The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΕΣ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ

Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by ΚΑΤΣΑΡΙΚΑΣ ΖΗΣΗΣ, 2018-05-11 23:08:18

ΟΙ ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΕΣ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ

ΟΙ ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΕΣ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ

Keywords: ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ

βγάζει την πίκρα και τον πόνο του ξενιτεμένου παιδιού
και κυρίως της κόρης, που στέκει ανήμπορη και
τραγουδά τον καημό της.
Αναστενάζει κρυφά, βουβά αλλά η μανούλα δεν ακούει,
κλαίει σιωπηλά αλλά η μάνα δεν είναι εκεί δίπλα να δει
το σπλάχνο της που υποφέρει! Να γράψει γράμμα για να
ρθεί δεν μπορεί, γιατί τα έξοδα είναι αβάσταχτα για την
κατάσταση που βιώνει! Η ελπίδα της επιστροφής είναι
ακατάβλητη αλλά αδύνατη, ο πόνος της ξενιτιάς Βαρύς·
Βαρύτερος, αν υπολογιστούν οι δυσκολίες της
μετακίνησης και η αδυναμία επικοινωνίας που χωρίζει
ακόμα και την μάνα απ’ το παιδί. Γι’ αυτό κι ο τόνος του
τραγουδιού αυτού είναι τόνος αργός, λυπητερός.

ΣΤΑΦΥΛΙ ΜΟΥ ΚΡΟΥΣΤΑΛΛΙΝΟ

Σταφύλι μου κρουστάλλινο και κρουσταλλένια μ’ βρύση!
πού μένεις, πού βραδιάζεσαι, πού νυχτοξημερώνεις;
Εσύ για μένα δεν πονάς, γατί ρωτάς που μένω;
ανάθεμα και αν δεν πονώ κι αν δεν αναστενάζω!
…………………………………………………………..

Η αγωνία να παν’ να ιδούν τα μάτια σου, να νοιώσεις το
πώς περνάει, τι της ξημερώνει η νύχτα! Η νύχτα της
αγωνιάς, της απόστασης, της μοναξιάς, η νύχτα που
ξημερώνει βασανιστικά για τους ερωτευμένους.
Ο καημός της αγάπης, η αμφιβολία, όλα μαζί! Αυτά που
σε κάνουν να νοιώθεις τον/την σύντροφό σου σταφύλι

Σελίδα
101

κρουστάλλινο, εύθραυστο γλυκό, ζωντανό με το άρωμά
του, της αγάπης το άρωμα, της αγάπης την τρυφεράδα,
την απόλυτη, την εύθραυστη! Κρουσταλλένια βρύση
γάργαρη, δροσερή, με το κρουστάλινο νερό να σου
δροσίζει τα χείλη που καίνε από έρωτα, τα χείλη της
αγάπης ! Τα χείλη τα δικά του/της, τα δροσερά σαν
γάργαρο νεράκι από βαθειά, απ’ της ψυχής τα πηγάδια!
Ύστερα η αμφιβολία, η ανασφάλεια που δημιουργεί η
απόσταση! Κι Εσύ! Έτσι απλά, θυμωμένα, σχεδόν
προσβλητικά! Όχι αγάπη μου, όχι ποταμέ μου, όχι
σταφύλι μου! Απλά ΕΣΥ θαρρείς ότι θέλει να σε
αποξενώσει, να σε κάνει να νοιώσεις ενοχές! Απλά ΕΣΥ
κανένα κοσμητικό! Αφού για μένα δεν πονάς, αφού
τίποτα δεν κάνεις να μειώσεις την απόσταση να είμαστε
μαζί! Τίποτα δεν κάνεις να απαλύνεις τον καημό της
αγάπης!
Τίποτα δεν κάνεις να σταματήσεις τον χρόνο στις στιγμές
που ήμασταν μαζί! Αφού δεν πονάς για μένα, γιατί ρωτάς
πού μένω, πού νυχτοξημερώνομαι; Και ύστερα η
απελπισία, η απόγνωση! Να είμαι καταραμένος αν δεν
πονώ, καταραμένος αν δεν αναστενάζω, αγάπη μου!
Βρύση μου κρουσταλλένια! Σταφύλι μου γλυκό,
ευωδιαστό με όλα τα αρώματα της αγάπης!

ΑΡΓΑ ΛΕΒΕΝΤΗ Μ’ ΤΟΝ ΧΟΡΟ

Αργά, λεβέντη μ’, τον χορό!
Αργά, λεβέντη μ’, το χορό για να σε καμαρώσω!
(ν) Όλα στα χάρισε ο Θεός,

Σελίδα
102

(ν) Όλα στα χάρισε ο Θεός, μα την Αγιά τριάδα!
Χορό, τραγούδι κι ομορφιά!
Χορό, τραγούδι κι ομορφιά κι όλη την νοστιμάδα!

