ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Ε’
1 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον 1 Συνέβηκε, λοιπόν, ενώ το
ἐπικεῖσθαι αὐτῷ τοῦ ἀκούειν τὸν πλήθος έπεφτε πάνω του και
λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἦν άκουγε το λόγο του Θεού, και
ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην αυτός είχε σταθεί κοντά στη
Γεννησαρέτ, λίμνη Γεννησαρέτ,
2 καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ 2 τότε να δει δύο πλοία να έχουν
τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς σταθεί κοντά στη λίμνη. Και οι
ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν ψαράδες, αφού αποβιβάστηκαν
τὰ δίκτυα. από αυτά, έπλεναν τα δίχτυα.
3 ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν 3 Μπήκε τότε σ’ ένα από τα πλοία,
τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν αυτό που ήταν του Σίμωνα, και
ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· τον παρακάλεσε να
καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ απομακρυνθεί λίγο από την
πλοίου τοὺς ὄχλους. ξηρά. και αφού κάθισε, δίδασκε
τα πλήθη από το πλοίο.
4 ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε 4 Και μόλις έπαψε να μιλά, είπε
πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς προς το Σίμωνα: «Ξαναφέρε το
τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα πλοίο στα βαθιά και ρίξτε τα
ὑμῶν εἰς ἄγραν. δίχτυα σας για ψάρεμα».
5 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν 5 Και αποκρίθηκε ο Σίμωνας και
αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς είπε: «Επιστάτη, όλη τη νύχτα
νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν κοπιάσαμε και δεν πιάσαμε
ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου τίποτα. αλλά για το λόγο σου θα
χαλάσω τὸ δίκτυον. ρίξω τα δίχτυα».
6 καὶ τοῦτο ποιήσαντες 6 Και αφού έκαναν αυτό,
συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων συνέκλεισαν στα δίχτυα πολύ
πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον πλήθος ψαριών, έσπαγαν
αὐτῶν. μάλιστα τα δίχτυα τους.
7 καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις 7 Και τότε έκαναν νεύματα στους
τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ συνεταίρους τους στο άλλο
ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· πλοίο, για να έρθουν να λάβουν
καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν μέρος στην εργασία μαζί τους.
ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε Και εκείνοι ήρθαν και γέμισαν
βυθίζεσθαι αὐτά. και τα δύο πλοία, ώστε σχεδόν να
βυθίζονται αυτά.
8 ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος 8 Όταν το είδε τότε ο Σίμωνας
προσέπεσε τοῖς γόνασιν ᾿Ιησοῦ Πέτρος, έπεσε μπροστά στα
λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ γόνατα του Ιησού λέγοντας:
ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· «Έξελθε από το πλοίο και φύγε
από εμένα, γιατί είμαι άντρας
αμαρτωλός, Κύριε».
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Ε’
9 θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν 9 Γιατί τον κυρίεψε κατάπληξη,
καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ όπως και όλους εκείνους που
ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ήταν μαζί του, για το ψάρεμα των
ψαριών που έπιασαν,
10 ὁμοίως δὲ καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ 10 και όμοια και τον Ιάκωβο και
᾿Ιωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ τον Ιωάννη, τους γιους του
ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ Ζεβεδαίου, που ήταν συμμέτοχοι
εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ ᾿Ιησοῦς· με το Σίμωνα. Και είπε προς το
μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν Σίμωνα ο Ιησούς: «Μη φοβάσαι.
ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. από τώρα ανθρώπους θα
ψαρεύεις συνεχώς».
11 καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ 11 Και αφού κατέβασαν τα πλοία
τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα στη στεριά, τα άφησαν όλα και
ἠκολούθησαν αὐτῷ. τον ακολούθησαν.
12 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν 12 Και συνέβηκε, ενώ αυτός ήταν
ἐν μιᾷ τῶν πόλεων καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ σε μια από τις πόλεις, τότε ιδού,
πλήρης λέπρας· καὶ ἰδὼν τὸν ένας άντρας να είναι γεμάτος
᾿Ιησοῦν, πεσὼν ἐπὶ πρόσωπον λέπρα. Όταν είδε λοιπόν τον
ἐδεήθη αὐτοῦ λέγων· Κύριε, ἐὰν Ιησού, έπεσε με το πρόσωπο
θέλῃς δύνασαί με καθαρίσαι. κάτω και τον παρακάλεσε
λέγοντας: «Κύριε, αν θέλεις,
δύνασαι να με καθαρίσεις».
13 καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο 13 Και εκείνος εξέτεινε το χέρι του
αὐτοῦ εἰπών· θέλω, καθαρίσθητι. και τον άγγιξε λέγοντας: «Θέλω,
καὶ εὐθέως ἡ λέπρα ἀπῆλθεν ἀπ᾿ καθαρίσου» – και αμέσως η
αὐτοῦ. λέπρα έφυγε από αυτόν.
14 καὶ αὐτὸς παρήγγειλεν αὐτῷ 14 Και αυτός του παράγγειλε να
μηδενὶ εἰπεῖν, ἀλλὰ ἀπελθὼν μην το πει σε κανέναν, αλλά του
δεῖξον σεαυτὸν τῷ ἱερεῖ καὶ είπε: «Φύγε και δείξε τον εαυτό
προσένεγκε περὶ τοῦ καθαρισμοῦ σου στον ιερέα και πρόσφερε για
σου καθὼς προσέταξε Μωϋσῆς τον καθαρισμό σου καθώς
εἰς μαρτύριον αὐτοῖς. πρόσταξε ο Μωυσής, ως
μαρτυρία σ’ αυτούς».
15 διήρχετο δὲ μᾶλλον ὁ λόγος 15 Και η φήμη γι’ αυτόν
περὶ αὐτοῦ, καὶ συνήρχοντο διαδιδόταν περισσότερο και
ὄχλοι πολλοὶ ἀκούειν καὶ μαζεύονταν πλήθη πολλά, για να
θεραπεύεσθαι ὑπ᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν τον ακούνε και να θεραπεύονται
ἀσθενειῶν αὐτῶν· από τις ασθένειές τους.
16 αὐτὸς δὲ ἦν ὑποχωρῶν ἐν ταῖς 16 Αυτός όμως αποσυρόταν
ἐρήμοις καὶ προσευχόμενος. ες συνεχώς στις ερήμους και
ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ. προσευχόταν συνεχώς.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Ε’
17 Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν 17 Και συνέβηκε σε μια από
καὶ αὐτὸς ἦν διδάσκων, καὶ ἦσαν εκείνες τις ημέρες: τότε αυτός
καθήμενοι Φαρισαῖοι καὶ δίδασκε συνεχώς, και κάθονταν
νομοδιδάσκαλοι, οἳ ἦσαν Φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι
ἐληλυθότες ἐκ πάσης κώμης τῆς που είχαν έρθει από κάθε χωριό
Γαλιλαίας καὶ ᾿Ιουδαίας καὶ της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας
῾Ιερουσαλήμ· καὶ δύναμις Κυρίου και από την Ιερουσαλήμ. Και
ἦν εἰς τὸ ἰᾶσθαι αὐτούς. δύναμη Κυρίου ήταν μαζί του,
ώστε να γιατρεύει.
18 καὶ ἰδοὺ ἄνδρες φέροντες ἐπὶ 18 Και ιδού άντρες που έφεραν
κλίνης ἄνθρωπον ὃς ἦν πάνω στο κρεβάτι έναν άνθρωπο
παραλελυμένος καὶ ἐζήτουν που ήταν παράλυτος, και
αὐτὸν εἰσενεγκεῖν καὶ θεῖναι ζητούσαν να τον φέρουν μέσα
ἐνώπιον αὐτοῦ. και να τον θέσουν μπροστά του.
19 καὶ μὴ εὑρόντες ποίας 19 Και επειδή δε βρήκαν από ποια
εἰσενέγκωσιν αὐτὸν διὰ τὸν είσοδο να τον φέρουν μέσα
ὄχλον, ἀναβάντες ἐπὶ τὸ δῶμα εξαιτίας του πλήθους, αφού
διὰ τῶν κεράμων καθῆκαν αὐτὸν ανέβηκαν στο δώμα, τον
σὺν τῷ κλινιδίῳ εἰς τὸ μέσον κατέβασαν διαμέσου των
ἔμπροσθεν τοῦ ᾿Ιησοῦ. κεραμιδιών μαζί με το κρεβατάκι
του στο μέσο, μπροστά στον
Ιησού.
20 καὶ ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν 20 Και αυτός, όταν είδε την πίστη
εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπε, ἀφέωνταί τους, είπε: «Άνθρωπε, σου έχουν
σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. αφεθεί οι αμαρτίες σου».
21 καὶ ἤρξαντο διαλογίζεσθαι οἱ 21 Και οι γραμματείς και οι
γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι Φαρισαίοι άρχισαν να
λέγοντες· τίς ἐστιν οὗτος ὃς λαλεῖ διαλογίζονται, λέγοντας: «Ποιος
βλασφημίας· τίς δύναται ἀφιέναι είναι αυτός που λαλεί
ἁμαρτίας εἰ μὴ μόνος ὁ Θεός; βλαστήμιες; Ποιος δύναται να
αφήσει αμαρτίες παρά μόνο ο
Θεός;»
22 ἐπιγνοὺς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς 22 Επειδή όμως ο Ιησούς
διαλογισμοὺς αὐτῶν ἀποκριθεὶς κατάλαβε καλά τους
εἶπε πρὸς αὐτούς· τί διαλογίζεσθε διαλογισμούς τους, αποκρίθηκε
ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; και είπε προς αυτούς: «Τι
διαλογίζεστε μέσα στις καρδιές
σας;
23 τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, 23 Τι είναι ευκολότερο, να πω:
ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου, ἢ “Σου έχουν αφεθεί οι αμαρτίες
εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; σου”, ή να πω: “Σήκω και
περπάτα”;
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Ε’
24 ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει 24 Αλλά για να μάθετε ότι ο Υιός
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς του ανθρώπου έχει εξουσία να
ἀφιέναι ἁμαρτίας –εἶπε τῷ αφήνει αμαρτίες πάνω στη γη» –
παραλελυμένῳ· σοὶ λέγω, ἔγειρε είπε στον παράλυτο: «Σου λέω,
καὶ ἄρας τὸ κλινίδιόν σου σήκω και, αφού πάρεις το
πορεύου εἰς τὸν οἶκόν σου. κρεβατάκι σου, πήγαινε στον
οίκο σου».
25 καὶ παραχρῆμα ἀναστὰς 25 Και αμέσως σηκώθηκε
ἐνώπιον αὐτῶν, ἄρας ἐφ᾿ ὃ μπροστά τους, πήρε αυτό πάνω
κατέκειτο ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον στο οποίο ήταν κατάκοιτος και
αὐτοῦ δοξάζων τὸν Θεόν. έφυγε για τον οίκο του
δοξάζοντας το Θεό.
26 καὶ ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας 26 Και τότε έκπληξη τους
καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, καὶ κατέλαβε όλους και δόξαζαν το
ἐπλήσθησαν φόβου λέγοντες ὅτι Θεό και γέμισαν με φόβο
εἴδομεν παράδοξα σήμερον. λέγοντας: «Είδαμε παράδοξα
πράγματα σήμερα».
27 Καὶ μετὰ ταῦτα ἐξῆλθε καὶ 27 Και μετά από αυτά εξήλθε από
ἐθεάσατο τελώνην ὀνόματι την οικία και είδε έναν τελώνη με
Λευΐν, καθήμενον ἐπὶ τὸ το όνομα Λευίς να κάθεται στο
τελώνιον, καὶ εἶπεν αὐτῷ· τελωνείο, και του είπε:
ἀκολούθει μοι. «Ακολούθα με».
28 καὶ καταλιπὼν ἅπαντα 28 Και αυτός, αφού τα
ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ. εγκατέλειψε όλα, σηκώθηκε και
τον ακολουθούσε.
29 καὶ ἐποίησε δοχὴν μεγάλην 29 Και ο Λευίς τού έκανε μεγάλη
Λευῒς αὐτῷ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, καὶ υποδοχή μέσα στην οικία του,
ἦν ὄχλος τελωνῶν πολὺς καὶ και ήταν πολύ πλήθος τελωνών
ἄλλων οἳ ἦσαν μετ᾿ αὐτῶν και άλλων που ήταν μαζί τους
κατακείμενοι. καθισμένοι, για να φάνε.
30 καὶ ἐγόγγυζον οἱ γραμματεῖς 30 Και οι Φαρισαίοι και οι
αὐτῶν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πρὸς γραμματείς τους γόγγυζαν προς
τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγοντες· τους μαθητές του, λέγοντας:
διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ «Γιατί τρώτε και πίνετε μαζί με
ἁμαρτωλῶν ἐσθίετε καὶ πίνετε; τους τελώνες και τους
αμαρτωλούς;»
31 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε 31 Και αποκρίθηκε ο Ιησούς και
πρὸς αὐτούς· οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ είπε προς αυτούς: «Δεν έχουν
ὑγιαίνοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ ανάγκη οι υγιείς από γιατρό,
κακῶς ἔχοντες· αλλά οι ασθενείς.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Ε’
32 οὐκ ἐλήλυθα καλέσαι 32 Δεν έχω έρθει να καλέσω
δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς δίκαιους, αλλά αμαρτωλούς σε
μετάνοιαν. μετάνοια».
33 Οἱ δὲ εἶπον πρὸς αὐτόν· διατί οἱ 33 Εκείνοι είπαν προς αυτόν: «Οι
μαθηταὶ ᾿Ιωάννου νηστεύουσι μαθητές του Ιωάννη νηστεύουν
πυκνὰ καὶ δεήσεις ποιοῦνται, συχνά και κάνουν δεήσεις, όμοια
ὁμοίως καὶ οἱ τῶν Φαρισαίων, οἱ κι εκείνοι των Φαρισαίων, ενώ οι
δὲ σοὶ ἐσθίουσι καὶ πίνουσιν; δικοί σου τρώνε και πίνουν».
34 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· μὴ 34 Ο Ιησούς τότε είπε προς
δύνασθε τοὺς υἱοὺς τοῦ αυτούς: «Μήπως μπορείτε να
νυμφῶνος, ἐν ᾧ ὁ νυμφίος μετ᾿ κάνετε να νηστέψουν τους
αὐτῶν ἐστι, ποιῆσαι νηστεύειν; καλεσμένους στο γάμο, ενώ ο
γαμπρός είναι μαζί τους;
35 ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι, καὶ ὅταν 35 Θα έρθουν όμως ημέρες και,
ἀπαρθῇ ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ νυμφίος, όταν ο γαμπρός αφαιρεθεί από
τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείναις αυτούς, τότε θα νηστέψουν
ταῖς ἡμέραις. εκείνες τις ημέρες».
36 ἔλεγε δὲ καὶ παραβολὴν πρὸς 36 Έλεγε μάλιστα και παραβολή
αὐτοὺς ὅτι οὐδεὶς ἐπίβλημα προς αυτούς: «Κανείς μπάλωμα
ἱματίου καινοῦ ἐπιβάλλει ἐπὶ από καινούργιο ρούχο, αφού το
ἱμάτιον παλαιόν· εἰ δὲ μήγε, καὶ σχίσει, δεν το βάζει πάνω σε
τὸ καινὸν σχίσει καὶ τῷ παλαιῷ ρούχο παλιό. Ειδεμή, βέβαια, και
οὐ συμφωνεῖ τὸ ἐπίβλημα τὸ ἀπὸ το καινούργιο θα σχίσει το παλιό
τοῦ καινοῦ. και στο παλιό δε θα ταιριάξει το
μπάλωμα που προέρχεται από το
καινούργιο.
37 καὶ οὐδεὶς βάλλει οἶνον νέον εἰς 37 Και κανείς δε βάζει κρασί νέο
ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ μήγε, σε ασκιά παλιά. Ειδεμή, θα
ρήξει ὁ οἶνος ὁ νέος τοὺς ἀσκούς, σπάσει βέβαια το κρασί το νέο τα
καὶ αὐτὸς ἐκχυθήσεται καὶ οἱ ασκιά, και αυτό θα χυθεί έξω και
ἀσκοὶ ἀπολοῦνται· τα ασκιά θα πάνε χαμένα.
38 ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς 38 Αλλά κρασί νέο πρέπει να
καινοὺς βλητέον, καὶ ἀμφότεροι βάζουν σε ασκιά καινούργια.
συντηροῦνται.
39 καὶ οὐδεὶς πιὼν παλαιὸν 39 Και κανείς, όταν πιει παλιό, δε
εὐθέως θέλει νέον· λέγει γάρ· ὁ θέλει νέο. Γιατί λέει: “Το παλιό
παλαιὸς χρηστότερός ἐστιν. είναι καλό”».
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΣΤ’
1 Ἐγένετο δὲ ἐν σαββάτῳ 1 Συνέβηκε λοιπόν ένα Σάββατο
δευτεροπρώτῳ διαπορεύεσθαι να πορεύεται μέσα από τα
αὐτὸν διὰ τῶν σπορίμων· καὶ σπαρτά και μαδούσαν οι
ἔτιλλον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τοὺς μαθητές του και έτρωγαν τα
στάχυας καὶ ἤσθιον ψώχοντες στάχυα, αφού τα έτριβαν με τα
ταῖς χερσί. χέρια.
2 τινὲς δὲ τῶν Φαρισαίων εἶπον 2 Μερικοί τότε από τους
αὐτοῖς· τί ποιεῖτε ὃ οὐκ ἔξεστι Φαρισαίους είπαν: «Γιατί κάνετε
ποιεῖν ἐν τοῖς σάββασι; αυτό που δεν επιτρέπεται το
Σάββατο;»
3 καὶ ἀποκριθεὶς πρὸς αὐτοὺς 3 Και ο Ιησούς αποκρίθηκε προς
εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐδὲ τοῦτο αυτούς και είπε: «Δε διαβάσατε
ἀνέγνωτε ὃ ἐποίησε Δαυῒδ ὁπότε ούτε αυτό που έκανε ο Δαβίδ,
ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ όταν πείνασε αυτός και όσοι
ὄντες; ήταν μαζί του;
4 ὡς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ 4 Πώς εισήλθε στον οίκο του Θεού
Θεοῦ καὶ τοὺς ἄρτους τῆς και έλαβε και έφαγε τους άρτους
προθέσεως ἔλαβε καὶ ἔφαγε, καὶ της προθέσεως και έδωσε σ’
ἔδωκε καὶ τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ, οὓς αυτούς που ήταν μαζί του, τους
οὐκ ἔξεστι φαγεῖν εἰ μὴ μόνους οποίους δεν επιτρέπεται να φάνε
τοὺς ἱερεῖς; παρά μόνο οι ιερείς;»
5 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι κύριός 5 Και τους έλεγε: «Κύριος είναι
ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ του Σαββάτου ο Υιός του
τοῦ σαββάτου. ανθρώπου».
6 ᾿Εγένετο δὲ καὶ ἐν ἑτέρῳ 6 Συνέβηκε μάλιστα άλλο
σαββάτῳ εἰσελθεῖν αὐτὸν εἰς τὴν Σάββατο να εισέλθει αυτός στη
συναγωγὴν καὶ διδάσκειν· καὶ ἦν συναγωγή και να διδάσκει. Και
ἐκεῖ ἄνθρωπος, καὶ ἡ χεὶρ αὐτοῦ ήταν ένας άνθρωπος εκεί, και το
ἡ δεξιὰ ἦν ξηρά. χέρι του το δεξί ήταν ξερό.
7 παρετήρουν δὲ οἱ γραμματεῖς 7 Τον παρατηρούσαν λοιπόν οι
καὶ οἱ Φαρισαῖοι εἰ ἐν τῷ γραμματείς και οι Φαρισαίοι, για
σαββάτῳ θεραπεύσει, ἵνα εὕρωσι να δουν αν θεραπεύει το
κατηγορίαν αὐτοῦ. Σάββατο, ώστε να βρουν κάτι να
τον κατηγορούν.
8 αὐτὸς δὲ ᾔδει τοὺς 8 Αλλά αυτός ήξερε τους
διαλογισμοὺς αὐτῶν, καὶ εἶπε τῷ διαλογισμούς τους, και είπε στον
ἀνθρώπῳ τῷ ξηρὰν ἔχοντι τὴν άντρα που είχε ξερό το χέρι:
χεῖρα· ἔγειρε καὶ στῆθι εἰς τὸ «Σήκω και στάσου στο μέσο». Και
μέσον. ὁ δὲ ἀναστὰς ἔστη. αυτός σηκώθηκε και στάθηκε.
