The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.
Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by ΚΑΤΣΑΡΙΚΑΣ ΖΗΣΗΣ, 2019-01-02 03:28:37

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΛΑΛΙΑ

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΛΑΛΙΑ

εμπρός από τον Αμνό και, όταν πριν τη Θεία Κοινωνία κατά τη
συστολή (ένωση) Σώματος και Αίματος ο Λειτουργός τις ρίχνει στο
Δισκοπότηρο
4512. σφρουντζλάου = εκσφενδονίζω
4513. σχαριάτες = καβαλάρηδες που ανήγγειλαν την επιστροφή του
συμπεθεριακού με την νύφη στο κονάκι του γαμπρού
4514. σχασιά = σιχασιά
4515. σχιζάφτκου = σημαδεμένο ζώο με σχίσιμο αυτιού
4516. σώνου = τελειώνω, φτάνω κάπου, πιάνω, -ουμι σώζομαι, αδυνατίζω:
Τ
4517. τ' τα στρώνω = μουντζώνω.
4518. τ΄απίστωμα = μπρούμυτα
4519. τ’λίχτρα = μέρος που τυλίγουμε το στημόνι γύρω από το αντί και είναι
έτοιμο για τον αργαλειό
4520. τ’λούπα = τούφα από επεξεργασμένο μαλλί που δένουμε στη ρόκα για
γνέσιμο
4521. τ’λούπα του κιφάλι = άσπρισε.
4522. τ’λούπιασμα = το γνεσμένο μαλλί γίνεται τ’λούπα
4523. τ’λούπις ρίχνει = χιονίζει και ρίχνει μεγάλες νιφάδες
4524. τ’λουπώνου = σκεπάζω, καλύπτω. 2. (μτφ.) «κουκουλώνου» τα
σφάλματα, κάνω τλούπα, –ουμι σκεπάζομαι
4525. τ’μάριμα = τακτοποίηση.
4526. τ’μόϊνη = ετοιμόγεννη.

301

4527. τ’ρόγαλου = το μέρος του γάλακτος που αποχωρίζεται με το πήξιμο
το στράγγισμα του τυριού

4528. τ’σάκι = δισάκι, δύο σάκοι μεταφοράς ενωμένοι με το ίδιο ύφασμα
ώστε να παίρνετε στην πλάτη ένας μπρός ο άλλος πίσω

4529. τ’φάνι = αιφνίδια, άγρια και δυνατή βροχή που συνοδεύεται από
άνεμο, ξαφνική καταιγίδα.

4530. τα στρώνω = μουντζώνω.
4531. τα'αμπρούμτα = μπρούμυτα
4532. τα'ανάσκλα = ανάσκελα
4533. ταβάς = ρηχή κατσαρόλα, ταψί
4534. τάβλα = υφαντό που στρώνεται καταγής για φαγητό, υφαντό

τραπεζομάντιλο, τραπέζι για φαγητό, σοφράς ].
4535. ταβλαρώθκα = έπεσα κάτω ή ξάπλωσα απότομα
4536. ταβλάς = παχνί για άλογα
4537. ταβλιάζου = τραπεζώνω, φιλοξενώ.
4538. τάγκιασι του φαΐ = αλλοιώθηκε και έχει δυσάρεστη οσμή.
4539. τάδις = ο τάδε, ένας, κάποιος.
4540. ταή = τροφή, ξηρονομή για ζώα
4541. ταηστάρι = σακούλι με τροφή για άλογα και το κρεμάμε στο λαιμό

τους
4542. ταίρι = σύζυγος ή σύζυγος, η αγαπημένη
4543. τακάτι = αντοχή, ψυχικό σθένος, κουράγιο
4544. ταλαγάνι = χειμωνιάτικος επενδύτης των βοσκών.

302

4545. τάμα = γινόταν σε κάποιον άγιο, που πολλές φορές συνέπιπτε με το
όνομα του εορτάζοντα, για να έχουν την εύνοιά του. Επίσης τάμα
γινόταν και την ημέρα κάποιου συμβάντος με ευτυχή κατάαληξη για
να ευχαριστήσουν τον άγιο η την Παναγία για την βοηθειά τους

4546. ταμαχιάρ’ς, -α, -κου = αχόρταγος, δουλεύει ακατάπαυστα .
4547. ταμπακέλα = καθρέφτης
4548. ταμπακιέρα = χαμηλό ορθογώνιο κουτί στο οποίο βάνουμε καπνό,

τσιγαροθήκη.
4549. ταμπλάς = κατακέφαλα
4550. ταμπούρι = φυλάκιο, καταφύγιο, οχύρωμα
4551. ταντέλις = δαντέλες.
4552. ταπεινουσύνη = ταπεινότητα, σεμνότητα.
4553. τ'απουτώρα = πρωτύτερα, πριν από λίγο
4554. ταράτσα = μικρός ημικυκλικός φράχτης πολύ γυρτός προς τα μέσα που

είναι πρόχειρο στέγαστρο για το βοσκό
4555. ταράφι = πολύς κόσμος, μεγάλο σόι
4556. ταργαζίκα = φθαρμένο ασκί στο οποί βάζουμε ταμπάκο, αλεύρι ή

ψωμί
4557. ταρναρίζου = έχω το μικρό παιδί στα χέρια μου και το παίζω.
4558. τάσι = μεταλλικό κύπελλο ανοιχτό προς τα πάνω
4559. τατάς = πατέρας
4560. ταυτίνα = αυτά.
4561. ταύτου, επί ταύτου = για αυτόν ακριβώς το λόγο.
4562. ταχιά = αύριο

303

4563. ταχτική = κανόνες, αρχές
4564. Ταχτικό = στρατός.
4565. τέκνου = μωρό
4566. τέλια = νυφικό στόλισμα κεφαλιούμε λεπτές συρματένιες βελόνες με τις

οποίες καρφώνω το μαντίλι στα μαλλιά
4567. τέλους πάντους = τέλος πάντων.
4568. τέμπλα = ξύλινη κατασκευή σε σχήμα Π στην οποία κρεμάμε διάφορα

πράγματα, τιντόξ’λα, ξάπλα καταγής.
4569. τέντα = ύφασμα αδιάβροχο από γιδιών μαλλί που κατασκεύαζαν την

προσωρινή σκηνή να φυλαχτούν τα σαία στην πορεία για τα χειμαδιά
η αντίστροφα
4570. τέντζερης = χάλκινη κατσαρόλα
4571. τέρα = κοίτα
4572. τέρατου = τέρας.
4573. τέσσιρου = τέσσερα.
4574. τέτοια = το αντρικό μόριο
4575. τζαμάρα = μακριά φλογέρα
4576. τζαμπούνα = σφυρίχτρα
4577. τζιάκους = κομμάτι από τη γυναικεία φορεσιά
4578. τζιανταρμάδις = Τούρκοι χωροφύλακες, τούρκικο απόσπασμα.
4579. τζιαντές = αυτοκινητόδρομος.
4580. τζιαφέτι = μάζωξη, γιορτή
4581. τζιλέπ’ς = φοροεισπράκτορας.

304

4582. τζιλέπια = φόροι.
4583. τζιόμπανς = τσομπάνος
4584. τζιουβαΐρι = (μτφ.) παλληκάρι
4585. τζιουλμπένι, του πορτοφόλι.
4586. τζιουμπαν’κά = τσομπάνικα
4587. τζιουμπαν’λίκι = το επάγγελμα του τσομπάνου
4588. τζιουμπαν’λίτκα = έξοδα για την πληρωμή των τσομπαναραίων
4589. τζιουμπάν’σσα = γυναίκα που βόσκει κοπάδι, τσομπανοπούλα
4590. τζιουμπανιά = τσομπαναραίοι κατώτερη κοινωνική τάξη
4591. τζιουμπανόκλιτσα = κλίτσα που κάθε μέρα παίρνει ο τσομπάνος κοντά

στα πρόβατα.
4592. τζιράδι = μικρή φλογέρα
4593. τζιτζβές = μπρίκι .
4594. τζιτζβές, τζιουτζιουβές = μπρίκι
4595. τζίφλια = (τα)μάτια ( Τα τζίφλιας απού μέσα = μούντζωμα),

ελαττωμένη όραση.
4596. τζουραχείλ’κα = χείλη φουσκωτά, πρησμένα.
4597. τζουρνάρα = καταρακτώδης βροχή
4598. τήρα = κοίτα
4599. τηράου = βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, φροντίζω, -ώμι κοιτάζομαι

στον καθρέφτη, κοιτάζω τον εαυτό
4600. τηριέμαι: κοιτάζομαι, καθρεφτίζομαι· αυτοσυντηρούμαι, φροντίζω

μόνος τον εαυτό μου

305

4601. τηρώ = κοιτάζω, βλέπω, φροντίζω, προσέχω, υπολογίζω, στρέφομαι
προς κάτι, διαφυλάσσω

4602. τι = γιατί, επειδή
4603. τι γιένιστι = τι κάνετε, πώς είστε.
4604. Τι φτιάντς = Τι κάνεις
4605. τίγκα = στα γεμάτα, φίσκα, κάργα, υπερπλήρως
4606. τιγκάρω = γεμίζω κάτι πλήρως, τίγκα
4607. τιλεύω, τελεύω = τελειώνω, παιδεύω, υποφέρω, υπομένω,

ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι πολύ.
4608. τιλιμός = μεγάλη ταλαιπωρία.
4609. τιλώνω = γεμίζω, πληρώ.
4610. τιμάρεμα = περιποίηση, φροντίδα· μτφ. ο ξυλοδαρμός.
4611. τιμαρεύω = περιποιούμαι, φροντίζω· κάνω κομμάτια, σκίζω, πελεκώ,

μτφ. δέρνω
4612. τιμπέλ’σσα = τεμπέλα.
4613. τιμπέλου = τεμπέλα.
4614. τιμπλάρι = οριζόντιο τεντόξυλο, καβαλάρης.
4615. τιμπλί, τέμπλα = μακρύ και χοντρό ξύλο.
4616. τινικιδάκια, ντινικδάκια = παιδικό παιχνίδι.
4617. τιντόξ’λα = ειδικά ξύλα με τα οποία στήνουμε την τέντα
4618. τιντόφουρκις = οι 2,5 μ. φούρκες που χρησιμοποιούνται στο στήσιμο

της τέντας (τσιατούρας)
4619. τιντώνουμι = κοιμάμαι, απλώνομαι

306

4620. τίποτας , τίποτις = τίποτα.
4621. τίπουτας, καν'τίπουτα = τίποτα
4622. τιριάζου = (μτφ.) συμμορφώνω, διορθώνω μια απρεπή συμπεριφορά:
4623. τιρλαίνουμι = τρελαίνομαι
4624. τιρλίκι = κοντή κάλτσα
4625. τιρλίκι, τερλίκι = πλεχτό πασουμάκι, το οποίο φοριόταν πάνω από τις

κάλτσες
4626. τιρτίπ’ς = επιδέξιος, ο καταφερτζής
4627. Τιτράδη = Τετάρτη.
4628. τιτράκλουνους = αυτός που έχει τέσσερις κλώνους.
4629. τιτράξανθα μαλλιά = μαλλιά πολύ ξανθάτιτραπέρατους, -η, -ου

πανέξυπνος.
4630. τιτραπέρατος = πανέξυπνος
4631. τιτριμήδις, οι στολίδια από χρυσάφι ή ασήμι που μπαίνουν στα

