The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.
Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by ΚΑΤΣΑΡΙΚΑΣ ΖΗΣΗΣ, 2019-01-02 03:28:37

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΛΑΛΙΑ

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΛΑΛΙΑ

2888. μαργουσιάρ’κους, -η, -ο = κρυουλιάρης, αδύνατος που κρυώνει
εύκολα

2889. μαργώνω = κρυώνω, ξεπάγιασα (μάργουσα απ του κρύου)
2890. μαριόλ’κου = ερωτύλος νέος.
2891. μαρκαλάω = κάνω σεξ
2892. μαρκαλιώντι, μαρκιώντι τα ζώα = ζευγαρώνουν.
2893. μαρκάλους = ζευγάρωμα του κριαριού με την προβατίνα
2894. μαρμάγκα = δηλητηριώδης αράχνη.
2895. μαρμαγκώνου = μαραίνομαι, παθαίνω τρακ, μαρμαρώνω
2896. μαρμαρένιους, -α, -ου = από μάρμαρο, μαρμάρινος, ξακουστά τα

μαρμαρένια αλώνια
2897. μαρτεύουμι, αμαρτεύουμι, μαρτάνου = αμαρτάνω
2898. μαρτζιλάτα = ζώα που έχουν σκουλαρίκια στο λαιμό
2899. μαρτίσια = είδος βελέντζας.
2900. Μάρτ'ς = Μάρτιος
2901. μαρτυριά = ομολογία
2902. μάσει = μάζεψε
2903. μάσει τα ξηράς = μάσε τα κουλά σου (τα χέρια).
2904. μασέλις = δύο εγκοπές πάνω ,κάτω, στο ξυλόχτενο και μέσα τους

μπαίνει το χτένι, οδοντοστοιχίες
2905. μασιά = σιδερένια ράβδος με την οποία αραιώνονται τα κάρβουνα, το

δόντι γομφίος
2906. μασκάλη = εξάρτημα του αργαλειού, πάνω του στηρίζονται τα αντιά.

201

2907. μασκαλίτσα, μασκαλήθρα = τριχιά η ιμάντας που έδενε το σαμάρι κάτω
απ τι μασχάλες του ζώου

2908. μασκαρ’λίκι = γελοιοποίηση, καταγέλαστη πράξη, συμπεριφορά
μασκαρά

2909. μασλατάου = λέω πολλά
2910. μασλάτας, μασλάτου = πολυλογάς, πολυλογού.
2911. μασλάτια = κουβέντες για να περνάει η ώρα
2912. μασούρι = νήμα που το περιτυλίγουμε στο σαϊτόξυλο και πλέκουμε με

το στημόνι.
2913. μάσσου = μαζέψω
2914. μάστα = μάζεψέ τα, κάνε πρόσθεση
2915. μασταράς = αρρώστια στα ζώα, μαστίτιδα
2916. μαστάρι = μαστός από ζώα
2917. μαστάρια= τα βυζιά, οι μαστοί
2918. μαστέλου = ξύλινο δοχείο υγρών
2919. μαστίτιδες = κακή λειτουργία αρμεκτικού συστήματος (γαγγραινώδης,

οξεία, χρόνια)
2920. μαστραπάς = γυάλινο δοχείο νερού - κρασιού, μεταλλική κούπα,

ποτήρι
2921. ματά = ξανά, πάλι.
2922. ματζαφλάρι = κάτι μακρύ, αυτό που κρέμεται, και το πέος περιπαιχτικά
2923. μάτι = μπροστινή δίοδος από τη στρούγκα, έξοδος
2924. μάτια = προσφώνηση σε κάτι αγαπημένο και εγκάρδιο

202

2925. ματουγιάλια = γυαλιά οράσεως

2926. ματουτσίνουρα = βλεφαρίδες

2927. ματσαλάω, ματσαλάου, ματσιαλάου = μασάω την τροφή
παρατεταμένα, μηρυκάζω

2928. ματσκάρι, ματσακλάρι = πέος

2929. ματσούκας = ο θηριώδης άνδρας

2930. ματσούκι = το κλειτσόξυλο.

2931. μαυλάω = καλώ, παρασύρω με απομίμηση της φωνής τα πρόβατα. η
μαβλάω = προσκαλώ τα ζωντανά ή τα κατοικίδια συνήθως τα σκυλιά

2932. μαυρειδιρός, -ή, -ό = μελαχρινός, μαύρος στην όψη, στο πρόσωπο,
μελαψός

2933. μαυρουκιέφαλου = πρόβατο που έχει άσπρο τρίχωμα στο κορμί και
μαύρο στο κεφάλι

2934. μαυρουμάτα, -’κου = η κοπέλα με μαύρα μάτια, πρoβατίνα με άσπρο
μαλλί που έχει μαύρες κηλίδες ή στρογγυλά μαύρα στίγματα γύρω από
τα μάτια

2935. μαύρους, -η, -ου = δυστυχής, φτωχός, αυτός που είναι να τον λυπάσαι

2936. μαχαλάς = γειτονιά

2937. μεζεκλίκια, μιζιλίκια, μεζελίκια, μεζιλίκια, μιζικλίκια = ποικιλία,
μεζέδια, μπινελίκια απ το mezelik

2938. μεϊντάνι = μεσοχώρι, μεσοχόρ, μισουχόρ, μισοχόρ, πιάτσα, πλατέα,
πλατέγια, τσιαρσί, φόρα απ το meydan

2939. μελένια = από μέλι, μελιστάλακτη στην κουβέντα, γλυκιά κοπέλα

2940. μέρασμα = φαγητό και σιτάρι για τις ψυχές που μοιράζουμε στα
κονάκια το ψυχοσάββατο ή στα μνημόσυνα

203

2941. μέργια = μέρη
2942. μέρτζα = πλέξιμο με το τσιγκελάκι ,που είναι σα δαντέλα, πάνω στο

πουκάμισο ή σε άλλο ρούχο.
2943. μέσα = εντόσθια, συκωταριά ζώου
2944. μεσαριά = άσπαρτο μέρος ανάμεσα σε σπαρμένα
2945. μεσαρκά = τα εντόσθια. Από την ομηρική λέξη «μέσος» και «σάρξ –

κός»
2946. μέτρου = μέτρο
2947. μη = μήπως
2948. μήδα = μήπως, αμ πως!
2949. μηλιγγίτ’ς = μηνιγγίτιδα
2950. Μηλιό = Βουλγαρία
2951. μηριά = μηροί.
2952. μι τι 'μένα, μι τ’ ιμένα = μαζί μου, με μένα
2953. μιανού = ενός
2954. Μιγαλουδύναμους = Θεός
2955. μιγαλουσιάνους, πρωτευουσιάνους = πλούσιος απ τήν πόλη
2956. μιγαλουτσιέλιγκας = τσέλιγκας με πολλά κονάκια στη στάνη του
2957. μιγαλουφαμπλίτ’ς = με πολλά παιδιά
2958. μικρουδείχνου = δείχνω μικρός στην ηλικία, μικρότερος από ότι είμαι
2959. μικρουκαταραμένους, -η, -ου = αυτός που τον καταράστηκαν σε μικρή

ηλικία
2960. μικρουμάνα = γυναίκα με μικρό παιδί.

204

2961. μικρουπαντρεύουμι = παντρεύομαι σε μικρή ηλικία.

2962. μικρουπαντριμένους, -η, -ου = αυτός που παντρεύεται σε μικρή
ηλικία.

2963. μικρουτσιέλιγκας = τσέλιγκας που έχει στάνη με λίγα κονάκια.

2964. μικρουφέρου, γκζανοφέρνου = συμπεριφέρομαι σα μικρός.

2965. μιλαδέρφι = ετεροθαλής αδερφός

2966. μιλέτι = ράτσα,

2967. μιλίνγκια = τα μηνίγγια το εσωτερικό μέρος του κεφαλιού, κυρίως
αυτό που βρίσκεται έως κάτω από τα αφτιά

2968. μιλιούνια = πολύς κόσμος, πολλές χιλιάδες, εκατομμύρια.

2969. μιλισσουχόρταρου = αρωματικό χόρτο, βοτάνι Το μελισσόχορτο ή
lemon balm είναι επίσης γνωστό ως μελισσόφυλλο ή μελισσοβότανο
ή αγριομέλισσα ή μελιττίς ή μελισσάκι ή κιτροβάλσαμο. Ανήκει στην
οικογένεια των χειλανθών (lamiaciae) και η επιστημονική του
ονομασία είναι Melissa Officinalis Τα φύλλα του μοιάζουν με εκείνα
της μέντας αλλά βγάζουν ένα γλυκό και ελαφρώς λεμονάτο άρωμα.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού «γεννά» μικρά λευκά άνθη, γεμάτα
νέκταρ, τα οποία προσελκύουν τις μέλισσες. Από τα άνθη του φυτού
οι μέλισσες φτιάχνουν ένα από τα καλύτερα μέλια. Η μυρωδιά του
βοτάνου αυτού οφείλεται στο αιθέριο έλαιο που περιέχει κιτράλη,
κιτρονελλάλη, λιναλοόλη και γερανιόλη. Κατά το μεσαίωνα
χρησιμοποιούσαν το μελισσόχορτο για να φτιάχνουν ελιξίρια
νεότητας.Ήταν γνωστό στην αρχαιότητα και αναφέρεται από τους
Πλίνιο, Θεόφραστο και Διοσκουρίδη με τις ονομασίες μελόφυλλον,
μελίτταιον και μελίτιον.

2970. μιλτιτζάνα, μπιλτιτζάνα = μελιτζάνα

2971. μίνγκους = πουλάρι

205

2972. μιντέρι = μικρό στρωσίδι.
2973. μιρεύου = ησυχάζω, ηρεμώ.
2974. μιριά = τόπος, θέση, φορτίο
2975. μιριάστι = παραμερίστε
2976. μιρουμένα = ήμερα.
2977. μισάλι = τραπεζομάντιλο, κάλυμμα για τα ψωμιά (από τη βυζαντινή

λέξη «μενσάλιον» ή «μισάλιον» ή «μινσάλιον»)
2978. μισαριά = άσπαρτο χωράφι ανάμεσα σε δυο σπαρμένα.
2979. μισιανός, μσιανός, -ή, -ό = μεσαίος.
2980. μισουστρατίς, μσουστρατής = στο μέσο του δρόμου ή της πορείας.
2981. μισουφέγγαρου, μσουφέγκαρο = του διακοσμητικό θέμα στην τέχνη.
2982. μιτ’ ισένα = με εσένα, μαζί σου
2983. μιτιάζει ου τόπους = αρχίζει να χορταριάζει
2984. μλιά = μηλιά.
2985. μοιράσματα = αυτά που μοιράζονται για τις ψυχές των νεκρών

(κόλλυβα, ψωμάκια, κ.α)
2986. μοίρες = είναι τρείς, κατεβαίνουν με την γέννηση του βρέφους και

συνήθως ορίζουν την τύχη του.Κατά την γέννηση του μωρού, η
μάνα, βάζει κοντά στο βρέφος οτιδήποτε γλυκό ή μέλι για να τις
εξευμενίσει. Είναι μια δοξασία που έχει Ομηρικές ρίζες.
2987. μολαταύτα = παρ’ όλα αυτά.
2988. μολογάω = ομολογώ, δέχομαι, διηγούμαι.
2989. μολόημα = ομολογία, διήγηση, αφήγημα

206

2990. μόλου = μαζί με

2991. μόλτσα = σκώρος, πεταλούδα εχθρός των μάλλινων, έβαζαν ανάμεσα
στα υφάσματα φύλλα καρυδιάς ή καπνού ή δάφνης για να τα
γλιτώνουν από τη μόλτσα

2992. μόλυψη = μόλυνση.

