ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Ι’
λαλήσετε· δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν πώς ή τι θα μιλήσετε. Γιατί θα
ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσετε. σας δοθεί εκείνη την ώρα τι να
μιλήσετε.
20 οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, 20 Γιατί δεν είστε εσείς που θα
ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ πατρὸς μιλάτε, αλλά το Πνεύμα του
ὑμῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑμῖν. Πατέρα σας, που θα μιλάει μέσα
από εσάς.
21 Παραδώσει δὲ ἀδελφὸς 21 Θα παραδώσει, λοιπόν, ο
ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ αδελφός τον αδελφό σε θάνατο
τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται και ο πατέρας το παιδί, και θα
τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ επαναστατήσουν παιδιά ενάντια
θανατώσουσιν αὐτούς· σε γονείς και θα τους
θανατώσουν.
22 καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ 22 Και θα είστε μισούμενοι από
πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ όλους για το όνομά μου. Αλλά
ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος όποιος υπομείνει ως το τέλος,
σωθήσεται. αυτός θα σωθεί.
23 ὅταν δὲ διώκωσιν ὑμᾶς ἐν τῇ 23 Και όταν σας καταδιώκουν
πόλει ταύτῃ, φεύγετε εἰς τὴν στη μια πόλη, φεύγετε στην
ἄλλην· ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, οὐ άλλη. Γιατί αλήθεια σας λέω, δε
μὴ τελέσητε τὰς πόλεις τοῦ θα τελειώσετε τις πόλεις του
᾿Ισραὴλ ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ Ισραήλ, ωσότου έρθει ο Υιός του
ἀνθρώπου. ανθρώπου.
24 Οὐκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν 24 Δεν υπάρχει μαθητής πάνω
διδάσκαλον οὐδὲ δοῦλος ὑπὲρ από το δάσκαλό του ούτε δούλος
τὸν κύριον αὐτοῦ. πάνω από τον κύριό του.
25 ἀρκετὸν τῷ μαθητῇ ἵνα 25 Αρκετό είναι στο μαθητή να
γένηται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ, γίνει όπως ο δάσκαλός του και ο
καὶ τῷ δούλῳ ὡς ὁ κύριος αὐτοῦ. δούλος όπως ο κύριός του. Αν τον
εἰ τὸν οἰκοδεσπότην Βεελζεβοὺλ οικοδεσπότη αποκάλεσαν
ἐκάλεσαν, πόσῳ μᾶλλον τοὺς Βεελζεβούλ, πόσο μάλλον τους
οἰκιακοὺς αὐτοῦ; οικιακούς του!»
26 Μὴ οὖν φοβηθῆτε αὐτούς· 26 «Μη λοιπόν τους φοβηθείτε.
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ γιατί τίποτα δεν υπάρχει
οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, καὶ καλυμμένο που δε θα
κρυπτὸν ὃ οὐ γνωσθήσεται. αποκαλυφτεί και κρυφό που δε
θα γνωριστεί.
27 ὃ λέγω ὑμῖν ἐν τῇ σκοτίᾳ, 27 Ό,τι σας λέω στο σκοτάδι
εἴπατε ἐν τῷ φωτί, καὶ ὃ εἰς τὸ οὖς πέστε το στο φως. και ό,τι ακούτε
ἀκούετε, κηρύξατε ἐπὶ τῶν στο αυτί κηρύξτε το από τα
δωμάτων. δώματα επάνω.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Ι’
28 καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν 28 Και μη φοβάστε από εκείνους
ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ που σκοτώνουν το σώμα, ενώ την
ψυχὴν μὴ δυναμένων ψυχή δε δύνανται να σκοτώσουν.
ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον Αλλά να φοβάστε μάλλον
τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ εκείνον που δύναται και ψυχή
σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ. και σώμα να καταστρέψει μέσα
στη γέεννα.
29 οὐχὶ δύο στρουθία ἀσσαρίου 29 Δυο σπουργίτια δεν
πωλεῖται; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ πουλιούνται για μια δραχμή; Και
πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν ἄνευ τοῦ όμως ένα από αυτά δε θα πέσει
πατρὸς ὑμῶν. στη γη χωρίς τη θέληση του
Πατέρα σας.
30 ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς 30 Σ’ εσάς, όμως, και οι τρίχες της
κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι κεφαλής σας όλες είναι
εἰσί. αριθμημένες.
31 μὴ οὖν φοβηθῆτε· πολλῶν 31 Μη λοιπόν φοβάστε. από
στρουθίων διαφέρετε ὑμεῖς. πολλά σπουργίτια διαφέρετε
εσείς».
32 Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν 32 «Καθέναν, λοιπόν, που θα με
ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ομολογήσει ζώντας μέσα σ’
ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ εμένα μπροστά στους
ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν ανθρώπους, θα τον ομολογήσω
οὐρανοῖς· κι εγώ ζώντας μέσα σ’ αυτόν
μπροστά στον Πατέρα μου που
είναι στους ουρανούς.
33 ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με 33 Όποιον όμως με αρνηθεί
ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, μπροστά στους ανθρώπους, θα
ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ αρνηθώ κι εγώ αυτόν μπροστά
ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν στον Πατέρα μου που είναι στους
οὐρανοῖς. ουρανούς».
34 Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν 34 «Μη νομίσετε ότι ήρθα να
εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βάλω ειρήνη πάνω στη γη. Δεν
βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν. ήρθα να βάλω ειρήνη αλλά
μάχαιρα.
35 ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον 35 Γιατί ήρθα να διχάσω
κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ άνθρωπο κατά του πατέρα του
θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς και θυγατέρα κατά της μητέρας
αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς της και νύφη κατά της πεθεράς
πενθερᾶς αὐτῆς· της.
36 καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ 36 Και εχθροί του ανθρώπου θα
οἰκιακοὶ αὐτοῦ. είναι οι οικιακοί του.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Ι’
37 ῾Ο φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα 37 Όποιος αγαπάει πατέρα ή
ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ μητέρα περισσότερο από εμένα
φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ δεν μου είναι άξιος, και όποιος
οὐκ ἔστι μου ἄξιος· αγαπάει γιο ή θυγατέρα
περισσότερο από εμένα δεν μου
είναι άξιος.
38 καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν 38 Και όποιος δε λαβαίνει το
σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ σταυρό του και δεν ακολουθεί
ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος. πίσω μου δεν μου είναι άξιος.
39 ὁ εὑρὼν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ 39 Όποιος βρει τη ζωή του θα τη
ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπολέσας χάσει, και όποιος χάσει τη ζωή
τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ του για χάρη μου θα τη βρει».
εὑρήσει αὐτήν.
40 ῾Ο δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, 40 «Όποιος δέχεται εσάς δέχεται
καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν εμένα. και όποιος δέχεται εμένα,
ἀποστείλαντά με. δέχεται αυτόν που με απέστειλε.
41 ὁ δεχόμενος προφήτην εἰς 41 Όποιος δέχεται προφήτη, γιατί
ὄνομα προφήτου μισθὸν είναι προφήτης, θα λάβει μισθό
προφήτου λήψεται, καὶ ὁ προφήτη. και όποιος δέχεται
δεχόμενος δίκαιον εἰς ὄνομα δίκαιο, γιατί είναι δίκαιος, θα
δικαίου μισθὸν δικαίου λήψεται. λάβει μισθό δικαίου.
42 καὶ ὃς ἐὰν ποτίσῃ ἕνα τῶν 42 Και όποιος δώσει να πιει σε
μικρῶν τούτων ποτήριον ψυχροῦ έναν από τους μικρούς αυτούς
μόνον εἰς ὄνομα μαθητοῦ, ἀμὴν ένα ποτήρι κρύο νερό μόνο γιατί
λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν είναι μαθητής μου, αλήθεια σας
μισθὸν αὐτοῦ. λέω, δε θα χάσει το μισθό του».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΑ’
1 Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ 1 Και όταν τελείωσε ο Ιησούς να
᾿Ιησοῦς διατάσσων τοῖς δώδεκα δίνει εντολές στους δώδεκα
μαθηταῖς αὐτοῦ μετέβη ἐκεῖθεν μαθητές του, συνέβηκε να φύγει
τοῦ διδάσκειν καὶ κηρύσσειν ἐν από εκεί και πήγε για να διδάσκει
ταῖς πόλεσιν αὐτῶν. και να κηρύττει στις πόλεις τους.
2 ῾Ο δὲ ᾿Ιωάννης ἀκούσας ἐν τῷ 2 Και ο Ιωάννης, όταν άκουσε
δεσμωτηρίῳ τὰ ἔργα τοῦ στη φυλακή τα έργα του Χριστού,
Χριστοῦ, πέμψας δύο τῶν έστειλε μήνυμα με τους μαθητές
μαθητῶν αὐτοῦ του
3 εἶπεν αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ 3 και του είπε: «Εσύ είσαι ο
ἕτερον προσδοκῶμεν; ερχόμενος ή άλλον να
προσδοκούμε;»
4 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν 4 Τότε αποκρίθηκε ο Ιησούς και
αὐτοῖς· πορευθέντες ἀπαγγείλατε τους είπε: «Πηγαίνετε και
᾿Ιωάννῃ ἃ ἀκούετε καὶ βλέπετε· αναγγείλετε στον Ιωάννη αυτά
που ακούτε και βλέπετε:
5 τυφλοὶ ἀναβλέπουσι καὶ χωλοὶ 5 τυφλοί αποκτούν το φως τους
περιπατοῦσι, λεπροὶ και χωλοί περπατούν, λεπροί
καθαρίζονται καὶ κωφοὶ καθαρίζονται και κουφοί ακούν,
ἀκούουσι, νεκροὶ ἐγείρονται καὶ και νεκροί εγείρονται και φτωχοί
πτωχοὶ εὐαγγελίζονται· ευαγγελίζονται.
6 καὶ μακάριός ἐστιν ὃς ἐὰν μὴ 6 Και μακάριος είναι αυτός που δε
σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί. θα σκανδαλιστεί σ’ εμένα».
7 Τούτων δὲ πορευομένων ἤρξατο 7 Και ενώ αυτοί πήγαιναν, άρχισε
ὁ ᾿Ιησοῦς λέγειν τοῖς ὄχλοις περὶ ο Ιησούς να λέει στα πλήθη για
᾿Ιωάννου· τί ἐξήλθετε εἰς τὴν τον Ιωάννη: «Τι εξήλθατε στην
ἔρημον θεάσασθαι; κάλαμον ὑπὸ έρημο να δείτε με θαυμασμό;
ἀνέμου σαλευόμενον; Καλάμι που σαλεύεται από
άνεμο;
8 ἀλλὰ τί ἐξήλθετε ἰδεῖν; 8 Όχι, βέβαια. Αλλά τι εξήλθατε
ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις να δείτε; Άνθρωπο με μαλακά
ἠμφιεσμένον; ἰδοὺ οἱ τὰ μαλακὰ ρούχα ντυμένο; Ιδού, αυτοί που
φοροῦντες ἐν τοῖς οἴκοις τῶν φορούν τα μαλακά είναι στους
βασιλέων εἰσίν. οίκους των βασιλιάδων.
9 ἀλλὰ τί ἐξήλθετε ἰδεῖν; 9 Αλλά τι εξήλθατε να δείτε;
προφήτην; ναὶ λέγω ὑμῖν, καὶ Προφήτη; Ναι, σας λέω, και
περισσότερον προφήτου. περισσότερο από προφήτη.
10 οὗτος γάρ ἐστι περὶ οὗ 10 Αυτός είναι για τον οποίο έχει
γέγραπται· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω γραφτεί: Ιδού, εγώ αποστέλλω
τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου τον αγγελιοφόρο μου πριν από το
σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν πρόσωπό σου, ο οποίος θα
σου ἔμπροσθέν σου.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΑ’
παρασκευάσει την οδό σου
μπροστά σου.
11 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἐγήγερται 11 Αλήθεια σας λέω: δεν έχει
ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων εγερθεί μεταξύ των γεννημένων
᾿Ιωάννου τοῦ βαπτιστοῦ· ὁ δὲ από γυναίκες μεγαλύτερος από
μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν τον Ιωάννη το Βαπτιστή. Αλλά ο
οὐρανῶν μείζων αὐτοῦ ἐστιν. μικρότερος στη βασιλεία των
ουρανών είναι μεγαλύτερος από
αυτόν.
12 ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν ᾿Ιωάννου 12 Και από τις ημέρες του Ιωάννη
τοῦ βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ του Βαπτιστή ως τώρα η
βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, βασιλεία των ουρανών
καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν. παραβιάζεται και βίαιοι την
αρπάζουν.
13 πάντες γὰρ οἱ προφῆται καὶ ὁ 13 Γιατί όλοι οι προφήτες και ο
νόμος ἕως ᾿Ιωάννου νόμος ως τον Ιωάννη
προεφήτευσαν. προφήτεψαν.
14 καὶ εἰ θέλετε δέξασθαι, αὐτός 14 Και αν θέλετε, δεχτείτε το:
ἐστιν ᾿Ηλίας ὁ μέλλων ἔρχεσθαι. αυτός είναι ο Ηλίας που μέλλει να
έρχεται.
15 ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. 15 Όποιος έχει αυτιά ας ακούει.
16 Τίνι δὲ ὁμοιώσω τὴν γενεὰν 16 Με τι λοιπόν να παρομοιάσω
ταύτην; ὁμοία ἐστὶ παιδίοις τη γενιά αυτή; Είναι όμοια με
καθημένοις ἐν ἀγοραῖς, ἃ παιδιά που κάθονται στις αγορές,
προσφωνοῦντα τοῖς ἑταίροις τα οποία παίζοντας φωνάζουν
αὐτῶν λέγουσιν· στα άλλα
17 ηὐλήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ 17 και λένε: “Σας παίξαμε αυλό
ὠρχήσασθε, ἐθρηνήσαμεν ὑμῖν, και δε χορέψατε, θρηνήσαμε και
καὶ οὐκ ἐκόψασθε. δε χτυπήσατε τα στήθη σας”.
18 ἦλθε γὰρ ᾿Ιωάννης μήτε 18 Γιατί ήρθε ο Ιωάννης που μήτε
ἐσθίων μήτε πίνων, καὶ λέγουσι· τρώει μήτε πίνει, και λένε:
δαιμόνιον ἔχει. “Δαιμόνιο έχει”.
19 ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου 19 Ήρθε ο Υιός του ανθρώπου
ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγουσιν· που τρώει και πίνει, και λένε:
ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ “Ιδού άνθρωπος φαγάς και
οἰνοπότης, τελωνῶν φίλος καὶ οινοπότης, φίλος τελωνών και
ἁμαρτωλῶν. καὶ ἐδικαιώθη ἡ αμαρτωλών”. Και δικαιώθηκε η
σοφία ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς! σοφία από τα έργα της».
20 Τότε ἤρξατο ὀνειδίζειν τὰς 20 Τότε άρχισε να επιτιμά τις
πόλεις ἐν αἷς ἐγένοντο αἱ πόλεις στις οποίες έγιναν οι
πλεῖσται δυνάμεις αὐτοῦ, ὅτι οὐ περισσότερες θαυματουργικές
μετενόησαν·
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΑ’
δυνάμεις του, γιατί δε
μετανόησαν:
21 οὐαί σοι, Χοραζίν, οὐαί σοι, 21 «Αλίμονο σ’ εσένα Χοραζίν.
Βηθσαϊδά· ὅτι εἰ ἐν Τύρῳ καὶ αλίμονο σ’ εσένα Βηθσαϊδά. Γιατί
Σιδῶνι ἐγενήθησαν αἱ δυνάμεις αν μέσα στην Τύρο και στη
αἱ γενόμεναι ἐν ὑμῖν, πάλαι ἂν ἐν Σιδώνα γίνονταν οι
σάκκῳ καὶ σποδῷ καθήμεναι θαυματουργικές δυνάμεις που
μετενόησαν. έγιναν σ’ εσάς, από καιρό θα
είχαν μετανοήσει με σάκο και
στάχτη.
22 πλὴν λέγω ὑμῖν, Τύρῳ καὶ 22 Όμως σας λέω: για την Τύρο
Σιδῶνι ἀνεκτότερον ἔσται ἐν και για τη Σιδώνα θα υπάρχει
ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ ὑμῖν. περισσότερη ανεκτικότητα κατά
την ημέρα της κρίσης παρά για
σας.
23 καὶ σὺ Καπερναούμ, ἡ ἕως τοῦ 23 Κι εσύ Καπερναούμ, μήπως ως
οὐρανοῦ ὑψωθεῖσα, ἕως ᾅδου τον ουρανό θα υψωθείς; Ως τον
καταβιβασθήσῃ· ὅτι εἰ ἐν άδη θα κατεβείς! Γιατί αν στα
Σοδόμοις ἐγενήθησαν αἱ Σόδομα γίνονταν οι
δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν σοί, θαυματουργικές δυνάμεις που
ἔμειναν ἂν μέχρι τῆς σήμερον. έγιναν σ’ εσένα, θα έμεναν μέχρι
σήμερα.
24 πλὴν λέγω ὑμῖν ὅτι γῇ 24 Όμως σας λέω ότι για τη χώρα
Σοδόμων ἀνεκτότερον ἔσται ἐν των Σοδόμων περισσότερη
ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ σοί. ανεκτικότητα θα υπάρχει κατά
την ημέρα της κρίσης παρά για
σένα».
25 ᾿Εν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ 25 Κατ’ εκείνον τον καιρό έλαβε
ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· το λόγο ο Ιησούς και είπε:
ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε «Ομολογώ τη δόξα σου, Πατέρα,
τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι Κύριε του ουρανού και της γης,
ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν γιατί έκρυψες αυτά από σοφούς
καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας και συνετούς και τα αποκάλυψες
αὐτὰ νηπίοις· σε νήπια.
26 ναί, ὁ πατήρ, ὅτι οὕτως ἐγένετο 26 Ναι, Πατέρα, γιατί έτσι
εὐδοκία ἔμπροσθέν σου. ευαρεστήθηκες.
27 Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ 27 Όλα μου παραδόθηκαν από
πατρός μου· καὶ οὐδεὶς τον Πατέρα μου, και κανείς δε
ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ γνωρίζει καλά τον Υιό παρά μόνο
πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ο Πατέρας, ούτε τον Πατέρα
ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν γνωρίζει κανείς καλά παρά μόνο
βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΑ’
ο Υιός και αυτός στον οποίο θέλει
ο Υιός να τον αποκαλύψει.
