The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.
Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by ΚΑΤΣΑΡΙΚΑΣ ΖΗΣΗΣ, 2019-01-02 03:28:37

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΛΑΛΙΑ

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΛΑΛΙΑ

12. αβλόγητος = αβλόητος -η -ου = που δεν τον ευλόγησαν
13. άβουλα = άβουλα < μεσαιωνική ελληνική ἄβουλα (άθελα, χωρίς τη θέληση

κάποιου)
14. αγαλιάζω = αγαλιάζου, αναγαλλιάζου = ευφραίνομαι, αισθάνομαι

αγαλλίαση, μεγάλη ψυχική ευφορία
15. αγάμητος = αβάτευτους -η -ου = δεν γονιμοποιήθηκε από το αρσενικό του
16. αγάμητος, -η , -ο = αμπήδ'χτους -η -ου = δεν τον έχουν πηδήξει ή δεν

μπορούν να τον πηδήξουν, για γυναίκα σημαίνει
αγάμητη
17. αγαμία γαμπρού = αμπόδ’μα = αδυναμία του
γαμπρού να ολοκληρώσει τη σεξουαλική επαφή
με τη νύφη
18. αγάπη = ιαγάπη
19. αγαπημένος σύντροφος = συντρόφι
20. αγαπητικός = διντρουλάκι
21. αγγείο, είδος πιάτου = λιγγέρι = χάλκινο αγγείο ρηχό και πλατύ
22. αγγούρι = κρασταμπούτσα, κρασταμπέτσι, κρασταμπούτσι, καστραβέτσι
23. αγγούρι = κιρλυγγίτσι, κιρλικίτσ
24. αγελάδα = γελάδι, γιλάδα = βόδι
25. αγέννητος = αγίνουτους
26. άγευστος, -η, -ο = άνουστους -η -ου = δεν εχει γεύση, ανούσιος , κάτι που
δεν έχει χάρη, γοητεία, που δεν είναι νόστιμο στους
τρόπους
27. αγιοκέρι = αϊουκέρι = αγιοκέρι (του επιτάφιου)
28. άγιος = άϊους
29. αγκαθιού είδος = τριβόλι
30. αγκαθωτά χαμόκλαδα = τσαλιά, παλιούρια
31. αγκαθωτό ζιζάνιο = τριβόλι = μτφ. το ζωηρό, άτακτο παιδί

351

32. αγκώνας = αναγκώνας
33. αγναντεύου = αγνάντιμα = η ενέργεια του αγναντεύου
34. αγναντεύω (τροπος παρατήρησης) = ξαγναντίζου = βρίσκομαι σε θέση που

βλέπω και με βλέπουν
35. αγναντεύω από μακριά = ξαγναντεύου = διακρίνομαι από μακριά,

διακρίνεται η μορφή μου
36. αγνάντι (τόπος) = ξαγνάντιου = θέση από την

οποία μπορώ να έχω καλή θέα.
37. αγονιμοποίητα = αμαρκάλ’γα πρόβατα που δε

πήγαν με κριάρι,
38. αγόρι = πιδί
39. άγρια ζώα = αγρίμια
40. αγριαπιδιά = γκορτσιά, γκουρτσιά = άγρια απιδιά
41. αγριαχλάδι = γκόρτσο = ο καρπός της γκορτσιάς
42. αγρίμι = ζλάπ-ζλάπι = συνήθως οι λύκοι, γενικά ο ατίθασος άνθρωπος
43. αγριοάχλαδο = αγγόρτσο, γγόρτσο = μικρό άγριο αχλάδι
44. αγριόγιδο = αγριουγίδι = Το αγριόγιδο είναι ο

απόλυτος κυρίαρχος των γκρεμών, είναι ένα
δυναμικό και περήφανο ζώο. Το
χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι τα όρθια
κέρατα που γέρνουν προς τα πίσω, στο
πρόσωπό του κυριαρχεί το λευκό, ενώ το σώμα
του είναι δυνατό, με χρώμα που ποικίλει
ανάλογα με την εποχή. Είναι, δηλαδή, ανοιχτόχρωμο καφέ κατά την άνοιξη και
το καλοκαίρι με κοντό τρίχωμα, το οποίο κατά τη χειμερινή περίοδο γίνεται
μακρύ και παίρνει χρώμα σκούρο καφέ – σχεδόν μαύρο. Απαραίτητη
προϋπόθεση για την ύπαρξη του είναι ο γκρεμός, όπου βρίσκει προστασία από
τους θηρευτές. Ορθοπλαγιές, βραχώδεις πλαγιές, απότομα δάση, σάρες, λούκια

352

και υποαλπικά λιβάδια αποτελούν τον ιδανικό βιότοπο για το αγριόγιδο. Τον
χειμώνα, τα αγριόγιδα προτιμούν τις απότομες, νότιες πλαγιές, όπου το χιόνι
λιώνει γρηγορότερα. Όταν μπει η άνοιξη, αρχίζουν να ανεβαίνουν σε
ψηλότερα σημεία και για να αποφύγουν τη μεγάλη ζέστη το καλοκαίρι,
αποτραβιούνται στις δροσερές περιοχές του βιότοπου. Θυμίζει τους
Σαρακατσάνους η ζωή του
45. αγριοκαστανιά = αγριουκαστανιά . Η αγριοκαστανιά, ιπποκαστανιά ή
ιπποκαστανέα (επιστημονική ονομασία:
Aesculus hippocastanum, Αίσκουλος το
ιπποκάστανο) O φλοιός της, ο οποίος
περιέχει μια κουμαρίνη, την αισκουλίνη και
βιταμίνη P, διαθέτει φλεβοτονωτικές
ιδιότητες. Η βιταμίνη P δυναμώνει τα
τριχοειδή αγγεία, βοηθά στην κυκλοφορία
του αίματος, καταπραΰνει τους πόνους των αιμορροϊδικών κρίσεων,
αντιμετωπίζει τις εκχυμώσεις και τους κιρσούς και, γενικότερα, συμβάλλει στην
ανακούφιση των συμπτωμάτων, που σχετίζονται με τη φλεβική ανεπάρκεια
(οιδήματα, βαρειές γάμπες). Παλαιότερα, δινόταν και στα άλογα, όταν
πάθαιναν κολικό και γι' αυτό έχει πάρει το όνομα hippocastanum (ίππος +
κάστανο). Ακόμα, χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία. Ο καρπός της
αγριοκαστανιάς περιέχει -μεταξύ άλλων- τανίνη, αισκουλίνη, φραξίνη και
άμυλο. Το βότανο του αγριοκαστάνου χρησιμοποιείται, ως ρόφημα, ως
λοσιόν, ή ως στυπτικό, για την τόνωση του κυκλοφορικού συστήματος, ενώ
βοηθά στη φλεβίτιδα, τις αιμορροΐδες, τους κιρσούς και τα κνημικά έλκη.
46. αγριοκοίταγμα = αγριουτήραμα = κοίταγμα άγριο
47. αγριοκοιτάω = αγριουτηράου = κοιτώ αγριεμένα

353

48. αγριοκρίθαρο = αγριουκρίθαρου, αγριόχορτο, όρδεο το μύουρο
Αγριοκρίθαρο ή
Αγριοστάχυ ή
τριχοστάχυ - Hordeum
murinum Αγροστώδες
ζιζάνιο, φυτρώνει
συνήθως σε χέρσα
εδάφη και
σε πολυσύχναστα μέρη και κατά μήκος των δρόμων. Τα άνθη του είναι μικρά
στάχυα με ωραίες αλύγιστες τρίχες και μοιάζουν με το καλλιεργούμενο
κριθάρι. Από τους πιο γνωστούς
λαθρεπιβάτες. Αποτέλεσε για χρόνια παιχνίδι
των παιδιών της υπαίθρου που παίζοντας,
πετούσαν τα άνθη του, το ένα στα ρούχα του
άλλου, όπου συνήθως "κολλούσαν". Όμως οι
σπόροι των αγριοκρίθαρων δεν είναι τόσο
αθώοι. Δημιουργούν ένα σοβαρό πρόβλημα
για τα σκυλιά και τις γάτες επειδή τα μικρά μυτερά στάχυα μπορούν να
διαπεράσουν τα αυτιά και τις κόγχες των ματιών. Εάν μια ολόκληρη ακίδα
αγριοκρίθαρου χωθεί μέσα στη μύτη σας είναι δύσκολο να την αφαιρέσετε. Η
ακίδα ωθείται βαθύτερα προς τα επάνω μέσα στη ρινική κοιλότητα και έπειτα
σπάει σε κομμάτια όταν προσπαθείτε να την τραβήξετε έξω.

49. αγριολάχανα = καυκαλήθρις
50. αγριομέλισσα (είδος) = σιρσέγκι = άνθρωπος που δεν ησυχάζει καθόλου,

εργατικός, είδος αγριομέλισσας
51. άγριος = άγριους = (για καρπούς) άγουρος, ανώριμος.
52. αγριότητα = αγριάδα = το φυτό άγρωστη η έρπουσα αλλά και αγριότητα.
53. αγριότητα = αγριουσύνη, = αγριάδα ύφους

354

54. αγριότοπος = αγρίδι = τόπος που δε βγάζει καλό χορτάρι, τόπος δεν εχει
χορτάρι

55. αγριοτριαντάφυλλα(είδος) = μαλιαρόκωλα = είδος ροδιού άγριου
τριαντάφυλλου που είχε χνουδωτό το πίσω μέρος
(κώλος)

56. αγριοτριανταφυλλιά = μαλλιαρουκουλιά
57. αγριοφράουλες = χάπσις = μικρές
58. αγριόχορτο (είδος) = ήρα = φυτρώνει στα

χωράφια και εμποδίζει την ανάπτυξη του σιταριού
59. αγροφύλακας = ντραγάτ’ς, δραγάτς, δραγάτης = αμπελοφύλακας.
60. άγρυπνα = αλέστα = όρθιος μας παρατηρεί (φλάΐ αλέστα )
61. αγρυπνία = νυχτέρι = μάζωξη και παρέα για κουβέντα και ξενύχτι
62. αγρυπνώ μαζί με άλλους = νυχτιρεύου = ή εργάζομαι τη νύχτα
63. αγώγι = αγώι = το μεροκάματο και η μεταφορά των αγαθών από τον

αγωγιάτη
64. αγωνία = αγουνία, άγχος
65. αγωνίζομαι = πασκίζου, αγουνιόμι, προσπαθώ, ταλαιπωρούμαι.
66. αδειάζω = αδειάζου = αδειάζω κάτι, έχω ευκαιρία.
67. άδειο = ζούφιο = ψεύτικο,
68. αδελφοποίηση δύο ή περισσότερων ατόμων = μπρατιμηλίκι = Η

επισημοποίηση γινόταν σε μια “μαγική” τελετή, με θρησκευτικό χαρακτήρα και
με συμβολικές πράξεις, όπως ανάμειξη αίματος, ανταλλαγή όπλων, περίζωση
με την Αγία Ζώνη κ.ά. Μέχρι το 1920, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, στο
βουνό Ρίλα (Βουλγαρία), οι Σαρακατσαναίοι πιανόταν σταυραδέλφια, κάθε
χρόνο στις 29 Αυγούστου, την ημέρα που γιόρταζε η Μονή
69. αδελφοποιτή = μότριμα
70. αδελφοποιτή =-σταυραδιρφή
71. αδελφοποιτός = σταυράδιφους

355

72. αδελφοποιτός = σταυραδερφός, μπράτμους
= Η «σταυραδερφοσύνη», ή
αδελφοποίηση είναι θεσμός του λαϊκού
εθιμικού δικαίου. Η δημιουργία
αδελφικού δεσμού στους Σαρακατσάνους
ήταν δυνατό έθιμο, που οι ρίζες του χάνονται στα βάθη των αιώνων. Το έθιμο
αυτό αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ο δεσμός γινόταν
μεταξύ ατόμων, που δεν είχαν συγγένεια αίματος, αλλά είχαν ίδια θρησκεία και
διέπονταν από ισόβια υποχρέωση αλληλοβοήθειας, αλληλεγγύης και
αυταπάρνησης. Ο τρόπος που γινόταν κάποιος σταυραδερφός ήταν βασικά να
χαραχτεί η φλέβα στο εσωτερικό του βραχίονα και των δυο, που έχουν
συμφωνήσει να αδελφοποιηθούν, και τέλος έπιναν λίγο αίμα ο ένας από τον
άλλο.

