The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.
Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by galilea.gr, 2023-03-04 11:51:37

Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Keywords: Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. Γ’


ἀνοίγων καὶ οὐδεὶς κλείσει, καὶ Δαβίδ, που ανοίγει και κανείς δε
κλείων καὶ οὐδεὶς ἀνοίξει· θα κλείσει, και που κλείνει και
κανείς δεν ανοίγει:
8 οἶδά σου τὰ ἔργα· - ἰδοὺ δέδωκα 8 Ξέρω τα έργα σου. ιδού, έχω
ἐνώπιόν σου θύραν ἀνεῳγμένην, δώσει μπροστά σου θύρα
ἣν οὐδεὶς δύναται κλεῖσαι αὐτήν· ανοιγμένη, που κανείς δε δύναται
- ὅτι μικρὰν ἔχεις δύναμιν, καὶ να την κλείσει. Γιατί έχεις μικρή
ἐτήρησάς μου τὸν λόγον καὶ οὐκ δύναμη, αλλά τήρησες το λόγο
ἠρνήσω τὸ ὄνομά μου. μου και δεν αρνήθηκες το όνομά
μου.
9 ἰδοὺ δίδωμι ἐκ τῆς συναγωγῆς 9 Ιδού, θα σου δώσω από τη
τοῦ σατανᾶ τῶν λεγόντων συναγωγή του Σατανά, αυτούς
ἑαυτοὺς ᾿Ιουδαίους εἶναι, καὶ οὐκ που λένε τους εαυτούς τους πως
εἰσίν, ἀλλὰ ψεύδονται· ἰδοὺ είναι Ιουδαίοι, και δεν είναι αλλά
ποιήσω αὐτοὺς ἵνα ἥξουσι καὶ ψεύδονται. Ιδού, θα τους κάνω να
προσκυνήσουσιν ἐνώπιον τῶν έρθουν και να προσκυνήσουν
ποδῶν σου, καὶ γνῶσιν ὅτι ἐγὼ μπροστά στα πόδια σου και να
ἠγάπησά σε. γνωρίσουν ότι εγώ σε αγάπησα.
10 ὅτι ἐτήρησας τὸν λόγον τῆς 10 Επειδή τήρησες το λόγο μου να
ὑπομονῆς μου, κἀγώ σε τηρήσω έχεις υπομονή, κι εγώ θα σε
ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ τῆς φυλάξω από την ώρα του
μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπὶ τῆς πειρασμού που μέλλει να έρχεται
οἰκουμένης ὅλης, πειράσαι τοὺς πάνω σε όλη την οικουμένη, για
κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς. να πειράξει αυτούς που
κατοικούν πάνω στη γη.
11 ἔρχομαι ταχύ· κράτει ὃ ἔχεις, 11 Έρχομαι γρήγορα. κράτα αυτό
ἵνα μηδεὶς λάβῃ τὸν στέφανόν που έχεις, για να μην πάρει
σου. κανείς το στέφανό σου.
12 ῾Ο νικῶν, ποιήσω αὐτὸν 12 Αυτόν που νικά θα τον κάνω
στῦλον ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ μου, στύλο μέσα στο ναό του Θεού μου
καὶ ἔξω οὐ μὴ ἐξέλθῃ ἔτι, καὶ και έξω δε θα βγει πια. Και θα
γράψω ἐπ᾿ αὐτὸν τὸ ὄνομα τοῦ γράψω πάνω του το όνομα του
Θεοῦ μου καὶ τὸ ὄνομα τῆς Θεού μου και το όνομα της πόλης
πόλεως τοῦ Θεοῦ μου, τῆς καινῆς του Θεού μου, της καινούργιας
῾Ιερουσαλήμ, ἣ καταβαίνει ἐκ τοῦ Ιερουσαλήμ, που κατεβαίνει από
οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μου, καὶ τον ουρανό από το Θεό μου. και
τὸ ὄνομά μου τὸ καινόν. το όνομά μου το καινούργιο.
13 ῾Ο ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ 13 Όποιος έχει αυτί ας ακούσει τι
Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις. το Πνεύμα λέει στις εκκλησίες”».
Η επιστολή στην εκκλησία της

Λαοδίκειας


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. Γ’


14 Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν 14 «Και στον άγγελο της
Λαοδικείᾳ ἐκκλησίας γράψον· εκκλησίας στη Λαοδίκεια γράψε:
τάδε λέγει ὁ ἀμήν, ὁ μάρτυς ὁ “Αυτά λέει ο Αμήν, ο μάρτυρας ο
πιστὸς καὶ ἀληθινός, ἡ ἀρχὴ τῆς πιστός και αληθινός, η αρχή της
κτίσεως τοῦ Θεοῦ· κτίσης του Θεού:
15 οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε 15 Ξέρω τα έργα σου. ούτε ψυχρός
ψυχρὸς εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον είσαι ούτε ζεστός. Είθε να ήσουν
ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστός. ψυχρός ή ζεστός.
16 οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε 16 Έτσι, επειδή είσαι χλιαρός και
ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω
ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου. να σε κάνω εμετό από το στόμα
μου.
17 ὅτι λέγεις ὅτι πλούσιός εἰμι καὶ 17 Γιατί λες: “Πλούσιος είμαι και
πεπλούτηκα καὶ οὐδενὸς χρείαν έχω πλουτίσει και τίποτα δεν έχω
ἔχω, - καὶ οὐκ οἶδας ὅτι σὺ εἶ ὁ ανάγκη”, και δεν ξέρεις ότι εσύ
ταλαίπωρος καὶ ὁ ἐλεεινὸς καὶ είσαι ο ταλαίπωρος και ελεεινός
πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός, - και φτωχός και τυφλός και
γυμνός.
18 συμβουλεύω σοι ἀγοράσαι 18 Σε συμβουλεύω να αγοράσεις
παρ᾿ ἐμοῦ χρυσίον πεπυρωμένον από εμένα χρυσάφι που έχει
ἐκ πυρὸς ἵνα πλουτήσῃς, καὶ πυρακτωθεί και καθαριστεί από
ἱμάτια λευκὰ ἵνα περιβάλῃ καὶ τη φωτιά, για να πλουτίσεις, και
μὴ φανερωθῇ ἡ αἰσχύνη τῆς ρούχα λευκά, για να ντυθείς και
γυμνότητός σου, καὶ κολλύριον να μη φανερωθεί η ντροπή της
ἵνα ἐγχρίσῃ τοὺς ὀφθαλμούς σου γυμνότητάς σου, και κολλύριο,
ἵνα βλέπῃς. ώστε να χρίσεις τους οφθαλμούς
σου, για να βλέπεις.
19 ἐγὼ ὅσους ἐὰν φιλῶ, ἐλέγχω 19 Εγώ όσους αγαπώ ελέγχω και
καὶ παιδεύω· ζήλευε οὖν καὶ παιδεύω. Έχε ζήλο, λοιπόν, και
μετανόησον. μετανόησε.
20 ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ 20 Ιδού, έχω σταθεί μπροστά στη
κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς θύρα και κρούω. Αν κάποιος
φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, ακούσει τη φωνή μου και ανοίξει
καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ τη θύρα, τότε θα εισέλθω προς
δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς αυτόν και θα δειπνήσω μαζί του
μετ᾿ ἐμοῦ. και αυτός μαζί μου.
21 ῾Ο νικῶν, δώσω αὐτῷ καθίσαι 21 Σ’ αυτόν που νικά θα του δώσω
μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ θρόνῳ μου, ὡς να καθίσει μαζί μου στο θρόνο
κἀγὼ ἐνίκησα καὶ ἐκάθισα μετὰ μου, όπως κι εγώ νίκησα και
τοῦ πατρός μου ἐν τῷ θρόνῳ κάθισα μαζί με τον Πατέρα μου

αὐτοῦ. στο θρόνο του.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. Γ’


22 ῾Ο ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ 22 Όποιος έχει αυτί ας ακούσει τι
Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις. το Πνεύμα λέει στις εκκλησίες”».


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. Δ’




Η ουράνια λειτουργία
1 Μετὰ ταῦτα εἶδον, καὶ ἰδοὺ 1 Μετά από αυτά είδα, και ιδού
θύρα ἀνεῳγμένη ἐν τῷ οὐρανῷ, θύρα ανοιγμένη στον ουρανό, και
καὶ ἡ φωνὴ ἡ πρώτη ἣν ἤκουσα η φωνή η πρώτη, που άκουσα
ὡς σάλπιγγος λαλούσης μετ᾿ σαν σάλπιγγα να μιλά μαζί μου,
ἐμοῦ, λέγων· ἀνάβα ὧδε καὶ δείξω λέει: «Ανέβα εδώ και θα σου δείξω
σοι ἃ δεῖ γενέσθαι μετὰ ταῦτα. αυτά που πρέπει να γίνουν μετά

από αυτά».
2 καὶ εὐθέως ἐγενόμην ἐν 2 Αμέσως ήρθα σε πνευματική
πνεύματι· καὶ ἰδοὺ θρόνος ἔκειτο έκσταση. και ιδού, θρόνος
ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τὸν θρόνον βρισκόταν στον ουρανό και πάνω
καθήμενος, στο θρόνο ένας που κάθεται.
3 ὅμοιος ὁράσει λίθῳ ἰάσπιδι καὶ 3 Και αυτός που κάθεται είναι
σαρδίῳ· καὶ ἶρις κυκλόθεν τοῦ όμοιος στη θέα με το λίθο ίασπη
θρόνου, ὁμοίως ὅρασις και το σάρδιο. και ουράνιο τόξο
σμαραγδίνων. είναι κυκλικά στο θρόνο, που
είναι όμοιος στη θέα με
σμαράγδι.
4 Καὶ κυκλόθεν τοῦ θρόνου 4 Και κυκλικά στο θρόνο είναι
θρόνοι εἴκοσι τέσσαρες, καὶ ἐπὶ θρόνοι είκοσι τέσσερις, και πάνω
τοὺς θρόνους τοὺς εἴκοσι στους θρόνους είκοσι τέσσερις
τέσσαρας πρεσβυτέρους πρεσβύτεροι που κάθονται
καθημένους, περιβεβλημένους ἐν ντυμένοι με ρούχα λευκά και
ἱματίοις λευκοῖς, καὶ ἐπὶ τὰς πάνω στα κεφάλια τους
κεφαλὰς αὐτῶν στεφάνους στέφανοι χρυσοί.
χρυσοῦς.
5 καὶ ἐκ τοῦ θρόνου ἐκπορεύονται 5 Και από το θρόνο εκπορεύονται
ἀστραπαὶ καὶ φωναὶ καὶ βρονταί· αστραπές και φωνές και βροντές.
καὶ ἑπτὰ λαμπάδες πυρὸς και εφτά πύρινες λαμπάδες καίνε
καιόμεναι ἐνώπιον τοῦ θρόνου, αἵ μπροστά στο θρόνο, που είναι τα
εἰσι τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ· εφτά πνεύματα του Θεού.
6 καὶ ἐνώπιον τοῦ θρόνου ὡς 6 Και μπροστά στο θρόνο κάτι
θάλασσα ὑαλίνη, ὁμοία σαν θάλασσα γυάλινη όμοια με
κρυστάλλῳ· καὶ ἐν μέσῳ τοῦ κρύσταλλο. Και στο μέσο του
θρόνου καὶ κύκλῳ τοῦ θρόνου θρόνου και κυκλικά στο θρόνο
τέσσαρα ζῷα γέμοντα είναι τέσσερα ζωντανά όντα
ὀφθαλμῶν ἔμπροσθεν καὶ γεμάτα οφθαλμούς από μπροστά
ὄπισθεν· και από πίσω.
7 καὶ τὸ ζῷον τὸ πρῶτον ὅμοιον 7 Και το ζωντανό ον το πρώτο
λέοντι, καὶ τὸ δεύτερον ζῷον είναι όμοιο με λέοντα και το


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. Δ’


ὅμοιον μόσχῳ, καὶ τὸ τρίτον ζῷον δεύτερο ζωντανό ον όμοιο με
ἔχον τὸ πρόσωπον ὡς ἀνθρώπου, μοσχάρι και το τρίτο ζωντανό ον
καὶ τὸ τέταρτον ζῷον ὅμοιον έχει το πρόσωπο σαν ανθρώπου
ἀετῷ πετομένῳ. και το τέταρτο ζωντανό ον είναι
όμοιο με αετό που πετάει.
8 καὶ τὰ τέσσαρα ζῷα, ἓν καθ᾿ ἓν 8 Και τα τέσσερα ζωντανά όντα,
αὐτῶν ἔχον ἀνὰ πτέρυγας ἕξ, το καθένα τους ξεχωριστά έχουν
κυκλόθεν καὶ ἔσωθεν γέμουσιν από έξι φτερούγες, ενώ κυκλικά
ὀφθαλμῶν, καὶ ἀνάπαυσιν οὐκ και από μέσα είναι γεμάτα
ἔχουσιν ἡμέρας καὶ νυκτὸς οφθαλμούς. Και ανάπαυση δεν
λέγοντες· ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος έχουν ημέρα και νύχτα λέγοντας:
Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ὁ Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος ο Θεός
ἦν καὶ ὁ ὢν καὶ ὁ ἐρχόμενος. ο Παντοκράτορας, ο Ήταν και ο
Είναι και ο Ερχόμενος!
9 Καὶ ὅταν δῶσι τὰ ζῷα δόξαν καὶ 9 Και όταν δώσουν τα ζωντανά
τιμὴν καὶ εὐχαριστίαν τῷ όντα δόξα και τιμή και
καθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου, τῷ ευχαριστία σ’ αυτόν που κάθεται
ζῶντι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν πάνω στο θρόνο, στον ζωντανό
αἰώνων, στους αιώνες των αιώνων,
10 πεσοῦνται οἱ εἴκοσι τέσσαρες 10 θα πέσουν οι είκοσι τέσσερις
πρεσβύτεροι ἐνώπιον τοῦ πρεσβύτεροι μπροστά σ’ αυτόν
καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου, καὶ που κάθεται πάνω στο θρόνο και
προσκυνήσουσι τῷ ζῶντι εἰς τοὺς θα προσκυνήσουν τον ζωντανό
αἰῶνας τῶν αἰώνων, καὶ βαλοῦσι στους αιώνες των αιώνων και θα
τοὺς στεφάνους αὐτῶν ἐνώπιον ρίξουν τους στεφάνους τους
τοῦ θρόνου λέγοντες· μπροστά στο θρόνο λέγοντας:
11 ἄξιος εἶ, ὁ Κύριος καὶ Θεὸς 11 Άξιος είσαι, ο Κύριος και ο
ἡμῶν, λαβεῖν τὴν δόξαν καὶ τὴν Θεός μας, να λάβεις τη δόξα και
τιμὴν καὶ τὴν δύναμιν, ὅτι σὺ την τιμή και τη δύναμη, γιατί εσύ
ἔκτισας τὰ πάντα, καὶ διὰ τὸ έχτισες τα πάντα και για το
θέλημά σου ἦσαν καὶ θέλημά σου υπήρξαν και
ἐκτίσθησαν. χτίστηκαν.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. Ε’


Το βιβλίο και το Αρνίο
1 Καὶ εἶδον ἐπὶ τὴν δεξιὰν τοῦ 1 Και είδα στο δεξί χέρι εκείνου
καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου που κάθεται πάνω στο θρόνο ένα
βιβλίον γεγραμμένον ἔσωθεν καὶ βιβλίο γραμμένο από μέσα και
ἔξωθεν, κατεσφραγισμένον από πίσω, σφραγισμένο καλά με
σφραγῖσιν ἑπτά. εφτά σφραγίδες.
2 καὶ εἶδον ἄγγελον ἰσχυρὸν 2 Και είδα έναν άγγελο ισχυρό να
κηρύσσοντα ἐν φωνῇ μεγάλη· τίς διακηρύττει με φωνή μεγάλη:
ἄξιός ἐστιν ἀνοῖξαι τὸ βιβλίον καὶ «Ποιος είναι άξιος να ανοίξει το
λῦσαι τὰς σφραγῖδας αὐτοῦ; βιβλίο και να λύσει τις σφραγίδες
του;»
3 καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο ἐν τῷ 3 Και κανείς δεν μπορούσε στον
οὐρανῷ οὔτε ἐπὶ τῆς γῆς οὔτε ουρανό ούτε πάνω στη γη ούτε
ὑποκάτω τῆς γῆς ἀνοῖξαι τὸ κάτω από τη γη να ανοίξει το
βιβλίον οὔτε βλέπειν αὐτό. βιβλίο ούτε να το βλέπει.
4 καὶ ἐγὼ ἔκλαιον πολύ, ὅτι οὐδεὶς 4 Και έκλαιγα πολύ, γιατί κανείς
ἄξιος εὑρέθη ἀνοῖξαι τὸ βιβλίον άξιος δε βρέθηκε να ανοίξει το
οὔτε βλέπειν αὐτό. βιβλίο ούτε να το βλέπει.
5 καὶ εἷς ἐκ τῶν πρεσβυτέρων 5 Και ένας από τους
λέγει μοι· μὴ κλαῖε. ἰδοὺ ἐνίκησεν πρεσβυτέρους μού λέει: «Μην
ὁ λέων ὁ ἐκ τῆς φυλῆς ᾿Ιούδα, ἡ κλαις. ιδού, νίκησε ο λέοντας που
ρίζα Δαυΐδ, ἀνοῖξαι τὸ βιβλίον καὶ είναι από τη φυλή του Ιούδα, η
τὰς ἑπτὰ σφραγῖδας αὐτοῦ. ρίζα του Δαβίδ, για να ανοίξει το
βιβλίο και τις εφτά σφραγίδες
του».
6 Καὶ εἶδον ἐν μέσῳ τοῦ θρόνου 6 Και είδα στο μέσο του θρόνου
καὶ τῶν τεσσάρων ζῴων καὶ ἐν και των τεσσάρων ζωντανών
μέσῳ τῶν πρεσβυτέρων ἀρνίον όντων και στο μέσο των
ἑστηκὸς ὡς ἐσφαγμένον, ἔχον πρεσβυτέρων ένα Αρνίο να έχει
κέρατα ἑπτὰ καὶ ὀφθαλμοὺς σταθεί σαν σφαγμένο, έχοντας
ἑπτά, ἅ εἰσι τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ κέρατα εφτά και οφθαλμούς
Θεοῦ ἀποστελλόμενα εἰς πᾶσαν εφτά, οι οποίοι είναι τα εφτά
τὴν γῆν. πνεύματα του Θεού
αποσταλμένοι σε όλη τη γη.
7 καὶ ἦλθε καὶ εἴληφεν ἐκ τῆς 7 Και ήρθε και το έχει λάβει από
δεξιᾶς τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ το δεξί χέρι εκείνου που κάθεται
θρόνου. πάνω στο θρόνο.
8 καὶ ὅτε ἔλαβε τὸ βιβλίον, τὰ 8 Και όταν έλαβε το βιβλίο, τα
τέσσαρα ζῷα καὶ οἱ εἴκοσι τέσσερα ζωντανά όντα και οι
τέσσαρες πρεσβύτεροι ἔπεσαν είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι

ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου, ἔχοντες έπεσαν μπροστά στο Αρνίο
ἕκαστος κιθάραν καὶ φιάλας έχοντας καθένας κιθάρα και


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. Ε’


χρυσᾶς γεμούσας θυμιαμάτων, φιάλες χρυσές γεμάτες
αἵ εἰσιν αἱ προσευχαὶ τῶν ἁγίων· θυμιάματα, που είναι οι
προσευχές των αγίων.
9 καὶ ᾄδουσιν ᾠδὴν καινὴν 9 Και τραγουδούν ωδή
λέγοντες· ἄξιος εἶ λαβεῖν τὸ καινούργια λέγοντας: «Άξιος
βιβλίον καὶ ἀνοῖξαι τὰς είσαι να λάβεις το βιβλίο και ν’
σφραγῖδας αὐτοῦ, ὅτι ἐσφάγης ανοίξεις τις σφραγίδες του, γιατί
καὶ ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἡμᾶς ἐν τῷ σφάχτηκες και αγόρασες για το
αἵματί σου ἐκ πάσης φυλῆς καὶ Θεό με το αίμα σου ανθρώπους
γλώσσης καὶ λαοῦ καὶ ἔθνους, από κάθε φυλή και γλώσσα και
λαό και έθνος
10 καὶ ἐποίησας αὐτοὺς τῷ Θεῷ 10 και τους έκανες για το Θεό μας
ἡμῶν βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς, καὶ βασιλεία και ιερείς, και θα
βασιλεύσουσιν ἐπὶ τῆς γῆς. βασιλέψουν πάνω στη γη».
11 καὶ εἶδον καὶ ἤκουσα ὡς 11 Και είδα, και άκουσα φωνή
φωνὴν ἀγγέλων πολλῶν κύκλῳ αγγέλων πολλών κυκλικά στο
τοῦ θρόνου καὶ τῶν ζῴων καὶ τῶν θρόνο και στα ζωντανά όντα και
πρεσβυτέρων, καὶ ἦν ὁ ἀριθμὸς στους πρεσβυτέρους. Και ήταν ο
αὐτῶν μυριάδες μυριάδων καὶ αριθμός τους μυριάδες μυριάδων
χιλιάδες χιλιάδων, και χιλιάδες χιλιάδων,
12 λέγοντες φωνῇ μεγάλῃ· ἄξιόν 12 λέγοντας με φωνή μεγάλη:
ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον «Άξιο είναι το Αρνίο το σφαγμένο
λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν να λάβει τη δύναμη και τον
πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν πλούτο και τη σοφία και τη ισχύ
καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ και την τιμή και τη δόξα και την
εὐλογίαν. ευλογία».
13 καὶ πᾶν κτίσμα ὃ ἐν τῷ οὐρανῷ 13 Και κάθε κτίσμα που είναι
καὶ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὑποκάτω τῆς στον ουρανό και πάνω στη γη και
γῆς καὶ ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἐστί, κάτω από τη γη και πάνω στη
καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς πάντα, ἤκουσα θάλασσα και όσα είναι μέσα σ’
λέγοντας· τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ αυτά όλα τα άκουσα να λένε: «Σ’
θρόνου καὶ τῷ ἀρνίῳ ἡ εὐλογία αυτόν που κάθεται πάνω στο
καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα καὶ τὸ θρόνο, και στο Αρνίο, ας είναι η
κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν ευλογία και η τιμή και η δόξα και
αἰώνων. το κράτος στους αιώνες των
αιώνων».
14 καὶ τὰ τέσσαρα ζῷα ἔλεγον, 14 Και τα τέσσερα ζωντανά όντα
ἀμήν· καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεσαν έλεγαν: «Αμήν». Και οι
καὶ προσεκύνησαν. πρεσβύτεροι έπεσαν και
προσκύνησαν.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΣΤ’