2993. μονοβύζα = γίδα η προβατίνα με ένα βυζί

2994. μότριμα = αδελφοποιτή.

2995. μουβόρκους = αιμοβόρος

2996. μουζαβίρια = κουτσομπολιά, βάζω λόγια.

2997. μούλα = το θηλυκό

2998. μουλεύουμι = μολύνομαι.

2999. μουλόημα = διήγηση, μίλημα

3000. μουλουγάου = διηγούμαι, αναφέρω

3001. μουλόχα = μολόχα, μαλάχη η άγρια, malva sylvestris) είναι το
συνηθέστερο είδος μολόχας. Είναι ιδιαίτερα διεσπαρμένο φυτό σε όλη
την λεκάνη της Μεσογείου και σε πολλά ακόμα μέρη. Αναπτύσσεται
από την παράκτια ζώνη μέχρι αρκετά μεγάλο υψόμετρο. Η μολόχα
έχει πυκνό φύλλωμα, με φύλλα παλαμοσχιδή και άνθη κυρίως ρόδινα,
που φύονται από τον βλαστό. Η περίοδος ανθοφορίας της
περιλαμβάνει όλη την περίοδο της άνοιξης και το ξεκίνημα του
καλοκαιριού.

3002. μουναχουγιός = μοναχοπαίδι

3003. μουναχουδυχατέρα = μοναχοκόρη

3004. μουνουβύζα = προβατίνα ή γίδα με ένα βυζί (το άλλο καταστράφηκε).

3005. μουνουδέντρι = μοναχικό δεντράκι

207

3006. μουνουμιρίς = μέσα σε μια μέρα.

3007. μουνοχίζω = αφαιρώ τον όρχι από αρσενικό ζωο

3008. μουντζουτή = είδος πίτας

3009. Μουραΐτις = οι Σαρακατσιαναίοι της Θεσσαλίας.

3010. μουραπάδις = παραμύθια, κουβέντες ευτράπελες διηγήσεις

3011. μουράτη, -ου = κατάμαυρη προβατίνα, αρσενικό κατάμαυρο
πρόβατο

3012. μούργκα = κατακάθι από το λάδι.

3013. μούργκους, -α, -ου, μούργο = σταχτόχρωμο ζώο, αυτός που το χρώ-
μα του είναι σκούρο γκρίζο, σταχτόμαυρο, μούργος, σκοτεινός. Από
την ομηρική λέξη «αμολγός» ή «αμόλγη»

3014. μούρνου = βυσσινί χρώμα.

3015. μουρό = βαθύ μαύρο χρώμα.

3016. μουρτζιά = θάμνος με αγκάθια.

3017. μουσαφίρς = επισκέπτης

3018. μούσκιψα = βράχηκα

3019. μούσκλια = βρύα πάνω στα δέντρα

3020. μούσκλιο = μούλιασμα, μούσκεμα.

3021. μούτα = υφαντά χωρίς σχέδια, χωρίς λαλιά

3022. μουτεύου = χάνω την ομιλία μου.

3023. μούτεψα = το βούλωσα , δεν μιλάω, σιώπησα

3024. μούτος = άφωνος, δεν μιλάει (μούτεψε ντιπ) μουγκός, άλαλος.

3025. μουχαμπέτ(ι) = συζήτηση

208

3026. μπα(τ)ζίνα = ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού, χυλός από αλεύρι
καλαμποκιού τηγανισμένος με λάδι ή βούτυρο, ξερό ψωμί βρασμένο
με λάδι και ξίδι, κουρκούτι

3027. μπαγιάτκου, μπαϊατκου = έχει μπαγιατέψει, παλιό

3028. μπαζίνα = είδος πρόχειρου φαγητού από καλαμποκίσιο αλεύρι

3029. μπαϊά = αρκετά

3030. μπάιλας, α = λιποθυμία.

3031. μπαϊλντίζου = λιποθυμώ.

3032. μπαΐλντσα = κουράστηκα, βαρέθηκα

3033. μπαΐλτ'σα = ζαλίστηκα, βαρέθηκα

3034. μπαϊράκι = φλάμπουρας, σημαία, πολεμική σημαία, φλάμουλο,
διβέλλιον (βυζ), παντιέρα , τούρκικο bayrak

3035. μπαϊρι = ακαλλιέργητο (μικρό ύψωμα συνήθως) χερσότοπος , πλαγιά ,
λόφος

3036. μπάκα = κοιλιά

3037. μπακακάκι = βατραχάκι

3038. μπάκακας = βάτραχος

3039. μπακανιάρ’κου = αδύνατο και με μεγάλη κοιλιά ζώο.

3040. μπακράκι = μικρό κατσαρολάκι

3041. μπακράτσι = αρβαλοτεσούλα, βεδούρα, βέτρε, βέτρον, βούργια,
γιορδέλι, γιουρδέλι, καρδάρα, καρδάρ, καπράτσι, κερτέλι, κούτλους,
λακασάς, λάτα, μαστέλο, μαστέλος, μπακίρα, μπακράτσι, μπακράτς,
μπουγέλο, μπουέλο, μπουγέλος, μπούγελος, μπραγατσούλι,
μπρακάτσι, μπρακακάτσι, σατίλι, σίγλος, σίκλα, σίκλος, σιχλάκι,
σίσκλος, σιγκλί, σούγλος, τέσα, ταβάς

209

3042. μπακράτσι = χάλκινο κωνικό δοχείο με χερούλι.
3043. μπάλα = μέτωπο
3044. μπαλασκόνι = πορτοφόλι. θήκη για να βάζω χρήματα,
3045. μπάλια = όσα μαύρα κεφάλια έχουν άσπρο μέτωπο Από την αρχαία

ελληνική λέξη «βαλιός: «πώλοι βαλιός και τριχί βαλιοί» (Ευριπίδου,
Ιφιγένεια εν Αυλίδι, 222). Έτσι λεγόταν ή ήταν και ένα από τα άλογα
του Αχιλλέα, δηλαδή «Βαλιός»! Ιλιάς Π, 149 (βαλjός)
3046. μπαλντούμι = εξάρτημα του σαμαριού.
3047. μπαλουμένα = πρόβατα με άσπρο μαλλί που έχουν στο σώμα τους
μαύρο μπάλωμα.
3048. μπάμπαλα = λεπτά προσανάμματα ή ξερά χόρτα με τα οποία
στρώνουμε τα μαντριά.
3049. μπάμπω = γιαγιά, γριά
3050. μπάξτ = βάλε του
3051. μπαραζάνα, μπουραζάνα = αντρικό παντελόνι χοντρό και φαρδύ για
το άρμεγμα
3052. μπάρτζα = γίδα που έχει καφεκόκκινο πρόσωπο, σκούρο κοκκινωπό.
3053. μπάρτσα = καφετί
3054. μπασιούρκα = λάγια πρόβατα που έχουν άσπρο το κάτω μέρος του
λαιμού
3055. μπαταριά = ομοβροντία από πυροβολισμούς
3056. μπατζιαριό = χώρος που γίνεται η τυροκόμηση
3057. μπατζιό, μπατζιός = τυροκομείο
3058. μπατζιοτύρι = είδος τυριού.

210

3059. μπάτζιους= τυροκόμος
3060. μπάτης = ο μεγαλύτερος αδερφός.
3061. μπάτσα = προβατίνα χωρίς γάλα.
3062. μπατσαλιά = σφαλιάρα, χαστούκι
3063. μπατσαλίζου = χαστουκίζω, σφαλιαρίζω.
3064. μπάτσις = ελατόκλαρα
3065. μπγάδ = πηγάδι, πιάδι, πγαδ, πιάι, μπγιάδι, μπναρ, αραβανίκος, κάργιο,

πούσι, σαρνίτσι, σιρτός, φλετρό
3066. μπεζέρισμα, μπεζερισμός, μπεζέριο, μπεζέρια = βαρεμάρα, βαρεσά,

βαρεσιά, βαριεμάρα από το bezdirme
3067. μπέης, μπέις, άρχοντας, προύχοντας απ το Τούρκικο bey
3068. μπεκάτσα, μπικάτσα = πουλί της υπαίθρου, γκαβοπούλι, γκαβόπουλο,

γκαβόρνιο, μακρομίτα, ξιλόρνιθα, ξλόκοτα, ξλόρθα, ξυλόκοτα, απ το
Βενετσιάνικο becazza
3069. μπεκιάρης, μπικιάρς = ανύπαντρος, ανίμπαντρος, ανίπαντρους,
άπαντρος, άπαντρους, εργένης απ' το Τούρκικο bekâr
3070. μπέλλα = προβατίνα που είναι κάτασπρη, αρσενικό πρόβατο που είναι
κάτασπρο
3071. μπήγου φουνή = βάζω δυνατή φωνή, φωνάζω αγριεμένα
3072. μπήγου φουτιά = βάζω φωτιά.
3073. μπήξτ = βάλε του
3074. μπηχτάρια = τα ξύλα της που μπαίνουν μπηγμένα κυκλικά στο έδαφος
σε απόσταση 40 εκ το ένα απ το άλλο για το σκελετό
3075. μπιζεράου = βαριέμαι

211

3076. μπιζέρσα = βαρέθηκα
3077. μπιζιρίζου = βαριέμαι, κουράζομαι, βασανίζομαι, καταπονημένος -

ιώμι γίνομαι βαρετός
3078. μπικιώνα = κανάτα
3079. μπίκος, μπίνκος, μπίκο, μπίγκος, μπικοσκαλίδα = κασμάς, αξίνα,

αξινάρ, αξινάρα, αξινάρι, γκασμάς, κατσίν, ξινάρι, ξνάριν, πίγκος,
πικούνι, σκαπέτα, σκαπέτι, σκιπαρνιά, στινουτσάπ απ' το Βενετσιάνικο
picon
3080. μπιλί = φανερό, γνωστό, (δεν είνι μπιλί τι θαλά κάνς = δεν είναι
δυνατό να δούμε τι θα είχες κάνει) , μπελί, μπεϊλί, μπιιλί απ το belli
3081. μπιλιάς = μπελάς.
3082. μπιλουνιάζου, βιλουνιάζου = περνάω το διασίδι στα μιτάρια και στο
χτένι του αργαλειού, βελονιάζω
3083. μπίμπις = μεγάλες κουδούνες που βάνουμε στα γκεσέμια
3084. μπινέκι = άλογο ίππευσης (του τσέλιγκα συνήθως)αργότερα το
αυτοκίνητο ι.χ
3085. μπινέκικο, μπινέκι, μπινέκ = άλογο καβαλαρίας απ το Τούρκικο binek
3086. μπιρμπίλια = αηδόνια
3087. μπιρμπίλου = όμορφη και παχουλή γυναίκα.
3088. μπιρμπιλουμάτα = γυναίκα με σπινθηροβόλα και παιχνιδιάρικα μάτια
3089. μπιρμπιλουτά μάτια = σπινθηροβόλα, παιχνιδιάρικα
3090. μπιρμπιρίζουμι = ξυρίζομαι, κουρεύομαι,
3091. μπισαλής = κρατάει το λόγο του, αυτός που του έχουμε εμπιστοσύνη.
3092. μπιστικόιπουλα = βοσκόπουλα.