Αργά, λεβέντη μου, περήφανα, σύρε τον χορό να σε
καμαρώσω! Μας κάνεις κι εμάς υπερήφανους με την
αρχοντιά, την λεβεντιά και το παράστημά σου. Είναι το
ξέσπασμα της ψυχής του θεατή σαν βλέπει τον νιό να
χορεύει! Συγκλονίζεται από τη χαρά και την περηφάνια!
Αισθάνεται την ανάγκη να εκφραστεί σε στιγμές ψυχικής
έξαρσης. Με τον γλυκό ήχο της η φλογέρα, κάνει το
μυαλό του ανθρώπου να ταξιδεύει και το κορμί να
χορεύει με λεβεντιά, όλο καμάρι!
Όλα στα χάρισε ο Θεός απλόχερα, την ικανότητα να
χορεύεις περήφανα, να τραγουδάς και να μαγεύεται η
πλάση και η απερίγραπτη ομορφιά σου να θαμπώνει τα
πάντα!
Μια ομολογία που μπορεί να είναι απ’ την μάνα, απ’ τον
πατέρα αλλά και απ’ την ίδια την αγαπητικιά!

ΕΝΑΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΧΟΡΕΥΕ

Ένας λεβέντης χόρευε σε μαρμαρένιο αλώνι.
Και η κόρη που τον αγαπά και η κόρη απού τον θέλει
και με το μάτι του ’κανε και με τ’ αχείλ’ του λέει:
Πού ήσουν εψές λεβέντη μου, πού ήσουν προψές το
βράδυ;
(ν) Εψές ήμουν στην μάνα μου, προψές στην αδερφή μου

Σελίδα
103

κι απόψε στο σπιτάκι σου θα ’ρθώ, στην αγκαλιά σου!

Οι νέοι ή τα νιόπαντρα έβγαιναν στο χορό, σε κάποια
χαρά ή πολλές φορές σε γιορτές το νιόπαντρο ζευγάρι
έβγαινε κι έκανε επισκέψεις σε συγγενικά σπίτια. Οι
επισκέψεις αυτές, συνήθως, κατέληγαν σε τρικούβερτο
γλέντι! Τα νιόγαμπρα χόρευαν και καμάρωναν ο ένας τον
άλλον. Η κόρη που τον αγαπά κρυφά τον καμαρώνει, η
κόρη που τον θέλει! Είναι κάποιες απ’ τις παραλλαγές.
Οι συγγενείς απολάμβαναν την χαρά και ζούσαν κι αυτοί
τις τρυφερές στιγμές των νιόπαντρων και καμάρωναν:
Όλος ο κόσμος τον κοιτά κι όλος τον καμαρώνει, σε μια
παραλλαγή του ίδιου τραγουδιού. Το τραγούδι
αναφέρεται στην λεβεντιά του παλικαριού (γαμπρού) ο
οποίος με τον πιο λεβέντικο τρόπο προσπαθεί να χορέψει
τον χορό και στην λαχτάρα της κόρης που τον αγαπά! Η
κόρη που αποζητά να ακούσει απ’ τον αγαπημένο της:
Εψές ήμουν στην μάνα μου, προψές στην αδερφή μου
αλλά απόψε, αγάπη μου, στο σπιτάκι μας μαζί θα
κοιμηθούμε!

ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ

Βγήκε (ν) Αντώνης στ’ Άγραφα, (ν)Αντώνη - Αντώνη,
(ν)Αντώνη Κατσαντώνη, να μάσει παλικάρια.
Τα μάζεψε, τα σύνταξε, μέτρησε, (ν)Αντώνη - Αντώνη,
(ν)Αντώνη κι Αντωνάκη, ήταν δυο - τρεις χιλιάδες!
Κι έκατσε και τα διάταζε, (ν)Αντώνη - Αντώνη,

Σελίδα
104

(ν)Αντώνη Κατσαντώνη, σα μάνα, σαν πατέρας!

ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ

Βαστάτε Τούρκοι τ’ άλογα, λίγου να ξανασάνου,
να χαιρετήσου τα βουνά, τα πρώτα μου λημέρια,
ν’ αφήσου διάτα στα πιδγιά, διάτα στουν Λιπινιώτη,
φουτιά να βάλει στ’ Άγραφα, στου μέγα Μαναστήρι
για να καεί κι Ηγούμινους μ’ όλους τους καλουήρους,
που παν’ κι μι προυδώσανι στους σκυλουΑρβανίτις.
Μι πήραν κι μι πάηναν, στα Γιάννινα μι πάνουν,
στα Γιάννινα κι στουν πασιά, στη φυλακή μι βάνουν…

