The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.
Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by ΚΑΤΣΑΡΙΚΑΣ ΖΗΣΗΣ, 2019-01-02 03:28:37

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΛΑΛΙΑ

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΛΑΛΙΑ

3473. παλαβό = παρασάνταλου, παρασάνταλο
3474. παλαβομάρες = ζουρλαμάρις άμυαλες πράξεις
3475. παλαβός = ζαβός = ιδιότροπος, αυτός που δεν κάθεται ήσυχος
3476. παλάτι = βασ’λόσπ’του
3477. πάλι.= ματά
3478. παλιές ιστορίες = μύθια
3479. παλιό = μπαϊατκου
3480. παλιόπαιδο = γιουρτόπιασμα = παιδί που η σύλληψή του γίνεται τις γιορτινές

μέρες
3481. παλιόρουχα = τσάντζαλα, τσάντσαλα = κουρέλια, πράγματα με μικρή αξία,

μικροπράγματα
3482. παλιόστομα = χαρβαλόστουμους, -η, -ου = αυτός έχει στόμα ασταμάτητο με

χαζά, αθυρόστομος
3483. παλιού καιρού = παλιουκιρίσια
3484. παλιούρι = τσαλί = αγκαθωτός θάμνος ξύλο.
3485. παλιούρι = πάλιουρας = αγκαθωτός θάμνος Το

παλιούρι φέρει το επιστημονικό όνομα
Πάλιουρας (Paliurus spina – christi και
Paliurus aculeatus) και είναι γνωστός με τα
ονόματα τσαλί, πάλιουρας, παλέουρο. Ανήκει
στην οικογένεια των Ραμνοειδών ή Ραμνωδών (Rhamnaceae). Φυτρώνει σε
ολόκληρη την Ελλάδα και γενικά στις Μεσογειακές χώρες, σε περιοχές σχετικά
χαμηλού υψομέτρου και ημιορεινές. Αντέχει στην ξηρασία και έχει ύψος
περίπου 2 – 3 μέτρα.Τα φύλλα του είναι σχετικά μικρά αυγοειδή και στη βάση
τους έχουν δυο μυτερά αγκάθια, τα οποία μάλιστα σκαλώνουν σαν αγκίστρια
και είναι δύσκολη η αφαίρεσή τους από το δέρμα και τα ρούχα. Τα άνθη του
είναι μικρά κίτρινα και βγαίνουν πολλά μαζί στις μασχάλες των φύλλων την
άνοιξη με αρχές καλοκαιριού. Ο καρπός του έχει σχήμα ημισφαιρίου και

551

περιβάλλεται από ένα πτερύγιο. Ανθίζει όταν πια δεν πρόκειται να κάνει κρύο.
Οι μέλισσες το αγαπούν πολύ και παίρνουν απ’ τα άνθη του το γνωστό «Μέλι
από παλιούρι», που έχει ανοιχτό χρώμα, έντονη γεύση. Το παλιούρι είναι ένα
βότανο, που όπως τα περισσότερα, είναι γνωστό από την αρχαιότητα.
Μάλιστα, ο Γαληνός στο «Περί της των απλών φαρμάκων κράσεως και
δυνάμεως Βιβλίον Θ» λέει πως χρησιμοποιεί τα φύλλα και τη ρίζα του για να
θεραπεύει τα φύματα, ενώ τον καρπό για να διαλύει τους λίθους της
ουροδόχου κύστεως, μία αντίληψη που διατηρείται μέχρι σήμερα. Το Paliurus
spina-christi, κοινώς γνωστό ως το «αγκάθι του Χριστού», «αγκάθι
γιρλάντα», «αγκάθι της Ιερουσαλήμ» ή «στέμμα από αγκάθια», είναι ένα
είδος Παλίουρου, το οποίο κατάγεται από την περιοχή της Μεσογείου και τη
νοτιοδυτική και Κεντρική Ασία, από το Μαρόκο και την Ισπανία, ανατολικά
προς το Ιράν και το Τατζικιστάν. Η ονομασία «τσαλί» φαίνεται να είναι
Τουρκικής προελεύσεως (cali = βάτος).
3486. παλιουρίσιος = παλιουρίσιους = προέρχεται απ’ το παλιούρι. Παλιουρίσιου
μέλι
3487. παλληκαράκι = νιούτσ'κους, -η, -ου
3488. παλληκάρι = πουτσαράς
3489. παλληκάρι = ντουλμπέρι, ντιλμπέρι , ασλάνι = νέος, λιοντάρι
3490. παλληκάρι(μτφ.) = τζιοβαΐρι
3491. παλληκάρι, κορίτσι από γενιά καπεταναίων = καπιτανόιπουλου, -ούλα
3492. παλληκαριά = αξιάδα
3493. παλούκι (ειδικό) = γιδουκουρεύτρα = χοντρό παλούκι με διχάλα που το
χρησιμοποιούν για να κουρεύουν τα γίδια
3494. Παναγιά = Δέσποινα
3495. πανέμορφος = ζωγραφισμένος-ζουγραφσμένους σαν ζωγραφιά
3496. πανέξυπνος = τιτραπέρατους, τιτραπέρατος, ξουράφ
3497. πάνες = κουλόπανα = κομμάτια ύφασμα με τα οποία περιτυλίγουμε τα βρέφη.

552

3498. πανηγύρι = παν’γύρι = το τοπικό γλέντι
3499. πανί (ειδικό) = τσαντίλα = αραιό πανί με το οποίο στραγγίζουμε το γάλα και το

τυρί, τυρόπανο
3500. πανιά που τύλιγαν το βρέφος = σπάργανα
3501. πανικός = αντράλα
3502. πανσέληνος = γιόμ’σι του φιγγάρι
3503. παντελόνι (είδος) = μπουραζάνι = είδος παντελονιού από γιδίσιο μαλλί.
3504. παντελόνι (είδος) = πανουβράκι, μπουραζάνι = φαρδύ παντελόνι που

φοριούνταν πάνω απ τα ρούχα στο άρμεγμα
3505. παντελόνι (είδος) = τσαρτσίνα = παντελόνι μάλλινο
3506. παντελόνι ανδρικό (είδος) = μπαραζάνα, μπουραζάνα = αντρικό παντελόνι

χοντρό και φαρδύ για το άρμεγμα
3507. παντελόνια (είδος) = μπουτούρια = τα μαύρα παντελόνια των

Σαρακατσιαναίων της Θράκης.
3508. παντού = ουλούθι = από όλα τα μέρη, απο παντού
3509. παντρεύω το κορίτσι μου = δίνου κουρίτσι
3510. πάνω = απάν
3511. πάνω στο έδαφος = κατασάουρα
3512. πάνω στο σώμα = κατάσαρκα = το πρώτο ρούχο (κασκορσές = κατασάρκι)

ακριβώς πάνω στο κορμί
3513. πάνω στο χώμα = κατασάουρα
3514. πανωσάμαρα = πανουσάμαρα = επάνω στο σαμάρι και ανάμεσα από τις δυο

μεριές.
3515. πανωφόρι (είδος) = σιγκούνα και σιγκούνι = είδος χοντρού μάλλινου

πανωφοριού
3516. πανωφόρι = γκουζιόκα, γκουζόκα = πανωφόρι γυναικείο που φτάνει

εφαρμοστά μέχρι τη μέση.
3517. πανωφόρι μάλλινο(είδος) = ντουλαμάς

553

3518. παπαδοκόρη = παπαδουπούλα
3519. παπάρα (είδος) = ξιδοπάπαρα, τραπέτσι, ξιδοτριψάνα, ξιδότριψα = δροσιστικό

καλοκαιριάτικο πρόχειρο φαγητό που γίνεται με νερό, ξίδι, ζάχαρη και
μπουκιές από ψωμί.
3520. παπάρα (είδος) = τρίψα, τριψάνα = είδος παπάρας με τριμμένο ψωμί
(θρύμματα ψωμιού μέσα στο βρασμένο γάλα ή στον τραχανά).
3521. παπαρδέλας = πολυλογάς, φλύαρος, φαφλατάς
3522. παπαρούνα = παπαρούνα (Papaver rhoeas) = χορταρικό
που τα φύλλα και οι βλαστοί του βράζονται και τρώγονται
σκέτα ή με άλλα άγρια χόρτα. Τι χρησιμοποιούμε ακόμα σε
χορτόπιτες μαζί με άλλα μυρωδικά.
3523. πάπιας είδος = καραμπατάκι
3524. παπουτσάδες = τσαρ'χάδις = τεχνίτες που έφτιαχναν τα τσαρούχια.
3525. παπούτσια από δέρμα γουρουνιού = γρουνοτσάρχα
3526. παπούτσια βάζω = ποδαίνουμι = βάζω τα παπούτσια μου
3527. παπούτσια λαστιχένια = γκούμες
3528. παπούτσια φορώ σε κάποιον = ποδαίνω
3529. παπουτσια φορώ σε κάποιον άλλο = πουδένου = φοράω παπούτσια σε
κάποιον ή του τα εξασφαλίζω, -ουμι βάζω τα παπούτσια μου
3530. παππάρα = παππάρα = τριμμένο ψωμί σε γάλα, νερό, ή άλλο υγρό
3531. παππούς = παππούλς πάππους
3532. παρ’ όλα αυτά = μολαταύτα
3533. παρά = πέρι
3534. παραβάζω = παραβάνου = παραγεμίζω
3535. παράβαση (ορισμένου θρησκευτικού ή εκκλησιαστικού κανόνα) = αμαρτία,
ατυχία, αναποδιά, ταλαιπωρία, μη ενδεδειγμένη πράξη, όχι θεάρεστη πράξη

554

3536. παράγαμπρος, φίλος του γαμπρού = μπράτ’μους, μπράτ'μος ,μπράτιμος
σταυράδερφος = μπράτ'μος =
αδελφοποιτός ο [aδelfopitós] &
αδερφοποιτός αυτός που
συνδέεται με κάποιον με
δεσμούς αδελφοποίησης . Η
«σταυραδερφοσύνη», ή
αδελφοποίηση είναι θεσμός
του λαϊκού εθιμικού δικαίου. Η δημιουργία αδελφικού δεσμού στους
Σαρακατσάνους ήταν δυνατό έθιμο, που οι ρίζες του χάνονται στα βάθη των
αιώνων. Το έθιμο αυτό αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Ο δεσμός γινόταν μεταξύ ατόμων, που δεν είχαν συγγένεια αίματος, αλλά είχαν
ίδια θρησκεία και διέπονταν από ισόβια υποχρέωση αλληλοβοήθειας,
αλληλεγγύης και αυταπάρνησης. Ο τρόπος που γινόταν κάποιος
σταυραδερφός ήταν βασικά να χαραχτεί η φλέβα στο εσωτερικό του βραχίονα
και των δυο, που έχουν συμφωνήσει να αδελφοποιηθούν, και τέλος έπιναν
λίγο αίμα ο ένας από τον άλλο.

3537. παραγέρασε = παραγιέρασι = πολύ γέροντας
3538. παράγω εισοδήματα = μαξουλεύουμι
3539. παραέξω = παρόξου
3540. παράκαιρα = παράκιρα = σε ακατάλληλο χρόνο, πρόωρα , εκτός χρόνου
3541. παρακαλιτά = παρακάλια
3542. παρακατιανοί = γκιζουφάηδις = παραγκώμι Σαρακατσιαναίων, αυτοί που

τρώνε γκίζα, προϊόν κατώτερης ποιότητας.
3543. παρακατούλια = λίγο πιο κάτω.
3544. παρακάτω = πσουκάτ’, παρακατούλια = λίγο παρακάτω, λίγο πιο κάτω
3545. παρακούω = παρακούου = δεν ακούω σωστά
3546. παραληρώ = ξινουκρένου

555

3547. παραλία = ακρουθαλασσιά, ακρουγιάλια, ακρουπέλαου
3548. παράμερα = ανάμιρα = στην άκρη, σε ερημικό μέρος.
3549. παραμερίζω = αναμιράου, αναμεράου, αναμεράω = κάνω στην άκρη,

αφήνω τόπο να περάσει κάποιος: αναμέρα να πιράσουν τα πρότα.
3550. παραμέρισε = αναμέρα = κάνε στην άκρη, μέριασε
3551. παραμέρισμα = αναμέρ’σμα = έκανε στην άκρη
3552. παραμερίστε = μιριάστι, παραμιράτι
3553. παραμιλώ = ξινουκρένου = παραληρώ, λέω ακαταλαβίστικα.
3554. παραμονή στα χαμηλά = λάζιανη = παραμονή για λίγες μέρες στα

χαμηλώματα προτού να βγούν στα ψηλώματα, για ανασύνταξη
3555. παραμύθι = μουραπάς
3556. παραμύθια = μουραπάδις
3557. παράξενο μου φάνηκε = μ' παραξουφάν’κι = με παραξένεψε
3558. παράξενος = αγγιλουβαριμένους, αλλόκουτους, ιδιότροπος.
3559. παραπάνω = παραπάν, πσουπάν’ = λίγο πιο πάνω,
3560. παραπέρα = παρακείθι , παρέκει, παρέκι , πσουπέρα = πιο πέρα, πιο εκεί
3561. παραπίσω = παρακουντά =. μετά από λίγο
3562. παραπροψές = αντιπρουψές, παραπρουψές (τρία βράδια πριν).
3563. παρασέρνω = παραμαζώνω
3564. παρασήμαδο = με παραποιημένο σημάδι πάω να κλέψω αλλουνού ζώα
3565. παράσιτο = λιβίθρα = (σκουλίκη) του πεπτικού συστήματος
3566. παράσιτο (μικροσκοπικό έντομο) = ίλιγγας
3567. παρατάω = απαρατάου
3568. παρατηρητήριο σε δέντρο = δραγασιά
3569. παρατηρητήριο = αγνάντιου = η θέση από την οποία μπορώ να παρατηρώ
3570. παρατηρώ από μακριά = αγναντεύου, τηράου = παρατηρώ από ένα ψηλό

σημείο παρατηρώ κάτι , παρατηρώ κάτι από μακρινή απόσταση
3571. παρατηρώ από τη βίγλα = βιγλίζου = παραφυλάω, ερευνώ με το βλέμμα