φορέματα.
4632. τιχνιβέζ’ς = αρρωστιάρης, αρρωστιάρα.
4633. τιχνιφέζ’κου = άλογο ή μουλάρι που έχει χάσει τις δυνάμεις του
4634. τλάζι = είδος από στιλπνό μεταξωτό ύφασμα.
4635. τλούπα = η ποσότητα του μαλλιού που μπαίνει στην ρόκα
4636. τλούπα = τουλούπα, τολύπη, ποσότητα μαλλιού που μπαίνει στη ρόκα
4637. τλουπάνι, τουλουπάνι = λεπτό βαμβακερό ύφασμα που χρησιμεύει για

σουρωτήρι
4638. τλουπώνω = καλύπτω με ύφασμα κάτι κάποιον, κουκουλώνω

307

4639. τλώνω = τεντώνω
4640. τομ = μόλις
4641. τομάρι = το δέρμα
4642. τόπα = τόπι, μπάλα, και παιδικό παιχνίδι
4643. τόπι = η μπάλα, μπάλα του κανονιού, βλήμα
4644. τόπια = μέρη, τοποθεσίες
4645. τοπιάτκο = το νοίκι για τον τόπο , η ντόπια καταγωγή (τοπιάτ'ς)
4646. τότις = τότε
4647. του λέν’ τα πλιά = κελαηδούν.
4648. τούμπα = μικρή συστάδα από δέντρα
4649. τουμπακιάζουντι τα πρότα = κουβαριάζονται, το κεφάλι τους το

καθένα στα σκέλια του μπροστινού του, για να αποφύγουν τον
τσουχτερό ήλιο
4650. τουμπανιάζω = γίνομαι τούμπανο, φουσκώνω, πρήζομαι
4651. τουπώνω = κλείνω ερμητικά κάτι
4652. Τουρκιά = Τουρκία, οι Τούρκοι, μέρος, τόπος που ανήκει σε
Τούρκους
4653. Τουρκιώτις = Σαρακατσιαναίοι. που πηγαίνουν στη Μ. Α.σία
4654. τουρκόϊπουλου = Τουρκάκι
4655. τουρλουκάλ’βου = ορθό κωνικό κονάκι.
4656. τουρλουτό κουνάκι = όρθιο κωνικό καλύβι.
4657. τουρλώνου = αποκαλύπτω τον πισινό μου και τον επιδεικνύω
4658. τουρτουράου = τρέμω από το κρύο

308

4659. τούφα = φούντα, θάμνος,
4660. τραβιώμι = ταλαιπωρούμαι.
4661. τραγαζίκα, ταργαζίκα =
4662. τραγάνα = έδαφος με λίγο χώμα και αδύνατο σε βλάστηση
4663. τράγιος -ια -ιο = τραγίσιο, φτιαγμένο από δέρμα ή κέρατο τράγου
4664. τραγκανίζου = κουνώ, –ουμι κουνιέμαι.
4665. τραγόκαπα = κάπα από μαλί τράγου, γιδίσιο μαλλί
4666. τραγουδστά = με τραγούδι λέω κάτι
4667. τραΐ = τράγος.
4668. τραϊάρ’ς = αυτός που βόσκει τα τραγιά και τις στέρφες γίδες
4669. τράϊομαλλου = γίδινο κουρεμένο μαλλί
4670. τράϊου = ρούχο που γίνεται από γίδινο μαλλί
4671. τράνεμα = το μεγάλωμα, η μεγέθυνση, η ανατροφή
4672. τρανεύου = μεγαλοπιάνομαι, μεγαλώνω, (μτφ.) γίνομαι σπουδαίος.
4673. τρανός, -ή, -ό, μεγάλος, (μτφ.) σπουδαίος.
4674. τραπέτσι = κάτι που είναι πολύ ξινό.
4675. τραχ’λιά = κεντητή ποδιά που πιάνεται στον τράχηλο με κόπιτσα.
4676. τραχανάς = στάρι χοντροκομμένο και βρασμένο με γάλα, με το οποίο

έκανα φαγητό η πίτα είδος παραδοσιακού ζυμαρικού, με μορφή
κόκκων μτφ. ο βλάκας, χαζός, ευήθης, στούρνος. Από τη λέξη
«τράχανον» =λίχνευμα από σιτάρι και γάλα
4677. τραχανόπτα = πίτα από τραχανά

309

4678. τραχλιά = τραχηλιά, πλατύς πρόσθετος γιακάς που φοριέται πάνω από
φόρεμα ή πουκάμισο και περιβάλει τον τράχηλο | < μσν. τραχηλία,
τραχηλέα < τράχηλ(ος) -έα.

4679. τράχωμα = χρηματικό ποσό πέραν της συνηθισμένης προίκας που
ζητούσε παλαιότερα ο γαμπρός από την οικογένεια της νύφης

4680. τρεμούρα, τρεμούλα = ακούσια σπασμωδική κίνηση του σώματος,
ρίγος, τρεμούλα. αρχ. ελλ. τρέμω: σείομαι, φοβάμαι να πράξω κάτι.

4681. τριανταφυλλιένια = όμορφη γυναίκα σαν τριαντάφυλλο ροδοκόκκινη
4682. τριανταφυλλούλα = χαϊδεμένο κορίτσι
4683. τριβαλιάζουμι = κόβομαι, τρίβομαι σε πολλά και μικρά κομμάτια
4684. τριβλός, -ή = ψευδός, βραδύγλωσσος.
4685. τριβόλι = αγκαθωτό ζιζάνιο μτφ. το ζωηρό, άτακτο παιδί
4686. τριγανός = λιανός.
4687. τρίκλουνους, -η, -ου = αυτός που αποτελείται από τρείς κλωνές

κλωστές ή τρία κλωνιά βασιλικέ μου τρίκλωνε
4688. τρίμα = πολύ λίγο
4689. τρίμματα =. ψίχουλα, θρύψαλα, (μτφ.) λίγα χρήματα.
4690. τριμμόψα = ψίχουλο
4691. τριμουλιάζου τρέμω.. τουρτουρίζω από το πολύ κρύο.
4692. τριότα = προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές συνέχεια και είναι

τεσσάρων χρονών. 2. παιδικό παιχνίδι
4693. τριπιδουκλιά , μπουρδουκλιά = τρικλοποδιά.
4694. τριτάρα = προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές
4695. τριτόημιρα = κάθε τρεις μέρες

310

4696. τριτόιννη = προβατίνα που γεννάει για δεύτερη φορά και είναι
τεσσάρων ετών.

4697. τρίψα, τριψάνα = είδος παπάρας με τριμμένο ψωμί (θρύμματα
ψωμιού μέσα στο βρασμένο γάλα ή στον τραχανά).

4698. τρόγαλο , τζάρος = τυρόγαλο (από το ελληνικό
4699. τροξ = περπατησιά άλογου (άτσαλο βάδισμα).
4700. τρόξα παθαίνου = βρίσκομαι σε κατάσταση πανικού, γιατί πιστεύω ότι

θα μου συμβεί κάτι δυσάρεστο
4701. τρουβαδένιου = ύφασμα για να φκιάνουμε τροβάδες.
4702. τρουβαδιάζου = γεμίζω τον τροβά με διάφορα πράγματα ή βάζω στον

τροβά διάφορα πράγματα.
4703. τρουβάς, ταγάρι = μικρό φορητό, πλεχτό ή υφαντό μάλλινο σακούλι,

που βάνουν
4704. τρουβούλς = υποκοριστικό του τρουβάς(μικρός)
4705. τρουΐρα, τρουΐρου = γύρω-γύρω
4706. τρούμπα, θρούμπα = ρολό μαλλιού η υφάσματος
4707. τρουπάφτ’κου = σημάδεμα των προβάτων με τρύπα στο αφτί
4708. τρουϋρίζου = τριγυρίζω, περιπλανιέμαι, γυροωέρνω
4709. τρουΰρισμός = τριγυρισμός, περιπλάνηση.
4710. τρουυΰρου = τριγύρω
4711. Τρυγητής = τρυγητής, μήνας Σεπτέμβριος, επειδή γίνεται ο τρύγος

των αμπελιών· εποχικός εργάτης που μαζεύει τα ώριμα σταφύλια από
το αμπέλι

311

4712. τρύγος = το κόψιμο και το μάζεμα των ώριμων σταφυλιών από το
αμπέλι· τρυγητός | < ελνστ. τρύγος (αρχ. ελλ. ἡ τρύγη: θέρισμα
σταριού). Βλ. & θέρος το, τρυγητής ο.

4713. Τρυητής = Σεπτέμβριος
4714. τρυπ’τήρι, καρατζοσούφλι = μεταλλικό αιχμηρό εργαλείο που

χρησιμοποιείται για να κάνουν τρύπες σε ξύλο η σκληρό δέρμα
4715. τρυπάφτκου = ζώο σημαδεμένο με τρύπα στα αφτί
4716. τρυπιάδις = Σαρακατσιαναίοι που ζούνε (έχουν τη στάνη τους) μέσα

στα λόγγα
4717. τρύπουσα = έκρυψα, κρύφτηκα
4718. τρυπώνου, τρυπώνω = κρύβομαι, κρύβω κάτι, - ουμι κρύβομαι
4719. τρών’ τα σκ’λιά = γαβγίζουν, έ΄ναι ανήσυχα
4720. τσ’γάρα, καϊάρα = τσιγάρο.
4721. τσ’κάλι = ποτήρι
4722. τσ’κάρια, τα ράχες.
4723. τσα(λα)κατιώμι = μαλώνω μιλάω δυνατά
4724. τσαγκάδα = προβατίνα η γίδα χωρίς μικρό γιατί ψόφησε αλλα δίνει

γάλα
4725. τσαγκαδάρ’ς = αυτός που βόσκει τα τσαγκάδια
4726. τσαγκάδια = το κοπάδι που αποτελείτε απο τσαγκάδες
4727. τσαγκαρδέλα, η κομμένο τυρόγαλο μέσα στο οποίο ρίχνουμε γάλα και

το βάζουμε σε ασκί.
4728. τσαιρ(ι) = λιβάδι, ακαλλιέργητο χωράφι, οικόπεδο παρατημένο
4729. τσαϊρό = τσαγερό

312

4730. τσαϊρό = τσαγερό, τουρκ. çay < ρωσ. tšay (από τα κινέζικα).
4731. τσακ’στός τόπους = πλαγιά με απότομη κλίση.
4732. τσακάλι = σαρκοβόρο τετράποδο που συγγενεύει με το λύκο και που

τρέφεται κυρίως με πτώματα
4733. τσακίζει η μέρα = γυρνάει (σπάει) η μέρα πηγαίνουμε προς το

απόγευμα
4734. τσακίζιτι = σπάει
4735. τσακίζω = σπάζω
4736. τσακίς = βιάσου, έλα η φύγε γρήγορα
4737. τσακίσκα = χτύπησα
4738. τσακίσκει = έπεσε και χτύπησε άσχημα, ή ήρθε πολύ γρήγορα
4739. τσακμάκι = αναπτήρας
4740. τσάκνα = άχυρα. τσακμάκι = είδος αναπτήρα (οινοπνεύματος ή

πετρελαίου) με φιτίλι και τσακμακόπετρα, αναπτήρας· μτφ. ο
εύστροφος, έξυπνος και δραστήριος άνθρωπος
4741. τσάκνα = προσανάμματα
4742. τσακνιάρης = αδύνατος άνθρωπος, σαν τσάκνο
4743. τσάκνο = ξυλαράκι, λεπτό, ξερό κλαδί δέντρου· μτφ. πολύ λεπτός,
αδύνατος άνθρωπος
4744. τσαλαφούτ(ι) = πηχτή υπόξινη μάζα από πρόβιο γάλα βρασμένο και
αλατισμένο.
4745. τσαλεύου λερώνω, βρομίζω.
4746. τσαλί = το παλιούρι, αγκαθωτός θάμνος ξύλο.
4747. τσαλιά, παλιούρια = χαμόκλαδα αγκαθωτά.