Ο Κατσαντώνης, καταγόταν από οικογένεια
Σαρακατσάνων της Ηπείρου (το χωριό Βασταβέτσι,
σημερινό Πετροβούνι), γιος του Γιάννη Μακρυγιάννη και
ανέπτυξε κλέφτικη δράση στην Αιτωλοακαρνανία και τα
Άγραφα. Ήταν το φόβητρο των Σπαχήδων
(εξισλαμισμένοι ιππείς) και των Χαρατζήδων
(φοροεισπράκτορες των Τούρκων) του Αλή Πασά. Αρχικά
ήταν πρωτοπαλίκαρο του νουνού του Βασίλη Δίπλα και
το 1800 αναγνωρίστηκε ως Καπετάνιος. Το 1806
σκότωσε τον έμπιστο του Αλή Πασά, τον Βεληγκέκα. Το
1807 συνελήφθη άρρωστος με τύφο σ’ ένα σπήλαιο, στο
Μοναστηράκι Ευρυτανίας, κατά μια εκδοχή με προδοσία

Σελίδα
105

όπως λέει και το προηγούμενο τραγούδι), οδηγήθηκε στα
Γιάννενα όπου βρήκε μαρτυρικό θάνατο.
Στην κοιτίδα των Σαρακατσάνων, τ’ Άγραφα,
αναπτύχθηκαν, έδρασαν και μεγαλούργησαν ομάδες των
κλεφτών, κυρίως, και αρματολών.

ΛΙΑΚΑΙΝΑ

Λάμπει (ν)ο ήλιος στα βουνά, κατακαημένη Λιάκαινα,
λάμπει και στα λαγκάδια, Λιάκαινα κατακαημένη,
έτσι λάμπει και η Λιάκαινα, κατακαημένη Λιάκαινα,
στην μέση το παζάρι, Λιάκαινα κατακαημένη!
Ξήντα αρβανίτες την κρατούν, κατακαημένη Λιάκαινα
και δέκα την ’ξετάζουν, Λιάκαινα κατακαημένη:
Λιάκαινα δεν παντρεύεσαι, κατακαημένη Λιάκαινα,
Τούρκον άντρα δεν παίρνεις, Λιάκαινα κατακαημένη;
Κάλλιο να δω το αίμα μου, κατακαημένη Λιάκαινα,
στη γης να κοκκινήσει, Λιάκαινα κατακαημένη!

Είναι η ιστορία της γυναίκας του Λιάκου που στα χέρια
των Τούρκων έλαμπε, όπως έλαμπε ο ήλιος στα βουνά
και στα λαγκάδια! Κι εκεί που την κρατούν όμηρο και
την ξετάζουν οι Αρβανίτες, προσπαθούν να κάμψουν την
αντίστασή της με υποσχέσεις: - Παντρέψου Τούρκο (να σ’
αρματώσει στο φλωρί, μες’ στο μαργαριτάρι) και σε άλλη
παραλλαγή Κι ένα μικρό Τουρκόπουλο κρυφά την
κουβεντιάζει: - Λιάκαινα δεν παντρεύεσαι, Τούρκο άντρα
να πάρεις, να σε χρυσώσει στο φλουρί και στο
μαργαριτάρι; - Κάλλιο να δω το αίμα μου στο χώμα να

Σελίδα
106

ποτίσει παρά να δω βρωμόσκυλο να ΄ρθει στην αγκαλιά
μου! Ή σε άλλη εκδοχή Κάλλιο να ιδώ το αίμα μου τη γης
να κοκκινήσει, παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα
φιλήσει!
Η συνέχεια από τους στίχους του ιδίου τραγουδιού, είναι
η συνομιλία του Λιάκου που αγναντεύει καβάλα στ’
άλογο και βολιδοσκοπεί από την κορφή αν μπορεί να
ελευθερώσει την κυρά:

- Δύνεσαι, μαύρε μ’, δύνεσαι να βγάλεις την κυρά σου;
- Δύνομαι, αφέντη μ’, δύνομαι να βγάλω την κυρά μου!
Δέσε, συ το κεφάλι σου με δεκαοχτώ μαντίλια,
δέσε και την μεσούλα σου, δέστην με την δική μου
κι όρμα να την αδράξουμε απ’ των Τουρκ’ων τα χέρια!.

Ηρωισμός και αυταπάρνηση!
Παλικαριά και αγάπη!
Και η κατάληξη θριαμβευτική κατά πως αρμόζει στους
τολμηρούς.

“Βιτσιά δίνει τ’ αλόγου του, στη μέση γιουρουστάει, και
πάησε και την άδραξε, στο σπίτι του την πάει!»

ΛΕΠΕΝΙΩΤΗΣ
«Βγήκε ο ήλιος κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο
κι ο λαμπερός Αυγερινός πάει να βασιλέψει.
Πες μας καημένε Αυγερινέ, κάνα καλό χαμπέρι!
Τί να σας πω μωρέ παιδιά, τί να σας μολογήσω;
Το Λεπενιώτη βάρεσαν, μεσ’ στου Φουρνά την μέση!

