The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.
Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by ΚΑΤΣΑΡΙΚΑΣ ΖΗΣΗΣ, 2019-01-02 03:28:37

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΛΑΛΙΑ

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΛΑΛΙΑ

845. βλίτο = Βλίτου (Amaranthus sp) = βλίστρος, γλίστρος, γλίντρος, βλιταράκι
Ετήσιο φυτό που φτάνει τα
80 εκατοστά. Το συναντάμε
σχεδόν παντού σε
ακαλλιέργητους και
καλλιεργημένους τόπους.
Αποτελεί μεγάλο ζιζάνιο στις
καλλιέργειες γιατί
πολλαπλασιάζεται πολύ
εύκολα και γρήγορα. Ο σπόρος του μπορεί να φυτρώσει και μετά από δέκα
χρόνια. Μαζεύονται οι τρυφερές κορφές τους από αρχή καλοκαιριού μέχρι το
φθινόπωρο. Πρέπει να το κλαδεύουμε συχνά για να πετάει από τα πλάγια πριν
προλάβει να κάνει σπόρους. Τρώγονται βραστά με ξύδι ή λεμόνι και σε
συνδυασμό με σκόρδο ή τσιγαριστά με διάφορα άλλα λαχανικά όπως οι
κολοκυθοκορφάδες. Φτιάχνεται μέχρι και γιαχνί με πατάτες και χρησιμοποιείτε
και για πίτες μαζί με άλλα άγρια φαγώσιμα χόρτα.

846. βοή = σάλαγους = βοή από τη ροή του ποταμού,. θόρυβος που κάνει το
κοπάδι καθώς προχωράει στη βοσκή

847. βοηθάω το νεογέννητο αρνί να βυζάξει = β’ζουπιάνου, βυζουπιάνου =
βοηθάω το νεογέννητο να θηλάσει , να πιάσει βυζί, πιάνω τη θηλή από το
μαστάρι της προβατίνας

848. βοηθοί στην στο άρμεγμα = βαριτάδις, βαρτάδες = "βαράν" τα πρόβατα να
προχωρήσουν στη στρούγκα για άρμεγμα (συν. παιδιά& γυναίκες)

849. βολίδα όπλου = φσέκι
850. βομβαρδίζω = μπουμπαρδίζω = από το Ιταλικό bombardare
851. βοριάς (φύσημα) = βόρσμα = φύσημα που κάνει ο δυνατός και κρύος αέρας

που έρχεται από το βοριά και συνοδεύεται συνήθως από χιόνι
852. βοριάς (χαρακτηρισμός) = ξηρουβόρι = κρύος και ξηρός βοριάς.

401

853. βοσκή (συγκεκριμένη) = σκάρος = ξυπνάω για βοσκή μετά από ύπνο. Από
την ομηρική λέξη «σηκάζω», μανδρώνω.

854. βοσκημένο λιβάδι = απουλίβαδου = λιβάδι
(απολυσιά) που έχει βοσκηθεί

855. βόσκησης (ενέργεια) = στουμώνου τα πρότα =
σταματώ, γυρίζω πίσω ή κατευθύνω εκεί που θέλω το μπρος μέρος από το
κοπάδι

856. βοσκοί (κριαριών) = κριαράδις
857. βοσκοί που βόσκουν το ίδιο κοπάδι = συντρόφοι
858. βοσκόπουλα = μπιστικόιπουλα
859. βοσκός = μπιστικός = πιστικός, έμπιστος, πιστός, αφοσιωμένος , ο μπιστικός

ή ο πιστικός ,βοσκός που εργάζεται με μισθό, μισθωτός ποιμένας
860. βοσκός (ειδικός) = λαϊάρ’ς = αυτός που βόσκει τα μαύρα πρόβατα.
861. βοσκός γουρουνιών = γρουνάρς
862. βοσκοτόπι (χειμερινό) = κισλάς
863. βόσκουν τα πρόβατα (με ικανοποίηση) = σάρκωσαν τα πρότα = έπιασαν τα

ζώα σε μέρος και βόσκουν με όρεξη δεν μετακινούνται πολύ, βόσκουν με
ικανοποίηση, ικανοποιήθηκαν απ την βοσκή.
864. βόσκω = βουσκάου
865. βόσκω μέχρι να βραδιάσει = βραδιάζου τα πρότα
866. βόσκω το κοπάδι με μεράκι = βουσκάου ασκότουτα
867. βοτάνι (ειδικό) = υπνουβότανου = βοτάνι που
φέρνει ύπνο (μήκων η υπνοφόρος).
868. βότανο = βαρβαριτσουχόρτι = με το οποίο
γιατρεύω τη βαρβαρίτσα
869. βότανο (είδος) = ψιφτιά = το φαρμακευτικό φυτό
(Αρτεμισία) ή αψίνθιον. Το χρησιμοποιούμε κατά της
ελονοσίας και του κοκκύτη.

402

870. βούζια = βούζια = Σαμπούκος ο έβουλος, βουζιά, ζαμπούκος, βρωμούσα,
ξερά ποώδη φυτά, κυρίως σπερδούκλια ή μπότσκες, με τα οποία στρώνουν τα
μαντριά

871. βουΐζω = βάζου = κάνω μεγάλο θόρυβο(βάζουν τα αυτιάμ = βουίζουν τα
αυτιά μου)

872. Βουλγάρα = Βουλγάρα = όμορφη γυναίκα, λεβεντογυναίκα
873. Βουλγαρία = Βουργαριά
874. Βουλγαρία = Μηλιό
875. βούλευμα = βούλιμα = γνωμοδότηση.
876. βουλιάζω = μπατακώνω = πατώνω.
877. βουλουκιέρι = σφραγιδόκερο
878. βούλουμι, βουλιόμι, βουλιόμαι = προτίθεμαι, έχω σκοπό
879. βουλώνω το στόμα και την μύτη κάποιου = απουμώνου = του κόβω την

ανάσα, τον πνίγω, προκαλώ ασφυξία σε κάποιον –ουμι παθαίνω ασφυξία.
880. βουνά = ψηλώματα
881. βουνά χωρίς δέντρα = σπανά = γυμνά βουνά,.
882. βουνό = β’νί, βνό, ψήλουμα
883. βουνό (οι πρόποδες) = ρ’ζά
884. βουνό με αντάρα στην κορυφή του =

κουρφανταριασμένου β’νό
885. βουνοκορφές = κουρ’φουβούνια
886. βουνοκορφές που σκεπάζονται με πυκνές ομίχλες = βαριανταριασμένις ράχις
887. βουρλή = πρόβατο που πάσχει από βούρλα
888. βούρλο = βούρλου = γιούγκος ο ακιδωτός (juncus acutus) , typha latifolia,

τύφα, ψαθί, ουρά της γάτας. Πολυετή φυτά, χαρακτηριστικά
στενά φύλλα με έλυτρο στη βάση, φυτό με πυκνές τούφες και
με οξύ άκρο.Οι βλαστοί του βούρλου χρησιμοποιούνται στην
καλαθοπλεκτική, κατασκευάζονται τυροβόλια και άλλα είδη.

403

889. βούρλο(ρίζα) = .βουρλιά
890. βούτυρο (καθαρό) = κάντιου
891. βουτυροκαδί = βουτυρόκαδα = καδί στο οποίο βάζουν το βούτυρο
892. βραδιάζει = φτάνει το βράδυ,
893. βραδύγλωσσος = τριβλός
894. βράζει, το νερό = χουχλάζει του νιρό
895. βρακανήθρα = χορταρικό.
896. βρακάτη = προβατίνα που έχει μαλλιά και κάτω από τη θηλιά του ποδαριού.
897. βρακί = λίπος που συγκεντρώνουν τα αρνιά κοντά στην ουρά
898. βρακουζών(η) = το σχοινί για το δέσιμο του βρακιού
899. βρακουζώνα = βρακοζώνα.
900. βρακουθλ’ιά = βρακοθηλιά.
901. βρακουμένου = το ζώο που έχει βρακί (λίπος στην ουρά)
902. βρακώνουμι = φοράω εσώρουχο
903. βράσιμο νερού = χόχλους
904. βρασμός = χούχλος, χόχλους = κοχλασμός, βράσιμο νερού.
905. βραστά φασόλια = βριχτάρια
906. βραστήρα = σκοινί που πιάνεται στην κατσιούλα από το κονάκι και μία

κλιτσούλα δεμένη σε αυτό. Από την κλιτσούλα αυτή κρέμεται το κακκάβι και
βράζει στη φωτιά.
907. βραστόγαλου = γάλα που κρατάνε οι τσομπαναραίοι για φαγητό. Το υπόλοιπο
το πήζουν τυρί.
908. βράχηκα = μούσκιψα
909. βράχια (ειδικά) = ριζιμιά λιθάρια = ριζωμένα, αυτά που δεν κουνιούνται από
τη θέση τους
910. βραχιόλια = πιλιντζίκια, χαρχαγκέλια
911. βραχνός = βλαγκός
912. βράχος = λθάρι, λιθάρι

404

913. βράχος (συγκεκριμένος) = ριζιμιό = το λιθάρι που
εξέχει απ το έδαφος και αποτελεί συνέχεια
μεγαλύτερου βράχου

914. βρε = αρέ = προσφώνηση της Σαρακατσάνας
προς τον άντρα της

915. βρήκα = ήβρα
916. βρικόλακας = βρουκόλακας = στοιχειό, (μτφ.)ανάποδος, κακός, παλιάνθρω πος
917. βρίσκω το μπελά μου = ξιλαβαίνου
918. βρόμα = λώβα = μαγάρα
919. βρόμα = μαγάρα = ακαθαρσία,
920. βρόμα είναι = γιλαδουβουνιά είνι
921. βρομάω = ζέχνου, ζέχνω
922. βρομάω πολύ =

ζιχνουβουλάου
923. βροντή . = βρουνταριά
924. βροχές = βρουχάδις
925. βροχή (τρόπος) = ντουρλάπι =

δυνατή βροχή ασταμάτητη,
απότομη λαίλαπα, καταιγίδα.
926. βρύα πάνω στα δέντρα η σε
βράχια (με υγρασία) = μούσκλια
927. βρύση με κρύο νερό =. κρυόβρυση
928. βρωμιά = σαργιά, σαριά = λέρα που μαζεύεται στα μαλλιά από τα πρόβατα,
λίπος στο μαλλί των ζώων
929. βυζαχτάρι = β’ζαχτάρι = αρνί ή κατσίκι που είναι μικρό και βυζαίνει ακόμα
από τη μάνα του, βυζανιάρικο.
930. βυζί = β'ζί
931. βυζιά = μαστάρια= οι μαστοί

405

932. βυσσινί χρώμα = μούρνου
933. βωμολόχος = απόπατους

Γ

934. γαβγίζουν τα σκυλιά = τρών’ τα σκ’λιά = είναι ανήσυχα
935. γάβγισμα σκύλου = αλύχτ’μα
936. γάβρος = γάβρους = είδος δέντρου, με την επιστημονική

ονομασία Carpinus
937. γαϊδούρα = γουμάρα
938. γαϊδουράγκαθο = γαϊδουράγκαθου = κουφάγκαθο, κάρδος, σίλυβο. Διετές

ακανθώδες φυτό που φθάνει σε ύψος το 1,5 μέτρο. Τα φύλλα του είναι
πράσινα με χαρακτηριστικά άσπρα σημάδια σαν φλέβες και τα λουλούδια του
έχουν χρώμα βυσσινί. Είναι φυτό ιθαγενές της Μεσογείου και φυτρώνει σε
όλη την νότια Ευρώπη. Είναι αυτοφυές, ευδοκιμεί σε χερσότοπους αλλά και
σε καλλιεργημένες εκτάσεις. Προτιμά τα ηλιόλουστα μέρη και τα καλά
στραγκιζόμενα εδάφη. Πολλαπλασιάζετε εύκολα από μόνο του με τους
σπόρους του και αντέχει
μέχρι και τους -15 βαθμούς
κελσίου. H ρίζα και τα
φρέσκα νέα φύλλα του
τρώγονται ωμά ή
μαγειρεμένα αλλά πρέπει
πρώτα να αφαιρεθούν οι
αιχμηρές άκρες τους, το οποίο είναι αρκετά χρονοβόρο. Τα φύλλα είναι
αρκετά παχιά και έχουν ήπια γεύση όταν είναι νέα, αλλά γίνονται πιο πικρά το
καλοκαίρι με τη ζέστη. Μαγειρεμένα έχουν γεύση σπανακιού. Τα κεφάλια του
μπορούν να φαγωθούν όπως οι αγκινάρες πριν ανθίσουν, αλλά είναι πολύ πιο
μικρά. Οι ξεφλουδισμένοι μίσχοι του τρώγονται ωμοί ή μαγειρεμένοι, είναι