313

4748. τσαμπάς = μαλλιά ανθρώπου
4749. τσάμπουρα = μικρά σταφύλια που απομένουν στα κλήματα μετά τον

τρύγο.
4750. τσαμπούρι, τσάμπουρο = το άγουρο σταφύλι, το κοτσάνι του

σταφυλιού όταν φαγωθούν οι ρώγες του.
4751. τσάντζαλα = παλιόρουχα, κουρέλια.
4752. τσαντίλα = α ραιό πανί με το οποίο στραγγίζουμε το γάλα και το τυρί
4753. τσαντίλα = τυρόπανο
4754. τσάντσαλα = πράγματα με μικρή αξία, μικροπράγματα
4755. τσαούλι = σαγόνι, πηγούνι
4756. τσαούλια = σαγόνια
4757. τσαπίζω = δουλεύω με την τσάπα, σκάβω, σκαλίζω.
4758. τσαπουδόντ’ς = έχει δόντια πεταμένα προς τα έξω (σαν τσάπες)
4759. τσάπουρνα = μπλε καρποί της τσαπουρνιάς, άγρια μύρτιλα,

(μπλούμπερι)
4760. τσάπουρνο = ο καρπός της τσαπουρνιάς, της άγριας δαμασκινιάς

κοβέμι (ποντιακ.)
4761. τσάπ-τσάπ = έτσι φωνάζει ο τσομπάνος τα γίδια να έρθουν
4762. τσαρδάκι = κιόσκι, ίσκιος με κλαδιά από δέντρο η άχυρα
4763. τσαρκαλ’στά = τρόπος που αρμέγουμε το γάλα δε βγαίνει σε συνεχή

ροή αλλά διακεκομμένα
4764. τσαρκαλάω = αρμέγω το γάλα με γρήγορες κοφτές κινήσεις

επαναλαμβανόμενες
4765. τσαρκαλεύω = ψάχνω, πειράζω κάτι, σκανταλεύω

314

4766. τσάρκος = μαντράκι για να κλείνονται τα μικρά να μην βυζαίνουν όλη
την ώρα

4767. τσάρκος = περιφραγμένος χώρος στην ύπαιθρο, για τη φύλαξη
γιδοπροβάτων

4768. τσαρτσίνα = παντελόνι μάλλινο
4769. τσαρ'χάδις = τεχνίτες που φκιάχνουν τα τσαρούχια.
4770. τσάτσα = πέος, κυρίως το αποκαλούν έτσι τα παιδιά
4771. τσάχαλα = σκουπίδια, συνήθως τρήματα ψωμιού (τρημόψις)
4772. τσαχαλίζω = γεμίζω σκουπιδια
4773. τσάχαλο, ψάχαλο = σκουπιδάκι, άχυρο.
4774. τσέλιγκας = αρχηγός από το τσελιγκάτο. Είναι συνήθως αυτός που έχει

τα πιο πολλά πρόβατα η άτομο με ιδιαίτερες ικανότητες, άτομο άξιο
να εκπροσωπεί τους ανθρώπους της στάνης του.
4775. τσέντσαν = τους έντυσαν
4776. τσέτα, τσιάτα = ομάδα από άγρια ζώα και κυρίως από
4777. τσέτλας = σκυτάλη .
4778. τσητώνου = φουσκώνω, παραγεμίζω την κοιλιά μου, χορταίνω
τσιακατούρα = συζήτηση με δυνατές, νευριασμένες φωνές, διάλογος
με επιθετική διάθεση, μάλωμα'
4779. τσιάκατα = λόγια επιθετικά, δυνατές φωνές
4780. τσιακατάς = φωνάζεις νευρικά, κάνεις φασαρία μιλώντας με νεύρα
4781. τσιακμακάου = πατάω το τσακμάκι να ανάψει πολλές φορές
4782. τσιάκνα = πολύ λεπτή σαν τσάκνο
4783. τσιαλαφός, -ή, -ό «αλαφρύς», λιγόμυαλος, επιπόλαιος.

315

4784. τσιαλαφούτι,. γαλουτύρι = είδος τυριού
4785. τσιαλντίζει = αλλοιώνεται, αλλάζει μορφή από την καθιερωμένη,

μεταλλάσετε
4786. τσιάλτ'σι του μυαλό = έχασε, έχασε τα μυαλά του
4787. τσιαμαντάνι = γιλέκο, κοντοσέγκουνο
4788. τσιαμπαλής = έχει φράντζα (τσιαμπά)
4789. τσιαμπάς = φράντζα, τα μαλλιά από το κεφάλι που πέφτουν στο

μέτωπο
4790. τσιαούλι =. πιγούνι, αυτός που μιλάει ασταμάτητα
4791. τσιαπατόρ’ς = φτωχός, παρακατιανός
4792. τσιαπατουριά = παρακατιανοί Σαρακατσιαναίοι
4793. τσιαπράζια =. χανάκες , άρματα
4794. τσιατούρα, τέντα = προσωρινή καλύβα να προφυλαχτούν τα σαία στη

στράτα για η από τα βουνά
4795. τσιατσιά = θάμνος
4796. τσιάτσια = καρπός της τσιατσιάς.
4797. τσιάφη = πάχνη που συνοδεύεται από πολύ κρύο, παγωμένη πρωινή

δροσιά
4798. τσιαχαλίζου = ψιλοβόσκω
4799. τσιβί = ξύλινο εργαλείο με μεταλλικό αιχμηρό κώνο στην άκρη για να

ανοίγουμε τρύπες στο έδαφος κυρίως για φυτεία
4800. τσίγαλα = άγουρα αμύγδαλα
4801. τσιγαρίδες = μικρά κομμάτια κρέατος που μένουν με το λιώσιμο του

χοιρινού παστού.
316

4802. τσιγαρουλουγάου = καπνίζω
4803. τσίγγανος, -η, -ου = μίζερος στη διατροφή, λιτοδίαιτος
4804. τσιγκινές = ο γύφτος.
4805. τσίγκλισα = προκάλεσα
4806. τσιγκλώ = προκαλώ, πειράζω
4807. τσίκνα, η λεπτό στρώμα από καμένο φαγητό στον πάτο από τα

οικιακά σκεύη.
4808. τσίκνισι του φαΐ = έπιασε τσίκνα, κόλλησε στον πάτο
4809. τσικ-τσακ = το παιχνίδι (κουτσό).
4810. τσιλ’κάρι = το μικρό από τα δύο ξύλα με τα οποία παίζουμε το τσελίκι
4811. τσιλ’κόξ’λου = το μεγάλο από τα δύο ξύλα με τα οποία παίζουμε το

τσελίκι
4812. τσιλιγκάτου = συνεταιριστική συνεργασία Σαρακατσάνων νομάδων

κτηνοτρόφων για καλύτερη διαχείριση εσόδων εξόδων των κοπαδιών
4813. τσιλιγκίνα = γυναίκα του τσέλιγκα
4814. τσιλιγκόιπουλου, -ούλα = γιος, κόρη του τσέλιγκα
4815. τσιλιγκρός, -ή, -ό = αδύνατος, αχαμνός.
4816. τσιλίκι, -α = παιδικό παιχνίδι.
4817. τσιλώνου = τεντώνω τα αυτιά μου για να ακούσω καλύτερα
4818. τσιμπεροβύζα = πρόβατο που η θηλή του είναι μικρή ίσια με

τσιμπούρι.
4819. τσιμπηροβύζα, τσιμπουρουβύζα, -κου = με μικρές θηλές
4820. τσίμπλα = ξεραμένα δάκρυα στην άκρη του ματιού

317

4821. τσιμπλουμάτα = αυτή που έχει τσίμπλες στα μάτια της, κακορίζικη,
χαμένη

4822. τσιμπούκι = λεπτή βέργα που τη χρησιμοποιούσαν για σκοινί.
4823. τσ'νάω = τινάζομαι απότομα, αντιδρώ απότομα, το άλογο όταν

αντιδρά απότομα και σηκώνεται στα δυο του πόδια
4824. τσ'νιάρ’ς = άνθρωπος που αντιδρά περίεργα, αδικαιολόγητα, ευέξαπτος
4825. τσ'νιές = ζαβολιές
4826. τσιντσιά, τσιντζιά = ούλα
4827. τσιόλι = μάλλινο στρώμα ευτελούς αξίας ή κουβέρτα μάλλινη

αργαλίσια
4828. τσιότα, τσέτα = ομάδα που τα μέλη της είναι ένα σώμα
4829. τσιότρα = ξύλινο σκεύος και στρόγγυλο στο οποίο έμπαινε κρασί

στους γάμους.
4830. τσιουγκάν(ι) = μεγάλη πέτρα, βράχος
4831. τσιουγκανιάζουμι = εγκλωβίζομαι σε μέρος με μεγάλους βράχους

γύρω-γύρω
4832. τσιουγκράου = συγκρούω ελαφρώς , η σύγκροτση με τα κέρατα των

ζώων από το αρχαίο σύν + κρούω = συνκρούω
4833. τσιουγκρί = οξεία μύτη βράχου
4834. τσιούκα = κρανίο, κορυφή από λόφο ή από βουνό
4835. τσιουκάν’σμα = χτύπημα, βάρεμα
4836. τσιουκαν’στάρια, τσουκάνια = είδος κουδουνιών για το λαιμό των

ζώων
4837. τσιουκανάν’ τα χέρια = με πονάνε σαν να με χτυπάν

318

4838. τσιουκανάω = βαράω
4839. τσιουκάνι = κουδούνι κατώτερης ποιότητας που το βάνουμε στα γίδια

ή στα άλογα από λαμαρίνα χοντρή
4840. τσιούλα = όσα έχουν μικρά αυτιά
4841. τσιουλιάζου = βάζω τσιόλι στο σαμάρι του ζώου για να το

προστατέψω. –ουμι μπαίνω κάτω από τα σκεπάσματα.
4842. τσιούλους = μύγα που φτύνει.
4843. τσιούμπα = μικρό ύψωμα
4844. τσιούπρα, τσούπρα = κόρη, κοπέλα, νεαρό κορίτσι
4845. τσιουρότ’κους, = ελλιπής.
4846. τσιουτίνα = κορυφή από το κεφάλι.
4847. τσίπα = ντροπή, πέπλο της νύφης, ντροπή.
4848. τσιπιλάϊα = μεγάλη και πρασινόχρωμη σαύρα.
4849. τσιπκιένι = το πάνω κομμάτι της φουστανέλας το σακάκι
4850. τσίρλα, τσέρλα, τσίρλους.= ρευστά κόπρανα , διάρροια
4851. τσιρλάου = έχω διάρροια.
4852. τσιρλιάρ’ς = φοβητσιάρης.
4853. τσιρνόκι = τζέρο. τσέρι (βελανιδιά) με λεπτά φύλλα.
4854. τσιρουπούλ(ι) = σπουργίτι, μικρό πουλί
4855. τσίτσα = ξύλινο σκεύος και σπάνια δερμάτινο· το χρησιμοποιούμε