Σελίδα
107

ΤΟΥ ΛΕΠΕΝΙΩΤΗ (Παραλλαγή)
Αντάριασανε τα βουνά, συννέφιασαν οι κάμποι,
βγήκεν ο ήλιος κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο
κι εκειό τ’ αστέρι το λαμπρό που πάει να βασιλέψει.
Κι οι κλέφτες το καρτέρεσαν και το συχνορωτάνε:
Πες μας, πες μας, αστέρι μου, κάνα καλό χαμπέρι;
Το Λεπενιώτη βάρεσαν μες στο δεξί το χέρι,
δεν μπορ’ να βγάλει το σπαθί, ν’ αδειάσει το τουφέκι.
Ψιλή φωνίτσα έσυρεν, όσο κι αν εδυνότουν:
Το πού ’σαι, Τσόγκα μ’ αδελφέ, και συ, Λάμπρο Σουλιώτη,
γυρίστε να με πάρετε, πάρτε μου το κεφάλι,
να μην το πάρει η Τουρκιά κι αυτός ο Νακοθέας!

Κώστας Λεπενιώτης. Είναι αδελφός του Κατσαντώνη και
υπαρχηγός στο σώμα του τελευταίου. Κατέφυγε στα
Επτάνησα το 1809 για να αποφύγει τους διωγμούς του
Αλή Πασά. Έμαθε, μαζί με τα υπόλοιπα τρία αδέρφια
του, τον ανταρτοπόλεμο και την κλέφτικη ζωή από το
Δίπλα. Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη, το 1809,
συνέχισε την κλέφτικη δράση στην περιοχή των Αγράφων
έως το 1819.
Ο Αλή Πασάς μέσω αντιπροσώπων του ζητάει να ενταχθεί
στις τάξεις του ως αρματωλός. Δέχεται βάζοντας όρο να
μην παρουσιαστεί ποτέ μπροστά του ούτε και να τον
προσκυνήσει.
Αντιγράφω από τον Σύλλογο Κορδελιού Ευόσμου: Ο
Λεπενιώτης παρέμεινε στα Ιόνια νησιά αλλά, λίγο καιρό
πριν οι Άγγλοι διαλύσουν τα Ελληνικά τάγματα της
Επτανήσου, αναγκάστηκε από τις περιστάσεις να δεχθεί
την αμνηστία που του πρόσφερε ο Αλή πασάς, "μη

Σελίδα
108

δυνηθείς δια των όπλων να τον καταβάλει" και σε
αντάλλαγμα ανέλαβε το αρματολίκι των Αγράφων. Δεν
δέχτηκε να εμφανιστεί μπροστά στον Αλή πασά και
παρέμεινε ουσιαστικά απροσκύνητος”.
Όμως, ο Λεπενιώτης δε δεχόταν τις ταπεινώσεις και τους
συμβιβασμούς με τους Τούρκους και Τουρκαλβανούς
αγάδες με συνέπεια να οργανώσουν ορισμένοι σχέδιο με
σκοπό να τον σκοτώσουν. Την Κυριακή του Πάσχα
(μάλλον του 1819), ο Λεπενιώτης το βράδυ, όταν έβγαινε
από την εκκλησία του χωριού Φουρνά των Αγράφων,
πυροβολήθηκε ύπουλα από τον πύργο ενός τοπικού
προεστού που βρίσκονταν απέναντι από την εκκλησία.
Επίσης απ’ “τον Σταυραετό” της Β. Ζαγναφέρη: Η
δεύτερη πηγή πληροφοριών στηρίζεται στο αυτόγραφο
σημείωμα του αγωνιστή Κώστα Γαλή από το Φουρνά. Στο
οποίο, αναφέρεται ότι ο Γιαννάκης Κωστάκης,
κοτζάμπασης στη Φουρνά, κολάκευε το Λεπενιώτη και του
παράγγελνε ότι ήθελε να τον γνωρίσει προσωπικά. Έτσι την
ημέρα του Πάσχα παρασύρθηκε ο Λεπενιώτης από τις
προσκλήσεις του Γιαννάκη Κωστάκη και έφθασε στην
πλατεία της Εκκλησίας, ντυμένος στα κατάλευκα και
ζωσμένος με τα άρματά του. Άρχισε να παρατηρεί τον
πύργο του κοτζάμπαση που η πόρτα του ήταν κλειστή και
είπε στους παριστάμενους εκεί:
"Αυτός ο πύργος όλο διαβόλους έχει μέσα του". Ξαφνικά
ακούστηκε κάποιος πυροβολισμός και ο Λεπενιώτης
φώναξε "τα σκυλιά με λάβωσαν".
Τον είχαν τραυματίσει, ρίχνοντας από τον πύργο, στην
κοιλιά και γι' αυτό και τον μετέφεραν κοντά στη
"Γυφτόβρυση".

Σελίδα
109

Από εκεί, με φορείο που του έφτιαξαν οι άνδρες του, τον
μετέφεραν στη θέση "Ξηροσακολούλη". Μάλιστα, ο Γαλής
γράφει, ότι ο θάνατός του κρατήθηκε μυστικός για πολλά
χρόνια και έλεγαν ότι ήταν βαριά τραυματισμένος.
Σύμφωνα με τον Γαλή, η δολοφονία του Λεπενιώτη
πραγματοποιήθηκε το 1819.