73. αδελφός = μπάτης = ο μεγαλύτερος αδερφός.
74. αδέξιος = αλάνταβος, αλάνταβους
75. αδερφές = αδιρφάδις
76. αδερφομαχαιριά = αδιρφουμαχιριά = μαχαιριά από αδερφό, κακό που

προέρχεται από τον αδερφό μου.
77. αδερφός ( ετεροθαλής) = μιλαδέρφι
78. αδέσποτο ζώο που τρέχει από δω κι από κει = ντουμουσιάρ’κου,

ντουμουζιάρκο = ανυπάκουο στις εντολές του τσομπάνου
79. αδήλωτος = αδήλουτους-ου = δεν έχει δηλωθεί
80. αδιάθετος = ανήμπουρους = άρρωστος, αδύναμος, αυτός που έχει ανάγκη

από βοήθεια
81. άδικα = χαράμι
82. αδράχτι = δρούγα = η αρχαία άτρακτος.
83. αδυναμία = χαμάρα = εξάντληση, αδιαθεσία
84. αδύναμος = λισβός = λεπτός, λειψός

356

85. αδυνατίζω = κατχεύου, κατχιαίνου, σώνουμι, ρέβου, αχαμναίνου = χάνω
βάρος

86. αδυνάτισες = έριψις
87. αδύνατο = λιάτερου
88. αδύνατο και με μεγάλη κοιλιά ζώο = μπακανιάρ’κου
89. αδύνατος = ξιραγκιανός, ζαΐφκους
90. αδύνατος = άσαρκους αχαμνός = χωρίς μυς, λιπόσαρκος,.
91. αδύνατος άνθρωπος = τσακνιάρης = σαν τσάκνο
92. αδύνατούτσικος. = αχαμνούτσ’κους, -ούλα, -ούτσ’κου =
93. αερολογώ = βαταλαλού, βαταλαλώ = λέω ανοησίες. κουβέντες χωρίς ουσία,
94. αετού ( είδος ) = καρτάλι
95. αζύγιστος = αζύϊαου
96. αηδία = ασκασιά
97. αηδιάζω = ασκιαίνουμι
98. αηδίες = αναγούλις = παραξενιές,

κουταμάρες
99. αηδόνια = μπιρμπίλια
100. αηδονοκελαϊδουσα = αηδουνολαλούσα = πέρδικα που λαλεί σαν αηδόνι.
101. αθόρυβα = σταμούτα, σιγαλά
102. αθόρυβος,-η,-ο = σιγαλός, -ή, -ό
103. αθώος = αθώους, -α, -ου = αθώος χωρίς πονηριά, καθυστερημένος, χαζούλης
104. αιθάλη = .κάπνα,γάνα
105. αίμα (σε τσίμπημα φιδιού) = δρουπίκι = δηλητηριασμένο αίμα στο σημείο

που έχει δεχτεί τσίμπημα από φίδι το ζώο
106. αιμοβόρος = μουβόρκους
107. άιντε = ντε = εμπρός.

357

108. άιντε = αϊντι = άντε , εκφράζει γενικά παρακίνηση ή αγανάκτηση ανάλογα με
τα συμφραζόμενα και το χρωματισμό της φωνής, πήγαινε, έκπληξη ή
δυσπιστία, αποδοκιμασία ή ασυμφωνία, συγκατάθεση

109. άιντε = άιστι, αϊντέστε = εμπρός
110. αϊντε-αϊντε = χ΄αΐντι , χ'αΐντι = φράση που δηλώνει κοροϊδία
111. αίσθημα χορτάσματος = χουρτασίλα
112. αίσια = δέξια = επιτυχώς.
113. αιφνίδια βροχή = τ’φάνι = άγρια και δυνατή βροχή που συνοδεύεται από

άνεμο, ξαφνική καταιγίδα.
114. ακαθαρσία = μαγαρ’σιά = περιττώματα ανθρώπου, (μτφ.) βρωμιά, ανήθικη

πράξη
115. άκακος = άβλαβους -η -ου
116. ακαλλιέργητο = χέρσο
117. ακατέργαστα = ανάργαστα = δέρματα που δεν έχουν υποστεί επεξεργασία.
118. ακατούρητος = ακατούργους = αυτός που δεν έχει κατουρήσει.
119. ακίδα = αγκίδα, μύτη από αιχμηρό ξύλο ή λεπτό αιχμηρό κομμάτι από ξύλο

που τρυπάει το σώμα μου.
120. ακολουθώ κάποιον καταπόδας = τουν παίρου στου κουντά
121. άκομψος = άχαρους
122. ακόνι = ακόνι = εργαλείο για τρόχισμα.
123. ακόνια = ακουνιές = πλάκες σταχτόμαυρες, για να

τροχίζουμε τα μαχαίρια
124. άκοπα = άκουπα = δεν κόπηκαν, αλλά και χωρίς διακοπή
125. άκου = άκσει, ακούρμα, ακουρμάσ = δώσε προσοχή
126. ακούραστος = αλάρουτους, αβάρητους, αβάργους = δε βαριέται αυτός, δρα-

στήριος, ασταμάτητος, που δεν τον χτύπησαν
127. ακούραστος =αβάριτους, δραστήριος, ασταμάτητος
128. ακούρευτος = άκουρους

358

129. άκουσα = άξα
130. ακουστός = ξαϊκουσμένους, -η, -ου,
131. ακούω με προσοχή = ακουρμαίνομαι,

ακουρμαίνουμι, ακουρμάζουμι = στήνω
αφτί να ακούσω
132. ακριβοπληρώνω = βαρυπληρώνου
133. ακροθαλασσιά = γιαλός, ακρουπέλαου,
ακρουπιλαϊά ακροθάλασσα, ακρουθαλασσιά = γιαλός, παραλία, γιαλό,
γιρογιάλι, γιαλούσα, γιαλέ, γκιαλό, ζαλός, περιγιάλι, περγιάλι, παραγιάλι,
παράγιαλος, ακρογιάλι, ακρογιαλιά,
ακρογιάλ, ακρουγιαλιά, ακροπελαγιά,
ακρουπιλαγιά, ακρουπέλαγους, σίγιαλο
134. ακρωτηριασμένος,-η, -ο = κουλουβός, -ή, -
ό, ζώο που έχει κοντή ουρά, - οι Μακεδόνες
Σαρακατσάνοι γιατί φοράνε κοντή φουστανέλα
135. ακτινοβολεί ο ήλιος = λάμπει ου ήλιους
136. ακυρώνω = καίου = μηδενίζω την προσπάθεια
137. αλάδοτος = αλάδιαγους, αλάδουτους = αυτός που είναι χωρίς λάδι, αβάφτιστος
, αντίχριστος.
138. άλαλα = μούτα = χωρίς λαλιά
139. άλαλος (μένω ) = μουτεύου =
χάνω την ομιλία μου.
140. αλαταριά = χώρος με επίπεδες
πέτρες όπου τοποθετούσαν το
αλάτι για να τρώνε τα ζώα
141. αλατίζω = αλατίζου = ρίχνω αλάτι στην αλαταριά
142. αλατοσάκουλα = αλατουσάκ’λου = σακούλι για το αλάτι.

359

143. αλαφροΐσκιωτος = αλαφρουίσκιουτους = ματιάζεται εύκολα, αυτός που
«βλέπει» φαντάσματα

144. αλαφρύς άνθρωπος = φουντούλας = άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερο περιχόμενο
που θέλει να φαίνεται.

145. άλειμμα = άλλ’μμα , υλικό για επάλειψη
146. αλείφω = αλείφου, αλείβω = βάζω αλοιφή
147. αλεπού = αλπού = μτφ. είναι πονηρός η πονηρή και πανούργα γυναίκα.
148. αλεστικά = ξάιτα = που παίρνει ο μυλωνάς σε στάρι η αλεύρι
149. αλεύρι για συμπλήρωμα = προυσάλευρου
150. αλευρόσκονη = πασπάλι η πασπάλη = σκόνη, ιδίως από αλεύρι [<αρχ.

πασπάλη]
151. αλευρώνω = αλιβρώνου = ρίχνω αλεύρι.
152. αλευρώνω το προζύμι = ανιβατίζου = ρίχνω το προζύμι στο αλεύρι για να

φτιάξω το ψωμί (ύψωμα)
153. αλίμονο = αλιά , αλί δυστυχία!
154. αλκάννα = βαφόρρ’ζα = το φυτό αλκάννα η κοκκινοβαφής, ανχούσα. Με τη

ρίζα του έβαφαν τα μάλλινα. Ο αρχαίος
βοτανολόγος Θεόφραστος και αργότερα ο
Διοσκουρίδης, αλλά και ο Ιπποκράτης
περιγράφουν τις ιδιότητες του φυτού και
προτείνουν συνταγές για τη χρήση του. Είναι
κατάλληλη για τη θεραπεία ελκών στο διαβητικό πόδι, στην επούλωση όλων
τραυμάτων, εγκαυμάτων, ελκών κάθε είδους, αιμορροϊδοπάθειας και άλλων
δερματικών παθήσεων όπως η ακμή , καθώς αποτελεί μία φυτική ουσία που
βοηθά στην αποκατάσταση του δέρματος χωρίς τις παρενέργειες των χημικών
ουσιών.
155. αλλά = αδέ = ενώ, μα
156. άλλαγμα = .άλλαμα

360

157. αλλάζω = ξαλλάζου = φοράω τα παλιά και βγάζω. τα καλά ρούχα
158. αλλαξιά = αλαξιά, καθαρή ενδυμασία που φοράω, όταν αλλάζω ρούχα.
159. αλληθωρίζω = γκαλιουρίζου
160. αλλήθωρος = κιόρς , κιόρης, κιορ, κιόρος, γκαλιούρς , γκάλιουρας = αλιθόρος,

αλίθουρος, αλόθορος, αλιγκιόζης, αλιφέγγης
161. άλλης εποχή ς= αλλουτισνός, παλιότερα, πολύ παλιός, παλιάς εποχής.
162. αλλοίμονο μου = λέλι μ’ = και η έκφραση "ουϊ λέλιμ = αλλοίμονο μου "
163. αλλοιώθηκε και έχει δυσάρεστη οσμή το φαγητό = τάγκιασι του φαΐ
164. αλλοιώνεται = τσιαλντίζει = αλλάζει μορφή από την καθιερωμένη,

μεταλλάσετε
165. αλμυρό = λύσσα = μανία,

ασθένεια στα σκυλιά
166. άλογα (άρρωστα από

αδενίτιδα) = σακαϊάρκα = τα
άλογα που πάσχουν από
αδενίτιδα
167. άλογα = άτια
168. άλογα που ανήκουν στη λακνιά = λακνιάρ’κα
169. αλογάκι μικρό = πλάρα
170. αλόγιαστος = αλόιστους, -η, -ου = αυτός που δε βάζει
σκέψεις, αυτός που δεν βασανίζει το μυαλό του
171. αλογίσια = αλουγίσια, αυτή που προέρχεται από το άλογο.
172. άλογο = μπινέκι = άλογο ίππευσης (του τσέλιγκα συνήθως) μπινέκικο, μπινέκι,
μπινέκ = άλογο καβαλαρίας απ το Τούρκικο binek αργότερα το αυτοκίνητο ι.χ
173. άλογο (άρρωστο) = τικνιφέζ’κου = άλογο ή μουλάρι που έχει χάσει τις
δυνάμεις του
174. άλογο (χρώμα) = κούλ’κου άλουγου = σταχτί άλογο
175. άλογο (χρώμα) = κούλα = θηλυκό άλογο με καφέ χρώμα

361

176. άλογο (χρωματικά) = ψαρής = άσπρο άλογο με σταχτή , μαύρες βούλες
177. άλογο νεογέννητο = π’λάρι, πλαράκι
178. αλογο του Θεού = άλουγου τ’ Θιού = πολύ μικρό ζωάκι πράσινο, σαν αδύνατη

ακρίδα με μακρύτερο σώμα
179. αλογοκοπριά = καβαλίνα
180. αλογομούλαρα της στάνης = βαλμαριό
181. αλόγου περπάτημα = ριβάνι = ρυθμικό και ανάλαφρο βάδισμα του αλόγου
182. αλόγων αγέλη = λακνιά
183. αλόγων αρρώστια = σακαΐ (αδενίτιδα)
184. αλόη = αλουή.πικρό υγρό που

βγαίνει από το φυτό αλόη, πικρό.
185. αλόθρησκος = αβάφτ'στους -η- ου
186. αλοιφή = αλφή
187. αλοιφή (είδος) = κιραλ’φή, η = πρακτικό γιατροσόφι (αλοιφή με κερί και λάδι)
188. αλυσίβα = αλσίβα = στάχτη και νερό για το πλύσιμο Η αλισίβα είναι ένα

αλκαλικό διάλυμα που παρασκευάζεται με το βράσιμο του νερού μαζί με
στάχτη από καμένα ξύλα. Συνιστάται δε να χρησιμοποιείται βρόχινο νερό. Στα
παλαιότερα χρόνια τη χρησιμοποιούσαν για τη λεύκανση των ρούχων, αλλά
και αντί για σαπούνι και για το λούσιμο (ειδικά για λιπαρά μαλλιά). Η αλισίβα
έχει καθαριστικές ιδιότητες λόγω του ανθρακικού καλίου που προσλαμβάνει
από τη στάχτη, το οποίο έχει την ικανότητα να διαλύει τα έλαια και τα λίπη
γενικά. Την έφτιαχναν σε καζάνι όπου έβραζαν τα υλικά και μετά
τοποθετούσαν τα ρούχα για πλύσιμο.
189. αλυσίδα = καδένα
190. αλυσίδες = κουστέκια. Χρυσές ή μπρούτζινες που κρεμάνε στα στήθια τους
άντρες και γυναίκες
191. αλώνι που μαζεύονται νεράιδες= νηραϊδάλουνου

362

192. αλωνίζω = αλωνίζου, τριγυρίζω σαν να αλωνίζω, περιφέρομαι, κινούμαι
συνέχεια σε ένα συγκεκριμένο μέρος, κακομεταχειρίζομαι, προκαλώ ζημία