αποκλειστικά για να βάζουμε κρασί στους γάμους
4856. τσιτσί = κρέας
4857. τσιφτιλής = γρουσούζης, χαμένος, άχρηστος

319

4858. τσιώφλοιου = κέλυφος, φλούδα, τσόφλι

4859. τσόλια = ευτελούς αξίας στρώματα, παλιά ρούχα, κουρέλια

4860. τσουγκάνι = μεγάλι πέτρα

4861. τσουκανάου, τσιουκανάου = χτυπώ, κρούω, συγκρούω, βαράω. Από
τη βυζαντινή λέξη (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος) τσουκανίζω.
Από το ρήμα αυτό προφανώς παράγεται και η λέξη «τσόκου» = σφυρί

4862. τσουκάνατου = βάρατο δυνατά

4863. τσουκνίδα (Urtica dioica) = φυτό που μπορεί να φτάσει το ένα μέτρο.
Τη συναντάμε σχεδόν παντού ιδίως σε μαντριά Μαζεύονται τα νέα
φρέσκα φύλλα και οι κορφές από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη πριν
ανθίσει, τρώγονται βραστά σαλάτα ή τσιγαριστά. Με τα φύλλα της και
άλλα μυρωδικά φτιάχνονται πίτες

4864. τσουλουφάτη = προβατίνα που έχει στο κεφάλι της τσουλούφι.

4865. τσουπουτός, -ή, -ό = παχουλός, στρογγυλεμένος ή κάτι που είναι
στρογγυλεμένο.

4866. τσουράπα = άσχημη, με κακούς τρόπους γυναίκα.

4867. τσουράπι = κάλτσα μάλλινη

4868. τύλ’μα = τύλιγμα.

4869. τυλιγάδι = ξύλινο στρογγυλό εργαλείο που το χρησιμοποιούνε οι
γυναίκες για να μαζεύουν τα κουβάρια σε βάντες

4870. τυλιγαδιάζου = μαζεύω τα κουβάρια σε βάντες

4871. τυλώνου = σκληραίνω, τεντώνω

4872. τυρουκουμάου = φτιάχνω τυρί.

4873. τυρουλόι, τυρολόγος = ασκί, η ξύλινο δοχείο που έβαζε ο τσομπάνος
το τυρί

320

4874. τυφλίτ’ς, ντιφλίτς = είδος φιδιού που είναι σκούρο καφε χοντρό και
τυφλό ή βλέπει ελάχιστα, γι’ αυτό είναι και πολύ δυσκίνητο

4875. τφάνι = βροχή
4876. τφέκι = τουφέκι
4877. τφικάου = τουφεκάω
4878. τώραϊα, ια τώρα = αυτήν τη στιγμή.
Υ
4879. υπνουβέλιντσα = υπνοβελέντζα, βελέντζα για να σκεπαζόμαστε στον

ύπνο .
4880. υπνουβότανου = βοτάνι που φέρνει ύπνο (μήκων η υπνοφόρος).
4881. υπνουμένη, -ος = αυτή αυτός που κοιμάται, κοιμισμένη
4882. υπνώνου = κοιμίζω
4883. υπουδέλοιποι = οι υπόλοιποι
4884. υστιρνά = τα τελευταία , τα στερνά, αυτά που ήρθαν μετά
4885. υφάδι = νήμα που πλέκεται στο στημόνι με τη βοήθεια της σαΐτας.
4886. υφαίνου = η διαδικασία του αργαλειού για να βγεί το ύφασμα
4887. ύψουμα = λοφίσκος, πρόσφορο στην εκκλησία.
Φ
4888. φ’κάλι = μάτσα από αγριόθαμνο, ονομαζόμενο ''φουκάλι'', δεμένο και

πατημένο με βάρος, για να πάρουν το σχήμα σκούπας , αρχαίο το
κόρηθρον, φουκάλι ή φουκαλιά , σκούπα
4889. φ’καλίζου = σκουπίζω, σαρώνω, παστρεύω
4890. φ’λεύου = φιλοξενώ, τραπεζώνω, -ουμι φιλοξενούμαι

321

4891. φ’λιά = επίσκεψη, φιλοξενία κάποιου συγγενικού προσώπου.
4892. φ’λίου, φλάου = φιλάω.
4893. φ’λλάδα = φυλλάδα, βιβλίο, σημειωματάριο
4894. φαγάρι = γάλα για οικογενειακή κατανάλωση
4895. φάγουσα= έτριψα με την λίμα (αρνάρι)
4896. φαγώνω = τρίβω με σουγιά η λίμα
4897. φαϊ = φαγητό
4898. φακιόλια ρίχνει = ρίχνει πολύ χιόνι
4899. φαλάγγια = ομάδες στρατιωτών (κυρίως Τούρκων)
4900. φαλαρός = φαλακρός
4901. φαλκάρι = τσελιγκάτο, στάνη, παρέα
4902. φαλκαρίζου = ενώνω τα κοπάδια πολλών οικογενειών και φτιάχνω το

φαλκάρι (τσελιγκάτο)
4903. φαμπ’λεύου = κάνω οικογένεια(φαμπλιά)
4904. φαμπλιά = φαμελιά, οικογένεια .
4905. φανιλουσκούτι = ύφασμα για τις φανέλες.
4906. φαντασιά = φαντασία, λογισμός
4907. φαντασμένους, -η, -ου = αυτός που περηφανεύεται, εγωιστής.
4908. φαούρα = φαγούρα
4909. φάρα = σόι, φυλή
4910. φαρδουκούδ’να = φαρδιά κουδούνια

322

4911. φαρμάκι = το δηλητηριώδες φυτό κόνιτο το νάπελλο, ακόνιτο το
ρανουκουλόφυλλο, ακόνιτο το λυκοκτόνο. ( Aconitum napellus )
Δηλητηριώδες φυτό, γνωστό στην Ελλάδα από την εποχή των
μυθικών χρόνων. Πιθανολογείται ότι το χρησιμοποιούσαν όπως το
κώνειο, για την εκτέλεση των καταδικασμένων σε θάνατο, ενώ
χρησιμοποιούσαν τον χυμό του για να παρασκευάσουν δηλητήριο,
στο οποίο εμβάπτιζαν τα βέλη και τα ξίφη τους. Όταν το τρώνε τα
πρόβατα φαρμακώνονται και ψοφάνε

4912. φαρμακομένους= πικραμένος, στεναχωρημένος

4913. φαρμακώθκα = πικράθηκα , στεναχωρήθηκα

4914. φαρσώνου = πλέκω με κλαδιά

4915. φαρφαλιάρ’ς = πολυλογάς, φλύαρος.

4916. φασκιά = χοντρό μάλλινο σχοινί με το οποίο έδεναν τα σπάργανα
γύρω γύρω στο μωρό

4917. φασκιώνου = τυλίγω τα σπάργανα στο παιδί και τα δένω

4918. φάνα = θάμνος.

4919. φεγγίστρα = μικρό παραθυράκι στην καλύβα

4920. φέλπα = βαμβακερού ύφασμα σάν βελούδο.

4921. φέξη = φωτισμός, η περίοδος γεμίσματος του φεγγαριού
4922. φέξος, φέξου = το φώς

4923. φέρμιλη = το γιλέκο με ριχτά μανίκια που το φοράν με τη
φουστανέλλα, επίσημο γιλέκο με χρυσά κεντήματα και συρίτια

4924. φέρτ’ς = ξύλο για το τύλιγμα του διασιδιού

4925. φέσι = σκούφια.

4926. φέτου = εφέτος.

323

4927. φεύγα = αναχώρηση για τα βουνά ή τα χειμαδιά.

4928. φεύγας = πολύ γρήγορος στο περπάτημα.

4929. φεύγιστι, φευγάστι = φύγετε.

4930. φηρός, -ή, -ό = λειψός

4931. φιδιάζιτι = δηλητηριάζεται από τσίμπημα του φιδιού [

4932. φιδιατίσκα = δαγκώθηκα από φίδι.

4933. φιδόκαμψου, φιδουρούτι.= το πουκάμισο του φιδιού (παλιό δέρμα)

4934. φιδουκιέφαλου = φυλαχτό

4935. φιδουρούτι = παλιό δέρμα που πέφτει από το φίδι.

4936. φιδόχουρτο (Δρακόντιον) = Το συναντούμε με τις ονομασίες
δρακοντιά, δρακόντι, φαί του φιδιού, σταφύλι του φιδιού, λιάρος ή
φιδόχορτο. Η δρακοντιά είναι ενδημικό φυτό που συναντάται στα
Βαλκάνια, σε περιοχές γύρω από τη Μεσόγειο. Το φιδόχορτο είναι
αποχρεμπτικό στην περίπτωση άσθματος και χρόνιου βήχα, ενώ είναι
και δυνατό ευκοίλιο. Παλιότερα, ο Διοσκουρίδης σύστηνε την ώριμη,
ξεραμένη στον ήλιο και κοπανισμένη ρίζα στους ασθματικούς, τη
σκόνη της ρίζας με νερό ως αφροδισιακό, τη σκόνη ζυμωμένη με μέλι
ως καθαριστική των κακοηθών και φαγεδαινικών ελκών και τέλος τη
σκόνη ανακατωμένη με «λευκή άμπελο» (κουρμπένι ) ως
καταστροφική των πολύποδων (ακόμα και των καρκινωμάτων),
καθώς και προληπτική του δαγκώματος της οχιάς.

4937. φιλάει, οφελάει, φλάει = φυλάει, παραφυλάει, ωφελεί.

4938. φιλεύω = φιλοξενώ

4939. φιλί = κομμάτι από την πίτα.

4940. φιλιά = φιλοξενία, επίσκεψη

324

4941. φιλιώνου =ενώνω, συνταιριάζω, συμφιλιώνομαι.

4942. φιλλύκι (φιλλυρέα η πλατύφυλλος) = το φυτό που αρέσει ιδιαίτερα στα
κατσίκια είναι στην οικογένεια της ελιάς. Ένα φυλλαράκι από το φυτό
αυτό το βάνουμε μέσα στην μπουκ’βάλα. Είναι σύμβολο γονιμότητας
των ζώων. Απαντάται και ως φιλλύκι, φελλύκι, αγριομυρτιά,
γκρεουσιάδι, κ. ά.. Το Γένος της περιλαμβάνει γύρω στα 6 είδη
θάμνων ή δέντρων, με διαστάσεις όχι πολύ μεγάλες. Είναι διαδομένη
κυρίως στις παραμεσόγειες χώρες, και καλλιεργείται στο ύπαιθρο,
μόνον στις περιοχές με ιδιαίτερα ήπιο κλίμα. Στον θάμνο αυτό
αναφέρεται ο Διοσκουρίδης σαν Φιλλυρέα, ενώ στο ίδιο φυτό με ένα
λάμδα (Φιλυρέα) αναφέρεται ο Θεόφραστος, (Φυτών Ιστορία 1 , 9, 3

4943. φιλντισιένιους, -α, -ου = αυτός που γίνεται από ελεφαντόδοντο,
πολύτιμος

4944. φιλυρούδια = λουρίδες από ύφασμα.