Οι εφτά σφραγίδες
1 Καὶ εἶδον ὅτι ἤνοιξε τὸ ἀρνίον 1 Και είδα, όταν άνοιξε το Αρνίο
μίαν ἐκ τῶν ἑπτὰ σφραγίδων· καὶ μια από τις εφτά σφραγίδες, τότε
ἤκουσα ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων άκουσα ένα από τα τέσσερα
ζῴων λέγοντος, ὡς φωνὴ ζωντανά όντα να λέει σαν φωνή
βροντῆς· ἔρχου. βροντής: «Έλα».
2 καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος λευκός, 2 Και είδα, και ιδού ίππος λευκός,

καὶ ὁ καθήμενος ἐπ᾿ αὐτὸν ἔχων και αυτός που κάθεται πάνω του
τόξον· καὶ ἐδόθη αὐτῷ στέφανος, να έχει τόξο και του δόθηκε
καὶ ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ. στέφανος και εξήλθε νικώντας
και για να νικήσει.
3 Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα 3 Και όταν άνοιξε τη σφραγίδα τη
τὴν δευτέραν, ἤκουσα τοῦ δεύτερη, άκουσα το δεύτερο
δευτέρου ζῴου λέγοντος· ἔρχου. ζωντανό ον να λέει: «Έλα».
4 καὶ ἐξῆλθεν ἄλλος ἵππος 4 Και εξήλθε άλλος ίππος,
πυρρός, καὶ τῷ καθημένῳ ἐπ᾿ φλογοκόκκινος, και σ’ αυτόν που
αὐτὸν ἐδόθη αὐτῷ λαβεῖν τὴν κάθεται πάνω του του δόθηκε να
εἰρήνην ἐκ τῆς γῆς καὶ ἵνα πάρει την ειρήνη από τη γη και
ἀλλήλους σφάξωσι, καὶ ἐδόθη να αλληλοσφαχτούν. και του
αὐτῷ μάχαιρα μεγάλη. δόθηκε μάχαιρα μεγάλη.
5 Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα 5 Και όταν άνοιξε τη σφραγίδα
τὴν τρίτην, ἤκουσα τοῦ τρίτου την τρίτη, άκουσα το τρίτο
ζῴου λέγοντος· ἔρχου. καὶ εἶδον, ζωντανό ον να λέει: «Έλα». Και
καὶ ἰδοὺ ἵππος μέλας, καὶ ὁ είδα, και ιδού ίππος μαύρος, και
καθήμενος ἐπ᾿ αὐτὸν ἔχων ζυγὸν αυτός που κάθεται πάνω του να
ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ· έχει ζυγαριά στο χέρι του.
6 καὶ ἤκουσα ὡς φωνὴν ἐν μέσῳ 6 Και άκουσα σαν μια φωνή στο
τῶν τεσσάρων ζῴων λέγουσαν· μέσο των τεσσάρων ζωντανών
χοῖνιξ σίτου δηναρίου, καὶ τρεῖς όντων να λέει: «Ένας χοίνικας
χοίνικες κριθῆς δηναρίου· καὶ τὸ σιτάρι για ένα δηνάριο, και τρεις
ἔλαιον καὶ τὸν οἶνον μὴ χοίνικες κριθάρι για ένα δηνάριο.
ἀδικήσῃς. αλλά το λάδι και το κρασί μην τα
βλάψεις».
7 Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα 7 Και όταν άνοιξε τη σφραγίδα
τὴν τετάρτην, ἤκουσα φωνὴν την τέταρτη, άκουσα τη φωνή
τοῦ τετάρτου ζῴου λέγοντος· του τέταρτου ζωντανού όντος να
ἔρχου. λέει. «Έλα».
8 καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος 8 Και είδα, και ιδού ίππος χλομός,
χλωρός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπάνω και αυτός που κάθεται πάνω του
αὐτοῦ, ὄνομα αὐτῷ ὁ θάνατος, έχει όνομα ο Θάνατος, και ο Άδης


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΣΤ’


καὶ ὁ ᾅδης ἠκολούθει μετ᾿ αὐτοῦ· ακολουθούσε μαζί του. Και τους
καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἐξουσία ἐπὶ τὸ δόθηκε εξουσία πάνω στο ένα
τέταρτον τῆς γῆς, ἀποκτεῖναι ἐν τέταρτο της γης, για να
ρομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ καὶ ἐν σκοτώσουν με ρομφαία και με
θανάτῳ καὶ ὑπὸ τῶν θηρίων τῆς λιμό και με θάνατο και από τα
γῆς. θηρία της γης.
9 Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν πέμπτην 9 Και όταν άνοιξε την πέμπτη
σφραγῖδα, εἶδον ὑποκάτω τοῦ σφραγίδα, είδα κάτω από το
θυσιαστηρίου τὰς ψυχὰς τῶν θυσιαστήριο τις ψυχές των
ἐσφαγμένων διὰ τὸν λόγον τοῦ σφαγμένων για το λόγο του Θεού
Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ και για τη μαρτυρία που είχαν.
ἀρνίου ἣν εἶχον·
10 καὶ ἔκραξαν φωνῇ μεγάλῃ 10 Και έκραξαν με φωνή μεγάλη
λέγοντες· ἕως πότε, ὁ δεσπότης ὁ λέγοντας: «Ως πότε, Δεσπότη άγιε
ἅγιος καὶ ὁ ἀληθινός, οὐ κρίνεις και αληθινέ, δε θα κρίνεις και δε
καὶ ἐκδικεῖς τὸ αἷμα ἡμῶν ἐκ τῶν θα εκδικείσαι το αίμα μας από
κατοικούντων ἐπὶ τῆς γῆς; αυτούς που κατοικούν πάνω στη
γη;»
11 καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἑκάστῳ 11 Και δόθηκε σε καθέναν από
στολὴ λευκή, καὶ ἐρρέθη αὐτοῖς αυτούς στολή λευκή, και
ἵνα ἀναπαύσωνται ἔτι χρόνον ειπώθηκε σ’ αυτούς να
μικρόν, ἕως πληρώσωσι καὶ οἱ αναπαυτούν ακόμα λίγο χρόνο,
σύνδουλοι αὐτῶν καὶ οἱ ἀδελφοὶ ωσότου συμπληρωθούν και οι
αὐτῶν οἱ μέλλοντες σύνδουλοί τους και οι αδελφοί
ἀποκτέννεσθαι ὡς καὶ αὐτοί. τους που μέλλουν να
θανατώνονται όπως καί αυτοί.
12 Καὶ εἶδον ὅτε ἤνοιξε τὴν 12 Και είδα όταν άνοιξε τη
σφραγῖδα τὴν ἕκτην, καὶ σεισμὸς σφραγίδα την έκτη, και σεισμός
μέγας ἐγένετο, καὶ ὁ ἥλιος μέλας μεγάλος έγινε. Και ο ήλιος έγινε
ἐγένετο ὡς σάκκος τρίχινος, καὶ ἡ μαύρος σαν σάκος τρίχινος και η
σελήνη ὅλη ἐγένετο ὡς αἷμα, σελήνη όλη έγινε σαν αίμα.
13 καὶ οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ 13 Και οι αστέρες του ουρανού
ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν, ὡς συκῆ έπεσαν στη γη όπως η συκιά
βάλλουσα τοὺς ὀλύνθους αὐτῆς, ρίχνει τα άγουρα πρώιμα σύκα
ὑπὸ ἀνέμου μεγάλου σειομένη, της, όταν σείεται από δυνατό
άνεμο.
14 καὶ ὁ οὐρανὸς ἀπεχωρίσθη ὡς 14 Και ο ουρανός αποχωρίστηκε
βιβλίον ἑλισσόμενον, καὶ πᾶν κι εξαφανίστηκε σαν βιβλίο
ὄρος καὶ νῆσος ἐκ τῶν τόπων κυλινδρικό που τυλίγεται
αὐτῶν ἐκινήθησαν· απότομα. Και κάθε όρος και

νήσος από τον τόπο τους
κινήθηκαν.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΣΤ’


15 καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ 15 Και τότε οι βασιλιάδες της γης
μεγιστᾶνες καὶ οἱ χιλίαρχοι καὶ οἱ και οι μεγιστάνες και οι χιλίαρχοι
πλούσιοι καὶ οἱ ἰσχυροὶ καὶ πᾶς και οι πλούσιοι και οι ισχυροί και
δοῦλος καὶ ἐλεύθερος ἔκρυψαν κάθε δούλος και ελεύθερος
ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς έκρυψαν τους εαυτούς τους στα
τὰς πέτρας τῶν ὀρέων, σπήλαια και στους βράχους των
ορέων.
16 καὶ λέγουσι τοῖς ὄρεσι καὶ ταῖς 16 Και λένε στα όρη και στους
πέτραις· πέσατε ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ βράχους: «Πέστε πάνω μας και
κρύψατε ἡμᾶς ἀπὸ προσώπου κρύψτε μας από το πρόσωπο
τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου εκείνου που κάθεται πάνω στο
καὶ ἀπὸ τῆς ὀργῆς τοῦ ἀρνίου, θρόνο και από την οργή του
Αρνίου.
17 ὅτι ἦλθεν ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη 17 Γιατί ήρθε η ημέρα η μεγάλη
τῆς ὀργῆς αὐτοῦ, καὶ τίς δύναται της οργής τους, και ποιος
σταθῆναι; δύναται να σταθεί;»


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. Ζ’




Η σφράγιση των εκατόν σαράντα
τεσσάρων χιλιάδων
1 Καὶ μετὰ τοῦτο εἶδον τέσσαρας 1 Μετά από αυτό είδα τέσσερις
ἀγγέλους ἑστῶτας ἐπὶ τὰς αγγέλους να έχουν σταθεί πάνω
τέσσαρας γωνίας τῆς γῆς, στις τέσσερις γωνίες της γης,
κρατοῦντας τοὺς τέσσαρας κρατώντας τους τέσσερις
ἀνέμους τῆς γῆς, ἵνα μὴ πνέῃ ανέμους της γης, για να μην πνέει

ἄνεμος ἐπὶ τῆς γῆς μήτε ἐπὶ τῆς άνεμος πάνω στη γη μήτε πάνω
θαλάσσης μήτε ἐπὶ πᾶν δένδρον. στη θάλασσα μήτε πάνω σε
κανένα δέντρο.
2 καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον 2 Και είδα άλλο άγγελο να
ἀναβαίνοντα ἀπὸ ἀνατολῆς ανεβαίνει από την ανατολή του
ἡλίου, ἔχοντα σφραγῖδα Θεοῦ ήλιου, έχοντας σφραγίδα τού
ζῶντος, καὶ ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ ζωντανού Θεού, και έκραξε με
τοῖς τέσσαρσιν ἀγγέλοις, οἷς φωνή μεγάλη στους τέσσερις
ἐδόθη αὐτοῖς ἀδικῆσαι τὴν γῆν αγγέλους που τους δόθηκε να
καὶ τὴν θάλασσαν, βλάψουν τη γη και τη θάλασσα,
3 λέγων· μὴ ἀδικήσητε τὴν γῆν 3 λέγοντας: «Μη βλάψετε τη γη
μήτε τὴν θάλασσαν μήτε τὰ μήτε τη θάλασσα μήτε τα δέντρα,
δένδρα, ἄχρις οὗ σφραγίσωμεν μέχρι να σφραγίσουμε τους
τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐπὶ δούλους του Θεού μας πάνω στα
τῶν μετώπων αὐτῶν. μέτωπά τους».
4 Καὶ ἤκουσα τὸν ἀριθμὸν τῶν 4 Και άκουσα τον αριθμό των
ἐσφραγισμένων· ἑκατὸν σφραγισμένων: εκατόν σαράντα
τεσσαράκοντα τέσσαρες τέσσερις χιλιάδες, σφραγισμένοι
χιλιάδες ἐσφραγισμένοι ἐκ από κάθε φυλή των γιων Ισραήλ.
πάσης φυλῆς υἱῶν ᾿Ισραήλ·
5 ἐκ φυλῆς ᾿Ιούδα δώδεκα 5 Από τη φυλή Ιούδα δώδεκα
χιλιάδες ἐσφραγισμένοι, ἐκ χιλιάδες σφραγισμένοι, από τη
φυλῆς Ρουβὴν δώδεκα χιλιάδες, φυλή Ρουβήν δώδεκα χιλιάδες,
ἐκ φυλῆς Γὰδ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Γαδ δώδεκα
χιλιάδες,
6 ἐκ φυλῆς ᾿Ασὴρ δώδεκα 6 από τη φυλή Ασήρ δώδεκα
χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Νεφθαλεὶμ χιλιάδες, από τη φυλή Νεφθαλίμ
δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή
Μανασσῆ δώδεκα χιλιάδες, Μανασσή δώδεκα χιλιάδες,
7 ἐκ φυλῆς Συμεὼν δώδεκα 7 από τη φυλή Συμεών δώδεκα
χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Λευῒ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Λευί
χιλιάδες, ἐκ φυλῆς ᾿Ισσάχαρ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή
δώδεκα χιλιάδες, Ισσάχαρ δώδεκα χιλιάδες,


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. Ζ’


8 ἐκ φυλῆς Ζαβουλὼν δώδεκα 8 από τη φυλή Ζαβουλών δώδεκα
χιλιάδες, ἐκ φυλῆς ᾿Ιωσὴφ χιλιάδες, από τη φυλή Ιωσήφ
δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή
Βενιαμὶν δώδεκα χιλιάδες Βενιαμίν δώδεκα χιλιάδες
ἐσφραγισμένοι. σφραγισμένοι.
9 Μετὰ ταῦτα εἶδον, καὶ ἰδοὺ 9 Μετά από αυτά είδα, και ιδού
ὄχλος πολύς, ὃν ἀριθμῆσαι αὐτὸν πλήθος πολύ, που να το
οὐδεὶς ἐδύνατο, ἐκ παντὸς ἔθνους αριθμήσει κανείς δεν μπορούσε,
καὶ φυλῶν καὶ λαῶν καὶ από κάθε έθνος και φυλές και
γλωσσῶν, ἑστῶτας ἐνώπιον τοῦ λαούς και γλώσσες, να έχουν
θρόνου καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου, σταθεί μπροστά στο θρόνο και
περιβεβλημένους στολὰς λευκάς, μπροστά στο Αρνίο, ντυμένους με
καὶ φοίνικες ἐν ταῖς χερσὶν στολές λευκές και με φοίνικες
αὐτῶν· στα χέρια τους.
10 καὶ κράζουσι φωνῇ μεγάλῃ 10 Και κράζουν με φωνή μεγάλη,
λέγοντες· ἡ σωτηρία τῷ Θεῷ λέγοντας: «Η σωτηρία ανήκει στο
ἡμῶν τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ Θεό μας που κάθεται πάνω στο
θρόνου καὶ τῷ ἀρνίῳ. θρόνο, και στο Αρνίο».
11 καὶ πάντες οἱ ἄγγελοι 11 Και όλοι οι άγγελοι είχαν
εἱστήκεισαν κύκλῳ τοῦ θρόνου σταθεί κυκλικά στο θρόνο και
καὶ τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν στους πρεσβυτέρους και στα
τεσσάρων ζῴων, καὶ ἔπεσαν τέσσερα ζωντανά όντα, και
ἐνώπιον τοῦ θρόνου ἐπὶ τὰ έπεσαν μπροστά στο θρόνο με τα
πρόσωπα αὐτῶν καὶ πρόσωπά τους και προσκύνησαν
προσεκύνησαν τῷ Θεῷ το Θεό,
12 λέγοντες· ἀμήν· ἡ εὐλογία καὶ 12 λέγοντας: «Αμήν. η ευλογία
ἡ δόξα καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ και η δόξα και η σοφία και η
εὐχαριστία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ ευχαριστία και η τιμή και η
δύναμις καὶ ἡ ἰσχὺς τῷ Θεῷ ἡμῶν δύναμη και η ισχύς ανήκουν στο
εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· Θεό μας στους αιώνες των
ἀμήν. αιώνων. αμήν».
13 Καὶ ἀπεκρίθη εἷς ἐκ τῶν 13 Και αποκρίθηκε ένας από τους
πρεσβυτέρων λέγων μοι· οὗτοι οἱ πρεσβυτέρους, λέγοντάς μου:
περιβεβλημένοι τὰς στολὰς τὰς «Αυτοί οι ντυμένοι με τις στολές
λευκὰς τίνες εἰσὶ καὶ πόθεν τις λευκές, ποιοι είναι και από
ἦλθον; πού ήρθαν;»
14 καὶ εἴρηκα αὐτῷ· κύριέ μου, σὺ 14 Και έχω πει σ’ αυτόν: «Κύριέ
οἶδας. καὶ εἶπέ μοι· οὗτοί εἰσιν οἱ μου, εσύ ξέρεις». Και μου είπε:
ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς «Αυτοί είναι που έρχονται από τη
μεγάλης, καὶ ἔπλυναν τὰς θλίψη τη μεγάλη, και έπλυναν τις

στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν στολές τους και τις λεύκαναν
αὐτὰς ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου. μέσα στο αίμα του Αρνίου.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. Ζ’


15 διὰ τοῦτό εἰσιν ἐνώπιον τοῦ 15 Γι’ αυτό είναι μπροστά στο
θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ θρόνο του Θεού και τον
λατρεύουσιν αὐτῷ ἡμέρας καὶ λατρεύουν ημέρα και νύχτα μέσα
νυκτὸς ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ. καὶ ὁ στο ναό του, και αυτός που
καθήμενος ἐπὶ τοῦ θρόνου κάθεται πάνω στο θρόνο θ’
σκηνώσει ἐπ᾿ αὐτούς. απλώσει τη σκηνή του πάνω
τους.
16 οὐ πεινάσουσιν ἔτι οὐδὲ 16 Δε θα πεινάσουν πια ούτε
διψήσουσιν ἔτι, οὐδ᾿ οὐ μὴ πέσῃ πλέον θα διψάσουν, ούτε θα πέσει
ἐπ᾿ αὐτοὺς ὁ ἥλιος οὐδὲ πᾶν πάνω τους ο ήλιος ούτε κανένα
καῦμα, καύμα.
17 ὅτι τὸ ἀρνίον τὸ ἀνὰ μέσον τοῦ 17 Γιατί το Αρνίο που είναι
θρόνου ποιμανεῖ αὐτούς, καὶ ανάμεσα στο θρόνο θα τους
ὁδηγήσει αὐτοὺς ἐπὶ ζωῆς πηγὰς ποιμάνει και θα τους οδηγήσει σε
ὑδάτων, καὶ ἐξαλείψει ὁ Θεὸς πᾶν πηγές νερών ζωής. και θα
δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν εξαλείψει ο Θεός κάθε δάκρυ από
αὐτῶν. τους οφθαλμούς τους».