212

3093. μπιστικός = βοσκός και πιστικός, έμπιστος, πιστός, αφοσιωμένος , ο
μπιστικός ή ο πιστικός ,βοσκός που εργάζεται με μισθό, μισθωτός
ποιμένας

3094. μπιστικούδια = τσοπανόπουλα.
3095. μπιστόλα, μπιστόλι = πιστόλι απ το Ιταλικό pistola
3096. μπίτ΄σα = τελείωσα
3097. μπιτίζου = τελειώνω, αποπερατώνω
3098. μπιτιρντίζω, μπιτίζω, μπιτίζου = τελειώνω, βγατίζω, εμπιτίζω,απ το

bitirmek
3099. μπιχιρίζουμι = ασχολούμαι με κάτι, επιδιορθώνω κάτι
3100. μπλάζου = συναντώ, τυχαίνω μπροστά μου ξαφνικά
3101. μπλάνα = κομμάτι τυρί που έχει σχήμα απ την τσαντήλα που εχει κοπεί,

χωμάτινος σβόλος Από το ρήμα «πλάσσω» = πλάθω, δίνω σχήμα σε
κάτι.
3102. μπλανό, μπλαστό = είδος από ζυμαρόπιτα που γίνεται με
καλαμποκίσιο αλεύρι και με λάχανα
3103. μπλανόπ’τα = πρόχειρο φαγητό (κουρκούτη με λάχανα)
3104. μπλαντζαρός = άχαρος, χοντροκομμένος άνθρωπος
3105. μπλάρι = μουλάρι
3106. μπλαστρώνω = πλακώνω, καλύπτω
3107. μπλατσανάω = πλατσουρίζω ή κάνω μπάνιο σε ρηχά νερά
3108. μπλέτσι, ξιμπλέτσιουτόυς = γυμνός
3109. μπλιόρα = προβατίνα που γεννάει για πρώτη φορά και είναι 2 χρονών
3110. μπλιόρι = δίχρονο πρόβατο.

213

3111. μπλιτσώνου = γεμίζω
3112. μπογιά, μποϊάς, μποϊά , μπουιά = μπογιά, από το boya
3113. μπόζα = η πόζα στην φωτογραφία το στήσιμο από το Ιταλικό posa
3114. μπόϊας = κακός ,φόβητρο των παιδιών
3115. μπόλια = γυναικείος κεφαλόδεσμος, μαντίλι
3116. μπολιάζου = εμβολιάζω
3117. μπόλκις = αμάνικες ζακέτες που έχουν πιέτες πίσω.
3118. μπόλ'κου = αρκετό
3119. μπόλκους, μπόλικος = μπόλικος, αρκετός, φτάνει τόσος
3120. μπομπόι = πω! πω!
3121. μπομπότα = το ψωμί από καλαμποκάλευρο
3122. μπόνα = κεφαλομάντηλο
3123. μπονόρα, μπονώρα, μπονωρούλια. μπονόρα , μπονώρας =

λυκαυγές , αμπονωρίς, αμπονόρα, πολύ πρωί από το ιταλικό buonora
3124. μπόνους = υφαντό μαντίλι που το χρησιμοποιούμε στο φλάμπουρα.
3125. μπόρα , μπόρρα = τφάνι, τφαν καταχάρι, μπουγραντί, στχαρ, τούζι

από το Βενετσιάνικο bora
3126. μπόρτα = πόρτα από το Λατινικό porta
3127. μπόσικος, μπόσκος, μπόσκους = χαλαρός, γκεβσέκης, γκιφσένκους,

κεφσέκης, λάμπαμπους, λάσκος, υποχωρητικός από το boş
3128. μποτίνι , μποτίννι , μπουτίνι, μπουτίνια, μπουτίνα = κοντή μπότα,

μποτάκι από το Ιταλικό bottini

214

3129. μπότσκα (ουργινέα η θαλάσσια) = φυτό με βολβό που μοιάζει με ένα
μεγάλο κρεμμύδι. Χρησιμοποιείται για φυλαχτό στα κονάκια.

3130. μπουγάζι = πέρασμα ανάμεσα στα βουνά ή σε διάφορα υψώματα,
στενό στο οποίο γίνεται ρεύμα αέρος.

3131. μπουγάζι, μπογάζι , μπογάζ, μπογάζ, μπουγάζ = πέραμα, πογάζ,
πόρος, στενό(άνοιγμα που φέρνει αέρα), λαρύγγι, λάρυγγας, άρουγκα,
βάραγκας, βούρκουρας, βρόκος, βρόχος, γαργαλιάνους, γαρδελάνος
από το boğaz

3132. μπουέτι κρυότη, δροσιά.

3133. μπούζα, βούζα = ασθένεια των προβάτων από το buzë-a αλβ.

3134. μπουζάρκα = καπνοσακούλα από κατσικίσιο δέρμα.

3135. μπούζι = κρύο

3136. μπουζουμένους, βουζουμένους -η, -ου = αυτός που κρατάει μπόζα,
αυτός που έχει κατεβασμένα τα μούτρα.

3137. μπουϊμένους = νευριασμένος

3138. μπουκ’βάλα = πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα

3139. μπούκα = μάγουλο,. τ’ γυάλ’σι η μπούκα (μτφ.) πάχυνε, ζει καλύτερα.

3140. μπουκάρι, του το σύνολο από τα μαλλιά ενός προβάτου που το
κουρέψαμε και τα μαλλιά αυτά τα συμμαζεύουμε και τα δένουμε με τα
ίδια, δέμα με μαλλιά από ένα κουρεμένο πρόβατο

3141. μπούκλα = δοχείο για λάδι

3142. μπουκουβάλα, γκουγκβάλα = η πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα,
σβώλοι από ψίχουλα ψωμιού και τρίμματα τυριού

3143. μπούλιαρους = είδος φιδιού

3144. μπουλκάκι = κομμάτι της γυναικείας φορεσιάς.

215

3145. μπουλντούμ’σα = έπεσα μέσα στο νερό.
3146. μπουμπαρδίζω, μπομπαρδίζω , μπουρμπαδίζω = βομβαρδίζω από το

Ιταλικό bombardare
3147. μπουμπνίζει = βροντά ο ουρανός, μπουμπουνίζει
3148. μπουμπόλια = σπόροι, ψίχουλα, τρίματα
3149. μπουμπότα = καλαμποκίσιο ψωμί.
3150. μπουντρούμι = υπόγειο σκοτεινό δωμάτιο φυλακής.
3151. μπουντρούμι, μπουδρούμι, μπουντρούμ = υπόγριο, κρατητήριο από

το bodrum
3152. μπουνώρα = πολύ πρωί
3153. μπουραζάνι = είδος παντελονιού από γιδίσιο μαλλί.
3154. μπουρανέλ’κα = σκωπτικά τραγούδια.
3155. μπουρίνι, μπουρί, μπουρίν = ξαφνικό δυνατό ανεμοβρόχι από το

Βενετσιάνικο borin
3156. μπουρλότο = πυρπόληση = δυνατή φωτιά από το Βενετσιάνικο

bruloto
3157. μπουρμπότσαλο και μπουρμπυτσέλι = ζωύφιο.
3158. μπουρμπότσιαλους = μαύρο σκαθάρι.
3159. μπουρμπούλια = καρποί που πέφτουν από το δέντρο και είναι

στρόγγυλοι
3160. μπουρμπούλιαξι του αίμα αναβρύζει άφθονο μέσα από πληγή.
3161. μπουρμπουλουγάου = μετά από το κύριο μάζεμα μαζεύω τους

καρπούς που απόμειναν.

216

3162. μπουρμπουλουμένη = γυναίκα που φοράει μαντίλι που της καλύπτει
το πρόσωπο.

3163. μπουρμπούτσαλο = έντομο, ζωύφιο

3164. μπουρντίζω, μπουρντίζου = ευνουχίζω απ το burmak
3165. μπουρού = μπορώ, είμαι καλά , δεν μπουρού = δεν μπορώ, είμαι

αδιάθετος, είμαι άρρωστος. δεν μπόρ’γι, ήταν πολύ άρρωστος

3166. μπουρουδόντ’ς = αυτός που έχει τα δόντια πεταγμένα προς τα έξω.

3167. μπουσ’λάου = αρκουδίζω, περπατάω στα τέσσερα

3168. μπουσλάω, μπουσουλάω = αρκουδίζω, αρκουδιάζω, από το
bušuledzŭ βλαχ.

3169. μπουτζνάρι, μπουτσνάρι = ποδάρι, μπατζάκι.

3170. μπουτίλια = φιάλη.

3171. μπουτίνα = δοχείο μέσα στο οποίο χτυπάμε το βούτυρο.

3172. μπουτίνια = λαστιχένιες μπότες

3173. μπουτούρια, τα μαύρα παντελόνια των Σαρακατσιαναίων της
Θράκης.

3174. μπούτσκα, -κου = προβατίνα που έχει κοκκινωπό το πρόσωπο,
στίγματα κόκκινα στα πόδια και το κορμί της άσπρο. Αρσενικό
πρόβατο που έχει κοκκινωπό το πρόσωπο, στίγματα κόκκινα στα
πόδια και το κορμί του άσπρο

3175. μπουτσνάρια = μπούτια

3176. μπούφις = προβατίνες με πολλά μαλλιά στο κεφάλι που καλύπτουν τα
μάτια και το πρόσωπο.

3177. μπούφους, μποφίους , μποφύους = Το πουλί μπούφος , Bubo bubo,
από το Ιταλικό buffo

217

3178. μπούχαβη = ξεπεσμένη προβατίνα, προβατίνα που γέρασε απότομα
3179. μπουχαρί, μπούχαρς, μπουχαρί = κατσούλα, καπνολόγος,

καπνορούφης, κουλιπτές, μουχαρί από το buhar αλβ.
3180. μπουχτσάς = δέμα με ρούχα ή πράγματα, μπόγος.
3181. μπουχτσιάδις = δεμένες κουβέρτες γεμάτες πράγματα
3182. μπόχος, μπόχους = κεφαλομάντηλο. μαντίλι που σκεπάζει το κεφάλι
3183. μπράσκα = μικρό τετράποδο ζώο που μοιάζει με ένα μεγάλο βάτραχο.
3184. μπράτμους, μπράτμος, μπράτιμος,μπράτιμους, = βλάμης, ο

φλαμπουράρης (σημαιοφόρος), παράγαμπρος φίλος του γαμπρού,
σταυράδερφος , ο πολύ καλός φίλος, από το bratim
3185. μπρατιμηλίκι = αδελφοποίηση δύο ή περισσότερων ατόμων
3186. μπρατίμισα = σταυραδερφή
3187. μπράτσου, μπράτσο = βραχίονας από το Βενετσιάνικο brazzo
3188. μπριζιόλα, μπριτζόλα, μπριζιόλα = μπριζόλα, κρέας με κόκκαλο, από
τα πλευρά του ζώου από το Βενετσιάνικο brisiola
3189. μπριτζιαλίνα = μαστάρι χωρίς γάλα.
3190. μπρουσ’νός, -ή, -ό = ο μπροστινός,-η,-ο
3191. μπρουσκλιά, μπρούσκλι, μπρούσκουλα = κισσός από το bršljan
3192. μπρουσνέλα = η κεφαλή του κοπαδιού
3193. μπρουσούκι, μπουρσούκι = ασβός, άζος, ασβέλι, άσβιος, άσβος,
ασβούνι, άσβους, βούρσα, γιάσβους, εσβός, έσβους, έσγους, ιάσβους,
οσβός, πορσούξ από το porsuk τουρ.
3194. μπρουσταντί = το μπροστινό αντί, αυτό στο οποίο μαζεύεται το
υφασμένο διασίδι.

218

3195. μπρουστάρι = ξύλινο κομμάτι που σχηματίζει το μπροστινό μέρος από
το σαμάρι

3196. μπχτάρια = όρθια λούρα

3197. μσαφίρ(η)ς ,= μουσαφίρης, φιλοξενούμενος.

3198. μσαφιρέοι = μουσαφιρέοι, επισκέπτες

3199. μσιάδι = το μισό.