9 εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς πρὸς 9 Είπε τότε ο Ιησούς προς αυτούς:
αὐτούς· ἐπερωτήσω ὑμᾶς τί «Σας ρωτώ αν επιτρέπεται κανείς
ἔξεστι τοῖς σάββασιν, το Σάββατο να αγαθοποιήσει ή
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΣΤ’
ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι, να κακοποιήσει, να σώσει ζωή ή
ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι; να καταστρέψει;»
10 καὶ περιβλεψάμενος πάντας 10 Και αφού κοίταξε γύρω όλους
αὐτοὺς εἶπεν αὐτῷ· ἔκτεινον τὴν αυτούς, του είπε: «Έκτεινε το χέρι
χεῖρά σου. ὁ δὲ ἐποίησε, καὶ σου». Εκείνος το έκανε και
ἀποκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὡς ἡ αποκαταστάθηκε το χέρι του.
ἄλλη.
11 αὐτοὶ δὲ ἐπλήσθησαν ἀνοίας, 11 Αυτοί όμως έγιναν έξω φρενών
καὶ διελάλουν πρὸς ἀλλήλους τί και συζητούσαν μεταξύ τους τι
ἂν ποιήσειαν τῷ ᾿Ιησοῦ. θα μπορούσαν να κάνουν στον
Ιησού.
12 ᾿Εγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις 12 Συνέβηκε λοιπόν κατά τις
ταύταις ἐξῆλθεν εἰς τὸ ὄρος ημέρες αυτές να εξέλθει στο όρος,
προσεύξασθαι καὶ ἦν για να προσευχηθεί, και
διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ διανυχτέρευε στην προσευχή του
τοῦ Θεοῦ. Θεού.
13 Καὶ ὅτε ἐγένετο ἡμέρα, 13 Και όταν ξημέρωσε, φώναξε
προσεφώνησε τοὺς μαθητὰς τους μαθητές του κοντά του, και
αὐτοῦ, καὶ ἐκλεξάμενος ἀπ᾿ εξέλεξε από αυτούς δώδεκα, τους
αὐτῶν δώδεκα, οὓς καὶ οποίους και ονόμασε
ἀποστόλους ὠνόμασε, αποστόλους:
14 Σίμωνα, ὃν καὶ ὠνόμασε 14 το Σίμωνα, τον οποίο και
Πέτρον, καὶ ᾿Ανδρέαν τὸν ονόμασε Πέτρο, και τον Ανδρέα
ἀδελφὸν αὐτοῦ, ᾿Ιάκωβον καὶ τον αδελφό του, και τον Ιάκωβο
᾿Ιωάννην, Φίλιππον καὶ και τον Ιωάννη και το Φίλιππο
Βαρθολομαῖον, και το Βαρθολομαίο
15 Ματθαῖον καὶ Θωμᾶν, 15 και το Ματθαίο και το Θωμά
᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ ᾿Αλφαίου καὶ και τον Ιάκωβο το γιο του
Σίμωνα τὸν καλούμενον Αλφαίου και το Σίμωνα, που
Ζηλωτήν, καλείται Ζηλωτής,
16 ᾿Ιούδαν ᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιούδαν 16 και τον Ιούδα το γιο του
᾿Ισκαριώτην, ὃς καὶ ἐγένετο Ιακώβου και τον Ιούδα
προδότης, Ισκαριώτη, ο οποίος έγινε
προδότης.
17 καὶ καταβὰς μετ᾿ αὐτῶν ἔστη 17 Και όταν κατέβηκε μαζί τους,
ἐπὶ τόπου πεδινοῦ, καὶ ὄχλος στάθηκε σε τόπο πεδινό και μαζί
μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ πλῆθος πολύ πλήθος μαθητών του, και
πολὺ τοῦ λαοῦ ἀπὸ πάσης τῆς πολύ πλήθος του λαού από όλη
᾿Ιουδαίας καὶ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ την Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ
τῆς παραλίου Τύρου καὶ Σιδῶνος, και την παραλιακή χώρα της
οἳ ἦλθον ἀκοῦσαι αὐτοῦ καὶ Τύρου και της Σιδώνας,
ἰαθῆναι ἀπὸ τῶν νόσων αὐτῶν,
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΣΤ’
18 καὶ οἱ ὀχλούμενοι ἀπὸ 18 οι οποίοι ήρθαν να τον
πνευμάτων ἀκαθάρτων, καὶ ακούσουν και να γιατρευτούν
ἐθεραπεύοντο· από τις νόσους τους. Και εκείνοι
που ενοχλούνταν από πνεύματα
ακάθαρτα θεραπεύονταν.
19 καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτει 19 Και όλο το πλήθος ζητούσε να
ἅπτεσθαι αὐτοῦ, ὅτι δύναμις τον αγγίζει, γιατί δύναμη
παρ᾿ αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο εξερχόταν από αυτόν και τους
πάντας. γιάτρευε όλους.
20 Καὶ αὐτὸς ἐπάρας τοὺς 20 Και αυτός, αφού σήκωσε τους
ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τοὺς οφθαλμούς του στους μαθητές
μαθητὰς αὐτοῦ ἔλεγε· μακάριοι του, έλεγε: Μακάριοι οι φτωχοί,
οἱ πτωχοί, ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ γιατί δική σας είναι η βασιλεία
βασιλεία τοῦ Θεοῦ. του Θεού.
21 μακάριοι οἱ πεινῶντες νῦν, ὅτι 21 Μακάριοι όσοι πεινάτε τώρα,
χορτασθήσεσθε. μακάριοι οἱ γιατί θα χορτάσετε. Μακάριοι
κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε. όσοι κλαίτε τώρα, γιατί θα
γελάσετε.
22 μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν 22 Μακάριοι είστε, όταν σας
ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν μισήσουν οι άνθρωποι και όταν
ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσι σας αφορίσουν και σας βρίσουν
καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς και βγάλουν το όνομά σας ως
πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ κακό εξαιτίας του Υιού του
ἀνθρώπου. ανθρώπου.
23 χάρητε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ 23 Χαρείτε εκείνη την ημέρα και
σκιρτήσατε· ἰδοὺ γὰρ ὁ μισθὸς σκιρτήσετε, γιατί ιδού, ο μισθός
ὑμῶν πολὺς ἐν τῷ οὐρανῷ· κατὰ σας είναι πολύς στον ουρανό.
τὰ αὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς Γιατί κατά τον ίδιο τρόπο έκαναν
προφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν. στους προφήτες οι πατέρες τους.
24 πλὴν οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, 24 Όμως αλίμονο σ’ εσάς τους
ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν πλούσιους, γιατί έχετε πάρει
ὑμῶν. πλήρως την παρηγοριά σας.
25 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, 25 Αλίμονο σ’ εσάς τους
ὅτι πεινάσετε. οὐαὶ ὑμῖν οἱ χορτασμένους τώρα, γιατί θα
γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ πεινάσετε. Αλίμονο, όσοι γελάτε
κλαύσετε. τώρα, γιατί θα πενθήσετε και θα
κλάψετε.
26 οὐαὶ ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι 26 Αλίμονο όταν πουν καλά λόγια
πάντες οἱ ἄνθρωποι· κατὰ τὰ για σας όλοι οι άνθρωποι. γιατί
αὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς κατά τα ίδια έκαναν στους
ψευδοπροφήταις οἱ πατέρες ψευδοπροφήτες οι πατέρες
αὐτῶν. τους».
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΣΤ’
27 ᾿Αλλὰ ὑμῖν λέγω τοῖς 27 «Αλλά σ’ εσάς λέω που ακούτε:
ἀκούουσιν· ἀγαπᾶτε τοὺς αγαπάτε τους εχθρούς σας,
ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς κάνετε καλό σ’ αυτούς που σας
μισοῦσιν ὑμᾶς, μισούν,
28 εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους 28 ευλογείτε αυτούς που σας
ὑμῖν, προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν καταριούνται, προσεύχεστε γι’
ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς. αυτούς που σας βλάπτουν.
29 τῷ τύπτοντί σε ἐπὶ τὴν σιαγόνα 29 Σ’ όποιον σε χτυπά στη μια
πάρεχε καὶ τὴν ἄλλην, καὶ ἀπὸ πλευρά του σαγονιού σου πάρεχε
τοῦ αἴροντός σου τὸ ἱμάτιον καὶ και την άλλη, και από αυτόν που
τὸν χιτῶνα μὴ κωλύσῃς. σου παίρνει το πανωφόρι μην τον
εμποδίσεις να πάρει και το
πουκάμισο.
30 παντὶ δὲ τῷ αἰτοῦντί σε δίδου, 30 Σε καθέναν που σου ζητάει
καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντος τὰ σὰ μὴ δίνε, και από όποιον παίρνει τα
ἀπαίτει. δικά σου, πίσω μην τα ζητάς.
31 καὶ καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν 31 Και καθώς θέλετε να κάνουν σ’
ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς εσάς οι άνθρωποι, κάνετε σ’
ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. αυτούς ομοίως.
32 καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς 32 Και αν αγαπάτε όσους σας
ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν αγαπούν, ποια χάρη έχετε; Γιατί
χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ και οι αμαρτωλοί αγαπούν όσους
τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς τους αγαπούν.
ἀγαπῶσι.
33 καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς 33 Και βέβαια, αν αγαθοποιείτε
ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν όσους σας αγαθοποιούν, ποια
χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ χάρη έχετε; Και οι αμαρτωλοί το
τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. ίδιο κάνουν.
34 καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν 34 Και αν δανείσετε σ’ εκείνους
ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν από τους οποίους ελπίζετε να τα
χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ λάβετε, ποια χάρη έχετε; Και
ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα αμαρτωλοί σε αμαρτωλούς
ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. δανείζουν, για να λάβουν πίσω τα
ίσα.
35 πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς 35 Αλλά όμως αγαπάτε τους
ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ εχθρούς σας και αγαθοποιείτε
δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, και δανείζετε μην ελπίζοντας
καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, πίσω τίποτα. και θα είναι ο
καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι μισθός σας πολύς, και θα είστε
αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς γιοι του Υψίστου, γιατί αυτός
ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. είναι ευεργετικός στους
αχάριστους και κακούς.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΣΤ’
36 Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, 36 Γίνεστε οικτίρμονες καθώς και
καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ο Πατέρας σας είναι
οἰκτίρμων ἐστί. οικτίρμονας».
37 Καὶ μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ 37 «Και μην κρίνετε, και δε θα
κριθῆτε· μὴ καταδικάζετε, καὶ οὐ κριθείτε. και μην καταδικάζετε,
μὴ καταδικασθῆτε· ἀπολύετε, και δε θα καταδικαστείτε.
καὶ ἀπολυθήσεσθε· Συγχωρείτε και θα
συγχωρεθείτε.
38 δίδοτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· 38 Δίνετε και θα σας δοθεί. μέτρο
μέτρον καλόν, πεπιεσμένον καὶ καλό, πιεσμένο, κουνημένο, που
σεσαλευμένον καὶ να ξεχύνεται θα δώσουν στην
ὑπερεκχυνόμενον δώσουσιν εἰς αγκαλιά σας. Γιατί με όποιο
τὸν κόλπον ὑμῶν· τῷ γὰρ αὐτῷ μέτρο μετράτε θα μετρηθεί
μέτρῳ ᾧ μετρεῖτε, αντίστοιχα σ’ εσάς».
ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν.
39 Εἶπε δὲ παραβολὴν αὐτοῖς· 39 Είπε μάλιστα και μια
μήτι δύναται τυφλὸς τυφλὸν παραβολή σ’ αυτούς: «Μήπως
ὁδηγεῖν; οὐχὶ ἀμφότεροι εἰς δύναται τυφλός να οδηγεί τυφλό;
βόθυνον πεσοῦνται; Δε θα πέσουν και οι δύο σε βόθρο;
40 οὐκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν 40 Δεν υπάρχει μαθητής πάνω
διδάσκαλον αὐτοῦ· από το δάσκαλό του. και κάθε
κατηρτισμένος δὲ πᾶς ἔσται ὡς ὁ καταρτισμένος θα είναι όπως ο
διδάσκαλος αὐτοῦ. δάσκαλός του.
41 Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν 41 Και γιατί βλέπεις την αγκίδα
τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, που είναι μέσα στο μάτι του
τὴν δὲ δοκὸν τὴν ἐν τῷ ἰδίῳ αδελφού σου, ενώ το δοκάρι που
ὀφθαλμῷ οὐ κατανοεῖς; είναι μέσα στο δικό σου μάτι δεν
παρατηρείς;
42 ἢ πῶς δύνασαι λέγειν τῷ 42 Πώς δύνασαι να λες στον
ἀδελφῷ σου, ἀδελφέ, ἄφες αδελφό σου: “Αδελφέ, άφησε να
ἐκβάλω τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ βγάλω την αγκίδα που είναι μέσα
ὀφθαλμῷ σου, αὐτὸς τὴν ἐν τῷ στο μάτι σου”, ενώ ο ίδιος το
ὀφθαλμῷ σου δοκὸν οὐ βλέπων; δοκάρι μέσα στο μάτι σου δεν
ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν βλέπεις; Υποκριτή, βγάλε πρώτα
δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ το δοκάρι από το μάτι σου, και
τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ τότε θα δεις καθαρά την αγκίδα
κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ που είναι μέσα στο μάτι του
ἀδελφοῦ σου. αδελφού σου, για να τη βγάλεις».
43 οὐ γάρ ἐστι δένδρον καλὸν 43 «Γιατί δεν υπάρχει δέντρο καλό
ποιοῦν καρπὸν σαπρόν, οὐδὲ που να κάνει καρπό σάπιο, ούτε
δένδρον σαπρὸν ποιοῦν καρπὸν πάλι δέντρο σάπιο που να κάνει
καλόν· καρπό καλό.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΣΤ’
44 ἕκαστον γὰρ δένδρον ἐκ τοῦ 44 Γιατί κάθε δέντρο γνωρίζεται
ἰδίου καρποῦ γινώσκεται. οὐ γὰρ από το δικό του καρπό. Γιατί από
ἐξ ἀκανθῶν συλλέγουσι σῦκα, αγκάθια δε μαζεύουν σύκα ούτε
οὐδὲ ἐκ βάτου τρυγῶσι από βάτο τρυγούν σταφύλια.
σταφυλήν.
45 ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ 45 Ο αγαθός άνθρωπος από τον
ἀγαθοῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αγαθό θησαυρό της καρδιάς του
αὐτοῦ προφέρει τὸ ἀγαθόν, καὶ ὁ προφέρει το αγαθό, και ο κακός
πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ από τον κακό προφέρει το κακό.
πονηροῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας Γιατί από το περίσσευμα της
αὐτοῦ προφέρει τὸ πονηρόν· ἐκ καρδιάς μιλά το στόμα του».
γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς
καρδίας λαλεῖ τὸ στόμα αὐτοῦ.
46 Τί δέ με καλεῖτε Κύριε Κύριε, 46 «Και τι με καλείτε: “Κύριε,
καὶ οὐ ποιεῖτε ἃ λέγω; Κύριε”, και δεν κάνετε όσα λέω;
47 πᾶς ὁ ἐρχόμενος πρός με καὶ 47 Καθένας που έρχεται προς
ἀκούων μου τῶν λόγων καὶ εμένα και ακούει τα λόγια μου
ποιῶν αὐτούς, ὑποδείξω ὑμῖν τίνι και τα εφαρμόζει θα σας
ἐστὶν ὅμοιος· υποδείξω με ποιον είναι όμοιος:
48 ὅμοιός ἐστιν ἀνθρώπῳ 48 όμοιος είναι με άνθρωπο που
οἰκοδομοῦντι οἰκίαν, ὃς καὶ οικοδομεί οικία, ο οποίος έσκαψε
ἔσκαψε καὶ ἐβάθυνε καὶ ἔθηκε και βάθυνε και έθεσε θεμέλιο
θεμέλιον ἐπὶ τὴν πέτραν· πάνω στο βράχο. Και όταν έγινε
πλημμύρας δὲ γενομένης πλημμύρα, όρμησε ο ποταμός
προσέρρηξεν ὁ ποταμὸς τῇ οἰκίᾳ πάνω στην οικία εκείνη, αλλά δεν
ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἴσχυσε σαλεῦσαι μπόρεσε να τη σαλέψει, γιατί
αὐτήν· τεθεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν οικοδομήθηκε καλά.
πέτραν.
49 ὁ δὲ ἀκούσας καὶ μὴ ποιήσας 49 Αλλά εκείνος που άκουσε και
ὅμοιός ἐστιν ἀνθρώπῳ δεν εφάρμοσε είναι όμοιος με
οἰκοδομήσαντι οἰκίαν ἐπὶ τὴν άνθρωπο που οικοδόμησε οικία
γῆν χωρὶς θεμελίου· ᾗ πάνω στη γη χωρίς θεμέλια. Σ’
προσέρρηξεν ὁ ποταμός, καὶ αυτήν την οικία όρμησε πάνω ο
εὐθὺς ἔπεσε, καὶ ἐγένετο τὸ ποταμός και ευθύς κατάπεσε, και
ρῆγμα τῆς οἰκίας ἐκείνης μέγα. το ρήγμα της οικίας εκείνης έγινε
μεγάλο».
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Ζ’
1 Ἐπεὶ δὲ ἐπλήρωσε πάντα τὰ 1 Επειδή συμπλήρωσε όλα τα
ρήματα αὐτοῦ εἰς τὰς ἀκοὰς τοῦ λόγια του που έπρεπε να πει στα
λαοῦ, εἰσῆλθεν εἰς Καπερναούμ. αυτιά του λαού, εισήλθε στην
Καπερναούμ.
2 ῾Εκατοντάρχου δέ τινος δοῦλος 2 Και ο δούλος κάποιου
κακῶς ἔχων ἤμελλε τελευτᾶν, ὃς εκατόνταρχου, που ήταν σε κακή
ἦν αὐτῷ ἔντιμος. κατάσταση, έμελλε να πεθάνει, ο
οποίος του ήταν πολύτιμος.
3 ἀκούσας δὲ περὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ 3 Όταν άκουσε λοιπόν για τον
ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν Ιησού, απέστειλε προς αυτόν
πρεσβυτέρους τῶν ᾿Ιουδαίων πρεσβυτέρους των Ιουδαίων,
ἐρωτῶν αὐτὸν ὅπως ἐλθὼν παρακαλώντας τον για να έρθει
διασώσῃ τὸν δοῦλον αὐτοῦ. να διασώσει το δούλο του.
4 οἱ δὲ παραγενόμενοι πρὸς τὸν 4 Εκείνοι, αφού παρουσιάστηκαν
᾿Ιησοῦν παρεκάλουν αὐτὸν στον Ιησού, τον παρακαλούσαν
σπουδαίως, λέγοντες ὅτι ἄξιός επιμόνως λέγοντας: «Άξιος είναι
ἐστιν ᾧ παρέξει τοῦτο. αυτός στον οποίο θα παράσχεις
τούτο.
5 ἀγαπᾷ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν, καὶ 5 Γιατί αγαπά το έθνος μας και τη
τὴν συναγωγὴν αὐτὸς συναγωγή αυτός την οικοδόμησε
ᾠκοδόμησεν ἡμῖν. σ’ εμάς».
6 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἐπορεύετο σὺν 6 Ο Ιησούς τότε προχωρούσε μαζί
αὐτοῖς. ἤδη δὲ αὐτοῦ οὐ μακρὰν τους. Αλλά ενώ ήδη δεν απείχε
ἀπέχοντος ἀπὸ τῆς οἰκίας ἔπεμψε μακριά από την οικία του,
πρὸς αὐτὸν ὁ ἑκατόνταρχος έστειλε φίλους ο εκατόνταρχος,
φίλους λέγων αὐτῷ· Κύριε, μὴ λέγοντάς του: «Κύριε, μην
σκύλλου· οὐ γάρ εἰμι ἱκανὸς ἵνα ενοχλείσαι, γιατί δεν είμαι ικανός
ὑπὸ τὴν στέγην μου εἰσέλθῃς· να εισέλθεις κάτω από τη στέγη
μου.
7 διὸ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἠξίωσα πρός 7 Γι’ αυτό ούτε τον εαυτό μου δε
σε ἐλθεῖν· ἀλλ᾿ εἰπὲ λόγῳ, καὶ θεώρησα άξιο να έρθει προς
ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. εσένα. αλλά πες ένα λόγο και ας
γιατρευτεί ο δούλος μου.
8 καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ 8 Γιατί κι εγώ είμαι άνθρωπος
ἐξουσίαν τασσόμενος, ἔχων ὑπ᾿ υποτασσόμενος σε εξουσία,
ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω έχοντας κάτω από τον εαυτό μου
τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, στρατιώτες, και λέω σε τούτον:
καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ “Πήγαινε”, και πηγαίνει. Και
τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, στον άλλο: “Έλα”; και έρχεται.
καὶ ποιεῖ. Και στο δούλο μου: “Κάνε αυτό”,
και το κάνει».
