The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.
Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by ΚΑΤΣΑΡΙΚΑΣ ΖΗΣΗΣ, 2019-01-02 03:28:37

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΛΑΛΙΑ

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΛΑΛΙΑ

3757. πατούνα = πλεχτή κάλτσα που καλύπτει το πέλμα, τον καρπό και τα
δάχτυλα του ποδιού, σκύλα με άσπρο σώμα και μαύρες πατούσες ή
και το αντίθετο, πέλματα (από την ελληνική λέξη «πάτος» ή «πατώ»

3758. πάτους = πάτος, πυθμένας
3759. πατ'σιά = πατημασιά, ίχνος από το πέλμα, (μτφ) η περπατησιά στη ζωή
3760. πατσιαβάλα = διαλυμένο από το πάτημα, κατατσαλακωμένο
3761. πατσιαβάλσα, = το τσαλάκωσα, το ’λιωσα, το διέλυσα
3762. πατσιαλό = στραβοπόδαρο ζώο.
3763. πατώνω = στρώνω το μαντρί με κλάρες και χόρτα για να κοιμούνται

ζεστά τα ζωντανά
3764. πάφλας = τενεκές, λαμαρίνα Από το ρήμα «παφλάω» =κάνω κρότο
3765. πάχνη = δροσιά που πάγωσε από ψύχος. Η λέξη είναι ομηρική

«πάχνη».
3766. παχνί = κατασκευή στο στάβλο, εκε ί που έτρωγαν τα ζώα
3767. παχνιάζουμι = παχνίζομαι, πέφτει επάνω μου πάχνη
3768. Παχνιστής = Δεκέμβριος
3769. πεζούλι = μικρή υπερύψωση 20-30 εκατοστών στο εσωτερικό της

καλύβας όπου καθόταν οι άνθρωποι
3770. πεισμώνου = πεισματώνω 2. θυμώνω.
3771. πέλα = πελεκούδι, λεπτό σχισμένο ξύλο
3772. πεντόβωλα = παιχνίδι με πέντε βώλους
3773. πέρα-δώθι = εδώ και εκεί αλλα και μικροπράγματα, τα μικροψώνια
3774. πέρδικα = διακοσμητικό σχέδιο

251

3775. περδουκλώθκα, πεδουκλώθηκα = σκόνταψα
3776. πέρι = παρά
3777. πέτρα = φύλλα για πίτες που ανοίγονταν με τον πλάστη
3778. πετσί = δέρμα, επιδερμίδα,
3779. πετσώνω = μπαλώνω (το μαντρί, τα παπούτσια κλπ), καρπαζώνω,

σφαλιαρίζω
3780. Πέφτη = Πέμπτη.
3781. πηδήκλουμα = τρικλοποδιά
3782. πήρι ’ν κλίτσα = έγινε κτηνοτρόφος.
3783. πήρι η ώρα = πέρασε η ώρα
3784. πθαμή = πιθαμή, παλάμη
3785. πιάνου κουρίτσι = διακορεύω.
3786. πιάνου προυζύμια = αρχίζω το γάμο φτιάχνοντας το προζύμι για την

κουλύρα
3787. πιάνου του νιρό = δημιουργώ βρύση με το νερό που αναβλύζει και

χάνετε οδηγώντας το σε συγκεκριμένο μέρος
3788. πιάνουμι = τσακώνομαι, μαλώνω, αρπάζομαι
3789. πιάσκι ου γάμους = άρχισε ο γάμος.
3790. πιγνιδιάρα = γυναίκα που της αρέσουν τα ερωτικά παιχνίδια
3791. πιδεύουμι = ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι.
3792. πιδί = αγόρι
3793. πιδιμάρα, πιδιμός = ταλαιπωρία, μεγάλη κούραση.

252

3794. πιδουκλάρι = τριχιά με την οποία δένουμε τα μπροστινά πόδια στα
ζώα να μην απομακρύνονται.

3795. πιδουκλώνου = δένω με μια μικρή τριχιά τα ζώα για να μη φεύγουν
μακριά και κυρίως τη νύχτα.

3796. πιζεύου = ξεπεζεύω, κατεβαίνω από το άλογο.
3797. πιζουγιλάου = παίζω και γελώ
3798. πιζούλι, πεζούλι = τοιχάκι έξω από το κονάκι ή ημικυκλικό

κατασκεύασμα μέσα στην καλύβα για να κάθεται κάποιος.
3799. πιλαγώνου = τα χάνω,
3800. πιλέκι = τσεκούρι πελεκάω (κόβω με τον πέλεκυ, το τσεκούρι. Ομηρική

λέξη «πελεκάω». Ιλιάς Σ, 244.
3801. πιλικούδια = αποκόμματα από ξύλο λεπτά και μακριά.
3802. πιλιντζίκια, χαρχαγκέλια = βραχιόλια
3803. πινακοτί = κατασκευή με χωρίσματα για το ζυμωμένο ψωμί
3804. πίνος = το βρώμικο νερό απ το πλύσιμο του μαλλιού των προβάτων
3805. πίνου τσιγάρα = καπνίζω τσιγάρα.
3806. πινσιάρς = αυτός που παινεύεται
3807. πιντακιέφαλη κ’λούρα = σχέδιο υφαντών κεντημάτων
3808. πιότιρου, πιρσσότερου = περισσότερο
3809. πιπιρώνου = ρίχνω πιπέρι
3810. πιραστάρι = ένα από τα αντιά του αργαλειού
3811. πιρατιανός = μακρινός
3812. πιργιλάω, περιγελάω = κοροϊδεύω

253

3813. πιρδικάκι = λουλούδι με πολλές αλεργίες
3814. πιρδικουκάλλισια = άσπρη προβατίνα με μαύρα στίγματα στο

πρόσωπό
3815. πιρνάου = περνάω, διάγω βίο
3816. πιρούλι = πιρούνι.
3817. πιρουνιάζει του κρύου = με διαπερνάει το κρύο σαν καρφί
3818. πιρπατ’σιά = περπατησιά.
3819. πιρσινός = περσινός
3820. πιρώνουμι = ζεσταίνομαι
3821. πισ’νέλα = τελευταία πρόβατα του κοπαδιού ή τελευταίοι άνθρωποι

στο καραβάνι.
3822. πισμανεύου = μετανιώνω
3823. πίσου μπρουστά = περίπου, εκεί κοντά
3824. πισουκάπ’λα = στα καπούλια
3825. πισουκιέρα, -κου = γίδα που έχει τα κέρατα γυρισμένα προς τα πίσω.
3826. πισουκλειδιά = σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε την άκρη του αφτιού

στο πίσω μέρος σε μισιστρόγγυλο σχήμα)
3827. πισουξιουράφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε πλαγιαστά το

πίσω μέρος από το αφτί)
3828. πισπιτάω = ρίχνω αλεύρι με ράντισμα
3829. πίσσα = βαθύ σκοτάδι.
3830. πίστη = εμπιστοσύνη.
3831. πίστρουμα = στρίφωμα, πλάκωμα στο ξύλο

254

3832. πιστρώνου = διπλώνω, γυρίζω, κονταίνω, στριφώνω,-ουμι (μτφ.)
όταν γυναίκα κάθεται καταγής, μαζεύει τα πόδια και καλύπτει με το
φουστάνι τα ευαίσθητα σημεία του σώματός και κάθετε σεμνά τυλίγω,
περιδρομιάζω περιπαιχτικά, δέρνω

3833. πιταχτή = είδος πίτας.
3834. πιτούμινα = τα πουλιά που πετάνε
3835. πιτρίτ’ς = πετρίτης, είδος γερακιού των βράχων το πιο γρήγορο

πετρόπ’τα = πίτα με φύλλα.
3836. πιτρουβουλάου = πετάω πέτρες
3837. πιτρουβούνι = βραχώδες και γυμνό βουνό
3838. πιτρουγέφυρα = πέτρινο γεφύρι
3839. πιτρουπέρδικα = πέρδικα που ζει στα βραχώδη μέρη.
3840. πιτρώνει η αρρώστια = με περίλαβε η αρρώστια (μτφ.) με καταβάλλει,

με ταλαιπωρεί για πολύ καιρό
3841. πιτσέτα, τραχ’λιά = πετσέτα στο λαιμό κεντητή.
3842. πιτσουκόβου = κατακομματιάζω, κατασφάζω.
3843. πιτσώνου = χτυπώ στο πρόσωπο κάποιον με την παλάμη,

επιδιορθώνω τα υποδήματα κολλώντας ένα πετσί, ένα κομμάτι δέρμα
3844. πιτχαίνου = καταφέρνω, επιτυγχάνω
3845. πλάϊα = είδος αρχιτεκτονικής καλύβας
3846. πλαϊά = πλαγιά
3847. πλάια = πλάγια, πλαγιές
3848. πλαϊάζου = κοιμάμαι.
3849. πλάΐασα = ξάπλωσα

255

3850. πλαϊαστός = ξαπλωτός
3851. πλάκα = μεγάλη επίπεδη πέτρα ( στις αλαταριές), σύνολο από τα έξοδα

της στάνης
3852. πλάκα = επίπεδη πέτρα.
3853. πλάκουμα = συνουσία
3854. πλακόφωνο = γραμμόφωνο, πικ-άπ
3855. πλακώνου = καλύπτω, σκεπάζω, συνουσιάζομαι.
3856. πλάλα = περπάτα γρήγορα, τρέξε
3857. πλαλάω = τρέχω, περιπλανόμαι τρέχοντας
3858. πλανεύου = παραπλανώ, απατώ πλανεύω,
3859. πλάνους = αυτός που παραπλανεί, ξεγελάει, δημιουργεί ψεύτικες

προσδοκίες ή ψευδαισθήσεις
3860. πλαντάζου = σκάω από το κλάμα, σκάω από το κακό μου,

στενοχωριέμαι πολύ.
3861. πλάνταξα = έσκασα απ' το κλάμα
3862. πλάρα = αλογάκι μικρό
3863. πλάση = σύμπαν
3864. πλάστ’ς, πλάστρ'ς = ξύλινη ράβδος για να πλάθουμε τα φύλλα από τις

πίτες, πλάστης
3865. πλαταριά = μεγάλη πλάτη
3866. πλάτη = ωμοπλάτη, σπάλα από ζώα,
3867. πλάτουμα = πλατύς και ανοιχτός χώρος.
3868. πλατουνόρα= προβατίνα με πλατιά ουρά.

256

3869. πλατσ’κουτή = μύτη που είναι πλατιά, πεπιεσμένη προς τα μέσα
3870. πλατσιανάου, μπλατσιανάω = πλατσουρίζω, παίζω με τα νερά,

τσαλαβουτάω.
3871. πλατσίντα, μπλατσίντα = καλαμποκίσια πίτα.
3872. πλέου = πλέκω.
3873. πλευριτώνου = κρυώνω πολύ, αρρωσταίνω από πλευρίτη.
3874. πληγή = πληγή. Ομηρική λέξη «πληγή». Ιλιάς Ο, 17
3875. πλι = πουλί
3876. πλιγούρι = φτωχικό φαγητό που παρασκευάζεται από βρασμένο

σιτάρι.
3877. πλιμόνι = πνευμόνι.
3878. πλιξάνα = πλεξούδα των γυναικείων μαλλιών.
3879. πλιξίδια = πλεξούδες
3880. πλιξούδις = πλεξούδες, κοτσίδες.
3881. πλιότιρους, -η, -ου = περισσότερος.
3882. πλουμισμένους, -η, -ου = στολισμένος.
3883. πλουμπί = στολίδι
3884. πλουταίνου = γίνομαι πλούσιος
3885. πλουχειριάζου = ρίχνω αλεύρι στο γινωμένο ζυμάρι, το ζαναζυμώνω

και του δίνω το σχήμα του ψωμιού που θέλω να φτιάξω.
3886. πλόχειρου, = όσο χωράει η χούφτα ενός χεριού
3887. πλύμα, του πλύσιμο.

257

3888. πλύματα = ξεπλύματα και νερό με το οποίο πλένουμε το σκαφίδι μετά
το ζύμωμα και περιέχει ένζυμα από το προζύμι. Το χρησιμοποιούμε
για καλλυντικό (νίβονται οι γυναίκες στο πρόσωπο).

