ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Β’
1 Καί εἰσῆλθε πάλιν εἰς 1 Και όταν εισήλθε πάλι στην
Καπερναοὺμ δι᾿ ἡμερῶν καὶ Καπερναούμ ύστερα από μερικές
ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. ημέρες, ακούστηκε ότι είναι μέσα
σ’ έναν οίκο.
2 καὶ εὐθέως συνήχθησαν 2 Και συνάχτηκαν πολλοί, ώστε
πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ να μη χωρούν πια μήτε στα μέρη
τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει μπροστά στη θύρα. και τους
αὐτοῖς τὸν λόγον. μιλούσε το λόγο του Θεού.
3 καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν 3 Και έρχονται φέρνοντας προς
παραλυτικὸν φέροντες, αυτόν έναν παράλυτο που τον
αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων. σήκωναν τέσσερις.
4 καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι 4 Και επειδή δεν μπορούσαν να
αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, τον φέρουν προς αυτόν εξαιτίας
ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου του πλήθους, αφαίρεσαν τη
ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν στέγη της οικίας όπου ήταν και,
κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικὸς αφού έκαναν άνοιγμα,
κατέκειτο. κατεβάζουν το κρεβάτι όπου ο
παράλυτος ήταν κατάκοιτος.
5 ἰδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πίστιν 5 Και όταν είδε ο Ιησούς την
αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· πίστη τους, λέει στον παράλυτο:
τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι «Τέκνο μου, σου αφήνονται οι
σου. αμαρτίες».
6 ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων 6 Ήταν τότε μερικοί από τους
ἐκεῖ καθήμενοι καὶ γραμματείς εκεί, που κάθονταν
διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις και διαλογίζονταν μέσα στις
αὐτῶν· καρδιές τους:
7 τί οὗτος οὕτω λαλεῖ 7 «Γιατί αυτός έτσι μιλάει;
βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι Βλαστημά. Ποιος δύναται να
ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; αφήνει αμαρτίες παρά μόνο ένας,
ο Θεός;»
8 καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς 8 Και ευθύς, επειδή κατάλαβε
τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως καλά ο Ιησούς στο πνεύμα του
αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, ότι έτσι διαλογίζονται μέσα τους,
εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα τους λέει: «Γιατί διαλογίζεστε
διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις αυτά μέσα στις καρδιές σας;
ὑμῶν;
9 τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ 9 Τι είναι ευκολότερο, να πω στον
παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ παράλυτο: “Σου αφήνονται οι
ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ αμαρτίες”, ή να πω: “Σήκω και
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ πάρε το κρεβάτι σου και
περιπάτει; περπάτα”;
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Β’
10 ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει 10 Αλλά για να μάθετε ότι
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ εξουσία έχει ο Υιός του ανθρώπου
τῆς γῆς ἁμαρτίας — λέγει τῷ να αφήνει αμαρτίες πάνω στη
παραλυτικῷ. γη» – λέει στον παράλυτο:
11 σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν 11 «Σου λέω, σήκω, πάρε το
κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν κρεβάτι σου και πήγαινε στον
οἶκόν σου. οίκο σου».
12 καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας 12 Και εκείνος σηκώθηκε και
τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον ευθύς πήρε το κρεβάτι του και
πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας εξήλθε από την οικία μπροστά σε
καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας όλους, ώστε να μένουν
ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν. εκστατικοί όλοι και να δοξάζουν
το Θεό λέγοντας: «Έτσι δεν
είδαμε ποτέ!»
13 Καὶ ἐξῆλθε πάλιν παρὰ τὴν 13 Και εξήλθε πάλι δίπλα στη
θάλασσαν· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος λίμνη. Και όλο το πλήθος
ἤρχετο πρὸς αὐτόν, καὶ ερχόταν προς αυτόν και τους
ἐδίδασκεν αὐτούς. δίδασκε.
14 Καὶ παράγων εἶδε Λευῒν τὸν 14 Και προχωρώντας εκεί κοντά
τοῦ ᾿Αλφαίου, καθήμενον ἐπὶ τὸ είδε το Λευί, το γιο του Αλφαίου,
τελώνιον, καὶ λέγει αὐτῷ· να κάθεται στο τελωνείο και του
ἀκολούθει μοι. καὶ ἀναστὰς λέει: «Ακολούθα με». Και
ἠκολούθησεν αὐτῷ· σηκώθηκε και τον ακολούθησε.
15 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακεῖσθαι 15 Και αυτός κάθεται, για να φάει
αὐτὸν ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, καὶ μέσα στην οικία του, και πολλοί
πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ τελώνες και αμαρτωλοί κάθισαν,
συνανέκειντο τῷ ᾿Ιησοῦ καὶ τοῖς για να φάνε μαζί με τον Ιησού και
μαθηταῖς αὐτοῦ· ἦσαν γὰρ τους μαθητές του. Ήταν
πολλοί, καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ. πράγματι πολλοί και τον
ακολουθούσαν.
16 καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ 16 Και οι γραμματείς των
Φαρισαῖοι ἰδόντες αὐτὸν Φαρισαίων, όταν είδαν ότι τρώει
ἐσθίοντα μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ μαζί με τους αμαρτωλούς και
ἁμαρτωλῶν ἔλεγον τοῖς τους τελώνες, έλεγαν στους
μαθηταῖς αὐτοῦ· τί ὅτι μετὰ τῶν μαθητές του: «Τρώει μαζί με τους
τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει τελώνες και τους αμαρτωλούς;»
καὶ πίνει;
17 καὶ ἀκούσας ὁ ᾿Ιησοῦς λέγει 17 Και επειδή το άκουσε ο Ιησούς,
αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ τους λέει: «Δεν έχουν ανάγκη οι
ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς υγιείς από γιατρό, αλλά οι
ἔχοντες· οὐκ ἦλθον καλέσαι ασθενείς. Δεν ήρθα να καλέσω
δίκαιους, αλλά αμαρτωλούς».
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Β’
δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς
μετάνοιαν.
18 Καὶ ἦσαν οἱ μαθηταὶ ᾿Ιωάννου 18 Και οι μαθητές του Ιωάννη και
καὶ οἱ τῶν Φαρισαίων οι Φαρισαίοι νήστευαν. Και
νηστεύοντες. καὶ ἔρχονται καὶ έρχονται και του λένε: «Γιατί οι
λέγουσιν αὐτῷ· διατὶ οἱ μαθηταὶ μαθητές του Ιωάννη και οι
᾿Ιωάννου καὶ οἱ τῶν Φαρισαίων μαθητές των Φαρισαίων
νηστεύουσιν, οἱ δὲ σοὶ μαθηταὶ νηστεύουν, ενώ οι δικοί σου
οὐ νηστεύουσι; μαθητές δε νηστεύουν;»
19 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· μὴ 19 Και τους είπε ο Ιησούς:
δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος, «Μήπως δύνανται οι καλεσμένοι
ἐν ᾧ ὁ νυμφίος μετ᾿ αὐτῶν ἐστι, στο γάμο, ενώ ο γαμπρός είναι
νηστεύειν; ὅσον χρόνον μεθ᾿ μαζί τους, να νηστεύουν; Όσο
ἑαυτῶν ἔχουσι τὸν νυμφίον, οὐ χρόνο έχουν το γαμπρό μαζί τους
δύνανται νηστεύειν. δε δύνανται να νηστεύουν.
20 ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν 20 Θα έρθουν όμως ημέρες, όταν
ἀπαρθῇ ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ αφαιρεθεί από αυτούς ο
τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείναις γαμπρός, και τότε θα νηστέψουν
ταῖς ἡμέραις. κατ’ εκείνη την ημέρα.
21 οὐδεὶς ἐπίβλημα ράκους 21 Κανείς δε ράβει μπάλωμα από
ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ ασυρρίκνωτο καινούργιο
παλαιῷ· εἰ δὲ μήγε, αἴρει τὸ ύφασμα πάνω σε ρούχο παλιό.
πλήρωμα αὐτοῦ, τὸ καινὸν τοῦ Ειδεμή, τραβάει το συμπλήρωμα
παλαιοῦ, καὶ χεῖρον σχίσμα από αυτό, το καινούργιο από το
γίνεται. παλιό, και γίνεται χειρότερο
σχίσιμο.
22 καὶ οὐδεὶς βάλλει οἶνον νέον εἰς 22 Και κανείς δε βάζει κρασί νέο
ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ μή, σε ασκιά παλιά. Ειδεμή, το κρασί
ρήσσει ὁ οἶνος ὁ νέος τοὺς θα σπάσει τα ασκιά, και χάνεται
ἀσκούς, καὶ ὁ οἶνος ἐκχεῖται καὶ το κρασί και τα ασκιά. Αλλά
οἱ ἀσκοὶ ἀπολοῦνται· ἀλλὰ οἶνον κρασί νέο βάζουν σε ασκιά
νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς βλητέον. καινούργια».
23 Καὶ ἐγένετο παραπορεύεσθαι 23 Και το Σάββατο αυτός
αὐτὸν ἐν τοῖς σάββασι διὰ τῶν προχωρούσε μέσα από τα
σπορίμων, καὶ ἤρξαντο οἱ σπαρτά, και οι μαθητές του
μαθηταὶ αὐτοῦ ὁδὸν ποιεῖν άρχισαν να κάνουν δρόμο
τίλλοντες τοὺς στάχυας. μαδώντας τα στάχυα.
24 καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἔλεγον αὐτῷ· 24 Και οι Φαρισαίοι του έλεγαν:
ἴδε τί ποιοῦσιν ἐν τοῖς σάββασιν ὃ «Δες τι κάνουν το Σάββατο,
οὐκ ἔξεστι. πράγμα που δεν επιτρέπεται!»
25 καὶ αὐτὸς ἔλεγεν αὐτοῖς· 25 Και τους λέει: «Ποτέ δε
οὐδέποτε ἀνέγνωτε τί ἐποίησε διαβάσατε τι έκανε ο Δαβίδ, όταν
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Β’
Δαυῒδ ὅτε χρείαν ἔσχε καὶ είχε ανάγκη και πείνασε αυτός
ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ᾿ και όσοι ήταν μαζί του;
αὐτοῦ;
26 πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ 26 Πώς εισήλθε στον οίκο του
Θεοῦ ἐπὶ ᾿Αβιάθαρ ἀρχιερέως καὶ Θεού επί Αβιάθαρ του αρχιερέα
τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως και έφαγε τους άρτους της
ἔφαγεν, οὓς οὐκ ἔξεστι φαγεῖν εἰ προθέσεως, τους οποίους δεν
μὴ τοῖς ἱερεῦσι, καὶ ἔδωκε καὶ επιτρέπεται να φάνε παρά μόνο
τοῖς σὺν αὐτῷ οὖσι; οι ιερείς, και έδωσε και σ’ όσους
ήταν μαζί του;»
27 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· τὸ σάββατον 27 Και τους έλεγε: «Το Σάββατο
διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ ὁ έγινε για τον άνθρωπο και όχι ο
ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον· άνθρωπος για το Σάββατο.
28 ὥστε κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ 28 Ώστε Κύριος είναι ο Υιός του
ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου. ανθρώπου και του Σαββάτου».
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Γ’
1 Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν 1 Και εισήλθε πάλι στη
συναγωγήν· καὶ ἦν ἐκεῖ συναγωγή. Και ήταν εκεί ένας
ἄνθρωπος ἐξηραμμένην ἔχων άνθρωπος έχοντας ξεραμένο το
τὴν χεῖρα. χέρι.
2 καὶ παρετήρουν αὐτὸν εἰ τοῖς 2 Και τον παρατηρούσαν αν θα
σάββασι θεραπεύσει αὐτόν, ἵνα τον θεραπεύσει το Σάββατο, για
κατηγορήσωσιν αὐτοῦ. να τον κατηγορήσουν.
3 καὶ λέγει τῷ ἀνθρώπῳ τῷ 3 Και λέει στον άνθρωπο που είχε
ἐξηραμμένην ἔχοντι τὴν χεῖρα· το ξερό χέρι: «Σήκω στο μέσο».
ἔγειρε εἰς τὸ μέσον. 4 Και τους ρωτά: «Επιτρέπεται
4 καὶ λέγει αὐτοῖς· ἔξεστι τοῖς κανείς το Σάββατο να κάνει
σάββασιν ἀγαθοποιῆσαι ἢ αγαθό ή να κακοποιήσει, να
κακοποιῆσαι; ψυχὴν σῶσαι ἢ σώσει ζωή ή να σκοτώσει;»
ἀποκτεῖναι; οἱ δὲ ἐσιώπων. Εκείνοι σιωπούσαν.
5 καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς 5 Και αφού τους κοίταξε γύρω με
μετ᾿ ὀργῆς, συλλυπούμενος ἐπὶ οργή, λυπημένος συγχρόνως για
τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν, την πώρωση της καρδιάς τους,
λέγει τῷ ἀνθρώπῳ· ἔκτεινον τὴν λέει στον άνθρωπο: «Έκτεινε το
χεῖρά σου. καὶ ἐξέτεινε, καὶ χέρι σου». Και το εξέτεινε και
ἀποκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ αποκαταστάθηκε το χέρι του.
ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη.
6 καὶ ἐξελθόντες οἱ Φαρισαῖοι 6 Και όταν εξήλθαν οι Φαρισαίοι,
εὐθέως μετὰ τῶν ῾Ηρῳδιανῶν ευθύς έκαναν συμβούλιο μαζί με
συμβούλιον ἐποίουν κατ᾿ αὐτοῦ, τους Ηρωδιανούς
ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσι. αποφασίζοντας εναντίον του, για
να τον σκοτώσουν.
7 Καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνεχώρησε μετὰ 7 Και ο Ιησούς αναχώρησε προς
τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς τὴν τη λίμνη μαζί με τους μαθητές
θάλασσαν· καὶ πολὺ πλῆθος ἀπὸ του, και πολύ πλήθος τους
τῆς Γαλιλαίας ἠκολούθησαν ακολούθησε από τη Γαλιλαία και
αὐτῷ, από την Ιουδαία
8 καὶ ἀπὸ τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ ἀπὸ 8 και από τα Ιεροσόλυμα και από
῾Ιεροσολύμων καὶ ἀπὸ τῆς την Ιδουμαία και πέρα από τον
᾿Ιδουμαίας καὶ πέραν τοῦ Ιορδάνη, και πολύ πλήθος που
᾿Ιορδάνου καὶ οἱ περὶ Τύρον καὶ κατοικούσε γύρω από την Τύρο
Σιδῶνα, πλῆθος πολύ, και τη Σιδώνα ήρθε προς αυτόν,
ἀκούσαντες ὅσα ἐποίει, ἦλθον επειδή άκουγαν όσα έκανε.
πρὸς αὐτόν.
9 καὶ εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ 9 Και είπε στους μαθητές του να
ἵνα πλοιάριον προσκαρτερῇ παραμένει κοντά του ένα
αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἵνα μὴ πλοιάριο, εξαιτίας του πλήθους,
θλίβωσιν αὐτόν· για να μην τον συνθλίβουν.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Γ’
10 πολλοὺς γὰρ ἐθεράπευσεν, 10 Γιατί πολλούς θεράπευσε, ώστε
ὥστε ἐπιπίπτειν αὐτῷ ἵνα αὐτοῦ έπεφταν πάνω του για να τον
ἅψωνται ὅσοι εἶχον μάστιγας· αγγίξουν όσοι είχαν μάστιγες.
11 καὶ τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα, 11 Και τα πνεύματα τα
ὅταν αὐτὸν ἐθεώρουν, ακάθαρτα, όταν τον έβλεπαν,
προσέπιπτον αὐτῷ καὶ ἔκραζον έπεφταν μπροστά του και
λέγοντα ὅτι σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. έκραζαν λέγοντας: «Εσύ είσαι ο
Υιός του Θεού».
12 καὶ πολλὰ ἐπετίμα αὐτοῖς ἵνα 12 Και πολύ τα επιτιμούσε, για να
μὴ φανερὸν αὐτὸν ποιήσωσι. μην τον κάνουν φανερό.
13 Καὶ ἀναβαίνει εἰς τὸ ὄρος, καὶ 13 Και ανεβαίνει στο όρος και
προσκαλεῖται οὓς ἤθελεν αὐτός, προσκαλεί όσους ήθελε αυτός,
καὶ ἀπῆλθον πρὸς αὐτόν. και πήγαν προς αυτόν.
14 καὶ ἐποίησε δώδεκα, ἵνα ὦσι 14 Και διόρισε δώδεκα, τους
μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἵνα ἀποστέλλῃ οποίους και ονόμασε
αὐτοὺς κηρύσσειν “αποστόλους”, για να είναι μαζί
του και για να τους αποστέλλει
να κηρύττουν
15 καὶ ἔχειν ἐξουσίαν θεραπεύειν 15 και να έχουν εξουσία να
τὰς νόσους καὶ ἐκβάλλειν τὰ βγάζουν τα δαιμόνια.
δαιμόνια·
16 καὶ ἐπέθηκεν ὄνομα τῷ Σίμωνι 16 Και διόρισε τους δώδεκα, και
Πέτρον, επέθεσε στο Σίμωνα το όνομα
Πέτρος,
17 καὶ ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ 17 και στον Ιάκωβο, το γιο του
Ζεβεδαίου καὶ ᾿Ιωάννην τὸν Ζεβεδαίου, και στον Ιωάννη τον
ἀδελφὸν τοῦ ᾿Ιακώβου· καὶ αδελφό του Ιακώβου τους
ἐπέθηκεν αὐτοῖς ὀνόματα επέθεσε τότε τα ονόματα
Βοανεργές, ὅ ἐστιν υἱοὶ βροντῆς· Βοανηργές, που σημαίνει “Γιοι
Βροντής”.
18 καὶ ᾿Ανδρέαν καὶ Φίλιππον καὶ 18 Και διάλεξε επίσης τον Ανδρέα
Βαρθολομαῖον καὶ Ματθαῖον καὶ και το Φίλιππο και το
Θωμᾶν καὶ ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ Βαρθολομαίο και το Ματθαίο και
᾿Αλφαίου καὶ Θαδδαῖον καὶ το Θωμά και τον Ιάκωβο, το γιο
Σίμωνα τὸν Κανανίτην του Αλφαίου, και το Θαδδαίο και
το Σίμωνα τον Καναναίο
19 καὶ ᾿Ιούδαν ᾿Ισκαριώτην, ὃς 19 και τον Ιούδα Ισκαριώτη, ο
καὶ παρέδωκεν αὐτόν. οποίος και τον παράδωσε.
20 Καὶ ἔρχονται εἰς οἶκον· καὶ 20 Και έρχεται σ’ έναν οίκο. και
συνέρχεται πάλιν ὄχλος, ὥστε μὴ συνέρχεται πάλι το πλήθος, ώστε
δύνασθαι αὐτοὺς μηδὲ ἄρτον αυτοί να μη δύνανται μήτε άρτο
φαγεῖν. να φάνε.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Γ’
21 καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ᾿ αὐτοῦ 21 Και όταν το άκουσαν οι δικοί
ἐξῆλθον κρατῆσαι αὐτόν· ἔλεγον του, εξήλθαν για να τον
γὰρ ὅτι ἐξέστη. κρατήσουν. γιατί έλεγαν ότι ήταν
εκτός εαυτού.
22 καὶ οἱ γραμματεῖς οἱ ἀπὸ 22 Και οι γραμματείς που
῾Ιεροσολύμων καταβάντες κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα
ἔλεγον ὅτι Βεελζεβοὺλ ἔχει, καὶ έλεγαν ότι έχει το Βεελζεβούλ, και
ὅτι ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ότι μέσω του άρχοντα των
ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια. δαιμονίων βγάζει τα δαιμόνια.