ΑΣΠΡΑ ΜΟΥ ΠΟΥΛΙΑ

Άσπρα μου πουλιά, μαύρα μου χελιδόνια
δεν την είδατε την έμορφη την κόρη;
Ψες την είδαμε! Στα πράσινα λιβάδια
που την κυνηγάν’ δυο τούρκικα ταμπούρια!
Βόλι ρίξανε, της κόψαν’ το ζουνάρι
Και το χαϊμαλί…

Άσπρα μου πουλιά, η ελπίδα! Μαύρα μου χελιδόνια, ο
θάνατος! Ο φόβος για το κακό μαντάτο! Εσείς που πετάτε
εκεί ψηλά μήπως την είδατε;
Πολλές φορές στα Σαρακατσάνικα τραγούδια τα ζώα
αλλά ιδιαίτερα τα πουλιά χρησιμοποιούνται άλλοτε σαν
φρουροί, άλλοτε σαν ταχυδρόμοι, είτε ακόμα και σαν
παρατηρητές,
Άλλοτε πάλι, ο ίδιος που έχει τον ρόλο αφηγητή ή
τραγουδάει, φτερουγίζει στα σύγνεφα και ταυτίζεται με τα
πουλιά! Γίνεται ένα (πουλιά μου σας παρακαλώ, εκεί
ψηλά που πάτε, πάρτε με και εμένα να δω από ψηλά)!
Κάποιες φορές, η κόρη γίνεται, πέρδικα και ο νέος αετός

Σελίδα
110

(ομορφιά ο ένας, δύναμη και υπερηφάνεια ο άλλος)! Εδώ
η αναζήτηση της χαμένης κόρης, τραγούδι σχεδόν
πένθιμο, που ρωτάει, μην είδατε την κόρη μας την
πεντάμορφη; Ναι, την είδαμε την όμορφη την κόρη εψές,
τώρα είναι αργά το κακό έγινε, την είδαμε, κυνηγημένη
απ’ τους εχθρούς, να τρέχει στα πράσινα λιβάδια!
Αλίμονο, τί συμφορά, οι βάρβαροι δεν νοιάζονται ούτε
για τα νιάτα ούτε για την ομορφιά! Ακούστηκε ο
πυροβολισμός απ’ τα Τούρκικα ταμπούρια. Τίποτα καλό
δεν προμηνύεται! Θάνατος, γιατί σφαίρα έριξαν στην
όμορφη την κόρη, την ανυπεράσπιστη! Αυτή είναι η
μοίρα των υπόδουλων, ο κατακτητής ορίζει ακόμα και
την ζωή! Βέβαια δεν μπορεί κανείς να πιστέψει το
γεγονός ότι η όμορφη κόρη είναι νεκρή και σταματάει
στο σφαίρα ρίξανε, της κόψαν’ το ζουνάρι και το χαϊμαλί…
αφήνοντας τον ακροατή να υποθέσει το τραγικό τέλος!

ΑΠΟΨΕ ΜΗ ΜΕ ΚΑΡΤΕΡΕΙΣ

Απόψε μη καρτερείς, Μαριάννα, Μαριάννα,
Μαριάννα κι Αντριάνα, και μην με περιμένεις.
Κι αν λάχει και μεθύσω εγώ, Μαριάννα, Μαριάννα,
Μαριάννα και Αντριάνα, στρώσε να κοιμηθούμε.
Για στρώσε έξω στην αυλή, Μαριάννα, Μαριάννα,
Μαριάννα κι Αντριάνα, κι έξω στο περιβόλι
να πέφτουν τα άνθη επάνω σου, Μαριάννα, Μαριάννα,
Μαριάννα κι Αντριάνα, τα φύλλα στην ποδιά σου!

Σελίδα
111

Αγάπη μου! Απόψε δεν μπορώ να 'ρθώ κοντά σου,
πονάει η ψυχή μου, στεναχωριέμαι αλλά ούτε να
καρτερείς ούτε να περιμένεις! Σπαράζει η καρδιά απ’ την
απουσία σου και με οδηγεί στο πιόμα για να ξεχαστώ!
Άμα λάχει και μεθύσω, όμως, απ’ το πιοτί το πολύ,
ετοίμασε τα στρώματα!
Το πιοτό θα νικήσει κάθε δισταγμό, κάθε αμφιβολία! Θα
'ρθω κοντά σου! Στρώσε τα στρώματα έξω, τίποτα δεν
μπορεί να χωρέσει τον έρωτα και τον πόθο! μας !Στρώσε
έξω στην αυλή, έξω στη ομορφιά της φύσης και του
περιβολιού σου!
Θέλω αγάπη μου τα άνθη να πέφτουν πάνω σου, να σε
στολίζουν άνθος μου! Να πέφτουν τα φύλλα στην ποδιά
σου, να σε στολίζουν πεντάμορφη! Να μπλέκουν τα
χρώματα και οι ομορφιές της φύσης και τα αρώματα της
με τα χρώματα και το άρωμα του κορμιού σου σ’ ένα
τελετουργικό λατρείας και έρωτα!

