔχων τὴν νύμφην νυμφίος 29 Όποιος έχει τη νύφη είναι
ἐστίν· ὁ δὲ φίλος τοῦ νυμφίου, ὁ γαμπρός. Και ο φίλος του
ἑστηκὼς καὶ ἀκούων αὐτοῦ, γαμπρού, που έχει σταθεί και τον
χαρᾷ χαίρει διὰ τὴν φωνὴν τοῦ ακούει, χαίρεται πάρα πολύ για
νυμφίου. αὕτη οὖν ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ τη φωνή του γαμπρού. Αυτή
πεπλήρωται. λοιπόν η χαρά η δική μου έχει
ολοκληρωθεί.
30 ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ 30 Εκείνος πρέπει να αυξάνει, ενώ
ἐλαττοῦσθαι. εγώ να ελαττώνομαι».
Αυτός που έρχεται από το Θεό
31 ὁ ἄνωθεν ἐρχόμενος ἐπάνω 31 «Αυτός που έρχεται από επάνω
πάντων ἐστίν. ὁ ὢν ἐκ τῆς γῆς ἐκ είναι πάνω απ’ όλους. εκείνος που
τῆς γῆς ἐστι καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ· είναι από τη γη προέρχεται από
ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐρχόμενος τη γη και από τη γη μιλά. Αυτός
ἐπάνω πάντων ἐστί, που έρχεται από τον ουρανό είναι
πάνω απ’ όλους.
32 καὶ ὃ ἑώρακε καὶ ἤκουσε, 32 Ό,τι έχει δει και άκουσε, αυτό
τοῦτο μαρτυρεῖ, καὶ τὴν μαρτυρεί, αλλά τη μαρτυρία του
μαρτυρίαν αὐτοῦ οὐδεὶς κανείς δεν τη δέχεται.
λαμβάνει.
33 ὁ λαβὼν αὐτοῦ τὴν μαρτυρίαν 33 Εκείνος που δέχτηκε τη
ἐσφράγισεν ὅτι ὁ Θεὸς ἀληθής μαρτυρία του επικύρωσε ότι ο
ἐστιν. Θεός είναι αληθινός.
34 ὃν γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεός, τὰ 34 Γιατί αυτός που απέστειλε ο
ρήματα τοῦ Θεοῦ λαλεῖ· οὐ γὰρ ἐκ Θεός λαλεί τα λόγια του Θεού,
μέτρου δίδωσιν ὁ Θεὸς τὸ επειδή ο Θεός δεν του δίνει με
Πνεῦμα. μέτρο το Πνεύμα.
35 ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ τὸν υἱὸν καὶ 35 Ο Πατέρας αγαπά τον Υιό και
πάντα δέδωκεν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ. έχει δώσει στο χέρι του τα πάντα.
36 ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν ἔχει 36 Αυτός που πιστεύει στον Υιό
ζωὴν αἰώνιον· ὁ δὲ ἀπειθῶν τῷ έχει ζωή αιώνια. Εκείνος όμως
υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλ' ἡ ὀργὴ που απειθεί στον Υιό δε θα δει
τοῦ Θεοῦ μένει ἐπ' αὐτόν. ζωή, αλλά η οργή του Θεού μένει
πάνω του».


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Δ’




Ο Ιησούς και η Σαμαρείτισσα
1 Ὡς οὖν ἔγνω ὁ Κύριος ὅτι 1 Μόλις, λοιπόν, έμαθε ο Ιησούς
ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι ὅτι ότι άκουσαν οι Φαρισαίοι ότι ο
᾿Ιησοῦς πλείονας μαθητὰς ποιεῖ Ιησούς κάνει και βαφτίζει
καὶ βαπτίζει ἢ ᾿Ιωάννης περισσότερους μαθητές παρά ο
Ιωάννης
2 καίτοιγε ᾿Ιησοῦς αὐτὸς οὐκ 2 – αν και, βέβαια, ο ίδιος ο Ιησούς

ἐβάπτιζεν, ἀλλ' οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ δε βάφτιζε, αλλά οι μαθητές του –
3 ἀφῆκε τὴν ᾿Ιουδαίαν καὶ 3 άφησε την Ιουδαία και έφυγε
ἀπῆλθεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν. πάλι για τη Γαλιλαία.
4 ῎Εδει δὲ αὐτὸν διέρχεσθαι διὰ 4 Έπρεπε όμως αυτός να περάσει
τῆς Σαμαρείας. διαμέσου της Σαμάρειας.
5 ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς 5 Έρχεται τότε σε μια πόλη της
Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, Σαμάρειας που λέγεται Συχάρ,
πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν κοντά στο χωράφι που έδωσε ο
᾿Ιακὼβ ᾿Ιωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· Ιακώβ στον Ιωσήφ το γιο του.
6 ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ ᾿Ιακώβ. ὁ 6 Και εκεί ήταν το πηγάδι του
οὖν ᾿Ιησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς Ιακώβ. Ο Ιησούς, λοιπόν, επειδή
ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ είχε κουραστεί από την
τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. οδοιπορία, καθόταν έτσι απλά
δίπλα στο πηγάδι. Ήταν περίπου
δώδεκα η ώρα το μεσημέρι.
7 ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας 7 Έρχεται τότε μια γυναίκα από
ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ τη Σαμάρεια να αντλήσει νερό.
᾿Ιησοῦς· δός μοι πιεῖν. Λέει σ’ αυτήν ο Ιησούς: «Δώσε
μου να πιω»
8 οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ 8 – γιατί οι μαθητές του είχαν
ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα φύγει στην πόλη, για να
τροφὰς ἀγοράσωσι. αγοράσουν τροφές.
9 λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ 9 Του λέει λοιπόν η γυναίκα η
Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ ᾿Ιουδαῖος ὢν Σαμαρείτισσα: «Πώς εσύ που
παρ' ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης είσαι Ιουδαίος ζητάς να πιεις από
γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ εμένα, μια γυναίκα που είμαι
συγχρῶνται ᾿Ιουδαῖοι Σαμαρείτισσα;» – γιατί δε
Σαμαρείταις. συναναστρέφονται Ιουδαίοι με
Σαμαρείτες.
10 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν 10 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και της
αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ είπε: «Αν ήξερες τη δωρεά του
Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, Θεού και ποιος είναι αυτός που
δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας σου λέει, “δώσε μου να πιω”, εσύ


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Δ’


αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ θα του ζητούσες και θα σου έδινε
ζῶν. νερό ζωντανό».
11 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε 11 Λέει σ’ αυτόν η γυναίκα:
ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ «Κύριε, ούτε κουβά έχεις και το
βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ πηγάδι είναι βαθύ. Από πού
ζῶν; λοιπόν έχεις το νερό το ζωντανό;
12 μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς 12 Μήπως εσύ είσαι μεγαλύτερος
ἡμῶν ᾿Ιακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ από τον πατέρα μας τον Ιακώβ,
φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε που μας έδωσε το πηγάδι και
καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα ήπιε από αυτό αυτός και οι γιοι
αὐτοῦ; του και τα θρεφτάρια του;»
13 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν 13 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και της
αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος είπε: «Καθένας που πίνει από το
τούτου διψήσει πάλιν· νερό τούτο θα διψάσει πάλι.
14 ὃς δι' ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ 14 Όποιος όμως πιει από το νερό
ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς που εγώ θα του δώσω δε θα
τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω διψάσει στον αιώνα, αλλά το
αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ νερό που θα του δώσω θα γίνει
ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν μέσα του πηγή νερού που θα
αἰώνιον. αναβλύζει για ζωή αιώνια».
15 λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, 15 Λέει προς αυτόν η γυναίκα:
δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ «Κύριε, δώσε μου αυτό το νερό,
διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε για να μη διψώ μήτε να περνώ
ἀντλεῖν. εδώ να αντλώ».
16 λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὕπαγε 16 Ο Ιησούς της λέει: «Πήγαινε,
φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ φώναξε τον άντρα σου και έλα
ἐνθάδε. εδώ».
17 ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ 17 Αποκρίθηκε η γυναίκα και του
ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· είπε: «Δεν έχω άντρα». Της λέει ο
καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· Ιησούς: «Καλά είπες: “Άντρα δεν
έχω” –
18 πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ 18 γιατί πέντε άντρες είχες και
νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τώρα αυτός που έχεις δεν είναι
τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. άντρας σου. Αυτό είναι αληθινό
που έχεις πει».
19 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, 19 Λέει σ’ αυτόν η γυναίκα:
θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. «Κύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι
προφήτης.
20 οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει 20 Οι πατέρες μας σε τούτο το
τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς όρος προσκύνησαν το Θεό. αλλά

λέγετε ὅτι ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἐστὶν εσείς λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα
ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Δ’