406

εύγευστοι και θρεπτικοί και μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπως το σπαράγγι
ή το ρεβέντι ή να προστεθούν σε σαλάτες. Τρώγονται καλύτερα την άνοιξη
όταν είναι νέοι πριν σκληρύνουν. Οι ψημένοι σπόροι του είναι υποκατάστατο
του καφέ. Το γαϊδουράγκαθο χρησιμοποιήθηκε ήδη από τα ελληνορωμαϊκά
χρόνια, ιδιαίτερα για την υποστήριξη του ήπατος και την αποτοξίνωση του
αίματος. Η δραστική ουσία του γαϊδουράγκαθου είναι η σιλυμαρίνη που
βοηθά στην αναγέννηση των κατεστραμμένων ηπατικών κυττάρων και
μεγάλων τμημάτων ιστών, ενεργοποιώντας την πρωτεϊνική σύνθεση στα
ηπατικά κύτταρα με την αύξηση της δραστηριότητας του γενετικού υλικού
(DNA-RNA). Παράλληλα προστατεύει τα ηπατικά κύτταρα, εμποδίζοντας τις
τοξίνες να εισχωρήσουν σ ’αυτά και εξουδετερώνοντας τις τοξίνες που έχουν
ήδη εισχωρήσει.
939. γαϊδούρι. = γουμάρι
940. γαϊδουρινά = γουμαρ’να
941. γαϊτάνι όμορφο (χρυσό) = χρυσουγάιτανου
942. γαϊτανοφρύδα = γαϊτανουφρυδούσα = γυναίκα με ωραία και λεπτά φρύδια
943. γάλα (ειδικό) = χουντρόγαλου = πρώτο γάλα της νεογέννητης προβατίνας
πολύ παχύ
944. γάλα (είδος) = πτόγαλου = πηγμένο για τυρί γάλα που βρίσκεται σε κάποιο
στάδιο της πήξης του
945. γάλα (εφ άπαξ παραγωγή) = νουμπέτι = το γάλα που παίρνουμε κάθε φορά
που αρμέγουμε
946. γάλα βρασμένο, αλατισμένο και με τυρομαγιά = στριγγλιάτα
947. γάλα για οικογενειακή κατανάλωση = φαγάρι
948. γάλα που σε λίγο βράζει = χουντραίνει του γάλα = γίνεται πιο πλούσιο σε
λίπος, γίνεται παχύρρευστο σε λίγο θα έχει βράσει
949. γάλα πρόβειο = πρατόγαλου
950. γαλάζιο βαθύ = λουλακί

407

951. γαλαζούλα = αγκαθωτός θάμνος. Γαλαζούλα (Erygnium). Το γένος Erygnium
έχει πάνω από διακόσια είδη στις εύκρατες και στις θερμές περιοχές,
συμπεριλαμβανομένων μονοετών, διετών ή και μακρόβιων πολυετών φυτών.
Αποτελούσε τη βάση των αφροδισιακών
παρασκευασμάτων στην αρχαία Κόρινθο. Όταν
ο βλαστός αποξηραίνεται, ο άνεμος ξεριζώνει
εύκολα το φυτό και το κυλά στο χώμα, εξ ου και
το γαλλικό του όνομα ‘’κυλιόμενο αγκάθι’’. Το
γαλάζιο αγκάθι ή γαλαζούλα δίνει ωραίο σε γεύση νέκταρ και γύρη αλλά και
διάφανο μέλι. Την ίδια χρονιά που φυτεύτηκε θα ανθίσει. Τα λουλούδια του
φέρονται πάνω σε ένα πολύ πυκνό κουβάρι βλαστών. Το μαζεύουν για τους
τρυφερούς βλαστούς του μαζί με άλλα χόρτα.

952. γαλακτερός = γαλάτους, -η, -ου = δίνει πολύ γάλα
953. γαλακτοκομικό εργαλείο = βούρτσα =

ψηλό ξύλινο κάδη μέσα στο οποίο βγάζω το
βούτυρο. Το γάλα ρίχνεται (προκειμένου για
ποσότητες 5-10 κιλά) όλο μαζί σε ένα ψηλό
κυλινδρικό ξύλινο δοχείο (κάδη). Με ένα
ξύλινο ραβδί που στη μία άκρη έχει
στερεωθεί κυκλικός ξύλινος δίσκος διάτρητος
(όλη η κατασκευή θυμίζει έμβολο),"χτυπάμε"
το γάλα ανεβοκατεβάζοντας αυτό το έμβολο με σταθερές κινήσεις.
954. γαλακτοκομικό εργαλείο = βουρτσόξ’λου = ειδικό ξύλο με το οποίο χτυπάω το
γάλα στη βούρτσα και το αποβουτυρώνω. Είναι ξύλινο ραβδί που στη μία
άκρη έχει στερεωθεί κυκλικός ξύλινος δίσκος διάτρητος
955. γαλακτοκομικό προϊόν (είδος τυριού) = βουστίνα = προϊόν βρασμού απο το
ξινόγαλο όπου βγαίνει η βουστίνα (κλωτσοτύρι ή ξινοτύρι)

408

956. γαλακτοσκεύος = γαλατσάκι = ασκί μέσα στο οποίο βάζαν το γάλα του
σπιτιού, μικρό ασκί από επεξεργασμένο δέρμα αρνιού ή κατσικιού που σέρνει
μαζί του ο τσομπάνος και είναι γεμάτο ξινό γάλα

957. γαλανομάτης,-α = γαλανός, -η
958. γαλαρομάντρι = γαλάρι, γαλαριό = χώρος για γαλάρια,
959. γαλατένιος = γαλατένιους = επιδερμίδα σαν άσπρο γάλα.
960. γαλατοδουλιές = γαλατουδ’λειές, = τα σχετικά με την παραγωγή του γάλακτος
961. γαλατόπιτα = γαλατόπ’τα = πίτα που γίνεται με κύριο συστατικό το γάλα.
962. γάλατος σταμάτημα στο τυροκομείο = κόβου του γάλα = σταματάω να

πηγαίνω το γάλα στο μπάτζιο (τυροκόμο).
963. γαλατσίδα = γαλατσίδα = το φυτό

πόα ευφόρβια η μυρσινίτις που
έχει γαλακτώδη χυμό Με την
ονομασία Ευφόρβια υπάρχουν
σήμερα σε όλο τον κόσμο 1000
περίπου φυτά που ανήκουν στην οικογένεια των Ευφορβιοειδών. Από αυτά
40 είδη συναντούμε και στη χώρα μας τα οποία αποκαλούμε συνήθως
Γαλατσίδες (λόγω του γαλακτώδους χυμού που βγαίνει από τον κορμό της) Η
Euphorbia pilulifera (Ευφόρβια η σφαιριδιόκαρπη) – ονομαζόμενη και
Euphorbia hirta-τη συναντούμε με την ονομασία Ευφόρβια είναι ένα από τα
είδη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια για θεραπευτικούς σκοπούς,
κάτω από τις οδηγίες έμπειρου βοτανοθεραπευτή. Τα περισσότερα είδη των
Ευφορβιοειδών είναι δηλητηριώδη για τον άνθρωπο.Υπάρχουν όμως κάποια
είδη που έχουν θεραπευτικές ιδιότητες, η χρήση τους όμως πρέπει να γίνεται
μόνο κάτω από οδηγίες έμπειρων βοτανοθεραπευτών.
964. γαλαχτερό = γαλαχτιρή = ζώο που έχει πολύ γάλα.
965. γαλομέτρημα = γαλουμέτρημα = το μέτρημα της ποσότητας του γάλακτος,
που βγάζουν τα πρόβατα του κάθε σμίχτη ή κάθε μέλους του τσελιγκάτου,

409

ιδίως όταν είναι διαφορετικής ράτσας, για να γίνεται πιο σωστά ο
λογαριασμός με τον υπολογισμό των εσόδων αναλογικά
966. γαλοπούλες = κούρκες, τίκια
967. γαλοτόμαρο = γαλουδέρματου = τομάρι για το γάλα
968. γαμάει = απαυτώνει, τετοιώνει, τιλεύει
969. γαμάω = πλακώνου, σουφουριάζου, πριτσιαλάω
970. γαμάω (κυρίως στα ζώα) = πριτσιαλάω = κάνω σεξ
971. γαμήθηκα = πριτσαλίσκα
972. γαμήλια πομπή = ψίκι , συμπεθεριακό , συμπιθιριακό
973. γάμησα = αμπήδσα, έκανα έρωτα
974. γαμήσι = καβαλίκεμα, πλάκουμα
975. γαμοκουλούρα = γαμουκούλουρα = η κουλούρα της πεθεράς για τον γάμο,
ψωμιά του γάμου.
976. γάμος = χαρά
977. γάμος(έθιμα ) = προυζύμια = έθιμο του γάμου. Την
Πέμπτη το βράδυ ή την Παρασκευή το μεσημέρι
πιάνουμε τα προζύμια για να φτιάσουμε την
κουλούρα του γαμπρού. Στα προζύμια χρειάζονται
δύο αγόρια κι ένα κορίτσι που να έχουν μάνα και
πατέρα. Αυτά κάνουν την αρχή. Ρίχνουν το προζύμι στο σκαφίδι, κοσκινίζουν
το αλεύρι. Αλευρώνουν την πεθερά, τον πεθερό και τους άλλους γερόντους και
γριές. Αυτοί που παραβρίσκονται ρίχνουν μέσα στο κόσκινο κεράσματα.
978. γάμπα = άντζα
979. γαμπροβελέντζα = γαμπρουβέλιντσα = βελέντζα πάνω στην οποίαν
καβαλικεύει ο γαμπρός
980. γαμπρολογιέμαι = γαβρουλουιόμι
981. γαμάω = βατεύω, βατέβου = γαμίζω, γαμού, αμώ, μω, βατεύω, βατέβου,
βαντέβου, βατέβγω, βατέβγου, βατέβγκω, βατέβκω, βατέγκου, ματέβω,

410

μαντέβω, ματέβγω, πατέβγω, πατέβου, πατέγκουω, γατέβω, λάζω, λάσω,
ραπόνω, σαουλιάζου, σιαφακόνω, τσιαφλιακόνου από το ιταλικό
lavorare (una donna)
982. γάντζοι μικροί = (κλ(ε)ιτσούλις = μικρές κλιτσούλες (γάντζοι) που τις μπήγουν
στο έδαφος, αφού πρώτα τις περάσουν μέσα από τις θηλιές της τέντας, με
αυτές τεζάρουν και σταθεροποιούν την τέντα (τσιατούρα) κατά τη διάρκεια
των μετακινήσεων
983. γάργαρος = γάργαλους
984. γαρίφαλα = γαρούφαλα, γαρίφαλα
985. γαριφαλιά (όμορφη κοπέλα),το φυτό γαριφαλιά = γαριφαλιά
986. γαυγίζω = αλυχτάω, αλχτάου, αλχτάου
987. γδάρθηκα (σε κάποιο σημείο του σώματος) = ξιγαλίσκα
988. γδούποι = βαλμοί = θόρυβοι, κρότοι,
989. γδύσιμο = = βγάλσιμο των ρούχων
990. γειτονεύω = γειτουνεύου = είμαι γείτονας με κάποιον, επισκέπτομαι το
γείτονά μου
991. γειτονιά σταυραδερφών = σταυρουγειτουνιά
992. γειτονιά = μαχαλάς
993. γελαδάρης = βούκουλας
994. γελάει = καρκαλοϊότει = κάνει σαν κότα που κακαρίζει , γελάει δυνατά και
συνεχώς
995. γελάει ο κόσμος και ξενυστάζει απ τα γέλια = ξυνστάζει ου κόσμους
996. γελάω = γιλάου
997. γελάω επιδεικτικά = καρκαρίζουμι, καρκαργιώμι, καρκαριώμι = κακαρίζω
γελώντας, φλυαρώ γελώντας, δυνατά
998. γέλια = κάρκαρα
999. γελοιοποίηση = μασκαρ’λίκι = καταγέλαστη πράξη, συμπεριφορά μασκαρά
1000. γεμάτο εντελώς = ντίγκα

411

1001. γεμάτο μέχρι το χείλος = χείλη μ’ αχείλη = είναι γεμάτο τελείως,.
1002. γεμάτο όσο δεν παίρνει = ντίγκα
1003. γεμάτος = γιουμάτους
1004. γεμάτος (συναίσθημα) = θαραπαμένους
1005. γεμάτος πολύ = παραγιουμάτους
1006. γεμίζει από σκόρο = σαρακιάζει του ξύλου
1007. γεμίζω = γιουμώνω, γιουμίζου, μπλιτσώνου
1008. γεμίζω κάτι πλήρως = ντιγκάρω
1009. γεμίζω σκουπίδια = τσαχαλίζω
1010. γεμίζω τελείως = τιλώνω .
1011. γέμισε = ντίγκιασι
1012. γέμισε το = γιόμστου
1013. γέμισμα = γιόμσμα
1014. γενιά = σειρά =, σόι
1015. γέννα προβάτων (μαζεμένη) = ντόλι = μαζεμένη γέννα προβάτων, χρονικό

διάστημα
1016. γεννάει δυο φορές τον χρόνο = δίφουρη
1017. γεννάει συνέχεια μωρά = παιδοκοπάει = κάνει πολλά παιδιά
1018. γενναίος = βούζας = ρωμαλέος.
1019. γενναίος άντρας = πουτσαράς άξια, δυνατή γυναίκα
1020. γεννιέμαι = γιένουμι
1021. γεννοβολάω = γιννουβουλάου = γεννάω συνέχεια και πολλά παιδιά
1022. γεννοβόλημα = γιννουβόλ’μα = η συνεχείς γέννες
1023. γεράκι (ειδος) = ξιφτέρι = είδος από γεράκι, κιρκινέζι, έξυπνος, ευφυής.
1024. γερακομύτης = γιρακουμύτ’ς = έχει τη μύτη κυρτή σαν του γερακιού,

καμπουρομύτης-α
1025. γεράματα = ιστιρνά , γιρατιά, γιρουντάματα, γιέρα, γιρουσύνη, γεροντοσύνη

412

1026. γερασμένος, αδύναμος άνθρωπος = γηρουκόμι = γερασμένο ή αδύνατο ζώο
που έχει ανάγκη από φροντίδα, γέροντας,.