193. αλώνισα = αλώνσα
194. αλωνιστής = αλουνστής, αλουνάρ’ς = αυτός που αλωνίζει.
195. αμαγγάνιστα = αγιένουτα, αγέννωτα = τα ρούχα που έγιναν από υφάσματα

που δεν πήγαν στο μαγγάνι για χτύπημα , έμειναν όπως βγήκαν απ τον
αργαλειό, υφαντά υφάσματα που δεν τα πηγαίνω στα μαντάνια για
επεξεργασία.
196. αμάζευτος = αμάζουτους. άζαπους, -η, -ου, απείθαρχος, αυτός που είναι έξω
από κανόνες, δεν συμμαζεύεται
197. αμάνικες ζακέτες που έχουν πιέτες πίσω = μπόλκις
198. αμάνικο πουκάμισο στη γυναικεία φορεσιά = φούστια
199. αμάραθος = αμάραθους , αμάρανθος, η αμάραθος έχει όνομα ελληνικής
καταγωγής που του δόθηκε εξαιτίας της καταπληκτικής αντοχής του Ο
αμάρανθος είναι ένα ψευδοδημητριακό, πλούσιο σε λυσίνη, αμινοξύ το οποίο
ενισχύει την ποιότητα πρωτεΐνης. Πλούσιο σε μαγνήσιο, σίδηρο, ασβέστιο,
αλλά και χωρίς γλουτένη
200. αμαρτάνω = μαρτεύουμι, αμαρτεύουμι, μαρτάνου, κουλάζουμι
201. αμάσητος = αματσιάλ’γους
202. άμεσα = αμέσους , πολύ γρήγορα, την ίδια στιγμή
203. αμίλητος = γκούβρας = άκριτος.
204. αμμουδιά = αμμούδα = αμμότοπος
205. άμοιρη, δυστυχισμένη γυναίκα(μτφ.) =
κρούνα
206. αμούστακος = αμάλλιαγους, νέος, χωρίς
πείρα.
207. άμυαλος = ανέγνουμους = ανόητος,
208. αμύγδαλα = μύγδαλα

363

209. αμύγδαλα άγουρα = τσίγαλα
210. αμυχή = ξιγάλ’σμα
211. αμφιβάλλω = αντιάζου = δεν είμαι σίγουρος
212. αναβαίνω ψηλά = σκαλώνου = αναρριχώμαι ανεβαίνοντας ψηλά, σταματάω

μπροστά σε ένα εμπόδιο
213. αναβρύζει άφθονο μέσα από πληγή = μπουρμπούλιαξι του αίμα
214. ανάβω = ανάφτου, ανάβου, -ομαι = βάζω φωτιά σε υλικά που καίγονται

εύκολα και συνήθως δίνουν ζωηρή φλόγα και θερμοκρασία, παίρνω φωτιά,
βάζω φωτιά σε ένα υλικό, για να δώσει φως,
αλλοιώνεται η σύσταση (άναψε το τυρί), αισθάνομαι
υπερβολική ζέστη
215. ανάγλυφα σχέδια (ειδικά) = κλίκια = ανάγλυφα σχέδια από ζυμάρι που
φκιάχνουν οι γυναίκες πάνω στις κουλούρες.
216. αναγούλα = αναδουσιά = άσχημη μυρωδιά
217. αναγούλες = ξερατά, ξιρατά, ξιρατιά
218. αναγουλιάζω = αναγλιάζω, αναγλιατσιάζου
219. αναζητώ = χαλεύω
220. ανάθεμα = ανάθιμα = ως κατάρα, για να
εκφράσουμε την έντονη αγανάκτησή μας για κάτι
που μας έχει συμβεί ή για κάποιον που είναι ο
αίτιος της δυστυχίας μας, ανάθεμα κι αν δεν πονώ
και αν δεν αναστενάζω, σωρός από πέτρες που σχηματιζόταν στο σημείο
όπου κάθε περαστικός έριχνε μια πέτρα, αναθεματίζοντας
221. ανακατεύω = αλαμανάω,γουργουλεύω = κάνω φασαρία
222. ανακατεύω τα κάρβουνα = συμπάω = ανακατεύω τα κάρβουνα και μαζεύεται
η στάχτη της φωτιάς. (σίμπα τη φωτιά, σίμπα το φαϊ), (μτφ.) παροτρύνω,
βοηθάω, ενθαρρύνω

364

223. ανακατεύω χωρίς όρεξη = μαλλιαγκράω, μαλλιαγρίζου = ανακατεύω κάτι
άτσαλα.

224. ανακατοσιά = κουρκουβέτσι
225. ανακατοσιάρης = ανακατωσιάρς -α -ουκο = που ανακατώνεται σε ξένες

υποθέσεις και βάζει διαβολές, ανακατωσιάρης
226. ανακατωμένα = ανάκατα
227. ανακατώνω = σγαρλάου, σγαρλεύου, ζγαρλίζου = ψάχνω, σκαλίζω (

ζγαρλίζει του φαΐ )
228. ανακατώνω τα πρόβατα και κάνω φασαρία = σαλαΐζου, σαλαϊαζου
229. αναλαμβάνω = αναλαβαίνου = ανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από κάποια

αρρώστια.
230. ανάλατος = ανάλατους = άχαρος, δεν έχει νοστιμιά επάνω του, χωρίς αλάτι,

άνοστα, ανοησίες, χαζά
231. ανάλαφρος = ανάλαφρους -η -ου = πολύ ελαφρός αέρας, που είναι μόλις

αισθητός και ευχάριστος, για κάτι ή για καποιον που δίχνει ότι δεν έχει
καθόλου βάρος, αέρινος
232. ανάλλαγος = ανάλλαγους, άλλαγους = αυτός που δεν άλλαξε φορεσιά
233. αναλλαξιά = αναλλαϊά = μη αλλαγή ρούχων.
234. αναμετρούμαι = παραβγαίνου = ανταγωνίζομαι
235. άνανδρος = άναντρους
236. αναπάντεχος = αναπάντ'χους -η -ου = κάτι που δεν περίμενε, δεν υπολόγιζε ή
δε φανταζόταν κανείς ότι θα συμβεί, απροσδόκητο, για κάποιον που έρχεται
και εμφανίζεται ξαφνικά

365

237. αναπαύονται
ενώ κάθονται
μεσημέρι
στον ίσκιο τα
πρόβατα =
σταλίζουν τα
πρότα

238. ανάπαυση =
ανάπαψη

239. ανάπαυση = αναπαμός = ξεκούραση, [anapamós]: (λαϊκότρ., λογοτ.)
ξεκούραση, ανάπαυση ή ψυχική ηρεμία

240. αναπηρία = σακατ’λίκι
241. ανάπηρος = σακάτ’ς, κλός
242. αναποδιά = στραβουμάρα, ζάντζα, ζαβουσύνη = δυστροπία, ιδιοτροπία,

ελάττωμα,
243. αναποδιάζω = στραβώνου = δεν λειτουργώ όπως πρέπει, δεν λειτουργώ ορθά
244. αναποδιές = στραβουμάρις
245. ανάποδο = ουρσούζκου = γρουσούζικο
246. αναποδογυρίζω = απστουμάου = γυρίζω απίστομα,
247. αναποδογυρίζω = απστουμίζου, γυρίζω απίστομα,
248. αναποδογύρισα = ανάσκ'λωσα
249. αναποδογύρισε = απστόμσει
250. αναποδογύρισμα = απστόμ’σμα= γύρισμα κωλοτούμπα
251. ανάποδος = ουρσούζκους = γρουσούζης
252. αναπτήρας = τσακμάκι, τσιακμάκι = είδος

αναπτήρα (οινοπνεύματος ή πετρελαίου) με
φιτίλι και τσακμακόπετρα, αναπτήρας· μτφ. ο
εύστροφος, έξυπνος και δραστήριος άνθρωπος

366

253. ανάργυρος ο δυσώδης = βρουμουκλάρι = το φαρμακευτικό φυτό ανάργυρος
ο δυσώδης, θάμνος που αναδίνει μια άσχημη μυρωδιά. Το χρησιμοποιούσαν
για να επουλώνουν τις πληγές από τσίμπημα σκορπιού

254. αναριγώ = θιρμαίνομι, θιρμαίνουμι
255. ανάρμεχτος = ανάρμιγους
256. αναρριχόμενο φυτό (είδος) =

κληματσίδα = αναρριχόμενο φυτό
που μοιάζει με αγιόκλημα, τα κλαδιά
από αναρριχόμενα φυτά
257. ανάσκελα = ανάσκ'λα, τα ανάσκλα
= ύπτια, με τη ράχη προς τα κάτω
258. ανασκελώνω = ανασκ’λώνου =
ρίχνω κάποιον ανάσκελα,-ουμι
πέφτω ανάσκελα
259. ανασκουμπώνομαι =
ανασκουμπώνουμι = σηκώνω τα μανίκια για να δουλέψω
260. αναστατώνω = ανασκ'λώνω = γυρνάω τα πάνω κάτω
261. αναστενάζω = χουλoϊώμι, στινάζου
262. αναστενάζω συνεχώς = χολοϊέμι, χουλο
263. αναταραχή = ανταρτουσύνη = πόλεμος, ανταρτοπόλεμος
264. ανατρέφω = ανασταίνου -
ομαι =
265. ανατριχιάζω = αναδριμώνου
= ανασκιρτώ αγριεύω, βγάζω
εξανθήματα, «Αναδρίμουσι η
γλώσσα μ»
266. ανατρίχιασμα = ανατριχιάδα

367

267. ανατριχιασμένος = γατσουμαλλιασμένους = αυτός που ανατρίχιασε από το
κρύο.

268. ανατριχίλα = λαβούρα = διέγερση που συνοδεύεται από φόβο ή ταραχή
(λαβούρα σι πιάνει, άμα νυχτουπιρπατάς στα λόγγα)

269. ανατροφή = ανάθρεμμα, τράνεμα
270. αναφέρω = αναβάλλου , αναφέρου = θυμάμαι κάποιον, μνημονεύω,

ονομάζω.
271. αναφέρω κάτι = μουλουγάου
272. αναχώρηση για τα βουνά ή τα χειμαδιά = φεύγα
273. ανδρικά = αντρίκια = τρόπος με τον οποίο

καβαλικεύει ο άντρας
274. ανέγγιχτο = αμάλαγο = απείραχτο,
275. ανέθρεψες = ανάθρεψες, ανάθριψις
276. άνεμος Β.Δ = αρβανίτ’ς = βορειοδυτικός
277. ανεμοσούρι = ανεμοσίουρι = δυνατός αερας με βοή, δυνατός απότομος

αέρας
278. ανεπαρκής = λιγουστός
279. ανεψιά = ανψιά
280. ανεψιός = ανψιός, αδιρφουπαίδι, ανψιόκας, (χαϊδευτικά).
281. ανήθικη = βαδέκλα = γυναίκα πρόστυχη,.
282. ανήλιαστος = ανήλιαγους = αυτός που δεν έχει κάτσει κάτω απ τον ήλιο,

σκιερός, αυτός που δεν τον βλέπει ο ήλιος
283. ανήλιο = ανήλιου = το μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος, ζερβό
284. ανήλιος = ζιρβός, (ή

ζιρβύς), ζέρβια, ζιρβό
(ζιρβύ)
285. ανήμερα
Χριστουγέννων = Χριστόημιρα = χρονιάρες μέρες των Χριστουγέννων

368

286. ανηφόρα = ανήφουρου
287. άνθη = άνθια
288. ανθίζουν τα κλαδιά = λουλουδιάζουν τα κλαριά
289. ανθίζω = ανθίζου, ανθού = ανθισμένος βγάζω άνθη, ανθοφορώ, γεμίζω

λουλούδια, βρίσκομαι σε ηλικία ανάπτυξης, ακμάζω
290. άνθος (κεφάλι) ασφάκας = ασφακουκιέφαλου = το άνθος από

την ασφάκα δεν μπορεί να το προσπελάσει η μέλισσα με
ειδικούς τρόπους παίρνουν το νέκταρ της και παράγουν
μεγάλης αξίας μέλι.
291. άνθος από το σπερδούκλι(β,λ.) =
σπιρδουκουκάλι
292. ανθρακιά = θράκα = τα αναμμένα κάρβουνα
που καίνε,. Από την ομηρική λέξη «ανθρακιή»
= σωρός από κάρβουνα αναμμένα
293. ανθρωπάκι = κακαντρούλ’ς = ασήμαντος άντρας
294. ανθρωπάκι πειραχτήρι = ζουντόβουλου
295. ανθρωπάκος = απόσουσμα = πολύ κοντός και αδύνατος άνθρωπος
296. άνθρωποι (αστείοι) = ξινύστια = άνθρωποι που με τη συμπεριφορά τους
προκαλούν για τους εαυτούς τους φαιδρές συζητήσεις και σε κάνουν να
ξενυστάζεις
297. άνθρωπος με σαρκώδη χείλια = ζαχείλας
298. άνθρωπος που αντιδρά περίεργα = τσινιάρ’ς =, αδικαιολόγητα, ευέξαπτος
299. ανθρώπου χαρακτηρισμός = χαρδαλούμπας = εκείνος που άπληστα
καταβροχθίζει τα πάντα.
300. ανίδεος = ανήξιρους = δεν ξέρει τίποτα, απληροφόρητος
301. ανοησία = αναγνουμιά = αμυαλοσύνη
302. ανοησία στην δράση κάποιου = απουκουτιά = παλαβομάρα, αποκοτιά
303. άνοιγμα της ρόκας = αφτί ρόκας