3889. πλυστρουσκάφ’δυο = σκάφη που πλένουμε
3890. πνιγούρα = παρθένο δάσος, μέρος πολύ δασωμένο που δύσκολα

μπορεί κάποιος να το διασχίσει.
3891. ποδαίνουμι = βαζω τα παπούτσια μου
3892. ποδαίνω = φορώ παπούτσια
3893. ποδαριάσκα, ξεποδαριάσκα = πιάστηκαν τα πόδια μου
3894. πόλεμος = πόλεμος. Ομηρική λέξη «πόλεμος». Ιλιάς Α, 492 και

παντού
3895. πολίτσα = η βάση για το εικονοστάσι στο εσωτερικό της καλύβας 1,5

μέτρο περίπου απ το έδαφος
3896. πόνηρους, -η, -ου = πονηρός
3897. πόντελα = άγνωστη κατεύθυνση, μέρος χωρίς γυρισμό
3898. πορεύω = διαβιώνω, περνάω την ζωή μου
3899. πόρπη = αγράφα στην ζώνη. Ομηρική λέξη «πόρπη». Ιλιάς Σ, 401
3900. πόταμους = ποταμός.
3901. πότις = πότε;
3902. ποτ'στής = το μέρος που ήταν κατάλληλο να ποτιστούν τα ζώα σε

ρέμα, ποτάμι, λίμνη κ.α
3903. πουδαράκι = σχέδιο κεντήματος
3904. πουδαράτους = αυτός που προχωράει με τα πόδια.

258

3905. πουδάρι = πόδι, το μάζεμα του φίνου μαλλιού γύρω από τη γροθιά
για να πάρει το σχήμα κουβαριού και να το βάλλουμε στη ρόκα για να
το γνέσουμε

3906. πουδαριάζουμι, ξεπουδαριάζουμι = μου πιάνονται τα πόδια και δεν
μπορώ να περπατήσω

3907. πουδένου = φοράω παπούτσια σε κάποιον ή του τα εξασφαλίζω, ουμι
βάζω τα παπούτσια μου

3908. πουδιά = ποδιά, τραχηλιά

3909. πουδουβουλή, πουδουβουλτό = κρότος που προέρχεται από το
βάδισμα πολλών ανθρώπων ή ζώων

3910. πούθι, απούθι = από πού;

3911. πουκάμ’σου, κάμσου = κομμάτι της σαρακατσιάνικης φορεσιάς.

3912. πουλεμιστής = πολεμιστή . Ομηρική λέξη «πολεμιστής», μαχητής. Ιλιάς
Κ, 549

3913. πούλιες = διακοσμητικά κυκλικά ελάσματα.

3914. πουλίτ’ς = άνθρωπος από πόλη

3915. Πουλίτις = οι Σαρακατσιαναίοι που ξεχειμάζουν στη Θράκη και στα
μέρη κοντά στην Πόλη

3916. πουλίτσα = μικρό ξύλινο κρεβατάκι κολλημένο στο εσωτερικό του
κονακιού για το εικόνισμα(πιθανόν από το πουλίτσα που σε κάποιες
περιοχές σήμαινε φωλιές μικρών πουλιών)

3917. πουλυαγαπημένους = πάρα πολύ αγαπημένος

3918. πουλυξιτάζου = εξετάζω με κάθε λεπτομέρεια, εξετάζω όλες τις πλευρές

3919. πουλυχρουνίζου = εύχομαι χρόνια πολλά

3920. πουνάει η καρδιά = πονάει η κοιλιά, έχω στομαχόπονο

259

3921. πούντα = δυνατό κρυολόγημα.

3922. πουντιάζου = κρυολογώ σοβαρά.

3923. πουρδουκάλια = πορτοκάλια

3924. πουρεύου = ζω, διάγω, τα βγάζω πέρα, -ουμι ζω τη ζωή μου, περνάω
τον χρόνο μου, συντηρούμαι

3925. πουρνάρι = Από τα χαρακτηριστικότερα και τα πιο διαδομένα φυτά
της Ελλάδας ο πρίνος, είναι ένα είδος δρυός (“δρυς η κοκκοφόρος”
και “δρυς η πρίνος”), που φυτρώνει συνήθως με θαμνώδη μορφή,
σχηματίζοντας εκτεταμένα δάση, είτε μόνο από πουρνάρι, είτε με άλλα
δένδρα και θάμνους. Άλλοτε ορθώνεται ασκητικό, παίρνοντας τη
μορφή και τις διαστάσεις δένδρου. Είναι γνωστό ως πουρνάρι,
ονομάζεται όμως από το λαό και πιρνάρι, λινόπρινο, απρινιά,
κατσόπρινος, κατσιπρίνος, κατσιπρινίδα, κατσιδοπούρναρο. Είναι το
αφθονότερο είδος των αειθαλών φυτών σ’ όλη την Ελλάδα και
φυτρώνει παντού, από τις ακτές μέχρι την ζώνη του ελατιού, σε
υψόμετρο χιλίων και παραπάνω μέτρων. Σκεπάζει τις βουνοπλαγιές,
ακόμα και στους γυμνούς κάμπους βρίσκεις το στίγμα του, στολίζει
σταυροδρόμια και κυρίως τα γραφικά ξωκλήσια, και είναι κατ΄ εξοχή
δένδρο της στάνης. Τα σαρκώδη φύλλα του, που διατηρούνται στη
ζωή για 2-3 χρόνια, είναι πλούσια σε θρεπτικές ουσίες, γι αυτό και το
πυκνό, σταθερό και διαρκές φύλλωμα του αποτελεί πολύτιμη τροφή
των γιδιών. Αντιπροσωπεύει μία από τις καλύτερες γιδοβοσκές. Αλλά
και οι καρποί του πουρναριού, τα μικρά και θρεπτικότατα βαλανίδια,
είναι εξαίρετη τροφή των χοίρων. Είναι όμως τα “πουρναροτόπια”
άριστες βοσκές και των αγριόχοιρων, εκεί δε οι κυνηγοί συνηθίζουν
να στήνουν το καρτέρι τους. Είναι φυτό ασκητικό και ολιγαρκέστατο,
ανθεκτικότατο στην ξηρασία, στη μεγάλη θερμοκρασία, στους
ισχυρούς ξηρούς και διαρκείς ανέμους, στις επιθέσεις των εντόμων και
στις επιδρομές των μυκήτων. Το ξύλο του είναι πολύ βαρύ και
σκληρό. Αυτό είναι το περίφημο “σιδερόξυλο”, πολύτιμο για
πολυάριθμες περιπτώσεις, όπου απαιτείται δυνατή ξυλεία (αμαξοποιία,

260

ναυπηγική, γεωργικά εργαλεία, κ.λ.π.). Παράγει έντονη, διαρκή και
σταθερή θερμοκρασία και γι αυτό είναι το κατ’ εξοχή “καυσόξυλο”.Τα
φύλλα του και οι νεότεροι βλαστοί του έχουν συνήθως κόκκους
(εξογκώσεις), που είναι κόκκινοι και που γυαλίζουν. Τούτο το
φαινόμενο προκαλείται από υμενόπτερα έντομα. Είναι τόσο
χαρακτηριστικοί και ζωηροί σε χρωματισμούς οι κόκκοι, ώστε από
αυτούς το ερυθρό χρώμα ονομάστηκε “κόκκινον” και ο πρίνος πήρε
το όνομα “δρυς ο κοκκοφόρος”. Ο λαός τους ονομάζει “πρινοκόκκι” ή
“κρεμεζί” και χρησιμοποιούνται ως χρωστική ύλη.

3926. πουρναρόξ’λου = ξύλο του πουρναριού που είναι πολύ βαρύ και
σκληρό. Αυτό είναι το περίφημο "σιδερόξυλο", πολύτιμο για
πολυάριθμες περιπτώσεις, όπου απαιτείται δυνατή ξυλεία Βγάζει
έντονη, διαρκή και σταθερή θερμοκρασία και γι αυτό είναι το κατ’
εξοχή καυσόξυλο .

3927. πουρνό = πρωινό.

3928. πουστάκι = γυναικείο ρούχο σα μπλούζα.

3929. πουστακιά = δέρμα προβάτου για στρωσίδι.

3930. πούστης = προέρχεται από την περσική λέξη pusht, που σημαίνει
κώλος, πέρασε στα ελληνικά μέσω της τουρκικής γλώσσας, στην οποία
είναι πολύ βαριά βρισιά για τον ύπουλο, κακόψυχο άνθρωπο. Παρότι
σημαίνει επίσης και αυτόν που υιοθετεί την παρά φύση σεξουαλική
πράξη, κατά το τουρκικό ετυμολογικό λεξικό, στην καθομιλουμένη
δεν χρησιμοποιούνταν ως βρισιά ή λέξη αναφοράς για τους
παθητικούς ομοφυλόφιλους

3931. πουστιάζου = βάζω σε σειρά αντικείμενα, συνήθως το ένα πάνω στο
άλλο για αποθήκευση

3932. πουταμιά = περιοχή γύρω από το ποτάμι

261

3933. πούτανους = μεγάλη πουτάνα, καραπουτάνα. Μεγεθυντικό του
πουτάνα που δημιουργείται απλώς με την αλλαγή της μορφολογικής
κατηγορίας του ουσιαστικού, απελευθερωμένη ή ανήθικη γυναίκα.

3934. πουτές = ποτέ
3935. πουτσαράς = παλληκάρι, δυνατός, γενναίος άντρας, άξια, δυνατή

γυναίκα
3936. πράματατα = πρόβατα, τα ζώα
3937. πρατάρ’κα γίδια = γίδια που βόσκουν μαζί με πρόβατα
3938. πρατάρ’ς = προβατάρης, αυτός που έχει πρόβατα.
3939. πρατίλα = μυρωδιά από πρόβατα, προβατίλα.
3940. πρατίνα = προβατίνα
3941. πρατόγαλου = πρόβειο γάλα
3942. πρατοψάλιδο = ψαλίδι κουρέματος προβάτων
3943. πρέντζα = μιτζύθρα.
3944. πρέπει = ταιριάζει, αζίζει, αρμόζει
3945. πρέπιου = πρέπον, δέον
3946. πρέπιους = καθώς πρέπει, ξεχωριστός
3947. πρέπους = το δέον, έθιμο.
3948. πριουνουτό = σχέδιο ύφανσης
3949. πριτσαλίσκα = κάηκα, πηδήθηκα
3950. πριτσαλιώντι τα γίδια = έρχονται στο τραγί, ζευγαρώνουν
3951. πριτσιαλάω = κάνω σεξ

262

3952. πριτσιάλους = ζευγάρωμα του τράγου με τη γίδα, ο χρόνος του
ζευγαρώματος.

3953. πριτσιανάν τα κλαριά = τριζοβολούν.

3954. πρόβειους, -α, -ου = προέρχεται από το πρόβατο

3955. προίκα = πρυξ, προιξ, τα πράγματα της νύφης που φέρνει απ την
μάνα της (κεντήματα, στολίδια) και τα περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα,
μετρητά) . Ο θεσμός της προίκας υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και
αποτελούσε τη συμβολή της γυναίκας στον κοινό βίο του ζευγαριού.

3956. προικιάρ’κα = έχουν σχέση με την προίκα, της προίκας

3957. προσάναμα = ξερά στεγνά ξύλα για το άναμμα της φωτιάς

3958. πρόσγαλου, του γάλα που πέφτει στη μαγιά (βλ. λ.) και την εμπλουτίζει
σε βούτυρο.

3959. προσγιλάου = χαμογελάω σε κάποιον.

3960. πρόσκουλη = μια μη πλεκτή δαντέλα για το στόλισμα των υφαντών,
μπορντούρα

3961. προσφαΐζω = τρώω κάτι με το φαγητό για οικονομία (συνήθως ψωμί)

3962. πρότα = πρόβατα

3963. προυβουδίζου = ξεπροβοδίζω.

3964. προυγκάου = εκφοβίζω, ξαφνιάζω και τρέπω σε φυγή, διώχνω

3965. προυζύμια = έθιμο του γάμου. Την Πέμπτη το βράδυ ή την
Παρασκευή το μεσημέρι πιάνουμε τα προζύμια για να φτιάσουμε την
κουλούρα του γαμπρού. Στα προζύμια χρειάζονται δύο αγόρια κι ένα
κορίτσι που να έχουν μάνα και πατέρα. Αυτά κάνουν την αρχή.
Ρίχνουν το προζύμι στο σκαφίδι, κοσκινίζουν το αλεύρι. Αλευρώνουν
την πεθερά, τον πεθερό και τους άλλους γερόντους και γριές. Αυτοί
που παραβρίσκονται ρίχνουν μέσα στο κόσκινο κεράσματα.

263

3966. προυϊμίζου = γίνομαι πρώιμος.

3967. προυκάνου = προφτάνω, προλάβω

3968. προυκόβου = προκόπτω, προοδεύω.

3969. προυξιν’τής, ου προξενητής.