28 Δεῦτε πρός με πάντες οἱ 28 Ελάτε προς εμένα όλοι όσοι
κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κουράζεστε και είστε
κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. φορτωμένοι, κι εγώ θα σας
αναπαύσω.
29 ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς 29 Σηκώστε το ζυγό μου πάνω
καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός σας και μάθετε από εμένα, γιατί
εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ είμαι πράος και ταπεινός στην
εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς καρδιά, και θα βρείτε ανάπαυση
ὑμῶν· στις ψυχές σας.
30 ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ 30 Γιατί ο ζυγός μου είναι
τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν. ευεργετικός και το φορτίο μου
ελαφρό».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΒ’
1 Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἐπορεύθη ὁ 1 Κατ’ εκείνον τον καιρό
᾿Ιησοῦς τοῖς σάββασι διὰ τῶν πορεύτηκε ο Ιησούς το Σάββατο
σπορίμων· οἱ δὲ μαθηταὶ αὐτοῦ μέσα από τα σπαρτά. Οι μαθητές
ἐπείνασαν, καὶ ἤρξαντο τίλλειν του, λοιπόν, πείνασαν και
στάχυας καὶ ἐσθίειν. άρχισαν να μαδούν στάχυα και
να τα τρώνε.
2 οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἰδόντες εἶπον 2 Αλλά οι Φαρισαίοι, όταν τους
αὐτῷ· ἰδοὺ οἱ μαθηταί σου είδαν, του είπαν: «Ιδού, οι
ποιοῦσιν ὃ οὐκ ἔξεστι ποιεῖν ἐν μαθητές σου κάνουν αυτό που
σαββάτῳ. δεν επιτρέπεται να κάνουν το
Σάββατο».
3 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ ἀνέγνωτε 3 Εκείνος τους είπε: «Δε
τί ἐποίησε Δαυῒδ ὅτε ἐπείνασεν διαβάσατε τι έκανε ο Δαβίδ, όταν
αὐτὸς καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ; πείνασε αυτός και όσοι ήταν μαζί
του;
4 πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ 4 Πώς εισήλθε στον οίκο του Θεού
Θεοῦ καὶ τοὺς ἄρτους τῆς και τους άρτους της προθέσεως
προθέσεως ἔφαγεν, οὓς οὐκ ἐξὸν έφαγαν, που δεν επιτρεπόταν σ’
ἦν αὐτῷ φαγεῖν οὐδὲ τοῖς μετ᾿ αυτόν να φάει ούτε σ’ όσους ήταν
αὐτοῦ, εἰ μὴ μόνοις τοῖς ἱερεῦσι; μαζί του παρά μόνο στους ιερείς;
5 ἢ οὐκ ἀνέγνωτε ἐν τῷ νόμῳ ὅτι 5 Ή δε διαβάσατε μέσα στο νόμο
τοῖς σάββασιν οἱ ἱερεῖς ἐν τῷ ἱερῷ ότι τα Σάββατα οι ιερείς μέσα στο
τὸ σάββατον βεβηλοῦσι, καὶ ναό βεβηλώνουν το Σάββατο και
ἀναίτιοί εἰσι; είναι αθώοι;
6 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι τοῦ ἱεροῦ 6 Σας λέω, λοιπόν, ότι κάτι
μεῖζόν ἐστιν ὧδε. μεγαλύτερο από το ναό είναι
εδώ.
7 εἰ δὲ ἐγνώκειτε τί ἐστιν ἔλεον 7 Και αν είχατε γνωρίσει τι
θέλω καὶ οὐ θυσίαν, οὐκ ἂν σημαίνει: Έλεος θέλω και όχι
κατεδικάσατε τοὺς ἀναιτίους. θυσία, δε θα καταδικάζατε τους
αθώους.
8 κύριος γάρ ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ 8 Γιατί ο Υιός του ανθρώπου είναι
ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου. Κύριος του Σαββάτου».
9 Καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς 9 Και αφού έφυγε από εκεί, ήρθε
τὴν συναγωγὴν αὐτῶν. στη συναγωγή τους.
10 καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος ἦν ἐκεῖ τὴν 10 Και ιδού ένας άνθρωπος που
χεῖρα ἔχων ξηράν· καὶ είχε ξερό χέρι. Τότε τον
ἐπηρώτησαν αὐτὸν λέγοντες· εἰ επερώτησαν λέγοντας: «Άραγε
ἔξεστι τοῖς σάββασι θεραπεύειν; επιτρέπεται να θεραπεύσει κανείς
ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ. τα Σάββατα;» – για να τον
κατηγορήσουν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΒ’
11 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τίς ἔσται ἐξ 11 Εκείνος είπε σ’ αυτούς: «Ποιος
ὑμῶν ἄνθρωπος ὃς ἕξει πρόβατον άνθρωπος είναι από εσάς που θα
ἕν, καὶ ἐὰν ἐμπέσῃ τοῦτο τοῖς έχει ένα πρόβατο και, αν αυτό
σάββασιν εἰς βόθυνον, οὐχὶ πέσει το Σάββατο μέσα σε βόθρο,
κρατήσει αὐτὸ καὶ ἐγερεῖ; δε θα το κρατήσει και δε θα το
σηκώσει;
12 πόσῳ οὖν διαφέρει ἄνθρωπος 12 Πόσο λοιπόν διαφέρει ο
προβάτου; ὥστε ἔξεστι τοῖς άνθρωπος από το πρόβατο! Ώστε
σάββασι καλῶς ποιεῖν. επιτρέπεται το Σάββατο να κάνει
κανείς καλό».
13 τότε λέγει τῷ ἀνθρώπῳ· 13 Τότε λέει στον άνθρωπο:
ἔκτεινόν σου τὴν χεῖρα· καὶ «Έκτεινε το χέρι σου». Και το
ἐξέτεινε, καὶ ἀποκατεστάθη εξέτεινε και αποκαταστάθηκε
ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη. υγιές όπως το άλλο.
14 ᾿Εξελθόντες δὲ οἱ Φαρισαῖοι 14 Και όταν εξήλθαν οι
συμβούλιον ἔλαβον κατ᾿ αὐτοῦ, Φαρισαίοι, έκαναν συμβούλιο
ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσιν. αποφασίζοντας εναντίον του, για
να τον σκοτώσουν.
15 ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς γνοὺς 15 Ο Ιησούς, λοιπόν, επειδή το
ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν· καὶ γνώρισε, αναχώρησε από εκεί.
ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι Και τον ακολούθησαν πλήθη
πολλοί, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτοὺς πολλά, και τους θεράπευσε
πάντας, όλους,
16 καὶ ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα μὴ 16 αλλά τους επιτίμησε να μην
φανερὸν ποιήσωσιν αὐτόν, τον κάνουν φανερό,
17 ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ 17 για να εκπληρωθεί εκείνο που
῾Ησαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· ειπώθηκε μέσω του Ησαΐα του
προφήτη, όταν έλεγε:
18 ἰδοὺ ὁ παῖς μου, ὃν ᾑρέτισα, ὁ 18 Ιδού ο δούλος μου που διάλεξα,
ἀγαπητός μου, εἰς ὃν εὐδόκησεν ο αγαπητός μου στον οποίο
ἡ ψυχή μου· θήσω τὸ πνεῦμά μου ευαρεστήθηκε η ψυχή μου. Θα
ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ κρίσιν τοῖς ἔθνεσιν θέσω το Πνεύμα μου πάνω του
ἀπαγγελεῖ· και δίκαιη κρίση στα έθνη θ’
αναγγείλει.
19 οὐκ ἐρίσει οὐδὲ κραυγάσει, 19 Δε θα φιλονικήσει ούτε θα
οὐδὲ ἀκούσει τις ἐν ταῖς κραυγάσει, ούτε θ’ ακούσει
πλατείαις τὴν φωνήν αὐτοῦ. κανείς στους πλατιούς δρόμους
τη φωνή του.
20 κάλαμον συντετριμμένον οὐ 20 Καλάμι συντριμμένο δε θα
κατεάξει καὶ λίνον τυφόμενον οὐ σπάσει και φιτίλι που καπνίζει δε
σβέσει, ἕως ἂν ἐκβάλῃ εἰς νῖκος θα σβήσει, ωσότου κάνει τη
τὴν κρίσιν δίκαιη κρίση να νικήσει.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΒ’
21 καὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἔθνη 21 Και στο όνομά του έθνη θα
ἐλπιοῦσι. ελπίζουν.
22 Τότε προσηνέχθη αὐτῷ 22 Τότε έφεραν προς αυτόν ένα
δαιμονιζόμενος τυφλὸς καὶ δαιμονισμένο τυφλό και
κωφός, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτόν, κωφάλαλο. Και τον θεράπευσε,
ὥστε τὸν τυφλὸν καὶ κωφὸν καὶ ώστε ο κωφάλαλος να μιλάει και
λαλεῖν καὶ βλέπειν· να βλέπει.
23 καὶ ἐξίσταντο πάντες οἱ ὄχλοι 23 Και έμεναν εκστατικά όλα τα
καὶ ἔλεγον· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ πλήθη και έλεγαν: «Μήπως
Χριστὸς ὁ υἱὸς Δαυῒδ; αυτός είναι ο γιος του Δαβίδ;»
24 οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες 24 Αλλά οι Φαρισαίοι, όταν το
εἶπον· οὗτος οὐκ ἐκβάλλει τὰ άκουσαν, είπαν: «Αυτός δε βγάζει
δαιμόνια εἰμὴ ἐν τῷ Βεελζεβούλ, τα δαιμόνια παρά μόνο μέσω του
ἄρχοντι τῶν δαιμονίων. Βεελζεβούλ, του άρχοντα των
δαιμονίων».
25 εἰδὼς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὰς 25 Και ο Ιησούς, επειδή ήξερε τις
ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς· σκέψεις τους, τους είπε: «Κάθε
πᾶσα βασιλεία μερισθεῖσα καθ᾿ βασιλεία, όταν χωριστεί κατά του
ἑαυτὴν ἐρημοῦται, καὶ πᾶσα εαυτού της, ερημώνεται. και κάθε
πόλις ἢ οἰκία μερισθεῖσα καθ᾿ πόλη ή οικία, όταν χωριστεί κατά
ἑαυτὴν οὐ σταθήσεται. του εαυτού της, δε θα σταθεί.
26 καὶ εἰ ὁ σατανᾶς τὸν σατανᾶν 26 Και αν ο Σατανάς βγάζει το
ἐκβάλλει, ἐφ᾿ ἑαυτὸν ἐμερίσθη· Σατανά, χωρίστηκε κατά του
πῶς οὖν σταθήσεται ἡ βασιλεία εαυτού του. Πώς λοιπόν θα
αὐτοῦ; σταθεί η βασιλεία του;
27 καὶ εἰ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ 27 Και αν εγώ μέσω του
ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ Βεελζεβούλ βγάζω τα δαιμόνια,
ὑμῶν ἐν τίνι ἐκβαλοῦσι; διὰ τοῦτο οι πνευματικοί γιοι σας μέσω
αὐτοὶ κριταὶ ἔσονται ὑμῶν. ποιανού τα βγάζουν; Γι’ αυτό,
αυτοί θα είναι κριτές σας.
28 εἰ δὲ ἐγὼ ἐν Πνεύματι Θεοῦ 28 Αν όμως με Πνεύμα Θεού εγώ
ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα βγάζω τα δαιμόνια, άρα έφτασε
ἔφθασεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού.
Θεοῦ. 29 Ή πώς δύναται κάποιος να
29 ἢ πῶς δύναταί τις εἰσελθεῖν εἰς εισέλθει στην οικία του ισχυρού
τὴν οἰκίαν τοῦ ἰσχυροῦ καὶ τὰ και να αρπάξει τα σκεύη του, αν
σκεύη αὐτοῦ ἁρπάσαι, ἐὰν μὴ δε δέσει πρώτα τον ισχυρό; Και
πρῶτον δήσῃ τὸν ἰσχυρόν; καὶ τότε την οικία του θα
τότε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσει. λεηλατήσει.
30 ὁ μὴ ὢν μετ᾿ ἐμοῦ κατ᾿ ἐμοῦ 30 Όποιος δεν είναι μαζί μου είναι
ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ᾿ ἐμοῦ εναντίον μου, και όποιος δε
σκορπίζει. συνάζει μαζί μου σκορπίζει.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΒ’
31 Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, πᾶσα 31 Γι’ αυτό σας λέω, κάθε αμαρτία
ἁμαρτία καὶ βλασφημία και βλαστήμια θα αφεθεί στους
ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δὲ ανθρώπους, αλλά η βλαστήμια
τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ στο Πνεύμα δε θα αφεθεί.
ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις· 32 Και σ’ όποιον πει λόγια κατά
32 καὶ ὃς ἐὰν εἴπῃ λόγον κατὰ τοῦ του Υιού του ανθρώπου θα του
υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀφεθήσεται αφεθεί. Σ’ όποιον όμως πει κατά
αὐτῷ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ κατὰ τοῦ του Πνεύματος του Αγίου, δεν θα
Πνεύματος τοῦ ῾Αγίου, οὐκ του αφεθεί ούτε σε τούτον τον
ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αιώνα ούτε στο μελλοντικό».
αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι.
33 ῍Η ποιήσατε τὸ δένδρον καλόν, 33 «Ή κάμετε το δέντρο καλό και
καὶ τὸν καρπόν αὐτοῦ καλόν, ἢ τον καρπό του καλό, ή κάμετε το
ποιήσατε τὸ δένδρον σαπρόν, καὶ δέντρο σάπιο και τον καρπό του
τὸν καρπὸν αὐτοῦ σαπρόν· ἐκ σάπιο. Γιατί το δέντρο γνωρίζεται
γὰρ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον από τον καρπό.
γινώσκεται.
34 γεννήματα ἐχιδνῶν, πῶς 34 Γεννήματα εχιδνών, πώς
δύνασθε ἀγαθὰ λαλεῖν πονηροὶ δύναστε να μιλάτε καλά, ενώ
ὄντες; ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος είστε κακοί; Γιατί το στόμα μιλά
τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. από το περίσσευμα της καρδιάς.
35 ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ 35 Ο αγαθός άνθρωπος βγάζει
ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει αγαθά από τον αγαθό θησαυρό
ἀγαθά, καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος του, και ο κακός άνθρωπος
ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ βγάζει κακά από τον κακό
ἐκβάλλει πονηρά. θησαυρό του.
36 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ρῆμα 36 Σας λέω, λοιπόν, ότι για κάθε
ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ αστήρικτο λόγο κρίσης που θα
ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ μιλήσουν οι άνθρωποι θα
αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως· αποδώσουν λόγο γι’ αυτόν κατά
την ημέρα της κρίσης.
37 ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου 37 Γιατί από τα λόγια σου θα
δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων δικαιωθείς και από τα λόγια σου
σου καταδικασθήσῃ. θα καταδικαστείς».
38 Τότε ἀπεκρίθησάν τινες τῶν 38 Τότε έλαβαν το λόγο μερικοί
γραμματέων καὶ Φαρισαίων από τους γραμματείς και από
λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν τους Φαρισαίους, λέγοντας:
ἀπὸ σοῦ σημεῖον ἰδεῖν. «Δάσκαλε, θέλουμε κάποιο
σημείο να δούμε από εσένα».
39 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· 39 Εκείνος αποκρίθηκε και τους
γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς είπε: «Μια γενιά κακή και
σημεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ μοιχαλίδα επιζητά σημείο, αλλά
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΒ’
δοθήσεται αὐτῇ εἰμὴ τὸ σημεῖον σημείο δε θα της δοθεί παρά μόνο
᾿Ιωνᾶ τοῦ προφήτου. το σημείο του Ιωνά του προφήτη.
40 ὥσπερ γὰρ ἐγένετο ᾿Ιωνᾶς ὁ 40 Γιατί όπως ακριβώς ήταν ο
προφήτης ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ Ιωνάς μέσα στην κοιλιά του
κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς κήτους τρεις ημέρες και τρεις
νύκτας, οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς νύχτες, έτσι θα είναι ο Υιός του
τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς ανθρώπου μέσα στην καρδιά της
γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς γης τρεις ημέρες και τρεις νύχτες.
νύκτας.
41 ἄνδρες Νινευῖται 41 Άντρες Νινευίτες θα
ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ αναστηθούν κατά την κρίση
τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ μαζί με αυτήν τη γενιά και θα την
κατακρινοῦσιν αὐτήν, ὅτι κατακρίνουν, γιατί μετανόησαν
μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα στο κήρυγμα του Ιωνά, και ιδού,
᾿Ιωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον ᾿Ιωνᾶ ὧδε. περισσότερο του Ιωνά είναι εδώ.
42 βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται 42 Η βασίλισσα του νότου θα
ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς εγερθεί κατά την κρίση μαζί με
ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτήν, ὅτι αυτήν τη γενιά και θα την
ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς κατακρίνει, γιατί ήρθε από τα
ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶνος, πέρατα της γης, για να ακούσει
καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶνος ὧδε. τη σοφία του Σολομώντα, και
ιδού, περισσότερο του
Σολομώντα είναι εδώ».
43 ῞Οταν δὲ τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα 43 «Όταν λοιπόν το ακάθαρτο
ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, πνεύμα εξέλθει από τον
διέρχεται δι᾿ ἀνύδρων τόπων άνθρωπο, περνά μέσα από
ζητοῦν ἀνάπαυσιν, καὶ οὐχ άνυδρους τόπους ζητώντας
εὑρίσκει. ανάπαυση, αλλά δε βρίσκει.
44 τότε λέγει· εἰς τὸν οἶκόν μου 44 Τότε λέει: “θα επιστρέψω Στον
ἐπιστρέψω ὅθεν ἐξῆλθον· καὶ οίκο μου απ’ όπου εξήλθα”. Και
ἐλθὸν εὑρίσκει σχολάζοντα καὶ όταν έρθει, τον βρίσκει αδειανό,
σεσαρωμένον καὶ σκουπισμένο και κοσμημένο.
κεκοσμημένον.