556

3572. παραφέρομαι = ξιτσανίζου.
3573. παραφουσκωμένο = γατσόπ’λου = αυτός που παραφούσκωσε η κοιλιά του

από το πολύ φαγητό
3574. παρδαλά = λιαρά = ασπρόμαυρα γίδια,
3575. παρεμπόδισης = αλκότμα
3576. παρθενιά παίρνω = πιάνου κουρίτσι = διακορεύω.
3577. παροιμία = παραμία
3578. παρομοιάζω = προυσφέρου, ουδίζου
3579. πασπαλίζω = πασπατίζου, πισπιτίζου, πασπαλίζου = ρίχνω με την χούφτα

ραντίζοντας αραιά αλεύρι πάνω απ τα φύλλα της πίτας η λάδι η βούτυρο
3580. Πασχαλιά = Λαμπρή
3581. πατάτες = γκουργκόλια
3582. πατάω το τσακμάκι πολλές φορές να ανάψει = τσιακμακάου
3583. πατέρας = τατάς
3584. πατημασιά = πατ'σιά = ίχνος από το πέλμα,

(μτφ) η περπατησιά στη ζωή
3585. πατήσαμε (την) = ν΄μπά(τ)σαμαν
3586. πατησιά = πατ΄σια = η περπατησιά ,
3587. πατόκορφα = πατόκουρφα = από πάνω μέχρι κάτω ολόκληρο
3588. πάτος = πάτους = πυθμένας
3589. πατώνω = στρώνω το μαντρί με κλάρες και χόρτα για να κοιμούνται ζεστά τα

ζωντανά
3590. πάχνη (είδος) = τσιάφη = πάχνη που συνοδεύεται από πολύ κρύο, παγωμένη

πρωινή δροσιά που πάγωσε από ψύχος. Η λέξη είναι ομηρική «πάχνη».
3591. παχνί = κατασκευή στο στάβλο, εκεί που έτρωγαν τα ζώα
3592. παχνί για άλογα = ταβλάς
3593. παχνίζομαι = παχνιάζουμι = πέφτει επάνω μου πάχνη
3594. πάχος = χόντρους

557

3595. πάχος = ξύγκι
3596. παχουλός = κουρδουμπούλι, τσουπουτός = στρογγυλεμένος ή κάτι που είναι

στρογγυλεμένο.
3597. παχουλούτσικος = στρουμπουλούτς’κους
3598. παχύς πολύ άνθρωπος = κτούκι
3599. πάω το κοπάδι στο γρέκι για διανυκτέρευση = γρικιάζου
3600. πεδινά μέρη = χαμπλώματα = πεδιάδες που ξεχείμαζαν.
3601. πεζούλι (ειδικό) = πιζούλι, πεζούλι = τοιχάκι έξω από το κονάκι
3602. πεθαίνω = χάνουμι, σφαλίζου τα μάτια (μτφ.).
3603. πεθαίνω στην πείνα και δίψα = λιμάζω = επιθυμώ κάτι για φαΐ σφόδρα που

τρέχουν τα σάλια μου, λιμόσο = πεινασμένος, αχόρταγος. Η λέξη είναι
ομηρική: «δίψα τε και λιμός = δίψα και πείνα», Ιλιάς Τ, 166)
3604. πεθυμιά = αποθυμιά = (ομηρικό «αποθύμια»).
3605. πείνα = λιμούρα, λμούρα = μεγάλη
3606. πείνα μεγάλη = λίμα, λόρδα Η λέξη είναι ομηρική: «δίψα τε και λιμός = δίψα
και πείνα», Ιλιάς Τ, 166)
3607. πείνασα πάρα πολύ = ψουμουλύσασα = λύσαω για ψωμί, πειναλέος, πολύ
νηστικός
3608. πεινασμένος = λιμάρς αχόρταγος.
3609. πεινάω πάρα πολύ = μι θιριόκουψι η πείνα
3610. πειράζω = ξαγκλίζου, -ω
3611. πειράζω = τσιγκλώ = προκαλώ,
3612. πεισμώνω = πεισμώνου = πεισματώνω
3613. πελαγώνω = πιλαγώνου = τα χάνω,
3614. πελαργός = λέλικας
3615. πελεκούδια = πιλικούδια = αποκόμματα από ξύλο λεπτά και μακριά.
3616. Πέμπτη = Πέφτη
3617. Πέμπτη που χάνεται το φεγγάρι = χασουπέφτη

558

3618. πενθώ = λιρουφορώ
3619. πεντάξενος ,-η, -ο = παντάξινους, -η, -ου = τελείως άγνωστος
3620. πεντόβολα = πεντόβολα = παιχνίδι με πέντε βώλους
3621. πέος = ματσκάρι, ματσακλάρι
3622. πέος = νεύρου, κατσαρέλα, κατσαρή, πουτσαρέλα
3623. πέος περιπαιχτικά = ματζαφλάρι
3624. πέπλο (είδος) = κούκλους, μαγνάδι = κάλυμμα για το πρόσωπο της νύφης που

μοιάζει με πέπλο.
3625. πεπόνι = καλόνι, καόνι, καβούνι
3626. πεπρωμένο = γραφτό = μοίρα
3627. πέρασε η ώρα = πήρι η ώρα
3628. πέρασμα = διάβα, ντίρα = πορεία, ανθρώπων και ζωντανών, η στράτα των

χειμαδιών
3629. πέρασμα = μπουγάζι = μπουγάζι, μπογάζι , μπογάζ, μπογάζ, πογάζ, πόρος,

στενό(άνοιγμα που φέρνει αέρα), λαρύγγι,
λάρυγγας, άρουγκα, βάραγκας, βούρκουρας,
βρόκος, βρόχος, γαργαλιάνους, γαρδελάνος
από το boğaz
3630. περδικάκι = πιρδικάκι = λουλούδι με πολλές
αλεργίες
3631. περδουκλώνω = πιδουκλώνου = δένω με μια
μικρή τριχιά τα ζώα για να μη φεύγουν μακριά και κυρίως τη νύχτα.
3632. περηφανεύομαι χωρίς ντροπή = κουρδαρίζουμι
3633. περηφάνια = βζούλα = λεβεντιά.
3634. περηφάνια = καμάρι = έπαρση, αυταρέσκεια, κόρδωμα
3635. περήφανος = σταυρό στ' μπάλα
3636. περιδέραιο = αλύσια = αλυσιδωτά κοσμήματα, ασημένια περιδέραια

559

3637. περιδέραιο = γιουρντάνι = κολιέ, κολιές, μπουρλιά, χαρχάλι, γιορντάνι,
γιουρντάνι, γιορνταναλίκι, λαιμαριά, λεμαργιά, λιμαριά

3638. περιθάλπω = γιατρουκουμάου = περιθάλπω άρρωστο ή άρρωστο ζώο
3639. περικάρπιο = ζγαρόνι = μανίκι εφαρμοστό στον καρπό του χεριού
3640. περιλαβαίνω κάποιον = καταχειριάζου
3641. περιλαίμια (σκύλου) = χανάκα= περιλαίμιο στα σκυλιά που έχει πάνω του

καρφωμένα μεταλλικά καρφιά για προστασία απ τα άγρια ζώα
3642. περιμάζεψε = σύμμασι
3643. περίμενε = νταϊάντα = στηρίξου, κράτα άμυνα, αντιστάσου
3644. περιμένω = καρτιρού = προσδοκώ
3645. περίοδος γεμίσματος του φεγγαριού = φέξη
3646. περίοδος γέννας = γιέννους = περίοδος που γεννάνε τα πρόβατα.
3647. περιορισμένο μέρος στο λιβάδι για βόσκηση = απουλ’σιά, = βοσκή μιας μέρας

σε μέρος του λιβαδιού
3648. περιουσία κτηνοτρόφου = βιός
3649. περίπατος = σιργιάνι, σιριάνι
3650. περιπλάνηση = γκιζέρ’μα
3651. περιπλανιέμαι = π’λαλού = τρέχω, περπατάω γρήγορα και συνέχεια,
3652. περιπλανώμαι = γκιζεράου, γκιζιράου
3653. περιποίηση = τιμάρεμα φροντίδα μτφ. ο ξυλοδαρμός.
3654. περιποιούμαι = τιμαρεύω = μτφ. δέρνω
3655. περιποιούμαι κάποιον με ιδιαίτερη φροντίδα σαν μανάρι = μαναρίζου
3656. περιποιούμαι τα γίδια = φκιάνου τα γίδια = τακτοποιώ,
3657. περίπου = αντικιαστά = στα τυφλά, στο περίπου
3658. περίπου, εκεί κοντά = πίσου μπρουστά
3659. περισσότερο = πιότιρου, πιρσσότερου
3660. περισσότερος, - η, -ο = πλιότιρους, -η, -ου

560

3661. περιστροφή = γυρβουλιά, γυροβουλιά = κυκλική κίνηση. περιστροφή γύρω-
γύρω από τον άξονα του σώματος, αλλα γύρω-γύρω και από κάτι σταθερό,
ολόγυρά μας

3662. περιφρονημένα = καταφρουνιμένα = αυτά που μας προκαλούν λύπη
3663. περνάει η εποχή των χορταριών = στρίβουν τα χουρτάρια = ξεραίνονται
3664. περνάω = αραδίζου = διαβαίνω μέσα από ξένο κτήμα για να πάω στο δικό

μου,
3665. περνάω = πιρνάου
3666. περνάω ευχάριστα την ώρα μου = ξαχλυάζου
3667. περνάω στην άλλη πλευρά του βουνού = σκαπετάου = γέρνω στη ράχη απ

την άλλη μεριά, χάνομαι πίσω απ την κορυφή
3668. περνάω τα φλόκια = φλουκιάζου
3669. περνάω την άνοιξή μου συνήθως σε ορεινό μέρος = ξανοιξιάζου
3670. περνάω την ζωή μου = πιρνάου
3671. περνάω την ζωή μου = πουρεύου
3672. περπάτα γρήγορα = πλάλα
3673. περπατάω νύχτα περνώντας από κάπου = νυχτοδιαβαίνω = περνάω νύχτα,
3674. περπατάω στα τέσσερα = μπουσλάου
3675. περπάτημα (τρόπος) = π’λάλ’μα = ασταμάτητο περπάτημα σε ρυθμό

τρεξίματος, γρήγορο τρέξιμο
3676. περπάτημα ασταμάτητο = π’λαλ’το
3677. περπατησιά = πιρπατ’σιά
3678. περσινός = πιρσ'νός
3679. πέταλα στη σόλα = γάτις
3680. πεταλούδα = φλέτρα
3681. πεταλώνω = καλγώνου, καλιγώνου
3682. πεταλωτής = αλμπάνης , καλιγωτής αλλά και αδέξιος, άπειρος.

561

3683. πετάω = φλιτράου = (φλιτούρξα = πέταξα), φτερουγίζω, πετάω ανάλαφρα από
χαρά

3684. πετούμενα = πιτούμινα = τα πουλιά που πετάνε
3685. πέτρα είδος = αμάδα
3686. πέτρα = λθάρι
3687. πέτρα (είδος) = πλάκα = μεγάλη επίπεδη πέτρα ( στις αλαταριές), σύνολο

από τα έξοδα της στάνης
3688. πέτρα (είδος) = στουρνάρι = σκληρή πέτρα από χαλαζία, ο αγράμματος,

πυρόλιθος που τον χτυπάμε με τον
πρυόβολο και ανάβουμε την ίσκα από
τις σπίθες που βγάζειστουρνάρι.
Παράγεται από το ρήμα «στόρνυμι» ή
«στορέννυμι» (μεσαιωνική λέξη «στόρνυμαι» =εξομαλύνω). Από το ρήμα
αυτό παράγεται και το «στορύνη» (=χειρουργικό εργαλείο με οξεία αιχμή) και
η λέξη «στορεύς –έως» (= παραγωγή πυρός με την τριβή).
3689. πέτρα μεγάλη = τσουγκάνι, κουτρόνα, στούρνα
3690. πετραδάκια = λιανουλίθαρα = πετρούλες,
3691. πέτρες που κάθονται οι αρμεχτάδες = στρουγκόλια, στρουγκουλίθια
3692. πετρίτης = πιτρίτ’ς = είδος γερακιού των βράχων το πιο γρήγορο
3693. πετροβολώ = πιτρουβουλάου, λ'θουβουλού = πετάω πέτρες
3694. πετροβούνι = πιτρουβούνι = βραχώδες και γυμνό βουνό
3695. πετρογέφυρα = πιτρουγέφυρα = πέτρινο γεφύρι
3696. πετροπέρδικα = πιτρουπέρδικα = πέρδικα που ζει στα βραχώδη μέρη.
3697. πετρούλα = λθαράκι,
3698. πετσέτα = πιτσέτα
3699. πετσέτα στο λαιμό κεντητή = τραχ’λιά
3700. πετσί = ψίδι = του κομμάτι από αργασμένο πετσί
3701. πετσοκόβω = πιτσουκόβου

562

3702. πετσώνω = μπαλώνω (το μαντρί, τα παπούτσια κλπ), καρπαζώνω, σφαλιαρίζω
3703. πέτυχα κάποιον τυχαία κάπου = έμπλαξα
3704. πετυχαίνω = πιτχαίνου
3705. πηγάδι = μπγάδ = πιάδι, πγαδ, πιάι, μπγιάδι, μπναρ, αραβανίκος, κάργιο,

πούσι, σαρνίτσι, σιρτός, φλετρό
3706. πηγαιμός = πάημα
3707. πήγαινε = σύρε, σύρι
3708. πήγαινε = αϊντι
3709. πήγαινε έλα = αράδιασμα
3710. πήγαινε πιο πέρα = κάνι σιαπέρα
3711. πηγαίνεται = αντέστε & άντεστε = άντε, για παρακίνηση, προτροπή που

