ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΖ’
10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ 10 Και όλα τα δικά μου είναι δικά
τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν σου και τα δικά σου δικά μου, και
αὐτοῖς. έχω δοξαστεί μέσω αυτών.
11 καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, 11 Και δεν είμαι πια στον κόσμο,
καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ενώ αυτοί είναι στον κόσμο, κι
ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. πάτερ ἅγιε, εγώ έρχομαι προς εσένα. Πατέρα
τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί άγιε, τήρησέ τους στο όνομά σου
σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν που μου έχεις δώσει, για να είναι
καθὼς ἡμεῖς. ένα καθώς εμείς.
12 ὅτε ἤμην μετ' αὐτῶν ἐν τῷ 12 Όταν ήμουν μαζί τους, εγώ
κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τους τηρούσα στο όνομά σου
τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι αυτούς που μου έχεις δώσει, και
ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν τους φύλαξα, και κανείς από
ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς αυτούς δε χάθηκε παρά μόνο ο
ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. γιος της απώλειας, για να
εκπληρωθεί η Γραφή.
13 νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ 13 Τώρα, όμως, προς εσένα
ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα έρχομαι, και αυτά τα λαλώ μέσα
ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν στον κόσμο, για να έχουν τη
πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς. χαρά τη δική μου ολοκληρωμένη
μέσα τους.
14 ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον 14 Εγώ τους έχω δώσει το λόγο
σου, καὶ ὁ κόσμος ἐμίσησεν σου, και ο κόσμος τούς μίσησε,
αὐτούς, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ γιατί δεν είναι από τον κόσμο
κόσμου, καθὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ καθώς εγώ δεν είμαι από τον
τοῦ κόσμου. κόσμο.
15 οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτοὺς ἐκ 15 Δεν παρακαλώ να τους πάρεις
τοῦ κόσμου, ἀλλ' ἵνα τηρήσῃς από τον κόσμο, αλλά να τους
αὐτοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ. φυλάξεις από τον Πονηρό.
16 ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσί, καθὼς 16 Από τον κόσμο δεν είναι καθώς
ἐγὼ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰμί. εγώ δεν είμαι από τον κόσμο.
17 ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τῇ ἀληθείᾳ 17 Αγίασέ τους μέσω της
σου· ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθειά ἐστι. αλήθειας. ο λόγος ο δικός σου
είναι αλήθεια.
18 καθὼς ἐμὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν 18 Καθώς εμένα απέστειλες στον
κόσμον, κἀγὼ ἀπέστειλα αὐτοὺς κόσμο κι εγώ απέστειλα αυτούς
εἰς τὸν κόσμον. στον κόσμο.
19 καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω 19 Και για χάρη τους εγώ αγιάζω
ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν τον εαυτό μου, για να είναι και
ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ. αυτοί αγιασμένοι μέσα στην
αλήθεια.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΖ’
20 Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ 20 Και δεν παρακαλώ γι’ αυτούς
μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν μόνο, αλλά και για εκείνους που
πιστευσόντων διὰ τοῦ λόγου πιστεύουν μέσω του λόγου τους
αὐτῶν εἰς ἐμέ, σ’ εμένα:
21 ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, 21 να είναι όλοι ένα, καθώς εσύ,
πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα Πατέρα, είσαι μέσα μου κι εγώ
καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ μέσα σου, έτσι και αυτοί να είναι
κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ένα μέσα μας, για να πιστεύει ο
ἀπέστειλας. κόσμος ότι εσύ με απέστειλες.
22 καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς 22 Κι εγώ τη δόξα που μου έχεις
μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν δώσει τους την έχω δώσει, για να
καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν, είναι ένα καθώς εμείς είμαστε
ένα.
23 ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, 23 Εγώ μέσα τους κι εσύ μέσα
ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν, καὶ μου, για να είναι τελειοποιημένοι
ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με σε ένα, ώστε να καταλαβαίνει ο
ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας κόσμος ότι εσύ με απέστειλες και
αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας. ότι τους αγάπησες καθώς εμένα
αγάπησες.
24 πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω 24 Πατέρα, αυτοί που μου έχεις
ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι δώσει, θέλω όπου είμαι εγώ κι
μετ' ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν εκείνοι να είναι μαζί μου, για να
τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοι, ὅτι βλέπουν τη δόξα τη δική μου που
ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς μου έχεις δώσει, γιατί με
κόσμου. αγάπησες πριν από τη
δημιουργία του κόσμου.
25 πάτερ δίκαιε, καὶ ὁ κόσμος σε 25 Πατέρα δίκαιε, αν και ο
οὐκ ἔγνω, ἐγὼ δέ σε ἔγνων, καὶ κόσμος δε σε γνώρισε, εγώ όμως
οὗτοι ἔγνωσαν ὅτι σύ με σε γνώρισα, και αυτοί γνώρισαν
ἀπέστειλας· ότι εσύ με απέστειλες.
26 καὶ ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά 26 Και γνώρισα σ’ αυτούς το
σου καὶ γνωρίσω, ἵνα ἡ ἀγάπη ἣν όνομά σου και θα τους το
ἠγάπησάς με ἐν αὐτοῖς ᾖ, κἀγὼ γνωρίζω, για να είναι η αγάπη με
ἐν αὐτοῖς. την οποία με αγάπησες μέσα
τους κι εγώ να είμαι μέσα τους».
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΗ’
Η προδοσία και η σύλληψη του
Ιησού
(Μτ 26,47-56. Μκ 14,43-50. Λκ 22,47-
53)
1 Ταῦτα εἰπὼν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐξῆλθε 1 Αφού είπε αυτά ο Ιησούς,
σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ πέραν εξήλθε μαζί με τους μαθητές του
τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, ὅπου πέρα από το χείμαρρο του
ἦν κῆπος, εἰς ὃν εἰσῆλθεν αὐτὸς Κεδρών όπου ήταν κήπος, στον
καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. οποίο εισήλθε αυτός και οι
μαθητές του.
2 ᾔδει δὲ καὶ ᾿Ιούδας ὁ 2 Μάλιστα ήξερε αυτόν τον τόπο
παραδιδοὺς αὐτὸν τὸν τόπον, ὅτι και ο Ιούδας, που τον παράδωσε,
πολλάκις συνήχθη καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς γιατί πολλές φορές συνάχτηκε ο
ἐκεῖ μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ. Ιησούς εκεί μαζί με τους μαθητές
του.
3 ὁ οὖν ᾿Ιούδας λαβὼν τὴν 3 Ο Ιούδας, λοιπόν, αφού έλαβε
σπεῖραν καὶ ἐκ τῶν ἀρχιερέων τη στρατιωτική μονάδα και
καὶ Φαρισαίων ὑπηρέτας ἔρχεται υπηρέτες από τους αρχιερείς και
ἐκεῖ μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων από τους Φαρισαίους, έρχεται
καὶ ὅπλων. εκεί μαζί με φανάρια και με
λαμπάδες και με όπλα.
4 ᾿Ιησοῦς οὖν εἰδὼς πάντα τὰ 4 Τότε ο Ιησούς, επειδή ήξερε όλα
ἐρχόμενα ἐπ' αὐτόν, ἐξελθὼν τα ερχόμενα σ’ αυτόν, εξήλθε και
εἶπεν αὐτοῖς· τίνα ζητεῖτε; τους λέει: «Ποιον ζητάτε;»
5 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· ᾿Ιησοῦν τὸν 5 Του αποκρίθηκαν: «Τον Ιησού
Ναζωραῖον. λέγει αὐτοῖς ὁ το Ναζωραίο». Τους λέει: «Εγώ
᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι. εἱστήκει δὲ καὶ Είμαι». Είχε σταθεί επίσης και ο
᾿Ιούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν μετ' Ιούδας, που τον παράδωσε, μαζί
αὐτῶν. τους.
6 ὡς οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὅτι ἐγώ εἰμι, 6 Μόλις λοιπόν τους είπε, «Εγώ
ἀπῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἔπεσον Είμαι», έφυγαν προς τα πίσω και
χαμαί. έπεσαν χάμω.
7 πάλιν οὖν αὐτοὺς ἐπηρώτησε· 7 Πάλι τότε τους ρώτησε: «Ποιον
τίνα ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον· ᾿Ιησοῦν ζητάτε;» Εκείνοι είπαν: «Τον
τὸν Ναζωραῖον. Ιησού το Ναζωραίο».
8 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· εἶπον ὑμῖν 8 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Σας είπα
ὅτι ἐγώ εἰμι. εἰ οὖν ἐμὲ ζητεῖτε, ότι εγώ είμαι. Αν λοιπόν εμένα
ἄφετε τούτους ὑπάγειν· ζητάτε, αφήστε τούτους να
πηγαίνουν»
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΗ’
9 ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὃν εἶπεν, 9 – για να εκπληρωθεί ο λόγος
ὅτι οὓς δέδωκάς μοι, οὐκ που είπε: «Από αυτούς που μου
ἀπώλεσα ἐξ αὐτῶν οὐδένα. έχεις δώσει δεν έχασα κανέναν».
10 Σίμων οὖν Πέτρος ἔχων 10 Ο Σίμωνας Πέτρος τότε, που
μάχαιραν εἵλκυσεν αὐτήν, καὶ είχε μάχαιρα, την τράβηξε και
ἔπαισε τὸν τοῦ ἀρχιερέως δοῦλον χτύπησε το δούλο του αρχιερέα
καὶ ἀπέκοψεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον τὸ και του απέκοψε το αυτί το δεξιό.
δεξιόν· ἦν δὲ ὄνομα τῷ δούλῳ Και το όνομα του δούλου ήταν
Μάλχος. Μάλχος.
11 εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ Πέτρῳ· 11 Είπε λοιπόν ο Ιησούς στον
βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν Πέτρο: «Βάλε τη μάχαιρα στη
θήκην· τὸ ποτήριον ὃ δέδωκέ μοι θήκη. το ποτήρι που μου έχει
ὁ πατήρ, οὐ μὴ πίω αὐτό; δώσει ο Πατέρας δε θα το πιω;»
Ο Ιησούς οδηγείται στον Άννα
(Μτ 26,57-58. Μκ 14,53-54. Λκ 22,54)
12 ῾Η οὖν σπεῖρα καὶ ὁ χιλίαρχος 12 Η στρατιωτική μονάδα,
καὶ οἱ ὑπηρέται τῶν ᾿Ιουδαίων λοιπόν, και ο χιλίαρχος και οι
συνέλαβον τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ υπηρέτες των Ιουδαίων
ἔδησαν αὐτόν, συνέλαβαν τον Ιησού και τον
έδεσαν
13 καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν πρὸς 13 και τον οδήγησαν στον Άννα
῎Ανναν πρῶτον· ἦν γὰρ πενθερὸς πρώτα. γιατί ήταν πεθερός του
τοῦ Καϊάφα, ὃς ἦν ἀρχιερεὺς τοῦ Καϊάφα, που ήταν αρχιερέας του
ἐνιαυτοῦ ἐκείνου. έτους εκείνου.
14 ἦν δὲ Καϊάφας ὁ 14 Και ήταν ο Καϊάφας αυτός που
συμβουλεύσας τοῖς ᾿Ιουδαίοις ὅτι συμβούλεψε τους Ιουδαίους ότι
συμφέρει ἕνα ἄνθρωπον συμφέρει ένας άνθρωπος να
ἀπολέσθαι ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. πεθάνει υπέρ του λαού.
Ο Πέτρος αρνείται τον Ιησού
(Μτ 26,69-70. Μκ 14,66-68. Λκ 22,55-
57)
15 ᾿Ηκολούθει δὲ τῷ ᾿Ιησοῦ Σίμων 15 Και ακολουθούσε τον Ιησού ο
Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής. ὁ δὲ Σίμωνας Πέτρος και ένας άλλος
μαθητὴς ἐκεῖνος ἦν γνωστὸς τῷ μαθητής. Ο μαθητής λοιπόν
ἀρχιερεῖ, καὶ συνεισῆλθε τῷ εκείνος ήταν γνωστός στον
᾿Ιησοῦ εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ αρχιερέα και εισήλθε μαζί με τον
ἀρχιερέως· Ιησού στην αυλή του αρχιερέα,
16 ὁ δὲ Πέτρος εἱστήκει πρὸς τῇ 16 ενώ ο Πέτρος είχε σταθεί κοντά
θύρᾳ ἔξω. ἐξῆλθεν οὖν ὁ μαθητὴς προς τη θύρα έξω. Εξήλθε λοιπόν
ὁ ἄλλος, ὃς ἦν γνωστὸς τῷ ο άλλος μαθητής, ο γνωστός του
ἀρχιερεῖ, καὶ εἶπε τῇ θυρωρῷ, καὶ αρχιερέα, και είπε στη θυρωρό
εἰσήγαγε τὸν Πέτρον. και εισήγαγε τον Πέτρο.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΗ’
17 λέγει οὖν ἡ παιδίσκη ἡ 17 Λέει τότε στον Πέτρο η δούλη η
θυρωρὸς τῷ Πέτρῳ· μὴ καὶ σὺ ἐκ θυρωρός: «Μήπως κι εσύ είσαι
τῶν μαθητῶν εἶ τοῦ ἀνθρώπου από τους μαθητές του ανθρώπου
τούτου; λέγει ἐκεῖνος· οὐκ εἰμί. τούτου;» Εκείνος λέει: «Δεν είμαι».
18 εἱστήκεισαν δὲ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ 18 Και είχαν σταθεί οι δούλοι και
ὑπηρέται ἀνθρακιὰν οι υπηρέτες, έχοντας κάνει
πεποιηκότες, ὅτι ψῦχος ἦν, καὶ ανθρακιά, επειδή έκανε κρύο, και
ἐθερμαίνοντο· ἦν δὲ μετ' αὐτῶν ὁ θερμαίνονταν. Είχε σταθεί τότε
Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος. και ο Πέτρος μαζί τους και
θερμαινόταν.
Ο Άννας ανακρίνει τον Ιησού
(Μτ 26,59-66. Μκ 14,55-64. Λκ 22,66-
71)
19 ῾Ο οὖν ἀρχιερεὺς ἠρώτησε τὸν 19 Ο αρχιερέας, λοιπόν, ρώτησε
᾿Ιησοῦν περὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ τον Ιησού για τους μαθητές του
καὶ περὶ τῆς διδαχῆς αὐτοῦ. και για τη διδαχή του.
20 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγὼ 20 Του αποκρίθηκε ο Ιησούς:
παρρησίᾳ ἐλάλησα τῷ κόσμῳ· «Εγώ με παρρησία έχω μιλήσει
ἐγὼ πάντοτε ἐδίδαξα ἐν στον κόσμο. Εγώ πάντοτε δίδαξα
συναγωγῇ καὶ ἐν τῷ ἱερῷ, ὅπου στη συναγωγή και στο ναό, όπου
πάντοτε οἱ ᾿Ιουδαῖοι όλοι οι Ιουδαίοι συνέρχονται, και
συνέρχονται, καὶ ἐν κρυπτῷ στα κρυφά δε μίλησα τίποτα.
ἐλάλησα οὐδέν.
21 τί με ἐπερωτᾷς; ἐπερώτησον 21 Τι με ρωτάς; Ρώτησε αυτούς
τοὺς ἀκηκοότας τί ἐλάλησα που έχουν ακούσει τι τους
αὐτοῖς· ἴδε οὗτοι οἴδασιν ἃ εἶπον μίλησα. Δες, αυτοί ξέρουν όσα
ἐγώ. είπα εγώ».
22 ταῦτα δὲ αὐτοῦ εἰπόντος εἷς 22 Και όταν είπε αυτά, ένας από
τῶν ὑπηρετῶν παρεστηκὼς τους υπηρέτες που είχε σταθεί
ἔδωκε ράπισμα τῷ ᾿Ιησοῦ εἰπών· εκεί κοντά έδωσε ένα χαστούκι
οὕτως ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ; στον Ιησού και του είπε: «Έτσι
αποκρίνεσαι στον αρχιερέα;»
23 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· εἰ 23 Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Αν
κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον κακώς μίλησα, μαρτύρησε για το
περὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς, τί με κακό. αν όμως καλώς, γιατί με
δέρεις; δέρνεις;»
24 ἀπέστειλεν αὐτὸν ὁ ῎Αννας 24 Τον απέστειλε τότε ο Άννας
δεδεμένον πρὸς Καϊάφαν τὸν δεμένο προς τον Καϊάφα τον
ἀρχιερέα. αρχιερέα.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΗ’
Ο Πέτρος αρνείται και πάλι τον
Ιησού
(Μτ 26,71-75. Μκ 14,69-72. Λκ 22,58-
62)
25 ῏Ην δὲ Σίμων Πέτρος ἑστὼς καὶ 25 Και ο Σίμωνας Πέτρος είχε
θερμαινόμενος. εἶπον οὖν αὐτῷ· σταθεί και θερμαινόταν. Του
μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ είπαν, λοιπόν: «Μήπως κι εσύ
εἶ; είσαι από τους μαθητές του;»
Εκείνος αρνήθηκε και είπε: «Δεν
είμαι».
26 ἠρνήσατο οὖν ἐκεῖνος καὶ 26 Λέει ένας από τους δούλους
εἶπεν· οὐκ εἰμί. λέγει εἷς ἐκ τῶν του αρχιερέα, που ήταν συγγενής
δούλων τοῦ ἀρχιερέως, συγγενὴς αυτού που απέκοψε ο Πέτρος το
ὢν οὗ ἀπέκοψε Πέτρος τὸ ὠτίον· αυτί: «Δε σε είδα εγώ μέσα στον
οὐκ ἐγώ σε εἶδον ἐν τῷ κήπῳ μετ' κήπο μαζί του;»
αὐτοῦ;
27 πάλιν οὖν ἠρνήσατο ὁ Πέτρος, 27 Πάλι, λοιπόν, αρνήθηκε ο
καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησεν. Πέτρος. και αμέσως λάλησε ένας
πετεινός.
Ο Ιησούς οδηγείται στον Πιλάτο
(Μτ 27,1-2. 11-14. Μκ 15,1-5 Λκ 23,1-
5)
28 ῎Αγουσιν οὖν τὸν ᾿Ιησοῦν ἀπὸ 28 Οδηγούν τότε τον Ιησού από
τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον· ἦν τον Καϊάφα στο πραιτόριο. και
δὲ πρωΐ· καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον ήταν πρωί. Και αυτοί δεν
εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ εισήλθαν στο πραιτόριο, για να
μιανθῶσιν, ἀλλ' ἵνα φάγωσι τὸ μη μιανθούν, αλλά να φάνε το
πάσχα. Πάσχα.
29 ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πιλᾶτος πρὸς 29 Βγήκε, λοιπόν, ο Πιλάτος έξω
αὐτοὺς καὶ εἶπε· τίνα κατηγορίαν προς αυτούς και λέει: «Ποια
φέρετε κατὰ τοῦ ἀνθρώπου κατηγορία φέρετε κατά του
τούτου; ανθρώπου τούτου;»
30 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· 30 Αποκρίθηκαν και του είπαν:
εἰ μὴ ἦν οὗτος κακοποιός, οὐκ ἄν «Αν αυτός δεν έκανε συνεχώς
σοι παρεδώκαμεν αὐτόν. κακό, δε θα σου τον
παραδίναμε».