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. Η’




Η έβδομη σφραγίδα και το χρυσό
θυμιατό
1 Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα 1 Και όταν άνοιξε τη σφραγίδα
τὴν ἑβδόμην, ἐγένετο σιγὴ ἐν τῷ την έβδομη, έγινε σιγή στον
οὐρανῷ ὡς ἡμιώριον. ουρανό περίπου μισή ώρα.
2 Καὶ εἶδον τοὺς ἑπτὰ ἀγγέλους οἳ 2 Και είδα τους εφτά αγγέλους
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἑστήκασι, καὶ που μπροστά στο Θεό έχουν

ἐδόθησαν αὐτοῖς ἑπτὰ σταθεί, και τους δόθηκαν εφτά
σάλπιγγες. σάλπιγγες.
3 καὶ ἄλλος ἄγγελος ἦλθε καὶ 3 Και άλλος άγγελος ήρθε και
ἐστάθη ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου στάθηκε δίπλα στο θυσιαστήριο,
ἔχων λιβανωτὸν χρυσοῦν, καὶ έχοντας λιβανιστήρι χρυσό, και
ἐδόθη αὐτῷ θυμιάματα πολλά, του δόθηκαν θυμιάματα πολλά,
ἵνα δώσῃ ταῖς προσευχαῖς τῶν για να τα προσφέρει με τις
ἁγίων πάντων ἐπὶ τὸ προσευχές όλων των αγίων πάνω
θυσιαστήριον τὸ χρυσοῦν τὸ στο θυσιαστήριο το χρυσό που
ἐνώπιον τοῦ θρόνου. είναι μπροστά στο θρόνο.
4 καὶ ἀνέβη ὁ καπνὸς τῶν 4 Και ανέβηκε ο καπνός των
θυμιαμάτων ταῖς προσευχαῖς θυμιαμάτων με τις προσευχές
τῶν ἁγίων ἐκ χειρὸς τοῦ ἀγγέλου των αγίων από το χέρι του
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. αγγέλου μπροστά στο Θεό.
Οι τέσσερις πρώτες σάλπιγγες
5 καὶ εἴληφεν ὁ ἄγγελος τὸν 5 Και έχει λάβει ο άγγελος το
λιβανωτὸν καὶ ἐγέμισεν αὐτὸν ἐκ λιβανιστήρι και το γέμισε από τη
τοῦ πυρὸς τοῦ θυσιαστηρίου καὶ φωτιά του θυσιαστηρίου και την
ἔβαλεν εἰς τὴν γῆν. καὶ ἐγένοντο έριξε στη γη. Και έγιναν βροντές
βρονταὶ καὶ φωναὶ καὶ ἀστραπαὶ και φωνές και αστραπές και
καὶ σεισμός. σεισμός.
6 Καὶ οἱ ἑπτὰ ἄγγελοι οἱ ἔχοντες 6 Και οι εφτά άγγελοι, που έχουν
τὰς ἑπτὰ σάλπιγγας ἡτοίμασαν τις εφτά σάλπιγγες,
ἑαυτοὺς ἵνα σαλπίσωσι. ετοιμάστηκαν για να σαλπίσουν.
7 Καὶ ὁ πρῶτος ἐσάλπισε, καὶ 7 Και ο πρώτος σάλπισε: και έγινε
ἐγένετο χάλαζα καὶ πῦρ χαλάζι και φωτιά ανακατεμένα
μεμιγμένα ἐν αἵματι, καὶ ἐβλήθη με αίμα και ρίχτηκαν στη γη. Και
εἰς τὴν γῆν· καὶ τὸ τρίτον τῆς γῆς το ένα τρίτο της γης κατακάηκε
κατεκάη, καὶ τὸ τρίτον τῶν και το ένα τρίτο των δέντρων
δένδρων κατεκάη, καὶ πᾶς κατακάηκε και κάθε χλωρό
χόρτος χλωρὸς κατεκάη. χορτάρι κατακάηκε.
8 Καὶ ὁ δεύτερος ἄγγελος 8 Και ο δεύτερος άγγελος
ἐσάλπισε, καὶ ὡς ὄρος μέγα πυρὶ σάλπισε: και κάτι σαν όρος


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. Η’


καιόμενον ἐβλήθη εἰς τὴν μεγάλο που καίγεται με φωτιά
θάλασσαν, καὶ ἐγένετο τὸ τρίτον ρίχτηκε στη θάλασσα. Και έγινε
τῆς θαλάσσης αἷμα, το ένα τρίτο της θάλασσας αίμα
9 καὶ ἀπέθανε τὸ τρίτον τῶν 9 και πέθανε το ένα τρίτο των
κτισμάτων τῶν ἐν τῇ θαλάσσῃ, κτισμάτων που είναι μέσα στη
τὰ ἔχοντα ψυχάς, καὶ τὸ τρίτον θάλασσα και έχουν ψυχές και το
τῶν πλοίων διεφθάρη. ένα τρίτο των πλοίων
καταστράφηκαν.
10 Καὶ ὁ τρίτος ἄγγελος ἐσάλπισε, 10 Και ο τρίτος άγγελος σάλπισε:
καὶ ἔπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀστὴρ και έπεσε από τον ουρανό ένας
μέγας καιόμενος ὡς λαμπάς, καὶ αστέρας μεγάλος που καίγεται
ἔπεσεν ἐπὶ τὸ τρίτον τῶν σαν λαμπάδα και έπεσε πάνω
ποταμῶν καὶ ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν στο ένα τρίτο των ποταμών και
ὑδάτων. πάνω στις πηγές των νερών.
11 καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀστέρος 11 Και το όνομα του αστέρα
λέγεται ὁ ῎Αψινθος. καὶ ἐγένετο λέγεται ο Άψινθος. Και έγινε το
τὸ τρίτον τῶν ὑδάτων εἰς ένα τρίτο των νερών αψίνθιο και
ἄψινθον, καὶ πολλοὶ τῶν πολλοί από τους ανθρώπους
ἀνθρώπων ἀπέθανον ἐκ τῶν πέθαναν από τα νερά, γιατί
ὑδάτων, ὅτι ἐπικράνθησαν. πικράθηκαν.
12 Καὶ ὁ τέταρτος ἄγγελος 12 Και ο τέταρτος άγγελος
ἐσάλπισε, καὶ ἐπλήγη τὸ τρίτον σάλπισε: και χτυπήθηκε το ένα
τοῦ ἡλίου καὶ τὸ τρίτον τῆς τρίτο του ήλιου και το ένα τρίτο
σελήνης καὶ τὸ τρίτον τῶν της σελήνης και το ένα τρίτο των
ἀστέρων, ἵνα σκοτισθῇ τὸ τρίτον αστέρων, ώστε να σκοτεινιάσει
αὐτῶν, καὶ τὸ τρίτον αὐτῆς μὴ το ένα τρίτο αυτών και η ημέρα
φανῇ ἡ ἡμέρα, καὶ ἡ νὺξ ὁμοίως. να μη φέξει στο ένα τρίτο της και
η νύχτα ομοίως.
13 Καὶ εἶδον καὶ ἤκουσα ἑνὸς 13 Και είδα, και άκουσα έναν αετό
ἀετοῦ πετομένου ἐν να πετάει στα μεσούρανα,
μεσουρανήματι, λέγοντος φωνῇ λέγοντας με φωνή μεγάλη: Ουαί,
μεγάλῃ· οὐαί, οὐαί, οὐαὶ τοὺς ουαί, ουαί σ’ αυτούς που
κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς ἐκ τῶν κατοικούν πάνω στη γη από τις
λοιπῶν φωνῶν τῆς σάλπιγγος υπόλοιπες φωνές της σάλπιγγας
τῶν τριῶν ἀγγέλων τῶν των τριών αγγέλων που μέλλουν
μελλόντων σαλπίζειν. να σαλπίζουν».


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. Θ’




Η πέμπτη σάλπιγγα
1 Καὶ ὁ πέμπτος ἄγγελος 1 Και ο πέμπτος άγγελος
ἐσάλπισε· καὶ εἶδον ἀστέρα ἐκ σάλπισε: και είδα έναν αστέρα
τοῦ οὐρανοῦ πεπτωκότα εἰς τὴν από τον ουρανό που έχει πέσει
γῆν, καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἡ κλεὶς τοῦ στη γη, και του δόθηκε το κλειδί
φρέατος τῆς ἀβύσσου, του πηγαδιού της αβύσσου.
2 καὶ ἤνοιξε τὸ φρέαρ τῆς 2 Και άνοιξε το πηγάδι της

ἀβύσσου, καὶ ἀνέβη καπνὸς ἐκ αβύσσου και ανέβηκε καπνός
τοῦ φρέατος ὡς καπνὸς καμίνου από το πηγάδι σαν καπνός από
καιομένης, καὶ ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος καμίνι μεγάλο, και σκοτείνιασε ο
καὶ ὁ ἀὴρ ἐκ τοῦ καπνοῦ τοῦ ήλιος και ο αέρας από τον καπνό
φρέατος. του πηγαδιού.
3 καὶ ἐκ τοῦ καπνοῦ ἐξῆλθον 3 Και από τον καπνό εξήλθαν
ἀκρίδες εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐδόθη ακρίδες στη γη, και δόθηκε σ’
αὐταῖς ἐξουσία ὡς ἔχουσιν αυτές εξουσία όπως έχουν
ἐξουσίαν οἱ σκορπίοι τῆς γῆς· εξουσία οι σκορπιοί της γης.
4 καὶ ἐρρέθη αὐταῖς ἵνα μὴ 4 Και τους ειπώθηκε να μη
ἀδικήσωσι τὸν χόρτον τῆς γῆς βλάψουν το χορτάρι της γης ούτε
οὐδὲ πᾶν χλωρὸν οὐδὲ πᾶν κανένα φυτό χλωρό ούτε κανένα
δένδρον, εἰ μὴ τοὺς ἀνθρώπους δέντρο, παρά μόνο τους
οἵτινες οὐκ ἔχουσι τὴν σφραγῖδα ανθρώπους που δεν έχουν τη
τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων σφραγίδα του Θεού πάνω στα
αὐτῶν. μέτωπά τους.
5 καὶ ἐδόθη αὐταῖς ἵνα μὴ 5 Και τους δόθηκε εντολή να μην
ἀποκτείνωσιν αὐτούς, ἀλλ᾿ ἵνα τους σκοτώσουν, αλλά να
βασανισθῶσι μῆνας πέντε· καὶ ὁ βασανιστούν πέντε μήνες. και ο
βασανισμὸς αὐτῶν ὡς βασανισμός τους είναι σαν
βασανισμὸς σκορπίου, ὅταν βασανισμός σκορπιού όταν
παίσῃ ἄνθρωπον. κεντρίσει άνθρωπο.
6 καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις 6 Και κατά τις ημέρες εκείνες θα
ζητήσουσιν οἱ ἄνθρωποι τὸν ζητήσουν οι άνθρωποι το
θάνατον καὶ οὐ μὴ εὑρήσουσιν θάνατο, αλλά δε θα τον βρουν,
αὐτόν, καὶ ἐπιθυμήσουσιν και θα επιθυμήσουν να
ἀποθανεῖν, καὶ φεύξεται ἀπ᾿ πεθάνουν, αλλά φεύγει ο
αὐτῶν ὁ θάνατος. θάνατος από αυτούς.
7 καὶ τὰ ὁμοιώματα τῶν ἀκρίδων 7 Και τα ομοιώματα των ακρίδων
ὅμοια ἵπποις ἡτοιμασμένοις εἰς είναι όμοια με ίππους
πόλεμον, καὶ ἐπὶ τὰς κεφαλὰς ετοιμασμένους για πόλεμο, και
αὐτῶν ὡς στέφανοι ὅμοιοι πάνω στα κεφάλια τους είναι σαν
στέφανοι όμοιοι με χρυσό, και τσ


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. Θ’


χρυσίῳ, καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν πρόσωπά τους σαν πρόσωπα
ὡς πρόσωπα ἀνθρώπων, ανθρώπων.
8 καὶ εἶχον τρίχας ὡς τρίχας 8 Και είχαν τρίχες σαν τρίχες
γυναικῶν, καὶ οἱ ὀδόντες αὐτῶν γυναικών, και τα δόντια τους
ὡς λεόντων ἦσαν, ήταν σαν των λιονταριών.
9 καὶ εἶχον θώρακας ὡς θώρακας 9 Και είχαν θώρακες σαν
σιδηροῦς, καὶ ἡ φωνὴ τῶν θώρακες σιδερένιους, και ο
πτερύγων αὐτῶν ὡς φωνὴ θόρυβος των πτερύγων τους σαν
ἁρμάτων ἵππων πολλῶν θόρυβος αρμάτων με ίππους
τρεχόντων εἰς πόλεμον. πολλούς που τρέχουν σε πόλεμο.
10 καὶ ἔχουσιν οὐρὰς ὁμοίας 10 Και έχουν ουρές όμοιες με
σκορπίοις καὶ κέντρα, καὶ ἐν ταῖς σκορπιούς και κεντριά, και στις
οὐραῖς αὐτῶν ἐξουσίαν ἔχουσι ουρές τους είναι η δύναμή τους
τοῦ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους να βλάψουν τους ανθρώπους
μῆνας πέντε. πέντε μήνες.
11 ἔχουσι βασιλέα ἐπ᾿ αὐτῶν τὸν 11 Έχουν πάνω τους βασιλιά τον
ἄγγελον τῆς ἀβύσσου· ὄνομα άγγελο της αβύσσου. το όνομά
αὐτῷ ῾Εβραϊστὶ ᾿Αβαδδών, ἐν δὲ του εβραϊκά είναι Αβαδδών και
τῇ ῾Ελληνικῇ ὄνομα ἔχει στην ελληνική έχει όνομα
᾿Απολλύων. Απολλύων.
12 ῾Η οὐαὶ ἡ μία ἀπῆλθεν· ἰδοὺ 12 Το ουαί το ένα πέρασε. ιδού,
ἔρχονται ἔτι δύο οὐαὶ μετὰ ταῦτα. έρχονται ακόμα δύο ουαί μετά
από αυτά.
Η έκτη σάλπιγγα
13 Καὶ ὁ ἕκτος ἄγγελος ἐσάλπισε· 13 Και ο έκτος άγγελος σάλπισε:
καὶ ἤκουσα φωνὴν μίαν ἐκ τῶν και άκουσα μία φωνή από τα
τεσσάρων κεράτων τοῦ τέσσερα κέρατα του
θυσιαστηρίου τοῦ χρυσοῦ τοῦ θυσιαστηρίου του χρυσού, που
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, είναι μπροστά στο Θεό,
14 λέγοντος τῷ ἕκτῳ ἀγγέλῳ· ὁ 14 να λέει στον έκτο άγγελο που
ἔχων τὴν σάλπιγγα, λῦσον τοὺς έχει τη σάλπιγγα: «Λύσε τους
τέσσαρας ἀγγέλους τοὺς τέσσερις αγγέλους τους δεμένους
δεδεμένους ἐπὶ τῷ ποταμῷ τῷ πάνω στον ποταμό το μεγάλο,
μεγάλῳ Εὐφράτῃ. τον Ευφράτη».
15 καὶ ἐλύθησαν οἱ τέσσαρες 15 Και λύθηκαν οι τέσσερις
ἄγγελοι οἱ ἡτοιμασμένοι εἰς τὴν άγγελοι, οι ετοιμασμένοι γι’
ὥραν καὶ εἰς τὴν ἡμέραν καὶ αυτήν την ώρα και ημέρα και
μῆνα καὶ ἐνιαυτόν, ἵνα μήνα και έτος, για να σκοτώσουν
ἀποκτείνωσι τὸ τρίτον τῶν το ένα τρίτο των ανθρώπων.
ἀνθρώπων.

16 καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν 16 Και ο αριθμός των
στρατευμάτων τοῦ ἵππου δύο στρατευμάτων του ιππικού είναι


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. Θ’


μυριάδες μυριάδων· ἤκουσα τὸν διακόσια εκατομμύρια. άκουσα
ἀριθμὸν αὐτῶν. τον αριθμό τους.
17 καὶ οὕτως εἶδον τοὺς ἵππους ἐν 17 Και έτσι είδα τους ίππους στο
τῇ ὁράσει καὶ τοὺς καθημένους όραμα και αυτούς που κάθονται
ἐπ᾿ αὐτῶν, ἔχοντας θώρακας πάνω τους: να έχουν θώρακες
πυρίνους καὶ ὑακινθίνους καὶ πύρινους και υακίνθινους και
θειώδεις· καὶ αἱ κεφαλαὶ τῶν θειαφένιους. και τα κεφάλια των
ἵππων ὡς κεφαλαὶ λεόντων, καὶ ίππων σαν κεφάλια λιονταριών,
ἐκ τῶν στομάτων αὐτῶν και από τα στόματά τους
ἐκπορεύεται πῦρ καὶ καπνὸς καὶ εκπορεύεται φωτιά και καπνός
θεῖον. και θειάφι.
18 ἀπὸ τῶν τριῶν πληγῶν τούτων 18 Από τις τρεις τούτες πληγές
ἀπεκτάνθησαν τὸ τρίτον τῶν σκοτώθηκαν το ένα τρίτο των
ἀνθρώπων, ἐκ τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ ανθρώπων, δηλαδή από τη
καπνοῦ καὶ τοῦ θείου τοῦ φωτιά και τον καπνό και το
ἐκπορευομένου ἐκ τῶν στομάτων θειάφι που εκπορεύεται από τα
αὐτῶν. στόματά τους.
19 ἡ γὰρ ἐξουσία τῶν ἵππων ἐν τῷ 19 Γιατί η δύναμη των ίππων
στόματι αὐτῶν ἐστι καὶ ἐν ταῖς είναι στο στόμα τους και στις
οὐραῖς αὐτῶν· αἱ γὰρ οὐραὶ ουρές τους. γιατί οι ουρές τους
αὐτῶν ὅμοιαι ὄφεσιν, ἔχουσαι είναι όμοιες με φίδια κι έχουν
κεφαλάς, καὶ ἐν αὐταῖς ἀδικοῦσι. κεφάλια και με αυτές βλάπτουν.
20 καὶ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, οἳ 20 Και οι υπόλοιποι από τους
οὐκ ἀπεκτάνθησαν ἐν ταῖς ανθρώπους, που δε σκοτώθηκαν
πληγαῖς ταύταις, οὐ μετενόησαν με τις πληγές αυτές, ούτε που
ἐκ τῶν ἔργων τῶν χειρῶν αὐτῶν, μετάνιωσαν από τα έργα των
ἵνα μὴ προσκυνήσωσι τὰ χεριών τους, ώστε να μην
δαιμόνια καὶ τὰ εἴδωλα τὰ χρυσᾶ προσκυνήσουν τα δαιμόνια και
καὶ τὰ ἀργυρᾶ καὶ τὰ χαλκᾶ καὶ τα είδωλα τα χρυσά και τα
τὰ λίθινα καὶ τὰ ξύλινα, ἃ οὔτε αργυρά και τα χάλκινα και τα
βλέπειν δύναται οὔτε ἀκούειν λίθινα και τα ξύλινα, που ούτε να
οὔτε περιπατεῖν, βλέπουν δύνανται ούτε να
ακούνε ούτε να περπατούν.
21 καὶ οὐ μετενόησαν ἐκ τῶν 21 Και δε μετάνιωσαν από τους
φόνων αὐτῶν οὔτε ἐκ τῶν φόνους τους ούτε από τα μαγικά
φαρμακειῶν αὐτῶν οὔτε ἐκ τῆς τους ούτε από την πορνεία τους
πορνείας αὐτῶν οὔτε ἐκ τῶν ούτε από τις κλεψιές τους.
κλεμμάτων αὐτῶν.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. Ι’




Ο άγγελος με το ανοιχτό βιβλίο
1 Καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον 1 Και είδα άλλο άγγελο ισχυρό να
ἰσχυρὸν καταβαίνοντα ἐκ τοῦ κατεβαίνει από τον ουρανό,
οὐρανοῦ, περιβεβλημένον ντυμένο με νεφέλη, και το
νεφέλην, καὶ ἡ ἶρις ἐπὶ τῆς ουράνιο τόξο πάνω στο κεφάλι
κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ τὸ του και το πρόσωπό του σαν τον
πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, καὶ ήλιο και τα πόδια του σαν

οἱ πόδες αὐτοῦ ὡς στῦλοι πυρός, πύρινοι στύλοι,
2 καὶ ἔχων ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ 2 και έχει στο χέρι του ένα
βιβλίον ἀνεῳγμένον. καὶ ἔθηκε βιβλιαράκι ανοιγμένο. Και έθεσε
τὸν πόδα αὐτοῦ τὸν δεξιὸν ἐπὶ τῆς το πόδι του το δεξί πάνω στη
θαλάσσης, τὸν δὲ εὐώνυμον ἐπὶ θάλασσα και το αριστερό πάνω
τῆς γῆς, στη γη,
3 καὶ ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ ὥσπερ 3 και έκραξε με φωνή μεγάλη
λέων μυκᾶται. καὶ ὅτε ἔκραξεν, όπως ακριβώς λέοντας βρυχιέται.
ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταὶ τὰς Και όταν έκραξε, λάλησαν σι
ἑαυτῶν φωνάς. εφτά βροντές τις δικές τους
φωνές.
4 Καὶ ὅτε ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ 4 Και όταν λάλησαν οι εφτά
βρονταί, ἔμελλον γράφειν· καὶ βροντές, έμελλα να γράφω. Αλλά
ἤκουσα φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ άκουσα φωνή από τον ουρανό να
λέγουσαν· σφράγισον ἃ λέει: «Σφράγισε αυτά που
ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταί, καὶ λάλησαν οι εφτά βροντές και μην
μὴ αὐτὰ γράψῃς. τα γράψεις».
5 Καὶ ὁ ἄγγελος, ὃν εἶδον ἑστῶτα 5 Και ο άγγελος, που είδα να έχει
ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, σταθεί πάνω στη θάλασσα και
ἦρε τὴν χεῖρα αὐτοῦ τὴν δεξιὰν πάνω στη γη, σήκωσε το χέρι του
εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ὤμοσεν ἐν τῷ το δεξί στον ουρανό και
ζῶντι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν ορκίστηκε σ’ αυτόν που ζει στους
αἰώνων, ὃς ἔκτισε τὸν οὐρανὸν αιώνες των αιώνων, ο οποίος
καὶ τὰ ἐν αὐτῷ καὶ τὴν γῆν καὶ τὰ έχτισε τον ουρανό και όσα
ἐν αὐτῇ καὶ τὴν θάλασσαν καὶ τὰ υπάρχουν σ’ αυτόν, και τη γη και
ἐν αὐτῇ, ὅτι χρόνος οὐκέτι ἔσται, όσα υπάρχουν σ’ αυτήν, και τη
θάλασσα και όσα υπάρχουν σ’
αυτήν, ότι χρονοτριβή πια δε θα
υπάρχει.
6 ἀλλ᾿ ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς φωνῆς 6 Αλλά κατά τις ημέρες της
τοῦ ἑβδόμου ἀγγέλου, ὅταν φωνής του έβδομου αγγέλου,
μέλλῃ σαλπίζειν, καὶ ἐτελέσθη τὸ όταν μέλλει να σαλπίζει, τότε
μυστήριον τοῦ Θεοῦ, ὡς τελέστηκε το μυστήριο του Θεού


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. Ι’


εὐηγγέλισε τοὺς δούλους αὐτοῦ όπως ευαγγέλισε στους δικούς
τοὺς προφήτας. του δούλους, τους προφήτες.
7 Καὶ ἡ φωνὴ ἣν ἤκουσα ἐκ τοῦ 7 Και η φωνή που άκουσα από
οὐρανοῦ, πάλιν λαλοῦσα μετ᾿ τον ουρανό πάλι μιλά μαζί μου
ἐμοῦ καὶ λέγουσα· ὕπαγε λάβε τὸ και λέει: «Πήγαινε, λάβε το βιβλίο
βιβλιδάριον τὸ ἀνεῳγμένον ἐν τῇ το ανοιγμένο στο χέρι του
χειρὶ τοῦ ἀγγέλου τοῦ ἑστῶτος αγγέλου που έχει σταθεί πάνω
ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. στη θάλασσα και πάνω στη γη».
8 καὶ ἀπῆλθα πρὸς τὸν ἄγγελον, 8 Και τότε έφυγα και πήγα προς
λέγων αὐτῷ δοῦναί μοι τὸ τον άγγελο, λέγοντάς του να μου
βιβλιδάριον. καὶ λέγει μοι· λάβε δώσει το βιβλιαράκι. Και μου λέει:
καὶ κατάφαγε αὐτό, καὶ πικρανεῖ «Λάβε και κατάφαγέ το. και θα
σου τὴν κοιλίαν, ἀλλ᾿ ἐν τῷ σου πικράνει την κοιλιά, αλλά
στόματί σου ἔσται γλυκὺ ὡς μέλι. στο στόμα σου θα είναι γλυκό
σαν μέλι».
9 καὶ ἔλαβον τὸ βιβλίον ἐκ τῆς 9 Και έλαβα το βιβλιαράκι από το
χειρὸς τοῦ ἀγγέλου καὶ χέρι του αγγέλου και το
κατέφαγον αὐτό, καὶ ἦν ἐν τῷ κατάφαγα και ήταν στο στόμα
στόματί μου ὡς μέλι γλυκύ· καὶ μου σαν μέλι γλυκό. αλλά όταν
ὅτε ἔφαγον αὐτό, ἐπικράνθη ἡ το έφαγα, πικράθηκε η κοιλιά
κοιλία μου. μου.
10 καὶ λέγουσί μοι· δεῖ σε πάλιν 10 Και μου λένε: «Πρέπει πάλι να
προφητεῦσαι ἐπὶ λαοῖς καὶ προφητέψεις πάνω σε λαούς και
ἔθνεσι καὶ γλώσσαις καὶ σε έθνη και σε γλώσσες και σε
βασιλεῦσι πολλοῖς. βασιλιάδες πολλούς».