απευθύνεται σε πολλούς
3712. πηγαινοέρχομαι = παραραδιάζου = πάω και έρχομαι
3713. πηγαινοέρχομαιi = αραδιάζου = ψάχνω, λέω συνέχεια κάτι , περπατάω,
3714. πηγαίνω = πααίνου
3715. πηγαίνω = παένου
3716. πηγαίνω μισθωτός τσομπάνος = ρουιάζουμι
3717. πηγαίνω στην άκρη = ξακρίζου
3718. πηγαίνω το κοπάδι για βοσκή. στο βαρκό = βαρκώνου
3719. πηγή = ανάβρα = πηγή νερού.
3720. πηγή = γλαβάνι = αρχή από ρέμα.
3721. πήδατο = δρασκέλατο = πήδηξε το,
3722. πηδάω = αμπ’δάου
3723. πήδημα = αμπήδ’μα
3724. πήδημα η σεξουαλική επαφή = βάτιμα
3725. πήδηξα = αμπήδσα
3726. πήδηξε = αμπήδηξε = αμπήδησε (ομηρικό «αμπήδησε», από το ρήμα

(δωρικός τύπος) «αναπηδάω»). Ιλιάδα Λ. 379)

563

3727. πηδηχτός = αμπ’δηχτός , χορός με πηδήματα όπως ο τσάμικος
3728. πήρα ( ετσιθελικά) = έζαψα (ζαπώνω) = το έκανα δικό μου, έφαγα πολύ ή

ήπια
3729. πήρα δρόμο έφυγα = λάκσα
3730. πήρε πέρα = λάξι = το έβαλε στα πόδια, την κοπάνησε,
3731. πήρε το γάλα πίσω το ζώο γιατί δεν το αρμέξαμε = χώνιψι η πρατίνα
3732. πιάνομαι (από αρρώστια) = δραγκώνουμι = αρρωσταίνω και άλλες φορές

κουτσαίνομαι, «πιάνομαι» από τα πόδια και άλλες φορές χάνω την όρασή μου
3733. πιάνω προζύμια = πιάνου προυζύμια = αρχίζω το γάμο φτιάχνοντας το

προζύμι για την κουλύρα
3734. πιάνω το νερό = πιάνου του νιρό = δημιουργώ βρύση με το νερό που

αναβλύζει και χάνετε οδηγώντας το σε συγκεκριμένο μέρος
3735. πιάστηκαν τα πόδια μου
3736. πιάστηκε ο γάμος = = πιάνουμι
3737. πιάτα (τα μεταλλικά) = λιγκιέρια
3738. πιάτο ξύλινο βαθύ = καυκί, καυκιά = ξύλινο σκεύος φύλαξης και μεταφοράς

υγρού, τυριού, γαλοτυριού, κτλ. τόπος που έχει το σχήμα της καυκιάς
(λεκάνης), ξύλινη κούπα για το αλεύρι
3739. πιάτο ρηχό = απλάδα = χαλκωματένιο πολύ ρηχό πιάτο, σχεδόν επίπεδο, που
το χρησιμοποιούμε και για κέρασμα
3740. πιάτο. βαθουλό = λίμπα
3741. πιάτου(είδος) = λιγγέρι
3742. πιγούνι = τσιαούλι =. αυτός που μιλάει ασταμάτητα
3743. πιέζεις = ζμπάς = σπρώχνεις
3744. πιέζω = ζμπάω = σπρώχνω, πατάω δυνατά
3745. πιέζω κάποιον = βιάζου = πιέζω κάποιον να κινηθεί πιο γρήγορα, πιέζω
κάποιον να κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του
3746. πιθαμή = πθαμή = παλάμη

564

3747. πιθαμή = απθαμή = μονάδα μήκους (το μήκος της πιθαμής)
3748. πιθάρι. = γκίρνα = ανοιχτό δοχείο
3749. πικράθηκα = φαρμακώθκα
3750. πικραίνομαι = γιεύουμι = παιδεύομαι, ταλαιπωρούμαι,
3751. πικραμένος = φαρμακομένους
3752. πινακωτή = πινακωτή = κατασκευή με χωρίσματα για το ζυμωμένο ψωμί
3753. πίνω ή τρώω λαίμαργα = στουμπάω
3754. πιο δίπλα = απέκει = λίγο πιο δίπλα, πιο πέρα, μετά απο
3755. πιο εδώ = παρέδου, παραδώθι = πιο κοντά
3756. πιο καλός = καμακαλύτιρους = καλύτερος από όλους
3757. πιο κρύος = κρυότιρους
3758. πιο μπροστά = σιαμπρουστά = λίγο πιο μπροστά, το καραβάνι γερόντων

παιδιών που κίναγε πρωτύτερα
3759. πιο πάνω = παραπάν
3760. πιο πέρα = παραπέρα = λίγο πιο πέρα.
3761. πιο πίσω = παραπίσου, ξιαπίσου, σιαπίσου = πίσω πίσω
3762. πιο σιγά = απαγάλια
3763. πίπα = σ’πσί
3764. πιπερώνω = πιπιρώνου = ρίχνω πιπέρι
3765. πιρούνι =. πιρούλι
3766. πιρώνουμι = ζεσταίνομαι
3767. πιστόλι = κουμπούρι, κουμπούρα, ρουβόλι, μπιστόλα, μπιστόλι, μπιστιόλα =

απ το Ιταλικό pistola
3768. πίσω μέρος κοπαδιού = κουντνέλα, πισ’νέλα = τελευταία πρόβατα του

κοπαδιού ή τελευταίοι άνθρωποι στο καραβάνι.
3769. πίσω πίσω (στο ζώο κυρίως για φόρτωμα) = πσώκουλα
3770. πίσω στα καπούλια = πισουκάπ’λα

565

3771. πίτα (είδος) = κουλυρόπ’τα, κουλυρή = είδος πίτας, πίτα που τα φύλλα τα
τυλίγουμε κυλινδρικά (ρολό) και τα βάνουμε στο ταψί.

3772. πίτα (είδος) = κουσ’μαρόπ’τα = πίτα που γίνεται με κουσμάρι
3773. πίτα (είδος) = πτουγαλόπ’τα = πίτα που γίνεται με πτοόγαλο (β.λεξη)
3774. πίτα (είδος) = στριφτόπ’τα, στριφτή = πίτα με φύλλα που ανοίγουν στο

χέρι(χωρίς πέτρα) και τοποθετούνται στο κέντρο του ταψιού και ωθούνται
προς τα άκρα.
3775. πίτα (είδος) = χλουρόπ’τα = πίτα με βάση φρέσκο τυρί.
3776. πίτα (είδος) = βουστ’νόπ’τα = πίτα που γίνεται με κλωτσοτύρι με βουστίνα
3777. πίτα (είδος) = ψαρόπ’τα = η πίτα που οφείλει το όνομά της στο οτι η
τοποθέτηση των επί μέρους κομματιών της μέσα στο ταψί έχει τη μορφή
ψαριών
3778. πίτα (είδος) = σταχτόκλουρα = ζυμαρόπιτα ψημένη στην στάχτη της βάτρας
3779. πίτα (είδος) = τραχανόπτα = πίτα από , τραχανόπιτα
3780. πίτα καλαμποκίσια = πλατσίντα, μπλατσίντα
3781. πίτα με κρέας = κριασόπ’τα
3782. πίτα με φύλλα = πετρόπ’τα, πιτρόπ'τα
3783. πίτα μετά την κηδεία = παρηγουριά
3784. πίτα πρωτοχρονιάς = γκουγκβάλα = η
πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα, από
ψίχουλα ψωμιού και τρίμματα τυριού
3785. πίτα πρωτοχρονιάτικη, βασιλόπιτα = μπουκ’βάλα
3786. πίτα(είδος) = μπλανό, μπλαστό = είδος από ζυμαρόπιτα που γίνεται με
καλαμποκίσιο αλεύρι και με λάχανα
3787. πίτας (είδος) = κουλιρόπτ'τα
3788. πίτας είδος = κλικόπ’τα
3789. πίτας είδος = μουντζουτή
3790. πίτας είδος = πιταχτή

566

3791. πίτας κομμάτι = φιλί = κομμάτι από την πίτα.
3792. πίτας παρασκευή (τραγάνιστή) = ψχανιάζου = αφήνω την πίτα κουπωμένη για

να γένη πιο τραγανή
3793. πλαγιά = πλαϊά
3794. πλαγιά (ειδική) = σάρα = απότομη πλαγιά γεμάτη πέτρες και χαλίκια και χωρίς

ιδιαίτερη βλάστηση, γκρεμός
(πιθανή προέλευση του ονόματος
των Σαρακατσάνων καθώς τα
ονοματα πήγαζαν από τα
χαρακτηριστικά διαβίωσης της
περιοχής των διαφόρων ομάδων.
Σάρα = γκρεμός, κάσι = μεγάλος βράχος, ανος = δηλωτικό προέλευσης
ΣΑΡΑΚΑΣΙΑΝΟΣ, ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΣ
3795. πλαγιά με απότομη κλίση = τσακ’στός τόπους
3796. πλαγιαστά = ριβά = όχι ίσια κατά το περπάτημα.
3797. πλαγιές = πλάια = πλάγια
3798. πλάκα απο τυρί (ειδική) = μπλάνα = κομμάτι τυρί που έχει σχήμα απ την
τσαντήλα αφού κοπεί, χωμάτινος σβόλος Από το ρήμα «πλάσσω» = πλάθω,
δίνω σχήμα σε κάτι.
3799. πλακούντας = κτάρι = το ύστερο των ζώων
3800. πλάκωμα στο ξύλο = πίστρουμα
3801. πλάκωμα στο φαϊ = πίστρουμα
3802. πλακώνω = μπλαστρώνω = καλύπτω
3803. πλανεύω = πλανεύου = παραπλανώ, απατώ
3804. πλάνος = πλάνους = αυτός που παραπλανεί, ξεγελάει, δημιουργεί ψεύτικες
προσδοκίες ή ψευδαισθήσεις
3805. πλαντάζω = πλαντάζου = σκάω από το κλάμα, σκάω από το κακό μου,
στενοχωριέμαι πολύ.

567

3806. πλαντάζω στο κλάμα = γκανιάζου
3807. πλάνταξα = έσκασα απ' το κλάμα
3808. πλάστης (εργαλείο κουζίνας) = πλάστ’ς, μπλάστρ'ς = ξύλινη ράβδος για να

πλάθουμε τα φύλλα από τις πίτες, πλάστης
3809. πλάτη = ζαλίκκα
3810. πλάτη = ράχη = η πλάτη (του ανθρώπου), η πλάτη του βουνού (οριογραμμή)

. Ομηρική λέξη «ράχις».
3811. πλάτη από το άλογο = ραχιά
3812. πλάτη μεγάλη = πλαταριά
3813. πλατσουρίζω = πλατσιανάου, μπλατσιανάω = παίζω με τα νερά,

τσαλαβουτάω.
3814. πλατσουρίζω = μπλατσανάω = κάνω μπάνιο σε ρηχά νερά
3815. πλάτωμα = πλάτουμα = πλατύς και ανοιχτός χώρος.
3816. πλεγμένα έντερα για το κοκορέτσι = χουρδή, χουρδιά
3817. πλέκω = πλέου
3818. πλέκω αραιά = αριουπλέκου
3819. πλεκω με καλδιά = κλαρώνου = πλέκω με κλαριά το σκελετό του

καλυβιού.εκφ. κλάρουσι του κουπάδι = στρώθηκε στη βοσκή και τρώει κλαρί
3820. πλέκω με κλαδιά = φαρσώνου
3821. πλενω το πρόσωπο = ανύβουμι = νύβομαι
3822. πλένω το πρόσωπό μου με νερό = .νίβουμι = βυζ. Νίψον ανομήματα μη

μόναν όψιν"
3823. πλέξιμο (τρόπος) = μέρτζα = με το τσιγκελάκι ,που είναι σα δαντέλα, πάνω στο

πουκάμισο ή σε άλλο ρούχο.
3824. πλεξούδα = πλιξάνα = πλεξούδα των γυναικείων μαλλιών, κοτσίδα
3825. πλεξούδα = κουσάνα
3826. πλεξούδες = πλιξίδια, πλιξούδις
3827. πλευρά = παΐδια

568

3828. πλευρές του στήθους στο ύψος της καρδιάς = ψ’χουκόκκαλα
3829. πλευριτώνω = πλευριτώνου = κρυώνω πολύ, αρρωσταίνω από πλευρίτη.
3830. πληγή = πληγή. Ομηρική λέξη «πληγή». Ιλιάς Ο, 17
3831. πληθαίνουν = χ’λιάζουν = γίνονται χιλιάδες,
3832. πλήθος κόσμου = κουσμούρα
3833. πλήρες = ντίγκα
3834. πλήρες = ντίγκα
3835. πληρωμή του μυλωνά σε είδος = ξάι
3836. πληρωμή του τσομπάνου χωρίς φαγητό = ξικουπή, ρόγα εξ ου και ρόγιασμα
3837. πλησιάζω = κουντεύου
3838. πλησιάζω = ζγώνω
3839. πλησιάζω = σιμώνου, σμώνου
3840. πλιάτσικο = αλιμούρα = αρπαγή, λεηλασία
3841. πλιγούρι = μπλιγούρι = φτωχικό φαγητό που παρασκευάζεται από βρασμένο

σιτάρι.
3842. πλουσιοκόριτσο = αρχουντουδυχατέρα
3843. πλούσιος = αρχουντικός
3844. πλούσιος = ιχούμινους = βασταζούμενος, αυτός που έχει μεγάλη περιουσία,

πολύ βιό,
3845. πλούσιος απ τήν πόλη = μιγαλουσιάνους, πρωτευουσιάνους
3846. πλούσιος. = βαστούμινους, -η, -ου
3847. πλουταίνω = πλουταίνου = γίνομαι πλούσιος
3848. πλουτίζω = καζαντίζου
3849. πλύσιμο = πλύμα
3850. πλυσιμο με δύο κόπανους = διπλουκουπανιά = χτύπημα των ρούχων που

πλένω με δυο κόπανους, εναλλάξ
3851. πλύσιμο ρούχων με κόπανο = κουπανίζου = χτυπάω τα ρούχα που πλένω με

τον κόπανο.