3970. προυόβουλους = μεταλλικό αντικείμενο με το οποίο ανάβω φωτιά

3971. προυπάου = προλαβαίνω

3972. προυσάλευρου = λίγο αλεύρι για συμπλήρωμα

3973. προυσάναμμα = προσάναμα μικρή ποσότητα λεπτά ξυλαράκια για να
ανάψουμε τη φωτιά

3974. προυσβαβά = προσγιαγιά.

3975. προυσηλιακό, προυσήλιου = προσήλιο.

3976. προυσκ’νάει η νύφη = σκύβει το κεφάλι και έχει τα μάτια όλο χαμηλά
από ντροπή ή σεβασμό, νυστάζει

3977. προυσκ’νάου = προσκυνάω σαν νύφη από την νύστα, κλείνουν τα
μάτια και γέρνει τα κεφάλι μου

3978. προυσκαλάου = προσκαλώ

3979. προυσκιέφαλου = μαξιλάρι.

3980. προυσπαθάου = προσπαθώ

3981. προυσταγή = διαταγή, εντολή.

3982. προυσφάι = κάθε τι που το τρώμε με ψωμί

3983. προυσφέρου = παρομοιάζω, μοιάζω

3984. προυσώρας = προσωρινά, για την ώρα

3985. προυχτέ = προχτές

264

3986. πρυόβουλους, πρυόβολος = το σίδερο με το οποίο χτυπούσαν το
στουρνάρι να ανάψει η ίσκα. Χρησιμοποιούμενες μέθοδοι για το
άναμα της φωτιάς κατά τους αρχαιολόγους: η κρούση και η τριβή.
Στην κρούση, χρησιμοποιείται πυριτόλιθος, κοινώς στουρναρόπετρα,
το πριόβολο, μεταλλικό αντικείμενο φτιαγμένο από παλιά λίμα, και η
ίσκα, μανιτάρι που φυτρώνει στους κορμούς βελανιδιάς ή πλατάνου.
Στη μέθοδο της τριβής δύο ξύλινων ράβδων, τα πυρεία των αρχαίων
Ελλήνων, χρησιμοποιούνται το τρύπανο και η εσχάρα

3987. πρυουβουλού = προσπαθώ να ανάψω φωτιά με τον πρυόβολο

3988. πρώιμα αρνιά = αυτά που γεννιούνται στην αρχή του γέννου.

3989. πρωτουξάδιρφα = πρώτα ξαδέρφια.

3990. πρωτουπαλλήκαρου = η ονομασία του υπαρχηγού σε ομάδα
κλεφτών στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αυτός που διακρίνεται
περισσότερο από τους άλλους σε δραστηριότητα και θάρρος, ο πιο
γενναίος, τολμηρός και δραστήριος νέος ου διακρίνεται

3991. πσουκάτ’ παρακάτω

3992. πσουπάν’ = παραπάνω

3993. πσουπέρα προς τα πέρα.

3994. πστιά = κομμάτι ύφασμα στο σαμάρι που έπιανε τα καπούλια του
ζώου και συγκρατούσε την μετακίνηση του σαμαριού προς τα εμπρός

3995. πσώκουλα = πίσω πίσω.

3996. πτόγαλου = πηγμένο για τυρί γάλα που βρίσκεται σε κάποιο στάδιο της
πήξης του

3997. πτουγαλόπ’τα = πίτα που γίνεται με πτοόγαλο (β.λεξη)

3998. πτσαράς = αγόρι, πουτσαράς

3999. πυξαρένιους, -α, -ου = αυτός που γίνεται από πυξάρι

265

4000. πυξάρι = θάμνος με ανθεκτικό ξύλο κατάλληλο για ξυλογλυπτική.

4001. πυριμάχος (αρχαιο)= ανθίσταται στην φωτιά, για πέτρα που είναι
ανθεκτική στην φωτιά, εβαζαν οι Σαρακατσάνοι πάνω στο τζάκι
μεταλλικά κουτιά η βάζα όπου τοποθετούσαν τα χρήματα για να
κινούνται

4002. πυρόβολο = το μέταλλο σε σχήμα β που έφεραν τα εμπροσθογεμή
όπλα , υπήρξε στις τέσσερεις γωνίες στο διβέλλιον ( βυζαντινή
σημαία ) και τον φλάμπουρα των Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας
(σήμαινε κατά μία εκδοχή Βασιλεύς Βασιλεύων Βασιλέων
Βασιλευόντων)

4003. πυρουβόλα = πυροβόλα

4004. πυρουγόνι = το σημείο που καίει η φωτιά, από το αρχ. πυρί-γόνος ,
παράγει φωτιά

4005. πυρουμάδα = φέτα ψωμιού πυρωμένη και από τις δύο πλευρές (σαν
φρυγανιά) Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ» και «ωμός»= άψητος (Χ, 347
και μ, 396)

4006. πυρουμάχους = όρθια πέτρα παλαμισμένη με πολύ χώμα που τη
βάζουνε στο επάνω μέρος της βάτρας, για να συγκρατεί τα κάρβουνα
και να στηρίζει τα ξύλα στη φωτιά , το κτίσμα που περιλαμβάνει την
εστία του τζακιού

4007. πυρουστιά = τρίποδας μεταλλικός που μπαίνει στην φωτιά και πάνω
του μπαίνουν τα σκεύη. πυρουστιά, τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο
οικιακό σκεύος που μπαίνει στη φωτιά. Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ-
ός» και «ιστίη»=εστία

4008. πυρώνου = ζεσταίνω, -ουμι ζεσταίνομαι στη φωτιά

Ρ

4009. ρ’ζά = πρόποδες από βουνό.

266

4010. ρ’ζάρι (ρουβία η αιμοβαφής) = φυτό με χρωστική ουσία από τη ρίζα
του οποίου βάφανε τα μάλλινα κόκκινα. Η Ρουβία η βαφική ( Rubia
tinctorum) είναι κοινώς γνωστή ως «ριζάρι» κι αυτοφύεται σε όλην
την Ελλάδα. Παλαιότερα την καλλιεργούσαν, γιατί το ρίζωμά της δίνει
κόκκινο χρώμα. Το ρίζωμα του φυτού αυτού μαζεύεται, καθαρίζεται
από το χώμα, πλένεται, ξηραίνεται σε καλώς αεριζόμενο μέρος και υπό
σκιάν και στην συνέχεια κονιορτοποιείται. Βράζεται σε νερό και
χρησιμοποιείται για την βαφή νημάτων και υφασμάτων. Στο μείγμα
χρησιμοποιείται επίσης ξύδι και αλάτι, διότι αυτά συμβάλλουν στην
στερέωση της βαφής. Με τον τρόπο αυτό τα νήματα και τα
υφάσματα, τα οποία βάφονται αποκτούν έναν έντονα ερυθρό,
ανεξίτηλο χρώμα, χάρη στην κόκκινη χρωστική ουσία που περιέχει, την
«Αλιζαρίνην».

4011. ράγα = η ρώγα, θηλή από το μαστό.

4012. ραγουβύζι = το θήλαστρο (μπιμπερό)

4013. ρακί = τσίπουρο.

4014. ρακουπότ’ρου = ποτήρι για τσίπουρο.

4015. ραμαζάνα = νταμιτζάνα

4016. ράφτ’σσα = ράφτισσα, μοδίστρα

4017. ραφτόιπουλου = μαθητευόμενος ή νεαρός ράφτης

4018. ράφτου = ράβω

4019. ραχάτ(ι) = ανάπαυση, χουζούρι, τεμπελιά.

4020. ραχατιάζω = ξεκουράζομαι-λαγοκοιμάμαι

4021. ράχη = η πλάτη (του ανθρώπου), η πλάτη του βουνού (οριογραμμή) .
Ομηρική λέξη «ράχις».

4022. ραχιά = πλάτη από το άλογο

267

4023. ρέβου = αδυνατίζω, χάνω πολύ από το βάρος μου.

4024. ρέγουμι = μου τραβάει την όρεξη, ορέγομαι, επιθυμώ

4025. ρείκι = το φυτό ερείκη. Στη χώρα μας συναντώνται αυτοφυή 3 είδη,
γνωστά με την κοινή ονομασία ρείκια. Είναι μελισσοκομικό φυτό
καθώς ελκύει τις μέλισσες, και παράγει άριστης ποιότητας μέλι. Παρά
την γευστικότητά του και την θρεπτική του αξία δεν έχει ιδιαίτερη
εμπορική επιτυχία καθώς κρυσταλλώνει γρήγορα. Η ερείκη
χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην παραδοσιακή βοτανολογία, κυρίως
στις ορεινές περιοχές, όπου υπάρχει αυτοφυής, σε ολόκληρες εκτάσεις,
ως θεραπευτικό φυτό. Ο Διοσκουρίδης τη συνιστούσε για τα
τσιμπήματα των φιδιών. Ο Γαληνός ανέφερε πως προκαλεί εφίδρωση.
Είναι στυπτικό, ελαφρώς ηρεμιστικό και υπνωτικό βότανο, με
διουρητικές, αποχρεμπτικές και εφιδρωτικές ιδιότητες. Η ερείκη είναι
διουρητική και συγχρόνως απολυμαντική του ουροποιογεννητικού
συστήματος. Το αφέψημα του φυτού βοηθά στη χρόνια κυστίτιδα,
στους κολικούς των νεφρών, καταπολεμά τις πέτρες που
σχηματίζονται στο ουροποιητικό σύστημα και δρα κατά των
οιδημάτων. Βοηθά σε προβλήματα γαστρίτιδας με υπερέκκριση
πεπτικών υγρών, κολικούς των εντέρων συνοδευόμενους από
διάρροια, στις ασθένειες του συκωτιού και της χολής. Χάρη στις
ηρεμιστικές του ιδιότητες όταν το πίνουμε βοηθά στη νευρική
υπερδιέγερση, τη νευρική εξάντληση και την αϋπνία. Τονώνει την
όρεξη.

4026. ρέμα = χείμαρρος, ποτάμι που κατεβάζει μόνο το χειμώνα η μετά από
πολύ βροχή

4027. ρέχλα = μούχλα(στην σαλαμούρα του τυριού του τουρσιού κ.α)

4028. ρζάφτι, αρζάφτι = περιοχή κάτω από το αφτί (ρίζα αφτιού) ο
κρόταφος. Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Λύκωνας (Λύκων)
είναι γνωστός ένας από τους Τρώες πολεμιστές που έλαβαν μέρος
στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Λύκωνας σκοτώθηκε σε μάχη του πολέμου
αυτού από τον Πηνέλεω μετά από συμπλοκή των δύο: αφού πρώτα

268

έριξαν ο ένας στον άλλο τα ακόντιά τους χωρίς αποτέλεσμα,
χτυπήθηκαν με τα ξίφη τους. Ο Λύκων χτύπησε τον αντίπαλό του στο
κράνος και του κόπηκε η λαβή του ξίφους, ενώ ο Πηνέλεως χτύπησε
τον Λύκωνα στο «ριζαύτι» και σχεδόν τον αποκεφάλισε.
4029. ρήγας = βασιλιάς.
4030. ρηγόϊπουλου = βασιλόπουλο
4031. ρήμα = ρίξιμο, διαίρεση στα έξοδα και στον αριθμό των προβάτων για
να δούμε πόσα χρήματα αναλογούν στο κάθε πρόβατο
4032. ρημαδιακό = έρημο, ρημάδι, ρημαγμένο
4033. ριβά = πλαγιαστά, όχι ίσια κατά το περπάτημα.
4034. ριβάνι = ρυθμικό και ανάλαφρο βάδισμα του αλόγου
4035. ριζάκια = τροφοδοσίες κλεφτών ή ληστών
4036. ριζιμιά λιθάρια = ριζωμένα, αυτά που δεν κουνιούνται από τη θέση
τους
4037. ριζιμιό = το λιθάρι που εξέχει απ το έδαφος και αποτελεί συνέχεια
μεγαλύτερου βράχου
4038. ρικάζου = ρεκάζω ,βγάζω δυνατή και παρατεταμένη φωνή συνήθως
από πόνο, σκούζω, κραυγάζω, φωνή πόνου από ζώο, από την αρχαία
ελληνική ῥέγκω / ῥέγχω
4039. ρικάζου = βγάζω δυνατή και παρατεταμένη φωνή συνήθως από πόνο
4040. ρικάμια = τα μαθήματα αριθμητικής (πράξεις κ.τ.λ )
4041. ριματικά = ρευματισμοί.
4042. ριτσέλι = γλύκισμα σαν μαρμελάδααπό
4043. ρκέλα = κουβαρίστρα.