είναι ο τόπος όπου πρέπει να
προσκυνεί κανείς».
21 λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· γύναι, 21 Της λέει ο Ιησούς: «Πίστευέ με,
πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα γυναίκα, ότι έρχεται ώρα που
ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν ούτε στο όρος ετούτο ούτε στα
῾Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ Ιεροσόλυμα θα προσκυνείτε τον
πατρί. Πατέρα.
22 ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ 22 Εσείς προσκυνείτε αυτό που
οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ δεν ξέρετε. εμείς προσκυνούμε
οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν αυτό που ξέρουμε, γιατί η
᾿Ιουδαίων ἐστίν. σωτηρία είναι από τους
Ιουδαίους.
23 ἀλλ' ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν 23 Αλλά έρχεται ώρα, και
ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ μάλιστα είναι τώρα, που οι
προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ αληθινοί προσκυνητές θα
πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· προσκυνήσουν τον Πατέρα με
καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ Πνεύμα και με αλήθεια. Και
τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. πράγματι, ο Πατέρας τέτοιοι
ζητά να είναι εκείνοι που τον
προσκυνούν.
24 πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς 24 Πνεύμα είναι ο Θεός, και
προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν εκείνοι που τον προσκυνούν με
πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ Πνεύμα και με αλήθεια πρέπει να
προσκυνεῖν. τον προσκυνούν».
25 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι 25 Λέει σ’ αυτόν η γυναίκα: «Ξέρω
Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος ότι έρχεται ο Μεσσίας, ο
Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, λεγόμενος Χριστός. Όταν έρθει
ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. εκείνος, θα μας τα αναγγείλει
όλα».
26 λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ 26 Της λέει ο Ιησούς: «Εγώ είμαι,
λαλῶν σοι. που σου μιλώ».
27 καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ 27 Και πάνω σ’ αυτό ήρθαν οι
μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν μαθητές του και θαύμαζαν
ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς επειδή μιλούσε με γυναίκα.
μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς Κανείς όμως δεν είπε: «Τι ζητάς;»
μετ' αὐτῆς; ή «Τι μιλάς μαζί της;»
28 ᾿Αφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς 28 Άφησε, λοιπόν, την υδρία της
ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν η γυναίκα και πήγε στην πόλη
πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· και λέει στους ανθρώπους:
29 δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ 29 «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο

μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι που μου είπε όλα όσα έκανα.
οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; Μήπως αυτός είναι ο Χριστός;»


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Δ’


30 ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ 30 Εκείνοι εξήλθαν από την πόλη
ἤρχοντο πρὸς αὐτόν. και έρχονταν προς αυτόν.
31 ᾿Εν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων 31 Στο μεταξύ τον
αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· παρακαλούσαν οι μαθητές
ραββί, φάγε. λέγοντας: «Ραβί, φάε».
32 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν 32 Εκείνος τους είπε: «Εγώ έχω να
ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. φάω τροφή που εσείς δεν ξέρετε»
33 ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς 33 Έλεγαν λοιπόν οι μαθητές
ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ μεταξύ τους: «Μήπως κάποιος
φαγεῖν; του έφερε να φάει;»
34 λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐμὸν 34 Τους λέει ο Ιησούς: «Δική μου
βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τροφή είναι να κάνω το θέλημα
τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω εκείνου που με έστειλε και να
αὐτοῦ τὸ ἔργον. τελειώσω το έργο του.
35 οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι 35 Εσείς δε λέτε: “Ακόμα είναι
τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς τέσσερις μήνες και ο θερισμός
ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε έρχεται”; Ιδού, σας λέω, σηκώστε
τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ πάνω τα μάτια σας και
θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί παρατηρήστε τα χωράφια: λευκά
εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη. είναι, έτοιμα για θερισμό ήδη.
36 καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει 36 Ο θεριστής λαβαίνει μισθό και
καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν συνάζει καρπό για ζωή αιώνια,
αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ για να χαίρονται μαζί ο σπορέας
χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. και ο θεριστής.
37 ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ 37 Γιατί σε αυτό αληθεύει το ρητό,
ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ “άλλος είναι που σπέρνει και
σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. άλλος που θερίζει”.
38 ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ 38 Εγώ σας απέστειλα να θερίζετε
οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι αυτό για το οποίο εσείς δεν έχετε
κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κοπιάσει. Άλλοι έχουν κοπιάσει
κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε. και εσείς έχετε εισέλθει στον
κόπο τους».
39 ᾿Εκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης 39 Τότε, από εκείνη την πόλη,
πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν πολλοί από τους Σαμαρείτες
Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς πίστεψαν σ’ αυτόν εξαιτίας του
γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ λόγου που έδωσε μαρτυρία η
μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. γυναίκα: «Μου είπε όλα όσα
έκανα».
40 ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ 40 Μόλις λοιπόν ήρθαν προς
Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν αυτόν οι Σαμαρείτες, τον

μεῖναι παρ' αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν παρακαλούσαν να μείνει κοντά
ἐκεῖ δύο ἡμέρας. τους. Και έμεινε εκεί δύο ημέρες.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Δ’


41 καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν 41 Και πολύ περισσότεροι
διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, πίστεψαν εξαιτίας του λόγου του,
42 τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι 42 και στη γυναίκα έλεγαν: «Δεν
διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· πιστεύουμε πια από τη δική σου
αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ διήγηση, γιατί εμείς οι ίδιοι
οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ έχουμε ακούσει και ξέρουμε ότι
σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός. αυτός είναι αληθινά ο Σωτήρας
του κόσμου».
Η θεραπεία του γιου ενός
αξιωματούχου του βασιλιά
43 Μετὰ δὲ τὰς δύο ἡμέρας 43 Τότε, μετά τις δύο ημέρες,
ἐξῆλθεν ἐκεῖθεν καὶ ἀπῆλθεν εἰς εξήλθε από εκεί στη Γαλιλαία.
τὴν Γαλιλαίαν.
44 αὐτὸς γὰρ ὁ ᾿Ιησοῦς 44 Βέβαια, ο ίδιος ο Ιησούς είχε
ἐμαρτύρησεν ὅτι προφήτης ἐν τῇ μαρτυρήσει ότι ένας προφήτης
ἰδίᾳ πατρίδι τιμὴν οὐκ ἔχει. μέσα στη δική του πατρίδα δεν
εκτιμάται.
45 ὅτε οὖν ἦλθεν εἰς τὴν 45 Όταν όμως ήρθε στη Γαλιλαία,
Γαλιλαίαν, ἐδέξαντο αὐτὸν οἱ τον δέχτηκαν ευμενώς οι
Γαλιλαῖοι, πάντα ἑωρακότες ἃ Γαλιλαίοι, επειδή είχαν δει όσα
ἐποίησεν ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἐν τῇ έκανε στα Ιεροσόλυμα κατά την
ἑορτῇ· καὶ αὐτοὶ γὰρ ἦλθον εἰς εορτή. γιατί και αυτοί είχαν έρθει
τὴν ἑορτήν. στην εορτή.
46 ῏Ηλθεν οὖν πάλιν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς 46 Ήρθε λοιπόν πάλι στην Κανά
τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου της Γαλιλαίας όπου είχε κάνει το
ἐποίησε τὸ ὕδωρ οἶνον. καὶ ἦν τις νερό κρασί. Και ήταν κάποιος
βασιλικός, οὗ ὁ υἱὸς ἠσθένει ἐν βασιλικός αξιωματούχος, του
Καπερναούμ· οποίου ο γιος ασθενούσε στην
Καπερναούμ.
47 οὗτος ἀκούσας ὅτι ᾿Ιησοῦς 47 Αυτός, όταν άκουσε ότι ο
ἥκει ἐκ τῆς ᾿Ιουδαίας εἰς τὴν Ιησούς έχει έρθει από την Ιουδαία
Γαλιλαίαν, ἀπῆλθε πρὸς αὐτὸν στη Γαλιλαία, πήγε προς αυτόν
καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα καταβῇ καὶ και τον παρακαλούσε να κατεβεί
ἰάσηται αὐτοῦ τὸν υἱόν· ἤμελλε και να γιατρέψει το γιο του, γιατί
γὰρ ἀποθνήσκειν. έμελλε να πεθάνει.
48 εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς πρὸς αὐτόν· 48 Είπε λοιπόν ο Ιησούς προς
ἐὰν μὴ σημεῖα καὶ τέρατα ἴδητε, αυτόν: «Αν δε δείτε σημεία και
οὐ μὴ πιστεύσητε. τέρατα, δε θα πιστέψετε».
49 λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλικός· 49 Λέει προς αυτόν ο βασιλικός
Κύριε, κατάβηθι πρὶν ἀποθανεῖν αξιωματούχος: «Κύριε, κατέβα

τὸ παιδίον μου. πριν πεθάνει το παιδί μου».