31 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· 31 Είπε τότε σ’ αυτούς ο Πιλάτος:
λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ κατὰ τὸν «Λάβετέ τον εσείς και κατά το
νόμον ὑμῶν κρίνατε αὐτόν. εἶπον νόμο σας κρίνετέ τον». Του είπαν
οὖν αὐτῷ οἱ ᾿Ιουδαῖοι· ἡμῖν οὐκ οι Ιουδαίοι: «Σ’ εμάς δεν
ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα· επιτρέπεται να θανατώσουμε
κανέναν»
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΗ’
32 ἵνα ὁ λόγος τοῦ ᾿Ιησοῦ 32 – για να εκπληρωθεί ο λόγος
πληρωθῇ ὃν εἶπε σημαίνων ποίῳ του Ιησού που είπε, δίνοντας
θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν. σημάδι με ποιο θάνατο έμελλε να
πεθάνει.
33 Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὸ 33 Εισήλθε, λοιπόν, πάλι στο
πραιτώριον πάλιν ὁ Πιλᾶτος καὶ πραιτόριο ο Πιλάτος και φώναξε
ἐφώνησε τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ εἶπεν τον Ιησού και του είπε: «Εσύ είσαι
αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν ο βασιλιάς των Ιουδαίων;»
᾿Ιουδαίων;
34 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀφ' 34 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Από
ἑαυτοῦ σὺ τοῦτο λέγεις ἢ ἄλλοι τον εαυτό σου εσύ το λες αυτό ή
σοι εἶπον περὶ ἐμοῦ; άλλοι σου είπαν για μένα;»
35 ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· μήτι ἐγὼ 35 Αποκρίθηκε ο Πιλάτος:
᾿Ιουδαῖός εἰμι; τὸ ἔθνος τὸ σὸν καὶ «Μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος; Το
οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί· έθνος το δικό σου και οι αρχιερείς
τί ἐποίησας; σε παράδωσαν σ’ εμένα. τι
έκανες;»
36 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· ἡ βασιλεία ἡ 36 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Η
ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου βασιλεία η δική μου δεν είναι από
τούτου· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου τον κόσμο τούτο. Αν από τον
ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή, οἱ ὑπηρέται κόσμο τούτον ήταν η βασιλεία η
ἂν οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο, ἵνα μὴ δική μου, οι υπηρέτες οι δικοί μου
παραδοθῶ τοῖς ᾿Ιουδαίοις· νῦν δὲ θα αγωνίζονταν, για να μην
ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν παραδοθώ στους Ιουδαίους.
ἐντεῦθεν. Τώρα όμως η βασιλεία η δική μου
δέν είναι από εδώ».
37 εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· 37 Του είπε τότε ο Πιλάτος:
οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ; ἀπεκρίθη «Επομένως, βασιλιάς είσαι εσύ;»
᾿Ιησοῦς· σὺ λέγεις ὅτι βασιλεύς Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Εσύ λες
εἰμι ἐγώ. ἐγὼ εἰς τοῦτο σωστά ότι είμαι βασιλιάς. Εγώ γι’
γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο αυτό έχω γεννηθεί και γι’ αυτό
ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα έχω έρθει στον κόσμο: για να
μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ. πᾶς ὁ ὢν μαρτυρήσω για την αλήθεια.
ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς Καθένας που είναι από την
φωνῆς. αλήθεια ακούει τη φωνή μου».
38 λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· τί ἐστιν 38 Λέει σ’ αυτόν ο Πιλάτος: «Τι
ἀλήθεια; καὶ τοῦτο εἰπὼν πάλιν είναι αλήθεια;» Και αφού είπε
ἐξῆλθε πρὸς τοὺς ᾿Ιουδαίους καὶ αυτό, πάλι εξήλθε προς τους
λέγει αὐτοῖς· ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτίαν Ιουδαίους και τους λέει: «Εγώ δε
εὑρίσκω ἐν αὐτῷ· βρίσκω σ’ αυτόν καμία αιτία
κατηγορίας.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΗ’
Ο Ιησούς καταδικάζεται σε θάνατο
(Μτ 27,15-31. Μκ 15,6-20. Λκ 23,13-
25)
39 ἔστι δὲ συνήθεια ὑμῖν ἵνα ἕνα 39 Υπάρχει όμως μια συνήθεια σ’
ὑμῖν ἀπολύσω ἐν τῷ πάσχα· εσάς, να σας απολύω έναν
βούλεσθε οὖν ὑμῖν ἀπολύσω τὸν υπόδικο το Πάσχα. Θέλετε,
βασιλέα τῶν ᾿Ιουδαίων; λοιπόν, να σας απολύσω το
βασιλιά των Ιουδαίων;»
40 ἐκραύγασαν οὖν πάλιν πάντες 40 Κραύγασαν τότε πάλι
λέγοντες· μὴ τοῦτον, ἀλλὰ τὸν λέγοντας: «Όχι τούτον, αλλά το
Βαραββᾶν. ἦν δὲ ὁ Βαραββᾶς Βαραβά». Και ήταν ο Βαραβάς
λῃστής. ληστής.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΘ’
Ο Πιλάτος ενδίδει εις τους
Ιουδαίους
1 Τότε οὖν ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος τὸν 1 Τότε, λοιπόν, έλαβε ο Πιλάτος
᾿Ιησοῦν καὶ ἐμαστίγωσε. τον Ιησού και τον μαστίγωσε.
2 καὶ οἱ στρατιῶται πλέξαντες 2 Και οι στρατιώτες, αφού
στέφανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν έπλεξαν ένα στεφάνι από
αὐτοῦ τῇ κεφαλῇ, καὶ ἱμάτιον αγκάθια, το επέθεσαν στο κεφάλι
πορφυροῦν περιέβαλον αὐτὸν του και τον έντυσαν με ιμάτιο
πορφυρό
3 καὶ ἔλεγον· χαῖρε ὁ βασιλεὺς 3 και έρχονταν προς αυτόν και
τῶν ᾿Ιουδαίων· καὶ ἐδίδουν αὐτῷ έλεγαν: «Χαίρε, βασιλιά των
ραπίσματα. Ιουδαίων». Και του έδιναν
χαστούκια.
4 ἐξῆλθεν οὖν πάλιν ἔξω ὁ 4 Και βγήκε πάλι έξω ο Πιλάτος
Πιλᾶτος καὶ λέγει αὐτοῖς· ἴδε ἄγω και τους λέει: «Να, εγώ σας τον
ὑμῖν αὐτὸν ἔξω, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐν φέρνω έξω, για να καταλάβετε
αὐτῷ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω. ότι καμιά αιτία κατηγορίας δε
βρίσκω σ’ αυτόν».
5 ἐξῆλθεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς ἔξω 5 Βγήκε λοιπόν ο Ιησούς έξω,
φορῶν τὸν ἀκάνθινον στέφανον φορώντας το αγκάθινο στεφάνι
καὶ τὸ πορφυροῦν ἱμάτιον, και το πορφυρό ιμάτιο.
6 καὶ λέγει αὐτοῖς· ἴδε ὁ 6 Και τους λέει ο Πιλάτος: «Ιδού ο
ἄνθρωπος. ὅτε οὖν εἶδον αὐτὸν οἱ άνθρωπος». Όταν λοιπόν τον
ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται, είδαν οι αρχιερείς και σι υπηρέτες
ἐκραύγασαν λέγοντες· του ναού, κραύγασαν λέγοντας:
σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν. «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον».
λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· λάβετε Τους λέει ο Πιλάτος: «Λάβετέ τον
αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε· ἐγὼ εσείς και σταυρώστε τον, γιατί
γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν. εγώ δεν βρίσκω σ’ αυτόν καμιά
αιτία κατηγορίας».
7 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ ᾿Ιουδαῖοι· 7 Αποκρίθηκαν σ’ αυτόν οι
ἡμεῖς νόμον ἔχομεν, καὶ κατὰ τὸν Ιουδαίοι: «Εμείς έχουμε νόμο και
νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν, κατά το νόμο οφείλει να πεθάνει,
ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν. γιατί έκανε τον εαυτό του Υιό
Θεού».
8 ῞Οτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτος 8 Όταν λοιπόν άκουσε ο Πιλάτος
τοῦτον τὸν λόγον, μᾶλλον αυτόν το λόγο, φοβήθηκε
ἐφοβήθη, περισσότερο,
9 καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ πραιτώριον 9 και εισήλθε στο πραιτόριο πάλι
πάλιν καὶ λέγει τῷ ᾿Ιησοῦ· πόθεν και λέει στον Ιησού: «Από πού
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΘ’
εἶ σύ; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ είσαι εσύ;» Αλλά ο Ιησούς δεν του
ἔδωκεν αὐτῷ. έδωσε απόκριση.
10 λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· ἐμοὶ 10 Λέει τότε σ’ αυτόν ο Πιλάτος:
οὐ λαλεῖς; οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν «Σ’ εμένα δε μιλάς; Δεν ξέρεις ότι
ἔχω σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν έχω εξουσία να σε απολύσω και
ἔχω ἀπολῦσαί σε; έχω εξουσία να σε σταυρώσω;»
11 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὐκ εἶχες 11 Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Δε
ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ' ἐμοῦ, εἰ θα είχες εξουσία κατεπάνω μου
μὴ ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν· διὰ καμιά, αν δε σου ήταν δοσμένο
τοῦτο ὁ παραδιδούς μέ σοι από επάνω. Γι’ αυτό εκείνος που
μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει. με παράδωσε σ’ εσένα έχει
μεγαλύτερη αμαρτία».
12 ἐκ τούτου ἐζήτει ὁ Πιλᾶτος 12 Γι’ αυτό που είπε, ο Πιλάτος
ἀπολῦσαι αὐτόν· οἱ δὲ ᾿Ιουδαῖοι ζητούσε να τον απολύσει. Αλλά
ἔκραζον λέγοντες· ἐὰν τοῦτον οι Ιουδαίοι κραύγασαν λέγοντας:
ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ «Αν τούτον απολύσεις, δεν είσαι
Καίσαρος. πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν φίλος του Καίσαρα. Καθένας που
ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι. κάνει τον εαυτό του βασιλιά
αντιτίθεται στον Καίσαρα».
13 ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τοῦτον 13 Ο Πιλάτος, λοιπόν, όταν
τὸν λόγον ἤγαγεν ἔξω τὸν άκουσε τα λόγια αυτά, έφερε έξω
᾿Ιησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ τον Ιησού και κάθισε πάνω σε
βήματος εἰς τόπον λεγόμενον βήμα, σ’ έναν τόπο που λέγεται
Λιθόστρωτον, ἑβραϊστὶ δὲ Λιθόστρωτο και στα εβραϊκά
Γαββαθᾶ· “Γαββαθά”.
14 ἦν δὲ παρασκευὴ τοῦ πάσχα, 14 Ήταν τότε παρασκευή του
ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη· καὶ λέγει τοῖς Πάσχα, η ώρα ήταν περίπου
᾿Ιουδαίοις· ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν. δώδεκα το μεσημέρι. Και λέει
στους Ιουδαίους: «Να ο βασιλιάς
σας».
15 οἱ δὲ ἐκραύγασαν· ἆρον ἆρον, 15 Κραύγασαν τότε εκείνοι:
σταύρωσον αὐτόν. λέγει αὐτοῖς ὁ «Αφάνισέ τον, αφάνισέ τον,
Πιλᾶτος· τὸν βασιλέα ὑμῶν σταύρωσέ τον». Τους λέει ο
σταυρώσω; ἀπεκρίθησαν οἱ Πιλάτος: «Το βασιλιά σας να
ἀρχιερεῖς· οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ σταυρώσω;» Αποκρίθηκαν οι
μὴ Καίσαρα. αρχιερείς: «Δεν έχουμε βασιλιά
παρά μόνο τον Καίσαρα».
16 τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν 16 Τότε, λοιπόν, τον παράδωσε σ’
αὐτοῖς ἵνα σταυρωθῇ. αυτούς για να σταυρωθεί.
Η σταύρωση του Ιησού
(Μτ 27,32-56. Μκ 15,21-41. Λκ 23,26-
49)
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΘ’
17 Παρέλαβον δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ 17 Παράλαβαν λοιπόν τον Ιησού,
ἤγαγον· καὶ βαστάζων τὸν και βαστάζοντας ο ίδιος το
σταυρὸν αὐτοῦ ἐξῆλθεν εἰς τὸν σταυρό, εξήλθε από την πόλη στο
λεγόμενον κρανίου τόπον, ὃς λεγόμενο “Κρανίου Τόπο”, που
λέγεται ἑβραϊστὶ Γολγοθᾶ, λέγεται εβραϊκά “Γολγοθά”,
18 ὅπου αὐτὸν ἐσταύρωσαν, καὶ 18 όπου τον σταύρωσαν, και μαζί
μετ' αὐτοῦ ἄλλους δύο ἐντεῦθεν του άλλους δύο, δώθε και κείθε,
καὶ ἐντεῦθεν, μέσον δὲ τὸν και στο μέσο τον Ιησού.
᾿Ιησοῦν.
19 ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾶτος 19 Ο Πιλάτος έγραψε τότε και μια
καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ· ἦν δὲ επιγραφή και την έθεσε πάνω
γεγραμμένον· ᾿Ιησοῦς ὁ στο σταυρό. Και ήταν γραμμένο:
Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν “Ιησούς ο Ναζωραίος, ο βασιλιάς
᾿Ιουδαίων. των Ιουδαίων”.
20 τοῦτον οὖν τὸν τίτλον πολλοὶ 20 Αυτή, λοιπόν, την επιγραφή
ἀνέγνωσαν τῶν ᾿Ιουδαίων, ὅτι διάβασαν πολλοί από τους
ἐγγὺς ἦν τῆς πόλεως ὁ τόπος Ιουδαίους, γιατί ήταν κοντά στην
ὅπου ἐσταυρώθη ὁ ᾿Ιησοῦς· καὶ πόλη ο τόπος όπου σταυρώθηκε
ἦν γεγραμμένον ῾Εβραϊστί, ο Ιησούς. Και ήταν γραμμένη
῾Ελληνιστί, Ρωμαϊστί. εβραϊκά, ρωμαϊκά, ελληνικά.
21 ἔλεγον οὖν τῷ Πιλάτῳ οἱ 21 Έλεγαν λοιπόν στον Πιλάτο οι
ἀρχιερεῖς τῶν ᾿Ιουδαίων· μὴ αρχιερείς των Ιουδαίων: «Να μη
γράφε, ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων, γράφεις, “Ο βασιλιάς των
ἀλλ' ὅτι ἐκεῖνος εἶπε, βασιλεύς Ιουδαίων”, αλλά ότι “Εκείνος
εἰμι τῶν ᾿Ιουδαίων. είπε: Βασιλιάς είμαι των
Ιουδαίων”».
22 ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· ὃ 22 Αποκρίθηκε ο Πιλάτος: «Ό,τι
γέγραφα, γέγραφα. έχω γράψει, έχω γράψει».
23 Οἱ οὖν στρατιῶται ὅτε 23 Οι στρατιώτες, λοιπόν, όταν
ἐσταύρωσαν τὸν ᾿Ιησοῦν, ἔλαβον σταύρωσαν τον Ιησού, έλαβαν τα
τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν ιμάτιά του και τα έκαναν
τέσσαρα μέρη, ἑκάστῳ τέσσερα μέρη, για κάθε
στρατιώτῃ μέρος, καὶ τὸν χιτῶνα· στρατιώτη ένα μέρος, και το
ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄρραφος, ἐκ τῶν χιτώνα. Και ήταν ο χιτώνας
ἄνωθεν ὑφαντὸς δι' ὅλου. χωρίς ραφή, από πάνω ως κάτω
24 εἶπον οὖν πρὸς ἀλλήλους· μὴ υφαντός ολόκληρος.
σχίσωμεν αὐτόν, ἀλλὰ λάχωμεν 24 Είπαν λοιπόν μεταξύ τους: «Ας
περὶ αὐτοῦ τίνος ἔσται· ἵνα ἡ μην τον σκίσουμε, αλλά ας
γραφὴ πληρωθῇ ἡ λέγουσα· ρίξουμε λαχνό γι’ αυτόν να δούμε
διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ποιανού θα είναι» – για να
ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν εκπληρωθεί η Γραφή που λέει:
μου ἔβαλον κλῆρον. Διαμοιράστηκαν τα ιμάτιά μου
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΘ’
μεταξύ τους και πάνω στον
ιματισμό μου έριζαν κλήρο.
Αφενός, λοιπόν, οι στρατιώτες
έκαναν αυτά.
25 Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται ταῦτα 25 Αφετέρου είχαν σταθεί κοντά
ἐποίησαν. εἱστήκεισαν δὲ παρὰ στο σταυρό του Ιησού η μητέρα
τῷ σταυρῷ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἡ μήτηρ του και η αδελφή της μητέρας
αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς του, η Μαρία η γυναίκα του
αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Κλωπά, και η Μαρία η
Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Μαγδαληνή.
26 ᾿Ιησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα 26 Ο Ιησούς, τότε, όταν είδε τη
καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν μητέρα του και το μαθητή που
ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ· αγαπούσε να έχει σταθεί εκεί
γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου. κοντά, λέει στη μητέρα του:
«Γυναίκα, να ο γιος σου».
27 εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ 27 Έπειτα λέει στο μαθητή: «Να η
μήτηρ σου. καὶ ἀπ' ἐκείνης τῆς μητέρα σου». Και από εκείνη την
ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς ώρα έλαβε αυτήν ο μαθητής στην
τὰ ἴδια. οικία του.
Ο θάνατος του Ιησού
(Μτ 19,48-50. Μκ 15,36-37. Λκ 23,46)
28 Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι 28 Μετά από αυτό, επειδή ήξερε ο
πάντα ἤδη τετέλεσται, ἵνα Ιησούς ότι ήδη όλα έχουν
τελειωθῇ ἡ γραφή, λέγει· διψῶ. τελεστεί, για να εκπληρωθεί η
Γραφή, λέει: «Διψώ».
29 σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους 29 Ένα σκεύος βρισκόταν εκεί
μεστόν· οἱ δὲ πλήσαντες σπόγγον γεμάτο ξίδι. Αφού, λοιπόν,
ὄξους καὶ ὑσσώπῳ περιθέντες έθεσαν ένα σφουγγάρι γεμάτο με
προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι. το ξίδι γύρω σ’ ένα κλαδί από
ύσσωπο, το πρόσφεραν στο
στόμα του.
30 ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ ᾿Ιησοῦς 30 Όταν τότε έλαβε το ξίδι, ο
εἶπε, τετέλεσται, καὶ κλίνας τὴν Ιησούς είπε: «Τετέλεσται». Και
κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα. αφού έγειρε το κεφάλι,
παράδωσε το πνεύμα.