269

4044. ρνάρι, αρνάρι = λίμα

4045. ροβολάω = οδηγώ το κοπάδι, από τα αρχαία ρέβω (ρέω) και βάλλω
(χτυπώ), χτυπάω (ωθώ) τα πρόβατα να προχωρήσουν (ρεύσουν )

4046. ρόγα = μισθός τσομπάνου

4047. ρόγιασμα = η μίσθωση τσοπάνου για μία σεζόν από αϊ Γιώργη σε αϊ
Δημήτρη

4048. ρόζους = σημείο του κορμού του δέντρου από το οποίο ξεκινάει ένα
κλαδί του με αποτέλεσμα στο σημείο εκείνο να διογκώνεται

4049. ρόιδινους, -η, -ου = ροδομάγουλος, που έχει το χρώμα του ρόδου ,
που είναι φτιαγμένος από ρόδο, αίσιος, ευοίωνος, αισιόδοξος

4050. ρόϊδο, ρόιδου = ρόδι

4051. ρόιδου = μουλάρι εν μέρει μαύρο, εν μερει κόκκινο

4052. ρόιμα = εκπλήρωση τάματος.

4053. ρόκα = ράβδος στην οποία τοποθετούταν μαλλί για γνέσιμο και ήταν
μονοκόμματη, η διπλή (ενωνόταν δύο κομμάτια) το κάθετο και αυτό
που συγκρατούσε το μαλλί. Το γνέσιμο γινόταν με τρία εργαλεία: την
ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι. Η ρόκα ήταν ένα απλό εργαλείο με
το οποίο οι γυναίκες κάθε ηλικίας έφτιαχναν το νήμα για το ρουχισμό
του κονακιού, που δεν άλλαξε στη μορφή του και δεν εγκαταλείφθηκε
για χιλιετίες, παρά μόνο πριν από πενήντα χρόνια. Πάνω στη ρόκα
στερέωναν τις τλούπες για να τις γνέσουν. Μια ξύλινη διχάλα με
συνολικό μήκος γύρω στους ογδόντα πόντους ήταν στην απλούστερη
μορφή της η ρόκα. Οι μερακλήδες όμως έφτιαχναν περίτεχνες ρόκες
από ελατάκια, λυγιές και άλλα ξύλα, που γύριζαν εύκολα. Διάλεγαν
λοιπόν το ξύλο, ίσαμε δυο-τρία δάχτυλα χοντρό και το έκοβαν σε ένα
σταυρό. Τα πραχάλια, τα κλωνάρια δηλαδή που εκφύονταν από το
σταυρό, τα γύριζαν με προσοχή σε σχήμα κύκλου και με διάμετρο
γύρω στους τριάντα πόντους για να μπαίνει εκεί η «τουλούπα», το

270

ξασμένο μαλλί με άλλα λόγια. Αυτοί που έφτιαχναν ρόκες ζέσταιναν τα
ξύλα στη φωτιά για να μαλακώσουν. Στη συνέχεια τα γύριζαν
προσεκτικά και με υπομονή και τα έδεναν εκεί που έπρεπε με σύρμα
για να «κάτσουν». Για κάμποσες μέρες τα ξύλα αυτά, όπως τα είχαν
γυρίσει, τα άφηναν δεμένα για να μη φύγουν από το σχήμα τους.
Μετά τα έλυναν και τα γυρίσματα έμεναν στη θέση τους. Επάνω στο
στέλεχος έφτιαχναν διάφορα σκαλίσματα - κεντίδια. Χάραζαν το
όνομά τους, ολόκληρο ή τα αρχικά, τη χρονολογία κ.ά.

4054. ρόκα του πουδάρι = (μτφ.) έσπασε το πόδι και είναι στο νάρθηκα.

4055. ρουβόλι = πιστόλι

4056. ρουβουλάου = κατηφορίζω ή κατηφορίζω γρήγορα από μια πλαγιά,
κατεβαίνω από το βουνό με , οδηγώ τα ζώα προς μια κατεύθυνση,
περιπλανιέμια με τα πρόβατα από τόπο σε τόπο, για να τα βοσκήσω

4057. ρούγα = είσοδος, πόρτα, αυλή και κατ΄ επέκταση η καλύβα, ο
μαχαλάς, γειτονιά , ο δρόμος, η πλατεία. ρούγα, δρόμος πόλης.
Ομηρική λέξη «ρωξ – ρωγός», στενωπός. Οδύσσεια χ, 143

4058. ρουγκαλιάζουμι = ξεσχίζομαι περνώντας μέσα από θάμνους,
τρυπιέμαι από αγκάθια.

4059. ρουέβου = τάζω κάτι και το προσφέρω, το μοιράζω στον κόσμο.

4060. ρουιάζουμι = πηγαίνω μισθωτός τσομπάνος

4061. ρουιδάμι = τρυφεροί βλαστοί πουρναριού

4062. ρουιδίζου = παίρνω σιγά-σιγά το κόκκινο χρώμα.

4063. ρουιδούλα = ροδομάγουλη, όμορφη

4064. Ρουμαίικου = ελληνικό κράτος.

4065. Ρουμαίοι = Έλληνες

4066. Ρουμιουϊπούλα = Ελληνοπούλα.

271

4067. ρούμπαλου = κουκουνάρι από έλατο, εμπόδιο, πρόβλημα
4068. ρούντου = πρόβατο που έχει κοντό, λεπτό και απαλό τρίχωμα
4069. ρούπουσι η φτσιέλα = έκλεισαν οι σχισμές της.
4070. ρουπώνου = χορταίνω, παραχορταίνω
4071. ρούπωσα = έφαγα και χόρτασα
4072. ρούσα (η) = φοράδα με μελαχρινοκόκκινο χρώμα. Από τη λέξη

«ρούσιος» , ρούσος που σημαίνει, κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος
4073. ρούσα (τα) = μαύρα (λάια) πρόβατα με κοκκινωπά μαλλιά στην

επιφάνεια
4074. ρουσάτη, = γυναίκα με ξανθοκόκκινα μαλλιά αλλά και περήφανη
4075. ρούσινος, -η, -ο = ρωσικός
4076. ρούσος = ξανθοκόκκινος Από τη λέξη «ρούσιος» =κοκκινωπός,

ξανθοκόκκινος
4077. ρουσουγένιους = ξανθογένης.
4078. ρούσους, -α, -ου =. ξανθός , ξανθοκόκκινος.
Σ
4079. σ’λιάφι, σ’λιάχι = δερμάτινη ζώνη με πτυχές που τη χρησιμοποιούμε για

θήκη κυρίως όπλων
4080. σ’λούπι = χαρακτηριστικά του προσώπου,. σουλούπι
4081. σ’μαδεύου, σ’μαδεύου = κάνω σημάδι κάπου, κάνω σημάδι στο αφτί

του προβάτου, για να το γνωρίζω.
4082. σ’μάδι = σημάδι, χαρακτηριστικό γνώρου στο αφτί των ζώων, κάτι που

σε προσδιορίζει γιατί είναι βέβαιο ότι σου ανήκει, αντικείμενο, ρούχο,
μαλλιά. τα σμάδια= οι βέρες του αρραβώνα

272

4083. σ’μαδιακός = χαρακτηριστικός, σπάνιος
4084. σ’μαδιμένα = ζώα που έχουν κατεβάσει μαστάρι έτοιμα για γένου
4085. σ’μάδιψι η πρατίνα = είναι στον τελευταίο μήνα της κύησής της και

έχει κατεβάσει μαστάρι.
4086. σ’ναφ’κά δικαστήρια = δικαστήρια της στάνης που δίκαζαν σύμφωνα

με το εθιμικό δίκαιο των Σαρακατσάνων
4087. σ’ναφ’λής, σναφίτς = αυτός με τον οποίο ανήκουμε στο ίδιο σινάφι.
4088. σ’νάφι = άτομα που έχουν την ίδια καταγωγή και προέλευση.

ασχολούνται με το ίδιο επάγγελμα
4089. σ’νί = μεγάλο ταψί.
4090. σ’νόρτα = σύνορα, όρια.
4091. σ’πσί = μικρή πίπα.
4092. σ’χαριάτις = ομάδα καβαλάρηδων (μονός αριθμός) που φτάνει

τρέχοντας πρώτη- πρώτη στα κονάκια και αναγγέλλει το χαρούμενο
γεγονός του γάμου.
4093. σ’χαρίκια = συγχαρητήρια φιλοδώρημα σε εκείνον που αναγγέλλει
πρώτος μία ευχάριστη είδηση.
4094. σ’χουράου = συγχωρώ, δίνω άφεση αμαρτιών.
4095. σ’χώριση = έθιμο της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς όπου οι
νεότεροι παίρνουν συγχώρεση από τους γεροντότερους
4096. Σάββα, Σαββάτου = Σάββατο.
4097. Σαββατουγεννημένος = αυτός - η που γεννήθηκε Σάββατο και τον
συνοδεύει στην ζωή του καλή τύχη
4098. σαγιάζω, σαϊαζω = σκεπάζω το μαντρί

273

4099. σαία = τα ρούχα και γενικότερα τα πράγματα του νοικοκυριού που
μεταφέρεται

4100. σαϊάζου = βάζω μάλλινα χοντρά υφάσματα πάνω στο σαμάρι για να
προστατέψω το ζώο αλλά και το σαμάρι, φτιάχνω τον σαϊά

4101. σαϊάς = η επικλινής σκεπαστή κατασκευή του μαντριού
4102. σάιασμα = χοντρό μάλλινο ύφασμα για σκέπασμα του σαμαριού των
4103. σαίϊα, σέϊα = το σύνολο των μεταφερόμενων σκευων και πραγμάτων

του νοικκυριού
4104. σάικους = στερεός, σταθερός, όπως πρέπει
4105. σαΐτα = εξάρτημα του αργαλειού με το οποίο περνάμε το υφάδι, είδος

φιδιού.
4106. σαϊτάνάς = ο καταχθόνιος, ο σατανικός άνθρωπος.
4107. σαϊτιά = το πέρασμα της σαϊτας απ το στημόνι με πέταμα
4108. σαϊτόγνιμα = νήμα που έχει η σαΐτα σε καρούλι (σαϊτόξυλο)
4109. σαϊτόξ’λου = εξάρτημα από της σαΐτας όπου τυλίγεται το υφάδι.
4110. σακ’λίσια διαούρτη = στραγγιστό γιαούρτι
4111. σακαΐ = αρρώστια αλόγων (αδενίτιδα)
4112. σακαϊάρκα άλογα που πάσχουν από αδενίτιδα
4113. σακάλιβρου αλευρουσάκι= σακί που έβαζαν το αλεύρι, αλευροσάκι.
4114. σακατ’λίκι = αναπηρία.
4115. σακάτ’ς = ανάπηρος.
4116. σακατεύκα = χτύπησα πολύ

274

4117. σακατεύου = τραυματίζω, αχρηστεύω, -ουμι αχρηστεύομαι, γίνομαι
ανάπηρος.

4118. σακατλαμάς = σακάτης.
4119. σακιάζου = γεμίζω το σακί με διάφορα πράγματα ή διάφορα υλικά.
4120. σάκιασμα = η τοποθέτηση πραγμάτων σε τσουβάλια
4121. σακούλα, μπαλασκόνι = πορτοφόλι
4122. σακουράφα = μεγάλη και χοντρή βελόνα για να ράβουμε χοντρά

υφάσματα. ράβουμε τα σακιά μ' αυτήν
4123. σαλαγάου, σαλαγάω = χειρονομώ με φωνές και σφυρίγματα και οδηγό

το κοπάδι, δίνω βάση σε κάποιον κάτι , υπολογίζω κάποιον κάτι
4124. σαλάγατα = φώναξε στα ζώα να προχωρήσουν προς κάποια

κατεύθυνση
4125. σάλαγους = βοή από τη ροή του ποταμού,. θόρυβος που κάνει το

κοπάδι καθώς προχωράει στη βοσκή
4126. σαλαητά = φωνές και σφυρίγματα με τα οποία κατευθύνω το κοπάδι.
4127. σαλαΐζου, σαλαϊαζου = ανακατώνω τα πρόβατα και κάνω φασαρία
4128. σαλαϊόμι = κάνω σάλαγο, θόρυβο, φασαρία.
4129. σαλαούρας = πολυλογάς.
4130. σαλιάρα = μπροστινό κομμάτι της γυναικείας φορεσιάς από λεπτό

καλό ύφασμα με πιέτες και δαντέλες) που το βάζουμε γύρω από το
λαιμό
4131. σάλλουμα = άχυρα ή κλαδιά με τα οποία σκεπάζουμε τον ξύλινο
σκελετό από το κονάκι ή από το μαντρί
4132. σαλλώνου = σκεπάζω με άχυρο η κλαδιά το κονάκι η το μαντρί

275

4133. σάλμα = άχυρο για τροφή και για σκέπασμα η στρώσιμο στη στάνη

4134. σαλουγκβιντιάζου = χαζοκουβεντιάζω.