369

304. ανοίγω τα πόδια = χαβδώνω μπροστά στην φωτιά (χάβδα) να
ζεσταθώ από την μέση και κάτω εσωτερικά

305. άνοιξε ο καιρός = απόλ’σι ου κιρός = καλυτέρευσε
306. ανοιχτός τόπος = ανοιχτωσιά
307. ανόρεχτος = ανόρεχτους -η -ου = που δεν έχει όρεξη, διάθεση για φαγητό,

που γίνεται χωρίς όρεξη, διάθεση, προθυμία ή που δείχνει έλλειψη καλής
διάθεσης
308. ανοσταίνω = ανουσταίνου = γίνομαι άνοστος, άγευστος , κάνω κάποιον ή
κάτι να φαίνεται άνοστος, άχαρος
309. αντάμωμα = μάζουξη, σμίξη = συγκέντρωση,
310. αντάμωση = σμίξη = ποταμών συμβολή
311. ανταπάντηση = αντιλουιά = απόκριση
312. ανταπόδοση χάρης = αντίχαρη
313. αντάρα σε καιρό ξηρασίας = ξηραντάρα
314. αντάρτες = ανταρτιά = πλήθος ανταρτών, μια εποχή με αντάρτικο
315. αντάρτης, αντάρτισσα = αντάρτ'ς , αντάρτ'σσα, κομιτατζής = πολεμιστής
που δεν ανήκει σε τακτικό στρατό και πολεμά για μια ιδέα εθνική, πολιτική κτλ,
κομιτατζήδες , ατίθασος, ταραξίας, απείθαρχος
316. αντάρτικο = ανταρτοσύνη η οργάνωση των ανταρτών
317. άντε = άντες, άντις
318. αντέχω την νηστεία = βαστάου = κρατώ, νηστεύω.
319. αντέχω = αντέχου, νταϊαντάου
320. αντήλιο = αντήλιου = ό,τι βάζει κανείς στο μέτωπο πάνω από τα μάτια του
για να τα προστατεύσει από τη λάμψη του ήλιου, ιδίως όταν προσπαθεί να δει
καλύτερα σε μακρινή απόσταση, χωρίς ήλιο
321. αντιγράφω κάτι = ξουμπλιάζω, ξουμπλιάζου = βγάζω σχέδιο από κάποιο
κέντημα, κουτσομπολεύω, διακοσμώ

370

322. αντιδρώ απότομα = τσινάου = τινάζομαι απότομα, το άλογο όταν αντιδρά
απότομα και σηκώνεται στα δυο του πόδια

323. αντίδωρο = αντίδουρου = μικρό κομμάτι από
πρόσφορο, το οποίο ο παπάς μοιράζει στο
εκκλησίασμα μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας,
δώρο που δίνει κάποιος ως ανταπόδοση για το δώρο που του έχουν δώσει

324. αντίθετος = ινάντιους
325. αντικείμενα τυροκόμισης = κόθρια = κυκλικά μεταλλικά αντικείμενα για το

κεφαλοτύρι.
326. αντικείμενο άχρηστο = λέντζερο
327. αντικοινωνικός = άσμιγους, άκριτους = ακοινώνητος.
328. αντικριστά = καρσι-καρσι
329. αντικριστός = καρσινός
330. αντίλαλος = αχός = βουητό
331. αντιλαλώ = αντιλαλού = αντηχώ, ήχος που ακούγεται δυνατά ή σε μεγάλη

έκταση, χώρος που είναι γεμάτος από δυνατούς και συνεχόμενους ήχους
332. αντιλέγω = αντιλουϊόμι = ανταπαντώ
333. αντιμισθία τσομπάνου .= χάκι, ρόγα
334. αντίπαλος = ινάντιους
335. αντίχριστος = αντίχριστους
336. αντοχή = τακάτι
337. αντράδερφος = αντράδιρφους, κουνιάδος,
338. άντρας ανήθικος = σαλταμπήδας
339. αντρειωμένος = αντριάς
340. αντρειώνομαι = αντρειώνουμι = γίνομαι γενναίος.
341. αντροσόϊ = αντρουγινιά = το σόι του άντρα
342. άνυδρος τόπος = άνυδρους τόπους, ξηρότουπους = τόπος στον οποίο δε

βρέχει, που έχει ξηρασία

371

343. ανύπαντρος = μπεκιάρης, μπικιάρς =, ανίμπαντρος, ανίπαντρους, άπαντρος,
άπαντρους, εργένης απ' το Τούρκικο bekâr

344. ανυπόληπτη = πάντια (με το δείξια) = ανήθικη
345. ανυπόληπτο = ξιίσκιουτου
346. ανυπόμονος = ανηβάσταγους, αβάσταγους -η -ου = τίποτα δεν τον κρατάει,

ασυγκράτητος
347. ανυπότακτος = ζαβατιάρ’κους = ατίθασος
348. ανώριμο = αγέννωτο, αγιένουτου, αγίνουτο = δεν είναι ακόμα έτοιμο , δεν

είναι ώριμο, στον καιρό του δεν ωρίμασε , δεν είναι στον καιρό του, άγουρο
349. ανώριμοι = αγρίδια = ανώριμοι καρποί.
350. ανώριμος = άγουρους, άγριος = δεν ωρίμασε (επί ανθρώπων ανώριμος)
351. άξαφνος = άξαφνους
352. άξεστος = χουντρουκουπάνι
353. αξία, αξιά, άξια, αξά, αξίγια, εξιά, εξά, ξια, ξα, αξιάδα, αξιότη, αξιότητα, αξιότα,

αξιουμάδα, αξιομάρα, αξιουμάρα, αξιοσίνη, αξιουσίν, αξοσίνη, αξουσίν =
κιγμέτι, κιμέτι, κιγμέτ
354. αξίζει = πρέπει = ταιριάζει, αρμόζει
355. αξιοζήλευτος, = ζηλιμένους
356. αξιοθαύμαστος = καμαρουμένους = καμαρωτός, χαριτωμένος,
357. άξιος = άξιους -α -ου = έχει τα απαραίτητα προσόντα ή τις ικανότητες για
κάτι, είναι ικανός, κατάλληλος, επιδέξιος, αξίζει για αυτό που κάνει
358. αξιώνω = αξιώνου = κάνω κάποιον άξιον
359. αξύριστος = αξούργους
360. άοπλος (χωρίς άρματα) = ξαρμάτουτους, -η, -ου
361. αόρατο, υπερφυσικό και συνήθως κακοποιό ον = στοιχειό
362. απαγάγω κοπέλα = σβαρνάου κουπέλα = (μτφ.) κλέβω
363. απαίσια πράγματα = ξερατά, ξιρατά, ξιρατιά
364. απαλά = σιγαλά

372

365. απαλός = αγανός = μαλακός, αραιός, ανάριος.
366. απάνεμο = απόγουνου = απάνεμο μέρος, προστατεύεται από τον άνεμο και

γενικά την κακοκαιρία, μέρος που δεν το πιάνει ο άνεμος
367. απάνεμο μέρος = απαγκιρό
368. απαντώ = κρένω, αντικρίνουμι, απαντάου απαντώ για κάποιον άλλον
369. απαξιώνω = ξισκιώνου = ασχημίζω
370. απαρνιέται τον έρωτα = αρνητής = αυτός που απαρνιέται την πίστη
371. απατημένος σύζυγος = ζημιουμένους
372. άπαχος = αχαμνός
373. απέβαλε = απόρξει
374. απελπίζομαι = θυρουκόβουμι
375. απέναντι = αντίκρια, απουπέρα, καρσί (καρσί στον ήλιο = απέναντι στον ήλιο)
376. απέναντι (ακριβώς) = κατάντικρυ
377. απέναντι (ο) = αντικρινός -ή -ό = βρίσκεται απέναντι από κάτι ή κάποιον

άλλο
378. απέναντι μέρος = αγνάντι, αγνάντια
379. απέναντι πλευρά = αντίπερα = στο απέναντι μέρος
380. απένταρος = γαζέτα δεν έχει = είναι απένταρος. Η γαζέτα υπήρξε νόμισμα της

Επτανήσου Πολιτείας, που κόπηκε το 1801, κατά την περίοδο της Ρωσσικής
και Οθωμανικής κατοχής (Ρωσσοτουρκική Συμμαχία)
381. απεριόριστος = άσουτους = δεν τελειώνει, άφθονος, απέραντος
382. απεριποίητα μαλλιά = ξέπλιγα μαλλιά = αχτένιστα,
383. απεριποίητος = απειρουλόητος = δεν περιποιέται τον εαυτό του, δεν
προσέχει την εμφάνιση του
384. απέτυχα = χαντακώθκα = παταγώδης αποτυχία
385. απήγανος = απήγανους = θάμνος που χρησιμοποιείται για εξορκισμούς. είναι
ισχυρό τοξικό φυτό γνωστό για τις ισχυρές του καθαρτικές ιδιότητες. Ο
απήγανος λέγεται ότι απομακρύνει τις γάτες, τους σκύλους, τις μάγισσες και τα

373

κακά πνεύματα. Η παράδοση λέει ότι ο Οδυσσέας έδωσε απήγανο στους
συντρόφους του για να τους κρατήσει ανεπηρέαστους από τα μάγια της
Κίρκης. Λέγεται ότι βοηθά στην επίτευξη του
στόχου μας. Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι έτρωγε
απήγανο για να βελτιώσει την όραση και την
δημιουργικότητά του. Το βότανο αυτό συμβολίζει
την θλίψη, την μετάνοια, την μεταμέλεια την οδύνη.
Το φύλλο του απήγανου ήταν το μοντέλο για το
σχέδιο των σπαθιών στην τράπουλα. Σε λογοτεχνικά κείμενα το βότανο αυτό
έχει ονομαστεί βότανο της μη αβρότητας. Απήγανο έδινε η Οφηλία στον
Άμλετ. Υπάρχουν αναφορές στην Αγία Γραφή για το βότανο αυτό.
Χρησιμοποιήθηκε ως αντίδοτο για τα δαγκώματα φιδιών και άλλων
δηλητηριάσεων. Ήταν το περίφημο αντίδοτο του δηλητηρίου του Μιθριδάτη.
Οι αναφορές του Αθηναίου λένε, ότι ο τύραννος του Πόντου Κλέαρχος
διασκέδαζε με τους ευγενείς και τους αξιωματούχους του στα ανάκτορά του
δίνοντάς τους δηλητήριο που έφτιαχνε ο ίδιος. Εκείνοι όμως ως αντίδοτο
έπαιρναν τον απήγανο
386. απηύδησα = βαρκέστ΄σα
387. άπηχτος = άπηχτους = δεν έχει πήξει αυτός
388. άπιστος = αντίχριστους ,αβάφτ'στους -η- ου = (μτφ.) καταραμένος,
δύστροπος
389. απλησίαστος = αζύγουτους
390. απλοκέρα = απλουκιέρα = γίδα που έχει τα κέρατά της απλωμένα.
391. απλώνομαι = τιντώνουμι
392. απλώνω το χέρι να πάρω κάτι = ξαμώνω
393. από άλλου = αλλούθι = από άλλο μέρος, από άλλο πρόσωπο ή από άλλη
πηγή
394. από αυτό το μέρος = απαύτου

374

395. από αυτού = απαύτου
396. από αυτού = απ΄ αυτού = από αυτό το σημείο.
397. από γεννησιμιού = γιντάτους, = γεννημένος έτσι όπως είναι. από τη γέννα

του.
398. από εδώ = απουδώθι = από ετούτη τη μεριά, από τη μεριά που βρίσκομαι.
399. από εδώ και μετά = απέδου
400. από εκεί = απουκείθι = από εκείνη τη μεριά.
401. από εκείνο = απουκειό
402. από ελεφαντόδοντο = φιλντισιένιους = αυτός που γίνεται από
403. από κάτω = απκάτ
404. από μέλι = μελένια
405. από πάνω = αουπάν
406. από πίσω = απουκουντά = στη συνέχεια, από την πίσω μεριά, αυτά που

ακολούθησαν.
407. από πού; = πούθι, απούθι
408. από την πίσω μεριά = απουκείθι
409. από τώρα = απ’ τα τώρα
410. απόβαλε = απόρξι
411. αποβάλλω = απουρρίχνου
412. αποβλακωμένος = ξηκούτ΄ς
413. αποβολή εμβρύου = απουβουλή , τα αίτια

είναι πάρα πολλά, συνήθως χλαμυδίωση,
μελιταίος, τοξοπλάσμωση
414. απόβραδο = απόβραδου = αργά το βράδυ
415. απόβραδου θαμπάδα = σύθαμπου
416. αποβραδύς = απουβραδίς = από το προηγούμενο βράδυ
417. απόβροχο = απόβρουχου = μετά από βροχή
418. απογαλακτίζω = απουκόβου απαγορεύω, εμποδίζω

375

419. απόγευμα = απόγιουμα
420. αποδέχομαι = καταδέχουμι
421. απόδοση = αϊάρι = απόδοση γάλακτος σε τυρί
422. απόθεμα = σιρμαϊα = κομπόδεμα
423. αποθέτω = απθώνου = βάζω κάτι καταγής. -ουμι κάθομαι κάτω.
424. αποθήκευσης (τρόπος) = πουστιάζου = βάζω σε σειρά αντικείμενα, συνήθως