3200. μσιακός, -ή, -ό = συνεταιρικός, αυτός που ανήκει σε πολλούς με ίδιο
ποσοστό

3201. μσίτσα, νφούλα, τσιπιλάϊα = σαύρα

3202. μσκάρ = μοσχάρι

3203. μσκάρι = μοσχάρι

3204. μσο = μισό

3205. μσότριβο = παλιό τριμμένο ρούχο, μισοτριμμένο

3206. μτάρια = εξαρτήματα στον αργαλειό από όπου περνάει το νήμα

3207. μτζήθρα = μυζήθρα

3208. μ'τσούνα = μούρη, πρόσωπο

3209. μύθια = μύθοι, παλιές ιστορίες

3210. μύτ’κας = ψηλότερη κορυφή βουνού.

3211. μύτιασι ου τόπους άρχισε να βγάζει χορτάρι.

3212. μύτις = σχέδιο υφαντών, κεντημάτων, σκαλισμάτων

3213. μώρ’ = προσφώνηση της Σαρακατσάνας από το Σαρακατσάνο με την
έννοια εσύ

a. Ν

219

3214. ν' κακή τ' = τον κακό του τον καιρό

3215. ν' κακήτ την μέρα είνι = τον κακό του τον καιρό είναι, μια ασχήμια
είναι

3216. ν΄μπά(τ)σαμαν = την πατήσαμε

3217. ν΄νός, ν΄νά = νονός, νονά.

3218. ν΄τύφλας = την γκαβομάρα σου

3219. ν΄φουδιαλέγμα = νυφοπάζαρο, επιλογή κατάλληλου κοριτσιού για
σύζυγο κάποιου, εξέταση κοπέλας αν κάνει για νύφη σε κάποιον

3220. ν΄χος = ο σκοπός του τραγουδιού (νερού ήχος)

3221. ν’κάου = νικάω

3222. ν’κουκύρ’ς,-α = ο νοικοκύρης, -α του σπιτιού, η σύζυγος του
νοικοκύρη

3223. ν’φάδις = νύφες.

3224. να κίνα ναχς = μούντζωμα (αυτά να έχεις)

3225. ναμ' = δώσε μου

3226. νάμ’ = δώσ’ μου:

3227. ναμούτι = δώστε μου.

3228. νάνις = αυτοφυές άγριο σπανάκι, κοινώς η νάνα.

3229. νάτου ιά = νάτο εκεί

3230. ν'βουρός, ουβουρός = το μαντρί για τα άλογα

3231. νε = ούτε

3232. νείρομαι = ονειρεύομαι, θέλω, επιθυμώ να γίνει

3233. νεύρου = πέος.

220

3234. νηαρστά = φαγητό που γίνεται με βόλους από ζυμάρι και μαγειρεύεται
σαν ζυμαρικό, ζυμαρικό, χυλοπίτες

3235. νήλα = ταλαιπωρία, κόπος σωματικό, συμφορά, πάθημα,
καταστροφή, νήλα = συμφορά, ταλαιπωρία. Από την ομηρική λέξη
«νηλής –ές» (Ι, 632, Λ, 484, Π, 233) = ανηλεής, σκληρός

3236. νηραϊδάλουνου = αλώνι που μαζεύονται νεράιδες.

3237. νηράϊδες = πάντα κακά πνεύματα και δύο ειδών, ασπροφο- ρούσες
και μαυροφορούσες. Ειδικά στις μαυροφορούσες που άλλες φορές
μπορεί να ήταν και παρδαλές, αν απαντούσες στις ερωτήσεις τους και
στα πειράγματά τους, έχανες την φωνή σου.Δεν έπρεπε να κοιμηθείς
δίπλα σε πηγή, να αποφεύγεις περάσματα που περιμένουν, αλλά η
προστασία προέρχεται μόνο απ’ το λιβάνι και το αλάτι που πρέπει
κάποιος απαραίτητα να έχει μαζί του σαν φυλαχτό.

3238. νηραϊδουσφόντ’λου = φυλαχτό

3239. νηράκια = σχέδια

3240. νηρό = νερό

3241. νηρόκουπα = νεροπότηρο.

3242. νηρομπλέτσι = σκέτο νερό, πολύ νερουλό φαγητό,άνοστο φαί που τα
κομμάτια είναι λίγα σε σχέση με το ζωμό

3243. νηροσυρμή = νερό που πέφτει από ψηλότερα και κατρακυλά, δυνατή
ροή νερού μέσα σε ρέμα

3244. νηρουτρουβιά = νεροτριβή, κατεργασία με τριβή του νερού

3245. νηρουγάλαζιου = ανοιχτό γαλάζιο χρώμα.

3246. νηρουγκάμπατσα = ασθένεια στα ζώα.

3247. νηρουπράσινου = λαχανί χρώμα.

221

3248. νηρουφαϊά = κοιλότητα που σχηματίζεται στο έδαφος από τη ορμή
του νερού

3249. νηστιμένους = αυτός που νηστεύει
3250. νια = μία
3251. νιάουρα, νιάουρις = άγριος καρπός από βουνίσιο θάμνο που μοιάζει

με το βάτο. Οι καρποί του έχουν ροζ χρώμα και μοιάζουν με τα
βατόμουρα
3252. νίβουμι = πλένω το πρόσωπό μου με νερό.
3253. νικραλλαξιά = ρούχα που φοράμε στο νεκρό
3254. νιογάμπρα = νεόνυμφοι.
3255. νιόνυφη = νέα νύφη, καινούρια νύφη.
3256. νιος, νια, νιο = νέος. νιάτα. Ομηρική λέξη. «Νεάτη», «νείατος». Ιλιάς
Β 289
3257. νιούτσ'κους, -η, -ου =, παλληκαράκι
3258. νίψ = πλύσου
3259. νιώθου = νοιώθω
3260. νόμια = ώμοι
3261. νόντας = όταν
3262. νουβουρός, νβουρός = το μαντρί των αλόγων
3263. νουγάου = καταλαβαίνω
3264. νουματαίοι, νουμάτοι = άτομα
3265. νουματίζου = ονοματίζω, δίνω όνομα.
3266. νουμάτοι = άτομα

222

3267. νουμπέτι = το γάλα που παίρνουμε κάθε φορά που αρμέγουμε
3268. νουρά = ουρά
3269. νουρά, κούδα = ουρά, ορά, οριά, νούρους
3270. νουστ(ι)μάδα = νοστιμιά
3271. νουστ(ι)μαίνου = νοστιμίζω, ομορφαίνω, κάνω κάτι νόστιμο
3272. νουτίζου = υγραίνω, υγραίνομαι. νοτιά, υγρασία. Ομηρική λέξη

«νοτίη». Ιλιάς Θ, 307
3273. νόχτους, νόχτη = όχθη, γκρεμός, πεζουλάκι γύρω από την καλύβα που

την προστατεύει από τα νερά της βροχής
3274. ντ’λάπι = εργαστήριο που επεξεργάζεται τα μαλλιά, ντουλάπι
3275. νταβάνι = ταβάνι, και έντομο
3276. ντάβανους = άγριο έντομο, οίστρος του αλόγου
3277. νταβάς = ταψί μικρό και ρηχό, στρογγυλό χάλκινο μαγειρικό σκεύος
3278. νταβίζου = γκρινιάζω, μιλάω συνέχεια και ακατάληπτα, ζητώ

συνέχεια, διεκδικώ ακατάπαυστα
3279. νταβραντζμένος = δυνατός
3280. νταβραντίζου = δυναμώνω μετά από αρρώστια
3281. νταής = εγωιστής, ο παλληκαράς.
3282. νταϊά - αρκετά
3283. νταϊάκι = στήριγμα.
3284. νταϊαμάς = υπόστεγο από μαντρί.
3285. νταϊάντα = στηρίξου, περίμενε, κράτα άμυνα, αντιστάσου
3286. νταϊαντάου = βάζω κόντρα, υποστηρίζω, στηρίζω,. αντέχω

223

3287. νταϊάντσα = στηρίχθηκα, κοντοστάθηκα
3288. νταίνου = ντύνω.
3289. ντάλα = καταμεσήμερο, ζεστό μεσημέρι
3290. νταλιάνι = παλιό κοντόκανο ντουφέκι.
3291. νταλντάου = χύνομαι, ορμάω.
3292. νταμάρι = ράτσα, είδος (γενιά) , φλέβα
3293. νταμκό = συνεταιρικό.
3294. νταούλιασε = πρήστηκε
3295. νταουρλιό = φασαρία, μάλωμα, ανεξήγητο μάλωμα
3296. νταούτ’ς, δαούτ'ς = κακό και πονηρό πνεύμα της στάνης
3297. νταρβίρα = κοντή τζαμάρα
3298. ντε = άιντε, εμπρός.
3299. ντερές = ποτάμι
3300. ντηριόμι = διστάζω
3301. ντίγκα = γεμάτο όσο δεν παίρνει
3302. ντίγκιασι = γέμισε.
3303. ντιζιάκι = τελάρο με μια έξοδο πάνω στο οποίο στραγγίζουμε το τυρί.
3304. ντιλάλ’ς = ντελάλης, κήρυκας, διαλαλητής .
3305. ντιλαλού = βγάζω ντελάλη, διαλαλώ
3306. ντιλής = νταής, παλληκαράς.
3307. ντινικές = τενεκές

224

3308. ντιπ = τελείως, εντελώς, καθόλου
3309. ντίρα = στενό πέρασμα, μονοπάτι, ίχνος
3310. ντιρβένι = δερβένι, πέρασμα, δρόμος.
3311. ντιρέκι =. παλούκι, ξύλινη κολώνα, ψηλός και δυνατός άντρας.
3312. ντιριάζου = οδηγώ το κοπάδι σε πέρασμα
3313. ντιρλίκουσα = έφαγα πολύ
3314. ντιρλικώνου = τρώω καλά
3315. ντιρτιλής = αυτός που έχει ντέρτι, καημό, μεράκι
3316. ντόλι = μαζεμένη γέννα προβάτων, χρονικό διάστημα
3317. ντορός = ίχνη
3318. ντουζίνα = σύνολο από κουδούνια ή κυπριά
3319. ντουλαμάς = μάλλινο πανωφόρι
3320. ντουλμπέρι, ντιλμπέρι = νέος, παλληκάρι
3321. ντουλμπέρου = νέο κι όμορφο κορίτσι
3322. ντουμουσιάρ’κου, ντουμουζιάρκο = ανυπάκουο στις εντολές του

τσομπάνου, αδέσποτο ζώο που τρέχει από δω κι από
3323. ντουμουσιάρα = ζωηρή γυναίκα καθιερωμένα ήθη.
3324. ντούμπλα = μεγάλο χρυσό φλουρί (αξία δύο λίρες) μέσα σε καφάσι

που φορούν οι γυναίκες στο λαιμό με αλυσίδα
3325. ντουμπλές = σειρά με κουδούνια από το μικρότερο στο μεγαλύτερο.
3326. ντουνιάς = ο κόσμος, ανθρωπότητα.
3327. ντουρής = κόκκινο άλογο

225

3328. ντουρλάπι = δυνατή βροχή ασταμάτητη, απότομη λαίλαπα, καταιγίδα.
3329. ντουρός = ίχνη από τις πατημασιές των ζώων, η μυρωδιά του ζώου

που αφήνει πίσω του και την αντιλαμβάνονται τα σκυλιά
3330. ντούσ’κου = είδος βελανιδιάς
3331. ντραβαλιόμι = κάνω φασαρία.
3332. ντραγάτ’ς, δραγάτ'ς = αγροφύλακας.
3333. ντραμιτζάνα = δοχείο για κρασί η νερό ,τραμετζάνα, τραμοντζάνα,