45 τότε πορεύεται καὶ 45 Τότε πορεύεται και
παραλαμβάνει μεθ᾿ ἑαυτοῦ ἑπτὰ παραλαβαίνει μαζί του εφτά
ἕτερα πνεύματα πονηρότερα άλλα πνεύματα χειρότερα από
ἑαυτοῦ, καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ τον εαυτό του και, αφού
ἐκεῖ, καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ εισέλθουν, κατοικούν εκεί. Και
ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν γίνεται η τελευταία κατάσταση
πρώτων. οὕτως ἔσται καὶ τῇ του ανθρώπου εκείνου χειρότερη
γενεᾷ τῇ πονηρᾷ ταύτῃ. από την πρώτη. Έτσι θα συμβεί
και στη γενιά αυτήν την κακή».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΒ’
46 ῎Ετι δὲ αὐτοῦ λαλοῦντος τοῖς 46 Ενώ ακόμη αυτός μιλούσε στα
ὄχλοις ἰδοὺ ἡ μήτηρ καὶ οἱ πλήθη, ιδού, η μητέρα και οι
ἀδελφοὶ αὐτοῦ εἱστήκεισαν ἔξω, αδελφοί του είχαν σταθεί έξω,
ζητοῦντες λαλῆσαι αὐτῷ. ζητώντας να του μιλήσουν.
47 εἶπε δέ τις αὐτῷ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ 47 Είπε τότε κάποιος σ’ αυτόν:
σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου «Ιδού, η μητέρα σου και οι
ἑστήκασιν ἔξω ζητοῦντές σε αδελφοί σου έξω έχουν σταθεί
ἰδεῖν. ζητώντας να σου μιλήσουν».
48 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ λέγοντι 48 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε σ’
αὐτῷ· τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου καὶ αυτόν που του το έλεγε: «Ποια
τίνες εἰσὶν οἱ ἀδελφοί μου; είναι η μητέρα μου και ποιοι είναι
οι αδελφοί μου;»
49 καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα αὐτοῦ 49 Και αφού εξέτεινε το χέρι του
ἐπὶ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔφη· ἰδοὺ πάνω στους μαθητές του, είπε:
ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου· «Ιδού η μητέρα μου και οι
αδελφοί μου.
50 ὅστις γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ 50 Γιατί όποιος κι αν κάνει το
θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν θέλημα του Πατέρα μου που είναι
οὐρανοῖς, αὐτός μου ἀδελφός καὶ στους ουρανούς, αυτός μου είναι
ἀδελφὴ καὶ μήτηρ ἐστίν. αδελφός και αδελφή και
μητέρα».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΓ’
1 Ἐν δὲ τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐξελθὼν 1 Εκείνη την ημέρα εξήλθε ο
ὁ ᾿Ιησοῦς τῆς οἰκίας ἐκάθητο Ιησούς από την οικία και
παρὰ τὴν θάλασσαν· καθόταν δίπλα στη λίμνη.
2 καὶ συνήχθησαν πρὸς αὐτὸν 2 Τότε συνάχτηκαν κοντά του
ὄχλοι πολλοί, ὥστε αὐτὸν εἰς πλήθη πολλά, ώστε αυτός
πλοῖον ἐμβάντα καθῆσθαι, καὶ αναγκάστηκε να μπει σε πλοίο
πᾶς ὁ ὄχλος ἐπὶ τὸν αἰγιαλὸν και να καθίσει, και όλο το πλήθος
εἱστήκει. είχε σταθεί στο γιαλό.
3 καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς πολλὰ ἐν 3 Και τους μίλησε πολλά με
παραβολαῖς λέγων· παραβολές, λέγοντας: «Ιδού,
4 ἰδοὺ ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ εξήλθε ο σπορέας για να σπείρει.
σπεῖραι. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν 4 Και ενώ έσπερνε, μερικοί σπόροι
ἃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ έπεσαν δίπλα στην οδό και, αφού
ἐλθόντα τὰ πετεινὰ κατέφαγεν ήρθαν τα πετεινά, τους
αὐτά· κατάφαγαν.
5 ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τὰ πετρώδη, 5 Άλλοι όμως έπεσαν πάνω στα
ὅπου οὐκ εἶχε γῆν πολλήν, καὶ πετρώδη εδάφη όπου δεν είχε γη
εὐθέως ἐξανέτειλε διὰ τὸ μὴ ἔχειν πολλή, και αμέσως φύτρωσαν
βάθος γῆς, επειδή δεν είχε βάθος η γη.
6 ἡλίου δὲ ἀνατείλαντος 6 Και όταν ο ήλιος ανάτειλε
ἐκαυματίσθη, καὶ διὰ τὸ μὴ ἔχειν κάηκαν και, επειδή δεν είχαν
ρίζαν ἐξηράνθη· ρίζα, ξεράθηκαν.
7 ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τὰς 7 Και άλλοι έπεσαν στα αγκάθια,
ἀκάνθας, καὶ ἀνέβησαν αἱ και μεγάλωσαν τα αγκάθια και
ἄκανθαι καὶ ἀπέπνιξαν αὐτά· τους έπνιξαν.
8 ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν 8 Άλλοι όμως έπεσαν στη γη την
καλὴν καὶ ἐδίδου καρπὸν ὃ μὲν καλή και έδιναν καρπό, ο ένας
ἑκατόν, ὃ δὲ ἐξήκοντα, ὃ δὲ εκατό, ο άλλος εξήντα και ο
τριάκοντα. άλλος τριάντα.
9 ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. 9 Όποιος έχει αυτιά ας ακούει».
10 Καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ 10 Και τότε πλησίασαν οι
εἶπον αὐτῷ· διατί ἐν παραβολαῖς μαθητές και του είπαν: «Γιατί
λαλεῖς αὐτοῖς; τους μιλάς με παραβολές;»
11 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· 11 Εκείνος αποκρίθηκε και τους
ὅτι ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ είπε: «Γιατί σ’ εσάς έχει δοθεί να
μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν γνωρίσετε τα μυστήρια της
οὐρανῶν, ἐκείνοις δὲ οὐ δέδοται. βασιλείας των ουρανών, αλλά σ’
εκείνους δεν έχει δοθεί.
12 ὅστις γὰρ ἔχει, δοθήσεται αὐτῷ 12 Γιατί σ’ όποιον έχει θα του
καὶ περισσευθήσεται· ὅστις δὲ δοθεί και θα του περισσέψει. σ’
οὐκ ἔχει, καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ όποιον όμως δεν έχει, και αυτό
αὐτοῦ. που έχει θα αφαιρεθεί από αυτόν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΓ’
13 διὰ τοῦτο ἐν παραβολαῖς 13 Γι’ αυτό με παραβολές τους
αὐτοῖς λαλῶ, ἵνα βλέποντες μὴ μιλάω, γιατί ενώ βλέπουν, δε
βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ βλέπουν, και ενώ ακούν, δεν
ἀκούωσι μηδὲ συνῶσι, ακούν ούτε καταλαβαίνουν.
14 μήποτε ἐπιστρέψωσι· καὶ τότε 14 Και έτσι εκπληρώνεται σ’
πληρωθήσεται αὐτοῖς ἡ αυτούς η προφητεία του Ησαΐα
προφητεία ῾Ησαΐου ἡ λέγουσα· που λέει: Με την ακοή θ’ ακούτε
ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε, αλλά δε θα καταλάβετε, και
καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ βλέποντας θα βλέπετε αλλά δε θα
ἴδητε· δείτε.
15 ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ 15 Γιατί πάχυνε η καρδιά του
λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶ βαρέως λαού τούτου και με τ’ αυτιά τους
ἤκουσαν, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς βαριάκουσαν και τους
αὐτῶν ἐκάμμυσαν, μήποτε ἴδωσι οφθαλμούς τους έκλεισαν, μην
τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν τυχόν δουν με τους οφθαλμούς
ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι καί με τ’ αυτιά ακούσουν, και με
καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι την καρδιά καταλάβουν και
αὐτούς. επιστρέψουν και τους γιατρέψω.
16 ῾Υμῶν δὲ μακάριοι οἱ 16 Όμως οι δικοί σας οφθαλμοί
ὀφθαλμοί, ὅτι βλέπουσι, καὶ τὰ είναι μακάριοι γιατί βλέπουν και
ὦτα ὑμῶν, ὅτι ἀκούουσιν. τα αυτιά σας γιατί ακούνε.
17 ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν ὅτι πολλοὶ 17 Γιατί αλήθεια σας λέω ότι
προφῆται καὶ δίκαιοι πολλοί προφήτες και δίκαιοι
ἐπεθύμησαν ἰδεῖν ἃ βλέπετε, καὶ επιθύμησαν να δουν αυτά που
οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, βλέπετε, αλλά δεν τα είδαν. και
καὶ οὐκ ἤκουσαν. να ακούσουν αυτά που ακούτε,
αλλά δεν τα άκουσαν».
18 ῾Υμεῖς οὖν ἀκούσατε τὴν 18 «Εσείς λοιπόν ακούστε την
παραβολὴν τοῦ σπείραντος. παραβολή εκείνου που έσπειρε:
19 παντὸς ἀκούοντος τὸν λόγον 19 Σε καθέναν που ακούει το λόγο
τῆς βασιλείας καὶ μὴ συνιέντος, της βασιλείας και δεν
ἔρχεται ὁ πονηρὸς καὶ αἴρει τὸ καταλαβαίνει έρχεται ο Πονηρός
ἐσπαρμένον ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· και αρπάζει το σπαρμένο μέσα
οὗτός ἐστιν ὁ παρὰ τὴν ὁδὸν στην καρδιά του: αυτός είναι που
σπαρείς. σπάρθηκε δίπλα στην οδό.
20 ὁ δὲ ἐπὶ τὰ πετρώδη σπαρείς, 20 Εκείνος που σπάρθηκε στα
οὗτός ἐστιν ὁ τὸν λόγον ἀκούων πετρώδη εδάφη, αυτός είναι που
καὶ εὐθέως μετὰ χαρᾶς δεχόμενος ακούει το λόγο και ευθύς τον
καὶ λαμβάνων αὐτόν· λαβαίνει με χαρά.
21 οὐκ ἔχει δὲ ρίζαν ἐν ἑαυτῷ, 21 Δεν έχει όμως ρίζα μέσα του
ἀλλὰ πρόσκαιρός ἐστι, αλλά είναι πρόσκαιρος και, όταν
γενομένης δὲ θλίψεως ἢ διωγμοῦ
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΓ’
διὰ τὸν λόγον εὐθὺς γίνει θλίψη ή διωγμός εξαιτίας
σκανδαλίζεται. του λόγου, ευθύς σκανδαλίζεται.
22 ὁ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας σπαρείς, 22 Εκείνος που σπάρθηκε στα
οὗτός ἐστιν ὁ τὸν λόγον ἀκούων αγκάθια, είναι αυτός που ακούει
καὶ ἡ μέριμνα τοῦ αἰῶνος τούτου το λόγο, αλλά η μέριμνα του
καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου αιώνα και η απάτη του πλούτου
συμπνίγει τὸν λόγον, καὶ συμπνίγουν το λόγο και γίνεται
ἄκαρπος γίνεται. άκαρπος.
23 ὁ δὲ ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν 23 Εκείνος που σπάρθηκε στην
σπαρείς, οὗτός ἐστιν ὁ τὸν λόγον καλή γη, είναι αυτός που ακούει
ἀκούων καὶ συνιῶν· ὃς δὴ το λόγο και τον καταλαβαίνει, ο
καρποφορεῖ καὶ ποιεῖ ὃ μὲν οποίος πράγματι καρποφορεί και
ἑκατόν, ὃ δὲ ἑξήκοντα, ὃ δὲ κάνει ο ένας εκατό, ο άλλος
τριάκοντα. εξήντα και ο άλλος τριάντα».
24 ῎Αλλην παραβολὴν παρέθηκεν 24 Άλλη παραβολή τους
αὐτοῖς λέγων· ὡμοιώθη ἡ παρέθεσε λέγοντας: «Η βασιλεία
βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ των ουρανών ομοιώθηκε με
σπείραντι καλὸν σπέρμα ἐν τῷ άνθρωπο που έσπειρε καλό
ἀγρῷ αὐτοῦ· σπόρο στον αγρό του.
25 ἐν δὲ τῷ καθεύδειν τοὺς 25 Ενώ όμως οι άνθρωποι
ἀνθρώπους ἦλθεν αὐτοῦ ὁ ἐχθρὸς κοιμούνταν, ήρθε ο εχθρός του
καὶ ἔσπειρε ζιζάνια ἀνὰ μέσον και έσπειρε από πάνω ζιζάνια
τοῦ σίτου καὶ ἀπῆλθεν. ανάμεσα στο σιτάρι και έφυγε.
26 ὅτε δὲ ἐβλάστησεν ὁ χόρτος καὶ 26 Όταν λοιπόν βλάστησαν τα
καρπὸν ἐποίησε, τότε ἐφάνη καὶ φυτά και έκαναν καρπό, τότε
τὰ ζιζάνια. φάνηκαν και τα ζιζάνια.
27 προσελθόντες δὲ οἱ δοῦλοι τοῦ 27 Πλησίασαν τότε οι δούλοι του
οἰκοδεσπότου εἶπον αὐτῷ· κύριε, οικοδεσπότη και του είπαν:
οὐχὶ καλὸν σπέρμα ἔσπειρας ἐν “Κύριε, δεν έσπειρες καλό σπόρο
τῷ σῷ ἀγρῷ; πόθεν οὖν ἔχει στον αγρό σου; Από πού λοιπόν
ζιζάνια; έχει ζιζάνια”;
28 ὁ δὲ ἔφη αὐτοῖς· ἐχθρὸς 28 Εκείνος τους είπε: “Κάποιος
ἄνθρωπος τοῦτο ἐποίησεν. οἱ δὲ άνθρωπος εχθρός το έκανε αυτό”.
δοῦλοι εἶπον αὐτῷ· θέλεις οὖν Και οι δούλοι τού λένε: “Θέλεις
ἀπελθόντες συλλέξωμεν αὐτά; λοιπόν να πάμε και να τα
μαζέψουμε”;
29 ὁ δὲ ἔφη· οὔ, μήποτε 29 Εκείνος τους λέει: “Όχι, μην
συλλέγοντες τὰ ζιζάνια τυχόν μαζεύοντας τα ζιζάνια
ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τὸν ξεριζώσετε συγχρόνως μαζί με
σῖτον· αυτά και το σιτάρι.
30 ἄφετε συναυξάνεσθαι 30 Αφήστε να αυξάνουν μαζί και
ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμοῦ, τα δύο ως το θερισμό, και κατά
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΓ’
καὶ ἐν καιρῷ τοῦ θερισμοῦ ἐρῶ τον καιρό του θερισμού θα πω
τοῖς θερισταῖς· συλλέξατε στους θεριστές: ‘Μαζέψτε πρώτα
πρῶτον τὰ ζιζάνια καὶ δήσατε τα ζιζάνια και δέστε τα σε δέσμες,
αὐτὰ εἰς δέσμας πρὸς τὸ για να τα κατακάψετε, αλλά το
κατακαῦσαι αὐτά, τὸν δὲ σῖτον σιτάρι να το συνάξετε στη
συναγάγετε εἰς τὴν ἀποθήκην αποθήκη μου’.
μου. 31 Άλλη παραβολή τους
31 ῎Αλλην παραβολὴν παρέθηκεν παρέθεσε, λέγοντας: «Η βασιλεία
αὐτοῖς λέγων· ὁμοία ἐστὶν ἡ των ουρανών είναι όμοια με
βασιλεία τῶν οὐρανῶν κόκκῳ κόκκο σιναπιού, που έλαβε ένας
σινάπεως, ὃν λαβὼν ἄνθρωπος άνθρωπος και τον έσπειρε στον
ἔσπειρεν ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ· αγρό του.
32 ὃ μικρότερον μέν ἐστι πάντων 32 Ο οποίος, βέβαια, είναι
τῶν σπερμάτων, ὅταν δὲ αὐξηθῇ, μικρότερος από όλους τους
μεῖζον πάντων τῶν λαχάνων ἐστὶ σπόρους, όταν όμως αυξηθεί,
καὶ γίνεται δένδρον, ὥστε ἐλθεῖν είναι το μεγαλύτερο από τα
τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ λάχανα και γίνεται δέντρο, ώστε
κατασκηνοῦν ἐν τοῖς κλάδοις έρχονται τα πετεινά του ουρανού
αὐτοῦ. και φωλιάζουν στα κλαδιά του».
33 ῎Αλλην παραβολὴν ἐλάλησεν 33 Τους είπε και άλλη παραβολή:
αὐτοῖς· ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία «Η βασιλεία των ουρανών είναι
τῶν οὐρανῶν ζύμῃ, ἣν λαβοῦσα όμοια με προζύμι, που έλαβε μια
γυνὴ ἐνέκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα γυναίκα και το έκρυψε μέσα σε
τρία, ἕως οὗ ἐζυμώθη ὅλον. είκοσι πέντε κιλά αλεύρι, ωσότου
ζυμώθηκε όλο».
34 Ταῦτα πάντα ἐλάλησεν ὁ 34 Όλα αυτά τα μίλησε ο Ιησούς
᾿Ιησοῦς ἐν παραβολαῖς τοῖς με παραβολές στα πλήθη και
ὄχλοις, καὶ χωρὶς παραβολῆς χωρίς παραβολή δεν τους
οὐδὲν ἐλάλει αὐτοῖς, μιλούσε τίποτα.
35 ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ 35 Για να εκπληρωθεί αυτό που
τοῦ προφήτου λέγοντος· ἀνοίξω ειπώθηκε μέσω του προφήτη,
ἐν παραβολαῖς τὸ στόμα μου, όταν έλεγε: Θα ανοίξω με
ἐρεύξομαι κεκρυμμένα ἀπὸ παραβολές το στόμα μου, θα
καταβολῆς κόσμου. μιλήσω δυνατά για πράγματα
κρυμμένα από τη δημιουργία του
κόσμου.