23 καὶ προσκαλεσάμενος αὐτοὺς 23 Και τους προσκάλεσε και τους
ἐν παραβολαῖς ἔλεγεν αὐτοῖς· έλεγε με παραβολές: «Πώς
πῶς δύναται σατανᾶς σατανᾶν δύναται Σατανάς να βγάζει
ἐκβάλλειν; Σατανά;
24 καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ᾿ ἑαυτὴν 24 Και αν μια βασιλεία χωριστεί
μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι ἡ κατά του εαυτού της, εκείνη η
βασιλεία ἐκείνη· βασιλεία δε δύναται να σταθεί.
25 καὶ ἐὰν οἰκία ἐφ᾿ ἑαυτὴν 25 Και αν μια οικία χωριστεί κατά
μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι ἡ του εαυτού της, εκείνη η οικία δε
οἰκία ἐκείνη. θα δυνηθεί να σταθεί.
26 καὶ εἰ ὁ σατανᾶς ἀνέστη ἐφ᾿ 26 Και αν ο Σατανάς σηκώθηκε
ἑαυτὸν καὶ μεμέρισται, οὐ κατά του εαυτού του και
δύναται σταθῆναι, ἀλλὰ τέλος χωρίστηκε, δε δύναται να σταθεί,
ἔχει. αλλά έχει τέλος.
27 οὐδεὶς δύναται τὰ σκεύη τοῦ 27 Αλλά δε δύναται κανείς να
ἰσχυροῦ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν εισέλθει στην οικία του ισχυρού
αὐτοῦ διαρπάσαι, ἐὰν μὴ πρῶτον και να λεηλατήσει τα σκεύη του,
τὸν ἰσχυρὸν δήσῃ, καὶ τότε τὴν αν πρώτα δε δέσει τον ισχυρό, και
οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσει. τότε την οικία του θα τη
λεηλατήσει.
28 ᾿Αμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πάντα 28 Αλήθεια σας λέω ότι όλα τα
ἀφεθήσεται τοῖς υἱοῖς τῶν αμαρτήματα και οι βλαστήμιες
ἀνθρώπων τὰ ἁμαρτήματα καὶ θα αφεθούν στους γιους των
αἱ βλασφημίαι ὅσας ἐὰν ανθρώπων, όσα κι αν
βλασφημήσωσιν. βλαστημήσουν.
29 ὃς δ᾿ ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸ 29 Όποιος όμως βλαστημήσει
Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον, οὐκ ἔχει ενάντια στο Πνεύμα το Άγιο, δεν
ἄφεσιν εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ᾿ ἔνοχός έχει άφεση στον αιώνα, αλλά
ἐστιν αἰωνίου κρίσεως· είναι ένοχος αιώνιου
αμαρτήματος».
30 ὅτι ἔλεγον, πνεῦμα ἀκάθαρτον 30 Γιατί έλεγαν: «Έχει πνεύμα
ἔχει. ακάθαρτο».
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Γ’
31 ῎Ερχονται οὖν ἡ μήτηρ αὐτοῦ 31 Και έρχεται η μητέρα του και οι
καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ ἔξω αδελφοί του και, αφού στάθηκαν
ἑστῶτες ἀπέστειλαν πρὸς αὐτὸν έξω, απέστειλαν μήνυμα προς
φωνοῦντες αὐτόν. αυτόν καλώντας τον.
32 καὶ ἐκάθητο περὶ αὐτὸν ὄχλος· 32 Και γύρω του καθόταν πλήθος,
εἶπον δὲ αὐτῷ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου και του λένε: «Ιδού, η μητέρα σου
καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἔξω ζητοῦσί και οι αδελφοί σου και οι αδελφές
σε. σου σε ζητούν έξω».
33 καὶ ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· τίς 33 Και τότε αποκρίθηκε και τους
ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἢ οἱ ἀδελφοί λέει: «Ποια είναι η μητέρα μου
μου; και ποιοι οι αδελφοί μου;»
34 καὶ περιβλεψάμενος κύκλῳ 34 Και αφού κοίταξε ολόγυρα
τοὺς περὶ αὐτὸν καθημένους προς αυτούς που κάθονταν γύρω
λέγει· ἴδε ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ του κυκλικά, λέει: «Να η μητέρα
ἀδελφοί μου· μου και οι αδελφοί μου.
35 ὃς γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα 35 Γιατί όποιος κι αν κάνει το
τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἀδελφός μου καὶ θέλημα του Θεού, αυτός είναι
ἀδελφή μου καὶ μήτηρ ἐστί. αδελφός μου και αδελφή και
μητέρα».
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Δ’
1 Καὶ πάλιν ἤρξατο διδάσκειν 1 Και άρχισε πάλι να διδάσκει
παρὰ τὴν θάλασσαν· καὶ δίπλα στη λίμνη. Και συνάζεται
συνήχθη πρὸς αὐτὸν ὄχλος κοντά του πλήθος πάρα πολύ,
πολύς, ὥστε αὐτὸν ἐμβάντα εἰς τὸ ώστε αυτός αναγκάστηκε να
πλοῖον καθῆσθαι ἐν τῇ θαλάσσῃ· μπει σ’ ένα πλοίο και να καθίσει
καὶ πᾶς ὁ ὄχλος πρὸς τὴν στη λίμνη, και όλο το πλήθος
θάλασσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἦσαν. ήταν κοντά στη λίμνη, στην
ξηρά.
2 καὶ ἐδίδασκεν αὐτοὺς ἐν 2 Και τους δίδασκε πολλά με
παραβολαῖς πολλά, καὶ ἔλεγεν παραβολές και τους έλεγε στη
αὐτοῖς ἐν τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· διδαχή του:
3 ἀκούετε. ἰδοὺ ἐξῆθεν ὁ σπείρων 3 «Ακούτε: ιδού, εξήλθε ο σπορέας
τοῦ σπεῖραι. για να σπείρει.
4 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ σπείρειν ὃ μὲν 4 Και συνέβηκε, ενώ έσπερνε,
ἔπεσεν ἐπὶ τὴν ὁδόν, καὶ ἦλθον τὰ ένας σπόρος να πέσει δίπλα στην
πετεινὰ καὶ κατέφαγεν αὐτό· οδό και ήρθαν τα πετεινά και τον
κατάφαγαν.
5 καὶ ἄλλο ἔπεσεν ἐπὶ τὸ 5 Και άλλος έπεσε πάνω στο
πετρῶδες, ὅπου οὐκ εἶχε γῆν πετρώδες έδαφος όπου δεν είχε
πολλήν, καὶ εὐθέως ἐξανέτειλε γη πολλή και ευθύς φύτρωσε,
διὰ τὸ μὴ ἔχειν βάθος γῆς, επειδή δεν είχε βάθος η γη.
6 ἡλίου δὲ ἀνατείλαντος 6 Και όταν ανάτειλε ο ήλιος,
ἐκαυματίσθη, καὶ διὰ τὸ μὴ ἔχειν κάηκε και, επειδή δεν είχε ρίζα,
ρίζαν ἐξηράνθη· ξεράθηκε.
7 καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὰς 7 Και άλλος έπεσε στα αγκάθια,
ἀκάνθας, καὶ ἀνέβησαν αἱ και μεγάλωσαν τα αγκάθια και
ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό, τον συνέπνιξαν, και δεν έδωσε
καὶ καρπὸν οὐκ ἔδωκε· καρπό.
8 καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν 8 Και άλλοι έπεσαν στη γη την
καλὴν καὶ ἐδίδου καρπὸν καλή και έδιναν καρπό που
ἀναβαίνοντα καὶ αὐξάνοντα, καὶ μεγάλωνε, και οι σπόροι
ἔφερεν ἐν τριάκοντα καὶ ἐν αυξάνονταν και έφερε ο ένας
ἑξήκοντα καὶ ἐν ἑκατόν. τριάντα και ο άλλος εξήντα και ο
άλλος εκατό».
9 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ὁ ἔχων ὦτα 9 Και έλεγε: «Αυτός που έχει αυτιά
ἀκούειν ἀκουέτω. για να ακούει ας ακούει».
10 ῞Οτε δὲ ἐγένετο κατὰ μόνας, 10 Και όταν έμεινε μόνος, τον
ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ περὶ αὐτὸν ρωτούσαν εκείνοι που ήταν γύρω
σὺν τοῖς δώδεκα τὴν παραβολήν. του μαζί με τους δώδεκα για τις
παραβολές.
11 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ὑμῖν δέδοται 11 Και τους έλεγε: «Σ’ εσάς έχει
γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς δοθεί το μυστήριο της βασιλείας
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Δ’
βασιλείας τοῦ Θεοῦ· ἐκείνοις δὲ του Θεού. Αλλά σ’ εκείνους, τους
τοῖς ἔξω ἐν παραβολαῖς τὰ πάντα έξω, τα πάντα γίνονται με
γίνεται, παραβολές,
12 ἵνα βλέποντες βλέπωσι καὶ μὴ 12 για να βλέπουν συνεχώς αλλά
ἴδωσι, καὶ ἀκούοντες ἀκούωσι να μη δουν, και ν’ ακούν συνεχώς
καὶ μὴ συνιῶσι, μήποτε αλλά να μην καταλαβαίνουν,
ἐπιστρέψωσι καὶ ἀφεθῇ αὐτοῖς μην τυχόν επιστρέψουν στο Θεό
τὰ ἁμαρτήματα. και αφεθεί σ’ αυτούς η αμαρτία».
13 καὶ λέγει αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε 13 Και τους λέει: «Δεν
τὴν παραβολὴν ταύτην, καὶ πῶς καταλαβαίνετε την παραβολή
πάσας τὰς παραβολὰς αυτή, και τότε πώς όλες τις
γνώσεσθε; παραβολές θα καταλάβετε;
14 ὁ σπείρων τὸν λόγον σπείρει. 14 Ο σπορέας σπέρνει το λόγο.
15 οὗτοι δέ εἰσιν οἱ παρὰ τὴν ὁδὸν 15 Και αυτοί είναι όσοι έπεσαν
ὅπου σπείρεται ὁ λόγος, καὶ ὅταν δίπλα στην οδό: είναι οι
ἀκούσωσιν, εὐθὺς ἔρχεται ὁ άνθρωποι όπου σπέρνεται ο
σατανᾶς καὶ αἴρει τὸν λόγον τὸν λόγος, αλλά όταν τον ακούσουν,
ἐσπαρμένον ἐν ταῖς καρδίαις ευθύς έρχεται ο Σατανάς και
αὐτῶν. αφαιρεί το λόγο τον σπαρμένο σ’
αυτούς.
16 καὶ οὗτοι ὁμοίως εἰσὶν οἱ ἐπὶ τὰ 16 Και όσοι σπέρνονται στα
πετρώδη σπειρόμενοι, οἳ ὅταν πετρώδη εδάφη είναι αυτοί που,
ἀκούσωσι τὸν λόγον, εὐθὺς μετὰ όταν ακούσουν το λόγο, ευθύς με
χαρᾶς λαμβάνουσιν αὐτόν, χαρά τον λαβαίνουν,
17 καὶ οὐκ ἔχουσι ρίζαν ἐν 17 όμως δεν έχουν ρίζα μέσα τους
ἑαυτοῖς, ἀλλὰ πρόσκαιροί εἰσιν· αλλά είναι πρόσκαιροι. Έπειτα,
εἶτα γενομένης θλίψεως ἢ όταν γίνει θλίψη ή διωγμός
διωγμοῦ διὰ τὸν λόγον, εὐθὺς εξαιτίας του λόγου, ευθύς
σκανδαλίζονται. σκανδαλίζονται.
18 καὶ οὗτοί εἰσιν οἱ εἰς τὰς 18 Και άλλοι είναι που
ἀκάνθας σπειρόμενοι, οἱ τὸν σπέρνονται στα αγκάθια: αυτοί
λόγον ἀκούοντες, είναι όσοι το λόγο τον άκουσαν,
19 καὶ αἱ μέριμναι τοῦ αἰῶνος 19 αλλά οι μέριμνες του αιώνα
τούτου καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου και η απάτη του πλούτου και οι
καὶ αἱ περὶ τὰ λοιπὰ ἐπιθυμίαι επιθυμίες που μπαίνουν μέσα
εἰσπορευόμεναι συμπνίγουσι τὸν τους για τα λοιπά πράγματα
λόγον, καὶ ἄκαρπος γίνεται. συμπνίγουν το λόγο και γίνεται
άκαρπος.
20 καὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ἐπὶ τὴν γῆν 20 Και όσοι σπάρθηκαν στη γη
τὴν καλὴν σπαρέντες, οἵτινες την καλή είναι εκείνοι οι οποίοι
ἀκούουσι τὸν λόγον καὶ ακούνε το λόγο και τον
παραδέχονται, καὶ παραδέχονται και καρποφορούν,
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Δ’
καρποφοροῦσιν ἐν τριάκοντα ο ένας τριάντα και ο άλλος
καὶ ἐν ἑξήκοντα καὶ ἐν ἑκατόν. εξήντα και ο άλλος εκατό».
21 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· μήτι ἔρχεται 21 Και τους έλεγε: «Μήπως
ὁ λύχνος ἵνα ὑπὸ τὸν μόδιον τεθῇ ετοιμάζεται ο λύχνος για να τεθεί
ἢ ὑπὸ τὴν κλίνην; οὐχ ἵνα ἐπὶ τὴν κάτω από το μόδι ή κάτω από το
λυχνίαν ἐπιτεθῇ; κρεβάτι; Δεν ετοιμάζεται για να
τεθεί πάνω στο λυχνοστάτη;
22 οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ ἐὰν μὴ 22 Γιατί δεν υπάρχει κρυφό που
φανερωθῇ, οὐδὲ ἐγένετο να μη φανερωθεί, ούτε έγινε
ἀπόκρυφον ἀλλ᾿ ἵνα ἔλθῃ εἰς απόκρυφο παρά για να έρθει στο
φανερόν. φανερό.
23 εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, 23 Αν κάποιος έχει αυτιά για να
ἀκουέτω. ακούει ας ακούει».
24 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· βλέπετε τί 24 Και τους έλεγε: «Προσέχετε τι
ἀκούετε. ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, ακούτε. Με όποιο μέτρο μετράτε
μετρηθήσεται ὑμῖν, καὶ θα μετρηθεί σ’ εσάς και θα σας
προστεθήσεται ὑμῖν τοῖς προστεθεί.
ἀκούουσιν.
25 ὃς γὰρ ἂν ἔχῃ, δοθήσεται 25 Γιατί σ’ όποιον έχει θα του
αὐτῷ· καὶ ὃς οὐκ ἔχει, καὶ ὃ ἔχει δοθεί. αλλά σ’ όποιον δεν έχει, και
ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. αυτό που έχει θα αφαιρεθεί από
αυτόν».
26 Καὶ ἔλεγεν· οὕτως ἐστὶν ἡ 26 Και έλεγε: «Έτσι είναι η
βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὡς ἂν βασιλεία του Θεού: όπως ένας
ἄνθρωπος βάλῃ τὸν σπόρον ἐπὶ άνθρωπος που έριξε το σπόρο
τῆς γῆς, στη γη
27 καὶ καθεύδῃ καὶ ἐγείρηται 27 και κοιμάται και σηκώνεται
νύκτα καὶ ἡμέραν, καὶ ὁ σπόρος νύχτα και ημέρα, και ο σπόρος
βλαστάνῃ καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ βλασταίνει και μεγαλώνει με
οἶδεν αὐτός. τρόπο που αυτός δεν ξέρει.
28 αὐτομάτη γὰρ ἡ γῆ 28 Αυτόματα η γη καρποφορεί,
καρποφορεῖ, πρῶτον χόρτον, εἶτα πρώτα χορτάρι, έπειτα στάχυ,
στάχυν, εἶτα πλήρη σῖτον ἐν τῷ έπειτα πλήρες σιτάρι μέσα στο
στάχυϊ. στάχυ.
29 ὅταν δὲ παραδῷ ὁ καρπός, 29 Όταν λοιπόν παραδοθεί
εὐθέως ἀποστέλλει τὸ δρέπανον, ώριμος ο καρπός, ευθύς
ὅτι παρέστηκεν ὁ θερισμός. αποστέλλει το δρεπάνι, γιατί έχει
έρθει ο θερισμός».
30 Καὶ ἔλεγε· πῶς ὁμοιώσωμεν 30 Και έλεγε: «Πώς να
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ; ἢ ἐν τίνι παρομοιάσουμε τη βασιλεία του
παραβολῇ παραβάλωμεν αὐτήν; Θεού ή με ποια παραβολή να την
παραθέσουμε;
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Δ’
31 ὡς κόκκον σινάπεως, ὃς ὅταν 31 Είναι σαν κόκκος σιναπιού
σπαρῇ ἐπὶ τῆς γῆς, μικρότερος που, όταν σπαρθεί στη γη, είναι
πάντων τῶν σπερμάτων ἐστὶ τῶν μικρότερος από όλους τους
ἐπὶ τῆς γῆς· σπόρους που βρίσκονται στη γη.
32 καὶ ὅταν σπαρῇ, ἀναβαίνει καὶ 32 Και όταν σπαρθεί, αυξάνει και
γίνεται μείζων πάντων τῶν γίνεται το μεγαλύτερο από όλα
λαχάνων, καὶ ποιεῖ κλάδους τα λάχανα, και κάνει μεγάλα
μεγάλους, ὥστε δύνασθαι ὑπὸ κλαδιά, ώστε τα πετεινά του
τὴν σκιὰν αὐτοῦ τὰ πετεινὰ τοῦ ουρανού να δύνανται να
οὐρανοῦ κατασκηνοῦν. φωλιάζουν κάτω από τη σκιά
του».
33 Καὶ τοιαύταις παραβολαῖς 33 Και με τέτοιες πολλές
πολλαῖς ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον, παραβολές τους μιλούσε το λόγο
καθὼς ἠδύναντο ἀκούειν, του Θεού, καθώς μπορούσαν να
ακούνε.
34 χωρὶς δὲ παραβολῆς οὐκ 34 Και χωρίς παραβολή δεν τους
ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον· κατ᾿ μιλούσε, αλλά ιδιαιτέρως στους
ἰδίαν δὲ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ δικούς του μαθητές τα επέλυε
ἐπέλυε πάντα. όλα.
35 Καὶ λέγει αὐτοῖς ἐν ἐκείνῃ τῇ 35 Και τους λέει εκείνη την ημέρα,
ἡμέρᾳ ὀψίας γενομένης· όταν βράδιασε: «Ας περάσουμε
διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν. αντίπερα στη λίμνη».
36 καὶ ἀφέντες τὸν ὄχλον 36 Και αφού άφησαν το πλήθος,
παραλαμβάνουσιν αὐτὸν ὡς ἦν παραλαβαίνουν αυτόν όπως
ἐν τῷ πλοίῳ· καὶ ἄλλα δὲ πλοῖα ήταν μέσα στο πλοίο. και άλλα
ἦν μετ᾿ αὐτοῦ. πλοία ήταν μαζί του.
37 καὶ γίνεται λαῖλαψ ἀνέμου 37 Και γίνεται λαίλαπα μεγάλη
μεγάλη, τὰ δὲ κύματα ἐπέβαλλεν από άνεμο και τα κύματα
εἰς τὸ πλοῖον, ὥστε ἤδη αὐτὸ ρίχνονταν πάνω στο πλοίο, ώστε
βυθίζεσθαι. ήδη το πλοίο να γεμίζει νερά.
38 καὶ ἦν αὐτὸς ἐπὶ τῇ πρύμνῃ ἐπὶ 38 Αλλά αυτός ήταν στην πρύμη
τὸ προσκεφάλαιον καθεύδων· πάνω στο προσκεφάλι και
καὶ διεγείρουσιν αὐτὸν καὶ κοιμόταν. Και τον ξυπνούν και
λέγουσιν αὐτῷ· διδάσκαλε, οὐ του λένε: «Δάσκαλε, δε σε μέλει
μέλει σοι ὅτι ἀπολλύμεθα; που χανόμαστε;»
39 καὶ διεγερθεὶς ἐπετίμησε τῷ 39 Και αφού σηκώθηκε,
ἀνέμῳ καὶ εἶπε τῇ θαλάσσῃ· επιτίμησε τον άνεμο και είπε στη
σιώπα, πεφίμωσο. καὶ ἐκόπασεν θάλασσα: «Σώπα, φιμώσου». Και
ὁ ἄνεμος, καὶ ἐγένετο γαλήνη κόπασε ο άνεμος και έγινε
μεγάλη. μεγάλη γαλήνη.