1027. γέρικα έλατα = γιρουντουϊέλατα
1028. γερνάω πρόωρα = στραβουγιράζου
1029. γέρνω = βαΐζου, γιέρνου = γέρνω προς τη μια πλευρά και ξαπλώνω, γυρίζω

στο πλάι, γέρνω για ένα υπνάκο, (για τον ήλιο) δύω, πέφτω για ύπνο
1030. γέρνω για να κοιμηθώ = ακουμπάου
1031. γεροκομάω = γηρουκουμάου = φροντίζω τους γέροντες.
1032. γέροντας = γιέρουντας = έτσι προσφωνεί η γριά Σαρακατσάνα τον άντρα της,

γέρος
1033. γέροντας = γεροξούρας ,κούσιαλο, γιερουμπαμπαλής = σκελετωμένος

καμπουριασμένος αδύναμος άνθρωπος
1034. γευματίζω = γιουματίζου
1035. γέφυρα =

γκέφιρα,
γκιουφύρι =
γεφύρι, γεφύριν,
γιοφύρι,
γιοφύριν γέφρα,
γκέφιρα, γιόφιρα, διόφιρα, όφιρα, γέφιρας, γιφίριν, γεφίρ, γεφίρτζι, γεθίρι,
γιφίρι, γιφίρ, γκιφίρ
1036. γη = γης
1037. γητεύω = γητεύου = θεραπεύω με γιατροσόφια
1038. για άκουσε = γιάκσει
1039. για αυτό = για ταύτου = γι’ αυτό το λόγο
1040. για αυτόν ακριβώς το λόγο = για ταύτου, επί ταύτου
1041. για τούτο = απαύτου
1042. γιαγιά = βαβά, βάβου, βαβο'υλα = γριά

413

1043. γιαγιά = μπάμπω = γριά
1044. γιαούρτι = δγιαούρτι
1045. γιαούρτι = διαούρτι, δγιαούρτι
1046. γιαούρτι στραγγιστό = σακ’λίσια διαούρτη
1047. γιαουρτιού/τυριού (είδος) = τσαλαφούτ(ι) = πηχτή υπόξινη μάζα από πρόβιο

γάλα βρασμένο και αλατισμένο.
1048. γιατί = ιατί
1049. γιατρειά = γέριμα
1050. γιατρεύτηκα = γέρεψα = έγινα καλά - έγινα γερός
1051. γιατρεύω πρακτικά = ιτεύω = σταυρώνω
1052. γιατριά = ίτιμα = θεραπεία δαγκωμένου μέρους του σώματος από σκύλο

ρίχνοντας στο πληγωμένο μέρος ζεστό λάδι
1053. γιατρίνα = γιάτρισσα, γιατρέσσια
1054. γίδα = γίδι = Η λέξη είναι ομηρική: Παράγεται από τη

λέξη «αιξ = αιγός» και η ρίζα της είναι «αιγίς» (αja)!
1055. γίδα (ειδική ονομασία) = κουτσοκέρα = γίδα που της έκοψαν τα κέρατα
1056. γίδα (είδος) = πισουκιέρα, -κου = γίδα που έχει τα κέρατα γυρισμένα προς τα

πίσω.
1057. γίδα (κοκινωπή) = γκάλμπα = με κοκκινωπό χρώμα
1058. γίδα (χαρακτηρισμός) = ουρθουκιέρα = γίδα με ορθά κέρατα, με τα κέρατα

προς τα πάνω.
1059. γίδα (χαρακτηρισμός) = στριφτουκιέρα = γίδα με κέρατα στριφτά σαν μπούκλες.
1060. γίδα (χρώμα) = γκέσα, γκιέσα = μαύρη (γκόρμπα) γίδα με

άσπρες ή καφέ γραμμές στο πρόσωπο. μαύρη γίδα που έχει
ασπριδερά τα πόδια της και το μούτρο της άσπρο, μαύρη γίδα
με καφεκόκκινο χρώμα στην κοιλιά και στα πόδια, γίδα που
έχει άσπρες ή μαύρες γραμμές στο πρόσωπό της και το

414

τρίχωμά της είναι άλλοτε μαύρο και άλλοτε γκρίζο, γίδα που έχει μαύρο σώμα
με καφέ λωρίδες, όνομα μουλαριού.
1061. γίδα (χρώμα) = γκιεσουκάντα = γίδα που το σώμα της είναι γκρίζο και το
μούτρο της είναι άσπρο
1062. γίδα (χρώμα) = καπνόγκιεσα = μαύρη (γκόρμπα) γίδα με καφέ γραμμές στο
πρόσωπο.
1063. γίδα (χρώμα) = κόκκινη = γίδα με κόκκινο τρίχωμα (σκούρο)
1064. γίδα (χρώμα) = κανούτα . Με σταχτογάλαζο χρώμα, σταχτί.
1065. γίδα (χρωματικά) = ζουναράτη = γίδα που έχει στο σώμα της ένα μπάλωμα
1066. γίδα (χρωματικά) = παρδαλουκόκκινη, -ου = γίδα με κόκκινα και άσπρα
μπαλώματα
1067. γίδα (χρωματικά) = φλωρουγκιέσα, μαύρη (γκόρμπα) γίδα με άσπρες γραμμές
στο πρόσωπο.
1068. γίδα (χρωματικά) = φλωρουκάν’τα = γίδα που έχει στο δέρμα της άσπρες και
γκρίζες-σταχτιές τρίχες ανακατωμένες
1069. γίδα (χρωματικά) = ψαριά = γίδα που έχει στο τρίχωμά της κοκκινωπές τρίχες
ανακατωμένες με άσπρες
1070. γίδα (χρωματικά) = μπάρτζα = γίδα που έχει καφεκόκκινο πρόσωπο, σκούρο
κοκκινωπό.
1071. γίδα ή προβατίνα (χρωματικά) = βακρουκάλλισια = προβατίνα που έχει
περισσότερα από την κάλλεσια και λιγότερα από τη βάκρα μαύρα στίγματα
στο πρόσωπο, στα αφτιά και στα πόδια
1072. γίδα ή προβατίνα (χρωματικά) = βάκρα = με μαύρα μπαλώματα στο
πρόσωπο, μαύρο πρόσωπο και πόδια μαύρα
1073. γίδα με κέρατα = κρούτα = αυτή που έχει
κέρατα ή κορούτα = παράγεται από την
ομηρική λέξη «κόρυς – κόρυθος» =
περικεφαλαία, κράνος. Επίσης, είναι

415

πιθανόν να παράγεται από την αρχαία ελληνική «κέρας»
1074. γίδα με μικρά αφτιά = τσιούρα
1075. γίδα με σπασμένο κέρατο. = κουτσουκιέρα
1076. γίδα μέσα στα πρόβατα = μαλτζιάνα
1077. γίδια = γιδιρά
1078. γίδια (είδος) = καρλάφτ’κα = γίδια που έχουν μεγάλα αφτιά και γυρισμένα

προς τα κάτω
1079. γίδια , προβατα (χρώμα) = κάτσενα = με κόκκινο πρόσωπο και τα πόδια

κόκκινα
1080. γίδια που βόσκουν μαζί με πρόβατα = π ρατάρ’κα γίδια
1081. γίδινο = γιδίσιου
1082. γίδινο κουρεμένο μαλλί = τράϊομαλλου
1083. γιδιού σημάδι = κουτσιάφτ’κου = σημάδι στα γίδια για αναγνώριση
1084. γιδο- ή γιδου- πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δηλώνει ότι έχει σχέση με γίδια :

γιδόκλιτσα, γιδόστρουγκα, γιδουκόπαδου, γιδόκουρους, γιδουμάντρι,
γιδόγαλου, γ’δουκόπι, γιδουτόμαρου, γιδουκακαράντσα (γίδινη κοπριά),
γιδότουπους.
1085. γιδοβοσκοί = γιδαραίοι = αυτοί που βόσκουν γίδια
1086. γιδοβοσκός = γιδάρ’ς = ο τσομπάνος που βόσκει τα γίδια.
1087. γιδοπρόβατα = γιδόπρατα = μίξη προβάτων και γιδιών, συνολικό βιός.
1088. γινάτι = ινάτι
1089. γίνομαι = γιένουμι
1090. γίνομαι ασπρομάλλης = γριβιάζου, γριβίζου
1091. γίνομαι άσπρος = φλουρίζου =
1092. γίνομαι κόκαλο από το κρύο = κοκαλώνω,
1093. γίνομαι κρύσταλλο από το κρύο = κρουσταλιάζω,
1094. γίνομαι ξύλο από το κρύο = ξυλιάζω
1095. γίνομαι χαζός = κουτιάζου = ανόητος, κουτός, γερνάω και τα χάνω

416

1096. γιορτάζω = γιουρτάζου = έχω γιορτή
1097. γιορτές = γιουρτάδις
1098. γιορτή = τζιαφέτι = μάζωξη
1099. γιορτινά (ενδύματα , αξεσουαρ) στολισμός -= αρμάτα = στολισμός (γιορτινή

φορεσιά, κοσμήματα, κουδούνια), οπλισμός
1100. γιορτινά ρούχα = καλά (τα)
1101. γιος = γιόκας
1102. γιος του χάρου = χαρόιπουλου
1103. γιος, κόρη του τσέλιγκα = τσιλιγκόιπουλου, -ούλα
1104. γκαβομάρα σου ν΄τύφλας = την
1105. γκαρίζω = γκαρίζου = φωνάζω δυνατά σαν γαϊδούρι που γκαρίζει
1106. γκαστρολογιέμαι = γκαστρουλουιόμι = παρουσιάζω σημάδια εγκυμοσύνης ή

κάνω προσπάθειες για να μείνω έγκυος
1107. γκαστρώθηκε η προβατίνα = κράτ’σι η πρατίνα = συνέλαβε, είναι έγκυος.
1108. γκαστρώνω = γκαστρώνου = γαμάω και αφήνω έγγειο, καθιστώ εγγυο
1109. γκλαμπάτζα = αβδέλλιασμα = ασθένεια των προβάτων γλαπάτσα, χλαπάτσα,

αβδέλιασμα, βιδέλιασμα, εβδέλιασμαν, εβδέλαγμαν, κοδέλιασμα, διστομίαση
1110. γκρεμίζω = γκριμάου
1111. γκρεμίσου = σάρα κακιά να σι μάσι = να γκρεμιστείς, να χαθείς, να πας στον

αγύριστο (κατάρα
1112. γκρεμός = γκρέμια, γκριμός, χάβους

= μέρος γεμάτο ψηλούς βράχους
1113. γκρεμός (είδος) = χαλάβρα = μεγάλος

γκρεμός που χάσκει ανοιχτός
1114. γκρίζα ανοιχτά = ασπρουκανούτα

μαλλιά
1115. γκριζομάλλης = γρίβους = αυτός που άσπρισαν τα μαλλιά του.
1116. γκριζόμαυρη = γραβανή

417

1117. γκρίνια = γκριτζιάλα
1118. γκρινιάζει = αλμουρίζει του σκ’λί = γκρινιάζει και βγάζει ήχους που δείχνουν

ότι είναι άρρωστο
1119. γκρινιάρης = γρίτζιαλους = στριμμένος
1120. γλείφει και χαίρεται το αρνί η προβατίνα = γκουγκουρίζει η πρατίνα
1121. γλείφω = αγλείφου
1122. γλέντι = γιουρτάσι = γιορτή,.
1123. γλεντοκοπώ = χαρουκουπού = διασκεδάζω
1124. γλιστράω αργά αργά = ξισέρνου
1125. γλιστρίδα (Portulaca Oleracia) = αντράκλα = σκλιμίτσα, τρέβα, χοιροβότανο

Ετήσιο φυτό που φτάνει τα 20
εκατοστά. Το συναντάμε σχεδόν
παντού σε ακαλλιέργητους και
καλλιεργημένους τόπους.
Πολλαπλασιάζεται πολύ εύκολα για
αυτό θεωρείτε και ζιζάνιο. Τα φύλλα της είναι σκουρωπά πράσινα, σαρκώδεις
και παχιά. Λέγεται ότι αν μασήσεις μερικά φρέσκα φύλλα και τα βάλεις κάτω
από τη γλώσσα σου ξεδιψάς. Έχει πολύ βιταμίνη C και σίδηρο και μια
διατροφική έρευνα έδειξε ότι η κατανάλωσή της, όπως και η τσουκνίδα
βοηθάει την καρδιά (είναι το φυτό με τα περισσότερα ω3 λιπαρά).Μαζεύονται
οι τρυφερές κορφές τους από την αρχή του καλοκαιριού μέχρι το φθινόπωρο.
Τρώγεται ωμή σαλάτα
1126. γλυκάδια = αδένες κάτω από το λαιμό του ζώου
1127. γλυκιά κοπέλα = μελένια, ζαχαρένια
1128. γλύκισμα = βούλι = γλύκισμα που βάζω στο στόμα του μωρού, για να
ξεγελιέται και να ηρεμεί (αντί για πιπίλας)
1129. γλυκίσματα = καλούδια = δώρα για τα παιδιά, φρούτα

418

1130. γλυκου - πρώτο συνθετικό σε λέξεις που δίνει στο δεύτερο συνθετικό, γλύκα,
αγάπη, τρυφεράδα, ζεστή όμορφη σχέση, ευχαρίστηση: γλυκουγιουματίζου,
γλυκουκουβιντιάζου, γλυκουλαλού, γλυκουσόια, γλυκουχαράζου,
γλυκουμιλού, γλυκουτρώου, γλυκουγιλάου.

1131. γλώσσα κουδουνιού = γλουσσίδι = μικρό σιδεράκι στο εσωτερικό του
κουδουνιού που προκαλεί τον ήχο.