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Δ’


50 λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πορεύου· 50 Του λέει ο Ιησούς: «Πήγαινε, ο
ὁ υἱός σου ζῇ. καὶ ἐπίστευσεν ὁ γιος σου ζει». Πίστεψε ο
ἄνθρωπος τῷ λόγῳ ᾧ εἶπεν αὐτῷ άνθρωπος στο λόγο που του είπε
ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἐπορεύετο. ο Ιησούς και πορευόταν.
51 ἤδη δὲ αὐτοῦ καταβαίνοντος 51 Ενώ ήδη αυτός κατέβαινε, οι
οἱ δοῦλοι αὐτοῦ ἀπήντησαν αὐτῷ δούλοι του τον προϋπάντησαν,
καὶ ἀπήγγειλαν λέγοντες ὅτι ὁ λέγοντας ότι το παιδί του ζει.
παῖς σου ζῇ.
52 ἐπύθετο οὖν παρ' αὐτῶν τὴν 52 Ζήτησε, λοιπόν, να μάθει από
ὥραν ἐν ᾗ κομψότερον ἔσχε. καὶ αυτούς την ώρα που έγινε
εἶπον αὐτῷ ὅτι χθὲς ὥραν καλύτερα. Τότε του είπαν: «Χτες
ἑβδόμην ἀφῆκεν αὐτὸν ὁ στη μία το μεσημέρι τον άφησε ο
πυρετός. πυρετός».
53 ἔγνω οὖν ὁ πατὴρ ὅτι ἐν ἐκείνῃ 53 Κατάλαβε λοιπόν ο πατέρας
τῇ ὥρᾳ ἐν ᾗ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς ότι ήταν εκείνη η ώρα που του
ὅτι ὁ υἱός σου ζῇ· καὶ ἐπίστευσεν είπε ο Ιησούς: «Ο γιος σου ζει»,
αὐτὸς καὶ ἡ οἰκία αὐτοῦ ὅλη. και πίστεψε αυτός και η οικία του
όλη.
54 Τοῦτο πάλιν δεύτερον σημεῖον 54 Και αυτό, πάλι, ήταν το
ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐλθὼν ἐκ τῆς δεύτερο θαυματουργικό σημείο
᾿Ιουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν. που έκανε ο Ιησούς, όταν ήρθε
από την Ιουδαία στη Γαλιλαία.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Ε’




Η θεραπεία του παράλυτου στη
Βηθεσδά
1 Μετὰ ταῦτα ἦν ἡ ἑορτὴ τῶν 1 Μετά από αυτά, ήταν εορτή των
᾿Ιουδαίων, καὶ ἀνέβη ὁ ᾿Ιησοῦς Ιουδαίων, και ανέβηκε ο Ιησούς
εἰς ῾Ιεροσόλυμα. στα Ιεροσόλυμα.
2 ἔστι δὲ ἐν τοῖς ῾Ιεροσολύμοις ἐπὶ 2 Υπάρχει λοιπόν στα
τῇ προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἡ Ιεροσόλυμα κοντά στην

ἐπιλεγομένη ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, προβατική πύλη μια
πέντε στοὰς ἔχουσα. κολυμπήθρα που επονομάζεται
εβραϊκά Βηθεσδά και έχει πέντε
στοές.
3 ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος 3 Σ’ αυτές ήταν κατάκοιτοι
πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, πλήθος οι ασθενείς: τυφλοί,
χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν χωλοί, παράλυτοι, που περίμεναν
τοῦ ὕδατος κίνησιν. την κίνηση του νερού.
4 ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν 4 Γιατί άγγελος Κυρίου κάθε τόσο
κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, κατέβαινε στην κολυμπήθρα και
καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν ταραζόταν το νερό. Ο πρώτος,
πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν λοιπόν, που έμπαινε μετά την
τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ ταραχή του νερού γινόταν υγιής
δήποτε κατείχετο νοσήματι. από οποιοδήποτε νόσημα τότε
τον κατείχε .
5 ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ 5 Ήταν λοιπόν κάποιος
τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν άνθρωπος εκεί που είχε τριάντα
τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. οχτώ έτη με την ασθένειά του.
6 τοῦτον ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς 6 Όταν ο Ιησούς είδε αυτόν
κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι κατάκοιτο, και επειδή γνώριζε
πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει ότι ήδη πολύ χρόνο έχει εκεί, του
αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; λέει: «Θέλεις να γίνεις υγιής;»
7 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· 7 Του αποκρίθηκε ο ασθενής:
Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα «Κύριε, άνθρωπο δεν έχω να με
ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με βάλει στην κολυμπήθρα όταν
εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ταραχτεί το νερό. Ενώ λοιπόν εγώ
ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ προσπαθώ να έρθω, άλλος
καταβαίνει. κατεβαίνει πριν από εμένα».
8 λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἔγειρε, 8 Του λέει ο Ιησούς: «Σήκω, πάρε
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ το κρεβάτι σου και περπάτα».
περιπάτει.
9 καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ 9 Και αμέσως έγινε υγιής ο
ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν άνθρωπος και πήρε το κρεβάτι


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Ε’


κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. του καί περπατούσε. Ήταν τότε
ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ Σάββατο εκείνη την ημέρα.
ἡμέρᾳ.
10 ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι τῷ 10 Έλεγαν λοιπόν οι Ιουδαίοι
τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· στον θεραπευμένο: «Είναι
οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν Σάββατο, και δε σου επιτρέπεται
κράβαττον. να σηκώσεις το κρεβάτι σου».
11 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με 11 Αυτός τους αποκρίθηκε:
ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν «Εκείνος που με έκανε υγιή,
κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. εκείνος μου είπε: “Πάρε το
κρεβάτι σου και περπάτα”».
12 ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν 12 Τον ρώτησαν: «Ποιος είναι ο
ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν άνθρωπος που σου είπε: “Πάρε το
κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; και περπάτα”;»
13 ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ 13 Αλλά αυτός που γιατρεύτηκε
γὰρ ᾿Ιησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου δεν ήξερε ποιος είναι, γιατί ο
ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. Ιησούς ξέφυγε, επειδή υπήρχε
πλήθος σ’ εκείνον τον τόπο.
14 μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ 14 Μετά από αυτά τον βρίσκει ο
᾿Ιησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν Ιησούς μέσα στο ναό και του είπε:
αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι «Δες, έχεις γίνει υγιής. μην
ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι αμαρτάνεις πια, για να μη σου
γένηται. γίνει κάτι χειρότερο».
15 ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ 15 Έφυγε ο άνθρωπος και
ἀνήγγειλε τοῖς ᾿Ιουδαίοις ὅτι ανάγγειλε στους Ιουδαίους ότι ο
᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν Ιησούς είναι εκείνος που τον
ὑγιῆ. έκανε υγιή.
16 Καὶ διὰ τοῦτο ἐδίωκον τὸν 16 Και γι’ αυτό επίσης οι Ιουδαίοι
᾿Ιησοῦν οἱ ᾿Ιουδαῖοι καὶ ἐζήτουν καταδίωκαν τον Ιησού: επειδή
αὐτὸν ἀποκτεῖναι, ὅτι ταῦτα έκανε αυτά το Σάββατο.
ἐποίει ἐν σαββάτῳ.
17 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπεκρίνατο 17 Αλλά ο Ιησούς τούς
αὐτοῖς· ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι αποκρίθηκε: «Ο Πατέρας μου ως
ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι. τώρα εργάζεται. κι εγώ
εργάζομαι».
18 διὰ τοῦτο οὖν μᾶλλον ἐζήτουν 18 Γι’ αυτό, λοιπόν, ακόμη
αὐτὸν οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἀποκτεῖναι, ὅτι περισσότερο ζητούσαν οι
οὐ μόνον ἔλυε τὸ σάββατον, ἀλλὰ Ιουδαίοι να τον σκοτώσουν,
καὶ πατέρα ἴδιον ἔλεγε τὸν Θεόν, επειδή όχι μόνο κατέλυε το
ἴσον ἑαυτὸν ποιῶν τῷ Θεῷ. Σάββατο, αλλά και Πατέρα δικό

του έλεγε το Θεό, ίσο κάνοντας
τον εαυτό του με το Θεό.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Ε’