4945. φινέστρα = παραθυράκι στο κονάκι για φως, φεγγίτης.

4946. φιρέοικους, -η, -ου = νομάς, αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία και
μετακινείται για την εξεύρεση καλύτερων συνθηκών για την δουλειά
του

4947. φιρφιρί = παγούρι για το τσίπουρο, ούζο

4948. φίτζια ζντρίγαλα = παιδικό παιχνίδι

4949. φκειασίδια = τα καλλυντικά και τα αξεσουάρ της εποχής

4950. φκιάνου = φτιάχνω

4951. φκιάνου τα γίδια = τακτοποιώ, περιποιούμαι

4952. φκιάρι = το φτυάρι

4953. φκιασιά = το φτιάξιμο του σώματος

325

4954. φκιασίδια = τα καλλυντικά και στολίδια της Σαρακατσάνας
φλαμπουράκους = μαντίλι άσπρο (μικρός φλάμπουρας) που

4955. φλάμπουρας = λάβαρο, σημαία του γάμου του γάμου Τα παλιότερα
χρόνια ήταν βυσσινή πανί με σταυρό όπως η Βυζαντινή σημαία τώρα
είναι η σημαία των Σπαχήδων . Το ράψιμο του φλάμπουρα είναι μια
κορυφαία στιγμή για το σπίτι του γαμπρού και αποτελεί ξεχωριστή
εκδήλωση την Παρασκευή το βράδυ. Οι γυναίκες έχουν την
πρωτοβουλία. Ο φλαμπουριάρης ή μπράτιμος ράβει το φλάμπουρα με
την καθοδήγηση των γυναικών και των κοριτσιών που τραγουδούν.
Ράβει το φλάμπουρα με τρία βελόνια και με τρεις κλωστές (άσπρη,
κόκκινη, γαλάζια) ή με τρία βελόνια και κόκκινη κλωστή ή με εννιά
βελόνια και κόκκινη κλωστή Πάνω στο φλάμπουρα εβάζαν
γουργουλίδια και κορδέλες τραγουδώντας το " Ράψε φλάμπουρα καλά
θα γύρει ράχες και βουνά, να μην τον σκίσουν τα κλαριά" κ.α
τραγούδια των προζυμιών Ο μπράτιμος κερνάει το φλάμπουρα. Στο
τέλος τον χορεύουμε και τον στήνουμε στη δεξιά μεριά από την πόρτα
του κονακιού.

4956. φλαμπουριάρ’ς, μπράτ'μος = αυτός που ράβει το φλάμπουρα και τον
κρατάει στο γάμο . Είναι παλληκάρι ανύπαντρο που τους γονείς του
στη ζωή.

4957. φλαμπουρόξ’λου = ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς το οποίο αποτελεί το
κοντάρι και τον σταυρό του φλάμπουρα. Ο σταυρός είναι στην
κορυφή. Στις άκρες από το σταυρό βάνουμε μήλα ή ρόδια.

4958. φλάσι, φτσέλα = ασκί στο οποίο βάνουν νερό οι τσοπαναραίοι ή
ξύλινο μικρό δοχείο για νερό η κρασί.

4959. φλάω = φιλώ

4960. φλέτρα = φτερά

4961. φλέτρας,-α = πεταλούδα , πολύ αδύνατος άνθρωπος, ελαφρύς

4962. Φλιβάρ'ς = Φεβρουάριος

326

4963. φλιτράου = πετάω (φλιτούρξα = πέταξα), φτερουγίζω, πετάω
ανάλαφρα από χαρά

4964. φλόκια = κρόσσια.
4965. φλόκους = δέσμη νημάτων από την οποία κόβουμε τα κρόσσια για τις

βελέντσες.
4966. φλουιέρα = φλογέρα.
4967. φλουκάτα = υφαντό μάλλινο άσπρο αμάνικο και μακρύ πανωφόρι

μέχρι τις γάμπες με περασμένους στην ύφανση άσπρους πυκνούς
φλόκους
4968. φλουρένιους, -α, –ου = αυτός που είναι από φλουρί
4969. φλουριά = τούρκικα χρυσά νομίσματα.
4970. φλουρίζου = ασπρίζω, γίνομαι άσπρος.
4971. φλώρα = ασπρα
4972. φλωρουγκιέσα = μαύρη (γκόρμπα) γίδα με άσπρες γραμμές στο
πρόσωπο.
4973. φλωρουκάν’τα = γίδα που έχει στο δέρμα της άσπρες και γκρίζες-στα-
χτιές τρίχες ανακατωμένες
4974. φλωρουκάπ’ς = αυτός που φοράει κάπα με χρώμα σχεδόν λευκό
4975. φλώρους, -α, -ου =άσπρος.
4976. φόλους = αβγό στη φωλιά της κότας για να την προκαλεί να γεννήσει,
αυτός που κάθετε συνέχεια μέσα (τι φλάς φόλους;)
4977. φόντα, φόντας = όταν
4978. φόρτουμα, φόρτωμα =. φορτίο, η διαδικασία για το ξεκίνημα του
καραβανιού

327

4979. φουβέρτα = φοβέρα.
4980. φουκαλίζω = σκουπίζω μα σάρωμα
4981. Φουκαλίτσα = σκούπα
4982. φουλιάζου = κάθομαι σ’ ένα μέρος για αρκετό διάστημα, μένω

άπραγος.
4983. φουλτάκα = φουσκάλα στο δέρμα (φλύκταινα )
4984. φουλτακιάζου = βγάζω φουσκάλα
4985. φουνιμένους = φονεμένος, σκοτωμένος, σφαγιασμένος φουντούλας

= αλαφρύς, άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερο περιχόμενο που θέλει να
φαίνεται.
4986. φουράδα = η φοράδα η πονηρη γυναίκα
4987. φουρδάκλα = φουσκάλα.
4988. φούρια = βιασύνη, θυμός, λύσσα.
4989. φούρκα = διχάλα
4990. φουρκάφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα κόββεται η άκρη του αφτιού σε
σχήμα διχάλας (σαν φούρκα)
4991. φουρκίζουμι = αιχμηρό αντικείμενο μου τρυπάει το δέρμα, θυμώνω.
4992. φουρκούλις = πολύ μικρές φούρκες (κλιτσούλες), με αυτές πιάνουμε
τις θηλιές της τέντας για να τη στερεώσουμε
4993. φουρλατάου = γυρίζω σαν τη σβούρα
4994. φουρλατίζου = σκορπάω, εκσφενδονίζω, δε λογαριάζω, .θυμώνω.
4995. φουρνατζής = φούρναρης.
4996. φουρουμανάω = δεν καθομαι φρόνημα

328

4997. φουρτουμένη = έγκυος γυναίκα
4998. φουρτουτήρα = λεπτή φούρκα που χρησιμοποιείται ως αντιστήριγμα

στο φόρτωμα των ζώων για να μην γερνει το φορτίο όταν φορτοθεί η
μία μεριά
4999. φούσκα = ουροδόχος κύστη.
5000. φούσκουμα = ασθένεια στα ζώα, τυμπανισμός.
5001. φουσκουμπουνιασμένους, = αυτός που είναι πρησμένος στο
πρόσωπο κυρίως από ύπνο: φουσκουμπουνιασμένους ,
αγουροξυπνημένος
5002. φουσκούρια = είδος από μανίκια
5003. φούστα = βασικό κομμάτι απ’ τη γυναικεία φορεσιά που πιάνεται στη
μέση και είναι μακρύ ως τη γάμπα.
5004. φούστια = αμάνικο πουκάμισο στη γυναικεία φορεσιά
5005. φουστίσιου = ύφασμα για φούστες.
5006. φουτίκια, φωτίκια = τα δώρα του νονού στο βαφτιστικό τα οποία ηταν
ολοκληρωμένη αλαξιά
5007. φουτόξ’λα = ξύλα που κάνουν καλή φωτιά
5008. φουτουγόνι = η γωνιά με φωτιά
5009. φρέζα = στενή ταινία την οποία βάζουμε στα υφαντά.
5010. φριντζιάτους, -η, -ου = αυτός που είναι στολισμένος με φρέντζες
5011. φριτζιάτου = η υποδοχή του κονακιου περιφραγμένη αυλή με
καθίσματα και κρεβάτια για να υποδεχόμαστε τους ξένους, τεχνητός
ίσκιος, τσαρδάκι.
5012. φριτζιατουκόνακου = κονάκι με φριτζιάτο (βλέπε λέξη)

329

5013. φρίττου = τρομάζω, φοβάμαι

5014. φρίχκα = τρόμαξα.

5015. φρουξ’λιά , Κουφοξυλιά, Αφροξυλιά αλλά και Ζαμπούκος = δέντρο
που ο κορμός του είναι κούφιος, φυτό με θεραπευτικές ιδιότητες.

5016. φρούσιου = ζώο με κατάλευκο κεφάλι

5017. φρούτα = μανίκια από το το πουκάμισο της γυναικείας στολής.

5018. φρουτουπόδια = νυφική ποδιά.

5019. φσάει = φυσάει

5020. φσέκι = βολίδα όπλου

5021. φσουνιάρ’κα = μυξιάρικα πρόβατα.

5022. φταίξους = φταίξιμο.

5023. φταλειά = είδος σιταρένιου ψωμιού που παρασκευάζεται με ζυμάρι
και τυρί και ψήνεται στη φωτιά

5024. φτηνοπέτσκο = φτηνόφλουδο.

5025. φτίλι = φυτίλι

5026. φτιλιάς = Η φτελιά ή κοινώς και φτελιάς, φτιλιάς, φτελιός και στα
αρχαία ελληνικά γνωστή ως πτελέα ή πτελέη, είναι αυτοφυές
φυλλοβόλο δέντρο που ανήκει στο γένος Ulmus. Το ξύλο της φτελιάς
είναι περιζήτητo. Έχει μοναδικά νερά, συχνά με ίνες «συνυφασμένες»
(τα νερά αλληλoδιασταυρώνονται) έτσι η ξυλεία της δεν σκίζεται
εύκολα. Για χιλιετίες, ξύλο φτελιάς έχει χρησιμοποιηθεί στην
κατασκευή των κάρων, για τις σανίδες και ιδιαίτερα για τους αφαλούς
των ακτινωτών τροχών. Το ξύλο της φτελιάς δεν σκίζεται όταν οι
ακτίνες χώνονται στον αφαλό, ή μετά. H πρώτη γραμμένη αναφορά
στη φτελιά (πτελέα) έγινε στους καταλόγους στρατιωτικών εφοδίων
της Κνωσού στη μυκηναϊκή εποχή. Μερικά από τα άρματα είναι από

330

πτελέα και οι κατάλογοι αναφέρουν φτελιανούς τροχούς Ο Ησίοδος
λέει ότι αλέτρια επίσης ήταν συνήθως από πτελέα Επειδή δεν σαπίζει
όταν είναι διαρκώς βρεγμένη, για αιώνες η ξυλεία της φτελιάς
χρησιμοποιόταν στην Ευρώπη για υδαταγωγούς και σωλήνες νερού,
και στην κατασκευή των υδραντλιών Ο Αριστοτέλης αναφέρει τη
χρήση του φυλλώματος της φτελιάς για κτηνοτροφή, μια χρήση που
συνηθιζόταν μέχρι πρόσφατα στην Ευρώπη και στην Aσία Ο
Διοσκουρίδης μάλιστα λέει ότι για τoν άνθρωπο τα νέα φύλλα
μπορούν να βραστούν ως χόρτα Σε χρόνια λιμού, ένα είδος αλευριού
από ξερά φτελιάφυλλα χρησιμοποιόταν επίσης για ψωμί Οι σπόροι
είναι πιο θρεπτικοί, με 45% πρωτεΐνη ]

5027. φτινά = λεπτά, λεπτά ρούχα, υφάσματα, χαρτί κ.α

5028. φτίνα =. πήλινο δοχείο στο οποίο πήζουμε το γάλα που γίνεται
γιαούρτι, μεγάλο βαθύ πηλινο πιάτο.