1132. γλώσσα του κουδουνιού = γλώσσα τ’ γκδουνιού = το γλωσσίδη που
δημιουργεί τον ήχο στο κουδούνι

1133. γνέθω = γνέθου = μετατρέπω το μαλλί σε νήμα.
1134. γνεσίματος ενέργεια = τ’λούπιασμα = το γνεσμένο μαλλί γίνεται τ’λούπα
1135. γνήσιος = ατόφιους = αγνός
1136. γνωρίζω = κατέχου = ξέρω, έχω κτήμα μου.
1137. γνωριμία = γνώρος = ικανότητα του τσομπάνου να γνωρίζει τα πρόβατά του
1138. γνωριμία (δυο νέων) = ειδίσια = πρώτη συνάντηση δυο υποψήφιων νέων για

να αρραβωνιαστούν.
1139. γνωστικός = γνουμκός
1140. γνωστό = μπιλί = φανερό, , (δεν είνι μπιλί τι θαλά κάνς) = δεν είναι δυνατό να

δούμε τι θα είχες κάνει) , μπελί, μπελλί, μπεϊλί, μπιιλί απ το belli
1141. γνωστός στον κόσμο = ξαϊκουστός, ξαϊκουσμένος
1142. γνωστός(σε όλους) ξαϊκουσμένους, -η, -ου,
1143. γομφίοι = δουδουκάρια , μασιές = τραπεζίτες,
1144. γομφίος = μασιά
1145. γόνατο = γόνα
1146. γονείς = γουνέοι, γουνικά, γονικά, γουνήδις = και τα πεθερικά
1147. γονιμοποίηση (των ζώων από το αρσενικό) βάτεμα = μαρκάλισμα.
1148. γονιός = γουνής
1149. γουλιά = καταπ’σιά
1150. γουρούνα = γρούνα =. γκούτσια

419

1151. γούστο = αρισιά
1152. γραίνου = ξεμπλέκω τα μπερδεμένα μαλλιά του πρόβατου κυρίως, ξαίνω τα

μαλλιά
1153. γράμματα = κλίτσις = οι γραμμές με τις οποίες φτιάχνουμε τα σύμβολα των

γραμμάτων
1154. γράμματα λίγα = κλίτσα γράμματα(ναι) = γράμματα τα στοιχειώδη.
1155. γραμματικός = κιατίπης, κιατίψ
1156. γραμμένο = κισμέτι, χουσμέτι
1157. γραμμόφωνο = πλακόφωνο = πικ-άπ
1158. γραντζουνιά = ξιγάλ’σμα
1159. γρατζουνώ = ξιγαλάω, ξιγαλίζου = τραυματίζω, σχίζω ελαφρά το δέρμα μου ή

κάποιο αντικείμενο
1160. γραφιάς, γραφκιάς, γραφιάρης, γραφιάτορας, γραφιάτουρας = κιατίπης,

κιατίψ
1161. γραφτό = κισμέτι, χουσμέτι
1162. γρήγορα = γληγουράτι, γληγουράτε, αγλήγουρα αγληγουράτε
1163. γρήγορος = αγλήγουρους, σπέρδιλος
1164. γρήγορος πολύ στο περπάτημα = φεύγας
1165. γρηγορότερα = αγληγουρότιρα πιο γρήγορα (σε ταχύτητα), πριν από λίγο.
1166. γροθιά = γρόθους = μπουνιά.
1167. γρουμπούλι = μικρός στρογγυλός όγκος σαν σβώλος, καρούμπαλο
1168. γρουσούζης,-α = ουρσούζ'ς, -α, ουρσουζλαμάς, ου
1169. γυαλί της λάμπας πετρελαίου = λαμπουγιάλι
1170. γυαλιά οράσεως η ηλίου = ματουγιάλια
1171. γυάλινο δοχείο νερού - κρασιού = μαστραπάς
1172. γυάλινο ποτήρι = γυαλί = γυαλί, , καθρέφτης
1173. γυάλινος = γυαλιένιους = διάφανος

420

1174. γυμνό = ζαρκό- ζάρκο = το γίδι χωρίς τρίχωμα, βουνό που είναι γυμνό από
δέντρα.

1175. γυμνός = μπλέτσι, ξιμπλέτσιουτόυς, ξιζάρκουτους, -η, -ου = ή ντυμένος με τα
καθημερινά, λίγα ρούχα και πρόχειρα

1176. γυναίκα (προσφώνηση ) ουρή = προσφώνηση σε γυναίκα
1177. γυναίκα = γναίκα
1178. γυναίκα που είναι συνέχεια στα σοκάκια = σουκακιάρα = γυρίζει συνέχεια
1179. γυναίκα (χαρακτηρισμός) = πιγνιδιάρα = γυναίκα που της αρέσουν τα ερωτικά

παιχνίδια
1180. γυναίκα (χαρακτηρισμός) = τσουράπα = άσχημη, με κακούς τρόπους γυναίκα.
1181. γυναίκα (χαρακτηρισμός) = ρουσάτη = γυναίκα με ξανθοκόκκινα μαλλιά αλλά

και περήφανη
1182. γυναίκα ανύπαντρη που έγινε γνωστό πως δεν είναι παρθένα = σφουριασμένη
1183. γυναίκα κακιά κα μοχθηρή = σκύλα
1184. γυναίκα με λεπτά και καμαρωτά φρύδια = καγκιλουφρύδα
1185. γυναίκα με πλατιά μύτη πατημένη = ζιαπουμύτα
1186. γυναίκα με σπινθηροβόλα και παιχνιδιάρικα μάτια = μπιρμπιλουμάτα
1187. γυναίκα μέτρια στο ύψος = δίκια = αυτή που έχει ύψος κανονικό
1188. γυναίκα όμορφη = γυαλιένια = αστράφτει σαν γυαλί και είναι λεπτεπίλεπτη
1189. γυναίκα όμορφη και παχουλή = μπιρμπίλου
1190. γυναίκα όμορφη σαν τριαντάφυλλο = τριανταφυλλιένια = ροδοκόκκινη
1191. γυναίκα πονηρή = φουράδα, σνόρα
1192. γυναίκα που βόσκει κοπάδι = τζιουμπάν’σσα, τσομπανοπούλα
1193. γυναίκα που έχει ξεπεράσει τους ηθικούς φραγμούς = σαλταμπήδα
1194. γυναίκα του αδερφού μου = νύφη = έτσι αποκαλείτε η καινούργια γυναίκα

που παντρεύτηκε για μεγάλο διάστημα
1195. γυναίκα του βαλμά = βαλμούσα = γυναίκα που είναι άξια να φυλάει μόνον τα

άλογα, ανάξια γυναίκα

421

1196. γυναίκα του ιδιοκτήτη χανιού = χατζίνα
1197. γυναίκα του τσέλιγκα = τσιλιγκίνα
1198. γυναικεία = γνυκίσια = ο τρόπος που καβαλικεύει η γυναίκα
1199. γυναικεία φορεσιά (μέρος) = σαλιάρα = μπροστινό κομμάτι της γυναικείας

φορεσιάς από λεπτό καλό ύφασμα με πιέτες και δαντέλες) που το βάζουμε
γύρω από το λαιμό
1200. γυναικεία φορεσιά (μέρος) = φούστα = βασικό κομμάτι απ’ τη γυναικεία
φορεσιά που πιάνεται στη μέση και είναι μακρύ ως τη γάμπα.
1201. γυναικεία φορεσιά (τμήμα) = φρούτα = μανίκια από το το πουκάμισο της
γυναικείας στολής.
1202. γυναικείο εσώρουχο = συντρόφι
1203. γυναικείος = γ’νικίσιους
1204. γυναικολόγος = μάμους
1205. γύρεμα = χάλιμα = αναζήτηση,
1206. γυρεύω = χαλεύω
1207. γυρίζω σαν τη σβούρα = φουρλατάου
1208. γύρισμα = γκιζέρ’μα
1209. γυρισμός, (ο) = έλα (το)
1210. γυριστός = στριφτός = αυτός μιλάει με υπονοούμενα, αυτός που ειρωνεύεται
1211. γύρνα τον κόσμο = γκιζέραπερπάτα
1212. γυρνάει (σπάει) η μέρα πηγαίνουμε προς το απόγευμα = τσακίζει η μέρα
1213. γύρω-γύρω = τρουίρα, τρουίρου
1214. γυφτόπλου = πολύ μελαχρινό παιδί, παιδί που είναι σαν το γυφτάκι, επίπληξη
σε παιδιά κακά
1215. γύφτος = τσιγκινές
1216. γωνιά με φωτιά = φουτουγόνι
1217. γωνίες (ψωμιού, πίτας) = κόθρος = η "γωνία" του ψωμιού (τα ακριανά
κομμάτια πίτας ή γλυκού)

422

Δ

1218. δαγκώνει το σκυλί ορμώντας = αλλμανάει του σκ’λί = ο σκύλος ρίχνει κάποιον
στο έδαφος, τον δαγκώνει και τον γρατσουνίζει σε πολλές μεριές.

1219. δαγκώνω -ομαι = δαγκώνου = &
δαγκάνω, πιάνω κάτι δυνατά με
τα δόντια και, σφίγγοντάς τα,
κόβω ένα κομμάτι, τοποθετώ
κάτι ανάμεσα στα δόντια και το
σφίγγω, χωρίς την πρόθεση να
το κόψω (αρχ. δάκνω, με βάση
τον αόρ. ἔδακον )

1220. δαίμονας = δαίμουνας = το πνεύμα του κακού, ως χαρακτηρισμός ανθρώπου
έξυπνου, ιδιαίτερα ικανού και επινοητικού, αλλά και μοχθηρού ή καταχθόνιου,
πονηρό, ισχυρό και αόρατο ον, πονηρός, έξυπνος.

1221. δαιμονικά = σκιάσματα = αγερικά, κακά πνεύματα.
1222. δαιμονισμένος = διαουλουπαρμένους = (μτφ.) δημιουργεί άσχημες καταστά-

σεις.
1223. δακτυλικό αποτύπωμα = δαχλιά
1224. δαμάζω = δαμάζου = υποβάλλω ένα άγριο ζώο σε ειδική εκπαίδευση, έτσι

ώστε να μάθει να υπακούει στις εντολές μου, καταφέρνω να υποτάξω στη
θέληση, να συγκρατήσω ή να ελέγξω δυνάμεις που θεωρούνται ανεξέλεγκτες
όπως: τα στοιχεία της φύσης, ένστικτα ή ισχυρά συναισθήματα, καταφέρνω να
κάνω κτ. κτήμα μου, να το θέσω υπό τον έλεγχό μου
1225. δαμάζω = ζάφτω- ζάφτου = ελέγχω, το φέρνω στα μέτρα, χτυπώ
1226. δάμασα = έζαψα = έθεσα υπο τον έλεγχο μου

423

1227. δανεικός = δανκός =
αυτός που τον δανείζει
ή που τον δανείζεται
κάποιος

1228. δαντέλα = ταντέλα = είδος λεπτότατου διάτρητου πλέγματος από βαμβακερά,
μεταξωτά κτλ. νήματα, τα οποία καθώς διαπλέκονται δημιουργούν
διακοσμητικά σχέδια και του οποίου η μία πλευρά καταλήγει συνήθως σε
εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές

1229. δαντέλες = ταντέλις
1230. δαντελωτός = δαντιλουτός = -ή -ό, αυτό που μοιάζει με δαντέλα, αυτό του

οποίου το περίγραμμα θυμίζει το περίγραμμα της δαντέλας, παρουσιάζει
δηλαδή μια αρμονική εναλλαγή από εσοχές και εξοχές
1231. δασκαλάκος = δασκαλάκους = ο νεαρός και συνήθ. άπειρος δάσκαλος,
περιφρονητικά, ο ανεπαρκής δάσκαλος
1232. δασκαλεύω = δασκαλεύου = συμβουλεύω κάποιον τι να πει και τι να κάνει
σε δεδομένη στιγμή, πώς να μιλήσει / να φερθεί, καθοδηγώ κάποιον σε πράξεις
που κανονικά θεωρούνται μεμπτές
1233. δάσκαλοι (μαθαίναν στα Σαρακατσανόπουλα γράμματα στα βουνά) =
καλυβουδάσκαλοι
1234. δασκαλοπαίδια = δασκαλούδια
1235. δάσος (ειδικό) = πνιγούρα = παρθένο δάσος, μέρος πολύ δασωμένο που
δύσκολα μπορεί κάποιος να το διασχίσει.
1236. δάσος = αρμάνι, ρμάνι
1237. δάσος με θάμνους = λόγγους, λόγγος
1238. δαυλός = δαυλί = κομμάτι ξύλου που καίγεται απ την άκρη, αναμμένο ή
μισοκαμένο κομμάτι ξύλου, από αυτά που χρησιμοποιούσαν για θέρμανση ή
για μαγείρεμα. [μσν. *δαυλί(ο)ν < υποκορ. του δαυλ(ός) -ί(ο)ν]
1239. δαχτυλήθρα = δαχλίθρα

424

1240. δαχτυλίδι = δαχ’λίδι, δαχλίδ
1241. δαχτυλίδι των αρραβώνων = βέρα =, αρραβώνας
1242. δάχτυλο = δάχ’λους, δάχλου = ενέργειες που αποβλέπουν σε υποκίνηση και

ανατροπή, υποδιαίρεση του μέτρου, το ένα εκατοστό, ο πόντος.
1243. δε μιλάει = άκριτους
1244. δε νιώθω καλά = αφύσ’κα μο’ρχιτι = αισθάνομαι κάποια αδιαθεσία.
1245. δειλία = κιότιμα
1246. δειλιάζω = κιότευω
1247. δείλιασα, φοβήθηκα = κιότεψα
1248. δειλινό = δειλ’νό = απόγευμα.
1249. δειλός = άναντρους
1250. δείτε = ιδείτι
1251. δεκαοχτώ = δικουχτώ
1252. δεκάχρονη = δικαχρουνούσα
1253. Δεκέμβριος = Αντριάς, Αντριγιάς, Παχνιστής
1254. δέμα από χόρτα η θάμνους = διματσούλα = δέμα από θάμνους για τα