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Ζ’
9 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ ᾿Ιησοῦς 9 Όταν άκουσε τότε αυτά ο
ἐθαύμασεν αὐτόν, καὶ στραφεὶς Ιησούς, τον θαύμασε και
τῷ ἀκολουθοῦντι αὐτῷ ὄχλῳ στράφηκε στο πλήθος που τον
εἶπε· λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ ακολουθούσε και είπε: «Σας λέω,
᾿Ισραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. ούτε μέσα στο λαό Ισραήλ δε
βρήκα τόσο πολλή πίστη».
10 καὶ ὑποστρέψαντες οἱ 10 Και όταν επέστρεψαν στον
πεμφθέντες εἰς τὸν οἶκον εὗρον οίκο αυτοί που στάλθηκαν,
τὸν ἀσθενοῦντα δοῦλον βρήκαν το δούλο να είναι υγιής.
ὑγιαίνοντα.
11 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς 11 Και συνέβηκε αμέσως μετά ο
ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ιησούς να πάει σε μια πόλη που
Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ καλείται Ναΐν και πήγαιναν μαζί
μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος του οι μαθητές του και πλήθος
πολύς. πολύ.
12 ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς 12 Μόλις λοιπόν πλησίασε στην
πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο πύλη της πόλης, τότε ιδού,
τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ έφερναν έξω έναν πεθαμένο,
μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, μονογενή γιο της μητέρας του,
καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν και αυτή ήταν χήρα. Και αρκετό
σὺν αὐτῇ. πλήθος της πόλης ήταν μαζί της.
13 καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος 13 Και όταν την είδε ο Κύριος, τη
ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν σπλαχνίστηκε και τής είπε: «Μην
αὐτῇ· μὴ κλαῖε· κλαις».
14 καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς 14 Και αφού πλησίασε, άγγιξε τη
σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες σορό, και εκείνοι που τη
ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ βάσταζαν στάθηκαν. και είπε:
λέγω, ἐγέρθητι. «Νεαρέ, σου λέω, σήκω».
15 καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ 15 Και ανακάθισε ο νεκρός και
ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν άρχισε να μιλά, και τον έδωσε
τῇ μητρὶ αὐτοῦ. στη μητέρα του.
16 ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ 16 Κατέλαβε τότε φόβος όλους
ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι και δόξαζαν το Θεό, λέγοντας:
προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν «Προφήτης μεγάλος εγέρθηκε
ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς μεταξύ μας», και: «Επισκέφτηκε ο
τὸν λαὸν αὐτοῦ. Θεός το λαό του».
17 καὶ ἐξῆλθεν ὁ λόγος οὗτος ἐν 17 Και εξήλθε αυτή η φήμη σε
ὅλῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ περὶ αὐτοῦ καὶ ἐν όλη την Ιουδαία γι’ αυτόν και σε
πάσῃ τῇ περιχώρῳ. όλα τα περίχωρα.
18 Καὶ ἀπήγγειλαν ᾿Ιωάννῃ οἱ 18 Και ανάγγειλαν στον Ιωάννη
μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ πάντων οι μαθητές του για όλα αυτά. Και
τούτων. αφού προσκάλεσε κάποιους, δύο
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Ζ’
από τους μαθητές του, ο Ιωάννης
τούς
19 καὶ προσκαλεσάμενος δύο 19 έστειλε προς τον Κύριο,
τινὰς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ὁ λέγοντας: «Εσύ είσαι ο ερχόμενος
᾿Ιωάννης ἔπεμψε πρὸς τὸν ή άλλον να προσδοκούμε;»
᾿Ιησοῦν λέγων· σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος
ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν;
20 παραγενόμενοι δὲ πρὸς αὐτὸν 20 Παρουσιάστηκαν λοιπόν προς
οἱ ἄνδρες εἶπον· ᾿Ιωάννης ὁ αυτόν οι άντρες και είπαν: «Ο
βαπτιστὴς ἀπέσταλκεν ἡμᾶς Ιωάννης ο Βαπτιστής μάς
πρός σε λέγων· σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος απέστειλε προς εσένα λέγοντας:
ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν; “Εσύ είσαι ο ερχόμενος ή άλλον
να προσδοκούμε”;»
21 ἐν αὐτῇ δὲ τῇ ὥρᾳ ἐθεράπευσε 21 Εκείνη την ώρα θεράπευσε
πολλοὺς ἀπὸ νόσων καὶ πολλούς από νόσους και
μαστίγων καὶ πνευμάτων μάστιγες και πνεύματα κακά και
πονηρῶν, καὶ τυφλοῖς πολλοῖς χάρισε το φως σε πολλούς
ἐχαρίσατο τὸ βλέπειν. τυφλούς, ώστε να βλέπουν.
22 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν 22 Και τότε αποκρίθηκε και τους
αὐτοῖς· πορευθέντες ἀπαγγείλατε είπε: «Πάτε και αναγγείλτε στον
᾿Ιωάννῃ ἃ εἴδετε καὶ ἠκούσατε· Ιωάννη αυτά που είδατε και
τυφλοὶ ἀναβλέπουσι καὶ χωλοὶ ακούσατε: τυφλοί αποκτούν το
περιπατοῦσι, λεπροὶ φως τους, χωλοί περπατούν,
καθαρίζονται, κωφοὶ ἀκούουσι, λεπροί καθαρίζονται και κουφοί
νεκροὶ ἐγείρονται, πτωχοὶ ακούν, νεκροί εγείρονται, φτωχοί
εὐαγγελίζονται· ευαγγελίζονται.
23 καὶ μακάριός ἐστιν ὃς ἐὰν μὴ 23 Και μακάριος είναι αυτός που
σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί. δε θα σκανδαλιστεί σ’ εμένα».
24 ἀπελθόντων δὲ τῶν μαθητῶν 24 Και όταν έφυγαν οι
᾿Ιωάννου ἤρξατο λέγειν πρὸς αγγελιοφόροι του Ιωάννη,
τοὺς ὄχλους περὶ ᾿Ιωάννου· τί άρχισε να λέει προς τα πλήθη για
ἐξεληλύθατε εἰς τὴν ἔρημον τον Ιωάννη: «Τι εξήλθατε στην
θεάσασθαι; κάλαμον ὑπὸ ἀνέμου έρημο να δείτε με θαυμασμό;
σαλευόμενον; Καλάμι που σαλεύεται από τον
άνεμο;
25 ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; 25 Όχι, βέβαια. Αλλά τι εξήλθατε
ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις να δείτε; Άνθρωπο με μαλακά
ἠμφιεσμένον; ἰδοὺ οἱ ἐν ἱματισμῷ ρούχα ντυμένο; Ιδού, αυτοί που
ἐνδόξῳ καὶ τρυφῇ ὑπάρχοντες ἐν ζουν με λαμπρά ρούχα και με
τοῖς βασιλείοις εἰσίν. τρυφηλή ζωή είναι στους
βασιλικούς οίκους.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Ζ’
26 ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; 26 Αλλά τι εξήλθατε να δείτε;
προφήτην; ναὶ λέγω ὑμῖν, καὶ Προφήτη; Ναι, σας λέω, και
περισσότερον προφήτου. περισσότερο από προφήτη.
27 οὗτός ἐστι περὶ οὗ γέγραπται, 27 Αυτός είναι για τον οποίο έχει
ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν γραφτεί: Ιδού, αποστέλλω τον
μου πρὸ προσώπου σου, ὃς αγγελιοφόρο μου πριν από το
κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου πρόσωπό σου, ο οποίος θα
ἔμπροσθέν σου· παρασκευάσει την οδό σου
μπροστά σου.
28 λέγω γὰρ ὑμῖν, μείζων ἐν 28 Σας λέω: δεν είναι κανένας
γεννητοῖς γυναικῶν προφήτης μεγαλύτερος από τον Ιωάννη
᾿Ιωάννου τοῦ βαπτιστοῦ οὐδείς μεταξύ των γεννημένων από
ἐστιν· ὁ δὲ μικρότερος ἐν τῇ γυναίκες. Αλλά ο μικρότερος στη
βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ μείζων αὐτοῦ βασιλεία του Θεού είναι
ἐστι. μεγαλύτερος από αυτόν».
29 καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας καὶ οἱ 29 Και όταν το άκουσε όλος ο
τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν Θεόν, λαός και οι τελώνες, δικαίωσαν
βαπτισθέντες τὸ βάπτισμα το Θεό, αφού βαφτίστηκαν το
᾿Ιωάννου· βάφτισμα του Ιωάννη.
30 οἱ δὲ Φαρισαῖοι καὶ οἱ νομικοὶ 30 Ενώ οι Φαρισαίοι και οι
τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ ἠθέτησαν νομικοί απορρίψανε τη βουλή
εἰς ἑαυτούς, μὴ βαπτισθέντες ὑπ᾿ του Θεού για τους εαυτούς τους,
αὐτοῦ. αφού δε βαφτίστηκαν από
αυτόν.
31 Τίνι οὖν ὁμοιώσω τοὺς 31 «Με τι λοιπόν να παρομοιάσω
ἀνθρώπους τῆς γενεᾶς ταύτης, τους ανθρώπους της γενιάς
καὶ τίνι εἰσὶν ὅμοιοι; αυτής και με τι είναι όμοιοι;
32 ὅμοιοί εἰσι παιδίοις τοῖς ἐν 32 Είναι όμοιοι με παιδιά που
ἀγορᾷ καθημένοις καὶ κάθονται στην αγορά και
προσφωνοῦσιν ἀλλήλοις καὶ φωνάζουν το ένα προς το άλλο
λέγουσιν· ηὐλήσαμεν ὑμῖν, καὶ παίζοντας, τα οποία λένε: “Σας
οὐκ ὠρχήσασθε, ἐθρηνήσαμεν παίξαμε αυλό και δε χορέψατε,
ὑμῖν, καὶ οὐκ ἐκλαύσατε. θρηνήσαμε και δεν κλάψατε”.
33 ἐλήλυθε γὰρ ᾿Ιωάννης ὁ 33 Γιατί έχει έρθει ο Ιωάννης ο
βαπτιστὴς μήτε ἄρτον ἐσθίων Βαπτιστής, που δεν τρώει άρτο
μήτε οἶνον πίνων, καὶ λέγετε· μήτε πίνει κρασί, και λέτε:
δαιμόνιον ἔχει. “Δαιμόνιο έχει”.
34 ἐλήλυθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου 34 Έχει έρθει ο Υιός του
ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγετε· ανθρώπου, που τρώει και πίνει,
ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ και λέτε: “Ιδού άνθρωπος φαγάς
οἰνοπότης, φίλος τελωνῶν καὶ και οινοπότης, φίλος τελωνών
ἁμαρτωλῶν. και αμαρτωλών”.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Ζ’
35 καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ 35 Και δικαιώθηκε η σοφία από
τῶν τέκνων αὐτῆς πάντων! όλα τα τέκνα της».
36 ᾿Ηρώτα δέ τις αὐτὸν τῶν 36 Τον παρακαλούσε τότε
Φαρισαίων ἵνα φάγῃ μετ᾿ αὐτοῦ· κάποιος από τους Φαρισαίους να
καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ φάει μαζί του. Και αφού εισήλθε
Φαρισαίου ἀνεκλίθη. στον οίκο του Φαρισαίου, κάθισε,
για να φάει.
37 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις 37 Και ιδού μια γυναίκα που ήταν
ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι αμαρτωλή μέσα στην πόλη, και
ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ που έμαθε ότι γευματίζει στην
Φαρισαίου, κομίσασα οικία του Φαρισαίου, αφού έφερε
ἀλάβαστρον μύρου αλαβάστρινο δοχείο με μύρο
38 καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς 38 και στάθηκε πίσω, κλαίγοντας
πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο κοντά στα πόδια του, με τα
βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυά της άρχισε να βρέχει τα
δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς πόδια του και με τις τρίχες της
κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κεφαλής της τα σκούπιζε, και
κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ καταφιλούσε τα πόδια του και τα
ἤλειφε τῷ μύρῳ. άλειφε με το μύρο.
39 ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας 39 Όταν είδε τότε αυτά ο
αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων· Φαρισαίος που τον κάλεσε, είπε
οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν μέσα του: «Αυτός, αν ήταν
ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις προφήτης, θα γνώριζε ποια και τι
ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός είδους είναι η γυναίκα που τον
ἐστι. αγγίζει, γιατί είναι αμαρτωλή».
40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε 40 Και αποκρίθηκε ο Ιησούς και
πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω σοί τι είπε προς αυτόν: «Σίμωνα, έχω
εἰπεῖν. ὁ δέ φησι· διδάσκαλε, εἰπέ. κάτι να σου πω». Εκείνος του λέει:
«Δάσκαλε, πες το».
41 δύο χρεωφειλέται ἦσαν 41 «Κάποιος δανειστής είχε δύο
δανειστῇ τινι· ὁ εἷς ὤφειλε χρεοφειλέτες: ο ένας όφειλε
δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντακόσια δηνάρια, και ο άλλος
πεντήκοντα. πενήντα.
42 μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν 42 Επειδή δεν είχαν να
ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις αποδώσουν το χρέος, το χάρισε
ἐχαρίσατο· τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, και στους δύο. Ποιος λοιπόν από
πλεῖον αὐτὸν ἀγαπήσει; αυτούς θα τον αγαπήσει
περισσότερο;»
43 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπεν· 43 Αποκρίθηκε ο Σίμωνας και
ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον είπε: «Υποθέτω, αυτός στον οποίο
ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· χάρισε τα περισσότερα». Εκείνος
ὀρθῶς ἔκρινας. είπε σ’ αυτόν: «Ορθά έκρινες».
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Ζ’
44 καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν 44 Και αφού στράφηκε προς τη
γυναῖκα τῷ Σίμωνι ἔφη· βλέπεις γυναίκα, είπε στο Σίμωνα:
ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν «Βλέπεις αυτήν τη γυναίκα;
σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς Εισήλθα στην οικία σου, νερό δε
πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ μου έδωσες για τα πόδια. Αυτή,
τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς όμως, με τα δάκρυά της μου
πόδας καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς έβρεξε τα πόδια και με τα μαλλιά
αὐτῆς ἐξέμαξε. της τα σκούπισε.
45 φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη 45 Φίλημα δε μου έδωσες. Αυτή,
δὲ ἀφ᾿ ἧς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε όμως, από τη στιγμή που
καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας. εισήλθα δε σταμάτησε να μου
καταφιλά τα πόδια.
46 ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ 46 Με λάδι το κεφάλι μου δεν το
ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ άλειψες. Αυτή, όμως, με μύρο
μου τοὺς πόδας. άλειψε τα πόδια μου.
47 οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ 47 Γι’ αυτό, σου λέω, έχουν αφεθεί
ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι οι αμαρτίες της οι πολλές, γιατί
ἠγάπησε πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον αγάπησε πολύ. σ’ όποιον όμως
ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ. λίγο αφήνεται, λίγο αγαπά».
48 εἶπε δὲ αὐτῇ· ἀφέωνταί σου αἱ 48 Είπε τότε σ’ αυτήν: «Σου έχουν
ἁμαρτίαι. αφεθεί οι αμαρτίες».
49 καὶ ἤρξαντο οἱ 49 Και εκείνοι που κάθονταν μαζί
συνανακείμενοι λέγειν ἐν του για να φάνε άρχισαν να λένε
ἑαυτοῖς· τίς οὗτός ἐστιν ὃς καὶ μεταξύ τους: «Ποιος είναι αυτός
ἁμαρτίας ἀφίησιν; που αφήνει και αμαρτίες;»
50 εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα· ἡ 50 Είπε τότε προς τη γυναίκα: «Η
πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς πίστη σου σε έχει σώσει. πήγαινε
εἰρήνην. με ειρήνη».
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Η’
1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ καθεξῆς καὶ 1 Και τότε, συνέβηκε στη
αὐτὸς διώδευε κατὰ πόλιν καὶ συνέχεια αυτός να περιοδεύει
κώμην κηρύσσων καὶ κατά πόλεις και χωριά,
εὐαγγελιζόμενος τὴν βασιλείαν κηρύττοντας και
τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ δώδεκα σὺν ευαγγελιζόμενος τη βασιλεία του
αὐτῷ, Θεού. Και ήταν οι δώδεκα μαζί
του,
2 καὶ γυναῖκές τινες αἳ ἦσαν 2 και μερικές γυναίκες που ήταν
τεθεραπευμέναι ἀπὸ νόσων καὶ θεραπευμένες από πνεύματα
μαστίγων καὶ πνευμάτων κακά και από ασθένειες, η
πονηρῶν καὶ ἀσθενειῶν, Μαρία ἡ Μαρία, που καλείται
καλουμένη Μαγδαληνή, ἀφ᾿ ἧς Μαγδαληνή, από την οποία
δαιμόνια ἑπτὰ ἐξεληλύθει, είχαν εξέλθει εφτά δαιμόνια,
3 καὶ ᾿Ιωάννα γυνὴ Χουζᾶ 3 και η Ιωάννα, η γυναίκα του
ἐπιτρόπου ῾Ηρῴδου, καὶ Χουζά, του επιτρόπου του Ηρώδη,
Σουσάννα καὶ ἕτεραι πολλαί, και η Σουσάνα και άλλες πολλές,
αἵτινες διηκόνουν αὐτῷ ἀπὸ τῶν οι οποίες τους διακονούσαν από
ὑπαρχόντων αὐταῖς. τα υπάρχοντά τους.
4 Συνιόντος δὲ ὄχλου πολλοῦ καὶ 4 Και όταν μαζεύτηκε πολύ
τῶν κατὰ πόλιν ἐπιπορευομένων πλήθος και πήγαιναν προς αυτόν
πρὸς αὐτὸν εἶπε διὰ παραβολῆς· από διάφορες πόλεις, τους είπε με
παραβολή τα εξής:
5 ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι 5 «Εξήλθε ο σπορέας για να
τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρει το σπόρο του. Και ενώ
σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ αυτός έσπερνε, ένας σπόρος
τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ έπεσε δίπλα στην οδό και
πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν καταπατήθηκε, και τον
αὐτό· κατάφαγαν τα πετεινά του
ουρανού.
6 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν 6 Και άλλος κατάπεσε πάνω στην
πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ πέτρα και, όταν φύτρωσε,
τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· ξεράθηκε, επειδή δεν είχε
υγρασία.
7 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν 7 Και άλλος έπεσε στο μέσο των
ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ αγκαθιών και, όταν τα αγκάθια
ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. φύτρωσαν μαζί του, τον
απόπνιξαν.
8 καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν 8 Και άλλος έπεσε στη γη την
τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε αγαθή και, όταν φύτρωσε, έκανε
καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. καρπό εκατονταπλάσιο».
ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα Λέγοντας αυτά, φώναζε: «Όποιος
ἀκούειν ἀκουέτω.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Η’
έχει αυτιά για να ακούει ας
ακούει».
9 ᾿Επηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ 9 Τον ρωτούσαν λοιπόν οι
αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ μαθητές του τι μπορεί να
παραβολὴ αὕτη. σημαίνει αυτή η παραβολή.
10 ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι 10 Εκείνος είπε: «Σ’ εσάς έχει δοθεί
τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ να γνωρίσετε τα μυστήρια της
Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν βασιλείας του Θεού, αλλά στους
παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ λοιπούς λέγονται με παραβολές,
βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ για να μη βλέπουν βλέποντας και
συνιῶσιν. να μην καταλαβαίνουν
ακούγοντας».
11 ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ 11 «Αυτή λοιπόν είναι η ερμηνεία
σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· της παραβολής: Ο σπόρος είναι ο
λόγος του Θεού.
12 οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ 12 Οι σπόροι δίπλα στην οδό είναι
ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ εκείνοι που άκουσαν. Έπειτα
διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ έρχεται ο Διάβολος και αφαιρεί
τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ το λόγο από την καρδιά τους, για
πιστεύσαντες σωθῶσιν. να μην πιστέψουν και σωθούν.
13 οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν 13 Εκείνοι που έπεσαν πάνω στην
ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται πέτρα είναι αυτοί που, όταν
τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ρίζαν οὐκ ακούσουν, με χαρά δέχονται το
ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν λόγο, αλλά αυτοί δεν έχουν ρίζα,
πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ οι οποίοι πιστεύουν πρόσκαιρα
πειρασμοῦ ἀφίστανται. και απομακρύνονται σε καιρό
πειρασμού.
14 τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, 14 Εκείνο όμως που έπεσε στα
οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ αγκάθια, αυτοί είναι όσοι
ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ άκουσαν, αλλά επειδή
ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι πορεύονται κάτω από τις
συμπνίγονται καὶ οὐ μέριμνες και τον πλούτο και τις
τελεσφοροῦσι. ηδονές του βίου, συμπνίγονται
και δε φέρουν καρπό σε πλήρη
ωριμότητα.