5029. φτινός, -ή, -ό = λεπτός,-η,-ο.

5030. φτιρό = μέροςτου κοπαδιού, η άκρη απ το κοπάδι.

5031. φτιρουτό = διακοσμητικό σχέδιο

5032. φτουχαίνου = φτωχαίνω, αδυνατίζω

5033. φτσέλα, φτσιέλι, φτσιλάκι, φτσιέλα = ξύλινο δοχείο νερού που το
εφερνε ο τσομπάνος στον ώμο(αντί για παγούρι). βιτσέλα ή βουτσίνα ,
βουτσέλι, ξύλινη υδρία (παράγεται από τη λέξη «βυτίνη») Από την
αρχαία ελληνική λέξη «βύτις» ή «βύττις», από την οποία στη συνέχεια
προήλθε το βουτσί.

5034. φτύματα = σκουληκάκια από φτύσιμο μύγας στα τρόφιμα

5035. φτύου = φτύνω

5036. φύβγα = φεύγα

5037. φυλαχτ’κά = μισθός του τσομπάνου, ρόγα

331

5038. φυλαχτήδις = συγγενείς συνοδοί της νύφης στο κονάκι του γαμπρού,
5039. φυλλουκάρδια = τα βάθη της καρδιάς οπου τα συναισθήματα.
5040. φυντάνι = νέο βλαστάρι που μεγαλώνει
5041. φύρα = φθορά, ελάττωση όγκου ή βάρους.
5042. φυσσάτου = συμπεθεριακό: τι καρτιρείς, βρε φλάμπουρα, κι δεν κινάς

φυσσάτου.
5043. φύτρα = γενιά, καταγωγή.
5044. φώλος, φώλι = αβγό ή ομοίωμα αβγού που τοποθετείται στη φωλιά

της κότας για να την κάνει να γεννά, αυτός που δεν βγαίνει και κάθετε
μέσα περιπαικτικά
5045. φώρα = φανερά , αποκάλυψη κάποιου γεγονότος
5046. φωτίκια = τα δώρα του νονού κατά το βάπτισμα Σε κάποιες περιοχές
(οι Πολίτες Σαρακατσάνοι) έπερναν τα φωτίκια στην εφηβία και
σταματούσαν από εκει και μετά τα δώρα σε γιορτές. Αποτελούσαν μια
ολόκληρη αλαξιά από ποδήματα μέχρι καπέλο Παράγεται από το
ρήμα «φωτίζω» =δίνω φως.
Χ
5047. χ(υ)λός = αλεύρι βρασμένο με νερό , χυλός
5048. χ΄αΐντι , χ'αΐντι = αϊντε-αϊντε φράση που δηλώνει κοροϊδία
5049. χ’λιάζουν = γίνονται χιλιάδες, πληθαίνουν.
5050. χ’λιάρα =κουτάλα ]
5051. χ’λιαράκι = το μέρος της κοιλιάς που βρίσκεται κάτω από την απόληξη
του στέρνου και πάνω από το στομάχι · έχει το σχήμα κουταλιού.
5052. χ’λιάρι = κουτάλι

332

5053. χ’λιαριά = κουταλιά.
5054. χ’λιαρίζου = τρώω με το κουτάλι με βιάση και πολύ
5055. χ’λιαρουθήκη = ξύλινη θήκη για τα κουτάλια
5056. χ’λός = πρόχειρο φαγητό (βραστό αλεύρι).
5057. χ’μαδιά = χειμαδιά, τόπος που ξεχειμωνιάζουν οι κτηνοτρόφοι με τα

κοπάδια τους
5058. χ’μαδιό = λιβάδι στο οποίο ξεχειμωνιάζουμε τα κοπάδια μας.
5059. χ’μουνίσιους, -α, -ου = χειμωνιάτικος.
5060. Χ’μουνουκαλόκιρου = όλος ο χρόνος
5061. χ’νόπουρους, χ’νουπώρι = το φθινόπωρο
5062. χ’νουπουριάζει = φθινοπωριάζει.
5063. χ’νουπουριάτ’κους, -η, -ου = φθινοπωριάτικος.
5064. χαβδώνω = ανοίγω τα πόδια μπροστά στην φωτιά (χάβδα) να ζεσταθώ

από την μέση και κάτω εσωτερικά
5065. χάβου = τρώω
5066. χάβους = γκρεμός.
5067. χαβώνω = μένω άναυδος, τα χάνω, κόβεται η λαλιά μου
5068. χαζαναφέρς = αναφέρεις χαζά, λες χαζομάρες
5069. χάζι = απολαμβάνω, χαίρομαι, με διασκεδάζει, ευχαρίστηση, γούστο.
5070. χαζουφέρνς = φέρνεσαι σαν χαζός
5071. χαζουφέρς = δεν πας καλά στα μυαλά σου
5072. χάθκαμαν = χαθήκαμε

333

5073. χαιβάνια = ζώα , ανθρωπος χαζός
5074. χάϊδια = χάδια
5075. χαϊμαλί = κρεμαστά στο λαιμό με φυλαχτά.
5076. χαΐρι = προκοπή.
5077. χαϊρλής = προκομένος, τυχερός
5078. χαϊρλίτ’κα = να τα χαίρεστε, τυχερά να είναι, να έχουν προκοπή
5079. χαϊρλίτ’κους, -η, -ου = τυχερός, προκομένος, ευλογημένος
5080. χάκι, ρόγα.= αντιμισθία τσομπάνου
5081. χαλάβρα = μεγάλος γκρεμός που χάσκει ανοιχτός
5082. χαλάλι = ευλογημένο, για το καλό σας, τυχερό σας
5083. χαλαλουή = θόρυβος από πολλές φωνές, βουή από φωνές ή

περπάτημα του όχλου
5084. χαλαντζιούκα = πρόχειρο καλυβάκι
5085. χαλάου = καταστρέφω, (μτφ.) δολοφονώ
5086. χαλασιά = χαλασμός, καταστροφή και κοσμοχαλασιά.
5087. χαλεύω = ζητάω, αναζητώ, γυρεύω
5088. χαλιαντζούκα = πρόχειρη καλύβα
5089. χάλιμα = αναζήτηση, γύρεμα
5090. χαλκιάς = χαλκοποιοός.
5091. χαλκόμ’γα = μύγα στο χρώμα του χαλκού που φτίνει τα κρέατα
5092. χαλκώματα = τα χάλκινα σκεύη του νοικοκυριού

334

5093. χαλνό = δερμάτινο εξάρτημα σαν καπίστρι με μικρη μεταλική ραβδο
που μπαίνει στο στομα για να οδηγείς το άλογο, τα γκέμια

5094. χαμάρα = εξάντληση, αδυναμία, αδιαθεσία.

5095. Χαμένος = Νοέμβριος

5096. χαμόμλου = χαμομήλι,(βλ παπαδίτσα) χαμαίμηλον το κοινόν ή
ματρικαρία το χαμαίμηλον – Matricaria chamomilla χαμόμηλο,
καμηλάκι, το λουλούδι του Αϊ Γιώργη ένα πασίγνωστο βότανο. Το
γένος του περιλαμβάνει περισσότερα από 70 είδη, ωστόσο στην
Ελλάδα απαντά ένα μόνο είδος. Το χαμομήλι το χρησιμοποιούσαν
από την αρχαιότητα. Οι άραβες γιατροί συνιστούσαν το έλαιό του για
εντριβές. Από τον 1ο αιώνα μ.Χ ήταν γνωστή η δράση του επί του
πεπτικού συστήματος. Το χαμομήλι όχι μόνο χαλαρώνει, αλλά μειώνει
σημαντικά το άγχος και την κατάθλιψη, είναι αντισηπτικό και
καταπραϋντικό των ερεθισμών του δέρματος ,για την ακμή, το έκζεμα,
τις φλεγμονές, τα εγκαύματα, για τις αλλεργίες των ματιών,τονωτικό,
χωνευτικό, κατά της κράμπας του στομάχου, της δυσπεψίας και των
μετεωρισμών, κατά της ανορεξίας, των στομαχικών διαταραχών και
της αεροφαγίας-μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον καθαρισμό των
πληγών-για τα έλκη του στόματος και για την ουλίτιδα, μπορεί να
χρησιμοποιηθεί κατά των κολικών πόνων των νηπίων, ανακουφίζει
από τους πόνους της περιόδου και από το προεμμηνορροϊ, κό
σύνδρομο, κατά της κολπίτιδας (γίνονται πλύσεις με το χαμομήλι),
αποτελεσματικό για την καταπολέμηση του κατάρρου κυρίως
αλλεργικής προέλευσης-βοηθά στο άσθμα

5097. χαμουκιέρασα = οι άγριες φράουλες. Το χαμοκέρασο (αρχ.:
χαμαικέρασος) (Fragaria vesca, Χαμαικέρασος η λεπτή) κοινώς
ονομάζεται αγριοφράουλα και είναι ένα φυτό των δασικών εκτάσεων

5098. χαμπέρι = είδηση

5099. χαμπλά = χαμηλά.

5100. χαμπλώματα = πεδινά μέρη, πεδιάδες που ξεχείμαζαν.