πρόχειρα ποιμενικές μαντριά
1255. δέματα ρουχων = μπουχτσιάδις = δεμένες κουβέρτες γεμάτες πράγματα
1256. δεμάτι = διμάτι
1257. δεμάτια από κλαδιά = κουρδέλια
1258. δεμένη προβατίνα = δειματάρα = προβατίνα που δένεται για να πάρει ορφανό

αρνί που βυζαίνει ορφανό αρνί, που τη δένουμε
1259. δεν αισθάνομαι καλά = αχαμνά μο ’ρχιτι = νιώθω αδύναμα, έχω μια

ξελιγωμάρα και έχω ανάγκη από τροφή
1260. δεν βλάπτει = βλάβει με το (δεν) =.
1261. δεν βλέπει καλά = γκαβούλιακας = στραβάδι
1262. δεν έχει προληφθεί τσοπάνος = αρρόιαστους = αυτός που δεν είναι

ρογιασμένος,

425

1263. δεν έχω άλλες δυνάμεις = μ' απουγίνκι
1264. δεν έχω διάθεση, δυσανασχέτησα = βαρυγκόμσα
1265. δεν ησυχάζει = αλάρουτους
1266. δεν καθομαι φρόνημα = φουρουμανάω
1267. δεν με χωράει πουθενά περπατάω συνέχεια επί τόπου = συγκαθάου
1268. δεν μπορεί να ηρεμήσει (να λαρώσει) =

αλάρουτους
1269. δεν μπορώ να γεννήσω = στιρφεύου (μτφ.)
1270. δεν νηστεύω = αρταίνομαι = τρώω κάτι που

δεν είναι νηστήσιμο
1271. δεν πας καλά στα μυαλά σου = χαζουφέρς
1272. δεν πολυμιλάει = άκριτους
1273. δεν τα έγνεσαν = άγνιστα = αυτά που δεν τα έγνεσαν
1274. δένδρο (είδος) = μαλόκεδρους = το δέντρο , άρκευθος η δυσοσμότατη,

μαλόκεδρος (Juniperus foetidissima)
1275. δένδρο (είδος) = σκλήθρο = μικρό δένδρο

από του οποίου τα φύλλα έκαναν μαύρη
βαφή μαλλιών. Υδρόφιλο δένδρο με ύψος
20-30 m, με τις κοινές ονομασίες σκλήθρο
και κλήθρα η κολλώδης, τη φλούδα του
οποίου χρησιμοποιούμε για να βάφουμε επίσης υφάσματα
1276. δένδρο (είδος) = φρουξ’λιά , κουφοξυλιά, αφροξυλιά αλλά και Ζαμπούκος =
δέντρο που ο κορμός του είναι κούφιος, φυτό με θεραπευτικές ιδιότητες.
1277. δένδρο (τσέρι) = τσιρνάκι = τζέρο, τσέρι (βελανιδιά) με λεπτά φύλλα.
1278. δένδρο μοναχικό = αντίκλαρο = το ξεχωριστό, το μοναδικό (τα αντίκλαρα
ήταν μεμονωμένα δένδρα σε πεδινές εκτάσεις όπου ξεκουράζονταν οι
διαβάτες. Το τραγούδι που δίνει το πλήρες νόημα είναι θαρρώ το "εγώ
ήμουνα τα αντίκλαρο"

426

1279. δένδρφο (είδος) = ίταμους = φυτό που μοιάζει με το έλατο.
1280. δέντρα = κλαριά
1281. δένω κόμπους = κουμπουδιάζου, κουμπουδιάζω = κάνω κόμπους, φτιάχνω

κόμπους τις κλωστές από το στημόνι και αρχίζω να το υφαίνω.
1282. δένω πολύ σφιχτά κάτι = καραβιδιάζου
1283. δένω το επόμενο άλογο στο σαμάρι του προηγούμενου δημιουργώντας

αλυσίδα = συγκαιριάζω, συγκιριάζου
1284. δερβένι = ντιρβένι = πέρασμα, δρόμος.
1285. δέρμα = πετσί, τομάρι. Το τομάρι συνήθως επι ζώων και χαρακτηρησμός

αχρηστου ανθρώπου
1286. δέρνω = δέρου = περιπλανιέμαι, βασανίζομαι
1287. δέρνω με τα χέρια = καταχειριάζου
1288. δέσιμο σε σχήμα σταυρού των ξύλων του σκελετού όλων των κατασκευών =

σταύρουμα
1289. δέσμη νημάτων = φλόκους = από την οποία κόβουμε τα κρόσσια για τις

βελέντσες.
1290. Δευτέρα = Διφτέρα
1291. δήθεν = θαλά (θαλα νάρθει= θα ερχόταν)
1292. δηλητηριάζεται από τσίμπημα του φιδιού = φιδιάζιτι
1293. δηλητηριώδης αράχνη = μαρμάγκα
1294. δηλώνω = δηλώνου. δουλώνου
1295. δημόσιος δρόμος = δημοσιά = μεγάλος δρόμος που χρησιμοποιούσαν όλοι
1296. διαβαίνω = διαβαίνου = περνώ.
1297. διαβάτισσα = διαβάτ’σσα = περαστική
1298. διαβιώνω = πουρεύου
1299. διαβολογυναίκα = διαόλισσα = θηλυκό του διάβολος
1300. διάβολος = διάουλους, οξαπουδώ, διάτανους, σαϊτανάς = σατανάς,

427

1301. διάγω = πουρεύου = ζω, , τα βγάζω πέρα, -ουμι ζω τη ζωή μου, περνάω τον
χρόνο μου, συντηρούμαι

1302. διακόσμηση (κέντηματος) = καγκέλι = ζικ-ζακ
1303. διακοσμητικά κυκλικά ελάσματα. = πούλιοις
1304. διακοσμητικό θέμα (κέντημα, ύφανση) = μισουφέγγαρου, μσουφέγκαρο
1305. διακοσμητικό σχέδιο = φτιρουτό
1306. διακρίνω = λιαγκρίζω, λιαγκρίζου = ίσα ίσα που ξεχωρίζω, ίσα που διακρίνω
1307. διαλαλώ = ντιλαλού = βγάζω ντελάλη,
1308. διαλέγω = διαλέου
1309. διαλεχτός = διαλιμένους = αξιόλογος, παλληκάρι
1310. διαλογή = διαλεώνας, διαλιώνας = η ξεδιάλεγμα (όποιος διαλέγει πολύ παίρνει

τουν διαλεώνα , ότι μείνει)
1311. διαλογής (απομεινάρια) = απουδιαλιούδια, απουδιαλεούδια = αυτά που

απομένουν μετά από τη διαλογή και είναι κατώτερα (όποιους πολυδιαλέει
παίρνει τα απουδιαλεούδια)
1312. διαλύθηκε = ξεκλιτσνιάσκει = διαλύθηκαν τα πόδια του δεν μπορεί να
περπατήσει
1313. διαλυμένο = χάρβαλου = ερειπωμένο
1314. διαλύω = ξικάνου
1315. διανυκτέρευση = γρέκιασμα
1316. διανυκτέρευσης (μέρος) = γρέκι, γρεκουτόπι = μέρος στο οποίο
διανυκτερεύουν τα ζωντανά, μαντρί.
1317. διαολίζω = διαουλίζου = στέλνω στο διάβολο κάποιον βρίζοντάς τον
1318. διάρροια = τσίρλα, τσέρλα, τσίρλους, χύση
1319. διάρροια έχω = χύνει η καρδιά μ'
1320. διάρροια έχω = τσιρλάου
1321. διάσημος = ξαϊκουσμένους
1322. διασιδιού (είδος) = κάλτσινου . Για παντελόνια ή πατατούκες.

428

1323. διασιδιού είδος = κουπιαστό
1324. διάσιμο = διάσ’μου = ετοιμασία του νήματος για τοποθέτηση στον αργαλειό

(γίνεται το διασίδι).
1325. διασκέδαση = γλέντημα
1326. διασκορπιζόμαστε = σκουρπσαμαν σαν τ΄ς πέρδικας τα π’λιά = πηγαίνω προς

όλες τις κατευθύνσεις, χάνομαι.
1327. διασταυρώνομαι = σταυρώνουμι
1328. διάστημα (στον αργαλειό) = θύρις = περάσματα του χτενιού στον αργαλειό

(διάστημα μεταξύ δύο δοντιών στο χτένι
1329. διάστημα στον αργαλειό = απλουσιά = το διάστημα του στημονιού ανάμεσα

στο μπροσταντί και στο ξυλόχτενο που το έχουμε υφάνει
1330. διαταγή = διάτα
1331. διαταγή = προυσταγή, πανταχούσα = εντολή.
1332. διαφυλάσσω = τηρού, τηράου
1333. δίδυμο = διπλάρκο, διπλάρκου = αρνάκι η κατσικάκι που γεννήθηκε διπλό με

άλλο
1334. διεύθυνση επιστολής = απόγραμμα
1335. διευθυντής = διαφιντής
1336. διεφθαρμένος = εξώλης = εντελώς καταστραμμένος,
1337. διήγηση = μουλόημα, μολόημα = μίλημα
1338. διηγούμαι = μουλουγάου, μολογάω = ομολογώ, δέχομαι,.
1339. δικά μου = θκάμ
1340. δικάζω = δικάζου = βγάζω απόφαση που πρέπει να εκτελεστεί
1341. δικαίωμα = ξάι
1342. δικαστήρια της στάνης = σ’ναφ’κά δικαστήρια = που δίκαζαν σύμφωνα με το

εθιμικό δίκαιο των Σαρακατσάνων
1343. δικαστής = δικιουτής = δικαστής στα σiναφικά δικαστήρια.
1344. δικηγόρος = δικηόρους

429

1345. δικό μου = θκό μ’
1346. δικό σου = θκό σ’
1347. δίνω σοβαρότητα = ισκιώνου =, δίνω αξία, εμπνέω σεβασμό
1348. διόγκωση = ζιόγκους = προεξοχή που ξεκινάει κάποιο κλωνάρι ο πιο παχύς

βλαστός
1349. διόγκωση στο κεφάλι(πιθανόν από χτύπημα) = κουκούδα
1350. διοικητική περιφέρεια(τούρκικη) = βιλαέτι
1351. δίπλα ακριβώς = παραδίπλα
1352. διπλανός = αλλαϊνός
1353. διπλοδένω = διπλουδένου = δένω το αρνί με τη μάνα του και με μια άλλη

προβατίνα που της ψόφησε το αρνί, για να το βυζάνει σαν δικό της
1354. διπλοπροσκυνώ = διπλουπρουσκυνού = προσκυνώ

δυο φορές, επειδή έχω πολύ μεγάλο σεβασμό
1355. διπλώνω = πιστρώνου = γυρίζω, κονταίνω,

στριφώνω,-ουμι (μτφ.) όταν γυναίκα κάθεται καταγής,
μαζεύει τα πόδια και καλύπτει με το φουστάνι τα
ευαίσθητα σημεία του σώματός και κάθετε σεμνά τυλίγω, περιδρομιάζω
περιπαιχτικά, δέρνω
1356. δισάκι = τ’σάκι = δύο σάκοι μεταφοράς ενωμένοι με το ίδιο ύφασμα ώστε να
παίρνετε στην πλάτη ένας μπρός ο άλλος πίσω
1357. δίσκος για κέρασμα = βαντιέρα = δίσκος σπιτικός για σερβίρισμα, κυρίως,
αλλά και για άλλες ποικίλες χρήσεις, είναι πολλών ειδών, σχημάτων και
ποιοτήτων, γενικά είναι ελλειψοειδές με δυο χερούλια. Πολλές έχουν γυάλινο
κάμπο με παραστάσεις “λαϊκής εμπνεύσεως” και χαιρετισμούς ή ευχές:
“Καλημέρα” – “Χρόνια Πολλά κλπ
1358. διστάζω = δειλιάζου = φοβάμαι,
1359. διστάζω = ντηριόμι

430

1360. διστομίαση = η διστομίαση είναι μια παρασίτωση του ήπατος των
μηρυκαστικών και περισσότερο του προβάτου πολύ διαδεδομένη σ' ολόκληρο
τον κόσμο. Η νόσος οφείλεται στο παράσιτο Δίστομο το ηπατικό, το οποίο
ανήκει στην τάξη των τρηματωδών πλατυελμίνθων. Το παράσιτο βρίσκεται
στους χοληφόρους πόρους του ήπατος, όπου γεννάει τα αυγά του, τα οποία με
τη χολή κατέρχονται στο έντερο και με τα κόπρανα βγαίνουν στο περιβάλλον.
Όταν βρεθούν οι κατάλληλες συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας μέσα σε 10
περίπου ημέρες, τα αυγά εκκολάπτονται και ελευθερώνονται τα έμβρυα, που
ονομάζονται μειρακίδια. Αυτά κολυμπώντας στα επιφανεικά νερά βρίσκουν
τον ενδιάμεσο ξενιστή τους, που είναι ο κοχλίας Λιμναία. Μέσα σ' αυτόν
υφίστανται τρεις μεταμορφώσεις: σε σποροκύστεις-ρέδια-κερκάρια. Μετά 1-2
μήνες εγκαταλείπουν τον ενδιάμεσο ξενιστή, κολυμπούν στα λιμνάζοντα νερά
και εγκυστώνονται στα στελέχη των χόρτων των υγρών λιβαδιών, Με τη
βόσκηση των λιβαδιών αυτών τα ζώα καταπίνουν τα μετακερκάρια, τα οποία
φτάνουν στο έντερο και μετά στο ήπαρ.