Ένας στρατιώτης λογχίζει την
πλευρά του Ιησού
31 Οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ 31 Τότε οι Ιουδαίοι, επειδή ήταν
ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ ημέρα προπαρασκευής του
σαββάτῳ, ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν· ἦν Πάσχα, για να μη μείνουν πάνω
γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ στο σταυρό τα σώματα το
σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν Σάββατο, επειδή ήταν μεγάλη η
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΘ’
Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν ημέρα εκείνου του Σαββάτου,
τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν. παρακάλεσαν τον Πιλάτο να
τους σπάσουν τα σκέλη και να
τους πάρουν από εκεί.
32 ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ 32 Ήρθαν λοιπόν οι στρατιώτες,
τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ και αφενός του πρώτου έσπασαν
σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ τα σκέλη όπως και του άλλου που
συσταυρωθέντος αὐτῷ· σταυρώθηκε μαζί του.
33 ἐπὶ δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν ἐλθόντες ὡς 33 Στον Ιησού, όμως, όταν ήρθαν,
εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ μόλις είδαν ότι αυτός είχε ήδη
κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, πεθάνει, δεν έσπασαν τα σκέλη
του,
34 ἀλλ' εἷς τῶν στρατιωτῶν 34 αλλά ένας από τους
λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, στρατιώτες τρύπησε με λόγχη
καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ την πλευρά του, και εξήλθε ευθύς
ὕδωρ. αίμα και νερό.
35 καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, 35 Και εκείνος που το έχει δει έχει
καὶ ἀληθινὴ αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρήσει, και αληθινή είναι η
μαρτυρία, κἀκεῖνος οἶδεν ὅτι μαρτυρία του, και εκείνος ξέρει
ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς ότι λέει αληθινά πράγματα, για
πιστεύσητε. να πιστέψετε κι εσείς.
36 ἐγένετο γὰρ ταῦτα, ἵνα ἡ 36 Επειδή έγιναν αυτά, για να
γραφὴ πληρωθῇ, ὀστοῦν οὐ εκπληρωθεί η Γραφή: Οστό του
συντριβήσεται αὐτοῦ. δε θα συντριφτεί.
37 καὶ πάλιν ἑτέρα γραφὴ λέγει· 37 Και πάλι άλλο μέρος της
ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν. Γραφής λέει: Θα δουν αυτόν που
κέντησαν.
Η ταφή του Ιησού
(Μτ 27,57-61. Μκ 15,42-47. Λκ 23,50-
56)
38 Μετὰ δὲ ταῦτα ἠρώτησε τὸν 38 Και μετά από αυτά,
Πιλᾶτον ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ παρακάλεσε τον Πιλάτο ο Ιωσήφ
᾿Αριμαθαίας, ὢν μαθητὴς τοῦ που ήταν από την Αριμαθαία, ο
᾿Ιησοῦ, κεκρυμμένος δὲ διὰ τὸν οποίος ήταν μαθητής του Ιησού,
φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἵνα ἄρῃ τὸ αλλά κρυφός για το φόβο των
σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ· καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Ιουδαίων, να πάρει το σώμα του
Πιλᾶτος. ἦλθεν οὖν καὶ ἦρε τὸ Ιησού. Και το επέτρεψε ο Πιλάτος.
σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. Ήρθε, λοιπόν, και πήρε το σώμα
του.
39 ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος ὁ 39 Ήρθε τότε και ο Νικόδημος,
ἐλθὼν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν νυκτὸς που είχε έρθει προς αυτόν νύχτα
τὸ πρῶτον, φέρων μῖγμα την πρώτη φορά, και έφερε
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΙΘ’
σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας μείγμα από σμύρνα και αλόη
ἑκατόν. περίπου τριάντα πέντε κιλά.
40 ἔλαβον οὖν τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ 40 Έλαβαν, λοιπόν, το σώμα του
καὶ ἔδησαν αὐτὸ ἐν ὀθονίοις μετὰ Ιησού και το έδεσαν με
τῶν ἀρωμάτων, καθὼς ἔθος ἐστὶ επιδέσμους μαζί με τα αρώματα,
τοῖς ᾿Ιουδαίοις ἐνταφιάζειν. καθώς είναι έθιμο στους
Ιουδαίους να ενταφιάζουν.
41 ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου 41 Και υπήρχε κήπος στον τόπο
ἐσταυρώθη κῆπος, καὶ ἐν τῷ όπου σταυρώθηκε, και στον
κήπῳ μνημεῖον καινόν, ἐν ᾧ κήπο ήταν ένα καινούργιο
οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη· μνήμα μέσα στο οποίο ποτέ
κανείς δεν ήταν τοποθετημένος.
42 ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν 42 Εκεί λοιπόν έθεσαν τον Ιησού,
τῶν ᾿Ιουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ γιατί ήταν ημέρα
μνημεῖον, ἔθηκαν τὸν ᾿Ιησοῦν. προπαρασκευής του Πάσχα των
Ιουδαίων, επειδή το μνήμα ήταν
κοντά.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Κ’
Η Aνάσταση του Ιησού
(Μτ 28,1-10. Μκ 16,1-8. Λκ 24,1-12.)
1 Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία 1 Και την πρώτη ημέρα μετά το
ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωῒ Σάββατο η Μαρία η Μαγδαληνή
σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ έρχεται πρωί στο μνήμα, ενώ
μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ήταν ακόμα σκοτάδι, και βλέπει
ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου. το λίθο σηκωμένο από το μνήμα.
2 τρέχει οὖν καὶ ἔρχεται πρὸς 2 Τρέχει, λοιπόν, και έρχεται προς
Σίμωνα Πέτρον καὶ πρὸς τὸν το Σίμωνα Πέτρο και προς τον
ἄλλον μαθητὴν ὃν ἐφίλει ὁ άλλο μαθητή που αγαπούσε ο
᾿Ιησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· ἦραν Ιησούς, και τους λέει: «Πήραν τον
τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ Κύριο από το μνήμα και δεν
οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. ξέρουμε πού τον έθεσαν».
3 ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ 3 Εξήλθε τότε ο Πέτρος και ο
ἄλλος μαθητὴς καὶ ἤρχοντο εἰς άλλος μαθητής και έρχονταν στο
τὸ μνημεῖον. μνήμα.
4 ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ 4 Έτρεχαν, λοιπόν, και οι δυο
ἄλλος μαθητὴς προέδραμε μαζί. Αλλά ο άλλος μαθητής
τάχιον τοῦ Πέτρου καὶ ἦλθε έτρεξε μπροστά ταχύτερα από
πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, τον Πέτρο και ήρθε πρώτος στο
μνήμα
5 καὶ παρακύψας βλέπει κείμενα 5 και, αφού έσκυψε, βλέπει να
τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν. βρίσκονται κάτω οι επίδεσμοι,
δεν εισήλθε όμως.
6 ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος 6 Έρχεται τότε και ο Σίμωνας
ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν Πέτρος, που τον ακολουθούσε,
εἰς τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ τὰ και εισήλθε στο μνήμα. Και
ὀθόνια κείμενα, βλέπει τους επιδέσμους να
βρίσκονται κάτω,
7 καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς 7 και το μαντίλι, που ήταν πάνω
κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν στο κεφάλι του, να μη βρίσκεται
ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς κάτω μαζί με τους επιδέσμους,
ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον. αλλά χωριστά τυλιγμένο σ’ ένα
μέρος.
8 τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος 8 Τότε, λοιπόν, εισήλθε και ο
μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ άλλος μαθητής που ήρθε πρώτος
μνημεῖον, καὶ εἶδε καὶ στο μνήμα, και είδε και πίστεψε.
ἐπίστευσεν·
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Κ’
9 οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν 9 Γιατί δεν είχαν ακόμη
γραφὴν ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν καταλάβει τη Γραφή, ότι αυτός
ἀναστῆναι. πρέπει από τους νεκρούς να
10 ᾿Απῆλθον οὖν πάλιν πρὸς αναστηθεί.
ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί. 10 Έφυγαν τότε πάλι για την
οικία τους οι μαθητές.
Η εμφάνιση του Ιησού στη Μαρία
(Μκ 16,9-11)
11 Μαρία δὲ εἱστήκει πρὸς τῷ 11 Η Μαρία, όμως, είχε σταθεί
μνημείῳ κλαίουσα ἔξω. κοντά στο μνήμα, κλαίγοντας
έξω. Καθώς λοιπόν έκλαιγε,
έσκυψε κάτω στο μνήμα
12 ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς 12 και βλέπει δυο αγγέλους στα
τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ δύο λευκά καθισμένους, έναν προς το
ἀγγέλους ἐν λευκοῖς μέρος της κεφαλής και έναν προς
καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ το μέρος των ποδιών, όπου
κεφαλῇ καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, βρισκόταν ξαπλωμένο το σώμα
ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. του Ιησού.
13 καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι· 13 Τότε εκείνοι της λένε:
γύναι, τί κλαίεις; λέγει αὐτοῖς· ὅτι «Γυναίκα, τι κλαις;» Τους
ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ απαντά: «Πήραν τον Κύριό μου
οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. και δεν ξέρω πού τον έθεσαν».
14 καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς 14 Όταν είπε αυτά, στράφηκε
τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν ᾿Ιησοῦν προς τα πίσω και βλέπει τον
ἑστῶτα, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ᾿Ιησοῦς Ιησού να έχει σταθεί, αλλά δεν
ἐστι. κατάλαβε ότι είναι ο Ιησούς.
15 λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· γύναι, τί 15 Της λέει ο Ιησούς: «Γυναίκα, τι
κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη κλαις; Ποιον ζητάς;» Εκείνη,
δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρός ἐστι, επειδή νόμιζε ότι είναι ο
λέγει αὐτῷ· κύριε, εἰ σὺ κηπουρός, του λέει: «Κύριε, αν
ἐβάστασας αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ εσύ τον βάσταξες, πες μου πού
ἔθηκας αὐτόν, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ. τον έθεσες κι εγώ θα τον πάρω».
16 λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· Μαρία. 16 Λέει σ’ αυτήν ο Ιησούς:
στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ· «Μαριάμ!» Στράφηκε εκείνη και
ραββουνί, ὃ λέγεται, διδάσκαλε. του λέει εβραϊκά: «Ραββουνί!» που
λέγεται “Δάσκαλε”.
17 λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· μή μου 17 Της λέει ο Ιησούς: «Μη με
ἅπτου· οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα κρατάς, γιατί δεν έχω ανεβεί
πρὸς τὸν πατέρα μου· πορεύου δὲ ακόμα προς τον Πατέρα. Πήγαινε
πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ εἰπὲ όμως προς τους αδελφούς μου
αὐτοῖς· ἀναβαίνω πρὸς τὸν και πες τους: “Ανεβαίνω προς τον
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Κ’
πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Πατέρα μου και Πατέρα σας, και
Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν. Θεό μου και Θεό σας”».
18 ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ 18 Έρχεται η Μαρία η
ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι Μαγδαληνή και αναγγέλλει
ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα στους μαθητές: «Έχω δει τον
εἶπεν αὐτῇ. Κύριο!», και αυτά που της είπε.
Η εμφάνιση του Ιησού στους
μαθητές
(Μτ 28,16-20. Μκ 16,14-18. Λκ 24,36-
49)
19 Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ 19 Ενώ λοιπόν ήταν βράδυ την
ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ ημέρα εκείνη, την πρώτη μετά το
τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου Σάββατο, και ενώ οι θύρες ήταν
ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ κλεισμένες εκεί όπου ήταν οι
τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἦλθεν μαθητές για το φόβο των
ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, Ιουδαίων, ήρθε ο Ιησούς και
καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. στάθηκε στο μέσο και τους λέει:
«Ειρήνη σ’ εσάς».
20 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς 20 Και αφού είπε αυτό, έδειξε τα
τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν χέρια και την πλευρά του σ’
αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ αυτούς. Χάρηκαν τότε οι
ἰδόντες τὸν Κύριον. μαθητές, όταν είδαν τον Κύριο.
21 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς 21 Τους είπε λοιπόν πάλι ο
πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς Ιησούς: «Ειρήνη σ’ εσάς. καθώς
ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ με έχει αποστείλει ο Πατέρας κι
πέμπω ὑμᾶς. εγώ στέλνω εσάς».
22 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ 22 Και όταν είπε αυτό, φύσηξε
λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα πάνω τους και τους λέει: «Λάβετε
῞Αγιον· Πνεύμα Άγιο.
23 ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, 23 Αν σε κάποιους αφήσετε τις
ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων αμαρτίες, έχουν αφεθεί σ’ αυτούς,
κρατῆτε, κεκράτηνται. αν σε κάποιους τις κρατάτε,
έχουν κρατηθεί».
Ο Ιησούς και ο Θωμάς
24 Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ 24 Ο Θωμάς, όμως, ένας από τους
λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' δώδεκα, ο λεγόμενος, “Δίδυμος”,
αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς. δεν ήταν μαζί τους όταν ήρθε ο
Ιησούς.
25 ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι 25 Του έλεγαν λοιπόν οι άλλοι
μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. μαθητές: «Έχουμε δει τον Κύριο!»
ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν Εκείνος τους είπε: «Αν δε δω στα
ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν χέρια του το σημάδι των
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. Κ’
ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν καρφιών και δε βάλω το δάχτυλό
μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ μου στο σημάδι των καρφιών και
βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν δε βάλω το χέρι μου στην πλευρά
πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. του, δε θα πιστέψω».
26 Καὶ μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν 26 Και μετά από οχτώ ημέρες
ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ ήταν πάλι μέσα οι μαθητές του
Θωμᾶς μετ' αὐτῶν. ἔρχεται ὁ και ο Θωμάς μαζί τους. Έρχεται ο
᾿Ιησοῦς τῶν θυρῶν Ιησούς, ενώ ήταν οι θύρες
κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ κλεισμένες, και στάθηκε στο
μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. μέσο και είπε: «Ειρήνη σ’ εσάς».
27 εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν 27 Έπειτα λέει στο Θωμά: «Φέρε
δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς το δάχτυλό σου εδώ και δες τα
χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά χέρια μου, και φέρε το χέρι σου
σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν και βάλε το στην πλευρά μου, και
μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ μη γίνεσαι άπιστος αλλά
πιστός. πιστός».
28 καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν 28 Αποκρίθηκε ο Θωμάς και του
αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός είπε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός
μου. μου!»
29 λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅτι 29 Του λέει ο Ιησούς: «Επειδή με
ἑώρακάς με, πεπίστευκας· έχεις δει, έχεις πιστέψει;
μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ Μακάριοι όσοι δε με είδαν και
πιστεύσαντες. όμως πίστεψαν».
Ο σκοπός της γραφής του
Ευαγγελίου
30 Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα 30 Βέβαια, και άλλα πολλά
σημεῖα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς θαυματουργικά σημεία έκανε ο
ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ Ιησούς μπροστά στους μαθητές
οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ του, που δεν είναι γραμμένα στο
βιβλίῳ τούτῳ· βιβλίο τούτο.
31 ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα 31 Αυτά όμως έχουν γραφτεί, για
πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ να πιστέψετε ότι ο Ιησούς είναι ο
Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα Χριστός, ο Υιός του Θεού, και
πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ πιστεύοντας να έχετε ζωή στο
ὀνόματι αὐτοῦ. όνομά του.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΚΑ’
Η εμφάνιση του Ιησού σε εφτά
μαθητές.
1 Μετὰ ταῦτα ἐφανέρωσεν 1 Μετά από αυτά, φανέρωσε τον
ἑαυτὸν πάλιν ὁ ᾿Ιησοῦς τοῖς εαυτό του πάλι ο Ιησούς στους
μαθηταῖς ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς μαθητές κοντά στη λίμνη της
Τιβεριάδος· ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. Τιβεριάδας. Και τον φανέρωσε
έτσι:
2 ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ 2 Ήταν μαζί ο Σίμωνας Πέτρος
Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ και ο Θωμάς ο λεγόμενος
Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς “Δίδυμος” και ο Ναθαναήλ που
Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, ήταν από την Κανά της
καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ Γαλιλαίας και οι γιοι του
δύο. Ζεβεδαίου και άλλοι δύο από
τους μαθητές του.
3 λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος· 3 Λέει σ’ αυτούς ο Σίμωνας
ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ· Πέτρος: «Πηγαίνω να ψαρέψω».
ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. Του λένε: «Ερχόμαστε κι εμείς
ἐξῆλθον καὶ ἐνέβησαν εἰς τὸ μαζί σου». Εξήλθαν και μπήκαν
πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ στο πλοίο, αλλά εκείνη τη νύχτα
νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. δεν έπιασαν τίποτα.
4 πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη 4 Όταν, λοιπόν, ήδη είχε γίνει
ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν· οὐ πρωί, στάθηκε ο Ιησούς στο
μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι γιαλό. όμως δεν ήξεραν οι
᾿Ιησοῦς ἐστι. μαθητές ότι είναι ο Ιησούς.
5 λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· 5 Τους λέει λοιπόν ο Ιησούς:
παιδία, μή τι προσφάγιον ἔχετε; «Παιδιά, μήπως έχετε κανένα
ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· οὔ. προσφάγι;» Του αποκρίθηκαν:
«Όχι».
6 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· βάλετε εἰς τὰ 6 Εκείνος είπε σ’ αυτούς: «Ρίξτε
δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, στο δεξί μέρος του πλοίου το
καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ δίχτυ και θα βρείτε». Το έριξαν,
οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν λοιπόν, και δεν μπορούσαν πια
ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. να το τραβήξουν από το πλήθος
των ψαριών.
7 λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, ὃν 7 Εκείνος ο μαθητής που
ἠγάπα ὁ ᾿Ιησοῦς, τῷ Πέτρῳ· ὁ αγαπούσε ο Ιησούς λέει τότε στον
Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος Πέτρο: «Ο Κύριος είναι!» Τότε ο
ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι, τὸν Σίμωνας Πέτρος, όταν άκουσε ότι
ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ ο Κύριος είναι, ζώστηκε γύρω του
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΚΑ’
γυμνός· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν τον επενδύτη, γιατί ήταν γυμνός,
θάλασσαν· και ρίχτηκε στη λίμνη.
8 οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ 8 Και οι άλλοι μαθητές ήρθαν με
πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν το πλοιάριο, γιατί δεν ήταν
μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ' ὡς ἀπὸ μακριά από την ξηρά, αλλά
πηχῶν διακοσίων, σύροντες τὸ απείχαν περίπου εκατό μέτρα,
δίκτυον τῶν ἰχθύων. σέρνοντας το δίχτυ με τα ψάρια.
9 ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, 9 Μόλις λοιπόν αποβιβάστηκαν
βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην στην ξηρά, βλέπουν να βρίσκεται
καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον καὶ κάτω ανθρακιά και πάνω της να
ἄρτον. βρίσκεται ψάρι, και άρτος.
10 λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· 10 Λέει σ’ αυτούς ο Ιησούς:
ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν «Φέρτε από τα ψάρια που
ἐπιάσατε νῦν. πιάσατε τώρα».