Η εξουσία του Υιού
19 ᾿Απεκρίνατο οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ 19 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και
εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω τους έλεγε: «Αλήθεια, αλήθεια
ὑμῖν, οὐ δύναται ὁ υἱὸς ποιεῖν ἀφ᾿ σας λέω, δε δύναται ο Υιός να
ἑαυτοῦ οὐδέν, ἐὰν μή τι βλέπῃ τὸν κάνει από τον εαυτό του τίποτα
πατέρα ποιοῦντα· ἃ γὰρ ἂν αν δε βλέπει κάτι τον Πατέρα να
ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς κάνει. Γιατί όσα Εκείνος κάνει,
ὁμοίως ποιεῖ. αυτά κάνει ομοίως και ο Υιός.
20 ὁ γὰρ πατὴρ φιλεῖ τὸν υἱὸν καὶ 20 Επειδή ο Πατέρας αγαπά τον
πάντα δείκνυσιν αὐτῷ ἃ αὐτὸς Υιό και του δείχνει όλα όσα αυτός
ποιεῖ, καὶ μείζονα τούτων δείξει κάνει. Και μεγαλύτερα έργα θα
αὐτῷ ἔργα, ἵνα ὑμεῖς θαυμάζητε. του δείξει από αυτά, για να
θαυμάζετε εσείς.
21 ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει 21 Γιατί, όπως ακριβώς ο Πατέρας
τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω εγείρει τους νεκρούς και τους
καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ. ζωοποιεί, έτσι και ο Υιός όποιους
θέλει ζωοποιεί.
22 οὐδὲ γὰρ ὁ πατὴρ κρίνει 22 Γιατί ούτε κρίνει κανέναν ο
οὐδένα, ἀλλὰ τὴν κρίσιν πᾶσαν Πατέρας, αλλά την κρίση όλη
δέδωκε τῷ υἱῷ, την έχει δώσει στον Υιό,
23 ἵνα πάντες τιμῶσι τὸν υἱόν, 23 για να τιμούν όλοι τον Υιό
καθὼς τιμῶσι τὸν πατέρα. ὁ μὴ καθώς τιμούν τον Πατέρα.
τιμῶν τὸν υἱὸν οὐ τιμᾷ τὸν Εκείνος που δεν τιμά τον Υιό δεν
πατέρα τὸν πέμψαντα αὐτόν. τιμά τον Πατέρα που τον έστειλε.
24 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν 24 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω ότι
λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων όποιος ακούει το λόγο μου και
τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν πιστεύει σ’ αυτόν που με έστειλε
αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ έχει ζωή αιώνια, και σε κρίση για
ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ καταδίκη δεν έρχεται, αλλά έχει
τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν. μεταβεί από το θάνατο στη ζωή.
25 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι 25 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω ότι
ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ έρχεται ώρα, και μάλιστα είναι
νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τώρα, που οι νεκροί θα ακούσουν
τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ τη φωνή του Υιού του Θεού και
ἀκούσαντες ζήσονται· όσοι άκουσαν θα ζήσουν.
26 ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἔχει ζωὴν 26 Γιατί όπως ακριβώς ο Πατέρας
ἐν ἑαυτῷ, οὕτως ἔδωκε καὶ τῷ υἱῷ έχει ζωή μέσα στον εαυτό του,
ζωὴν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ· έτσι και στον Υιό έδωσε ζωή να
έχει μέσα στον εαυτό του.
27 καὶ ἐξουσίαν ἔδωκεν αὐτῷ καὶ 27 Και του έδωσε εξουσία να

κρίσιν ποιεῖν, ὅτι υἱὸς ἀνθρώπου κάνει κρίση, επειδή είναι Υιός
ἐστί. ανθρώπου.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Ε’


28 μὴ θαυμάζετε τοῦτο· ὅτι 28 Μη θαυμάζετε γι’ αυτό, επειδή
ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς έρχεται ώρα κατά την οποία όλοι
μνημείοις ἀκούσονται τῆς όσοι είναι στα μνήματα θα
φωνῆς αὐτοῦ, ακούσουν τη φωνή του
29 καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ 29 και θα πορευτούν έξω, όσοι
ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν έκαναν τα αγαθά σε ανάσταση
ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες ζωής, ενώ όσοι έπραξαν τα κακά
εἰς ἀνάστασιν κρίσεως. σε ανάσταση κρίσης για
καταδίκη.
30 Οὐ δύναμαι ἐγὼ ποιεῖν ἀπ' 30 Δε δύναμαι εγώ να κάνω από
ἐμαυτοῦ οὐδέν. καθὼς ἀκούω τον εαυτό μου τίποτα. Καθώς
κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ακούω κρίνω, και η κρίση η δική
ἐστίν· ὅτι οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ μου είναι δίκαιη, γιατί δε ζητώ το
ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ θέλημα το δικό μου, αλλά το
πέμψαντός με πατρός. θέλημα εκείνου που με έστειλε».
Μαρτυρίες για τον Ιησού
31 ᾿Εὰν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ 31 «Αν εγώ μαρτυρώ για τον
ἐμαυτοῦ, ἡ μαρτυρία μου οὐκ εαυτό μου, η μαρτυρία μου δεν
ἔστιν ἀληθής. είναι αληθινή για σας.
32 ἄλλος ἐστὶν ὁ μαρτυρῶν περὶ 32 Άλλος είναι αυτός που
ἐμοῦ, καὶ οἶδα ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρεί για μένα και ξέρω ότι
μαρτυρία ἣν μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ. αληθινή είναι η μαρτυρία που
μαρτυρεί για μένα.
33 ὑμεῖς ἀπεστάλκατε πρὸς 33 Εσείς έχετε αποστείλει
᾿Ιωάννην, καὶ μεμαρτύρηκε τῇ ανθρώπους προς τον Ιωάννη και
ἀληθείᾳ· έχει μαρτυρήσει για την αλήθεια.
34 ἐγὼ δὲ οὐ παρὰ ἀνθρώπου τὴν 34 Εγώ όμως δε λαβαίνω από
μαρτυρίαν λαμβάνω, ἀλλὰ ταῦτα άνθρωπο τη μαρτυρία, αλλά
λέγω ἵνα ὑμεῖς σωθῆτε. αυτά τα λέω για να σωθείτε εσείς.
35 ἐκεῖνος ἦν ὁ λύχνος ὁ 35 Εκείνος ήταν ο λύχνος που
καιόμενος καὶ φαίνων, ὑμεῖς δὲ έκαιγε και έφεγγε, και εσείς
ἠθελήσατε ἀγαλλιαθῆναι πρὸς θελήσατε να αγαλλιαστείτε
ὥραν ἐν τῷ φωτὶ αὐτοῦ. προσωρινά στο φως του.
36 ἐγὼ δέ ἔχω τὴν μαρτυρίαν 36 Εγώ όμως έχω μαρτυρία
μείζω τοῦ ᾿Ιωάννου· τὰ γὰρ ἔργα μεγαλύτερη από αυτήν του
ἃ ἔδωκέ μοι ὁ πατὴρ ἵνα Ιωάννη. Γιατί τα έργα που μου
τελειώσω αὐτά, αὐτὰ τὰ ἔργα ἃ έχει δώσει ο Πατέρας να τα
ἐγὼ ποιῶ, μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὅτι τελειώσω, αυτά τα έργα που
ὁ πατήρ με ἀπέσταλκε. κάνω μαρτυρούν για μένα ότι ο
Πατέρας με έχει αποστείλει.

37 καὶ ὁ πέμψας με πατήρ, αὐτὸς 37 Και ο Πατέρας που με έστειλε,
μεμαρτύρηκε περὶ ἐμοῦ. οὔτε εκείνος έχει μαρτυρήσει για μένα.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Ε’


φωνὴν αὐτοῦ ἀκηκόατε πώποτε Ούτε τη φωνή του έχετε ακούσει
οὔτε εἶδος αὐτοῦ ἑωράκατε, ποτέ ως τώρα ούτε την όψη του
έχετε δει,
38 καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ οὐκ ἔχετε 38 και το λόγο του δεν τον έχετε
μένοντα ἐν ὑμῖν, ὅτι ὃν μέσα σας να μένει, γιατί σε αυτόν
ἀπέστειλεν ἐκεῖνος, τούτῳ ὑμεῖς που απέστειλε εκείνος, σε τούτον
οὐ πιστεύετε. εσείς δεν πιστεύετε.
39 ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς 39 Ερευνάτε τις Γραφές, γιατί
δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον εσείς νομίζετε ότι μέσω αυτών
ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ έχετε ζωή αιώνια. Και πράγματι,
μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ· εκείνες είναι που μαρτυρούν για
μένα.
40 καὶ οὐ θέλετε ἐλθεῖν πρός με 40 Αλλά δε θέλετε να έρθετε προς
ἵνα ζωὴν ἔχητε. εμένα για να έχετε ζωή.
41 δόξαν παρὰ ἀνθρώπων οὐ 41 Δόξα από ανθρώπους δε
λαμβάνω· λαβαίνω.
42 ἀλλ' ἔγνωκα ὑμᾶς ὅτι τὴν 42 Αλλά σας έχω γνωρίσει: την
ἀγάπην τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔχετε ἐν αγάπη του Θεού δεν την έχετε
ἑαυτοῖς. μέσα σας.
43 ἐγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ 43 Εγώ έχω έρθει στο όνομα του
πατρός μου, καὶ οὐ λαμβάνετέ με· Πατέρα μου και δε με δέχεστε. αν
ἐὰν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ άλλος έρθει στο όνομα το δικό
ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε. του, εκείνον θα τον δεχτείτε.
44 πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, 44 Πώς δύναστε εσείς να
δόξαν παρὰ ἀλλήλων πιστέψετε, αφού λαβαίνετε δόξα
λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν ο ένας από τον άλλο, ενώ τη δόξα
παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε; που προέρχεται από το μόνο Θεό
δεν ζητάτε;
45 μὴ δοκεῖτε ὅτι ἐγὼ 45 Μη νομίζετε ότι εγώ θα σας
κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν κατηγορήσω προς τον Πατέρα.
πατέρα· ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Υπάρχει αυτός που σας
Μωϋσῆς, εἰς ὃν ὑμεῖς ἠλπίκατε. κατηγορεί, ο Μωυσής, στον
οποίο εσείς έχετε ελπίσει.
46 εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, 46 Γιατί αν πιστεύατε στο
ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί· περὶ γὰρ ἐμοῦ Μωυσή, θα πιστεύατε σ’ εμένα.
ἐκεῖνος ἔγραψεν. γιατί εκείνος έγραψε για μένα.
47 εἰ δὲ τοῖς ἐκείνου γράμμασιν οὐ 47 Αν όμως στα γραφτά εκείνου
πιστεύετε, πῶς τοῖς ἐμοῖς ρήμασι δεν πιστεύετε, πώς θα πιστέψετε
πιστεύσετε; στα δικά μου λόγια;»