36 Τότε ἀφεὶς τοὺς ὄχλους ἦλθεν 36 Τότε άφησε τα πλήθη και ήρθε
εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ. Καὶ στην οικία. Και τον πλησίασαν οι
προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ μαθητές του λέγοντας:
αὐτοῦ λέγοντες· φράσον ἡμῖν τὴν «Διασαφήνισέ μας την
παραβολὴν τῶν ζιζανίων τοῦ παραβολή των ζιζανίων του
ἀγροῦ. αγρού».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΓ’
37 ῾Ο δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· 37 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε:
ὁ σπείρων τὸ καλὸν σπέρμα ἐστὶν «Αυτός που σπέρνει τον καλό
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου· σπόρο είναι ο Υιός του
ανθρώπου,
38 ὁ δὲ ἀγρός ἐστιν ὁ κόσμος· τὸ 38 και ο αγρός είναι ο κόσμος, και
δὲ καλὸν σπέρμα, οὗτοί εἰσιν οἱ ο καλός σπόρος, αυτοί είναι οι
υἱοὶ τῆς βασιλείας· τὰ δὲ ζιζάνιά γιοι της βασιλείας. Ενώ τα
εἰσιν οἱ υἱοὶ τοῦ πονηροῦ· ζιζάνια είναι οι γιοι του
Πονηρού,
39 ὁ δὲ ἐχθρὸς ὁ σπείρας αὐτά 39 και ο εχθρός που τα έσπειρε
ἐστιν ὁ διάβολος· ὁ δὲ θερισμὸς είναι ο Διάβολος, και ο θερισμός
συντέλεια τοῦ αἰῶνός ἐστιν· οἱ δὲ είναι η συντέλεια του αιώνα και
θερισταὶ ἄγγελοί εἰσιν. οι θεριστές είναι άγγελοι.
40 ὥσπερ οὖν συλλέγεται τὰ 40 Όπως ακριβώς, λοιπόν,
ζιζάνια καὶ πυρὶ καίεται, οὕτως μαζεύονται τα ζιζάνια και
ἔσται ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰῶνος κατακαίγονται σε φωτιά, έτσι θα
τούτου. είναι κατά τη συντέλεια του
αιώνα.
41 ἀποστελεῖ ὁ υἱὸς τοῦ 41 Θα αποστείλει ο Υιός του
ἀνθρώπου τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ, ανθρώπου τους αγγέλους του,
καὶ συλλέξουσιν ἐκ τῆς βασιλείας και θα μαζέψουν από τη βασιλεία
αὐτοῦ πάντα τὰ σκάνδαλα καὶ του όλα τα σκάνδαλα και όσους
τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν, πράττουν την ανομία
42 καὶ βαλοῦσιν αὐτοὺς εἰς τὴν 42 και θα τους ρίξουν στο καμίνι
κάμινον τοῦ πυρός· ἐκεῖ ἔσται ὁ της φωτιάς. Εκεί θα είναι το
κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν κλάμα και το τρίξιμο των
ὀδόντων. δοντιών.
43 τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν 43 Τότε οι δίκαιοι θα
ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ ακτινοβολήσουν σαν τον ήλιο
πατρὸς αὐτῶν. ὁ ἔχων ὦτα μέσα στη βασιλεία του Πατέρα
ἀκούειν ἀκουέτω. τους. Όποιος έχει αυτιά ας
ακούει».
44 Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία 44 «Η βασιλεία των ουρανών είναι
τῶν οὐρανῶν θησαυρῷ όμοια με θησαυρό κρυμμένο
κεκρυμμένῳ ἐν τῷ ἀγρῷ, ὃν μέσα στον αγρό, που τον βρήκε
εὑρὼν ἄνθρωπος ἔκρυψε, καὶ ἀπὸ ένας άνθρωπος και τον έκρυψε,
τῆς χαρᾶς αὐτοῦ ὑπάγει καὶ και από τη χαρά του πηγαίνει και
πάντα ὅσα ἔχει πωλεῖ καὶ πουλά όλα όσα έχει και αγοράζει
ἀγοράζει τὸν ἀγρὸν ἐκεῖνον. εκείνο τον αγρό.
45 Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία 45 Πάλι, η βασιλεία των ουρανών
τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ ἐμπόρῳ είναι όμοια μ’ έναν άνθρωπο
ζητοῦντι καλοὺς μαργαρίτας·
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΓ’
έμπορο που ζητά καλά
μαργαριτάρια.
46 ὃς εὑρὼν ἕνα πολύτιμον 46 Και όταν βρήκε ένα πολύτιμο
μαργαρίτην ἀπελθὼν πέπρακε μαργαριτάρι, έφυγε και πούλησε
πάντα ὅσα εἶχε καὶ ἠγόρασεν όλα όσα είχε και το αγόρασε.
αὐτόν. 47 Πάλι, η βασιλεία των ουρανών
47 Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία είναι όμοια με δίχτυ που ρίχτηκε
τῶν οὐρανῶν σαγήνῃ βληθείσῃ στη θάλασσα και σύναξε ψάρια
εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐκ παντὸς από κάθε γένος.
γένους συναγαγούσῃ·
48 ἥν, ὅτε ἐπληρώθη, 48 Το οποίο, όταν γέμισε, το
ἀναβιβάσαντες αὐτὴν ἐπὶ τὀν ανέβασαν στο γιαλό και, αφού
αἰγιαλὸν καὶ καθίσαντες κάθισαν, μάζεψαν τα καλά σε
συνέλεξαν τὰ καλὰ εἰς ἀγγεῖα, τὰ αγγεία, ενώ τα άχρηστα τα
δὲ σαπρὰ ἔξω ἔβαλον. έριξαν έξω.
49 οὕτως ἔσται ἐν τῇ συντελείᾳ 49 Έτσι θα γίνει κατά τη
τοῦ αἰῶνος. ἐξελεύσονται οἱ συντέλεια του αιώνα: θα
ἄγγελοι καὶ ἀφοριοῦσι τοὺς εξέλθουν οι άγγελοι και θα
πονηροὺς ἐκ μέσου τῶν δικαίων, ξεχωρίσουν τους κακούς μέσα
από τους δίκαιους
50 καὶ βαλοῦσιν αὐτοὺς εἰς τὴν 50 και θα τους ρίξουν στο καμίνι
κάμινον τοῦ πυρός· ἐκεῖ ἔσται ὁ της φωτιάς. Εκεί θα είναι το
κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν κλάμα και το τρίξιμο των
ὀδόντων. δοντιών».
51 Λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· 51 «Έχετε καταλάβει όλα αυτά;»
συνήκατε ταῦτα πάντα; λέγουσιν Του λένε: «Ναι».
αὐτῷ, ναί, Κύριε.
52 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· διὰ τοῦτο πᾶς 52 Εκείνος τους είπε: «Γι’ αυτό
γραμματεὺς μαθητευθεὶς εἰς τὴν κάθε γραμματέας που μαθήτεψε
βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ὅμοιός στη βασιλεία των ουρανών είναι
ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότῃ, όμοιος με άνθρωπο οικοδεσπότη,
ὅστις ἐκβάλλει ἐκ τοῦ θησαυροῦ ο οποίος βγάζει από το θησαυρό
αὐτοῦ καινὰ καὶ παλαιά. του καινούργια και παλιά».
53 Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ 53 Και συνέβηκε, όταν τέλειωσε ο
᾿Ιησοῦς τὰς παραβολὰς ταύτας Ιησούς αυτές τις παραβολές, να
μετῆρεν ἐκεῖθεν, αναχωρήσει από εκεί.
54 καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν πατρίδα 54 Και αφού ήρθε στην πατρίδα
αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς ἐν τῇ του, τους δίδασκε στη συναγωγή
συναγωγῇ αὐτῶν, ὥστε τους, ώστε αυτοί εκπλήσσονταν
ἐκπλήττεσθαι αὐτοὺς καὶ λέγειν· και έλεγαν: «Από πού έρχονται σε
πόθεν τούτῳ ἡ σοφία αὕτη καὶ αἱ τούτον αυτή η σοφία και οι
δυνάμεις; θαυματουργικές δυνάμεις;
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΓ’
55 οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος 55 Δεν είναι αυτός ο γιος του
υἱός; οὐχὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται ξυλουργού; Δε λέγεται η μητέρα
Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ του Μαριάμ και οι αδελφοί του
᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωσῆς καὶ Σίμων Ιάκωβος και Ιωσήφ και Σίμωνας
καὶ ᾿Ιούδας; και Ιούδας;
56 καὶ αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ οὐχὶ 56 Και οι αδελφές του δεν είναι
πᾶσαι πρὸς ἡμᾶς εἰσι; πόθεν οὖν όλες κοντά μας; Από πού λοιπόν
τούτῳ ταῦτα πάντα; ήρθαν σε τούτον όλα αυτά;»
57 καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ. ὁ 57 Και σκανδαλίζονταν με αυτόν.
δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ ἔστι Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Δεν
προφήτης ἄτιμος εἰ μὴ ἐν τῇ υπάρχει προφήτης ατίμητος
πατρίδι αὐτοῦ καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ παρά μόνο στην πατρίδα του και
αὐτοῦ. στην οικία του».
58 καὶ οὐκ ἐποίησεν ἐκεῖ δυνάμεις 58 Και δεν έκανε εκεί πολλές
πολλὰς διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν. θαυματουργικές δυνάμεις
εξαιτίας της απιστίας τους.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΔ’
1 Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἤκουσεν 1 Εκείνον τον καιρό άκουσε ο
῾Ηρῴδης ὁ τετράρχης τὴν ἀκοὴν Ηρώδης ο τετράρχης τη φήμη
᾿Ιησοῦ. του Ιησού
2 καὶ εἶπε τοῖς παισὶν αὐτοῦ· 2 και είπε στους δούλους του:
οὗτός ἐστιν ᾿Ιωάννης ὁ «Αυτός είναι ο Ιωάννης ο
βαπτιστής· αὐτὸς ἠγέρθη ἀπὸ Βαπτιστής. Αυτός αναστήθηκε
τῶν νεκρῶν, καὶ διὰ τοῦτο αἱ από τους νεκρούς, και γι’ αυτό οι
δυνάμεις ἐνεργοῦσιν ἐν αὐτῷ. θαυματουργικές δυνάμεις
ενεργούν μέσω αυτού».
3 ὁ γὰρ ῾Ηρῴδης κρατήσας τὸν 3 Γιατί ο Ηρώδης, αφού συνέλαβε
᾿Ιωάννην ἔδησεν αὐτὸν καὶ ἔθετο τον Ιωάννη, τον έδεσε και τον
ἐν φυλακῇ διὰ ῾Ηρωδιάδα τὴν έβαλε μέσα στη φυλακή εξαιτίας
γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ της Ηρωδιάδας, της γυναίκας
αὐτοῦ. του Φιλίππου του αδελφού του.
4 ἔλεγε γὰρ αὐτῷ ὁ ᾿Ιωάννης· οὐκ 4 Γιατί ο Ιωάννης του έλεγε: «Δεν
ἔξεστί σοι ἔχειν αὐτήν. σου επιτρέπεται να την έχεις».
5 καὶ θέλων αὐτὸν ἀποκτεῖναι 5 Και ενώ ήθελε να τον σκοτώσει,
ἐφοβήθη τὸν ὄχλον, ὅτι ὡς φοβήθηκε το πλήθος, επειδή τον
προφήτην αὐτὸν εἶχον. θεωρούσαν προφήτη.
6 γενεσίων δὲ ἀγομένων τοῦ 6 Όταν λοιπόν έγιναν τα γενέθλια
῾Ηρῴδου ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ του Ηρώδη, χόρεψε η θυγατέρα
τῆς ῾Ηρωδιάδος ἐν τῷ μέσῳ καὶ της Ηρωδιάδας στο μέσο και
ἤρεσε τῷ ῾Ηρῴδη· άρεσε στον Ηρώδη.
7 ὅθεν μεθ᾿ ὅρκου ὡμολόγησεν 7 Γι’ αυτό της υποσχέθηκε με
αὐτῇ δοῦναι ὃ ἐὰν αἰτήσηται. όρκο να της δώσει ό,τι κι αν
ζητήσει.
8 ἡ δέ, προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς 8 Εκείνη, αφού καθοδηγήθηκε
μητρὸς αὐτῆς, δός μοι, φησίν, από τη μητέρα της, είπε: «Δώσε
ὧδε ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν μου εδώ, πάνω σε ένα πιάτο το
᾿Ιωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. κεφάλι του Ιωάννη του
Βαπτιστή».
9 καὶ ἐλυπήθη ὁ βασιλεύς, διὰ δὲ 9 Και παρόλο που λυπήθηκε ο
τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς βασιλιάς, όμως εξαιτίας των
συνανακειμένους ἐκέλευσε όρκων και γι’ αυτούς που
δοθῆναι, κάθονταν μαζί στο τραπέζι,
διέταξε να της δοθεί.
10 καὶ πέμψας ἀπεκεφάλισε τὸν 10 Και έστειλε και αποκεφάλισε
᾿Ιωάννην ἐν τῇ φυλακῇ. τον Ιωάννη μέσα στη φυλακή.
11 καὶ ἠνέχθη ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ 11 Και έφεραν το κεφάλι του
ἐπὶ πίνακι καὶ ἐδόθη τῷ κορασίῳ, πάνω σε ένα πιάτο και δόθηκε
καὶ ἤνεγκε τῇ μητρὶ αὐτῆς. στο κορίτσι, και το έφερε στη
μητέρα της.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΔ’
12 καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ 12 Και αφού πλησίασαν οι
αὐτοῦ ἦραν τὸ σῶμα καὶ ἔθαψαν μαθητές του, σήκωσαν το πτώμα
αὐτό, καὶ ἐλθόντες ἀπήγγειλαν και το έθαψαν, και μετά ήρθαν
τῷ ᾿Ιησοῦ. και το ανάγγειλαν στον Ιησού.
13 ᾿Ακούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς 13 Όταν λοιπόν το άκουσε ο
ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν ἐν πλοίῳ εἰς Ιησούς, αναχώρησε από εκεί με
ἔρημον τόπον κατ᾿ ἰδίαν· καἰ πλοίο σε έρημο τόπο ιδιαιτέρως.
ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι Και μόλις το άκουσαν τα πλήθη,
ἠκολούθησαν αὐτῷ πεζῇ ἀπὸ τον ακολούθησαν πεζή από τις
τῶν πόλεων. πόλεις.
14 Καὶ ἐξελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδε 14 Και όταν εξήλθε, είδε πολύ
πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη πλήθος και τους σπλαχνίστηκε
ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς και θεράπευσε τους αρρώστους
ἀρρώστους αὐτῶν. τους.
15 ὀψίας δὲ γενομένης 15 Όταν λοιπόν βράδιασε, τον
προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ πλησίασαν οι μαθητές λέγοντας:
αὐτοῦ λέγοντες· ἔρημός ἐστιν ὁ « Ο τόπος είναι έρημος και η ώρα
τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ήδη πέρασε. Απόλυσε τα πλήθη,
ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα για να πάνε στα χωριά και να
ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας αγοράσουν τρόφιμα για τους
ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. εαυτούς τους».
16 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐ 16 Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Δεν
χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε έχουν ανάγκη να φύγουν. δώστε
αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. τους εσείς να φάνε».
17 οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· οὐκ 17 Εκείνοι του λένε: «Δεν έχουμε
ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους εδώ παρά μόνο πέντε άρτους και
καὶ δύο ἰχθύας. δύο ψάρια».
18 ὁ δὲ εἶπε· φέρετέ μοι αὐτοὺς 18 Αυτός είπε: «Φέρτε μου εδώ
ὧδε. αυτά».
19 καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους 19 Και διέταξε τα πλήθη να
ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, καθίσουν πάνω στο χορτάρι,
λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ έλαβε τους πέντε άρτους και τα
τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς δύο ψάρια, σήκωσε πάνω το
τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ βλέμμα στον ουρανό και
κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς ευλόγησε το Θεό και, αφού τα
τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς έκοψε με τα χέρια, έδωσε στους
ὄχλοις. μαθητές τούς άρτους και οι
μαθητές στα πλήθη.
20 καὶ ἔφαγον πάντες καὶ 20 Και έφαγαν όλοι και
ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ χόρτασαν, και σήκωσαν το
περισσεῦον τῶν κλασμάτων περίσσευμα των κομματιών,
δώδεκα κοφίνους πλήρεις. δώδεκα κοφίνια γεμάτα.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΔ’
21 οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες 21 Και αυτοί που έτρωγαν ήταν
ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς περίπου πέντε χιλιάδες άντρες,
γυναικῶν καὶ παιδίων. χωρίς να μετρηθούν γυναίκες και
παιδιά.
22 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ 22 Και αμέσως ανάγκασε τους
᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ μαθητές να μπουν στο πλοίο και
ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ να πάνε πριν από αυτόν στην
προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως όχθη αντίπερα, ωσότου να
οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. απολύσει τα πλήθη.
23 καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους 23 Και αφού απόλυσε τα πλήθη,
ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν ανέβηκε στο όρος ιδιαιτέρως για
προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ να προσευχηθεί. Και όταν
γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. βράδιασε, ήταν μόνος εκεί.
24 τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς 24 Και το πλοίο ήδη απείχε πολλά
θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον χιλιόμετρα από την ξηρά καί
ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ βασανιζόταν από κύματα, γιατί ο
ἐναντίος ὁ ἄνεμος. άνεμος ήταν αντίθετος.
25 τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς 25 Κατά τα ξημερώματα, λοιπόν,
ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς ήρθε προς αυτούς περπατώντας
περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. πάνω στη λίμνη.
26 καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ 26 Και οι μαθητές, επειδή τον
ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα είδαν να περπατάει πάνω στη
ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι λίμνη, ταράχτηκαν λέγοντας ότι
φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ είναι φάντασμα, και έκραξαν
φόβου ἔκραξαν. από το φόβο.
27 εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ 27 Ευθύς όμως τους μίλησε ο
᾿Ιησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· Ιησούς λέγοντας: «Έχετε θάρρος,
μὴ φοβεῖσθε. εγώ είμαι. μη φοβάστε».
28 ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος 28 Του αποκρίθηκε τότε ο Πέτρος
εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με και είπε: «Κύριε, αν είσαι εσύ,
πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα. διάταξέ με να έρθω προς εσένα
πάνω στα νερά».
29 ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς 29 Εκείνος είπε: «Έλα». Και αφού
ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος ο Πέτρος κατέβηκε από το πλοίο,
περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα περπάτησε πάνω στα νερά και
ἐλθεῖν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν. ήρθε προς τον Ιησού.