11 ἀνέβη Σίμων Πέτρος καὶ 11 Ανέβηκε τότε ο Σίμωνας
εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, Πέτρος και τράβηξε το δίχτυ στη
μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν γη γεμάτο από εκατόν πενήντα
πεντήκοντα τριῶν· καὶ τοσούτων τρία μεγάλα ψάρια. Και ενώ ήταν
ὄντων οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. τόσο πολλά, δε σκίστηκε το
δίχτυ.
12 λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· δεῦτε 12 Τους λέει ο Ιησούς: «Ελάτε να
ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα προγευματίσετε». Κανείς όμως
τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτὸν σὺ δεν τολμούσε από τους μαθητές
τίς εἶ, εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. να τον εξετάσει ρωτώντας: «Εσύ
ποιος είσαι;» Γιατί ήξεραν ότι
είναι ο Κύριος.
13 ἔρχεται οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ 13 Έρχεται ο Ιησούς και λαβαίνει
λαμβάνει τὸν ἄρτον καὶ δίδωσιν τον άρτο και τους τον δίνει, και το
αὐτοῖς καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. ψάρι ομοίως.
14 Τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ 14 Αυτή ήταν ήδη η τρίτη φορά
᾿Ιησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ που φανερώθηκε ο Ιησούς στους
ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν. μαθητές του, όταν εγέρθηκε από
τους νεκρούς.
Ο Ιησούς και ο Πέτρος
15 ῞Οτε οὖν ἠρίστησαν, λέγει τῷ 15 Όταν λοιπόν προγευμάτισαν,
Σίμωνι Πέτρῳ ὁ ᾿Ιησοῦς· Σίμων λέει ο Ιησούς στο Σίμωνα Πέτρο:
᾿Ιωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων; «Σίμωνα, γιε του Ιωάννη, με
λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ οἶδας αγαπάς περισσότερο από
ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ· βόσκε τὰ αυτούς;» Του απαντά: «Ναι,
ἀρνία μου. Κύριε, εσύ ξέρεις ότι είμαι φίλος
σου». Του λέει: «Βόσκε τα αρνιά
μου».
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΚΑ’
16 λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον· 16 Λέει σ’ αυτόν πάλι, για δεύτερη
Σίμων ᾿Ιωνᾶ, ἀγαπᾷς με; λέγει φορά: «Σίμωνα, γιε του Ιωάννη,
αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι με αγαπάς;» Του απαντά: «Ναι,
φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ· ποίμαινε τὰ Κύριε, εσύ ξέρεις ότι είμαι φίλος
πρόβατά μου. σου». Του λέει: «Ποίμαινε τα
πρόβατά μου».
17 λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον· Σίμων 17 Λέει σ’ αυτόν για τρίτη φορά:
᾿Ιωνᾶ, φιλεῖς με; ἐλυπήθη ὁ «Σίμωνα, γιε του Ιωάννη, είσαι
Πέτρος ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον, φίλος μου;» Λυπήθηκε ο Πέτρος,
φιλεῖς με, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, επειδή του είπε για τρίτη φορά:
σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι «Είσαι φίλος μου;» Και του
φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· απαντά: «Κύριε, τα πάντα εσύ
βόσκε τὰ πρόβατά μου. ξέρεις, εσύ γνωρίζεις ότι είμαι
φίλος σου». Λέει σ’ αυτόν ο
Ιησούς: «Βόσκε τα πρόβατά μου.
18 ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ὅτε ἦς 18 Αλήθεια, αλήθεια σου λέω,
νεώτερος, ἐζώννυες σεαυτὸν καὶ όταν ήσουν νεότερος, έζωνες τον
περιεπάτεις ὅπου ἤθελες· ὅταν δὲ εαυτό σου και περπατούσες όπου
γηράσῃς, ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς ήθελες. Όταν όμως γεράσεις, θα
σου, καὶ ἄλλος σε ζώσει, καὶ οἴσει εκτείνεις τα χέρια σου και άλλος
ὅπου οὐ θέλεις. θα σε ζώσει και θα σε φέρει εκεί
όπου δε θέλεις».
19 τοῦτο δὲ εἶπε σημαίνων ποίῳ 19 Και αυτό το είπε, για να δώσει
θανάτῳ δοξάσει τὸν Θεόν. καὶ σημάδι με ποιο θάνατο θα
τοῦτο εἰπὼν λέγει αὐτῷ· δοξάσει ο Πέτρος το Θεό. Και
ἀκολούθει μοι. αφού είπε αυτό, του λέει:
«Ακολούθα με».
Ο Ιησούς και ο αγαπημένος του
μαθητής
20 ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ Πέτρος βλέπει 20 Στράφηκε πίσω ο Πέτρος και
τὸν μαθητὴν ὃν ἠγάπα ὁ ᾿Ιησοῦς βλέπει το μαθητή που αγαπούσε
ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν ο Ιησούς να ακολουθεί, ο οποίος
ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ και έπεσε, κατά το δείπνο πάνω
καὶ εἶπε· Κύριε, τίς ἐστιν ὁ στο στήθος του και είπε: «Κύριε,
παραδιδούς σε; ποιος είναι αυτός που θα σε
παραδώσει;»
21 τοῦτον ἰδὼν ὁ Πέτρος λέγει τῷ 21 Αυτόν, λοιπόν, όταν τον είδε ο
᾿Ιησοῦ· Κύριε, οὗτος δὲ τί; Πέτρος, λέει στον Ιησού: «Κύριε,
και σ’ αυτόν τι θα συμβεί;»
22 λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐὰν 22 Του απαντά ο Ιησούς: «Αν
αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί θέλω αυτός να μένει ωσότου
πρὸς σέ; σὺ ἀκολούθει μοι.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. ΚΑ’
έρθω, τι σε νοιάζει; Εσύ ακολούθα
με».
23 ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς 23 Εξήλθε λοιπόν αυτή η φήμη
τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ὁ μαθητὴς στους αδελφούς, ότι εκείνος ο
ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει· καὶ οὐκ μαθητής δεν πεθαίνει. Δεν είπε
εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι οὐκ όμως σ’ αυτόν ο Ιησούς ότι δεν
ἀποθνήσκει, ἀλλ' ἐὰν αὐτὸν θέλω πεθαίνει, αλλά: «Αν θέλω αυτός
μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ; να μένει ωσότου έρθω, τι σε
νοιάζει;»
24 Οὗτός ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ 24 Αυτός είναι ο μαθητής που
μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ μαρτυρεί γι’ αυτά και τα έγραψε,
γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι και ξέρουμε ότι είναι αληθινή η
ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ. μαρτυρία του.
25 ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα 25 Αλλά υπάρχουν και άλλα
ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἅτινα ἐὰν πολλά που έκανε ο Ιησούς, τα
γράφηται καθ' ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οποία αν γράφονταν καθένα,
οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ νομίζω ότι ούτε αυτός ο κόσμος
γραφόμενα βιβλία. ἀμήν. δε θα χωρούσε τα γραφόμενα
βιβλία.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Α’
Η υπόσχεση του Ιησού ότι θα
στείλει το Άγιο Πνεύμα
1 Τὸν μὲν πρῶτον λόγον 1 Το πρώτο βέβαια διήγημα
ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ έκανα για όλα, ω Θεόφιλε, αυτά
Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς που άρχισε ο Ιησούς να κάνει και
ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν να διδάσκει,
2 ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος 2 μέχρι την ημέρα που έδωσε
τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος εντολή στους αποστόλους, τους
῾Αγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· οποίους εξέλεξε μέσω του
Πνεύματος του Αγίου, και
αναλήφθηκε.
3 οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν 3 Στους οποίους και παρουσίασε
ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν τον εαυτό του ζωντανό μετά το
πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν πάθος του με πολλά τεκμήρια,
τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος ενώ φαινόταν για σαράντα
αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς ημέρες σ’ αυτούς και έλεγε τα
βασιλείας τοῦ Θεοῦ. σχετικά για τη βασιλεία του
Θεού.
4 καὶ συναλιζόμενος 4 Και ενώ συναθροιζόταν μαζί
παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ τους, παράγγειλε σ’ αυτούς να
῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, μην αποχωρούν από τα
ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένουν
τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· την υπόσχεση του Πατέρα «που
ακούσατε από εμένα,
5 ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισεν 5 ότι αφενός ο Ιωάννης βάφτισε
ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν σε νερό, αφετέρου εσείς θα
Πνεύματι ῾Αγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς βαφτιστείτε μέσα σε Πνεύμα
ταύτας ἡμέρας. Άγιο όχι πολλές ημέρες μετά από
αυτές».
Η Ανάληψη του Ιησού
6 Οἱ μὲν οὖν συνελθόντες 6 Αυτοί, λοιπόν, όταν
ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, συγκεντρώθηκαν, τον ρωτούσαν
εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ λέγοντας: «Κύριε, μήπως κατά
ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τον καιρό αυτόν θα
τῷ ᾿Ισραήλ; αποκαταστήσεις τη βασιλεία
στον Ισραήλ;»
7 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν 7 Είπε τότε προς αυτούς: «Δεν
ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς ανήκει σ’ εσάς να γνωρίσετε
οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ χρόνους ή καιρούς που ο
ἐξουσίᾳ,
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Α’
Πατέρας έθεσε στη δική του
εξουσία,
8 ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν 8 αλλά θα λάβετε δύναμη, όταν
ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου έρθει το Άγιο Πνεύμα πάνω σας,
Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ και θα μου είστε μάρτυρες μέσα
μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ στην Ιερουσαλήμ και μέσα σε
καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ όλη την Ιουδαία και τη Σαμάρεια
Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς και ως τα έσχατα της γης».
γῆς.
9 καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων 9 Και όταν είπε αυτά, ενώ αυτοί
αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη έβλεπαν, ανυψώθηκε και μια
ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν νεφέλη τον πήρε από κάτω,
ὀφθαλμῶν αὐτῶν. μακριά από τα μάτια τους.
10 καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς 10 Και καθώς ατένιζαν συνεχώς
τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, στον ουρανό, ενώ αυτός
καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο πορευόταν, τότε ιδού, δύο άντρες
παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι είχαν σταθεί κοντά τους με
λευκῇ, ενδυμασίες λευκές,
11 οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, 11 οι οποίοι και τους είπαν:
τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν «Άντρες Γαλιλαίοι, τι έχετε σταθεί
οὐρανόν; οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ βλέποντας μέσα στον ουρανό;
ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν Αυτός ο Ιησούς, που αναλήφτηκε
οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν από εσάς στον ουρανό, έτσι θα
τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν έρθει, με αυτόν τον τρόπο που τον
πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν. είδατε να πορεύεται στον
ουρανό».
Η εκλογή του διαδόχου του Ιούδα
12 Τότε ὑπέστρεψαν εἰς 12 Τότε επέστρεψαν στην
῾Ιερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ Ιερουσαλήμ από το όρος που
καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἔστιν καλείται Ελαιώνας, που είναι
ἐγγὺς ῾Ιερουσαλήμ, σαββάτου κοντά στην Ιερουσαλήμ
ἔχον ὁδόν. απέχοντας οδό Σαββάτου.
13 καὶ ὅτε εἰσῆλθον, ἀνέβησαν εἰς 13 Και όταν εισήλθαν, ανέβηκαν
τὸ ὑπερῷον οὗ ἦσαν στο υπερώο όπου παράμεναν
καταμένοντες, ὅ τε Πέτρος καὶ συνεχώς, ο Πέτρος και ο Ιωάννης
᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης καὶ και ο Ιάκωβος και ο Ανδρέας, ο
᾿Ανδρέας, Φίλιππος καὶ Θωμᾶς, Φίλιππος και ο Θωμάς, ο
Βαρθολομαῖος καὶ Ματθαῖος, Βαρθολομαίος και ο Ματθαίος, ο
᾿Ιάκωβος ᾿Αλφαίου καὶ Σίμων ὁ Ιάκωβος ο γιος του Αλφαίου και
Ζηλωτὴς καὶ ᾿Ιούδας ᾿Ιακώβου. ο Σίμωνας ο Ζηλωτής και ο
Ιούδας ο γιος του Ιακώβου.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Α’
14 οὗτοι πάντες ἦσαν 14 Αυτοί όλοι συνεχώς επέμεναν
προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν καρτερικά και ομόψυχα στην
τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν προσευχή μαζί με μερικές
γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ γυναίκες και με τη Μαριάμ, τη
᾿Ιησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς μητέρα του Ιησού, και με τους
αὐτοῦ. αδελφούς του.
15 Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις 15 Και κατά τις ημέρες αυτές
ἀναστὰς Πέτρος ἐν μέσῳ τῶν σηκώθηκε ο Πέτρος στο μέσο
μαθητῶν εἶπεν· ἦν τε ὄχλος των αδελφών και είπε – ήταν ένα
ὀνομάτων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὡς ἑκατὸν πλήθος περίπου εκατόν είκοσι
εἴκοσιν· ατόμων στο ίδιο μέρος:
16 ἄνδρες ἀδελφοί, ἔδει 16 «Άντρες αδελφοί, έπρεπε να
πληρωθῆναι τὴν γραφὴν ταύτην εκπληρωθεί η Γραφή που
ἣν προεῖπε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον προείπε το Πνεύμα το Άγιο μέσω
διὰ στόματος Δαυῒδ περὶ ᾿Ιούδα του στόματος του Δαβίδ για τον
τοῦ γενομένου ὁδηγοῦ τοῖς Ιούδα, που έγινε οδηγός σ’
συλλαβοῦσι τὸν ᾿Ιησοῦν, αυτούς που συνέλαβαν τον
Ιησού,
17 ὅτι κατηριθμημένος ἦν σὺν 17 γιατί ήταν καταριθμημένος
ἡμῖν καὶ ἔλαχε τὸν κλῆρον τῆς μεταξύ μας και έλαχε τον κλήρο
διακονίας ταύτης. αυτής της διακονίας.
18 οὗτος μὲν οὖν ἐκτήσατο 18 Αυτός πράγματι, λοιπόν,
χωρίον ἐκ μισθοῦ τῆς ἀδικίας, απόχτησε χωράφι από το μισθό
καὶ πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησε της αδικίας και, αφού έπεσε
μέσος, καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ μπρούμυτα, έσκασε στη μέση και
σπλάγχνα αὐτοῦ· ξεχύθηκαν όλα τα σπλάχνα του.
19 καὶ γνωστὸν ἐγένετο πᾶσι τοῖς 19 Και γνωστό έγινε σε όλους όσοι
κατοικοῦσιν ῾Ιερουσαλήμ, ὥστε κατοικούν στην Ιερουσαλήμ,
κληθῆναι τὸ χωρίον ἐκεῖνο τῇ ώστε να κληθεί το χωράφι εκείνο
ἰδίᾳ διαλέκτῳ αὐτῶν ᾿Ακελδαμᾶ, στη δική τους διάλεκτο
τουτέστι χωρίον αἵματος. “Ακελδαμάχ”, τουτέστι “Χωράφι
Αίματος”.
20 γέγραπται γὰρ ἐν βίβλῳ 20 Γιατί είναι γραμμένο στο
ψαλμῶν· γενηθήτω ἡ ἔπαυλις βιβλίο των Ψαλμών: Ας γίνει η
αὐτοῦ ἔρημος καὶ μὴ ἔστω ὁ έπαυλή του έρημη και ας μην
κατοικῶν ἐν αὐτῇ· καὶ τὴν υπάρχει αυτός που κατοικεί σ’
ἐπισκοπὴν αὐτοῦ λάβοι ἕτερος. αυτήν, και: Την επισκοπή του ας
τη λάβει άλλος.
21 δεῖ οὖν τῶν συνελθόντων ἡμῖν 21 Πρέπει, λοιπόν, από τους
ἀνδρῶν ἐν παντὶ χρόνῳ ἐν ᾧ άντρες που μας συνόδεψαν
εἰσῆλθεν καὶ ἐξῆλθεν ἐφ᾿ ἡμᾶς ὁ καθόλο το χρόνο που εισήλθε και
Κύριος ᾿Ιησοῦς, εξήλθε μ’ εμάς ο Κύριος Ιησούς,
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Α’
22 ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ 22 όταν άρχισε από το βάφτισμα
βαπτίσματος ᾿Ιωάννου ἕως τῆς του Ιωάννη ως την ημέρα που
ἡμέρας ἧς ἀνελήφθη ἀφ᾿ ἡμῶν, αναλήφτηκε από εμάς, ένας από
μάρτυρα τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ αυτούς να γίνει μαζί μας
γενέσθαι σὺν ἡμῖν ἕνα τούτων. μάρτυρας της ανάστασής του».
23 Καὶ ἔστησαν δύο, ᾿Ιωσὴφ τὸν 23 Και έστησαν δύο για να
καλούμενον Βαρσαββᾶν, ὃς διαλέξουν: τον Ιωσήφ που
ἐπεκλήθη ᾿Ιοῦστος, καὶ Ματθίαν, καλείται Βαρσαβάς, ο οποίος
επικλήθηκε Ιούστος, και το
Ματθία.
24 καὶ προσευξάμενοι εἶπον· σὺ 24 Και αφού προσευχήθηκαν,
Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, είπαν: «Εσύ Κύριε, καρδιογνώστη
ἀνάδειξον ὃν ἐξελέξω ἐκ τούτων όλων, ανάδειξε αυτόν που
τῶν δύο ἕνα, εξέλεξες, έναν από τούτους τους
δύο,
25 λαβεῖν τὸν κλῆρον τῆς 25 για να λάβει τη θέση αυτής της
διακονίας ταύτης καὶ διακονίας και της αποστολής
ἀποστολῆς, ἐξ ἧς παρέβη ᾿Ιούδας από την οποία παραιτήθηκε ο
πορευθῆναι εἰς τὸν τόπον τὸν Ιούδας, για να πορευτεί στη θέση
ἴδιον. τη δική του».
26 καὶ ἔδωκαν κλήρους αὐτῶν, 26 Και έδωσαν κλήρους γι’
καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπὶ Ματθίαν, αυτούς και έπεσε ο κλήρος στο
καὶ συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν Ματθία και συγκαταριθμήθηκε
ἕνδεκα ἀποστόλων. μαζί με τους έντεκα αποστόλους.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Β’
Η Πεντηκοστή- Η δωρεά του Αγίου
Πνεύματος
1 Καὶ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν 1 Και καθώς συμπληρωνόταν η
ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ημέρα της Πεντηκοστής, ήταν
ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. όλοι μαζί στο ίδιο μέρος.
2 καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ 2 Και έγινε ξαφνικά από τον
οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης ουρανό ήχος όπως ακριβώς φυσά
πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν βίαιος άνεμος και γέμισε όλο τον
ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν οίκο όπου κάθονταν.
καθήμενοι·
3 καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς 3 Και φάνηκαν να διαμερίζονται
διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ σ’ αυτούς γλώσσες σαν φωτιάς
πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα και κάθισε καθεμιά πάνω σε
ἕκαστον αὐτῶν, καθέναν ξεχωριστά από αυτούς,
4 καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες 4 και γέμισαν όλοι Πνεύμα Άγιο
Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ ἤρξαντο και άρχισαν να λαλούν άλλες
λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς γλώσσες καθώς το Πνεύμα τούς
τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς έδινε να εκφράζονται.