40 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί δειλοί ἐστε 40 Και τους είπε: «Γιατί είστε
οὕτω; πῶς οὐκ ἔχετε πίστιν; δειλοί; Ακόμα δεν έχετε πίστη;»
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Δ’
41 καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν 41 Και φοβήθηκαν με φόβο
καὶ ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους· τίς μεγάλο και έλεγαν ο ένας προς
ἄρα οὗτός ἐστιν, ὅτι καὶ ὁ ἄνεμος τον άλλο: «Ποιος άραγε είναι
καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αυτός που και ο άνεμος και η
αὐτῷ; θάλασσα τον υπακούνε;»
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Ε’
1 Καὶ ἦλθον εἰς τὸ πέραν τῆς 1 Και ήρθαν αντίπερα στη λίμνη,
θαλάσσης εἰς τὴν χώραν τῶν στη χώρα των Γερασηνών.
Γεργεσηνῶν.
2 καὶ ἐξελθόντος αὐτοῦ ἐκ τοῦ 2 Και όταν αυτός εξήλθε από το
πλοίου εὐθέως ἀπήντησεν αὐτῷ πλοίο, ευθύς ένας άνθρωπος με
ἐκ τῶν μνημείων ἄνθρωπος ἐν πνεύμα ακάθαρτο τον
πνεύματι ἀκαθάρτῳ, συνάντησε από τα μνήματα,
3 ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῖς 3 που την κατοίκησή του την είχε
μνήμασι, καὶ οὔτε ἁλύσεσιν στα μνήματα. Και εκτός από
οὐδεὶς ἠδύνατο αὐτὸν δῆσαι, αυτό, κανείς δεν μπορούσε να τον
δέσει ούτε με αλυσίδα,
4 διὰ τὸ αὐτὸν πολλάκις πέδαις 4 γιατί πολλές φορές τον είχαν
καὶ ἁλύσεσι δεδέσθαι, καὶ δέσει με ποδόδεσμα και με
διεσπάσθαι ὑπ᾿ αὐτοῦ τὰς αλυσίδες, αλλά οι αλυσίδες
ἁλύσεις καὶ τὰς πέδας διασπάστηκαν από αυτόν και τα
συντετρῖφθαι, καὶ οὐδεὶς ἴσχυεν ποδόδεσμα είχαν συντριφτεί, και
αὐτὸν δαμάσαι· κανείς δεν μπορούσε να τον
δαμάσει.
5 καὶ διὰ παντὸς νυκτὸς καὶ 5 Και διαπαντός, νύχτα και
ἡμέρας ἐν τοῖς μνήμασι καὶ ἐν ημέρα έκραζε συνεχώς στα
τοῖς ὄρεσιν ἦν κράζων καὶ μνήματα και στα όρη, και
κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις. κατάκοβε τον εαυτό του με
λίθους.
6 ἰδὼν δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν ἀπὸ 6 Και όταν είδε τον Ιησού από
μακρόθεν ἔδραμε καὶ μακριά, έτρεξε και τον
προσεκύνησεν αὐτόν, προσκύνησε
7 καὶ κράξας φωνῇ μεγάλῃ λέγει· 7 και, αφού έκραξε με φωνή
τί ἐμοὶ καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ, υἱὲ τοῦ μεγάλη, του λέει: «Τι σχέση
Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; ὁρκίζω σε τὸν έχουμε εγώ κι εσύ, Ιησού, Υιέ του
Θεόν, μή με βασανίσῃς. Θεού του ύψιστου; Σε ορκίζω στο
Θεό, μη με βασανίσεις».
8 ἔλεγε γὰρ αὐτῷ· ἔξελθε τὸ 8 Γιατί ο Ιησούς του έλεγε: «
πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον ἐκ τοῦ Πνεύμα ακάθαρτο, έξελθε από
ἀνθρώπου. τον άνθρωπο».
9 καὶ ἐπηρώτα αὐτόν· τί ὄνομά 9 Και τον επερωτούσε: «Τι όνομα
σοι; καὶ ἀπεκρίθη λέγων· λεγεὼν έχεις;» Και του λέει: «Λεγεώνα
ὄνομά μοι, ὅτι πολλοί ἐσμεν. είναι το όνομά μου, γιατί είμαστε
πολλοί».
10 καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλὰ 10 Και τον παρακαλούσε πολύ να
ἵνα μὴ ἀποστείλῃ αὐτοὺς ἔξω τῆς μην τα αποστείλει έξω από τη
χώρας. χώρα.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Ε’
11 ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων 11 Ήταν λοιπόν εκεί κοντά στο
μεγάλη βοσκομένη πρὸς τῷ ὄρει· όρος μια μεγάλη αγέλη χοίρων
που έβοσκε.
12 καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν 12 Και τον παρακάλεσαν
πάντες οἱ δαίμονες λέγοντες· λέγοντας: «Στείλε μας στους
πέμψον ἡμᾶς εἰς τοὺς χοίρους, χοίρους, για να εισέλθουμε σ’
ἵνα εἰς αὐτοὺς εἰσέλθωμεν. αυτούς».
13 καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς εὐθέως ὁ 13 Και τους το επέτρεψε. Και
᾿Ιησοῦς. καὶ ἐξελθόντα τὰ αφού εξήλθαν τα πνεύματα τα
πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα εἰσῆλθον ακάθαρτα, εισήλθαν στους
εἰς τοὺς χοίρους· καὶ ὥρμησεν ἡ χοίρους και όρμησε η αγέλη
ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν κάτω στον γκρεμό, στη λίμνη,
θάλασσαν· ἦσαν δὲ ὡς δισχίλιοι· ήταν περίπου δύο χιλιάδες, και
καὶ ἐπνίγοντο ἐν τῇ θαλάσσῃ. πνίγονταν μέσα στη λίμνη.
14 καὶ οἱ βόσκοντες τοὺς χοίρους 14 Και αυτοί που τους έβοσκαν
ἔφυγον καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν έφυγαν και το ανάγγειλαν στην
πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς· καὶ πόλη και στους αγρούς. Και
ἐξῆλθον ἰδεῖν τί ἐστι τὸ γεγονός. ήρθαν, για να δουν τι είναι το
γεγονός,
15 καὶ ἔρχονται πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν, 15 και έρχονται προς τον Ιησού
καὶ θεωροῦσι τὸν και βλέπουν τον δαιμονισμένο να
δαιμονιζόμενον καθήμενον καὶ κάθεται ντυμένος και σώφρονας,
ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα, αυτός που είχε τον Λεγεώνα, και
τὸν ἐσχηκότα τὸν λεγεῶνα, καὶ φοβήθηκαν.
ἐφοβήθησαν.
16 καὶ διηγήσαντο αὐτοῖς οἱ 16 Και εκείνοι που το είδαν τους
ἰδόντες πῶς ἐγένετο τῷ διηγήθηκαν πώς έγινε στο
δαιμονιζομένῳ καὶ περὶ τῶν δαιμονισμένο και αναφορικά με
χοίρων. τους χοίρους.
17 καὶ ἤρξαντο παρακαλεῖν 17 Και άρχισαν να τον
αὐτὸν ἀπελθεῖν ἀπὸ τῶν ὁρίων παρακαλούν να φύγει από τα
αὐτῶν. όριά τους.
18 καὶ ἐμβαίνοντος αὐτοῦ εἰς τὸ 18 Και καθώς αυτός έμπαινε στο
πλοῖον παρεκάλει αὐτὸν ὁ πλοίο, τον παρακαλούσε ο πρώην
δαιμονισθεὶς ἵνα μετ᾿ αὐτοῦ ᾖ. δαιμονισμένος να μένει μαζί του.
19 καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν, ἀλλὰ 19 Όμως δεν τον άφησε, αλλά του
λέγει αὐτῷ· ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν λέει: «Πήγαινε στον οίκο σου,
σου πρὸς τοὺς σοὺς καὶ προς τους δικούς σου, και
ἀνάγγειλον αὐτοῖς ὅσα σοι ὁ ανάγγειλέ τους όσα ο Κύριος σου
Κύριος πεποίηκε καὶ ἠλέησέ σε. έχει κάνει και πώς σε ελέησε».
20 καὶ ἀπῆλθε καὶ ἤρξατο 20 Και εκείνος έφυγε και άρχισε
κηρύσσειν ἐν τῇ Δεκαπόλει ὅσα να κηρύττει στη Δεκάπολη όσα
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Ε’
ἐποίησεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ του έκανε ο Ιησούς, και όλοι
πάντες ἐθαύμαζον. θαύμαζαν.
21 Καὶ διαπεράσαντος τοῦ ᾿Ιησοῦ 21 Και αφού διαπέρασε ο Ιησούς
ἐν τῷ πλοίῳ πάλιν εἰς τὸ πέραν τη λίμνη αντίπερα με το πλοίο
συνήχθη ὄχλος πολὺς ἐπ᾿ αὐτόν, πάλι, συνάχτηκε πλήθος πολύ
καὶ ἦν παρὰ τὴν θάλασσαν. κοντά του, και ήταν δίπλα στη
λίμνη.
22 Καὶ ἔρχεται εἷς τῶν 22 Και έρχεται ένας από τους
ἀρχισυναγώγων, ὀνόματι αρχισυνάγωγους με το όνομα
᾿Ιάειρος, καὶ ἰδὼν αὐτὸν πίπτει Ιάιρος και, όταν τον είδε, πέφτει
πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ μπροστά στα πόδια του
23 καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλά, 23 και τον παρακαλεί πολύ
λέγων ὅτι τὸ θυγάτριόν μου λέγοντας: «Η μικρή θυγατέρα
ἐσχάτως ἔχει, ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇς μου είναι στα τελευταία της. να
αὐτῇ τὰς χεῖρας, ὅπως σωθῇ καὶ έρθεις και να επιθέσεις σε αυτήν
ζήσεται. τα χέρια, για να σωθεί και να
ζήσει»
24 καὶ ἀπῆλθε μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ 24 Και ο Ιησούς έφυγε μαζί του.
ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς, καὶ Και τον ακολουθούσε πλήθος
συνέθλιβον αὐτόν. πολύ και τον συνέθλιβαν.
25 Καὶ γυνή τις οὖσα ἐν ρύσει 25 Και μια γυναίκα που είχε ροή
αἵματος ἔτη δώδεκα, αίματος δώδεκα έτη
26 καὶ πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ 26 και που έπαθε πολλά από
πολλῶν ἰατρῶν καὶ δαπανήσασα πολλούς γιατρούς, και που
τὰ παρ᾿ ἑαυτῆς πάντα, καὶ μηδὲν δαπάνησε όλα τα υπάρχοντά της
ὠφεληθεῖσα, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ και που τίποτα δεν ωφελήθηκε
χεῖρον ἐλθοῦσα, αλλά μάλλον ήρθε στο
χειρότερο,
27 ἀκούσασα περὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ, 27 όταν άκουσε για τον Ιησού,
ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν ήρθε μέσα στο πλήθος από πίσω
ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· του και άγγιξε το ρούχο του.
28 ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ ὅτι ἐὰν 28 Γιατί έλεγε: «Αν αγγίξω και
ἅψωμαι κἂν τῶν ἱματίων αὐτοῦ, μόνο τα ρούχα του, θα σωθώ».
σωθήσομαι.
29 καὶ εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγὴ 29 Και ευθύς ξεράθηκε η πηγή
τοῦ αἵματος αὐτῆς, καὶ ἔγνω τῷ του αίματός της και κατάλαβε
σώματι ὅτι ἴαται ἀπὸ τῆς στο σώμα της ότι έχει γιατρευτεί
μάστιγος. από τη μάστιγά της.
30 καὶ εὐθέως ὁ ᾿Ιησοῦς ἐπιγνοὺς 30 Και ευθύς ο Ιησούς, επειδή
ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν κατανόησε μέσα του τη δύναμη
ἐξελθοῦσαν, ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ που εξήλθε από αυτόν, στράφηκε
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Ε’
ὄχλῳ ἔλεγε· τίς μου ἥψατο τῶν πίσω στο πλήθος και έλεγε:
ἱματίων; «Ποιος μου άγγιξε τα ρούχα;»
31 καὶ ἔλεγον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ 31 Και του έλεγαν οι μαθητές του:
αὐτοῦ· βλέπεις τὸν ὄχλον «Βλέπεις το πλήθος να σε
συνθλίβοντά σε, καὶ λέγεις τίς συνθλίβει και λες: “Ποιος με
μου ἥψατο; άγγιξε”;»
32 καὶ περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν 32 Και έβλεπε γύρω, για να δει
τοῦτο ποιήσασαν. εκείνη που έκανε αυτό.
33 ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῖσα καὶ 33 Τότε η γυναίκα, που φοβήθηκε
τρέμουσα, εἰδυῖα ὃ γέγονεν ἐπ᾿ και έτρεμε, επειδή ήξερε αυτό που
αὐτῇ, ἦλθε καὶ προσέπεσεν αὐτῷ είχε γίνει σ’ αυτήν, ήρθε και έπεσε
καὶ εἶπεν αὐτῷ πᾶσαν τὴν μπροστά στα πόδια του και του
ἀλήθειαν. είπε όλη την αλήθεια.
34 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θύγατερ, ἡ 34 Εκείνος της είπε: «Θυγατέρα
πίστις σου σέσωκέ σε· ὕπαγε εἰς μου, η πίστη σου σε έχει σώσει.
εἰρήνην, καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς πήγαινε με ειρήνη και να είσαι
μάστιγός σου. υγιής από τη μάστιγά σου».
35 ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχονται 35 Ενώ αυτός μιλούσε ακόμη,
ἀπὸ τοῦ ἀρχισυναγώγου έρχονται από την οικία του
λέγοντες ὅτι ἡ θυγάτηρ σου αρχισυνάγωγου λέγοντας: «Η
ἀπέθανε· τί ἔτι σκύλλεις τὸν θυγατέρα σου πέθανε. τι ενοχλείς
διδάσκαλον; ακόμα το δάσκαλο;»
36 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εὐθέως ἀκούσας 36 Αλλά ο Ιησούς παραμέλησε τα
τὸν λόγον λαλούμενον λέγει τῷ λόγια που λέγονταν και λέει στον
ἀρχισυναγώγῳ· μὴ φοβοῦ, μόνον αρχισυνάγωγο: «Μη φοβάσαι,
πίστευε. μόνο πίστευε».
37 καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὑτῷ οὐδένα 37 Και δεν άφησε κανέναν να
συνακολουθῆσαι εἰ μὴ Πέτρον ακολουθήσει μαζί του παρά μόνο
καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην τὸν τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον
ἀδελφὸν ᾿Ιακώβου. Ιωάννη, τον αδελφό του
Ιακώβου.
38 καὶ ἔρχεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ 38 Και έρχονται στον οίκο του
ἀρχισυναγώγου, καὶ θεωρεῖ αρχισυνάγωγου, και βλέπει το
θόρυβον, καὶ κλαίοντας καὶ θόρυβο και αυτούς που έκλαιγαν
ἀλαλάζοντας πολλά, και αλάλαζαν πολύ
39 καὶ εἰσελθὼν λέγει αὐτοῖς· τί 39 και, όταν εισήλθε, τους λέει: «Τι
θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; τὸ θορυβείστε και κλαίτε; Το παιδί
παιδίον οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ δεν πέθανε αλλά κοιμάται».
καθεύδει, καὶ κατεγέλων αὐτοῦ.
40 ὁ δὲ ἐκβαλὼν πάντας 40 Και τον περιγελούσαν. Αυτός,
παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ όμως, αφού τους έβγαλε όλους,
παιδίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς παραλαβαίνει τον πατέρα του
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Ε’
μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἰσπορεύεται παιδιού και τη μητέρα κι
ὅπου ἦν τὸ παιδίον ἀνακείμενον, εκείνους που ήταν μαζί του, και
μπαίνει εκεί όπου ήταν το παιδί.
41 καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς τοῦ 41 Και αφού κράτησε το χέρι του
παιδίου λέγει αὐτῇ· ταλιθά, παιδιού, της λέει: «Ταλιθα κουμ»,
κοῦμι· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, που όταν ερμηνεύεται σημαίνει:
τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω, ἔγειρε. «Κοριτσάκι, σου λέω, σήκω».
42 καὶ εὐθέως ἀνέστη τὸ 42 Και ευθύς σηκώθηκε το
κοράσιον καὶ περιεπάτει· ἦν γὰρ κοριτσάκι και περπατούσε. γιατί
ἐτῶν δώδεκα. καὶ ἐξέστησαν ήταν δώδεκα ετών. Και έμειναν
ἐκστάσει μεγάλῃ. εκστατικοί ευθύς από μεγάλη
κατάπληξη.
43 καὶ διεστείλατο αὐτοῖς πολλὰ 43 Και τους διέταξε αυστηρά να
ἵνα μηδεὶς γνῷ τοῦτο· καὶ εἶπε μη μάθει κανείς αυτό, και είπε να
δοθῆναι αὐτῇ φαγεῖν. της δώσουν να φάει.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΣΤ’
1 Καὶ ἐξῆλθεν ἐκεῖθεν καὶ ἦλθεν 1 Και εξήλθε από εκεί και έρχεται
εἰς τὴν πατρίδα ἑαυτοῦ· καὶ στην πατρίδα του, και τον
ἀκολουθοῦσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ ακολουθούν οι μαθητές του.
αὐτοῦ.
2 καὶ γενομένου σαββάτου 2 Και όταν ήρθε το Σάββατο,
ἤρξατο ἐν τῇ συναγωγῇ άρχισε να διδάσκει στη
διδάσκειν· καὶ πολλοὶ ἀκούοντες συναγωγή. Και πολλοί, καθώς
ἐξεπλήσσοντο λέγοντες· πόθεν άκουγαν, εκπλήσσονταν και
τούτῳ ταῦτα; καὶ τίς ἡ σοφία ἡ έλεγαν: «Από πού έρχονται σε
δοθεῖσα αὐτῷ, καὶ δυνάμεις τούτον αυτά, και τι σοφία είναι
τοιαῦται διὰ τῶν χειρῶν αὐτοῦ αυτή που δόθηκε σε τούτον, και
γίνονται; από πού έρχονται οι δυνάμεις
τέτοιου είδους που γίνονται με τα
χέρια του;
3 οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τέκτων, ὁ υἱὸς 3 Δεν είναι αυτός ο ξυλουργός, ο
τῆς Μαρίας, ἀδελφὸς δὲ γιος της Μαρίας και ο αδελφός
᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωσῆ καὶ ᾿Ιούδα του Ιακώβου και του Ιωσή και
καὶ Σίμωνος; καὶ οὐκ εἰσὶν αἱ του Ιούδα και του Σίμωνα; Και
ἀδελφαὶ αὐτοῦ ὧδε πρὸς ἡμᾶς; δεν είναι οι αδελφές του εδώ
καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ. κοντά μας;» Και σκανδαλίζονταν
σ’ αυτόν.
4 ἔλεγε δὲ αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι 4 Και τους έλεγε ο Ιησούς: «Δεν
οὐκ ἔστι προφήτης ἄτιμος εἰ μὴ υπάρχει προφήτης ατίμητος
ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ καὶ ἐν τοῖς παρά μόνο στην πατρίδα του και
συγγενέσι καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. στους συγγενείς του και στην
οικία του».
5 καὶ οὐκ ἠδύνατο ἐκεῖ οὐδεμίαν 5 Και δεν μπορούσε εκεί να κάνει
δύναμιν ποιῆσαι, εἰ μὴ ὀλίγοις καμιά θαυματουργική δύναμη
ἀρρώστοις ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας παρά μόνο επέθεσε τα χέρια σε
ἐθεράπευσε. λίγους αρρώστους και τους
θεράπευσε.