335

5101. χαμπλώνου = χαμηλώνω.
5102. χανάκα= περιλαίμιο στα σκυλιά που έχει πάνω του καρφωμένα

μεταλλικά καρφιά για προστασία απ τα άγρια ζώα
5103. χάνουμι = πεθαίνω
5104. χαντακώθκα = απέτυχα, παταγώδης αποτυχία
5105. χάντρα = το μάτι
5106. χάπιις = χάπια
5107. χάπιου = χάπι
5108. χάπσις = μικρές αγριοφράουλες
5109. χαρά = γάμος
5110. χαραή = χαραυγή
5111. χαρακιάζου = κάνω χαράζω για να κόψω κάτι, χαράζω κάποια

ενέργεια
5112. χαράμι = άδικα
5113. χαράρια = μεγάλα υφαντά τσουβάλια
5114. χαρβαλόστουμους, -η, -ου = αυτός έχει στόμα ασταμάτητο με χαζά,

αθυρόστομος
5115. χάρβαλου, χάρβαλο = διαλυμένο, ερειπωμένο, κομάτια, σαράβαλο,

πολύ παλιό
5116. χαρδακίζου = χαίρομαι πολύ, ανοίγει η ψυχή μου, αστειεύομαι
5117. χαρδαλούμπας = εκείνος που άπληστα καταβροχθίζει τα πάντα.
5118. χάρισμα = δώρο
5119. χαρκεύου = μαστορεύω

336

5120. χαρκεύου = μαστορεύω.
5121. χαρμπί = δίστομο μαχαίρι κεντημένο με πέτρες
5122. χαρόϊπουλου = γιος του χάρου
5123. χαρότριχα έχει = η ξαφνική εμφάνιση κάποιων συγκεκριμένων ζώων

που προμυνείει κάτι κακό. Το ξαφνικό πέταμα της πέρδικας π.χ σε
τρομάζει μέχρι θανάτου (έχει χαρότριχα μέσα της)
5124. χαρουκουπού = γλεντοκοπώ, διασκεδάζω
5125. χαρουπούλι = νυχτόβιο πουλί που το λάλημά του προμηνύει θάνατο.
5126. χάρους, ου = χάρος αλλα και κακός, αντιπαθητικός
5127. χαρσμένο = αυτό που έχει πάνω του όλες τις χάρες
5128. χαρταβέλας = σαχλαμάρας.
5129. χαρτόλουρα = λούρα που χρησιμοποιούνται για το χάρτωμα (σκελετό)
του κονακιού
5130. χάρτουμα = διαδικασία για να φτιάξουν τον ξύλινο σκελετό του
κονακιού
5131. χαρτώματα = ξύλινες βέργες (λούρα) κατάληλλες για τον σκελετό
(χάρτομα) του κονακιού
5132. χαρτώνου = πλέκω τα όρθια λούρα του με οριζόντια
5133. χαρχαγγέλια = κουδουνάκια, μικρά κρεμαστά που βάζουν στο
φλάμπουρα, ψιλοστολίδια
5134. χαρχάρα, χαρχάλα = κατάξερο και άγονο μερος.
5135. Χασανδρινοί = Μακεδόνες Σαρακατσιαναίοι που ξεχειμάζουν στην
Κασάνδρα της Χαλκιδικής.
5136. χάση = περίοδος που μειώνεται το φεγγάρι

337

5137. χάσκου = χαζεύω, αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι
5138. χασουμεράου = χάνω το χρόνο άσκοπα
5139. χασουμέρια = χαμένος χρόνος, καθυστέρηση που προκαλεί χάσιμο

χρόνου.
5140. χασουμέρς = ο αργοκίνητος, ο αργός
5141. χασουπέφτη = Πέμπτη που χάνεται το φεγγάρι
5142. χατζίνα = γυναίκα του ιδιοκτήτη χανιού
5143. χαψιά = μπουκιά χάψα, χαψιά. Από το ρήμα «χάπτω» = ανοίγω το

στόμα μου
5144. χείλη μ’ αχείλη = είναι γεμάτο τελείως, γεμάτο μέχρι το χείλος.
5145. χειμάζου = προκαλώ χειμώνα, προκαλώ κακοκαιρία , παράξενη

συμπεριφορά
5146. χειρακώνουμι = με τα χέρια μου πιάνομαι από κάπου, βαστιέμαι από

κάπου.
5147. χειργιά = ποσότητα που μπορούμε να πιάσουμε με το χέρι, μπουκέτο
5148. χειρόκλιτσα = κλίτσα για τα παζάρια, για επίσημες εμφανίσεις.
5149. χειρότια = κεντημένα ακρομάνικα από τα κατασάρκια των αγοριών

και των εφήβων
5150. χειρουδώσμο = χειραψία, υπόσχεση αρραβώνα
5151. χειρούλα = μπουκετάκι.
5152. χειρουφκιασμένου = χειροποίητο.
5153. χέρι = η ξύλινη μανιβέλα με την οποία στρίβαν το μπροστινό αντί.

στον αργαλειό
5154. χεριά = όσο χωράει η παλάμη

338

5155. χέρι-χέρι = πολύ γρήγορα:
5156. χερόβολο = ποσότητα σταχυών που μπορεί να κρατήσει με το ένα

χέρι αυτός
5157. χέρσο = ακαλλιέργητο
5158. χιζιαρ’ς = φοβητσιάρης
5159. χιζουβόλσα = έχεσα
5160. χιζουλόους = η τουαλέτα
5161. χιζούρ’ς = χέστης. φοβητσιάρης.
5162. χιλιότρανους, -η, -ου = πολύ μεγάλος, πολύ σπουδαίος
5163. χιλιουκαλώς = πολύ καλός, εξαίσιος με τα χίλια τα καλά
5164. χιρώνει του γάλα = αρχίζει να λιγοστεύει το γάλα
5165. χλέπι = πτύελο, φλέγμα
5166. χλιάρα = ξύλινη κουτάλα για το ανακάτεμα και το σερβίρισμα του

φαγητού.
5167. χλιάρας = βλάκας , χαζός
5168. χλιάρι = κουτάλι
5169. χλιάρκου = χιλιάρικο
5170. χλίβουμι = θλίβομαι, στενοχωριέμαι:
5171. χλιμάρα = θλίψη, κακομοιριά, έντονη μιζέρια
5172. χλιμιτράει = χρεμετίζει, η φωνή του αλόγου .
5173. χλιμιτράου = κλαίω, κάνω σαν το άλογο που φωνάζει
5174. χλιμίτρισμα = η φωνή του αλόγου

339

5175. χλιμιτρίσματα = αποχαιρετηστήρια κλάματα με λυγμούς που χύνει η
νύφη

5176. χλιό = χλιαρό.
5177. χλίψη = στενοχώρια, θλίψη
5178. χλουρασιά = χλωρό χορτάρι, πράσινα κλαδιά από τα δέντρα.
5179. χλουρό τυρί = φρέσκο τυρί, τυρί ακόμα στην τσαντίλα.
5180. χλουρόπ’τα = πίτα με βάση (φρέσκο τυρί.
5181. χνιόπουρου = φθινόπωρο
5182. χνούπα, η είδος μικρού κουνουπιού [27, 440].
5183. χόβολη = η θράκα με στάχτη
5184. χολοϊόμαι = αναστενάζω συνεχώς
5185. χόντρους = πάχος.
5186. χοροπατάει = κάνει νευρικές κινήσεις σαν να χορεύει
5187. χουαϊαξε = φωναξε
5188. χούι = συνήθεια συνήθως κακή, ελάττωμα
5189. χουιάζου = φωνάζω δυνατά , μαλώνω.
5190. χουιάστρα = δυνατή φωνή αγριεμένη
5191. χουιατά = δυνατές φωνές
5192. χουλoϊώμι = στενοχωριέμαι, αναστενάζω
5193. χούλια = κουτάλα.
5194. χούλιαρους = μεγάλο κουτάλι
5195. χούλιαρους = μεγάλο κουτάλι

340

5196. χουλουσκάου = στενοχωριέμαι, σκάω
5197. χουματίζου = θάβω
5198. χούμπα, χούμπωμα = ξεδιάντροπη/ος
5199. χουμπιάρ’κου = ξεδιάντροπο , αυτό που πρέπει να κρύβεται, να χαθει
5200. χούμπουσι = χάσου
5201. χουμπώνου - ουμι = καταντροπιάζομαι, κρύβομαι από την ντροπή

μου
5202. χουνεύου = ανέχομαι, συμπαθώ, αποδέχομαι
5203. χούνη = κοιλότητα ανάμεσα σε πλαγιές, στενή λαγκάδα
5204. χουντραίνει του γάλα = γίνεται πιο πλούσιο σε λίπος, γίνεται

παχύρρευστο σε λίγο θα έχει βράσει
5205. χουντρόγαλου = πρώτο γάλα της νεογέννητης προβατίνας πολύ παχύ
5206. χουντρουκούδ’να = μεγάλα σε βάρος κουδούνια
5207. χουντρουκουπάνι = χοντροκαμωμένος, άξεστος.
5208. χουρ’σιά = χώρισμα , μερίδιο, ξεχώρισμα, ομάδα, δόση
5209. χουρδή, χουρδιά = πλεγμένα έντερα για το κοκορέτσι
5210. χουριατεύου = σταματώ την ποιμενική ζωή και γίνομαι μόνιμος

κάτοικος σε χωριό
5211. χουριάτις = κάτοικοι των χωριών μη Σαρακατσιαναίοι.
5212. χουρουστάσι = ξέφωτο στο οποίο πιστεύουμε ότι μαζεύονται οι

νεράιδες και χορεύουν.
5213. χουρταρόκιρους = καιρός βροχερός με ήπια θερμκρασία (μισή μέρα

βροχή και μισή ήλιος). κατάλληλος να φυτρώσει χορτάρι

341

5214. χουρτασίλα = το αίσθημα χορτάσματος.
5215. χουσάφι, χουσιάφι = κομπόστα, χοσιάφι, χοσιάφ, χοσάφ, χουσάφι,

χουσάφ, χρουσάφι, κοσάφι, κοσάφ, κουσάφι, κουσιάφι, κουσάφ,
κιουσάφι από το Ιταλικό composta
5216. χουσιά = προδοσία, ενέδρα, καρτέρι
5217. χουσμέτι = μικροδουλειές του σπιτιού
5218. χουσμικιάρ’ς = υπηρέτης
5219. χούφτα = η φούχτα , γροθιά, πυγμή, η λαβή από το σπαθί
5220. χουχλάζει του νιρό = χοχλάζει, βράζει, το νερό
5221. χούχλος, χόχλους, = χοχλασμός, βράσιμο νερού.
5222. χουχουλάου = θερμαίνω κάτι με την εκπνοή του αέρα
5223. χόχλους = βράσιμο νερού.
5224. χράδια = ρίγες από τα υφαντά.
5225. χρεία = η ανάγκη, αποχωρητήριο
5226. χριουστής = αυτός που χρωστάει, χρεωμένος.
5227. Χριστόημιρα = χρονιάρες μέρες των Χριστουγέννων
5228. χριστόκ’λουρα, χριστόψουμου = κουλούρα που φτιάχναν τα
Χριστούγεννα και την κεντούσαν περίτεχνα
5229. Χριστόψωμα = Ήταν γνωστό ότι Σαρακατσάνοι έφτιαχναν δύο
Χριστόψωμα. Το πρώτο, το καλύτερο και με τα πιο πολλά κεντίδια,
είναι για τον Αη (τον Χριστό). Πάνω του σκάλιζαν ένα μεγάλο σταυρό
, φεγγάρι με πέντε λουλούδια. Το δεύτερο, η τρανή Χριστοκουλούρα,
είναι για τα πρόβατα. Ιδιαίτερη τιμή για τα ζωντανά των
Σαρακατσάνων ώστε να τα έχει καλά ο Χριστός. Στη

342

Χριστοκουλούρα παριστάνεται με ζύμη, όλη η ζωή της στάνης,
δηλαδή, η μάντρα, τα πρόβατα, οι βοσκοί κ.α.

5230. χρουνιάρ’κους = αυτός είναι ενός έτους

5231. χρυσικός = χρυσοχόος

5232. χρυσουγάιτανου = με όμορφο γαϊτάνι

5233. χρυσόφλουρου = χρυσό φλουρί.

5234. χτέ = εχθές.

5235. χτένι = εξάρτημα του αργαλειού μέσα από το οποίο περνάει το διασίδι.