ἀποφθέγγεσθαι.
5 ῏Ησαν δὲ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ 5 Τότε στην Ιερουσαλήμ
κατοικοῦντες ᾿Ιουδαῖοι, ἄνδρες κατοικούσαν συνεχώς Ιουδαίοι,
εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν άντρες ευλαβείς από κάθε έθνος
ὑπὸ τὸν οὐρανόν· που είναι κάτω από τον ουρανό.
6 γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης 6 Όταν έγινε λοιπόν η βοή αυτή,
συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συγκεντρώθηκε το πλήθος και
συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος κυριεύτηκε από σύγχυση, γιατί
τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων άκουγαν καθένας ξεχωριστά στη
αὐτῶν. δική του διάλεκτο να μιλούν
αυτοί.
7 ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ 7 Έμεναν λοιπόν εκστατικοί και
ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς θαύμαζαν, λέγοντας: «Ιδού, όλοι
ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί αυτοί που μιλούν δεν είναι
εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; Γαλιλαίοι;
8 καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν 8 Και πώς εμείς τους ακούμε,
ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν καθένας στη δική μας διάλεκτο,
ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, στην οποία γεννηθήκαμε;
9 Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ 9 Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίτες
᾿Ελαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες και όσοι κατοικούν στη
τὴν Μεσοποταμίαν, ᾿Ιουδαίαν τε Μεσοποταμία, στην Ιουδαία και
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Β’
καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ στην Καππαδοκία, στον Πόντο
τὴν ᾿Ασίαν, και στην επαρχία της Ασίας,
10 Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, 10 στη Φρυγία και στην
Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης Παμφυλία, στην Αίγυπτο και στα
τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ μέρη της Λιβύης που είναι κοντά
ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, ᾿Ιουδαῖοί στην Κυρήνη, και όσοι Ρωμαίοι
τε καὶ προσήλυτοι, παρεπιδημούν,
11 Κρῆτες καὶ ῎Αραβες, ἀκούομεν 11 Ιουδαίοι και προσήλυτοι,
λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις Κρητικοί και Άραβες, ακούμε να
γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ; μιλούν αυτοί στις δικές μας
γλώσσες τα μεγαλεία του Θεού».
12 ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ 12 Έμεναν λοιπόν εκστατικοί
διηπόρουν, ἄλλος πρὸς ἄλλον όλοι και απορούσαν, λέγοντας ο
λέγοντες· τί ἂν θέλοι τοῦτο εἶναι; ένας προς τον άλλο: «Τι θέλει να
σημαίνει αυτό;»
13 ἕτεροι δὲ χλευάζοντες ἔλεγον 13 Άλλοι όμως χλευάζοντας πολύ,
ὅτι γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσί. έλεγαν: «Είναι γεμάτοι γλεύκος».
Το κήρυγμα του Πέτρου κατά την
Πεντηκοστή
14 Σταθεὶς δὲ Πέτρος σὺν τοῖς 14 Στάθηκε τότε ο Πέτρος μαζί με
ἕνδεκα ἐπῆρε τὴν φωνὴν αὐτοῦ τους έντεκα, ύψωσε τη φωνή του
καὶ ἀπεφθέγξατο αὐτοῖς· ἄνδρες και απευθύνθηκε σ’ αυτούς:
᾿Ιουδαῖοι καὶ οἱ κατοικοῦντες «Άντρες Ιουδαίοι και όλοι όσοι
῾Ιερουσαλὴμ ἅπαντες, τοῦτο ὑμῖν κατοικείτε στην Ιερουσαλήμ, ας
γνωστὸν ἔστω καὶ ἐνωτίσασθε τὰ είναι γνωστό αυτό σ’ εσάς και
ρήματά μου. βάλτε στ’ αυτιά σας τα λόγια μου.
15 οὐ γάρ, ὡς ὑμεῖς 15 Γιατί αυτοί δεν είναι
ὑπολαμβάνετε, οὗτοι μεθύουσιν· μεθυσμένοι όπως εσείς νομίζετε,
ἔστι γὰρ ὥρα τρίτη τῆς ἡμέρας· επειδή είναι εννιά η ώρα το πρωί,
16 ἀλλὰ τοῦτό ἐστι τὸ εἰρημένον 16 αλλά αυτό είναι εκείνο που έχει
διὰ τοῦ προφήτου ᾿Ιωήλ· ειπωθεί μέσω του προφήτη Ιωήλ:
17 καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις 17 Και θα γίνει στις έσχατες
ἡμέραις, λέγει ὁ Θεός, ἐκχεῶ ἀπὸ ημέρες, λέει ο Θεός, θα εκχύσω
τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν από το Πνεύμα μου πάνω σε κάθε
σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ σάρκα, και θα προφητέψουν οι
υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, γιοι σας και οι θυγατέρες σας και
καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις οι νεαροί σας θα δουν οράματα
ὄψονται καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν και οι πρεσβύτεροί σας στην
ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται· ηλικία θα δουν όνειρα.
18 καί γε ἐπὶ τοὺς δούλους μου 18 Και βέβαια πάνω στους
καὶ ἐπὶ τὰς δούλας μου ἐν ταῖς δούλους μου και στις δούλες μου
ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ τις ημέρες εκείνες θα εκχύσω από
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Β’
πνεύματός μου, καὶ το Πνεύμα μου, και θα
προφητεύσουσι. προφητέψουν.
19 καὶ δώσω τέρατα ἐν τῷ 19 Και θα δώσω τέρατα στον
οὐρανῷ ἄνω καὶ σημεῖα ἐπὶ τῆς ουρανό πάνω, και σημεία στη γη
γῆς κάτω, αἷμα καὶ πῦρ καὶ κάτω, αίμα και φωτιά και στήλη
ἀτμίδα καπνοῦ· καπνού.
20 ὁ ἥλιος μεταστραφήσεται εἰς 20 Ο ήλιος θα μεταβληθεί σε
σκότος καὶ ἡ σελήνη εἰς αἷμα σκοτάδι και η σελήνη σε αίμα,
πρὶν ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου πριν έρθει η ημέρα του Κυρίου η
τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ. μεγάλη και επιφανής.
21 καὶ ἔσται πᾶς ὃς ἂν 21 Και θα συμβεί καθένας που
ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου
σωθήσεται. να σωθεί.
22 ῎Ανδρες ᾿Ισραηλῖται, ἀκούσατε 22 Άντρες Ισραηλίτες, ακούστε τα
τοὺς λόγους τούτους. ᾿Ιησοῦν τὸν λόγια αυτά: Τον Ιησού το
Ναζωραῖον, ἄνδρα ἀπὸ τοῦ Θεοῦ Ναζωραίο, άντρα που είχε
ἀποδεδειγμένον εἰς ὑμᾶς αποδειχτεί σταλμένος από το Θεό
δυνάμεσι καὶ τέρασι καὶ σημείοις σ’ εσάς με δυνάμεις και με τέρατα
οἷς ἐποίησε δι᾿ αὐτοῦ ὁ Θεὸς ἐν και με σημεία που έκανε μέσω
μέσῳ ὑμῶν, καθὼς καὶ αὐτοὶ αυτού ο Θεός στο μέσο σας
οἴδατε, καθώς οι ίδιοι ξέρετε,
23 τοῦτον τῇ ὡρισμένῃ βουλῇ καὶ 23 τούτον, ο οποίος σύμφωνα με
προγνώσει τοῦ Θεοῦ ἔκδοτον την ορισμένη βουλή και
λαβόντες, διὰ χειρῶν ἀνόμων πρόγνωση του Θεού σάς
προσπήξαντες ἀνείλετε· παραδόθηκε, και με χέρια άνομα
καρφώσατε και σκοτώσατε,
24 ὃν ὁ Θεὸς ἀνέστησε λύσας τὰς 24 αυτόν ο Θεός ανάστησε, αφού
ὠδῖνας τοῦ θανάτου, καθότι οὐκ του έλυσε τις ωδίνες του θανάτου,
ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι αὐτὸν ὑπ᾿ καθότι δεν ήταν δυνατό να
αὐτοῦ. κρατείται από αυτόν.
25 Δαυῒδ γὰρ λέγει εἰς αὐτόν· 25 Γιατί ο Δαβίδ λέει γι’ αυτόν:
προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν Έβλεπα τον Κύριο μπροστά μου
μου διὰ παντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού διαπαντός, επειδή είναι από τα
ἐστιν ἵνα μὴ σαλευθῶ. δεξιά μου, για να μη σαλευτώ.
26 διὰ τοῦτο εὐφράνθη ἡ καρδία 26 Γι’ αυτό ευφράνθηκε η καρδιά
μου καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου και αγαλλίασε η γλώσσα
μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου μου, μάλιστα ακόμα και η σάρκα
κατασκηνώσει ἐπ᾿ ἐλπίδι, μου θα κατασκηνώσει στον τάφο
με ελπίδα,
27 ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν 27 γιατί δε θα εγκαταλείψεις την
ψυχήν μου εἰς ᾅδου οὐδὲ δώσεις ψυχή μου στον άδη ούτε θα
τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Β’
παραδώσεις τον όσιό σου να δει
φθορά.
28 ἐγνώρισάς μοι ὁδοὺς ζωῆς, 28 Μου γνώρισες οδούς ζωής, θα
πληρώσεις με εὐφροσύνης μετὰ με γεμίσεις ευφροσύνη με το
τοῦ προσώπου σου. πρόσωπό σου.
29 ῎Ανδρες ἀδελφοί, ἐξὸν εἰπεῖν 29 Άντρες αδελφοί, επιτρέπεται
μετὰ παρρησίας πρὸς ὑμᾶς περὶ να πω με παρρησία προς εσάς για
τοῦ πατριάρχου Δαυῒδ ὅτι καὶ τον πατριάρχη Δαβίδ ότι και
ἐτελεύτησε καὶ ἐτάφη καὶ τὸ πέθανε και τάφηκε, και το μνήμα
μνῆμα αὐτοῦ ἐστιν ἐν ἡμῖν ἄχρι του είναι μεταξύ μας μέχρι την
τῆς ἡμέρας ταύτης. ημέρα αυτή.
30 προφήτης οὖν ὑπάρχων, καὶ 30 Επειδή ήταν λοιπόν προφήτης
εἰδὼς ὅτι ὅρκῳ ὤμοσεν αὐτῷ ὁ και ήξερε ότι με όρκο ορκίστηκε
Θεὸς ἐκ καρποῦ τῆς ὀσφύος σ’ αυτόν ο Θεός πως ο Χριστός θα
αὐτοῦ τὸ κατὰ σάρκα καθίσει πάνω στο θρόνο του,
ἀναστήσειν τὸν Χριστὸν καθίσαι προερχόμενος από τον καρπό της
ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ, οσφύος του,
31 προϊδὼν ἐλάλησε περὶ τῆς 31 προείδε και μίλησε για την
ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὅτι οὐ ανάσταση του Χριστού ότι ούτε
κατελείφθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ εἰς εγκαταλείφτηκε στον άδη ούτε η
ᾅδου οὐδὲ ἡ σὰρξ αὐτοῦ εἶδε σάρκα του είδε φθορά.
διαφθοράν.
32 τοῦτον τὸν ᾿Ιησοῦν ἀνέστησεν 32 Αυτόν τον Ιησού ανάστησε ο
ὁ Θεός, οὗ πάντες ἡμεῖς ἐσμεν Θεός, του οποίου όλοι εμείς
μάρτυρες. είμαστε μάρτυρες.
33 τῇ δεξιᾷ οὖν τοῦ Θεοῦ ὑψωθείς, 33 Αφού λοιπόν με το δεξί χέρι του
τήν τε ἐπαγγελίαν τοῦ ῾Αγίου Θεού υψώθηκε και έλαβε από τον
Πνεύματος λαβὼν παρὰ τοῦ Πατέρα την υπόσχεση του
πατρός, ἐξέχεε τοῦτο ὃ νῦν ὑμεῖς Πνεύματος του Αγίου, εξέχυσε
βλέπετε καὶ ἀκούετε. αυτό που εσείς και βλέπετε και
ακούτε.
34 οὐ γὰρ Δαυῒδ ἀνέβη εἰς τοὺς 34 Γιατί ο Δαβίδ δεν ανέβηκε
οὐρανούς, λέγει δὲ αὐτός· εἶπεν ὁ στους ουρανούς, λέει όμως αυτός:
Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου,
δεξιῶν μου Κάθου από τα δεξιά μου,
35 ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου 35 ωσότου θέσω τους εχθρούς
ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. σου υποπόδιο των ποδιών σου.
36 ἀσφαλῶς οὖν γινωσκέτω πᾶς 36 Ασφαλώς, λοιπόν, ας γνωρίζει
οἶκος ᾿Ισραὴλ ὅτι καὶ Κύριον καὶ όλος ο οίκος Ισραήλ ότι και Κύριο
Χριστὸν αὐτὸν ὁ Θεὸς ἐποίησε, και Χριστό ο Θεός έκανε αυτόν,
τοῦτον τὸν ᾿Ιησοῦν ὃν ὑμεῖς τούτον τον Ιησού που εσείς
ἐσταυρώσατε. σταυρώσατε».
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Β’
37 ᾿Ακούσαντες δὲ κατενύγησαν 37 Όταν άκουσαν, λοιπόν,
τῇ καρδίᾳ, εἶπόν τε πρὸς τὸν ένιωσαν κατάνυξη στην καρδιά
Πέτρον καὶ τοὺς λοιποὺς και είπαν προς τον Πέτρο και
ἀποστόλους· τί ποιήσομεν, προς τους υπόλοιπους
ἄνδρες ἀδελφοί; αποστόλους: «Τι να κάνουμε,
άντρες αδελφοί;»
38 Πέτρος δὲ ἔφη πρὸς αὐτούς· 38 Ο Πέτρος τότε λέει προς
μετανοήσατε, καὶ βαπτισθήτω αυτούς: «Μετανοήστε, και ας
ἕκαστος ὑμῶν ἐπὶ τῷ ὀνόματι βαφτιστεί καθένας από εσάς στο
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν όνομα του Ιησού Χριστού σε
ἁμαρτιῶν, καὶ λήψεσθε τὴν άφεση των αμαρτιών σας, και θα
δωρεὰν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. λάβετε τη δωρεά του Αγίου
Πνεύματος.
39 ὑμῖν γάρ ἐστιν ἡ ἐπαγγελία καὶ 39 Γιατί για σας είναι η υπόσχεση
τοῖς τέκνοις ὑμῶν καὶ πᾶσι τοῖς και για τα τέκνα σας και για
εἰς μακράν, ὅσους ἂν όλους όσοι είναι μακριά, όσους
προσκαλέσηται Κύριος ὁ Θεὸς προσκαλέσει ο Κύριος ο Θεός
ἡμῶν. μας».
40 ἑτέροις τε λόγοις πλείοσι 40 Και με άλλα, περισσότερα
διεμαρτύρετο καὶ παρεκάλει λόγια μαρτυρούσε επίσημα και
λέγων· σώθητε ἀπὸ τῆς γενεᾶς τους παρακαλούσε λέγοντας:
τῆς σκολιᾶς ταύτης. «Σωθείτε από τη γενιά αυτήν τη
διεστραμμένη».
41 οἱ μὲν οὖν ἀσμένως 41 Αυτοί λοιπόν που
ἀποδεξάμενοι τὸν λόγον αὐτοῦ αποδέχτηκαν το λόγο του
ἐβαπτίσθησαν, καὶ βαφτίστηκαν και προστέθηκαν
προσετέθησαν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ την ημέρα εκείνη περίπου τρεις
ψυχαὶ ὡσεὶ τρισχίλιαι. χιλιάδες ψυχές.
42 ῏Ησαν δὲ προσκαρτεροῦντες 42 Και επέμεναν καρτερικά
τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ συνεχώς στη διδαχή των
κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ αποστόλων και στην κοινωνία
ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς. και στο κόψιμο με τα χέρια του
άρτου και στις προσευχές.
Η ζωή στην πρώτη εκκλησία
43 ᾿Εγένετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος, 43 Υπήρχε λοιπόν φόβος σε κάθε
πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ ψυχή, και γίνονταν πολλά
τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο. τέρατα και σημεία μέσω των
αποστόλων.
44 πάντες δὲ οἱ πιστεύοντες ἦσαν 44 Και όλοι όσοι πίστευαν ήταν
ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα στο ίδιο μέρος και τα είχαν όλα
κοινά, κοινά,
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Β’
45 καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς 45 και τα κτήματα και τις
ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καὶ περιουσίες τους πουλούσαν και
διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι καθότι ἄν τα διαμοίραζαν σε όλους
τις χρείαν εἶχε· ανάλογα με την ανάγκη που είχε
καθένας.
46 καθ᾿ ἡμέραν τε 46 Και κάθε ημέρα επέμεναν
προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν καρτερικά να πηγαίνουν
ἐν τῷ ἱερῷ, κλῶντές τε κατ᾿ οἶκον ομόψυχα στο ναό, και έκοβαν
ἄρτον, μετελάμβανον τροφῆς ἐν κατ’ οίκο άρτο και λάβαιναν
ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι μέρος στην τροφή με αγαλλίαση
καρδίας, και με απλότητα καρδιάς,
47 αἰνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἔχοντες 47 αινώντας το Θεό και έχοντας
χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν. ὁ δὲ χάρη μπροστά σε όλο το λαό. Και
Κύριος προσετίθει τοὺς ο Κύριος πρόσθετε στο ίδιο μέρος
σῳζομένους καθ᾿ ἡμέραν τῇ αυτούς που σώζονταν κάθε
ἐκκλησίᾳ. ημέρα.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Γ’
Η θεραπεία του χωλού ζητιάνου
1 Ἐπὶ τὸ αὐτὸ δὲ Πέτρος καὶ 1 Ο Πέτρος, τότε, και ο Ιωάννης
᾿Ιωάννης ἀνέβαινον εἰς τὸ ἱερὸν ανέβαιναν στο ναό για τη ώρα
ἐπὶ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς τὴν της προσευχής στις τρεις το
ἐνάτην. απόγευμα.
2 καί τις ἀνὴρ χωλὸς ἐκ κοιλίας 2 Και μερικοί βάσταζαν κάποιον
μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων άντρα που ήταν χωλός από την
ἐβαστάζετο, ὃν ἐτίθουν καθ᾿ κοιλιά της μητέρας του, τον
ἡμέραν πρὸς τὴν θύραν τοῦ ἱεροῦ οποίο έθεταν κάθε ημέρα κοντά
τὴν λεγομένην ὡραίαν τοῦ αἰτεῖν στη θύρα του ναού που λέγεται
ἐλεημοσύνην παρὰ τῶν “Ωραία”, για να ζητά
εἰσπορευομένων εἰς τὸ ἱερόν· ελεημοσύνη από εκείνους που
έμπαιναν στο ναό.