1361. δίστομο μαχαίρι κεντημένο με πέτρες = χαρμπί
1362. διχάλα = φούρκα
1363. δίχτυ = αμάλια δίχτυ με το οποίο πιάνω τα πουλάρια για να τα σαμαρώσω.
1364. δίψασα πολύ = γκάνιαξα
1365. διψώ = γκανιάζω, γκανιάζου , κορακιάζω = διψώ, πατλαντίζου, καγιάζω,

γανιάζω, γανιάζου, κανιάζου, γαρίζω, μαλλιάζω, καρανιάζω
1366. διώχνω = προυγκάου
1367. δοκάρια (ειδικά) = καπρούλια = δοκάρια στέγης κάθετα στον καβαλάρη.
1368. δοκιμάζω κάτι = γιεύουμι = και ψυχικά (πονο, κακία ) κ.α.
1369. δοξολογία = δουξουλουϊά
1370. δόση = δουσιά
1371. δουλειά = δλειά
1372. δουλευταράδες = δουλιφτάρδις = αυτοί που δουλεύουν πολύ

431

1373. δούναι = δόσ’μου = έξοδα της στάνης.
1374. δοχείο (μεταλλικό) = γκιούμ(ι) = μεταλλικό δοχείο για γάλα συνήθως αλλα και

νερό
1375. δοχείο = καρδάρα, καρδάρι = ξύλινο δοχείο η από λαμαρίνα, συνήθως

στρογγυλό, μέσα στο οποίο άρμεγαν, βρέχει καταρρακτωδώς
1376. δοχείο (ειδικό) = φτίνα = πήλινο δοχείο στο οποίο πήζουμε το γάλα που γίνεται

γιαούρτι, μεγάλο βαθύ πηλινο πιάτο.
1377. δοχείο (είδος) = κούτλας = δοχείο που χρησιμοποιώ ως μέτρο χωρητικότητας.
1378. δοχείο (είδος) = μπουτίνα = δοχείο μέσα στο οποίο χτυπάμε το βούτυρο.
1379. δοχείο (υγρών) = κόφα = ξύλινο μικρό δοχείο κυρίως για κρασί
1380. δοχείο για λάδι = μπούκλα
1381. δοχείο για υγρό και κυρίως λάδι = λαδίκα
1382. δοχείο με χερούλι(χάλκινο κωνικό )βλπ. κατσαρολάκι = μπακράτσι
1383. δοχείο ξύλινο, υγρών = μαστέλου
1384. δράκαινα = δράκισσα
1385. δράκος = δράκους = υπερφυσικό ον, λαογραφικό μυθικό τέρας.
1386. δρεπάνι = διρπάνι
1387. δρεπάνι (είδος) = κόσσα = μεγάλο δρεπάνι (η κόσα

που κρατάει χάρος) η είδος χτενίσματος (πλέξιμο των
μαλλιών), κοτσίδα. . Από το ρήμα «κόσσω»=κόβω
1388. δρομάκια = σουκάκια = στενά
1389. δρόμος μικρότερος = στρατί
1390. δρόμος = στράτα = ταξίδι η πορεία για να πάνε απ' τα χειμαδιά στα βουνά και
το αντίθετο
1391. δρόμος δημόσιος = φαρδόστρατα, δημοσιά, στράτα, =, δημοσά, δεμοσιά,
δεμοχιά, δρομί, , στρατί, στράδα, στρατόνι, φόρος, ρούγα, ρούγος, σούσα,
τζαντές, ντουσιμές από το Βενετσιάνικο corso
1392. δρόμος με σταυροδρόμι = δίστρατα = δίστρατον < δι + στράτ(α) -ον

432

1393. δροσερά = δρουσάτα
1394. δροσερό = αφίρι
1395. δροσιά. = μπουέτι = κρυότη,
1396. δροσίζομαι = δρουσιόμι
1397. δρουμιάζου = κατευθύνω το κοπάδι στο να ακολουθήσει την πορεία που

πρέπει, το βάζω στον δρόμο του.
1398. δύναμη = ανάκαρα = σωματική δύναμη, αντοχή, όρεξη, κουράγιο για κάτι.

παλληκαριά, περηφάνια
1399. δυναμώνω μετά από αρρώστια = νταβραντίζου
1400. δυνατές φωνές = τσιάκατα = λόγια επιθετικά,
1401. δυνατή βροχή. = δαρτή
1402. δυνατή ροή νερού μέσα σε ρέμα = νηρουσυρμή
1403. δυνατή φωνή αγριεμένη = χουιάστρα
1404. δυνατός = νταβραντζμένος, βαρβάτους , π'τσαράς, άξιους = αρσενικό ζώο

που είναι ικανό για αναπαραγωγή, μεγάλο μέγεθος , άξιος
1405. δυνατός πόνος = σφαϊό, καρφί, σφάξμου
1406. δυνατότερος = αξιότιρους
1407. δυο - δυο = συνδυό: ν-αυτού συνδυό δεν πιρπατούν, συντρείς δεν

κουβιντιάζουν, ν-αυτοί κάθουντι μαναχοί, κάθουντι μαραμένοι (νεκρικό
τραγουδι)
1408. δύο = δυό
1409. δυόσμος = δυόσμους, (επιστημονική ονομασία
Mentha spicata, Μίνθη η σταχυώδης) είναι
είδος μέντας. Ο δυόσμος περιέχει φολικό οξύ,
ριβοφλαβίνη, βιταμίνες Α, Β6, Ε, ασβέστιο,
μαγνήσιο, σίδηρο, κάλιο, μαγγάνιο και χαλκό.
Λόγω λοιπόν των συστατικών του
χρησιμοποιείται σε πολλά γιατροσόφια, όπως σε γαργάρες για θεραπεία

433

πληγών του στόματος, ουλίτιδας, φαρυγγίτιδας και αμυγδαλίτιδας, ως αντίδοτο
στην κακοσμία του στόματος, χωνευτικό και καταπραϋντικό της
γαστρεντερικής δυσφορίας, ως ηρεμιστικό, για την τόνωση της μνήμης, τη
θεραπεία των σκασμένων χεριών και της πιτυρίδας αλλά και ως αφροδισιακό
(σε συγκεκριμένες δόσεις) και εμμηναγωγό (ακατάλληλο για εγκυμονούσες).
Θεωρείται ότι προσφέρει ανακούφιση στην αϋπνία, τον πονοκέφαλο, τον
πονόδοντο (από αποστήματα), στους ρευματόπονους και τον πόνο. Τα τρία
τραγουδισμένα αρωματικά : Ο δυόσμος , ο βασιλικός και το μακεδονήσι πάν'
τα ματάκια μ' βρύση
1410. δυσανασχετώ = βουζώνου
1411. δύση του ήλιου = βασίλιμα = το κλείσιμο των ματιών από την νύστα, η
ενέργεια του να βασιλέψω την πρωτοχρονιά
1412. δυσκολία = σφίξη = ζόρι,
1413. δύσπνοια από την ζέστη = απουμουμάρα = δυσφορία ή ασφυξία που νιώθω
από την πολλή ζέστη.
1414. δυστυχής = μαύρους = φτωχός, αυτός που είναι να τον λυπάσαι
1415. δυσφόρησα = βαρυγκόμσα
1416. δυσφορία = αγκούσα, από την πολλή ζέστη, δύσπνοια, στενοχώρια,
πρόβλημα, πολυφαγία, κούραση.
1417. δυσφορώ = βαργκουμάου, βαρυγκουμάου = παραπονούμαι, το φέρω
βαρέως
1418. δυσφορώ = αγκουσιεύουμι = από την πολλή ζέστη, έχω δύσπνοια.
στενοχωριέμαι.
1419. δωμάτιο = οντάς
1420. δώρα (γαμπρού) = ζόσματα
1421. δώρα (νονού) = φουτίκια, φωτίκια = δώρα του νονού στο βαφτιστικό τα οποία
ήταν ολοκληρωμένη αλλαξιά
1422. δώρα της νύφης στον γάμο απ τα προικιά της = μαντλώματα

434

1423. δωρεάν = αμάκα
1424. δωρίζω = μαντ’λώνου = δίνω τα δώρα στους καλεσμένους στο γάμο μου (η

νύφη)
1425. δωρίζω ως νύφη = μαντλώνω = δίνω δώρα ως νύφη στους συμπέθερους
1426. δώρο = χάρ'σμα
1427. δώρο της νύφης = μαντίλουμα
1428. δώσ’ του = δώκ’ τ
1429. δώσε = ναμ' = δώσε μου
1430. δώσε μου = ναμ'
1431. δώστε = ναμούτι = δώστε μου.

Ε

1432. έβαλα = έμπαξα
1433. έβγαλα τα παπούτσια = ξπολύθκα
1434. έβγαλε χορτάρι = βάρισι ου τόπους
1435. Εβραίος = Οβριός = άνθρωπος τσιγκούνης, φιλάργυρος.
1436. εγγονή= η αγγόνα
1437. εγγονός =αγγόνι
1438. έγειρα = βάϊσα = γύρισα στο πλάι, βαΐσα το κοπάδι γύρισα το κοπάδι προς

κάποια κατεύθυνση
1439. έγινα καλά = γιέρεψα = γιατρεύτηκα
1440. έγινε = γίνκι, γένκι, γίνγκει
1441. έγινε κτηνοτρόφος = πήρι ’ν κλίτσα
1442. εγκαταλείπω = απαρατάου
1443. εγκαταστάσεις του τσελιγκάτου για ανθρώπους, ζώα = στάνη
1444. εγκλήματα = κρίματα = αξιόποινες πράξεις,
1445. εγκλωβίζομαι, είμαι δεμένος = κιουστικιάζουμι

435

1446. έγκυα = γκαστρουμένα
1447. εγκύκλιος = πανταχούσα
1448. εγκυμοσύνη = γκαστριά
1449. έγκυος γυναίκα = φουρτουμένη
1450. εγκύων ασθένεια = πανάδις = μπαλώματα που βγάνουν οι έγκυες
1451. έγνοιες = σύλλουγα
1452. εγρήγορση = αλέστα είμι = είμαι σε εγρήγορση.
1453. εγωιστής = νταής = ο παλληκαράς.
1454. έδαφος (είδος) = τραγάνα = έδαφος με λίγο χώμα και αδύνατο σε βλάστηση
1455. εδώ (ακριβώς) = εδώ ιά = σε αυτό το σημείο
1456. εδώ (προς εμένα) = δώθε, δώθι = προς τα εδώ, προς τη μεριά μου
1457. εδώ = ιδώ
1458. εδώ ακριβώς = ιδώια
1459. εδώ ακριβώς = ούδι δω
1460. εδώ ακριβώς = αδηδώ ια =, εδώ δίπλα.
1461. εδώ και εκεί = πέρα-δώθι = αλλα και μικροπράγματα, τα μικροψώνια
1462. έθιμα = διαταμένα = οι συμβουλές που έχουν δοθεί, καθιερωμένα,

πατροπαράδοτα
1463. έθιμο = αντέτι = συνήθεια
1464. έθιμο (γάμου) = γιουμάτα = Είναι το επισφράγισμα του γάμου. Λέγεται και

του νουνού του γιουμάτου. Στο τραπέζι φέρνουν το κρασί, την κουλούρα και
το ψημένο σφαχτό του νουνού. Ορίζεται κάποιος αρχηγός και διευθύνει το
δρώμενπ. Αυτός κάθε φορά καλεί κι έναν καλεσμένο. Γεμίζει τρία ποτήρια με
κρασί, τα βάζει πάνω σε έναν δίσκο, και φτάνουν σ’ αυτόν που πρέπει να τα
πιει. Ο καλεσμένος πίνει κάθε φορά κι ένα ποτήρι κρασί και λέει ευχές για τους
νεόνυμφους, το νουνό ή την παρέα. Μετά ο πρόεδρος δίνει εντολή σε άλλον
καλεσμένο να πιει το κρασί και έτσι συνεχίζεται η διαδικασία. Τελευταίοι

436

πίνουν νεόνυμφοι και ο νουνός Το έθιμο υπάρχει και με άλλες παραλλαγές.
Μία παραλλαγή είναι να προσφέρει το κρασί στους καλεσμένους ο νουνός
1465. έθιμο = πρέπους = το δέον,
1466. είδηση = χαμπέρι
1467. είδος δεσίματος = σταυρός = διασταύρωση στα λούρια.
1468. είδος διασιδιού = απλουτό
1469. είδος πουλιών = ασπρουπάρια.
1470. ειδών ειδών = λουιών λουιών
1471. εικόνα = κόνα
1472. εικόνισμα = κόν’σμα
1473. εικόνισμα (κατασκευή) = πολίτσα, πουλίτσα = μικρό ξύλινο κρεβατάκι
κολλημένο στο εσωτερικό του κονακιού για το εικόνισμα(πιθανόν από το
πουλίτσα που σε κάποιες περιοχές σήμαινε φωλιές μικρών πουλιών)
1474. εικονοστασιού βάση = πολίτσα, πουλίτσα = η βάση για το εικονοστάσι στο
εσωτερικό της καλύβας 1,5 μέτρο περίπου απ το έδαφος
1475. εικοσαρίζω = κουσιαρίζου = γίνομαι είκοσι, ο μήνας εχει είκοσι
1476. είμαι αδιάθετος = δεν μπουρού = είμαι άρρωστος. δεν μπόρ’γι, ήταν πολύ
άρρωστος
1477. είμαι λυπημένος = σικλιτίζουμι = στενοχωρημένος
1478. είμαι στεναχωρημένος = βαρυγκόμσα
1479. είμαι συγγενής με κάποιον = σουϊεύου = δίνω γνωριμία στο σόι μου
1480. είναι αγκάθι ( τα λόγια) = είνι αγκάθι (μτφ.) = με πονάνε τα λόγια του.
1481. είναι ενός έτους αυτός = χρουνιάρ’κους
1482. είσαι μουτρωμένος = βούζα ( φλάς) =, φουσκωμένα μάγουλα, η κοιλιά
1483. είσοδος = ρούγα
1484. εκεί = ικεί, αυτού = ακριβώς εκεί (απάντηση στην ερώτηση που;)
1485. εκεί ακριβώς = ούδι κεί, αδηκεί, ικεί ιά = σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο
1486. εκεί δά = αυτού ιά = εκεί ακριβώς.