6 καὶ ἐθαύμαζε διὰ τὴν ἀπιστίαν 6 Και θαύμαζε για την απιστία
αὐτῶν. Καὶ περιῆγε τὰς κώμας τους. Και περιήλθε γύρω τα
κύκλῳ διδάσκων. χωριά διδάσκοντας.
7 Καὶ προσκαλεῖται τοὺς δώδεκα, 7 Και προσκαλεί τους δώδεκα και
καὶ ἤρξατο αὐτοὺς ἀποστέλλειν άρχισε να τους αποστέλλει δύο-
δύο δύο, καὶ ἐδίδου αὐτοῖς δύο, και τους έδινε εξουσία στα
ἐξουσίαν τῶν πνευμάτων τῶν πνεύματα τα ακάθαρτα
ἀκαθάρτων,
8 καὶ παρήγγειλεν αὐτοῖς ἵνα 8 και τους παράγγειλε να μην
μηδὲν αἴρωσιν εἰς ὁδὸν εἰ μὴ παίρνουν τίποτα στο δρόμο παρά
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΣΤ’
ράβδον μόνον, μὴ πήραν, μὴ μόνο ραβδί, μήτε άρτο, μήτε
ἄρτον, μὴ εἰς τὴν ζώνην χαλκόν, σακίδιο, μήτε χαλκό στη ζώνη,
9 ἀλλ᾿ ὑποδεδεμένους σανδάλια, 9 «αλλά να έχετε δεμένα κάτω
καὶ μὴ ἐνδεδύσθαι δύο χιτῶνας. από τα πόδια σας σανδάλια και
να μην ντυθείτε δύο πουκάμισα».
10 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ὅπου ἐὰν 10 Και τους έλεγε: «Όπου
εἰσέλθητε εἰς οἰκίαν, ἐκεῖ μένετε εισέλθετε σε οικία, εκεί μένετε,
ἕως ἂν ἐξέλθητε ἐκεῖθεν· ωσότου εξέλθετε για να φύγετε
από εκεί.
11 καὶ ὅσοι ἐὰν μὴ δέξωνται ὑμᾶς 11 Και όποιος τόπος δε σας δεχτεί
μηδὲ ἀκούσωσιν ὑμῶν, μήτε σας ακούσουν, όταν
ἐκπορευόμενοι ἐκεῖθεν βγαίνετε από εκεί, τινάξτε
ἐκτινάξατε τὸν χοῦν τὸν μακρυά το χώμα που είναι κάτω
ὑποκάτω τῶν ποδῶν ὑμῶν εἰς από τα πόδια σας ως μαρτυρία σ’
μαρτύριον αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω αυτούς».
ὑμῖν, ἀνεκτότερον ἔσται
Σοδόμοις ἢ Γομόρροις ἐν ἡμέρᾳ
κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ.
12 Καὶ ἐξελθόντες ἐκήρυσσον ἵνα 12 Και εκείνοι, όταν εξήλθαν,
μετανοήσωσι, κήρυξαν να μετανοούν,
13 καὶ δαιμόνια πολλὰ 13 και έβγαζαν πολλά δαιμόνια,
ἐξέβαλλον, καὶ ἤλειφον ἐλαίῳ και άλειφαν με λάδι πολλούς
πολλοὺς ἀρρώστους καὶ αρρώστους και τους θεράπευαν.
ἐθεράπευον.
14 Καὶ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς 14 Και άκουσε ο βασιλιάς
῾Ηρῴδης· φανερὸν γὰρ ἐγένετο τὸ Ηρώδης, γιατί έγινε φανερό το
ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἔλεγεν ὅτι όνομά του. Και έλεγαν ότι ο
᾿Ιωάννης ὁ βαπτίζων ἐκ νεκρῶν Ιωάννης που βαφτίζει έχει
ἠγέρθη, καὶ διὰ τοῦτο ἐνεργοῦσιν εγερθεί από τους νεκρούς και γι’
αἱ δυνάμεις ἐν αὐτῷ. αυτό ενεργούν οι
θαυματουργικές δυνάμεις μέσω
αυτού.
15 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι ᾿Ηλίας ἐστίν· 15 Άλλοι όμως έλεγαν ότι είναι ο
ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης Ηλίας. Και άλλοι έλεγαν ότι είναι
ἐστὶν ὡς εἷς τῶν προφητῶν. προφήτης όπως ένας από τους
προφήτες.
16 ἀκούσας δὲ ὁ ῾Ηρῴδης εἶπεν 16 Όταν το άκουσε λοιπόν ο
ὅτι ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα Ηρώδης έλεγε: «Αυτός που εγώ
᾿Ιωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς αποκεφάλισα, ο Ιωάννης, αυτός
ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν. εγέρθηκε».
17 αὐτὸς γὰρ ὁ ῾Ηρῴδης 17 Γιατί ο ίδιος ο Ηρώδης, αφού
ἀποστείλας ἐκράτησε τὸν απέστειλε στρατιώτες, κράτησε
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΣΤ’
᾿Ιωάννην καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν τον Ιωάννη και τον έδεσε μέσα
φυλακῇ διὰ ῾Ηρῳδιάδα τὴν στη φυλακή εξαιτίας της
γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ Ηρωδιάδας, της γυναίκας του
αὐτοῦ, ὅτι αὐτὴν ἐγάμησεν. Φιλίππου του αδελφού του,
επειδή την νυμφεύτηκε.
18 ἔλεγεν γὰρ ὁ ᾿Ιωάννης τῷ 18 Γιατί έλεγε ο Ιωάννης στον
῾Ηρῴδῃ ὅτι οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν Ηρώδη: «Δεν σου επιτρέπεται να
τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου. έχεις τη γυναίκα του αδελφού
σου».
19 ἡ δὲ ῾Ηρῳδιὰς ἐνεῖχεν αὐτῷ καὶ 19 Και η Ηρωδιάδα το κρατούσε
ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, καὶ μέσα της εναντίον του και ήθελε
οὐκ ἠδύνατο· να τον σκοτώσει, αλλά δεν
μπορούσε.
20 ὁ γὰρ ῾Ηρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν 20 Γιατί ο Ηρώδης φοβόταν τον
᾿Ιωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα Ιωάννη, επειδή ήξερε πως αυτός
δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει είναι άντρας δίκαιος και άγιος,
αὐτόν, καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ και τον συντηρούσε. και όταν
ἐποίει καὶ ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε. κάποτε τον άκουσε, απορούσε
πολύ, αλλά τον άκουγε
ευχάριστα.
21 καὶ γενομένης ἡμέρας 21 Και ήρθε η κατάλληλη ημέρα
εὐκαίρου, ὅτε ῾Ηρῴδης τοῖς για την Ηρωδιάδα όταν ο
γενεσίοις αὐτοῦ δεῖπνον ἐποίει Ηρώδης στα γενέθλιά του έκανε
τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς δείπνο στους μεγιστάνες του και
χιλιάρχοις καὶ τοῖς πρώτοις τῆς στους χιλίαρχους και στους
Γαλιλαίας, πρώτους της Γαλιλαίας.
22 καὶ εἰσελθούσης τῆς θυγατρὸς 22 Και αφού εισήλθε η θυγατέρα
αὐτῆς τῆς ῾Ηρῳδιάδος καὶ αυτής της Ηρωδιάδας και
ὀρχησαμένης καὶ ἀρεσάσης τῷ χόρεψε, άρεσε στον Ηρώδη και σ’
῾Ηρῴδη καὶ τοῖς αυτούς που κάθονταν μαζί, για
συνανακειμένοις, εἶπεν ὁ να φάνε. Είπε τότε ο βασιλιάς στο
βασιλεὺς τῷ κορασίῳ· αἴτησόν με κορίτσι: «Ζήτησέ μου ό,τι κι αν
ὃ ἐὰν θέλῃς, καὶ δώσω σοι. θέλεις και θα σου το δώσω».
23 καὶ ὤμοσεν αὐτῇ ὅτι ὃ ἐάν με 23 Και της ορκίστηκε πολλά:
αἰτήσῃς δώσω σοι, ἕως ἡμίσους «Ό,τι κι αν μου ζητήσεις θα σου
τῆς βασιλείας μου. το δώσω, έως το μισό του
βασιλείου μου».
24 ἡ δὲ ἐξελθοῦσα εἶπε τῇ μητρὶ 24 Και αυτή εξήλθε και είπε στη
αὐτῆς· τί αἰτήσομαι; ἡ δὲ εἶπε· τὴν μητέρα της: «Τι να ζητήσω;»
κεφαλὴν ᾿Ιωάννου τοῦ Εκείνη απάντησε: «Το κεφάλι του
βαπτιστοῦ. Ιωάννη που βαφτίζει».
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΣΤ’
25 καὶ εἰσελθοῦσα εὐθέως μετὰ 25 Και το κορίτσι εισήλθε ευθύς
σπουδῆς πρὸς τὸν βασιλέα βιαστικά προς το βασιλιά και
ᾐτήσατο λέγουσα· θέλω ἵνα μοι ζήτησε λέγοντας: «Θέλω τώρα
δῷς ἐξαυτῆς ἐπὶ πίνακι τὴν αμέσως να μου δώσεις πάνω σε
κεφαλὴν ᾿Ιωάννου τοῦ ένα πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη
βαπτιστοῦ. του Βαπτιστή».
26 καὶ περίλυπος γενόμενος ὁ 26 Και παρόλο που έγινε
βασιλεύς, διὰ τοὺς ὅρκους καὶ περίλυπος ο βασιλιάς, εξαιτίας
τοὺς συνανακειμένους οὐκ των όρκων και γι’ αυτούς που
ἠθέλησεν αὐτὴν ἀθετῆσαι. κάθονταν, για να φάνε, δε θέλησε
να αθετήσει το λόγο του σ’
αυτήν.
27 καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ 27 Και ευθύς απέστειλε ο
βασιλεὺς σπεκουλάτωρα βασιλιάς ένα δήμιο και διέταξε
ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κεφαλὴν να φέρουν το κεφάλι του. Και
αὐτοῦ. εκείνος πήγε και τον
αποκεφάλισε μέσα στη φυλακή
28 ὁ δὲ ἀπελθὼν ἀπεκεφάλισεν 28 και έφερε το κεφάλι του πάνω
αὐτὸν ἐν τῇ φυλακῇ, καὶ ἤνεγκε σε ένα πιάτο και το έδωσε στο
τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι κορίτσι, και το κορίτσι το έδωσε
καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ, στη μητέρα της.
καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν αὐτὴν τῇ
μητρὶ αὐτῆς.
29 καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ 29 Και όταν το άκουσαν οι
αὐτοῦ ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα μαθητές του, ήρθαν και
αὐτοῦ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸ ἐν σήκωσαν το πτώμα του και το
μνημείῳ. έθεσαν σ’ ένα μνήμα.
30 Καὶ συνάγονται οἱ ἀπόστολοι 30 Και συνάζονται οι απόστολοι
πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν, καὶ κοντά στον Ιησού και του
ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα, καὶ ὅσα ανάγγειλαν όλα όσα έκαναν και
ἐποίησαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν. όσα δίδαξαν.
31 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· δεῦτε ὑμεῖς 31 Και τους λέει: «Ελάτε εσείς οι
αὐτοὶ κατ᾿ ἰδίαν εἰς ἔρημον ίδιοι ιδιαιτέρως σε έρημο τόπο
τόπον, καὶ ἀναπαύεσθε ὀλίγον· και αναπαυτείτε λίγο». Γιατί
ἦσαν γὰρ οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ήταν πολλοί αυτοί που
ὑπάγοντες πολλοί, καὶ οὐδὲ πηγαινοέρχονταν, και ούτε να
φαγεῖν εὐκαίρουν. φάνε δεν ευκαιρούσαν.
32 καὶ ἀπῆλθον εἰς ἔρημον τόπον 32 Και έφυγαν με το πλοίο σε
ἐν πλοίῳ κατ᾿ ἰδίαν. έρημο τόπο ιδιαιτέρως.
33 καὶ εἶδον αὐτοὺς ὑπάγοντας, 33 Και τους είδαν να πηγαίνουν
καὶ ἐπέγνωσαν αὐτοὺς πολλοί, και τους αναγνώρισαν πολλοί,
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΣΤ’
καὶ πεζῇ ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων και μαζί έτρεξαν εκεί πεζή από
συνέδραμον ἐκεῖ καὶ προῆλθον όλες τις πόλεις, και ήρθαν πριν
αὐτοὺς καὶ συνῆλθον πρὸς από αυτούς.
αὐτόν.
34 Καὶ ἐξελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδε 34 Και όταν εξήλθε, είδε πολύ
πολὺν ὄχλον καὶ ἐσπλαγχνίσθη πλήθος και τους σπλαχνίστηκε,
ἐπ᾿ αὐτοῖς, ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα γιατί ήταν σαν πρόβατα που δεν
μὴ ἔχοντα ποιμένα, καὶ ἤρξατο έχουν ποιμένα, και άρχισε να
διδάσκειν αὐτοὺς πολλά. τους διδάσκει πολλά.
35 Καὶ ἤδη ὥρας πολλῆς 35 Και όταν ήδη είχε περάσει
γενομένης προσελθόντες αὐτῷ οἱ πολλή ώρα, αφού τον πλησίασαν
μαθηταὶ αὐτοῦ λέγουσιν ὅτι οι μαθητές του, έλεγαν: «Ο τόπος
ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἤδη είναι έρημος και ήδη πολλή ώρα
ὥρα πολλή· έχει περάσει.
36 ἀπόλυσον αὐτούς, ἵνα 36 Απόλυσέ τους, για να πάνε
ἀπελθόντες εἰς τοὺς κύκλῳ στους γύρω αγρούς και στα
ἀγροὺς καὶ κώμας ἀγοράσωσιν χωριά και να αγοράσουν για τους
ἑαυτοῖς ἄρτους· τί γὰρ φάγωσιν εαυτούς τους κάτι να φάνε».
οὐκ ἔχουσιν.
37 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· 37 Εκείνος αποκρίθηκε και τους
δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. καὶ είπε: «Δώστε τους εσείς να φάνε».
λέγουσιν αὐτῷ· ἀπελθόντες Και του λένε: «Να φύγουμε και να
ἀγοράσωμεν δηναρίων αγοράσουμε άρτους αξίας
διακοσίων ἄρτους καὶ δῶμεν διακοσίων δηναρίων και να τους
αὐτοῖς φαγεῖν; δώσουμε να φάνε;»
38 ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς· πόσους 38 Εκείνος τους απαντάει:
ἄρτους ἔχετε; ὑπάγετε καὶ ἴδετε. «Πόσους άρτους έχετε; Πηγαίνετε
καὶ γνόντες λέγουσι· πέντε, καὶ να δείτε». Και αφού το έμαθαν,
δύο ἰχθύας. του λένε: «Πέντε, και δύο ψάρια».
39 καὶ ἐπέταξεν αὐτοῖς ἀνακλῖναι 39 Και τους διέταξε να
πάντας συμπόσια συμπόσια ἐπὶ ξαπλώσουν όλοι ομάδες ομάδες
τῷ χλωρῷ χόρτῳ. πάνω στο χλωρό χορτάρι.
40 καὶ ἀνέπεσον πρασιαὶ πρασιαὶ 40 Και ξάπλωσαν παρέες παρέες
ἀνὰ ἑκατὸν καὶ ἀνὰ πεντήκοντα. από εκατό και από πενήντα
άτομα.
41 καὶ λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους 41 Και αφού έλαβε τους πέντε
καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἀναβλέψας άρτους και τα δύο ψάρια, σήκωσε
εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ πάνω το βλέμμα στον ουρανό,
κατέκλασε τοὺς ἄρτους καὶ ευλόγησε το Θεό και κατέκοψε
ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς ἵνα τους άρτους με τα χέρια και τα
παραθῶσιν αὐτοῖς, καὶ τοὺς δύο έδινε στους μαθητές του, για να
ἰχθύας ἐμέρισε πᾶσι.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΣΤ’
τα παραθέσουν σ’ αυτούς. και τα
δύο ψάρια τα μοίρασε σε όλους.
42 καὶ ἔφαγον πάντες καὶ 42 Και έφαγαν όλοι και
ἐχορτάσθησαν, χόρτασαν,
43 καὶ ἦραν κλασμάτων δώδεκα 43 και σήκωσαν δώδεκα κοφίνια
κοφίνους πλήρεις, καὶ ἀπὸ τῶν γεμάτα από κομμάτια, και από
ἰχθύων. τα ψάρια.
44 καὶ ἦσαν οἱ φαγόντες τοὺς 44 Και αυτοί που έφαγαν τους
ἄρτους πεντακισχίλιοι ἄνδρες. άρτους ήταν πέντε χιλιάδες
άντρες.
45 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασε τοὺς 45 Και ευθύς ανάγκασε τους
μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ μαθητές του να μπουν στο πλοίο
πλοῖον καὶ προάγειν εἰς τὸ πέραν και να πάνε πριν από αυτόν στην
πρὸς Βηθσαϊδάν, ἕως αὐτὸς όχθη αντίπερα, στη Βηθσαϊδά,
ἀπολύσῃ τὸν ὄχλον· ωσότου αυτός να απολύσει το
πλήθος.
46 καὶ ἀποταξάμενος αὐτοῖς 46 Και αφού τους αποχαιρέτησε,
ἀπῆλθεν εἰς τὸ ὄρος έφυγε στο όρος για να
προσεύξασθαι. προσευχηθεί.
47 καὶ ὀψίας γενομένης ἦν τὸ 47 Και όταν βράδιασε, ήταν το
πλοῖον ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης, πλοίο στο μέσο της λίμνης και
καὶ αὐτὸς μόνος ἐπὶ τῆς γῆς. αυτός μόνος του στην ξηρά.
48 καὶ ἰδὼν αὐτοὺς 48 Και όταν τους είδε να
βασανιζομένους ἐν τῷ ἐλαύνειν· βασανίζονται, ενώ
ἦν γὰρ ὁ ἄνεμος ἐναντίος αὐτοῖς· κωπηλατούσαν, γιατί ήταν ο
καὶ περὶ τετάρτην φυλακὴν τῆς άνεμος ενάντιος σε αυτούς,
νυκτὸς ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς έρχεται προς αυτούς κατά τα
περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ ξημερώματα περπατώντας πάνω
ἤθελε παρελθεῖν αὐτούς. στη λίμνη και ήθελε να τους
προσπεράσει.
49 οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὸν 49 Εκείνοι, επειδή τον είδαν πάνω
περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης στη λίμνη να περπατάει, νόμισαν
ἔδοξαν φάντασμα εἶναι, καὶ ότι είναι φάντασμα και έκραξαν
ἀνέκραξαν· δυνατά.
50 πάντες γὰρ αὐτὸν εἶδον καὶ 50 Γιατί όλοι τον είδαν και
ἐταράχθησαν. καὶ εὐθέως ταράχτηκαν. Εκείνος ευθύς
ἐλάλησε μετ᾿ αὐτῶν καὶ λέγει μίλησε μαζί τους και τους λέει:
αὐτοῖς· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι, μὴ «Έχετε θάρρος, εγώ είμαι. μη
φοβεῖσθε. φοβάστε».
51 καὶ ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον πρὸς 51 Και ανέβηκε κοντά τους στο
αὐτούς, καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· πλοίο και κόπασε ο άνεμος. και
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΣΤ’
καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς πολύ περισσότερο μέσα τους
ἐξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον. έμεναν εκστατικοί.
52 οὐ γὰρ συνῆκαν ἐπὶ τοῖς 52 Γιατί δεν είχαν καταλάβει ό,τι
ἄρτοις, ἀλλ᾿ ἦν αὐτῶν ἡ καρδία έγινε με τους άρτους, αλλά ήταν
πεπωρωμένη. η καρδιά τους πωρωμένη.
53 Καὶ διαπεράσαντες ἀπῆλθον 53 Και αφού διαπέρασαν τη
ἐπὶ τὴν γῆν Γεννησαρὲτ καὶ λίμνη, ήρθαν στην ξηρά, στη
προσωρμίσθησαν. Γεννησαρέτ, και
προσορμίστηκαν.