3 ὃς ἰδὼν Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην 3 Αυτός, όταν είδε τον Πέτρο και
μέλλοντας εἰσιέναι εἰς τὸ ἱερὸν τον Ιωάννη που έμελλαν να πάνε
ἠρώτα ἐλεημοσύνην. μέσα στο ναό, ζητούσε να λάβει
ελεημοσύνη.
4 ἀτενίσας δὲ Πέτρος εἰς αὐτὸν 4 Ατένισε τότε ο Πέτρος σ’ αυτόν
σὺν τῷ ᾿Ιωάννῃ εἶπε· βλέψον εἰς μαζί με τον Ιωάννη και του είπε:
ἡμᾶς. «Δες προς εμάς».
5 ὁ δὲ ἐπεῖχεν αὐτοῖς προσδοκῶν 5 Εκείνος πρόσεχε σ’ αυτούς,
τι παρ᾿ αὐτῶν λαβεῖν. προσδοκώντας να λάβει κάτι από
αυτούς.
6 εἶπε δὲ Πέτρος· ἀργύριον καὶ 6 Είπε όμως ο Πέτρος: «Άργυρος
χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι· ὃ δὲ ἔχω και χρυσάφι δεν υπάρχει σ’
τοῦτό σοι δίδωμι· ἐν τῷ ὀνόματι εμένα, αλλά ό,τι έχω, αυτό σου
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου δίνω: στο όνομα του Ιησού
ἔγειρε καὶ περιπάτει. Χριστού του Ναζωραίου σήκω
και περπάτα».
7 καὶ πιάσας αὐτὸν τῆς δεξιᾶς 7 Και αφού τον έπιασε από το δεξί
χειρὸς ἤγειρε· παραχρῆμα δὲ χέρι, τον σήκωσε. Αμέσως τότε
ἐστερεώθησαν αὐτοῦ αἱ βάσεις στερεώθηκαν τα πόδια του και οι
καὶ τὰ σφυρά, αστράγαλοι,
8 καὶ ἐξαλλόμενος ἔστη καὶ 8 και αναπηδώντας στάθηκε
περιεπάτει, καὶ εἰσῆλθε σὺν όρθιος, και περπατούσε και
αὐτοῖς εἰς τὸ ἱερὸν περιπατῶν καὶ εισήλθε μαζί τους στο ναό,
ἁλλόμενος καὶ αἰνῶν τὸν Θεόν. περπατώντας και πηδώντας και
αινώντας το Θεό.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Γ’
9 καὶ εἶδεν αὐτὸν πᾶς ὁ λαὸς 9 Και όλος ο λαός τον είδε να
περιπατοῦντα καὶ αἰνοῦντα τὸν περπατά και να αινεί το Θεό.
Θεόν· 10 Τον αναγνώρισαν τότε ότι
10 ἐπεγίνωσκόν τε αὐτὸν ὅτι αυτός ήταν που καθόταν για την
οὗτος ἦν ὁ πρὸς τὴν ἐλεημοσύνην ελεημοσύνη στην Ωραία Πύλη
καθήμενος ἐπὶ τῇ ὡραίᾳ πύλῃ του ναού και γέμισαν θάμβος και
τοῦ ἱεροῦ, καὶ ἐπλήσθησαν έκσταση γι’ αυτό που του είχε
θάμβους καὶ ἐκστάσεως ἐπὶ τῷ συμβεί.
συμβεβηκότι αὐτῷ. Το κήρυγμα του Πέτρου στο ναό
11 Κρατοῦντος δὲ τοῦ ἰαθέντος 11 Ενώ, λοιπόν, αυτός κρατούσε
χωλοῦ τὸν Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην τον Πέτρο και τον Ιωάννη, έτρεξε
συνέδραμε πρὸς αὐτοὺς πᾶς ὁ μαζί όλος ο λαός έκθαμβος προς
λαὸς ἐπὶ τῇ στοᾷ τῇ καλουμένῃ αυτούς στη στοά που καλείται
Σολομῶντος ἔκθαμβοι. “του Σολομώντα”.
12 ᾿Ιδὼν δὲ Πέτρος ἀπεκρίνατο 12 Όταν το είδε τότε ο Πέτρος,
πρὸς τὸν λαόν· ἄνδρες αποκρίθηκε προς το λαό: «Άντρες
᾿Ισραηλῖται, τί θαυμάζετε ἐπὶ Ισραηλίτες, τι θαυμάζετε γι’ αυτό
τούτῳ, ἢ ἡμῖν τί ἀτενίζετε ὡς ἰδίᾳ ή τι ατενίζετε σ’ εμάς σαν με δική
δυνάμει ἢ εὐσεβείᾳ πεποιηκόσι μας δύναμη ή ευσέβεια να είχαμε
τοῦ περιπατεῖν αὐτόν; κάνει αυτόν να περπατά;
13 ὁ Θεὸς ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ 13 Ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός
᾿Ιακώβ, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ,
ἡμῶν, ἐδόξασε τὸν παῖδα αὐτοῦ ο Θεός των πατέρων μας, δόξασε
᾿Ιησοῦν· ὃν ὑμεῖς μὲν το δούλο του τον Ιησού, τον οποίο
παρεδώκατε καὶ ἠρνήσασθε εσείς παραδώσατε σε θάνατο και
αὐτὸν κατὰ πρόσωπον Πιλάτου, τον αρνηθήκατε απέναντι στο
κρίναντος ἐκείνου ἀπολύειν· πρόσωπο του Πιλάτου, ενώ
εκείνος αποφάσισε να τον
αφήσει ελεύθερο.
14 ὑμεῖς δὲ τὸν ἅγιον καὶ δίκαιον 14 Εσείς όμως αρνηθήκατε τον
ἠρνήσασθε, καὶ ᾐτήσασθε ἄνδρα άγιο και δίκαιο και ζητήσατε
φονέα χαρισθῆναι ὑμῖν, έναν άντρα φονιά να χαριστεί σ’
εσάς,
15 τὸν δὲ ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς 15 ενώ τον αρχηγό της ζωής
ἀπεκτείνατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ σκοτώσατε, που ο Θεός έγειρε
νεκρῶν, οὗ ἡμεῖς μάρτυρές ἐσμεν. από τους νεκρούς, του οποίου
εμείς είμαστε μάρτυρες.
16 καὶ ἐπὶ τῇ πίστει τοῦ ὀνόματος 16 Και εξαιτίας της πίστης στο
αὐτοῦ τοῦτον, ὃν θεωρεῖτε καὶ όνομά του, τούτον που βλέπετε
οἴδατε, ἐστερέωσε τὸ ὄνομα και ξέρετε τον στερέωσε το όνομά
αὐτοῦ, καὶ ἡ πίστις ἡ δι᾿ αὐτοῦ του, και η πίστη που προέρχεται
μέσω αυτού του έδωσε την
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Γ’
ἔδωκεν αὐτῷ τὴν ὁλοκληρίαν ολοκληρωτική αυτήν υγεία
ταύτην ἀπέναντι πάντων ὑμῶν. απέναντι σε όλους εσάς.
17 καὶ νῦν, ἀδελφοί, οἶδα ὅτι κατὰ 17 Και τώρα, αδελφοί, ξέρω ότι
ἄγνοιαν ἐπράξατε, ὥσπερ καὶ οἱ από άγνοια πράξατε όπως
ἄρχοντες ὑμῶν· ακριβώς και οι άρχοντές σας.
18 ὁ δὲ Θεὸς ἃ προκατήγγειλε διὰ 18 Ο Θεός, όμως, όσα
στόματος πάντων τῶν προφητῶν προανάγγειλε μέσω τον
αὐτοῦ παθεῖν τὸν Χριστόν, στόματος όλων των προφητών
ἐπλήρωσεν οὕτω. ότι επρόκειτο να πάθει ο Χριστός
του, τα εκπλήρωσε έτσι.
19 μετανοήσατε οὖν καὶ 19 Μετανοήστε, λοιπόν, και
ἐπιστρέψατε εἰς τὸ ἐξαλειφθῆναι επιστρέψτε στο Θεό, για να
ὑμῶν τὰς ἁμαρτίας, εξαλειφτούν οι αμαρτίες σας,
20 ὅπως ἂν ἔλθωσι καιροὶ 20 ώστε να έρθουν καιροί
ἀναψύξεως ἀπὸ προσώπου τοῦ αναψυχής από το πρόσωπο του
Κυρίου καὶ ἀποστείλῃ τὸν Κυρίου και να αποστείλει τον
προκεχειρισμένον ὑμῖν Χριστὸν προκαθορισμένο για σας Χριστό
᾿Ιησοῦν, Ιησού,
21 ὃν δεῖ οὐρανὸν μὲν δέξασθαι 21 τον οποίο, βέβαια, πρέπει ο
ἄχρι χρόνων ἀποκαταστάσεως ουρανός να δεχτεί μέχρι τους
πάντων ὧν ἐλάλησεν ὁ Θεὸς διὰ χρόνους της αποκατάστασης
στόματος πάντων ἁγίων αὐτοῦ όλων αυτών που μίλησε ο Θεός με
προφητῶν ἀπ᾿ αἰῶνος. το στόμα των άγιων προφητών
του από την αρχή του αιώνα.
22 Μωϋσῆς μὲν γὰρ πρὸς τοὺς 22 Ο Μωυσής πράγματι είπε:
πατέρας εἶπεν ὅτι προφήτην ὑμῖν Προφήτη θα αναστήσει για σας
ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν Κύριος ο Θεός σας από τους
ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν ὡς ἐμέ· αδελφούς σας όπως εμένα. αυτόν
αὐτοῦ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα να ακούτε σε όλα όσα μιλήσει
ὅσα ἂν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾶς. προς εσάς.
23 ἔσται δὲ πᾶσα ψυχή, ἥτις ἐὰν 23 Και θα συμβεί ότι κάθε ψυχή
μὴ ἀκούσῃ τοῦ προφήτου που δε θα ακούσει τον προφήτη
ἐκείνου, ἐξολοθρευθήσεται ἐκ εκείνο θα εξολοθρευτεί από το
τοῦ λαοῦ. λαό.
24 καὶ πάντες δὲ οἱ προφῆται ἀπὸ 24 Και όλοι λοιπόν οι προφήτες
Σαμουὴλ καὶ τῶν καθεξῆς ὅσοι από το Σαμουήλ και μετέπειτα,
ἐλάλησαν, καὶ κατήγγειλαν τὰς όσοι μίλησαν ανάγγειλαν,
ἡμέρας ταύτας. πράγματι, τις ημέρες αυτές.
25 ὑμεῖς ἐστε υἱοὶ τῶν προφητῶν 25 Εσείς είστε οι γιοι των
καὶ τῆς διαθήκης ἧς διέθετο ὁ προφητών και της διαθήκης που
Θεὸς πρὸς τοὺς πατέρας ἡμῶν, διέθεσε ο Θεός προς τους πατέρες
λέγων πρὸς ᾿Αβραάμ· καὶ ἐν τῷ σας, λέγοντας προς τον Αβραάμ:
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Γ’
σπέρματί σου ἐνευλογηθήσονται Και με το σπέρμα σου θα
πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῆς γῆς. ευλογηθούν όλες οι πατριές της
γης.
26 ὑμῖν πρῶτον ὁ Θεὸς 26 Σ’ εσάς πρώτα, αφού ανάστησε
ἀναστήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ ο Θεός το δούλο του, τον
᾿Ιησοῦν ἀπέστειλεν αὐτὸν απέστειλε ευλογώντας εσάς,
εὐλογοῦντα ὑμᾶς ἐν τῷ καθώς απομακρύνεστε καθένας
ἀποστρέφειν ἕκαστον ἀπὸ τῶν σας από τις κακίες σας».
πονηριῶν ὑμῶν.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Δ’
Ο Πέτρος και ο Ιωάννης στο
συνέδριο
1 Λαλούντων δὲ αὐτῶν πρὸς τὸν 1 Ενώ λοιπόν αυτοί μιλούσαν
λαὸν ἐπέστησαν αὐτοῖς οἱ ἱερεῖς προς το λαό, ήρθαν ξαφνικά προς
καὶ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ αυτούς οι ιερείς και ο στρατηγός
Σαδδουκαῖοι, του ναού και οι Σαδουκκκαίοι,
2 διαπονούμενοι διὰ τὸ διδάσκειν 2 αγανακτισμένοι γιατί δίδασκαν
αὐτοὺς τὸν λαὸν καὶ το λαό και ανάγγελλαν στο
καταγγέλλειν ἐν τῷ ᾿Ιησοῦ τὴν πρόσωπο του Ιησού την
ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν· ανάσταση από τους νεκρούς.
3 καὶ ἐπέβαλον αὐτοῖς τὰς χεῖρας 3 Και έβαλαν πάνω τους τα χέρια
καὶ ἔθεντο εἰς τήρησιν εἰς τὴν και τους έθεσαν σε φυλακή μέχρι
αὔριον· ἦν γὰρ ἑσπέρα ἤδη. την αυριανή ημέρα. γιατί ήταν
ήδη εσπέρα.
4 πολλοὶ δὲ τῶν ἀκουσάντων τὸν 4 Πολλοί όμως από εκείνους που
λόγον ἐπίστευσαν, καὶ ἐγενήθη ὁ άκουσαν το λόγο πίστεψαν και
ἀριθμὸς τῶν ἀνδρῶν ὡσεὶ έγινε ο αριθμός των αντρών
χιλιάδες πέντε. περίπου πέντε χιλιάδες.
5 ᾿Εγένετο δὲ ἐπὶ τὴν αὔριον 5 Συνέβηκε λοιπόν την αυριανή
συναχθῆναι αὐτῶν τοὺς ημέρα να συναχτούν οι άρχοντές
ἄρχοντας καὶ τοὺς πρεσβυτέρους τους και οι πρεσβύτεροι και οι
καὶ γραμματεῖς εἰς ῾Ιερουσαλήμ, γραμματείς στην Ιερουσαλήμ,
6 καὶ ῎Ανναν τὸν ἀρχιερέα καὶ 6 και ο Άννας ο αρχιερέας και ο
Καϊάφαν καὶ ᾿Ιωάννην καὶ Καϊάφας και ο Ιωάννης και ο
᾿Αλέξανδρον καὶ ὅσοι ἦσαν ἐκ Αλέξανδρος και όσοι ήταν από
γένους ἀρχιερατικοῦ, γένος αρχιερατικό
7 καὶ στήσαντες αὐτοὺς ἐν τῷ 7 και, αφού τους έστησαν στο
μέσῳ ἐπυνθάνοντο· ἐν ποίᾳ μέσο, ζητούσαν να μάθουν: «Με
δυνάμει ἢ ἐν ποίῳ ὀνόματι ποια δύναμη ή με ποιο όνομα
ἐποιήσατε τοῦτο ὑμεῖς; κάνατε αυτό εσείς;»
8 τότε Πέτρος πλησθεὶς 8 Τότε ο Πέτρος γέμισε Πνεύμα
Πνεύματος ῾Αγίου εἶπε πρὸς Άγιο και είπε προς αυτούς:
αὐτούς· ἄρχοντες τοῦ λαοῦ καὶ «Άρχοντες του λαού και
πρεσβύτεροι τοῦ ᾿Ισραήλ, πρεσβύτεροι,
9 εἰ ἡμεῖς σήμερον ἀνακρινόμεθα 9 αν εμείς σήμερα
ἐπὶ εὐεργεσίᾳ ἀνθρώπου ανακρινόμαστε για ευεργεσία σε
ἀσθενοῦς, ἐν τίνι οὗτος άνθρωπο ασθενή, με ποιον αυτός
σέσωσται, έχει σωθεί,
10 γνωστὸν ἔστω πᾶσιν ὑμῖν καὶ 10 γνωστό ας είναι σε όλους εσάς
παντὶ τῷ λαῷ ᾿Ισραὴλ ὅτι ἐν τῷ και σε όλο το λαό Ισραήλ ότι
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Δ’
ὀνόματι ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ μέσω του ονόματος του Ιησού
Ναζωραίου, ὃν ὑμεῖς Χριστού του Ναζωραίου που
ἐσταυρώσατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν εσείς σταυρώσατε, τον οποίο ο
ἐκ νεκρῶν, ἐν τούτῳ οὗτος Θεός έγειρε από τους νεκρούς,
παρέστηκεν ἐνώπιον ὑμῶν ὑγιής. μέσω τούτου αυτός έχει σταθεί
μπροστά σας υγιής.
11 οὗτός ἐστιν ὁ λίθος ὁ 11 Αυτός είναι ο λίθος που
ἐξουθενηθεὶς ὑφ᾿ ὑμῶν τῶν εξουθενώθηκε από εσάς τους
οἰκοδομούντων, ὁ γενόμενος εἰς οικοδόμους, ο οποίος έγινε
κεφαλὴν γωνίας. κορωνίδα.
12 καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ 12 Και δεν υπάρχει σε κανέναν
σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν άλλο η σωτηρία, γιατί ούτε
ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ υπάρχει άλλο όνομα κάτω από
δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ τον ουρανό, που να έχει δοθεί
σωθῆναι ἡμᾶς. μεταξύ των ανθρώπων, με το
οποίο πρέπει εμείς να σωθούμε».
13 Θεωροῦντες δὲ τὴν τοῦ Πέτρου 13 Βλέποντας, λοιπόν, την
παρρησίαν καὶ ᾿Ιωάννου, καὶ παρρησία του Πέτρου και του
καταλαβόμενοι ὅτι ἄνθρωποι Ιωάννη και, επειδή κατάλαβαν
ἀγράμματοί εἰσι καὶ ἰδιῶται, ότι είναι άνθρωποι αγράμματοι
ἐθαύμαζον, ἐπεγίνωσκόν τε και αμόρφωτοι, θαύμαζαν και
αὐτοὺς ὅτι σὺν τῷ ᾿Ιησοῦ ἦσαν, τους αναγνώριζαν ότι ήταν μαζί
με τον Ιησού
14 τὸν δὲ ἄνθρωπον βλέποντες 14 και, επειδή έβλεπαν τον
σὺν αὐτοῖς ἑστῶτα τὸν άνθρωπο μαζί τους να έχει
τεθεραπευμένον, οὐδὲν εἶχον σταθεί, τον θεραπευμένο, δεν
ἀντειπεῖν. είχαν τίποτα να αντείπουν.
15 κελεύσαντες δὲ αὐτοὺς ἔξω τοῦ 15 Τους διέταξαν τότε να
συνεδρίου ἀπελθεῖν, συνέβαλλον αποχωρήσουν έξω από το
πρὸς ἀλλήλους συνέδριο και έκαναν συμβούλιο
μεταξύ τους,
16 λέγοντες· τί ποιήσομεν τοῖς 16 λέγοντας: «Τι να κάνουμε
ἀνθρώποις τούτοις; ὅτι μὲν γὰρ στους ανθρώπους αυτούς; Γιατί,
γνωστὸν σημεῖον γέγονε δι᾿ βέβαια, ότι έχει γίνει γνωστό
αὐτῶν, πᾶσι τοῖς κατοικοῦσιν θαυματουργικό σημείο μέσω
῾Ιερουσαλὴμ φανερὸν καὶ οὐ αυτών είναι φανερό σε όλους
δυνάμεθα ἀρνήσασθαι· εκείνους που κατοικούν στην
Ιερουσαλήμ και δεν μπορούμε να
το αρνηθούμε.