569

3852. πλύσιμο ρούχων με κόπανο(ξύλινο εργαλείο) = λιφκουκουπανάου = πλένω τα
ρούχα με τον κόπανο για, να γίνουν άσπρα

3853. πλύσου = νίψ
3854. πλυσταριό (ποταμιού) =

ζιουματαριά = μέρος που πλένω τα
υφάσματα στο ποτάμι.
αγριοφουντουκιά = λιφτουκαρυά =
κόρυλος, Corylus avellana L.Ανήκει
στην οικογένεια των Βετουλιδών
(Betulaceae). Μεγάλος θάμνος ή δενδράκι, η γνωστή φουντουκιά σε άγρια
μορφή, που το ύψος του δεν ξεπερνά συνήθως τα 5 μέτρα. Έχει φύλλα ωοειδή,
σχεδόν στρογγυλά, μυτερά στην άκρη, τριχωτά με περιφέρεια οδοντωτή και
οδόντες χωρισμένους σε μικρά δοντάκια. Τα αρσενικά άνθη βγαίνουν πολλά
μαζί σε κρεμαστούς ίουλους που το χειμώνα δίνουν μια ξεχωριστή
καλλωπιστική αξία στο φυτό. Τα θηλυκά βγαίνουν 2-5 μαζί. Οι καρποί είναι τα
φουντούκια, που το καθένα τους είναι κλεισμένο σ’ ένα πράσινο κύπελλο. Το
κύπελλο σκεπάζει ολόκληρο το καρπό εκτός του πάνω μέρους και έχει χείλη
οδοντωτά ή σχισμένα σε πολλά τμήματα.
3855. πλυσταριό = καζαναριό
3856. πνευμόνι = πλιμόνι
3857. πνίγηκα = απουμόθκα , καρκόθκα, γκουρλώθκα = έπαθα ασφυξία, έχω
δύσπνοια
3858. πνίγομαι = καρκώνουμι, απομόνουμι = μου αποφράχτηκε ο φάρυγγας, δεν
μπορώ να καταπιώ
3859. πνίγω = καρυδώνω (θα τουν καρυδώσου)
3860. πνίξημο = κάρκουμα
3861. ποδαράτος = πουδαράτους = αυτός που προχωράει με τα πόδια.
3862. ποδάρι, μπατζάκι = μπουτζνάρι, μπουτσνάρι

570

3863. πόδι ειδικό = πουδάρι = το μάζεμα του φίνου μαλλιού γύρω από τη γροθιά
για να πάρει το σχήμα κουβαριού και να το βάλλουμε στη ρόκα για να το
γνέσουμε

3864. πόδι = αρίδα = η κνήμη κυριολεκτικά, κοντούλης άνθρωπος
3865. πόδι αδύνατο και μακρύ = κλιτσνάρι
3866. πόδια = δουξάρια
3867. ποδιά = πουδιά = τραχηλιά
3868. ποδιά (είδος) = παναούλα = σαρακατσάνικη, μικρή τραπεζιόσχημη ποδιά,

που φοριέται χαμηλά και δεν εξυπηρετεί κανένα πρακτικό σκοπό. Είναι
φτιαγμένη από κόκκινο σαγιάκι, σκουτί,
κανονικά αόρατο στην καλή της όψη, και
πλαισιώνεται από μαύρα κορδόνια,
συρραμμένα μεταξύ τους. Το πλαίσιο διχοτομεί
κατά πλάτος διακοσμητική σειρά από πλεγμένο
μαύρο κορδόνι που διακόπτεται, στις γωνίες και
τις πλευρές, από χρυσά και ασημένια γαϊτάνια τυλιγμένα σε μικρές θηλιές.
Ασημένιο γαλόνι με ζιγκ-ζαγκ οριοθετεί ένα πρώτο εσωτερικό τραπέζιο.
Χρυσό γαλόνι με κροσωτή απόληξη διαγράφει το μικρό, εσωτερικό τραπέζιο.
Μαύρα, συρραμμένα κορδόνια διαχωρίζουν τα τραπέζια μεταξύ τους.
Κεντημένα με αλυσιδίτσα εμφανίζονται τρία κυκλικά σχήματα και η αρχή ενός
τέταρτου, που γεμίζουν με ομόκεντρους κύκλους και συνδέονται μεταξύ τους
σε κατακόρυφη διάταξη. Λευκό χρώμα ζωγραφίζει το ακτινωτό κέντρο τους, το
περίγραμμα και τις συνδέσεις τους. Ο δεύτερος από επάνω απλώνεται και
προς οριζόντιες συνδέσεις ενώ, όπως και ο αφανής τελευταίος, εξαίρεται με
μικρές πινελιές που αναδεικνύουν το περίγραμμά του. Και οι δύο
καταλαμβάνουν το κέντρο ρόμβων που δεν φαίνονται ολόκληροι. Τα
ενδιάμεσα διάχωρα γεμίζουν με μικρά σχήματα γεωμετρικής έμπνευσης και
την πολυχρωμία του κεντήματος φτιάχνουν το βυσσινί, το πράσινο, το

571

κεραμιδί και το άσπρο. Μαύρο κορδόνι ρελιάζει την επάνω πλευρά της ποδιάς
και τις πλαϊνές ως πριν από τα μισά τους. Την υπόλοιπη ποδιά στολίζει μαύρο
γαϊτάνι τυλιγμένο σε θηλίτσες. Στις πίσω γωνίες της επάνω πλευράς έχει
στερεωθεί από μια μακριά, μάλλινη κορδέλα.(περιγραφή στη σελίδα του
λυκείου Ελληνιδων.)
3869. ποδιά (είδος) = σκαρνουτή = ποδιά με παραστάσεις λουλουδιών, φυτών,
δένδρων που τη φοράνε οι γυναίκες στις ανοιξιάτικες μετακινήσεις.
3870. ποδιά γυναικεία για ζύμωμα = ζυμουπόδια
3871. πόδια μακριά = κλιτσ’νάρια
3872. ποδοβολητό = πουδουβουλή, πουδουβουλτό = κρότος που προέρχεται από το
βάδισμα πολλών ανθρώπων ή ζώων
3873. πόζα = μπόζα = η πόζα στην φωτογραφία το στήσιμο από το Ιταλικό posa
3874. ποικιλόχρωμος γίνομαι = παρδαλαίνου = γίνομαι παρδαλός,
3875. πολεμιστής = πουλιμ'στής =. Ομηρική λέξη «πολεμιστής», μαχητής. Ιλιάς Κ,
549
3876. πόλεμος = πόλιμους. Ομηρική λέξη «πόλεμος». Ιλιάς Α, 492 και παντού
3877. πόλη = χώρα
3878. Πολίτες = Πουλίτις = οι Σαρακατσιαναίοι που ξεχειμάζαν στη Α. Θράκη και
στα μέρη κοντά στην Πόλη
3879. πολίτης (καταγωγή) = πουλίτ’ς = άνθρωπος από πόλη
3880. πολύ γρήγορα = χέρι-χέρι
3881. πολύ καθαρή = γαλάρια
3882. πολύ καλός = χιλιουκαλώς = εξαίσιος με τα χίλια τα καλά
3883. πολύ λίγο = τρίμα
3884. πολύ μεγάλος = χιλιότρανους
3885. πολύ όμορφος/η = γραμμένους/η = ζωγραφιστός
3886. πολύ σπουδαίος = χιλιότρανους
3887. πολυαγαπημένος = πουλυαγαπημένους = πάρα πολύ αγαπημένος

572

3888. πολυαγαπημένος = ακριβός, μονάκριβος =
3889. πολυλογάς = σαλαούρας, μασλάτας
3890. πολυλογού = μασλάτου
3891. πολυμήχανος = σβόιρας = αυτός που στροφάρει το μυαλό του, πανέξυπνος,
3892. πολυστολισμένος = βαρυξουμπλιασμένους = με πολλά σχέδια
3893. πολύτιμος = μαργαριταρένιους, -α, -ου = από μαργαριτάρι ,
3894. πολυχρονίζω = πουλυχρουνίζου = εύχομαι χρόνια πολλά
3895. πολύχρωμος, -η, -ο = παρδαλός, -ή, -ό
3896. πονάει η κοιλιά = πουνάει η καρδιά = έχω στομαχόπονο
3897. πονηριά = διαουλιά = πανουργία, πονηρή πράξη, συκοφαντία
3898. πονηρός, -η, -ο = πόνηρους, -η, -ου
3899. πονοκέφαλος = κιφαλαριά
3900. πόνος = κιντέρι = αλλα και μικρό χαλάκι
3901. πόνος στην κοιλιά = σφάξμου, σφαϊό
3902. πόνος, οξύς = σουφλιά
3903. πορεύω = πουρεύου = τα βγάζω πέρα,
3904. πορεύω = πουρεύου
3905. πόρνη = παρδαλή
3906. πόρπη = πόρπη = αγράφα στην ζώνη. Ομηρική

λέξη «πόρπη». Ιλιάς
3907. πόρπη γυναικεία = κουμπουθλιά
3908. πόρπη(είδος) = γκουμπές = ασημένια πόρπη που βάνουν οι γυναίκες στη

μέση τους και πάνω από το ζωνάρι.
3909. πόρτα = αμπουριά = πόρτα από το μαντρί
3910. πόρτα (ειδική) = γιδαμπουριά = πόρτα από το γιδομάντρι
3911. πόρτα = μπόρτα = από το Λατινικό porta

573

3912. πόρτα = ρούγα αυλή και κατ΄ επέκταση η καλύβα, ο μαχαλάς, γειτονιά , ο
δρόμος, η πλατεία. ρούγα, δρόμος πόλης. Ομηρική λέξη «ρωξ – ρωγός»,
στενωπός. Οδύσσεια χ, 143

3913. πόρτα βοηθητική = παραπορτούλα
3914. πόρτα καλύβας = λισιά, λυσιά
3915. πορτοκάλια = πουρδουκάλια, πιρδικάλια
3916. πορτούλα (της στρούγκας) = θυρουστόμι
3917. πορτοφόλι = σακούλα, μπαλασκόνι =. θήκη για να βάζω χρήματα
3918. πορτοφόλι = τζιουλμπένι
3919. πορτόφυλλο = λυσιά = πόρτα από το κονάκι
3920. ποστίς = ξινουμάλλια = πρόσθετα μαλλιά πάνω στα φυσικά,
3921. ποτάμι = ντερές, τουρκ.
3922. ποταμιά = πουταμιά = περιοχή γύρω από το ποτάμι
3923. ποταμός = πόταμους
3924. ποταμών συμβολή = σμίξη
3925. ποτέ = πουτές
3926. πότε; = πότις
3927. ποτήρι = τσκάλι
3928. ποτήρι = μαστραπάς
3929. ποτήρι = τσ’κάλι
3930. ποτήρι για ρακί = ρακουπότ’ρου
3931. ποτίστρα = ποτ'στής = το μέρος που ήταν κατάλληλο να ποτιστούν τα ζώα σε

ρέμα, ποτάμι, λίμνη κ.α
3932. ποτίστρα(είδος) = κανάλι, κάναλους = σκαμμένος κορμός από δέντρο στον

οποίο τρέχει νερό για τα ζώα
3933. πουκάμισο = κάμσου
3934. πουκάμισο (ειδικό) = κοντό = το ανδρικό πουκάμισο που φτάνει ως την μέση

574

3935. πουκάμισο (είδος) = κουντό = πουκάμισο της αντρικής φορεσιάς που είναι
κοντό και φτάνει μέχρι τη μέση και δεν έχει γιακάδες,

3936. πουκάμισο = πουκάμ’σου, κάμσου = κομμάτι της σαρακατσιάνικης φορεσιάς.
3937. πουκάμισο στη γυναικεία φορεσιά = καμπρί
3938. πουλάρι = μίνγκους
3939. πουλάρι = π’λάρα = θηλυκό αλογάκι
3940. πουλάω = π’λίου, πλάου
3941. πουλί (είδος) = χαρουπούλι = νυχτόβιο πουλί που το λάλημά του προμηνύει

θάνατο.
3942. πουλί (είδος) = γκαλιαμάνα
3943. πουλί (είδος) = νυχτουκόρακας = νυχτόβιο πουλί που το λάλημά του

θεωρείται κακός οιωνός, χαροπούλι.
3944. πουλί (είδος) = μπεκάτσα, μπικάτσα = πουλί της υπαίθρου, γκαβοπούλι,

γκαβόπουλο, γκαβόρνιο, μακρομίτα, ξιλόρνιθα, ξλόκοτα, ξλόρθα, ξυλόκοτα, απ
το Βενετσιάνικο becazza
3945. πουλί = πλί
3946. πουντιάζω = πουντιάζου = κρυολογώ σοβαρά.
3947. πουρνάρι είδος = αρκουδουπούρναρου = είδος από πουρνάρι με μεγάλα
φύλλα
3948. πουρνάρι = πουρνάρι = Από τα χαρακτηριστικότερα και τα πιο διαδομένα
φυτά της Ελλάδας ο πρίνος, είναι ένα είδος δρυός (“δρυς η κοκκοφόρος” και
“δρυς η πρίνος”), που φυτρώνει συνήθως
με θαμνώδη μορφή, σχηματίζοντας
εκτεταμένα δάση, είτε μόνο από
πουρνάρι, είτε με άλλα δένδρα και
θάμνους. Άλλοτε ορθώνεται ασκητικό,
παίρνοντας τη μορφή και τις διαστάσεις
δένδρου. Είναι γνωστό ως πουρνάρι,