30 βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν 30 Βλέποντας όμως τον άνεμο
ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος ισχυρό, φοβήθηκε και, επειδή
καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· άρχισε να καταποντίζεται,
Κύριε, σῶσόν με. φώναξε λέγοντας: «Κύριε, σώσε
με».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΔ’
31 εὐθέως δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκτείνας 31 Αμέσως τότε ο Ιησούς, αφού
τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ έκτεινε το χέρι, τον έπιασε και του
λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί λέει: «Ολιγόπιστε, γιατί
ἐδίστασας; δίστασες;»
32 καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ 32 Και μόλις αυτοί ανέβηκαν στο
πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· πλοίο, κόπασε ο άνεμος.
33 οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες 33 Εκείνοι μέσα στο πλοίο τον
προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· προσκύνησαν λέγοντας:
ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. «Αληθινά είσαι Υιός Θεού».
34 Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς 34 Και αφού διαπέρασαν τη
τὴν γῆν Γεννησαρέτ. λίμνη, ήρθαν στην ξηρά, στη
Γεννησαρέτ.
35 καὶ ἐπιγνόντες αὐτὸν οἱ ἄνδρες 35 Και μόλις τον αναγνώρισαν οι
τοῦ τόπου ἐκείνου ἀπέστειλαν εἰς άνθρωποι του τόπου εκείνου,
ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην, καὶ απέστειλαν μηνυτές σ’ όλα
προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς εκείνα τα περίχωρα, και έφεραν
κακῶς ἔχοντας, προς αυτόν όλους όσοι ήταν σε
κακή κατάσταση
36 καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα κἂν 36 και τον παρακαλούσαν μόνο
μόνον ἅψωνται τοῦ κρασπέδου να αγγίξουν το κράσπεδο του
τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· καὶ ὅσοι ρούχου του. Και όσοι άγγιξαν
ἥψαντο διεσώθησαν. διασώθηκαν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΕ’
1 Τότε προσέρχονται τῷ ᾿Ιησοῦ 1 Τότε πλησιάζουν στον Ιησού
οἱ ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων γραμματεῖς Φαρισαίοι και γραμματείς από
καὶ Φαρισαῖοι λέγοντες· τα Ιεροσόλυμα, λέγοντας:
2 διατί οἱ μαθηταί σου 2 «Γιατί οι μαθητές σου
παραβαίνουσι τὴν παράδοσιν παραβαίνουν την παράδοση των
τῶν πρεσβυτέρων; οὐ γὰρ πρεσβυτέρων; Επειδή δε νίβουν
νίπτονται τὰς χεῖρας αὐτῶν ὅταν τα χέρια τους όταν τρώνε άρτο».
ἄρτον ἐσθίωσιν.
3 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· 3 Εκείνος αποκρίθηκε και τους
διατί καὶ ὑμεῖς παραβαίνετε τὴν είπε: «Γιατί κι εσείς παραβαίνετε
ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν την εντολή του Θεού για τη δική
παράδοσιν ὑμῶν; σας παράδοση;
4 ὁ γὰρ Θεὸς ἐνετείλατο λέγων· 4 Γιατί ο Θεός είπε: Τίμα τον
τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα· πατέρα σου και τη μητέρα σου,
καὶ ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ και: Όποιος κακολογεί πατέρα ή
μητέρα θανάτῳ τελευτάτω. μητέρα οπωσδήποτε να
θανατώνεται.
5 ὑμεῖς δὲ λέγετε· ὃς ἂν εἴπῃ τῷ 5 Εσείς όμως λέτε: “Όποιος πει
πατρὶ ἢ τῇ μητρί, δῶρον ὃ ἐὰν ἐξ στον πατέρα του ή στη μητέρα
ἐμοῦ ὠφεληθῇς, καὶ οὐ μὴ του: Δίνω δώρο στο ναό ό,τι είχες
τιμήσῃ τὸν πατέρα αὐτοῦ ἢ τὴν να ωφεληθείς από εμένα,
μητέρα αὐτοῦ·
6 καὶ ἠκυρώσατε τὴν ἐντολὴν 6 μπορεί να μην τιμήσει τον
τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν παράδοσιν πατέρα του”. Και έτσι
ὑμῶν. ακυρώσατε το λόγο του Θεού για
τη δική σας παράδοση.
7 ὑποκριταί! καλῶς προεφήτευσε 7 Υποκριτές, καλά προφήτεψε
περὶ ὑμῶν ῾Ησαΐας λέγων· για σας ο Ησαΐας όταν έλεγε:
8 ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος τῷ 8 Ο λαός αυτός με τα χείλη με
στόματι αὐτῶν καὶ τοῖς χείλεσί τιμά, αλλά η καρδιά τους μακριά
με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν απέχει από μένα.
πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ·
9 μάτην δὲ σέβονταί με, 9 Και μάταια με σέβονται,
διδάσκοντες διδασκαλίας διδάσκοντας διδασκαλίες, που
ἐντάλματα ἀνθρώπων. είναι εντολές ανθρώπων».
10 Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν 10 Και αφού προσκάλεσε το
ὄχλον εἶπεν αὐτοῖς· ἀκούετε καὶ πλήθος, τους είπε: «Ακούτε και
συνίετε· να καταλαβαίνετε:
11 οὐ τὸ εἰσερχόμενον εἰς τὸ 11 αυτό που εισέρχεται στο
στόμα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον, στόμα δεν κάνει ακάθαρτο τον
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΕ’
ἀλλὰ τὸ ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ άνθρωπο, αλλά αυτό που βγαίνει
στόματος τοῦτο κοινοῖ τὸν από το στόμα, τούτο κάνει
ἄνθρωπον. ακάθαρτο τον άνθρωπο».
12 τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ 12 Τότε πλησίασαν οι μαθητές
αὐτοῦ εἶπον αὐτῷ· οἶδας ὅτι οἱ και του λένε: «Ξέρεις ότι οι
Φαρισαῖοι ἐσκανδαλίσθησαν Φαρισαίοι σκανδαλίστηκαν,
ἀκούσαντες τὸν λόγον; όταν άκουσαν αυτόν το λόγο;»
13 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε· πᾶσα 13 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε:
φυτεία ἣν οὐκ ἐφύτευσεν ὁ «Κάθε φυτεία που δε φύτεψε ο
πατήρ μου ὁ οὐράνιος Πατέρας μου ο ουράνιος θα
ἐκριζωθήσεται. ξεριζωθεί.
14 ἄφετε αὐτούς· ὁδηγοί εἰσι 14 Αφήστε τους. είναι τυφλοί,
τυφλοὶ τυφλῶν· τυφλὸς δὲ οδηγοί τυφλών. Και αν τυφλός
τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι οδηγεί τυφλό, και οι δύο θα
εἰς βόθυνον πεσοῦνται. πέσουν σε λάκκο».
15 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν 15 Αποκρίθηκε τότε ο Πέτρος και
αὐτῷ· φράσον ἡμῖν τὴν του είπε: «Εξήγησέ μας αυτήν
παραβολὴν ταύτην. την παραβολή».
16 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἀκμὴν καὶ 16 Εκείνος είπε: «Ακόμα τώρα κι
ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε; εσείς είστε ασύνετοι;
17 οὔπω νοεῖτε ὅτι πᾶν τὸ 17 Δε νοείτε ότι καθετί που
εἰσπορευόμενον εἰς τὸ στόμα εἰς μπαίνει στο στόμα προχωρεί
τὴν κοιλίαν χωρεῖ καὶ εἰς στην κοιλιά και ρίχνεται έξω στο
ἀφεδρῶνα ἐκβάλλεται; αποχωρητήριο;
18 τὰ δὲ ἐκπορευόμενα ἐκ τοῦ 18 Αλλά εκείνα που βγαίνουν
στόματος ἐκ τῆς καρδίας από το στόμα εξέρχονται από
ἐξέρχεται, κἀκεῖνα κοινοῖ τὸν την καρδιά, και εκείνα κάνουν
ἄνθρωπον. ακάθαρτο τον άνθρωπο.
19 ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται 19 Γιατί από την καρδιά
διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, εξέρχονται διαλογισμοί κακοί,
μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, φόνοι, μοιχείες, πορνείες, κλοπές,
ψευδομαρτυρίαι, βασφημίαι. ψευδομαρτυρίες, βλαστήμιες.
20 ταῦτά ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν 20 Αυτά είναι που κάνουν
ἄνθρωπον· τὸ δὲ ἀνίπτοις χερσὶ ακάθαρτο τον άνθρωπο, αλλά το
φαγεῖν οὐ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. να φάει κανείς με άνιφτα χέρια
δεν κάνει ακάθαρτο τον
άνθρωπο».
21 Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ ᾿Ιησοῦς 21 Και αφού ο Ιησούς εξήλθε από
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΕ’
ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου εκεί, αναχώρησε για τα μέρη της
καὶ Σιδῶνος. Τύρου και της Σιδώνας.
22 καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ 22 Και ιδού, μια γυναίκα
τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα Χαναναία από τα όρια εκείνα
ἐκραύγαζεν αὐτῷ λέγουσα· εξήλθε και έκραζε λέγοντας:
ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ· ἡ «Ελέησέ με, Κύριε, γιε του Δαβίδ.
θυγάτηρ μου κακῶς Η θυγατέρα μου υποφέρει βαριά
δαιμονίζεται. από δαιμόνιο».
23 ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ 23 Εκείνος δεν της αποκρίθηκε
λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ λέξη. Τότε πλησίασαν οι
μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν μαθητές του και τον
λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι παρακαλούσαν λέγοντας: «Διώξε
κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. την, γιατί κράζει από πίσω μας».
24 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ 24 Αυτός αποκρίθηκε και είπε:
ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα «Δεν αποστάλθηκα παρά μόνο
τὰ ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ. στα πρόβατα τα χαμένα του
οίκου Ισραήλ».
25 ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν 25 Εκείνη ήρθε και τον
αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει προσκυνούσε λέγοντας: «Κύριε,
μοι. βοήθα με».
26 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι 26 Αυτός αποκρίθηκε και είπε:
καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν «Δεν είναι καλό να λάβει κανείς
τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς τον άρτο των παιδιών και να τον
κυναρίοις. ρίξει στα σκυλάκια».
27 ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ 27 Εκείνη είπε: «Ναι, Κύριε, γιατί
τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν και τα σκυλάκια τρώνε από τα
ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς ψίχουλα που πέφτουν από το
τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. τραπέζι των κυρίων τους».
28 τότε ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς 28 Τότε ο Ιησούς αποκρίθηκε και
εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου της είπε: «Ω γυναίκα, μεγάλη η
ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς πίστη σου. ας γίνει σ’ εσένα
θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ όπως θέλεις». Και γιατρεύτηκε η
αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. θυγατέρα της από την ώρα
εκείνη.
29 Καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ὁ ᾿Ιησοῦς 29 Και όταν ο Ιησούς έφυγε από
ἦλθε παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς εκεί, ήρθε δίπλα στη λίμνη της
Γαλιλαίας, καὶ ἀναβὰς εἰς τὸ Γαλιλαίας και, αφού ανέβηκε
ὄρος ἐκάθητο ἐκεῖ. στο όρος, καθόταν εκεί.
30 καὶ προσῆλθον αὐτῷ ὄχλοι 30 Τότε τον πλησίασαν πλήθη
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΕ’
πολλοὶ ἔχοντες μεθ᾿ ἑαυτῶν πολλά, έχοντας μαζί τους
χωλούς, τυφλούς, κωφούς, χωλούς, τυφλούς, κουλούς,
κυλλοὺς καὶ ἑτέρους πολλούς, κωφάλαλους και άλλους
καὶ ἔρριψαν αὐτοὺς παρὰ τοὺς πολλούς, και τους έριξαν κοντά
πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ, καὶ στα πόδια του και τους
ἐθεράπευσεν αὐτούς, θεράπευσε.
31 ὥστε τοὺς ὄχλους θαυμάσαι 31 Ώστε το πλήθος θαύμασε,
βλέποντας κωφοὺς ἀκούοντας, βλέποντας κωφάλαλους να
ἀλάλους λαλοῦντας, κυλλοὺς μιλούν, κουλούς υγιείς και
ὑγιεῖς, χωλοὺς περιπατοῦντας χωλούς να περπατούν και
καὶ τυφλοὺς βλέποντας· καὶ τυφλούς να βλέπουν. Και
ἐδόξασαν τὸν Θεὸν ᾿Ισραήλ. δόξασαν το Θεό του Ισραήλ.
32 ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς 32 Τότε ο Ιησούς προσκάλεσε
προσκαλεσάμενος τοὺς μαθητὰς τους μαθητές του και είπε:
αὐτοῦ εἶπε· σπλαγχνίζομαι ἐπὶ «Σπλαχνίζομαι το πλήθος, γιατί
τὸν ὄχλον, ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς ήδη τρεις ημέρες μένουν κοντά
προσμένουσί μοι καὶ οὐκ ἔχουσι μου και δεν έχουν τι να φάνε.
τί φάγωσι· καὶ ἀπολῦσαι αὐτοὺς Και δε θέλω να τους απολύσω
νήστεις οὐ θέλω, μήποτε νηστικούς, μήπως εξαντληθούν
ἐκλυθῶσιν ἐν τῇ ὁδῷ. στο δρόμο».
33 καὶ λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ 33 Και του λένε οι μαθητές: «Από
αὐτοῦ· πόθεν ἡμῖν ἐν ἐρημίᾳ πού να βρεθούν στην ερημιά
ἄρτοι τοσοῦτοι ὥστε χορτάσαι άρτοι τόσο πολλοί για μας, ώστε
ὄχλον τοσοῦτον; να χορτάσει τόσο πολύ πλήθος;»
34 καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· 34 Και λέει σ’ αυτούς ο Ιησούς:
πόσους ἄρτους ἔχετε; οἱ δὲ εἶπον· «Πόσους άρτους έχετε;» Εκείνοι
ἑπτά, καὶ ὀλίγα ἰχθύδια. είπαν: «Εφτά, και λίγα
ψαράκια».
35 καὶ ἐκέλευσε τοῖς ὄχλοις 35 Τότε παράγγειλε στο πλήθος
ἀναπεσεῖν ἐπὶ τὴν γῆν. να ξαπλώσει πάνω στη γη
36 καὶ λαβὼν τοὺς ἑπτὰ ἄρτους 36 και έλαβε τους εφτά άρτους
καὶ τοὺς ἰχθύας, εὐχαριστήσας και τα ψάρια και, αφού
ἔκλασε καὶ ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς ευχαρίστησε το Θεό, τους έκοψε
αὐτοῦ, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς με τα χέρια και έδινε στους
ὄχλοις. μαθητές, και οι μαθητές στα
πλήθη.
37 καὶ ἔφαγον πάντες καὶ 37 Και έφαγαν όλοι και
ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ χόρτασαν. Και σήκωσαν το
περισσεῦον τῶν κλασμάτων περίσσευμα των κομματιών,
ἑπτὰ σπυρίδας πλήρεις· εφτά μεγάλα καλάθια γεμάτα.
38 οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν 38 Και εκείνοι που έτρωγαν ήταν
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΕ’
τετρακισχίλιοι ἄνδρες χωρὶς τέσσερις χιλιάδες άντρες, χωρίς
γυναικῶν καὶ παιδίων. να μετρηθούν γυναίκες και
παιδιά.
39 καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους 39 Και αφού απόλυσε τα πλήθη,
ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἦλθεν εἰς μπήκε στο πλοίο και ήρθε στα
τὰ ὅρια Μαγδαλά. όρια της περιοχής Μαγαδάν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΣΤ’
1 Καὶ προσελθόντες οἱ Φαρισαῖοι 1 Και τότε πλησίασαν οι
καὶ Σαδδουκαῖοι πειράζοντες Φαρισαίοι και οι Σαδουκκκαίοι,
ἐπηρώτησαν αὐτὸν σημεῖον ἐκ για να τον πειράξουν, και του
τοῦ οὐρανοῦ ἐπιδεῖξαι αὐτοῖς. ζήτησαν να τους επιδείξει
κάποιο σημείο από τον ουρανό.
2 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· 2 Εκείνος αποκρίθηκε και τους
ὀψίας γενομένης λέγετε· εὐδία· είπε: «Όταν βραδιάζει λέτε: “Ο
πυρράζει γὰρ ὁ οὐρανός· καιρός θα είναι καλός, γιατί ο
ουρανός είναι φλογοκόκκινος”.
3 καὶ πρωΐ· σήμερον χειμών· 3 Και το πρωί λέτε: “Σήμερα θα
πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ έχουμε κακοκαιρία, γιατί ο
οὐρανός. ὑποκριταί, τὸ μὲν ουρανός είναι φλογοκόκκινος
πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ και συννεφιασμένος”. Πράγματι,
γινώσκετε διακρίνειν, τὰ δὲ την όψη του ουρανού γνωρίζετε
σημεῖα τῶν καιρῶν οὐ δύνασθε να τη διακρίνετε, τα σημεία
γνῶναι; όμως των καιρών δε δύναστε;
4 γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς 4 Μια γενιά κακή και μοιχαλίδα
σημεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ επιζητά σημείο, αλλά δε θα της
δοθήσεται αὐτῇ εἰ μὴ τὸ σημεῖον δοθεί σημείο παρά μόνο το
᾿Ιωνᾶ τοῦ προφήτου. καὶ σημείο του Ιωνά». Και αφού τους
καταλιπὼν αὐτοὺς ἀπῆλθεν. εγκατέλειψε, έφυγε.
5 Καὶ ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ 5 Και όταν ήρθαν οι μαθητές
εἰς τὸ πέραν ἐπελάθοντο ἄρτους στην αντίπερα όχθη, ξέχασαν να
λαβεῖν. λάβουν άρτους.
6 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ὁρᾶτε 6 Και ο Ιησούς τους είπε:
καὶ προσέχετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν «Κοιτάτε και προσέχετε από το
Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων. προζύμι των Φαρισαίων και των
Σαδουκκαίων».
7 οἱ δὲ διελογίζοντο ἐν ἑαυτοῖς 7 Εκείνοι διαλογίζονταν μέσα
λέγοντες ὅτι ἄρτους οὐκ τους λέγοντας: «Άρτους δε
ἐλάβομεν. λάβαμε».