15 τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν 15 Εκείνο που έπεσε στην καλή γη
οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ είναι αυτοί οι οποίοι με καρδιά
ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον καλή και αγαθή, όταν ακούσουν
κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν το λόγο, τον κατέχουν και
ὑπομονῇ. καρποφορούν με υπομονή».
16 Οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας 16 «Κανείς, λοιπόν, όταν ανάψει
καλύπτει αὐτὸν σκεύει ἢ λύχνο, δεν τον καλύπτει με
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Η’
ὑποκάτω κλίνης τίθησιν, ἀλλ᾿ ἐπὶ σκεύος ή τον θέτει κάτω από το
λυχνίας ἐπιτίθησιν, ἵνα οἱ κρεβάτι, αλλά τον θέτει πάνω στο
εἰσπορευόμενοι βλέπωσι τὸ φῶς. λυχνοστάτη, για να βλέπουν το
φως όσοι μπαίνουν μέσα.
17 οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ οὐ 17 Γιατί δεν υπάρχει κρυφό που δε
φανερὸν γενήσεται, οὐδὲ θα γίνει φανερό ούτε απόκρυφο
ἀπόκρυφον ὃ οὐ γνωσθήσεται που να μη γνωριστεί και να μην
καὶ εἰς φανερὸν ἔλθῃ. έρθει στο φανερό.
18 βλέπετε οὖν πῶς ἀκούετε· ὃς 18 Προσέχετε λοιπόν πώς ακούτε.
γὰρ ἐὰν ἔχῃ, δοθήσεται αὐτῷ, καὶ Γιατί σ’ όποιον έχει θα του δοθεί.
ὃς ἐὰν μὴ ἔχῃ, καὶ ὃ δοκεῖ ἔχειν αλλά σ’ όποιον δεν έχει, και αυτό
ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. που νομίζει ότι έχει θα αφαιρεθεί
από αυτόν».
19 Παρεγένοντο δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ 19 Παρουσιάστηκαν τότε προς
μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ αυτόν η μητέρα του και οι
οὐκ ἠδύναντο συντυχεῖν αὐτῷ αδελφοί του, αλλά δεν
διὰ τὸν ὄχλον. μπορούσαν να πάνε κοντά του
εξαιτίας του πλήθους.
20 καὶ ἀπηγγέλη αὐτῷ λεγόντων· 20 Του αναγγέλθηκε λοιπόν: «Η
ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου μητέρα σου και οι αδελφοί σου
ἑστήκασιν ἔξω ἰδεῖν σε θέλοντες. έχουν σταθεί έξω θέλοντας να σε
δουν».
21 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε πρὸς 21 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε
αὐτούς· μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί προς αυτούς: «Μητέρα μου και
μου οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ αδελφοί μου είναι αυτοί: όσοι
Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες ακούν και εφαρμόζουν το λόγο
αὐτόν. του Θεού».
22 Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν 22 Συνέβηκε, λοιπόν, σε μια από
καὶ αὐτὸς ἐνέβη εἰς πλοῖον καὶ οἱ τις ημέρες εκείνες, τότε αυτός να
μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ εἶπε πρὸς μπει σε πλοίο όπως και οι
αὐτούς· διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν μαθητές του και είπε προς
τῆς λίμνης· καὶ ἀνήχθησαν. αυτούς: «Ας περάσουμε αντίπερα
στη λίμνη». Και ανοίχτηκαν στο
πέλαγος.
23 πλεόντων δὲ αὐτῶν ἀφύπνωσε. 23 Ενώ λοιπόν αυτοί έπλεαν,
καὶ κατέβη λαῖλαψ ἀνέμου εἰς αποκοιμήθηκε. Και κατέβηκε
τὴν λίμνην, καὶ συνεπληροῦντο λαίλαπα ανέμου στη λίμνη και
καὶ ἐκινδύνευον. συνέχιζαν να γεμίζουν με νερά
και κινδύνευαν.
24 προσελθόντες δὲ διήγειραν 24 Πλησίασαν τότε και τον
αὐτὸν λέγοντες· ἐπιστάτα ξύπνησαν λέγοντας: «Επιστάτη,
ἐπιστάτα, ἀπολλύμεθα! ὁ δὲ επιστάτη, χανόμαστε». Εκείνος,
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Η’
ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τῷ ἀνέμῳ καὶ αφού σηκώθηκε, επιτίμησε τον
τῷ κλύδωνι τοῦ ὕδατος, καὶ άνεμο και την ταραχή του νερού.
ἐπαύσαντο, καὶ ἐγένετο γαλήνη. και έπαψαν και έγινε γαλήνη.
25 εἶπε δὲ αὐτοῖς· ποῦ ἐστιν ἡ 25 Τους είπε τότε: «Πού είναι η
πίστις ὑμῶν; φοβηθέντες δὲ πίστη σας;» Φοβήθηκαν λοιπόν
ἐθαύμασαν λέγοντες πρὸς και θαύμασαν, λέγοντας ο ένας
ἀλλήλους· τίς ἄρα οὗτός ἐστιν, προς τον άλλο: «Ποιος άραγε
ὅτι καὶ τοῖς ἀνέμοις ἐπιτάσσει καὶ είναι αυτός που και τους ανέμους
τῷ ὕδατι, καὶ ὑπακούουσιν αὐτῷ; διατάζει και το νερό, και αυτά τον
υπακούνε;»
26 Καὶ κατέπλευσεν εἰς τὴν 26 Και εισέπλευσαν στη χώρα
χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις των Γερασηνών, που είναι
ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας. αντίπερα από τη Γαλιλαία.
27 ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν 27 Όταν λοιπόν αυτός εξήλθε στη
ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς ξηρά, τον συνάντησε κάποιος
πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ άντρας από την πόλη που είχε
χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ δαιμόνια. Και για αρκετό χρόνο
ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ δεν ντύθηκε ρούχο και δεν έμενε
ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. σε οικία αλλά στα μνήματα.
28 ἰδὼν δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ 28 Όταν είδε λοιπόν τον Ιησού,
ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ έκραξε δυνατά και έπεσε
φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, μπροστά του και είπε με φωνή
᾿Ιησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; μεγάλη: «Τι σχέση έχουμε εγώ κι
δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. εσύ, Ιησού, Υιέ του Θεού του
ύψιστου; Σε παρακαλώ, μη με
βασανίσεις»
29 παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι 29 – γιατί παράγγειλε στο πνεύμα
τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ το ακάθαρτο να εξέλθει από τον
ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις άνθρωπο. Γιατί από πολλά
συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο χρόνια το δαιμόνιο τον είχε
ἁλύσεσι καὶ πέδαις αφαρπάξει, και τον έδεναν με
φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων αλυσίδες και τον φύλαγαν με
τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ ποδόδεσμα, και αυτός
δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. σπάζοντας τα δεσμά φερόταν
από το δαιμόνιο στις ερήμους.
30 ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς 30 Τον επερώτησε τότε ο Ιησούς:
λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ «Τι όνομα έχεις;» Εκείνος είπε:
εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ «Λεγεώνα», γιατί πολλά δαιμόνια
εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· εισήλθαν σ’ αυτόν.
31 καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ 31 Και τον παρακαλούσαν να μην
ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον τα διατάζει να πάνε στην
ἀπελθεῖν. άβυσσο.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Η’
32 ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων 32 Ήταν τότε εκεί μια αγέλη
ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· αρκετών χοίρων που έβοσκε στο
καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα όρος. Και τον παρακάλεσαν να
ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους τα επιτρέψει να εισέλθουν σ’
εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. εκείνους. και το επέτρεψε σ’
αυτά.
33 ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ 33 Αφού, λοιπόν, τα δαιμόνια
τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς εξήλθαν από τον άνθρωπο,
χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη εισήλθαν στους χοίρους, και
κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην όρμησε η αγέλη κάτω στο
καὶ ἀπεπνίγη. γκρεμό, στη λίμνη, και πνίγηκε.
34 ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ 34 Και όταν αυτοί που τους
γεγενημένον ἔφυγον, καὶ έβοσκαν είδαν το γεγονός,
ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς έφυγαν και το ανάγγειλαν στην
τοὺς ἀγρούς. πόλη και στους αγρούς.
35 ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, 35 Εξήλθαν, τότε, για να δουν το
καὶ ἦλθον πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ γεγονός, και ήρθαν προς τον
εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, Ιησού. Και βρήκαν τον άνθρωπο
ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, από τον οποίο εξήλθαν τα
ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα δαιμόνια να κάθεται ντυμένος
παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ, καὶ και σώφρονας δίπλα στα πόδια
ἐφοβήθησαν. του Ιησού, και φοβήθηκαν.
36 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ 36 Εκείνοι που το είδαν
ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ ανάγγειλαν τότε σ’ αυτούς πώς
δαιμονισθείς. σώθηκε ο δαιμονισμένος.
37 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ 37 Και τότε τον παρακάλεσε όλο
πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν το πλήθος της περιοχής των
Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, Γερασηνών να φύγει από αυτούς,
ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· γιατί τους κατείχε μεγάλος
αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον φόβος. Και αυτός, αφού μπήκε σ’
ὑπέστρεψεν. ένα πλοίο, επέστρεψε.
38 ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ 38 Τον παρακαλούσε όμως ο
ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν άντρας από τον οποίο είχαν
αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς εξέλθει τα δαιμόνια να μένει μαζί
λέγων· του. Αλλά ο Ιησούς του είπε να
φύγει, λέγοντας:
39 ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου 39 «Επέστρεφε στον οίκο σου και
καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ να διηγείσαι όσα σου έκανε ο
Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν Θεός». Και εκείνος έφυγε και
πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν πήγε σε όλη την πόλη,
αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς. διακηρύττοντας όσα του έκανε ο
Ιησούς.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Η’
40 ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ ὑποστρέψαι 40 Ενώ λοιπόν επέστρεφε ο
τὸν ᾿Ιησοῦν ἀπεδέξατο αὐτὸν ὁ Ιησούς, τον υποδέχτηκε το
ὄχλος· ἦσαν γὰρ πάντες πλήθος. γιατί όλοι τον
προσδοκῶντες αὐτόν. προσδοκούσαν συνεχώς.
41 καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα 41 Και ιδού, ήρθε ένας άντρας που
᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς είχε το όνομα Ιάϊρος, και αυτός
συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν ήταν άρχοντας της συναγωγής.
παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ Και αφού έπεσε δίπλα στα πόδια
παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς του Ιησού, τον παρακαλούσε να
τὸν οἶκον αὐτοῦ, εισέλθει στον οίκο του,
42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν 42 γιατί είχε μια θυγατέρα
αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη μονογενή, περίπου δώδεκα ετών,
ἀπέθνησκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν και αυτή πέθαινε. Ενώ λοιπόν
αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αυτός πήγαινε, τα πλήθη τον
αὐτόν. συνέπνιγαν.
43 καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει 43 Και μια γυναίκα που είχε ροή
αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις αίματος από δώδεκα έτη, η οποία
ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον σε γιατρούς κατανάλωσε όλη την
τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς περιουσία της και δεν μπόρεσε
θεραπευθῆναι, από κανέναν να θεραπευτεί,
44 προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο 44 αφού πλησίασε από πίσω του,
τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου άγγιξε το κράσπεδο του ρούχου
αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ του και αμέσως σταμάτησε η ροή
ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. του αίματός της.
45 καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· τίς ὁ 45 Και είπε ο Ιησούς: «Ποιος είναι
ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ αυτός που με άγγιξε;» Ενώ λοιπόν
πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν όλοι αρνούνταν, είπε ο Πέτρος:
αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι «Επιστάτη, τα πλήθη σε
συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, συμπιέζουν και σε συνθλίβουν».
καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;
46 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού 46 Ο Ιησούς όμως είπε: «Με
τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν άγγιξε κάποιος, γιατί εγώ
ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. κατάλαβα ότι δύναμη έχει
εξέλθει από εμένα».
47 ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ 47 Όταν είδε λοιπόν η γυναίκα ότι
ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ δε διέφυγε την προσοχή,
προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν τρέμοντας ήρθε και έπεσε
ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ μπροστά του και διηγήθηκε
ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς μπροστά σε όλο το λαό για ποια
ἰάθη παραχρῆμα. αιτία τον άγγιξε και πώς
γιατρεύτηκε αμέσως.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Η’
48 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, 48 Εκείνος της είπε: «Θυγατέρα
θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· μου, η πίστη σου σε έχει σώσει.
πορεύου εἰς εἰρήνην. πήγαινε με ειρήνη».
49 ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί 49 Ενώ αυτός μιλούσε ακόμη,
τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου έρχεται κάποιος από την οικία
λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ του αρχισυνάγωγου λέγοντας:
θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν «Η θυγατέρα σου έχει πεθάνει.
διδάσκαλον. μην ενοχλείς πια το δάσκαλο».
50 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας 50 Αλλά ο Ιησούς, όταν άκουσε,
ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· του αποκρίθηκε: «Μη φοβάσαι,
μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. μόνο πίστεψε, και θα σωθεί».
51 ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ 51 Όταν ήρθε λοιπόν στην οικία,
ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ δεν άφησε κανέναν να εισέλθει
Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ μαζί του παρά μόνο τον Πέτρο
᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο
παιδὸς καὶ τὴν μητέρα και τον πατέρα του παιδιού και
την μητέρα του.
52 ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ 52 Και όλοι έκλαιγαν και τη
ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ θρηνούσαν. Αυτός είπε: «Μην
κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ κλαίτε, γιατί δεν πέθανε αλλά
καθεύδει. κοιμάται».
53 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες 53 Και τον περιγελούσαν, γιατί
ὅτι ἀπέθανεν. ήξεραν ότι πέθανε.
54 αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας 54 Αυτός, όμως, αφού κράτησε το
καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς χέρι της, φώναξε λέγοντας:
ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. «Κορίτσι, σήκω».
55 καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα 55 Και επέστρεψε το πνεύμα της
αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, και σηκώθηκε αμέσως, και ο
καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι Ιησούς διέταξε να της δώσουν να
φαγεῖν. φάει.
56 καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. 56 Και έμειναν εκστατικοί οι
ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ γονείς της. Εκείνος τους
εἰπεῖν τὸ γεγονός. παράγγειλε να μην πουν σε
κανέναν το γεγονός.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Θ’
1 Συγκαλεσάμενος δὲ τοὺς 1 Αφού συγκάλεσε τότε τους
δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν δώδεκα, τους έδωσε δύναμη και
αὐτοῖς δύναμιν καὶ ἐξουσίαν ἐπὶ εξουσία πάνω σ’ όλα τα δαιμόνια,
πάντα τὰ δαιμόνια καὶ νόσους και να θεραπεύουν τις νόσους,
θεραπεύειν·
2 καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς 2 και τους απέστειλε να
κηρύσσειν τὴν βασιλείαν τοῦ κηρύττουν τη βασιλεία του Θεού
Θεοῦ καὶ ἰᾶσθαι τοὺς και να γιατρεύουν τους ασθενείς,
ἀσθενοῦντας,
3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· μηδὲν 3 και είπε προς αυτούς: «Τίποτα
αἴρετε εἰς τὴν ὁδόν, μήτε ράβδους μην παίρνετε στην οδό, μήτε
μήτε πήραν μήτε ἄρτον μήτε ράβδο μήτε σακίδιο μήτε άρτο
ἀργύριον μήτε ἀνὰ δύο χιτῶνας μήτε χρήματα μήτε να έχετε από
ἔχειν. δύο πουκάμισα.
4 καὶ εἰς ἣν ἂν οἰκίαν εἰσέλθητε, 4 Και σ’ όποια οικία εισέλθετε,
ἐκεῖ μένετε καὶ ἐκεῖθεν ἐξέρχεσθε. εκεί μένετε και από εκεί να
εξέρχεστε.
5 καὶ ὅσοι ἐὰν μὴ δέξωνται ὑμᾶς, 5 Και σε όσους δε σας δέχονται,
ἐξερχόμενοι ἀπὸ τῆς πόλεως όταν εξέρχεστε από εκείνη την
ἐκείνης καὶ τὸν κονιορτὸν ἀπὸ πόλη, αποτινάζετε τη σκόνη από
τῶν ποδῶν ὑμῶν ἀποτινάξατε εἰς τα πόδια σας ως μαρτυρία
μαρτύριον ἐπ᾿ αὐτούς. εναντίον τους».
6 ἐξερχόμενοι δὲ διήρχοντο κατὰ 6 Όταν εξέρχονταν, λοιπόν,
τὰς κώμας εὐαγγελιζόμενοι καὶ περνούσαν από χωριό σε χωριό
θεραπεύοντες πανταχοῦ. ευαγγελιζόμενοι και
θεραπεύοντας παντού.
7 ῎Ηκουσε δὲ ῾Ηρῴδης ὁ 7 Άκουσε τότε ο Ηρώδης ο
τετράρχης τὰ γινόμενα ὑπ᾿ αὐτοῦ τετράρχης όλα αυτά που
πάντα, καὶ διηπόρει διὰ τὸ γίνονταν και απορούσε πολύ,
λέγεσθαι ὑπό τινων ὅτι ᾿Ιωάννης επειδή μερικοί έλεγαν ότι ο
ἐγήγερται ἐκ τῶν νεκρῶν, Ιωάννης εγέρθηκε από τους
νεκρούς
8 ὑπό τινων δὲ ὅτι ᾿Ηλίας ἐφάνη, 8 και μερικοί ότι φάνηκε ο Ηλίας,
ἄλλων δὲ ὅτι προφήτης τις τῶν άλλοι πάλι ότι αναστήθηκε
ἀρχαίων ἀνέστη. κάποιος προφήτης από τους
αρχαίους.
9 καὶ εἶπεν ὁ ῾Ηρῴδης· ᾿Ιωάννην 9 Είπε τότε ο Ηρώδης: «Τον
ἐγὼ ἀπεκεφάλισα· τίς δέ ἐστιν Ιωάννη εγώ τον αποκεφάλισα.
οὗτος περὶ οὗ ἐγὼ ἀκούω Ποιος είναι λοιπόν αυτός για τον
τοιαῦτα; καὶ ἐζήτει ἰδεῖν αὐτόν. οποίο ακούω τέτοια πράγματα;»
Και ζητούσε να τον δει.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Θ’
10 Καὶ ὑποστρέψαντες οἱ 10 Και όταν επέστρεψαν οι
ἀπόστολοι διηγήσαντο αὐτῷ ὅσα απόστολοι, του διηγήθηκαν όσα
ἐποίησαν. καὶ παραλαβὼν έκαναν. Και ο Ιησούς, αφού τους
αὐτοὺς ὑπεχώρησε κατ᾿ ἰδίαν εἰς παράλαβε, αναχώρησε
τόπον ἔρημον πόλεως ιδιαιτέρως σε μια πόλη που
καλουμένης Βηθσαϊδά. καλείται Βηθσαϊδά.
11 οἱ δὲ ὄχλοι γνόντες 11 Αλλά τα πλήθη, όταν το
ἠκολούθησαν αὐτῷ, καὶ έμαθαν, τον ακολούθησαν. Και
δεξάμενος αὐτοὺς ἐλάλει αὐτοῖς τους δέχτηκε και τους μιλούσε
περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ για τη βασιλεία του Θεού, και
τοὺς χρείαν ἔχοντας θεραπείας γιάτρευε όσους είχαν ανάγκη
ἰάσατο. θεραπείας.
12 ῾Η δὲ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν· 12 Η ημέρα όμως άρχισε να
προσελθόντες δὲ οἱ δώδεκα εἶπον γέρνει. τον πλησίασαν τότε οι
αὐτῷ· ἀπόλυσον τὸν ὄχλον, ἵνα δώδεκα και του είπαν: «Απόλυσε
πορευθέντες εἰς τὰς κύκλῳ το πλήθος, για να πορευτούν στα
κώμας καὶ τοὺς ἀγροὺς γύρω χωριά και στους αγρούς
καταλύσωσι καὶ εὕρωσιν και να έχουν κατάλυμα και να
ἐπισιτισμόν, ὅτι ὧδε ἐν ἐρήμῳ βρουν τρόφιμα, γιατί εδώ είμαστε
τόπῳ ἐσμέν. σε έρημο τόπο».
13 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· δότε 13 Είπε τότε προς αυτούς: «Δώστε
αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. οἱ δὲ εἶπον· τους εσείς να φάνε». Εκείνοι
οὐκ εἰσὶν ἡμῖν πλεῖον ἢ πέντε είπαν: «Δεν υπάρχουν σ’ εμάς
ἄρτοι καὶ ἰχθύες δύο, εἰ μήτι περισσότερο από πέντε άρτους
πορευθέντες ἡμεῖς ἀγοράσωμεν και δύο ψάρια, εκτός κι αν εμείς
εἰς πάντα τὸν λαὸν τοῦτον πορευτούμε να αγοράσουμε για
βρώματα· όλο το λαό τούτο τροφές».