δαμετζάνα, νταμιζάνα, νταμεζάνα, νταμιτζάνα, νταμουτζάνα,
ντραμουτζάνα, ντραμπουζάνα, ντραμτζάνα, ντραμζάνα, ταμουτζάνα,
ταμιτζάνα , από το Ιταλικό contra mezzana
3334. ντραμπάλα, η τραμπάλα, παιδικό παιχνίδι.
3335. ντραμπαλίζιτι του κιφάλι = κουνιέται και πηγαίνει πέρα δώθε το κεφάλι
3336. ντραμπαλίζομαι = κουνιέμαι στη κούνια, έχω αστάθεια
3337. ντρουβάς, τρουβάς = ταγάρι, μικρό φορητό, πλεχτό ή υφαντός από
γιδόμαλο σάκος, που βάζει το φαγητό ο τσοπάνος
3338. ντύμα = πλακούντας του νεογνού, ένδυμα
3339. ντυμασιά = ενδυμασία.
3340. νύφη = έτσι αποκαλείτε η καινούργια γυναίκα που παντρεύτηκε για
μεγάλο διάστημα, γυναίκα του αδερφού μου
3341. νυχτέρι = αγρυπνία, μάζωξη και παρέα για κουβέντα και ξενύχτι
3342. νυχτιρεύου = αγρυπνώ μαζί με άλλους ή εργάζομαι τη νύχτα
3343. νυχτοδιαβαίνω = περνάω νύχτα, περπατάω νύχτα από κάπου
3344. νυχτόμιρα = μέρες και νύχτες συνέχεια
3345. νυχτουδιαβαίνου = νυχτοπερπατάω, γυρίζω τις νύχτες

226

3346. νυχτουκόρακας = νυχτόβιο πουλί που το λάλημά του θεωρείται κακός
οιωνός, χαροπούλι.

3347. νυχτουξημιρώνου = νυχτώνω και ξημερώνω σε συνέχεια την ίδια μέρα
3348. νυχτουπιρπατάρ’ς = αυτός που είναι ικανός να περπατάει τις νύχτες
3349. νυχτουσκάρι = σκάρος τη νύχτα
3350. νυχτουσκαρίζου = τα σκαρίζω νύχτα
3351. νχός = ήχος από τραγούδια ή από κουδούνια, μελωδία
3352. νώμους = ώμος.
Ξ3353.
3354. ξ’λένιους, -α, -ου = ξύλινος.
3355. ξ’λιά = ξυλιά, χτύπημα με ξύλο, χτύπημα.
3356. ξ’λόκουτα = μπεκάτσα
3357. ξ’λουχούλιαρα = ξύλινα κουτάλια.
3358. ξ’λόχτινου = εξάρτημα του αργαλειού μέσα στο οποίο μπαίνει το χτένι.
3359. ξ’νήθρα (ρούμεξ ο όξινος) = φυτό. με χρήση για ξεδίψασμα
3360. ξ’νόγαλου = ξινόγαλο.
3361. ξ’νούτσ’κους, -η, -ου = υπόξινος.
3362. ξαγκλίζου, -ω = ξεμπλέκω τα μαλλιά, πειράζω, ενοχλώ
3363. ξαγναντεύου = αγναντεύω από μακριά, διακρίνομαι από μακριά,

διακρίνεται η μορφή μου
3364. ξαγναντίζου = βρίσκομαι σε θέση που βλέπω και με βλέπουν
3365. ξαγνάντιου = θέση από την οποία μπορώ να έχω καλή θέα.

227

3366. ξαδειάζω = ευκαιρώ
3367. ξάι = πληρωμή του μυλωνά σε είδος, δικαίωμα
3368. ξαίθρου = ξέφωτο, φωτεινό και καθαρό μέρος
3369. ξαϊκουσμένους, -η, -ου, ξαϊκουστός = γνωστός, ακουστός, διάσημος,

γνωστός στον κόσμο
3370. ξαίνω = χτενίζω το μαλλί ξεμπλέκοντας το. Ομηρική λέξη. Οδύσσεια χ,

423
3371. ξάιτα = αλεστικά που παίρνει ο μυλωνάς σε στάρι η αλεύρι
3372. ξακουστός = ξακουστός, ξακουσμένος, σπουδαίος.
3373. ξακριάρα = προβατίνα που βόσκει στην άκρη από το κοπάδι και

πολλές φορές κάνει ζημιές στα χωράφια.
3374. ξακρίζου = πηγαίνω στην άκρη
3375. ξαλλάζου = φοράω τα παλιά και βγάζω. τα καλά ρούχα
3376. ξαμώνω = απλώνω το χέρι να πάρω κάτι
3377. ξαναγιάνου = να ξαναγίνω καλά στην υγεία μου
3378. ξαναγκρίζου = υπενθυμίζω, επαναφέρω κάποιο ζήτημα δίνω αφορμή

σε κάποιον να θυμηθεί
3379. ξανέμισμα = λίχνισμα.
3380. ξανοιξιάζου = περνάω την άνοιξή μου συνήθως σε ορεινό μέρος
3381. ξαποσταίνω, ξαποστάζω = ξεκουράζομαι
3382. ξαπουλάου = εξαπολύω
3383. ξαπουσταίνου = ξεκουράζομαι.
3384. ξαραδιάζου = βγάζω από τη σειρά, μπαινοβγαίνω στο χορό

228

3385. ξαργού = επίτηδες, εξεπίτηδες
3386. ξαρίζου = καθαρίζω το μαντρί από τις κοπριές ή τις λάσπες
3387. ξαρμάτουτους, -η, -ου = άοπλος
3388. ξαρματώνου = βγάζω την άρματα
3389. ξαρμέου = τελειώνω το άρμεγμα
3390. ξάσ’μου = καθάρισμα των μαλλιών για λανάρισμα
3391. ξαστιριά = ξαστεριά.
3392. ξαστιρώνει = γίνεται αίθριος ο ουρανός.
3393. ξαστόχσα = ξέχασα
3394. ξεζαρκόθκα = δεν φοράω τίποτα τα πέταξα όλα από πάνω μου,

ξεφορτώθηκα τα ρούχα μου
3395. ξεζάρκωτος = ολόγυμνος.
3396. ξέκανα = εξαφάνισα
3397. ξεκλάω = σκίζω
3398. ξεκλιτσνιάσκει = διαλύθηκε
3399. ξενίτεμα = αποχαιρετισμός
3400. ξένους, -η, -ου = ξένος, μουσαφίρης, φιλοξενούμενος.
3401. ξέπλιγα μαλλιά = αχτένιστα, απεριποίητα μαλλιά
3402. ξέρα = ξηρασία.
3403. ξέρακας = ξεραμένο δένδρο που στέκει όρθιο
3404. ξερατά, ξιρατά, ξιρατιά = αναγούλες, απαίσια πράγματα, πράγματα

που σε ανακατώνουν

229

3405. ξεσκανταλίσκει = απορυθμίστηκε
3406. ξέφιξι = έφεξε για καλά
3407. ξεχάραξε = έφεξε
3408. ξεχειμάζω = Ξεχειμωνιάζω
3409. ξέχουρα = ξεχωριστά.
3410. ξήγα = εξήγησε
3411. ξηκούτ΄ς = ξεμωραμένος ,αποβλακωμένος.
3412. ξηρ’κό, ξηρκό = αυτό που δε ποτίζεται για να φυτρώσει και να

αναπτυχθεί
3413. ξηράνου = ξεράνω
3414. ξηραντάρα = αντάρα σε καιρό ξηρασίας.
3415. ξηράς (τα) = τα χέρια σου που δεν είναι ικανά για τίποτα
3416. ξηραχουμάρα = χέρια σαν ξερά ξύλα που δεν πιάνουν, απραξία, το να

κάθεσαι με τα χέρια σταυρωμένα, νωθρότητα.
3417. ξηρή = (μτφ.) πέος.
3418. ξηρολάκκι = ξερός λάκκος
3419. ξηρουβόρι = κρύος και ξηρός βοριάς.
3420. ξηρουκαμπιά = άνυδρος κάμπος
3421. ξηρουτσιόκανα = τσιοκάνια (βλ. λ.) που βροντάνε ξερά και έχουν

βαριά ζύγια.
3422. ξηρουφάι = τροφή που είναι ξηρή, το ψωμοτύρι του βοσκού.
3423. ξητσάνσις = παραπήρες θάρρος
3424. ξιαπίσου, σιαπίσου = από πίσω, πιο πίσω.

230

3425. ξιαστουχάου = λησμονώ, ξεχνάω.
3426. ξιβγάζου, ξιβγάνου = ξεπροβοδίζω, ξεπλένω τα ρούχα.
3427. ξιβγαίνου = βγαίνω
3428. ξιβράκουτις, ου = γυναίκες με ευρωπαϊκά ρούχα. ανήθικες γυναίκες,

παρδαλές
3429. ξιγάλ’σμα = αμυχή , γραντζουνιά
3430. ξίγαλα = το ξινόγαλο
3431. ξιγαλάω, ξιγαλίζου = γρατζουνώ, τραυματίζω, σχίζω ελαφρά το δέρμα

μου ή κάποιο αντικείμενο
3432. ξιγαλίσκα = γδάρθηκα
3433. ξιγιννάου = βοηθάω το ζώο να γεννήσει.
3434. ξίγκι = λίπος.
3435. ξιδιαντρουπιά = έλλειψη σεμνότητας, απουσία ντροπής για πράξεις ή

για λόγια αναίσχυντα, αισχρά, κακόβουλα
3436. ξιδοπάπαρα, τραπέτσι, ξιδοτριψάνα, ξιδότριψα = δροσιστικό

καλοκαιριάτικο πρόχειρο φαγητό που γίνεται με νερό, ξίδι, ζάχαρη και
μπουκιές από ψωμί.
3437. ξιζάρκουτους, -η, -ου = γυμνός ή ντυμένος με τα καθημερινά
3438. ξιζαρκώνου = ξεγυμνώνω.
3439. ξιθ’λυκώνου = βγάνω το στεφάνι από το κουδούνι
3440. ξιθάλι = ειδικό ξύλο με το οποίο σηκώνω τη γάστρα ή ανακατώνω τα
κάρβουνα
3441. ξιθλήκουτους, -η, -ου = ξεκούμπωτος, χωρίς ζώνη ή με ανοιχτή τη
ζώνη, αυτός που δεν έχει κουμπωμένη τη ζώνη

231

3442. ξιθλικώνου = ξεκουμπώνω
3443. ξιίσκιουτου = ασόβαρο
3444. ξικ’λιάζου = ξεκοιλιάζω.
3445. ξικαλουκιριάζου περνάω το καλοκαίρι μου.
3446. ξικαλουκιριό = τόπος που περνάω το καλοκαίρι και τα κοπάδια μου:
3447. ξικαμώνουμι = εξολοθρεύομαι, εξαφανίζομαι, καταστρέφομαι

ψοφάω στη δουλειά
3448. ξικάνου = εξαφανίζω, διαλύω, καταστρέφω, αχρηστεύω
3449. ξικλάου = σχίζω
3450. ξικλιάσκα = έσκασε η κοιλιά μου
3451. ξικλίζου = ξεσχίζω.
3452. ξικλίσκα = σκίστηκα
3453. ξικόβου = αποχωρίζομαι, απομακρύνομαι
3454. ξικούκλουμα= το βγάλσιμο της κουκούλας της νύφης
3455. ξικουκλώνου = βγάζω τον κούκλο από τη νύφη.
3456. ξικουλλ’τσιδιάζου = βγάζω τις κολλιτσίδες
3457. ξικουπή = αποκοπή, ορισμός σταθερής τιμής , η πληρωμή του

τσομπάνου χωρίς φαγητό
3458. ξιλαβαίνου = ξεσπάνε πάνω μου, υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεών

μου, πληρώνω για αυτά που κάνω, βρίσκω άδικα το μπελά μου, την
πληρώνω εγώ για κάποιον άλλον
3459. ξιλέου = αναιρώ τα λόγια μου. είπα ξείπα

232

3460. ξιλόιστους, -η, -ου = ξένοιαστος, αυτός που δε σκέφτεται τα
προβλήματά του ή δεν έχει προβλήματα.