8 γνοὺς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· 8 Επειδή το κατάλαβε τότε ο
τί διαλογίζεσθε ἐν ἑαυτοῖς, Ιησούς, είπε: «Τι διαλογίζεστε
ὀλιγόπιστοι, ὅτι ἄρτους οὐκ μέσα σας, ολιγόπιστοι, ότι
ἐλάβατε; άρτους δεν έχετε;
9 οὔπω νοεῖτε, οὐδὲ μνημονεύετε 9 Ακόμα δε νοείτε ούτε θυμάστε
τοὺς πέντε ἄρτους τῶν τους πέντε άρτους των πέντε
πεντακισχιλίων καὶ πόσους χιλιάδων και πόσα κοφίνια
κοφίνους ἐλάβετε; λάβατε;
10 οὐδὲ τοὺς ἑπτὰ ἄρτους τῶν 10 Ούτε τους εφτά άρτους των
τετρακισχιλίων καὶ πόσας τεσσάρων χιλιάδων και πόσα
σπυρίδας ἐλάβετε; μεγάλα καλάθια λάβατε;
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΣΤ’
11 πῶς οὐ νοεῖτε, ὅτι οὐ περὶ 11 Πώς δε νοείτε ότι δε σας είπα
ἄρτου εἶπον ὑμῖν προσέχειν ἀπὸ για άρτους; Αλλά να προσέχετε
τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ από το προζύμι των Φαρισαίων
Σαδδουκαίων; και των Σαδουκκαίων».
12 τότε συνῆκαν ὅτι οὐκ εἶπε 12 Τότε αντιλήφτηκαν ότι δεν
προσέχειν ἀπὸ τῆς ζύμης τοῦ είπε να προσέχουν από το
ἄρτου, ἀλλ᾿ ἀπὸ τῆς διδαχῆς τῶν προζύμι των άρτων, αλλά από τη
Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων. διδαχή των Φαρισαίων και των
Σαδουκκαίων.
13 ᾿Ελθὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὰ μέρη 13 Και όταν ήρθε ο Ιησούς στα
Καισαρείας τῆς Φιλίππου ἠρώτα μέρη της Καισάρειας του
τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων· τίνα Φιλίππου, ρωτούσε τους
με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι μαθητές του λέγοντας: «Ποιος
τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; λένε οι άνθρωποι πως είναι ο
Υιός του ανθρώπου;»
14 οἱ δὲ εἶπον· οἱ μὲν ᾿Ιωάννην τὸν 14 Εκείνοι είπαν: «Μερικοί λένε ο
βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ ᾿Ηλίαν, Ιωάννης ο Βαπτιστής, και άλλοι
ἕτεροι δὲ ῾Ιερεμίαν ἢ ἕνα τῶν ο Ηλίας, άλλοι πάλι ο Ιερεμίας ή
προφητῶν. ένας από τους προφήτες».
15 λέγει αὐτοῖς· ὑμεῖς δὲ τίνα με 15 Τους λέει: «Κι εσείς ποιος λέτε
λέγεται εἶναι; πως είμαι;»
16 ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος 16 Αποκρίθηκε λοιπόν ο Σίμωνας
εἶπε· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Πέτρος και είπε: «Εσύ είσαι ο
Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Χριστός, ο Υιός του Θεού του
ζωντανού».
17 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν 17 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και
αὐτῷ· μακάριος εἶ, Σίμων του είπε: «Μακάριος είσαι,
Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ Σίμωνα Βαριωνά, γιατί σάρκα
ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾿ ὁ πατήρ μου και αίμα δεν σου το αποκάλυψε,
ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. αλλά ο Πατέρας μου που είναι
στους ουρανούς.
18 κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ 18 Κι εγώ λοιπόν σου λέω ότι εσύ
Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ είσαι Πέτρος, και πάνω σ’ αυτήν
οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, την πέτρα θα οικοδομήσω την
καὶ πύλαι ᾅδου οὐ Εκκλησία μου και οι πύλες του
κατισχύσουσιν αὐτῆς. άδη δε θα υπερισχύσουν
εναντίον της.
19 καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς 19 Θα σου δώσω τα κλειδιά της
βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν βασιλείας των ουρανών, και ό,τι
δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δέσεις πάνω στη γη θα είναι
δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ δεμένο στους ουρανούς και ό,τι
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΣΤ’
ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λύσεις πάνω στη γη θα είναι
λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς. λυμένο στους ουρανούς».
20 τότε διεστείλατο τοῖς μαθηταῖς 20 Τότε διέταξε αυστηρά στους
αὐτοῦ ἵνα μηδενὶ εἴπωσιν ὅτι μαθητές να μην πουν σε
αὐτός ἐστιν ᾿Ιησοῦς ὁ Χριστός. κανέναν ότι αυτός είναι ο
Χριστός.
21 ᾿Απὸ τότε ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς 21 Από τότε άρχισε ο Ιησούς να
δεικνύειν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ δείχνει στους μαθητές του ότι
ὅτι δεῖ αὐτὸν ἀπελθεῖν εἰς πρέπει αυτός να πάει στα
῾Ιεροσόλυμα καὶ πολλὰ παθεῖν Ιεροσόλυμα και να πάθει πολλά
ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ από τους πρεσβυτέρους και από
ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ τους αρχιερείς και από τους
ἀποκτανθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ γραμματείς, και να σκοτωθεί και
ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι. την τρίτη ημέρα να εγερθεί.
22 καὶ προσλαβόμενος αὐτὸν ὁ 22 Και αφού τον πήρε κατά
Πέτρος ἤρξατο ἐπιτιμᾶν αὐτῷ μέρος ο Πέτρος, άρχισε να τον
λέγων· ἵλεώς σοι, Κύριε· οὐ μὴ επιτιμά λέγοντας: «Ευμένεια σ’
ἔσται σοι τοῦτο. εσένα, Κύριε. καθόλου να μη σου
γίνει αυτό».
23 ὁ δὲ στραφεὶς εἶπε τῷ Πέτρῳ· 23 Εκείνος, αφού στράφηκε, είπε
ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· στον Πέτρο: «Πήγαινε πίσω μου,
σκάνδαλόν μου εἶ· ὅτι οὐ φρονεῖς Σατανά. Σκάνδαλο είσαι για
τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν μένα, γιατί δε φρονείς τα
ἀνθρώπων. πράγματα του Θεού, αλλά τα
πράγματα των ανθρώπων».
24 Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε τοῖς 24 Τότε ο Ιησούς είπε στους
μαθηταῖς αὐτοῦ· εἴ τις θέλει μαθητές του: «Αν κάποιος θέλει
ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω πίσω μου να έρθει, ας απαρνηθεί
ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν τον εαυτό του και ας σηκώσει το
αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι. σταυρό του και ας με ακολουθεί.
25 ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν 25 Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη
αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς ζωή του θα τη χάσει. Όποιος
δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ όμως χάσει τη ζωή του εξαιτίας
ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν. μου θα τη βρει.
26 τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος 26 Γιατί τι θα ωφεληθεί ο
ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, άνθρωπος αν όλο τον κόσμο
τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἢ τί κερδίσει, αλλά την ψυχή του
δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα ζημιωθεί; Ή τι θα δώσει ο
τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; άνθρωπος αντάλλαγμα για την
ψυχή του;
27 μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ 27 Γιατί μέλλει ο Υιός του
ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ ανθρώπου να έρχεται μέσα στη
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΣΤ’
τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν δόξα του Πατέρα του μαζί με
ἀγγέλων αὐτοῦ, καὶ τότε τους αγγέλους του, και τότε θα
ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν αποδώσει σε καθέναν κατά τις
πρᾶξιν αὐτοῦ. πράξεις του.
28 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, εἰσί τινες τῶν 28 Αλήθεια σας λέω ότι είναι
ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ μερικοί από αυτούς που έχουν
γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι σταθεί εδώ οι οποίοι δε θα
τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου γευτούν θάνατο, ωσότου δουν
ἐρχόμενον ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ. τον Υιό του ανθρώπου να
έρχεται μέσα στη βασιλεία του».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙZ’
1 Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ἓξ 1 Και μετά έξι ημέρες
παραλαμβάνει ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν παραλαβαίνει ο Ιησούς τον
Πέτρον καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον
᾿Ιωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ Ιωάννη τον αδελφό του και τους
ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν φέρνει πάνω σ’ ένα όρος ψηλό
κατ᾿ ἰδίαν· ιδιαιτέρως.
2 καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν 2 Και μεταμορφώθηκε μπροστά
αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον τους, και έλαμψε το πρόσωπό
αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια του όπως ο ήλιος, και τα ρούχα
αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς. του έγιναν λευκά όπως το φως.
3 καὶ ἰδοὺ ὤφθησαν αὐτοῖς 3 Και ιδού, φανερώθηκαν σ’
Μωσῆς καὶ ᾿Ηλίας μετ᾿ αὐτοῦ αυτούς ο Μωυσής και ο Ηλίας
συλλαλοῦντες. συνομιλώντας μαζί του.
4 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπε τῷ 4 Έλαβε τότε το λόγο ο Πέτρος
᾿Ιησοῦ· Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς και είπε στον Ιησού: «Κύριε, είναι
ὧδε εἶναι· εἰ θέλεις, ποιήσωμεν καλό για μας εδώ να είμαστε. Αν
ὧδε τρεῖς σκηνάς, σοὶ μίαν καὶ θέλεις, θα κάνω εδώ τρεις
Μωσεῖ μίαν καὶ μίαν ᾿Ηλίᾳ. σκηνές, μία για σένα και μία για
το Μωυσή και μία για τον
Ηλία».
5 ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ 5 Ενώ ακόμα αυτός μιλούσε,
νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν ιδού, νεφέλη φωτεινή τους
αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς επισκίασε, και ιδού φωνή από τη
νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ νεφέλη που έλεγε: «Αυτός είναι ο
υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ Υιός μου ο αγαπητός, στον οποίο
εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε· ευαρεστήθηκα. ακούτε αυτόν».
6 καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ 6 Και όταν το άκουσαν οι
ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ μαθητές, έπεσαν με το πρόσωπό
ἐφοβήθησαν σφόδρα. τους στη γη και φοβήθηκαν
πάρα πολύ.
7 καὶ προσελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς ἥψατο 7 Τότε πλησίασε ο Ιησούς και,
αὐτῶν καὶ εἶπεν· ἐγέρθητε καὶ μὴ αφού τους άγγιξε, είπε:
φοβεῖσθε. «Σηκωθείτε και μη φοβάστε».
8 ἐπάραντες δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς 8 Όταν λοιπόν σήκωσαν πάνω
αὐτῶν οὐδένα εἶδον εἰ μὴ τὸν τα μάτια τους, δεν είδαν κανέναν
᾿Ιησοῦν μόνον. παρά μόνο τον ίδιο τον Ιησού.
9 καὶ καταβαινόντων αὐτῶν ἀπὸ 9 Και ενώ αυτοί κατέβαιναν από
τοῦ ὄρους ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ το όρος, τους έδωσε εντολή ο
᾿Ιησοῦς λέγων· μηδενὶ εἴπητε τὸ Ιησούς λέγοντας: «Σε κανέναν να
ὅραμα ἕως οὗ ὁ υἱὸς τοῦ μην πείτε το όραμα, ωσότου ο
ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ. Υιός του ανθρώπου να εγερθεί
από τους νεκρούς».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙZ’
10 Καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν οἱ 10 Και τον ρώτησαν οι μαθητές:
μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τί οὖν οἱ «Γιατί λοιπόν οι γραμματείς λένε
γραμματεῖς λέγουσιν ὅτι ᾿Ηλίαν ότι ο Ηλίας πρέπει να έρθει
δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον; πρώτα;»
11 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀποκριθεὶς εἶπεν 11 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε:
αὐτοῖς· ᾿Ηλίας μὲν ἔρχεται «Ο Ηλίας βέβαια έρχεται και θα
πρῶτον καὶ ἀποκαταστήσει τα αποκαταστήσει όλα.
πάντα·
12 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι ᾿Ηλίας ἤδη 12 Σας λέω, όμως, ότι ο Ηλίας
ἦλθε, καὶ οὐκ ἐπέγνωσαν αὐτόν, ήδη ήρθε και δεν τον
ἀλλ᾿ ἐποίησαν ἐν αὐτῷ ὅσα αναγνώρισαν, αλλά έκαναν σ’
ἠθέλησαν· οὕτω καὶ ὁ υἱὸς τοῦ αυτόν όσα θέλησαν. Έτσι και ο
ἀνθρώπου μέλλει πάσχειν ὑπ᾿ Υιός του ανθρώπου μέλλει να
αὐτῶν. πάσχει από αυτούς».
13 τότε συνῆκαν οἱ μαθηταὶ ὅτι 13 Τότε κατάλαβαν οι μαθητές
περὶ ᾿Ιωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ότι τους μίλησε για τον Ιωάννη
εἶπεν αὐτοῖς. το Βαπτιστή.
14 Καὶ ἐλθόντων αὐτῶν πρὸς τὸν 14 Και όταν ήρθαν προς το
ὄχλον προσῆλθεν αὐτῷ πλήθος, πλησίασε σ’ αυτόν ένας
ἄνθρωπος γονυπετῶν αὐτὸν καὶ άνθρωπος γονατίζοντας
λέγων· μπροστά του
15 Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, 15 και λέγοντας: «Κύριε, ελέησέ
ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς μου το γιο, γιατί σεληνιάζεται
πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς και υποφέρει άσχημα. Γιατί
τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. πολλές φορές πέφτει στη φωτιά
και πολλές φορές στο νερό.
16 καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς 16 Και τον έφερα προς τους
μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ μαθητές σου, αλλά δεν
ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι. μπόρεσαν να τον θεραπεύσουν.
17 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· 17 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και
ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ είπε: «Ω γενιά άπιστη και
διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι διεστραμμένη, ως πότε μαζί σας
μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι θα είμαι; Ως πότε θα σας
ὑμῶν; φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε. ανέχομαι; Φέρτε μου αυτόν
εδώ».
18 καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς, 18 Και επιτίμησε αυτό ο Ιησούς
καὶ ἐξῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ και εξήλθε από αυτόν το
δαιμόνιον καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς δαιμόνιο και θεραπεύτηκε το
ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. παιδί από την ώρα εκείνη.
19 Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ 19 Τότε πλησίασαν οι μαθητές
τῷ ᾿Ιησοῦ κατ᾿ ἰδίαν εἶπον· διατί στον Ιησού ιδιαιτέρως και του
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙZ’
ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν είπαν: «Γιατί εμείς δεν
αὐτό; μπορέσαμε να το βγάλουμε;»
20 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· διὰ 20 Εκείνος λέει σ’ αυτούς:
τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ «Εξαιτίας της ολιγοπιστίας σας.
λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς Γιατί αλήθεια σας λέω, αν έχετε
κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει πίστη σαν κόκκο σιναπιού, θα
τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, πείτε στο όρος ετούτο:
καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν “Μετακινήσου από εδώ εκεί”,
ἀδυνατήσει ὑμῖν. και θα μετακινηθεί. και τίποτε δε
θα σας είναι αδύνατο.
21 τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ 21 Αλλά τούτο το γένος δε
ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ βγαίνει παρά μόνο με προσευχή
καὶ νηστείᾳ. και νηστεία».
22 ᾿Αναστρεφομένων δὲ αὐτῶν 22 Όταν λοιπόν αυτοί
εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ συγκεντρώθηκαν στη Γαλιλαία,
᾿Ιησοῦς· μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ τους είπε ο Ιησούς: «Ο Υιός του
ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς ανθρώπου μέλλει να παραδοθεί
χεῖρας ἀνθρώπων σε χέρια ανθρώπων,
23 καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ 23 και θα τον σκοτώσουν, και
τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται. καὶ την τρίτη ημέρα θα εγερθεί». Και
ἐλυπήθησαν σφόδρα. οι μαθητές λυπήθηκαν πάρα
πολύ.
24 ᾿Ελθόντων δὲ αὐτῶν εἰς 24 Όταν λοιπόν ήρθαν στην
Καπερναοὺμ προσῆλθον οἱ τὰ Καπερναούμ, πλησίασαν αυτοί
δίδραχμα λαμβάνοντες τῷ Πέτρῳ που λαβαίνουν τα δίδραχμα
καὶ εἶπον· ὁ διδάσκαλος ὑμῶν οὐ στον Πέτρο και τον ρώτησαν: «Ο
τελεῖ τὰ δίδραχμα; δάσκαλός σας δεν πληρώνει
φόρο τα δίδραχμα;»
25 λέγει, ναί. καὶ ὅτε εἰσῆλθεν εἰς 25 Εκείνος λέει: «Ναι». Και όταν
τὴν οἰκίαν, προέφθασεν αὐτὸν ὁ ήρθε στην οικία, τον πρόφτασε ο
᾿Ιησοῦς λέγων· τί σοι δοκεῖ, Ιησούς λέγοντας: «Τι νομίζεις
Σίμων; οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἀπὸ Σίμωνα; Οι βασιλιάδες της γης
τίνων λαμβάνουσι τέλη ἢ από ποιους λαβαίνουν τέλη ή
κῆνσον; ἀπὸ τῶν υἱῶν αὐτῶν ἢ φόρο; Από τους γιους τους ή από
ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων; τους ξένους;»
26 λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· ἀπὸ τῶν 26 Και όταν απάντησε: «Από
ἀλλοτρίων. ἔφη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· τους ξένους», του είπε ο Ιησούς:
ἄραγε ἐλεύθεροί εἰσιν οἱ υἱοί. «Άρα, βεβαίως, ελεύθεροι είναι οι
γιοι.