4135. σαλταμπήδα = γυναίκα που έχει ξεπεράσει τους ηθικούς φραγμούς.

4136. σαλταμπήδας = ανήθικος άντρας

4137. σάμ(ι) =σουσάμι

4138. σαμάρ(ι) = το σαμάρι

4139. σαμαράκι = προστατευτικό τρίχωμα που αφήνουμε στη ράχη από τα
μικρά ζώα, όταν τα κουρεύουμε, κάπα.

4140. σαμαροσκούτ(ι) = χοντρό ύφασμα επένδυσης του σαμαριού

4141. σαμαρουτριχιά = τριχιά για το σαμάρι

4142. σαμαρώνου = βάζω το σαμάρι πάνω στο κορμί του ζώου,

4143. σάματ, σάματις = σάμπως, μήπως, σα να

4144. σαπέρα, σιαπέρα = προς τα πέρα

4145. σαπιάρ’κα = πρόβατα που σαπίζουν τα νύχια τους και πέφτουν.

4146. σαπίτ’ς = ονομασία βουνίσιου φιδιού

4147. σάρα = απότομη πλαγιά γεμάτη πέτρες και χαλίκια και χωρίς ιδιαίτερη
βλάστηση, γκρεμός (πιθανή προέλευση του ονόματος των
Σαρακατσάνων καθώς τα ονοματα πήγαζαν από τα χαρακτηριστικά
διαβίωσης της περιοχής των διαφόρων ομάδων. Σάρα = γκρεμός, κάσι
= μεγάλος βράχος, ανος = δηλωτικό προέλευσης ΣΑΡΑΚΑΣΙΑΝΟΣ,
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΣ

4148. σάρα κακιά να σι μάσι = να γκρεμιστείς, να χαθείς, να πας στον
αγύριστο (κατάρα

4149. σαράκι = σκουλήκι του ξύλου, σκόρος, (μτφ.)στενοχώρια.

276

4150. σαρακιάζει του ξύλου = γεμίζει από σκόρο.

4151. σαρακουστεύου = νηστεύω για τη σαρακοστή

4152. σαραντάημερου = μνημόσυνο για τα σαράντα του πεθαμένου

4153. σαργιά, σαριά = λέρα που μαζεύεται στα μαλλιά από τα πρόβατα,
λίπος στο μαλλί των ζώων

4154. σαριασμένα μαλλιά = μαλλιά βρώμικα

4155. σαρκώνου = είμαι ικανοποιημένος, ικανοποιούμαι ψυχικά

4156. σάρκωσαν = έπιασαν τα ζώα σε μέρος και βόσκουν με όρεξη δεν
μετακινούνται πολύ, βόσκουν με ικανοποίηση, ικανοποιήθηκαν απ
την βοσκή.

4157. σαρμανίτσα = ξύλινη παιδική κούνια μπορεί να ήταν και το σαμάρι
ανάποδα

4158. σαρμανίτσα = κούνια, νεμοκούνια, κούνα, κνια, κουνί, κουνιαριά,
κουνίστρα ανιμόκονια, ανιμόκονα, κουρναρέτα, κρεμαντούλα,
κριμασταρά, μπέλα, γκαγκανέβα, κούλουρο, κούλιουρος,
κουρνιαλέτσα | σκαφίδι, μπεσίκι, μπισίκι, μπισίκ, μπεχίκι, νάκα,
σαμαρίτσα, σαμαρνίτσα, σαρμάντζα, σαρμάντσα, σούση, σκαμνίδ,
τρόκνια, κουβέλι, κβέλι από το Λατινικό cuna

4159. σάρουμα = σκούπα, σκούπισμα,το φυτό (ανθυλλίς η ερμάνειος) απ το
οποίο φτιάχνουμε σκούπες

4160. σαρώνω = σκουπίζω

4161. σαφράνι = κρόκος, (μτφ.) άνθρωπος με ωχρό πρόσωπο.

4162. σβάν(ι) = κανάτα

4163. σβάου, σβήου = σβήνω

4164. σβαρνάου = σέρνω

277

4165. σβαρνάου κουπέλα = (μτφ.) κλέβω, απαγάγω
4166. σβέρκια = σβέρκος.
4167. σβηντζούρι = περνάει αστραπιαία από μπροστά σου
4168. σβόιρας = αυτός που στροφάρει το μυαλό του, πανέξυπνος,

πολυμήχανος
4169. σβώλος, βωλιός = κομμάτι σφαιρικό (χωματος, τυριού, ψωμιού, κ.α.).

Ομηρικό «βώλος» (βλέπε «σβώλιου» και Οδύσσεια σ 374)
4170. σγαρλάου, σγαρλεύου = ανακατώνω, ψάχνω.
4171. σγουλώνου = στριμώχνω, πλησιάζω πολύ κάποιον, σφηνώνομαι.
4172. σγώνς = σιμώνεις
4173. σέα, σέια, σαία = πράγματα του σπιτιού, οικοσκευή και ρούχα
4174. σέβαση = σεβασμός.
4175. σειόμι = κουνιέμαι, κινούμαι.
4176. σειρά = γενιά, σόι
4177. σειρήτια γερά και ίσια, ξύλα που χρησιμοποιούνταν στα αδίπλα

καλύβια
4178. σέλα = σέλλα,κάθισμα για τον αναβάτη στη ράχη του αλόγου, από το

Ιταλικό sedeo, πιθανόν η λατινική sella
4179. σια δίπλα = στο πλάι (τό΄κοψε στα δίπλα= ξάπλωσε)
4180. σιαδώθε, σαδώθε = προς τα εδώ
4181. σιάζομαι = φτιάχνομαι
4182. σιάζου = τακτοποιώ, διευθετώ. -ουμι πλένομαι, περιποιούμαι.

278

4183. σιαΐνι = το σαΐνι είναι είδος μη γνήσιου γερακιού (γένος Accipiter),
που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία
είναι Accipiter brevipes και δεν περιλαμβάνει υποείδη Η επιδεξιότητα
και η ευστροφία του στο κυνήγι, έχει αποδοθεί με την ομώνυμη λέξη
«σαΐνι», για τον δραστήριο και έξυπνο άνθρωπο που διακρίνεται για
την ευστροφία ή την ικανότητα του να επωφελείται από τις
περιστάσεις. Γνήσια Γεράκια(Falconidae) Βραχοκιρκίνεζο (Falco
tinnunculus), Δεντρογέρακο (F. subbuteo) Κιρκινέζι (F. naumanni),
Μαυροκιρκίνεζο (F. vespertinus), Μαυροπετρίτης (F. eleonorae),
Νανογέρακο (F. columbarius), Πετρίτης (F. peregrinus),
Στεπογέρακο (F. cherrug), Χρυσογέρακο (F. biarmicus). Μη Γνήσια
Γεράκια (Accipitridae) : Διπλοσάινο (Accipiter gentilis), Ξεφτέρι (A.
nisus), Σαΐνι (A. brevipes).

4184. σιακάτ, σακάτ = προς τα κάτω

4185. σιακείθε, σακείθε, σιακείθι = προς τα εκεί, ίσια εκεί

4186. σιαλβάρι, του πελεκημένο ξυλάκι με δυο εγκοπές στις άκρες του για να
το δένουμε, και το βάνουμε στο στόμα του κατσικιού για να μην
μπορεί να βυζαίνει, είδος χαλινού [26, 68].

4187. σιαμπρουστά = λίγο πιο μπροστά, το καραβάνι γερόντων παιδιών που
κίναγε πρωτύτερα

4188. σιάξ = περιποιήσου, φτιάξου

4189. σιαπάν- σιακατ- σιακεί = δήλωση κατεύθυνσης

4190. σιαπάν, σαπάν = προς τα πάνω

4191. σιαπέρα = προς τα πέρα, αυτός που δεν κάνει για τίποτα (είναι για
σιαπέρα}

4192. σιαπέρας = ο άσχετος

4193. σιάπη = αφθώδης πυρετός.

279

4194. σιαπίσου, σαπίσου = προς τα πίσω
4195. σιαπού = προς τα πού
4196. σιαράφς = κοσμηματοπώλης
4197. σίβους, -α, -ου = αυτός που το χρώμα του είναι μεταξύ γκρι και μπεζ.
4198. σιγαλά = αθόρυβα, χαμηλόφωνα, αργά, απαλά
4199. σιγαλός, -ή, -ό = σιγανός, αθόρυβος
4200. σιγκούνα και σιγκούνι = είδος χοντρού μάλλινου πανωφοριού
4201. σιγουρεύου = ασφαλίζω κάτι
4202. σιδιρώνου = αρματώνου, ξυλοκοπώ.
4203. σικλέτι = στενοχώρια.
4204. σικλιτίζουμι = είμαι λυπημένος, στενοχωρημένος [27, 426].
4205. σιλιασμός = επιληψία.
4206. σιλώνου = βάζω τη σέλα στο άλογο.
4207. σιμίτι = άσπρο ψωμί, κουλούρι
4208. σιμώνω, σμώνω = πλησιάζω
4209. σινί, σνί = ταψί
4210. σιόπ’ς = αυτός που κάνει του κεφαλιού του.
4211. σιουγκάρα, η, βλ. δυγόνα.
4212. σιουγκράου, σιούγκραω, σιουγκρίζου = αγγίζω κάποιον με νόημα, τον

ειδοποιώ αγγίζοντάς τον σκουντάω σπρόχνω κάποιον σε μια πράξη,
ξεσηκώνω
4213. σιουράου, σιουράω = σφυρίζω, μτφ.) υπολογίζω

280

4214. σιουρβέτι = άσπρο σαρίκι
4215. σιουρίστρα = σφυρίχτρα.
4216. σιουρτό = σφύριγμα
4217. σιούτα = αυτά που δεν έχουν κέρατα
4218. σιργιάνι, σιριάνι, = περίπατος
4219. σιριανάου = κάνω περίπατο, γυρίζω στους δρόμους
4220. σιρκό = αρσενικό
4221. σιρκός = αρσενικός
4222. σιρκουθήλ’κους, -η, -ου = ερμαφρόδιτος.
4223. σιρμαϊα = απόθεμα
4224. Σιρμπιάνοι = Σαρακατσάνοι της Σερβίας Περί το 1965 ήρθαν στην

Ελλάδα και οι περισσότεροι από αυτούς μένουν σήμερα στο Κορδελιό
της Θεσσαλονίκης.
4225. σιρσέγκι = άνθρωπος που δεν ησυχάζει καθόλου, εργατικός, είδος
αγριομέλισσας
4226. σιτζίμ = λεπτό σχοινί, γερός σπάγκος
4227. σκ’λεύουντιι (για σκυλιά) = ζευγαρώνουν.
4228. σκ’λίσιους, -α, -ου = αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκύλο
4229. σκ’λοψώμα = ψωμί για τα σκυλιά που το φκιάχνουμε με πίτουρα.
4230. σκ’νί = σχοινί, το νήμα της ζωής (μτφ
4231. σκ’τιά = ρούχα.
4232. σκ’τίσια = μάλλινα.

281

4233. σκάλα = εργαλείο με το οποίο μαζεύουμε μασούρια, σιδερόσκαλα στη
σέλα, αναβολέας, γενιά

4234. σκαλάκι, τσκάλι = ποτήρι.

4235. σκάλουμα = εμπόδιο, πρόβλημα, σκάλωσα

4236. σκαλώνου = αναρριχώμαι ανεβαίνοντας ψηλά, σταματάω μπροστά σε
ένα εμπόδιο

4237. σκάμνα = μούρα

4238. σκαμνάκια = παιδικό παιχνίδι.

4239. σκαμνιά = μουριά. Η μουριά (Morus alba και M. nigra, Moraceae)
είναι φυλλοβόλο πλατύφυλλο δέντρο με πολύ διακοσμητικό φύλλωμα
και φημίζεται για τη σκιά του. Στο γένος Morus ταξινομούνται 12 είδη
Τα πιο γνωστά είδη είναι η λευκή (Morus alba) και η μαύρη μουριά
(M. nigra), ενώ υπάρχουν και άλλα είδη όπως η ερυθρή (M. rubra) και
η κελτιδόφυλλη μουριά (Μ. celtidifolia).

4240. σκανζλήθρα = η εκτινασσόμενες σε μικρά κομματάκια φλούδες
δένδρου πο καίγεται

4241. σκάνια = στενοχώρια, στενοχώρια και αγανάχτηση μαζί.