437

1487. εκεί πέρα = αδηκειά = εκεί πέρα ακριβώς.
1488. εκείνα = κείνα
1489. εκείνο = εικιό ,κείνου κείνο (ομηρική λέξη «κείνος», αρχαιότατος τύπος

"κεινός"
1490. εκείνο εκεί = ικειό ιά
1491. εκείνος,-η,-ο = ικειός, ικείνη, ικειό
1492. έκλεισαν οι σχισμές της φτσέλας (ξύλινο παγουρι νερου) = ρούπουσι η φτσέλα
1493. εκλεκτός = διαλιχτός
1494. έκπληξης επιφώνημα = ούι = συνήθως εκφράζει έκπληξη
1495. έκρυψα = τρύπουσα
1496. εκσφενδονίζω = σφρουντζλάου,
1497. εκτιμώ (προσδιορίζω αξία) = ξιτμάου = μετράω, υπολογίζω την αξία κάποιου
1498. εκτός = εξόν
1499. εκτός αν = ιξόν
1500. εκφοβίζω = προυγκάου
1501. έκφραση περιφρόνησης = γαλάζια κι πράσινα
1502. έκφραση υπερβολής = γαλάζιου σ’κώτι
1503. έλα = κόπιασε = κάνε τον κόπο , κάνε μου την χάρη, έλα (π.χ κόπιασε στην

αυλή μας)
1504. ελαιοτριβείο = λιουτρίβ
1505. ελατόκλαρα = μπάτσις
1506. έλατος = ιλάτι, ιέλατους
1507. έλατος μεγάλος = ιλατιάς
1508. ελάττωμα = κουσούρι = αναπηρία
1509. ελάττωμα = χούι = συνήθεια συνήθως κακή,
1510. ελάφι = ιλάφι, αλάφι
1511. ελάχιστο μέρος = τρίμα
1512. έλεγχος = κουμάντου, κουμάντο = κοντρόλο, κοντρόλ

438

1513. ελέγχω = ζάπι (κάνω) = θέτω υπο τον έλεγχο μου, το να τιθασεύεις κάποιον
άνθρωπο ή κάποιο ζώο ή κάτι άλλο

1514. ελεύθερα = αζάτι = χωρίς περιορισμό
1515. ελεύθερα πουλάρια = αρκάτα = πουλάρια που ακόμα δεν τα καβαλίκεψαν,

άπιαστα, ανημέρωτα
1516. ελεύθερος = απουλτός , χορός στα τρία
1517. ελεφαντόδοντο = φιλντίσι
1518. ελεφαντόδοντο, πολύτιμος
1519. ελιγμός = κουδέλα,
1520. Ελλάδα = Γκρικιά
1521. Έλληνας χωρικός = Γκραίκους
1522. Έλληνες = Ρουμαίοι, Ρουμιοί
1523. Ελληνίδα χωρική = Γκραίκα
1524. ελληνικό κράτος = ρουμαίικου
1525. Ελληνοπούλα = Ρουμιουϊπούλα
1526. ελλιπής =. τσιουρότ’κους
1527. ελλιπής = κουλουβός
1528. εμβολιάζω = μπολιάζου
1529. εμβολιασμός κατά της ευλογιάς = δαμαλισμός
1530. έμεινε = απόμ’νι ( μι ’ν κλίτσα στα χέρια ) = Ήρθαν και μας είπαν η θα

μείνετε υπάλληλοι στα κοπάδια η θα τα πάρει το κράτος και θα βάλει
άλλους..…δεν τσ πίστιψαμαν κι απόμναμαν μι τσ κλείτσις στα χέρια. (αφήγηση
Σαρακατσάνου της Βουλγαρίας)
1531. έμπιστος = αμπιστιμένους, αυτός που τον εμπιστευόμαστε πολύ
1532. εμπιστοσύνη = μπιστουσύνη, πίστ(η)
1533. εμποδίζω = αλκωτάω, αλκουτάου , αμπουδάου= αναχαιτίζω, απωθώ,
απομακρύνω, παρεμποδίζω , σπρώχνω , απωθώ , δεν επιτρέπω ,εναντιώνομαι.
1534. εμπόδιο = σκάλουμα = πρόβλημα

439

1535. έμπορος μαλλιών = μαλλάς
1536. εμφάνιση = δείξη ,θωριά, θουριά = διάκριση
1537. εμφάνιση = γλιέπια, = ειδήσια, λόιασμα, λογοδόσιμο
1538. ένα = ιένα
1539. εναλλάσσω περισσότερα πράγματα. = συναλλάζου
1540. ενάντιος = ανάντιους, ινάντιους = αντίθετος, αυτός που έχει διαφορετική

άποψη, αντίπαλος.
1541. ενδιαφέρομαι = διαφέρουμι
1542. ένδυμα = ντύμα, ντυμασιά = πλακούντας του νεογνού,
1543. ενδυμασία (μέρος) = φέρμιλη = το γιλέκο με ριχτά μανίκια που το φοράν με

τη φουστανέλλα, επίσημο γιλέκο με χρυσά κεντήματα και συρίτια
1544. ενδυμασίας (μέρος) = τσιπκιένι = το πάνω κομμάτι της φουστανέλας το

σακάκι
1545. ενέδρα = χωσιά
1546. ενέδρα = χουσιά = προδοσία, καρτέρι
1547. ενέργεια στον αργαλιό = γκαρδεύου = στερεώνω το διασίδι με το γκάρδιο
1548. ενέχυρο = αμανάτι
1549. εννέα = ιννιά
1550. εννιάρα, (παιδικό) "επιτραπέζιο" παιχνίδι = ιννιάρα, εξάρα, τριάρα = που

παίζεται με εννιά άσπρα και εννιά μαύρα χαλίκια (παίζονταν και στο χώμα , η
χαραγμένη σε επίπεδη πλάκα η βράχο, κακκάβι
(κατσαρόλα) που χωράει αντίστοιχες οκάδες.
1551. ενοικιοστάσιο για τα λιβάδια = λιβαδιάτ’κου.
1552. ενός = μιανού
1553. εντελώς = ντιπ, ουλότιλα
1554. έντερο = άντιρου
1555. έντιμος = καθάριους = αθώος, απαλλαγμένος από κατηγορία.
1556. εντολές = ιντουλές, = το έθιμο γιουμάτα όπου ο αρχηγός έδινε εντολές

440

1557. έντομο (είδος) = ντάβανος, νταβάνι
1558. έντομο, ζωύφιο μπουρμπούτσαλο =
1559. εντόσθια = μεσαρκά Από την ομηρική λέξη «μέσος»

και «σάρξ –κός»
1560. εντόσθια = λιάκατα = αλλα και νήματα της ρόκας
1561. εντόσθια = τα μέσα = συκωταριά ζώου
1562. έντυσα = έντ'σα
1563. ενώ = κιό
1564. ενώνω = φιλιώνου = συνταιριάζω, συμφιλιώνομαι.
1565. ενώνω = αδιρφώνου = βάζω δυο πράγματα μαζί
1566. ενώνω κάτι για να φαίνεται τελειομένο = σουμπουλιάζου = συμπληρώνω κάτι

μισοτελειωμένο, ολοκληρώνω κάτι , κουτσομπολεύω
1567. εξαγοράζω τη σιωπή κάποιου = τ' βουλώνου του στόμα
1568. εξαγριώνομαι = αγριεύου
1569. εξαίρετος = ζηλιμένους
1570. εξαπολύω = ξαπουλάου
1571. εξάρτημα της σαΐτας όπου τυλίγεται το υφάδι = σαϊτόξ’λου
1572. εξάρτημα γνεσίματος = σφουντίλι = ξύλινο μικρό εξάρτημα στη βάση από το

αδράχτι που διευκολύνει την περιστροφή του
1573. εξάρτημα γνεσίματος = αδράχτι = εξάρτημα του γνεσίματος όπου τυλίγονταν

το νήμα από τη ρόκα
1574. εξαρτημα παιχνιδιού = τσιλ’κόξ’λου = το μεγάλο από τα δύο ξύλα με τα οποία

παίζουμε το τσελίκι
1575. εξαρτημα παιχνιδιού = τσιλ’κάρι = το μικρό από τα δύο ξύλα με τα οποία

παίζουμε το τσελίκι
1576. εξαρτήματα για σκηνή (τέντα) = φουρκούλις = πολύ μικρές φούρκες

(κλιτσούλες), με αυτές πιάνουμε τις θηλιές της τέντας για να τη στερεώσουμε

441

1577. εξαφανίζομαι = παίρου στα πουδάρια, βάνου στα πουδάρια = την κοπανάω ,
φεύγω γρήγορα.

1578. εξαφανίζομαι = ξικαμώνουμι = εξολοθρεύομαι, καταστρέφομαι ψοφάω στη
δουλειά

1579. εξαφανίζομαι τρέχοντας = λακάου
1580. εξαφανίζω = ξικάνου
1581. εξαφανίζω κάτι = καταχουνιάζου = βάζω κάτι πολύ βαθιά.
1582. εξαφάνισα = ξέκανα
1583. εξεπίτηδες = ξαργού
1584. εξετάζω = ξιτάζου, ξιτάζω = ερευνώ, θέλω να μάθω, παρατηρώ, πιστεύω σε

κάτι και είναι κακό να το παραβιάσω, θέλω να μάθω τα μελλούμενα
εξετάζοντας την πλάτη
1585. εξετάζω με κάθε λεπτομέρεια = πουλυξιτάζου = εξετάζω όλες τις πλευρές
1586. εξήγησε = ξήγα
1587. εξιστορώ = αραδιάζου
1588. έξοδα = έξοτα, έξουτα = δαπάνες, αυτά που τα αφαιρούμε
1589. έξοδος = μάτι = μπροστινή δίοδος από τη στρούγκα,
1590. εξολόθρευση = ξιλουθρυμός
1591. εξοντώνω = αρδιλεύου = εξολοθρεύω,
1592. εξορκισμοί = ξόρκια
1593. εξουσιάζω = ουρίζου
1594. έξυπνη = ξιφτέρα
1595. έξω = ώξου
1596. εξωτικά = ξουτ’κά = φαντάσματα.
1597. έπαθε και έμαθε αυτός = παθέστα μαθέστα
1598. έπαινος = παίνια
1599. επαληθεύονται τα όνειρα = στρέου τα όνειρα

442

1600. επαναφέρω κάποιο ζήτημα δίνω αφορμή σε κάποιον να θυμηθεί =
ξαναγκρίζου

1601. επανοφόρι (είδος) = γκουζιόκι = κεντημένο αμάνικο γυναικείο πισλί με
διακοσμητικά ριχτά μανίκια στην πλάτη

1602. επάνω (από) = αουπάν
1603. επάνω στη ράχη ακριβώς = κατάρραχα
1604. επαργυρώνω =. ασημώνου = δωρίζω αργυρένιο νόμισμα για καλή τύχη.
1605. έπεισε = γκάντσι, κάντσι = τον αγανάχτησε ή τον ανάγκασε
1606. έπειτα = παρακουντά
1607. επεξεργάζομαι = αργάζου = (συνήθως στα δέρματα ) κατεργάζομαι το δέρμα,

σκληραίνω το δέρμα.
1608. επεξεργασμένα υφάσματα = γινουμένα = υφάσματα που τα έχουμε

επεξεργαστεί στα μαντάνια, ώριμα φρούτα, αυτά που έγιναν, οι πράξεις μας.
1609. έπεσα κάτω = ταβλαρώθκα = ή ξάπλωσα απότομα
1610. έπεσα μέσα στο νερό = μπουλντούμ’σα
1611. έπεσε και χτύπησε άσχημα = τσακίσκει = ή ήρθε πολύ γρήγορα
1612. επιδεικνύομαι = δείχνουμι = προβάλλω τον εαυτό μου
1613. επιδεινώθηκε η πληγή = αφόρμ’σι = ερεθίστηκε
1614. επιδέξιος = δέξιους, -α, -ου = δεξιός, καταφερτζής
1615. επιδέξιος = τιρτίπ’ς = ο καταφερτζής
1616. επιδεξιότητα = αξιοσύνη = έχει τα προσόντα κάποιος να κάνει πολύ καλά

κάτι, να πετυχαίνει
1617. επιδερμίδα = πετσί
1618. επιδερμικά = ξώδιρμα, ξώπιτσα
1619. επιδιορθώνω κάτι = μπιχιρίζουμι
1620. επιθυμώ = βουλιόμαι, βουλιόμι = θέλω, σχεδιάζω
1621. επιθυμώ = ρέγουμι = μου τραβάει την όρεξη,
1622. επιληψία = σιλιασμός

443

1623. επιλογή = ιπιλουή
1624. επίπεδη πέτρα = πλάκα
1625. επιπόλαιος (είναι) = αλαφρουκουπιά
1626. επιπόλαιος = αλαφρόγνουμους =αυτός έχει "αλαφρυά" γνώμη
1627. επιπολαιότητες = αλαφρουμάρις, = αστόχαστες πράξεις.
1628. επισκέπτης = μουσαφίρς
1629. επίσκεψη = φ’λιά = φιλοξενία κάποιου συγγενικού προσώπου.
1630. επίσκεψη σε συγγενικό ή φιλικό σπίτι = βίζ’τα
1631. επιστολή = .γραφή = γράμμα
1632. επίτηδες = επί ταύτου = γι’ αυτόν το λόγο
1633. επίτηδες = ξιπίτηδις, ξαργού
1634. επιτόπου = αδηκεί = ακριβώς εκεί, επιτόπου ,αμέσως, στη στιγμή, εκεί ακριβώς
1635. επιτρέπεται = κάνει = είναι σωστό,
1636. επιφυλάσσομαι = αντιρριόμαι = είμαι επιφυλακτικός
1637. επιχρυσώνω = μαλαματίζου = διακοσμώ με μάλαμα
1638. επόμενα = απόκουντα
1639. επτά = ιφτά
1640. ερασματα στη νύφη = κιράσματα = χρήματα που δίνουν στη νύφη (τα

ρίχνουν σε τροβά) οι καλεσμένοι στο γάμο, όταν την αποχαιρετούν με το
τελείωμα του γάμου.
1641. εραστής =αγαπητικός-ιά, ερωμένη
1642. εργαλείο του αργαλειού = απουλυταριά = εργαλείο του αργαλειού που
στηρίζει το πισινό αντί για να μην ξεσέρνει το στημόνι
1643. εργαλείο = αργαλείο, ιργαλείου = αρχ. ἐργαλεῖον >εργαλείο
1644. εργαλείο (αργαλειού) = γκάρδιου = βέργα που τη χρησιμοποιεί η γυναίκα που
τυλίγει το διασίδι, για να το στερεώνει πάνω στο αντί
1645. εργαλείο (ειδικό για τρύπες) = τρυπ’τήρι, καρατζοσούφλι = μεταλλικό αιχμηρό
εργαλείο που χρησιμοποιείται για να κάνουν τρύπες σε ξύλο η σκληρό δέρμα

444

1646. εργαλείο (είδος) = κασσάρα = μεταλλικό, πλατύστομο και με χειρολαβή με το
οποίο κόβω ξύλα

1647. εργαλείο (είδος) = δικράνι = ξύλινο ή σιδερένιο γεωργικό εργαλείο, χρήσιμο
για το μάζεμα των χορταριών

1648. εργαλείο (θερίσματος) = κουσιά, κόσα = μεταλλικό εργαλείο
με το οποίο κόβουν κυρίως χόρτα.