27 ἵνα δὲ μὴ σκανδαλίσωμεν 27 Για να μην τους
αὐτούς, πορευθεὶς εἰς τὴν σκανδαλίσουμε, όμως, πήγαινε
θάλασσαν βάλε ἄγκιστρον καὶ στη θάλασσα, ρίξε αγκίστρι, και
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙZ’
τὸν ἀναβάντα πρῶτον ἰχθὺν σήκωσε το πρώτο ψάρι που θα
ἆρον, καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα ανεβεί και, αφού ανοίξεις το
αὐτοῦ εὑρήσεις στατῆρα· ἐκεῖνον στόμα του, θα βρεις ένα
λαβὼν δὸς αὐτοῖς ἀντὶ ἐμοῦ καὶ τετράδραχμο. Εκείνο λάβε το και
σοῦ. δώσε το σ’ αυτούς για μένα και
για σένα».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙH’
1 Ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ προσῆλθον οἱ 1 Εκείνη την ώρα πλησίασαν οι
μαθηταὶ τῷ ᾿Ιησοῦ λέγοντες· τίς μαθητές στον Ιησού λέγοντας:
ἄρα μείζων ἐστὶν ἐν τῇ βασιλείᾳ «Ποιος είναι άραγε μεγαλύτερος
τῶν οὐρανῶν; στη βασιλεία των ουρανών;»
2 καὶ προσκαλεσάμενος ὁ 2 Και αυτός, αφού προσκάλεσε
᾿Ιησοῦς παιδίον ἔστησεν αὐτὸ ἐν ένα παιδί, το έστησε στο μέσο
μέσῳ αὐτῶν καὶ εἶπεν· τους
3 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ 3 και είπε: «Αλήθεια σας λέω, αν
στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ δε στραφείτε και δε γίνετε σαν τα
παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν παιδιά, δεν θα εισέλθετε στη
βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. βασιλεία των ουρανών.
4 ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτὸν ὡς 4 Όποιος, λοιπόν, ταπεινώσει τον
τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτός ἐστιν ὁ εαυτό του σαν τούτο το παιδί,
μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν αυτός είναι ο μεγαλύτερος στη
οὐρανῶν. βασιλεία των ουρανών.
5 καὶ ὃς ἐὰν δέξηται παιδίον 5 Και όποιος δεχτεί ένα τέτοιο
τοιοῦτον ἓν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, παιδί στο όνομά μου δέχεται
ἐμὲ δέχεται· εμένα».
6 ῝Ος δ᾿ ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν 6 «Όποιος όμως σκανδαλίσει
μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων έναν από τους μικρούς αυτούς
εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα που πιστεύουν σ’ εμένα, τον
κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς εἰς τὸν συμφέρει να κρεμαστεί
τράχηλον αὐτοῦ καὶ μυλόπετρα γύρω από τον
καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς τράχηλό του και να
θαλάσσης. καταποντιστεί στο πέλαγος της
θάλασσας.
7 Οὐαὶ τῷ κόσμῳ ἀπὸ τῶν 7 Αλίμονο στον κόσμο από τα
σκανδάλων· ἀνάγκη γάρ ἐστιν σκάνδαλα. Γιατί είναι ανάγκη να
ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα· πλὴν οὐαὶ έρθουν τα σκάνδαλα, όμως
τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι᾿ οὗ τὸ αλίμονο στον άνθρωπο μέσω του
σκάνδαλον ἔρχεται. οποίου έρχεται το σκάνδαλο.
8 εἰ δὲ ἡ χείρ σου ἢ ὁ πούς σου 8 Και αν το χέρι σου ή το πόδι σου
σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὰ σε σκανδαλίζει, κόψε το εντελώς
καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· καλόν σοί και ρίξε το μακριά από εσένα.
ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν Είναι καλό για σένα να εισέλθεις
χωλὸν ἢ κυλλόν, ἢ δύο χεῖρας ἢ στη ζωή κουλός ή χωλός, παρά
δύο πόδας ἔχοντα βληθῆναι εἰς να έχεις δύο χέρια ή δύο πόδια
τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον. και να ριχτείς στη φωτιά την
αιώνια.
9 καὶ εἰ ὁ ὀφθαλμός σου 9 Και αν ο οφθαλμός σου σε
σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ σκανδαλίζει, βγάλε τον και ρίξε
βάλε ἀπὸ σοῦ· καλόν σοί ἐστι τον μακριά από εσένα. Είναι καλό
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙH’
μονόφθαλμον εἰς τὴν ζωὴν για σένα να εισέλθεις
εἰσελθεῖν, ἢ δύο ὀφθαλμοὺς μονόφθαλμος στη ζωή παρά να
ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὴν γέενναν έχεις δύο οφθαλμούς και να
τοῦ πυρός. ριχτείς στη γέεννα της φωτιάς».
10 ῾Ορᾶτε μὴ καταφρονήσητε 10 «Κοιτάτε να μην
ἑνὸς τῶν μικρῶν τούτων· λέγω καταφρονήσετε έναν από τους
γὰρ ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν μικρούς αυτούς. Γιατί σας λέω ότι
οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ οι άγγελοί τους στους ουρανούς
πρόσωπον τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν διαπαντός βλέπουν το πρόσωπο
οὐρανοῖς. του Πατέρα μου που είναι στους
ουρανούς.
11 ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου 11 Γιατί ήρθε ο Υιός του
σῶσαι τὸ ἀπολωλός. ανθρώπου να σώσει το χαμένο.
12 Τί ὑμῖν δοκεῖ; ἐὰν γένηταί τινι 12 Τι νομίζετε; Αν κάποιος
ἀνθρώπῳ ἑκατὸν πρόβατα καὶ άνθρωπος έχει εκατό πρόβατα
πλανηθῇ ἓν ἐξ αὐτῶν, οὐχὶ ἀφεὶς και πλανηθεί ένα από αυτά, δε θα
τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα ἐπὶ τὰ ὄρη, αφήσει τα ενενήντα εννέα πάνω
πορευθεὶς ζητεῖ τὸ πλανώμενον; στα όρη και δε θα πάει να ζητά το
πλανεμένο;
13 καὶ ἐὰν γένηται εὑρεῖν αὐτό, 13 Και αν συμβεί να το βρει,
ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι χαίρει ἐπ᾿ αλήθεια σας λέω ότι χαίρει γι’
αὐτῷ μᾶλλον ἢ ἐπὶ τοῖς αυτό περισσότερο παρά για τα
ἐνενήκοντα ἐννέα τοῖς μὴ ενενήντα εννέα που δεν έχουν
πεπλανημένοις. πλανηθεί.
14 οὕτως οὐκ ἔστι θέλημα 14 Έτσι δεν είναι θέλημα του
ἔμπροσθεν τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ Πατέρα σας που είναι στους
ἐν οὐρανοῖς ἵνα ἀπόληται εἷς τῶν ουρανούς να χαθεί ένα από τα
μικρῶν τούτων. μικρά αυτά».
15 ᾿Εὰν δὲ ἁμαρτήσῃ εἰς σὲ ὁ 15 «Και αν αμαρτήσει σ’ εσένα ο
ἀδελφός σου, ὕπαγε καὶ ἔλεγξον αδελφός σου, πήγαινε και έλεγξέ
αὐτὸν μεταξὺ σοῦ καὶ αὐτοῦ τον όταν θα είστε μεταξύ σας εσύ
μόνου· ἐάν σου ἀκούσῃ, και αυτός μόνοι. Αν σε ακούσει,
ἐκέρδησας τὸν ἀδελφόν σου· κέρδισες τον αδελφό σου.
16 ἐὰν δὲ μὴ ἀκούσῃ, παράλαβε 16 Και αν δεν ακούσει, παράλαβε
μετὰ σοῦ ἔτι ἕνα ἢ δύο, ἵνα ἐπὶ μαζί σου ακόμα έναν ή δύο, για
στόματος δύο μαρτύρων ἢ τριῶν να σταθεί κάθε λόγος από το
σταθῇ πᾶν ρῆμα. στόμα δύο ή τριών μαρτύρων.
17 ἐὰν δὲ παρακούσῃ αὐτῶν, εἰπὲ 17 Αν όμως τους παρακούσει, πες
τῇ ἐκκλησίᾳ· ἐὰν δὲ καὶ τῆς το στην εκκλησία. αν τότε και
ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι την εκκλησία παρακούσει, ας
ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης. είναι για σένα όπως ακριβώς ο
εθνικός και ο τελώνης.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙH’
18 ᾿Αμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν 18 Αλήθεια σας λέω: όσα δέσετε
δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται πάνω στη γη θα είναι δεμένα
δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα στον ουρανό, και όσα λύσετε
ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται πάνω στη γη θα είναι λυμένα
λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ. στον ουρανό.
19 Πάλιν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν 19 Πάλι αλήθεια σας λέω ότι, αν
δύο ὑμῶν συμφωνήσωσιν ἐπὶ τῆς δύο από εσάς συμφωνήσουν
γῆς περὶ παντὸς πράγματος οὗ πάνω στη γη για κάθε πράγμα
ἐὰν αἰτήσωνται, γενήσεται που θα ζητήσουν, θα τους γίνει
αὐτοῖς παρὰ τοῦ πατρός μου τοῦ από τον Πατέρα μου που είναι
ἐν οὐρανοῖς. στους ουρανούς.
20 οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς 20 Γιατί όπου είναι δύο ή τρεις
συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, συναγμένοι στο δικό μου όνομα,
ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν. εκεί είμαι, στο μέσο αυτών».
21 Τότε προσελθὼν αὐτῷ ὁ 21 Τότε τον πλησίασε ο Πέτρος
Πέτρος εἶπε· Κύριε, ποσάκις και του είπε: «Κύριε, πόσες φορές
ἁμαρτήσει εἰς ἐμὲ ὁ ἀδελφός μου θα αμαρτήσει σ’ εμένα ο αδελφός
καὶ ἀφήσω αὐτῷ; ἕως ἑπτάκις; μου και θα του αφήσω; Ως εφτά
φορές;»
22 λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐ λέγω 22 Του λέει ο Ιησούς: «Δε σου λέω
σοι ἕως ἑπτάκις, ἀλλ᾿ ἕως ως εφτά φορές, αλλά ως
ἑβδομηκοντάκις ἑπτά. εβδομήντα φορές εφτά.
23 Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία 23 Γι’ αυτό ομοιώθηκε η βασιλεία
τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, των ουρανών με έναν άνθρωπο
ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ βασιλιά, ο οποίος θέλησε να
τῶν δούλων αὐτοῦ. λογαριαστεί με τους δούλους
του.
24 ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν 24 Και όταν αυτός άρχισε να το
προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης κάνει, έφεραν προς αυτόν έναν
μυρίων ταλάντων. οφειλέτη δέκα χιλιάδων
ταλάντων.
25 μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ 25 Μην έχοντας όμως αυτός να τα
ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ αποδώσει, διέταξε ο κύριος να
κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν πουληθεί αυτός και η γυναίκα
γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ του και τα παιδιά του και όλα
πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. όσα έχει, και να αποδοθούν τα
χρήματα.
26 πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος 26 Έπεσε λοιπόν ο δούλος και τον
προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, προσκυνούσε λέγοντας:
μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ “Μακροθύμησε προς εμένα, και
πάντα σοι ἀποδώσω. όλα θα σου τα αποδώσω”.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙH’
27 σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ 27 Τον σπλαχνίστηκε τότε ο
δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν κύριος εκείνου του δούλου και
καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. τον απόλυσε και του άφησε το
δάνειο.
28 ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος 28 Όταν όμως εξήλθε εκείνος ο
εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, δούλος, βρήκε έναν από τους
ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν σύνδουλούς του που του όφειλε
δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν εκατό δηνάρια και, αφού τον
ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι κράτησε, τον έπνιγε λέγοντας:
ὀφείλεις. “Απόδωσε ό,τι μου οφείλεις”.
29 πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ 29 Έπεσε, λοιπόν, στα πόδια του ο
εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει σύνδουλός του και τον
αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾿ παρακαλούσε λέγοντας:
ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι. “Μακροθύμησε προς εμένα, και
θα σου τα αποδώσω”.
30 ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν 30 Εκείνος δεν ήθελε, αλλά πήγε
ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ και τον έριξε στη φυλακή,
ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. ωσότου αποδώσει το
οφειλόμενο.
31 ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ 31 Όταν είδαν λοιπόν οι
τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σύνδουλοί του αυτά που έγιναν,
σφόδρα, καὶ ἐλθόντες λυπήθηκαν πάρα πολύ και
διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν ήρθαν και εξήγησαν λεπτομερώς
πάντα τὰ γενόμενα. στον κύριό τους όλα όσα έγιναν.
32 τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν 32 Τότε, τον προσκάλεσε ο κύριός
ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε του και του λέει: “Δούλε κακέ, όλη
πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν την οφειλή εκείνη σου άφησα,
ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ επειδή με παρακάλεσες.
παρεκάλεσάς με.
33 οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν 33 Δεν έπρεπε κι εσύ να ελεήσεις
σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε το σύνδουλό σου όπως κι εγώ σε
ἠλέησα; ελέησα”;
34 καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ 34 Και οργίστηκε ο κύριός του και
παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς τον παράδωσε στους βασανιστές,
βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν ωσότου αποδώσει όλο το
τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. οφειλόμενο χρέος.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙH’
35 Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ 35 Έτσι και ο Πατέρας μου ο
ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ουράνιος θα κάνει σ’ εσάς, αν δεν
ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ αφήσετε τις αμαρτίες καθένας
ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ σας στον αδελφό του μέσα από
παραπτώματα αὐτῶν. τις καρδιές σας».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΘ’
1 Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ 1 Και όταν τέλειωσε ο Ιησούς
᾿Ιησοῦς τοὺς λόγους τούτους αυτά τα λόγια, αναχώρησε από
μετῆρεν ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας καὶ τη Γαλιλαία και ήρθε στα όρια
ἦλθεν εἰς τὰ ὅρια τῆς ᾿Ιουδαίας της Ιουδαίας πέρα από τον
πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου. Ιορδάνη.
2 καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι 2 Και τον ακολούθησαν πολλά
πολλοί, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτοὺς πλήθη και τους θεράπευσε εκεί.
ἐκεῖ.
3 Καὶ προσῆλθον αὐτῷ οἱ 3 Και τότε τον πλησίασαν
Φαρισαῖοι πειράζοντες αὐτὸν καὶ Φαρισαίοι, για να τον πειράξουν,
λέγοντες αὐτῷ· εἰ ἔξεστιν και έλεγαν: «Άραγε επιτρέπεται
ἀνθρώπῳ ἀπολῦσαι τὴν γυναῖκα σ’ έναν άνθρωπο να αποδιώξει τη
αὐτοῦ κατὰ πᾶσαν αἰτίαν; γυναίκα του για οποιαδήποτε
αιτία;»
4 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· 4 Εκείνος αποκρίθηκε και τους
οὐκ ἀνέγνωτε ὅτι ὁ ποιήσας ἀπ᾿ είπε: «Δε διαβάσατε ότι ο Κτίστης
ἀρχῆς ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν από την αρχή τούς έκανε
αὐτοὺς καὶ εἶπεν, αρσενικό και θηλυκό;
5 ἕνεκεν τούτου καταλείψει 5 Και είπε: Γι’ αυτό θα
ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εγκαταλείψει ο άνθρωπος τον
τὴν μητέρα καὶ κολληθήσεται τῇ πατέρα του και τη μητέρα του και
γυναικὶ αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο θα κολληθεί στη γυναίκα του,
εἰς σάρκα μίαν; και θα είναι οι δύο μία σάρκα.
6 ὥστε οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ σὰρξ 6 Ώστε δεν είναι πια δύο, αλλά μία
μία. ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, σάρκα. Αυτό λοιπόν που ο Θεός
ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω. συνέζευξε ο άνθρωπος ας μην το
χωρίζει».
7 λέγουσιν αὐτῷ· τί οὖν Μωσῆς 7 Του λένε: «Γιατί τότε ο Μωυσής
ἐνετείλατο δοῦναι βιβλίον έδωσε εντολή να δώσει έγγραφο
ἀποστασίου καὶ ἀπολῦσαι διαζυγίου και να την αποδιώξει;»
αὐτήν;
8 λέγει αὐτοῖς· ὅτι Μωσῆς πρὸς 8 Τους απαντά: «Ο Μωυσής
τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν εξαιτίας της σκληροκαρδίας σας
ἐπέτρεψεν ὑμῖν ἀπολῦσαι τὰς σας επέτρεψε να αποδιώξετε τις
γυναῖκας ὑμῶν· ἀπ᾿ ἀρχῆς δὲ οὐ γυναίκες σας. από την αρχή όμως
γέγονεν οὕτω. δεν έχει γίνει έτσι.
9 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν ἀπολύσῃ 9 Σας λέω μάλιστα ότι όποιος
τὴν γυναῖκα αὐτοῦ μὴ ἐπὶ αποδιώξει τη γυναίκα του, όχι
πορνείᾳ καὶ γαμήσῃ ἄλλην, εξαιτίας πορνείας, και νυμφευτεί
μοιχᾶται· καὶ ὁ ἀπολελυμένην άλλη μοιχεύεται».
γαμήσας μοιχᾶται.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΘ’
10 λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ 10 Του λένε οι μαθητές του: «Αν
αὐτοῦ· εἰ οὕτως ἐστὶν ἡ αἰτία τοῦ είναι έτσι η αιτία διαζυγίου τού
ἀνθρώπου μετὰ τῆς γυναικός, οὐ άντρα με τη γυναίκα, δε
συμφέρει γαμῆσαι. συμφέρει σε κάποιον να
νυμφευτεί».
11 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· οὐ πάντες 11 Εκείνος τους είπε: «Σε όλους δε
χωροῦσι τὸν λόγον τοῦτον, ἀλλ᾿ χωρά αυτός ο λόγος, αλλά μόνο
οἷς δέδοται· σ’ αυτούς στους οποίους έχει
δοθεί.
12 εἰσὶ γὰρ εὐνοῦχοι οἵτινες ἐκ 12 Γιατί είναι ευνούχοι που από
κοιλίας μητρὸς ἐγεννήθησαν την κοιλιά της μητέρας τους
οὕτω. καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες γεννήθηκαν έτσι, και είναι
εὐνουχίσθησαν ὑπὸ τῶν ευνούχοι που ευνουχίστηκαν από
ἀνθρώπων, καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι τους ανθρώπους, και είναι
οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ ευνούχοι που ευνούχισαν τους
τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ὁ εαυτούς τους για τη βασιλεία των
δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω. ουρανών. Σ’ όποιον δύναται να
χωρά ο λόγος, ας χωρά».