14 ἦσαν γὰρ ὡσεὶ ἄνδρες 14 Γιατί ήταν περίπου πέντε
πεντακισχίλιοι. εἶπε δὲ πρὸς τοὺς χιλιάδες άντρες. Είπε τότε προς
μαθητὰς αὐτοῦ· κατακλίνατε τους μαθητές του: «Βάλτε τους να
αὐτοὺς κλισίας ἀνὰ πεντήκοντα. κατακλιθούν σε ομάδες περίπου
ανά πενήντα».
15 καὶ ἐποίησαν οὕτω καὶ 15 Και έκαναν έτσι και τους
ἀνέκλιναν ἅπαντας. έβαλαν να κατακλιθούν όλους.
16 λαβὼν δὲ τοὺς πέντε ἄρτους 16 Αφού έλαβε τότε τους πέντε
καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας άρτους και τα δύο ψάρια, σήκωσε
εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησεν πάνω το βλέμμα του στον ουρανό
αὐτοὺς καὶ κατέκλασε, καὶ και τα ευλόγησε και τα κατάκοψε
ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς παραθεῖναι με τα χέρια και έδινε στους
τῷ ὄχλῳ. μαθητές να τα παραθέσουν στο
πλήθος.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Θ’
17 καὶ ἔφαγον καὶ ἐχορτάσθησαν 17 Και έφαγαν και χόρτασαν
πάντες, καὶ ἤρθη τὸ περισσεῦσαν όλοι, και σήκωσαν σε δώδεκα
αὐτοῖς κλασμάτων κόφινοι κοφίνια ό,τι περίσσεψε σ’ αυτούς
δώδεκα. από τα κομμάτια.
18 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν 18 Και συνέβηκε να είναι μαζί του
προσευχόμενον καταμόνας, και οι μαθητές, ενώ αυτός ήταν
συνῆσαν αὐτῷ οἱ μαθηταί, καὶ μόνος του και προσευχόταν. Και
ἐπηρώτησεν αὐτοὺς λέγων· τίνα τους ρώτησε λέγοντας: «Ποιος με
με λέγουσιν οἱ ὄχλοι εἶναι; λένε τα πλήθη πως είμαι;»
19 οἱ δὲ ἀποκριθέντες εἶπον· 19 Εκείνοι αποκρίθηκαν και
᾿Ιωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι είπαν: «Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής,
δὲ ᾿Ηλίαν, ἄλλοι δὲ ὅτι προφήτης και άλλοι ο Ηλίας, άλλοι πάλι ότι
τις τῶν ἀρχαίων ἀνέστη. αναστήθηκε κάποιος προφήτης
από τους αρχαίους».
20 εἶπε δὲ αὐτοῖς· ὑμεῖς δὲ τίνα μὲ 20 Είπε τότε σ’ αυτούς: «Κι εσείς
λέγετε εἶναι; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ποιος λέτε πως είμαι;» Ο Πέτρος,
Πέτρος εἶπε· τὸν Χριστὸν τοῦ λοιπόν, αποκρίθηκε και είπε: «Ο
Θεοῦ. Χριστός του Θεού».
21 ῾Ο δὲ ἐπιτιμήσας αὐτοῖς 21 Εκείνος, αφού τους επιτίμησε,
παρήγγειλε μηδενὶ λέγειν τοῦτο, παράγγειλε σε κανέναν να μη
λένε αυτό
22 εἰπὼν ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ 22 και είπε ότι πρέπει ο Υιός του
ἀνθρώπου πολλὰ παθεῖν καὶ ανθρώπου να πάθει πολλά και να
ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῶν αποδοκιμαστεί από τους
πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων καὶ πρεσβυτέρους και τους αρχιερείς
γραμματέων, καὶ ἀποκτανθῆναι, και τους γραμματείς και να
καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι. σκοτωθεί, και την τρίτη ημέρα να
εγερθεί.
23 ῎Ελεγε δὲ πρὸς πάντας· εἴ τις 23 Έλεγε λοιπόν προς όλους: «Αν
θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, κάποιος θέλει να έρχεται πίσω
ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω μου, ας αρνηθεί τον εαυτό του και
τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν ας σηκώσει το σταυρό του κάθε
καὶ ἀκολουθείτω μοι. ημέρα και ας με ακολουθεί.
24 ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν 24 Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη
αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς ζωή του θα τη χάσει. Όποιος
δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ όμως χάσει τη ζωή του εξαιτίας
ἕνεκεν ἐμοῦ, οὗτος σώσει αὐτήν. μου, αυτός θα τη σώσει.
25 τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος 25 Γιατί τι ωφελείται ο άνθρωπος
κερδήσας τὸν κόσμον ὅλον, αν κερδίσει όλο τον κόσμο, αλλά
ἑαυτὸν δὲ ἀπολέσας ἢ ζημιωθείς; χάσει ή ζημιωθεί τον εαυτό του;
26 ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ 26 Γιατί όποιος ντραπεί εμένα και
τοὺς ἐμοὺς λόγους, τοῦτον ὁ υἱὸς τους δικούς μου λόγους, γι’ αυτόν
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Θ’
τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται θα αισθανθεί ντροπή ο Υιός του
ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ ανθρώπου, όταν έρθει μέσα στη
τοῦ πατρὸς καὶ τῶν ἁγίων δόξα τη δική του και του Πατέρα
ἀγγέλων. του και των άγιων αγγέλων.
27 λέγω δὲ ὑμῖν ἀληθῶς, εἰσί τινες 27 Σας λέω όμως αληθινά: είναι
τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἳ οὐ μὴ μερικοί που έχουν σταθεί εδώ οι
γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι οποίοι δε θα γευτούν θάνατο,
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. ωσότου δουν τη βασιλεία του
Θεού».
28 ᾿Εγένετο δὲ μετὰ τοὺς λόγους 28 Και συνέβηκε μετά τα λόγια
τούτους ὡσεὶ ἡμέραι ὀκτὼ καὶ αυτά να περάσουν περίπου οχτώ
παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ ημέρες, και τότε παράλαβε τον
᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον ἀνέβη εἰς Πέτρο και τον Ιωάννη και τον
τὸ ὄρος προσεύξασθαι. Ιάκωβο και ανέβηκε στο όρος για
να προσευχηθεί.
29 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ 29 Και ενώ αυτός προσευχόταν,
προσεύχεσθαι αὐτὸν τὸ εἶδος τοῦ έγινε η όψη του προσώπου του
προσώπου αὐτοῦ ἕτερον καὶ ὁ διαφορετική και ο ιματισμός του
ἱματισμὸς αὐτοῦ λευκὸς έγινε λευκός και αστραφτερός.
ἐξαστράπτων.
30 καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο 30 Και ιδού, δύο άντρες
συνελάλουν αὐτῷ, οἵτινες ἦσαν συνομιλούσαν με αυτόν, οι οποίοι
Μωϋσῆς καὶ ᾿Ηλίας, ήταν ο Μωυσής και ο Ηλίας,
31 οἳ ὀφθέντες ἐν δόξῃ ἔλεγον τὴν 31 που εμφανίστηκαν με δόξα και
ἔξοδον αὐτοῦ ἣν ἔμελλε πληροῦν μιλούσαν για την έξοδό του από
ἐν ῾Ιερουσαλήμ. τον κόσμο, την οποία έμελλε να
εκπληρώνει στην Ιερουσαλήμ.
32 ὁ δὲ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ 32 Αλλά ο Πέτρος και όσοι ήταν
ἦσαν βεβαρημένοι ὕπνῳ· μαζί του, κοιμούνταν με βαρύ
διαγρηγορήσαντες δὲ εἶδον τὴν ύπνο. Όταν όμως ξύπνησαν
δόξαν αὐτοῦ καὶ τοὺς δύο ἄνδρας εντελώς, είδαν τη δόξα του και
τοὺς συνεστῶτας αὐτῷ. τους δύο άντρες που είχαν σταθεί
μαζί του.
33 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ 33 Και συνέβηκε, καθώς αυτοί
διαχωρίζεσθαι αὐτοὺς ἀπ᾿ αὐτοῦ χωρίζονταν από αυτόν, να πει ο
εἶπεν ὁ Πέτρος πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Πέτρος προς τον Ιησού:
ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε «Επιστάτη, είναι καλό για μας
εἶναι· καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς εδώ να είμαστε. ας κάνουμε
τρεῖς, μίαν σοὶ καὶ μίαν Μωϋσεῖ λοιπόν τρεις σκηνές, μία για σένα
καὶ μίαν ᾿Ηλίᾳ, μὴ εἰδὼς ὃ λέγει. και μία για το Μωυσή και μία για
τον Ηλία» – μην ξέροντας τι λέει.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Θ’
34 ταῦτα δὲ αὐτοῦ λέγοντος 34 Ενώ λοιπόν έλεγε αυτά, έγινε
ἐγένετο νεφέλη καὶ ἐπεσκίασεν νεφέλη και τους επισκίαζε.
αὐτούς· ἐφοβήθησαν δὲ ἐν τῷ Φοβήθηκαν, τότε, καθώς
εἰσελθεῖν ἐκείνους εἰς τὴν εισήλθαν στη νεφέλη.
νεφέλην·
35 καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῆς 35 Και μια φωνή έγινε από τη
νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ νεφέλη που έλεγε: αυτός είναι ο
υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ Υιός μου ο εκλεγμένος, αυτόν να
ἀκούετε. ακούτε».
36 καὶ ἐν τῷ γενέσθαι τὴν φωνὴν 36 Και καθώς έγινε η φωνή,
εὑρέθη ὁ ᾿Ιησοῦς μόνος. καὶ αὐτοὶ βρέθηκε ο Ιησούς μόνος. Και
ἐσίγησαν καὶ οὐδενὶ ἀπήγγειλαν αυτοί σώπασαν και σε κανέναν
ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις οὐδὲν ὧν δεν ανάγγειλαν εκείνες τις
ἑωράκασιν. ημέρες τίποτα απ’ όσα είχαν δει.
37 ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῇ ἑξῆς ἡμέρᾳ 37 Συνέβηκε, τότε, την επόμενη
κατελθόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ημέρα, όταν αυτοί κατέβηκαν
ὄρους συνήντησεν αὐτῷ ὄχλος από το όρος, να τον συναντήσει
πολύς. πολύ πλήθος.
38 καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἀπὸ τοῦ ὄχλου 38 Και ιδού, ένας άντρας από το
ἀνεβόησε λέγων· διδάσκαλε, πλήθος φώναξε λέγοντας:
δέομαί σου, ἐπίβλεψον ἐπὶ τὸν «Δάσκαλε, σε παρακαλώ να
υἱόν μου, ὅτι μονογενής μοί ἐστι· επιβλέψεις στο γιο μου, γιατί μού
3 είναι μονογενής.
9 καὶ ἰδοὺ πνεῦμα λαμβάνει 39 Και ιδού, ένα πνεύμα τον
αὐτόν, καὶ ἐξαίφνης κράζει καὶ καταλαμβάνει και ξαφνικά
σπαράσσει αὐτὸν μετὰ ἀφροῦ, κράζει και τον σπαράζει με αφρό
καὶ μόγις ἀποχωρεῖ ἀπ᾿ αὐτοῦ και αποχωρεί με δυσκολία από
συντρῖβον αὐτόν· αυτόν, αφού τον συντρίβει.
40 καὶ ἐδεήθην τῶν μαθητῶν σου 40 Και παρακάλεσα τους μαθητές
ἵνα ἐκβάλωσιν αὐτό, καὶ οὐκ σου να το βγάλουν, αλλά δεν
ἠδυνήθησαν. μπόρεσαν».
41 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· 41 Ο Ιησούς, τότε, αποκρίθηκε
ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ και είπε: «Ω γενιά άπιστη και
διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι διεστραμμένη, ως πότε θα είμαι
πρὸς ὑμᾶς καὶ ἀνέξομαι ὑμῶν; κοντά σας και θα σας ανέχομαι;
προσάγαγε τὸν υἱόν σου ὧδε. Οδήγησε προς τα εδώ το γιο
σου».
42 ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ 42 Και ενώ αυτός πλησίαζε
ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ ακόμη, τον έριξε κάτω το
συνεσπάραξεν· ἐπετίμησε δὲ ὁ δαιμόνιο και τον σπάραξε
᾿Ιησοῦς τῷ πνεύματι τῷ δυνατά. Επιτίμησε τότε ο Ιησούς
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Θ’
ἀκαθάρτῳ, καὶ ἰάσατο τὸν παῖδα το πνεύμα το ακάθαρτο και
καὶ ἀπέδωκεν αὐτὸν τῷ πατρὶ γιάτρεψε το παιδί και το
αὐτοῦ. απόδωσε στον πατέρα του.
43 ἐξεπλήσσοντο δὲ πάντες ἐπὶ τῇ 43 Και εκπλήσσονταν όλοι για τη
μεγαλειότητι τοῦ Θεοῦ. Πάντων μεγαλειότητα του Θεού. Ενώ
δὲ θαυμαζόντων ἐπὶ πᾶσιν οἷς λοιπόν όλοι θαύμαζαν για όλα
ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶπε πρὸς όσα έκανε, είπε προς τους
τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· μαθητές του:
44 θέσθε ὑμεῖς εἰς τὰ ὦτα ὑμῶν 44 «Βάλτε εσείς στ’ αυτιά σας τα
τοὺς λόγους τούτους· ὁ γὰρ υἱὸς λόγια αυτά: πράγματι, ο Υιός του
τοῦ ἀνθρώπου μέλλει ανθρώπου μέλλει να παραδίνεται
παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας σε χέρια ανθρώπων».
ἀνθρώπων.
45 οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ρῆμα τοῦτο, 45 Εκείνοι δεν καταλάβαιναν
καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ᾿ αυτόν το λόγο και ήταν
αὐτῶν ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτό, καλυμμένος γι’ αυτούς, για να
καὶ ἐφοβοῦντο ἐρωτῆσαι αὐτὸν μην τον κατανοήσουν. Και
περὶ τοῦ ρήματος τούτου. φοβούνταν να
46 Εἰσῆλθε δὲ διαλογισμὸς ἐν 46 Εισήλθε κάποτε μια σκέψη σ’
αὐτοῖς, τὸ τίς ἂν εἴη μείζων αυτούς, για το ποιος από αυτούς
αὐτῶν. μπορεί να είναι μεγαλύτερος.
47 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἰδὼν τὸν 47 Ο Ιησούς, τότε, επειδή ήξερε το
διαλογισμὸν τῆς καρδίας αὐτῶν, διαλογισμό της καρδιάς τους,
ἐπιλαβόμενος παιδίου ἔστησεν αφού πήρε ένα παιδί, το έστησε
αὐτὸ παρ᾿ ἑαυτῷ δίπλα του
48 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὃς ἐὰν 48 και τους είπε: «Όποιος δεχτεί
δέξηται τοῦτο τὸ παιδίον ἐπὶ τῷ τούτο το παιδί στο όνομά μου
ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται, καὶ ὃς δέχεται εμένα. Και όποιος δεχτεί
ἐὰν ἐμὲ δέξηται, δέχεται τὸν εμένα δέχεται αυτόν που με
ἀποστείλαντά με. ὁ γὰρ απέστειλε. Γιατί όποιος είναι
μικρότερος ἐν πᾶσιν ὑμῖν μικρότερος μεταξύ όλων σας,
ὑπάρχων, οὗτός ἐστι μέγας. αυτός είναι μεγάλος».
49 ᾿Αποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιωάννης 49 Αποκρίθηκε τότε ο Ιωάννης
εἶπεν· ἐπιστάτα, εἴδομέν τινα ἐπὶ και του είπε: «Επιστάτη, είδαμε
τῷ ὀνόματί σου ἐκβάλλοντα κάποιον να βγάζει δαιμόνια στο
δαιμόνια, καὶ ἐκωλύσαμεν αὐτόν, όνομά σου και τον εμποδίζαμε,
ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖ μεθ᾿ ἡμῶν. γιατί δεν ακολουθεί μαζί μας».
50 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς· 50 Είπε όμως προς αυτόν ο
μὴ κωλύετε· οὐ γάρ ἐστι καθ᾿ Ιησούς: «Μην τον εμποδίζετε.
ὑμῶν· ὃς γὰρ οὐκ ἔστι καθ᾿ ὑμῶν, επειδή όποιος δεν είναι εναντίον
ὑπὲρ ὑμῶν ἐστιν. σας είναι με το μέρος σας».
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Θ’
51 ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ 51 Συνέβηκε λοιπόν, ενώ
συμπληροῦσθαι τὰς ἡμέρας τῆς συμπληρώνονταν οι ημέρες της
ἀναλήψεως αὐτοῦ καὶ αὐτὸς αναλήψεώς του, τότε αυτός να
ἐστήριξε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ τοῦ πάρει τη σταθερή απόφαση να
πορεύεσθαι εἰς ῾Ιερουσαλήμ, πορευτεί στην Ιερουσαλήμ.
52 καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸ 52 Και απέστειλε αγγελιοφόρους
προσώπου αὐτοῦ. καὶ πριν από το πρόσωπό του. Και
πορευθέντες εἰσῆλθον εἰς κώμην αυτοί πορεύτηκαν και εισήλθαν
Σαμαρειτῶν, ὥστε ἑτοιμάσαι σ’ ένα χωριό Σαμαρειτών, ώστε
αὐτῷ· να του ετοιμάσουν κατάλυμα.
53 καὶ οὐκ ἐδέξαντο αὐτόν, ὅτι τὸ 53 Αλλά δεν τον δέχτηκαν, γιατί
πρόσωπον αὐτοῦ ἦν το πρόσωπό του πορευόταν στην
πορευόμενον εἰς ῾Ιερουσαλήμ. Ιερουσαλήμ.
54 ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ 54 Όταν το είδαν τότε οι μαθητές
᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης εἶπον· Ιάκωβος και Ιωάννης, είπαν:
Κύριε, θέλεις εἴπωμεν πῦρ «Κύριε, θέλεις να πούμε να
καταβῆναι ἀπὸ οὐρανοῦ καὶ κατεβεί φωτιά από τον ουρανό
ἀναλῶσαι αὐτούς, ὡς καὶ ᾿Ηλίας και να τους αφανίσει όπως και ο
ἐποίησε; Ηλίας έκανε;»
55 στραφεὶς δὲ ἐπετίμησεν αὐτοῖς 55 Στράφηκε τότε και τους
καὶ εἶπεν· οὐκ οἴδατε ποίου επιτίμησε και είπε: «Δεν ξέρετε
πνεύματός ἐστε ὑμεῖς· ποιανού πνεύματος είστε εσείς.
56 ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε 56 Γιατί ο Υιός του ανθρώπου δεν
ψυχὰς ἀνθρώπων ἀπολέσαι, ήρθε, για να καταστρέψει ψυχές
ἀλλὰ σῶσαι. καὶ ἐπορεύθησαν εἰς ανθρώπων, αλλά για να σώσει».
ἑτέραν κώμην. Και πορεύτηκαν σε άλλο χωριό.
57 ᾿Εγένετο δὲ πορευομένων 57 Και ενώ αυτοί βάδιζαν στο
αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ εἶπέ τις πρὸς δρόμο, είπε κάποιος προς αυτόν:
αὐτόν· ἀκολουθήσω σοι ὅπου ἐὰν «Θα σε ακολουθήσω όπου κι αν
ἀπέρχῃ, Κύριε. πηγαίνεις».
58 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· αἱ 58 Και ο Ιησούς του είπε: «Οι
ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ αλεπούδες έχουν φωλιές και τα
πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ πετεινά του ουρανού προσωρινές
κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ κατοικίες, αλλά ο Υιός του
ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν ανθρώπου δεν έχει πού να γείρει
κεφαλὴν κλίνῃ. το κεφάλι του».
59 Εἶπε δὲ πρὸς ἕτερον· ἀκολούθει 59 Είπε πάλι προς άλλον:
μοι· ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι «Ακολούθα με». Εκείνος
ἀπελθόντι πρῶτον θάψαι τὸν απάντησε: «Κύριε, επίτρεψέ μου
πατέρα μου. να πάω πρώτα να θάψω τον
πατέρα μου».
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Θ’
60 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄφες 60 Του είπε τότε: «Άφησε τους
τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς να θάψουν τους δικούς
νεκρούς· σὺ δὲ ἀπελθὼν τους νεκρούς, εσύ όμως να πας
διάγγελλε τὴν βασιλείαν τοῦ και να αναγγέλλεις τη βασιλεία
Θεοῦ. του Θεού».
61 Εἶπε δὲ καὶ ἕτερος· 61 Είπε πάλι και άλλος: «Θα σε
ἀκολουθήσω σοι, Κύριε· πρῶτον ακολουθήσω, Κύριε. αλλά πρώτα
δὲ ἐπίτρεψόν μοι ἀποτάξασθαι επίτρεψέ μου να αποχαιρετήσω
τοῖς εἰς τὸν οἶκόν μου. αυτούς που είναι στον οίκο μου».