3461. ξιλουγαριάζουμι, ξελογαριάζωμι = κλείνω τους λογαριασμούς, κάνω
ταμείο, ξεκαθαρίζω

3462. ξιλουγάριασμα = κλείσιμο λογαριασμών
3463. ξιλουθρυμός = εξολοθρεύω, εξολόθρευση, καταστροφή
3464. ξιμπλέκου = ξεμπλέκω
3465. ξιμπλέτσουτους = γυμνός
3466. ξιμπλητσώθκα = ξεγυμνώθηκα
3467. ξιμπλιτσώνουμι = ξεγυμνώνομαι .
3468. ξινάκι = ξενιτεμένος
3469. ξινιτεύουμι = πάω στην ξενιτιά
3470. ξινουκρένου = παραμιλώ, παραληρώ, παραμιλώ, λέω ακαταλαβίστικα.
3471. ξινουμάλλια = πρόσθετα μαλλιά πάνω στα φυσικά, ποστίς.
3472. ξιντίσ = ξεντύσου
3473. ξινύστια = άνθρωποι που με τη συμπεριφορά τους προκαλούν για

τους εαυτούς τους φαιδρές συζητήσεις
3474. ξιπαπαδεύου = προκαλώ, με τις ενέργειές μου κάνω, προκαλώ τον

παπά να παραιτηθεί από το αξίωμά του
3475. ξιπαστρεύου = ξεκαθαρίζω
3476. ξιπατώθκα = διαλύθηκα, κουράστηκα
3477. ξιπατώνουμι = κουράζομαι υπερβολικά, σκοτώνομαι στη δουλειά,

εξολοθρεύομαι.

233

3478. ξιπιζεύου, ξεπεζεύω = ξεκαβαλικεύω, κατεβαίνω από το άλογο
3479. ξιπίτηδις = επίτηδες.
3480. ξιπιτσίασκα = ξεφλουδίστηκα
3481. ξιπλαϊάζου = ξυπνώ.
3482. ξιπλάϊασα = ξύπνησα
3483. ξιπουνάου = δε νιώθω πόνο , δεν νοιώθω αγάπη για ένα πρόσωπο,

μου φεύγει ο πόνος, η λαχτάρα που είχα για κάποιον ή για κάποιο
πράγμα, εκπληρώνω μια επιθυμία
3484. ξιπρουβουδάου = ξεπροβοδίζω, κατευοδώνω
3485. ξιραγκιανός, -ή, ό = ξερακιανός, ισχνός, αδύνατος.
3486. ξιράδια = ξερά ξύλα, παλιά καυσόξυλα.
3487. ξιριάς = ρέμα χωρίς νερό.
3488. ξιρουιάζουμι = τελειώνω τη θητεία μου ως μισθωτός τσομπάνος.
3489. ξιρουστάλιασα = Κρύωσα, περίμενα πολύ
3490. ξιρουφαϊά = φτωχό γεύμα χωρίς προσφάι.
3491. ξισ’νιρίζουμι = παρακινούμαι, παίρνω σοβαρά υπ όψιν κάτι και
θυμώνω
3492. ξισακιάζου = βγάζω από το σακί τα ρούχα
3493. ξισαμαρώνου = βγάζω το σαμάρι από το ζώο
3494. ξισάρ’σι ου νόχτους = υποχώρησε.
3495. ξισαρίζου, -ω = υποχωρώ, χαλαρώνω
3496. ξισέρνου = σέρνω σιγά - σιγά, μετακινούμαι σταδιακά και αργά,
γλιστράω

234

3497. ξισιλλώνου = βγάζω τη σέλα.
3498. ξίσκιουτους, -η, -ου = χωρίς ίσκιο, άχαρος
3499. ξίσκιπους, -η, -ου = ξεσκέπαστος.
3500. ξισκιώνου = ασχημίζω, απαξιώνω
3501. ξισταλίζου = βγάνω τα πρόβατα από το στάλο
3502. ξισταυρώνου = ξεθάβω μετά από χρόνια το νεκρό και συλλέγω τα

οστά του. -ουμι (μτφ.) ξεθεώνομαι στη δουλειά
3503. ξιστρίβου = σκαρίζω τα πρόβατα, διαλύω το στάλο. –ουμι βγαίνει ο

οφαλός μου
3504. ξιτάζου, ξιτάζω = ερευνώ, θέλω να μάθω, παρατηρώ, πιστεύω σε κάτι

και είναι κακό να το παραβιάσω, θέλω να μάθω τα μελλούμενα
εξετάζοντας την πλάτη
3505. ξιτλάου = ξετυλίγω.
3506. ξιτμάου = εκτιμώ, μετράω, υπολογίζω την αξία κάποιου
3507. ξιτουπίζου = απομακρύνω, διώχνω από τον τόπο του κάποιον ή κάτι
3508. ξιτρυπώνου = φανερώνω.
3509. ξιτσαν’σμένους = φέρεται εκτός ορίων
3510. ξιτσανίζου = ξεπερνάω με τη συμπεριφορά μου τα επιτρεπόμενα όρια,
φέρομαι σαν ανυπάκουο παιδί
3511. ξιτσάνσι = ξεθάρρεψε, όταν κάποιος αποκτάει θάρρος, δεν ντρέπεται,
πήρε αέρα
3512. ξιτσαουλιάσκα = μου έφυγε το στόμα, μου έφυγε το σαγόνι, λέω πολλά
3513. ξιτσουλιάζου βγάνω το τσιόλι (σκέπασμα) από το σαμάρι του ζώου.
3514. ξιφανιρώνου = αποκαλύπτω, –ουμι παρουσιάζομαι

235

3515. ξιφασκιώνου = ανοίγω τις φασκιές
3516. ξιφόριμα = βγάλσιμο των ρούχων, γδύσιμο.
3517. ξιφουρτώνει η κότα η κότα ανοίγει τα φτερά της προς τα πλάγια

(πρόληψη που φανερώνει επίσκεψη στο κονάκι).
3518. ξιφουρτώνου = κατεβάζω το φόρτωμα
3519. ξιφτέρι = είδος γερακιού, κιρκινέζι, έξυπνος, ευφυής.
3520. ξιφύλλι = τα τρυφερά βλαστάρια
3521. ξιχ’μαδιό = τόπος που ξεχειμάζω, περνάω το χειμώνα
3522. ξιχ’μάζου, ξιχ’μουνιάζου = περνάω το χειμώνα
3523. ξιχ’νουπουριάζου = περνάω το φθινόπωρο.
3524. ξιχαράζει =χαράζει για τα καλά
3525. ξιχάσουν = να ξεχαστούν να παίξουν τα παιδιά να ηρεμήσουν.
3526. ξιχουρισμός = χωρισμός (πχ της μάνας απ τη κόρη στο γάμο)
3527. ξιχρέουτους, -η, -ου = δεν έχει χρέη
3528. ξίψουμα, ξίψωμα = συμφωνία για πρόσληψη χωρίς να τρέφω τον

τσομπάνο η κάποιον υπάλληλο
3529. ξόβεργα = παγίδα
3530. ξόμπλια = σχέδια, κεντίδια
3531. ξόρκια = εξορκισμοί.
3532. ξουδιάζου = ξοδεύω
3533. ξουδιάρ’ς = σπάταλος.
3534. ξουθιές = τα καλά εξωτικά, νεράιδες

236

3535. ξουμάν’κα = επένδυση στα μανίκια της αντρικής φορεσιάς.
3536. ξουμπλιάζω, ξουμπλιάζου = αντιγράφω κάτι, βγάζω σχέδιο από κάποιο

κέντημα, κουτσομπολεύω, διακοσμώ
3537. ξουμπλιαστό = είδος κεντήματος.
3538. ξούρας, (συνδέεται με το γέρο) = ξεκούτης γέροντας
3539. ξουράφι, ξουράφ = ξυράφι, πανέξυπνος
3540. ξουραφίζουμι = ξυρίζομαι.
3541. ξουραφίσκα, ξουρίσκα = ξυρίστηκα
3542. ξουράφτκα = ζώα σημαδεμένα με κόψιμο του άφτιου με ξυράφι
3543. ξούρ'ζμα = ξύρισμα
3544. ξουτ’κά = εξωτικά, φαντάσματα.
3545. ξπολύθκα = έβγαλα τα παπούτσια
3546. ξύγκι = το λίπος, το πάχος
3547. ξυγκοκέρι = κερί φτιαγμένο από ξύγκι
3548. ξ'θάλ(ι), ξυθάλλι, ξιθάλι, = μακρύ ξύλο λίγο κυρτό που ανακατεύουν τα

κάρβουνα Από τις ομηρικές λέξεις «ξέω» = ξύνω και «αιθάλη» =
στάχτη, καπνιά
3549. ξύλιασα = πάγωσα, έγινα κούτσουρο απ το κρύο
3550. ξυλουκιέρατα = χαρούπια, καρούμπις
3551. ξυλόχταινο = χτένι του αργαλειού που ύφαιναν βελέντζες κλπ
3552. ξυνήθρα = χορτάρι με ξινή γεύση
3553. ξυνστάζει ου κόσμους = γελάει ο κόσμος και ξενυστάζει απ τα γέλια
3554. ξυστάου = κοσκινίζω το αλεύρι

237

3555. ξύστρα = εργαλείο για να αναποδογυρίζουμε την κουλούρα ή τα
κομμάτια από την πίτα

3556. ξώγραμμα, πανώγραμμα = τα στοιχεία εξω από το γράμμα, η σύσταση
3557. ξώδιρμα, ξώπιτσα = επιδερμικά
Ο
3558. όβουλα = χρήματα.
3559. οβριά (tamus communis) = αβρωνιά, ομβριά, βεργιά, πολυετές

αναριχώμενη κλιματσίδα που φτάνει τα 4 μέτρα. Την συναντάμε σε
ακαλλιέργητους τόπους. Μαζεύονται τα νέα βλαστάρια που βγαίνουν
από το Μάρτιο μέχρι τον Απρίλιο. Τα οποία βράζονται ελαφρώς και
τρώγονται με λάδι και ξύδι, αλλά γίνονται και τσιγαριστά με
κρεμμυδάκια. Το ζουμί τους πίνεται και είναι διουρητικό με προσοχή
γιατί είναι δηλητηριώδες φυτό που περιέχει μια ουσία ερεθιστική για
την επιδερμίδα. Η κάτοικος της Οβριάς (χωριά της Πελλοπονήσου)
3560. Οβριός = εβραίος, άνθρωπος τσιγκούνης, φιλάργυρος.
3561. οδίζω, ουδίζω = μοιάζω
3562. όθι = όπου
3563. οκνός = οκνηρός, αργός, τεμπέλης.
3564. όμπυου, όμπυο = το πύον της πληγής
3565. οντάς = δωμάτιο
3566. όντας, όντα = όταν
3567. οξαπουδώ = σατανάς, διάβολος.
3568. ορθό = τύπος καλυβιού τουρλωτό
3569. ορμήνια = συμβουλή