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΣΤ’




Ο πολλαπλασιασμός των πέντε
άρτων
(Μτ 14,13-21. Μκ 6,30-44. Λκ 9,10-17)
1 Μετὰ ταῦτα ἀπῆλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς 1 Μετά από αυτά ο Ιησούς πήγε
πέραν τῆς θαλάσσης τῆς πέρα από τη λίμνη της
Γαλιλαίας τῆς Τιβεριάδος· Γαλιλαίας, την Τιβεριάδα.
2 καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος 2 Τον ακολουθούσε μάλιστα

πολύς, ὅτι ἑώρων αὐτοῦ τὰ πολύ πλήθος, επειδή έβλεπαν τα
σημεῖα ἃ ἐποίει ἐπὶ τῶν θαυματουργικά σημεία που
ἀσθενούντων. έκανε πάνω στους ασθενείς.
3 ἀνῆλθε δὲ εἰς τὸ ὄρος ὁ ᾿Ιησοῦς 3 Ο Ιησούς, λοιπόν, ανέβηκε στο
καὶ ἐκεῖ ἐκάθητο μετὰ τῶν όρος, και εκεί καθόταν μαζί με
μαθητῶν αὐτοῦ. τους μαθητές του.
4 ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα, ἡ ἑορτὴ 4 Ήταν τότε κοντά το Πάσχα, η
τῶν ᾿Ιουδαίων. εορτή των Ιουδαίων.
5 ἐπάρας οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς 5 Σήκωσε, λοιπόν, ο Ιησούς τα
ὀφθαλμοὺς καὶ θεασάμενος ὅτι μάτια και παρατήρησε ότι πολύ
πολὺς ὄχλος ἔρχεται πρὸς αὐτόν, πλήθος έρχεται προς αυτόν, και
λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον· πόθεν τότε λέει προς το Φίλιππο:
ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα
φάγωσιν οὗτοι;
6 τοῦτο δὲ ἔλεγε πειράζων αὐτόν· 6 Αυτό όμως το έλεγε, για να τον
αὐτὸς γὰρ ᾔδει τί ἔμελλε ποιεῖν. δοκιμάσει. γιατί αυτός ήξερε τι
έμελλε να κάνει.
7 ἀπεκρίθη αὐτῷ Φίλιππος· 7 Ο Φίλιππος τού αποκρίθηκε:
διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ «Διακοσίων δηναρίων άρτοι δεν
ἀρκοῦσιν αὐτοῖς ἵνα ἕκαστος τους αρκούν, για να λάβει
αὐτῶν βραχύ τι λάβῃ. καθένας από λίγο».
8 λέγει αὐτῷ εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν 8 Του λέει ένας από τους μαθητές
αὐτοῦ, ᾿Ανδρέας ὁ ἀδελφὸς του, ο Ανδρέας, ο αδελφός του
Σίμωνος Πέτρου. Σίμωνα Πέτρου:
9 ἔστι παιδάριον ἓν ὧδε, ὃς ἔχει 9 «Είναι ένα παιδάκι εδώ, που έχει
πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο πέντε άρτους κρίθινους και δύο
ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς ψάρια. αλλά αυτά τι είναι για
τοσούτους; τόσο πολλούς;»
10 εἶπε δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς· ποιήσατε 10 Ο Ιησούς είπε: «Κάντε τους
τοὺς ἀνθρώπους ἀναπεσεῖν· ἦν δὲ ανθρώπους να ξαπλώσουν στη
χόρτος πολὺς ἐν τῷ τόπῳ. γη». Υπήρχε, λοιπόν, πολύ
ἀνέπεσον οὖν οἱ ἄνδρες τὸν χορτάρι στον τόπο εκείνο.
ἀριθμὸν ὡσεὶ πεντακισχίλιοι. Ξάπλωσαν λοιπόν στη γη οι


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΣΤ’


άντρες, που ήταν κατά τον
αριθμό περίπου πέντε χιλιάδες.
11 ἔλαβε δὲ τοὺς ἄρτους ὁ ᾿Ιησοῦς 11 Ο Ιησούς έλαβε τότε τους
καὶ εὐχαριστήσας διέδωκε τοῖς άρτους και, αφού ευχαρίστησε το
μαθηταῖς, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς Θεό, τους διαμοίρασε σ’ εκείνους
ἀνακειμένοις· ὁμοίως καὶ ἐκ τῶν που ήταν ξαπλωμένοι στη γη.
ὀψαρίων ὅσον ἤθελον. όμοια και από τα ψάρια, όσο
ήθελαν.
12 ὡς δέ ἐνεπλήσθησαν, λέγει 12 Και μόλις χόρτασαν, λέει στους
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· συναγάγετε μαθητές του: «Συνάξτε τα
τὰ περισσεύσαντα κλάσματα, κομμάτια που περίσσεψαν, για
ἵνα μή τι ἀπόληται. να μη χαθεί τίποτα».
13 συνήγαγον οὖν καὶ ἐγέμισαν 13 Τα σύναξαν, λοιπόν, και
δώδεκα κοφίνους κλασμάτων ἐκ γέμισαν δώδεκα κοφίνια με
τῶν πέντε ἄρτων τῶν κριθίνων ἃ κομμάτια από τους πέντε άρτους
ἐπερίσσευσε τοῖς βεβρωκόσιν. τους κρίθινους, τα οποία
περίσσεψαν σ’ αυτούς που είχαν
φάει.
14 Οἱ οὖν ἄνθρωποι, ἰδόντες ὃ 14 Τότε οι άνθρωποι, όταν είδαν
ἐποίησε σημεῖον ὁ ᾿Ιησοῦς, αυτό το θαυματουργικό σημείο
ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ που έκανε, έλεγαν: «Αυτός είναι
προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν αληθινά ο προφήτης ο ερχόμενος
κόσμον. στον κόσμο».
15 ᾿Ιησοῦς οὖν γνοὺς ὅτι 15 Ο Ιησούς, τότε, επειδή
μέλλουσιν ἔρχεσθαι καὶ ἁρπάζειν κατάλαβε ότι μέλλουν να έρθουν
αὐτὸν ἵνα ποιήσωσιν αὐτὸν και να τον αρπάξουν, για να τον
βασιλέα, ἀνεχώρησε πάλιν εἰς τὸ κάνουν βασιλιά, αναχώρησε
ὄρος αὐτὸς μόνος. πάλι στο όρος αυτός μόνος του.
Ο Ιησούς περπατά πάνω στη
θάλασσα
(Μτ 14,22-23. Μκ 6,45-52)
16 ῾Ως δὲ ὀψία ἐγένετο, 16 Μόλις λοιπόν βράδιασε,
κατέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπὶ κατέβηκαν οι μαθητές του στη
τὴν θάλασσαν, λίμνη
17 καὶ ἐμβάντες εἰς τὸ πλοῖον 17 και, αφού μπήκαν σ’ ένα
ἤρχοντο πέραν τῆς θαλάσσης εἰς πλοίο, έρχονταν αντίπερα στη
Καπερναούμ. καὶ σκοτία ἤδη λίμνη, στην Καπερναούμ. Και
ἐγεγόνει καὶ οὐκ ἐληλύθει πρὸς είχε γίνει ήδη σκοτάδι, αλλά
αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς, ακόμα ο Ιησούς δεν είχε έρθει
προς αυτούς.