575

ονομάζεται όμως από το λαό και πιρνάρι, λινόπρινο, απρινιά, κατσόπρινος,
κατσιπρίνος, κατσιπρινίδα, κατσιδοπούρναρο. Είναι το αφθονότερο είδος των
αειθαλών φυτών σ’ όλη την Ελλάδα και φυτρώνει παντού, από τις ακτές μέχρι
την ζώνη του ελατιού, σε υψόμετρο χιλίων και παραπάνω μέτρων. Σκεπάζει τις
βουνοπλαγιές, ακόμα και στους γυμνούς κάμπους βρίσκεις το στίγμα του,
στολίζει σταυροδρόμια και κυρίως τα γραφικά ξωκλήσια, και είναι κατ΄ εξοχή
δένδρο της στάνης. Τα σαρκώδη φύλλα του, που διατηρούνται στη ζωή για 2-3
χρόνια, είναι πλούσια σε θρεπτικές ουσίες, γι αυτό και το πυκνό, σταθερό και
διαρκές φύλλωμα του αποτελεί πολύτιμη τροφή των γιδιών. Αντιπροσωπεύει
μία από τις καλύτερες γιδοβοσκές. Αλλά και οι καρποί του πουρναριού, τα
μικρά και θρεπτικότατα βαλανίδια, είναι εξαίρετη τροφή των χοίρων. Είναι
όμως τα “πουρναροτόπια” άριστες βοσκές και των αγριόχοιρων, εκεί δε οι
κυνηγοί συνηθίζουν να στήνουν το καρτέρι τους. Είναι φυτό ασκητικό και
ολιγαρκέστατο, ανθεκτικότατο στην ξηρασία, στη μεγάλη θερμοκρασία, στους
ισχυρούς ξηρούς και διαρκείς ανέμους, στις επιθέσεις των εντόμων και στις
επιδρομές των μυκήτων. Το ξύλο του είναι πολύ βαρύ και σκληρό. Αυτό είναι
το περίφημο “σιδερόξυλο”, πολύτιμο για πολυάριθμες περιπτώσεις, όπου
απαιτείται δυνατή ξυλεία (αμαξοποιία, ναυπηγική, γεωργικά εργαλεία, κ.λ.π.).
Παράγει έντονη, διαρκή και σταθερή θερμοκρασία και γι αυτό είναι το κατ’
εξοχή “καυσόξυλο”.Τα φύλλα του και οι νεότεροι βλαστοί του έχουν συνήθως
κόκκους (εξογκώσεις), που είναι κόκκινοι και που γυαλίζουν. Τούτο το
φαινόμενο προκαλείται από υμενόπτερα έντομα. Είναι τόσο χαρακτηριστικοί
και ζωηροί σε χρωματισμούς οι κόκκοι, ώστε από αυτούς το ερυθρό χρώμα
ονομάστηκε “κόκκινον” και ο πρίνος πήρε το όνομα “δρυς ο κοκκοφόρος”. Ο
λαός τους ονομάζει “πρινοκόκκι” ή “κρεμεζί” και χρησιμοποιούνται ως
χρωστική ύλη.
3949. πουρναριού τρυφεροί βλαστοί = ρουιδάμι

576

3950. πουρναρόξυλο = πουρναρόξ’λου = ξύλο του πουρναριού που είναι πολύ βαρύ
και σκληρό. Αυτό είναι το περίφημο "σιδερόξυλο", πολύτιμο για πολυάριθμες
περιπτώσεις, όπου απαιτείται δυνατή ξυλεία Βγάζει έντονη, διαρκή και
σταθερή θερμοκρασία και γι αυτό είναι το κατ’ εξοχή καυσόξυλο .

3951. πουστάκι = γυναικείο ρούχο σα μπλούζα.
3952. πουστακιά = δέρμα προβάτου για στρωσίδι.
3953. πούστης = πούστ'ς = προέρχεται από την περσική λέξη pusht, που σημαίνει

κώλος, πέρασε στα ελληνικά μέσω της τουρκικής γλώσσας, στην οποία είναι
πολύ βαριά βρισιά για τον ύπουλο, κακόψυχο άνθρωπο. Παρότι σημαίνει
επίσης και αυτόν που υιοθετεί την παρά φύση σεξουαλική πράξη, κατά το
τουρκικό ετυμολογικό λεξικό, στην καθομιλουμένη δεν χρησιμοποιούνταν ως
βρισιά ή λέξη αναφοράς για τους παθητικούς ομοφυλόφιλους
3954. πουτάνα (χαρακτηρισμός) = πούτανους = μεγάλη πουτάνα, καραπουτάνα.
Μεγεθυντικό του πουτάνα που δημιουργείται απλώς με την αλλαγή της
μορφολογικής κατηγορίας του ουσιαστικού, απελευθερωμένη ή ανήθικη
γυναίκα.
3955. πούτσα = τσάτσα = κυρίως το αποκαλούν έτσι τα παιδιά
3956. πουτσαράς = πτσαράς = αγόρι
3957. πούτσος (μτφ.) = ξηρή
3958. πούτσος = τέτοια = το αντρικό μόριο
3959. πράγματα που σε ανακατώνουν = ξερατά, ξιρατά, ξιρατιά
3960. πράγματα του σπιτιού, οικοσκευή και ρούχα = σέα, σέια, σαία
3961. πρακτική "ιατρική" = γιατρουσόφια = θεραπεία πρακτικού
3962. πράξη θεραπείας = ιλάτσι, ιλιάτσι
3963. πρασινάδα ειδική = χλουρασιά = χλωρό χορτάρι, πράσινα κλαδιά από τα
δέντρα.
3964. πρέπον = πρέπιου = δέον
3965. πρήξιμο = άργανου

577

3966. πρησμένος = φουσκουμπουνιασμένους = αυτός που είναι πρησμένος στο
πρόσωπο κυρίως από ύπνο, αγουροξυπνημένος

3967. πρήστηκε = νταούλιασε
3968. πρήστηκε = νταούλιασε
3969. πριν από λίγο = τ'απουτώρα
3970. πριόβολος = προυόβουλους = μεταλλικό αντικείμενο με το οποίο ανάβω

φωτιά, τσακμάκι
3971. πριόβολος = πριυόβουλους = το σίδερο με το οποίο χτυπούσαν το στουρνάρι

να ανάψει η ίσκα. Χρησιμοποιούμενες μέθοδοι για το άναμα της φωτιάς κατά
τους αρχαιολόγους: η κρούση και η τριβή. Στην κρούση, χρησιμοποιείται
πυριτόλιθος, κοινώς στουρναρόπετρα, το πριόβολο, μεταλλικό αντικείμενο
φτιαγμένο από παλιά λίμα, και η ίσκα, μανιτάρι που φυτρώνει στους κορμούς
βελανιδιάς ή πλατάνου. Στη μέθοδο της τριβής δύο ξύλινων ράβδων, τα
πυρεία των αρχαίων Ελλήνων, χρησιμοποιούνται το τρύπανο και η εσχάρα
3972. πρόβατα = πράματατα = τα ζώα
3973. πρόβατα = πρότα
3974. πρόβατα (αρρώστια) = σαπιάρ’κα = πρόβατα που σαπίζουν τα νύχια τους και
πέφτουν.
3975. πρόβατα (ειδικά) = κφά πρότα =
πρόβατα των οποίων τα αφτιά δεν έχουν
πτερύγιο παρά μόνον μια τρύπα
3976. πρόβατα (στάση κοπαδιού) =
τουμπακιάζουντι τα πρότα =
κουβαριάζονται, το κεφάλι τους το καθένα στα σκέλια του μπροστινού του, για
να αποφύγουν τον τσουχτερό ήλιο
3977. πρόβατα (χρώμα) = καραμάν’κα, καραμάνικα =
πρόβατα με κάτασπρο μαλλί που έχουν στο
πρόσωπο συγκεκριμένα μαύρα τμήματα, άσπρα

578

πρόβατα με τα δύο μάγουλα μαύρα
3978. πρόβατα (χρώμα) = κάτσινα = πρόβατα που έχουν άσπρο μαλλί και σκούρο

πορτοκαλί χρώμα στο πρόσωπο, στα πόδια και στα αφτιά
3979. πρόβατα (χρώμα) = κατσινουκάλισια = προβατίνα που συνδυάζει τα

χαρακτηριστικά της κάτσινας και της κάλλισιας.
3980. πρόβατα (χρωματικά) = βλαγκά = (ρούσα μελαχρινοκόκκινο χρώμα)
3981. πρόβατα (χρωματικά) = μπασιούρκα = λάγια πρόβατα που έχουν άσπρο το

κάτω μέρος του λαιμού
3982. πρόβατα (χρωματικά) = μπαλουμένα = πρόβατα με άσπρο μαλλί που έχουν στο

σώμα τους μαύρο μπάλωμα.
3983. πρόβατα (χρωματικά) = ρούσα (τα) = μαύρα

(λάια) πρόβατα με κοκκινωπά μαλλιά στην
επιφάνεια Από τη λέξη «ρούσιος» , που
σημαίνει, κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος
3984. πρόβατα καλοταϊσμένα = στοίχειουσαν τα πρότα (μτφ.) = από την καλή βοσκή
πάχυναν κι είναι και πολύ γερά.
3985. πρόβατα μυξιάρικα = φσουνιάρ’κα
3986. πρόβατα που αποκόπτονται απ’ το κοπάδι = κόβουντι τα πρότα
3987. πρόβαταΙχρωματικά = λάϊα = μαύρα
3988. προβατάρης = πρατάρ’ς = αυτός που έχει πρόβατα.
3989. προβατίλα = πρατίλα = μυρωδιά από πρόβατα,
3990. προβατίνα = πρατίνα
3991. προβατίνα ( ιδιαίτερη) = δυγόνα = προβατίνα που γεννάει προς το τέλος του
γέννου.
3992. προβατίνα (ειδική) = τριτόιννη = προβατίνα που γεννάει για δεύτερη φορά
και είναι τεσσάρων ετών.
3993. προβατίνα (είδος) = πλατουνόρα= προβατίνα με πλατιά ουρά.

579

3994. προβατίνα (είδος) = τριότα = προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές συνέχεια
και είναι τεσσάρων χρονών. 2. παιδικό παιχνίδι

3995. προβατίνα (είδος) = τριτάρα = προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές
3996. προβατίνα (είδος) = μπούχαβη = ξεπεσμένη προβατίνα, προβατίνα που γέρασε

απότομα
3997. προβατίνα (είδος) = τσουλουφάτη = προβατίνα που έχει στο κεφάλι της

τσουλούφι.
3998. προβατίνα (χαρακτηρισμός) = μαλλάτη = προβατίνα με μακριά και πολλά

μαλλιά
3999. προβατίνα (χρώμα) = κοκκ’νουμάτα, -κου =προβατίνα που έχει άσπρο μαλλί

και έχει κόκκινα στίγματα ή κόκκινες τρίχες γύρω από τα μάτια
4000. προβατίνα (χρώμα) = μουράτη = κατάμαυρη προβατίνα
4001. προβατίνα (χρώμα) = μπέλλα = προβατίνα που

είναι κάτασπρη, αρσενικό πρόβατο που είναι
κάτασπρο
4002. προβατίνα (χρωματικά) = αραπουβάκρα = η
προβατίνα που έχει σχεδόν μαύρο σκούρο το πρόσωπο, το λαιμό, τα πόδια και
τα αφτιά
4003. προβατίνα (χρώματικά) = μπούτσκα, -κου = προβατίνα που έχει κοκκινωπό το
πρόσωπο, στίγματα κόκκινα στα πόδια και το κορμί της άσπρο. Αρσενικό
πρόβατο που έχει κοκκινωπό το πρόσωπο, στίγματα κόκκινα στα πόδια και το
κορμί του άσπρο
4004. προβατίνα με κοντή ουρά. = κουτσουνόρα
4005. προβατίνα με λεπτή ουρά = βιτσουνόρα, -ρκου = προβατίνα με ουρά σαν τη
βέργα, σαν τη βίτσα. Αρσενικό πρόβατο με λεπτή ουρά.
4006. προβατίνα που γεννάει για πρώτη φορά και είναι 2 χρονών = μπλιόρα
4007. προβατίνα που έχει φουντωτή ουρά = αλπουνόρα
4008. προβατίνα που μπορεί να οδηγήσει το κοπάδι = σουρταριάρα

580

4009. προβατίνα τριών χρόνων που γεννά δευτερη φορά = δευτιρόιννη
4010. προβατίνα χωρίς γάλα = μπάτσα
4011. προβατίνα/γίδα(ειδική) = τσαγκάδα = προβατίνα η γίδα χωρίς μικρό γιατί

ψόφησε αλλα δίνει γάλα
4012. προβατίνες (είδος) = μπούφις = προβατίνες με πολλά μαλλιά στο κεφάλι που

καλύπτουν τα μάτια και το πρόσωπο.
4013. πρόβατο (ειδική ονομασία) = ξακριάρα = προβατίνα που βόσκει στην άκρη

από το κοπάδι και πολλές φορές κάνει ζημιές στα χωράφια.
4014. πρόβατο (ειδικό) = τριτάρι = κριάρι που είναι τεσσάρων χρονών.
4015. πρόβατο (ετοιμόγεννο) = σ’μάδιψι η πρατίνα = είναι στον τελευταίο μήνα της

κύησής της και έχει κατεβάσει μαστάρι.
4016. πρόβατο (σημάδι) = πισουξιουράφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε

πλαγιαστά το πίσω μέρος από το αφτί)
4017. πρόβατο (σημάδι) = πισουκλειδιά = σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε την άκρη

του αφτιού στο πίσω μέρος σε μισιστρόγγυλο σχήμα)
4018. πρόβατο (χρώμα) = κάνγκουρου = άσπρο πρόβατο με καφέ κηλίδες
4019. πρόβατο (χρώμα) = καραμπάσια = πρόβατο που το χρώμα του προσώπου του

και των ποδιών του είναι σκούρο καστανό
4020. πρόβατο (χρώμα) = μαυρουκιέφαλου = πρόβατο που έχει άσπρο τρίχωμα στο

κορμί και μαύρο στο κεφάλι
4021. πρόβατο (χρωματικά) = πιρδικουκάλλισια = άσπρη προβατίνα με μαύρα

στίγματα στο πρόσωπό
4022. πρόβατο δίχρονο = μπλιόρι
4023. πρόβατο(τύπος) = ρούντου = που έχει κοντό, λεπτό και απαλό τρίχωμα
4024. πρόβατου σημάδι = σκιζάφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα
4025. προβάτου σημάδι= κουτσιάφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα για αναγνώριση
4026. πρόβειος, -α, -ο = πρόβειους, -α, -ου = προέρχεται από το πρόβατο
4027. προβλήματα = σύλλουγα

581

4028. προγκάω = αλαφιάζουμι
4029. πρόγκιξα = λάκσα
4030. προζύμι = ανάπιασμα = μαγιά με αλεύρι για να φουσκώσει
4031. προίκα = τράχουμα = πρυξ, προιξ, τα πράγματα της νύφης που φέρνει απ την