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΑ’




Οι δυο μάρτυρες
1 Καὶ ἐδόθη μοι κάλαμος ὅμοιος 1 Και μου δόθηκε καλάμι όμοιο
ράβδῳ, λέγων· ἔγειρε καὶ με ράβδο, λέγοντάς μου: «Σήκω
μέτρησον τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ και μέτρησε το ναό του Θεού και
τὸ θυσιαστήριον καὶ τοὺς το θυσιαστήριο και εκείνους που
προσκυνοῦντας ἐν αὐτῷ· προσκυνούν μέσα σ’ αυτόν.
2 καὶ τὴν αὐλὴν τὴν ἔξωθεν τοῦ 2 Αλλά την αυλή την εξωτερική

ναοῦ ἔκβαλε ἔξω καὶ μὴ αὐτὴν του ναού βγάλε την έξω από το
μετρήσῃς, ὅτι ἐδόθη τοῖς ἔθνεσι, μέτρημα και μην την μετρήσεις,
καὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν γιατί δόθηκε στα έθνη, και την
πατήσουσι μῆνας τεσσαράκοντα πόλη την άγια θα πατήσουν
δύο. σαράντα δύο μήνες.
3 καὶ δώσω τοῖς δυσὶ μάρτυσί 3 Και θα δώσω στους δύο
μου, καὶ προφητεύσουσιν ἡμέρας μάρτυρές μου και θα
χιλίας διακοσίας ἑξήκοντα, προφητέψουν χίλιες διακόσιες
περιβεβλημένοι σάκκους. εξήντα ημέρες ντυμένοι με
σάκους».
4 οὗτοί εἰσιν αἱ δύο ἐλαῖαι καὶ αἱ 4 Αυτοί είναι τα δύο ελαιόδεντρα
δύο λυχνίαι αἱ ἐνώπιον τοῦ και οι δύο λυχνίες που μπροστά
Κυρίου τῆς γῆς ἑστῶσαι. στον Κύριο της γης έχουν σταθεί.
5 καὶ εἴ τις αὐτοὺς θέλει ἀδικῆσαι, 5 Και αν κάποιος θέλει να τους
πῦρ ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ στόματος βλάψει, φωτιά εκπορεύεται από
αὐτῶν καὶ κατεσθίει τοὺς το στόμα τους και κατατρώει
ἐχθροὺς αὐτῶν· καὶ εἴ τις θέλει τους εχθρούς τους. Και αν
αὐτοὺς ἀδικῆσαι, οὕτω δεῖ αὐτὸν κάποιος θελήσει να τους βλάψει,
ἀποκτανθῆναι. έτσι πρέπει αυτός να σκοτωθεί.
6 οὗτοι ἔχουσιν ἐξουσίαν τὸν 6 Αυτοί έχουν την εξουσία να
οὐρανὸν κλεῖσαι, ἵνα μὴ ὑετὸς κλείσουν τον ουρανό, για να μην
βρέχῃ τὰς ἡμέρας τῆς πέφτει βροχή κατά τις ημέρες της
προφητείας αὐτῶν, καὶ ἐξουσίαν προφητείας τους. Και εξουσία
ἔχουσιν ἐπὶ τῶν ὑδάτων στρέφειν έχουν πάνω στα νερά να τα
αὐτὰ εἰς αἷμα καὶ πατάξαι τὴν μετατρέπουν σε αίμα και να
γῆν ἐν πάσῃ πληγῇ, ὁσάκις ἐὰν χτυπήσουν τη γη με κάθε πληγή
θελήσωσι. όσες φορές κι αν θελήσουν.
7 καὶ ὅταν τελέσωσι τὴν 7 Και όταν τελειώσουν τη
μαρτυρίαν αὐτῶν, τὸ θηρίον τὸ μαρτυρία τους, το θηρίο που
ἀναβαῖνον ἐκ τῆς ἀβύσσου ανεβαίνει από την άβυσσο θα
ποιήσει μετ᾿ αὐτῶν πόλεμον καὶ κάνει με αυτούς πόλεμο και θα
νικήσει αὐτοὺς καὶ ἀποκτενεῖ τους νικήσει και θα τους
αὐτούς. σκοτώσει.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΑ’


8 καὶ τὸ πτῶμα αὐτῶν ἐπὶ τῆς 8 Και το πτώμα τους θα βρίσκεται
πλατείας τῆς πόλεως τῆς πάνω στην πλατεία της πόλης
μεγάλης, ἥτις καλεῖται της μεγάλης, που καλείται
πνευματικῶς Σόδομα καὶ πνευματικά Σόδομα και
Αἴγυπτος, ὅπου καὶ ὁ Κύριος Αίγυπτος, όπου και ο Κύριός τους
αὐτῶν ἐσταυρώθη. σταυρώθηκε.
9 καὶ βλέπουσιν ἐκ τῶν λαῶν καὶ 9 Και βλέπουν οι άνθρωποι από
φυλῶν καὶ γλωσσῶν καὶ ἐθνῶν τους λαούς και φυλές και
τὸ πτῶμα αὐτῶν ἡμέρας τρεῖς καὶ γλώσσες και έθνη το πτώμα τους
ἥμισυ, καὶ τὰ πτώματα αὐτῶν τρεισήμισι ημέρες, και δεν
οὐκ ἀφήσουσι τεθῆναι εἰς μνῆμα. αφήνουν τα πτώματά τους να
τεθούν σε μνήμα.
10 καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐπὶ τῆς 10 Και όσοι κατοικούν πάνω στη
γῆς χαίρουσιν ἐπ᾿ αὐτοῖς, καὶ γη χαίρονται γι’ αυτούς και
εὐφρανθήσονται καὶ δῶρα ευφραίνονται και δώρα θα
πέμψουσιν ἀλλήλοις, ὅτι οὗτοι οἱ στείλουν ο ένας στον άλλο, γιατί
δύο προφῆται ἐβασάνισαν τοὺς αυτοί οι δύο προφήτες
κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς. βασάνισαν όσους κατοικούν
πάνω στη γη.
11 καὶ μετὰ τὰς τρεῖς ἡμέρας καὶ 11 Αλλά μετά τις τρεισήμισι
ἥμισυ, πνεῦμα ζωῆς ἐκ τοῦ Θεοῦ ημέρες πνεύμα ζωής από το Θεό
εἰσῆλθεν εἰς αὐτούς, καὶ ἔστησαν εισήλθε μέσα τους, και στάθηκαν
ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτῶν, καὶ φόβος πάνω στα πόδια τους, και φόβος
μέγας ἐπέπεσεν ἐπὶ τοὺς μεγάλος έπεσε πάνω σ’ αυτούς
θεωροῦντας αὐτούς. που τους παρατηρούν.
12 καὶ ἤκουσα φωνὴν μεγάλην ἐκ 12 Και τότε άκουσαν φωνή
τοῦ οὐρανοῦ λέγουσαν αὐτοῖς· μεγάλη από τον ουρανό να τους
ἀνάβητε ὧδε. καὶ ἀνέβησαν εἰς λέει: «Ανεβείτε εδώ». Και
τὸν οὐρανὸν ἐν τῇ νεφέλῃ, καὶ ανέβηκαν στον ουρανό μέσα στη
ἐθεώρησαν αὐτοὺς οἱ ἐχθροὶ νεφέλη, και τους παρατήρησαν
αὐτῶν. οι εχθροί τους.
13 Καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐγένετο 13 Και εκείνη την ώρα έγινε
σεισμὸς μέγας, καὶ τὸ δέκατον σεισμός μεγάλος και το ένα
τῆς πόλεως ἔπεσε, καὶ δέκατο της πόλης έπεσε και
ἀπεκτάνθησαν ἐν τῷ σεισμῷ σκοτώθηκαν κατά το σεισμό
ὀνόματα ἀνθρώπων χιλιάδες εφτά χιλιάδες άτομα ανθρώπων,
ἑπτά, καὶ οἱ λοιποὶ ἔμφοβοι και οι λοιποί γέμισαν φόβο και
ἐγένοντο καὶ ἔδωκαν δόξαν τῷ έδωσαν δόξα στο Θεό του
Θεῷ τοῦ οὐρανοῦ. ουρανού.
14 ῾Η οὐαὶ ἡ δευτέρα ἀπῆλθεν· ἡ 14 Το ουαί το δεύτερο πέρασε,

οὐαὶ ἡ τρίτη ἰδοὺ ἔρχεται ταχύ. ιδού, το ουαί το τρίτο έρχεται
γρήγορα.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΑ’


Η έβδομη σάλπιγγα
15 Καὶ ὁ ἕβδομος ἄγγελος 15 Και ο έβδομος άγγελος
ἐσάλπισε· καὶ ἐγένοντο φωναὶ σάλπισε. και έγιναν φωνές
μεγάλαι ἐν τῷ οὐρανῷ λέγουσαι· μεγάλες στον ουρανό που έλεγαν:
ἐγένετο ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου «Η βασιλεία του κόσμου έγινε του
τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ τοῦ Χριστοῦ Κυρίου μας και του Χριστού του,
αὐτοῦ, καὶ βασιλεύσει εἰς τοὺς και θα βασιλέψει στους αιώνες
αἰῶνας τῶν αἰώνων. των αιώνων».
16 καὶ οἱ εἴκοσι τέσσαρες 16 Και οι είκοσι τέσσερις
πρεσβύτεροι οἱ ἐνώπιον τοῦ πρεσβύτεροι που κάθονται
θρόνου τοῦ Θεοῦ, οἳ κάθηνται ἐπὶ μπροστά στο Θεό πάνω στους
τοὺς θρόνους αὐτῶν, ἔπεσαν ἐπὶ θρόνους τους έπεσαν με τα
τὰ πρόσωπα αὐτῶν καὶ πρόσωπά τους και προσκύνησαν
προσεκύνησαν τῷ Θεῷ το Θεό,
17 λέγοντες· εὐχαριστοῦμέν σοι, 17 λέγοντας: «Σε ευχαριστούμε,
Κύριε ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ὁ Κύριε Θεέ Παντοκράτορα, ο Είναι
ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὅτι και ο Ήταν, γιατί έχεις λάβει τη
εἴληφας τὴν δύναμίν σου τὴν δύναμή σου τη μεγάλη και
μεγάλην καὶ ἐβασίλευσας, βασίλεψες.
18 καὶ τὰ ἔθνη ὠργίσθησαν, καὶ 18 Και τα έθνη οργίστηκαν, αλλά
ἦλθεν ἡ ὀργή σου καὶ ὁ καιρὸς ήρθε η οργή σου και ο καιρός των
τῶν ἐθνῶν κριθῆναι καὶ δοῦναι νεκρών, για να κριθούν. και για
τὸν μισθὸν τοῖς δούλοις σου τοῖς να δώσεις το μισθό στους
προφήταις καὶ τοῖς ἁγίοις τοῖς δούλους σου στους προφήτες και
φοβουμένοις τὸ ὄνομά σου, τοῖς στους αγίους και σ’ όσους
μικροῖς καὶ τοῖς μεγάλοις, καὶ φοβούνται το όνομά σου, τους
διαφθεῖραι τοὺς διαφθείροντας μικρούς και τους μεγάλους, και
τὴν γῆν. για να φθείρεις εκείνους που
φθείρουν τη γη».
19 Καὶ ἠνοίγη ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ ὁ 19 Και ανοίχτηκε ο ναός του Θεού
ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὤφθη ἡ που είναι στον ουρανό και
κιβωτὸς τῆς διαθήκης Κυρίου ἐν φάνηκε η κιβωτός της διαθήκης
τῷ ναῷ αὐτοῦ, καὶ ἐγένοντο του μέσα στο ναό του. Και έγιναν
ἀστραπαὶ καὶ φωναὶ καὶ βρονταὶ αστραπές και φωνές και βροντές
καὶ σεισμὸς καὶ χάλαζα μεγάλη. και σεισμός και χαλάζι μεγάλο.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΒ’




Η γυναίκα και ο δράκοντας
1 Καὶ σημεῖον μέγα ὤφθη ἐν τῷ 1 Και σημείο μεγάλο φάνηκε
οὐρανῷ, γυνὴ περιβεβλημένη στον ουρανό: γυναίκα ντυμένη
τὸν ἥλιον, καὶ ἡ σελήνη τον ήλιο και η σελήνη κάτω από
ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτῆς, καὶ τα πόδια της και πάνω στο
ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς κεφάλι της ένας στέφανος από
στέφανος ἀστέρων δώδεκα, δώδεκα αστέρες.

2 καὶ ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἔκραζεν 2 Και είχε παιδί στην κοιλιά και
ὠδίνουσα καὶ βασανιζομένη κράζει με ωδίνες και
τεκεῖν. βασανίζεται στον τοκετό.
3 καὶ ὤφθη ἄλλο σημεῖον ἐν τῷ 3 Και φάνηκε άλλο σημείο στον
οὐρανῷ, καὶ ἰδοὺ δράκων ουρανό: και ιδού δράκος
πυρρὸς μέγας, ἔχων κεφαλὰς μεγάλος, φλογοκόκκινος,
ἑπτὰ καὶ κέρατα δέκα, καὶ ἐπὶ έχοντας εφτά κεφάλια και δέκα
τὰς κεφαλὰς αὐτοῦ ἑπτὰ κέρατα και πάνω στα κεφάλια
διαδήματα, του εφτά διαδήματα.
4 καὶ ἡ οὐρὰ αὐτοῦ σύρει τὸ 4 Και η ουρά του σέρνει το ένα
τρίτον τῶν ἀστέρων τοῦ τρίτο των αστέρων του ουρανού
οὐρανοῦ, καὶ ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς και τους έριξε στη γη. Και ο
τὴν γῆν. καὶ ὁ δράκων ἕστηκεν δράκος έχει σταθεί μπροστά στη
ἐνώπιον τῆς γυναικὸς τῆς γυναίκα που μέλλει να γεννήσει,
μελλούσης τεκεῖν, ἵνα, ὅταν για να καταφάει το τέκνο της
τέκῃ, τὸ τέκνον αὐτῆς όταν το γεννήσει.
καταφάγῃ.
5 καὶ ἔτεκεν υἱὸν ἄρρενα, ὃς 5 Και γέννησε γιο, παιδί
μέλλει ποιμαίνειν πάντα τὰ ἔθνη αρσενικό, ο οποίος μέλλει να
ἐν ράβδῳ σιδηρᾷ· καὶ ἡρπάσθη ποιμαίνει όλα τα έθνη με ράβδο
τὸ τέκνον αὐτῆς πρὸς τὸν Θεὸν σιδερένια. Και αρπάχτηκε το
καὶ πρὸς τὸν θρόνον αὐτοῦ. τέκνο της προς το Θεό και προς
το θρόνο του.
6 καὶ ἡ γυνὴ ἔφυγεν εἰς τὴν 6 Και τότε η γυναίκα έφυγε στην
ἔρημον, ὅπου ἔχει ἐκεῖ τόπον έρημο όπου έχει εκεί τόπο
ἡτοιμασμένον ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἵνα ετοιμασμένο από το θεό, για να
ἐκεῖ τρέφωσιν αὐτὴν ἡμέρας την τρέφουν εκεί χίλιες
χιλίας διακοσίας ἑξήκοντα. διακόσιες εξήντα ημέρες.
7 Καὶ ἐγένετο πόλεμος ἐν τῷ 7 Και έγινε πόλεμος στον ουρανό,
οὐρανῷ· ὁ Μιχαὴλ καὶ οἱ ἄγγελοι ο Μιχαήλ και οι άγγελοί του
αὐτοῦ –τοῦ πολεμῆσαι μετὰ τοῦ ήρθαν να πολεμήσουν με το
δράκοντος· καὶ ὁ δράκων δράκο. Και ο δράκος πολέμησε
ἐπολέμησε καὶ οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ, και οι άγγελοί του,


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΒ’


8 καὶ οὐκ ἴσχυσεν, οὐδὲ τόπος 8 αλλά δεν υπερίσχυσε ούτε
εὑρέθη αὐτῷ ἔτι ἐν τῷ οὐρανῷ. τόπος βρέθηκε γι’ αυτούς πια
στον ουρανό.
9 καὶ ἐβλήθη ὁ δράκων, – ὁ ὄφις 9 Και ρίχτηκε ο δράκος ο
ὁ μέγας ὁ ἀρχαῖος, ὁ καλούμενος μεγάλος, ο όφης ο αρχαίος, που
Διάβολος καὶ ὁ Σατανᾶς, ὁ καλείται Διάβολος και ο
πλανῶν τὴν οἰκουμένην ὅλην, Σατανάς, αυτός που πλανά την
ἐβλήθη εἰς τὴν γῆν, καὶ οἱ οικουμένη όλη, ρίχτηκε στη γη
ἄγγελοι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ και οι άγγελοί του ρίχτηκαν μαζί
ἐβλήθησαν. του.
10 καὶ ἤκουσα φωνὴν μεγάλην 10 Και άκουσα φωνή μεγάλη
ἐν τῷ οὐρανῷ λέγουσαν· ἄρτι στον ουρανό να λέει: «Τώρα έγινε
ἐγένετο ἡ σωτηρία καὶ ἡ δύναμις η σωτηρία και η δύναμη και η
καὶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡμῶν βασιλεία του Θεού μας και η
καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ εξουσία του Χριστού του, γιατί
αὐτοῦ, ὅτι ἐβλήθη ὁ κατήγορος ρίχτηκε ο κατήγορος των
τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν, ὁ αδελφών μας, που τους
κατηγορῶν αὐτῶν ἐνώπιον τοῦ κατηγορεί μπροστά στο Θεό μας
Θεοῦ ἡμῶν ἡμέρας καὶ νυκτός. ημέρα και νύχτα.
11 καὶ αὐτοὶ ἐνίκησαν αὐτὸν διὰ 11 Και αυτοί τον νίκησαν χάρη
τὸ αἷμα τοῦ ἀρνίου καὶ διὰ τὸν στο αίμα του Αρνίου και χάρη
λόγον τῆς μαρτυρίας αὐτῶν, καὶ στο λόγο της μαρτυρίας τους,
οὐκ ἠγάπησαν τὴν ψυχὴν αὐτῶν και δεν αγάπησαν την ψυχή
ἄχρι θανάτου. τους μέχρι το θάνατο.
12 διὰ τοῦτο εὐφραίνεσθε 12 Γι’ αυτό ας ευφραίνεστε
οὐρανοὶ καὶ οἱ ἐν αὐτοῖς ουρανοί και όσοι σ’ αυτούς
σκηνοῦντες· οὐαὶ τὴν γῆν καὶ κατασκηνώνετε. Αλίμονο στη γη
τὴν θάλασσαν, ὅτι κατέβη ὁ και στη θάλασσα, γιατί
διάβολος πρὸς ὑμᾶς ἔχων θυμὸν κατέβηκε ο Διάβολος προς εσάς
μέγαν, εἰδὼς ὅτι ὀλίγον καιρὸν έχοντας θυμό μεγάλο, επειδή
ἔχει. ξέρει ότι λίγο καιρό έχει».
13 Καὶ ὅτε εἶδεν ὁ δράκων ὅτι 13 Και όταν είδε ο δράκος ότι
ἐβλήθη εἰς τὴν γῆν, ἐδίωξε τὴν ρίχτηκε στη γη, καταδίωξε τη
γυναῖκα ἥτις ἔτεκε τὸν ἄρρενα. γυναίκα που γέννησε το
αρσενικό παιδί.
14 καὶ ἐδόθησαν τῇ γυναικὶ δύο 14 Και δόθηκαν στη γυναίκα οι
πτέρυγες τοῦ ἀετοῦ τοῦ μεγάλου, δυο φτερούγες του αετού του
ἵνα πέτηται εἰς τὴν ἔρημον εἰς μεγάλου, για να πετά στην
τὸν τόπον αὐτῆς, ὅπως τρέφηται έρημο, στον τόπο της, όπου
ἐκεῖ καιρὸν καὶ καιροὺς καὶ τρέφεται εκεί έναν καιρό και δύο