54 καὶ ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ τοῦ 54 Και όταν αυτοί εξήλθαν από το
πλοίου εὐθέως ἐπιγνόντες αὐτὸν πλοίο, μόλις οι άνθρωποι τον
αναγνώρισαν,
55 περιέδραμον ὅλην τὴν 55 ευθύς έτρεξαν γύρω σ’ όλη την
περίχωρον ἐκείνην καὶ ἤρξαντο περιοχή εκείνη και άρχισαν να
ἐπὶ τοῖς κραβάττοις τοὺς κακῶς μεταφέρουν πάνω στα κρεβάτια
ἔχοντας περιφέρειν ὅπου ἤκουον εκείνους που ήταν σε κακή
ὅτι ἐκεῖ ἐστι· κατάσταση, εκεί όπου άκουγαν
ότι βρίσκεται.
56 καὶ ὅπου ἂν εἰσεπορεύετο εἰς 56 Και όπου και αν έμπαινε, σε
κώμας ἢ πόλεις ἢ ἀγρούς, ἐν ταῖς χωριά ή σε πόλεις ή σε αγρούς,
ἀγοραῖς ἐτίθεσαν τοὺς έθεταν στις αγορές τούς ασθενείς
ἀσθενοῦντας καὶ παρεκάλουν και τον παρακαλούσαν να
αὐτὸν ἵνα κἂν τοῦ κρασπέδου τοῦ αγγίξουν έστω και το κράσπεδο
ἱματίου αὐτοῦ ἅψωνται· καὶ ὅσοι του ρούχου του. Και όσοι τον
ἂν ἥπτοντο αὐτοῦ, ἐσῴζοντο. άγγιξαν σώζονταν.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Ζ’
1 Καὶ συνάγονται πρὸς αὐτὸν οἱ 1 Και συνάζονται κοντά του οι
Φαρισαῖοι καί τινες τῶν Φαρισαίοι και μερικοί από τους
γραμματέων ἐλθόντες ἀπὸ γραμματείς που ήρθαν από τα
῾Ιεροσολύμων· Ιεροσόλυμα.
2 καὶ ἰδόντες τινὰς τῶν μαθητῶν 2 Και όταν είδαν μερικούς από
αὐτοῦ κοιναῖς χερσί, τοῦτ᾿ ἔστιν τους μαθητές του ότι με
ἀνίπτοις, ἐσθίοντας ἄρτους, ακάθαρτα χέρια, τουτέστι
ἐμέμψαντο· άνιφτα, τρώνε τους άρτους
3 οἱ γὰρ Φαρισαῖοι καὶ πάντες οἱ 3 – γιατί οι Φαρισαίοι και όλοι οι
᾿Ιουδαῖοι, ἐὰν μὴ πυγμῇ νίψωνται Ιουδαίοι αν δε νίψουν τα χέρια με
τὰς χεῖρας, οὐκ ἐσθίουσι, πυγμή, δεν τρώνε, κρατώντας
κρατοῦντες τὴν παράδοσιν τῶν την παράδοση των
πρεσβυτέρων· πρεσβυτέρων.
4 καὶ ἀπὸ ἀγορᾶς, ἐὰν μὴ 4 και γυρνώντας από την αγορά,
βαπτίσωνται, οὐκ ἐσθίουσι· καὶ αν δε λουστούν, δεν τρώνε. Και
ἄλλα πολλά ἐστιν ἃ παρέλαβον άλλα πολλά είναι που
κρατεῖν, βαπτισμοὺς ποτηρίων παράλαβαν να κρατούν, πλύσεις
καὶ ξεστῶν καὶ χαλκίων καὶ ποτηριών και σκευών και
κλινῶν· χάλκινων αντικειμένων και
κρεβατιών –
5 ἔπειτα ἐπερωτῶσιν αὐτὸν οἱ 5 τότε τον ρωτούν οι Φαρισαίοι
Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς· και οι γραμματείς: «Γιατί δεν
διατί οὐ περιπατοῦσιν οἱ μαθηταί περπατούν οι μαθητές σου κατά
σου κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν την παράδοση των πρεσβυτέρων,
πρεσβυτέρων, ἀλλ᾿ ἀνίπτοις αλλά με ακάθαρτα χέρια τρώνε
χερσὶν ἐσθίουσι τὸν ἄρτον; τον άρτο;»
6 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς ὅτι 6 Εκείνος τους είπε: «Καλά
καλῶς προεφήτευσεν ῾Ησαΐας προφήτεψε ο Ησαΐας για σας
περὶ ὑμῶν τῶν ὑποκριτῶν, ὡς τους υποκριτές, όπως είναι
γέγραπται· οὗτος ὁ λαὸς τοῖς γραμμένο: Αυτός ο λαός με τα
χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία χείλη με τιμά, αλλά η καρδιά
αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ· τους απέχει μακριά από εμένα.
7 μάτην δὲ σέβονταί με, 7 Και μάταια με σέβονται,
διδάσκοντες διδασκαλίας διδάσκοντας διδασκαλίες, που
ἐντάλματα ἀνθρώπων. είναι εντολές ανθρώπων.
8 ἀφέντες γὰρ τὴν ἐντολὴν τοῦ 8 Αφήσατε την εντολή του Θεού
Θεοῦ κρατεῖτε τὴν παράδοσιν και κρατάτε την παράδοση των
τῶν ἀνθρώπων, βαπτισμοὺς ανθρώπων».
ξεστῶν καὶ ποτηρίων, καὶ ἄλλα
παρόμοια τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Ζ’
9 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· καλῶς 9 Και τους έλεγε: «Καλώς αθετείτε
ἀθετεῖτε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ την εντολή του Θεού, για να
ἵνα τὴν παράδοσιν ὑμῶν στήσετε την παράδοσή σας.
τηρήσητε.
10 Μωϋσῆς γὰρ εἶπε· τίμα τὸν 10 Γιατί ο Μωυσής είπε: Τίμα τον
πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου· πατέρα σου και τη μητέρα σου,
καί· ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ και, Όποιος κακολογεί πατέρα ή
μητέρα θανάτῳ τελευτάτω· μητέρα οπωσδήποτε να
θανατώνεται.
11 ὑμεῖς δὲ λέγετε· ἐὰν εἴπῃ 11 Εσείς όμως λέτε: “Αν ένας
ἄνθρωπος τῷ πατρὶ ἢ τῇ μητρί, άνθρωπος πει στον πατέρα του ή
κορβᾶν, ὅ ἐστι δῶρον, ὃ ἐὰν ἐξ στη μητέρα του: ‘Κορβάν’ – που
ἐμοῦ ὠφεληθῇς, σημαίνει δώρο – ‘στο ναό δίνω
ό,τι είχες από εμένα να
ωφεληθείς’ ”,
12 καὶ οὐκέτι ἀφίετε αὐτὸν οὐδὲν 12 δεν τον αφήνετε πια τίποτα να
ποιῆσαι τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἢ τῇ κάνει στον πατέρα του ή στη
μητρὶ αὐτοῦ, μητέρα του,
13 ἀκυροῦντες τὸν λόγον τοῦ 13 ακυρώνοντας το λόγο του
Θεοῦ τῇ παραδόσει ὑμῶν ᾗ Θεού για τη δική σας παράδοση
παρεδώκατε. καὶ παρόμοια που παραδώσατε. Και παρόμοια
τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε. τέτοια πολλά κάνετε».
14 Καὶ προσκαλεσάμενος πάντα 14 Και αφού προσκάλεσε πάλι το
τὸν ὄχλον ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀκούετέ πλήθος, τους έλεγε: «Ακούστε με
μου πάντες καὶ συνίετε. όλοι και καταλάβετε:
15 οὐδέν ἐστιν ἔξωθεν τοῦ 15 Τίποτα δεν υπάρχει έξω από
ἀνθρώπου εἰσπορευόμενον εἰς τον άνθρωπο που μπαίνει σ’
αὐτὸν ὃ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι, αυτόν, το οποίο δύναται να τον
ἀλλὰ τὰ ἐκπορευόμενά ἐστι τὰ κάνει ακάθαρτο. Αλλά εκείνα
κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον. που βγαίνουν από τον άνθρωπο
είναι που κάνουν ακάθαρτο τον
άνθρωπο.
16 εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, 16 Αν κάποιος έχει αυτιά για να
ἀκουέτω. ακούει, ας ακούει.»
17 Καὶ ὅτε εἰσῆλθεν εἰς οἶκον ἀπὸ 17 Και όταν εισήλθε σ’ έναν οίκο
τοῦ ὄχλου, ἐπηρώτων αὐτὸν οἱ μακριά από το πλήθος, τον
μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ τῆς ρωτούσαν οι μαθητές του για την
παραβολῆς. παραβολή.
18 καὶ λέγει αὐτοῖς· οὕτω καὶ 18 Και τους λέει, δηλώνοντας
ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε; οὔπω νοεῖτε καθαρά όλα τα φαγητά: «Έτσι κι
ὅτι πᾶν τὸ ἔξωθεν εσείς είστε ασύνετοι; Δε νοείτε ότι
εἰσπορευόμενον εἰς τὸν καθετί που απέξω μπαίνει στον
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Ζ’
ἄνθρωπον οὐ δύναται αὐτὸν άνθρωπο δε δύναται να τον κάνει
κοινῶσαι; ακάθαρτο,
19 ὅτι οὐκ εἰσπορεύεται αὐτοῦ εἰς 19 γιατί δεν μπαίνει στην καρδιά
τὴν καρδίαν, ἀλλὰ εἰς τὴν του αλλά στην κοιλιά, και βγαίνει
κοιλίαν, καὶ εἰς τὸν ἀφεδρῶνα στο αποχωρητήριο;»
ἐκπορεύεται, καθαρίζον πάντα
τὰ βρώματα.
20 ἔλεγε δὲ ὅτι τὸ ἐκ τοῦ 20 Έλεγε μάλιστα: «Ό,τι βγαίνει
ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον, από τον άνθρωπο, εκείνο κάνει
ἐκεῖνο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. ακάθαρτο τον άνθρωπο.
21 ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας 21 Γιατί μέσα από την καρδιά των
τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ ανθρώπων βγαίνουν οι
κακοὶ ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, διαλογισμοί οι κακοί, πορνείες,
πορνεῖαι, φόνοι, κλοπές, φόνοι,
22 κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, 22 μοιχείες, πλεονεξίες, κακίες,
δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς δόλος, ασέλγεια, οφθαλμός
πονηρός, βλασφημία, κακός, βλαστήμια, υπερηφάνεια,
ὑπερηφανία, ἀφροσύνη· αφροσύνη.
23 πάντα ταῦτα τὰ πονηρὰ 23 Όλα αυτά τα κακά βγαίνουν
ἔσωθεν ἐκπορεύεται καὶ κοινοῖ από μέσα και κάνουν ακάθαρτο
τὸν ἄνθρωπον. τον άνθρωπο».
24 Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἀπῆλθεν 24 Και αφού σηκώθηκε από εκεί,
εἰς τὰ μεθόρια Τύρου καὶ πήγε στα όρια της Τύρου. Και
Σιδῶνος. καὶ εἰσελθὼν εἰς οἰκίαν όταν εισήλθε σε μια οικία, δεν
οὐδένα ἤθελε γνῶναι, καὶ οὐκ ήθελε να γνωρίσει κανέναν, όμως
ἠδυνήθη λαθεῖν. δεν μπόρεσε να διαφύγει την
προσοχή.
25 ἀκούσασα γὰρ γυνὴ περὶ 25 Αλλά ευθύς μόλις άκουσε μια
αὐτοῦ, ἧς εἶχε τὸ θυγάτριον γυναίκα γι’ αυτόν, της οποίας η
αὐτῆς πνεῦμα ἀκάθαρτον, μικρή θυγατέρα της είχε πνεύμα
ἐλθοῦσα προσέπεσε πρὸς τοὺς ακάθαρτο, ήρθε και έπεσε
πόδας αὐτοῦ· μπροστά στα πόδια του.
26 ἡ δὲ γυνὴ ἦν ῾Ελληνίς, 26 Και η γυναίκα ήταν Ελληνίδα,
Συροφοινίκισσα τῷ γένει· καὶ Συροφοινίκισσα στο γένος. Και
ἠρώτα αὐτὸν ἵνα τὸ δαιμόνιον τον παρακαλούσε να βγάλει το
ἐκβάλῃ ἐκ τῆς θυγατρὸς αὐτῆς. δαιμόνιο από τη θυγατέρα της.
27 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ἄφες 27 Και εκείνος της έλεγε: «Άφησε
πρῶτον χορτασθῆναι τὰ τέκνα· πρώτα να χορτάσουν τα παιδιά,
οὐ γάρ ἐστι καλὸν λαβεῖν τὸν γιατί δεν είναι καλό να λάβει
ἄρτον τῶν τέκνων καὶ τοῖς κανείς τον άρτο των παιδιών και
κυναρίοις βαλεῖν. να τον ρίξει στα σκυλάκια».
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Ζ’
28 ἡ δὲ ἀπεκρίθη καὶ λέγει αὐτῷ· 28 Εκείνη αποκρίθηκε και του
ναί, Κύριε· καὶ τὰ κυνάρια λέει: «Κύριε, και τα σκυλάκια
ὑποκάτω τῆς τραπέζης ἐσθίουσιν κάτω από το τραπέζι τρώνε από
ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν παιδίων. τα ψίχουλα των παιδιών».
29 καὶ εἶπεν αὐτῇ· διὰ τοῦτον τὸν 29 Και τότε της είπε: «Γι’ αυτόν το
λόγον ὕπαγε· ἐξελήλυθε τὸ λόγο που είπες, πήγαινε. το
δαιμόνιον ἐκ τῆς θυγατρός σου. δαιμόνιο έχει εξέλθει από τη
θυγατέρα σου».
30 καὶ ἀπελθοῦσα εἰς τὸν οἶκον 30 Και εκείνη έφυγε για τον οίκο
αὐτῆς εὗρε τὸ παιδίον της και βρήκε το παιδί
βεβλημένον ἐπὶ τὴν κλίνην καὶ τὸ ξαπλωμένο στο κρεβάτι και το
δαιμόνιον ἐξεληλυθός. δαιμόνιο να έχει εξέλθει.
31 Καὶ πάλιν ἐξελθὼν ἐκ τῶν 31 Και πάλι εξήλθε από τα όρια
ὁρίων Τύρου καὶ Σιδῶνος ἦλθε της Τύρου και ήρθε διαμέσου της
πρὸς τὴν θάλασσαν τῆς Σιδώνας στη λίμνη της
Γαλιλαίας ἀνὰ μέσον τῶν ὁρίων Γαλιλαίας, περνώντας μέσα από
Δεκαπόλεως. τα όρια της Δεκάπολης.
32 καὶ φέρουσιν αὐτῷ κωφὸν 32 Και του φέρνουν έναν κουφό
μογιλάλον καὶ παρακαλοῦσιν και που μόλις μιλούσε και τον
αὐτὸν ἵνα ἐπιθῇ αὐτῷ τὴν χεῖρα. παρακαλούν να επιθέσει σ’ αυτόν
το χέρι.
33 καὶ ἀπολαβόμενος αὐτὸν ἀπὸ 33 Και τον πήρε κατά μέρος,
τοῦ ὄχλου κατ᾿ ἰδίαν ἔβαλε τοὺς μακριά από το πλήθος
δακτύλους αὐτοῦ εἰς τὰ ὦτα ιδιαιτέρως, έβαλε τα δάχτυλά του
αὐτοῦ, καὶ πτύσας ἥψατο τῆς στα αυτιά του και, αφού έφτυσε,
γλώσσης αὐτοῦ, άγγιξε τη γλώσσα του.
34 καὶ ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν 34 Και αφού σήκωσε το βλέμμα
ἐστέναξε καὶ λέγει αὐτῷ· στον ουρανό, στέναξε και του
ἐφφαθά, ὅ ἐστι διανοίχθητι. λέει: «Εφφαθα», που σημαίνει:
“Ανοίξου εντελώς”.
35 καὶ εὐθέως διηνοίχθησαν 35 Και αμέσως ανοίχτηκαν τα
αὐτοῦ αἱ ἀκοαὶ καὶ ἐλύθη ὁ αυτιά του και λύθηκε το δέσιμο
δεσμὸς τῆς γλώσσης αὐτοῦ, καὶ της γλώσσας του και μιλούσε
ἐλάλει ὀρθῶς. ορθά.
36 καὶ διεστείλατο αὐτοῖς ἵνα 36 Και τους παράγγειλε να μην το
μηδενὶ εἴπωσιν· ὅσον δὲ αὐτὸς λένε σε κανέναν. Αλλά όσο τους
αὐτοῖς διεστέλλετο, μᾶλλον το παράγγελλε, τόσο αυτοί το
περισσότερον ἐκήρυσσον. διακήρυτταν περισσότερο.
37 καὶ ὑπερπερισσῶς 37 Και εκπλήττονταν
ἐξεπλήσσοντο λέγοντες· καλῶς υπερβολικά, λέγοντας: «Όλα
πάντα πεποίηκε· καὶ τοὺς καλά τα έχει κάνει. και τους
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Ζ’
κωφοὺς ποιεῖ ἀκούειν καὶ τοὺς κουφούς τους κάνει να ακούν και
ἀλάλους λαλεῖν. τους άλαλους να λαλούν».
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Η’
1 Ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις πάλιν 1 Εκείνες τις ημέρες, επειδή πάλι
πολλοῦ ὄχλου ὄντος καὶ μὴ ήταν πολύ πλήθος και δεν είχαν
ἐχόντων τί φάγωσι, τι να φάνε, προσκάλεσε τους
προσκαλεσάμενος ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητές και τους λέει:
μαθητὰς αὐτοῦ λέγει αὐτοῖς·
2 σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον, 2 «Σπλαχνίζομαι το πλήθος, γιατί
ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς ήδη τρεις ημέρες μένουν κοντά
προσμένουσί μοι καὶ οὐκ ἔχουσι μου και δεν έχουν τι να φάνε.
τί φάγωσι·
3 καὶ ἐὰν ἀπολύσω αὐτοὺς 3 Και αν τους απολύσω
νήστεις εἰς οἶκον αὐτῶν, νηστικούς για τον οίκο τους, θα
ἐκλυθήσονται ἐν τῇ ὁδῷ· τινὲς εξαντληθούν κατά το δρόμο. Και
γὰρ αὐτῶν ἀπὸ μακρόθεν ἥκασι. μάλιστα μερικοί από αυτούς
έχουν έρθει από μακριά».
4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ 4 Και του αποκρίθηκαν οι
μαθηταὶ αὐτοῦ· πόθεν τούτους μαθητές του: «Από πού θα
δυνήσεταί τις ὧδε χορτάσαι δυνηθεί κανείς να χορτάσει με
ἄρτων ἐπ᾿ ἐρημίας; άρτους τούτους εδώ στην
ερημιά;»
5 καὶ ἐπηρώτα αὐτούς· πόσους 5 Και τους ρωτούσε: «Πόσους
ἔχετε ἄρτους; οἱ δὲ εἶπον· ἑπτά. άρτους έχετε;» Εκείνοι είπαν:
«Εφτά».
6 καὶ παρήγγειλε τῷ ὄχλῳ 6 Και παραγγέλλει στο πλήθος να
ἀναπεσεῖν ἐπὶ τῆς γῆς· καὶ λαβὼν ξαπλώσει πάνω στη γη. Και αφού
τοὺς ἑπτὰ ἄρτους εὐχαριστήσας έλαβε τους εφτά άρτους και
ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς ευχαρίστησε το Θεό, τους έκοψε
αὐτοῦ ἵνα παρατιθῶσι· καὶ με τα χέρια και έδινε στους
παρέθηκαν τῷ ὄχλῳ. μαθητές του για να τους
παραθέτουν, και τους
παράθεσαν στο πλήθος.