το ένα πάνω στο άλλο για αποθήκευση
425. αποκαλύπτω = ξιφανιρώνου =–ουμι παρουσιάζομαι
426. αποκαλύπτω τον πισινό μου και τον επιδεικνύω = τουρλώνου
427. απόκαμα = μ' απουγίνκι
428. αποκάμνω = απουκάμνου = έχω καταπονηθεί, έχω απαυδήσει.
429. αποκεί = απουκεί, απέκει, απέκεια = από εκεί,από το άλλο μέρος, από εκείνο

το σημείο
430. απόκεντρα = παράμιρα
431. αποκεφαλισμένος = κουτσουκιφαλιασμένους, κουτσουκιέφαλους = τον

αποκεφάλισαν, του έκοψαν το κεφάλι.
432. αποκόμματα των νυχιών = απουνύχια
433. αποκοπή = ξικουπή = ορισμός σταθερής τιμής , η
434. αποκοτιά = απουκουτιά = παράτολμη ενέργεια.
435. απολαμβάνω, = χάζι = χαίρομαι, με διασκεδάζει, ευχαρίστηση, γούστο.
436. απολογούμαι = απουλουιόμι = δίνω απολογία.
437. απομακρύνομαι = ξικόβου αλαργεύου
438. απομακρύνω = απουδιώχνου, ξιτουπίζου = διώχνω από τον τόπο του

κάποιον ή κάτι διώχνω μακριά
439. απόμερα = ανάμερα , παράμιρα Από την πρόθεση «ανά» και την ομηρική

λέξη «μέρος» = μέρος, τμήμα
440. απόμερος = ανάμιρους = ερημικός, απομονωμένος.
441. απονήρευτος = άψηφους, αθώους = δεν δίνει σημασία

376

442. άπονος = άπουνους = αυτός που δεν είναι πονετικός.
443. αποπερατώνω = μπιτίζου απ το bitirmek
444. απορυθμίστηκε = ξεσκανταλίσκει
445. απορώ = θαμάζου = εκπλήσσομαι
446. απόσκια = ζιρβά = ανήλια μέρη,
447. αποσταμάρα = απουσταμάρα = μεγάλη κούραση.
448. αποτελειώνω = απουσώνου
449. απότομο εμπόδιο υψωμένο = νόχτους, νόχτη = όχθη,

πεζουλάκι γύρω από την καλύβα που την προστατεύει από τα νερά της βροχής
450. απότομος = αλάνταβος, αλάνταβους
451. απου = α' συνθετικό δίνει την έννοια τελειώματος ενέργειας που εκφράζει το

β' συνθετικό: απουβράζου, απουζ’μώνου, απουπλένου, απουφκιάνου,
απουχαρτώνου, απούπι κτλ.
452. απουλ’το = υφαντό χωρίς σχέδια, ελεύθερο
453. αποχαιρετισμός = ξενίτεμα
454. αποχτώ περιουσία = καζαντίζου
455. αποχωρητήριο = απόπατους
456. αποχωρίζομαι = ξικόβου
457. άπραγος = άπραγους
458. άπρεπα = άπριπα = δεν πρέπουν.
459. Απρίλιος = Απρίλ'ς
460. απροσδόκητος = άξαφνους
461. απρόσεκτος = αλάνταβος, αλάνταβους , απρόσιχτους
462. αραιά- αραιά (κατά διαστήματα) = ανάρια = αραιά-αραιά σε διάρκεια
463. αραιοπλεγμένο = αριουπλιμένου
464. αραιός = ανάριος -α -ο = επίρρημα κατά αραιά διαστήματα ιδίως
χρονικά,κάπου κάπου
465. αραιώνω = αριεύου

377

466. Αρβανιτόβλαχοι = Γκαραγκούν’δις = Αρβανιτόβλαχοι της Ηπείρου ,
Βλαχόφωνοι Έλληνες, Οι Αρβανιτόβλαχοι, λόγω της συνύπαρξης στην Βόρεια
Ήπειρο με τους Αρβανίτες, γνώριζαν τρεις γλώσσες, δηλαδή εκτός από την
Ελληνική και την Βλάχικη, την Αρβανίτικη. Για τον λόγο αυτό υπάρχει
συνδυασμός των λέξεων Αρβανίτης + Βλάχος. Ο όρος Αρβανιτόβλαχοι είναι
σχετικά νέος και μάλιστα πολλοί από τους παλιότερους Αρβανιτόβλαχους δεν
ήξεραν τον όρο αυτό. Αντιθέτως χρησιμοποιούσαν το όνομα Φαρσεριώτες ή
Φρασεριώτες Βλάχοι για να αυτοπροσδιοριστούν.

467. αργά = σιγαλά, απ'αγάλια, αγάλια ,
σιγά.

468. αργαλειός = ξύλινη χειροκατασκευή
με την οποία ύφαιναν ρούχα, ο
παραδοσιακός ξύλινος αργαλειός των
Σαρακατσάνων, μηχανή σε
εργοστάσιο ύφανσης

469. αργαλειός Σαρακατσάνων = αργαλειός τ’ς γούρνα = αυθεντικός
Σαρακατσάνικος αργαλειός.

470. αργαλειού (εξάρτημα) = καλαμίδια = εξαρτήματα του αργαλειού όπου τύλιγαν
το διασίδι

471. αργαλειού (εξάρτημα) = καρέλι
472. αργαλειού (εξάρτημα) = αμασκάλες = εξάρτημα του αργαλειού (ξύλα γυριστά

στα οποία στηρίζονται τα αντιά)
473. αργαλειού (εργασία) = καλαμίζου = περιτυλίγοντας το νήμα φτιάχνω

μασούρια
474. αργαλειού (μέρος) = δόντια = κάθετα καλαμάκια που έχουν τα χτένια στον

αργαλειό
475. αργαλειού (του) = αργαλίσια = αυτά που υφαίνονται στον αργαλειό.

378

476. αργαλειού εξάρτημα = ξ’λόχτινου = μέσα στο οποίο μπαίνει το
χτένι.

477. αργαλειού εξάρτημα = αντίστρα = ράβδος με την οποία στρίβω το
πίσω αντί, αλλά κρατάω και το διασίδι τεντωμένο

478. αργαλειού εξάρτημα = ιδιάστρα, διάστρα = εξάρτημα στο οποίο
ιδιάζω το στημόνι, κομμάτι ξύλου εφοδιασμένο με μια κοντή λαβή και
τρυπημένο με πολλές τρύπες σε δυο σειρές

479. αργαλειού εξάρτημα = μ’ταρόξ’λου = ξύλο που
φέρει τα μ’τάρια

480. αργαλειού εξάρτημα = μασκάλη, πάνω του
στηρίζονται τα αντιά.

481. αργαλειού εξάρτημα = πατήθρες = τα "πεντάλ" του
482. αργαλειού εξάρτημα = σαϊτόξ'λου
483. αργαλειού εξάρτημα = σύρτ’ς = με το οποίο η

υφάντρα ξεσέρνει το διασίδι.
484. αργαλειού εξάρτημα = χτένι = εξάρτημα του

αργαλειού μέσα από το οποίο περνάει το διασίδι.
485. αργαλειού εξάρτημα = τ’λίχτρα = μέρος που τυλίγουμε το στημόνι γύρω από

το αντί και είναι έτοιμο για τον αργαλειό
486. αργαλειου εξάρτημα = αντί = εξάρτημα του αργαλειού (μακρύ και στρόγγυλο

ξύλο πάνω στο οποίο τυλίγεται το στημόνι και το
υφασμένο διασίδι).
487. αργαλειού εξάρτημα = σαΐτα = εξάρτημα του
αργαλειού με το οποίο περνάμε το υφάδι,
488. αργαλειού εξαρτήματα = παλ’κάρια = τα ραβδιά για να στερεώνουν
489. αργαλειού εξαρτήματα = μτάρια = εξαρτήματα στον αργαλειό από όπου
περνάει το νήμα αυτά μετακινούνε τα στημόνια

379

490. αργαλειού εργαλείο = μπρουσταντί, (του) = το μπροστινό αντί, αυτό στο
οποίο μαζεύεται το υφασμένο διασίδι.

491. αργαλειού εργαλείο = πιραστάρι = ένα από τα αντιά του αργαλειού
492. αργαλειού εργαλείο

= ξυλόχταινο = χτένι
του αργαλειού που
ύφαιναν βελέντζες
κλπ
493. αργαλειού εργαλείο
= μασέλοις = δύο
εγκοπές πάνω
,κάτω, στο ξυλόχτενο και μέσα τους μπαίνει το χτένι,
494. αργαλειού εργαλείο = χέρι = η ξύλινη μανιβέλα με την οποία στρίβαν το
μπροστινό αντί. στον αργαλειό
495. αργαλειού νήμα = διασίδι, δγιασίδι = οι κλωστές του αργαλειού που
υφαίνονται
496. αργαλειού νήμα = σαϊτόγνιμα = νήμα που έχει η σαΐτα σε καρούλι (σαϊτόξυλο)
497. αργαλειού νήματα = στφάδι, στμόνι
498. αργό βήμα. = γαλιάτι
499. αργοξυπνάω = αργουξυπνάου = ξυπνάω κάποιον σιγά σιγά, αργά-αργά
500. αργοπλέκω = αργουπλέκου = πλέκω αργά.
501. αργοπορημένος = όψμος = ο καθυστερημένος, μετά τον καιρό του
502. αργός = αγαλιανός
503. αργοστόλιστος = αργουστόλ’ς, = αυτός που στολίζεται αργά, επειδή προσέχει
την εμφάνισή του, αυτός που είναι αργός στη δουλειά του και δεν αποδίδει
πολύ.
504. αρέσω = αρέου
505. άρθρωση = κλείδουση = σύνδεση μελών του σώματος.

380

506. αριθμητική (μάθηματα) = ρικάμια = τα μαθήματα αριθμητικής (πράξεις κ.τ.λ
)

507. αριστερά = ζερβά
508. αριστερά (η). = ζέρβια
509. αριστερό = ζερβί
510. αριστεροδεξιά = ζιρβόδιξια = πότε αριστερά, πότε δεξιά.
511. αριστερός = ζιρβός, (ή ζιρβύς), ζέρβια, ζιρβό (ζιρβύ)
512. αριστερόχειρας = ζερβοχέρσ
513. αρκετά = μπαϊά
514. αρκετό = κάμπουσου, μπόλ'κου
515. αρκετός = μπόλκους = φτάνει τόσος
516. αρκούδες = αρκούδια
517. αρκουδίζω = μπουσλάω, μπουσουλάω = αρκουδιάζω, από το bušuledzŭ

βλαχ.
518. αρμαθιά = αρμάθα = πλήθος ομοίων πραγμάτων περασμένα σε σχοινί η

σύρμα π.χ. νια αρμαθιά πιδιά = πολλά παιδιά.
519. αρμαθιάζω = αρμαθιάζου = περνώ σε κλωστή κάτι και κάνω αρμάθα,

φτιάχνω αρμαθιά, -ουμι μπαίνω στη σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο ή δίπλα
από τον άλλο
520. άρματα = τσιαπράζια =χανάκες ,
521. αρματώνω = σιδιρώνου, βάζω κουδούνια στο κοπάδι, βαζώ άρματα σε
κάποιον
522. άρμεγμα = αρμιγμα, αρμιή, άρμιμα, Το άρμεγμα με το χέρι ήταν για αιώνες
ο μοναδικός τρόπος λήψης του γάλατος. Γίνεται με εφαρμογή πίεσης στη θηλή
του μαστού και τράβηγμά του προς τα κάτω, με το γάλα να συγκεντρώνεται σε
κάποιο δοχείο (καρδάρα ή καρδάρι).
523. άρμεγμα (τρόπος) = τσαρκαλ’στά = τρόπος που αρμέγουμε το γάλα δε βγαίνει
σε συνεχή ροή αλλά διακεκομμένα

381

524. αρμέγουν = αρμέν
525. αρμέγω τα πρόβατα την περίοδο που έχουν λίγο γάλα = στραγγίζου τα πρότα
526. αρμέγω. = αρμέου
527. αρμεχτές = αρμιχτάδις = αυτοί που αρμέγουν τα ζώα
528. αρμύρα, αλυσίβα, καλιά, σαλαμούρα = αρμύρα, αρμυρίκια =

Χορταρικό που τρώγεται συνήθως βραστό, παίρνει το όνομά της από τη
θάλασσα, κοντά στην οποία φυτρώνει .Η αρμύρα, λόγω της μεγάλης
περιεκτικότητας σε ανθρακικό νάτριο (Na2CO3) χρησιμοποιήθηκε επί αιώνες
για την παρασκευή καυστικής σόδας - ποτάσσας -αλυσίβας - καλίου. Εξ άλλου
τοπικές ονομασίες της αρμύρας το υπενθυμίζουν: αλυσίβα, καλιά,
σαλαμούρα, υγρό μέσα στο οποίο συντηρείται το τυρί.
529. αρμυρό πολύ = σκάρφη γίν’κι = έγινε πολύ αρμυρό
530. αρνί (ιδιαίτερο) = δυγόνι = αρνί που γεννιέται προς το τέλος του γέννου
531. αρνί που σφάζουμε τη Λαμπρή =
λαμπριάτ’κου αρνί
532. αρνί, βυζανιάρικο = σουγκάρι = μικρότερο
παιδί μιας οικογένειας
533. αρνιά (είδος) = πρώιμα αρνιά = αυτά που
γεννιούνται στην αρχή του γέννου.
534. αρνιά πρώιμα = κατσιαρμάδις
535. αρνούμαι, πεισματικά = γκουρώνου
536. αρνοχρονιά = αρναδουχρουνιά = χρονιά που οι προβατίνες γεννούν πολλά
θηλυκά αρνιά και λίγα αρσενικά.
537. αρπάζομαι = πιάνουμι
538. αρπάζομαι από κάπου την τελευταία στιγμή = αρπακουλλιώμι
539. αρπάζω = ζαπώνω = παίρνω κάτι ξένο, κάνω κάτι δικό μου (συνήθως
αρπάζοντας το από κάποιον)
540. αρπάζω = αδράχνου, αρπάχνου = αρπάζω κάποιον με τη βία.

382

541. αρπάζω περιουσία = διαγουμίζου, διαουμίζω
542. άρπαξε το ψωμί = άρπαξι του ψουμί = ήταν δυνατή η φωτιά και σκούραινε η

επιφάνειά του
543. αρπαχτικά = όρνια
544. αρραβώνες = σύβαση, συβάσματα
545. αρραβωνιάζω = συβάζου = -ουμι αρραβωνιάζομαι
546. αρραβώνιασμα = σύμβασμα
547. αρραβωνιαστικιά = συβαστικιά
548. αρραβωνίσια = αρριβουνίσια = των αρραβώνων
549. αρραβώνων μαντήλια = συβουμάντ’λα = μαντίλια των αρραβώνων με

δαχτυλίδια και βασιλικό, ή τα δαχτυλίδια, ρύζι, ένα λόιδο από κόκκινη τλούπα
και καμιά φορά και λίρα
550. αρραβώνων συγγενείς = συβαστάδις = συγγενείς του γαμπρού που πάνε να
αρραβωνιάσουν
551. αρρωσταίνει = αβδιλλιάζιτι = αρρωσταίνει ένα ζώο από τη βδέλλα, (παθαίνει
διστομίαση). Οι δυστομιάσεις είναι παρασίτωματα
552. αρρωσταίνω = ανημπουρεύου, αρρουστού , αρρωστώ = αδιαθετώ
553. αρρωσταίνω (φάση) = πιτρώνει η αρρώστια = με περίλαβε η αρρώστια (μτφ.)
με καταβάλλει, με ταλαιπωρεί για πολύ καιρό
554. αρρώστησα από κήλη = κατιβάζου αβγό = έβγαλα κήλη,
555. αρρώστια = ανημπόρια, αρρουστιά
556. αρρώστια (είδος) = αβγουλίθι = των προβάτων (όγκος σε σχήμα αβγού).
557. αρρώστια (είδος) = αγαλαξιά των προβάτων (κόβεται το γάλα και πρήζεται το
μαστάρι)
558. αρρώστια (πόνος σε κάποια άρθρωση ,κυρίως άκρων). = ζουρλαμάς
559. αρρώστια (προβατίνας, κατσίκας) = κάηκι η πρατίνα = δεν αρμέχτηκε έγκαιρα
και θα πάθει μαστίτιδα
560. αρρώστια (ειδική) = αχαμνό = αρρώστια (άνθρακας)

383

561. αρρώστια ζώου (είδος) = μαστίτιδες = κακή λειτουργία αρμεκτικού
συστήματος (γαγγραινώδης, οξεία, χρόνια)

562. αρρώστια ζώων = παρμάρα = αρρώστια στα πρόβατα, λοιμώδης αγαλαξία
.Πολύ μεταδοτική νόσος Συμπτώματα: πυρετός, αρθρίτιδα, οφθαλμίτιδα,
μαστίτιδα-αγαλαξία, πνευμονία, αποβολή και σηψαιμία-θάνατος

563. αρρώστια στα ζώα = δραγκουμάρα = πιάνονται τα πόδια
564. αρρώστια στα ζώα = μασταράς
565. αρρώστια στα πρόβατα από το χορτάρι = στρουμπάρα
566. αρρώστια συνήθως ελαφριά = συρμή = επιδημία
567. αρρώστια των προβάτων = βουρδούλα (υδροκεφαλία)
568. αρρώστια των προβάτων = αβγουλίθι = (όγκος σε σχήμα αβγού).
569. αρρωστιάρης = ζαραλής, τικνιφέζ’ς, μαραζιάρ’ς = ή αυτός που πάσχει από

χρόνιο νόσημα
570. αρρωστιάρης χρωματικά = κίτιρνους,
571. άρρωστο πρόβατο = κουπανιάρ’κου = που φουσκώνει και ξεφουσκώνει η

κοιλιά του.
572. άρρωστος = κουπανιάρ’ς
573. αρσενικό = σιρκό
574. αρσενικό αρνί. χρονιάρικο = ζγούρι
575. αρσενικός = σιρκός
576. άρτυμα = άρτμα = φαγητό που αρταίνει, το να τρώμε φαγητό που αρταίνει
577. αρχίδια = γκβάρια
578. αρχίζω = αρχ’νάου, αρχεύου
579. αρχίζω άρμεγμα γιατί

κατέβασαν γάλα τα ζώα
(γαλάρεψαν) = γαλαρεύου =
αρχίζω να αρμέγω μια
προβατίνα ή μια γίδα

384

580. άρχισε ο γάμος = = πιάνουμι
581. αρχοντάθρωπος = κιμπάρης, κιμπάρτς, κιμπάρς = αρκοντάθροπος,

αρχουντάθρουπους
582. άρχοντας = μπέης, μπέις, = προύχοντας απ το Τούρκικο bey
583. άρχοντας νέος = αρχουντουνιός = πλουσιόπαιδο.
584. αρχοντιά = κιμπαρλίκι = αρχοντία, αρχουντιά, αρχοδιά, αρκοντιά, αρκόντια,

αρκογκιά, αρκοντζιά, αρχοιντά,
585. αρχοντοπούλα = αρχουντουϊπούλα = πλουσιοκόριτσο.
586. αρωσταίνω από γκλαμπάτζα = αβδιλλιάζουμι = αρρωσταίνει ένα ζώο από τη

βδέλλα, (παθαίνει διστομίαση). Οι δυστομιάσεις είναι παρασίτωματα
αβδέλλιασμα, το αβδελλιάζω = 1. η εμφάνιση βδελλών (ιδιαίτ. στα στάσιμα
νερά)2. η απομύζηση, το ρούφηγμα τού αίματος από βδέλλες 3. η ασθένεια
διστομίαση 4. σύνδεση τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου με σιδερένια ελάσματα.
587. αρώστια (προβάτων) = γκούσια = βρογχοκήλη των προβάτων
588. άρωστος από δυσεντερία = κουλλιατζιάρς = αυτός που πάσχει από κολλιάτζα
(δυσεντερία)
589. ασαμάρωτα = ασαμάρουτα = είναι χωρίς σαμάρι.
590. ασβός = μπρουσούκι, μπουρσούκι = άζος, ασβέλι, άσβιος, άσβος, ασβούνι,
άσβους, βούρσα, γιάσβους, εσβός, έσβους, έσγους, ιάσβους, οσβός, πορσούξ
από το porsuk τουρ.
591. ασήκωτος = αβάσταχτους -η -ου = δεν μπορεί να τον βαστάξει, να τον
σηκώσει κάποιος, βαρύς, , δεν μπορεί να τον συγκρατήσει κάποιος,
ορμητικός, ασυγκράτητος
592. ασήμαντο ανθρωπάκι = γατουξιέρασμα = (μτφ.). αδύνατος και κοντός
άνθρωπος γατσιασμένους, κατσιασμένος = κακομοίρικο.
593. ασημένιος = αργυρός
594. ασθένεια = αστένια

385

595. ασθένεια ζώων = λιστερίωση = σχετίζεται με βόσκηση στα πουρνάρια.
Συμπτώματα: Νευρικά, αποβολές, θάνατοι από σηψαιμία, σιαλόρροια
(ΜΕΤΑΔΙΔΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ)

596. ασθένεια = αβδέλλιασμα = των προβάτων γκλαμπάτζα, γλαπάτσα, χλαπάτσα,
αβδέλιασμα, βιδέλιασμα, εβδέλιασμαν, εβδέλαγμαν, κοδέλιασμα, διστομίαση

597. ασθένεια νυχιών = κμάνι = ασθένεια που πληγιάζουν τα ζώα ανάμεσα στα
νύχια

598. ασθένεια προβάτων = κουπανάει η πρατίνα = είναι άρρωστη, χτυπάει δυνατά
η κοιλιά της προβατίνας

599. ασθένεια προβάτων = μπούζα, βούζα = ασθένεια των προβάτων από το
buzë-a αλβ.

600. ασθένεια στα ζώα = νηρουγκάμπατσα
601. ασθένεια στα ζώα = κουλιάντζα , στρουμπάρα = ασθένεια στα ζώα

(δυσεντερία) Ασθένεια αιγοπροβάτων: Εντεροτοξιναιμία (Στρουμπάρα) Αίτιο:
Το CIostridium perfrigens, μικρόβιο που πολλαπλασιάζεται έντονα στο
έντερο και παράγει τοξίνες. Προσβάλλει όλες τις ηλικίες Το μεγαλύτερο
πρόβλημα παρουσιάζεται στα νεογέννητα τις 2 πρώτες βδομάδες της ζωής
τους.Αρρωσταίνουν το 5-90% των νεογέννητων αμνοεριφίων.
602. ασθένεια των αλόγων = αλουγόψουρα
603. ασθένεια των ζώων παρασιτική βρογχίτιδα = βρουντότριχα
604. ασθένεια των προβάτων = κλαπάτσα = βλέπεδιστομίαση, γκλαπάτσα,
αβδέλιασμα, γλαπάτσα, χλαπάτσα, βιδέλιασμα
605. άσθμα = στένουση = δυσφορία στο στήθος,
606. ασιγούρευτος = ασιγούριφτους = ανήσυχος.
607. ασκέπαστο = ασκέπαγου = το καλύβι ή μαντρί που είναι ανοιχτό από
μπροστά.
608. ασκητές =. ασκητήδις

386

609. ασκί (ειδικό) = τυρουλόι, τυρολόγος = ξύλινο δοχείο που έβαζε ο τσομπάνος
το τυρί

610. ασκί (ειδικό) = φλάσι, φτσέλα = ασκί στο οποίο βάνουν νερό οι τσοπαναραίοι
ή ξύλινο μικρό δοχείο για νερό η κρασί.

611. ασκί (είδος) = ταργαζίκα = φθαρμένο ασκί στο οποί βάζουμε ταμπάκο,
αλεύρι ή ψωμί

612. ασκί (είδος) = γκιζουτόμαρου = ασκί στο οποίο βάνω τη γκίζα
613. ασόβαρο = ξιίσκιουτου
614. ασόβαρος = αΐσκιωτος, ξεΐσκιωτος = δεν εμπνέει σοβαρότητα. χωρίς

χαρίσματα, καθόλου συμπαθής.
615. ασπάλαθος = ασπάλαθους = θάμνος με χοντρά αγκάθια.
616. άσπαρτο μέρος ανάμεσα σε σπαρμένα = μισαριά, μεσαριά
617. άσπρα = φλώρα
618. άσπρα = τούρκικα νομίσματα.
619. ασπρίζω τα ρούχα = λιφκιαίνου = πλένοντας καλά τα ρούχα τα κάνω λευκά
620. άσπρισα = φλώρσα
621. ασπρόμαυρα = παρδαλά = ανακατωμένα πολλά χρώματα
622. ασπρόμαυρη = γραβανή
623. ασπρόμαυρος, γκριζόμαυρος = γραβανός = έχει πολλά χρώματα

ανακατωμένα (άσπρο και μαύρο αλλά και γκρι ή και καφέ).
624. άσπρος = φλώρους, άσπρους, ασπριδιρός = άσπρος στην εμφάνιση, στο

πρόσωπο.
625. ασπρόχωμα = ασπρόχουμα = χώμα που το χρώμα του είναι προς το άσπρο.
626. ασταύρωτος = ασταύρουτους = αυτός που μιλάει πολύ και χωρίς να

σταματάει, αυτός που δε διασταυρώνεται, που δε συναντιέται με άλλον
627. αστειεύομαι = χαρδακίζου = χαίρομαι πολύ, ανοίγει η ψυχή μου,
628. αστέρι = αστρί
629. αστράγαλος = κότσι

387

630. αστράγγιστο τυρί = αστράγκ’στου τυρί, αστράγκιγου = δεν του έχει αφαιρεθεί
το τυρόγαλο.

631. αστραπιαία περνάει από μπροστά σου = σβηντζούρι
632. αστράφτει = αστραπουβουλάει, στραποβολάει = πέφτουν κεραυνοί.
633. αστυνομικοί = κουμπουράδις = αυτοί που κρατούν πιστόλια
634. ασυγκράτητος = αβάσταγους -η -ου = τίποτα δεν τον κρατάει, ανυπόμονος

ακράτητος = αβάσταγους -η -ου = ανυπόμονος, ασυγκράτητος,
635. ασυγκράτητος = = αβάσταχτους -η -ου
636. ασυμάζευτος = αζάποτος = δεν μαζεύεται, δεν γίνεται καλά
637. ασύχαστος = αλάρουτους
638. ασφάκα = ασφάκα = ο θάμνος φλομίς η θαμνώδης . Η

ασφάκα είναι είναι ξυλώδες φυτό – θάμνος της
οικογένειας των Χειλανθών της τάξης των
Σωληνανθών. Φυτρώνει κυρίως σε βραχώδη ή
πετρώδη εδάφη και φτάνει έως ενάμιση μέτρο μέγιστο
ύψος. Ευδοκιμεί κυρίως στη νοτιοδυτική Ελλάδα και σε
κάποια νησιά. Τις περιοχές με ασφάκα στην Ήπειρο τις ονομάζουν
Βελαούρες. Το φυτό ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες ως «ελελίφασκος»
και είχε φαρμακευτικές ιδιότητες, καθώς εκκρίνει μία αντιοξειδωτική ουσία η
οποία καταπολεμά την κυτταρική γήρανση!
639. ασφαλίζω = κλειδουμανταλώνου = κλειδώνω και μανταλώνω
640. ασφαλίζω κάτι = σιγουρεύου
641. άσχετη = ανίδια = γυναίκα που δεν έχει ιδέα από πολλά πράγματα, ανίδεη
642. άσχετος = σιαπέρας
643. άσχημη γυναίκα = ξόγανου
644. ασχήμια = αφ’σκιά
645. άσχημο = αφύσκο =, κακό αχαΐρευτος ανεπρόκοπος
646. άσχημος = άσουγους, άδειξιους = δεν έχει παρουσιαστικό

388

647. ασχολούμαι με κάτι = μπιχιρίζουμι
648. αταίριαστος = παράταιρος
649. άτακτη γυναίκα = συγκαθιάρα, συγκαθόκουλη = ζημιάρα, ανήσυχη
650. άτακτο σώμα στρατού = ασκιέρι
651. άτεκνος = άκληρους
652. ατημέλητος = απειρουλόητους = απεριποίητος,
653. άτιμη ράτσα = διαουλουσπαρμένους = ανάποδος σαν παιδί διαόλου
654. ατιμία = λουβιά = βρόμα, μαγαρισιά.
655. ατμός = αχνός
656. άτομα = νουμάτοι, νουματαίοι
657. άτσαλος = αναμπέξαλλους, αλάνταβος, αλάνταβους = απρόσεκτος,

παράξενος, στραβόξυλο
658. άτυχα = άτχα
659. ατυχία = αναπουδιά = εμπόδιο,
660. αυγό (ειδικό) = φώλους, φώλι = αβγό ή ομοίωμα αβγού που τοποθετείται στη

φωλιά της κότας για να την κάνει να γεννά,
661. αυλάκι = αυλάκι γύρω από το κονάκι ή από την τέντα (τσιατούρα) για

προστασία από τα νερά της βροχής.
662. αυξάνω = αβγατίζου, βγατάω, αβγαταίνω = μεγαλώνω, εκβαίνω> εκβατός

>εγβατός >εγβατίζω> εβγατίζω> αβγατίζω , αυξάνω σε αριθμό, όγκο, πλήθος
663. αύξηση = αβγάτου
664. αϋπνία = αγρυπνιά = αϋπνία τη νύχτα, ξαγρύπνημα
665. αύριο = ταχιά
666. αυτά = αυτίνα
667. αυτά που αρμέγονται = γαλάρια = τα ζωντανά που έχουν γάλα, πρόβατα ή

γίδια που αρμέγονται και δίνουν γάλα.
668. αυτή = αυτήνη
669. αυτή εκεί = αυτίνα = αυτή,

389

670. αυτή που έχει τσίμπλες στα μάτια της = τσιμπλουμάτα =, κακορίζικη, χαμένη
671. αυτή φοράει γαλάζια ρούχα = γαλαζουφουρημένη
672. αυτήν τη στιγμή = τώραϊα, ια τώρα
673. αυτοί = αυτοίν
674. αυτοκινητόδρομος = τζιαντές
675. αυτός = αφτούνος, αφτίνους
676. αυτός βόσκει τα γαλάρια, = γαλαριάρ’ς = ο καλύτερος από τους

τσοπαναραίους
677. αυτός εκεί = αυτίνους = αυτός,
678. αυτός που βόσκει τα αρνιά = αρνάρ’ς
679. αυτός που βόσκει τα τσαγκάδια = τσαγκαδάρ’ς
680. αυτός που δε σαλεύει από τη γωνιά της φωτιάς = σταχταράκος, σταχτιάρ’ς =

τεμπελάκος
681. αυτός που δεν βγαίνει και κάθετε μέσα σαν φώλος περιπαικτικά = φώλους,

φώλι
682. αυτός που είναι από φλουρί = φλουρένιους
683. αυτός που έχει κοντή ουρά = κουτσουνόρ’κους
684. αυτός που έχει τα δόντια πεταγμένα προς τα έξω = μπουρουδόντ’ς
685. αυτός που κάνει του κεφαλιού του = σιόπ’ς
686. αυτός που τον καταράστηκαν σε μικρή ηλικία = μικρουκαταραμένους
687. αυτός που φοράει κάπα με χρώμα σχεδόν λευκό = φλωρουκάπ’ς
688. αυτοσυγκράτηση = κρατ’μάρα = συστολή στη συμπεριφορά, ταπεινότητα
689. αυτοσυντηρούμαι = τηριέμαι, τηριώμι
690. αυτούς = αυνούς
691. αϋφαντα = ανύφαντα = αυτά που δεν τα έχω υφάνει.
692. αφ’ ότου = αφόντας = από μια στιγμή και μετα
693. αφαγιά = αναφαγιά = λίγη ή τροφή, δεν φτάνει η τροφή
694. αφαιρούμαι = χάσκου = ξεχνιέμαι

390

695. αφαιρώ το τυρόγαλο από το τυρί = .στραγγίζου του τυρί
696. αφαιρώ τον όρχι από αρσενικό ζώο = μουνοχίζω
697. άφαντος = άφανους = άφαντο. Ομηρική λέξη «άφαντος». Ιλιάς Υ, 303
698. αφέντης = κύρης = κύριος
699. αφερούμαι = αφηρούμι = χάνω τα λογικά μου
700. αφήγημα = μολόημα
701. αφήνω = απουλάου, αμουλάου , αφήνου , απαρατάου
702. αφήνω κάτι κάπου κάτω = απθώνω
703. αφήνω κάτι καταγής= ακουμπάου
704. αφήνω τον εαυτό μου και ορμάω = απουλιώμι
705. αφηρημένος = αφηρημένους = αυτός που έχει χάσει τα λογικά του.
706. άφθονη ροή = ζαρζάνα
707. αφθώδης πυρετός = σιάπη
708. άφοβος = θαρριμένους = έχων θάρρος, γενναίος
709. αφού = κιό =, (κιό δεν έχω φράγκο)
710. αφράτος = αφράτους = αυτός που έχει τη λευκότητα και την απαλότητα του

αφρού.
711. αφύσικη = αφύσκια = ασχήμια, πανάσχημη
712. αφύσικος = αφύσ’κους = ασχημάνθρωπος, άσχημος
713. άφωνα = σταμούτα
714. άφωνος = μούτος = δεν μιλάει (μούτεψε ντιπ) μουγκός, άλαλος.
715. αχαμνός = τσιλιγκρός, -ή, -ό = αδύνατος,.
716. άχαρος = μπλαντζαρός, ξίσκιουτους = χοντροκομμένος άνθρωπος, χωρίς

ίσκιο, χωρίς σοβαρότητα
717. αχερώνας = αχούρ(ι) = στάβλος, βρώμικο και ακατάστατο μέρος
718. αχλάδι = αμπίδι
719. αχλαδιά = αμπιδιά
720. αχνίζω = αχνίζου = βγάζω αχνό

391

721. αχνίζω διαρκώς = αχνουβουλάου
722. αχόρταγος = αρρούπουτους = παμφάγος.
723. αχρηστεύω = ξικάνου
724. αχρόνιστος = αχρόνιαγους
725. αχτύπητο = αβάριτου = γάλα που δεν έχει χτυπηθεί για αποβουτύρωση
726. αχτύπητο ρούχο = αμαντάν’γου = δεν πήγε στο μαντάνι, αγιένουτο.
727. άχυρα (ειδικά) = σάλλουμα = ή κλαδιά με τα οποία σκεπάζουμε τον ξύλινο

σκελετό από το κονάκι ή από το μαντρί
728. άχυρα = τσάκνα
729. άχυρο = τσάχαλο, ψάχαλο = σκουπιδάκι
730. άχυρο = σάλμα = άχυρο για τροφή και για σκέπασμα η στρώσιμο στη στάνη
731. άχυρο από βρίζα = βριζάλα
732. άψητο ψωμί = ζέλι είνι του ψουμί = δεν ψήθηκε καλά το ψωμί δε στράγγισε

καλά.

Β

733. βάζω = βάνου
734. βάζω κόντρα = νταϊαντάου
735. βάζω περισσότερο = παραβάνου
736. βάζω τα πρόβατα στη στρούγκα = στρουγκιάζου
737. βάζω φωτιά = δίνου φουτιά
738. βάθος χούνης = γιούπατο = το βαθύ της χούνης ( χούνη = βαθειά χαράδρα

που καταλήγει σε στένωμα)
739. βαθούλωμα = γούβα = κοίλωμα,
740. βαθούλωμα εδάφους = γούπατου
741. βαθύ κοίλωμα με νερό στο ποτάμι = βίραγκας = βαθειά κοίτη του ποταμού

στο σημείο που πέφτει το νερό και δημιουργεί βάθος, βαθύ κοίλωμα (γούρνα)
γεμάτο νερό μέσα στο ποτάμι

392

742. βάϊσα = ξάπλωσα , έγειρα
743. βάλε του = μπάξτ, μπήξτ
744. βάλσαμο = βάλσαμου,

αλχηνόχουρτου = βότανο το
υπερικόν το διάτρητον (hypericum
perforatum), βαλσαμόχορτο ή
σπαθόχορτο, "μανούλα πάω για να
βρώ το βάλσαμο βοτάνι
αρρώστησε η αγάπη μου φοβάμαι
μην πεθάνει" το βαλσαμόχορτο
απασχόλησε τη θεραπευτική από την αρχαιότητα: το αναφέρουν ως
διουρητικό, επουλωτικό, εμμηναγωγό και αιμοστατικό. Στην αρχαιότητα
επίσης, το χρησιμοποιούσαν ως επουλωτικό στις πληγές που γινόντουσαν από
τα σπαθιά, εξ ου κι η ονομασία του σπαθόχορτο Το βαλσαμόχορτο απαντάτε
ως αλχηνόχουρτο, σπαθόχορτο, βάλσαμο, λειχηνόχορτο, περίκη, χελωνόχορτο,
Στην αρχαιότητα το χρησιμοποιούσαν κυρίως ως επουλωτικό στις πληγές από
τα σπαθιά, εξ ου κι η ονομασία του "σπαθόχορτο". Ο Γαληνός και ο
Διοσκουρίδης το αναφέρουν επίσης, ως διουρητικό, εμμηναγωγό και
αιμοστατικό. Χρησιμοποιείται επίσης, ως σπασμολυτικό και βελτιωτικό της
ποιότητας του ύπνου σε αϋπνίες. Όλο το φυτό χρησιμοποιείται ως
αντιφλεγμονώδες, στυπτικό, επουλωτικό, αναλγητικό, αντιδιαρροϊκό και
διουρητικό. Το έγχυμα του φυτού χορηγείται για την αντιμετώπιση της
δυσεντερίας, ηπατικών παθήσεων, της χρόνιας καταρροής, της νευραλγίας, της
ανησυχίας και της έντασης επίσης ως βότανο για τις λειχήνες.
745. βαλτόνερα = βαλτουνιέρια = νερά των βάλτων
746. βαλτός = βαλτός = τον έβαλαν να κάνει κάτι κακό η ύποπτο
747. βάλτος = βαρκό βούλια, βουρλιά

393

748. βαμβακιά = βαμπακιά = Στην Ελλάδα
πρωτοήρθε από την Ασία κατά την εποχή
του Μεγάλου Αλεξάνδρου γύρω στο 300
π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι
γοσύπιο Τα άνθη της είναι λευκά όταν
ανοίξουν αλλά στην πορεία αλλάζουν χρώμα
και γίνονται κόκκινα ή μοβ και εντυπωσίαζαν συμβολίζοντας την νύφη για
την αγνότητα και την λευκάδα… "άσπρη βαμπακιά είχα στην πόρτα μου"

749. βαπτισμένο = βαφτ'ζμένου
750. βάραθρο = γκριμός = απότομη κατωφέρεια.
751. βάρατο δυνατά = τσουκάνατου
752. βαράω = βαρού = χτυπώ, δέρνω, χτυπώ τα πρόβατα να περάσουν στη

στρούγκα για άρμεγμα (δουλειά παιδιών, γυναικών)
753. βαράω = τσιουκανάω, ζάπτου, ζάφτου
754. βαράω να σπάσω = στουμπάω
755. βαρέθηκα = μπιζέρσα , βαρκέστ΄σα, βαρκιέστηκα = έπληξα
756. βαρέλι = βαλέρα, η βαρέλα
757. βαρέλι, μικρό και ξύλινο = βαρέλα = με το οποίο μεταφέρουν οι γυναίκες το