Σ’ ΑΦΗΝΩ ΤΗΝ ΚΑΛΟΝΥΧΤΙΑ

Σ αφήνω την καλονυχτιά, λαμπάδα μου γραμμένη
κι εγώ θα πάω στο σπίτι μου με την καρδιά καμένη!
Μια χάρη, κυρά μου, σου ζητώ και να με συμπαθήσεις:
Το παραθύρι τα ακρινό, απόψε μην το κλείσεις!
Κι εγώ θα 'ρθω στο σπίτι σου γλυκά να τραγουδήσω,
να σου χαϊδέψω τα μαλλιά και να σ’ αποκοιμίσω!

Καληνύχτα, αγαπημένη μου αφού δεν μπορούμε να
είμαστε μαζί! Καλή σου νύχτα, ερωτά μου αλλά μόνο η

Σελίδα
112

απόσταση θα μας κρατά χωρισμένους, λαμπάδα μου
γραμμένη!
Η καρδιά μου χίλια κομμάτια απ’ τον χωρισμό.
Όμως εγώ θα είμαι εκεί δίπλα σου, να ξαπλώνεις στο
μπράτσο μου, να σε σφίγγω στην αγκαλιά μου, να
νοιώθω την ανάσα σου.
Γι αυτό, το παραθύρι τ’ ακρινό, απόψε άφησέ το ανοιχτό.
Θα 'ρθω κρυφά στον ύπνο σου, να σου πω λόγια αγάπης
γλυκά, τραγουδώντας ψιθυριστά !
Ύστερα, τρυφερά, ανάσα μου, να σου χαϊδέψω τα μαλλιά
για να σ’ αποκοιμίσω να μην αισθάνεσαι μόνη! Θα είμαι
εκεί, στην αγκαλιά σου, να σε παρηγορώ, να νοιώθω την
ζεστασιά του κορμιού σου και να σου δίνω την αγάπη
μου και το πόθο μου!
Αν δεις στο όνειρό σου να είμαι στο πλευρό σου, μην
ξυπνήσεις και χαθεί τ’ όνειρο, άσε να ζούμε μαζί σ’ ένα
όνειρο μονάχα!

ΚΟΚΚΙΝΑ ΧΕΙΛΗ ΦΙΛΗΣΑ

Κόκκινα χείλη φίλησα κι έβαψαν τα δικά μου
και έσκυψα για να πιω νερό κι έβαψε το ποτάμι
και κοκκίνισαν τα νερά και τα ασπρολίθαρά του
και έβαψε η άκρη του γιαλού και η μέση του πελάγου,
κατέβ' αϊτός να πιει νερό κι έβαψαν τα φτερά του
και έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο!

Αν πάρεις κι ακούσεις οποιοδήποτε τραγούδι που έχει
κάπου στους στίχους του δυο χείλη, θα καταλάβεις πως

Σελίδα
113

το κόκκινο χρώμα είναι άμεσα συνυφασμένο με το
συγκεκριμένο σημείο του προσώπου.
Κόκκινα χείλη φίλησα… το τραγούδι αυτό τραγουδιέται
και σ’ άλλα σημεία της πατρίδας μας, πάντα με τον ίδιο
συμβολισμό, το κόκκινο του έρωτα στα χείλη που περνά
στα χείλη του συντρόφου ή στο μαντίλι (σε άλλη
παραλλαγή).
Είναι τόσο έντονο και χρώμα με πάθος που ότι
ακουμπήσει το βάφει.
Από τ’ ασπρολίθαρα του ποταμού, στις φτερούγες του
περήφανου αετού κι από εκεί, στα ουράνια.
Όπως στον έρωτα που ξεκινάει από τα χείλη, ριζώνει στην
καρδιά και εκτοξεύεται στα ουράνια.
Κόκκινο σύμβολο του πάθους και της αγάπης! Ο νιος
που τραγουδά το πάθος του φιλιού της αγαπημένης του
που βάφει τα ουράνια!

ΠΟΙΟΣ ΝΑ ΤΑΝ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑΓΕ

Ποιός να ’ταν που τραγούδαγε (ν) εψές με το φεγγάρι
και ξύπνησε τα δυο χωριά, τα πέντε βιλαέτια,
ξυπνάει και μια καλογριά, στα ράσα της ντυμένη,
καλοπετάει τα ράσα της και βάζει τα φλουριά της!

Ιστορίες αγάπης, ιστορίες έρωτα, σιγοτραγουδημένες από
απλούς ανθρώπους.
Ιστορίες για χαμένες αγάπες και σχέσεις, με άδοξο τέλος,
ιστορίες για το χωρισμό αλλά και για την ευτυχία που
φέρνουν η αγάπη και ο έρωτας.