7 καὶ εἶχον ἰχθύδια ὀλίγα· καὶ 7 Και είχαν λίγα ψαράκια. Και
αὐτὰ εὐλογήσας εἶπε αφού τα ευλόγησε, είπε και αυτά
παρατιθέναι καὶ αὐτά. να παραθέσουν.
8 ἔφαγον δὲ καὶ ἐχορτάσθησαν, 8 Και έφαγαν και χόρτασαν, και
καὶ ἦραν περισσεύματα σήκωσαν περισσεύματα
κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας. κομματιών, εφτά μεγάλα
καλάθια.
9 ἦσαν δὲ ὡς τετρακισχίλιοι· καὶ 9 Και ήταν περίπου τέσσερις
ἀπέλυσεν αὐτούς. χιλιάδες. Και μετά τους απόλυσε.
10 Καὶ ἐμβὰς εὐθὺς εἰς τὸ πλοῖον 10 Και ευθύς μπήκε στο πλοίο
μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἦλθεν μαζί με τους μαθητές του και
εἰς τὰ μέρη Δαλμανουθά. ήρθε στα μέρη Δαλμανουθά.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Η’
11 Καὶ ἐξῆλθον οἱ Φαρισαῖοι καὶ 11 Και εξήλθαν οι Φαρισαίοι και
ἤρξαντο συζητεῖν αὐτῷ, άρχισαν να συζητούν με αυτόν,
ζητοῦντες παρ᾿ αὐτοῦ σημεῖον ζητώντας από αυτόν κάποιο
ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, πειράζοντες σημείο από τον ουρανό, για να
αὐτόν. τον πειράξουν.
12 καὶ ἀναστενάξας τῷ πνεύματι 12 Και αφού αναστέναξε με το
αὐτοῦ λέγει· τί ἡ γενεὰ αὕτη πνεύμα του, λέει: «Γιατί η γενιά
σημεῖον ἐπιζητεῖ; ἀμὴν λέγω αυτή ζητά σημείο; Αλήθεια σας
ὑμῖν, εἰ δοθήσεται τῇ γενεᾷ ταύτῃ λέω, δε θα δοθεί στη γενιά αυτή
σημεῖον. σημείο».
13 καὶ ἀφεὶς αὐτοὺς εἰς τὸ πλοῖον 13 Και τους άφησε, πάλι μπήκε
ἀπῆλθε πάλιν. στο πλοίο και έφυγε στην
αντίπερα όχθη.
14 Καὶ ἐπελάθοντο λαβεῖν ἄρτους, 14 Και ξέχασαν να λάβουν
καὶ εἰ μὴ ἕνα ἄρτον οὐκ εἶχον μεθ᾿ άρτους, και δεν είχαν μαζί τους
ἑαυτῶν ἐν τῷ πλοίῳ. παρά μόνο έναν άρτο στο πλοίο.
15 καὶ διεστέλλετο αὐτοῖς λέγων· 15 Και τους παράγγελλε
ὁρᾶτε, βλέπετε ἀπὸ τῆς ζύμης λέγοντας: «Κοιτάτε, προσέχετε
τῶν Φαρισαίων καὶ τῆς ζύμης από το προζύμι των Φαρισαίων
῾Ηρῴδου. και από το προζύμι του Ηρώδη».
16 καὶ διελογίζοντο πρὸς 16 Και αυτοί διαλογίζονταν
ἀλλήλους λέγοντες ὅτι ἄρτους μεταξύ τους ότι δεν έχουν
οὐκ ἔχομεν. άρτους.
17 καὶ γνοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγει 17 Και επειδή το κατάλαβε, τους
αὐτοῖς· τί διαλογίζεσθε ὅτι λέει: «Τι διαλογίζεστε ότι δεν
ἄρτους οὐκ ἔχετε; οὔπω νοεῖτε έχετε άρτους; Ακόμα δε νοείτε
οὐδὲ συνίετε; ἔτι πεπωρωμένην ούτε καταλαβαίνετε; Πωρωμένη
ἔχετε τὴν καρδίαν ὑμῶν; έχετε την καρδιά σας;
18 ὀφθαλμοὺς ἔχοντες οὐ 18 Οφθαλμούς αν και έχετε δε
βλέπετε, καὶ ὦτα ἔχοντες οὐκ βλέπετε, και αυτιά αν και έχετε
ἀκούετε; καὶ οὐ μνημονεύετε; δεν ακούτε; Και δε θυμάστε,
19 ὅτε τοὺς πέντε ἄρτους ἔκλασα 19 όταν τους πέντε άρτους έκοψα
εἰς τοὺς πεντακισχιλίους, καὶ με τα χέρια στους πέντε χιλιάδες,
πόσους κοφίνους κλασμάτων πόσα κοφίνια σηκώσατε γεμάτα
πλήρεις ἤρατε; λέγουσιν αὐτῶ· με κομμάτια;» Του λένε:
δώδεκα. «Δώδεκα».
20 ὅτε δὲ τοὺς ἑπτὰ εἰς τοὺς 20 «Όταν έκοψα τους εφτά
τετρακισχιλίους, πόσων άρτους στους τέσσερις χιλιάδες,
σπυρίδων πληρώματα πόσα μεγάλα καλάθια σηκώσατε
κλασμάτων ἤρατε; οἱ δὲ εἶπον· γεμάτα κομμάτια;» Και του λένε:
ἑπτά. «Εφτά».
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Η’
21 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· οὔπω 21 Και τους έλεγε: «Ακόμα δεν
συνίετε; καταλαβαίνετε;»
22 Καὶ ἔρχεται εἰς Βηθσαϊδά. καὶ 22 Και έρχονται στη Βηθσαϊδά.
φέρουσιν αὐτῷ τυφλὸν καὶ Και του φέρνουν έναν τυφλό και
παρακαλοῦσιν αὐτὸν ἵνα αὐτοῦ τον παρακαλούν να τον αγγίξει.
ἅψηται.
23 καὶ ἐπιλαβόμενος τῆς χειρὸς 23 Και έπιασε το χέρι του τυφλού
τοῦ τυφλοῦ ἐξήγαγεν αὐτὸν ἔξω και τον έφερε έξω από το χωριό
τῆς κώμης, καὶ πτύσας εἰς τὰ και, αφού έφτυσε στα μάτια του,
ὄμματα αὐτοῦ, ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας επέθεσε τα χέρια σ’ αυτόν και τον
αὐτῷ ἐπηρώτα αὐτὸν εἴ τι βλέπει. ρωτούσε: «Βλέπεις τίποτα;»
24 καὶ ἀναβλέψας ἔλεγε· βλέπω 24 Κι εκείνος είδε προς τα πάνω
τοὺς ἀνθρώπους ὡς δένδρα και έλεγε: «Βλέπω τους
περιπατοῦντας. ανθρώπους. σαν δέντρα τους
βλέπω να περπατούν».
25 εἶτα πάλιν ἐπέθηκε τὰς χεῖρας 25 Έπειτα πάλι έθεσε τα χέρια του
ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ πάνω στους οφθαλμούς του, και
ἐποίησεν αὐτὸν ἀναβλέψαι, καὶ είδε καθαρά και η όρασή του
ἀποκατεστάθη, καὶ ἐνέβλεψε αποκαταστάθηκε και τα έβλεπε
τηλαυγῶς ἅπαντας. όλα με ευκρίνεια μακριά.
26 καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸν εἰς τὸν 26 Και τον απέστειλε στον οίκο
οἶκον αὐτοῦ λέγων· μηδὲ εἰς τὴν του λέγοντας: «Μήτε στο χωριό
κώμην εἰσέλθῃς μηδὲ εἴπῃς τινὶ να μην εισέλθεις».
ἐν τῇ κώμῃ.
27 Καὶ ἐξῆλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ οἱ 27 Και εξήλθαν ο Ιησούς και οι
μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὰς κώμας μαθητές του στα χωριά της
Καισαρείας τῆς Φιλίππου· καὶ ἐν Καισάρειας του Φιλίππου. Και
τῇ ὁδῷ ἐπηρώτα τοὺς μαθητὰς στο δρόμο ρωτούσε τους μαθητές
αὐτοῦ λέγων αὐτοῖς· τίνα με του και τους έλεγε: «Ποιος λένε οι
λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι; άνθρωποι πως είμαι;»
28 οἱ δὲ ἀπεκρίθησαν· ᾿Ιωάννην 28 Εκείνοι του απάντησαν: «Ο
τὸν βαπτιστήν, καὶ ἄλλοι ᾿Ηλίαν, Ιωάννης ο Βαπτιστής, και άλλοι ο
ἄλλοι δὲ ἕνα τῶν προφητῶν. Ηλίας, άλλοι πάλι ότι είσαι ένας
από τους προφήτες».
29 καὶ αὐτὸς λέγει αὐτοῖς· ὑμεῖς δὲ 29 Και αυτός τους ρωτούσε: «Κι
τίνα με λέγετε εἶναι; ἀποκριθεὶς εσείς ποιος λέτε πως είμαι;»
δὲ ὁ Πέτρος λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ Αποκρίθηκε ο Πέτρος και του
Χριστός. λέει: «Εσύ είσαι ο Χριστός».
30 Καὶ ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα 30 Και τότε τους επιτίμησε, για να
μηδενὶ λέγωσι περὶ αὐτοῦ. μη λένε σε κανέναν γι’ αυτόν.
31 Καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς 31 Και άρχισε να τους διδάσκει
ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ότι ο Υιός του ανθρώπου πρέπει
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Η’
πολλὰ παθεῖν, καὶ να πάθει πολλά και να
ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῶν αποδοκιμαστεί από τους
πρεσβυτέρων καὶ τῶν ἀρχιερέων πρεσβυτέρους και από τους
καὶ τῶν γραμματέων, καὶ αρχιερείς και από τους
ἀποκτανθῆναι, καὶ μετὰ τρεῖς γραμματείς, και να σκοτωθεί και
ἡμέρας ἀναστῆναι· μετά τρεις ημέρες να αναστηθεί.
32 καὶ παρρησίᾳ τὸν λόγον 32 Και με παρρησία μιλούσε το
ἐλάλει. καὶ προσλαβόμενος λόγο. Και αφού ο Πέτρος τον
αὐτὸν ὁ Πέτρος ἤρξατο ἐπιτιμᾶν πήρε κατά μέρος, άρχισε να τον
αὐτῷ. επιτιμά.
33 ὁ δὲ ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδὼν τοὺς 33 Εκείνος, αφού στράφηκε πίσω
μαθητὰς αὐτοῦ ἐπετίμησε τῷ και είδε τους μαθητές του,
Πέτρῳ λέγων· ὕπαγε ὀπίσω μου, επιτίμησε τον Πέτρο και λέει:
σατανᾶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ «Πήγαινε πίσω μου, Σατανά,
Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων. γιατί δε φρονείς τα πράγματα
του Θεού, αλλά τα πράγματα των
ανθρώπων».
34 Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν 34 Και τότε προσκάλεσε το
ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ πλήθος μαζί με τους μαθητές του
εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω και τους είπε: «Αν κάποιος θέλει
μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω να με ακολουθεί πίσω μου, ας
ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν απαρνηθεί τον εαυτό του και ας
αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. σηκώσει το σταυρό του και ας με
ακολουθεί.
35 ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν 35 Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη
αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς ζωή του θα τη χάσει. Όποιος
δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν όμως χάσει τη ζωή του εξαιτίας
ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, μου και εξαιτίας του ευαγγελίου
οὗτος σώσει αὐτήν. θα τη σώσει.
36 τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον 36 Γιατί τι ωφελεί τον άνθρωπο
ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, να κερδίσει όλο τον κόσμο αλλά
καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; να ζημιωθεί την ψυχή του;
37 ἢ τί δώσει ἄνθρωπος 37 Γιατί τι μπορεί να δώσει ο
ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; άνθρωπος αντάλλαγμα για την
ψυχή του;
38 ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ 38 Γιατί όποιος ντραπεί εμένα και
τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ τους δικούς μου λόγους μέσα σ’
ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ αυτήν τη γενιά τη μοιχαλίδα και
ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ αμαρτωλή, και ο Υιός του
ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται ανθρώπου θα αισθανθεί ντροπή
αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ γι’ αυτόν, όταν θα έρθει μέσα στη
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Η’
πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων δόξα του Πατέρα του μαζί με τους
τῶν ἁγίων. άγιους αγγέλους».
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Θ’
1 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω 1 Και τους έλεγε: «Αλήθεια σας
ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε λέω ότι υπάρχουν μερικοί εδώ
ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ από αυτούς που έχουν σταθεί οι
γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι οποίοι δε θα γευτούν θάνατο,
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ωσότου δουν τη βασιλεία του
ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει. Θεού να έχει έρθει με δύναμη».
2 Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ἓξ 2 Και μετά έξι ημέρες
παραλαμβάνει ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν παραλαβαίνει ο Ιησούς τον
Πέτρον καὶ τὸν ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον
᾿Ιωάννην καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς Ιωάννη, και τους φέρνει μόνους
εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ᾿ ἰδίαν ιδιαιτέρως πάνω σ’ ένα όρος
μόνους· καὶ μετεμορφώθη ψηλό. Και μεταμορφώθηκε
ἔμπροσθεν αὐτῶν, μπροστά τους,
3 καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο 3 και τα ρούχα του έγιναν
στίλβοντα, λευκὰ λίαν ὡς χιών, αστραφτερά, πάρα πολύ λευκά,
οἷα γναφεὺς ἐπὶ τῆς γῆς οὐ τέτοια που βαφέας πάνω στη γη
δύναται οὕτω λευκᾶναι. δε δύναται να τα λευκάνει έτσι.
4 καὶ ὤφθη αὐτοῖς ᾿Ηλίας σὺν 4 Και φανερώθηκε σ’ αυτούς ο
Μωϋσεῖ, καὶ ἦσαν συλλαλοῦντες Ηλίας μαζί με το Μωυσή και
τῷ ᾿Ιησοῦ. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ συνομιλούσαν με τον Ιησού.
Πέτρος λέγει τῷ ᾿Ιησοῦ·
5 ραββί, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε 5 Και έλαβε το λόγο ο Πέτρος και
εἶναι· καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς λέει στον Ιησού: «Ραβί, είναι καλό
τρεῖς, σοὶ μίαν καὶ Μωϋσεῖ μίαν για μας να είμαστε εδώ. ας
καὶ ᾿Ηλίᾳ μίαν. κάνουμε λοιπόν τρεις σκηνές, μία
για σένα και μία για το Μωυσή
και μία για τον Ηλία».
6 οὐ γὰρ ᾔδει τί λαλήσῃ· ἦσαν 6 Γιατί δεν ήξερε τι να μιλήσει,
γὰρ ἔκφοβοι. επειδή ήταν καταφοβισμένοι.
7 καὶ ἐγένετο νεφέλη 7 Τότε ήρθε μια νεφέλη που τους
ἐπισκιάζουσα αὐτοῖς, καὶ ἦλθε επισκίαζε, και ήρθε μια φωνή
φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· από τη νεφέλη: «Αυτός είναι ο
οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ Υιός μου ο αγαπητός, ακούτε
ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε. αυτόν».
8 καὶ ἐξάπινα περιβλεψάμενοι 8 Και ξαφνικά, όταν είδαν
οὐκέτι οὐδένα εἶδον, ἀλλὰ τὸν τριγύρω, δεν είδαν πια κανέναν,
᾿Ιησοῦν μόνον μεθ᾿ ἑαυτῶν. αλλά μόνο τον Ιησού μαζί τους.
9 καταβαινόντων δὲ αὐτῶν ἀπὸ 9 Και ενώ αυτοί κατέβαιναν από
τοῦ ὄρους διεστείλατο αὐτοῖς ἵνα το όρος, τους διέταξε να μη
μηδενὶ διηγήσωνται ἃ εἶδον, εἰ διηγηθούν σε κανέναν όσα είδαν,
μὴ ὅταν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ παρά μόνο όταν ο Υιός του
νεκρῶν ἀναστῇ.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Θ’
ανθρώπου αναστηθεί από τους
νεκρούς.
10 καὶ τὸν λόγον ἐκράτησαν, 10 Και αυτόν το λόγο τον
πρὸς ἑαυτοὺς συζητοῦντες τί ἐστι κράτησαν μεταξύ τους,
τὸ ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. συζητώντας τι σημαίνει το να
αναστηθεί κανείς από τους
νεκρούς.
11 καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες, 11 Και τον επερωτούσαν
ὅτι λέγουσιν οἱ γραμματεῖς ὅτι λέγοντας: «Γιατί λένε οι
᾿Ηλίαν δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον. γραμματείς ότι ο Ηλίας πρέπει να
έρθει πρώτα;»
12 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· 12 Εκείνος τους είπε: «Ο Ηλίας,
᾿Ηλίας μὲν ἐλθὼν πρῶτον βέβαια, αφού έρθει πρώτα, θα τα
ἀποκαθιστᾷ πάντα· καὶ πῶς αποκαταστήσει όλα. Και πώς
γέγραπται ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ είναι γραμμένο για τον Υιό του
ἀνθρώπου ἵνα πολλὰ πάθῃ καὶ ανθρώπου ότι πολλά πρέπει να
ἐξουδενωθῇ; πάθει και να εξουθενωθεί;
13 ἀλλὰ λέγω ὑμῖν ὅτι καὶ ᾿Ηλίας 13 Αλλά σας λέω ότι και ο Ηλίας
ἐλήλυθε, καὶ ἐποίησαν αὐτῷ ὅσα έχει έρθει και του έκαναν όσα
ἠθέλησαν, καθὼς γέγραπται ἐπ᾿ ήθελαν, καθώς είναι γραμμένο
αὐτόν. γι’ αυτόν».
14 Καὶ ἐλθὼν πρὸς τοὺς μαθητὰς 14 Και όταν ήρθαν προς τους
εἶδεν ὄχλον πολὺν περὶ αὐτούς, άλλους μαθητές, είδαν πολύ
καὶ γραμματεῖς συζητοῦντας πλήθος γύρω τους και
αὐτοῖς. γραμματείς να συζητούν με
αυτούς.
15 καὶ εὐθέως πᾶς ὁ ὄχλος ἰδόντες 15 Και ευθύς όλο το πλήθος, όταν
αὐτὸν ἐξεθαμβήθησαν, καὶ τον είδαν, έμειναν έκθαμβοι και
προστρέχοντες ἠσπάζοντο τον χαιρετούσαν τρέχοντας προς
αὐτόν. αυτόν.
16 καὶ ἐπηρώτησε τοὺς 16 Και τους ρώτησε: «Τι συζητάτε
γραμματεῖς· τί συζητεῖτε πρὸς με αυτούς;»
ἑαυτούς;
17 καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ 17 Και του αποκρίθηκε ένας από
ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα το πλήθος: «Δάσκαλε, έφερα το
τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα γιο μου προς εσένα, που έχει
πνεῦμα ἄλαλον. πνεύμα άλαλο.
18 καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, 18 Και όπου τον κατακυριέψει τον
ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ ρίχνει κάτω, και αφρίζει και
τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ τρίζει τα δόντια του και
ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς ξεραίνεται. Και είπα στους
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Θ’
μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, μαθητές σου να το βγάλουν,
καὶ οὐκ ἴσχυσαν. αλλά δεν μπόρεσαν».
19 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ 19 Εκείνος τους αποκρίθηκε και
γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς λέει: «Ω γενιά άπιστη, ως πότε θα
ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι είμαι μαζί σας; Ως πότε θα σας
ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ανέχομαι; Φέρτε τον προς
ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. εμένα».
20 καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ 20 Και τον έφεραν προς αυτόν.
πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ Και όταν τον είδε το πνεύμα,
πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ευθύς τον σπάραξε δυνατά και,
ἀφρίζων. αφού έπεσε στη γη, κυλιόταν
αφρίζοντας.
21 καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα 21 Και ρώτησε ο Ιησούς τον
αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς πατέρα του: «Πόσος χρόνος είναι
τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· που αυτό του έχει γίνει;» Εκείνος
παιδιόθεν. απάντησε: «Από την παιδική
ηλικία.