μάνα της (κεντήματα, στολίδια) και τα περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα,
μετρητά) . Ο θεσμός της προίκας υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και αποτελούσε
τη συμβολή της γυναίκας στον κοινό βίο του ζευγαριού.
4032. προίκα (σε μετρητά) = τράχουμα, τράχωμα = χρηματικό ποσό πέραν της
συνηθισμένης προίκας που ζητούσε παλαιότερα ο γαμπρός από την
οικογένεια της νύφης
4033. προικιάτικα = προικιάρ’κα = έχουν σχέση με την προίκα, της προίκας
4034. προϊόν = μαξούλι = εισόδημα
4035. προκάλεσα = τσίγκλισα
4036. προκαλώ ξιπαπαδεύου = με τις ενέργειές μου προκαλώ, προκαλώ τον παπά να
παραιτηθεί από το αξίωμά του
4037. προκαταβάλλω = αβαντζάρου, πλειοδοτώ
4038. προκαταβολή = καπάρου = (απ' το ρήμα: καπαρώνω)
4039. προκαταβολή (δίνω) = καπαρώνου = αρραβωνιάζω
4040. προκαταβολή , -ελα = αβάντζου, αβαντζάρσα = έδωσα μπροστάντζα,
προκατέβαλλα, έδωσα κάτι παραπάνω, συγκαταβατικό φέρσιμο: να κάνω
αβάντζα σε κάποιον
4041. προκόβω = προυκόβου
4042. προκομένος = χαϊρλίτ’κους = τυχερός, ευλογημένος
4043. προκοπή = χαΐρι
4044. προκοπή = κατάντια, καταντιά, καταντιό = η οικονομική κατάσταση
κάποιου,
4045. προλαβαίνω = προυπάου
4046. προλάβω = προυκάνου

582

4047. προξενητής = προυξιν’της
4048. προοδεύω = προυκόβου
4049. πρόπερσι = ιπρουπέρσι, προυπέρσι
4050. προπυρετική κατάσταση = έκλα = κούραση του σώματος πριν από πυρετό.
4051. προς = κάτ’
4052. προς εμένα = κατ'ιμένα
4053. προς εσένα = κατ'ισένα
4054. προς τα εδώ = δώθι
4055. προς τα εδώ = σιαδώθε, σαδώθε
4056. προς τα εκεί = σιακείθε, σακείθε, σιακείθι = ίσια εκεί
4057. προς τα κάτω = σιακάτ, σακάτ
4058. προς τα πάνω = σιαπάν, σαπάν
4059. προς τα πέρα = σαπέρα, σιαπέρα = για φευγιό, για πέρα μτφ παλαβός, για

διώξιμο
4060. προς τα πέρα = σιαπέρα = αυτός που δεν κάνει για τίποτα (είναι για σιαπέρα}
4061. προς τα πίσω = σιαπίσου, σαπίσου
4062. προς τα πού; = σιαπού;
4063. προσάναμα = προυσάναμμα = μικρή ποσότητα λεπτά ξυλαράκια για να

ανάψουμε τη φωτιά
4064. προσάναμμα = προυσάναμμα = ξερά στεγνά ξύλα για το άναμμα της φωτιάς
4065. προσανάμματα = τσάκνα
4066. προσανάμματα = μπάμπαλα = λεπτά προσανάμματα ή ξερά χόρτα με τα οποία

στρώνουμε τα μαντριά.
4067. πρόσγαλο = πρόσγαλου = γάλα που πέφτει στη μαγιά (βλ. λ.) και την

εμπλουτίζει σε βούτυρο.
4068. προσγιαγιά = προυσβαβά
4069. προσδοκία = απαντουχή = παρηγοριά.
4070. προσδοκώ = παντ’χαίνου = περιμένω, ελπίζω

583

4071. προσέχω = τηρού, τηράου
4072. προσήλιο = προυσηλιακό
4073. προσκαλώ = καλού
4074. προσκαλώ = προυσκαλάου
4075. προσκλητήριο του γάμου = κάλισμα
4076. προσκυνάει η νύφη = προυσκ’νάει η νύφη = σκύβει το κεφάλι και έχει τα

μάτια όλο χαμηλά από ντροπή ή σεβασμό, νυστάζει
4077. προσκυνάω = προυσκ’νάου = προσκυνάω σαν νύφη από την νύστα, κλείνουν

τα μάτια και γέρνει τα κεφάλι μου
4078. προσπαθώ = προυσπαθάου
4079. προσυμφωνώ (για να κλείσει η συμφωνία) = καπαριάζου = δίνω

προκαταβολή. -ουμι δίνω το λόγο μου, δίνω υπόσχεση γάμου, λογοδίνομαι
4080. πρόσφορο = λειτουργιά
4081. πρόσφορο στην εκκλησία = ύψουμα
4082. πρόσχαρος = .γιλασούμινους = εύθυμος άνθρωπος,
4083. πρόσωπο μ'τσούνα = μούρη
4084. προσωρινά = προυσώρας = για την ώρα
4085. προφταίνω = βουδώνου
4086. προφτάνω = προυκάνου
4087. προφυλάσσομαι από τον αέρα = απαγκιάζου = πηγαίνω και κάθομαι σε

απάνεμο μέρος
4088. πρόχειρη κούνια = γυφτουκούνια
4089. πρόχειρου φαγητού από καλαμποκίσιο αλεύρι = μπαζίνα
4090. προχθές = ιπρουχτές, προυχτές
4091. προχτές = προυχτέ
4092. πρωί (πολύ) = μπουνώρα
4093. πρωιμίζω = προυϊμίζου = γίνομαι πρώιμος.
4094. πρωινό . = πουρνό

584

4095. πρωκτός =σούφρα
4096. πρώτα ξαδέρφια = πρωτουξάδιρφα, αδιρφουξάδιρφα
4097. πρωτόγαλο = ήγκαιρο, ήγκυρου , κουλάστρα = κολάστρα, κουλιάστρα,

κουλάστρα, κολόστρα, κλιάστρα, κουράστρα, κοράστρα, κλόστρα, γλιάστρα,
πρωτόγαλα, πρωτογαλιά, κοκοφρίκος, κουρφίγκους, γκουφρίκος. Το
πρωτόγαλα (στα λατινικά: colostrum, ενώ στα αρχαία: πύαρ) είναι το «γάλα»
των πρώτων ωρών και ημερών, που τα θηλαστικά παρέχουν στα νεογνά τους.
Έχει κιτρινωπό χρώμα και είναι το πρώτο γάλα που παίρνει το νεογέννητο
αμέσως μετά τον τοκετό και είναι σχεδόν ο μόνος δρόμος για την απόκτηση
της παθητικής ανοσίας που χρειάζεται το νεογνό για την βιωσιμότητα του. Η
ονομασία προέρχεται από το λατινικό colostrum
4098. πρωτοπαλίκαρο = πρωτουπαλλίκαρου = η ονομασία του υπαρχηγού σε
ομάδα κλεφτών στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αυτός που διακρίνεται
περισσότερο από τους άλλους σε δραστηριότητα και θάρρος, ο πιο γενναίος,
τολμηρός και δραστήριος νέος ου διακρίνεται
4099. πρώτος = αθέρας = ξεχωριστός
4100. πρωτύτερα = παραμπρουστά
4101. πρωτύτερα = τ'απουτώρα
4102. πτύελο = χλέπι
4103. πτυχή = δίπλα = πτυχή σε ρούχο, είδος καλύβας, μεγάλο χοντρό ξύλο,
παράπλευρα, παίρου δίπλα ταϊ βουνά, περιπλανιέμαι στα βουνά.
4104. πυγολαμπίδα = κουλουφουτιά
4105. πυκνά = δασιά
4106. πυκνός = δασύς -ιά -ύ = αυτό που αποτελείται από πυκνό τρίχωμα, που έχει
πυκνό τρίχωμα , αυτό που έχει πυκνό φύλλωμα, δασύ φύλλωμα, δασιά
πλατάνια
4107. πυκνός = κρουστός
4108. πυκνότερος = κρουστότιρους

585

4109. πυξάρι = θάμνος με ανθεκτικό ξύλο κατάλληλο για ξυλογλυπτική.
4110. πυξαριού = πυξαρένιους, -α, -ου = αυτός που γίνεται από πυξάρι
4111. πύον μαζεύω = ομπυάζω ουμπυάζου
4112. πύον μάζεψε η πληγή = όμπιασει
4113. πύον της πληγής = όμπυου, όμπυο
4114. πυρέκβoλο = πυρόβολο = πυρόβουλο = το μέταλλικό μέρος του

εμπροσθογεμούς παλαιού όπλου σε σχήμα Β στο οποίο
προσέκρουε ο πυριτόλιθος και μετέδιδε τη φλόγα στο
γέμισμα και ονομαζόταν πυρεκβόλο, υπήρξε στις τέσσερεις
γωνίες στο διβέλλιον ( βυζαντινή σημαία ) και τον
φλάμπουρα των Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας (σήμαινε κατά μία εκδοχή
Βασιλεύς Βασιλεύων Βασιλέων Βασιλευόντων),
4115. πυρετό έχω = θιρμαίνομι, θιρμαίνουμι
4116. πυρετός = θέρμη, θερμασιά, θιρμασιά
4117. πυρίμαχος = πυρουμάχους = όρθια πέτρα παλαμισμένη με πολύ χώμα που
τη βάζουνε στο επάνω μέρος της βάτρας, για να συγκρατεί τα κάρβουνα και
να στηρίζει τα ξύλα στη φωτιά, το κτίσμα που περιλαμβάνει την εστία του
τζακιού, πυριμάχος (αρχαιο) πέτρα που είναι ανθεκτική στην φωτιά, την
έβαζαν οι Σαρακατσάνοι πάνω στο τζάκι μεταλλικά κουτιά η βάζα όπου
τοποθετούσαν τα χρήματα για να κινούνται
4118. πυροβόλα = πυρουβόλα
4119. πυροβολισμοί(τροπος) = λιανουντούφικα = αραιοί πυροβολισμοί από μικρά
όπλα
4120. πυροστιά = πυρουστιά = τρίποδας μεταλλικός που μπαίνει στην φωτιά και
πάνω του μπαίνουν τα σκεύη. πυρουστιά, τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο
οικιακό σκεύος που μπαίνει στη φωτιά. Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ- ός» και
«ιστίη»=εστία
4121. πυρπόληση = μπουρλότο = δυνατή φωτιά από το Βενετσιάνικο bruloto

586

4122. πυτιά = π’τιά
4123. πυτιά κατσικίσια = κατσικουπ’τιά
4124. πω! πω! = μπομπόϊ
4125. πώμα = βούλουμα
4126. πώς είστε = τι γιένιστι

Ρ

4127. ραβδί διχαλωτό = γύλα
4128. ράβω = ράφτου
4129. ράβω γαϊτάνι σε ύφασμα = γαϊτανώνου
4130. ραδιουργία = σουφλιά
4131. ράκος, παλιό = λέντζερο
4132. ραντίζω με αλεύρι = πισπιτάω = ριχνω με το χέρι ελαφρό στρώμα αλευριού
4133. ράτσα = σνάφ(ι) = η κοινή καταγωγή των Σαρακατσάνων
4134. ράτσα = νταμάρι = είδος (γενιά)
4135. ράτσα = νταμάρι = είδος (γενιά)
4136. ράτσα = μιλέτι
4137. ραφάκι για το εικόνισμα = κριβατουκόν’σμα
4138. ράφι (για ψωμί) = ψουμουκρέβατου = κρεβάτι (ράφι) για το ψωμί
4139. ράφι στο οποίο μπαίνουν τα λιγκέρια. = λιγκιρουκρέβατου
4140. ράφτης (για κάπες) = καπουραφτάδις = ράφτες για τις κάπες μη

Σαρακατσάνοι
4141. ράφτρα = ράφτ’σσα
4142. ρε = ωρέ, , βρε, από το bre
4143. ρεκάζω = ρικάζου = βγάζω δυνατή και παρατεταμένη φωνή συνήθως από

πόνο, σκούζω, κραυγάζω, φωνή πόνου από ζώο, από την αρχαία ελληνική
ῥέγκω / ῥέγχω

587

4144. ρέμα (είδος) = ξιριάς = ρέμα χωρίς νερό.
4145. ρέμα-ρέμα = ουλόριμα
4146. ρεματιά = ρέμμα , λαγκάδι
4147. ρετσέλι = ριτσέλι = γλύκισμα σαν μαρμελάδααπό
4148. ρευματισμοί = ριματικά
4149. ρημαγμένο = ρημαδιακό = έρημο, ρημάδι,
4150. ρίγες από τα υφαντά = χράδια
4151. ρίζα δέντρου την οποία

βγάζαν για να την κάψουν =
κτσιούμπα , κτσιούμπι
4152. ριζικό = κισμέτι, χουσμέτι
4153. ρίξιμο (με πονηριά) =
ζαγαλίκι = ζημιά που γίνεται
με πολλή πονηριά, με μεγάλη κατεργαριά
4154. ρίχνει πολύ χιόνι = φακιόλια ρίχνει
4155. ρίχνομαι στο φαί = αλμουριάζου = ρίχνομαι στο φαί σα θεονήστικος , ορμώ σε
κάποιον και τον φοβίζω.
4156. ρίχνω = ρουντάω
4157. ρίχνω κάτω = βρουντάω καταΐ
4158. ρίχνω λάδι = λαδώνου = (μτφ.) βαφτίζω.
4159. ρίχνω σε κάτι στάχτη = σταχτώνου
4160. ροβολάω = ρουβουλάου = κατηφορίζω ή κατηφορίζω γρήγορα από μια
πλαγιά, κατεβαίνω από το βουνό με , οδηγώ τα ζώα προς μια κατεύθυνση,
περιπλανιέμια με τα πρόβατα από τόπο σε τόπο, για να τα βοσκήσω
4161. ροβολώ = ρουβουλάου
4162. ρόγα σταφυλιού = γρέντζιλο = άγριο με μικρή ρόγα σταφύλι.
4163. ρόδα = σφούρλα
4164. ρόδι = ρόϊδο, ρόϊδου

588

4165. ροδίζω = ρουιδίζου = παίρνω σιγά-σιγά το κόκκινο χρώμα.
4166. ροδομάγουλη = ρουιδούλα = όμορφη, ροδοκόκκινη
4167. ροδομάγουλος, -η, -ο = ρόιδινους, -η, -ου = που έχει το χρώμα του ρόδου ,