ἥμισυ καιροῦ ἀπὸ προσώπου τοῦ καιρούς και μισό καιρό μακριά
ὄφεως. από το πρόσωπο του όφη.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΒ’


15 καὶ ἔβαλεν ὁ ὄφις ἐκ τοῦ 15 Και τίναξε ο όφης από το
στόματος αὐτοῦ ὀπίσω τῆς στόμα του πίσω από τη γυναίκα
γυναικὸς ὕδωρ ὡς ποταμόν, ἵνα νερό σαν ποταμό, για να την
αὐτὴν ποταμοφόρητον ποιήσῃ. κάνει να παρασυρθεί από τον
ποταμό.
16 καὶ ἐβοήθησεν ἡ γῆ τῇ 16 Αλλά βοήθησε η γη τη
γυναικί, καὶ ἤνοιξεν ἡ γῆ τὸ γυναίκα και άνοιξε η γη το
στόμα αὐτῆς καὶ κατέπιε τὸν στόμα της και κατάπιε τον
ποταμὸν ὃν ἔβαλεν ὁ δράκων ἐκ ποταμό που τίναξε ο δράκος από
τοῦ στόματος αὐτοῦ. το στόμα του.
17 καὶ ὠργίσθη ὁ δράκων ἐπὶ τῇ 17 Και τότε οργίστηκε ο δράκος
γυναικί, καὶ ἀπῆλθε ποιῆσαι ενάντια στη γυναίκα και έφυγε,
πόλεμον μετὰ τῶν λοιπῶν τοῦ για να κάνει πόλεμο με τους
σπέρματος αὐτῆς, τῶν υπόλοιπους απογόνους της, που
τηρούντων τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ τηρούν τις εντολές του Θεού και
καὶ ἐχόντων τὴν μαρτυρίαν που έχουν τη μαρτυρία για τον
᾿Ιησοῦ. Ιησού.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΓ’




Τα δύο θηρία
1 Καὶ ἐστάθην ἐπὶ τὴν ἄμμον τῆς 1 Και στάθηκα πάνω στην άμμο
θαλάσσης· καὶ εἶδον ἐκ τῆς της θάλασσας. Και είδα από τη
θαλάσσης θηρίον ἀναβαῖνον, θάλασσα θηρίο να ανεβαίνει,
ἔχον κέρατα δέκα καὶ κεφαλὰς που έχει δέκα κέρατα και εφτά
ἑπτά, καὶ ἐπὶ τῶν κεράτων αὐτοῦ κεφάλια, και πάνω στα κέρατά
δέκα διαδήματα, καὶ ἐπὶ τὰς του δέκα διαδήματα και πάνω

κεφαλὰς αὐτοῦ ὀνόματα στα κεφάλια του βλάστημα
βλασφημίας. ονόματα.
2 καὶ τὸ θηρίον ὃ εἶδον ἦν ὅμοιον 2 Και το θηρίο που είδα ήταν
παρδάλει, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὡς όμοιο με λεοπάρδαλη και τα
ἄρκου, καὶ τὸ στόμα αὐτοῦ ὡς πόδια του σαν αρκούδας και το
στόμα λέοντος. καὶ ἔδωκεν αὐτῷ στόμα του σαν στόμα
ὁ δράκων τὴν δύναμιν αὐτοῦ καὶ λιονταριού. Και του έδωσε ο
τὸν θρόνον αὐτοῦ καὶ ἐξουσίαν δράκος τη δύναμή του και το
μεγάλην· – θρόνο του και εξουσία μεγάλη.
3 καὶ μίαν ἐκ τῶν κεφαλῶν 3 Και ένα από τα κεφάλια του
αὐτοῦ ὡς ἐσφαγμένην εἰς ήταν σαν σφαγμένο για θάνατο,
θάνατον. καὶ ἡ πληγὴ τοῦ αλλά η θανάσιμη πληγή του
θανάτου αὐτοῦ ἐθεραπεύθη, καὶ θεραπεύτηκε. Και τότε θαύμασε
ἐθαύμασεν ὅλη ἡ γῆ ὀπίσω τοῦ όλη η γη και ακολούθησε πίσω
θηρίου. από το θηρίο,
4 καὶ προσεκύνησαν τῷ 4 και προσκύνησαν το δράκο,
δράκοντι τῷ δεδωκότι τὴν γιατί έδωσε την εξουσία στο
ἐξουσίαν τῷ θηρίῳ, καὶ θηρίο, και προσκύνησαν το
προσεκύνησαν τῷ θηρίῳ θηρίο, λέγοντας: «Ποιος είναι
λέγοντες· τίς ὅμοιος τῷ θηρίῳ; όμοιος με το θηρίο και ποιος
τίς δύναται πολεμῆσαι μετ᾿ δύναται να πολεμήσει με αυτό;»
αὐτοῦ;
5 καὶ ἐδόθη αὐτῷ στόμα λαλοῦν 5 Και του δόθηκε στόμα να λαλεί
μεγάλα καὶ βλασφημίαν· καὶ μεγάλα πράγματα και
ἐδόθη αὐτῷ ἐξουσία πόλεμον βλαστήμιες, και του δόθηκε
ποιῆσαι μῆνας τεσσαράκοντα εξουσία να ενεργήσει σαράντα
δύο. δύο μήνες.
6 καὶ ἤνοιξε τὸ στόμα αὐτοῦ εἰς 6 Και άνοιξε το στόμα του για
βλασφημίαν πρὸς τὸν Θεόν, βλαστήμιες εναντίον του Θεού,
βλασφημῆσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ για να βλαστημήσει το όνομά
καὶ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ, τοὺς ἐν του και τη σκηνή του, αυτούς
τῷ οὐρανῷ σκηνοῦντας. που κατασκηνώνουν στον
ουρανό.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΓ’


7 καὶ ἐδόθη αὐτῷ πόλεμον 7 Και του δόθηκε να κάνει
ποιῆσαι μετὰ τῶν ἁγίων καὶ πόλεμο με τους αγίους και να
νικῆσαι αὐτούς, καὶ ἐδόθη αὐτῷ τους νικήσει. Και του δόθηκε
ἐξουσία ἐπὶ πᾶσαν φυλὴν καὶ εξουσία πάνω σε κάθε φυλή και
λαὸν καὶ γλῶσσαν καὶ ἔθνος. λαό και γλώσσα και έθνος.
8 καὶ προσκυνήσουσιν αὐτὸν 8 Και όλοι όσοι κατοικούν πάνω
πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐπὶ τῆς στη γη θα προσκυνήσουν αυτόν,
γῆς, ὧν οὐ γέγραπται τὸ ὄνομα του οποίου δεν έχει γραφτεί το
ἐν τῷ βιβλίῳ τῆς ζωῆς τοῦ όνομά του στο βιβλίο της ζωής
ἀρνίου τοῦ ἐσφαγμένου ἀπὸ του Αρνίου του σφαγμένου από
καταβολῆς κόσμου. την αρχή της δημιουργίας του
κόσμου.
9 Εἴ τις ἔχει οὖς, ἀκουσάτω. 9 Αν κάποιος έχει αυτί ας
ακούσει:
10 εἴ τις εἰς αἰχμαλωσίαν ἀπάγει, 10 Αν είναι κάποιος για
εἰς αἰχμαλωσίαν ὑπάγει· εἴ τις ἐν αιχμαλωσία, σε αιχμαλωσία
μαχαίρᾳ ἀποκτέννει, δεῖ αὐτὸν πηγαίνει. αν είναι κάποιος με
ἐν μαχαίρᾳ ἀποκτανθῆναι. ὧδέ μαχαίρι να σκοτωθεί, αυτός με
ἐστιν ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ πίστις μαχαίρι θα σκοτωθεί. Εδώ είναι
τῶν ἁγίων. η υπομονή και η πίστη των
αγίων.
11 Καὶ εἶδον ἄλλο θηρίον 11 Και είδα άλλο θηρίο να
ἀναβαῖνον ἐκ τῆς γῆς, καὶ εἶχε ανεβαίνει από τη γη, και είχε δύο
κέρατα δύο ὅμοια ἀρνίῳ, καὶ κέρατα όμοια με αρνί, αλλά
ἐλάλει ὡς δράκων. μιλούσε σαν δράκος.
12 καὶ τὴν ἐξουσίαν τοῦ πρώτου 12 Και όλη την εξουσία του
θηρίου πᾶσαν ποιεῖ ἐνώπιον πρώτου θηρίου την ενεργεί
αὐτοῦ. καὶ ποιεῖ τὴν γῆν καὶ τοὺς μπροστά του. Και κάνει τη γη
ἐν αὐτῇ κατοικοῦντας ἵνα και όσους κατοικούν σ’ αυτή να
προσκυνήσωσι τὸ θηρίον τὸ προσκυνήσουν το θηρίο το
πρῶτον, οὗ ἐθεραπεύθη ἡ πληγὴ πρώτο, του οποίου θεραπεύτηκε
τοῦ θανάτου αὐτοῦ. η θανάσιμη πληγή του.
13 καὶ ποιεῖ σημεῖα μεγάλα, καὶ 13 Και κάνει θαυματουργικά
πῦρ ἵνα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ σημεία μεγάλα, ώστε και φωτιά
καταβαίνῃ εἰς τὴν γῆν ἐνώπιον κάνει να κατεβαίνει στη γη από
τῶν ἀνθρώπων. τον ουρανό μπροστά στους
ανθρώπους.
14 καὶ πλανᾷ τοὺς κατοικοῦντας 14 Και πλανά αυτούς που
ἐπὶ τῆς γῆς διὰ τὰ σημεῖα ἃ κατοικούν πάνω στη γη,
ἐδόθη αὐτῷ ποιῆσαι ἐνώπιον τοῦ εξαιτίας των θαυματουργικών

θηρίου, λέγων τοῖς κατοικοῦσιν σημείων που του δόθηκε να
ἐπὶ τῆς γῆς ποιῆσαι εἰκόνα τῷ κάνει μπροστά στο θηρίο,


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΓ’


θηρίῳ, ὃς εἶχε τὴν πληγὴν τῆς λέγοντας σ’ αυτούς που
μαχαίρας καὶ ἔζησε. κατοικούν πάνω στη γη να
κάνουν εικόνα στο θηρίο, ο
οποίος έχει την πληγή της
μάχαιρας και έζησε.
15 καὶ ἐδόθη αὐτῷ πνεῦμα 15 Και του δόθηκε να δώσει
δοῦναι τῇ εἰκόνι τοῦ θηρίου, ἵνα πνεύμα στην εικόνα του θηρίου,
καὶ λαλήσῃ ἡ εἰκὼν τοῦ θηρίου ώστε και να λαλήσει η εικόνα
καὶ ποιήσῃ, ὅσοι ἐὰν μὴ του θηρίου και να κάνει ώστε
προσκυνήσωσι τῇ εἰκόνι τοῦ όσοι δεν προσκυνήσουν την
θηρίου, ἵνα ἀποκτανθῶσι. εικόνα του θηρίου να
σκοτωθούν.
16 καὶ ποιεῖ πάντας, τοὺς 16 Και κάνει σ’ όλους, στους
μικροὺς καὶ τοὺς μεγάλους, καὶ μικρούς και στους μεγάλους, και
τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς στους πλούσιους και στους
πτωχούς, καὶ τοὺς ἐλευθέρους φτωχούς, και στους ελεύθερους
καὶ τοὺς δούλους, ἵνα δώσωσιν και στους δούλους, να δώσουν σ’
αὐτοῖς χάραγμα ἐπὶ τῆς χειρὸς αυτούς χάραγμα πάνω στο χέρι
αὐτῶν τῆς δεξιᾶς ἢ ἐπὶ τῶν τους το δεξί ή πάνω στο μέτωπό
μετώπων αὐτῶν, τους.
17 καὶ ἵνα μή τις δύνηται 17 Και να μη δύναται κανείς να
ἀγοράσαι ἢ πωλῆσαι εἰ μὴ ὁ αγοράσει ή να πουλήσει παρά
ἔχων τὸ χάραγμα, τὸ ὄνομα τοῦ μόνο όποιος έχει το χάραγμα,
θηρίου ἢ τὸν ἀριθμὸν τοῦ δηλαδή το όνομα του θηρίου ή
ὀνόματος αὐτοῦ. τον αριθμό του ονόματός του.
18 ῟Ωδε ἡ σοφία ἐστίν· ὁ ἔχων 18 Εδώ είναι η σοφία: όποιος έχει
νοῦν ψηφισάτω τὸν ἀριθμὸν τοῦ νου ας λογαριάσει τον αριθμό
θηρίου· ἀριθμὸς γὰρ ἀνθρώπου του θηρίου, γιατί είναι αριθμός
ἐστί· καὶ ὁ ἀριθμὸς αὐτοῦ χξς´. ανθρώπου. και ο αριθμός του
είναι εξακόσια εξήντα έξι.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΔ’




Το άσμα των λυτρωμένων
1 Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ τὸ ἀρνίον 1 Και είδα, και ιδού το Αρνίο να
ἑστηκὸς ἐπὶ τὸ ὄρος Σιών, καὶ έχει σταθεί πάνω στο όρος Σιών
μετ᾿ αὐτοῦ ἑκατὸν και μαζί του εκατόν σαράντα
τεσσαράκοντα τέσσαρες τέσσερις χιλιάδες να έχουν το
χιλιάδες, ἔχουσαι τὸ ὄνομα όνομά του και το όνομα του
αὐτοῦ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς Πατέρα του γραμμένο πάνω στα

αὐτοῦ γεγραμμένον ἐπὶ τῶν μέτωπά τους.
μετώπων αὐτῶν.
2 καὶ ἤκουσα φωνὴν ἐκ τοῦ 2 Και τότε άκουσα φωνή από τον
οὐρανοῦ ὡς φωνὴν ὑδάτων ουρανό σαν βοή νερών πολλών
πολλῶν καὶ ὡς φωνὴν βροντῆς και σαν φωνή βροντής μεγάλης,
μεγάλης· καὶ ἡ φωνὴ ἣν ἤκουσα, και η φωνή που άκουσα ήταν
ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν όπως κιθαριστών που παίζουν
ταῖς κιθάραις αὐτῶν. με τις κιθάρες τους.
3 καὶ ᾄδουσιν ᾠδὴν καινὴν 3 Και τραγουδούν ωδή
ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον καινούργια μπροστά στο θρόνο
τῶν τεσσάρων ζῴων καὶ τῶν και μπροστά στα τέσσερα
πρεσβυτέρων· καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο ζωντανά όντα και στους
μαθεῖν τὴν ᾠδὴν εἰ μὴ αἱ ἑκατὸν πρεσβυτέρους. Και κανείς δεν
τεσσαράκοντα τέσσαρες μπορούσε να μάθει την ωδή
χιλιάδες, οἱ ἠγορασμένοι ἀπὸ παρά μόνο οι εκατόν σαράντα
τῆς γῆς. τέσσερις χιλιάδες, οι
αγορασμένοι από τη γη.
4 οὗτοί εἰσιν οἳ μετὰ γυναικῶν 4 Αυτοί είναι που μαζί με
οὐκ ἐμολύνθησαν· παρθένοι γάρ γυναίκες δε μολύνθηκαν, γιατί
εἰσιν. οὗτοί εἰσιν οἱ είναι παρθένοι. αυτοί είναι που
ἀκολουθοῦντες τῷ ἀρνίῳ ὅπου ακολουθούν το Αρνίο όπου κι αν
ἂν ὑπάγῃ. οὗτοι ἠγοράσθησαν πηγαίνει. Αυτοί αγοράστηκαν
ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἀπαρχὴ τῷ από τους ανθρώπους, απαρχή
Θεῷ καὶ τῷ ἀρνίῳ· για το Θεό και το Αρνίο,
5 καὶ οὐχ εὑρέθη ψεῦδος ἐν τῷ 5 και στο στόμα τους δε βρέθηκε
στόματι αὐτῶν· ἄμωμοι γάρ ψέμα. είναι άμωμοι.
εἰσιν. Το μήνυμα των τριών αγγέλων
6 Καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον 6 Και είδα άλλο άγγελο να πετά
πετόμενον ἐν μεσουρανήματι, στα μεσούρανα, έχοντας
ἔχοντα εὐαγγέλιον αἰώνιον ευαγγέλιο αιώνιο, για να
εὐαγγελίσαι ἐπὶ τοὺς ευαγγελίσει όσους κάθονται
καθημένους ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπὶ πάνω στη γη και σε κάθε έθνος
πᾶν ἔθνος καὶ φυλὴν καὶ και φυλή και γλώσσα και λαό,


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΔ’


γλῶσσαν καὶ λαόν,
7 λέγων ἐν φωνῇ μεγάλῃ· 7 λέγοντας με φωνή μεγάλη:
φοβήθητε τὸν Κύριον καὶ δότε «Φοβηθείτε το Θεό και δώστε σ’
αὐτῷ δόξαν, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα τῆς αυτόν δόξα, γιατί ήρθε η ώρα
κρίσεως αὐτοῦ, καὶ της κρίσης του, και
προσκυνήσατε τῷ ποιήσαντι τὸν προσκυνήστε αυτόν που έκανε
οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν τον ουρανό και τη γη και τη
θάλασσαν καὶ πηγὰς ὑδάτων. θάλασσα και πηγές νερών».
8 καὶ ἄλλος δεύτερος ἄγγελος 8 Και άλλος άγγελος, δεύτερος,
ἠκολούθησε λέγων· ἔπεσεν, ακολούθησε λέγοντας: «Έπεσε,
ἔπεσε Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, ἣ ἐκ έπεσε η Βαβυλώνα η μεγάλη,
τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς που από το κρασί του θυμού της
πορνείας αὐτῆς πεπότικε πάντα πορνείας της έχει ποτίσει όλα τα
ἔθνη. έθνη».
9 Καὶ ἄλλος ἄγγελος τρίτος 9 Και άλλος άγγελος, τρίτος,
ἠκολούθησεν αὐτοῖς λέγων ἐν τους ακολούθησε λέγοντας με
φωνῇ μεγάλῃ· εἴ τις προσκυνεῖ φωνή μεγάλη: «Αν κάποιος
τὸ θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, προσκυνεί το θηρίο και την
καὶ λαμβάνει τὸ χάραγμα ἐπὶ τοῦ εικόνα του και λαβαίνει
μετώπου αὐτοῦ ἢ ἐπὶ τὴν χεῖρα χάραγμα πάνω στο μέτωπό του
αὐτοῦ, ή πάνω στο χέρι του,
10 καὶ αὐτὸς πίεται ἐκ τοῦ οἴνου 10 και αυτός θα πιει από το
τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ κρασί του θυμού του Θεού που
κεκερασμένου ἀκράτου ἐν τῷ είναι παρασκευασμένο ανέρωτο
ποτηρίῳ τῆς ὀργῆς αὐτοῦ, καὶ μέσα στο ποτήρι της οργής του
βασανισθήσεται ἐν πυρὶ καὶ θείῳ και θα βασανιστεί με φωτιά και
ἐνώπιον τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ θειάφι μπροστά σε άγιους
ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου. αγγέλους και μπροστά στο
Αρνίο.
11 καὶ ὁ καπνὸς τοῦ βασανισμοῦ 11 Και ο καπνός του βασανισμού
αὐτῶν εἰς αἰῶνας αἰώνων τους ανεβαίνει στους αιώνες των
ἀναβαίνει, καὶ οὐκ ἔχουσιν αιώνων, και δεν έχουν
ἀνάπαυσιν ἡμέρας καὶ νυκτὸς οἱ ανάπαυση ημέρα και νύχτα όσοι
προσκυνοῦντες τὸ θηρίον καὶ προσκυνούν το θηρίο και την
τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ εἴ τις εικόνα του και αν κάποιος
λαμβάνει τὸ χάραγμα τοῦ λαβαίνει το χάραγμα του
ὀνόματος αὐτοῦ. ονόματός του.
12 ῟Ωδε ἡ ὑπομονὴ τῶν ἁγίων 12 Εδώ είναι η υπομονή των
ἐστίν, οἱ τηροῦντες τὰς ἐντολὰς αγίων, εκείνων που τηρούν τις
τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πίστιν ᾿Ιησοῦ. εντολές του Θεού και την πίστη