22 καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ 22 Και πολλές φορές τον έριξε και
ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ στη φωτιά και στα νερά, για να
αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, τον σκοτώσει. Αλλά αν κάτι
βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς δύνασαι, βοήθησέ μας και
ἐφ᾿ ἡμᾶς. σπλαχνίσου μας».
23 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ 23 Τότε ο Ιησούς του είπε: «Λες το
δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα “αν δύνασαι”! Όλα είναι δυνατά
δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. σ’ αυτόν που πιστεύει».
24 καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ 24 Ευθύς έκραξε ο πατέρας του
τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· παιδιού με δάκρυα και έλεγε:
πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ «Πιστεύω. βοήθα με στην
ἀπιστίᾳ. απιστία».
25 ἰδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι 25 Όταν είδε τότε ο Ιησούς ότι εκεί
ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ έτρεχε και μαζευόταν πλήθος,
πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων επιτίμησε το πνεύμα το
αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ ακάθαρτο λέγοντάς του: «Άλαλο
κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε και κουφό πνεύμα, εγώ σε
ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς διατάζω, έξελθε από αυτόν και
αὐτόν. μην εισέλθεις πια σ’ αυτόν».
26 καὶ κράξαν καὶ πολλὰ 26 Και αφού έκραξε και σπάραξε
σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ πολύ, εξήλθε. Και έγινε σαν
ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε νεκρός, ώστε οι περισσότεροι να
πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. λένε ότι πέθανε.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Θ’
27 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς κρατήσας αὐτὸν 27 Αλλά ο Ιησούς, αφού κράτησε
τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ το χέρι του, τον σήκωσε και
ἀνέστη. στάθηκε όρθιος.
28 Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον 28 Και όταν εισήλθε σ’ έναν οίκο,
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων οι μαθητές του τον επερωτούσαν
αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ιδιαιτέρως: «Γιατί εμείς δε
ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. δυνηθήκαμε να το βγάλουμε;»
29 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ 29 Και τους είπε: «Αυτό το γένος
γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν δε δύναται να εξέλθει με τίποτα
εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. παρά μόνο με προσευχή και
νηστεία».
30 Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες 30 Και αφού εξήλθαν από εκεί,
παρεπορεύοντο διὰ τῆς πορεύονταν διαμέσου της
Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις Γαλιλαίας, και δεν ήθελε να το
γνῷ· γνωρίσει κανείς.
31 ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς 31 Γιατί δίδασκε τους μαθητές
αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς του και τους έλεγε: «Ο Υιός του
τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια
χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ανθρώπων και θα τον
ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ σκοτώσουν και, αφού σκοτωθεί,
ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ μετά τρεις ημέρες θα
ἀναστήσεται. αναστηθεί».
32 οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ρῆμα, καὶ 32 Εκείνοι δεν καταλάβαιναν
ἐφοβοῦντο αὐτὸν ἐπερωτῆσαι. αυτόν το λόγο και φοβούνταν να
τον επερωτήσουν.
33 Καὶ ἦλθεν εἰς Καπερναούμ· καὶ 33 Και ήρθαν στην Καπερναούμ.
ἐν τῇ οἰκίᾳ γενόμενος ἐπηρώτα Και όταν ήταν στην οικία, τους
αὐτούς· τί ἐν τῇ ὁδῷ πρὸς ἑαυτοὺς ρωτούσε: «Τι συνδιαλεγόσασταν
διελογίζεσθε; στο δρόμο;»
34 οἱ δὲ ἐσιώπων· πρὸς ἀλλήλους 34 Εκείνοι σιωπούσαν. γιατί
γὰρ διελέχθησαν ἐν τῇ ὁδῷ τίς συνδιαλέχτηκαν στο δρόμο
μείζων. μεταξύ τους ποιος είναι
μεγαλύτερος.
35 καὶ καθίσας ἐφώνησε τοὺς 35 Και αφού κάθισε, φώναξε τους
δώδεκα καὶ λέγει αὐτοῖς· εἴ τις δώδεκα και τους λέει: «Αν
θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων κάποιος θέλει να είναι πρώτος,
ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος. θα είναι τελευταίος όλων και
διάκονος όλων».
36 καὶ λαβὼν παιδίον ἔστησεν 36 Και αφού έλαβε ένα παιδί, το
αὐτὸ ἐν μέσῳ αὐτῶν, καὶ έστησε στο μέσο τους και το
ἐναγκαλισάμενος αὐτὸ εἶπεν αγκάλιασε και τους είπε:
αὐτοῖς·
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Θ’
37 ὃς ἐὰν ἓν τῶν τοιούτων 37 «Όποιος δεχτεί ένα τέτοιο
παιδίων δέξηται ἐπὶ τῷ ὀνόματί παιδί στο όνομά μου δέχεται
μου, ἐμὲ δέχεται· καὶ ὃς ἐὰν ἐμὲ εμένα. Και όποιος δέχεται εμένα,
δέξηται, οὐκ ἐμὲ δέχεται, ἀλλὰ δε δέχεται εμένα, αλλά αυτόν που
τὸν ἀποστείλαντά με. με απέστειλε.
38 ᾿Απεκρίθη αὐτῷ ὁ ᾿Ιωάννης 38 Του είπε ο Ιωάννης: «Δάσκαλε,
λέγων· διδάσκαλε, εἴδομέν τινα είδαμε κάποιον στο όνομά σου να
ἐν τῷ ὀνόματί σου ἐκβάλλοντα βγάζει δαιμόνια και τον
δαιμόνια, ὃς οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν, εμποδίζαμε, γιατί δε μας
καὶ ἐκωλύσαμεν αὐτόν, ὅτι οὐκ ακολουθούσε».
ἀκολουθεῖ ἡμῖν.
39 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπε· μὴ κωλύετε 39 Ο Ιησούς όμως είπε: «Μην τον
αὐτόν· οὐδεὶς γάρ ἐστιν ὃς εμποδίζετε. Γιατί δεν υπάρχει
ποιήσει δύναμιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί κανείς που θα κάνει μια
μου καὶ δυνήσεται ταχὺ θαυματουργική δύναμη στο
κακολογῆσαί με. όνομά μου και θα δυνηθεί
γρήγορα να με κακολογήσει.
40 ὃς γὰρ οὐκ ἔστι καθ᾿ ὑμῶν, 40 επειδή όποιος δεν είναι
ὑπὲρ ὑμῶν ἐστιν. εναντίον μας είναι με το μέρος
μας.
41 ὃς γὰρ ἂν ποτίσῃ ὑμᾶς 41 Γιατί, όποιος σας δώσει να
ποτήριον ὕδατος ἐν τῷ ὀνόματί πιείτε ένα ποτήρι νερό στο όνομά
μου, ὅτι Χριστοῦ ἐστε, ἀμὴν λέγω μου, επειδή είστε του Χριστού,
ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αλήθεια σας λέω ότι δε θα χάσει
αὐτοῦ. το μισθό του».
42 Καὶ ὃς ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν 42 «Και όποιος σκανδαλίσει έναν
μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων από τους μικρούς αυτούς που
εἰς ἐμέ, καλόν ἐστιν αὐτῷ μᾶλλον πιστεύουν σ’ εμένα, είναι πιο
εἰ περίκειται λίθος μυλικὸς περὶ καλό γι’ αυτόν αν τοποθετηθεί
τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ μια μυλόπετρα γύρω από τον
βέβληται εἰς τὴν θάλασσαν. τράχηλό του και ριχτεί στη
θάλασσα.
43 καὶ ἐὰν σκανδαλίζῃ σε ἡ χείρ 43 Και αν σε σκανδαλίζει το χέρι
σου, ἀπόκοψον αὐτήν· καλὸν σοί σου, απόκοψέ το. Είναι καλό για
ἐστι κυλλὸν εἰς τὴν ζωὴν σένα να εισέλθεις κουλός στη
εἰσελθεῖν, ἢ τὰς δύο χεῖρας ζωή παρά να έχεις τα δύο χέρια
ἔχοντα ἀπελθεῖν εἰς τὴν γέενναν, και να πας στη γέεννα, στη
εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, φωτιά την άσβεστη,
44 ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ 44 όπου το σκουλήκι τους δεν
τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται. πεθαίνει και η φωτιά δε σβήνει.
45 καὶ ἐὰν ὁ πούς σου σκανδαλίζῃ 45 Και αν το πόδι σου σε
σε, ἀπόκοψον αὐτόν· καλὸν σοί σκανδαλίζει, απόκοψέ το. Είναι
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Θ’
ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν καλό για σένα να εισέλθεις χωλός
χωλόν, ἢ τοὺς δύο πόδας ἔχοντα στη ζωή παρά να έχεις τα δύο
βληθῆναι εἰς τὴν γέενναν, εἰς τὸ πόδια και να ριχτείς στη γέεννα,
πῦρ τὸ ἄσβεστον, στη φωτιά την άσβεστη,
46 ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ 46 όπου το σκουλήκι τους δεν
τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται. πεθαίνει και η φωτιά δε σβήνει.
47 καὶ ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου 47 Και αν ο οφθαλμός σου σε
σκανδαλίζῃ σε, ἔκβαλε αὐτόν· σκανδαλίζει, βγάλε τον. Είναι
καλὸν σοί ἐστι μονόφθαλμον καλό για σένα να εισέλθεις
εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ μονόφθαλμος στη βασιλεία του
Θεοῦ, ἢ τοὺς δύο ὀφθαλμοὺς Θεού παρά να έχεις δύο
ἔχοντα ἀπελθεῖν εἰς τὴν γέενναν οφθαλμούς και να ριχτείς στη
τοῦ πυρός, γέεννα,
48 ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ 48 όπου το σκουλήκι τους δεν
τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται. πεθαίνει και η φωτιά δε σβήνει.
49 πᾶς γὰρ πυρὶ ἁλισθήσεται, καὶ 49 Γιατί καθένας με φωτιά θα
πᾶσα θυσία ἁλὶ ἁλισθήσεται. αλατιστεί.
50 καλὸν τὸ ἅλας· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας 50 Είναι καλό το αλάτι. αν όμως
ἄναλον γένηται, ἐν τίνι αὐτὸ το αλάτι γίνει ανάλατο, με τι θα
ἀρτύσετε; ἔχετε ἐν ἑαυτοῖς ἅλας το αρτύσετε; Να έχετε μέσα σας
καὶ εἰρηνεύετε ἐν ἀλλήλοις. αλάτι και να ειρηνεύετε μεταξύ
σας».
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Ι’
1 Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἔρχεται εἰς 1 Και αφού σηκώθηκε από εκεί,
τὰ ὅρια τῆς ᾿Ιουδαίας διὰ τοῦ έρχεται στα όρια της Ιουδαίας
πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, καὶ και πέρα από τον Ιορδάνη, και
συμπορεύονται πάλιν ὄχλοι πρὸς συμπορεύονται πάλι πλήθη προς
αὐτόν, καὶ ὡς εἰώθει, πάλιν αυτόν και, καθώς συνήθιζε, πάλι
ἐδίδασκεν αὐτούς. τους δίδασκε.
2 καὶ προσελθόντες οἱ Φαρισαῖοι 2 Και πλησίασαν Φαρισαίοι και
ἐπηρώτων αὐτὸν εἰ ἔξεστιν ἀνδρὶ τον επερωτούσαν αν επιτρέπεται
γυναῖκα ἀπολῦσαι, πειράζοντες σ’ έναν άντρα να αποδιώξει τη
αὐτόν. γυναίκα του, για να τον
πειράξουν.
3 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· τί 3 Εκείνος αποκρίθηκε και τους
ὑμῖν ἐνετείλατο Μωϋσῆς; είπε: «Τι εντολή σας έδωσε ο
Μωυσής;»
4 οἱ δὲ εἶπον· ἐπέτρεψε Μωϋσῆς 4 Εκείνοι είπαν: « Ο Μωυσής
βιβλίον ἀποστασίου γράψαι καὶ επέτρεψε να γράψει κανείς
ἀπολῦσαι. έγγραφο διαζυγίου και να την
αποδιώξει».
5 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν 5 Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Για
αὐτοῖς· πρὸς τὴν σκληροκαρδίαν τη σκληροκαρδία σας έγραψε σ’
ὑμῶν ἔγραψεν ὑμῖν τὴν ἐντολὴν εσάς αυτήν την εντολή.
ταύτην·
6 ἀπὸ δὲ ἀρχῆς κτίσεως ἄρσεν καὶ 6 Αλλά από την αρχή της κτίσης
θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς ὁ Θεός· ο Θεός τούς έκανε αρσενικό και
θηλυκό.
7 ἕνεκεν τούτου καταλείψει 7 Γι’ αυτό θα εγκαταλείψει ο
ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ άνθρωπος τον πατέρα του και τη
τὴν μητέρα, καὶ μητέρα του και θα προσκολληθεί
προσκολληθήσεται πρὸς τὴν στη γυναίκα του,
γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ
δύο εἰς σάρκα μίαν.
8 ὥστε οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ μία 8 και οι δύο θα είναι μία σάρκα.
σάρξ· Ώστε δεν είναι πια δύο, αλλά μία
σάρκα.
9 ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, 9 Αυτό λοιπόν που ο Θεός
ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω. συνέζευξε ο άνθρωπος ας μην το
χωρίζει».
10 καὶ εἰς τὴν οἰκίαν πάλιν οἱ 10 Και στην οικία πάλι οι μαθητές
μαθηταὶ περὶ τούτου ἐπηρώτων τον επερωτούσαν γι’ αυτό.
αὐτόν,
11 καὶ λέγει αὐτοῖς· ὃς ἂν 11 Και τους λέει: «Όποιος
ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ αποδιώξει τη γυναίκα του και
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Ι’
γαμήσῃ ἄλλην, μοιχᾶται ἐπ᾿ νυμφευτεί άλλη μοιχεύεται πάνω
αὐτήν· σ’ αυτήν.
12 καὶ ἐὰν γυνὴ ἀπολύσασα τὸν 12 Και αν αυτή αποδιώξει τον
ἄνδρα γαμηθῇ ἄλλῳ, μοιχᾶται. άντρα της και παντρευτεί άλλον
μοιχεύεται».
13 Καὶ προσέφερον αὐτῷ παιδία, 13 Και προσέφεραν σ’ αυτόν
ἵνα αὐτῶν ἅψηται· οἱ δὲ μαθηταὶ παιδιά, για να τα αγγίξει. αλλά οι
ἐπετίμων τοῖς προσφέρουσιν. μαθητές τούς επιτίμησαν.
14 ἰδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἠγανάκτησε 14 Όταν όμως το είδε ο Ιησούς,
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἄφετε τὰ παιδία αγανάκτησε και τους είπε:
ἔρχεσθαι πρός με, καὶ μὴ κωλύετε «Αφήστε τα παιδιά να έρχονται
αὐτά· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ προς εμένα, μην τα εμποδίζετε,
βασιλεία τοῦ Θεοῦ. γιατί για τέτοιους είναι η
βασιλεία του Θεού.
15 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν μὴ 15 Αλήθεια σας λέω, όποιος δε
δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ δεχτεί τη βασιλεία του Θεού σαν
ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς παιδί, δε θα εισέλθει σ’ αυτήν».
αὐτήν.
16 καὶ ἐναγκαλισάμενος αὐτὰ 16 Και αφού τα αγκάλιασε, τα
κατηυλόγει τιθεὶς τὰς χεῖρας ἐπ᾿ ευλογούσε πολύ, θέτοντας τα
αὐτά. χέρια πάνω τους.
17 Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς 17 Και ενώ έβγαινε στο δρόμο,
ὁδὸν προσδραμὼν εἷς καὶ ένας άνθρωπος έτρεξε προς
γονυπετήσας αὐτὸν ἐπηρώτα αυτόν και γονάτισε μπροστά του
αὐτόν· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί και τον ρωτούσε: «Δάσκαλε
ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον αγαθέ, τι να κάνω, για να
κληρονομήσω; κληρονομήσω ζωή αιώνια;»
18 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· τί με 18 Ο Ιησούς τότε του είπε: «Τι με
λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς λες αγαθό; Κανείς δεν είναι
εἰμὴ εἷς ὁ Θεός. αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός.
19 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ 19 Τις εντολές τις ξέρεις: Μη
μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ φονεύσεις, μη μοιχέψεις, μην
κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις,
μὴ ἀποστερήσῃς, τίμα τὸν μη στερήσεις, τίμα τον πατέρα
πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα. σου και τη μητέρα σου».
20 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· 20 Εκείνος του είπε: «Δάσκαλε,
διδάσκαλε, ταῦτα πάντα αυτά όλα τα φύλαξα από τη
ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. νεότητά μου».
21 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ 21 Ο Ιησούς τότε, αφού τον
ἠγάπησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ· κοίταξε μέσα στα μάτια, τον
ἕν σε ὑστερεῖ· εἰ θέλεις τέλειος αγάπησε και του είπε: «Σε ένα
εἶναι, ὕπαγε, ὅσα ἔχεις πώλησον υστερείς: πήγαινε, όσα έχεις
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Ι’
καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις πούλησε και δώσε τα στους
θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό
ἀκολούθει μοι, ἄρας τὸν σταυρόν στον ουρανό, και έλα ακολούθα
σου. με».
22 ὁ δὲ στυγνάσας ἐπὶ τῷ λόγῳ 22 Εκείνος σκυθρώπιασε γι’
ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων αυτόν το λόγο και έφυγε
κτήματα πολλά. λυπημένος. γιατί είχε
αποκτήματα πολλά.
23 Καὶ περιβλεψάμενος ὁ ᾿Ιησοῦς 23 Και αφού κοίταξε γύρω ο
λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· πῶς Ιησούς, λέει στους μαθητές του:
δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες «Πόσο δύσκολα εκείνοι που
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ έχουν τα χρήματα θα εισέλθουν
εἰσελεύσονται! στη βασιλεία του Θεού!»
24 οἱ δὲ μαθηταὶ ἐθαμβοῦντο ἐπὶ 24 Οι μαθητές τότε θαμπώνονταν
τοῖς λόγοις αὐτοῦ. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς από κατάπληξη για τα λόγια του.
πάλιν ἀποκριθεὶς λέγει αὐτοῖς· Αλλά ο Ιησούς πάλι αποκρίθηκε
τέκνα, πῶς δύσκολόν ἐστι τοὺς και τους λέει: «Τέκνα μου, πόσο
πεποιθότας ἐπὶ χρήμασιν εἰς τὴν είναι δύσκολο να εισέλθει κανείς
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν· στη βασιλεία του Θεού!
25 εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ 25 Είναι ευκολότερο μια καμήλα
τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ να περάσει από την τρύπα της
πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ βελόνας παρά πλούσιος να
Θεοῦ εἰσελθεῖν. εισέλθει στη βασιλεία του Θεού».
26 οἱ δὲ περισσῶς ἐξεπλήσσοντο 26 Εκείνοι περισσότερο
λέγοντες πρὸς ἑαυτούς· καὶ τίς εκπλήττονταν λέγοντας μεταξύ
δύναται σωθῆναι; τους: «Και ποιος δύναται να
σωθεί;»
27 ἐμβλέψας αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς 27 Αφού τους κοίταξε μέσα στα
λέγει· παρὰ ἀνθρώποις μάτια ο Ιησούς, τους λέει: «Για
ἀδύνατον, ἀλλ᾿ οὐ παρὰ Θεῷ· τους ανθρώπους είναι αδύνατο,
πάντα γὰρ δυνατά ἐστι παρὰ τῷ αλλά όχι για το Θεό. γιατί όλα
Θεῷ. είναι δυνατά για το Θεό».
28 ῎Ηρξατο ὁ Πέτρος λέγειν αὐτῷ· 28 Άρχισε να του λέει ο Πέτρος:
ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ «Ιδού, εμείς τα αφήσαμε όλα και
ἠκολουθήσαμέν σοι. σε έχουμε ακολουθήσει».