238

3570. ορμώνω = δίνω κατεύθυνση, οδηγώ
3571. όρνια = αρπαχτικά
3572. όρνιο = άγριο αρπακτικό πτηνό,: βλάκας, ανόητος άνθρωπος.
3573. όσου κρούει ου νους = ίσα που θυμάμαι, θυμάμαι αμυδρά.
3574. ουβουρός, νουβουρός = ακάλυπτος περίβολος που κοιμούνται τα

άλογα.
3575. ούδι = ούτε
3576. ούδι δω = ακριβώς εδώ
3577. ούδι κεί σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο
3578. ουδίζου = είμαι ίδιον με κάποιον άλλον, μοιάζω πολύ με κάποιον
3579. ούηδι, ουιδέ ούιδε = ούτε
3580. ούι = συνήθως εκφράζει έκπληξη
3581. ουκά = οκά, μονάδα μέτρησης βάρους (1280 γραμμ.).
3582. -ουλ’ς, -ούλα = παραγωγικό υποκοριστικό επίθημα (παπούλ'ς,

βαβούλα)
3583. ούλα = όλα
3584. ουλνούς = όλους
3585. ούλοι = όλοι
3586. ουλόριμα = όλο ρέμα-ρέμα.
3587. ουλότιλα = εντελώς
3588. ούλου = όλο
3589. ουλούθι = παντού. απο παντού, από όλα τα μέρη, ολόγυρα

239

3590. ούλους, -η, -ου = όλος
3591. ουμπυάζου, ομπυάζω = μαζεύω πύον
3592. ουμώνου = ορκίζομαι
3593. ουντζιάκι = φάρα, σόι, οικογένεια
3594. ουργή = καταστροφή που στέλνει ο Θεός, κατάρα
3595. ουργιά , ουριά = οργιά, μονάδα μέτρησης μήκους το μήκος

ανοίγματος των χεριών, κυρίως μέτρησης του βάθους του νερού που
ισοδυναμεί με 1,83 μ.
3596. ουργισμένου = καταραμένο
3597. ούρδα = γαλακτοκομικό προϊόν (είδος από τυρί) που παράγεται από
το τυρόγαλο που μένει από την παρασκευή σκληρού ημίσκληρου
τυριού ώστε να έχει πολύ βούτυρο Η τεχνολογία αυτή μοιάζει πολύ
με τον παραδοσιακό τρόπο παρασκευής του τυριού Μανούρι.
3598. ουρή = προσφώνηση σε γυναίκα
3599. ουρθουκιέρα = γίδα με ορθά κέρατα, με τα κέρατα προς τα πάνω.
3600. ουρίζου = ορίζω, εξουσιάζω.
3601. ουρκιόμι = ορκίζομαι.
3602. ουρλιόμι = ουρλιάζω.
3603. ουρλιότι = ουρλιάζει
3604. ουρμήνεια = συμβουλή, νουθεσία.
3605. ουρμηνεύου = συμβουλεύω, νουθετώ.
3606. ουρμώνου = κατευθύνω, οδηγώ .
3607. ουρσούζης, -α γρουσούζης, γρουσούζα

240

3608. ουρσούζκο = ανάποδο, γρουσούζικο
3609. ουρσούζκους = ανάποδος,γρουσούζης
3610. ουρσουζλαμάς, ου γρουσούζης.
3611. ουρφανουκόριτσου = το ορφανό κορίτσι.
3612. ούτι = ούτε
3613. ουχτρεύουμι = κρατάω έχθρα, φέρομαι εχθρικά.
3614. ουχτρός, ιχτρός = εχθρός
3615. όφιος, όφιους = φίδι
3616. όφκιρους,έφκιρους -η, -ου = ο εύκαιρος
3617. όχληση, η ενόχληση.
3618. όχτρα = έχθρα.
3619. οψ’μάδι = όψιμο , αργοπορημένο, καθυστερημένο
3620. όψμος = ο αργοπορημένος ,ο καθυστερημένος, μετά τον καιρό του
Π
3621. π’λακίδα = χρονιάρα κότα
3622. π’λάλ’μα = ασταμάτητο περπάτημα σε ρυθμό τρεξίματος, γρήγορο

τρέξιμο
3623. π’λαλ’το = ασταμάτητο τρέξιμο
3624. π’λαλεί = βρίσκεται σε συνεχή τρεχάλα
3625. π’λαλού = τρέχω, τρέχω γρήγορα, περιπλανιέμαι.
3626. π’λάρα = θηλυκό πουλάρι.
3627. π’λάρι, πλαράκι = νεογέννητο άλογο.

241

3628. π’λαρίνα = θηλυκό πουλάρι.
3629. π’λίου = πουλάω.
3630. π’στάρι, π’στιά = εξάρτημα του σαμαριού που το συγκρατεί].
3631. π’τιά = φυσική τυρομαγιά. πυτιά
3632. πααίνου = πηγαίνω.
3633. παγάδα = παγετώδης ψύχρα του βουνού με ηρεμία καιρού [25β, 168].
3634. παγανά = καλικάντζαροι
3635. παγάνα = καρτέρι, ψάξιμο, ανίχνευση, περιπολία
3636. παγανιά = περιπολία από ένοπλο απόσπασμα
3637. πάγοι, κρούσταλα = πάγοι.
3638. παγούρι = παγούρι για μεταφορά υγρού προς πόση
3639. πάει = πηγαιμός κάπου
3640. παένου = πηγαίνω
3641. παζαρεύου = διαπραγματεύομαι.
3642. παζαριώτις = άνθρωποι που πάνε στο παζάρι ή γυρίζουν απ’ αυτό
3643. πάημα = πηγαιμός
3644. πάθια = παθήματα, βάσανα, αρρώστιες
3645. παθός μαθός = έπαθε και έμαθε αυτός
3646. παΐδια = πλευρά
3647. παΐδις = πλαϊνές σανίδες από το σαμάρι.
3648. παιδοκοπάει = κάνει πολλά παισιά, γεννάει συνέχεια μωρά

242

3649. παιδοκοπάει, γινουβουλαει = κάνει πολλά παιδιά

3650. παίνια = έπαινος

3651. παίρου = παίρνω

3652. παίρου αίμα = με το σουγιά τρυπάω τη φλέβα πάνω στο κεφάλι κι
ανάμεσα από τα μάτια

3653. παίρου στα πουδάρια, βάνου στα πουδάρια = την κοπανάω ,
εξαφανίζομαι, φεύγω γρήγορα].

3654. παλ’κάρια = εξαρτήματα του αργαλειού, ραβδιά για να στερεώνουν

3655. παλαβώνου = τρελαίνω, τρελαίνομαι.

3656. παλαίστρα= χώρος πάλης όπου επικρατεί φασαρία

3657. παλαμίζου, παλαμίζω = αλείφω το δάπεδο και τις εσωτερικές πλευρές
του κονακιού με λάσπη από χώμα και αλογοκοπριά , σοβατίζω,
επιχρίω

3658. παλιουκιρίσια = αυτά είναι του παλιού καιρού.

3659. παλιουκόπρι =μέρος που έχει παχύ χορτάρι, επειδή το έχουν τα
πρόβατα μαντρί τους για αρκετό διάστημα.

3660. πάλιουρας = παλιούρι, αγκαθωτός θάμνος Το παλιούρι φέρει το
επιστημονικό όνομα Πάλιουρας (Paliurus spina – christi και
Paliurus aculeatus) και είναι γνωστός με τα ονόματα τσαλί,
πάλιουρας, παλέουρο. Ανήκει στην οικογένεια των Ραμνοειδών ή
Ραμνωδών (Rhamnaceae). Φυτρώνει σε ολόκληρη την Ελλάδα και
γενικά στις Μεσογειακές χώρες, σε περιοχές σχετικά χαμηλού
υψομέτρου και ημιορεινές. Αντέχει στην ξηρασία και έχει ύψος
περίπου 2 – 3 μέτρα.Τα φύλλα του είναι σχετικά μικρά αυγοειδή και
στη βάση τους έχουν δυο μυτερά αγκάθια, τα οποία μάλιστα
σκαλώνουν σαν αγκίστρια και είναι δύσκολη η αφαίρεσή τους από το
δέρμα και τα ρούχα. Τα άνθη του είναι μικρά κίτρινα και βγαίνουν

243

πολλά μαζί στις μασχάλες των φύλλων την άνοιξη με αρχές
καλοκαιριού. Ο καρπός του έχει σχήμα ημισφαιρίου και περιβάλλεται
από ένα πτερύγιο. Ανθίζει όταν πια δεν πρόκειται να κάνει κρύο. Οι
μέλισσες το αγαπούν πολύ και παίρνουν απ’ τα άνθη του το γνωστό
«Μέλι από παλιούρι», που έχει ανοιχτό χρώμα, έντονη γεύση. Το
παλιούρι είναι ένα βότανο, που όπως τα περισσότερα, είναι γνωστό
από την αρχαιότητα. Μάλιστα, ο Γαληνός στο «Περί της των απλών
φαρμάκων κράσεως και δυνάμεως Βιβλίον Θ» λέει πως χρησιμοποιεί
τα φύλλα και τη ρίζα του για να θεραπεύει τα φύματα, ενώ τον καρπό
για να διαλύει τους λίθους της ουροδόχου κύστεως, μία αντίληψη που
διατηρείται μέχρι σήμερα. Το Paliurus spina-christi, κοινώς γνωστό
ως το «αγκάθι του Χριστού», «αγκάθι γιρλάντα», «αγκάθι της
Ιερουσαλήμ» ή «στέμμα από αγκάθια», είναι ένα είδος Παλίουρου, το
οποίο κατάγεται από την περιοχή της Μεσογείου και τη νοτιοδυτική
και Κεντρική Ασία, από το Μαρόκο και την Ισπανία, ανατολικά προς
το Ιράν και το Τατζικιστάν. Η ονομασία «τσαλί» φαίνεται να είναι
Τουρκικής προελεύσεως (cali = βάτος).

3661. παλιουρίσιους = προέρχεται απ’ το παλιούρι. Παλιουρίσιου μέλι

3662. παλιουρούτι = ρούχο κουρέλι, παλιό ρούχο

3663. παν’γύρι = το πανηγύρι, τοπικό γλέντι

3664. πάνα = σκέπη, λίπος που σκεπάζει τα

3665. πανάδα =. καταρράκτης, -ις μπαλώματα που βγάνουν οι έγκυες

3666. παναούλα = σαρακατσάνικη, μικρή τραπεζιόσχημη ποδιά, που
φοριέται χαμηλά και δεν εξυπηρετεί κανένα πρακτικό σκοπό. Είναι
φτιαγμένη από κόκκινο σαγιάκι, σκουτί, κανονικά αόρατο στην καλή
της όψη, και πλαισιώνεται από μαύρα κορδόνια, συρραμμένα μεταξύ
τους. Το πλαίσιο διχοτομεί κατά πλάτος διακοσμητική σειρά από
πλεγμένο μαύρο κορδόνι που διακόπτεται, στις γωνίες και τις πλευρές,
από χρυσά και ασημένια γαϊτάνια τυλιγμένα σε μικρές θηλιές.
Ασημένιο γαλόνι με ζιγκ-ζαγκ οριοθετεί ένα πρώτο εσωτερικό

244

τραπέζιο. Χρυσό γαλόνι με κροσωτή απόληξη διαγράφει το μικρό,
εσωτερικό τραπέζιο. Μαύρα, συρραμμένα κορδόνια διαχωρίζουν τα
τραπέζια μεταξύ τους. Κεντημένα με αλυσιδίτσα εμφανίζονται τρία
κυκλικά σχήματα και η αρχή ενός τέταρτου, που γεμίζουν με
ομόκεντρους κύκλους και συνδέονται μεταξύ τους σε κατακόρυφη
διάταξη. Λευκό χρώμα ζωγραφίζει το ακτινωτό κέντρο τους, το
περίγραμμα και τις συνδέσεις τους. Ο δεύτερος από επάνω απλώνεται
και προς οριζόντιες συνδέσεις ενώ, όπως και ο αφανής τελευταίος,
εξαίρεται με μικρές πινελιές που αναδεικνύουν το περίγραμμά του.
Και οι δύο καταλαμβάνουν το κέντρο ρόμβων που δεν φαίνονται
ολόκληροι. Τα ενδιάμεσα διάχωρα γεμίζουν με μικρά σχήματα
γεωμετρικής έμπνευσης και την πολυχρωμία του κεντήματος
φτιάχνουν το βυσσινί, το πράσινο, το κεραμιδί και το άσπρο. Μαύρο
κορδόνι ρελιάζει την επάνω πλευρά της ποδιάς και τις πλαϊνές ως πριν
από τα μισά τους. Την υπόλοιπη ποδιά στολίζει μαύρο γαϊτάνι
τυλιγμένο σε θηλίτσες. Στις πίσω γωνίες της επάνω πλευράς έχει
στερεωθεί από μια μακριά, μάλλινη κορδέλα.(περιγραφή στη σελίδα
του λυκείου Ελληνιδων.)