62 εἶπε δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς πρὸς αὐτόν· 62 Είπε όμως προς αυτόν ο
οὐδεὶς ἐπιβαλὼν τὴν χεῖρα αὐτοῦ Ιησούς: «Κανείς που έβαλε το χέρι
ἐπ᾿ ἄροτρον καὶ βλέπων εἰς τὰ πάνω σε άροτρο και βλέπει προς
ὀπίσω εὔθετός ἐστιν εἰς τὴν τα πίσω δεν είναι κατάλληλος
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. για τη βασιλεία του Θεού».
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Ι’
1 Μετὰ δὲ ταῦτα ἀνέδειξεν ὁ 1 Μετά λοιπόν από αυτά, ο Κύριος
Κύριος καὶ ἑτέρους ἑβδομήκοντα, ανάδειξε άλλους εβδομήντα δύο,
καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ δύο και τους απέστειλε ανά δύο-δύο
πρὸ προσώπου αὐτοῦ εἰς πᾶσαν μπροστά από το πρόσωπό του σε
πόλιν καὶ τόπον οὗ ἤμελλεν κάθε πόλη και τόπο όπου έμελλε
αὐτὸς ἔρχεσθαι. αυτός να έρχεται.
2 ἔλεγεν οὖν πρὸς αὐτούς· ὁ μὲν 2 Έλεγε τότε προς αυτούς:
θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται «Αφενός ο θερισμός είναι πολύς,
ὀλίγοι· δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου αφετέρου οι εργάτες λίγοι.
τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ Δεηθείτε, λοιπόν, στον Κύριο του
ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ. θερισμού, για να βγάλει εργάτες
στο θερισμό του.
3 ὑπάγετε· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω 3 Πηγαίνετε. ιδού, σας
ὑμᾶς ὡς ἄρνας ἐν μέσῳ λύκων. αποστέλλω σαν αρνιά στο μέσο
λύκων.
4 μὴ βαστάζετε βαλάντιον, μὴ 4 Μη βαστάτε πορτοφόλι, μήτε
πήραν, μηδὲ ὑποδήματα, καὶ σακίδιο, μήτε υποδήματα, και
μηδένα κατὰ τὴν ὁδὸν κανέναν μη χαιρετήσετε στο
ἀσπάσησθε. δρόμο.
5 εἰς ἣν δ᾿ ἂν οἰκίαν εἰσέρχησθε, 5 Και σ’ όποια οικία εισέλθετε,
πρῶτον λέγετε· εἰρήνη τῷ οἴκῳ πρώτα λέτε: “Ειρήνη στον οίκο
τούτῳ. τούτο”.
6 καὶ ἐὰν ᾖ ἐκεῖ υἱὸς εἰρήνης, 6 Και αν εκεί είναι γιος ειρήνης,
ἐπαναπαύσεται ἐπ᾿ αὐτὸν ἡ θα επαναπαυτεί πάνω του η
εἰρήνη ὑμῶν· εἰ δὲ μήγε, ἐφ᾿ ὑμᾶς ειρήνη σας. Ειδεμή, βέβαια, πάνω
ἐπανακάμψει. σας θα ξαναγυρίσει.
7 ἐν αὐτῇ δὲ τῇ οἰκίᾳ μένετε 7 Σ’ αυτή λοιπόν την οικία μένετε
ἐσθίοντες καὶ πίνοντες τὰ παρ᾿ τρώγοντας και πίνοντας τα
αὐτῶν· ἄξιος γὰρ ὁ ἐργάτης τοῦ φαγητά από αυτούς. γιατί ο
μισθοῦ αὐτοῦ ἐστι· μὴ εργάτης είναι άξιος του μισθού
μεταβαίνετε ἐξ οἰκίας εἰς οἰκίαν. του. Μην πηγαίνετε από οικία σε
οικία.
8 καὶ εἰς ἣν ἂν πόλιν εἰσέρχησθε 8 Και σ’ όποια πόλη εισέρχεστε
καὶ δέχωνται ὑμᾶς, ἐσθίετε τὰ και σας δέχονται, τρώτε αυτά που
παρατιθέμενα ὑμῖν, σας παραθέτουν
9 καὶ θεραπεύετε τοὺς ἐν αὐτῇ 9 και θεραπεύετε τους ασθενείς
ἀσθενεῖς, καὶ λέγετε αὐτοῖς· μέσα σ’ αυτήν και να τους λέτε:
ἤγγικεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ “Έχει πλησιάσει σ’ εσάς η
Θεοῦ. βασιλεία του Θεού”.
10 εἰς ἣν δ᾿ ἂν πόλιν εἰσέρχησθε 10 Αλλά σ’ όποια πόλη εισέλθετε
καὶ μὴ δέχωνται ὑμᾶς, και δε σας δέχονται, αφού
εξέλθετε στις πλατείες της, πείτε:
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Ι’
ἐξελθόντες εἰς τὰς πλατείας
αὐτῆς εἴπατε·
11 καὶ τὸν κονιορτὸν τὸν 11 “Και τη σκόνη που μας
κολληθέντα ἡμῖν ἀπὸ τῆς κολλήθηκε από την πόλη σας
πόλεως ὑμῶν εἰς τοὺς πόδας στα πόδια την τινάζουμε σ’ εσάς.
ἡμῶν ἀπομασσόμεθα ὑμῖν· πλὴν Όμως αυτό να γνωρίζετε: ότι έχει
τοῦτο γινώσκετε, ὅτι ἤγγικεν ἐφ᾿ πλησιάσει η βασιλεία του Θεού”.
ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
12 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι Σοδόμοις ἐν τῇ 12 Σας λέω ότι για τα Σόδομα
ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀνεκτότερον ἔσται κατά την ημέρα εκείνη της
ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ. κρίσης θα υπάρχει περισσότερη
ανεκτικότητα παρά για την πόλη
εκείνη».
13 οὐαί σοι, Χοραζίν, οὐαί σοι, 13 «Αλίμονο σ’ εσένα, Χοραζίν.
Βηθσαϊδά· ὅτι εἰ ἐν Τύρῳ καὶ αλίμονο σ’ εσένα, Βηθσαϊδά.
Σιδῶνι ἐγένοντο αἱ δυνάμεις αἱ Γιατί αν μέσα στην Τύρο και στη
γενόμεναι ἐν ὑμῖν, πάλαι ἂν ἐν Σιδώνα γίνονταν οι
σάκκῳ καὶ σποδῷ καθήμενοι θαυματουργικές δυνάμεις που
μετενόησαν. έγιναν σ’ εσάς, θα είχαν
μετανοήσει από πολύ καιρό
καθισμένοι με σάκο και στάχτη.
14 πλὴν Τύρῳ καὶ Σιδῶνι 14 Όμως για την Τύρο και για τη
ἀνεκτότερον ἔσται ἐν τῇ κρίσει ἢ Σιδώνα θα υπάρχει περισσότερη
ὑμῖν. ανεκτικότητα κατά την κρίση
παρά για σας.
15 καὶ σύ, Καπερναούμ, ἡ ἕως τοῦ 15 Κι εσύ Καπερναούμ, μήπως ως
οὐρανοῦ ὑψωθεῖσα, ἕως ᾅδου τον ουρανό θα υψωθείς; Ως τον
καταβιβασθήσῃ. άδη θα κατεβείς!
16 ῾Ο ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, 16 Όποιος ακούει εσάς ακούει
καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ εμένα. και όποιος απορρίπτει
ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν εσάς απορρίπτει εμένα. Και
ἀποστείλαντά με. όποιος απορρίπτει εμένα,
απορρίπτει αυτόν που με
απέστειλε».
17 ῾Υπέστρεψαν δὲ οἱ 17 Επέστρεψαν, λοιπόν, οι
ἑβδομήκοντα μετὰ χαρᾶς εβδομήντα δύο με χαρά,
λέγοντες· Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια λέγοντας: «Κύριε, και τα
ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί δαιμόνια υποτάσσονται σ’ εμάς
σου. στο όνομά σου».
18 Εἶπε δὲ αὐτοῖς· ἐθεώρουν τὸν 18 Είπε τότε σ’ αυτούς: «Έβλεπα
σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ το Σατανά που έπεσε σαν
οὐρανοῦ πεσόντα. αστραπή από τον ουρανό.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Ι’
19 ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν 19 Ιδού, σας έχω δώσει την
τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια
σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν και σε σκορπιούς, και πάνω σε
δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν όλη τη δύναμη του εχθρού, και
ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ. τίποτα δε θα σας βλάψει.
20 πλὴν ἐν τούτῳ μὴ χαίρετε, ὅτι 20 Όμως γι’ αυτό να μη χαίρετε,
τὰ πνεύματα ὑμῖν ὑποτάσσεται· επειδή τα πνεύματα σας
χαίρετε δὲ ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν υποτάσσονται, αλλά να χαίρετε
ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς. επειδή τα ονόματά σας έχουν
εγγραφεί στους ουρανούς».
21 ᾿Εν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠγαλλιάσατο 21 Αυτήν την ώρα ο Ιησούς
τῷ πνεύματι ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν· αγαλλίασε στο Πνεύμα το Άγιο
ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε και είπε: «Ομολογώ τη δόξα σου,
τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι Πατέρα, Κύριε του ουρανού και
ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν της γης, γιατί απέκρυψες αυτά
καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας από σοφούς και συνετούς και τα
αὐτὰ νηπίοις· ναί, ὁ πατήρ, ὅτι αποκάλυψες σε νήπια. Ναι,
οὕτως ἐγένετο εὐδοκία Πατέρα, γιατί έτσι
ἔμπροσθέν σου. ευαρεστήθηκες.
22 καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς 22 Όλα μου παραδόθηκαν από
μαθητὰς εἶπε· πάντα μοι τον Πατέρα μου, και κανείς δε
παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· γνωρίζει ποιος είναι ο Υιός παρά
καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τίς ἐστιν ὁ μόνο ο Πατέρας, και ποιος είναι ο
υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ, καὶ τίς ἐστιν ὁ Πατέρας παρά μόνο ο Υιός και
πατήρ, εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν αυτός στον οποίο θέλει ο Υιός να
βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι. τον αποκαλύψει».
23 Καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς 23 Και αφού στράφηκε προς τους
μαθητὰς κατ᾿ ἰδίαν εἶπε· μαθητές του ιδιαιτέρως, είπε:
μακάριοι οἱ ὀφθαλμοὶ οἱ «Μακάριοι οι οφθαλμοί που
βλέποντες ἃ βλέπετε. βλέπουν αυτά που βλέπετε.
24 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ 24 Γιατί σας λέω ότι πολλοί
προφῆται καὶ βασιλεῖς ἠθέλησαν προφήτες και βασιλιάδες
ἰδεῖν ἃ ὑμεῖς βλέπετε, καὶ οὐκ θέλησαν να δουν αυτά που εσείς
εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, καὶ βλέπετε, αλλά δεν τα είδαν. και
οὐκ ἤκουσαν. να ακούσουν αυτά που ακούτε,
αλλά δεν τα άκουσαν».
25 Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη 25 Και ιδού, κάποιος νομικός
ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· σηκώθηκε, για να τον πειράζει,
διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν λέγοντας: «Δάσκαλε, τι να κάνω
αἰώνιον κληρονομήσω; για να κληρονομήσω αιώνια
ζωή;»
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Ι’
26 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ 26 Εκείνος είπε προς αυτόν:
νόμῳ τί γέγραπται; πῶς «Μέσα στο νόμο τι είναι
ἀναγινώσκεις; γραμμένο; Πώς διαβάζεις;»
27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· 27 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε:
ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου «Να αγαπήσεις Κύριο το Θεό σου
ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ με όλη την καρδιά σου και με όλη
ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης την ψυχή σου και με όλη την ισχύ
τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς σου και με όλη τη διάνοιά σου,
διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον και τον πλησίον σου σαν τον
σου ὡς σεαυτόν· εαυτό σου».
28 εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· 28 Του είπε τότε: «Ορθά
τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. αποκρίθηκες. αυτό κάνε και θα
ζήσεις».
29 ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν 29 Εκείνος, θέλοντας να
εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· καὶ τίς ἐστί δικαιώσει τον εαυτό του, είπε
μου πλησίον; προς τον Ιησού: «Και ποιος είναι
πλησίον μου;»
30 ῾Υπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· 30 Έλαβε το λόγο ο Ιησούς και
ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ είπε: «Κάποιος άνθρωπος
῾Ιερουσαλὴμ εἰς ῾Ιεριχώ, καὶ κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ
λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ στην Ιεριχώ και περιέπεσε σε
ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ληστές, οι οποίοι και τον έγδυσαν
ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες και τον πλήγωσαν και έφυγαν,
ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. αφού τον άφησαν
μισοπεθαμένο.
31 κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις 31 Κατά σύμπτωση, τότε, κάποιος
κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ιερέας κατέβαινε στην οδό
ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. εκείνη, αλλά, όταν τον είδε,
πέρασε απέναντι.
32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης 32 Όμοια τότε κι ένας Λευίτης,
γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν όταν ήρθε στον τόπο εκείνο και
καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. είδε, πέρασε απέναντι.
33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε 33 Κάποιος όμως Σαμαρείτης που
κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν οδοιπορούσε ήρθε προς αυτόν
ἐσπλαγχνίσθη, και, όταν τον είδε, τον
σπλαχνίστηκε.
34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ 34 Και αφού τον πλησίασε,
τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον περιέδεσε τα τραύματά του,
καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν χύνοντας πάνω τους λάδι και
ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν κρασί και, αφού τον ανέβασε
εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη πάνω στο δικό του ζώο, τον έφερε
αὐτοῦ· σε πανδοχείο και τον φρόντισε.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. Ι’
35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, 35 Και την αυριανή ημέρα έβγαλε
ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ και έδωσε δύο δηνάρια στον
πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· πανδοχέα και του είπε:
ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅτι ἂν “Φρόντισέ τον, και ό,τι
προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ δαπανήσεις επιπλέον, εγώ, μόλις
ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. ξανάρθω, θα σου το αποδώσω”.
36 τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν 36 Ποιος από αυτούς τους τρεις
πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ νομίζεις ότι έχει γίνει πλησίον σ’
ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; αυτόν που έπεσε μέσα στους
ληστές;»
37 ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος 37 Αυτός είπε: «Εκείνος που έκανε
μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ το έλεος σ’ αυτόν». Του είπε τότε ο
᾿Ιησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει Ιησούς: «Πήγαινε και κάνε κι εσύ
ὁμοίως. ομοίως».
38 ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι 38 Καθώς λοιπόν αυτοί
αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς προχωρούσαν, αυτός εισήλθε σε
κώμην τινά. γυνὴ δέ τις ὀνόματι κάποιο χωριό. Κάποια γυναίκα,
Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν τότε, με το όνομα Μάρθα, τον
οἶκον αὐτῆς. υποδέχτηκε.
39 καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ 39 Και αυτή είχε μια αδελφή που
καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ την καλούσαν Μαριάμ, η οποία
παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας και κάθισε κοντά στα πόδια του
τοῦ ᾿Ιησοῦ ἤκουε τὸν λόγον Κυρίου και άκουγε το λόγο του.
αὐτοῦ.
40 ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ 40 Αλλά η Μάρθα ήταν
πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ απασχολημένη με πολλή
εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ διακονία. Στάθηκε τότε από
ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε πάνω και είπε: «Κύριε, δε σε μέλει
διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι που η αδελφή μου με εγκατέλειψε
συναντιλάβηται. μόνη να διακονώ; Πες της λοιπόν
να με βοηθήσει».
41 ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ 41 Αποκρίθηκε τότε ο Κύριος και
᾿Ιησοῦς· Μάρθα Μάρθα, της είπε: «Μάρθα, Μάρθα,
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ μεριμνάς και θορυβείσαι για
πολλά· πολλά,
42 ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ 42 ενώ για ένα πράγμα υπάρχει
τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ανάγκη. Η Μαριάμ, πράγματι,
ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ διάλεξε την αγαθή μερίδα, που δε
αὐτῆς. θα της αφαιρεθεί».
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΑ’
1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν 1 Και συνέβηκε, ενώ
τόπῳ τινὶ προσευχόμενον, ὡς προσευχόταν σε κάποιον τόπο,
ἐπαύσατο, εἶπέ τις τῶν μαθητῶν μόλις έπαψε, να πει κάποιος από
αὐτοῦ πρὸς αὐτόν· Κύριε, δίδαξον τους μαθητές του προς αυτόν:
ἡμᾶς προσεύχεσθαι, καθὼς καὶ «Κύριε, δίδαξέ μας να
᾿Ιωάννης ἐδίδαξε τοὺς μαθητὰς προσευχόμαστε, καθώς και ο
αὐτοῦ. Ιωάννης δίδαξε στους μαθητές
του».
2 εἶπε δὲ αὐτοῖς· ὅταν 2 Τους είπε τότε: «Όταν
προσεύχησθε, λέγετε· Πάτερ προσεύχεστε, λέγετε: “Πατέρα
ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς· μας, που βρίσκεσαι παντού, αλλά
ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου· ἐλθέτω δείχνεις την παρουσία σου
ἡ βασιλεία σου·γενηθήτω τὸ κυρίως στους ουρανούς, ας
θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ αναγνωρισθεί ή αγιότητα σου,
ἐπὶ τῆς γῆς· ώστε να δοξάζεται και να
λατρεύεται άξια το ονομά σου. Άς
έρθει η βασιλεία σου, με την
πρόθυμη και ελεύθερη υποταγή
όλων των ανθρώπων σε σένα
ώστε οι άνθρωποι υπακούοντας
στα προστάγματα σου να γίνουν
πραγματικοί και ολοκληρωτικά
αφοσιωμένοι πολίτες της
βασιλείας σου. Άς γίνει το
θέλημα σου και πάνω στη γή από
τους ανθρώπους, όπως αυτό
γίνεται στον ουρανό από τους
αγγέλους και τους αγίους.
3 τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον 3 Δίνε μας κάθε μέρα τον άρτο
δίδου ἡμῖν τὸ καθ᾿ ἡμέραν· μας τον αναγκαίο για την
συντήρηση της ζωής και
ύπαρξεως μας.
4 καὶ ἄφες ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας 4 Και συγχώρεσε μας τις
ἡμῶν· καὶ γὰρ αὐτοὶ ἀφίεμεν αμαρτίες μας, διότι κι εμείς
παντὶ τῷ ὀφείλοντι ἡμῖν· καὶ μὴ συγχωρούμε καθέναν που μας
εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, έφταιξε και μας είναι χρεώστης
ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ λόγω κάποιας αδικίας που μας
πονηροῦ. έκανε και μην επιτρέψεις να
πέσουμε σε πειρασμό, άλλα
γλύτωσε μας από τον πονηρό που
μας πολεμά.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΑ’
5 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τίς ἐξ 5 Και είπε προς αυτούς: «Ποιος
ὑμῶν ἕξει φίλον, καὶ πορεύσεται από εσάς θα έχει ένα φίλο και αν
πρὸς αὐτὸν μεσονυκτίου καὶ ἐρεῖ θα πορευτεί προς αυτόν
αὐτῷ· φίλε, χρῆσόν μοι τρεῖς μεσάνυχτα και του πει: “Φίλε,
ἄρτους, δάνεισέ μου τρεις άρτους,
6 ἐπειδὴ φίλος μου παρεγένετο ἐξ 6 επειδή ένας φίλος μου
ὁδοῦ πρός με καὶ οὐκ ἔχω ὃ παρουσιάστηκε από το δρόμο
παραθήσω αὐτῷ· προς εμένα και δεν έχω τι να του
παραθέσω για φαγητό”,
7 κἀκεῖνος ἔσωθεν ἀποκριθεὶς 7 τότε εκείνος από μέσα θα
εἴπῃ· μή μοι κόπους πάρεχε· ἤδη αποκριθεί και θα του πει: “Μη με
ἡ θύρα κέκλεισται καὶ τὰ παιδία ενοχλείς. Ήδη η θύρα είναι
μου μετ᾿ ἐμοῦ εἰς τὴν κοίτην εἰσίν· κλεισμένη και τα παιδιά μου μαζί
οὐ δύναμαι ἀναστὰς δοῦναί σοι; μου είναι στο κρεβάτι. Δε δύναμαι
να σηκωθώ και να σου δώσω”.
8 λέγω ὑμῖν, εἰ καὶ οὐ δώσει αὐτῷ 8 Σας λέω, αν και δεν του δώσει,
ἀναστὰς διὰ τὸ εἶναι αὐτοῦ αφού σηκωθεί, επειδή είναι φίλος
φίλον, διά γε τὴν ἀναίδειαν του, βεβαίως όμως για την
αὐτοῦ ἐγερθεὶς δώσει αὐτῷ ὅσων αναίδειά του θα σηκωθεί και θα
χρῄζει. του δώσει όσα χρειάζεται.