5236. χτικιάρ’ς = φυματικός, αυτός που έχει χτικιό, αρρωστιάρης, μαραζιάρης

5237. χτικιό =. φυματίωση, μαρασμός,απ' τη λέξη «εκτικός» = o πάσχων
από στηθικό νόσημα. «Ηθικά» Πλουτάρχου, σελ. 202

5238. χτινάδις = πλανόδιοι τεχνίτες που πουλάνε εξαρτήματα του αργαλειού
και κυρίως χτένια

5239. χυμάω, χυμίζω = ορμάω

5240. χύνει η καρδιά = έχω διάρροια

5241. χύνουμι = ορμάω

5242. χύρουμα = όγκος από χώματα που παρέχει προστασία, οχύρωμα

5243. χύση = διάρροια.

5244. χώνιψι η πρατίνα = εμασε το γάλα πίσω το ζώο γιατί δεν το αρμεξαμε

5245. χώρα = πόλη

5246. χωσιά = η ενέδρα

Ψ

5247. Ψ’χαλίζου = ψιχαλίζω

343

5248. ψ’χή = καρδιά.

5249. ψ’χουκόκκαλα = τα πλευρά στο στήθος.

5250. ψ’χουκόκκαλα, τα νόθες πλευρές του στήθους.

5251. ψαθί = το φυτό τύφη η πλατύφυλλος που το χρησιμοποιούσαν για
σάλλωμα στις βοηθητικές κυρίως εγκαταστάσεις Tο φυτό ονομάζεται
στην Ελλάδα τύφη η ψαθί ή ψάθα ή ράπη ή ρένα ή σάζια ή παπύρι ή
ραγάζι, Το γένος περιλαμβάνει 9 είδη ελοχαρών, ποωδών και
πολυετών φυτών από τα οποία στην Ελλάδα είναι πιο συνηθισμένα η
πλατύφυλλος (latifolia) τύφη και η στενόφυλλος (angustifolia ή
angustata) .Τα δύο είδη ξεχωρίζουν σχετικά ευκολα..ή μεν
πλατύφυλλος έχει πιο πλατιά φύλλα ενώ η angustifolia πιο στενά και
σκούρα που συνήθως εξέχουν κατα πολύ πάνω απ το ανθοφόρο
στέλεχος στο οποίο επιπλέον ξεχωρίζουν χαρακτηριστικά τα θηλυκά
(κάτω) και τα αρσενικά άνθη (πάνω) με ένα κενό περίπου 3 εκ.Οι ρίζες
χρησίμευαν σαν τροφή για γουρούνια, αλλά και με μια επεξεργασία τις
μετέτρεπαν σε ένα είδος αλεύρου. Τα φύλλα ακόμα και τώρα
χρησιμοποιούνται για να σκεπάζουν χώρους, ακόμα και
αποθήκες.Επίσης οι τρυφεροί του βλαστοί αποτελούν σημαντική
τροφή για υδρόβια πουλιά όπως οι νερόκοτες και οι φαλαρίδες.
Παλιότερα αξιοποιούνταν ως άχυρα για διατροφή ζώων αλλά κυρίως
για την κατασκευή ψάθινων ειδών.

5252. ψαθούλα = διακοσμητικό σχέδιο

5253. ψαλίδι = ψαλίδι, αρχαία "ψαλίς" προελληνικό (μτφ.) ίδιο ύψος, ίδια
ηλικία, ίση αξία

5254. ψαλίδα = πολύποδο ζώο, σαρανταποδαρούσα,

5255. ψαλιδουτό = είδος από διασίδι.

5256. ψάνα = χλωρό μεστωμένο στάχυ και ψάνη και αψάνα, χλωρό στάχυ
σιταριού, χλωρό στάχυ σιταριού καψαλισμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψανός*
(Ι) «ευκολόβραστος», με αλλαγή γένους].

344

5257. ψαρής = άσπρο άλογο με σταχτή , μαύρες βούλες
5258. ψαριά = γίδα που έχει στο τρίχωμά της κοκκινωπές τρίχες

ανακατωμένες με άσπρες
5259. ψαρόπ’τα = η πίτα που οφείλει το όνομά της στο οτι η τοποθέτηση

των επί μέρους κομματιών της μέσα στο ταψί έχει τη μορφή ψαριών
5260. ψαχνουρουτάου = ψάχνω και ρωτάωψένει τα φίδια (μτφ.) κάνει πολύ

κρύο: απόψι ψένει τα φίδια.
5261. ψένιτι του τυρί = ωριμάζει
5262. ψένου = ψήνω
5263. ψες, ιψές = χτες βράδυ
5264. ψευτουζού = ζω με στερήσεις.
5265. ψευτουζουή = ζωή με στερήσεις, ζωή προσωρινή.
5266. ψηλουθείτι = υψωθείτε
5267. ψήλουμα = βουνό.
5268. ψηλώματα = τα βουνά.
5269. ψίδι = του κομμάτι από αργασμένο πετσί
5270. ψίκι = γαμήλια πομπή, συμπεθεριακό
5271. ψιλά τραγούδια = τραγούδια με οξείς ήχους, όμορφα τραγούδια

κυρίως από γυναικείες φωνές
5272. ψιλουκοσκινού = τα υπολογίζω όλα, με απασχολούν και νοιάζομαι για

όλα
5273. ψιλουκούδ’να, τα κουδούνια που βγάζουν λεπτό ήχο
5274. ψιλουτραγδάου = σιγοτραγουδώ.

345

5275. ψιλουφκιασμένους, -η, -ου αυτός που είναι φτιαγμένος με λεπτή
δουλειά.

5276. ψισνό = χτεσινό
5277. ψιφτιά = το φαρμακευτικό φυτό το αψίνθιον (Αρτεμισία)

χρησιμοποιείται κατά της ελονοσίας και του κοκίτη, και η ψευτιά
5278. ψιφτιά, η το φαρμακευτικό φυτό Αρτεμισία το αψίνθιον. Το

χρησιμοποιούμε κατά της ελονοσίας και του κοκκύτη
5279. ψίχα, τρίμα = πολύ λίγο
5280. ψλά = ψηλά σε ύψος, ψιλά κέρματα
5281. ψουμί = το ψωμί
5282. ψουμόλ’σα πειναλέος, νηστικός
5283. ψουμότσιουλου = τσιόλι με το οποίο σκεπάζουμε το ψωμί.
5284. ψουμότσιουλου, του τσιόλι με το οποίο σκεπάζουμε το ψωμί.
5285. ψουμουκρέβατου = ράφι για το ψωμί
5286. ψουμουλύσασα = λύσαα για ψωμί, πειναλέος, νηστικός
5287. ψουμουτρουβάς, ψουμουσακούλα = τροβάς για ψωμί.
5288. ψουμουτύρ = ψωμί με τυρί, συνήθεια
5289. ψουφίμι = ζώο. ψόφιο, αδύνατο.
5290. ψουφόμαλλα = τα μαλλιά που τα παίρνουμε από τα ψόφια πρόβατα
5291. ψυχουγιός = πρωτοπαλλήκαρο του καπετάνιου.
5292. ψυχούδια = ψωμάκια που τα μοιράζουμε σε μνημόσυνο μικρού

παιδιού.
5293. ψυχουμαχού = ξεψυχώ.

346

5294. ψχανιάζου = αφήνω την πίτα κουπωμένη για να γένη πιο τραγανή
Ω

5295. ώξου = έξω
5296. ώρα = το ρολόι (εχς ώρα;)
5297. ωρέ = κάλεσμα ανθρώπου μεδούλι, μιδούλι = το μεδούλι απ το

κόκαλο απ το Λατινικό medulla
5298. ωρέ, ρε, βρε, μωρέ, αβρέ, αρέ = εσύ από το bre

347

ΠΗΓΕΣ
 Δ. Στατηράς: Ηπειρωτική Εστία, τ.4, 1955.
 Λεξικό των δανείων στη ρωμαίικη (δημοτική) γλώσσα
http://www.lithoksou.net
 ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΛΑΛΙΑ https://karditsas.blogspot.com
 Σαρακατσιάνικη Λαλιά : Θόδωρου Γιαννακού (από τα πορτραίτα
Σαρακατσαναίων)
 Δημήτρη Στεργίου «4.500 μυκηναϊκές, ομηρικές, βυζαντινές και
νεοελληνικές λέξεις στο βλάχικο λόγο»
 Τα δημοτικά μας τραγούδια
 Κατσαρίκα και Δ. Κυριάκου "Το Ροϊασμένο Σαρακατσανόπουλο ετών
15
 Από το έργο "Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τη γλωσσική
εκπαίδευση" Κοινωνία της Πληροφορίας.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
 10. http://www.lithoksou.net/p/mpa-mpaito
 https://el.wiktionary.org
 votanaaristoteleio.weebly.com

348

έτσι το λέμε εμείς
οι

Σαρακατσάνοι

λέξεις της καθομιλομένης
στην

Σαρακατσάνικη λαλιά

349

Α

1. α = δηλώνει συναισθήματα ανάλογα με το νόημα του λόγου, τον τόνο και το
χρωματισμό της φωνής ή τις κινήσεις του σώματος και τους μορφασμούς του
προσώπου (χαρά, ευχαρίστηση, θαυμασμό, πόθο ή ευχή που δεν έγινε,
κοροϊδία, αγανάκτηση π.χ. α; = τι ; , ααα; =τι είπατε;, ααααα.. = σωστά ή
κατάλαβα, στερητικό πρόθημα, δηλώνει το αντίθετο από αυτό που εκφράζει η
αρχική λέξη: αβέβιους, άκακους, ανάφαγους, ανέξουδους, ανήλκους,
ανήμπουρους, ανήξηρους, ανήψητος, ανηπρόκουπους, άηχους, άοπλους,
άυπνους.

2. άβακας = αβάκιο = μικρός άβακας, η πλάκα στην οποία έγραφαν οι μικροί
μαθητές, [αρχ. ἀβάκιον]

3. αβάρετος = αλάρουτους
4. αβαρής = άβαρους = που δεν έχει καθόλου ή πολύ βάρος , δεν έχει βάρη

οικονομικά, με οικονομική άνεση. αρχ.( ἀβαρής)
5. αβασανιστος = αβασάνιστους -η -ου, αβασάνγους = που δε βασανίστηκε, δεν

ταλαιπωρήθηκε σωματικά ή ψυχικά. (Αντίθετο, βασανισμένος),που δεν τον
έλεγξαν, δεν τον εξέτασαν εξαντλητικά και επίμονα· ανεξέταστος
6. αβασίλευτος = αβασίλευτους -η -ου = . που δεν έδυσε ακόμα, που βρίσκεται
λίγο πριν από τη δύση του , (μτφ. για τα μάτια) που δεν έκλεισαν, που δεν έχει
βασιλιά
7. αβάφτιστος = αβάφτ'στους -η- ου = που δε βαφτίστηκε ακόμα, που δεν έχει
βαφτιστεί χριστιανός(αλόθρησκος) = άπιστος, αντίχριστος
8. αβγατίζω = αβγαταίνου, αβγατίζου = αυξάνω σε αριθμό, όγκο, πλήθος
9. αβγό (ειδικό) = φόλους = αβγό στη φωλιά της κότας για να την προκαλεί να
γεννήσει, αυτός που κάθετε συνέχεια μέσα (τι φλάς φόλους;)
10. αβλαβής = άβλαβους -η -ου = που δεν προξενεί βλάβη, κακό, άκακος, που
δεν έχει πάθει βλάβη = είναι άβλαφτος.
11. αβλαστήμητος = αβλαστήμ'τους -η -ου = που δεν τον βλαστήμησε κανείς

350


Click to View FlipBook Version