17 ἀλλ᾿ ἵνα μὴ ἐπὶ πλεῖον 17 Αλλά για να μη διαφημιστεί
διανεμηθῇ εἰς τὸν λαόν, ἀπειλῇ περισσότερο στο λαό, ας τους
ἀπειλησώμεθα αὐτοῖς μηκέτι απειλήσουμε, ώστε να μη μιλούν
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Δ’
λαλεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ πια για το όνομα αυτό σε
μηδενὶ ἀνθρώπων. κανέναν από τους ανθρώπους».
18 καὶ καλέσαντες αὐτοὺς 18 Και αφού τους κάλεσαν, τους
παρήγγειλαν αὐτοῖς τὸ καθόλου παράγγειλαν να μη μιλούν
μὴ φθέγγεσθαι μηδὲ διδάσκειν καθόλου μήτε να διδάσκουν στο
ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ ᾿Ιησοῦ. όνομα του Ιησού.
19 ὁ δὲ Πέτρος καὶ ᾿Ιωάννης 19 Τότε ο Πέτρος και ο Ιωάννης
ἀποκριθέντες πρὸς αὐτοὺς εἶπον· αποκρίθηκαν και είπαν προς
εἰ δίκαιόν ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ αυτούς: «Αν είναι δίκαιο μπροστά
ὑμῶν ἀκούειν μᾶλλον ἢ τοῦ Θεοῦ στο Θεό εσάς να ακούμε μάλλον
κρίνατε. παρά το Θεό, κρίνετέ το.
20 οὐ δυνάμεθα γὰρ ἡμεῖς ἃ 20 Γιατί δεν μπορούμε εμείς να μη
εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν μὴ μιλούμε γι’ αυτά που είδαμε και
λαλεῖν. ακούσαμε».
21 οἱ δὲ προσαπειλησάμενοι 21 Εκείνοι, αφού τους απείλησαν
ἀπέλυσαν αὐτούς, μηδὲν ακόμα, τους απέλυσαν, γιατί δεν
εὑρίσκοντες τὸ πῶς κολάσονται έβρισκαν κανέναν τρόπο για το
αὐτούς, διὰ τὸν λαόν, ὅτι πάντες πώς να τους τιμωρήσουν, και
ἐδόξαζον τὸν Θεὸν ἐπὶ τῷ αυτό εξαιτίας του λαού, επειδή
γεγονότι· όλοι δόξαζαν το Θεό για το
γεγονός.
22 ἐτῶν γὰρ ἦν πλειόνων 22 Γιατί ο άνθρωπος στον οποίο
τεσσαράκοντα ὁ ἄνθρωπος ἐφ᾿ είχε γίνει αυτό το θαυματουργικό
ὃν ἐγεγόνει τὸ σημεῖον τοῦτο τῆς σημείο της γιατρειάς ήταν
ἰάσεως. περισσότερο από σαράντα ετών.
Προσευχή για παρρησία
23 ᾿Απολυθέντες δὲ ἦλθον πρὸς 23 Όταν απολύθηκαν, λοιπόν,
τοὺς ἰδίους καὶ ἀπήγγειλαν ὅσα ήρθαν προς τους δικούς τους και
πρὸς αὐτοὺς οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ανάγγειλαν όσα είπαν προς
πρεσβύτεροι εἶπον. αυτούς οι αρχιερείς και οι
πρεσβύτεροι.
24 οἱ δὲ ἀκούσαντες ὁμοθυμαδὸν 24 Εκείνοι, όταν το άκουσαν,
ἦραν φωνὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ύψωσαν ομόψυχα φωνή προς το
εἶπον· Δέσποτα, σὺ ὁ ποιήσας τὸν Θεό και είπαν: «Δεσπότη, εσύ
οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν είσαι που έκανες τον ουρανό και
θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν τη γη και τη θάλασσα και όλα
αὐτοῖς, όσα είναι μέσα σ’ αυτά,
25 ὁ διὰ στόματος Δαυῒδ παιδός 25 ο οποίος είπες διαμέσου του
σου εἰπών· ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη Πνεύματος του Αγίου με το
καὶ λαοὶ ἐμελέτησαν κενά; στόμα του πατέρα μας Δαβίδ του
δούλου σου: Γιατί φρύαξαν τα
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Δ’
έθνη, και οι λαοί μελέτησαν
μάταια;
26 παρέστησαν οἱ βασιλεῖς τῆς 26 Παρουσιάστηκαν οι
γῆς καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν βασιλιάδες της γης και οι
ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ άρχοντες συνάχτηκαν στο ίδιο
κατὰ τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ. μέρος κατά του Κυρίου και κατά
του Χριστού του.
27 συνήχθησαν γὰρ ἐπ᾿ ἀληθείας 27 Γιατί, στ’ αλήθεια,
ἐπὶ τὸν ἅγιον παῖδά σου ᾿Ιησοῦν, συνάχτηκαν στην πόλη αυτή,
ὃν ἔχρισας, ῾Ηρῴδης τε καὶ ενάντια στον άγιο δούλο σου τον
Πόντιος Πιλᾶτος σὺν ἔθνεσι καὶ Ιησού που έχρισες, ο Ηρώδης και
λαοῖς ᾿Ισραήλ, ο Πόντιος Πιλάτος με τα έθνη και
τους λαούς Ισραήλ,
28 ποιῆσαι ὅσα ἡ χείρ σου καὶ ἡ 28 για να κάνουν όσα το χέρι σου
βουλή σου προώρισε γενέσθαι. και η βουλή σου προόρισε να
γίνουν.
29 καὶ τὰ νῦν, Κύριε, ἔπιδε ἐπὶ τὰς 29 Και τώρα, Κύριε, δες πάνω στις
ἀπειλὰς αὐτῶν, καὶ δὸς τοῖς απειλές τους και δώσε στους
δούλοις σου μετὰ παρρησίας δούλους σου με όλη την
πάσης λαλεῖν τὸν λόγον σου παρρησία να μιλούν το λόγο σου,
30 ἐν τῷ τὴν χεῖρά σου ἐκτείνειν 30 καθώς εσύ εκτείνεις το χέρι
σε εἰς ἴασιν καὶ σημεῖα καὶ σου για γιατρειά, και σημεία και
τέρατα γίνεσθαι διὰ τοῦ τέρατα να γίνονται μέσω του
ὀνόματος τοῦ ἁγίου παιδός σου ονόματος του άγιου δούλου σου,
᾿Ιησοῦ. του Ιησού».
31 καὶ δεηθέντων αὐτῶν 31 Και όταν αυτοί δεήθηκαν,
ἐσαλεύθη ὁ τόπος ἐν ᾧ ἦσαν σαλεύτηκε ο τόπος στον οποίο
συνηγμένοι, καὶ ἐπλήσθησαν ήταν συναγμένοι, και γέμισαν
ἅπαντες Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ όλοι με το Άγιο Πνεύμα και
ἐλάλουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ μετὰ μιλούσαν το λόγο του Θεού με
παρρησίας. παρρησία.
Η κοινοκτημοσύνη των πρώτων
χριστιανών
32 Τοῦ δὲ πλήθους τῶν 32 Και η καρδιά και η ψυχή του
πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ πλήθους εκείνων που πίστεψαν
ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ήταν μία, και ούτε ένας δεν έλεγε
ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον ότι κάτι από τα υπάρχοντά του
εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα ήταν δικό του, αλλά ήταν σ’
κοινά. αυτούς όλα κοινά.
33 καὶ μεγάλῃ δυνάμει ἀπεδίδουν 33 Και με δύναμη μεγάλη οι
τὸ μαρτύριον οἱ ἀπόστολοι τῆς απόστολοι έδιναν τη μαρτυρία
ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, της ανάστασης του Κυρίου
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Δ’
χάρις τε μεγάλη ἦν ἐπὶ πάντας Ιησού, και χάρη μεγάλη ήταν
αὐτούς. πάνω σε όλους αυτούς.
34 οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν 34 Γιατί ούτε κανένας φτωχός δεν
αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες υπήρχε μεταξύ τους. Επειδή όσοι
χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, ήταν κάτοχοι χωραφιών ή
πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν οικιών, πουλώντας τα, έφερναν
πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν τις τιμές αυτών που πουλούσαν
παρὰ τοὺς πόδας τῶν
ἀποστόλων·
35 διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν 35 και τις έθεταν δίπλα στα πόδια
τις χρείαν εἶχεν. των αποστόλων, και διανεμόταν
σε καθέναν ανάλογα με την
ανάγκη που είχε κανείς.
36 ᾿Ιωσῆς δὲ ὁ ἐπικληθεὶς 36 Ο Ιωσήφ, τότε, ο οποίος
Βαρνάβας ὑπὸ τῶν ἀποστόλων, ὅ επικλήθηκε Βαρνάβας από τους
ἔστι μεθερμηνευόμενον υἱὸς αποστόλους, που ερμηνεύεται
παρακλήσεως, Λευΐτης, Κύπριος “γιος παρηγοριάς”, Λευίτης,
τῷ γένει, Κύπριος στο γένος,
37 ὑπάρχοντος αὐτῷ ἀγροῦ, 37 αφού πούλησε έναν αγρό που
πωλήσας ἤνεγκε τὸ χρῆμα καὶ υπήρχε σ’ αυτόν, έφερε το χρήμα
ἔθηκε παρὰ τοὺς πόδας τῶν και το έθεσε μπροστά στα πόδια
ἀποστόλων. των αποστόλων.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ε’
Ο Ανανίας και η Σαπφείρα
1 Ἀνὴρ δέ τις ᾿Ανανίας ὀνόματι 1 Κάποιος άντρας, όμως, με το
σὺν Σαπφείρῃ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ όνομα Ανανίας, μαζί με τη
ἐπώλησε κτῆμα Σαπφείρα τη γυναίκα του
πούλησε ένα κτήμα
2 καὶ ἐνοσφίσατο ἀπὸ τῆς τιμῆς, 2 και παρακράτησε χρήματα από
συνειδυίας καὶ τῆς γυναικὸς την τιμή, ενώ μαζί του το γνώριζε
αὐτοῦ, καὶ ἐνέγκας μέρος τι παρὰ και η γυναίκα του, και αφού
τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων έφερε ένα μέρος των χρημάτων,
ἔθηκεν. το έθεσε δίπλα στα πόδια των
αποστόλων.
3 εἶπε δὲ Πέτρος· ᾿Ανανία, διατί 3 Είπε τότε ο Πέτρος: «Ανανία,
ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τὴν γιατί γέμισε ο Σατανάς την
καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε τὸ καρδιά σου, ώστε να πεις ψέματα
Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον καὶ στο Πνεύμα το Άγιο και να
νοσφίσασθαι ἀπὸ τῆς τιμῆς τοῦ παρακρατήσεις μέρος από την
χωρίου; τιμή του χωραφιού;
4 οὐχὶ μένον σοι ἔμενε καὶ πραθὲν 4 Ενώ έμενε απούλητο, δεν έμενε
ἐν τῇ σῇ ἐξουσίᾳ ὑπῆρχε; τί ὅτι σ’ εσένα, και όταν πουλήθηκε,
ἔθου ἐν τῇ καρδίᾳ σου τὸ πρᾶγμα δεν ήταν στη δική σου εξουσία;
τοῦτο; οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις, Γιατί έβαλες στην καρδιά σου το
ἀλλὰ τῷ Θεῷ. πράγμα αυτό; Δεν είπες ψέματα
σε ανθρώπους, αλλά στο Θεό!»
5 ἀκούων δὲ ὁ ᾿Ανανίας τοὺς 5 Ακούγοντας λοιπόν ο Ανανίας
λόγους τούτους πεσὼν ἐξέψυξε, τους λόγους αυτούς, έπεσε και
καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐπὶ ξεψύχησε, και έγινε φόβος
πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα. μεγάλος σε όλους όσοι άκουγαν.
6 ἀναστάντες δὲ οἱ νεώτεροι 6 Σηκώθηκαν τότε οι νεότεροι και
συνέστειλαν αὐτὸν καὶ τον συμμάζεψαν σ’ ένα σεντόνι
ἐξενέγκαντες ἔθαψαν. και, αφού τον έφεραν έξω, τον
έθαψαν.
7 ᾿Εγένετο δὲ ὡς ὡρῶν τριῶν 7 Πέρασε, λοιπόν, ένα διάστημα
διάστημα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, μὴ περίπου τριών ωρών και εισήλθε
εἰδυῖα τὸ γεγονός, εἰσῆλθεν. η γυναίκα του, μη γνωρίζοντας
το γεγονός.
8 ἀπεκρίθη δὲ αὐτῇ ὁ Πέτρος· εἰπέ 8 Απεύθυνε τότε προς αυτήν το
μοι, εἰ τοσούτου τὸ χωρίον λόγο ο Πέτρος: «Πες μου, αν για
ἀπέδοσθε; ἡ δὲ εἶπε· ναί, τόσο αποδώσατε το χωράφι;»
τοσούτου. Εκείνη είπε: «Ναι, για τόσο».
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ε’
9 ὁ δὲ Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτήν· τί 9 Τότε ο Πέτρος είπε προς αυτή:
ὅτι συνεφωνήθη ὑμῖν πειράσαι «Γιατί συμφωνήθηκε από εσάς
τὸ Πνεῦμα Κυρίου; ἰδοὺ οἱ πόδες να πειράξετε το Πνεύμα του
τῶν θαψάντων τὸν ἄνδρα σου ἐπὶ Κυρίου; Ιδού, τα πόδια αυτών που
τῇ θύρᾳ καὶ ἐξοίσουσί σε. έθαψαν τον άντρα σου είναι
μπροστά στη θύρα και θα σε
φέρουν έξω».
10 ἔπεσε δὲ παραχρῆμα παρὰ 10 Έπεσε τότε αμέσως μπροστά
τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἐξέψυξεν· στα πόδια του και ξεψύχησε.
εἰσελθόντες δὲ οἱ νεανίσκοι εὗρον Εισήλθαν λοιπόν οι νεαροί και τη
αὐτὴν νεκράν, καὶ ἐξενέγκαντες βρήκαν νεκρή και, αφού την
ἔθαψαν πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς. έφεραν έξω, την έθαψαν κοντά
στον άντρα της.
11 καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐφ᾿ 11 Και έγινε φόβος μεγάλος σε
ὅλην τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐπὶ όλη την εκκλησία και σε όλους
πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα. όσοι άκουγαν αυτά.
Άλλα θαύματα των Αποστόλων
12 Διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν 12 Και με τα χέρια των
ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ αποστόλων γίνονταν σημεία και
τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά· καὶ τέρατα πολλά μέσα στο λαό. Και
ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ ήταν όλοι ομόψυχα στη στοά του
στοᾷ Σολομῶντος· Σολομώντα,
13 τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα 13 ενώ από τους υπόλοιπους
κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ᾿ κανείς δεν τολμούσε να
ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός· προσκολλάται σ’ αυτούς, αλλά
όμως τους μεγάλυνε ο λαός.
14 μᾶλλον δὲ προσετίθεντο 14 Και περισσότερα πλήθη
πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη αντρών και γυναικών
ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, πιστεύοντας, προσθέτονταν στον
Κύριο,
15 ὥστε κατὰ τὰς πλατείας 15 ώστε και στις πλατείες να
ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ φέρνουν έξω τους ασθενείς και
τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ να τους θέτουν πάνω σε φορεία
κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου και σε κρεβάτια, ώστε, ερχόμενος
Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ ο Πέτρος, έστω και η σκιά του να
αὐτῶν. επισκιάσει κάποιον από αυτούς.
16 συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος 16 Συναθροιζόταν, μάλιστα, και
τῶν πέριξ πόλεων εἰς το πλήθος των πόλεων που ήταν
῾Ιερουσαλὴμ φέροντες ἀσθενεῖς γύρω από την Ιερουσαλήμ,
καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων φέρνοντας ασθενείς και όσους
ἀκαθάρτων, οἵτινες ενοχλούνταν από πνεύματα
ἐθεραπεύοντο ἅπαντες.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ε’
ακάθαρτα, οι οποίοι
θεραπεύονταν όλοι.
Οι Απόστολοι οδηγούνται στο
συνέδριο
17 ᾿Αναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ 17 Σηκώθηκε τότε ο αρχιερέας
πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, ἡ οὖσα και όλοι όσοι ήταν μαζί του, που
αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων, είναι η αίρεση των
ἐπλήσθησαν ζήλου Σαδουκκκαίων, γέμισαν από
ζήλια
18 καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας αὐτῶν 18 και έβαλαν τα χέρια πάνω
ἐπὶ τοὺς ἀποστόλους, καὶ ἔθεντο στους αποστόλους και τους
αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ. έθεσαν σε φυλακή δημοσίως.
19 ἄγγελος δὲ Κυρίου διὰ τῆς 19 Άγγελος όμως Κυρίου τη
νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς νύχτα άνοιξε τις θύρες της
φυλακῆς, ἐξαγαγών τε αὐτοὺς φυλακής, τους έβγαλε έξω και
εἶπε· είπε:
20 πορεύεσθε, καὶ σταθέντες 20 «Πηγαίνετε και, αφού
λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα σταθείτε, μιλάτε μέσα στο ναό
τὰ ρήματα τῆς ζωῆς ταύτης. προς το λαό όλα τα λόγια της
ζωής αυτής».
21 ἀκούσαντες δὲ εἰσῆλθον ὑπὸ 21 Όταν το άκουσαν, λοιπόν,
τὸν ὄρθρον εἰς τὸ ἱερὸν καὶ εισήλθαν περίπου κατά τον
ἐδίδασκον. παραγενόμενος δὲ ὁ όρθρο στο ναό και δίδασκαν.
ἀρχιερεὺς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Παρουσιάστηκε τότε ο αρχιερέας
συνεκάλεσαν τὸ συνέδριον καὶ και όσοι ήταν μαζί του και
πᾶσαν τὴν γερουσίαν τῶν υἱῶν συγκάλεσαν το συνέδριο και όλη
᾿Ισραήλ. καὶ ἀπέστειλαν εἰς τὸ τη γερουσία των γιων του Ισραήλ
δεσμωτήριον ἀχθῆναι αὐτούς. και απέστειλαν στη φυλακή για
να τους φέρουν.
22 οἱ δὲ ὑπηρέται παραγενόμενοι 22 Οι υπηρέτες που ήρθαν, όμως,
οὐχ εὗρον αὐτοὺς ἐν τῇ φυλακῇ, δεν τους βρήκαν στη φυλακή.
ἀναστρέψαντες δὲ ἀπήγγειλαν Επέστρεψαν τότε και
ανάγγειλαν,
23 λέγοντες ὅτι τὸ μὲν 23 λέγοντας: «Τη φυλακή τη
δεσμωτήριον εὕρομεν βρήκαμε κλεισμένη με κάθε
κεκλεισμένον ἐν πάσῃ ἀσφαλείᾳ ασφάλεια και τους φύλακες να
καὶ τοὺς φύλακας ἑστῶτας πρὸ έχουν σταθεί μπροστά στις
τῶν θυρῶν, ἀνοίξαντες δὲ ἔσω θύρες. Όταν ανοίξαμε, όμως,
οὐδένα εὕρομεν. κανέναν δε βρήκαμε μέσα».