που είναι φτιαγμένος από ρόδο, αίσιος, ευοίωνος, αισιόδοξος
4168. ρόζος = ρόζους = σημείο του κορμού του δέντρου από το οποίο ξεκινάει ένα

κλαδί του με αποτέλεσμα στο σημείο εκείνο να διογκώνεται
4169. ρόκα (είδος) = κλειδουτή = ρόκα που αποτελείται από δυο κομμάτια και

συνταιριάζεται, υπάρχει και μονή με ένα ξύλο
4170. ρόκα = ράβδος στην οποία τοποθετούταν μαλλί για γνέσιμο και ήταν

μονοκόμματη, η διπλή (ενωνόταν δύο κομμάτια)
το κάθετο και αυτό που συγκρατούσε το μαλλί.
Το γνέσιμο γινόταν με τρία εργαλεία: την ρόκα,
το αδράχτι και το σφοντύλι. Η ρόκα ήταν ένα
απλό εργαλείο με το οποίο οι γυναίκες κάθε
ηλικίας έφτιαχναν το νήμα για το ρουχισμό του
κονακιού, που δεν άλλαξε στη μορφή του και δεν εγκαταλείφθηκε για χιλιετίες,
παρά μόνο πριν από πενήντα χρόνια. Πάνω στη ρόκα στερέωναν τις τλούπες
για να τις γνέσουν. Μια ξύλινη διχάλα με συνολικό μήκος γύρω στους ογδόντα
πόντους ήταν στην απλούστερη μορφή της η ρόκα. Οι μερακλήδες όμως
έφτιαχναν περίτεχνες ρόκες από ελατάκια, λυγιές και άλλα ξύλα, που γύριζαν
εύκολα. Διάλεγαν λοιπόν το ξύλο, ίσαμε δυο-τρία δάχτυλα χοντρό και το
έκοβαν σε ένα σταυρό. Τα πραχάλια, τα κλωνάρια δηλαδή που εκφύονταν από
το σταυρό, τα γύριζαν με προσοχή σε σχήμα κύκλου και με διάμετρο γύρω
στους τριάντα πόντους για να μπαίνει εκεί η «τουλούπα», το ξασμένο μαλλί με
άλλα λόγια. Αυτοί που έφτιαχναν ρόκες ζέσταιναν τα ξύλα στη φωτιά για να
μαλακώσουν. Στη συνέχεια τα γύριζαν προσεκτικά και με υπομονή και τα
έδεναν εκεί που έπρεπε με σύρμα για να «κάτσουν». Για κάμποσες μέρες τα
ξύλα αυτά, όπως τα είχαν γυρίσει, τα άφηναν δεμένα για να μη φύγουν από το

589

σχήμα τους. Μετά τα έλυναν και τα γυρίσματα έμεναν στη θέση τους. Επάνω
στο στέλεχος έφτιαχναν διάφορα σκαλίσματα - κεντίδια. Χάραζαν το όνομά
τους, ολόκληρο ή τα αρχικά, τη χρονολογία κ.ά.
4171. ρολό μαλλιού η υφάσματος = θρούμπα, τρούμπα, ντρούμπα = ύφασμα, η
μαλλί μαζεμένο ρολό (άλλους ν' αντροπή και άλλους τν΄ντρούμπα το μαλλί)
4172. ρολόι = ώρα το (εχς ώρα;)
4173. ρουβία η αιμοβαφής = ρ’ζάρι = φυτό με χρωστική ουσία από τη ρίζα του
οποίου βάφανε τα μάλλινα κόκκινα. Η Ρουβία η βαφική ( Rubia tinctorum)
είναι κοινώς γνωστή ως «ριζάρι» κι αυτοφύεται σε όλην την Ελλάδα.
Παλαιότερα την καλλιεργούσαν, γιατί το ρίζωμά της δίνει κόκκινο χρώμα. Το
ρίζωμα του φυτού αυτού μαζεύεται, καθαρίζεται από το χώμα, πλένεται,
ξηραίνεται σε καλώς αεριζόμενο μέρος και υπό σκιάν και στην συνέχεια
κονιορτοποιείται. Βράζεται σε νερό και χρησιμοποιείται για την βαφή
νημάτων και υφασμάτων. Στο μείγμα χρησιμοποιείται επίσης ξύδι και αλάτι,
διότι αυτά συμβάλλουν στην στερέωση της βαφής. Με τον τρόπο αυτό τα
νήματα και τα υφάσματα, τα οποία βάφονται αποκτούν έναν έντονα ερυθρό,
ανεξίτηλο χρώμα, χάρη στην κόκκινη χρωστική ουσία που περιέχει, την
«Αλιζαρίνην».
4174. ρουφιάνος = κερχανατζής = νταβατζής, νταβαντζής, νταβάς, μπεζεβέγκης,
μπεζεβένκης, μπεζεβένης πεζεβέγκης, πεζεβένκης, πεζεβένης, κοντόσης,
αγαπητικός
4175. ρούχα = σκτιά
4176. ρούχα = σκ’τιά
4177. ρούχο (είδος) = τράϊου = ρούχο που γίνεται από γίδινο μαλλί
4178. ρούχο (είδος) = φλουκάτα = υφαντό μάλλινο άσπρο αμάνικο και μακρύ
πανωφόρι μέχρι τις γάμπες με περασμένους στην ύφανση άσπρους πυκνούς
φλόκους

590

4179. ρούχο (μέρος) = τραχλιά = το μέρος του ρούχου που περιβάλει τον τράχηλο
(πουκάμισο συνήθως) τραχηλιά, πλατύς πρόσθετος γιακάς που φοριέται πάνω
από φόρεμα ή πουκάμισο | < μσν. τραχηλία, τραχηλέα < τράχηλ(ος) -έα.

4180. ρούχο με λαγκιόλι = λαγκιουλάτου
4181. ρούχο παλιό = παλιουρούτι = ρούχο κουρέλι,
4182. ρυτίδα = ζάρα = σούρα από τα υφάσματα.
4183. ρώγα = ράγα
4184. ρωσικός,-η,-ο = ρώσκους, -η, -ο
4185. ρωτάω πολλά = καταρουτάου = ρωτάω με λεπτομέρειες ,
4186. ρωτώ συνέχεια ασταμάτητα = συχνουρουτού

Σ

4187. σ’χαριάτις = ομάδα καβαλάρηδων (μονός αριθμός) που φτάνει τρέχοντας
πρώτη- πρώτη στα κονάκια και αναγγέλλει το χαρούμενο γεγονός του γάμου.

4188. Σάββατο = Σάββα
4189. Σαββατογεννημένος = Σαββατουγεννημένος = αυτός - η που γεννήθηκε

Σάββατο και τον συνοδεύει στην ζωή του καλή τύχη
4190. σαγόνι = τσαούλι = πηγούνι
4191. σαγόνια = τσαούλια
4192. σαϊάζου = βάζω μάλλινα χοντρά υφάσματα πάνω στο σαμάρι για να

προστατέψω το ζώο αλλά και το σαμάρι, φτιάχνω τον σαϊά
4193. σάιασμα = χοντρό μάλλινο ύφασμα για σκέπασμα του σαμαριού των

591

4194. σαΐνι = σιαΐνι = το σαΐνι είναι είδος μη γνήσιου γερακιού (γένος Accipiter),
που απαντά και
στον ελλαδικό
χώρο. Η
επιστημονική του
ονομασία είναι
Accipiter
brevipes και δεν
περιλαμβάνει
υποείδη Η
επιδεξιότητα και η
ευστροφία του
στο κυνήγι, έχει
αποδοθεί με την
ομώνυμη λέξη
«σαΐνι», για τον δραστήριο και έξυπνο άνθρωπο που διακρίνεται για την
ευστροφία ή την ικανότητα του να επωφελείται από τις περιστάσεις. Γνήσια
Γεράκια(Falconidae) Βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus), Δεντρογέρακο (F.
subbuteo) Κιρκινέζι (F. naumanni), Μαυροκιρκίνεζο (F. vespertinus),
Μαυροπετρίτης (F. eleonorae), Νανογέρακο (F. columbarius), Πετρίτης (F.
peregrinus), Στεπογέρακο (F. cherrug), Χρυσογέρακο (F. biarmicus). Μη
Γνήσια Γεράκια (Accipitridae) : Διπλοσάινο (Accipiter gentilis), Ξεφτέρι (A.
nisus), Σαΐνι (A. brevipes).

4195. σαϊτιά = το πέρασμα της σαϊτας απ το στημόνι με πέταμα
4196. σακατεύομαι = μακιλλεύουμι = τραυματίζομαι σε πολλά μέρη του σώματός
4197. σακατεύομαι = σακατεύουμι = αχρηστεύομαι, γίνομαι ανάπηρος
4198. σακατεύτηκα = σακατεύκα = χτύπησα πολύ
4199. σακατεύω = σακατεύου = τραυματίζω, αχρηστεύω,

592

4200. σακάτης = σακατλαμάς
4201. σακί (ειδικό) = σακάλιβρου, αλευρουσάκι= σακί που έβαζαν το αλεύρι,

αλευροσάκι.
4202. σακί για αλεύρι = αλευροσάκι = το σακί που χρησιμοποιούνταν για την

μεταφορά αποθήκευση του αλευριού, σακί αλευριού
4203. σακιά στα οποία βάζω τα καζάνια = καζανουσάκια
4204. σακιάζω = σακιάζου = γεμίζω το σακί με διάφορα πράγματα ή διάφορα

υλικά.
4205. σάκιασμα = η τοποθέτηση πραγμάτων σε τσουβάλια
4206. σακοράφα = σακουράφα = μεγάλη και χοντρή βελόνα για να ράβουμε χοντρά

υφάσματα. ράβουμε τα σακιά μ' αυτήν
4207. σακούλα = τραγαζίκα, ταργαζίκα
4208. σακούλι = ταηστάρι = με τροφή για άλογα και το κρεμάμε στο λαιμό τους
4209. σακούλι για αδράχτια = αδραχτουλόους
4210. σακούλι με τα σύνεργα του πεταλωτή = καλυγουθήκη
4211. σαλάγα = σαλάγατα = φώναξε στα ζώα να προχωρήσουν προς κάποια

κατεύθυνση
4212. σαλαγώ = σαλαγάου, σαλαγάω = χειρονομώ με φωνές και σφυρίγματα και

οδηγώ το κοπάδι, δίνω βάση σε κάποιον κάτι , υπολογίζω κάποιον ή κάτι
4213. σαμάρι (εξάρτημα) = π’στάρι, π’στιά = εξάρτημα του σαμαριού που το

συγκρατεί
4214. σαμάρι (μέρος) = πστιά = κομμάτι ύφασμα στο

σαμάρι που έπιανε τα καπούλια του ζώου και
συγκρατούσε την μετακίνηση του σαμαριού προς
τα εμπρός
4215. σαμάρι (μέρος) = σαμαροσκούτ(ι) = χοντρό ύφασμα επένδυσης του σαμαριού
4216. σαμάρι (χώρος ανάμεσα στο φορτίο) = πανουγόμι, πανωγόμι, (πανωσάμαρα)
= αυτό που φορτώνεται πάνω στο σαμάρι στο χώρο που δημιουργείται αφού

593

φορτωθεί το ζώο δεξιά και αριστερά (άλλοτε είναι πράγμα άλλοτε ζωντανό
παιδί, κότες κλπ)
4217. σαμάρι = σαμάρ(ι)
4218. σαμάρι.(εξαρτήματα) = παΐδις = πλαϊνές σανίδες από το σαμάρι.
4219. σαμαριού εξάρτημα = κουτσάκι = ξύλινο άγκιστρο στο σαμάρι στο οποίο
προσδένουμε το σκοινί που δένει το φόρτωμα.
4220. σαμαριού εξάρτημα = μπαλντούμι = κρατάει το σαμάρι από την κοιλιά
4221. σαμαριού εξάρτημα = κουλάνι = εξάρτημα του σαμαριού που πιάνεται στην
ουρά.
4222. σαμαριού μέρος = μπρουστάρι = ξύλινο κομμάτι που σχηματίζει το μπροστινό
μέρος από το σαμάρι
4223. σαμαρώματος ενέργεια = κουτσακιάζου = δένω την τριχιά στο κουτσάκι, όταν
φορτώνω το ζώο
4224. σαμαρώνω = σαμαρώνου = βάζω το σαμάρι πάνω στο κορμί του ζώου,
4225. σάμπως = σάματ, σάματις
4226. σαν να = σάματ, σάματις
4227. σανίδα από βαρέλι = δόγα, δούγα
4228. σαράβαλο = χάρβαλου = πολύ παλιό
4229. Σαρακατανοι (όνομα) = Βραζιλιάνοι = οι Σαρακατσιαναίοι που έφυγαν
κυνηγημένοι από τη Σερβία. Επιτροπή για αποκατάσταση προσφύγων τους
έστειλε στη Βραζιλία!!! Οι βουνίσιοι Σαρακατσιαναίοι δεν άντεξαν και
επέστρεψαν. Το κράτος τούς αποκατάστησε, τελικά, σε χωριά του νομού
Σερρών.
4230. Σαρακατσαναίοι (κατηγορία) = γιδουμαμέδις = Σαρακατσιαναίοι. που έχουν
μόνον γίδια.
4231. Σαρακατσαναίοι (κατηγορία) = γιδουξούρια = έτσι υποτιμητικά αποκαλούμε
τους Σαρακατσαναίους που έχουν πολλά γίδια

594

4232. Σαρακατσαναίοι (όνομα) = Τουρκιώτις = Σαρακατσιαναίοι. που πηγαίναν
στη Μ. Α.σία

4233. Σαρακατσαναίοι (ονομασία) = μανταβέλ’δις = μικρονομάδες
Σαρακατσαναίοι που ασχολούνται πιο πολύ με την αιγοτροφία και τους
θεωρούν παρακατιανούς και κοινωνικά κατώτερους οι βέροι
Σαρακατσαναίοι.

4234. Σαρακατσαναίοι (ονομασία) = Μουραΐτις = οι Σαρακατσιαναίοι της
Θεσσαλίας.