προς τον Ιησού».
13 Καὶ ἤκουσα φωνῆς ἐκ τοῦ 13 Και άκουσα φωνή από τον


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΔ’


οὐρανοῦ λεγούσης· γράψον, ουρανό να λέει: «Γράψε:
μακάριοι οἱ νεκροὶ οἱ ἐν Κυρίῳ “Μακάριοι οι νεκροί που
ἀποθνήσκοντες ἀπ᾿ ἄρτι. ναί, πεθαίνουν με τον Κύριο από
λέγει τὸ Πνεῦμα, ἵνα τώρα”». «Ναι», λέει το Πνεύμα,
ἀναπαύσωνται ἐκ τῶν κόπων «για να αναπαυτούν από τους
αὐτῶν· τὰ δὲ ἔργα αὐτῶν κόπους τους, γιατί τα έργα τους
ἀκολουθεῖ μετ᾿ αὐτῶν. ακολουθούν μαζί τους».
Ο θερισμός και ο τρύγος του
κόσμου
14 Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ νεφέλη 14 Και είδα, και ιδού νεφέλη
λευκή, καὶ ἐπὶ τὴν νεφέλην λευκή και πάνω στη νεφέλη
καθήμενος ὅμοιος υἱῷ έναν που κάθεται όμοιο με γιο
ἀνθρώπου, ἔχων ἐπὶ τῆς ανθρώπου, έχοντας πάνω στο
κεφαλῆς αὐτοῦ στέφανον κεφάλι του στέφανο χρυσό και
χρυσοῦν καὶ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ στο χέρι του δρεπάνι κοφτερό.
δρέπανον ὀξύ.
15 Καὶ ἄλλος ἄγγελος ἐξῆλθεν ἐκ 15 Και άλλος άγγελος εξήλθε
τοῦ ναοῦ, κράζων ἐν φωνῇ από το ναό, κράζοντας με φωνή
μεγάλῃ τῷ καθημένῳ ἐπὶ τῆς μεγάλη σ’ αυτόν που κάθεται
νεφέλης· πέμψον τὸ δρέπανόν πάνω στη νεφέλη: «Στείλε το
σου καὶ θέρισον, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα δρεπάνι σου και θέρισε, γιατί
τοῦ θερίσαι, ὅτι ἐξηράνθη ὁ ήρθε η ώρα να θερίσεις, επειδή
θερισμὸς τῆς γῆς. ξεράθηκε ο καρπός για το
θερισμό της γης».
16 καὶ ἔβαλεν ὁ καθήμενος ἐπὶ 16 Και αυτός που κάθεται πάνω
τὴν νεφέλην τὸ δρέπανον αὐτοῦ στη νεφέλη έριξε το δρεπάνι του
ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐθερίσθη ἡ γῆ. πάνω στη γη και θερίστηκε η
γη.
17 Καὶ ἄλλος ἄγγελος ἐξῆλθεν ἐκ 17 Και άλλος άγγελος εξήλθε
τοῦ ναοῦ τοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ, ἔχων από το ναό που είναι στον
καὶ αὐτὸς δρέπανον ὀξύ. ουρανό, έχοντας και αυτός
δρεπάνι κοφτερό.
18 Καὶ ἄλλος ἄγγελος ἐξῆλθεν ἐκ 18 Και άλλος άγγελος εξήλθε
τοῦ θυσιαστηρίου, ἔχων από το θυσιαστήριο, αυτός που
ἐξουσίαν ἐπὶ τοῦ πυρός, καὶ έχει εξουσία πάνω στη φωτιά,
ἐφώνησε κραυγῇ μεγάλῃ τῷ και φώναξε με φωνή μεγάλη σ’
ἔχοντι τὸ δρέπανον τὸ ὀξὺ λέγων· αυτόν που έχει το δρεπάνι το
πέμψον σου τὸ δρέπανον τὸ ὀξὺ κοφτερό, λέγοντας: «Στείλε το
καὶ τρύγησον τοὺς βότρυας τῆς δρεπάνι σου το κοφτερό και
ἀμπέλου τῆς γῆς, ὅτι ἤκμασεν ἡ τρύγησε τα τσαμπιά της

σταφυλὴ τῆς γῆς. αμπέλου της γης, γιατί
ωρίμασαν τα σταφύλια της».


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΔ’


19 καὶ ἔβαλεν ὁ ἄγγελος τὸ 19 Και έριξε ο άγγελος το
δρέπανον αὐτοῦ εἰς τὴν γῆν, καὶ δρεπάνι του στη γη και τρύγησε
ἐτρύγησε τὴν ἄμπελον τῆς γῆς, την άμπελο της γης και έριξε τα
καὶ ἔβαλεν εἰς τὴν ληνὸν τοῦ σταφύλια της στο πατητήρι του
θυμοῦ τοῦ Θεοῦ τὴν μεγάλην. θυμού του Θεού, το μεγάλο.
20 καὶ ἐπατήθη ἡ ληνὸς ἔξω τῆς 20 Και πατήθηκε το πατητήρι
πόλεως, καὶ ἐξῆλθεν αἷμα ἐκ τῆς έξω από την πόλη και εξήλθε
ληνοῦ ἄχρι τῶν χαλινῶν τῶν αίμα από το πατητήρι
ἵππων ἀπὸ σταδίων χιλίων φτάνοντας μέχρι τα χαλινάρια
ἑξακοσίων. των ίππων σε έκταση περίπου
τριακοσίων χιλιομέτρων.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΕ’




Οι εφτά άγγελοι και οι εφτά
πληγές
1 Καὶ εἶδον ἄλλο σημεῖον ἐν τῷ 1 Και είδα άλλο σημείο στον
οὐρανῷ μέγα καὶ θαυμαστόν, ουρανό, μεγάλο και θαυμαστό:
ἀγγέλους ἑπτὰ ἔχοντας πληγὰς εφτά αγγέλους που έχουν εφτά
ἑπτὰ τὰς ἐσχάτας, ὅτι ἐν αὐταῖς πληγές, τις έσχατες, γιατί μ’
ἐτελέσθη ὁ θυμὸς τοῦ Θεοῦ. αυτές τελέστηκε ο θυμός του

Θεού.
2 καὶ εἶδον ὡς θάλασσαν 2 Και είδα κάτι σαν θάλασσα
ὑαλίνην μεμιγμένην πυρί, καὶ γυάλινη ανακατεμένη με φωτιά,
τοὺς νικῶντας ἐκ τοῦ θηρίου καὶ και εκείνους που νικούν το θηρίο
ἐκ τῆς εἰκόνος αὐτοῦ καὶ ἐκ τοῦ και την εικόνα του και τον
ἀριθμοῦ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ αριθμό του ονόματός του να
ἑστῶτας ἐπὶ τὴν θάλασσαν τὴν έχουν σταθεί πάνω στη θάλασσα
ὑαλίνην, ἔχοντας τὰς κιθάρας τη γυάλινη, έχοντας κιθάρες του
τοῦ Θεοῦ. Θεού.
3 καὶ ᾄδουσι τὴν ᾠδὴν Μωϋσέως 3 Και τραγουδούν την ωδή του
τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν Μωυσή, του δούλου του Θεού,
ᾠδὴν τοῦ ἀρνίου λέγοντες· και την ωδή του Αρνίου
μεγάλα καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα λέγοντας: «Μεγάλα και
σου, Κύριε ὁ Θεὸς ὁ θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε
παντοκράτωρ· δίκαιαι καὶ Θεέ Παντοκράτορα. δίκαιες και
ἀληθιναὶ αἱ ὁδοί σου, ὁ βασιλεὺς αληθινές οι οδοί σου, βασιλιά
τῶν ἐθνῶν. των εθνών.
4 τίς οὐ μὴ φοβηθῇ, Κύριε, καὶ 4 Ποιος δε θα φοβηθεί, Κύριε, και
δοξάσῃ τὸ ὄνομά σου; ὅτι μόνος δε θα δοξάσει το όνομά σου;
ὅσιος, ὅτι πάντα τὰ ἔθνη ἥξουσι Γιατί είσαι ο μόνος όσιος. Όλα τα
καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιόν έθνη θα έρθουν και θα
σου, ὅτι τὰ δικαιώματά σου προσκυνήσουν μπροστά σου,
ἐφανερώθησαν. γιατί οι δίκαιες πράξεις σου
φανερώθηκαν».
5 Καὶ μετὰ ταῦτα εἶδον, καὶ 5 Και μετά από αυτά είδα, και
ἠνοίγη ὁ ναὸς τῆς σκηνῆς τοῦ ανοίχτηκε ο ναός της σκηνής
μαρτυρίου ἐν τῷ οὐρανῷ, του μαρτυρίου στον ουρανό
6 καὶ ἐξῆλθον οἱ ἑπτὰ ἄγγελοι οἱ 6 και εξήλθαν από το ναό οι
ἔχοντες τὰς ἑπτὰ πληγὰς ἐκ τοῦ εφτά άγγελοι που έχουν τις εφτά
ναοῦ, οἳ ἦσαν ἐνδεδυμένοι λίνον πληγές, ντυμένοι με καθαρό λινό
καθαρὸν λαμπρὸν καὶ λαμπρό και περιζωσμένοι γύρω
περιεζωσμένοι περὶ τὰ στήθη από τα στήθη με ζώνες χρυσές.
ζώνας χρυσᾶς.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΕ’


7 καὶ ἓν ἐκ τῶν τεσσάρων ζῴων 7 Και ένα από τα τέσσερα
ἔδωκε τοῖς ἑπτὰ ἀγγέλοις ἑπτὰ ζωντανά όντα έδωσε στους εφτά
φιάλας χρυσᾶς, γεμούσας τοῦ αγγέλους εφτά φιάλες χρυσές,
θυμοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος εἰς γεμάτες από το θυμό του Θεού
τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. που ζει στους αιώνες των
αιώνων.
8 καὶ ἐγεμίσθη ὁ ναὸς ἐκ τοῦ 8 Και γέμισε ο ναός καπνό από
καπνοῦ ἐκ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ τη δόξα του Θεού και από τη
καὶ ἐκ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ· δύναμή του,
9 καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο εἰσελθεῖν 9 και κανείς δεν μπορούσε να
εἰς τὸν ναὸν ἄχρι τελεσθῶσιν αἱ εισέλθει στο ναό μέχρι να
ἑπτὰ πληγαὶ τῶν ἑπτὰ ἀγγέλων. τελεστούν οι εφτά πληγές των
εφτά αγγέλων.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΣΤ’




Οι εφτά φιάλες της οργής του
Θεού
1 Καὶ ἤκουσα μεγάλης φωνῆς ἐκ 1 Και άκουσα μεγάλη φωνή από
τοῦ ναοῦ λεγούσης τοῖς ἑπτὰ το ναό να λέει στους εφτά
ἀγγέλοις· ὑπάγετε καὶ ἐκχέατε αγγέλους: «Πηγαίνετε και
τὰς ἑπτὰ φιάλας τοῦ θυμοῦ τοῦ ξεχύνετε τις εφτά φιάλες, του
Θεοῦ εἰς τὴν γῆν. θυμού του Θεού στη γη».

2 Καὶ ἀπῆλθεν ὁ πρῶτος καὶ 2 Και έφυγε ο πρώτος και έχυσε
ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ εἰς τὴν τη φιάλη του στη γη: και έγινε
γῆν· καὶ ἐγένετο ἕλκος κακὸν καὶ έλκος κακό και οδυνηρό επάνω
πονηρὸν ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους στους ανθρώπους που έχουν το
τοὺς ἔχοντας τὸ χάραγμα τοῦ χάραγμα του θηρίου και που
θηρίου καὶ τοὺς προσκυνοῦντας προσκυνούν την εικόνα του.
τῇ εἰκόνι αὐτοῦ. 3 Και ο δεύτερος έχυσε τη φιάλη
3 Καὶ ὁ δεύτερος ἄγγελος ἐξέχεε του στη θάλασσα: και έγινε αίμα
τὴν φιάλην αὐτοῦ εἰς τὴν σαν νεκρού, και κάθε ζωντανή
θάλασσαν· καὶ ἐγένετο αἷμα ὡς ψυχή πέθανε, όσα είναι μέσα στη
νεκροῦ, καὶ πᾶσα ψυχὴ ζῶσα θάλασσα.
ἀπέθανεν ἐν τῇ θαλάσσῃ.
4 Καὶ ὁ τρίτος ἐξέχεε τὴν φιάλην 4 Και ο τρίτος έχυσε τη φιάλη
αὐτοῦ εἰς τοὺς ποταμοὺς καὶ εἰς του στους ποταμούς και στις
τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων· καὶ πηγές των νερών: και έγινε αίμα.
ἐγένετο αἷμα.
5 Καὶ ἤκουσα τοῦ ἀγγέλου τῶν 5 Και άκουσα τον άγγελο των
ὑδάτων λέγοντος· δίκαιος εἶ, ὁ νερών να λέει: «Δίκαιος είσαι, ο
ὢν καὶ ὁ ἦν, ὁ ὅσιος, ὅτι ταῦτα Είναι και ο Ήταν, ο όσιος, γιατί
ἔκρινας· έκρινες αυτά,
6 ὅτι αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν 6 γιατί αίμα αγίων και
ἐξέχεαν, καὶ αἷμα αὐτοῖς ἔδωκας προφητών έχυσαν, και αίμα τους
πιεῖν· ἄξιοί εἰσι. έδωσες να πιουν. είναι άξιοι».
7 Καὶ ἤκουσα τοῦ θυσιαστηρίου 7 Και άκουσα το θυσιαστήριο να
λέγοντος· ναί, Κύριε ὁ Θεὸς ὁ λέει: «Ναι, Κύριε Θεέ
παντοκράτωρ, ἀληθιναὶ καὶ Παντοκράτορα. αληθινές και
δίκαιαι αἱ κρίσεις σου. δίκαιες οι κρίσεις σου».
8 Καὶ ὁ τέταρτος ἐξέχεε τὴν 8 Και ο τέταρτος έχυσε τη φιάλη
φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ἥλιον· καὶ του πάνω στον ήλιο και του
ἐδόθη αὐτῷ καυματίσαι ἐν πυρὶ δόθηκε να κάψει τους
τοὺς ἀνθρώπους, ανθρώπους με φωτιά:
9 καὶ ἐκαυματίσθησαν οἱ 9 και κάηκαν οι άνθρωποι με
ἄνθρωποι καῦμα μέγα, καὶ μεγάλο καύμα και βλαστήμησαν


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΣΤ’


ἐβλασφήμησαν οἱ ἄνθρωποι τὸ το όνομα του Θεού που έχει την
ὄνομα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔχοντος εξουσία πάνω στις πληγές αυτές
ἐξουσίαν ἐπὶ τὰς πληγὰς ταύτας, και δε μετανόησαν, για να του
καὶ οὐ μετενόησαν δοῦναι αὐτῷ δώσουν δόξα.
δόξαν.
10 Καὶ ὁ πέμπτος ἐξέχεε τὴν 10 Και ο πέμπτος έχυσε τη φιάλη
φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν θρόνον του πάνω στο θρόνο του θηρίου:
τοῦ θηρίου· καὶ ἐγένετο ἡ και έγινε η βασιλεία του
βασιλεία αὐτοῦ ἐσκοτωμένη, καὶ σκοτεινή, και μασούσαν τις
ἐμασῶντο τὰς γλώσσας αὐτῶν γλώσσες τους από τον πόνο.
ἐκ τοῦ πόνου,
11 καὶ ἐβλασφήμησαν τὸν Θεὸν 11 Και βλαστήμησαν το Θεό του
τοῦ οὐρανοῦ ἐκ τῶν πόνων ουρανού από τους πόνους τους
αὐτῶν καὶ ἐκ τῶν ἑλκῶν αὐτῶν, και από τα έλκη τους, και δε
καὶ οὐ μετενόησαν ἐκ τῶν ἔργων μετανόησαν από τα έργα τους.
αὐτῶν.
12 Καὶ ὁ ἕκτος ἐξέχεε τὴν φιάλην 12 Και ο έκτος έχυσε τη φιάλη
αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ποταμὸν τὸν του πάνω στον ποταμό το
μέγαν τὸν Εὐφράτην· καὶ μεγάλο, τον Ευφράτη: και
ἐξηράνθη τὸ ὕδωρ αὐτοῦ, ἵνα ξεράθηκε το νερό του, για να
ἑτοιμασθῇ ἡ ὁδὸς τῶν βασιλέων ετοιμαστεί η οδός των
τῶν ἀπὸ ἀνατολῆς ἡλίου. βασιλιάδων που είναι από την
ανατολή του ήλιου.
13 Καὶ εἶδον ἐκ τοῦ στόματος τοῦ 13 Και είδα να βγαίνουν από το
δράκοντος καὶ ἐκ τοῦ στόματος στόμα του δράκου και από το
τοῦ θηρίου καὶ ἐκ τοῦ στόματος στόμα του θηρίου και από το
τοῦ ψευδοπροφήτου πνεύματα στόμα του ψευδοπροφήτη τρία
τρία ἀκάθαρτα, ὡς βάτραχοι· πνεύματα ακάθαρτα σαν
βάτραχοι.
14 εἰσὶ γὰρ πνεύματα δαιμονίων 14 Είναι δηλαδή πνεύματα
ποιοῦντα σημεῖα, ἃ ἐκπορεύεται δαιμονίων που κάνουν
ἐπὶ τοὺς βασιλεῖς τῆς οἰκουμένης θαυματουργικά σημεία, τα
ὅλης, συναγαγεῖν αὐτοὺς εἰς τὸν οποία εκπορεύονται πάνω στους
πόλεμον τῆς ἡμέρας ἐκείνης τῆς βασιλιάδες της οικουμένης όλης,
μεγάλης τοῦ Θεοῦ τοῦ για να τους συνάξουν στον
παντοκράτορος. πόλεμο της ημέρας της μεγάλης
του Θεού του Παντοκράτορα.
15 ᾿Ιδοὺ ἔρχομαι ὡς κλέπτης· 15 – «Ιδού, έρχομαι σαν κλέφτης.
μακάριος ὁ γρηγορῶν καὶ τηρῶν Μακάριος αυτός που αγρυπνεί
τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, ἵνα μὴ γυμνὸς και διατηρεί τα ρούχα του, για

περιπατῇ καὶ βλέπωσι τὴν να μην περπατά γυμνός και
ἀσχημοσύνην αὐτοῦ. βλέπουν την ασχήμια του». –


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΣΤ’


16 καὶ συνήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὸν 16 Και τους σύναξε στον τόπο
τόπον τὸν καλούμενον ῾Εβραϊστὶ που καλείται εβραϊκά
῾Αρμαγεδών. Αρμαγεδών.
17 Καὶ ὁ ἕβδομος ἐξέχεε τὴν 17 Και ο έβδομος έχυσε τη φιάλη
φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ἀέρα· καὶ του στον αέρα: και εξήλθε φωνή
ἐξῆλθε φωνὴ μεγάλη ἐκ τοῦ μεγάλη από το ναό, από το
ναοῦ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ θρόνο, που λέει: «Έχει γίνει».
θρόνου λέγουσα· γέγονε.
18 καὶ ἐγένοντο ἀστραπαὶ καὶ 18 Και τότε έγιναν αστραπές και
φωναὶ καὶ βρονταί, καὶ σεισμὸς φωνές και βροντές, και σεισμός
ἐγένετο μέγας, οἷος οὐκ ἐγένετο έγινε μεγάλος, τέτοιος που δεν
ἀφ᾿ οὗ οἱ ἄνθρωποι ἐγένοντο ἐπὶ έγινε αφότου άνθρωπος
τῆς γῆς, τηλικοῦτος σεισμὸς δημιουργήθηκε πάνω στη γη,
οὕτω μέγας. σεισμός έτσι, τόσο πολύ
μεγάλος.
19 καὶ ἐγένετο ἡ πόλις ἡ μεγάλη 19 Και η πόλη η μεγάλη έγινε
εἰς τρία μέρη, καὶ αἱ πόλεις τῶν τρία μέρη και οι πόλεις των
ἐθνῶν ἔπεσαν. καὶ Βαβυλὼν ἡ εθνών έπεσαν. Και η Βαβυλώνα
μεγάλη ἐμνήσθη ἐνώπιον τοῦ η μεγάλη μνημονεύτηκε
Θεοῦ δοῦναι αὐτῇ τὸ ποτήριον μπροστά στο Θεό, για να της
τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς ὀργῆς δώσει το ποτήρι το κρασί του
αὐτοῦ. θυμού της οργής του.
20 καὶ πᾶσα νῆσος ἔφυγε, καὶ 20 Και κάθε νήσος έφυγε και όρη
ὄρη οὐχ εὑρέθησαν. δε βρέθηκαν.
21 καὶ χάλαζα μεγάλη ὡς 21 Και χαλάζι μεγάλο βάρους
ταλαντιαία καταβαίνει ἐκ τοῦ περίπου ενός ταλάντου
οὐρανοῦ ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους· κατεβαίνει από τον ουρανό πάνω
καὶ ἐβλασφήμησαν οἱ ἄνθρωποι στους ανθρώπους. Και
τὸν Θεὸν ἐκ τῆς πληγῆς τῆς βλαστήμησαν οι άνθρωποι το
χαλάζης, ὅτι μεγάλη ἐστὶν ἡ Θεό εξαιτίας της πληγής του
πληγὴ αὕτη σφόδρα. χαλαζιού, γιατί πάρα πολύ
μεγάλη είναι η πληγή του.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΖ’