24 ὡς δὲ ἤκουσαν τοὺς λόγους 24 Μόλις λοιπόν άκουσαν τους
τούτους ὅ τε ἱερεὺς καὶ ὁ λόγους αυτούς ο στρατηγός του
στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ ναού και οι αρχιερείς, απορούσαν
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ε’
ἀρχιερεῖς, διηπόρουν περὶ αὐτῶν με αμηχανία γι’ αυτούς, και
τί ἂν γένοιτο τοῦτο. σκέφτονταν τι μπορούσε να ήταν
αυτό.
25 παραγενόμενος δέ τις 25 Παρουσιάστηκε τότε κάποιος
ἀπήγγειλεν αὐτοῖς ὅτι ἰδοὺ οἱ και τους ανάγγειλε: «Ιδού, οι
ἄνδρες, οὓς ἔθεσθε ἐν τῇ φυλακῇ, άντρες που θέσατε στη φυλακή
εἰσὶν ἐν τῷ ἱερῷ ἑστῶτες καὶ είναι στο ναό, έχοντας σταθεί και
διδάσκοντες τὸν λαόν. διδάσκοντας το λαό».
26 τότε ἀπελθὼν ὁ στρατηγὸς σὺν 26 Τότε έφυγε ο στρατηγός μαζί
τοῖς ὑπηρέταις ἤγαγεν αὐτοὺς οὐ με τους υπηρέτες και τους
μετὰ βίας· ἐφοβοῦντο γὰρ τὸν οδήγησε όχι με βία, γιατί
λαόν, ἵνα μὴ λιθασθῶσιν· φοβούνταν το λαό, μήπως
λιθοβολιστούν.
27 ἀγαγόντες δὲ αὐτοὺς ἔστησαν 27 Τους οδήγησαν τότε και τους
ἐν τῷ συνεδρίῳ. καὶ ἐπηρώτησεν έστησαν μέσα στο συνέδριο. Και
αὐτοὺς ὁ ἀρχιερεὺς τους ρώτησε ο αρχιερέας:
28 λέγων· οὐ παραγγελίᾳ 28 «Δε σας δώσαμε παραγγελία
παρηγγείλαμεν ὑμῖν μὴ να μη διδάσκετε στο όνομα αυτό;
διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ; Και ιδού, έχετε γεμίσει την
καὶ ἰδοὺ πεπληρώκατε τὴν Ιερουσαλήμ από τη διδαχή σας
῾Ιερουσαλὴμ τῆς διδαχῆς ὑμῶν, και θέλετε να φέρετε πάνω μας το
καὶ βούλεσθε ἐπαγαγεῖν ἐφ᾿ ἡμᾶς αίμα του ανθρώπου αυτού».
τὸ αἷμα τοῦ ἀνθρώπου τούτου.
29 ἀποκριθεὶς δὲ Πέτρος καὶ οἱ 29 Αποκρίθηκε τότε ο Πέτρος και
ἀπόστολοι εἶπον· πειθαρχεῖν δεῖ οι απόστολοι και είπαν: «Πρέπει
Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις. να πειθαρχεί κανείς στο Θεό
μάλλον παρά στους ανθρώπους.
30 ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν 30 Ο Θεός των πατέρων μας
ἤγειρεν ᾿Ιησοῦν, ὃν ὑμεῖς έγειρε τον Ιησού, τον οποίο εσείς
διεχειρίσασθε κρεμάσαντες ἐπὶ πιάσατε και σκοτώσατε, αφού
ξύλου· τον κρεμάσατε πάνω σε ξύλο.
31 τοῦτον ὁ Θεὸς ἀρχηγὸν καὶ 31 Αυτόν ο Θεός ύψωσε αρχηγό
σωτῆρα ὕψωσε τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ και σωτήρα με το δεξί του χέρι,
δοῦναι μετάνοιαν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ για να δώσει μετάνοια στο λαό
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Ισραήλ και άφεση αμαρτιών.
32 καὶ ἡμεῖς ἐσμεν αὐτοῦ 32 Και εμείς είμαστε μάρτυρες
μάρτυρες τῶν ρημάτων τούτων, των λόγων τούτων και το Πνεύμα
καὶ τὸ Πνεῦμα δὲ τὸ ῞Αγιον ὃ το Άγιο που έδωσε ο Θεός σ’
ἔδωκεν ὁ Θεὸς τοῖς πειθαρχοῦσιν εκείνους που πειθαρχούν σ’
αὐτῷ. αυτόν».
33 οἱ δὲ ἀκούσαντες διεπρίοντο 33 Εκείνοι, όταν άκουσαν,
καὶ ἐβουλεύοντο ἀνελεῖν αὐτούς. κατακόβονταν από αγανάκτηση
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ε’
μέσα τους και ήθελαν να τους
σκοτώσουν.
34 ᾿Αναστὰς δέ τις ἐν τῷ συνεδρίῳ 34 Σηκώθηκε τότε κάποιος
Φαρισαῖος ὀνόματι Γαμαλιήλ, Φαρισαίος στο συνέδριο με το
νομοδιδάσκαλος τίμιος παντὶ τῷ όνομα Γαμαλιήλ,
λαῷ, ἐκέλευσεν ἔξω βραχύ τι τοὺς νομοδιδάσκαλος που τον τιμούσε
ἀποστόλους ποιῆσαι, όλος ο λαός, και διέταξε να
βγάλουν έξω για λίγο τους
ανθρώπους
35 εἶπέ τε πρὸς αὐτούς· ἄνδρες 35 και είπε προς αυτούς: «Άντρες
᾿Ισραηλῖται, προσέχετε ἑαυτοῖς Ισραηλίτες, προσέχετε τους
ἐπὶ τοῖς ἀνθρώποις τούτοις τί εαυτούς σας σχετικά με τους
μέλλετε πράσσειν. ανθρώπους αυτούς τι μέλλετε να
πράττετε.
36 πρὸ γὰρ τούτων τῶν ἡμερῶν 36 Γιατί πριν από αυτές τις ημέρες
ἀνέστη Θευδᾶς, λέγων εἶναί τινα σηκώθηκε ο Θευδάς λέγοντας
ἑαυτόν, ᾧ προσεκλίθη ἀριθμὸς πως ο εαυτός του είναι κάποιος,
ἀνδρῶν ὡσεὶ τετρακοσίων· ὃς στον οποίο προσκολλήθηκε ένας
ἀνῃρέθη, καὶ πάντες ὅσοι αριθμός αντρών περίπου
ἐπείθοντο αὐτῷ διελύθησαν καὶ τετρακοσίων. Αυτός σκοτώθηκε,
ἐγένοντο εἰς οὐδέν. και όλοι όσοι πείθονταν σ’ αυτόν
διαλύθηκαν και έγιναν τίποτα.
37 μετὰ τοῦτον ἀνέστη ᾿Ιούδας ὁ 37 Μετά από αυτόν σηκώθηκε ο
Γαλιλαῖος ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς Ιούδας ο Γαλιλαίος κατά τις
ἀπογραφῆς καὶ ἀπέστησε λαὸν ημέρες της απογραφής και έσυρε
ἱκανὸν ὀπίσω αὐτοῦ· κἀκεῖνος λαό πίσω του σε αποστασία. Κι
ἀπώλετο, καὶ πάντες ὅσοι εκείνος χάθηκε και όλοι όσοι
ἐπείθοντο αὐτῷ πείθονταν σ’ αυτόν
διεσκορπίσθησαν. διασκορπίστηκαν.
38 καὶ τὰ νῦν λέγω ὑμῖν, 38 Και τώρα σας λέω, σταθείτε
ἀπόστητε ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων μακριά από τους ανθρώπους
τούτων καὶ ἐάσατε αὐτούς· ὅτι αυτούς και αφήστε τους. Γιατί αν
ἐὰν ᾖ ἐξ ἀνθρώπων ἡ βουλὴ αὕτη είναι από τους ανθρώπους η
ἢ τὸ ἔργον τοῦτο, βουλή αυτή ή το έργο αυτό, θα
καταλυθήσεται· καταλυθεί.
39 εἰ δὲ ἐκ Θεοῦ ἐστιν, οὐ δύνασθε 39 Αν όμως είναι από το Θεό, δε
καταλῦσαι αὐτό, μή ποτε καὶ θα δυνηθείτε να τους
θεομάχοι εὑρεθῆτε. καταλύσετε, και προσέχετε μην
τυχόν και θεομάχοι βρεθείτε».
Πείστηκαν τότε από αυτόν
40 ἐπείσθησαν δὲ αὐτῷ, καὶ 40 και, αφού προσκάλεσαν τους
προσκαλεσάμενοι τοὺς αποστόλους, τους έδειραν και
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ε’
ἀποστόλους δείραντες τους παράγγειλαν να μη μιλούν
παρήγγειλαν μὴ λαλεῖν ἐπὶ τῷ στο όνομα του Ιησού, και τους
ὀνόματι τοῦ ᾿Ιησοῦ, καὶ απόλυσαν.
ἀπέλυσαν αὐτούς.
41 οἱ μὲν οὖν ἐπορεύοντο 41 Εκείνοι, λοιπόν, χαίροντας,
χαίροντες ἀπὸ προσώπου τοῦ πορεύονταν μακριά από την
συνεδρίου, ὅτι ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος παρουσία του συνεδρίου, γιατί
αὐτοῦ κατηξιώθησαν καταξιώθηκαν υπέρ του
ἀτιμασθῆναι· ονόματος του Ιησού να
ατιμαστούν.
42 πᾶσαν τε ἡμέραν ἐν τῷ ἱερῷ 42 Και κάθε ημέρα μέσα στο ναό
καὶ κατ᾿ οἶκον οὐκ ἐπαύοντο και κατ’ οίκο δεν έπαυαν να
διδάσκοντες καὶ εὐαγγελιζόμενοι διδάσκουν και να
᾿Ιησοῦν τὸν Χριστόν. ευαγγελίζονται το Χριστό Ιησού.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΣΤ’
Η εκλογή των επτά διακόνων
1 Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ταύταις 1 Και κατά τις ημέρες αυτές, ενώ
πληθυνόντων τῶν μαθητῶν πλήθαιναν οι μαθητές, έγινε
ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν γογγυσμός των Ελληνιστών
῾Ελληνιστῶν πρὸς τοὺς κατά των Εβραίων, γιατί
῾Εβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν παραβλέπονταν στη διακονία
τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ την καθημερινή οι χήρες τους.
χῆραι αὐτῶν.
2 προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα 2 Αφού προσκάλεσαν, λοιπόν, οι
τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· δώδεκα το πλήθος των μαθητών,
οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς είπαν: «Δεν είναι αρεστό εμείς να
καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ εγκαταλείψουμε το λόγο του
Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις. Θεού και να διακονούμε σε
τραπέζια.
3 ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, 3 Σκεφτείτε, λοιπόν, αδελφοί,
ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους εφτά άντρες από εσάς με καλή
ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος ῾Αγίου μαρτυρία, πλήρεις Πνεύματος
καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν και σοφίας, τους οποίους θα
ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· καταστήσουμε για την ανάγκη
αυτή,
4 ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ 4 ενώ εμείς θα επιμείνουμε
διακονίᾳ τοῦ λόγου καρτερικά στην προσευχή και
προσκαρτερήσομεν. στη διακονία του λόγου».
5 καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον 5 Και άρεσε ο λόγος μπροστά σε
παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ όλο το πλήθος, και εξέλεξαν το
ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα Στέφανο, άντρα πλήρη από
πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος πίστη και Πνεύμα Άγιο, και το
῾Αγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Φίλιππο και τον Πρόχορο και το
Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Νικάνορα και τον Τίμωνα και τον
Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Παρμενά και το Νικόλαο,
Νικόλαον προσήλυτον προσήλυτο Αντιοχέα,
᾿Αντιοχέα,
6 οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν 6 τους οποίους έστησαν μπροστά
ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι στους αποστόλους και, αφού
ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας. προσευχήθηκαν, επέθεσαν σ’
αυτούς τα χέρια.
7 καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, 7 Και ο λόγος του Θεού αύξανε,
καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν και πλήθαινε ο αριθμός των
μαθητῶν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ μαθητών στην Ιερουσαλήμ πάρα
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. ΣΤ’
σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν πολύ, και πολύ πλήθος των
᾿Ιουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει. ιερέων υπάκουε στην πίστη.
Η σύλληψη του Στεφάνου
8 Στέφανος δὲ πλήρης πίστεως 8 Ο Στέφανος, τότε, πλήρης από
καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ χάρη και δύναμη έκανε τέρατα
σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ. και σημεία μεγάλα μέσα στο λαό.
9 ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ τῆς 9 Σηκώθηκαν όμως μερικοί που
συναγωγῆς τῆς λεγομένης ήταν από τη συναγωγή τη
Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ λεγόμενη των Λιβερτίνων και
᾿Αλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ των Κυρηναίων και των
Κιλικίας καὶ ᾿Ασίας συζητοῦντες Αλεξανδρέων και αυτών που
τῷ Στεφάνῳ, ήταν από την Κιλικία και την
επαρχία της Ασίας, και
συζητούσαν με το Στέφανο,
10 καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ 10 αλλά δεν μπορούσαν να
σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει. αντισταθούν στη σοφία και στο
πνεύμα με το οποίο μιλούσε.
11 τότε ὑπέβαλον ἄνδρας 11 Τότε υποκίνησαν άντρες που
λέγοντας ὅτι ἀκηκόαμεν αὐτοῦ έλεγαν: «Τον έχουμε ακούσει να
λαλοῦντος ρήματα βλάσφημα μιλά λόγια βλάστημα ενάντια
εἰς Μωϋσῆν καὶ τὸν Θεόν· στο Μωυσή και στο Θεό».
12 συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ 12 Και κίνησαν μαζί τους σε
τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς εξέγερση το λαό και τους
γραμματεῖς, καὶ ἐπιστάντες πρεσβυτέρους και τους
συνήρπασαν αὐτὸν καὶ ἤγαγον γραμματείς και, αφού ήρθαν
εἰς τὸ συνέδριον, ξαφνικά, τον άρπαξαν μαζί τους
και τον οδήγησαν στο συνέδριο.
13 ἔστησάν τε μάρτυρας ψευδεῖς 13 Και έστησαν ψευδομάρτυρες
λέγοντας· ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐ που έλεγαν: «Ο άνθρωπος αυτός
παύεται ρήματα βλάσφημα δεν παύει να λαλεί λόγια κατά
λαλῶν κατὰ τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου του τόπου αυτού του άγιου και
καὶ τοῦ νόμου· του νόμου.
14 ἀκηκόαμεν γὰρ αὐτοῦ 14 Γιατί τον έχουμε ακούσει να
λέγοντος ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ λέει ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος,
Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν αυτός θα καταλύσει τον τόπο
τόπον τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ ἔθη τούτο και θα αλλάξει τα έθιμα
ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς. που μας παράδωσε ο Μωυσής».
15 καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν 15 Και όταν ατένισαν σ’ αυτόν
ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ όλοι όσοι κάθονταν στο
συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον συνέδριο, είδαν το πρόσωπό του
αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου. σαν πρόσωπο αγγέλου.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Κεφ. Ζ’
Η απολογία του Στεφάνου
1 Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· εἰ ἄρα 1 Είπε τότε ο αρχιερέας: «Άραγε
ταῦτα οὕτως ἔχει; έτσι έχουν αυτά;»
2 ὁ δὲ ἔφη· ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ 2 Εκείνος είπε: «Άντρες αδελφοί
πατέρες, ἀκούσατε. ὁ Θεὸς τῆς και πατέρες, ακούστε: Ο Θεός της
δόξης ὤφθη τῷ πατρὶ ἡμῶν δόξας φανερώθηκε στον πατέρα
᾿Αβραὰμ ὄντι ἐν τῇ μας Αβραάμ, όταν ήταν στη
Μεσοποταμίᾳ, πρὶν ἢ κατοικῆσαι Μεσοποταμία πριν αυτός να
αὐτὸν ἐν Χαρράν, κατοικήσει στη Χαράν,
3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἔξελθε ἐκ 3 και είπε προς αυτόν: Έξελθε από
τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς τη γη σου και από τους συγγενείς
συγγενείας σου, καὶ δεῦρο εἰς γῆν σου, και έλα στη γη που θα σου
ἣν ἄν σοι δείξω. δείξω.
4 τότε ἐξελθὼν ἐκ γῆς Χαλδαίων 4 Τότε εξήλθε από τη γη των
κατῴκησεν ἐν Χαρράν. κἀκεῖθεν Χαλδαίων και κατοίκησε στη
μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν πατέρα Χαράν. Κι από εκεί, μετά το
αὐτοῦ μετῴκησεν αὐτὸν εἰς τὴν θάνατο του πατέρα του, αυτός
γῆν ταύτην εἰς ἣν ὑμεῖς νῦν μετοίκησε στη γη αυτή στην
κατοικεῖτε· οποία εσείς τώρα κατοικείτε.
5 καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ 5 Και δεν του έδωσε κληρονομιά
κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα σ’ αυτήν ούτε βήμα ποδιού, αλλά
ποδός, καὶ ἐπηγγείλατο δοῦναι υποσχέθηκε να τη δώσει προς
αὐτῷ εἰς κατάσχεσιν αὐτὴν καὶ κατάκτηση σ’ αυτόν και στους
τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν, απογόνους του μετά από αυτόν,
οὐκ ὄντος αὐτῷ τέκνου. αν και αυτός δεν είχε παιδί.
6 ἐλάλησε δὲ οὕτως ὁ Θεός, ὅτι 6 Μίλησε λοιπόν έτσι ο Θεός: Οι
ἔσται τὸ σπέρμα αὐτοῦ πάροικον απόγονοί του θα είναι πάροικοι
ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ, καὶ δουλώσουσιν σε γη ξένη και θα τους
αὐτὸ καὶ κακώσουσιν ἔτη υποδουλώσουν και θα τους
τετρακόσια· κακομεταχειριστούν τετρακόσια
έτη.
7 καὶ τὸ ἔθνος ᾧ ἐὰν δουλεύσωσι 7 Και το έθνος στο οποίο θα
κρινῶ ἐγώ, εἶπεν ὁ Θεός· καὶ μετὰ υπηρετήσουν ως δούλοι θα το
ταῦτα ἐξελεύσονται καὶ κρίνω εγώ, ο Θεός είπε, και μετά
λατρεύσουσί μοι ἐν τῷ τόπῳ από αυτά θα εξέλθουν και θα με
τούτῳ. λατρέψουν στον τόπο τούτο.
8 καὶ ἔδωκεν αὐτῷ διαθήκην 8 Και του έδωσε τη διαθήκη της
περιτομῆς· καὶ οὕτως ἐγέννησε περιτομής. Και έτσι γέννησε τον
τὸν ᾿Ισαὰκ καὶ περιέτεμεν αὐτὸν Ισαάκ και τον περιέταμε την
τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ, καὶ ὁ ᾿Ισαὰκ ημέρα την όγδοη, και ο Ισαάκ τον