4242. σκανιάζου = στενοχωριέμαι, στενοχωρώ, σκάω

4243. σκάνιασμα = στενοχώρια

4244. σκαντζλήθρα = φλούδα, μικρό κομμάτι ξύλου που καίγεται και
τινάζεται

4245. σκαπετάου = περνάω στην άλλη πλευρά του βουνού, γέρνω στη ράχη
απ την άλλη μεριά, χάνομαι πίσω απ την κορυφή

4246. σκάπιτα = μέρη που βρίσκονται πίσω από την κορυφή ενός υψώματος
και δεν φαίνονται.

282

4247. σκαπιτάου = περνώ απ την άλλη πλευρά του βουνού, περίπου με
ίδια ένοια και το βάϊζω = γέρνω, αλλάζω πλευρά

4248. σκαρίζου = βγάζω το κοπάδι τη νύχτα για βοσκή ή το βγάζω από το
στάλο για να βοσκήσει ή το βγάζω για βοσκή

4249. σκαρνουτή = ποδιά με παραστάσεις λουλουδιών, φυτών, δένδρων που
τη φοράνε οι γυναίκες στις ανοιξιάτικες μετακινήσεις.

4250. σκάρος = ξυπνάω για βοσκή μετά από ύπνο. Από την ομηρική λέξη
«σηκάζω», μανδρώνω. Ιλιάς Θ, 131

4251. σκάρφη γίν’κι = έγινε πολύ αρμυρό
4252. σκάρφη, (μέλας ελέβορος β,λ στο δεύτερο μέρος) = φυτό που έχει

θεραπευτικές ιδιότητες

4253. σκάσιμου = (μτφ.) μεγάλη στενοχώρια

4254. σκάφ, σκαφίδα, σκαφίδι = η σκάφη, λεκάνη μεγάλη για πλύσιμο,
μπάνιο, ζύμωμα (ξύλινη)

4255. σκηνίτις = αυτοί που ζουν μέσα σε σκηνές και κυρίως οι νομάδες,
έλεγαν ότι ήταν μια ζωή οι Σαρακατσάνοι

4256. σκιάζομι = φοβάμαι

4257. σκιαζούρ’ς = φοβητσιάρης.

4258. σκιάσματα = αγερικά, δαιμονικά, κακά πνεύματα.

4259. σκιάχκα = τρόμαξα

4260. σκιάχτρου = ομοίωμα ανθρώπου για να τρομάζουν άγρια ζώα και
πουλιά (μτφ.) πολύ άσχημος άνθρωπος.

4261. σκιδιάζου = σχεδιάζω, σκέφτομαι

4262. σκίζα = κομμάτι από ξύλο που σχίζεται από τον κορμό ενός δέντρου ή
ενός χοντρού κλαδιού, πελεκούδι.

283

4263. σκιζάφτ’κου = σημάδι στα πρόβατα

4264. σκίνους = Σχίνος (Πιστακία η λεντίσκος – Pistacia lentiscus) Ο
Σχίνος όπως και οι συκιές είναι θηλυκός και αρσενικός. Στις μασχάλες
των φύλλων εμφανίζονται οι βότρεις των ανθέων. Τα κιτρινωπά ή
κόκκινα μικρά άνθη διατάσσονται σε πυκνούς σύνθετους βότρεις, οι
οποίοι εκφύονται από τις μασχάλες των φύλλων και τη γύρη τους την
τρυγούν οι μέλισσες. Οι καρποί (δρύπες) είναι μικροί και σφαιρικοί,
στην αρχή είναι πράσινοι, ύστερα γίνονται κόκκινοι και τέλος, όταν
πια ωριμάσουν, γίνονται μαύροι κατά το Σεπτέμβριο με Οκτώβριο.
Τα φύλλα του είναι άριστη τροφή για τα οικόσιτα. Οι βοσκοί με το
ξύλο του κατασκευάζουν ακόμα και σήμερα γκλίτσες , ρόκες, ή άλλα
εργαλεία. Από τις ευλύγιστες σχινόβεργες φτιάχνονταν μπαστούνια ή
ραβδιά, ζέβλες (στρογγυλός ξύλινος λαιμοδέτης για ζώα) και ξύλινα
σκεύη όπου τοποθετούσαν τρόφιμα, ενώ οι ψαράδες το
χρησιμοποιούν για να φτιάξουν πασσάλους για τη στερέωση των
κουπιών της βάρκας, σκαρμούς της βάρκας ή στεφάνι για την απόχη
τους. Ο οχινόκαρπος χάρη στην υπόγλυκη γεύση του και την
ευχάριστη μυρωδιά του τρώγεται ωμός. Από τον ώριμο σχινόκαρπο
έβγαζαν λάδι, το σχινόλαδο, που αποτελούσε ανακουφιστικό φάρμακο
για τον πόνο του αυτιού

4265. σκιπή = σκέπη Ομηρική λέξη «σκέπα» ή «σκεπία» (προφύλαξη από τον
άνεμο). Οδύσσεια ε, 433

4266. σκιρός = σοβαρός, αξιόλογος

4267. σκλαρίκι = σκουλαρίκι

4268. σκλεύουντι = όταν ζευγαρώνουν τα σκυλιά

4269. σκλήθρο = μικρό δένδρο από του οποίου τα φύλλα έκαναν μαύρη
βαφή μαλλιών

4270. σκλήθρου = υγρόφιλο δένδρο με ύψος 20-30 m, με τις κοινές
ονομασίες σκλήθρο και κλήθρα η κολλώδης, τη φλούδα του οποίου
χρησιμοποιούμε για να βάφουμε υφάσματα

284

4271. σκλήκι = σκουλήκι

4272. σκλί = σκυλί. Οι Σαρακατσάνοι μέχρι την αστικοποίηση τους και την
εγκατάλειψη του ποιμενικού νομαδισμού, κατόρθωσαν να
διατηρήσουν την καθαρότητα της ράτσας τους λόγο ενδογαμίας και
της κλειστής κοινωνίας τους . Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με όλα τα
ζώα που αφορούσαν την ζωή τους. Το άλογο, το σκυλί, το πρόβατο
των Σαρακατσάνων αποτελούσε μέχρι πρόσφατα ξεχωριστή φυλή η
οποία εξ αιτίας του απομονωτισμού τους ( ειδικά των
Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας) διατηρήθηκε μέχρι πρόσφατα.

4273. σκλόψωμο = φουρνισμένο ψωμί από πίτουρα για τα σκυλιά

4274. σκόρτσα = πλεξίματα με βέργες ή άλλα κλαριά, μαντράκι

4275. σκόρτσα = χαμόκλαδο, πόα σαν είδος κέδρου με φύλα σαν βελόνες
που καίγεται με χαρακτηριστικό ήχο

4276. σκούζου = φωνάζω δυνατά

4277. σκουλαμέντρα = βλεννόρροια

4278. σκουλάου = σχολάω, τελειώνω.

4279. σκουλάτα = είδος από υφαντά.

4280. σκουνταφτου = σκοντάφτω

4281. σκουντιρίτσα ,σκοτουρίτσα = κοστερίτσα, κουστερίζα, κουτερίτσα,
κοτερίτσα, κουτιρίτσα, κουτουρίτσα, κοτσερίτσα, κοσταρίτσα Lacerta
communis, κοσταρίνα, κοσταζίνα, γουστερίτσα, γουστερίτζα,
γοστερίτσα, γκουστερίτσα, γκουστιαρίτσα, γκουστιρίτσα, γκουστιρίκα,
γκοστερίτσα, γκοστιρίτσα, γκουσταρίτσα, γκουστουρίτσα,
γκουσναρίτσα, αγκουστιρίτσα, σκουτερίτσα, σκουτιρίτσα, σκοτερίτσα,
σκουτουρίτσα, βουστερίτσα, βοστερίτσα, γουσταρέλα, γκουσταρέλα,
σκουταρέλα, σκουνταρέλα, σκουταλέρα, σκουρδαντέλα,
σκουρνταντέλα, σκουντουρλίκα, σκουτερέλα, σκονταρέλα,
σκουτουρέλα, γουστερέλι, σκουτερέλ, γουστερίνα, γουστερινίτσα,

285

γκουσταναρίτσα, γοστερόπλο, γουστερούδα, σκουτιρούδα,
γουστερούλα, γουστερίτσι, αγουστερίτσι, βοστερίτσι
4282. σκούξιμο = φωνές δυνατές
4283. σκουρπουφτέρη = φτέρη με θεραπευτικές ιδιότητες.
4284. σκουρπσαμαν σαν τ΄ς πέρδικας τα π’λιά = πηγαίνω προς όλες τις
κατευθύνσεις, διασκορπίζομαι, χάνομαι.
4285. σκούσματα = δυνατές κραυγές πόνου.
4286. σκουτάδιασι = έγινε σκοτάδι.
4287. σκουτειδιάζει = γίνεται πυκνό
4288. σκουτίδα = βαθύ σκοτάδι. = σκοτάδι. Ομηρική λέξη «σωτάδιον»
(σκότος). Οδύσσεια τα, 389
4289. σκουτούρα = ζαλάδα, (μτφ.) πρόβλημα, έννοια.
4290. σκουτουρέλλα = σαύρα.
4291. σκουτουριάζουμι, ντραλίζομαι = ζαλίζομαι
4292. σκουτουρίτσα, σκουταρέλα = σαύρα.
4293. σκούφια, κατσιούλα = κουκούλα στην κάπα και στην καλύβα
4294. σκόφλα = φύλλα συκιάς
4295. σκρουμπιάζου = καρβουνιάζω, γίνομαι σκρούμπος.
4296. σκρούμπος = κάηκε εντελώς , καρβουνιάστηκε
4297. σκρουπάου = σκορπίζω.
4298. σκτιά = ρούχα
4299. σκύβαλα = υποπροϊόν μετά το κοσκίνισμα του σιταριού
4300. σκύλα = κακιά κα μοχθηρή γυναίκα

286

4301. σμά = κοντά

4302. σμαδεμένο = το σημαδεμένο

4303. σμαδεύω = σημαδεύω με κάποιο χαρακτηριστικό για να αναγνωρίζετε
το ζώο ότι μου ανήκει

4304. σμαζώνου = φέρνω κοντά μου, συμμαζεύω , τακτοποιώ,
συγκεντρώνω

4305. σμέρτου = καρπός της μυρτιάς Ο Διοσκουρίδης κατέταξε τις μυρτιές σε
αυτές με μπλε και σε αυτές με λευκούς καρπούς, οι οποίοι έχουν
φαρμακευτικές ιδιότητες. Τους έδινε ως αντίδοτο για τσιμπήματα
σκορπιών και αραχνών και για να θεραπεύσει ασθένειες της κύστης
και την διάρροια, σε μορφή βρασμένου χυμού. Η συνταγή αυτή
χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στη παραδοσιακή ιατρική.

4306. σμίξη = αντάμωμα, αντάμωση, συμβολή των ποταμών.

4307. σμίχτις, σμιχτάδις, σμίχτες = συνέταιροι στο ίδιο τσελιγκάτο οι, βλ.

4308. σμυρτιά = το φυτό μυρτιά.

4309. σμώνου, σγώνω = πλησιάζω, ζυγώνω.

4310. σνάφ(ι) = η κοινή ράτσα μας, η κοινή καταγωγή των Σαρακατσάνων

4311. σνόρα = πονηρή γυναίκα.

4312. σόι = συγγενείς, συγγένεια

4313. σουγκάρι = βυζανιάρικο αρνί, μικρότερο παιδί μιας οικογένειας

4314. σούδα = κατεβασμένο ρέμα που φέρνει μαζί του ξύλα και πέτρες, τα
ζώα που κινούνται με ορμή προς μία κατεύθυνση

4315. σουδιάζου = οδηγώ τα ζώα στη βοσκή σε μια στενή λωρίδα μαζεμένα
και με γρήγορη κίνηση

4316. σουϊεύου = είμαι συγγενής με κάποιον, δίνω γνωριμία στο σόι μου

287

4317. σουκάκια = τα δρομάκια, τα στενά

4318. σουκακιάρα = αυτή που είναι συνέχεια στα σοκάκια, γυρίζει

4319. σουκόρφι, σουρκόφι, = μάλλινη αντρική μπλούζα

4320. σουμπόλια = σκωπτικά τραγούδια που στηρίζονται σε πραγματικά
γεγονότα , αυτά που μπολιάζονται (ενώνονται) σουμπολιασμένα

4321. σουμπουλιάζου = ενώνω κάτι για να φαίνεται τελειομένο,
συμπληρώνω κάτι μισοτελειωμένο, το ολοκληρώνω, κουτσομπολεύω

4322. σούμπρα = το μέσα από το φλοιό των καρπών με κέλυφος, κουκούτσι.