3667. πανουβράκι, μπουραζάνι -α = φαρδύ παντελόνι που φοριούνταν
πάνω απ τα ρούχα στο άρμεγμα

3668. πανουγόμι, πανωγόμι, (πανωσάμαρα) = αυτό που φορτώνεται πάνω
στο σαμάρι στο χώρο που δημιουργείται αφού φορτωθεί το ζώο δεξιά
και αριστερά (άλλοτε είναι πράγμα άλλοτε ζωντανό παιδί, κότες κλπ)

3669. πανουσάμαρα = επάνω στο σαμάρι και ανάμεσα από τις δυο μεριές.

3670. παντ’χαίνου = περιμένω προσδοκώ, ελπίζω

3671. παντάξινους, -η, -ου = τελείως άγνωστος

3672. πανταχούσα = εγκύκλιος, διαταγή

3673. πάντοια με το δείξια = ανήθικη, ανυπόληπτη

245

3674. παπαδίτσα = χαμομήλι, ή χαμοπούλα, (marticaria chamemilla) πήρε
το όνομα του από το άρωμά του (μήλο του εδάφους) και ο πρώτος
που αναφέρει τις ευεργετικές του ιδιότητες είναι ο Ιπποκράτης (460-
370 π. Χ.), ο πατέρας της Ιατρικής που το θεωρούσε εμμηναγωγό και
φάρμακο κατά της υστερίας Έχει αντιβακτηριδιακές και
αντιφλεγμονώδεις δράσεις και είναι το πιο χαλαρωτικό ρόφημα.
Καταπολεμά τους κυρίως πολλούς ιούς και χρησιμοποιείται συνήθως
κατά του έλκους του στομάχου. Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι η συνεχής
χρήση του μειώνει σημαντικά το ουρικό οξύ στο αίμα, γεγονός που
πιθανόν να προσφέρει τις θεραπευτικές του ιδιότητες για ασθενείς
πάσχοντες από ποδάγρα. Το ρόφημα του είναι καλό για το στομάχι,
για τον βήχα, για τους πόνους της κοιλιάς και της εμμηνόρροιας
(περιόδου) των γυναικών, για τον λαιμό και για την βραχνάδα. Η πιο
διαδεδομένη ιδιότητα του χαμομηλιού είναι η ικανότητα του να
ηρεμεί τα νεύρα και να ανακουφίζει και ηρεμεί από τα έντονα
προβλήματα που μας απασχολούν καθώς επίσης μας βοηθάει να
αντιμετωπίζουμε φυσικά την αϋπνία. Η καταπραϋντική του δράση
βοηθάει στην ανακούφιση των παιδιών από τους πόνους της
οδοντοφυΐας. Το τσάι από χαμομήλι έχει και αντιπηκτικές ιδιότητες.
Μειώνει τη συγκόλληση των αιμοπεταλίων. Έχει συνεργιστική δράση
με φάρμακα που χορηγούνται σε ασθενείς με καρδιοπάθεια ή κίνδυνο
για εγκεφαλικά επεισόδια και προσφέρει επιπρόσθετη αντιπηκτική
δράση. Επίσης δρα σε συνέργια με ηρεμιστικά ή υπνωτικά φάρμακα.
Για τους λόγους αυτούς οι γιατροί των ασθενών που παίρνουν
αντιπηκτικά, υπνωτικά ή ηρεμιστικά φάρμακα πρέπει να γνωρίζουν
εάν οι ασθενείς τους καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες από χαμομήλι.
Επίσης όταν τα νήπια είχαν πόνους στην κοιλιά τους έδιναν χαμομήλι
για να καταπραϋνει ο πόνος.

3675. παπαδουπούλα = παπαδοκόρη.

3676. παπάρα = τριμμένο ψωμί σε γάλα, νερό, ή άλλο υγρό

3677. παπαρδέλας = πολυλογάς, φλύαρος, φαφλατάς

246

3678. παπαρδέλις = ποπ κορν αλλα και ζυμαρικό, Ιταλική pappardella
(λαζάνι) (συνήθως πληθυντικός pappardelle: λαζάνια)

3679. παπαρούνα (Papaver rhoeas) = χορταρικό που τα φύλλα και οι
βλαστοί του βράζονται και τρώγονται σκέτα ή με άλλα άγρια χόρτα. Τι
χρησιμοποιούμε ακόμα σε χορτόπιτες μαζί με άλλα μυρωδικά.

3680. παππάρα = ψωμί τριμμένο σε ζεστό νερό με τυρί και βούτυρο.
3681. παππούλς πάππους = παππούς.
3682. πάρα = α' συνθετικό που δίνει στο β' την έννοια του πολύ
3683. παραβάνου = βάζω περισσότερο, κάνω μεγαλύτερη προσπάθεια
3684. παραβγαίνου = αναμετρούμαι, ανταγωνίζομαι
3685. παραγγέλλου = στέλνω μήνυμα, ζητάω κάτι με γράμμα η με

αγγελιοφόρο
3686. παραγιέρασι = πολύ γέροντας
3687. παραγιουμάτους. = πολύ γεμάτος
3688. παραδίπλα = ακριβώς δίπλα
3689. παράδις = χρήματα
3690. παραδώθι = πιο εδώ, πιο κοντά.
3691. παρακάλια = παρακαλετά.
3692. παρακατιανός, -ή, -ό = κατώτερος.
3693. παρακατούλια (επίρρ.) λίγο παρακάτω.
3694. παρακατούλια = λίγο πιο κάτω, παρακάτω
3695. παρακατούλια = λίγο πιο κάτω.
3696. παρακείθι = πιο πέρα, παραπέρα

247

3697. παράκιρα = παράκαιρα, σε ακατάλληλο χρόνο, πρόωρα , εκτός χρόνου
3698. παρακουντά =. παραπίσω, μετά από λίγο χρόνο, έπειτα, ύστερα
3699. παρακούου = δεν ακούω σωστά
3700. παραμαζώνω = παρασύρω,
3701. παραμάνα = τροφός, νταντά
3702. παραμάντρι = βοηθητικό μαντρί
3703. παραμία = παροιμία
3704. παράμιρα = απόμερα, απόκεντρα,
3705. παραμιράου = τραβιέμαι στην άκρη, κάνω τόπο.
3706. παραμ'κρός = πολύ μικρός
3707. παράμουρφους= πολύ όμορφος
3708. παραμπρουστά = νωρίτερα, λίγο πιο μπροστά.
3709. παρανιά = πολύ νέα
3710. παραξουφάν’κι = μου φάνηκε παράξενο, με παραξένεψε
3711. παραπαίρου = μαλώνω, παρατηρώ αυστηρά, αποπαίρνω
3712. παραπαν = λίγο πιο πάνω, παραπάνω
3713. παραπέρα = λίγο πιο πέρα.
3714. παραπινιμένους = πολύ παινεμένος
3715. παραπίσου = πιο πίσω.
3716. παραπλουμισμένους = πολύ στολισμένος
3717. παραπορτούλα = βοηθητική πόρτα

248

3718. παραπρουψές = τρία βράδια νωρίτερα
3719. παραραδιάζου = πάω και έρχομαι
3720. παρασάνταλου, παρασάνταλο = παλαβό, τρελό , χαζό
3721. παρασήμαδο = με παραποιημένο σημάδι πάω να κλέψω αλλουνού

ζώα
3722. παρασόλι = ομπρέλα
3723. παραστένου = μιμούμαι, κάνω κάποιον που δεν είμαι
3724. παράτ’σι ’ν κλίτσα = δεν ασχολείται με την κτηνοτροφία.
3725. παράταιρος = αταίριαστος
3726. παραταχιά = μεθαύριο.
3727. παρδαλά = ασπρόμαυρα, ανακατωμένα πολλά χρώματα
3728. παρδαλαίνου = γίνομαι παρδαλός, ποικιλόχρωμος.
3729. παρδαλή = παρδαλή με πολλα χρώματα, πόρνη
3730. παρδαλός, -ή, -ό = πολύχρωμος
3731. παρδαλουκόκκινη, -ου = γίδα με κόκκινα και άσπρα μπαλώματα
3732. παρέδου, παραδώθι = πιο εδώ, πιο κοντά
3733. παρέκει, παρέκι = παραπέρα
3734. παρηγουριά = πίτα μετά την κηδεία
3735. παρμάρα = αρρώστια στα πρόβατα, λοιμώδης αγαλαξία .Πολύ

μεταδοτική νόσος Συμπτώματα: πυρετός, αρθρίτιδα, οφθαλμίτιδα,
μαστίτιδα-αγαλαξία, πνευμονία, αποβολή και σηψαιμία-θάνατος
3736. παρόξου = παραέξω
3737. πάρπαλου = χιλιοτρυπημένο

249

3738. πάρσιμο = έσοδα
3739. πασαένας = οποιοσδήποτε
3740. πασκίζου = προσπαθώ, αγωνίζομαι.
3741. πασπάλι η πασπάλη = σκόνη, ιδίως από αλεύρι [<αρχ. πασπάλη]
3742. πασπαλίζου = ρίχνω πασπάλι
3743. πασπατίζου (πισπιτίζου) = ρίχνω με την χούφτα ραντίζοντας αραιά

αλεύρι πάνω απ τα φύλλα της πίτας η λάδι η βούτυρο
3744. παστάλες, παστάλις = φασολάκια
3745. πάστρα = καθαριότητα.
3746. παστρεύω = καθαρίζω, νοικοκυρεύω
3747. παστρικές γκβέντις = ξεκαθαρισμένες, ντόμπρες.
3748. παστρικό = καθαρό
3749. παστρικός = καθαρός.
3750. πατ΄σια = η πατησιά, περπατησιά , πατ΄σιές = τα ίχνη του πέλματος
3751. πατακώνου, μπατακώνω = βουλιάζω, πατώνω.
3752. πατάου = κυριεύω,δεν κρατάω το λόγο μου
3753. πατατούκα = κοντό αντρικό πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα

αγένωτο
3754. πατέκα = μονοπάτι στο βουνό που δημιουργείτε απ το πέρασμα

πολλών ανθρώπων η την συνεχή χρήση του από τον άνθρωπο
3755. πατήθρες = τα "πεντάλ" του αργαλειού
3756. πατόκουρφα = από πάνω μέχρι κάτω ολόκληρο

250


Click to View FlipBook Version