9 κἀγὼ ὑμῖν λέγω, αἰτεῖτε, καὶ 9 Κι εγώ σας λέω: ζητάτε και θα
δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ σας δοθεί, ερευνάτε και θα βρείτε,
εὑρήσετε, κρούετε, καὶ κρούετε και θα σας ανοιχτεί.
ἀνοιγήσεται ὑμῖν·
10 πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ 10 Γιατί καθένας που ζητά
ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι λαβαίνει και όποιος ερευνά
ἀνοιχθήσεται. βρίσκει και σ’ όποιον κρούει θα
του ανοιχτεί.
11 τίνα δὲ ἐξ ὑμῶν τὸν πατέρα 11 Και σε ποιον από εσάς ο γιος
αἰτήσει ὁ υἱὸς ἄρτον, μὴ λίθον θα ζητήσει από τον πατέρα του
ἐπιδώσει αὐτῷ; ἢ καὶ ἰχθύν, μὴ ψάρι, και αντί για ψάρι θα του
ἀντὶ ἰχθύος ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ; δώσει φίδι;
12 ἢ καὶ ἐὰν αἰτήσῃ ᾠόν, μὴ 12 Ή και αν ζητήσει αυγό, θα του
ἐπιδώσει αὐτῷ σκορπίον; δώσει σκορπιό;
13 εἰ οὖν ὑμεῖς, ὑπάρχοντες 13 Αν λοιπόν εσείς που είστε
πονηροί, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ κακοί, ξέρετε να δίνετε στα
διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ παιδιά σας δοσίματα αγαθά,
μᾶλλον ὁ πατὴρ ὁ ἐξ οὐρανοῦ πόσο μάλλον ο Πατέρας που είναι
δώσει πνεῦμα ἀγαθὸν τοῖς από τον ουρανό θα δώσει Πνεύμα
αἰτοῦσιν αὐτόν; Άγιο σε όσους του ζητούν!»
14 Καὶ ἦν ἐκβάλλων δαιμόνιον, 14 Και κάποτε έβγαζε ένα
καὶ αὐτὸ ἦν κωφόν· ἐγένετο δὲ δαιμόνιο. και αυτό ήταν
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΑ’
τοῦ δαιμονίου ἐξελθόντος κωφάλαλο. Συνέβηκε, λοιπόν,
ἐλάλησεν ὁ κωφός, καὶ όταν εξήλθε το δαιμόνιο, να
ἐθαύμαζον οἱ ὄχλοι· μιλήσει ο κωφάλαλος και
θαύμασαν τα πλήθη.
15 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· ἐν 15 Αλλά μερικοί από αυτούς
Βεελζεβοὺλ τῷ ἄρχοντι τῶν είπαν: «Μέσω του Βεελζεβούλ,
δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια. του άρχοντα των δαιμονίων,
βγάζει τα δαιμόνια».
16 ἕτεροι δὲ πειράζοντες σημεῖον 16 Και άλλοι, για να τον
παρ᾿ αὐτοῦ ἐζήτουν ἐξ οὐρανοῦ. πειράζουν, ζητούσαν από αυτόν
κάποιο σημείο από τον ουρανό.
17 αὐτὸς δὲ εἰδὼς αὐτῶν τὰ 17 Αυτός, όμως, επειδή ήξερε τα
διανοήματα εἶπεν αὐτοῖς· πᾶσα διανοήματά τους, τους είπε:
βασιλεία ἐφ᾿ ἑαυτὴν «Κάθε βασιλεία, όταν διαμεριστεί
διαμερισθεῖσα, ἐρημοῦται, καὶ κατά του εαυτού της,
οἶκος ἐπὶ οἶκον, πίπτει. ερημώνεται. και πέφτει ο οίκος
που στρέφεται κατά του εαυτού
του.
18 εἰ δὲ καὶ ὁ σατανᾶς ἐφ᾿ ἑαυτὸν 18 Αν λοιπόν και ο Σατανάς
διεμερίσθη, πῶς σταθήσεται ἡ διαμερίστηκε κατά του εαυτού
βασιλεία αὐτοῦ, ὅτι λέγετε ἐν του, πώς θα σταθεί ή βασιλεία
Βεελζεβούλ με ἐκβάλλειν τὰ του; Γιατί λέτε ότι μέσω του
δαιμόνια; Βεελζεβούλ βγάζω τα δαιμόνια.
19 εἰ δὲ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ 19 Και αν εγώ μέσω του
ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ Βεελζεβούλ βγάζω τα δαιμόνια,
ὑμῶν ἐν τίνι ἐκβαλοῦσι; διὰ τοῦτο οι πνευματικοί γιοι σας μέσω
αὐτοὶ κριταὶ ὑμῶν ἔσονται. ποιανού τα βγάζουν; Γι’ αυτό,
αυτοί θα είναι κριτές σας.
20 εἰ δὲ ἐν δακτύλῳ Θεοῦ 20 Αν όμως με δάχτυλο Θεού εγώ
ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα βγάζω τα δαιμόνια, άρα έφτασε
ἔφθασεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού.
Θεοῦ.
21 ὅταν ὁ ἰσχυρὸς 21 Όταν ο ισχυρός άντρας φυλάει
καθωπλισμένος φυλάσσῃ τὴν τη δική του αυλή πλήρως
ἑαυτοῦ αὐλήν, ἐν εἰρήνῃ ἐστὶ τὰ οπλισμένος, είναι σε ειρήνη τα
ὑπάρχοντα αὐτοῦ· υπάρχοντά του.
22 ἐπὰν δὲ ὁ ἰσχυρότερος αὐτοῦ 22 Όταν όμως ένας ισχυρότερος
ἐπελθὼν νικήσῃ αὐτόν, τὴν από αυτόν επέλθει και τον
πανοπλίαν αὐτοῦ αἴρει, ἐφ᾿ ᾗ νικήσει, αφαιρεί την πανοπλία
ἐπεποίθει, καὶ τὰ σκῦλα αὐτοῦ του πάνω στην οποία είχε
διαδίδωσιν. πεποίθηση και διαμοιράζει τα
λάφυρά του.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΑ’
23 ὁ μὴ ὢν μετ᾿ ἐμοῦ κατ᾿ ἐμοῦ 23 Όποιος δεν είναι μαζί μου είναι
ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ᾿ ἐμοῦ εναντίον μου, και όποιος δε
σκορπίζει. συνάζει μαζί μου σκορπίζει».
24 ῞Οταν τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα 24 «Όταν το ακάθαρτο πνεύμα
ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, εξέλθει από τον άνθρωπο, περνά
διέρχεται δι᾿ ἀνύδρων τόπων μέσα από άνυδρους τόπους
ζητοῦν ἀνάπαυσιν, καὶ μὴ ζητώντας ανάπαυση, αλλά δε
εὑρίσκον λέγει· ὑποστρέψω εἰς βρίσκει. Τότε λέει: “Θα επιστρέψω
τὸν οἶκόν μου ὅθεν ἐξῆλθον· στον οίκο μου απ’ όπου εξήλθα”.
25 καὶ ἐλθὸν εὑρίσκει 25 Και όταν έρθει, τον βρίσκει
σεσαρωμένον καὶ σκουπισμένο και κοσμημένο.
κεκοσμημένον.
26 τότε πορεύεται καὶ 26 Τότε πορεύεται και
παραλαμβάνει ἑπτὰ ἕτερα παραλαβαίνει άλλα εφτά
πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ, πνεύματα χειρότερα από τον
καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ, καὶ εαυτό του και, αφού εισέλθουν,
γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου κατοικούν εκεί. Και γίνεται η
ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων. τελευταία κατάσταση εκείνου
του ανθρώπου χειρότερη από την
πρώτη».
27 ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν 27 Συνέβηκε, λοιπόν, ενώ αυτός
ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν έλεγε αυτά, να υψώσει τη φωνή
ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· της κάποια γυναίκα από το
μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά πλήθος και του είπε: «Μακάρια η
σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. κοιλιά που σε βάσταξε και οι
μαστοί που θήλασες».
28 αὐτὸς δὲ εἶπε· μενοῦνγε 28 Και αυτός είπε: «Βεβαίως, αλλά
μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον μάλλον είναι μακάριοι εκείνοι
τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες που ακούν το λόγο του Θεού και
αὐτόν. τον φυλάγουν».
29 Τῶν δὲ ὄχλων ἐπαθροιζομένων 29 Και όταν τα πλήθη
ἤρξατο λέγειν· ἡ γενεὰ αὕτη συναθροίζονταν, άρχισε να λέει:
γενεὰ πονηρά ἐστι· σημεῖον ζητεῖ, «Η γενιά αυτή είναι γενιά κακή.
καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ εἰ σημείο ζητά, αλλά σημείο δε θα
μὴ τὸ σημεῖον ᾿Ιωνᾶ τοῦ της δοθεί παρά μόνο το σημείο
προφήτου. του Ιωνά.
30 καθὼς γὰρ ἐγένετο ᾿Ιωνᾶς 30 Γιατί καθώς ο Ιωνάς έγινε
σημεῖον τοῖς Νινευΐταις, οὕτως σημείο για τους Νινευίτες, έτσι
ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου τῇ θα είναι και ο Υιός του ανθρώπου
γενεᾷ ταύτῃ σημεῖον. για τη γενιά αυτή.
31 βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται 31 Η βασίλισσα του νότου θα
ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῶν ἀνδρῶν τῆς εγερθεί κατά την κρίση μαζί με
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΑ’
γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ τους άντρες αυτής της γενιάς και
αὐτούς, ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν θα τους κατακρίνει, γιατί ήρθε
περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν από τα πέρατα της γης, για να
σοφίαν Σολομῶντος, καὶ ἰδοὺ ακούσει τη σοφία του
πλεῖον Σολομῶντος ὧδε. Σολομώντα, και ιδού,
περισσότερο του Σολομώντα
είναι εδώ.
32 ἄνδρες Νινευῒ ἀναστήσονται 32 Άντρες Νινευίτες θα
ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς αναστηθούν κατά την κρίση
ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν μαζί με αυτήν τη γενιά και θα την
αὐτήν, ὅτι μετενόησαν εἰς τὸ κατακρίνουν. Γιατί μετανόησαν
κήρυγμα ᾿Ιωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον στο κήρυγμα του Ιωνά, και ιδού,
᾿Ιωνᾶ ὧδε. περισσότερο του Ιωνά είναι εδώ».
33 Οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας εἰς 33 «Κανείς, όταν ανάψει λύχνο,
κρυπτὴν τίθησιν οὐδὲ ὑπὸ τὸν δεν τον θέτει σε κρύπτη ούτε
μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, ἵνα κάτω από το μόδι, αλλά πάνω
οἱ εἰσπορευόμενοι τὸ φέγγος στο λυχνοστάτη, για να βλέπουν
βλέπωσιν. το φως εκείνοι που μπαίνουν.
34 ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ 34 Ο λύχνος του σώματος είναι ο
ὀφθαλμός· ὅταν οὖν ὁ ὀφθαλμός οφθαλμός σου. Όταν ο οφθαλμός
σου ἁπλοῦς ᾖ, καὶ ὅλον τὸ σῶμά σου είναι γενναιόδωρος, τότε όλο
σου φωτεινόν ἐστιν· ἐπὰν δὲ το σώμα σου είναι φωτεινό. όταν
πονηρὸς ᾖ, καὶ τὸ σῶμά σου όμως είναι φιλάργυρος, τότε το
σκοτεινόν. σώμα σου είναι σκοτεινό.
35 σκόπει οὖν μὴ τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ 35 Πρόσεχε, λοιπόν, να μην είναι
σκότος ἐστίν. σκοτάδι το φως που βρίσκεται
μέσα σου.
36 εἰ οὖν τὸ σῶμά σου ὅλον 36 Αν λοιπόν το σώμα σου είναι
φωτεινόν, μὴ ἔχον τι μέρος όλο φωτεινό, μην έχοντας κάποιο
σκοτεινόν, ἔσται φωτεινὸν ὅλον μέρος σκοτεινό, θα είναι φωτεινό
ὡς ὅταν ὁ λύχνος τῇ ἀστραπῇ όλο όπως όταν σε φωτίζει ο
φωτίζῃ σε. λύχνος με τη λάμψη του».
37 ᾿Εν δὲ τῷ λαλῆσαι αὐτὸν ταῦτα 37 Μόλις τότε μίλησε, τον
ἠρώτα αὐτὸν Φαρισαῖός τις ὅπως παρακαλεί ένας Φαρισαίος να
ἀριστήσῃ παρ᾿ αὐτῷ· εἰσελθὼν δὲ γευματίσει μαζί του. Και όταν
ἀνέπεσεν. εισήλθε, κάθισε, για να φάει.
38 ὁ δὲ Φαρισαῖος ἰδὼν 38 Ο Φαρισαίος, τότε, όταν το
ἐθαύμασεν ὅτι οὐ πρῶτον είδε, θαύμασε, γιατί πρώτα δεν
ἐβαπτίσθη πρὸ τοῦ ἀρίστου. πλύθηκε πριν από το γεύμα.
39 εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς αὐτόν· 39 Είπε λοιπόν ο Κύριος προς
νῦν ὑμεῖς οἱ Φαρισαῖοι τὸ ἔξωθεν αυτόν: «Τώρα εσείς οι Φαρισαίοι
τοῦ ποτηρίου καὶ τοῦ πίνακος καθαρίζετε το απέξω του
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΑ’
καθαρίζετε, τὸ δὲ ἔσωθεν ὑμῶν ποτηριού και του πιάτου, αλλά το
γέμει ἁρπαγῆς καὶ πονηρίας. από μέσα σας είναι γεμάτο
αρπαγή και κακία.
40 ἄφρονες! οὐχ ὁ ποιήσας τὸ 40 Άφρονες, εκείνος που έκανε το
ἔξωθεν καὶ τὸ ἔσωθεν ἐποίησε; απέξω δεν έκανε και το από
μέσα;
41 πλὴν τὰ ἐνόντα δότε 41 Όμως, όσα είναι μέσα δώστε τα
ἐλεημοσύνην, καὶ ἰδοὺ ἅπαντα ελεημοσύνη, και ιδού, όλα θα
καθαρὰ ὑμῖν ἔσται. είναι καθαρά σ’ εσάς.
42 ἀλλ᾿ οὐαὶ ὑμῖν τοῖς 42 Αλλά αλίμονο σ’ εσάς τους
Φαρισαίοις, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ Φαρισαίους, γιατί αποδεκατίζετε
ἡδύοσμον καὶ τὸ πήγανον καὶ το δυόσμο και το πήγανο και
πᾶν λάχανον, καὶ παρέρχεσθε κάθε λάχανο, και παρέρχεστε τη
τὴν κρίσιν καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ δίκαιη κρίση και την αγάπη του
Θεοῦ· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι, Θεού. Αυτά λοιπόν έπρεπε να
κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι. κάνετε, κι εκείνα να μην τα
παραμελείτε.
43 οὐαὶ ὑμῖν τοῖς Φαρισαίοις, ὅτι 43 Αλίμονο σ’ εσάς τους
ἀγαπᾶτε τὴν πρωτοκαθεδρίαν ἐν Φαρισαίους, γιατί αγαπάτε την
ταῖς συναγωγαῖς καὶ τοὺς πρωτοκαθεδρία στις συναγωγές
ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς. και τους χαιρετισμούς στις
αγορές.
44 οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ 44 Αλίμονο σ’ εσάς, γιατί είστε
Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἐστὲ ὡς σαν τα μνήματα τα αφανέρωτα,
τὰ μνημεῖα τὰ ἄδηλα, καὶ οἱ και οι άνθρωποι που περπατούν
ἄνθρωποι περιπατοῦντες ἐπάνω επάνω τους δεν το ξέρουν».
οὐκ οἴδασιν.
45 ᾿Αποκριθεὶς δέ τις τῶν 45 Αποκρίθηκε τότε κάποιος από
νομικῶν λέγει αὐτῷ· διδάσκαλε, τους νομικούς και του λέει:
ταῦτα λέγων καὶ ἡμᾶς ὑβρίζεις. «Δάσκαλε, λέγοντας αυτά,
βρίζεις κι εμάς».
46 ὁ δὲ εἶπε· καὶ ὑμῖν τοῖς νομικοῖς 46 Εκείνος είπε: «Και σ’ εσάς τους
οὐαί, ὅτι φορτίζετε τοὺς νομικούς αλίμονο, γιατί
ἀνθρώπους φορτία φορτώνετε τους ανθρώπους με
δυσβάστακτα, καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν φορτία δυσβάστακτα, και οι ίδιοι
δακτύλων ὑμῶν οὐ προσψαύετε ούτε με ένα από τα δάχτυλά σας
τοῖς φορτίοις. δεν αγγίζετε τα φορτία.
47 οὐαὶ ὑμῖν, ὅτι οἰκοδομεῖτε τὰ 47 Αλίμονο σ’ εσάς, γιατί
μνημεῖα τῶν προφητῶν, οἱ δὲ οικοδομείτε τα μνήματα των
πατέρες ὑμῶν ἀπέκτειναν προφητών, ενώ οι πατέρες σας
αὐτούς. τους σκότωσαν.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΑ’
48 ἄρα μαρτυρεῖτε καὶ 48 Άρα είστε μάρτυρες και
συνευδοκεῖτε τοῖς ἔργοις τῶν συμφωνείτε με τα έργα των
πατέρων ὑμῶν, ὅτι αὐτοὶ μὲν πατέρων σας, γιατί αφενός αυτοί
ἀπέκτειναν αὐτούς, ὑμεῖς δὲ τους σκότωσαν, αφετέρου εσείς
οἰκοδομεῖτε αὐτῶν τὰ μνημεῖα. οικοδομείτε.
49 διὰ τοῦτο καὶ ἡ σοφία τοῦ 49 Γι’ αυτό και η σοφία του Θεού
Θεοῦ εἶπεν· ἀποστελῶ εἰς αὐτοὺς είπε: “Θα αποστείλω σ’ αυτούς
προφήτας καὶ ἀποστόλους, καὶ προφήτες και αποστόλους, και
ἐξ αὐτῶν ἀποκτενοῦσι καὶ από αυτούς μερικούς θα
ἐκδιώξουσιν, σκοτώσουν και θα
καταδιώξουν”,
50 ἵνα ἐκζητηθῇ τὸ αἷμα πάντων 50 για να ζητηθεί το αίμα όλων
τῶν προφητῶν τὸ ἐκχυνόμενον των προφητών που έχει χυθεί
ἀπὸ καταβολῆς κόσμου ἀπὸ τῆς από την αρχή της δημιουργίας
γενεᾶς ταύτης, του κόσμου, από τη γενιά αυτή:
51 ἀπὸ τοῦ αἵματος ῎Αβελ ἕως τοῦ 51 από το αίμα του Άβελ ως το
αἵματος Ζαχαρίου τοῦ αίμα του Ζαχαρία, που
ἀπολομένου μεταξὺ τοῦ σκοτώθηκε μεταξύ του
θυσιαστηρίου καὶ τοῦ οἴκου· ναί, θυσιαστηρίου και του οίκου του
λέγω ὑμῖν, ἐκζητηθήσεται ἀπὸ Θεού. Ναι, σας λέω, θα ζητηθεί
τῆς γενεᾶς ταύτης. από τη γενιά αυτή.
52 οὐαὶ ὑμῖν τοῖς νομικοῖς ὅτι 52 Αλίμονο σ’ εσάς τους νομικούς,
ἤρατε τὴν κλεῖδα τῆς γνώσεως· γιατί αφαιρέσατε το κλειδί της
αὐτοὶ οὐκ εἰσήλθετε, καὶ τοὺς γνώσης. Οι ίδιοι δεν εισήλθατε
εἰσερχομένους ἐκωλύσατε. και εκείνους που θέλουν να
εισέλθουν τους εμποδίσατε».
53 λέγοντος δὲ αὐτοῦ πρὸς αὐτοὺς 53 Και όταν αυτός εξήλθε από
ταῦτα ἤρξαντο οἱ γραμματεῖς καὶ εκεί, άρχισαν οι γραμματείς και
οἱ Φαρισαῖοι δεινῶς ἐνέχειν καὶ οι Φαρισαίοι να τον πιέζουν
ἀποστοματίζειν αὐτὸν περὶ φοβερά και να του ζητούν να
πλειόνων, απαντήσει πρόχειρα για πολλά
πράγματα,
54 ἐνεδρεύοντες αὐτόν, ζητοῦντες 54 ενεδρεύοντάς τον, για να
θηρεῦσαί τι ἐκ τοῦ στόματος αρπάξουν κάτι από το στόμα
αὐτοῦ, ἵνα κατηγορήσωσιν του.