Η μεγάλη πόρνη και το θηρίο
1 Καὶ ἦλθεν εἷς ἐκ τῶν ἑπτὰ 1 Και ήρθε ένας από τους εφτά
ἀγγέλων τῶν ἐχόντων τὰς ἑπτὰ αγγέλους που είχαν τις εφτά
φιάλας, καὶ ἐλάλησε μετ᾿ ἐμοῦ φιάλες και μίλησε μαζί μου
λέγων· δεῦρο δείξω σοι τὸ κρῖμα λέγοντας: «Έλα, θα σου δείξω
τῆς πόρνης τῆς μεγάλης τῆς την κατάκριση της πόρνης της
καθημένης ἐπὶ ὑδάτων πολλῶν, μεγάλης που κάθεται πάνω σε

νερά πολλά,
2 μεθ᾿ ἧς ἐπόρνευσαν οἱ βασιλεῖς 2 με την οποία πόρνευσαν οι
τῆς γῆς, καὶ ἐμεθύσθησαν οἱ βασιλιάδες της γης και μέθυσαν
κατοικοῦντες τὴν γῆν ἐκ τοῦ όσοι κατοικούν τη γη από το
οἴνου τῆς πορνείας αὐτῆς. κρασί της πορνείας της».
3 καὶ ἀπήνεγκέ με εἰς ἔρημον ἐν 3 Και με μετέφερε σε μια έρημο
πνεύματι. καὶ εἶδον γυναῖκα μέσα σε πνευματική έκσταση.
καθημένην ἐπὶ τὸ θηρίον τὸ Και τότε είδα μια γυναίκα να
κόκκινον, γέμον ὀνόματα κάθεται πάνω σε θηρίο κόκκινο,
βλασφημίας, ἔχον κεφαλὰς ἑπτὰ γεμάτο βλάστημα ονόματα, που
καὶ κέρατα δέκα. έχει εφτά κεφάλια και δέκα
κέρατα.
4 καὶ ἡ γυνὴ ἦν περιβεβλημένη 4 Και η γυναίκα ήταν ντυμένη με
πορφυροῦν καὶ κόκκινον καὶ πορφυρό και κόκκινο, και
κεχρυσωμένη χρυσίῳ καὶ λίθῳ επικαλυμμένη με χρυσάφι και με
τιμίῳ καὶ μαργαρίταις, ἔχουσα πολύτιμους λίθους και με
ποτήριον χρυσοῦν ἐν τῇ χειρὶ μαργαριτάρια, έχοντας χρυσό
αὐτῆς, γέμον βδελυγμάτων, καὶ ποτήρι στο χέρι της γεμάτο με
τὰ ἀκάθαρτα τῆς πορνείας τῆς βδελύγματα και με τις
γῆς, ακαθαρσίες της πορνείας της.
5 καὶ ἐπὶ τὸ μέτωπον αὐτῆς 5 Και πάνω στο μέτωπό της ένα
ὄνομα γεγραμμένον· μυστήριον, όνομα γραμμένο, ένα μυστήριο:
Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, ἡ μήτηρ τῶν “Βαβυλώνα η μεγάλη, η μητέρα
πορνῶν καὶ τῶν βδελυγμάτων των πορνών και των
τῆς γῆς. βδελυγμάτων της γης”.
6 καὶ εἶδον τὴν γυναῖκα 6 Και είδα τη γυναίκα να μεθάει
μεθύουσαν ἐκ τοῦ αἵματος τῶν από το αίμα των αγίων και από
ἁγίων καὶ ἐκ τοῦ αἵματος τῶν το αίμα των μαρτύρων του
μαρτύρων ᾿Ιησοῦ. καὶ ἐθαύμασα Ιησού. Και θαύμασα, όταν την
ἰδὼν αὐτὴν θαῦμα μέγα. είδα, με θαυμασμό μεγάλο.
7 Καὶ εἶπέ μοι ὁ ἄγγελος· διατί 7 Αλλά μου είπε ο άγγελος: «Γιατί
ἐθαύμασας; ἐγὼ ἐρῶ σοι τὸ θαύμασες; Εγώ θα σου πω το
μυστήριον τῆς γυναικὸς καὶ τοῦ μυστήριο της γυναίκας και του


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΖ’


θηρίου τοῦ βαστάζοντος αὐτήν, θηρίου που τη βαστάζει, το
τοῦ ἔχοντος τὰς ἑπτὰ κεφαλὰς οποίο έχει τα εφτά κεφάλια και
καὶ τὰ δέκα κέρατα. τα δέκα κέρατα.
8 Τὸ θηρίον ὃ εἶδες, ἦν καὶ οὐκ 8 Το θηρίο που είδες ήταν και δεν
ἔστι, καὶ μέλλει ἀναβαίνειν ἐκ είναι και μέλλει να ανεβαίνει από
τῆς ἀβύσσου καὶ εἰς ἀπώλειαν την άβυσσο και πηγαίνει στην
ὑπάγειν· καὶ θαυμάσονται οἱ απώλεια. Και θα θαυμάσουν
κατοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν οὐ αυτοί που κατοικούν πάνω στη
γέγραπται τὸ ὄνομα ἐπὶ τὸ γη, των οποίων δεν έχει γραφτεί
βιβλίον τῆς ζωῆς ἀπὸ καταβολῆς το όνομα στο βιβλίο της ζωής
κόσμου, βλεπόντων τὸ θηρίον από την αρχή της δημιουργίας
ὅτι ἦν, καὶ οὐκ ἔστι καὶ του κόσμου, βλέποντας το θηρίο
παρέσται. ότι ήταν και δεν είναι, αλλά θα
είναι πάλι παρόν.
9 ῟Ωδε ὁ νοῦς ὁ ἔχων σοφίαν. αἱ 9 Εδώ είναι ο νους που έχει
ἑπτὰ κεφαλαὶ ὄρη ἑπτά εἰσιν, σοφία: τα εφτά κεφάλια είναι
ὅπου ἡ γυνὴ κάθηται ἐπ᾿ αὐτῶν, εφτά όρη όπου η γυναίκα
κάθεται πάνω τους. Και επίσης
είναι εφτά βασιλιάδες.
10 καὶ βασιλεῖς ἑπτά εἰσιν· οἱ 10 οι πέντε έπεσαν, ο ένας
πέντε ἔπεσαν, ὁ εἷς ἐστιν, ὁ ἄλλος υπάρχει, ο άλλος ακόμα δεν ήρθε
οὔπω ἦλθε, καὶ ὅταν ἔλθῃ, και, όταν έρθει, αυτός πρέπει να
ὀλίγον αὐτὸν δεῖ μεῖναι. μείνει λίγο.
11 καὶ τὸ θηρίον ὃ ἦν καὶ οὐκ 11 Και το θηρίο που ήταν και δεν
ἔστι, καὶ αὐτὸς ὄγδοός ἐστι, καὶ είναι, και αυτός είναι όγδοος
ἐκ τῶν ἑπτά ἐστι, καὶ εἰς βασιλιάς και προέρχεται από
ἀπώλειαν ὑπάγει. τους εφτά, και πηγαίνει στην
απώλεια.
12 καὶ τὰ δέκα κέρατα ἃ εἶδες 12 Και τα δέκα κέρατα που είδες
δέκα βασιλεῖς εἰσιν, οἵτινες είναι δέκα βασιλιάδες, οι οποίοι
βασιλείαν οὔπω ἔλαβον, ἀλλ᾿ δεν έλαβαν βασιλεία ακόμη,
ἐξουσίαν ὡς βασιλεῖς μίαν ὥραν αλλά λαβαίνουν εξουσία ως
λαμβάνουσι μετὰ τοῦ θηρίου. βασιλιάδες για μια ώρα μαζί με
το θηρίο.
13 οὗτοι μίαν γνώμην ἔχουσι, καὶ 13 Αυτοί μια γνώμη έχουν, και τη
τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἐξουσίαν δύναμη και την εξουσία τους
αὐτῶν τῷ θηρίῳ διδόασιν. στο θηρίο τις δίνουν.
14 οὗτοι μετὰ τοῦ ἀρνίου 14 Αυτοί με το Αρνίο θα
πολεμήσουσι, καὶ τὸ ἀρνίον πολεμήσουν και το Αρνίο θα
νικήσει αὐτούς, ὅτι κύριος τους νικήσει, γιατί είναι Κύριος

κυρίων ἐστὶ καὶ βασιλεὺς κυρίων και Βασιλιάς
βασιλέων, καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ βασιλιάδων, και όσοι είναι μαζί


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΖ’


κλητοὶ καὶ ἐκλεκτοὶ καὶ πιστοί. του είναι κλητοί και εκλεκτοί και
πιστοί».
15 Καὶ λέγει μοι· τὰ ὕδατα ἃ 15 Και μου λέει: «Τα νερά που
εἶδες, οὗ ἡ πόρνη κάθηται, λαοὶ είδες, όπου η πόρνη κάθεται,
καὶ ὄχλοι εἰσὶ καὶ ἔθνη καὶ είναι λαοί και πλήθη και έθνη
γλῶσσαι. και γλώσσες.
16 καὶ τὰ δέκα κέρατα ἃ εἶδες καὶ 16 Και τα δέκα κέρατα που είδες
τὸ θηρίον, οὗτοι μισήσουσι τὴν και το θηρίο, αυτοί θα μισήσουν
πόρνην καὶ ἠρημωμένην την πόρνη και θα την κάνουν
ποιήσουσιν αὐτὴν καὶ γυμνήν, έρημη και γυμνή, και τις σάρκες
καὶ τὰς σάρκας αὐτῆς φάγονται, της θα φάνε και αυτήν θα την
καὶ αὐτὴν κατακαύσουσιν ἐν κατακάψουν με φωτιά.
πυρί.
17 ὁ γὰρ Θεὸς ἔδωκεν εἰς τὰς 17 Γιατί ο Θεός έδωσε στις
καρδίας αὐτῶν ποιῆσαι τὴν καρδιές τους να κάνουν τη
γνώμην αὐτοῦ, καὶ ποιῆσαι μίαν γνώμη του, και να ενεργήσουν
γνώμην καὶ δοῦναι τὴν με μία γνώμη και να δώσουν τη
βασιλείαν αὐτῶν τῷ θηρίῳ, ἄχρι βασιλεία τους στο θηρίο μέχρι να
τελεσθῶσιν οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ. τελεστούν οι λόγοι του Θεού.
18 καὶ ἡ γυνὴ ἣν εἶδες ἔστιν ἡ 18 Και η γυναίκα που είδες είναι
πόλις ἡ μεγάλη ἡ ἔχουσα η πόλη η μεγάλη που έχει τη
βασιλείαν ἐπὶ τῶν βασιλέων τῆς βασιλεία της πάνω στους
γῆς. βασιλιάδες της γης».


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΗ’




Η πτώση της Βαβυλώνας
1 Μετὰ ταῦτα εἶδον ἄλλον 1 Μετά από αυτά είδα άλλο
ἄγγελον καταβαίνοντα ἐκ τοῦ άγγελο να κατεβαίνει από τον
οὐρανοῦ, ἔχοντα ἐξουσίαν ουρανό, έχοντας εξουσία
μεγάλην, καὶ ἡ γῆ ἐφωτίσθη ἐκ μεγάλη, και η γη φωτίστηκε από
τῆς δόξης αὐτοῦ, τη δόξα του.
2 καὶ ἔκραξεν ἐν ἰσχυρᾷ φωνῇ 2 Και έκραξε με ισχυρή φωνή,

λέγων· ἔπεσεν, ἔπεσε Βαβυλὼν ἡ λέγοντας: «Έπεσε, έπεσε η
μεγάλη, καὶ ἐγένετο Βαβυλώνα η μεγάλη, και έγινε
κατοικητήριον δαιμονίων καὶ κατοικητήριο δαιμονίων και
φυλακὴ παντὸς πνεύματος φυλακή για κάθε πνεύμα
ἀκαθάρτου καὶ φυλακὴ παντὸς ακάθαρτο και φυλακή για κάθε
ὀρνέου ἀκαθάρτου καὶ όρνιο ακάθαρτο και φυλακή για
μεμισημένου· κάθε θηρίο ακάθαρτο και
μισημένο.
3 ὅτι ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς 3 Γιατί από το κρασί του θυμού
πορνείας αὐτῆς πέπωκαν πάντα της πορνείας της έχουν πιει όλα
τὰ ἔθνη, καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς τα έθνη, και οι βασιλιάδες της
μετ᾿ αὐτῆς ἐπόρνευσαν, καὶ οἱ γης μαζί της πόρνευσαν, και οι
ἔμποροι τῆς γῆς ἐκ τῆς έμποροι της γης από τη δύναμη
δυνάμεως τοῦ στρήνους αὐτῆς της ακολασίας της πλούτισαν».
ἐπλούτησαν.
4 Καὶ ἤκουσα ἄλλην φωνὴν ἐκ 4 Και άκουσα άλλη φωνή από
τοῦ οὐρανοῦ λέγουσαν· ἔξελθε ἐξ τον ουρανό να λέει: «Εξέλθετε
αὐτῆς ὁ λαός μου, ἵνα μὴ λαέ μου από αυτή, για να μη
συγκοινωνήσητε ταῖς ἁμαρτίαις συμμεριστείτε τις αμαρτίες της
αὐτῆς, καὶ ἵνα ἐκ τῶν πληγῶν και από τις πληγές της να μη
αὐτῆς μὴ λάβητε· λάβετε.
5 ὅτι ἐκολλήθησαν αὐτῆς αἱ 5 γιατί έφτασαν οι αμαρτίες της
ἁμαρτίαι ἄχρι τοῦ οὐρανοῦ, καὶ και κόλλησαν μέχρι τον ουρανό,
ἐμνημόνευσεν ὁ Θεὸς τὰ και θυμήθηκε ο Θεός τα
ἀδικήματα αὐτῆς. αδικήματά της.
6 ἀπόδοτε αὐτῇ ὡς καὶ αὐτὴ 6 Αποδώστε σ’ αυτήν όπως κι
ἀπέδωκε, καὶ διπλώσατε αὐτῇ αυτή απόδωσε, και
διπλᾶ κατὰ τὰ ἔργα αὐτῆς· ἐν τῷ ανταποδώστε τά διπλά
ποτηρίῳ ᾧ ἐκέρασε, κεράσατε σύμφωνα με τα έργα της. στο
αὐτῇ διπλοῦν. ποτήρι που κέρασε κεράστε τη
διπλάσια.
7 ὅσα ἐδόξασεν ἑαυτὴν καὶ 7 Όσο δόξασε τον εαυτό της και
ἐστρηνίασε, τοσοῦτον δότε αὐτῇ έζησε ακόλαστα, τόσο πολύ


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΗ’


βασανισμὸν καὶ πένθος. ὅτι ἐν τῇ δώστε της βασανισμό και
καρδίᾳ αὐτῆς λέγει, ὅτι κάθημαι πένθος. Γιατί μες στην καρδιά
καθὼς βασίλισσα καὶ χήρα οὐκ της λέει: “Κάθομαι ως
εἰμὶ καὶ πένθος οὐ μὴ ἴδω, βασίλισσα, και χήρα δεν είμαι,
καί πένθος δε θα δω”.
8 διὰ τοῦτο ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ἥξουσιν 8 Γι’ αυτό σε μια ημέρα θα
αἱ πληγαὶ αὐτῆς, θάνατος καὶ έρθουν οι πληγές της, θάνατος
πένθος καὶ λιμός, καὶ ἐν πυρὶ και πένθος και λιμός και με
κατακαυθήσεται· ὅτι ἰσχυρὸς φωτιά θα κατακαεί. γιατί είναι
Κύριος Θεὸς ὁ κρίνας αὐτήν. ισχυρός ο Κύριος ο Θεός που την
έκρινε».
9 καὶ κλαύσουσιν αὐτὴν καὶ 9 Και θα κλάψουν και θα
κόψονται ἐπ᾿ αὐτῇ οἱ βασιλεῖς θρηνήσουν γι’ αυτήν οι
τῆς γῆς οἱ μετ᾿ αὐτῆς βασιλιάδες της γης, που
πορνεύσαντες καὶ πόρνευσαν μαζί της και έζησαν
στρηνιάσαντες, ὅταν βλέπωσι ακόλαστα, όταν θα βλέπουν τον
τὸν καπνὸν τῆς πυρώσεως καπνό της πυρκαγιάς της,
αὐτῆς,
10 ἀπὸ μακρόθεν ἑστηκότες διὰ 10 έχοντας σταθεί από μακριά
τὸν φόβον τοῦ βασανισμοῦ εξαιτίας του φόβου του
αὐτῆς, λέγοντες· οὐαὶ οὐαί, ἡ βασανισμού της, λέγοντας:
πόλις ἡ μεγάλη Βαβυλών, ἡ «Αλίμονο, αλίμονο στην πόλη τη
πόλις ἡ ἰσχυρά, ὅτι μιᾷ ὥρᾳ μεγάλη, τη Βαβυλώνα την πόλη
ἦλθεν ἡ κρίσις σου. την ισχυρή, γιατί σε μια ώρα
ήρθε η κρίση σου».
11 καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς 11 Και οι έμποροι της γης κλαίνε
κλαύσουσι καὶ πενθήσουσιν ἐπ᾿ και πενθούν γι’ αυτή, γιατί το
αὐτῇ, ὅτι τὸν γόμον αὐτῶν φορτίο τους κανείς δεν αγοράζει
οὐδεὶς ἀγοράζει οὐκέτι, πια,
12 γόμον χρυσοῦ καὶ ἀργύρου 12 φορτίο χρυσού και αργύρου
καὶ λίθου τιμίου καὶ μαργαρίτου, και πολύτιμων λίθων και
καὶ βυσσίνου καὶ πορφύρας καὶ μαργαριταριών και ακριβού
σηρικοῦ καὶ κοκκίνου, καὶ πᾶν λινού και πορφύρας και
ξύλον θύϊνον καὶ πᾶν σκεῦος μεταξιού και κόκκινου
ἐλεφάντινον καὶ πᾶν σκεῦος ἐκ υφάσματος, και κάθε ξύλο
ξύλου τιμιωτάτου καὶ χαλκοῦ αρωματικό και κάθε σκεύος από
καὶ σιδήρου καὶ μαρμάρου, ελεφαντόδοντο και κάθε σκεύος
από ξύλο πολυτιμότατο, και από
χαλκό και από σίδηρο και από
μάρμαρο,

13 καὶ κινάμωμον καὶ ἄμωμον 13 και κανέλα και αρωματικές
καὶ θυμιάματα, καὶ μύρον καὶ αλοιφές και θυμιάματα και μύρο


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΗ’


λίβανον καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον καὶ και λιβάνι και κρασί και λάδι
σεμίδαλιν καὶ σῖτον καὶ κτήνη και σιμιγδάλι και σιτάρι και
καὶ πρόβατα, καὶ ἵππων καὶ κτήνη και πρόβατα, και ίππους
ρεδῶν καὶ σωμάτων, καὶ ψυχὰς και αμάξια με τέσσερις ρόδες,
ἀνθρώπων. και σώματα δούλων και ψυχές
ανθρώπων.
14 καὶ ἡ ὀπώρα τῆς ἐπιθυμίας 14 Και τα οπωρικά που
τῆς ψυχῆς σου ἀπώλετο ἀπὸ πεθυμούσε η ψυχή σου έφυγαν
σοῦ, καὶ πάντα τὰ λιπαρὰ καὶ τὰ από σένα, και όλες οι νοστιμιές
λαμπρὰ ἀπῆλθεν ἀπὸ σοῦ, καὶ και η λαμπρότητα χάθηκαν από
οὐκέτι οὐ μὴ αὐτὰ εὑρήσεις. σένα, και ποτέ δε θα τα βρούνε
πια.
15 οἱ ἔμποροι τούτων, οἱ 15 Οι έμποροι τούτων που
πλουτήσαντες ἀπ᾿ αὐτῆς, ἀπὸ πλούτισαν από αυτήν, από
μακρόθεν στήσονται διὰ τὸν μακριά θα σταθούν εξαιτίας του
φόβον τοῦ βασανισμοῦ αὐτῆς φόβου του βασανισμού της,
κλαίοντες καὶ πενθοῦντες, κλαίγοντας και πενθώντας.
16 λέγοντες· οὐαὶ οὐαί, ἡ πόλις ἡ 16 λέγοντας: «Αλίμονο, αλίμονο
μεγάλη, ἡ περιβεβλημένη στην πόλη τη μεγάλη, τη
βύσσινον καὶ πορφυροῦν καὶ ντυμένη με ακριβό λινό και
κόκκινον καὶ κεχρυσωμένη ἐν πορφυρό και κόκκινο, και
χρυσίῳ καὶ λίθῳ τιμίῳ καὶ επικαλυμμένη με χρυσάφι και
μαργαρίταις, ὅτι μιᾷ ὥρᾳ πολύτιμους λίθους και
ἠρημώθη ὁ τοσοῦτος πλοῦτος. μαργαριτάρια,
17 καὶ πᾶς κυβερνήτης καὶ πᾶς ὁ 17 γιατί σε μια ώρα ερημώθηκε
ἐπὶ τόπον πλέων, καὶ ναῦται καὶ αυτός ο τόσο πολύς πλούτος».
ὅσοι τὴν θάλασσαν ἐργάζονται, Και κάθε κυβερνήτης και
ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν, καθένας που πλέει για
οποιονδήποτε τόπο και ναύτες
και όσοι εργάζονται στη
θάλασσα, από μακριά
στάθηκαν
18 καὶ ἔκραζον βλέποντες τὸν 18 και έκραζαν, βλέποντας τον
καπνὸν τῆς πυρώσεως αὐτῆς, καπνό της πυρκαγιάς της,
λέγοντες· τίς ὁμοία τῇ πόλει τῇ λέγοντας: «Ποια ήταν όμοια με
μεγάλῃ; την πόλη τη μεγάλη;»
19 καὶ ἔβαλον χοῦν ἐπὶ τὰς 19 Και έριξαν χώμα πάνω στα
κεφαλὰς αὐτῶν καὶ ἔκραζον κεφάλια τους και έκραζαν,
κλαίοντες καὶ πενθοῦντες, κλαίγοντας και πενθώντας,
λέγοντες· οὐαὶ οὐαί, ἡ πόλις ἡ λέγοντας: «Αλίμονο, αλίμονο