4323. σουπάνι = εσωτερικό πανί, φόδρα.

4324. σουργούνι = 1. ρεζίλι. 2. εκτόπιση [17, 337].

4325. σούρλα, κατσιούλα = κουκούλα

4326. σουρός, σωρός = γκουμούλι, γκουμούλα, σωρός, αρμακάς,
βουναρκά, βουναρούιν, γουλερό, στοίβα, στάβα, γιγίν, κβάρα, κόπα,
κούκους, ντάνα, κοβνός, κουβνός, γκούβνος, από το λατινικό
cumulus

4327. σουρτάρα = όπως κινούνται τα πρόβατα το ένα πίσω από το άλλο και
τρέχοντας κατεβαίνουν από πλαγιά ή πηγαίνουν προς μια
κατεύθυνση, μονοπάτι που σχημάτισε το κοπάδι κατεβαίνοντας
σουρτάρα

4328. σουρταριάρα = προβατίνα που μπορεί να οδηγήσει το κοπάδι

4329. σουσούρα = φυτό με το οποίο φκιάνουμε σκούπες.

4330. σουφαρής = τούρκος ιππέας

4331. σουφέρ’ς, ου = οδηγός

4332. σουφλάου, σουφλάω = τσιμπάω με σουβλί, μπήγω, έχω οξείς πόνους,
πονάω σαν να με τρύπησαν με το σουβλί

288

4333. σουφλί = σουβλί.
4334. σουφλιά = οξύς πόνος, ραδιουργία, σκευωρία.
4335. σουφλιρός, -ή, -ό = μυτερός, οξύς.
4336. σουφουριάζου = κάνω έρωτα.
4337. σούφρα = πρωκτός
4338. σουφράς = τάβλα.
4339. σούφρος = αυτός που δεν μπορεί να συγκρατηθεί και ορμάει στο φαΐ,

λαίμαργος, κώλος
4340. σπαθάτους, -η, -ου = λυγερόκορμος.
4341. σπαθέλα (υπερικό το διάτρητο) = το φυτό το σπαθόχορτο, χόρτο που

τα φύλλα του έχουν σχήμα σπαθιού. Το χρησιμοποιούμε για να
επουλώνουμε τις πληγές
4342. σπανά = γυμνά βουνά, βουνά χωρίς δέντρα.
4343. σπανίσιους, -α, -ου = αυτός που ζει στα σπανά, (βλ. λ.).
4344. σπαράγγι = καρπός από τη σπαραγγιά.
4345. σπαραγγιά = φυτό πόα που τρώμε τον καρπό του και το
χρησιμοποιούμε σαν φυλαχτό στα κονάκια [26, 167].
4346. σπάργανα = τα πανιά που τύλιγαν το βρέφος, ψιλή καθάρια
χριστουγεννιάτικη κουλούρα
4347. σπέρδιλος = ευκίνητος, γρήγορος
4348. σπερδούκλι, σπιρδούκλι, (ασφόδελος) = φυτά είδος κρίνου με λεπτά
μακριά φύλλα και βγάζουν ένα μακρύ στέλεχος περίπου 80 εκατοστά
όπου στην κορφή βρίσκονται τα άνθη του
4349. σπιρδουκουκάλι = άνθος από το σπιρδούκλι.

289

4350. σπιτσιέρ’ς = φαρμακοποιός.
4351. σπληνάντιρου, του έδεσμα που παρασκευάζεται με το γέμισμα του

χοντρού εντέρου του ζώου από κομμάτια σπλήνας [12α, 146].
4352. στ’λιάρι = στειλιάρι, ξύλινη λαβή στα γεωργικά εργαλεία
4353. στ’μόνι = στημόνι, νήμα του αργαλειού.
4354. στάλια,. στάλος = χώρος που κοιμούνται τα ζώα να γλυτώσουν την

κάψα του μεσημεριού , τόπος με σκιά για το κοπάδι. Παράγεται
πιθανόν από τη λέξη «στάλιξ-ικος» = πάσσαλος στο οποίο
προσδένονται δίκτυα.
4355. σταλίζουν τα πρότα = κάθονται το μεσημέρι στον ίσκιο και
αναπαύονται
4356. σταμούτα = άφωνα, κρυφά, χωρίς θόρυβο
4357. στάνη = οι εγκαταστάσεις όλες του σαρακατσάνικου τσελιγκάτου για
ανθρώπους και ζώα
4358. στανιό (με) = με το ζόρι
4359. στανιό = με το έτσι θέλω
4360. στατέρι = το καντάρι
4361. στατέρι, του είδος ζυγαριάς.
4362. στατιράδις, οι τεχνίτες που φκιάχνουν τα χυτά κυπριά [26, 120].
4363. σταυραδέρφια = δυο συνήθως ή και περισσότερα άτομα που
θεωρούνται μεταξύ τους αδέλφια μετά από αδελφοποίηση.
4364. σταυράδιφους, -ιρφή = αδελφοποιτός, αδελφοποιτή.
4365. σταυραϊτός = αετός ο νάνο, γενναίος, δυνατός

290

4366. Σταυρός = ένα σύμβολο που παρατηρείται σε πολλές φάσεις της
ζωής των Σαρακατσάνων και είναι ένα από τα πλέον εμφανιζόμενα
σύμβολα και είδος δεσίματος , διασταύρωση στα λούρια.

4367. σταυρουβιλουνιά = τρόπος που κεντάμε (η βελονιά πηγαίνει χιαστή).

4368. σταυρουγειτουνιά = γειτονιά με πολλά σταυραδέρφια

4369. σταύρουμα = δέσιμο σε σχήμα σταυρού των ξύλων του σκελετού
όλων των κατασκευών

4370. σταυρουμάνα = μάνα του σταυράδερφου ή της σταυραδερφής
σταυρουπατέρας = πατέρας του σταυράδερφου ή της σταυραδερφής
σταυρουπουδιάζουμι κάθομαι σταυροπόδι.

4371. σταύρουση, η η βασική εργασία για το άνοιγμα του διασιδιού (το
στόμα από όπου περνάει η σαΐτα) στη φάση που το ιδιάζουμε.

4372. σταυρουτό = σχέδιο στο κέντημα και στην ύφανση

4373. σταυρουτός = χορός στον οποίο οι χορευτές ενώνουν τα χέρια τους και
σχηματίζουν το σχήμα του σταυρού. Σταυροφορούντες οι
Σαρακατσάνοι των οποίων οι γυναίκες κάνουν τατουάζ στο μέτωπο
και στα χέρια. Είναι δε τέτοιο το καμάρι που όταν θέλουν να δείξουν
σε κάποιον ότι τον εκτιμούν αφάνταστα χρησιμοποιούν τη φράση: “Σ΄
έχω σταυρό στ’ μπάλα (μέτωπο)”. Σταυρός η κατσούλα στην κορυφή
της καλύβας, σταυρός στα κεντημένα ρούχα, σταυρός ο χορός τους
(σταυρωτός).

4374. σταυρώνου = συναντώ, ενόνω -ουμι διασταυρώνομα

4375. σταυρώνου γκβέντις = (μτφ.) κουβεντιάζω, συνομιλώ.

4376. σταχταράκους, σταχτιάρ’ς, -α, -κου = αυτός που δε σαλεύει από τη
γωνιά της φωτιάς, τεμπελάκος

4377. σταχτόκλουρα = ζυμαρόπιτα ψημένη στην στάχτη της βάτρας

291

4378. σταχτουλόους, ου χώρος στον οποίο συγκεντρώνουμε τη στάχτη ή
δοχείο στο οποίο τη συγκεντρώνουμε [26, 279].

4379. σταχτουπύρι = χόβολη που τη χρησιμοποιούμε ως θεραπευτικό μέσον
στα κρυολογήματα, ως θερμοφόρα

4380. σταχτώνου = ρίχνω σε κάτι στάχτη
4381. στέγνα = ξηρασία, ξέρα
4382. στένουση = δυσφορία στο στήθος, άσθμα.
4383. στέρφα = τα πρόβατα η γίδια που δεν έχουν γάλα (δεν γενούν )

στέρφος, άγονος (από την ομηρική λέξη «στείρη» από την οποία
παράγεται η λέξη «στέριφος»)
4384. στέρφη = προβατίνα ή γίδα που δε γεννάει, που δεν παράγει γάλα.
στέρφος, άγονος (από την ομηρική λέξη «στείρη» από την οποία
παράγεται η λέξη «στέριφος»)
4385. στήνου καλύβι = φτιάχνω καλύβι
4386. στινάζου = αναστενάζω, γογγύζω.
4387. στινεύουμι = στενοχωριέμαι, έχω οικονομικές δυσχέρειες
4388. στιρέβουμι = στερούμαι
4389. στιρνός, στερνός = τελευταίος.
4390. στιρφάρ’ς = τσομπάνος που βόσκει τα στέρφα
4391. στιρφεύου (μτφ.) = δεν μπορώ να τεκνοποιήσω
4392. στιρφεύουν τα πρότα = τα γαλάρια πρόβατα χάνουν τελείως το γάλα
τους.
4393. στιρφόκυπρους, ου κυπρί που βάζουμε σε στέρφη γίδα.

292

4394. στιφάνι = στρόγγυλο πελεκημένο ξύλο από το οποίο κρέμεται το
κουδούνι από τα πρόβατα ή το κυπρί από τα γίδια , ξύλινο πλαίσιο
που στηρίζει την πόρτα από το κονάκι, κεφαλάρι της, ξύλινος κύκλος
στην κατσιούλα του κονακιού, απόκρημνο και δύσβατο μέρος.

4395. στιφάνια = στεφάνια, ξύλινα στεφάνια από τα οποία κρέμονταν στο
λαιμό τα κύπρια του προβάτου ή του γιδιού. Παράγεται από την
ομηρική λέξη «στεφάνη»

4396. στοιχειό = αόρατο, υπερφυσικό και συνήθως κακοποιό ον

4397. στοίχειουσαν τα πρότα (μτφ.) = από την καλή βοσκή πάχυναν κι είναι
και πολύ γερά.

4398. στουμάχι = στομάχι. Ομηρική λέξη «στομάχοιο». Ιλιάς Γ, 292

4399. στουμπάω = συνθλίβω με θόρυβο, βαράω να σπάσω. πίνω ή τρώω
λαίμαργα, κοπανάω

4400. στούμπους = ξύλινο, σιδερένιο ή πέτρινο εργαλείο (λιθάρι) με το
οποίο συνθλίβονται άλλα αντικείμενα , εργαλείο με το οποίο
συνθλίβονται άλλα αντικείμενα, κοντός. Από τη λέξη «δούπος», που
έγινε «γδούπος», στη συνέχεια «σδούπος» και, τελικά, «στούμπος».

4401. στουμπουτύρι = είδος σκληρού τυριού

4402. στουμώνου τα πρότα = σταματώ, γυρίζω πίσω ή κατευθύνω εκεί που
θέλω το μπρος μέρος από το κοπάδι

4403. στουμώνω, στομώνω = σταματώ και αντιστρέφω πορεία στο κοπάδι

4404. στούρνα = μεγάλη πέτρα.