4235. Σαρακατσάνοι (κατηγορία) = καψουμούν’δις = αποκαλούν οι
Σαρακατσιαναίοι τους βουνίσιους χωριάτες με λίγο βιό

4236. Σαρακατσάνοι (όνομα) = τρυπιάδις = Σαρακατσιαναίοι που ζούνε (έχουν τη
στάνη τους) μέσα στα λόγγα

4237. Σαρακατσάνοι (όνομα) = τσιαπατουριά = παρακατιανοί Σαρακατσιαναίοι
4238. Σαρακατσάνοι (όνομα) = Χασανδρινοί = Μακεδόνες Σαρακατσιαναίοι που

ξεχειμάζουν στην Κασάνδρα της Χαλκιδικής.
4239. Σαρακατσάνοι (όνομα) = σπανίσιους = αυτός που ζει στα γυμνά βουνά -α, -

ου
4240. Σαρακατσάνοι (ονομασία) = σκηνίτις = αυτοί που ζουν μέσα σε σκηνές και

κυρίως οι νομάδες, έλεγαν ότι ήταν μια ζωή οι Σαρακατσάνοι
4241. Σαρακατσάνοι (ονομασία) = λουγγίσιοι = οι Σαρακατσιαναίοι. που

ξεκαλοκαιριάζουν στα λόγγα
4242. Σαρακατσάνοι (ονομασία) = Σιρμπιάνοι = Σαρακατσάνοι της Σερβίας Περί το

1965 ήρθαν στην Ελλάδα και οι περισσότεροι από αυτούς μένουν σήμερα στο
Κορδελιό της Θεσσαλονίκης.
4243. Σαρακατσανος και αυτός = σ’ναφ’λής, σναφίτς = αυτός με τον οποίο
ανήκουμε στο ίδιο σινάφι.
4244. Σαρακατσιαναίοι της Βουλγαρίας = Βουλγαρ’νοι

595

4245. Σαρακατσιάνος ως επαγγελμα όχι ως ομάδα = βλάχους, βλαχούλα, βλάχ’κους,
βλάχ’σσις, βλαχνιά, = Σαρακατσιάνος -α - οι με την έννοια του βοσκού από το
βλήχομαι (βληχή = φωνή προβάτου) υπ αυτή την έννοια και τα παρακάτω
διότι οι Βλάχοι είναι δίγλωσσοι ημινομάδες και έχουν τελείως διαφορετική
καταγωγή. βλάχ’κου = τρόπος ζωής των Σαρακατσάνων, νομαδική ζωή βλαχο-
ή βλαχου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό
ανήκει στο πρώτο: βλαχόπρατα, βλαχόστρατις, βλαχουστάνις, βλαχουκόπαδα,
βλαχουμάντρι, βλαχουμπάτζια, βλαχουπαίδια, βλαχουπρόβατα,
βλαχουτήγανου, βλαχόσκυλα, βλαχουσκάφιδου. βλαχουκαμπίσιοι,
Σαρακατσάνοι που μένουν μόνιμα στα χειμαδιά, αλλά δεν έχουν χάσει τη
σειρά τους ως Σαρακατσάνοι βλαχούλ’δις, οι Σαρακατσάνοι που έχουν μικρά
κοπάδια ή έχουν πολλά γίδια αντί για πρόβατα, βλαχουδάσκαλοι,
(καλυβοδάσκαλοι) δάσκαλοι, μη Σαρακατσάνοι, που μαθαίνουν το καλοκαίρι
στις σαρακατσάνικες στάνες τα παιδιά γράμματα ενας τέτοιος ήταν και ο
Λουντέμης σε τσελιγκάτα του Βερμίου

4246. Σαρακτσάνων όνομα = κλαρίσιοι = Σαρακατσαναίοι που έχουν τη στάνη τους
μέσα στα κλαριά, στα λόγγα.

4247. σαρανταποδαρούσα = ψαλίδα = πολύποδο ζώο,
4248. σαρίκι άσπρο = σιουρβέτι
4249. σαρώνω = φ’καλίζου
4250. σατανάς = διάουλους, σαϊτάνάς = ο καταχθόνιος, ο σατανικός άνθρωπος.
4251. σαύρα = σκουτουρίτσα, μσίτσα, νφούλα, τσιπιλάϊα , σκουτουρέλλα =

σκουταρέλα, σκουντιρίτσα, κουστερίζα, κουτερίτσα, κοτερίτσα, κουτιρίτσα,
κουτουρίτσα, κοτσερίτσα, κοσταρίτσα Lacerta communis, κοσταρίνα,
κοσταζίνα, γουστερίτσα, γουστερίτζα, γοστερίτσα, γκουστερίτσα,
γκουστιαρίτσα, γκουστιρίτσα, γκουστιρίκα, γκοστερίτσα, γκοστιρίτσα,
γκουσταρίτσα, γκουστουρίτσα, γκουσναρίτσα, αγκουστιρίτσα, σκουτερίτσα,
σκουτιρίτσα, σκοτερίτσα, σκουτουρίτσα, βουστερίτσα, βοστερίτσα,

596

γουσταρέλα, γκουσταρέλα, σκουταρέλα, σκουνταρέλα, σκουταλέρα,
σκουρδαντέλα, σκουρνταντέλα, σκουντουρλίκα, σκουτερέλα, σκονταρέλα,
σκουτουρέλα, γουστερέλι, σκουτερέλ, γουστερίνα, γουστερινίτσα,
γκουσταναρίτσα, γοστερόπλο, γουστερούδα, σκουτιρούδα, γουστερούλα,
γουστερίτσι, αγουστερίτσι, βοστερίτσι
4252. σαχλαμάρας = χαρταβέλας
4253. σβάρνα = αρβάλα = στη σειρά, το ένα μετά το άλλο, συνέχεια,
4254. σβάρνα = αζβάρα = παρασύροντας
4255. σβέρκος = σβέρκια
4256. σβήνω = σβάου, σβήου
4257. σβήσε = ζίβα (ζίβα του φέξου = σβήσε το φως)
4258. σβόλιασε = γρουμπούλιασε, γρούμπιασι
4259. σβουρίζω = σφιντζουράου, σφρουντζλάου = πετάω κάτι δυνατά και
περιστρέφεται κάνοντας θόρυβο στον αέρα
4260. σγουρομάλλης = κατσιός = αυτός που έχει σγουρά μαλλιά.
4261. σέα = σέα = τα ρούχα και γενικότερα τα πράγματα του νοικοκυριού που
μεταφέρονται
4262. σεβασμός = σέβαση, σέβας
4263. σειρά = αράδα, αράδι = παιδί της παντρειάς.
4264. σελώνω = σιλώνου = βάζω τη σέλα στο άλογο.
4265. σεξουαλική επαφή = βατεύω = έρχομαι σε επαφή σεξουαλικά κυρίως όμως
στα ζώα
4266. Σεπτέμβριος = Τρυγητής, Τρυητής = επειδή
γίνεται ο τρύγος των αμπελιών· εποχικός
εργάτης που μαζεύει τα ώριμα σταφύλια από
το αμπέλι
4267. σέρνω = σβαρνάου
4268. σέρνω σιγά - σιγά = ξισέρνου = μετακινούμαι

597

σταδιακά και αργά, γλιστράω
4269. σημαδεμένο = σμαδεμένο
4270. σημαδεύω (ζώο) = σμαδεύου = μαρκάρω με κάποιο χαρακτηριστικό για να

αναγνωρίζετε το ζώο ότι μου ανήκει
4271. σημαδεύω (κάνω σημάδι) = σ’μαδεύου, σ’μαδεύου = κάνω σημάδι κάπου,

κάνω σημάδι στο αφτί του προβάτου, για να το γνωρίζω. Κάτι που σε
προσδιορίζει γιατί είναι βέβαιο ότι σου ανήκει, αντικείμενο, ρούχο, μαλλιά.
4272. σημαδεύω (στο σημάδι με όπλο) = σμαδεύου
4273. σημάδι = βαϊάφτ’κου = στο αφτί των προβάτων (κόβεται το αφτί στη ρίζα στο
μπροστινό μέρος και το αφτί κρέμεται)
4274. σημάδι = σ’μάδι = χαρακτηριστικό γνώρου στο αφτί των ζώων και σμάδια= οι
βέρες του αρραβώνα
4275. σημάδι ζώου = τρυπάφτκου = ζώο σημαδεμένο με τρύπα στα αφτί
4276. σημάδι προβάτου = τρουπάφτ’κου = σημάδεμα των προβάτων με τρύπα στο
αφτί
4277. σημάδι σε ζώο = σχιζάφτκου = με σχίσιμο αυτιού
4278. σημάδι σε πρόβατο για αναγνώριση = κοτσάφτκου = ζώο σημαδεμένο με
κόψιμο στην μπροστινή άκρη το ένα οι και τα δύο αφτιά
4279. σημάδι στα ζώα = ξουράφτκα = ζώα σημαδεμένα με κόψιμο του άφτιου με
ξυράφι
4280. σημάδι στα ζώα = φουρκάφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα κόββεται η άκρη του
αφτιού σε σχήμα διχάλας (σαν φούρκα)
4281. σημαία = μπαϊράκι = φλάμπουρας, πολεμική σημαία, φλάμουλο, διβέλλιον
(βυζ), παντιέρα , τούρκικο bayrak
4282. σημαιοφόρος του γάμου = βλάμ’ς, μπράτ’μους
4283. σημαιοφόρος του γάμου = μπράτιμος, μπρατίμος, μπράτιμους, μπράτμους =
βλάμης, ο πολύ καλός φίλος, από το bratim
4284. σημερινά = σημηρνά, ημερνά = της ημέρας.

598

4285. σήτα λεπτή.για κοσκίνισμα = κρησάρα
4286. σιαλβάρι = πελεκημένο ξυλάκι με δυο εγκοπές στις άκρες του για να το

δένουμε, και το βάνουμε στο στόμα του κατσικιού για να μην μπορεί να
βυζαίνει
4287. σιγά - σιγά = απαγάλια, απ'αγάλια
4288. σιγά σιγά = άιντι άιντι = σιγά σιγά (ειρωνικά), λίγο λίγο,
4289. σιγανός = σιγαλός
4290. σιγά-σιγά = αγάλια-αγάλια
4291. σιγοκουβεντιάζω = κρυφουκουβιντιάζου = κουβεντιάζω με τέτοιο τρόπο ώστε
να μη με ακούν οι άλλοι, κουβεντιάζω κάτι πολύ σημαντικό.
4292. σιγοτραγουδώ = ψιλουτραγδάου
4293. σιμώνεις = σγώνς
4294. σιμώνω = σμώνου
4295. σινάπι = βρούβις (Sinapis alba) =, αγριοσινάπια,
σινιάβρη, γλυκόβρουβες. Τα φρέσκα τρυφερά φύλλα τους τρώγονται βραστά
μόνα τους ή με άλλα χόρτα και χρησιμοποιούνται μαζί με άλλα σε χορτόπιτες
4296. σιναφίτης = σ’ναφ’λής, σναφίτς = αυτός με τον οποίο ανήκουμε στο ίδιο
σινάφι.
4297. σιχαίνομαι = ασκιαίνουμι, ασκένομαι
4298. σιχαμάρα, να την σιχαίνεσαι = ασκασιά
4299. σιχαμερός = ασκαντιρός = άσχημος.
4300. σιχασιά = σχασιά, ασκασιά
4301. σιώπησα = μούτεψα = το βούλωσα , δεν μιλάω,
4302. σκαλίζω = ζγαρλάω, τσαπίζου = ανακατεύω, πειράζω, ξύνω, σκάβω με την
τσάπα.
4303. σκαλίζω τη φωτιά = αναδαυλίζου ανακατώνω, για να ζωηρέψουν οι φλόγες
4304. σκαρίζω νύχτα = νυχτουσκαρίζου

599

4305. σκαρίζω τα πρόβατα = ξιστρίβου = διαλύω το στάλο. –ουμι βγαίνει ο οφαλός
μου

4306. σκάρος τη νύχτα = νυχτουσκάρι = ξύπνημα των ζώων για βοσκή τη νύχτα
μετά από ύπνο

4307. σκάρφη, (μέλας ελέβορος) = φυτό που έχει
θεραπευτικές ιδιότητες Τις θεραπευτικές ιδιότητες
του Ελλέβορους του μέλανα τις γνώριζαν πολύ καλά
οι αρχαίοι. Η ρίζα του φυτού χρησιμοποιείτο από
τους αρχαίους είτε ως σκόνη είτε ως βάμμα εναντίον
της μανίας, της καταθλίψεως και της επιληψίας.
Επίσης ως θεραπευτικό του ύδρωπος, της
αμηνόρροιας, των δερματικών παθήσεων και της
ελμινθιάσεως. Επίσης για την θεραπεία τον αιγοπροβάτων από την αγαλαξία!
έχω ακούσει ότι τα παλιά χρόνια βράζανε το βολβό του φυτού και το έδιναν σε
ποσότητα ενός κουταλιού για να το ποιούν Ο Διοσκουρίδης στο «περί ύλης
ιατρικής» σύγγραμμα του το περιγράφει με φύλλα σαν του πλάτανου, με
κοντό βλαστό και άνθη πορφυρά και ροδοειδή στο σχήμα, οι δε ρίζες του,
χρησιμοποιούνται στη φαρμακολογία

4308. σκάφη = σκαφίδα, σκαφίδι = λεκάνη μεγάλη για πλύσιμο, μπάνιο, ζύμωμα
(ξύλινη)

4309. σκάφη που πλένουμε = πλυστρουσκάφ’δυο
4310. σκαφίδι ξύλινο = κουπάνα
4311. σκάω = χουλουσκάου = στενοχωριέμαι, σκάει η χολή μου
4312. σκάω = σκανιάζου = στενοχωριέμαι, στενοχωρώ,
4313. σκελίδα από σκόρδο = λουβί
4314. σκεπάζομαι = τλουπώνουμι
4315. σκεπάζω = τ’λουπώνου, πλακώνου
4316. σκεπάζω με άχυρο η κλαδιά το κονάκι η το μαντρί = σαλλώνου

600


Click to View FlipBook Version