13 Τότε προσηνέχθη αὐτῷ παιδία, 13 Τότε προσφέρθηκαν σ’ αυτόν
ἵνα ἐπιθῇ αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ παιδιά, για να επιθέσει σ’ αυτά τα
προσεύξηται· οἱ δὲ μαθηταὶ χέρια και να προσευχηθεί. αλλά
ἐπετίμησαν αὐτοῖς. οι μαθητές τούς επιτίμησαν.
14 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄφετε τὰ 14 Ο Ιησούς όμως είπε: «Αφήστε
παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ τα παιδιά και μην τα εμποδίζετε
ἐλθεῖν πρός με· τῶν γὰρ τοιούτων να έρθουν προς εμένα, γιατί για
ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. τέτοιους είναι η βασιλεία των
ουρανών».
15 καὶ ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας αὐτοῖς 15 Και αφού επέθεσε τα χέρια σ’
ἐπορεύθη ἐκεῖθεν. αυτά, έφυγε από εκεί.
16 Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν 16 Και ιδού, ένας τον πλησίασε
αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί και του είπε: «Δάσκαλε, τι αγαθό
ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν να κάνω, για να έχω ζωή
αἰώνιον; αιώνια;»
17 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τί με λέγεις 17 Εκείνος του είπε: «Τι με ρωτάς
ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ για το αγαθό; Ένας είναι ο
Θεός. εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν Αγαθός. Αν όμως θέλεις να
ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς. εισέλθεις στη ζωή, τήρησε τις
εντολές».
18 λέγει αὐτῷ· ποίας; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς 18 Του λέει: «Ποιες;» Και ο Ιησούς
εἶπε· τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ είπε: «Το μη φονεύσεις, μη
μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ μοιχέψεις, μην κλέψεις, μην
ψευδομαρτυρήσεις, ψευδομαρτυρήσεις,
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΘ’
19 τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν 19 τίμα τον πατέρα σου και τη
μητέρα, καὶ ἀγαπήσεις τὸν μητέρα σου, και να αγαπήσεις
πλησίον σου ὡς σεαυτόν. τον πλησίον σου σαν τον εαυτό
σου».
20 λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· πάντα 20 Του λέει ο νεαρός: «Όλα αυτά
ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός τα φύλαξα. Σε τι ακόμα υστερώ;»
μου· τί ἔτι ὑστερῶ;
21 ἔφη αὐτῷ ὁ ῾Ιησοῦς· εἰ θέλεις 21 Του είπε ο Ιησούς: «Αν θέλεις
τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν να είσαι τέλειος, πήγαινε,
σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πούλησε τα υπάρχοντά σου και
πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν δώσε τα στους φτωχούς, και θα
οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει έχεις θησαυρό στους ουρανούς,
μοι. και έλα ακολούθα με».
22 ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν 22 Όταν άκουσε όμως ο νεαρός
λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν αυτόν το λόγο, έφυγε λυπημένος.
γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. γιατί είχε αποκτήματα πολλά.
23 ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπε τοῖς 23 Ο Ιησούς, τότε, είπε στους
μαθηταῖς αὐτοῦ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν μαθητές του: «Αλήθεια σας λέω
ὅτι δυσκόλως πλούσιος ότι πλούσιος θα εισέλθει
εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν δύσκολα στη βασιλεία των
τῶν οὐρανῶν. ουρανών.
24 πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, 24 Και πάλι σας λέω, ευκολότερο
εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ είναι μια καμήλα να περάσει από
τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ τρύπα βελόνας παρά πλούσιος να
πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ εισέλθει στη βασιλεία του Θεού».
Θεοῦ εἰσελθεῖν.
25 ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ 25 Και όταν το άκουσαν οι
αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα μαθητές, εκπλήττονταν πάρα
λέγοντες· τίς ἄρα δύναται πολύ, λέγοντας: «Ποιος άραγε
σωθῆναι; δύναται να σωθεί;»
26 ἐμβλέψας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν 26 Αφού τους κοίταξε τότε μέσα
αὐτοῖς· παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο στα μάτια ο Ιησούς, τους είπε:
ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ «Για τους ανθρώπους αυτό είναι
πάντα δυνατά ἐστι. αδύνατο, αλλά για το Θεό όλα
είναι δυνατά».
27 Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν 27 Τότε έλαβε το λόγο ο Πέτρος
αὐτῷ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν και του είπε: «Ιδού, εμείς τα
πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· τί αφήσαμε όλα και σε
ἄρα ἔσται ἡμῖν; ακολουθήσαμε. τι άραγε θα
συμβεί σ’ εμάς;»
28 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν 28 Και ο Ιησούς τους είπε:
λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ «Αλήθεια σας λέω ότι εσείς που
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. ΙΘ’
ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ με ακολουθήσατε, κατά την
παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς παλιγγενεσία, όταν καθίσει ο
τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης Υιός του ανθρώπου πάνω στο
αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ θρόνο της δόξας του, θα καθίσετε
δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς κι εσείς πάνω σε δώδεκα θρόνους
δώδεκα φυλὰς τοῦ ᾿Ισραήλ. κρίνοντας τις δώδεκα φυλές του
Ισραήλ.
29 καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ 29 Και καθένας που άφησε οικίες
ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα
μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ή μητέρα ή παιδιά ή αγρούς,
ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, εξαιτίας του ονόματός μου,
ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ εκατονταπλάσια θα λάβει και θα
ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει. κληρονομήσει ζωή αιώνια.
30 Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι 30 Πολλοί όμως πρώτοι θα είναι
ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι. τελευταίοι και τελευταίοι
πρώτοι».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Κ’
1 Ὁμοία γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν 1 «Γιατί η βασιλεία των ουρανών
οὐρανῶν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότῃ, είναι όμοια με άνθρωπο
ὅστις ἐξῆλθεν ἅμα πρωΐ οικοδεσπότη, που εξήλθε μόλις
μισθώσασθαι ἐργάτας εἰς τὸν ήρθε το πρωί, για να μισθώσει
ἀμπελῶνα αὐτοῦ. εργάτες για τον αμπελώνα του.
2 καὶ συμφωνήσας μετὰ τῶν 2 Και αφού συμφώνησε με τους
ἐργατῶν ἐκ δηναρίου τὴν ἡμέραν εργάτες από ένα δηνάριο την
ἀπέστειλεν αὐτοὺς εἰς τὸν ημέρα, τους απέστειλε στον
ἀμπελῶνα αὐτοῦ. αμπελώνα του.
3 καὶ ἐξελθὼν περὶ τρίτην ὥραν 3 Και όταν εξήλθε γύρω στις
εἶδεν ἄλλους ἑστῶτας ἐν τῇ εννιά η ώρα το πρωί, είδε άλλους
ἀγορᾷ ἀργούς, να έχουν σταθεί στην αγορά
αργοί
4 καὶ ἐκείνοις εἶπεν· ὑπάγετε καὶ 4 και σ’ εκείνους είπε: “Πηγαίνετε
ὑμεῖς εἰς τὸν ἀμπελῶνα, καὶ ὃ ἐὰν κι εσείς στον αμπελώνα, και ό,τι
ᾖ δίκαιον δώσω ὑμῖν. οἱ δὲ είναι δίκαιο θα σας δώσω”.
ἀπῆλθον. 5 Εκείνοι έφυγαν. Πάλι, λοιπόν,
5 πάλιν ἐξελθὼν περὶ ἕκτην καὶ όταν εξήλθε γύρω στις δώδεκα,
ἐνάτην ὥραν ἐποίησεν ὡσαύτως. και κατά τις τρεις η ώρα, έκανε
ομοίως.
6 περὶ δὲ τὴν ἑνδεκάτην ὥραν 6 Και κατά τις πέντε, όταν εξήλθε,
ἐξελθὼν εὗρεν ἄλλους ἑστῶτας βρήκε άλλους να έχουν σταθεί
ἀργούς, καὶ λέγει αὐτοῖς· τί ὧδε και τους λέει: “Γιατί έχετε σταθεί
ἑστήκατε ὅλην τὴν ἡμέραν εδώ όλη την ημέρα αργοί”;
ἀργοί;
7 λέγουσιν αὐτῷ· ὅτι οὐδεὶς ἡμᾶς 7 Του λένε: “Γιατί κανείς δε μας
ἐμισθώσατο. λέγει αὐτοῖς· μίσθωσε”. Τους λέει: “Πηγαίνετε
ὑπάγετε καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κι εσείς στον αμπελώνα”.
ἀμπελῶνα, καὶ ὃ ἐὰν ᾖ δίκαιον
λήψεσθε.
8 ὀψίας δὲ γενομένης λέγει ὁ 8 Και όταν έγινε βράδυ, λέει ο
κύριος τοῦ ἀμπελῶνος τῷ κύριος του αμπελώνα στον
ἐπιτρόπῳ αὐτοῦ· κάλεσον τοὺς επίτροπό του: “Κάλεσε τους
ἐργάτας καὶ ἀπόδος αὐτοῖς τὸν εργάτες και απόδωσε σ’ αυτούς
μισθόν, ἀρξάμενος ἀπὸ τῶν το μισθό, αφού αρχίσεις από τους
ἐσχάτων ἕως τῶν πρώτων. τελευταίους έως τους πρώτους”.
9 καὶ ἐλθόντες οἱ περὶ τὴν 9 Τότε ήρθαν οι εργαζόμενοι
ἑνδεκάτην ὥραν ἔλαβον ἀνὰ γύρω στις πέντε η ώρα και
δηνάριον. έλαβαν από ένα δηνάριο.
10 ἐλθόντες δὲ οἱ πρῶτοι 10 Και όταν ήρθαν οι πρώτοι,
ἐνόμισαν ὅτι πλείονα λήψονται, νόμισαν ότι θα λάβουν
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Κ’
καὶ ἔλαβον καὶ αὐτοὶ ἀνὰ περισσότερο. αλλά έλαβαν από
δηνάριον. ένα δηνάριο και αυτοί.
11 λαβόντες δὲ ἐγόγγυζον κατὰ 11 Και όταν το έλαβαν, γόγγυζαν
τοῦ οἰκοδεσπότου κατά του οικοδεσπότη,
12 λέγοντες ὅτι οὗτοι οἱ ἔσχατοι 12 λέγοντας: “Αυτοί οι τελευταίοι
μίαν ὥραν ἐποίησαν, καὶ ἴσους μια ώρα έκαναν, και τους έκανες
ἡμῖν αὐτοὺς ἐποίησας τοῖς ίσους μ’ εμάς, που βαστάξαμε το
βαστάσασι τὸ βάρος τῆς ἡμέρας βάρος της ημέρας και τον
καὶ τὸν καύσωνα. καύσωνα”.
13 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν ἑνὶ 13 Εκείνος αποκρίθηκε σ’ έναν
αὐτῶν· ἑταῖρε, οὐκ ἀδικῶ σε· οὐχὶ από αυτούς και είπε: “Σύντροφε,
δηναρίου συνεφώνησάς μοι; δε σε αδικώ. Δε συμφώνησες μ’
εμένα για ένα δηνάριο;
14 ἆρον τὸ σὸν καὶ ὕπαγε· θέλω δὲ 14 Πάρε το δικό σου και πήγαινε.
τούτῳ τῷ ἐσχάτῳ δοῦναι ὡς καὶ Θέλω όμως σ’ αυτόν τον
σοί· τελευταίο να δώσω όπως και σ’
εσένα.
15 ἢ οὐκ ἔξεστί μοι ποιῆσαι ὃ 15 Ή δε μου επιτρέπεται να κάνω
θέλω ἐν τοῖς ἐμοῖς, εἰ ὁ ὀφθαλμός ό,τι θέλω με τα δικά μου
σου πονηρός ἐστιν ὅτι ἐγὼ χρήματα; Ή ο οφθαλμός σου
ἀγαθός εἰμι; είναι κακός, επειδή εγώ είμαι
αγαθός”;
16 Οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι 16 Έτσι θα γίνουν οι τελευταίοι
πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πρώτοι και οι πρώτοι
πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ τελευταίοι».
ἐκλεκτοί. 17 Και ανεβαίνοντας ο Ιησούς
17 Καὶ ἀναβαίνων ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς στα Ιεροσόλυμα, παράλαβε τους
῾Ιεροσόλυμα παρέλαβε τοὺς δώδεκα μαθητές ιδιαιτέρως και
δώδεκα μαθητὰς κατ᾿ ἰδίαν ἐν τῇ κατά το δρόμο τούς είπε:
ὁδῷ καὶ εἶπεν αὐτοῖς.
18 ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς 18 «Ιδού, ανεβαίνουμε στα
῾Ιεροσόλυμα, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Ιεροσόλυμα και ο Υιός του
ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ανθρώπου θα παραδοθεί στους
ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι καὶ αρχιερείς και στους γραμματείς,
κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ, και θα τον καταδικάσουν σε
θάνατο
19 καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς 19 και θα τον παραδώσουν στους
ἔθνεσιν εἰς τὸ ἐμπαῖξαι καὶ εθνικούς, για να τον εμπαίξουν
μαστιγῶσαι καὶ σταυρῶσαι, καὶ και να τον μαστιγώσουν και να
τῇ τρίτη ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. τον σταυρώσουν. και την τρίτη
ημέρα θα εγερθεί».
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Κ’
20 Τότε προσῆλθεν αὐτῷ ἡ μήτηρ 20 Τότε τον πλησίασε η μητέρα
τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου μετὰ τῶν των γιων του Ζεβεδαίου μαζί με
υἱῶν αὐτῆς προσκυνοῦσα καὶ τους γιους της, προσκυνώντας
αἰτοῦσά τι παρ᾿ αὐτοῦ. και ζητώντας κάτι από αυτόν.
21 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· τί θέλεις; λέγει 21 Εκείνος της είπε: «Τι θέλεις;»
αὐτῷ· εἰπὲ ἵνα καθίσωσιν οὗτοι οἱ Του λέει: «Πες ώστε να καθίσουν
δύο υἱοί μου εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ αυτοί οι δύο γιοι μου ένας από τα
εἷς ἐξ εὐωνύμων σου ἐν τῇ δεξιά σου και ένας από τα
βασιλείᾳ σου. αριστερά σου κατά τη βασιλεία
σου».
22 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· 22 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και
οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε είπε: «Δεν ξέρετε τι ζητάτε.
πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ μέλλω Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι που
πίνειν, ἢ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ εγώ μέλλω να πιω;» Του λένε:
βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; «Μπορούμε».
λέγουσιν αὐτῷ· δυνάμεθα.
23 καὶ λέγει αὐτοῖς· τὸ μὲν 23 Τους λέει: «Το ποτήρι μου
ποτήριόν μου πίεσθε, καὶ τὸ βέβαια θα το πιείτε, αλλά το να
βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι καθίσετε από τα δεξιά μου και
βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ από τα αριστερά μου δεν ανήκει
δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων μου σ’ εμένα να δώσω αυτό, αλλά θα
οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς δοθεί σ’ αυτούς που έχει
ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ πατρός μου. ετοιμαστεί από τον Πατέρα μου».
24 καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα 24 Και όταν το άκουσαν οι δέκα,
ἠγανάκτησαν περὶ τῶν δύο αγανάκτησαν για τους δύο
ἀδελφῶν. αδελφούς.
25 ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς 25 Αλλά ο Ιησούς τους
προσκαλεσάμενος αὐτοὺς εἶπεν· προσκάλεσε και είπε: «Ξέρετε ότι
οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν οι άρχοντες των εθνών
κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ κατακυριαρχούν σ’ αυτά και οι
μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν μεγάλοι τα κατεξουσιάζουν.
αὐτῶν.
26 οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ 26 Δεν θα είναι έτσι μεταξύ σας,
ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας αλλά όποιος θέλει μεταξύ σας να
γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος, γίνει μεγάλος θα είναι διάκονός
σας,
27 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι 27 και όποιος θέλει μεταξύ σας να
πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος· είναι πρώτος θα είναι δούλος
σας.
28 ὥσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου 28 Όπως ακριβώς ο Υιός του
οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ ανθρώπου δεν ήρθε για να
διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν διακονηθεί, αλλά για να
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κεφ. Κ’
ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ διακονήσει και να δώσει τη ζωή
πολλῶν. του λύτρο στη θέση πολλών».
29 Καὶ ἐκπορευομένων αὐτῶν 29 Και ενώ αυτοί έβγαιναν από
ἀπὸ ῾Ιεριχὼ ἠκολούθησεν αὐτῷ την Ιεριχώ, τον ακολούθησε
ὄχλος πολύς. πλήθος πολύ.
30 Καὶ ἰδοὺ δύο τυφλοὶ 30 Και ιδού, δύο τυφλοί που
καθήμενοι παρὰ τὴν ὁδόν, κάθονταν δίπλα στην οδό, όταν
ἀκούσαντες ὅτι ᾿Ιησοῦς παράγει, άκουσαν ότι ο Ιησούς περνάει
ἔκραξαν λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, από εκεί, έκραξαν λέγοντας:
Κύριε, υἱὸς Δαυῒδ. «Ελέησέ μας, Κύριε, γιε του
Δαβίδ».
31 ὁ δὲ ὄχλος ἐπετίμησεν αὐτοῖς 31 Το πλήθος τότε τους επιτίμησε
ἵνα σιωπήσωσιν· οἱ δὲ μεῖζον για να σωπάσουν. Εκείνοι
ἔκραζον λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, περισσότερο έκραξαν λέγοντας:
Κύριε, υἱὸς Δαυῒδ. «Ελέησέ μας, Κύριε, γιε του
Δαβίδ».
32 καὶ στὰς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐφώνησεν 32 Και στάθηκε ο Ιησούς, τους
αὐτοὺς καὶ εἶπε· τί θέλετε ποιήσω φώναξε και είπε: «Τι θέλετε να
ὑμῖν; σας κάνω;»
33 λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἵνα 33 Του λένε: «Κύριε, να ανοιχτούν
ἀνοιχθῶσιν ἡμῶν οἱ ὀφθαλμοί. οι οφθαλμοί μας».
34 σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς 34 Τους σπλαχνίστηκε τότε ο
ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, Ιησούς και άγγιξε τα μάτια τους,
καὶ εὐθέως ἀνέβλεψαν αὐτῶν οἱ και αμέσως ξαναείδαν και τον
ὀφθαλμοί, καὶ ἠκολούθησαν ακολούθησαν.
αὐτῷ.