Σελίδα
114

Τα πάντα γραμμένα απ’ την ψυχή των Σαρακατσάνων με
την δωρικότητα της φυλής, με στίχο απλό αλλά
κατανοητό χωρίς φληναφήματα και με τρυφεράδα απλή,
σχεδόν τραχιά, άγρια μεν με πάθος δε αλλά συγχρόνως
ρομαντική και ευαίσθητη.
Εδώ ο νιος τραγουδάει μόνος του ερωτικά με φωνή που
μαγεύει, φέρνει ζάλη (αντράλα) και γλυκιά απαντοχή. Το
τραγούδι ξεσηκώνει, ζαλίζει, μεθάει και κάνει την
καλόγρια να απαρνηθεί το σχήμα της. Αλλά δεν τα
πετάει (ο σεβασμός) καλοπετάει, τα αφήνει, τα παρατάει
να ακολουθήσει τον νιό! Ως αντίθεση των ράσων, βάζει τα
φλουριά της να λάμπει, για να ακολουθήσει τον
αγαπημένο. Εδώ, όπως και σ’ ένα τραγούδι της άσπρης
άσπρα μοιάζουνε (παπά ξεπαπαδεύεις) αλλά και σε άλλα,
φαίνεται και η εκτίμηση, η σχέση των Σαρακατσάνων με
το σχήμα, καλοπετάει και μην ντύνεσαι προκλητικά, μην
ξεπαπαδέψεις ... κ.α !

ΤΑ ΤΣΕΛΙΓΚΑΤΑ ΚΙΝΗΣΑΝ

Ήρθε και πάλι η άνοιξη, καημένη μάνα μου,
ήρθε και πάλι η άνοιξη, ήρθε το καλοκαίρι,
τα τσελιγκάτα, μάνα μ’, κίνησαν, καημένη μάνα μου
τα τσελιγκάτα κίνησαν, στα διάσελα να βγούνε
κι εγώ ο (ν)ο μαύρος κείτομαι, καημένη μάνα μου,
κι εγώ ο (ν)ο μαύρος κείτομαι στο στρώμα στο κρεβάτι,
ποτές μου δε, μάνα μ’, θα σηκωθώ, καημένη μάνα μου!

Ο αέναος δρόμος, η φυγή και η επιστροφή! Η στράτα! Ο
πόθος κάθε Σαρακατσάνου να 'ρθεί η άνοιξη, να

Σελίδα
115

πρασινίσουν τα βουνά για να βγουν τα τσελιγκάτα στα
διάσελα! Να ξαναγεμίσουν τα βουνά, τα διάσελα και τα
λαγκάδια από τους ήχους των κουδουνιών, να γεμίσει ο
αέρας φωνές χαρμόσυνες!
Ο χειμώνας, εχθρός, φυλακή και ανημποριά, το
ξεκαλοκαιριό ελευθερία, ανάσα! Εδώ ο πόθος του
Σαρακατσάνου που ανήμπορος κείτεται και δεν θα
σηκωθεί. Ακόμα πιο σκληρός ο πόνος για την έρμη την
μάνα που ακούει το βαριά άρρωστο βλαστάρι της να λέει
“ποτέ μου δεν θα σηκωθώ”!
Θα δανειστώ εδώ μια φράση του μεγάλου λογογράφου
και καλυβοδάσκαλου που πέτυχε με το έργο του
(Γλυκοχάραμα) να προσφέρει πολλά στην παράδοση των
Σαρακατσάνων!
Περιγράφει, λοιπόν, ο Μενέλαος Λουντέμης την πορεία
προς τα χειμαδιά για να καταλάβουμε τον πόθο της
αντίθετης πορείας προς τα ξεκαλoκαιριά:
“Πρώτα πέρασαν κάτι σκυμμένοι άνθρωποι, τραβώντας τα
μουλάρια τους. Η καρδιά τους ήταν ισκιωμένη. Τί στο
χειμώνα πάγαιναν, τί σε λείψανο, το ίδιο ήταν”.

ΝΙΑΤΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΛΕΒΕΝΤΙΑ ΜΟΥ

Νιάτα μου, καημένα νιάτα, νιάτα μου και λεβεντιά μου,
νιάτα μου και λεβεντιά μου, δε σας γλέντησε η καρδιά
μου!
Γλεντάτε νέοι, καημένα νιάτα, γλεντάτε νέοι τον ντουνιά,
γλεντάτε νέοι τον ντουνιά, τα νιάτα δεν γυρίζουν πια!
Όποιος τα νιάτα, καημένα όποιος τα νιάτα γλέντησε,
όποιος τα νιάτα γλέντησε, αυτό μονάχα κέρδισε!