18 ἥ τε θάλασσα ἀνέμου μεγάλου 18 Και η λίμνη ταραζόταν από
πνέοντος διηγείρετο. δυνατό άνεμο που έπνεε.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΣΤ’


19 ἐληλακότες οὖν ὡς σταδίους 19 Αφού, λοιπόν, είχαν πλεύσει
εἴκοσι πέντε ἢ τριάκοντα περίπου τέσσερα ή πέντε
θεωροῦσι τὸν ᾿Ιησοῦν χιλιόμετρα, βλέπουν τον Ιησού
περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης να περπατάει πάνω στη λίμνη
καὶ ἐγγὺς τοῦ πλοίου γινόμενον, και να έρχεται κοντά στο πλοίο,
καὶ ἐφοβήθησαν. και φοβήθηκαν.
20 ὁ δέ λέγει αὐτοῖς· ἐγώ εἰμι· μὴ 20 Εκείνος τους λέει: «Εγώ είμαι.
φοβεῖσθε. μη φοβάστε».
21 ἤθελον οὖν λαβεῖν αὐτὸν εἰς τὸ 21 Ήθελαν, τότε, να τον πάρουν
πλοῖον, καὶ εὐθέως τὸ πλοῖον στο πλοίο, και αμέσως ήρθε το
ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς εἰς ἣν πλοίο στην ξηρά στο μέρος όπου
ὑπῆγον. πήγαιναν.
Ο Ιησούς είναι ο Άρτος της Ζωής
22 Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος ὁ 22 Την επόμενη ημέρα, το πλήθος
ἑστηκὼς πέραν τῆς θαλάσσης που είχε σταθεί αντίπερα στη
ἰδὼν ὅτι πλοιάριον ἄλλο οὐκ ἦν λίμνη είδε ότι άλλο πλοιάριο δεν
ἐκεῖ εἰ μὴ ἓν ἐκεῖνο εἰς ὃ ἐνέβησαν ήταν εκεί παρά μόνο ένα, και ότι
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ὅτι οὐ ο Ιησούς δεν εισήλθε στο πλοίο
συνεισῆλθε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ μαζί με τους μαθητές του, αλλά οι
ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὸ πλοιάριον, ἀλλὰ μαθητές του έφυγαν μόνοι.
μόνοι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπῆλθον·
23 ἄλλα δὲ ἦλθε πλοιάρια ἐκ 23 Άλλα πλοιάρια ήρθαν από την
Τιβεριάδος ἐγγὺς τοῦ τόπου, ὅπου Τιβεριάδα κοντά στον τόπο όπου
ἔφαγον τὸν ἄρτον έφαγαν τον άρτο, όταν
εὐχαριστήσαντος τοῦ Κυρίου· ευχαρίστησε ο Κύριος το Θεό.
24 ὅτε οὖν εἶδεν ὁ ὄχλος ὅτι 24 Όταν λοιπόν το πλήθος είδε ότι
᾿Ιησοῦς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ οὐδὲ οἱ ο Ιησούς δεν είναι εκεί ούτε οι
μαθηταὶ αὐτοῦ, ἐνέβησαν αὐτοὶ μαθητές του, αυτοί μπήκαν στα
εἰς τὰ πλοῖα καὶ ἦλθον εἰς πλοιάρια και ήρθαν στην
Καπερναοὺμ ζητοῦντες τὸν Καπερναούμ, ζητώντας τον
᾿Ιησοῦν. Ιησού.
25 καὶ εὑρόντες αὐτὸν πέραν τῆς 25 Και όταν τον βρήκαν αντίπερα
θαλάσσης εἶπον αὐτῷ· ραββί, στη λίμνη, του είπαν: «Ραβί, πότε
πότε ὧδε γέγονας; έχεις έρθει εδώ;»
26 ᾿Απεκρίθη αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ 26 Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε και
εἶπεν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, είπε: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω,
ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, με ζητάτε όχι επειδή είδατε
ἀλλ' ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων θαυματουργικά σημεία, αλλά
καὶ ἐχορτάσθητε. επειδή φάγατε από τους άρτους
και χορτάσατε.

27 ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρῶσιν τὴν 27 Να εργάζεστε όχι για την
ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τροφή που καταστρέφεται, αλλά


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΣΤ’


τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον, για την τροφή που μένει για ζωή
ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑμῖν αιώνια, που ο Υιός του ανθρώπου
δώσει· τοῦτον γὰρ ὁ πατὴρ θα σας δώσει. Γιατί αυτόν ο
ἐσφράγισεν ὁ Θεός. Πατέρας σφράγισε, ο Θεός».
28 εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· τί 28 Είπαν λοιπόν προς αυτόν: «Τι
ποιῶμεν ἵνα ἐργαζώμεθα τά ἔργα να κάνουμε, για να εργαζόμαστε
τοῦ Θεοῦ; τα έργα του Θεού;»
29 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν 29 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και τους
αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ ἔργον τοῦ είπε: «Αυτό είναι το έργο του
Θεοῦ, ἵνα πιστεύσητε εἰς ὃν Θεού: το να πιστεύετε σε αυτόν
ἀπέστειλεν ἐκεῖνος. που απέστειλε εκείνος».
30 εἶπον οὖν αὐτῷ· τί οὖν ποιεῖς σὺ 30 Είπαν τότε σ’ αυτόν: «Ποιο
σημεῖον ἵνα ἴδωμεν καὶ λοιπόν σημείο κάνεις εσύ, για να
πιστεύσωμέν σοι; τί ἐργάζῃ; δούμε και να σε πιστέψουμε; Τι
εργάζεσαι;
31 οἱ πατέρες ἡμῶν τὸ μάννα 31 Οι πατέρες μας έφαγαν το
ἔφαγον ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθώς ἐστι μάννα στην έρημο καθώς είναι
γεγραμμένον· ἄρτον ἐκ τοῦ γραμμένο: Άρτο από τον ουρανό
οὐρανοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς φαγεῖν. τους έδωσε να φάνε».
32 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· 32 Είπε τότε σ’ αυτούς ο Ιησούς:
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, ο
Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν ἄρτον Μωυσής δε σας έχει δώσει τον
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλ' ὁ πατήρ μου άρτο από τον ουρανό, αλλά ο
δίδωσιν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ Πατέρας μου σας δίνει τον άρτο
οὐρανοῦ τὸν ἀληθινόν. τον αληθινό από τον ουρανό.
33 ὁ γὰρ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ 33 Γιατί ο άρτος του Θεού είναι
καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ εκείνος που κατεβαίνει από τον
ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ. ουρανό και δίνει ζωή στον
κόσμο».
34 εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· Κύριε, 34 Είπαν λοιπόν προς αυτόν:
πάντοτε δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον «Κύριε, πάντοτε δώσε μας αυτόν
τοῦτον. τον άρτο».
35 εἶπε δὲ αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ 35 Ο Ιησούς τους απάντησε: «Εγώ
εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ είμαι ο άρτος της ζωής. Όποιος
ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ έρχεται προς εμένα δε θα
πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ πεινάσει, και όποιος πιστεύει σ’
οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε. εμένα δε θα διψάσει ποτέ.
36 ἀλλ' εἶπον ὑμῖν ὅτι καὶ 36 Αλλά σας είπα ότι και με έχετε
ἑωράκατέ με καὶ οὐ πιστεύετε. δει και δεν πιστεύετε.
37 Πᾶν ὃ δίδωσί μοι ὁ πατήρ, πρὸς 37 Καθετί που μου δίνει ο

ἐμὲ ἥξει, καὶ τὸν ἐρχόμενον πρός Πατέρας θα έρθει προς εμένα, και
με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω·


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΣΤ’