29 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· 29 Είπε ο Ιησούς: «Αλήθεια σας
ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδείς ἐστιν ὃς λέω, κανείς δεν υπάρχει που να
ἀφῆκεν οἰκίαν ἢ ἀδελφοὺς ἢ άφησε οικία ή αδελφούς ή
ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ αδελφές ή μητέρα ή πατέρα ή
γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν παιδιά ή αγρούς, εξαιτίας μου και
ἐμοῦ καὶ ἕνεκεν τοῦ εὐαγγελίου, εξαιτίας του ευαγγελίου,
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Ι’
30 ἐὰν μὴ λάβῃ 30 που να μη λάβει εκατό φορές
ἑκατονταπλασίονα νῦν ἐν τῷ περισσότερα τώρα, σε τούτο τον
καιρῷ τούτῳ οἰκίας καὶ καιρό, οικίες και αδελφούς και
ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς καὶ αδελφές και μητέρες και παιδιά
πατέρα καὶ μητέρα καὶ τέκνα καὶ και αγρούς μαζί με διωγμούς, και
ἀγροὺς μετὰ διωγμῶν, καὶ ἐν τῷ στον αιώνα τον ερχόμενο ζωή
αἰῶνι τῷ ἐρχομένῳ ζωὴν αιώνια.
αἰώνιον.
31 πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι 31 Πολλοί όμως πρώτοι θα είναι
ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι. τελευταίοι και οι τελευταίοι
πρώτοι».
32 ῏Ησαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ 32 Ανέβαιναν λοιπόν το δρόμο
ἀναβαίνοντες εἰς ῾Ιεροσόλυμα· προς τα Ιεροσόλυμα, και
καὶ ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ προχωρούσε συνεχώς μπροστά
᾿Ιησοῦς, καὶ ἐθαμβοῦντο, καὶ τους ο Ιησούς, και θαμπώνονταν
ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. καὶ από κατάπληξη, ενώ όσοι
παραλαβὼν πάλιν τοὺς δώδεκα ακολουθούσαν φοβούνταν. Και
ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ αφού παράλαβε πάλι τους
μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, δώδεκα, άρχισε να τους λέει όσα
έμελλαν να του συμβαίνουν:
33 ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς 33 «Ιδού, ανεβαίνουμε στα
῾Ιεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Ιεροσόλυμα, και ο Υιός του
ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ανθρώπου θα παραδοθεί στους
ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ αρχιερείς και στους γραμματείς,
κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ και θα τον καταδικάσουν σε
καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς θάνατο και θα τον παραδώσουν
ἔθνεσι, στους εθνικούς
34 καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ 34 και θα τον εμπαίξουν και θα
μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ τον φτύσουν και θα τον
ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουν και θα τον
ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ σκοτώσουν, και μετά τρεις
τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. ημέρες θα αναστηθεί».
35 Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ 35 Και πηγαίνουν προς αυτόν ο
᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης υἱοὶ Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι
Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, του Ζεβεδαίου, και του λένε:
θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν «Δάσκαλε, θέλουμε αυτό που θα
ποιήσῃς ἡμῖν. σου ζητήσουμε να μας το
κάνεις».
36 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε 36 Εκείνος τους είπε: «Τι θέλετε
ποιῆσαί με ὑμῖν; εγώ να σας κάνω;»
37 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα 37 Εκείνοι του είπαν: «Δώσε μας
εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ ώστε να καθίσουμε ένας από τα
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Ι’
εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δεξιά σου και ένας από τα
δόξῃ σου. αριστερά σου κατά τη δόξα σου».
38 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ 38 Ο Ιησούς τότε τους είπε: «Δεν
οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν ξέρετε τι ζητάτε. Μπορείτε να
τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ πιείτε το ποτήρι που εγώ θα πιω ή
βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι το βάφτισμα που εγώ θα
βαπτισθῆναι; βαφτιστώ να βαφτιστείτε;»
39 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. ὁ 39 Εκείνοι του απάντησαν:
δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν «Μπορούμε». Ο Ιησούς τότε τους
ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ είπε: «Το ποτήρι που εγώ θα πιω
τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι θα πιείτε και το βάφτισμα που
βαπτισθήσεσθε· εγώ θα βαφτιστώ θα
βαφτιστείτε,
40 τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου 40 αλλά το να καθίσετε από τα
καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δεξιά μου ή από τα αριστερά μου
δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται. δεν ανήκει σ’ εμένα να το δώσω,
αλλά θα δοθεί σ’ αυτούς που έχει
ετοιμαστεί».
41 Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα 41 Και όταν το άκουσαν οι δέκα,
ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ άρχισαν να αγανακτούν για τον
᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωάννου. Ιάκωβο και τον Ιωάννη.
42 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς προσκαλεσάμενος 42 Και αφού τους προσκάλεσε ο
αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ Ιησούς, τους λέει: «Ξέρετε ότι
δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν εκείνοι που φαίνονται να
κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ κυβερνούν τα έθνη
μεγάλοι αὐτῶν κατακυριαρχούν σ’ αυτά και οι
κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· μεγάλοι τους τα
κατεξουσιάζουν.
43 οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ 43 Δεν θα γίνεται έτσι όμως
ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν μεταξύ σας, αλλά όποιος θέλει να
ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, γίνει μεγάλος μεταξύ σας θα
είναι διάκονός σας,
44 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι 44 και όποιος θέλει να είναι
πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· πρώτος μεταξύ σας θα είναι
δούλος όλων.
45 καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου 45 Γιατί και ο Υιός του ανθρώπου
οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ δεν ήρθε για να διακονηθεί, αλλά
διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν για να διακονήσει και να δώσει
ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ τη ζωή του λύτρο στη θέση
πολλῶν. πολλών».
46 Καὶ ἔρχονται εἰς ῾Ιεριχώ. καὶ 46 Και έρχονται στην Ιεριχώ. Και
ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἀπὸ ενώ έβγαινε από την Ιεριχώ αυτός
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. Ι’
῾Ιεριχὼ καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ και οι μαθητές του και αρκετό
καὶ ὄχλου ἱκανοῦ, ὁ υἱὸς Τιμαίου πλήθος, ο γιος του Τιμαίου, ο
Βαρτιμαῖος τυφλὸς ἐκάθητο Βαρτίμαιος, ένας τυφλός
παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν. ζητιάνος, καθόταν δίπλα στο
δρόμο.
47 καὶ ἀκούσας ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ 47 Και όταν άκουσε ότι ο Ιησούς ο
Ναζωραῖός ἐστιν, ἤρξατο Ναζαρηνός είναι, άρχισε να
κράζειν καὶ λέγειν· υἱὲ Δαυῒδ κράζει και να λέει: «Γιε του Δαβίδ,
᾿Ιησοῦ, ἐλέησόν με. Ιησού, ελέησέ με».
48 καὶ ἐπετίμων αὐτῷ πολλοὶ ἵνα 48 Και πολλοί τον επιτιμούσαν
σιωπήσῃ· ὁ δὲ πολλῷ μᾶλλον για να σωπάσει. Εκείνος όμως
ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. πολύ περισσότερο έκραζε: «Γιε
του Δαβίδ, ελέησέ με».
49 καὶ στὰς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε· 49 Και τότε στάθηκε ο Ιησούς και
φωνήσατε αὐτόν· καὶ φωνοῦσι είπε: «Φωνάξτε τον». Και
τὸν τυφλὸν λέγοντες αὐτῷ· φωνάζουν τον τυφλό λέγοντάς
θάρσει, ἔγειρε· φωνεῖ σε. του: «Έχε θάρρος, σήκω, σε
φωνάζει».
50 ὁ δὲ ἀποβαλὼν τὸ ἱμάτιον 50 Εκείνος, αφού πέταξε το
αὐτοῦ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πανωφόρι του, αναπήδησε και
᾿Ιησοῦν. ήρθε προς τον Ιησού.
51 καὶ ἀποκριθεὶς λέγει αὐτῷ ὁ 51 Και του απεύθυνε το λόγο ο
᾿Ιησοῦς· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ Ιησούς και του είπε: «Τι θέλεις να
τυφλὸς εἶπεν αὐτῷ· ραββουνί, ἵνα σου κάνω;» Ο τυφλός τότε του
ἀναβλέψω. απάντησε: «Ραβουνί, να
ξαναδώ».
52 καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· 52 Και ο Ιησούς του είπε:
ὕπαγε, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. «Πήγαινε, η πίστη σου σε έχει
καὶ εὐθέως ἀνέβλεψε, καὶ σώσει». Και ευθύς ξαναείδε και
ἠκολούθει τῷ ᾿Ιησοῦ ἐν τῇ ὁδῷ. τον ακολουθούσε στο δρόμο.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΑ’
1 Καὶ ὅτε ἐγγίζουσιν εἰς 1 Και όταν πλησίαζαν στα
῾Ιερουσαλὴμ εἰς Βηθσφαγῆ καὶ Ιεροσόλυμα, στη Βηθφαγή και
Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τῶν στη Βηθανία, προς το Όρος των
ἐλαιῶν, ἀποστέλλει δύο τῶν Ελαιών, αποστέλλει δύο από τους
μαθητῶν αὐτοῦ μαθητές του
2 καὶ λέγει αὐτοῖς· ὑπάγετε εἰς τὴν 2 και τους λέει: «Πηγαίνετε στο
κώμην τὴν κατέναντι ὑμῶν, καὶ χωριό που είναι απέναντί σας,
εὐθέως εἰσπορευόμενοι εἰς αὐτὴν και ευθύς μπαίνοντας σ’ αυτό θα
εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ᾿ βρείτε ένα πουλάρι δεμένο πάνω
ὃν οὐδεὶς ἀνθρώπων κεκάθικε· στο οποίο κανείς ακόμα από τους
λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. ανθρώπους δεν κάθισε. Λύστε το
και φέρτε το.
3 καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ· τί ποιεῖτε 3 Και αν κάποιος σας πει: “Γιατί
τοῦτο; εἴπατε ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ κάνετε αυτό”; Πέστε: “Ο Κύριος
χρείαν ἔχει, καὶ εὐθέως αὐτὸν έχει ανάγκη αυτό”, και ευθύς θα
ἀποστέλλει πάλιν ὧδε. το αποστείλει πάλι εδώ».
4 ἀπῆλθον δὲ καὶ εὗρον τὸν 4 Και έφυγαν και βρήκαν ένα
πῶλον δεδεμένον πρὸς τὴν θύραν πουλάρι δεμένο κοντά σε μια
ἔξω ἐπὶ τοῦ ἀμφόδου, καὶ λύουσιν θύρα έξω στο σταυροδρόμι και το
αὐτόν. λύνουν.
5 καί τινες τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων 5 Και μερικοί από αυτούς που
ἔλεγον αὐτοῖς· τί ποιεῖτε λύοντες είχαν σταθεί εκεί, τους έλεγαν:
τὸν πῶλον; «Τι κάνετε, που λύνετε το
πουλάρι;»
6 οἱ δὲ εἶπον αὐτοῖς καθὼς 6 Εκείνοι τους απάντησαν καθώς
ἐνετείλατο ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἀφῆκαν είπε ο Ιησούς, και τους άφησαν.
αὐτούς.
7 καὶ ἤγαγον τὸν πῶλον πρὸς τὸν 7 Και φέρνουν το πουλάρι προς
᾿Ιησοῦν καὶ ἐπέβαλον αὐτῷ τὰ τον Ιησού και βάζουν πάνω του
ἱμάτια αὐτῶν, καὶ ἐκάθισεν ἐπ᾿ τα ρούχα τους και εκείνος κάθισε
αὐτῷ. πάνω του.
8 πολλοὶ δὲ τὰ ἱμάτια αὐτῶν 8 Και πολλοί τα ρούχα τους
ἔστρωσαν εἰς τὴν ὁδόν, ἄλλοι δὲ έστρωσαν στην οδό, και άλλοι
στοιβάδας ἔκοπτον ἐκ τῶν στιβάδες χόρτων, αφού τα
δένδρων καὶ ἐστρώννυον εἰς τὴν έκοψαν από τους αγρούς.
ὁδόν.
9 καὶ οἱ προάγοντες καὶ οἱ 9 Και αυτοί που προπορεύονταν
ἀκολουθοῦντες ἔκραζον και εκείνοι που ακολουθούσαν
λέγοντες· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ φώναζαν: «Ωσαννά.
ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Ευλογημένος ο ερχόμενος στο
όνομα του Κυρίου.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΑ’
10 εὐλογημένη ἡ ἐρχομένη 10 Ευλογημένη η ερχόμενη
βασιλεία ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ βασιλεία του πατέρα μας Δαβίδ.
πατρός ἡμῶν Δαυΐδ· ὡσαννὰ ἐν Ωσαννά στους ύψιστους
τοῖς ὑψίστοις. ουρανούς».
11 Καὶ εἰσῆλθεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα ὁ 11 Και εισήλθε στα Ιεροσόλυμα
᾿Ιησοῦς καὶ εἰς τὸ ἱερόν· καὶ στο ναό και, αφού κοίταξε
περιβλεψάμενος πάντα, ὀψίας τριγύρω όλα, επειδή ήδη είχε
ἤδη οὔσης τῆς ὥρας, ἐξῆλθεν εἰς γίνει βράδυ, εξήλθε στη Βηθανία
Βηθανίαν μετὰ τῶν δώδεκα. μαζί με τους δώδεκα.
12 Καὶ τῇ ἐπαύριον ἐξελθόντων 12 Και την επόμενη ημέρα, αφού
αὐτῶν ἀπὸ Βηθανίας ἐπείνασε· εξήλθαν αυτοί από τη Βηθανία,
πείνασε.
13 καὶ ἰδὼν συκῆν ἀπὸ μακρόθεν 13 Και όταν είδε μια συκιά από
ἔχουσαν φύλλα, ἦλθεν εἰ ἄρα τι μακριά που είχε φύλλα, ήρθε
εὑρήσει ἐν αὐτῇ· καὶ ἐλθὼν ἐπ᾿ κοντά της μήπως κάτι βρει σ’
αὐτὴν οὐδὲν εὗρεν εἰ μὴ φύλλα· αυτήν, αλλά όταν ήρθε σ’ αυτήν,
οὐ γὰρ ἦν καιρὸς σύκων. τίποτα δε βρήκε παρά μόνο
φύλλα. Γιατί δεν ήταν ο καιρός
των σύκων.
14 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῇ· 14 Και απευθύνθηκε σ’ αυτήν και
μηκέτι ἐκ σοῦ εἰς τὸν αἰῶνα της είπε: «Ποτέ πια στον αιώνα
μηδεὶς καρπὸν φάγοι. καὶ από εσένα κανείς να μη φάει
ἤκουον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. καρπό». Και άκουγαν οι μαθητές
του.
15 Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς 15 Και έρχονται στα Ιεροσόλυμα.
῾Ιεροσόλυμα· καὶ εἰσελθὼν ὁ Και αφού εισήλθε στο ναό,
᾿Ιησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν ἤρξατο άρχισε να βγάζει εκείνους που
ἐκβάλλειν τοὺς πωλοῦντας καὶ πουλούσαν και εκείνους που
τοὺς ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ αγόραζαν μέσα στο ναό, και τα
τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν τραπέζια των αργυραμοιβών και
καὶ τὰς καθέδρας τῶν τα καθίσματα αυτών που
πωλούντων τὰς περιστερὰς πουλούσαν τα περιστέρια τα
κατέστρεψε, αναποδογύρισε,
16 καὶ οὐκ ἤφιεν ἵνα τις διενέγκῃ 16 και δεν άφηνε να μεταφέρει
σκεῦος διὰ τοῦ ἱεροῦ, κανείς σκεύος διαμέσου του
ναού.
17 καὶ ἐδίδασκε λέγων αὐτοῖς· οὐ 17 Και δίδασκε και τους έλεγε:
γέγραπται ὅτι ὁ οἶκός μου οἶκος «Δεν είναι γραμμένο ότι ο οίκος
προσευχῆς κληθήσεται πᾶσι τοῖς μου θα κληθεί οίκος προσευχής
ἔθνεσιν; ὑμεῖς δὲ αὐτὸν για όλα τα έθνη. Εσείς όμως τον
ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν. έχετε κάνει σπήλαιο ληστών».
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Κεφ. ΙΑ’
18 καὶ ἤκουσαν οἱ γραμματεῖς 18 Και το άκουσαν οι αρχιερείς
καὶ οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, και οι γραμματείς και ζητούσαν
καὶ ἐζήτουν πῶς αὐτὸν πώς να τον σκοτώσουν. Γιατί τον
ἀπολέσωσιν· ἐφοβοῦντο γὰρ φοβούνταν, επειδή όλο το πλήθος
αὐτόν, ὅτι πᾶς ὁ ὄχλος έμενε έκπληκτο από τη διδαχή
ἐξεπλήσσετο ἐπὶ τῇ διδαχῇ του.
αὐτοῦ.
19 καὶ ὅτε ὀψὲ ἐγένετο, 19 Και όταν έγινε βράδυ, έβγαιναν
ἐξεπορεύετο ἔξω τῆς πόλεως. έξω από την πόλη.
20 Καὶ παραπορευόμενοι πρωῒ 20 Και καθώς περνούσαν πρωί
εἶδον τὴν συκῆν ἐξηραμμένην ἐκ εκεί κοντά, είδαν τη συκιά
ριζῶν. ξεραμένη από τις ρίζες.
21 καὶ ἀναμνησθεὶς ὁ Πέτρος 21 Και θυμήθηκε ο Πέτρος και
λέγει αὐτῷ· ραββί, ἴδε ἡ συκῆ ἣν του λέει: «Ραβί, δες, η συκιά που
κατηράσω ἐξήρανται. καταράστηκες έχει ξεραθεί».
22 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγει 22 Και αποκρίθηκε ο Ιησούς και
αὐτοῖς· ἔχετε πίστιν Θεοῦ. τους λέει: «Έχετε πίστη Θεού.
23 ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν 23 Αλήθεια σας λέω ότι όποιος πει
εἴπῃ τῷ ὄρει τούτῳ, ἄρθητι καὶ στο όρος τούτο: “Σήκω και πέσε
βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ στη θάλασσα”, και δεν
μὴ διακριθῇ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, αμφιβάλει μέσα στην καρδιά του,
ἀλλὰ πιστεύσει ὅτι ἃ λέγει αλλά πιστεύει ότι αυτό που λαλεί
γίνεται, ἔσται αὐτῷ ὃ ἐὰν εἴπῃ. γίνεται, θα του γίνει.
24 διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, πάντα 24 Γι’ αυτό σας λέω, όλα όσα
ὅσα ἂν προσευχόμενοι αἰτεῖσθε, προσεύχεστε και ζητάτε,
πιστεύετε ὅτι λαμβάνετε, καὶ πιστεύετε ότι τα λάβατε, και θα
ἔσται ὑμῖν. σας γίνουν.
25 καὶ ὅταν στήκητε 25 Και όταν στέκεστε
προσευχόμενοι, ἀφίετε εἴ τι ἔχετε προσευχόμενοι, ας αφήνετε αν
κατά τινος, ἵνα καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν κάτι έχετε εναντίον κάποιου, για
ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀφῇ ὑμῖν τὰ να αφήσει σ’ εσάς και ο Πατέρας
παραπτώματα ὑμῶν. σας που είναι στους ουρανούς τα
δικά σας παραπτώματα.
26 εἰ δὲ ὑμεῖς οὐκ ἀφίετε, οὐδὲ ὁ 26 Αν όμως εσείς δεν αφήνετε,
πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ ούτε ο Πατέρας σας που είναι
παραπτώματα ὑμῶν. στους ουρανούς θα αφήσει τα
δικά σας παραπτώματα».
27 Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς 27 Και έρχονται πάλι στα
῾Ιεροσόλυμα· καὶ ἐν τῶ ἱερῷ Ιεροσόλυμα. Και ενώ αυτός
περιπατοῦντος αὐτοῦ ἔρχονται περπατούσε στο ναό, έρχονται
πρὸς αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ προς αυτόν οι αρχιερείς και οι
γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι