The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.
Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by ΚΑΤΣΑΡΙΚΑΣ ΖΗΣΗΣ, 2019-01-02 03:28:37

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΛΑΛΙΑ

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΛΑΛΙΑ

1301. γκβέντα, κβέντα = κουβέντα, ζμπουρός, μασλάτι, μασλάτ, μουχαμπέτι,
μουχαμπέτ, μπουαμπέτι, πάρλα, παρόλα, λακριντί

1302. γκβέντιασμα, = το κουβέντιασμα, συζήτηση

1303. γκβιντιάζει η φουτιά = ήχοι από τις φλόγες της φωτιάς,

1304. γκβιντιάζου =κουβεντιάζω, στοχάζομαι

1305. γκδούνα = μεγάλο κουδούνι που το κρεμάμε κυρίως στα γκεσέμια

1306. γκδούνι = κουδούνι Οι Σαρακατσάνοι κρεμούσαν τα κουδούνια τους
την άνοιξη όταν αφήναν τα χειμαδιά και έπαιρναν το δρόμο προς τα
βουνά για να ξεκαλοκαιριάσουν. Η διαδικασία αυτή, το διάλεγμα και
το συνταίριασμα των κουδουνιών στο κοπάδι, λέγονταν αρμάτωμα.
Το φθινόπωρο, κατά την επιστροφή στα χειμαδιά, αφαιρούν τα πολλά
κουδούνια από το κοπάδι, το ξαρματώνουν, και αφήνουν λιγοστά
μονο σε ορισμένους μπροστάρηδες. Τα κουδούνια στο λαιμό των
ζώων ήταν δύο ειδών: τα προβατοκούδουνα που ήταν χάλκινα
φουσκωτά κουδούνια για πρόβατα, και τα κυπριά που ήταν χυτά
ορειχάλκινα για τα γίδια. Το μεγαλύτερο και βαρύτερο κυπρί κρεμόταν
στο γκισέμι, το μεγαλύτερο δηλαδή κριάρι που ήταν ο αρχηγός του
κοπαδιού. Με τον ήχο των κουδουνιών, που τον καθόριζε το υλικό, το
σχήμα, το μέγεθος και το βάρος τους οι τσοπάνοι παρακολουθούσαν
την κίνηση του κοπαδιού. Οι ίδιοι επέλεγαν και ταίριαζαν τα
κουδούνια έτσι ώστε την ώρα της βοσκής να ακούγονται όμορφα.
γκδούνι δίχους γλουσσίδι (μτφ.) χωρίς περιεχόμενο, κενός.

1307. γκδουνότρυπα = βαθύ κοίλωμα στο έδαφος

1308. γκέσα, γκιέσα = μαύρη (γκόρμπα) γίδα με άσπρες ή καφέ γραμμές στο
πρόσωπο. μαύρη γίδα που έχει ασπριδερά τα πόδια της και το μούτρο
της άσπρο, μαύρη γίδα με καφεκόκκινο χρώμα στην κοιλιά και στα
πόδια, γίδα που έχει άσπρες ή μαύρες γραμμές στο πρόσωπό της και
το τρίχωμά της είναι άλλοτε μαύρο και άλλοτε γκρίζο, γίδα που έχει
μαύρο σώμα με καφέ λωρίδες, όνομα μουλαριού.

101

1309. γκέφιρα , γκιουφύρι = γεφύρι = γέφυρα, γεφύριν, γιοφύρι, γιοφύριν
γέφρα, γκέφιρα, γιόφιρα, διόφιρα, όφιρα, γέφιρας, γιφίριν, γεφίρ,
γεφίρτζι, γεθίρι, γιφίρι, γιφίρ, γκιφίρ

1310. γκζάνι = παιδί
1311. γκζάνια = μικρά παιδιά.
1312. γκιέμι = χαλινάρι
1313. γκιεσουκάντα = γίδα που το σώμα της είναι γκρίζο και το μούτρο της

είναι άσπρο
1314. γκίζα = μτζήθρα, μυζήθρα
1315. γκιζέρ’μα = γύρισμα
1316. γκιζέρα = γύρνα τον κόσμο, περπάτα
1317. γκιζεράου, γκιζιράου = τριγυρνάω, περιπλανώμαι, τριγυρίζω άσκοπα.
1318. γκιζιρισμός = περιπλάνηση, τριγύρισμα
1319. γκιζουτόμαρου = ασκί στο οποίο βάνω τη γκίζα
1320. γκιζουφάηδις = παραγκώμι Σαρακατσιαναίων, αυτοί που τρώνε γκίζα,

προϊόν κατώτερης ποιότητας.
1321. γκιόλι = γκιόλα, λιμνούλα.
1322. γκιόξια = στήθη.
1323. γκιόσα = μεγάλη γίδα που δε γεννάει, κακάσχημη γυναίκα
1324. γκιουβούρι = κιβούρι, μνήμα
1325. γκιούμ(ι) = μεταλλικό δοχείο για γάλα συνήθως αλλα και νερό
1326. γκίρνα = πιθαράκι.

102

1327. γκισέμ = τράγος επικεφαλής, αυτός που πάει μπροστά όπως τα τραγιά,
ευνουχισμένο κριάρι ή ευνουχισμένο τραΐ που οδηγεί το κοπάδι

1328. γκισιεμουκούδουνα = μεγάλα κουδούνια που τα βάζουμε στα
γκισιέμια

1329. γκλάβα = το μυαλό στο κεφάλι
1330. γκλάνας = τεμπέλης.
1331. γκλικ, κάνου γκλικ = καταπίνω
1332. γκόλιους = φαλακρός.
1333. γκόλφι = φυλαχτό.
1334. γκόρμπα, -ου = μαύρη γίδα, αρσενικό μαύρο γίδι.
1335. γκορτσιά = άγρια απιδιά
1336. γκόρτσο = ο καρπός της γκορτσιάς ,το αγριαχλάδι.
1337. γκούβρας = αμίλητος, άκριτος.
1338. γκουγκουρίζει η πρατίνα = γλείφει και χαίρεται το αρνί.
1339. γκουζιόκα, γκουζόκα = πανωφόρι γυναικείο που φτάνει εφαρμοστά

μέχρι τη μέση.
1340. γκουζιόκι = κεντημένο αμάνικο γυναικείο πισλί με διακοσμητικά ριχτά

μανίκια στην πλάτη
1341. γκουλαβίνα = νωπή προβάτινη κοπριά.
1342. γκουλαίμ’ς = μακρυλαίμης.
1343. γκουμαχάου, αγκουμαχάου = ανασαίνω βαριά από κούραση,

αρρώστια ή πυρετό.
1344. γκούμες = λαστιχένια παπούτσια

103

1345. γκουμούλια = μικρά καρβέλια από ψωμί ή από σκυλόψωμο

1346. γκουμπές = ασημένια πόρπη που βάνουν οι γυναίκες στη μέση τους
και πάνω από το ζωνάρι.

1347. γκουργκόλια = πατάτες

1348. γκουρλώθκα = πνίγηκα

1349. γκουρμπάνι = ήταν μια εκδήλωση των Σαρακατσάνων με κύριο
σκοπό την ευμενή επίδραση της θρησκείας, που αντιπροσωπεύει
δυνάμεις οι οποίες πρέπει να εκδηλωθούν για το καλό του
τσελιγκάτου, της οικογένειας ή ενός προσώπου, ανάλογα το που ήταν
ταμένο το “γκουρμπάνι”.Το “τάμα” γινόταν σε κάποιον άγιο, που
πολλές φορές συνέπιπτε με το όνομα του εορτάζοντα, για να έχουν την
εύνοιά του. Οι γιορτές, που κατά κύριο λόγο έταζαν το “γκουρμπάνι”
οι Σαρακατσάνοι, ήταν κατά προτίμηση της Παναγίας, των Αγίων
Αποστόλων, του Προφήτη Ηλία, του Άη Δημή- τρη και του Άη
Γιώργη. Στο “τάμα” έσφαζαν ένα αρσενικό αρνί, που το έψηναν στο
γάστρο και καλούσαν τους γείτονες να το φάνε όλοι μαζί, πίνοντας
ρακί ή κρασί. Τα ψητά και τους διάφορους μεζέδες (όχι μεγάλη
ποικιλία) τα έβαζαν σε τάβλες (υφαντά στενόμακρα, σαν
τραπεζομάντηλα) που είχαν στρώσει μέσα στο καλύβι. Οι καλεσμένοι,
αφού χαιρετούσαν δίνοντας ευχές στον εορτάζοντα, καθόταν γύρω-
γύρω στο καλύβι, έχοντας μπροστά τους την τάβλα. Επάνω στην
τάβλα έβαζαν σαν πρώτο μεζέ λίγες καραμέλες για τον καθένα. Αφού
μαζεύονταν οι καλεσμένοι, άρχιζαν το τραγούδι, πίνοντας ρακί από το
παγούρι, όλοι με τη σειρά. Τα τραγούδια που άρχιζαν το γκουρμπάνι
“τα γκουρμπανίσια τραγούδια” όπως τα έλεγαν, ήταν ευχές για τον
εορτάζοντα και ήταν καθορισμένα.

1350. γκουρμπανίσια τραγούδια = τα τραγούδια που τραγουδούσαν στα
γκουρμπάνια

1351. γκουρτσιά = αγριοαπιδιά.

1352. γκουρώνου = πεισματικά αρνούμαι, μουλαρώνω

104

1353. γκούσια = βρογχοκήλη των προβάτων
1354. γκουτζιάμ = μεγάλος
1355. γκούτσια = γρούνα.
1356. γκράδις = παλιά όπλα οπισθογεμή.
1357. Γκραίκους = Έλληνας χωρικός, Ελληνίδα χωρική
1358. γκράνας = ξεροκέφαλος, χωρίς πνευματική ευστροφία.
1359. γκρέμπα = μέρος γεμάτο βράχους, γκρεμός
1360. γκρικεύου = γίνομαι χωριάτης. παντρεύομαι χωριάτη
1361. Γκρικιά = Ελλάδα
1362. γκριμάου κρημνίζω.
1363. γκριμός = βάραθρο, απότομη κατωφέρεια.
1364. γκριτζιάλα = γκρίνια.
1365. γκρίτζιαλους = γκρινιάρης, μεμψίμοιρος.
1366. γκώσμα = στενοχώρια, άγχος, πρόβλημα.
1367. γλαβάνι = πηγή, αρχή από ρέμα.
1368. γλαρά μάτια = μάτια όμορφα, λαμπερά, χαρούμενα.
1369. γλέντημα = διασκέδαση, ευχαρίστηση
1370. γλέπω, γλέπου = βλέπω.
1371. γληγουράτι,-τε, αγλήγουρα αγληγουράτε = κάντε γρήγορα
1372. γλιέπια, = ειδήσια, λόιασμα, λογοδόσιμο
1373. γλιστρίδα (Portulaca Oleracia) = αντράκλα, σκλιμίτσα, τρέβα,

χοιροβότανο Ετήσιο φυτό που φτάνει τα 20 εκατοστά. Το συναντάμε

105

σχεδόν παντού σε ακαλλιέργητους και καλλιεργημένους τόπους.
Πολλαπλασιάζεται πολύ εύκολα για αυτό θεωρείτε και ζιζάνιο. Τα
φύλλα της είναι σκουρωπά πράσινα, σαρκώδεις και παχιά. Λέγεται ότι
αν μασήσεις μερικά φρέσκα φύλλα και τα βάλεις κάτω από τη γλώσσα
σου ξεδιψάς. Έχει πολύ βιταμίνη C και σίδηρο και μια διατροφική
έρευνα έδειξε ότι η κατανάλωσή της, όπως και η τσουκνίδα βοηθάει
την καρδιά (είναι το φυτό με τα περισσότερα ω3 λιπαρά).Μαζεύονται
οι τρυφερές κορφές τους από την αρχή του καλοκαιριού μέχρι το
φθινόπωρο. Τρώγεται ωμή σαλάτα

1374. γλοιτσιάζου = κάνω κάτι να γλιστράει

1375. γλουσσίδι = μικρό σιδεράκι στο εσωτερικό του κουδουνιού που
προκαλεί τον ήχο.

1376. γλυκάδια = αδένες κάτω από το λαιμό του ζώου

1377. γλυκατζής = ζαχαροπλάστης

1378. γλυκου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει στο δεύτερο συνθετικό
αγάπη, τρυφεράδα, ζεστή όμορφη σχέση, ευχαρίστηση:
γλυκουγιουματίζου, γλυκουκουβιντιάζου, γλυκουλαλού, γλυκουσόια,
γλυκουχαράζου, γλυκουμιλού, γλυκουτρώου, γλυκουγιλάου.

1379. γλύνα = λίπα από χοιρινό.

1380. γλώσσα τ’ γκδουνιού = το γλωσσίδη που δημιουργεί τον ήχο στο
κουδούνι

1381. γνέθου = μετατρέπω το μαλλί σε νήμα.

1382. γνέμα = το νήμα απ το γνέσιμο μαλλιού στη ρόκα

1383. γνηκίσιους = γυναικείος

1384. γνοιάζουμι ενδιαφέρομαι, φροντίζω.

1385. γνουμκός, γνουμηρός, = γνωστικός, μυαλωμένος.

106

1386. γνυκίσια = γυναικεία, ο τρόπος που καβαλικεύει η γυναίκα
1387. γνώμη, = νους, μυαλό
1388. γνώρος = γνωριμία, ικανότητα του τσομπάνου να γνωρίζει τα

πρόβατά του
1389. γόνα = γόνατο
1390. γονικά = γονείς, πεθερικά
1391. γούβα = κοίλωμα, βαθούλωμα
1392. γούλη = οπή, στόμιο.
1393. γούλια, τσιντζιά = ούλα.
1394. γουμαρ’νά = γαϊδουρινά
1395. γουμάρα = γαϊδούρα
1396. γουμαράγκαθα = γαϊδουράγκαθα.
1397. γουμάρι = γαϊδούρι.
1398. γουμάρι = το γαϊδούρι
1399. γούμινους = ηγούμενος του μοναστηριού
1400. γουνέοι, γουνικά, γουνήδις = γονείς.
1401. γουνής = γονιός
1402. γούπατου = βαθούλωμα του εδάφους.
1403. γουργουλαλούν κουδούνια ηχούν ρυθμικά και συνέχεια.
1404. γουργουλεύω = ανακατεύω
1405. γούρδας = ανοιξιάτικο χορτάρι που, όταν το τρώνε οι άσπρες

προβατίνες, κοκκινίζει το σώμα τους

107

1406. γούρνα = βαθούλωμα φυσικό η τεχνητό γεμάτο νερό
1407. γούρνα, γκιόλα = κοίλωμα στο έδαφος, λάκκος με νερό
1408. γράβα, γράδα = σχισμή στο βράχο. χαραμάδα
1409. γραβανή = κουρκούτη, ασπρόμαυρη, γκριζόμαυρη
1410. γραβανός = έχει πολλά χρώματα ανακατωμένα (άσπρο και μαύρο

αλλά και γκρι ή και καφέ).
1411. γραίνου = ξεμπλέκω τα μπερδεμένα μαλλιά του πρόβατου κυρίως,

ξαίνω τα μαλλιά
1412. γραμμένους/η = πολύ όμορφος/η
1413. γραφή = γράμμα, επιστολή.
1414. γραφτό = μοίρα, πεπρωμένο
1415. γρέκι = μέρος στο οποίο διανυκτερεύουν τα ζωντανά, μαντρί.
1416. γρέκιασμα = διανυκτέρευση
1417. γρεκουτόπι = τόπος για γρέκι
1418. γρέντζιλο = άγριο με μικρή ρόγα σταφύλι.
1419. γρίβας-α = άλογο-φοραδα με λευκόφαιο χρώμα
1420. γριβιάζου, γριβίζου = γίνομαι σιγά-σιγά ασπρομάλλης.
1421. γρίβους = γκριζομάλλης, αυτός που άσπρισαν τα μαλλιά του.
1422. γρικιάζου = πάω το κοπάδι στο γρέκι
1423. γριντζίλα = στριμμένο σκοινί. αναρριχόμενο αγριόκλημα
1424. γριντζιλά μαλλιά = κατσαρά μαλλιά.
1425. γρίτζιαλους = γκρινιάρης, στριμμένος

108

1426. γρόθους = γροθιά, μπουνιά.
1427. γρουθίζου = με τη γροθιά μου ζυμώνω το ψωμί.
1428. γρουμπούλι = μικρός στρογγυλός όγκος σαν σβώλος, καρούμπαλο
1429. γρουμπούλιασε, γρούμπιασι = σβόλιασε
1430. γρούνα = παιδικό παιχνίδι.
1431. γρουνάρς = βοσκός γουρουνιών
1432. γρουνοτσάρχα = αυτοσχέδια παπούτσια από δέρμα γουρουνιού
1433. γρουνούλα = παιδικό παιχνίδι που μοιάζει πολύ με το γνωστό παιχνίδι

της κολοκυθιάς
1434. γρυμπός = καμπούρης, αυτός που έχει αετίσια μύτη
1435. γυαλί = γυαλί, το γυάλινο ποτήρι, καθρέφτης.
1436. γυαλιένια = όμορφη γυναίκα, αστράφτει σαν γυαλί και είναι

λεπτεπίλεπτη
1437. γυαλιένιους = γυάλινος, διάφανος
1438. γύλα = διχαλωτό ραβδί
1439. γύρ’σι η πρατίνα = ξαναζευγάρωσε η προβατίνα
1440. γύρ’σμα = στέκι, τόπος φιλοξενίας
1441. γυρ’σμένα πρότα = αυτά που ξαναζευγάρωσαν δεύτερη φορά την ίδια

περίοδο
1442. γυρβουλιά, γυροβουλιά = κυκλική κίνηση. περιστροφή γύρω- γύρω

από τον άξονα του σώματος, αλλα γύρω-γύρω και από κάτι σταθερό,
ολόγυρά μας
1443. γυρίζου = μετανιώνω

109

1444. γυρίσματα του τραγουδιού = λαρυγγισμοί και τσακίσματα που κάνει
στη φωνή του ο τραγουδιστής για να ομορφύνει το τραγούδι (βράζει
η φωνή)

1445. γυφτόπλου = πολύ μελαχρινό παιδί, παιδί που είναι σαν το γυφτάκι,
επίπληξη σε παιδιά κακά

1446. γυφτουκούνια = πρόχειρη κούνια

1447. γώνα = γόνατο

Δ

1448. δαγκώνου = δαγκώνω -ομαι & δαγκάνω, πιάνω κάτι δυνατά με τα
δόντια και, σφίγγοντάς τα, κόβω ένα κομμάτι, τοποθετώ κάτι ανάμεσα
στα δόντια και το σφίγγω, χωρίς την πρόθεση να το κόψω (αρχ.
δάκνω, με βάση τον αόρ. ἔδακον )

1449. δαίμουνας = το πνεύμα του κακού, ως χαρακτηρισμός ανθρώπου
έξυπνου, ιδιαίτερα ικανού και επινοητικού, αλλά και μοχθηρού ή
καταχθόνιου, πονηρό, ισχυρό και αόρατο ον, πονηρός, έξυπνος.

1450. δαμάζου = δαμάζω, υποβάλλω ένα άγριο ζώο σε ειδική εκπαίδευση,
έτσι ώστε να μάθει να υπακούει στις εντολές μου, καταφέρνω να
υποτάξω στη θέληση, να συγκρατήσω ή να ελέγξω δυνάμεις που
θεωρούνται ανεξέλεγκτες όπως: τα στοιχεία της φύσης, ένστικτα ή
ισχυρά συναισθήματα, καταφέρνω να κάνω κτ. κτήμα μου, να το
θέσω υπό τον έλεγχό μου

1451. δαμάλι = νεαρός ταύρος

1452. δαμαλ'σμός = ο εμβολιασμός κατά της ευλογιάς

1453. δαμάσκο = είδος χοντρού πολυτελούς υφάσματος με ανάγλυφα
σχέδια.

1454. δανεικός -ή -ό = αυτός που τον δανείζει ή που τον δανείζεται κάποιος

110

1455. δαντέλα = είδος λεπτότατου διάτρητου πλέγματος από βαμβακερά,
μεταξωτά κτλ. νήματα, τα οποία καθώς διαπλέκονται δημιουργούν
διακοσμητικά σχέδια και του οποίου η μία πλευρά καταλήγει συνήθ.
σε εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές

1456. δαντιλουτός = δαντελωτός -ή -ό, αυτό που μοιάζει με δαντέλα, αυτό
του οποίου το περίγραμμα θυμίζει το περίγραμμα της δαντέλας,
παρουσιάζει δηλαδή μια αρμονική εναλλαγή από εσοχές και εξοχές

1457. δαρτή = δυνατή βροχή.

1458. δασιά = πυκνά

1459. δασκαλάκος = ο νεαρός και συνήθ. άπειρος δάσκαλος,
περιφρονητικά, ο ανεπαρκής δάσκαλος

1460. δασκαλεύου = δασκαλεύω, συμβουλεύω κάποιον τι να πει και τι να
κάνει σε δεδομένη στιγμή, πώς να μιλήσει / να φερθεί, καθοδηγώ
κάποιον σε πράξεις που κανονικά θεωρούνται μεμπτές

1461. δασκαλούδια = δασκαλοπαίδια

1462. δασκαλουκάλ’βου = το καλύβι σχολείο

1463. δασύς -ιά -ύ = αυτό που αποτελείται από πυκνό τρίχωμα, που έχει
πυκνό τρίχωμα , αυτό που έχει πυκνό φύλλωμα, δασύ φύλλωμα, δασιά
πλατάνια

1464. δαυλί = δαυλός, κομμάτι ξύλου που καίγεται απ την άκρη, αναμμένο ή
μισοκαμένο κομμάτι ξύλου, από αυτά που χρησιμοποιούσαν για
θέρμανση ή για μαγείρεμα. [μσν. *δαυλί(ο)ν < υποκορ. του δαυλ(ός) -
ί(ο)ν]

1465. δαχ’λίδι, δαχλίδ = δαχτυλίδι.

1466. δάχ’λους, δάχλου = δάχτυλο, παρεμβαση , υποκίνηση, ανατροπή,
υποδιαίρεση του μέτρου, το ένα εκατοστό, ο πόντος

1467. δαχλιά = δακτυλικό αποτύπωμα

111

1468. δαχλίθρα = δαχτυλήθρα
1469. δγιαούρτι = γιαούρτι
1470. δειλ’νό = δειλινό, απόγευμα.
1471. δειλιάζου = φοβάμαι, διστάζω.
1472. δειματάρα = προβατίνα που δένεται για να πάρει ορφανό αρνί που

βυζαίνει ορφανό αρνί, που τη δένουμε
1473. δείξη = διάκριση, εμφάνιση.
1474. δείχνουμι = επιδεικνύομαι, προβάλλω τον εαυτό μου
1475. δέμα = μικρός φράχτης έξω από το μαντρί
1476. δέντρινα ξύλα = ξύλα από βελανιδιά
1477. δεντρουμουλόχα = φυτό
1478. δέντρους = βελανιδιά
1479. δέξ’μου = υποδοχή που κάνουμε σε κάποιον.
1480. δέξια = αίσια, επιτυχώς.
1481. δέξιους, -α, -ου = δεξιός, επιδέξιος, καταφερτζής
1482. δέοντα = πρέποντα, χαιρετίσματα
1483. δέουντα = χαιρετίσματα, πρέποντα
1484. δέρου = δέρνω (μτφ.) περιπλανιέμαι, βασανίζομαι
1485. δέση = φράγμα σε ρέμα για να διοχετευθεί αλλού το νερό
1486. Δέσποινα = Παναγιά.
1487. δευτιρόιννη = τρίχρονη προβατίνα που γεννάει για δεύτερη φορά
1488. δημοσιά = δημόσιος δρόμος μεγαλύτερος που χρησιμοποιούσαν όλοι

112

1489. διάβα = πέρασμα, πορεία, ανθρώπων και ζωντανών, η στράτα των
χειμαδιών

1490. διαβαίνου = διαβαίνω, περνώ.
1491. διαβάτ’σσα = διαβάτισσα, περαστική
1492. διαγουμίζου, διαουμίζω = λεηλατώ, αρπάζω, λαφυραγωγώ
1493. διακονιάρς = ζητιάνος
1494. διαλέου = διαλέγω.
1495. διαλεώνας, διαλιώνας = η διαλογή, ξεδιάλεγμα (όποιος διαλέγει πολύ

παίρνει τουν διαλεώνα , ότι μείνει)
1496. διαλιμένους = διαλεχτός, αξιόλογος, παλληκάρι
1497. διαλιχτός = εκλεκτός.
1498. διαόλισσα = θηλυκό του διάβολος
1499. διαολοκνιέμαι/ζαλουκνιέμαι = έχω νευριάσει, είμαι ανήσυχος , με

συνταράζει
1500. διαουλιά = πονηριά, πανουργία, πονηρή πράξη, συκοφαντία
1501. διαουλίζου = στέλνω στο διάβολο κάποιον βρίζοντάς τον
1502. διαουλουπαρμένους = (μτφ.) δαιμονισμένος, δημιουργεί άσχημες

καταστάσεις.
1503. διάουλους = ο διάβολος, σατανάς
1504. διαουλουσπαρμένους = ανάποδος σαν παιδί διαβόλου, άτιμη ράτσα.
1505. διαουρτάρι = μικρή ποσότητα από γιαούρτι (μαγιά)
1506. διαούρτι, δγιαούρτι = γιαούρτι
1507. διαουρτουλόους = ασκί στο οποίο βάζω το γιαούρτι

113

1508. διάσ’μου = ετοιμασία του νήματος για τοποθέτηση στον αργαλειό
(γίνεται το διασίδι).

1509. διάσελο, διασέλα, διάσιλου.= το σχετικά ομαλό κομμάτι που ενώνει
δυο κορυφές του βουνού και αποτελεί πέρασμα

1510. διασίδι, δγιασίδι = οι κλωστές του αργαλειού που υφαίνονται
1511. διάστρα = εξάρτημα στο οποίο ιδιάζω το στημόνι, κομμάτι ξύλου

εφοδιασμένο με μια κοντή λαβή και τρυπημένο με πολλές τρύπες σε
δυο σειρές
1512. διάτα = συμβουλή δίκην εντολής, διαταγή
1513. διατάζου, διατάζω = συμβουλεύω
1514. διαταμένα = οι συμβουλές που έχουν δοθεί, καθιερωμένα,
πατροπαράδοτα, έθιμα
1515. διάτανους = διάβολος
1516. διαφέρουμι = ενδιαφέρομαι.
1517. διαφιντεύου = προστατεύω, υπερασπίζομαι, εξουσιάζω.
1518. διαφιντής = διευθυντής.
1519. διάφουρου = τόκος, κέρδος, ωφέλεια, συμφέρον:
1520. δίβιργα = παγίδες για πουλιά
1521. δικάζου = βγάζω απόφαση που πρέπει να εκτελεστεί
1522. δικαχρουνούσα = δεκάχρονη
1523. δικηόρους = δικηγόρος.
1524. δίκια = γυναίκα που είναι μέτρια στο ύψος, αυτή που έχει ύψος
κανονικό
1525. δίκιου = μισθός, οφειλή, ρόγα

114

1526. δικιουτής = δικαστής στα σiναφικά δικαστήρια.
1527. δικουχτώ = δεκαοχτώ
1528. δικράνι = ξύλινο ή σιδερένιο γεωργικό εργαλείο, χρήσιμο για το

μάζεμα των χορταριών
1529. διληβουριάς = τρελοβοριάς
1530. δίμ’του, δίμτου = ύφασμα που το υφαίνω με δυο νήματα στον

αργαλειό (στημόνι, υφάδι)
1531. διμάτι = δεμάτι
1532. διματσούλα = δέμα από θάμνους για τα πρόχειρα ποιμενικές μαντριά
1533. δίνου κουρίτσι = λογοδίνω, παντρεύω. το κορίτσι μου
1534. δίνου φουτιά = βάνω φωτιά
1535. διντρουλάκι = αγαπητικός
1536. δίπλα = πτυχή σε ρούχο, είδος καλύβας, μεγάλο χοντρό ξύλο,

παράπλευρα, παίρου δίπλα ταϊ βουνά, περιπλανιέμαι στα βουνά.
1537. διπλά γκδούνια = μεγάλα και βαριά κουδούνια.
1538. διπλάρκα = δίδυμα
1539. διπλάρκου, διπλάρ’κου = αρνάκι η κατσικάκι που γεννήθηκε διπλό με

άλλο, δίδυμο
1540. δίπλα, αδίπλα κουνάκι = ορθογώνιο κονάκι με δίριχτη σκεπή.
1541. διπλουδένου = δένω το αρνί με τη μάνα του και με μια άλλη

προβατίνα που της ψόφησε το αρνί, για να το βυζάνει σαν δικό της
1542. διπλουκουπανιά = χτύπημα των ρούχων που πλένω με δυο κόπανους,

εναλλάξ

115

1543. διπλουκυπριά = κυπριά που έχουν ανάμεσα στο πρώτο κοίλωμα
δεύτερο μικρό κύπρο

1544. διπλουπρουσκυνού = προσκυνώ δυο φορές, επειδή έχω πολύ μεγάλο
σεβασμό

1545. διπλουτσιόκανα = μεγάλα και βαριά τσιοκάνια που βάζουμε στα γίδια

1546. διρμάτια = τομάρια

1547. διρπάνι = δρεπάνι

1548. διστομίαση = η διστομίαση είναι μια παρασίτωση του ήπατος των
μηρυκαστικών και περισσότερο του προβάτου πολύ διαδεδομένη σ'
ολόκληρο τον κόσμο. Η νόσος οφείλεται στο παράσιτο Δίστομο το
ηπατικό, το οποίο ανήκει στην τάξη των τρηματωδών πλατυελμίνθων.
Το παράσιτο βρίσκεται στους χοληφόρους πόρους του ήπατος, όπου
γεννάει τα αυγά του, τα οποία με τη χολή κατέρχονται στο έντερο και
με τα κόπρανα βγαίνουν στο περιβάλλον. Όταν βρεθούν οι
κατάλληλες συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας μέσα σε 10 περίπου
ημέρες, τα αυγά εκκολάπτονται και ελευθερώνονται τα έμβρυα, που
ονομάζονται μειρακίδια. Αυτά κολυμπώντας στα επιφανεικά νερά
βρίσκουν τον ενδιάμεσο ξενιστή τους, που είναι ο κοχλίας Λιμναία.
Μέσα σ' αυτόν υφίστανται τρεις μεταμορφώσεις: σε σποροκύστεις-
ρέδια-κερκάρια. Μετά 1-2 μήνες εγκαταλείπουν τον ενδιάμεσο ξενιστή,
κολυμπούν στα λιμνάζοντα νερά και εγκυστώνονται στα στελέχη των
χόρτων των υγρών λιβαδιών, Με τη βόσκηση των λιβαδιών αυτών τα
ζώα καταπίνουν τα μετακερκάρια, τα οποία φτάνουν στο έντερο και
μετά στο ήπαρ.

1549. δίστρατα = τόπος με σταυροδρόμι, σταυροδρόμι, δίστρατο , το σημείο
όπου διχάζεται ένας δρόμος ή όπου συναντιούνται δύο δρόμοι.
Δίστρατον < δι + στράτ(α) -ον

1550. δίφουρη = γεννάει δυο φορές τον χρόνο

1551. Διφτέρα = Δευτέρα

116

1552. διφτέρι = το μπλοκάκι τετράδιο η βιβλίο για τους λογαριασμούς αλλα
και τα βιβλία τετράδια των μαθητών

1553. διχώς = χωρίς
1554. δλειά = δουλειά
1555. δόγα, δούγα = βαρελοσανίδα
1556. δόκανου = παγίδα.
1557. δόλιους, -α, -ιου = κακόμοιρης, ταλαίπωρος
1558. δομός = το σύνορο ακαλλιέργητο του χωραφιού για βόσκηση, αλλα

και στρώμα( σάλωμα) κτισίματος της καλύβας στην κορυφή
1559. δόντια = κάθετα καλαμάκια που έχουν τα χτένια στον αργαλειό
1560. δόσ’μου = δούναι, έξοδα της στάνης.
1561. δουδουκάρια , μασιές = τραπεζίτες, γομφίοι
1562. δουκιώμι = θυμάμαι, καταλαβαίνω ότι μου λείπει κάτι, νομίζω,

αναρωτιέμαι
1563. δουλιφτάδις = εργάτες
1564. δουλιφτάρδις = αυτοί που δουλεύουν πολύ
1565. δουλώνου = δηλώνω.
1566. δουμός, δομός = το σύνορο μεταξύ χωραφιών, ακαλλιέργητο, που το

έβοσκαν τα πρόβατα, κάθε σειρά από σάλλωμα στη σκεπή
1567. δουντάκια = διακοσμητικό θέμα στο κέντημα
1568. δουξάρια = πόδια.
1569. δουξουλουϊά = δοξολογία.
1570. δουσιά = δόση.

117

1571. δραγασιά = παρατηρητήριο πάνω σε δέντρο
1572. δραγάτης = αγροφύλακας, αμπελοφύλακας.
1573. δράγκα = γουλιά, σταγόνα, σταλιά νερού ή ποτού.
1574. δραγκουμάρα = αρρώστια στα ζώα πιάνονται τα πόδια
1575. δραγκώνουμι = αρρωσταίνω και άλλες φορές κουτσαίνομαι, «πιά-

νομαι» από τα πόδια και άλλες φορές χάνω την όρασή μου
1576. δράκισσα = δράκαινα
1577. δρακουντιά = φιδόχορτο.
1578. δράκους = υπερφυσικό ον, λαογραφικό μυθικό τέρας.
1579. δράμι = μια σταλιά, λίγο, τρέξε, 3,2 γραμ
1580. δραμιάρ’κα = οι μπαλίτσες από μολύβι μέσα στο κουδούνι για να

βγάζει ήχο
1581. δρασκ’λιά, δρασκλιά = απόσταση όση ένα βήμα, ένα πήδημα
1582. δρασκέλατο = πήδατο, πήδηξε
1583. δραχτουλόους = σακούλι για αδράχτια.
1584. δρούγα = αδράχτι, η αρχαία άτρακτος, χοντρό νήμα που μαζεύεται

στο αδράχτι, όταν η περιστροφή του αδραχτιού γίνεται στην παλάμη.
1585. δρουμιάζου κατευθύνω το κοπάδι στο να ακολουθήσει την πορεία

που πρέπει, το βάζω στον δρόμο του.
1586. δρουπίκι = δηλητηριασμένο αίμα στο σημείο που έχει δεχτεί τσίμπημα

από φίδι το ζώο
1587. δρουσάτα = δροσερά
1588. δρουσιόμι = δροσίζομαι

118

1589. δρουτσίλι = μπιμπίκι

1590. δρυμόνι = κόσκινο από λευκοσίδηρο με μεγάλες τρύπες

1591. δσάκι = διπλός σάκος ένας μπροστά ένας πίσω στην πλάτη
συνδεδεμένοι μεταξύ τους με ύφασμα

1592. δυγόνα = προβατίνα που γεννάει προς το τέλος του γέννου.

1593. δυγόνι= αρνί που γεννιέται προς το τέλος του γέννου

1594. δυόσμους = δυόσμος (επιστημονική ονομασία Mentha spicata,
Μίνθη η σταχυώδης) είναι είδος μέντας. Ο δυόσμος περιέχει φολικό
οξύ, ριβοφλαβίνη, βιταμίνες Α, Β6, Ε, ασβέστιο, μαγνήσιο, σίδηρο,
κάλιο, μαγγάνιο και χαλκό. Λόγω λοιπόν των συστατικών του
χρησιμοποιείται σε πολλά γιατροσόφια, όπως σε γαργάρες για
θεραπεία πληγών του στόματος, ουλίτιδας, φαρυγγίτιδας και
αμυγδαλίτιδας, ως αντίδοτο στην κακοσμία του στόματος, χωνευτικό
και καταπραϋντικό της γαστρεντερικής δυσφορίας, ως ηρεμιστικό, για
την τόνωση της μνήμης, τη θεραπεία των σκασμένων χεριών και της
πιτυρίδας αλλά και ως αφροδισιακό (σε συγκεκριμένες δόσεις) και
εμμηναγωγό (ακατάλληλο για εγκυμονούσες). Θεωρείται ότι
προσφέρει ανακούφιση στην αϋπνία, τον πονοκέφαλο, τον πονόδοντο
(από αποστήματα), στους ρευματόπονους και τον πόνο. Τα τρία
τραγουδισμένα αρωματικά : Ο δυόσμος , ο βασιλικός και το
μακεδονήσι πάν' τα ματάκια μ' βρύση

1595. δυχατέρα = θυγατέρα

1596. δώθε, δώθι = προς τα εδώ, προς τη μεριά μου

1597. δώκ’ τ = δώσ’ του

Ε

1598. έβγα = βγες

1599. εδώ ιά = εδώ, σε αυτό το σημείο

119

1600. έζαψα (ζαπώνω) = το έκανα δικό μου, έφαγα πολύ ή ήπια
1601. έζαψα = δάμασα, έθεσα υπο τον έλεγχο μου
1602. έζγει = ζούσε
1603. ειδίσια = πρώτη συνάντηση δυο υποψήφιων νέων για να

αρραβωνιαστούν.
1604. εικιό = εκείνο
1605. είνι αγκάθι (μτφ.) = με πονάνε τα λόγια του.
1606. είνι; = ζει;
1607. είνορο = όνειρο.
1608. είσμπα = στενό κοίλωμα, άνοιγμα βράχου, σχισμή βράχου
1609. έκλα = κούραση του σώματος πριν από πυρετό.
1610. έλα = γυρισμός.
1611. εμουρφάδα = ομορφιά.
1612. εμουρφιά = ομορφιά
1613. έμουρφους = όμορφος.
1614. έμπαξα = έβαλα
1615. έμπλαξα = συνάντησα κάποιον, έπεσα πάνω του,
1616. έντ'σα = έντυσα
1617. εξαποδός =σατανάς, διάβολος
1618. εξόν = εκτός
1619. έξοτα, έξουτα = έξοδα, δαπάνες, αυτά που τα αφαιρούμε
1620. εξώλης = εντελώς καταστραμμένος, διεφθαρμένος

120

1621. επί ταύτου = γι’ αυτόν το λόγο, επίτηδες.

1622. έρμου = έρημο

1623. έτσια = έτσι ακριβώς.

1624. ευτυχού = είμαι ευτυχής, πετυχαίνω κάτι.

1625. ευχημένους, -η, -ου αυτός που πήρε την ευχή, ευλογημένος

-έχει την ικανότητά να ηρεμεί τα νεύρα και να ανακουφίζει την ψυχική
διέγερση

1626. έχος , έχους, έχητα = περιουσία, βιός

Ζ

1627. ζαβά τόπια = κακοτοπιές.

1628. ζαβατιάρ’κους = ατίθασος, ανυπότακτος

1629. ζάβατους = θόρυβος που προέρχεται κυρίως απ’ τα πέλματα των ζώων

1630. ζάβια = στραβομάρα, παλαβομάρα, η συνήθεια των παιδιών να
κάνουν ακαταστασία

1631. ζαβλακώθκα =νύσταξα, δεν ξέρω που είμαι (χάθηκα)

1632. ζαβός = παλαβός, ιδιότροπος, αυτός που δεν κάθεται ήσυχος

1633. ζαβουσύνη = δυστροπία, αναποδιά

1634. ζαβουτόπι = τόπος που έχει δύσκολη πρόσβαση, κακοτοπιά,
απόκρημνο μέρος.

1635. ζαβώνω, ζαβώνου = στραβώνω, ξιτσανίζου.

1636. ζαγαλίκι = ζημιά που γίνεται με πολλή πονηριά, με μεγάλη κατεργαριά

1637. ζαγάρι= σκυλί, κυνηγητικό σκυλί, λαγωνικό. μτφ: παλιόπαιδο.

1638. ζαγκανάω = κουνάω

121

1639. ζαϊρές = τροφή για ζώα
1640. ζαΐφκους = αδύνατος.
1641. ζακόνι = ελάττωμα, συνήθεια, νόμος, φιρμάνι, ήθη
1642. ζαλ’κώνουμι = βάζω το ζαλίκι στις πλάτες μου.
1643. ζαλίκι = το φόρτωμα στην πλάτη ανθρώπου. Από τη λέξη «ζαλιά» =

φόρτωμα
1644. ζαλίκκα = πλάτη
1645. ζαλίκουμα = φόρτωμα
1646. ζαλουκνιέμαι = ζαλίζομαι, κουνιέμαι
1647. ζαμάνι = μεγάλο χρονικό διάστημα
1648. ζάντζα = ιδιοτροπία, ελάττωμα, αναποδιά
1649. ζαντζιάρ’κου = έχει ζάντζα
1650. ζάπι (κάνω) = θέτω υπο τον έλεγχο μου, το να τιθασεύεις κάποιον

άνθρωπο ή κάποιο ζώο ή κάτι άλλο
1651. ζάπτω = βαράω
1652. ζαπώνω = αρπάζω, παίρνω κάτι ξένο, κάνω κάτι δικό μου (συνήθως

αρπάζοντας το από κάποιον)
1653. ζάρα = ρυτίδα, σούρα από τα υφάσματα.
1654. ζαραλής = αρρωστιάρης ή αυτός που πάσχει από χρόνιο νόσημα
1655. ζαργάνα = ευτελές ύφασμα, πολύ αραιό
1656. ζαρζαβατκό = χορταρικό, λαχανικό
1657. ζαρζάνα = άφθονη ροή
1658. ζαρκαδούλα = θηλυκό μικρό ζαρκάδι, είδος μανιταριού.

122

1659. ζαρκό- ζάρκο = γυμνό, το γίδι χωρίς τρίχωμα, βουνό που είναι γυμνό
από δέντρα.

1660. ζαρκόθκα = έβαλα κάτι πάνω μου, φορτώθηκα κάτι.
1661. ζαρκώνου = ντύνω, βρακώνω,
1662. ζαρκώνουμι = ντύνομαι
1663. ζαρνάρα = βουνίσιος μικρός καταρράχτης.
1664. ζαρώνου = αποχτάω ρυτίδες, μαζεύομαι από φόβο, κάθομαι

φοβισμένος σε μια
1665. ζαφορά = το φυτό κρόκος (crocus sativus), σαφράνι, σαφράς.

Κροκοναίοι οι Πελασγοί που ζούσαν σε περιοχές με κρόκο καθότι τις
εποχές εκείνες κάποιες ομάδες έπαιρναν τα ονόματα τους από την
περιοχή διαβίωσης
1666. ζάφτω- ζάφτου = δαμάζω , ελέγχω, το φέρνω στα μέτρα, χτυπώ
1667. ζαχαράτο = κουφέτο | καραμέλα
1668. ζαχαρένια = η καλή διάθεση, η καρδιά, γλυκιά κοπέλα
1669. ζαχείλας = άνθρωπος με σαρκώδη χείλια.
1670. ζβάου = σβήνω
1671. ζγαρλάω = σκαλίζω, ανακατεύω, πειράζω, ξύνω
1672. ζγαρλίζου ανακατώνω, ψάχνω, σκαλίζω ( ζγαρλίζει του φαΐ )
1673. ζγαρόνι = μανίκι εφαρμοστό στον καρπό του χεριού, περικάρπιο.
1674. ζγιάζει η νύχτα = έρχονται τα μεσάνυχτα.
1675. ζγιάστρα = μέρος που ζυγιάζω τα προϊόντα μου.
1676. ζγούρα = θηλυκό χρονιάρικο αρνί

123

1677. ζγούρι = χρονιάρικο αρνί, ζυγούρι
1678. ζγουριάρ’ς = τσομπάνος που βοσκάει τα ζυγούρια
1679. ζγουρουγινν’μένη = γεννημένη ζ(υ)γούρα
1680. ζγώνω = πλησιάζω
1681. ζέλι είνι του ψουμί = δεν ψήθηκε καλά το ψωμί δε στράγγισε καλά.
1682. ζερβά, ζέρβια = αριστερά
1683. ζερβί = αριστερό
1684. ζερβοχέρσ = αριστερόχειρας
1685. ζέρδελο = βερίκοκο. Το δέντρο Prunus armeniaca, βερικοκιά,

ζερδαλιά, καϊσιά, πρικοκιά | τούρκικα zedrali
1686. ζεύλα = τεντωμένο πόδι που μοιάζει με ξύλο
1687. ζέχνου, ζέχνω = βρομάω, μυρίζω άσχημα.
1688. ζηλιμένους = ζηλεμένος, αξιοζήλευτος, εξαίρετος
1689. ζηλιρός = ζηλευτός.
1690. ζημιουμένους = απατημένος σύζυγος.
1691. ζήου = ζω
1692. ζιαπουμύτα = γυναίκα με πλατιά μύτη πατημένη προς τα μέσα.
1693. ζίβα = σβήσε (ζίβα του φέξου = σβήσε το φως)
1694. ζιβγάρι = ζευγάρι.
1695. ζιβγώνου = ζευγαρώνω
1696. ζιόγκους = διόγκωση, προεξοχή που ξεκινάει κάποιο κλωνάρι ο πιο

παχύς βλαστός

124

1697. ζιουματαριά = μέρος που πλένω τα υφάσματα στο ποτάμι.
1698. ζιουματούρα = πρόχειρο φαγητό (ζεματιστό νερό, ψωμί, λάδι, πιπέρι),

σούπα με όσπρια και μπομπότα
1699. ζιρβά = ανήλια μέρη, απόσκια
1700. ζιρβόδιξια = πότε αριστερά, πότε δεξιά.
1701. ζιρβός, (ή ζιρβύς), ζέρβια, ζιρβό (ζιρβύ) = αριστερός, ανήλιος
1702. ζιχάτη = κάπα καλής ποιότητας.
1703. ζιχνουβουλάου = βρομάω πολύ.
1704. ζλάπ-ζλάπι = το άγριο ζώο, συνήθως οι λύκοι, γενικά ο ατίθασος

άνθρωπος
1705. ζλαπουφαγουμένα = ζώα που έφαγε το άγριο ζώο
1706. ζμάκι = λιγο ζουμί, λίγο νερό που τρέχει στο ρέμα.
1707. ζμάρι = ζυμάρι, (μπλανό)
1708. ζμέτι = ακατάλληλο σφαχτό, πρόστιμο για πρόκληση ζημιάς, αχαμνός,

αδύνατος, μικροκαμωμένος.
1709. ζμί = ζουμί
1710. ζμουρίζου = πιέζω, ζουλίζω.
1711. ζμπάς = σπρώχνεις
1712. ζμπάω = πιέζω, σπρώχνω, πατάω δυνατά
1713. ζμώνου-ζυμώνω = ζυμώνω
1714. ζμώστρα = κατεργασμένο κατσικίσιο δέρμα πάνω στο οποίο ο

τσομπάνος ζυμώνει το ψωμί του
1715. ζόσματα = δώρα

125

1716. ζούδι = ζωύφιο
1717. ζούδιου = άγριο μικρό ζώο, ζωύφιο
1718. ζούλιο = μαλακό, ώριμο φρούτο
1719. ζούμπηρα, ζούμπιρο = μικρά ζωύφια / μικρό έντομο
1720. ζουμπηρός = σκυφτός, καμπουριασμένος
1721. ζουναράτη = γίδα που έχει στο σώμα της ένα μπάλωμα
1722. ζουνάρι = ζώνη, γενιά
1723. ζουντανά = ζώα.
1724. ζουντόβουλου = ανθρωπάκι.
1725. ζούρα = το κατακάθι του καφέ, υγρών
1726. ζουρλαίνου = τρελαίνω, -ουμι τρελαίνομαι.
1727. ζουρλαμάρις = παλαβομάρες, άμυαλες πράξεις
1728. ζουρλαμάς = αρρώστια
1729. ζουρμπάδις = οπλοφόροι από άτακτα στρατιωτικά σώματα που

ληστεύουν, βιάζουν και αυθαιρετούν.
1730. ζουστάρι = αντρική και κυρίως γυναικεία ζώνη που φοράμε στη μέση

και είναι από ύφασμα ή δέρμα και είναι πολύ πλατιά -ια οριζόντια
λούρια με τα οποία ζώνουν το κονάκι
1731. ζουστήρα = λωρίδα δέρματος, η ζώνη
1732. ζούφιο = άδειο , ψεύτικο,
1733. ζουχιά , ζόχι = είδος λαχανικού, χορταρικό, ζοχοί
(Αγριοζοχός)Urospermum picroides = λαχανικό, πικρίθρα,
κουφολάχανο Ετήσιο φυτό που φτάνει τα 20-50 εκατοστά. Το
συναντάμε σχεδόν παντού σε ακαλλιέργητους και καλλιεργημένους

126

τόπους. Το σχήμα τους και οι διαστάσεις των φύλων του δεν είναι
σχεδόν ποτέ το ίδιο. Τα φύλλα του είναι σκουροπράσινα οδοντωτά και
μακριά με παχύ κόκκινο μίσχο και κεντρικό νεύρο. Μαζεύεται από το
Φθινόπωρο μέχρι το τέλος της άνοιξης. Η γεύση των φύλλων είναι
λίγο πικρή, τρώγονται ωμά σε σαλάτες, μαγειρεύονται μόνα τους
βραστά με μπόλικο λεμόνι ή σε συνδυασμό με αρνί ή κατσίκι. Τέλος
χρησιμοποιούνται και σε χορτόπιτες.

1734. ζύγρα = θάμνος που ευδοκιμεί κοντά σε ποτάμια κυρίως κοντά σε
υγρά μέρη. Από τη λέξη «δίυγρος-α-ον» = υγρός τόπος

1735. ζυμουπόδια = γυναικεία ποδιά

1736. ζώγα = ζώα.

1737. ζωγραφισμένος-ζουγραφσμένους = πανέμορφος σαν ζωγραφιά

1738. ζώνα = ζώνη, ζώνη (ομηρική λέξη «ζώνη»)

1739. ζώσματα = μαντ’λώματα, κεράσματα

1740. ζώστρα = ζωστήρα, ζώνη, υφαντή ταινία με την οποία σφίγγω το
σαμάρι πάνω στο σώμα του ζώο

Η

1741. η (άρθρο) =ίδιο και στα δύο γένη (αρσ. θηλ.),(η Γιάννους , η
Γιαννούλα)

1742. ήβρα = βρήκα

1743. ήγκαιρο, ήγκυρου (κολάστρα) = πρωτόγαλα, το γάλα των πρώτων
ημερών

1744. ήλιους = ήλιος

1745. ήμαν = ήμουν.

1746. ημερνά = σημερινά, της ημέρας.

127

1747. ημιράδι = τόπος που βγάζει καλό χορτάρι
1748. ήπατα = συκώτια, σωματικές δυνάμεις
1749. ήρα = αγριόχορτο που φυτρώνει στα χωράφια και εμποδίζει
1750. ήρθει = ήρθε
1751. ηφκή = ευχή
1752. ηφκιρού = ευκαιρώ
1753. ηφκιώμι = εύχομαι
Θ
1754. θα να = θα
1755. θαλά = τάχα ( θαλα πάει, θαλα κάτσει)
1756. θαλάπουμα = μαύρισμα απ το πολύ ξύλο, καταχώνιασμα
1757. θαλαπώνου = κάνω κάποιον μαύρο στο ξύλο, μαυρίζω, σκοτεινιάζω,

βραδιάζω, καλύπτω, σκεπάζω , καταχώνω.
1758. θάμα, θιάμα = θαύμα, θαυμαστό
1759. θαμάζου = θαυμάζω, απορώ, εκπλήσσομαι
1760. θαμαίνομαι, θιαμιαίνουμι =.θαυμάζω , αναρωτιέμαι πόσο όμορφο

είναι κάτι, απορώ με την ομορφιά, το αίσθημα που προκαλεί κάτι το
θαυμάσιο
1761. θαμπά = μισοσκότεινα, μισοσκόταδο, χαμηλή όραση
1762. θαμπό = θολό, σκοτεινό, δεν ξεχωρίζει
1763. θαμπουξικίν’μα = το κίνημα της στάνης για τα χειμαδιά ή τα βουνά
χαραυγή
1764. θαμπώνει = σκοτεινιάζει., ζαλίζομαι.

128

1765. θαραπαή = ευχαρίστηση
1766. θαραπαμένους = ήρεμος , ευτυχισμένος, γεμάτος
1767. θαραπαύουμι = απολαμβάνω κάτι, ευχαριστιέμαι
1768. θαράπειου = σωτήριο, αυτό που μου προκαλεί αγαλλίαση, πολύ

εξυπηρετικό
1769. θαρριμένους = έχων θάρρος, άφοβος, γενναίος
1770. θαρρού, θάρρου = θαρρώ, μου φαίνεται, νομίζω
1771. θάφτου = θάβω.
1772. θε να = θέλω να, θα
1773. θειά = θεία
1774. θειάκουλα = υποκοριστικό του θεία
1775. θελός = θολός.
1776. θέλσ = θέλεις
1777. θερμασιά = πυρετός
1778. θέρμη = πυρετός
1779. θέρσα = θέρισα
1780. Θερ'στής = Ιούνιος
1781. θηλ’κάρια = ασημένιες καρφίτσες διπλές και μεγάλες
1782. θημουνιά, θημονιά = σωρός χόρτων, κοπριάς, διαφόρων αλλων

υλικών, δεμάτια το ένα πάνω στο άλλο.
1783. θηριό = το θηρίο
1784. θιλός, = θολός.

129

1785. θιλώνου = θολώνω
1786. θιουτ’κά = αυτά που προέρχονται από τον Θεό.
1787. Θιουτκό = Θεϊκό
1788. θιρίζει του κρύου (μτφ.) κάνει πολύ κρύο
1789. θιριόκουψι η πείνα πεινάω πάρα πολύ [21α, τ. 164, 19].
1790. Θιρμαίνομι, θιρμαίνουμι = κρυώνω, αναριγώ, έχω πυρετό
1791. θιρμασιά = πυρετός
1792. θιρμουζάχαρη = πρακτικό για αυτούς που έχουν πυρετό (ζεστό νερό

+ζάχαρη)
1793. Θιρτής, Θιρστής = θεριστής, ο Ιούνιος.
1794. θκάμ = δικά μου
1795. θκάρι = θηκάρι, θήκη μαχαιριού ή άλλου πράγματος.
1796. θκάρι = θήκη, θηκάρι. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα «τίθημι» και την

αρχαιοελληνική λέξη «θήκη»
1797. θκιαστή = μέρος που τοποθετώ τις διπλωμένες βελέντζες
1798. θκό μ’, θκό σ’, θκό τ’ = δικό μου, δικό σου, δικό του.
1799. θλιά = θηλειά , θηλειά. Από την αρχαιοελληνική λέξη «θήλεια»
1800. θλιάζου = θηλιάζω, πιάνω θηλιές το υφάδι μέσα στο στημόνι.
1801. θλιαστό = θηλιαστό, πλεγμένο με το βελονάκι, θηλιά προς θηλιά, είδος

από στρωσίδι.
1802. θλικάρι = θηλυκάρι, κούμπωμα της ποδιάς στη μέση της γυναίκας.
1803. θλίκι = θηλύκι, θηλιά.
1804. θλικώνουμι = κουμπώνομαι.

130

1805. θλικώνω = κουμπώνω

1806. θμόμι = θυμάμαι

1807. θράκα = τα αναμμένα κάρβουνα που καίνε, ανθρακιά . Από την
ομηρική λέξη «ανθρακιή» = σωρός από κάρβουνα αναμμένα

1808. θρασίμι = ψοφίμι

1809. θράσιου = το ψοφίμι, πήγε άδικα, δεν πρόλαβε να το σφάξει

1810. θρόνιασμα = κάθισμα σε θρόνο, περιπαικτικά αυτός που κάθετε και
δεν κουνιέται με τίποτα από την θέση του

1811. θρουίζου = δημιουργώ ελαφρό θόρυβο, -ουμι θορυβούμαι.

1812. θρούμπα, ντρούμπα = ύφασμα, η μαλλί μαζεμένο ρολό (άλλους ν'
αντροπή και άλλους τν΄ντρούμπα το μαλλί)

1813. θρούμπι = Ανήκει στην οικογένεια των Χειλανθών και το συναντούμε
με τις κοινές ονομασίες θρούμπα, γεροντόχορτο, θρούμπι, θρύμπα,
τραγορίγανος, ζαρμπούνιζαμπούρι, montana ήthymbra, hortensis,
spinosa και cretica. Το θρούμπι είναι επίσης γνωστό με τα ονόματα
τραγόχορτο, γεροντόχορτο, σατουρέγια ή θύμβρα , θύμος, έρπυλλος,
χαμοθρούμπι και γαϊδουροθυμό. Καθώς επίσης είναι γνωστό και από
την αρχαιότητα με το όνομα θύμβρη (Διοσκορίδης, Θεόφραστος). Οι
θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού ήταν γνωστές από την αρχαιότητα
.Δρα ως χωνευτικό χρησίμευε ως αφέψημα για τον πονόλαιμο, το
βήχα, τον πονόδοντο και τις πληγές στο στόμα, καθώς και ως
απολυμαντικό για διάφορα σκεύη, λόγω των αντιβακτηριδιακών και
αντιμικρoβιακών του ιδιοτήτων. το χρησιμοποιούσαν για περιπτώσεις
ουρικής αρθρίτιδας, διάρροιας και διακοπής εμμήνων. Βοηθάει παρά
πολύ σε πεπτικά προβλήματα, κολικούς και σε αέρια του στομάχου.
Ανοίγει την όρεξη, είναι σπασμολυτικό, καταπραΰνει τις νευροπάθειες,
τις κρίσεις άσθματος, ενώ διώχνει την αϋπνία. Βοηθάει σε
περιπτώσεις αρθριτικών, σε ρευματισμούς και πετράς στα νεφρά. Σε
περιπτώσεις βαρηκοΐας είναι πολύ καλό. Αντιμυκητικό, αποχρεμπτικό,

131

διουρητικό και αφροδισιακό (το βοτάνι της ευτυχίας), ενώ σε
εξωτερική χρήση είναι αντισηπτικό σε πληγές και τσιμπήματα .Είναι
μελισσοτροφικό φυτό.
1814. θρουνί = θρόνος.
1815. θρουνιάζου = τοποθετώ σε θρόνο, -ομαι = κάθομαι κάπου χωρίς να
υπολογίζω κανέναν
1816. θρουνιάσκα = έκατσα σαν να είμαι σε θρόνο δεν κουνιέμαι
1817. θρουφή = τροφή
1818. θυμητ’κό, θυμητικό = μνημονικό, μνήμη.
1819. θύρις = περάσματα του χτενιού στον αργαλειό (διάστημα μεταξύ δύο
δοντιών στο χτένι
1820. θυρουκόβουμι = απελπίζομαι
1821. θυρουστόμι = μικρή πορτούλα της στρούγκας
1822. θωριά, θουριά = εμφάνιση
Ι
1823. ια = για, να
1824. ιατί = γιατί
1825. ιάτος = νάτος.
1826. ίγγλα= δερμάτινη λουρίδα, ζώνη με την οποία δένεται το σαμάρι,
ζώστρα Από την αρχαία ελληνική λέξη «γιγγλυσμός»= στρόφιγγας,
δέσιμο.
1827. ιδγιάζου, ιδιάζω, ιδιάζου = ετοιμάζω τα νήματα για τον αργαλειό να
υφάνω, Κάθε κουβάρι νήμα γίνεται μια κλωστή που τυλίγεται πολλές
φορές στην ιδιάστρα και πολλές κλωστές μαζί φτιάχνουν το διασίσι

132

1828. ιδείτι = να δείτε
1829. ιδέσια = ειδίσια.
1830. ιδιάστρα, διάστρα = εξάρτημα στο οποίο ιδιάζω το στημόνι
1831. ίδρουσι του τυρί = έβγαλε νερό πάνω στην επιφάνειά του, που

σημαίνει ότι ολοκληρώθηκε η πήξη είναι έτοιμο για την τσαντίλα
1832. ίδρουτου = ιδρώτας
1833. ιδρωκουπάω = ιδρώνω πάρα πολύ
1834. ιδώ = εδώ
1835. ιδώθι, δώθι = προς τα εδώ
1836. ιδώια = εδώ ακριβώς.
1837. ικεί = εκεί
1838. ικεία = εκεί ακριβώς.
1839. ικειόια = εκείνο εκεί.
1840. ικειός, ικείνη, ικειό = εκείνος,-η,-ο
1841. ιλάτι = έλατος
1842. ιλατιάς = πανύψηλος έλατος.
1843. ιλάτσι, ιλιάτσι, = φάρμακο η πράξη θεραπείας
1844. ιλάφι = ελάφι
1845. ίλιγγας = παράσιτο (μικροσκοπικό έντομο).
1846. ινάντιους, -α, -ου = ενάντιος, αντίθετος, αντίπαλος.
1847. ινάτι = γινάτι, θυμός

133

1848. ιννιάρα, εξάρα, τριάρα = εννιάρα, παιδικό "επιτραπέζιο" παιχνίδι που
παίζεται με εννιά άσπρα και εννιά μαύρα χαλίκια (παίζονταν και στο
χώμα , η χαραγμένη σε επίπεδη πλάκα η βράχο, κακκάβι (κατσαρόλα)
που χωράει αντίστοιχες οκάδες.

1849. ιντουλές, = το έθιμο γιουμάτα όπου ο αρχηγός έδινε εντολές
1850. ιξόν = εκτός.
1851. ιπιλουή = επιλογή
1852. ιπρουπέρσι, προυπέρσι = πρόπερσι
1853. ιπρουχτές, προυχτές = προχθές
1854. ιργάτ’σα = εργάτρια
1855. ισιάδα = ομαλός τόπος, ίσιωμα, ίσια ευθεία, αληθινά
1856. ισιάζου = τακτοποιώ, ισιώνω, συμφωνώ, τελειώνω μια πράξη
1857. ίσιαμι ιδώ = μέχρις εδώ, ίσιαμι ικεί μέχρις εκεί, ίσιαμι τώρα μέχρι

τώρα.
1858. ίσιουμα, ίσιωμα = ισιάδα, επίπεδο και ομαλό μέρος, λάκκα
1859. ισκιουμένους = βλέπει φαντάσματα
1860. ίσκιους = ο ίσκιος και η σοβαρότητα στον άνθρωπο η βαρύτητα στον

άνθρωπο
1861. ισκιουτόπι = τόπος οπού απαντώνται τα δαιμονικά, αγερικά,

φαντάσματα ( συνήθως τα διάσελα, οι πηγές, οι όχθες των ποταμών)
1862. ίσκιωμα, ίσκιουμα = φάντασμα, δαιμονικό, η αρρώστια άνθρακας που

έχει δαιμονική χροιά
1863. ισκιώνου = δίνω σοβαρότητα, δίνω αξία, εμπνέω σεβασμό
1864. ίσκνα = μύκητας των δέντρων που γίνεται φιτίλι για το τσακμάκι

134

1865. ιστιρνά = γεράματα.
1866. ίταμους = φυτό που μοιάζει με το έλατο.
1867. ιτεύω = γιατρεύω πρακτικά, σταυρώνω
1868. ίτιμα = γιατριά, θεραπεία δαγκωμένου μέρους του σώματος από

σκύλο ρίχνοντας στο πληγωμένο μέρος ζεστό λάδι
1869. ίτσια = χαμόκλαδα με λουλούδια
1870. ιφκιώμι = εύχομαι, εκφράζω τις ευχές μου
1871. ιχλής = πρακτικός γιατρός (ορθοπεδικός
1872. ιχούμινους, -η, -ου = βασταζούμενος, αυτός που έχει μεγάλη

περιουσία, πολύ βιό, πλούσιος
1873. ιχτές = εχθές.
1874. ιψές = εχθές το βράδυ
1875. ιψουμα = ύψωμα
Κ
1876. καβαλ’κιεύου = ανεβαίνω καβάλα, ιππεύω.
1877. καβαλάου = καβαλικεύω
1878. καβαλάρ’ς = καβαλάρης, οριζόντιο μεγάλο δοκάρι στην κορυφή της

στέγης , οριζόντιο τεντόξυλο .
1879. καβαλαραίοι, καβαλαρία = καβαλάρηδες.
1880. καβαλαρίας τραγούδια = τραγούδια που λένε στο συμπεθεριακό στη

στράτα, καθώς πηγαίνουν καβαλάρηδες για να πάρουν τη νύφη.
1881. καβαλίκα = έμπα καβάλα, είμαι καβάλα
1882. καβαλίκεμα = καβάλημα σε υποζύγιο, γαμήσι

135

1883. καβαλίνα = αλογοκοπριά
1884. καβάλις = αντρικό παιχνίδι
1885. καβαλότουπα = παιχνίδι για μεγάλους.
1886. καβαλουβέλιντζα = βελέντζα στη σέλα του άλογου
1887. καβούλι = αποδοχή, συμφωνία, συνεννόηση συνάντηση σε

συμφωνημένο τόπο (δεν γένετι καβούλι = δεν μπορείς να
συνεννοηθείς)
1888. καβούλι βάνου = ορίζω κάτι σίγουρα
1889. καβουρμάς = κρέας καβουρδισμένο που συντηρείται στο λίπος
1890. καβουρντίζου = ξερoψήνω, τσιγαρίζω.
1891. καβουρντίζου = τσιγαρίζω, ξεροτηγανίζω , ψήνω (ξηρούς καρπούς) |
τούρκικο kavurmak
1892. καγκέλι = διακοσμητικό στο κέντημα, ζικ-ζακ
1893. καγκιλουφρύδα = γυναίκα με λεπτά και καμαρωτά φρύδια.
1894. καγκιόλια = μονοπάτια με στροφές, πηγαίνει κουνάμενος
1895. καδένα = αλυσίδα.
1896. κάδη = ξύλινο μεγάλο ή μικρό δοχείο σε σχήμα κυλινδρικό, ή
κόλουρου κώνου.
1897. καδί = ξύλινο δοχείο για γάλα ή για άλλα προϊόντα.
1898. καένας = κανένας.
1899. καζαναριό = πλυσταριό
1900. καζανουσάκια = σακιά στα οποία βάζω τα καζάνια
1901. καζαντίζου = [kaza'dizu] ‘πλουτίζω’,

136

1902. καζαντίζου = αποχτώ περιουσία, κερδίζω.
1903. καζάντιου, καζάντια =του κέρδος.
1904. καζιάκα = ξύλινο φορείο, ξυλοκρέβατο.
1905. κάηκι η πρατίνα = δεν αρμέχτηκε έγκαιρα και θα πάθει μαστίτιδα
1906. καήλα = κάψιμο, αίσθηση του καψίματος και πόνος που προέρχεται

απ’ αυτό, στενοχώρια, πρόβλημα
1907. καθάριου = σιταρένιο ψωμί
1908. καθάριους, -α, -ου = έντιμος, αθώος, απαλλαγμένος από κατηγορία.
1909. καιαπι = και που
1910. καϊαρα = το τσιγάρο
1911. καϊάς, κάιας, καϊάρς = κακός, εγκληματίας
1912. καίου = ακυρώνω , μηδενίζω την προσπάθεια
1913. κακαντρούλ’ς = ασήμαντος άντρας, ανθρωπάκι
1914. κακαράντζα = κοπριά γιδοπροβάτων και έχει στρογγυλό μικρό σχήμα.

ο ευτελής Από το ρήμα «κακκάω= κάνω κακά
1915. κακαρώνω = μένω ξερός, μένω στήλη άλατος, ακίνητος και άναυδος
1916. κακιώνου = θυμώνω, κατεβάζω τα μούτρα
1917. κακάβι = τέντζερης, χάλκινη χύτρα
1918. κακκαβούλι = μικρό κακκάβι χάλκινο με χερούλι
1919. κακόπλαου = κακοτράχαλη πλαγιά, τόπος απροσπέλαστος
1920. κακου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι ακολουθεί κάτι

κακό: κακουγνουμιά, κακουγραμμένους (άτυχος), κακουκρένου,
κακουτίναχτη, κακουτράχαλους, κακουχειμασμένους, κακουχρουνιά,

137

κακουπαντρεύου, κακουπουρεύου, κακουφανκει (δυσαρεστήθηκα),
κακουπαθαίνου, κακόγνουμους, κακουγνουμιά, κακότ’χους,
κακουγείτουνας, κακουχείμουνου, κακουτουπίζουμι.
1921. καλ’μιράου = εύχομαι καλημέρα, τραγουδάω (σαν να μοιρολογώ)
πονεμένα για τον ξενιτεμένο
1922. καλαμίδα = μικρή καλαμένια
1923. καλαμίδια = εξαρτήματα του αργαλειού όπου τύλιγαν το διασίδι
1924. καλαμίζου = περιτυλίγοντας το νήμα φτιάχνω μασούρια
1925. καλαμοβύζα = βυζιά με θηλές μακριές, το αντίθετο
1926. κάλαμους, ου καλαμιά, καλάμι.
1927. καλγώνου = πεταλώνω τα ζώα.
1928. καλέκι = ένα από τα δύο ξύλα με τα οποία παίζω το τσιλίκι, αλλά και
το ίδιο το παιχνίδι
1929. καλεντούλα (Calendula officinalis) = ετήσιο φυτό που φτάνει τα 50
εκατοστά Τη συναντάμε σχεδόν παντού σε ακαλλιέργητους τόπους.
Μαζεύονται τα πέταλα από τα άνθη της, από το χειμώνα έως την
άνοιξη που ανθίζει. Χρησιμοποιείτε σε δερματικές παθήσεις και σε
φαγητά για να δίνει κίτρινο χρώμα και άρωμα.
1930. καλέσια = άσπρη προβατίνα με μαύρες βούλες στο κεφάλι
1931. καλή μέρα = ημέρα που επιτρέπεται κάθε δραστηριότητα (π.χ.
Πέμπτη).
1932. καλή νύφη = ηθική, παρθένα.
1933. καλημιράου = καλημερίζω
1934. καλησπιρίζου = εύχομαι καλησπέρα

138

1935. καληώρα σ’ = έκφραση αγάπης, συμπάθειας, καλοσύνης,
καταδεχτικότητας από γυναίκα κυρίως

1936. καλίβι = η καλύβα, κονάκι β.λ, η κατοικία των Σαρακατσάνων

1937. καλιγούσια = λάια (μαύρη) προβατίνα με άσπρα πόδια ή άσπρους
δακτύλιους στα πόδια

1938. καλιγώνου = πεταλώνω

1939. καλιμπαρδί, του χρώμα πολύ κοντά στο πορτοκαλί.

1940. κάλισια = άσπρη προβατίνα με μαύρες κηλίδες στο πρόσωπο και στα
πόδια

1941. κάλισμα = προσκλητήριο του γάμου

1942. καλιστάδις, οι καλεσμένοι του γάμου.

1943. κάλλια = κάλλη, ομορφιά, ωραία εμφάνιση

1944. καλμέρα σ, καληώρα σ’ = ευχή καλό μου, καλή να είναι η ώρα σου

1945. καλό μ’ = χάιδεμα μικρού, καλό μου

1946. καλόβουλους = καλοπροαίρετος, καλόγνωμος.

1947. καλογιάννια, καλουιάννια = Το έθιμο του κλήδονα(κάθε κορίτσι,
πήγαινε ένα προσωπικό της τιμαλφές δεμένο σε ένα μπουκέτο
«καλογιάννια» -μυρωδάτο φυτό, που φυτρώνει σε ανάβρες στα
βουνά κι έχει μοβ μικρά λουλουδάκια και τα έβαζαν σε ένα κακάβι
αφήνοντας τα ένα βράδυ στην βρύση και το άλλο πρωί τα έβγαζαν
Η κοπέλα που πρώτη θα έβλεπε να βγαίνει το δικό της μπουκέτο, που
αναγνώριζε από το τιμαλφές (δαχτυλίδι, σκουλαρίκι, κ,ά.) θα
παντρευόταν πρώτη ), τα λουλούδια του βουνού με σκούρο χρώμα
και δυνατό άρωμα. Τα μαζεύουμε την παραμονή του Αϊ- Γιαννιού
του Κλήδονα.

1948. καλογιάννος = μικρό πουλάκι

139

1949. καλόημιρις, καλόγνουμις = χαρακτηρισμός για τις νεράιδες,
υπερφυσικά όντα οι νεράιδες

1950. καλόημοιρη = αυτή που έχει καλή τύχη

1951. καλόηρος = καλόγερος

1952. καλόνι, καόνι, καβούνι = πεπόνι

1953. καλός = ωραίος, όμορφος, γερός, υγιής.

1954. καλότχις = νεράιδες, φαντάσματα.

1955. καλότχους, -η, -ου = καλότυχος .

1956. καλού = προσκαλώ

1957. καλου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που εκφράζει την έννοια του καλού,
του ωραίου, του εύκουλου ή του προσφιλούς: καλουγειτόνοι,
καλουγιννάου, καλουγραμμένους (όμορφος , τυχερός),
καλουκαρδαίνου ή καλουκαρδίζου (του φτιάχνω την καρδιά, τον κάνω
να νοιώθει ευχάριστα), καλουμοίρα (τυχερή), καλουπατέρας,
καλουπιθιρά, καλουπιρνάου, καλουπρατίνα, καλουσουρίζου,
καλουχειμασμένους, καλουβαστούμινους (καλοδιατηρημένος),
καλουγάλαρη (πολύ γαλαχτερή), καλουγριά (καλόψυχη γριά), καλουνιά
(ομορφογύναικα), καλουξιχμάζου, καλουνιός (ομορφοπαλλήκαρο),
καλουχρουνιά, καλουέχου, καλουπουρεύου.

1958. Καλουγιάν’ς = Ιωάννης ο Πρόδρομος.

1959. καλούδια = δώρα για τα παιδιά, γλυκίσματα, φρούτα

1960. καλουκιρίσιους, = καλοκαιρινός.

1961. κάλτσα = υφαντή ή πλεχτή κάλτσα που καλύπτει το γυναικείο πόδι από
το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο

1962. καλτσάτκους = χορός στα τρία.

140

1963. κάλτσινου = είδος διασιδιού για παντελόνια ή πατατούκες.

1964. καλτσόν’μα = νήμα για κάλτσες

1965. καλτσουβέλουνου = βελόνα με την οποίαν πλέκω τις κάλτσες.

1966. καλύβα, κονάκι = το καλύβι Από την ομηρική «καλύβη» και το ρήμα
«καλύπτω» Είδη καλυβιού : 1. ορθό ή τουρλωτό καλύβι, 2. μονό (α)
δίπλα καλύβι(χαλατζούκα, η τέντα) το πιο ευτελές κονάκι, 3. μεγάλο και
διπλό (α) δίπλα καλύβι, 3. φριτζατοκόνακα τα οποία περιστοιχίζονται
από φράχτη ο οποίος σχηματίζει απλόχωρη αυλή . Όταν ο φράχτης
περικλείει ένα καλύβι ονομάζεται μονό φριτζουκόνακο όταν περικλείει
δύο, διπλό φριτζοκόνακο

1967. καλυβουδάσκαλοι = δάσκαλοι που μαθαίνουν στα
Σαρακατσανόπουλα γράμματα στα βουνά.

1968. καλυβουμάντρι = είδος μαντριού σαν το μονό (α)δίπλα καλύβι

1969. καλυβουσφύρι = σφυρί με το οποίο χτυπάω τα καρφιά που στηρίζουν
τα πέταλα στις οπλές των αλόγων.

1970. καλυβουτόπι = μέρος κατάλληλο για το κονάκι

1971. καλυγουθήκη = σακούλι με τα σύνεργα του πεταλωτή.

1972. κάλφας = ο δεύτερος (βοηθός) από τους δυο τσομπαναραίους συ-
ντρόφους που βόσκουν το ίδιο κοπάδι.

1973. κάμα = ζέστη, καύσωνας, ζέστη από ήλιο (ομηρική λέξη «καύμα»).
Ιλιάς Ε, 865, αλλα σημαίνει και κάτι παραπάνω (κάμα τρανότερος,
κάμα ομορφότερος)

1974. καμακαλύτιρους = πιο καλός, καλύτερος από όλους

1975. καμάρι = περηφάνια, έπαρση, αυταρέσκεια, κόρδωμα

1976. καμαρουμένους, -η, -ου = καμαρωτός, χαριτωμένος, αξιοθαύμαστος

141

1977. καμαρώνου = κορδώνομαι, αισθάνομαι περήφανος
1978. καμένα χαρτιά = γράμματα που αναγγέλλουν δυσάρεστα γεγονότα
1979. καμένους, -η, -ου = λέξη με αρνητικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται

με αποστροφή για άτομα ανεπιθύμητα, κακός
1980. καμίνια = καμία
1981. καμόνουμι = γίνομε ( περιπαικτικά είμαι καλά)
1982. καμούτις, οι καμώματα.
1983. καμπανέλι = μπρούτζινος κύπρος με βραχνό ήχο
1984. καμπάς =, ου φόρτωμα με κλαριά ή χόρτα
1985. καμπάτ’κου φόρτωμα = ογκώδες φόρτωμα
1986. κάμπιανου = κάποιου
1987. κάμπος = η επιφάνεια του υφαντού που φέρει σχέδια
1988. καμπούλι, καβούλι = συγχώρεση, «άφεση αμαρτιών
1989. κάμπουσου = αρκετό
1990. καμπρί = πουκάμισο στη γυναικεία φορεσιά.
1991. κάμσου = πουκάμισο
1992. καμτσίκι = μαστίγιο
1993. καμώνου = κάνω κάτι
1994. κάνα κιρό = κάποια φορά, κάποτε
1995. καναβίδια = μικρές τριχιές αγοραστές
1996. κανάλι, κάναλους = σκαμμένος κορμός από δέντρο στον οποίο τρέχει

νερό και πίνουν τα ζώα

142

1997. καναπίτσα = λυγαριά
1998. κάνας, καμίνια, κάνα = κανένας, καμία, κανένα
1999. κάνγκουρου = άσπρο πρόβατο με καφέ κηλίδες
2000. κάνει = είναι σωστό, επιτρέπεται
2001. κάνι = τουλάχιστον
2002. κάνι σιαπέρα = πήγαινε πιο πέρα
2003. κανούτα = γίδα με σταχτογάλαζο χρώμα, σταχτί.
2004. καντάρι, στατέρι = ζυγαριά.
2005. κάντιου = καθαρό, αναλειωμένο βούτυρο.
2006. καντίπουτας = τίποτα τελείως
2007. καπ’λιά = υφαντό με πολύχρωμα κεντίδια σαν κουβέρτα, τη βάζω στα

καπούλια του ζώου για στ'πίσμα
2008. κάπα = μάλλινο βαρύ πανωφόρι από μαλλί γιδίσιο, γυναικείο γιλέκο

με μανίκια από δίμτο, τρίχωμα στη ράχη των ζώων που μένει
ακούρευτη σαν σαμαράκι
2009. καπακώνου = σκεπάζω, καλύπτω.
2010. καπαριάζου = δίνω προκαταβολή. -ουμι δίνω το λόγο μου, δίνω
υπόσχεση γάμου, λογοδίνομαι
2011. καπάρου = προκαταβολή. (απ' το ρήμα: καπαρώνω)
2012. καπαρώνου = δίνω προκαταβολή, αρραβωνιάζω
2013. καπέτι = υγρό που απομένει μετά το βγάλσιμο της μυζήθρας
2014. καπίστρι = χαλινάρι.
2015. καπιταναρέικους, -η, -ου = καπετανέϊκος, του καπετάνιου

143

2016. καπιτανάτου = αυτό που διοικεί ο καπετάνιος
2017. καπιτάνιους, -ισσα = καπετάνιος, καπετάνισσα.
2018. καπιτανόιπουλου, -ούλα = άξιος λεβέντης, παλληκάρι από γενιά

καπεταναραίων, κορίτσι από γενιά καπεταναραίων
2019. καπιτάνους, ου = είδος φαγητού.
2020. κάπνα = καπνός, αιθάλη.
2021. καπνισμένους, -η, -ου (μτφ.) αδιάθετος.
2022. καπνόγκιεσα = μαύρη (γκόρμπα) γίδα με καφέ γραμμές στο πρόσωπο.
2023. καπότα, καπότου = στενή κάπα
2024. καπούλια = το πίσω και επάνω μέρος δεξιά αριστερά και πάνω απ τν

ουρά
2025. καπουραφτάδις = ράφτες για τις κάπες μη Σαρακατσάνοι
2026. καπουσκούτι = χοντρό ύφασμα από γίδινο μαλλί για κάπες.
2027. κάπουτις = κάποτε.
2028. κάπουτου = είδος υφάσματος με το οποίο φτιάχνουν πουκάμισα ή

φουστανέλες.
2029. καπρί = ξεδιάντροπος, κυρίως γυναίκα ξεδιάντροπη και δυναμική
2030. καραβάνι = πομπή φορτωμένων ζέω με την οικοσκευή της στάνης και

οι άνθρωποι, πορεία Σαρακατσάνικων οικογενειών
2031. καραβιδιάζου = δένω πολύ σφιχτά κάτι.
2032. καρακόλι = ομάδα από γέροντες και παιδιά που αναχωρεί

γρηγορότερα απ’ το καραβάνι, επειδή δεν πρέπει να καθυστερεί το
υπόλοιπο καραβάνι, έφευγε σια μπρουστά.

144

2033. καραμάν’κα, καραμάνικα = πρόβατα με κάτασπρο μαλλί που έχουν στο
πρόσωπο συγκεκριμένα μαύρα τμήματα, άσπρα πρόβατα με τα δύο
μάγουλα μαύρα

2034. καραματιάζου = στοχεύω κάτι επίμονα
2035. καραμαυριάς = κατάμαυρος.
2036. καραμηλουτή = κουβέρτα που την υφαίνουν με μάλλινο υφάδι και

στημόνι βαμβακερό και έχει ρομβοειδή σχέδια
2037. καραμπάσια = πρόβατο που το χρώμα του προσώπου του και των

ποδιών του είναι σκούρο καστανό
2038. καραμπατάκ’ς = ψεύτης, λωποδύτης.
2039. καραμπατάκι = είδος πάπιας.
2040. καραμπουλάχανο, κρουμπουλάχανου = στρόγγυλο άσπρο λάχανο.
2041. καραουλάου, καραουλίζου = φυλάω σκοπιά
2042. καραούλι = σκοπιά, θέση από την οποία μπορείς να ελέγχεις
2043. καράς = μαύρος
2044. καρατζουσούβλι = βελόνι για να ράβω παπούτσια
2045. κάργας = ψευτοπαλληκαράς.
2046. καρδάρα, καρδάρι = ξύλινο δοχείο η από λαμαρίνα, συνήθως

στρογγυλό, μέσα στο οποίο άρμεγαν, βρέχει καταρρακτωδώς
2047. καρδιά = το στομάχι
2048. καρδούλα = κόσμημα στη γυναικεία φορεσιά που έχει σχήμα καρδιάς.
2049. καρέλι = καρούλι, εξάρτημα του αργαλειού (τροχαλία πάνω στην

οποία περνούν οι κλωστές που φέρνουν το στημόνι)
2050. καρκαλέτσι, καρκαλέτς = κοκίτης

145

2051. καρκαλιότι η κότα = κακαρίζει και θέλει να γεννήσει.
2052. κάρκαλο = κάρβουνο
2053. καρκαλοϊότει = γελάει (σαν κότα που κακαρίζει), γελάει δυνατά,
2054. καρκανιάζω = ξεροψήνομαι.
2055. καρκάνιασι = ξεράθηκα, έγινα κάρβουνο, ζεστάθηκα πολύ στη φωτιά
2056. κάρκανου γίν’κι = κατακάηκε (π.χ. το ψωμί).
2057. καρκάντζαλους, καρκακατζέλια = καλικάντζαρος, -αροι , σατανάς,

διάβολος.
2058. κάρκαρα = γέλια
2059. καρκαρίζουμι, καρκαργιώμι, καρκαριώμι = κακαρίζω γελώντας,

φλυαρώ γελώντας, γελάω επιδεικτικά, δυνατά
2060. καρκατζαλαίοι = παγανά
2061. καρκατσάβαλα = αφούντζια.
2062. καρκόθκα = πνίγηκα
2063. κάρκουμα= πνίξημο
2064. καρκώνουμι = πνίγομαι, μου αποφράχτηκε ο φάρυγγας, δεν μπορώ να

καταπιώ
2065. καρλάφτ’κα = γίδια που έχουν μεγάλα αφτιά και γυρισμένα προς τα

κάτω
2066. καρντιλάνους = λάρυγγας.
2067. καρούμπις = χαρούπια.
2068. καρσί = απέναντι (καρσί στον ήλιο = απέναντι στον ήλιο)
2069. καρσι-καρσι = αντικριστά

146

2070. καρσινός, -ή, -ό = αντικριστός
2071. κάρτα = φωτογραφία
2072. καρτάλι = είδος αετού.
2073. καρτιριμός = υπομονή, το να περιμένεις, η αναμονή
2074. καρτιρού = περιμένω, προσδοκώ
2075. καρυά = καρυδιά.
2076. καρυδώνω = πνίγω (θα τουν καρυδώσου) καρύδ = το καρύδι , το

μήλο του Αδάμ στο λαιμό
2077. κάρυνους, -η, -ου = αυτός που γίνεται από ξύλο καρυδιάς
2078. καρφίτσα =. κόσμημα στα μαλλιά της γυναίκας, διακοσμητικό

κέντημα
2079. καρφουβέλουνου = ασημένια καρφίτσα.
2080. κασαβέτ(ι) = στεναχώρια, βάσανο
2081. κουσάρα -κασάρα = σιδερένιο πλατύ εργαλείο για κλάδεμα
2082. κασιόπ’τα = αλευρόπιτα με τυρί και βούτυρο χωρίς
2083. κασιρία = καλύβα αποθήκη για τα τυριά, τα κασέρια.
2084. κασκαβάλι = είδος κασεριού
2085. κασκαρίκα = φάρσα, πάθημα.
2086. κασσάρα = εργαλείο μεταλλικό, πλατύστομο και με χειρολαβή με το

οποίο κόβω ξύλα
2087. καστανόλουγγους, σ' τσ καστανιές = λόγγος με καστανιές, μέρος με

καστανιές.
2088. κάτ’ = προς

147

2089. κατάβαθα= εντελώς στο βάθος, μέσα στην ψυχή

2090. καταβόθρα = υπόγεια φυσική διάβαση στην οποία πολλές φορές
χάνονται νερά.

2091. καταβόλιασμα, του η ενέργεια του καταβουλιάζου.

2092. καταδέχουμι = είμαι καταδεχτικός, αποδέχομαι.

2093. καταΐ = κάτω, καταγής.

2094. κατάκαμπα = καταμεσής στον κάμπο.

2095. κατακαμπής = κατάμεσα στον κάμπο.

2096. κατακιφαλιά = σφαλιάρα, χαστούκι, με πέτυχε στο κεφάλι, με
εξουδετέρωσε

2097. κατακουκκινίζου = κάνω κάτι πολύ κόκκινο

2098. κατάκουρφα = ακριβώς πάνω στην κορυφή.

2099. κατάλακκα = καταμεσής στη λάκκα

2100. καταλαχού =κατά σύμπτωση, τυχαία, πάνω στην ώρα,

2101. κατάνακρα = εντελώς στην άκρη τελείως.

2102. καταντένου, καταντάου = καταντώ, γίνομαι, καταλήγω

2103. κατάντια, καταντιά, καταντιό = η οικονομική κατάσταση κάποιου,
προκοπή

2104. κατάντικρυ = απέναντι ακριβώς

2105. καταούλα = καταγής

2106. καταπ’σιά = γουλιά

2107. κατάπατου, κατάπαμα= ομφάλιος λώρος , αφαλός.

2108. καταπιώνας = φάρυγγες

148

2109. καταπράσνα β’νά = πολύ πράσινα βουνά, βουνά με βοσκή,
2110. καταρουτάου = ρωτάω με λεπτομέρειες , ρωτάω πολλά
2111. κατάρραχα = επάνω στη ράχη ακριβώς
2112. κατασάουρα = καταγής, πάνω στο χώμα, πάνω στο έδαφος
2113. κατάσαρκα = πάνω στο σώμα, το πρώτο ρούχο (κασκορσές =

κατασάρκι) ακριβώς πάνω στο κορμί
2114. κατασάρκι = μάλλινη φανέλα απευθείας πάνω στο γυμνό σώμα, το

πρώτο ένδυμα
2115. καταφρουνιμένα = περιφρονημένα, αυτά που μας προκαλούν λύπη
2116. καταχειριάζου = δέρνω με τα χέρια, περιλαβαίνω κάποιον
2117. καταχειρίζου = χτυπώ με το χέρι μου, χαστουκίζω
2118. καταχνιά = ομιχλώδης ατμόσφαιρα, ατμόσφαιρα θολή, εποχή δύσκολη
2119. καταχουνιάζου = εξαφανίζω κάτι, βάζω κάτι πολύ βαθιά.
2120. καταψιά = γουλιά ή μπουκιά
2121. κατέχου = γνωρίζω, ξέρω, έχω κτήμα μου.
2122. κατηγόριου = κατηγορία.
2123. κατιβάζου αβγό = έβγαλα κήλη, αρρώστησα από κήλη.
2124. κατιβασιά = φούσκωμα ποταμού ύστερα από νεροποντή
2125. κατιβασμένα, κατεβασμένα = φερτά υλικά από τα νερά του ποταμού
2126. κατ'ιμένα = προς εμένα
2127. κατιπούθι = κατά πού
2128. κατ'ισένα = προς εσένα

149

2129. κάτρα = ούρα

2130. κατράω = κατουρώ

2131. κατρήστρα, κατρήθρα = ουροδόχος κύστη.

2132. κατσ’κάδα = θηλυκό κατσικάκι

2133. κατσ’κάρ’ς = κατσικάρης

2134. κάτσα = χορός αλλα και χορευτική φιγούρα. Είναι κλέφτικος,
ανδρικός χορός. Χορεύονταν κυρίως από τους Σαρακατσάνους της
Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και το κύριο χαρακτηριστικό του
είναι ένα κάθισμα των χορευτών, που ονομάζεται ‘’κάτσα’’. Έχει δύο
μέρη, το αργό και το γρήγορο σήκωμα. Το πρώτο μέρος είναι κυρίως
τραγουδιστικό με βήματα πολύ αργά. Το δεύτερο μέρος είναι γρήγορο
και τα βήματα είναι ζωηρά σε ρυθμό. Στους Σαρακατσάνους της
περιοχής μας, η ‘’κάτσα’’ ήταν ο επίσημος χορός που χορευόταν από
το γαμπρό τη μέρα του γάμου. Φυσικά δεν υπήρχε Σαρακατσάνικο
γλέντι χωρίς ‘’κάτσα’’.

2135. κατσάκ’ς = κλέφτης.

2136. κατσαρέλα, κατσαρή, πουτσαρέλα = πέος αγοριού.

2137. κατσαρός = κατσαρομάλλης.

2138. κατσέλια = στριμμένες μαζί κλωστές με τις οποίες ράβω το γύρω-γύρω
των ενδυμάτων.

2139. κάτσενα = κόκκινο πρόσωπο και τα πόδια κόκκινα

2140. κάτσι = κάθισε

2141. κατσιαμάκι = χυλός (καλαμποκίσιο αλεύρι +αλάτι + πιπέρι + λάδι)

2142. κατσιαμέρια = σκουλαρίκια που πιάνονται από τα μαλλιά δίπλα στα
αφτιά με ασημένιες αλυσίδες, με φλουράκια χρυσά ή ασημένια και
πολύτιμες πέτρες

150


Click to View FlipBook Version