αυτόν που έρχεται προς εμένα δε
θα τον βγάλω έξω,
38 ὅτι καταβέβηκα ἐκ τοῦ 38 γιατί έχω κατεβεί από τον
οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα ουρανό όχι για να κάνω το
τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ θέλημα το δικό μου, αλλά το
πέμψαντός με. θέλημα εκείνου που με έστειλε.
39 τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ 39 Και αυτό είναι το θέλημα
πέμψαντός με πατρός, ἵνα πᾶν ὃ εκείνου που με έστειλε: να μη
δέδωκέ μοι μὴ ἀπολέσω ἐξ αὐτοῦ, χάσω από Αυτόν τίποτα από ό,τι
ἀλλὰ ἀναστήσω αὐτὸ ἐν τῇ μου έχει δώσει, αλλά να το
ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. αναστήσω την έσχατη ημέρα.
40 τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ 40 Γιατί αυτό είναι το θέλημα του
πέμψαντός με, ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν Πατέρα μου: καθένας που βλέπει
τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν τον Υιό και πιστεύει σ’ αυτόν να
ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἀναστήσω έχει ζωή αιώνια. και εγώ θα τον
αὐτὸν ἐγὼ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. αναστήσω την έσχατη ημέρα».
41 ᾿Εγόγγυζον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι 41 Γόγγυζαν τότε οι Ιουδαίοι γι’
περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶπεν, ἐγώ εἰμι ὁ αυτόν, επειδή είπε: «Εγώ είμαι ο
ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, άρτος που κατέβηκε από τον
ουρανό»,
42 καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν 42 και έλεγαν: «Δεν είναι αυτός ο
᾿Ιησοῦς ὁ υἱὸς ᾿Ιωσήφ, οὗ ἡμεῖς Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, που
οἴδαμεν τὸν πατέρα καὶ τὴν εμείς ξέρουμε τον πατέρα και τη
μητέρα; πῶς οὖν λέγει οὗτος ὅτι μητέρα του; Πώς λέει τώρα: “Από
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβέβηκα; τον ουρανό έχω κατεβεί”;»
43 ἀπεκρίθη οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ 43 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους
εἶπεν αὐτοῖς· μὴ γογγύζετε μετ' είπε: «Μη γογγύζετε μεταξύ σας.
ἀλλήλων.
44 οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, 44 Κανείς δε δύναται να έρθει
ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με προς εμένα αν ο Πατέρας που με
ἑλκύσῃ αὐτόν, καὶ ἐγὼ έστειλε δεν τον ελκύσει. κι εγώ θα
ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ τον αναστήσω την έσχατη
ἡμέρᾳ. ημέρα.
45 ἔστι γεγραμμένον ἐν τοῖς 45 Είναι γραμμένο στους
προφήταις· καὶ ἔσονται πάντες προφήτες: Και θα είναι όλοι
διδακτοὶ Θεοῦ. πᾶς ὁ ἀκούων διδαγμένοι από το Θεό. Καθένας
παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν που άκουσε και έμαθε από τον
ἔρχεται πρός με· Πατέρα, έρχεται προς εμένα.
46 οὐχ ὅτι τὸν πατέρα τις 46 Όχι ότι τον Πατέρα έχει δει
ἑώρακεν, εἰ μὴ ὁ ὢν παρὰ τοῦ κανείς άλλος εκτός από αυτόν

Θεοῦ, οὗτος ἑώρακε τὸν πατέρα. που είναι από το Θεό. αυτός έχει
δει τον Πατέρα.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΣΤ’


47 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ 47 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω,
πιστεύων εἰς ἐμὲ ἔχει ζωὴν όποιος πιστεύει έχει ζωή αιώνια.
αἰώνιον.
48 ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. 48 Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής.
49 οἱ πατέρες ὑμῶν ἔφαγον τὸ 49 Οι πατέρες σας έφαγαν το
μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἀπέθανον· μάννα στην έρημο και πέθαναν.
50 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ 50 Αυτός είναι ο άρτος που
οὐρανοῦ καταβαίνων, ἵνα τις ἐξ κατεβαίνει από τον ουρανό, για
αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ. να φάει κανείς από αυτόν και να
μην πεθάνει.
51 ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ 51 Εγώ είμαι ο άρτος ο ζωντανός
οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ που κατέβηκε από τον ουρανό.
ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς Αν κάποιος φάει από τούτον τον
τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ άρτο, θα ζήσει στον αιώνα. Και ο
δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ άρτος, λοιπόν, που εγώ θα δώσω
δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. είναι η σάρκα μου υπέρ της ζωής
του κόσμου».
52 ᾿Εμάχοντο οὖν πρὸς ἀλλήλους 52 Μάχονταν λοιπόν μεταξύ τους
οἱ ᾿Ιουδαῖοι λέγοντες· πῶς οι Ιουδαίοι, λέγοντας: «Πώς
δύναται οὗτος ἡμῖν δοῦναι τὴν δύναται αυτός να μας δώσει να
σάρκα φαγεῖν; φάμε τη σάρκα του;»
53 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· 53 Τους είπε τότε ο Ιησούς:
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν δε
φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ φάτε τη σάρκα του Υιού του
ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα
αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. του, δεν έχετε ζωή μέσα σας.
54 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ 54 Εκείνος που μου τρώει τη
πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν σάρκα και μου πίνει το αίμα έχει
αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω ζωή αιώνια, κι εγώ θα τον
αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. αναστήσω την έσχατη ημέρα.
55 ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι 55 Γιατί η σάρκα μου είναι
βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς αληθινή τροφή και το αίμα μου
ἐστι πόσις. είναι αληθινό ποτό.
56 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ 56 Όποιος μου τρώει τη σάρκα
πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, και μου πίνει το αίμα, μένει μέσα
κἀγὼ ἐν αὐτῷ. μου κι εγώ μέσα του.
57 καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν 57 Καθώς με απέστειλε ο
πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, ζωντανός Πατέρας κι εγώ ζω για
καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος τον Πατέρα, έτσι και όποιος με
ζήσεται δι' ἐμέ. τρώει θα ζήσει κι εκείνος για

μένα.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΣΤ’


58 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ 58 Αυτός είναι ο άρτος που
οὐρανοῦ καταβάς, οὐ καθὼς κατέβηκε από τον ουρανό, όχι
ἔφαγον οἱ πατέρες ὑμῶν τὸ καθώς έφαγαν οι πατέρες και
μάννα καὶ ἀπέθανον· ὁ τρώγων πέθαναν. Όποιος τρώει τούτον
τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται εἰς τὸν τον άρτο θα ζήσει στον αιώνα».
αἰῶνα.
59 Ταῦτα εἶπεν ἐν συναγωγῇ 59 Αυτά είπε, διδάσκοντας στη
διδάσκων ἐν Καπερναούμ. συναγωγή, στην Καπερναούμ.
Λόγια που οδηγούν στην αιώνια
ζωή
(Μτ 16,13-20. Μκ 8,27-30. Λκ 9,18-21)
60 Πολλοὶ οὖν ἀκούσαντες ἐκ τῶν 60 Πολλοί λοιπόν από τους
μαθητῶν αὐτοῦ εἶπον· σκληρός μαθητές του, όταν άκουσαν,
ἐστιν οὗτος ὁ λόγος· τίς δύναται είπαν: «Σκληρός είναι αυτός ο
αὐτοῦ ἀκούειν; λόγος. Ποιος δύναται να τον
ακούει;»
61 εἰδὼς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν ἑαυτῷ ὅτι 61 Επειδή, λοιπόν, ήξερε ο Ιησούς
γογγύζουσι περὶ τούτου οἱ μέσα του ότι οι μαθητές του
μαθηταὶ αὐτοῦ, εἶπεν αὐτοῖς· γογγύζουν γι’ αυτό, τους είπε:
τοῦτο ὑμᾶς σκανδαλίζει; «Αυτό σας σκανδαλίζει;
62 ἐὰν οὖν θεωρῆτε τὸν υἱὸν τοῦ 62 Αν λοιπόν βλέπατε τον Υιό του
ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα ὅπου ἦν ανθρώπου να ανεβαίνει εκεί όπου
τὸ πρότερον; ήταν πρώτα, θα
σκανδαλιζόσασταν;
63 τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ 63 Το Πνεύμα είναι εκείνο που
σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν· τὰ ζωοποιεί, η σάρκα δεν ωφελεί
ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά τίποτα. Τα λόγια που εγώ σας
ἐστι καὶ ζωή ἐστιν. έχω μιλήσει είναι Πνεύμα και
είναι ζωή.
64 ἀλλ' εἰσὶν ἐξ ὑμῶν τινες οἳ οὐ 64 Αλλά είναι μερικοί από εσάς
πιστεύουσιν. ᾔδει γὰρ ἐξ ἀρχῆς ὁ που δεν πιστεύουν». Γιατί ήξερε
᾿Ιησοῦς τίνες εἰσὶν οἱ μὴ από την αρχή ο Ιησούς ποιοι
πιστεύοντες καὶ τίς ἐστιν ὁ είναι εκείνοι που δεν πιστεύουν
παραδώσων αὐτόν. και ποιος είναι εκείνος που θα τον
παραδώσει.
65 καὶ ἔλεγε· διὰ τοῦτο εἴρηκα 65 Και έλεγε: «Γι’ αυτό σας έχω πει
ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν ότι κανείς δε δύναται να έρθει
πρός με, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον προς εμένα, αν δεν του είναι
αὐτῷ ἐκ τοῦ πατρός μου. δοσμένο από τον Πατέρα».
66 ᾿Εκ τούτου πολλοὶ ἀπῆλθον ἐκ 66 Από τότε πολλοί από τους

τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω μαθητές του έφυγαν πίσω και δεν
περπατούσαν πια μαζί του.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΣΤ’