1649. εργαλείο (κλαδέματος) = κασάρα- κουσάρα = σιδερένιο πλατύ εργαλείο για
κλάδεμα

1650. εργαλείο αργαλειού = φέρτ’ς = ξύλο για το τύλιγμα του διασιδιού
1651. εργαλείο για δανδέλα = κοπανέλι, κοπανάκι, κοπανούρα = σύνεργο για να

φτιάχνουνε δαντέλα από το Βενετσιάνικο copano
1652. εργαλείο για κάρβουνα = μασιά = σιδερένια ράβδος με την οποία

αραιώνονται τα κάρβουνα
1653. εργαλείο μαγειρικής = ξύστρα = εργαλείο για να αναποδογυρίζουμε την

κουλούρα ή τα κομμάτια από την πίτα
1654. εργαλείο πλύσης = κόπανος = το ξύλινο εργαλείο με το οποίο χτυπούσαν τα

ρούχα πλένοντας τα
1655. εργαλείο ύφανσης = σκάλα = εργαλείο με το οποίο μαζεύουμε μασούρια

σιδερόσκαλα στη σέλα, αναβολέας, γενιά
1656. εργαλείο φυτείας = τσιβί = ξύλινο εργαλείο με μεταλλικό αιχμηρό κώνο στην

άκρη για να ανοίγουμε τρύπες στο έδαφος κυρίως για φυτεία
1657. εργαλείο(ειδικό) = μαντάνι = μηχανή που επεξεργάζεται τα μάλλινα με

τεχνητό καταρράχτη και με ειδικό ξύλινο μηχάνημα
1658. εργαστήριο =.αργαστήρι
1659. εργάτες = δουλιφτάδις
1660. εργάτρια = ιργάτ’σα
1661. ερείκη = ρείκι = το φυτό ερείκη. Στη χώρα μας συναντώνται αυτοφυή 3 είδη,

γνωστά με την κοινή ονομασία ρείκια. Είναι μελισσοκομικό φυτό καθώς

445

ελκύει τις μέλισσες, και παράγει
άριστης ποιότητας μέλι. Παρά την
γευστικότητά του και την
θρεπτική του αξία δεν έχει
ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία καθώς
κρυσταλλώνει γρήγορα. Η ερείκη
χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην
παραδοσιακή βοτανολογία,
κυρίως στις ορεινές περιοχές, όπου
υπάρχει αυτοφυής, σε ολόκληρες εκτάσεις, ως θεραπευτικό φυτό. Ο
Διοσκουρίδης τη συνιστούσε για τα τσιμπήματα των φιδιών. Ο Γαληνός
ανέφερε πως προκαλεί εφίδρωση. Είναι στυπτικό, ελαφρώς ηρεμιστικό και
υπνωτικό βότανο, με διουρητικές, αποχρεμπτικές και εφιδρωτικές ιδιότητες. Η
ερείκη είναι διουρητική και συγχρόνως απολυμαντική του
ουροποιογεννητικού συστήματος. Το αφέψημα του φυτού βοηθά στη χρόνια
κυστίτιδα, στους κολικούς των νεφρών, καταπολεμά τις πέτρες που
σχηματίζονται στο ουροποιητικό σύστημα και δρα κατά των οιδημάτων.
Βοηθά σε προβλήματα γαστρίτιδας με υπερέκκριση πεπτικών υγρών, κολικούς
των εντέρων συνοδευόμενους από διάρροια, στις ασθένειες του συκωτιού και
της χολής. Χάρη στις ηρεμιστικές του ιδιότητες όταν το πίνουμε βοηθά στη
νευρική υπερδιέγερση, τη νευρική εξάντληση και την αϋπνία. Τονώνει την
όρεξη.
1662. ερευνώ = = ξιτάζου, ξιτάζω
1663. ερημίτης = γκούσγκουνας = αυτός που δε θέλει κόσμο, μοναχός,
1664. έρημο = έρμου
1665. έρημος = άλαλους = δυστυχισμένος
1666. έρημος,(ο) = άραχνους = δυστυχισμένος, άθλιος
1667. εριστικός = αμαχιάρ’ς,, καβγατζής

446

1668. ερμαφρόδιτος = σιρκουθήλ’κους
1669. έρχονται τα μεσάνυχτα. = ζγιάζει η νύχτα
1670. ερωτύλος νέος = μαριόλ’κου
1671. έσκασα = γάνιασα = στέγνωσε η γλώσσα μου,
1672. έσοδα = πάρσιμο
1673. έσπασε = τσακίσκει = σακατεύθηκε
1674. έσπρωξα = άσμπροξα
1675. εστία = βάτρα = το μέρος που ανάβουμε την φωτιά
1676. εσύ = αρέ = από το bre
1677. εσύ παιδί μου = γιέμ, γιε μ’ = παιδί μου
1678. ετεροθαλή = αλλάδιρφα, ετεροθαλή αδέρφια.
1679. ετοιμάζω = συντάζου = ουμι ετοιμάζομαι για αναχώρηση
1680. ετοιμόγεννη = τιμόγινη
1681. έτοιμος για τσακωμό είναι = κατσιούλα τουν έχει
1682. έτριψα με την λίμα (αρνάρι) = φάγουσα
1683. έτσι ακριβώς = έτσια
1684. Ευαγγέλιο = Βαγγιέλιου
1685. ευέξαπτος = αράθ’μους
1686. εύκαιρος, -η, -ο = έφκιρους -η, -ου
1687. ευκαιρώ = ηφκιρού. ξαδειάζω
1688. ευκατάστατος = άβαρους = με οικονομική άνεση
1689. ευκίνητος = σπέρδιλος
1690. ευκολοδιάβατος = βατός -ή -ό = προσπελάσιμος, εύκολος λόγο απλότητας
1691. ευλογημένο = χαλάλι = για το καλό σας,
1692. ευλογημένος = βλουημένους, ευχημένους, -η, -ου αυτός που πήρε την ευχή,
1693. ευλογιά (η αρρώστια) = βλουϊά
1694. ευλογώ = βλουγάου

447

1695. ευνουχίζω = στρίβου, και μπουρντίζω, μπουρντίζου απ το burmak,
μπουρντίζω τα αρσενικά ζώα,

1696. εύρετρα = βριτίκια
1697. ευρύχωρος = αφρύς = ανοιχτός τόπος.
1698. ευτράπελες διηγήσεις = μουραπάδις
1699. ευτυχισμένος = θαραπαμένους
1700. ευτυχώ = ευτυχού = είμαι ευτυχής, πετυχαίνω κάτι.
1701. ευχαρίστηση = θαραπαή
1702. ευχαριστιέμαι = θαραπαύουμι = απολαμβάνω κάτι,
1703. ευχαριστιέμαι = αγαλλιάζου , χαίρομαι.
1704. ευχή = ηφκή
1705. εύχομαι = ιφκιώμι = εκφράζω τις ευχές μου
1706. έφαγα πολύ = ντιρλίκουσα
1707. έφεξε = ξεχάραξε
1708. έφεξε για καλά = ξέφιξι
1709. εφέτος = φέτου
1710. έφυγα τρέχοντας = λάκσα =
1711. έχασε τα μυαλά του = τσιάλτ'σι του μυαλό =
1712. έχει βρεθεί = βριτός
1713. έχει γάλα = γαλάρα = προβατίνα ή γίδα που αρμέγεται.
1714. έχει ευλογιά = βλουϊάρ’ς
1715. έχει καλή τύχη = καλόημοιρη
1716. έχει πάνω του όλες τις χάρες αυτό = χαρσμένο
1717. έχει σπυριά στα χείλη του = βουζιασμένους, βούζουμα = θυμωμένος που η

συνοφρύωση κάνει τα χείλη να φουσκώνουν
1718. έχει φράντζα (τσιαμπά) = τσιαμπαλής
1719. έχεσα = χιζουβόλσα
1720. εχθές = ιχτές, ιχτέ , χτέ

448

1721. έχθρα = όχτρα
1722. εχθρεύομαι = ουχτρεύουμι = κρατάω έχθρα, φέρομαι εχθρικά.
1723. εχθρός = ουχτρός
1724. εψές , εχθές το βράδυ, = ιψές

1725.

1726. έχω νευριάσει = διαολοκνιέμαι/ζαλουκνιέμαι = είμαι ανήσυχος , με
συνταράζει

Ζ

1727. ζαβολιές = τσινιές
1728. ζακέτα (είδος) = γιακέτα = μάλλινη πλεχτή ζακέτα.
1729. ζαλάδα = σκουτούρα (μτφ.) πρόβλημα, έννοια.
1730. ζάλη = αντράλα = φασαρία
1731. ζαλίζομαι = αντραλίζομαι
1732. ζαλίζομαι = αντραλιόμι = έχω ίλιγγο,
1733. ζαλίζομαι = θαμπώνει
1734. ζαλίζομαι = ντραλίζομαι, σκουτουριάζουμι
1735. ζαλίστηκα = αντραλίσκα
1736. ζαλίστηκα = μπαΐλτ'σα = βαρέθηκα
1737. ζαλίστηκα από τον ήλιο = αραήλιασα
1738. ζαρκάδι ( μικρό θηλυκό) = ζαρκαδούλα = και είδος μανιταριού.
1739. ζαρώνω = ζαρώνου = αποχτάω ρυτίδες, μαζεύομαι από φόβο, κάθομαι

φοβισμένος σε μια
1740. ζαχαροπλάστης = γλυκατζής
1741. ζγούρα γεννημένη = ζγουρουγινν’μένη
1742. ζει; = είνι;, βρίσκητι;

449

1743. ζεσταίνομαι στη φωτιά = πυρώνουμι
1744. ζεσταίνω = πυρώνου
1745. ζεστός άνεμος = λίβας
1746. ζευγάρι = ζιβγάρι
1747. ζευγάρωμα του κριαριού με την προβατίνα = μαρκάλους
1748. ζευγάρωμα του τράγου με τη γίδα = πριτσιάλους = ο χρόνος του

ζευγαρώματος.
1749. ζευγαρώνει με την φοράδα = αμπ’δάει τ’ φοράδα = ζευγαρώνει με τη φοράδα.
1750. ζευγαρώνουν (τα σκυλιά) = σκ’λεύουντιι = αυτές που πάνε με πολλούς
1751. ζευγαρώνουν = μαρκαλιώντι, μαρκιώντι τα ζώα
1752. ζευγαρώνουν τα γίδια = πριτσαλιώντι τα γίδια = έρχονται στο τραγί
1753. ζευγαρώνουν τα σκυλιά = σκλεύουντι
1754. ζευγαρώνω = αμπ’δάου
1755. ζευγαρώνω = ζιβγώνου
1756. ζηλεμένος = ζηλιμένους
1757. ζηλευτός = .ζηλιρός
1758. ζημιά = αβανιά = συκοφαντία
1759. ζητάω = χαλεύω
1760. ζητιάνος = διακονιάρς
1761. ζητώ συνέχεια κάτι = νταβίζω, νταβίζου = γκρινιάζω, μιλάω συνέχεια και

ακατάληπτα, , διεκδικώ ακατάπαυστα
1762. ζουλίζω = σμουρίζου = πιέζω,
1763. ζουμάκι = ζμάκι = λίγο νερό που τρέχει στο ρέμα.
1764. ζουμί = ζμί
1765. ζούσε = έζγει
1766. ζόχι = ζουχιά (η), ζόχους (ου) , (Αγριοζοχός) Urospermum picroides =

λαχανικό, πικρίθρα, κουφολάχανο Ετήσιο φυτό που φτάνει τα 20-50 εκατοστά.
Το συναντάμε σχεδόν παντού σε ακαλλιέργητους και καλλιεργημένους τόπους.

450


Click to View FlipBook Version