νερό στην πλάτη τους
758. βάρεμα = τσιουκάν’σμα
759. βαρεμάρα = μπεζέρισμα, μπεζερισμός, μπεζέριο, μπεζέρια = βαρεσά, βαρεσιά,

βαριεμάρα από το bezdirme
760. βαριακούω = βαριακούου = δεν ακούω καλά, ακούω άλλο αντί άλλου
761. βαριανασένω = γκουμαχάου, αγκουμαχάου = ανασαίνω βαριά από κούραση,

αρρώστια ή πυρετό.
762. βαριαναστενάζω = βαριαναστινάζου = αναστενάζω με καημό, με πόνο.
763. βαριέμαι = μπιζιρίζου, μπιζεράου
764. βαριοκοιμάμαι = βαριουκοιμάμι = κοιμάμαι βαριά

394

765. βαρκάρης = βαρκαδόρους
766. βαρύς κι ασήκωτος = ατάραγους
767. βάσανα = πάθια = αρρώστιες
768. βασανίζομαι = βασανίζουμι, γιεύουμι βάσανα
769. βασανίζω = αλπουτνάζου = κακομεταχειρίζομαι, κάποιον και τον τινάζω σαν

δέρμα της αλεπούς
770. βάσανο = μαράζι, κασαβέτ(ι) = στεναχώρια, μαρασμός
771. βασικός βοσκός = γκαβράρους = ο πρώτος, από τους -συντρόφους που

φυλάνε το ίδιο κοπάδι
772. βασιλεύω = βασ’λεύου = την πρωτοχρονιά κάνω ενέργειες που θα πρέπει να

γίνονται όλη τη χρονιά για να μου πάει καλά όλο τον χρόνο η αντίστοιχη
ενέργεια,
773. βασιλιάς = ρήγας
774. βασιλικά = βασιλ’κά
775. βασιλική επικράτεια = βασίλειου =
κράτος με βασιλικό πολίτευμα
776. βασιλικός = βασιλκός =. Ένα
γνωμικό αναφέρει πως «όπου
φυτρώνει βασιλικός δεν φυτρώνει
το κακό». Το συγκεκριμένο βότανο
έχει συνδεθεί με τη χριστιανική
παράδοση καθώς η παράδοση
αναφέρει ότι φύτρωσε στο σημείο που ήταν θαμμένος ο σταυρός, όπου είχε
σταυρωθεί ο Χριστός. Γι’ αυτό μοιράζουν βασιλικό στις εκκλησίες στη γιορτή
της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου. Έχει την επιστημονική
ονομασία ώκιμον το βασιλικόν – οcimum basilicum και ανήκει στην
οικογένεια των χειλανθών, ονομάζεται ακόμα και Βότανο του Αγίου Ιωσήφ.
Διαθέτει στα φύλα του αιθέρια έλαια και ευγενόλη στην οποία οφείλει τη

395

υπέροχη μυρωδιά του, ενώ περιέχει διάφορες χημικές ουσίες οι οποίες δίνουν
τη χαρακτηριστική μυρωδιά του κάθε
είδους. Έχει θεραπευτικές και
χαλαρωτικές ιδιότητες. Βασιλικός
επίσης και αυτός που αναφέρεται στον
βασιλιά η έχει βασιλική μεγαλοπρέια ( η
στράτα ειν' βασιλικιά.., βασιλαρχόντησα, κ.α.)
777. βασίλισσα = βασίλσα, βασιλίνα
778. βασιλόπουλο = ρηγόϊπουλου
779. βασιλόπιτα = γκουγκβάλα , μπουκβάλα βασιλόψουμου, βασιλόκ’λουρα
780. βαστάω = αντέχου = διατηρώ τις βασικές μου ιδιότητες ή δυνατότητες,
διατηρώ τις δυνάμεις μου, ιδίως
τις σωματικές· κρατιέμαι,
αντιμετωπίζω ή έχω τη
δυνατότητα να αντιμετωπίσω
με επιτυχία.
781. βατομουριά = βάτους = η
βατομουριά είναι θάμνος
αγκαθωτός. Τα βατόμουρα
έχουν εξαιρετικές θεραπευτικές
ιδιότητες. Το εξωτερικό τους
είναι αποτελεσματικό σε
δερματοπάθειες και σε αποστήματα. Χρησιμοποιείται επίσης ως φάρμακο
κατά της φαρυγγίτιδας, της αναιμίας, της λαρυγγίτιδας, της διάρροιας, της
ουλίτιδας και βοηθά στις λοιμώξεις του αναπνευστικού
782. βάτος = βατσ’νιά, βατσνιά = αγκαθωτά κλαριά
783. βάτρας υπερύψωση σαν εξοχή σε ένα μέρος της = κόθρος
784. βατραχάκι = μπακακάκι

396

785. βάτραχος = μπάκακας
786. βατράχου (είδος) = μπράσκα = μικρό τετράποδο ζώο που μοιάζει με ένα

μεγάλο βάτραχο.
787. βαφή (γαλάζια) = λουλάκι = βαφή χρώματος βαθιού γαλάζιου,
788. βαφτηστικός = βαφτιστικός -ια , αδιξιμιός = ο αναδεξιμιός το βαφτιστήρι,

αναφέρεται στο βάφτισμα
789. βαφτίζω = βαφτίζου = κάνω κάποιον Χριστιανό, -ομαι, γίνομαι Χριστιανός

,μτφ. κάνω νέους συγγενείς …."πάει να βαφτίσει ένα παιδί να κάνει έναν
κουμπάρο, για νάχει ο μαύρος γύρισμα"…
790. βαφτισιμιός, -α = αναδιχτός, -η = αναδεκτός < αναδέχομαι , αναδεξιμιός ,
βαφτισιμιός, βαφτισιμιά.
791. βγάζω = βγάνου = φέρνω έξω, παίρνω από πάνω μου, αφαιρώ κάτι
792. βγάζω βραχνό ήχο = βλαγκίζου
793. βγάζω εξανθήματα = βουρδουλιάζου
794. βγάζω σχέδιο από κάποιο κέντημα = ξουμπλιάζω, ξουμπλιάζου
795. βγάζω τα πρόβατα από το στάλο = ξισταλίζου
796. βγάζω την άρματα = ξαρματώνουμι
797. βγάζω τις κολλιτσίδες = ξικουλλ’τσιδιάζου
798. βγάζω το κοπάδι τη νύχτα για βοσκή ή το βγάζω από το στάλο για να
βοσκήσει ή το βγάζω για βοσκή = σκαρίζου
799. βγάζω το τσιόλι (σκέπασμα) από το σαμάρι του ζώου = ξιτσουλιάζου
800. βγάζω φουσκάλα = φουλτακιάζου
801. βγαίνω εξω = ξιβγαίνου
802. βγες = έβγα
803. βδέλλα = αβδέλλα = γλώσσα κουδουνιού, μτφ αυτός που κολλάει απάνω σου
και παίρνει από σένα σα βδέλλα
804. βελάζει = βιλάζει = βγάζει βληχή το πρόβατο. Εξ και το βλάχος από το ότι
είναι αυτός που φυλάει τα πρόβατα που βλήχονται (φωνή προβάτων)

397

805. βελανίδι = βιλανίδι, βιλάνι = (καρπός βελανιδιάς).
806. βελανιδιά = βιλανδιά = Οι βελανιδιές (Δρυς -Quercus) είναι μια μεγάλη

ομάδα αείφυλλων και φυλλοβόλων δέντρων και
θάμνων που βρίσκονται άγρια στην χώρα μας.
Στην Ελληνική Μυθολογιά, ο Ζεύς/Δίας, ο θεός
της βελανιδιάς, ήταν επίσης οπλισμένος με
κεραυνούς. Το προφητικό δρύινο άλσος της
Δωδώνης στην Ελλάδα αφιερώθηκε στο Δία και
τα μηνύματα των Θεών ερμηνεύονταν με τον
ήχο του αέρα στα δρύινα φύλλα τους. Η βελανιδιά αποκαλείται quercus ή
querimus, επειδή οι θεοί χρησιμοποιούσαν τη βοήθεια αυτού του δέντρου για
να δώσουν απαντήσεις, σε ερωτήσεις σχετικές με το μέλλον. Ο χυμός από τη
σύνθλιψη των φύλλων μπορεί να εφαρμοστεί επάνω σε πληγές, και το διάλυμα
που παράγεται από φύλλα διαποτισμένα με
βραστό νερό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να
ανακουφίσει τα ξαναμμένα μάτια, επειδή είναι
ικανό ψυκτικό. Χρησιμοποιήστε επίσης για
χτύπημα, γδάρσιμο, ή κάψιμο και ακόμη ως
στοματικό διάλυμα για πληγωμένα ούλα. Επίσης ανακουφίζει από τις
αιμορροΐδες, τη φλεβίτιδα και τον πονόλαιμο. Το αφέψημα του φλοιού
χρησιμοποιείται για να μειώσει τον πυρετό, την διάρροια, τη δυσεντερία, την
αμυγδαλίτιδα, τη φαρυγγίτιδα και τη λαρυγγίτιδα. για να φτιάξετε το αφέψημα
χρειάζεστε
807. βελανιδιά = δέντρους
808. βελανιδιάς είδος = ντούσ’κου
809. βελανιδιάς ξύλα = δέντρινα ξύλα = ξύλα από βελανιδιά
810. βελέντζα (τύπος) = απουλ’τη

398

811. βελέντζα = βιλέντζα = μάλλινο σκέπασμα , μάλλινη υφαντή κουβέρτα,
φλοκάτη, το οποίο ύφαιναν στον αργαλειό

812. βελέντζα (ειδική) = υπνουβέλιντσα = υπνοβελέντζα, βελέντζα για να
σκεπαζόμαστε στον ύπνο .

813. βελέντζα αλόγου = αλουγουβέλιντσα , μια μικρή βελέντζα που στολίζει το
άλογο του τσέλιγκα.

814. βελέντζα στη σέλα του άλογου = καβαλουβέλιντζα
815. βελέντζας είδος = μαρτίσια
816. βελόνα = βιλόνα = βελόνα λεπτό και μακρύ κομμάτι μετάλλου, μυτερό στο

μπροστινό άκρο και με τρύπα στο πίσω μέρος, που χρησιμοποιείται στο
ράψιμο
817. βελόνα με την οποίαν πλέκω τις κάλτσες = καλτσουβέλουνου
818. βελόνα πλεξίματος = βέργα
819. βελόνι για να ράβω δέρματα( παπούτσια ) = καρατζουσούβλι
820. βελονιά = βιλουνιά = πέρασμα της βελόνας στο ύφασμα για ράψιμο η
κέντημα
821. βελούχι = βιλούχι = Η λέξη Βελούχι είναι μεσαιωνική, πιθανώς σλαβικής
προελεύσεως και σημαίνει «λευκό
βουνό», ενώ κατ’ άλλους
προέρχεται από τις δωρικές ρίζες
«παλ» και «ουχι» που σημαίνουν
καμπυλωτή κορυφή. Μια τελευτάια εκδοχή είναι ότι οι λέξεις Βελούχι-Βηλούχι
προέρχονται από την ομηρική λέξη «βηλός» που σημαίνει ουρανός , πηγή με
άφθονο νερό, και το βουνό
822. βέρα = αρριβώνα
823. βέργα = βίτσα
824. βέργα ξύλινη χοντρή = λούρο = χοντρή και μακριά βέργα.

399

825. βέργες ξύλινες = λούρια, λούρα = χοντρές, μακριές και ίσιες βέργες που τις
χρησιμοποιούν για να στήσουν το κονάκι

826. βέργες ξύλου (ειδικές) = χαρτώματα = ξύλινες βέργες (λούρα) κατάληλλες για
τον σκελετό (χάρτομα) του κονακιού

827. βεργόπλεχτο ράφι = κριβαταριά, κρεβατίνα
828. βερίκοκο = ζέρδελο Το δέντρο Prunus armeniaca, βερικοκιά, ζερδαλιά,

καϊσιά, πρικοκιά | τούρκικα zedrali
829. βετούλα( κατσίκι ενός έτους) που γέννησε = βιτ’λουγινν’μένη
830. βήμα = δρασκ’λιά, δρασκλιά = απόσταση όση ένα βήμα, ένα πήδημα
831. βήχεις = βήχς = αρχ. βήξ, ο βήχας
832. βιάσου = τσακίς = έλα η φύγε γρήγορα
833. βιαστικά = αναγκαστά
834. βιασύνη = βιά, φούρια = θυμός, λύσσα.
835. βλάκας(μτφ) = όρνιο = άγριο αρπακτικό πτηνό, ανόητος άνθρωπος.
836. βλαστάρι = φυντάνι = νέο βλαστάρι που μεγαλώνει άνθρωπος η φυτό
837. βλαστάρια τρυφερά = ξιφύλλι
838. βλεννόρροια = σκουλαμέντρα
839. βλέπει φαντάσματα = ισκιουμένους
840. βλέπω (με σκοπό να διαλέξω) = ειδίσια, ιδέσια
841. βλέπω = γλέπω, γλέπου τηρού, τηράου
842. βλεφαρίδες = ματουτσίνουρα
843. βλήμα = τόπα = και μπάλα
844. βλήμα = κουρσιούμι = πολύ βαρύ, ασήκωτο από το βάρος,

400


Click to View FlipBook Version