καὶ οὐκέτι μετ' αὐτοῦ
περιεπάτουν.
67 Εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς τοῖς 67 Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε στους
δώδεκα· μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε δώδεκα: «Μήπως κι εσείς θέλετε
ὑπάγειν; να φύγετε;»
68 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ Σίμων 68 Του αποκρίθηκε ο Σίμωνας
Πέτρος· Κύριε, πρὸς τίνα Πέτρος: «Κύριε, σε ποιον θα πάμε;
ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς Έχεις λόγια αιώνιας ζωής,
αἰωνίου ἔχεις·
69 καὶ ἡμεῖς πεπιστεύκαμεν καὶ 69 και εμείς έχουμε πιστέψει και
ἐγνώκαμεν ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ έχουμε γνωρίσει ότι εσύ είσαι ο
υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Άγιος του Θεού».
70 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐκ 70 Ο Ιησούς αποκρίθηκε σ’
ἐγὼ ὑμᾶς τοὺς δώδεκα αυτούς: «Εγώ δεν εξέλεξα εσάς
ἐξελεξάμην; καὶ ἐξ ὑμῶν εἷς τους δώδεκα; Και όμως, ένας από
διάβολός ἐστιν. εσάς είναι Διάβολος».
71 ἔλεγε δὲ τὸν ᾿Ιούδαν Σίμωνος 71 Και έλεγε για τον Ιούδα, το γιο
᾿Ισκαριώτην· οὗτος γὰρ ἔμελλεν του Σίμωνα του Ισκαριώτη. Γιατί
αὐτὸν παραδιδόναι, εἷς ὢν ἐκ τῶν αυτός έμελλε να τον παραδώσει,
δώδεκα. ενώ ήταν ένας από τους δώδεκα.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Z’




Η απιστία των αδελφών του Ιησού
1 Καὶ περιεπάτει ὁ ᾿Ιησοῦς μετὰ 1 Και μετά από αυτά περπατούσε
ταῦτα ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ γὰρ ο Ιησούς στη Γαλιλαία. γιατί δεν
ἤθελεν ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ περιπατεῖν, ήθελε να περπατά στην Ιουδαία,
ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν οἱ ᾿Ιουδαῖοι επειδή τον ζητούσαν οι Ιουδαίοι
ἀποκτεῖναι. για να τον σκοτώσουν.
2 ἦν δὲ ἐγγὺς ἡ ἑορτὴ τῶν 2 Ήταν τότε κοντά η εορτή των

᾿Ιουδαίων ἡ σκηνοπηγία. Ιουδαίων, η Σκηνοπηγία.
3 εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ 3 Είπαν, λοιπόν, προς αυτόν οι
ἀδελφοὶ αὐτοῦ· μετάβηθι αδελφοί του: «Άλλαξε τόπο από
ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν εδώ και πήγαινε στην Ιουδαία,
᾿Ιουδαίαν, ἵνα καὶ οἱ μαθηταί σου για να δουν και οι μαθητές σου
θεωρήσωσι τὰ ἔργα σου ἃ ποιεῖς· τα δικά σου έργα που κάνεις.
4 οὐδεὶς γὰρ ἐν κρυπτῷ τι ποιεῖ 4 Γιατί κανείς δεν κάνει κάτι στα
καὶ ζητεῖ αὐτὸς ἐν παρρησίᾳ κρυφά και ζητά ο ίδιος να είναι
εἶναι. εἰ ταῦτα ποιεῖς, φανέρωσον δημόσια γνωστός. Αν κάνεις
σεαυτὸν τῷ κόσμῳ. αυτά, φανέρωσε τον εαυτό σου
στον κόσμο».
5 οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ 5 Γιατί ούτε οι αδελφοί του δεν
ἐπίστευον εἰς αὐτόν. πίστευαν σ’ αυτόν.
6 λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ὁ 6 Τους λέει λοιπόν ο Ιησούς: «Ο
καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν, ὁ καιρός ο δικός μου δεν έχει
δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντοτέ φτάσει ακόμα, ενώ ο καιρός ο
ἐστιν ἕτοιμος. δικός σας είναι πάντοτε έτοιμος.
7 οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν 7 Δε δύναται ο κόσμος να μισεί
ὑμᾶς· ἐμὲ δὲ μισεῖ, ὅτι ἐγὼ εσάς, εμένα όμως μισεί, επειδή
μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα εγώ μαρτυρώ γι’ αυτόν ότι τα
αὐτοῦ πονηρά ἐστιν. έργα του είναι κακά.
8 ὑμεῖς ἀνάβητε εἰς τὴν ἑορτὴν 8 Εσείς ανεβείτε στην εορτή. Εγώ
ταύτην· ἐγὼ οὔπω ἀναβαίνω εἰς δεν ανεβαίνω ακόμα στην εορτή
τὴν ἑορτὴν ταύτην, ὅτι ὁ καιρὸς ὁ αυτή, γιατί ο δικός μου καιρός
ἐμὸς οὔπω πεπλήρωται. δεν έχει ακόμα συμπληρωθεί».
9 ταῦτα δὲ εἰπὼν αὐτοῖς ἔμεινεν 9 Και αφού είπε αυτά, αυτός
ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ. έμεινε στη Γαλιλαία.
Ο Ιησούς στη γιορτή της
Σκηνοπηγίας
10 ῾Ως δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοὶ 10 Μόλις όμως ανέβηκαν οι
αὐτοῦ, τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη εἰς αδελφοί του στην εορτή, τότε κι
τὴν ἑορτήν, οὐ φανερῶς, ἀλλ' ὡς αυτός ανέβηκε, όχι φανερά αλλά
ἐν κρυπτῷ. σχεδόν κρυφά.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Z’


11 οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι ἐζήτουν αὐτὸν 11 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, τον
ἐν τῇ ἑορτῇ καὶ ἔλεγον· ποῦ ἐστιν ζητούσαν στην εορτή και έλεγαν:
ἐκεῖνος; «Πού είναι εκείνος;»
12 καὶ γογγυσμὸς πολὺς περὶ 12 Και πολύ υπόκωφη
αὐτοῦ ἦν ἐν τοῖς ὄχλοις. οἱ μὲν αντιγνωμία υπήρχε γι’ αυτόν στα
ἔλεγον ὅτι ἀγαθός ἐστιν· ἄλλοι πλήθη. Μερικοί έλεγαν: «Αγαθός
ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν είναι». Ενώ άλλοι έλεγαν: «Όχι,
ὄχλον. αλλά πλανά τον όχλο».
13 οὐδεὶς μέντοι παρρησίᾳ ἐλάλει 13 Κανείς όμως δημόσια δε
περὶ αὐτοῦ διὰ τὸν φόβον τῶν μιλούσε γι’ αυτόν, επειδή
᾿Ιουδαίων. φοβούνταν τους Ιουδαίους
άρχοντες.
14 ῎Ηδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσούσης 14 Όταν ήταν ήδη στα μισά της
ἀνέβη ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ εορτής, ανέβηκε ο Ιησούς στο ναό
ἐδίδασκε. και δίδασκε.
15 καὶ ἐθαύμαζον οἱ ᾿Ιουδαῖοι 15 Θαύμαζαν τότε οι Ιουδαίοι και
λέγοντες· πῶς οὗτος γράμματα έλεγαν: «Πώς αυτός ξέρει
οἶδε μὴ μεμαθηκώς; γράμματα, ενώ δεν έχει μάθει;»
16 ἀπεκρίθη οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς 16 Αποκρίθηκε λοιπόν σ’ αυτούς
καὶ εἶπεν· ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ο Ιησούς και είπε: «Η δική μου
ἐμή, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με· διδαχή δεν είναι δική μου, αλλά
εκείνου που με έστειλε.
17 ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ 17 Αν κάποιος θέλει να κάνει το
ποιεῖν, γνώσεται περὶ τῆς θέλημά του, θα γνωρίσει για τη
διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ διδαχή από πού είναι: από το Θεό
ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ' ἐμαυτοῦ λαλῶ. ή εγώ μιλώ από τον εαυτό μου.
18 ὁ ἀφ' ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν δόξαν 18 Εκείνος που μιλά από τον
τὴν ἰδίαν ζητεῖ, ὁ δὲ ζητῶν τὴν εαυτό του ζητά τη δόξα τη δική
δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν, του. Όποιος όμως ζητά τη δόξα
οὗτος ἀληθής ἐστι, καὶ ἀδικία ἐν εκείνου που τον έστειλε, αυτός
αὐτῷ οὐκ ἔστιν. είναι αληθινός και αδικία μέσα
του δεν υπάρχει.
19 οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν 19 Ο Μωυσής δε σας έχει δώσει το
νόμον; καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ νόμο; Και όμως κανείς από εσάς
τὸν νόμον. τί με ζητεῖτε δεν εφαρμόζει το νόμο. Γιατί
ἀποκτεῖναι; ζητάτε να με σκοτώσετε;»
20 ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος καὶ εἶπε· 20 Αποκρίθηκε το πλήθος:
δαιμόνιον ἔχεις· τίς σε ζητεῖ «Δαιμόνιο έχεις! Ποιος ζητά να σε
ἀποκτεῖναι; σκοτώσει;»
21 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν 21 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους

αὐτοῖς· ἓν ἔργον ἐποίησα, καὶ είπε: «Ένα έργο έκανα και όλοι
πάντες θαυμάζετε διὰ τοῦτο. θαυμάζετε.


Click to View FlipBook Version