αὐτοῦ.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΒ’
1 Ἐν οἷς ἐπισυναχθεισῶν τῶν 1 Στο μεταξύ, αφού συνάχτηκαν
μυριάδων τοῦ ὄχλου ὡς στο ίδιο μέρος οι μυριάδες του
καταπατεῖν ἀλλήλους, ἤρξατο πλήθους, ώστε να καταπατούν ο
λέγειν πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ένας τον άλλο, άρχισε να λέει
πρῶτον· προσέχετε ἑαυτοῖς ἀπὸ πρώτα προς τους μαθητές του:
τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων, ἥτις «Προσέχετε τους εαυτούς σας
ἐστὶν ὑπόκρισις. από το προζύμι των Φαρισαίων,
που είναι υποκρισία.
2 οὐδὲν δὲ συγκεκαλυμμένον 2 Κανένα λοιπόν συγκαλυμμένο
ἐστὶν ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, δεν υπάρχει που δε θα
καὶ κρυπτὸν ὃ οὐ γνωσθήσεται· αποκαλυφτεί και κρυφό που δε
θα γνωριστεί.
3 ἀνθ᾿ ὧν ὅσα ἐν τῇ σκοτίᾳ 3 Συνεπώς, όσα είπατε στο
εἴπατε, ἐν τῷ φωτὶ σκοτάδι θα ακουστούν στο φως,
ἀκουσθήσεται, καὶ ὃ πρὸς τὸ οὖς και ό,τι μιλήσατε στο αυτί μέσα
ἐλαλήσατε ἐν τοῖς ταμείοις, στα απόμερα δωμάτια θα
κηρυχθήσεται ἐπὶ τῶν δωμάτων. κηρυχτεί επάνω από τα
δώματα».
4 Λέγω δὲ ὑμῖν τοῖς φίλοις μου· μὴ 4 «Λέω λοιπόν σ’ εσάς τους
φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν φίλους μου: μη φοβηθείτε από
ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, καὶ αυτούς που σκοτώνουν το σώμα
μετὰ ταῦτα μὴ ἐχόντων και μετά από αυτά δεν έχουν κάτι
περισσότερόν τι ποιῆσαι. περισσότερο να κάνουν.
5 ὑποδείξω δὲ ὑμῖν τίνα 5 Αλλά θα σας υποδείξω ποιον να
φοβηθῆτε· φοβήθητε τὸν μετὰ τὸ φοβηθείτε: να φοβηθείτε αυτόν
ἀποκτεῖναι ἔχοντα ἐξουσίαν που μετά τη θανάτωση έχει
ἐμβαλεῖν εἰς τὴν γέενναν· ναί, εξουσία να σας ρίξει στη γέεννα.
λέγω ὑμῖν, τοῦτον φοβήθητε. Ναι, σας λέω, αυτόν να
φοβηθείτε.
6 οὐχὶ πέντε στρουθία πωλεῖται 6 Πέντε σπουργίτια δεν
ἀσσαρίων δύο; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν πουλιούνται για δύο δραχμές;
οὐκ ἔστιν ἐπιλελησμένον Και όμως ένα από αυτά δεν είναι
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· λησμονημένο μπροστά στο Θεό.
7 ἀλλὰ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς 7 Αλλά και οι τρίχες της κεφαλής
ὑμῶν πᾶσαι ἠρίθμηνται. μὴ οὖν σας έχουν όλες αριθμηθεί. Μη
φοβεῖσθε· πολλῶν στρουθίων φοβάστε. από πολλά σπουργίτια
διαφέρετε. διαφέρετε».
8 Λέγω δὲ ὑμῖν· πᾶς ὃς ἂν 8 «Λέω λοιπόν σ’ εσάς: καθέναν
ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν που με ομολογήσει ζώντας μέσα
τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ σ’ εμένα μπροστά στους
ἀνθρώπου ὁμολογήσει ἐν αὐτῷ ανθρώπους, και ο Υιός του
ανθρώπου θα τον ομολογήσει
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΒ’
ἔμπροσθεν τῶν ἀγγέλων τοῦ ζώντας μέσα σ’ αυτόν μπροστά
Θεοῦ· στους αγγέλους του Θεού.
9 ὁ δὲ ἀρνησάμενός με ἐνώπιον 9 Αυτόν όμως που με αρνηθεί
τῶν ἀνθρώπων ἀπαρνηθήσεται μπροστά στους ανθρώπους θα
ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ. τον απαρνηθώ μπροστά στους
αγγέλους του Θεού.
10 καὶ πᾶς ὃς ἐρεῖ λόγον εἰς τὸν 10 Και σε καθέναν που θα πει
υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἀφεθήσεται λόγο ενάντια στον Υιό του
αὐτῷ· τῷ δὲ εἰς τὸ ῞Αγιον Πνεῦμα ανθρώπου θα του αφεθεί. Σ’
βλασφημήσαντι οὐκ εκείνον όμως που βλαστήμησε
ἀφεθήσεται. ενάντια στο Άγιο Πνεύμα δεν θα
του αφεθεί.
11 ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ 11 Όταν λοιπόν σας φέρουν μέσα
τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς ἀρχὰς στις συναγωγές και απέναντι
καὶ τὰς ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε στις αρχές και στις εξουσίες, μη
πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί μεριμνήσετε πώς ή τι θα
εἴπητε· απολογηθείτε ή τι θα πείτε.
12 τὸ γὰρ ῞Αγιον Πνεῦμα διδάξει 12 Γιατί το Άγιο Πνεύμα θα σας
ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν. διδάξει αυτήν την ώρα ός
13 Εἶπε δέ τις αὐτῷ ἐκ τοῦ ὄχλου· 13 Είπε τότε κάποιος από το
διδάσκαλε, εἰπὲ τῷ ἀδελφῷ μου πλήθος σ’ αυτόν: «Δάσκαλε, πες
μερίσασθαι τὴν κληρονομίαν στον αδελφό μου να μοιράσει
μετ᾿ ἐμοῦ. μαζί μου την κληρονομιά».
14 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπε, τίς 14 Εκείνος του είπε: «Άνθρωπε,
με κατέστησε δικαστὴν ἢ ποιος με κατάστησε κριτή ή
μεριστὴν ἐφ᾿ ὑμᾶς; διαμεριστή επάνω σας;»
15 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· ὁρᾶτε καὶ 15 Και είπε προς αυτούς:
φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης «Προσέχετε και φυλάγεστε από
πλεονεξίας· ὅτι οὐκ ἐν τῷ κάθε πλεονεξία, γιατί, όταν έχει
περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ κάποιος περίσσια, η ζωή του δεν
ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ. προέρχεται από τα υπάρχοντά
του».
16 Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς 16 Είπε μάλιστα μια παραβολή
αὐτοὺς λέγων· ἀνθρώπου τινὸς προς αυτούς, λέγοντας: «Κάποιου
πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· πλούσιου ανθρώπου κάρπισαν
τα χωράφια με ευφορία.
17 καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ 17 Και διαλογιζόταν μέσα του,
λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ λέγοντας: “Τι να κάνω, επειδή δεν
συνάξω τοὺς καρπούς μου; έχω πού να συνάξω τους καρπούς
μου”;
18 καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· 18 Και είπε: “Αυτό θα κάνω: θα
καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ γκρεμίσω τις αποθήκες μου και
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΒ’
μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ θα οικοδομήσω μεγαλύτερες και
συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά θα συνάξω εκεί όλο το σιτάρι και
μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, τα αγαθά μου,
19 καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, 19 και θα πω στην ψυχή μου: ‘
ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά που
ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, κείτονται για έτη πολλά.
εὐφραίνου. αναπαύου, φάγε, πιες,
ευφραίνου’.”
20 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, 20 Είπε τότε σ’ αυτόν ο Θεός:
ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου “Άφρονα, αυτήν τη νύκτα
ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ απαιτούν την ψυχή σου από
ἡτοίμασας τίνι ἔσται; εσένα. και αυτά που ετοίμασες
ποιανού θα είναι”;
21 οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, 21 Έτσι γίνεται σ’ όποιον
καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. θησαυρίζει για τον εαυτό του και
δεν πλουτίζει για το Θεό».
22 Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητὰς 22 Είπε λοιπόν προς τους μαθητές
αὐτοῦ· διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ του: «Γι’ αυτό σας λέω: μη
μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί μεριμνάτε για τη ζωή σας τι θα
φάγητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί φάτε, μήτε για το σώμα σας τι θα
ἐνδύσησθε. ντυθείτε.
23 οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς 23 Γιατί η ζωή είναι πιο πολύ από
τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ την τροφή και το σώμα από το
ἐνδύματος; ένδυμα.
24 κατανοήσατε τοὺς κόρακας, 24 Παρατηρήστε τους κόρακες,
ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ γιατί δε σπέρνουν ούτε θερίζουν,
θερίζουσιν, οἷς οὐκ ἔστι ταμεῖον οι οποίοι δεν έχουν κελάρι ούτε
οὐδὲ ἀποθήκη, καὶ ὁ Θεὸς τρέφει αποθήκη, και όμως ο Θεός τούς
αὐτούς· πόσῳ μᾶλλον ὑμεῖς τρέφει. Πόσο περισσότερο εσείς
διαφέρετε τῶν πετεινῶν; διαφέρετε από τα πετεινά!
25 τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν 25 Και ποιος από εσάς
δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν μεριμνώντας δύναται στο
ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; ανάστημά του να προσθέσει έναν
πήχη;
26 εἰ οὖν οὔτε ἐλάχιστον δύνασθε, 26 Αν λοιπόν ούτε το ελάχιστο δε
τί περὶ τῶν λοιπῶν μεριμνᾶτε; δύναστε, για τα υπόλοιπα τι
μεριμνάτε;
27 κατανοήσατε τὰ κρίνα πῶς 27 Παρατηρήστε τα κρίνα πώς
αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· αυξάνουν: δεν κοπιάζουν ούτε
λέγω δὲ ὑμῖν, οὐδὲ Σολομὼν ἐν γνέθουν. Σας λέω, όμως, ούτε ο
πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο Σολομώντας με όλη τη δόξα του
ὡς ἓν τούτων. δεν ντύθηκε όπως ένα από αυτά.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΒ’
28 εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, 28 Αν λοιπόν το χορτάρι, που
σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς είναι σήμερα στον αγρό και
κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς αύριο ρίχνεται στο φούρνο, ο
οὕτως ἀμφιέννυσι, πόσῳ μᾶλλον Θεός έτσι το ντύνει, πόσο
ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; περισσότερο θα ντύσει εσάς
ολιγόπιστοι!
29 καὶ ὑμεῖς μὴ ζητεῖτε τί φάγητε 29 Και εσείς μη ζητάτε τι θα φάτε
καὶ τί πίητε, καὶ μὴ και τι θα πιείτε και μην είστε
μετεωρίζεσθε· μετέωροι από ανησυχία.
30 ταῦτα γὰρ πάντα τὰ ἔθνη τοῦ 30 Γιατί όλα αυτά, τα επιζητούν
κόσμου ἐπιζητεῖ· ὑμῶν δὲ ὁ τα έθνη του κόσμου. αλλά ο δικός
πατὴρ οἶδεν ὅτι χρῄζετε τούτων· σας Πατέρας ξέρει ότι έχετε
ανάγκη από αυτά.
31 πλὴν ζητεῖτε τὴν βασιλείαν 31 Όμως, ζητάτε τη βασιλεία του
τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα και αυτά θα προστεθούν σ’ εσάς.
προστεθήσεται ὑμῖν.
32 Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον· 32 Μη φοβάσαι, μικρό ποίμνιο,
ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατὴρ ὑμῶν γιατί ευαρεστήθηκε ο Πατέρας
δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν. σας να δώσει σ’ εσάς τη
βασιλεία.
33 πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν 33 Πουλήστε τα υπάρχοντά σας
καὶ δότε ἐλεημοσύνην. ποιήσατε και δώστε τα ελεημοσύνη. Κάντε
ἑαυτοῖς βαλλάντια μὴ στους εαυτούς σας πορτοφόλια
παλαιούμενα, θησαυρὸν που δεν παλιώνουν, θησαυρό
ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ανεξάντλητο στους ουρανούς,
ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ όπου κλέφτης δεν τον πλησιάζει
σὴς διαφθείρει· ούτε σκόρος τον φθείρει.
34 ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς 34 Γιατί όπου είναι ο θησαυρός
ὑμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ὑμῶν σας, εκεί και θα είναι η καρδιά
ἔσται. σας».
35 ῎Εστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες 35 «Ας είναι η μέση σας
περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι περιζωσμένη και οι λύχνοι σας
καιόμενοι· να καίνε.
36 καὶ ὑμεῖς ὅμοιοι ἀνθρώποις 36 Και εσείς να είστε όμοιοι με
προσδεχομένοις τὸν κύριον ανθρώπους που περιμένουν το
ἑαυτῶν, πότε ἀναλύσει ἐκ τῶν δικό τους κύριο πότε αυτός θα
γάμων, ἵνα ἐλθόντος καὶ γυρίσει από τους γάμους, ώστε,
κρούσαντος εὐθέως ἀνοίξωσιν όταν έρθει και κρούσει, αμέσως
αὐτῷ. να του ανοίξουν.
37 μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, οὓς 37 Μακάριοι οι δούλοι εκείνοι,
ἐλθὼν ὁ κύριος εὑρήσει τους οποίους, όταν έρθει ο κύριος,
γρηγοροῦντας. ἀμὴν λέγω ὑμῖν θα τους βρει να αγρυπνούν.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΒ’
ὅτι περιζώσεται καὶ ἀνακλινεῖ Αλήθεια σας λέω ότι θα
αὐτούς, καὶ παρελθὼν περιζωστεί την ποδιά του και θα
διακονήσει αὐτοῖς. τους καθίσει στο τραπέζι και,
αφού έρθει κοντά τους, θα τους
διακονήσει.
38 καὶ ἐὰν ἔλθῃ ἐν τῇ δευτέρᾳ 38 Κι αν στη δεύτερη κι αν στην
φυλακῇ καὶ ἐν τῇ τρίτῃ φυλακῇ τρίτη φρουρά της νύχτας έρθει
ἔλθῃ καὶ εὕρῃ οὕτω, μακάριοί και τους βρει έτσι, εκείνοι είναι
εἰσιν οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι. μακάριοι.
39 τοῦτο δὲ γινώσκετε ὅτι εἰ ᾔδει ὁ 39 Και ας γνωρίζετε αυτό: ότι αν
οἰκοδεσπότης ποίᾳ ὥρᾳ ὁ ήξερε ο οικοδεσπότης ποια ώρα
κλέπτης ἔρχεται, ἐγρηγόρησεν έρχεται ο κλέφτης, δε θα άφηνε
ἂν καὶ οὐκ ἂν ἀφῆκε διορυγῆναι να διαρρήξουν τον οίκο του.
τὸν οἶκον αὐτοῦ.
40 καὶ ὑμεῖς οὖν γίνεσθε ἕτοιμοι· 40 Κι εσείς να είστε έτοιμοι, γιατί
ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ την ώρα που δε νομίζετε έρχεται
ἀνθρώπου ἔρχεται. ο Υιός του ανθρώπου».
41 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος· Κύριε, 41 Είπε τότε ο Πέτρος: «Κύριε,
πρὸς ἡμᾶς τὴν παραβολὴν προς εμάς λες αυτήν την
ταύτην λέγεις ἢ καὶ πρὸς πάντας; παραβολή ή και προς όλους;»
42 εἶπε δὲ ὁ Κύριος· τίς ἄρα ἐστὶν 42 Και είπε ο Κύριος: «Ποιος
ὁ πιστὸς οἰκονόμος καὶ φρόνιμος, άραγε είναι ο πιστός οικονόμος, ο
ὃν καταστήσει ὁ κύριος ἐπὶ τῆς φρόνιμος, τον οποίο θα
θεραπείας αὐτοῦ τοῦ διδόναι ἐν καταστήσει ο κύριος επιστάτη
καιρῷ τὸ σιτομέτριον; πάνω στο υπηρετικό προσωπικό
του, για να τους δίνει στον
κατάλληλο καιρό το
καθορισμένο ποσό της τροφής
τους;
43 μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, ὃν 43 Μακάριος ο δούλος εκείνος
ἐλθὼν ὁ κύριος αὐτοῦ εὑρήσει που ο κύριός του θα τον βρει να
οὕτω ποιοῦντα. κάνει έτσι, όταν έρθει.
44 ἀληθῶς λέγω ὑμῖν ὅτι ἐπὶ πᾶσι 44 Αλήθεια σας λέω ότι θα τον
τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ καταστήσει επιστάτη πάνω σε
καταστήσει αὐτόν. όλα τα υπάρχοντά του.
45 ἐὰν δὲ εἴπῃ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἐν 45 Αν όμως ο δούλος εκείνος πει
τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, χρονίζει ὁ μέσα στην καρδιά του: “Αργεί να
κύριός μου ἔρχεσθαι, καὶ ἄρξηται έρχεται ο κύριός μου”, και
τύπτειν τοὺς παῖδας καὶ τὰς αρχίσει να χτυπά τους δούλους
παιδίσκας, ἐσθίειν τε καὶ πίνειν και τις δούλες, και να τρώει και
καὶ μεθύσκεσθαι, να πίνει και να μεθάει,
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κεφ. ΙΒ’
46 ἥξει ὁ κύριος τοῦ δούλου 46 θα έρθει ο κύριος του δούλου
ἐκείνου ἐν ἡμέρᾳ ᾗ οὐ προσδοκᾷ εκείνου την ημέρα που δεν
καὶ ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκει, καὶ προσδοκά και την ώρα που δε
διχοτομήσει αὐτόν, καὶ τὸ μέρος γνωρίζει, και θα τον κόψει στα
αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀπίστων θήσει. δύο και το μερίδιό του θα το θέσει
μαζί με τους άπιστους.
47 ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ 47 Εκείνος ο δούλος, λοιπόν, που
θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ γνώρισε το θέλημα του κυρίου
ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ του και δεν ετοίμασε ή δεν έκανε
θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται σύμφωνα με το θέλημά του θα
πολλάς· δαρθεί με πολλά χτυπήματα.
48 ὁ δὲ μὴ γνούς, ποιήσας δὲ ἄξια 48 Όποιος όμως δεν το γνώρισε,
πληγῶν, δαρήσεται ὀλίγας. αλλά έκανε άξια χτυπημάτων, θα
παντὶ δὲ ᾧ ἐδόθη πολύ, πολὺ δαρθεί με λίγα. Και σε καθέναν
ζητηθήσεται παρ᾿ αὐτοῦ, καὶ ᾧ που δόθηκε πολύ, πολύ θα
παρέθεντο πολύ, περισσότερον ζητηθεί από αυτόν, και σ’ όποιον
αἰτήσουσιν αὐτόν. παράθεσαν πολύ, περισσότερο
θα του ζητήσουν».
49 Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, 49 «Φωτιά ήρθα να βάλω πάνω
καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη! στη γη, και τι άλλο να θέλω αν
ήδη άναψε!
50 βάπτισμα δὲ ἔχω βαπτισθῆναι, 50 Και βάφτισμα έχω να
καὶ πῶς συνέχομαι ἕως οὗ βαφτιστώ, και πώς πιέζομαι
τελεσθῇ! ωσότου τελεστεί!
51 δοκεῖτε ὅτι εἰρήνην 51 Νομίζετε ότι παρουσιάστηκα,
παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ; για να δώσω ειρήνη στη γη; Όχι,
οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἢ σας λέω, αλλά μόνο διχασμό.
διαμερισμόν.
52 ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν πέντε 52 Γιατί θα είναι από τώρα πέντε
ἐν οἴκῳ ἑνὶ διαμεμερισμένοι, τρεῖς μέσα σ’ έναν οίκο διχασμένοι,
ἐπὶ δυσὶ καὶ δύο ἐπὶ τρισί· τρεις εναντίον δύο, και δύο
εναντίον τριών:
53 διαμερισθήσονται πατὴρ ἐπὶ 53 Θα διχαστούν πατέρας
υἱῷ καὶ υἱὸς ἐπὶ πατρί, μήτηρ ἐπὶ ενάντια σε γιο και γιος ενάντια σε
θυγατρὶ καὶ θυγάτηρ ἐπὶ μητρί, πατέρα, μητέρα ενάντια στη
πενθερὰ ἐπὶ τὴν νύμφην αὐτῆς θυγατέρα και θυγατέρα ενάντια
καὶ νύμφη ἐπὶ τὴν πενθερὰν στη μητέρα, πεθερά ενάντια στη
αὐτῆς. νύφη της και νύφη ενάντια στην
πεθερά».
54 ῎Ελεγε δὲ καὶ τοῖς ὄχλοις· ὅταν 54 Έλεγε τότε και στα πλήθη:
ἴδητε τὴν νεφέλην ἀνατέλλουσαν «Όταν δείτε τη νεφέλη να
ανεβαίνει από τα δυτικά, αμέσως