4405. στουρνάρι = σκληρή πέτρα από χαλαζία, ο αγράμματος, πυρόλιθος
που τον χτυπάμε με τον πρυόβολο και ανάβουμε την ίσκα από τις
σπίθες που βγάζειστουρνάρι. Παράγεται από το ρήμα «στόρνυμι» ή
«στορέννυμι» (μεσαιωνική λέξη «στόρνυμαι» =εξομαλύνω). Από το
ρήμα αυτό παράγεται και το «στορύνη» (=χειρουργικό εργαλείο με

293

οξεία αιχμή) και η λέξη «στορεύς –έως» (= παραγωγή πυρός με την
τριβή).
4406. στραβουγιράζου = γερνάω πρόωρα
4407. στραβουμάρις = κακοτυχίες, αναποδιές
4408. στραβώνου = αναποδιάζω, δεν λειτουργώ όπως πρέπει, δεν λειτουργώ
ορθά
4409. στραγγάνι = σκούφος.
4410. στραγγίζου τα πρότα = τα αρμέγω την περίοδο που έχουν λίγο γάλα.
4411. στραγγίζου του τυρί = του αφαιρώ το τυρόγαλο.
4412. στραποβολάει = αστράφτει
4413. στράτα = δρόμος, ταξίδι η πορεία για να πάνε απ' τα χειμαδιά στα
βουνά και το αντίθετο
4414. στράτα, φαρδόστρατα = δημοσιά, δημοσά, δεμοσιά, δεμοχιά, δρόμος,
δρομί, , στρατί, στράδα, στρατόνι, φόρος, ρούγα, ρούγος, σούσα,
τζαντές, ντουσιμές από το Βενετσιάνικο corso
4415. στρατεύουμι = κατατάσσομαι στον στρατό.
4416. στρατί = δρόμος
4417. στρατιουτ'κά = ρούχα που φοράμε στο στρατό, αυτά που έχουν σχέση
με το στρατό
4418. στρέου τα όνειρα = επαληθεύονται τα όνειρα
4419. στρέουμι, στρέου = συμφωνώ, συγκατανεύω.
4420. στριβάδι = χορτάρι για βοσκή κατάλληλο από μεγάλα κυρίως ζώα.
4421. στρίβου = ευνουχίζω τα αρσενικά ζώα, μπουρδίζω
4422. στρίβουν τα χουρτάρια = περνάει η εποχή τους, ξεραίνονται

294

4423. στριγγλιάτα = γάλα βρασμένο, αλατισμένο και με τυρομαγιά.
4424. στριφουγυρίσματα = στροβιλισμοί των κύματων στα τραγούδια
4425. στριφτόπ’τα, στριφτή = πίτα με φύλλα που ανοίγουν στο χέρι(χωρίς

πέτρα) και τοποθετούνται στο κέντρο του ταψιού και ωθούνται προς
τα άκρα.
4426. στριφτός = γυριστός, αυτός μιλάει με υπονοούμενα, αυτός που
ειρωνεύεται
4427. στρίφτου = στρίβω.
4428. στριφτουκιέρα = γίδα με κέρατα στριφτά σαν μπούκλες.
4429. στρόγγυλις γκβέντις = ορθές κουβέντες, λογικές κουβέντες, ήρεμες
χωρίς (οξείς γωνίες) αιχμές
4430. στρούγκα = κυκλικό μέρος κλεισμένο με λούρα στο οποίο αρμέγουμε
τα πρόβατα
4431. στρουγκάνι = θάμνος.
4432. στρουγκιάζου = βάζω τα πρόβατα στη στρούγκα
4433. στρουγκόλια, στρουγκουλίθια = πέτρες που κάθονται οι αρμεχτάδες
4434. στρουγκουλίθια = μεγάλα λιθάρια που τα βάνουμε στο μάτι της
στρούγκας για να κάθονται οι αρμεχτάδες
4435. στρουμπάρα = αρρώστια στα πρόβατα από το χορτάρι.
4436. στρουμπούλου = στρουμπουλή γυναίκα, παχουλή γυναίκα
4437. στρουμπουλούτς’κους, -η, -ου = παχουλούτσικος.
4438. στρουσίδια = μάλλινα υφαντά για στρώσιμο στο πάτωμα, στο κρεβάτι,
σε διακοσμητικά
4439. στύφτει = στερεύει.

295

4440. στύψη = στίψιμο, αποχύμωση
4441. στφάδι, στμόνι = νήματα του αργαλειού
4442. συβάζου = αρραβωνιάζω, -ουμι αρραβωνιάζομαι
4443. σύβαση, συβάσματα = αρραβώνες
4444. συβαστάδις = συγγενείς του γαμπρού που πάνε να αρραβωνιάσουν

συβαστικιά = αρραβωνιαστικιά.
4445. συβουμάντ’λα = μαντίλια των αρραβώνων με δαχτυλίδια και βασιλικό,

ή τα δαχτυλίδια, ρύζι, ένα λόιδο από κόκκινη τλούπα και καμιά φορά
και λίρα
4446. συγγινήδις = συγγενείς
4447. συγγινιά = συγγένεια.
4448. συγκαθάει = χοροπατάει, χοροπατάει
4449. συγκαθάου = πειράζω κάποιον, τον ξεσηκώνω, τον ενοχλώ, δεν με
χωράει πουθενά
4450. συγκαθιάρα, συγκαθόκουλη = άτακτη, ζημιάρα, ανήσυχη
4451. συγκαίρια = καραβάνια αλόγων στη στράτα
4452. συγκαιριάζω, συγκιριάζου = δένω το επόμενο άλογο στο σαμάρι του
προηγούμενου δημιουργώντας αλυσίδα
4453. σύγνιφα = σύννεφα.
4454. συγνιφιά = συννεφιά
4455. συγχουριμός = συγχώρεση, άφεση αμαρτιών
4456. σύθαμπου = θαμπάδα του απόβραδου
4457. σύλλουγα = σκέψεις, συλλογισμοί, προβλήματα, έγνοιες

296

4458. συλλουιόμι = συλλογίζομαι
4459. σύμβασμα = αρραβώνιασμα
4460. συμμαλίσιου, = είδος διασιδιού.
4461. σύμμασι = περιμάζεψε, συγκέντρωσε, ταχτοποίησε
4462. συμπάω = ανακατεύω τα κάρβουνα και μαζεύεται η στάχτη της

φωτιάς. (σίμπα τη φωτιά, σίμπα το φαϊ), (μτφ.) παροτρύνω, βοηθάω,
ενθαρρύνω
4463. συμπιθιριακό, συμπεθεριακό = οι συγγενείς του γαμπρού που πάν να
φέρουν την νύφη
4464. συμποδαύλι, ξυθάλλι = ξύλο περίπου 1 μέτρου και κάτι όπου
διασκορπίζονται, στρώνονται, ανακατεύονται τα καιγόμενα ξύλα
κυρίως στον φούρνο ή σπρώχνονται ή ξύνονται ή μετακινούνται τα
ξύλα που καίγονται γενικά
4465. συμφωνή, σύμφουνου = συμφωνία
4466. συν’θάου = συνηθίζω.
4467. συνάζου = συγκεντρώνω, -ουμι συγκεντρώνομαι
4468. συνάζω = συγκεντρώνω
4469. συναλλάζου = εναλλάσσω περισσότερα πράγματα.
4470. συναξάρι, του μάζωξη, συγκέντρωση.
4471. συνδυό δυο-δυο: ν-αυτού συνδυό δεν πιρπατούν, συντρείς δεν
κουβιντιάζουν, ν-αυτοί κάθουντι μαναχοί, κάθουντι μαραμένοι
4472. συνήθειου = συνήθεια.
4473. συνηθού = συνηθίζω, έχω συνήθεια
4474. συνιριά = συναγωνισμός, αντιπαράθεση [12β, 178].

297

4475. συνιρίζουμι = συναγωνίζομαι κάποιον, θέλω να του μοιάσω, τον εχω
σε εκτίμιση

4476. συν'φάδα= συννυφάδα
4477. συνουδειά = συντροφιά, παρέα
4478. συνουμόλ’κους = συνομήλικος
4479. συνουρίτις = αυτοί που έχουν συνορεύουν στα βοσκοτόπια
4480. συντάζου = ετοιμάζω,-ουμι ετοιμάζομαι για αναχώρηση
4481. συντζουκόβουμι = κατατσιμπάω τα μάγουλα από απόγνωση,

χτυπιέμαι, είμαι απελπισμένος, τα έχω χαμένα
4482. συντρόφι = αγαπημένος σύντροφος, γυναικείο εσώρουχο.
4483. συντρόφοι = δυο βοσκοί που βόσκουν το ίδιο κοπάδι.
4484. συντυχαίνου = συναντώ
4485. συνφάδα, συμφάδα = συννυφάδα
4486. σύρε, σύρι = πήγαινε
4487. συρματένια μέση = λεπτή μέση.
4488. συρμή = αρρώστια συνήθως ελαφριά, επιδημία
4489. σύρραχου = κορυφογραμμή.
4490. σύρτ’ς = εξάρτημα του αργαλειού με το οποίο η υφάντρα ξεσέρνει το

διασίδι.
4491. συφιρτά = συμφέροντα, καλώς καμωμένα, καμωμένα με ευνοϊκό

τρόπο.
4492. συχνουρουτού = ρωτώ συνέχεια ασταμάτητα

298

4493. σφαγάρι = το σημείο στο λαιμό του ζώου που βάζουμε το μαχαίρι για
να το σφάξουμε.

4494. σφαϊό, καρφί, σφάξμου = δυνατός ρευματικός πόνος στην πλάτη,
δυνατός πόνος

4495. σφαλίζου τα μάτια = (μτφ.) πεθαίνω.
4496. σφαχτά = γιδοπρόβατα, για σφάξιμο, σφαγιασθέντα
4497. σφαχτό = το σφαγμένο ζώο και γδαρμένο ζώο
4498. σφήνα ψουμί = φέτα από ψωμί, μεγάλη φέτα
4499. σφιντάμι = σφένδαμος, δέντρο με ανθεκτικό ξύλο σφένδαμος, το

σφενδάμι ή σφεντάμι (αρχ. ελλ., ἡ σφένδαμνος) είναι γένος δένδρων ή
ημίθαμνων με την επιστημονική ονομασία Acer. Η επιστημονική
ονομασία του σφένδαμου οφείλεται στα χαρακτηριστικά φύλλα του με
τρεις ή πέντε μυτερές απολήξεις (acer στα λατινικά σημαίνει οξύς,
αιχμηρός). Επίσης χαρακτηριστικός είναι ο καρπός του σφένδαμου,
που έχει δυο φύλλα με δύο πυρήνες στο μέσο και μοιάζει με έντομο με
δυο μεγάλα φτερά.
4500. σφιντζουράου, σφρουντζλάου = πετάω κάτι δυνατά και περιστρέφεται
κάνοντας θόρυβο στον αέρα
4501. σφιντόνα = σφενδόνα. Ομηρική λέξη «σφενδόνα». Ιλιάς Ν, 716
4502. σφίξη = ζόρι, δυσκολία
4503. σφογγιώμι = σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι,
4504. σφουγγάω = σκουπίζω
4505. σφουντίλι = εξάρτημα της ρόκας γνεσίματος
4506. σφουντύλα = στροφή, γυροβολιά.

299

4507. σφουντύλι = ξύλινο μικρό εξάρτημα στη βάση από το αδράχτι που
διευκολύνει την περιστροφή του

4508. σφουριάζου , σουφουριάζου. = ξεπαρθενεύω ελεύθερη -ουμι, μου
περνουν την παρθενιά

4509. σφουριασμένη = ανύπαντρη γυναίκα που έγινε γνωστό πως δεν είναι
παρθένα

4510. σφούρλα = ρόδα, περιστροφή

4511. σφράϊστρου = σκαλιστή ξύλινη σφραγίδα για τα πρόσφορα Σφραγίδα
του πρόσφορου (συμβολισμοί και έννοιες).Το Πρόσφορο είναι το
ψωμί που προσφέρουμε στον Ναό, για να τελεσθεί η Θεία
Ευχαριστία. Μαζί με το κρασί, ως Τίμια Δώρα (άρτος και οίνος).
Πάνω στο Πρόσφορο υπάρχει ανάγλυφο σχέδιο, που σχηματίζεται
από σφραγίδα (σφραϊστρο). Το στρογγυλό σχέδιο του Προσφόρου
συμβολίζει την κοιλιά της Παρθένου Μαρίας, απ' όπου προήλθε
(γεννήθηκε) ο μονογενής Υιος της. Από το κέντρο του Προσφόρου
βγαίνει ο Αμνός, δηλ. το κεντρικό τετράγωνο του σχεδίου με τα
γράμματα: ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ (Ιησούς Χριστός νικά). Τα γράμματα αυτά
πρέπει να είναι ευδιάκριτα και να φαίνονται καθαρά. Λέγεται Αμνός
(αρνάκι), γιατί ο προφήτης Ησαΐας προφήτευσε ότι ο Μεσσίας σαν
ένα άκακο αρνάκι θα οδηγηθεί στη θυσία Το σχέδιο του Προσφόρου
περιέχει επίσης τη μερίδα της Παναγίας με τα γράμματα Μ και Θ, δηλ.
Μήτηρ Θεού. Η τριγωνική μερίδα της Παναγίας τοποθετείται δεξιά
του Αμνού στο Δισκάριο Από τα εννέα τριγωνάκια, που βρίσκονται
στο δεξί μέρος του προσφόρου, εξάγονται οι μερίδες των αγγέλων και
όλων των αγίων και τοποθετούνται αριστερά του Αμνού. Οι άγιοι
που μνημονεύονται είναι οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Ιεράρχες, οι
Μάρτυρες, οι Όσιοι, οι Ανάργυροι, οι Θεοπάτορες μαζί με τον άγιο
της ημέρας και τελευταίος ο Πατέρας της Εκκλησίας που συνέγραψε
την τελούμενη Θεία Λειτουργία. Από άλλα τμήματα του Προσφόρου
εξάγονται οι μερίδες υπέρ των ζώντων και των κεκοιμημένων, οι
οποίοι ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτές τοποθετούνται

300


Click to View FlipBook Version