μεγάλη, ἐν ᾗ ἐπλούτησαν πάντες στην πόλη τη μεγάλη, με την
οἱ ἔχοντες τὰ πλοῖα ἐν τῇ οποία πλούτισαν όλοι όσοι έχουν


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΗ’


θαλάσσῃ ἐκ τῆς τιμιότητος τα πλοία στη θάλασσα από τα
αὐτῆς· ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἠρημώθη. πολύτιμα πράγματά της, γιατί
σε μια ώρα ερημώθηκε».
20 Εὐφραίνου ἐπ᾿ αὐτῇ, οὐρανέ, 20 Ευφραίνου γι’ αυτήν, ουρανέ
καὶ οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ και οι άγιοι και οι απόστολοι και
οἱ προφῆται, ὅτι ἔκρινεν ὁ Θεὸς οι προφήτες, γιατί έκρινε ο Θεός
τὸ κρῖμα ὑμῶν ἐξ αὐτῆς. την κατηγορία σας που προήλθε
εξαιτίας της.
21 Καὶ ἦρεν εἷς ἄγγελος ἰσχυρὸς 21 Και ένας άγγελος ισχυρός
λίθον ὡς μύλον μέγαν καὶ σήκωσε λίθο σαν μυλόπετρα
ἔβαλεν εἰς τὴν θάλασσαν λέγων· μεγάλη και τον έριξε στη
οὕτως ὁρμήματι βληθήσεται θάλασσα, λέγοντας: «Έτσι με
Βαβυλὼν ἡ μεγάλη πόλις, καὶ οὐ ορμή θα ριχτεί η Βαβυλώνα η
μὴ εὑρεθῇ ἔτι. μεγάλη πόλη και δε θα βρεθεί
πια.
22 καὶ φωνὴ κιθαρῳδῶν καὶ 22 Και φωνή κιθαριστών και
μουσικῶν καὶ αὐλητῶν καὶ μουσικών, και αυλητών και
σαλπιστῶν οὐ μὴ ἀκουσθῇ ἐν σαλπιγκτών δε θ’ ακουστεί μέσα
σοὶ ἔτι, καὶ πᾶς τεχνίτης πάσης σ’ εσένα πια, και κανένας
τέχνης οὐ μὴ εὑρεθῇ ἐν σοὶ ἔτι, τεχνίτης καμιάς τέχνης δε θα
καὶ φωνὴ μύλου οὐ μὴ ἀκουσθῇ βρεθεί μέσα σ’ εσένα πια, και
ἐν σοὶ ἔτι, ήχος μύλου δε θα ακουστεί μέσα
σ’ εσένα πια,
23 καὶ φῶς λύχνου οὐ μὴ φανῇ 23 και φως λύχνου δε θα φέξει
ἐν σοὶ ἔτι, καὶ φωνὴ νυμφίου καὶ μέσα σ’ εσένα πια, και φωνή
νύμφης οὐ μὴ ἀκουσθῇ ἐν σοὶ γαμπρού και νύφης δε θα
ἔτι· ὅτι οἱ ἔμποροί σου ἦσαν οἱ ακουστεί μέσα σ’ εσένα πια.
μεγιστᾶνες τῆς γῆς, ὅτι ἐν τῇ Γιατί οι έμποροί σου ήταν οι
φαρμακείᾳ σου ἐπλανήθησαν μεγιστάνες της γης, γιατί με τη
πάντα τὰ ἔθνη, μαγεία σου πλανήθηκαν όλα τα
έθνη,
24 καὶ ἐν αὐτῇ αἵματα προφητῶν 24 και μέσα σ’ αυτήν βρέθηκε
καὶ ἁγίων εὑρέθη καὶ πάντων αίμα προφητών και αγίων και
τῶν ἐσφαγμένων ἐπὶ τῆς γῆς. όλων των σφαγμένων επάνω
στη γη».


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΘ’




Η πτώση της Βαβυλώνας
1 Μετὰ ταῦτα ἤκουσα ὡς φωνὴν 1 Μετά από αυτά άκουσα σαν
μεγάλην ὄχλου πολλοῦ ἐν τῷ φωνή μεγάλη από πλήθος πολύ
οὐρανῷ λεγόντων· ἀλληλούϊα· ἡ στον ουρανό να λένε:
σωτηρία καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ «Αλληλούια. η σωτηρία και η
δύναμις τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, δόξα και η δύναμη είναι του
Θεού μας,

2 ὅτι ἀληθιναὶ καὶ δίκαιαι αἱ 2 γιατί αληθινές και δίκαιες οι
κρίσεις αὐτοῦ· ὅτι ἔκρινε τὴν κρίσεις του. γιατί έκρινε την
πόρνην τὴν μεγάλην, ἥτις πόρνη τη μεγάλη που διέφθειρε
διέφθειρε τὴν γῆν ἐν τῇ πορνείᾳ τη γη με την πορνεία της, και
αὐτῆς, καὶ ἐξεδίκησε τὸ αἷμα εκδικήθηκε το αίμα των δούλων
τῶν δούλων αὐτοῦ ἐκ χειρὸς του που χύθηκε από το χέρι
αὐτῆς. της».
3 καὶ δεύτερον εἴρηκαν· 3 Και για δεύτερη φορά έχουν
ἀλληλούϊα· καὶ ὁ καπνὸς αὐτῆς πει: «Αλληλούια. και ο καπνός
ἀναβαίνει εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν της ανεβαίνει στους αιώνες των
αἰώνων. αιώνων».
4 καὶ ἔπεσαν οἱ εἴκοσι καὶ 4 Και έπεσαν οι πρεσβύτεροι οι
τέσσαρες πρεσβύτεροι καὶ τὰ είκοσι τέσσερις και τα τέσσερα
τέσσαρα ζῶα καὶ προσεκύνησαν ζωντανά όντα και προσκύνησαν
τῷ Θεῷ τῷ καθημένῳ ἐπὶ τῷ το Θεό που κάθεται πάνω στο
θρόνῳ λέγοντες· ἀμήν, θρόνο, λέγοντας: «Αμήν,
ἀλληλούϊα. Αλληλούια».
Το γαμήλιο τραπέζι του Αρνίου
5 καὶ φωνὴ ἀπὸ τοῦ θρόνου 5 Και φωνή εξήλθε από το θρόνο,
ἐξῆλθε λέγουσα· αἰνεῖτε τὸν Θεὸν λέγοντας: «Αινείτε το Θεό μας
ἡμῶν πάντες οἱ δοῦλοι αὐτοῦ καὶ όλοι οι δούλοι του και όσοι τον
οἱ φοβούμενοι αὐτόν, οἱ μικροὶ φοβάστε, οι μικροί και οι
καὶ οἱ μεγάλοι. μεγάλοι».
6 Καὶ ἤκουσα ὡς φωνὴν ὄχλου 6 Και άκουσα σαν φωνή από
πολλοῦ καὶ ὡς φωνὴν ὑδάτων όχλο πολύ και σαν βοή από νερά
πολλῶν καὶ ὡς φωνὴν βροντῶν πολλά και σαν βοή βροντών
ἰσχυρῶν, λεγόντων· ἀλληλούϊα· ισχυρών να λένε: «Αλληλούια,
ὅτι ἐβασίλευσε Κύριος ὁ Θεὸς ὁ γιατί βασίλεψε Κύριος ο Θεός
παντοκράτωρ. μας ο Παντοκράτορας.
7 χαίρωμεν καὶ ἀγαλλιώμεθα καὶ 7 Ας χαιρόμαστε και ας
δῶμεν τὴν δόξαν αὐτῷ, ὅτι αγαλλιάζουμε, και ας δώσουμε
ἦλθεν ὁ γάμος τοῦ ἀρνίου καὶ ἡ τη δόξα σ’ αυτόν, γιατί ήρθε ο
γυνὴ αὐτοῦ ἡτοίμασεν ἑαυτήν. γάμος του Αρνίου, και η γυναίκα


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΘ’


του ετοίμασε τον εαυτό της,
8 καὶ ἐδόθη αὐτῇ ἵνα 8 και της δόθηκε να ντυθεί
περιβάληται βύσσινον λαμπρὸν εκλεκτό λινό λαμπρό, καθαρό.
καθαρόν· τὸ γὰρ βύσσινον τὰ γιατί το εκλεκτό λινό είναι οι
δικαιώματα τῶν ἁγίων ἐστί. δίκαιες πράξεις των αγίων».
9 Καὶ λέγει μοι· γράψον, 9 Και μου λέει: «Γράψε: Μακάριοι
μακάριοι οἱ εἰς τὸ δεῖπνον τοῦ οι καλεσμένοι στο δείπνο του
γάμου τοῦ ἀρνίου κεκλημένοι. γάμου του Αρνίου». Και μου λέει:
καὶ λέγει μοι· οὗτοι οἱ λόγοι «Αυτοί οι λόγοι είναι αληθινοί,
ἀληθινοὶ τοῦ Θεοῦ εἰσι. του Θεού».
10 Καὶ ἔπεσα ἔμπροσθεν τῶν 10 Και έπεσα μπροστά στα πόδια
ποδῶν αὐτοῦ προσκυνῆσαι του, για να τον προσκυνήσω. Και
αὐτῷ. καὶ λέγει μοι· ὅρα μή· μου λέει: «Κοίτα μην το κάνεις!
σύνδουλός σού εἰμι καὶ τῶν Σύνδουλός σου είμαι και των
ἀδελφῶν σου τῶν ἐχόντων τὴν αδελφών σου που έχουν τη
μαρτυρίαν ᾿Ιησοῦ· τῷ Θεῷ μαρτυρία για τον Ιησού. το Θεό
προσκύνησον· ἡ γὰρ μαρτυρία προσκύνησε». Γιατί η μαρτυρία
τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐστι τὸ πνεῦμα τῆς για τον Ιησού είναι το πνεύμα
προφητείας. της προφητείας.
Ο καβαλάρης και το άσπρο άλογο
11 Καὶ εἶδον τὸν οὐρανὸν 11 Και είδα τον ουρανό
ἀνεῳγμένον, καὶ ἰδοὺ ἵππος ανοιγμένο, και ιδού ίππος λευκός
λευκός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ᾿ και αυτός που κάθεται πάνω του
αὐτόν, καλούμενος πιστὸς καὶ καλείται “Πιστός και Αληθινός”,
ἀληθινός, καὶ ἐν δικαιοσύνῃ και με δικαιοσύνη κρίνει και
κρίνει καὶ πολεμεῖ· πολεμά.
12 οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φλὸξ 12 Και οι οφθαλμοί του είναι σαν
πυρός, καὶ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν πύρινη φλόγα, και πάνω στο
αὐτοῦ διαδήματα πολλά, ἔχων κεφάλι του διαδήματα πολλά,
ὀνόματα γεγραμμένα, καὶ ὄνομα έχοντας όνομα γραμμένο που
γεγραμμένον ὃ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ κανείς δεν ξέρει παρά μόνο
αὐτός, αυτός.
13 καὶ περιβεβλημένος ἱμάτιον 13 Και είναι ντυμένος με ρούχο
βεβαμμένον ἐν αἵματι, καὶ βαμμένο σε αίμα, και έχει
κέκληται τὸ ὄνομα αὐτοῦ, ὁ καλεστεί το όνομά του “Ο Λόγος
λόγος τοῦ Θεοῦ. του Θεού”.
14 καὶ τὰ στρατεύματα τὰ ἐν τῷ 14 Και τα στρατεύματα που είναι
οὐρανῷ ἠκολούθει αὐτῷ ἐπὶ στον ουρανό τον ακολουθούσαν
ἵπποις λευκοῖς, ἐνδεδυμένοι πάνω σε ίππους λευκούς,
βύσσινον λευκὸν καθαρόν. ντυμένοι με εκλεκτό λινό λευκό,

καθαρό.
15 καὶ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ 15 Και από το στόμα του


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΘ’


ἐκπορεύεται ρομφαία ὀξεῖα εκπορεύεται ρομφαία κοφτερή,
δίστομος, ἵνα ἐν αὐτῇ πατάσσῃ για να πατάξει με αυτήν τα έθνη,
τὰ ἔθνη· καὶ αὐτὸς ποιμανεῖ και αυτός θα τους ποιμάνει με
αὐτοὺς ἐν ράβδῳ σιδηρᾷ· καὶ ράβδο σιδερένια. Και αυτός πατά
αὐτὸς πατεῖ τὴν ληνὸν τοῦ οἴνου το πατητήρι του θυμωμένου
τοῦ θυμοῦ τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ κρασιού της οργής του Θεού του
τοῦ παντοκράτορος. Παντοκράτορα.
16 καὶ ἔχει ἐπὶ τὸ ἱμάτιον καὶ ἐπὶ 16 Και έχει πάνω στο ρούχο του
τὸν μηρὸν αὐτοῦ ὄνομα και πάνω στο μηρό του ένα
γεγραμμένον, βασιλεὺς όνομα γραμμένο: “Βασιλιάς
βασιλέων καὶ κύριος κυρίων. βασιλιάδων και Κύριος κυρίων”.
17 Καὶ εἶδον ἕνα ἄγγελον ἑστῶτα 17 Και είδα έναν άγγελο να έχει
ἐν τῷ ἡλίῳ, καὶ ἔκραξεν ἐν φωνῇ σταθεί στον ήλιο και έκραξε με
μεγάλῃ λέγων πᾶσι τοῖς ὀρνέοις φωνή μεγάλη, λέγοντας σε όλα
τοῖς πετομένοις ἐν τα όρνια που πετούν στα
μεσουρανήματι· δεῦτε μεσούρανα: «Ελάτε, συναχτείτε
συνάχθητε εἰς τὸ δεῖπνον τὸ στο δείπνο το μεγάλο του Θεού,
μέγα τοῦ Θεοῦ,
18 ἵνα φάγητε σάρκας βασιλέων 18 για να φάτε σάρκες
καὶ σάρκας χιλιάρχων καὶ βασιλιάδων και σάρκες
σάρκας ἰσχυρῶν καὶ σάρκας χιλίαρχων και σάρκες ισχυρών
ἵππων καὶ τῶν καθημένων ἐπ᾿ και σάρκες ίππων και αυτών που
αὐτῶν, καὶ σάρκας πάντων κάθονται πάνω τους και σάρκες
ἐλευθέρων τε καὶ δούλων, καὶ όλων, ελεύθερων και δούλων και
μικρῶν τε καὶ μεγάλων. μικρών και μεγάλων».
19 Καὶ εἶδον τὸ θηρίον καὶ τοὺς 19 Και είδα το θηρίο και τους
βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ τὰ βασιλιάδες της γης και τα
στρατεύματα αὐτῶν συνηγμένα στρατεύματά τους συναγμένα,
ποιῆσαι τὸν πόλεμον μετὰ τοῦ για να κάνουν τον πόλεμο με
καθημένου ἐπὶ τοῦ ἵππου καὶ αυτόν που κάθεται πάνω στον
μετὰ τοῦ στρατεύματος αὐτοῦ. ίππο και με το στράτευμά του.
20 καὶ ἐπιάσθη τὸ θηρίον καὶ ὁ 20 Και πιάστηκε το θηρίο και
μετ᾿ αὐτοῦ ψευδοπροφήτης ὁ μαζί του ο ψευδοπροφήτης που
ποιήσας τὰ σημεῖα ἐνώπιον έκανε τα θαυματουργικά σημεία
αὐτοῦ, ἐν οἷς ἐπλάνησε τοὺς μπροστά του, με τα οποία
λαβόντας τὸ χάραγμα τοῦ πλάνησε εκείνους που έλαβαν το
θηρίου καὶ τοὺς προσκυνοῦντας χάραγμα του θηρίου και
τῇ εἰκόνι αὐτοῦ· ζῶντες εκείνους που προσκυνούν την
ἐβλήθησαν οἱ δύο εἰς τὴν λίμνην εικόνα του. ζωντανοί ρίχτηκαν
τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην ἐν οι δύο στη λίμνη της φωτιάς που

θείῳ. καίγεται με θειάφι.
21 καὶ οἱ λοιποὶ ἀπεκτάνθησαν 21 Και οι λοιποί σκοτώθηκαν με


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. ΙΘ’


ἐν τῇ ρομφαίᾳ τοῦ καθημένου τη ρομφαία αυτού που κάθεται
ἐπὶ τοῦ ἵππου, τῇ ἐξελθούσῃ ἐκ πάνω στον ίππο, η οποία εξήλθε
τοῦ στόματος αὐτοῦ· καὶ πάντα από το στόμα του, και όλα τα
τὰ ὄρνεα ἐχορτάσθησαν ἐκ τῶν όρνια χόρτασαν από τις σάρκες
σαρκῶν αὐτῶν. τους.


ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κεφ. Κ’




Η χιλιετής βασιλεία του Χριστού
1 Καὶ εἶδον ἄγγελον 1 Και είδα άγγελο να κατεβαίνει
καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, από τον ουρανό, έχοντας το
ἔχοντα τὴν κλεῖν τῆς ἀβύσσου κλειδί της αβύσσου και αλυσίδα
καὶ ἅλυσιν μεγάλην ἐπὶ τὴν μεγάλη στο χέρι του.
χεῖρα αὐτοῦ.
2 καὶ ἐκράτησε τὸν δράκοντα, 2 Και κράτησε το δράκο, τον όφη

τὸν ὄφιν τὸν ἀρχαῖον, ὅς ἐστι τον αρχαίο, που είναι Διάβολος
Διάβολος καὶ ὁ Σατανᾶς ὁ και ο Σατανάς, και τον έδεσε
πλανῶν τὴν οἰκουμένην, καὶ χίλια έτη
ἔδησεν αὐτὸν χίλια ἔτη,
3 καὶ ἔβαλεν αὐτὸν εἰς τὴν 3 και τον έριξε στην άβυσσο και
ἄβυσσον, καὶ ἔκλεισε καὶ έκλεισε και σφράγισε από πάνω
ἐσφράγισεν ἐπάνω αὐτοῦ, ἵνα μὴ του, για να μην πλανήσει πια τα
πλανᾷ ἔτι τὰ ἔθνη, ἄχρι τελεσθῇ έθνη μέχρι να τελειώσουν τα
τὰ χίλια ἔτη· μετὰ ταῦτα δεῖ χίλια έτη. Μετά από αυτά πρέπει
αὐτὸν λυθῆναι μικρὸν χρόνον. να λυθεί αυτός για λίγο χρόνο.
4 Καὶ εἶδον θρόνους, καὶ 4 Και είδα θρόνους και κάθισαν
ἐκάθησαν ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ κρῖμα πάνω τους και τους δόθηκε η
ἐδόθη αὐτοῖς, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν κρίση, και είδα τις ψυχές των
πεπελεκισμένων διὰ τὴν πελεκοσφαγμένων για τη
μαρτυρίαν ᾿Ιησοῦ καὶ διὰ τὸν μαρτυρία του Ιησού και για το
λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ οἵτινες οὐ λόγο του Θεού, και οι οποίοι δεν
προσεκύνησαν τὸ θηρίον οὔτε προσκύνησαν το θηρίο ούτε την
τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ οὐκ εικόνα του και δεν έλαβαν το
ἔλαβον τὸ χάραγμα ἐπὶ τὸ χάραγμα πάνω στο μέτωπο και
μέτωπον αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὴν χεῖρα πάνω στο χέρι τους. Και έζησαν
αὐτῶν· καὶ ἔζησαν καὶ και βασίλεψαν μαζί με το Χριστό
ἐβασίλευσαν μετὰ τοῦ Χριστοῦ χίλια έτη.
χίλια ἔτη·
5 καὶ οἱ λοιποὶ τῶν νεκρῶν οὐκ 5 Οι υπόλοιποι από τους νεκρούς
ἔζησαν ἕως τελεσθῇ τὰ χίλια ἔτη. δεν έζησαν μέχρι να τελειώσουν
αὕτη ἡ ἀνάστασις ἡ πρώτη. τα χίλια έτη. Αυτή είναι η
ανάσταση η πρώτη.
6 μακάριος καὶ ἅγιος ὁ ἔχων 6 Μακάριος και άγιος εκείνος
μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ· που έχει μέρος στην ανάσταση
ἐπὶ τούτων ὁ δεύτερος θάνατος την πρώτη. πάνω σ’ αυτούς ο
οὐκ ἔχει ἐξουσίαν, ἀλλ᾿ ἔσονται δεύτερος θάνατος δεν έχει
ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ, εξουσία, αλλά θα είναι ιερείς του
καὶ βασιλεύσουσι μετ᾿ αὐτοῦ Θεού και του Χριστού και θα


Click to View FlipBook Version