Σελίδα
116

Το παράπονο του βασανισμένου “νιάτα μου, καημένα
νιάτα που δεν πρόλαβα με τις δυσκολίες της ζωής να σας
ζήσω. Να ευχαριστηθεί η καρδιά μου την λεβεντιά και
την ζωντάνια που χαρίζουν τα νιάτα. Την φλόγα της ζωής
να την σβήσω έστω λίγο, να χαρώ». Η λεβεντιά, η χάρη,
τα νιάτα, η ομορφιά, το μεγαλείο της ψυχής, η αρχοντιά
της ράτσας, γίνανε τραγούδια σε πολλές παραλλαγές
πάντα όμως με την άσβεστη φλόγα για γλέντι για ζωή!
Προτρέπει τώρα, αυτός που δεν πρόλαβε να γευτεί αυτή
την χαρά, τους νέους να μην κάνουν το δικό του λάθος
και δεν χαρούν και δεν γλεντήσουν τον ντουνιά γιατί η
ομορφιά και η νιότη παρέρχονται και, αν δεν τις
γλεντήσεις στον καιρό τους, δεν ξαναγυρίζουν. “Τα νιάτα
χώμα γίνονται κι η λεβεντιά χορτάρι κι αυτά τα κατσαρά
μαλλιά…” λέει σε άλλα δημοτικά τραγούδια, τονίζοντας
το αδύνατο της επιστροφής. Το μόνο κέρδος που μένει
στο τέλος της ζωής, είναι οι μέρες που, όταν μπορούσε
στα νιάτα του ο άνθρωπος, γλέντησε την ζωή!

ΗΡΘ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΡΥΓΟΝΑ ΜΟΥ, ΗΡΘΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ
ΦΥΒΓΟΥΜΕ

Ηρθ' ο καιρός, λέει τρυγόνα μου, ήρθ' ο καιρός να
φύβγουμε,
τρυγόνα μου γραμμένη, καιρός να χωριστούμε
Καλύτερα, λέει τρυγόνα μου , καλύτερα να φύβγουμε,
τρυγόνα μου γραμμένη, παρά να χωριστούμε.
Να λείψουμε, λέει τρυγόνα μου, να λείψουμ’ απ’ τα
βάσανα,

Σελίδα
117

τρυγόνα μου γραμμένη, τα σύλλογα του κόσμου.
Κι όντας ανοί - λέει τρυγόνα μου - κι όντας θα ανοίξει ο
ξέρακας,
τρυγόνα μου γραμμένη, να βγάλει νιο βλαστάρι,
Τότες κι εμείς, λέει τρυγόνα μου, τότες κι εμείς θα
σμίξουμε,
τρυγόνα μου γραμμένη, στον Αη Λιά, στη ράχη!

Ο χωρισμός είναι ένα μικρό πένθος όπου, βιώνοντας την
απώλεια του συντρόφου μας, της σχέσης, των ονείρων,
των προσδοκιών, ή των δικών μας ανθρώπων και
καταστάσεων, χανόμαστε.
Όταν έρθει η ώρα, ο καιρός του χωρισμού, κάνοντάς μας
να νιώθουμε ακόμα πιο μικροί και λίγοι στην
αντιμετώπιση της ζωής, πονάμε και σαν άνθρωποι
λυγίζουμε.
Είναι ανθρώπινο χαρακτηριστικό να δραματοποιούμε
καταστάσεις και να τις γενικεύουμε όταν δεν νιώθουμε
συναισθηματικά καλά αλλά εδώ ο πόνος συγκεντρώνεται
σε ένα πράγμα, σ αυτήν που είναι η τρυγόνα (τρυγόνα
είναι η αγαπημένη, συνήθως, η νια, η όμορφη στα
δημοτικά μας τραγούδια).
Δεν γίνεται να χωριστούμε, δεν γίνεται να πούμε αντίο,
είναι αβάσταχτο, είναι ένας θάνατος.
Καλύτερα να φεύγουμε σαν να πηγαίνουμε κάπου
πρόσκαιρα, παρά να χωριστούμε, καλύτερος ο θάνατος
απ’ τον χωρισμό!
Να λείψουμε απ’ τα βάσανα και τις έγνοιες που θα μας
φέρει η ζωή χωριστά και από αυτά που συλλογάται ο
κόσμος που χωρίζει.

Σελίδα
118

Και όταν ανοίξει ο ξέρακας και βγάλει νιο βλαστάρι (ποτέ
μάλλον, πώς είναι δυνατόν να ξαναβλαστήσει το
ξεράδι)τότε και εμείς θα ξανασμίξουμε στου Αη Λιά την
ράχη.
Μια άλλη εκδοχή είναι, ο χωρισμός να είναι πρόσκαιρος.
Αυτός που συμβαίνει όταν αποχωριζόμαστε κάποιον για
κάποιο διάστημα και όλη η αναφορά έχει να κάνει με
τον χωρισμό στα ξεκαλοκαιριά που είναι, μεσ’ στην
πίκρα της, η καλύτερη εκδοχή.
Καλύτερα να φύγουμε έτσι απλά να μην χωρίσουμε με
πίκρα και λόγια αποχωρισμού… και όταν πάλι την
άνοιξη τα ξερά θα ξαναβλαστήσουν, τότε κι εμείς θα
ξανανταμώσουμε στις ράχες!
Λέει ο καθηγητής Γιώργης Γιατρομανωλάκης:
Εκείνοι που δεν τρέφουν καμιά ψευδαίσθηση για πιθανή
ανάσταση και εξαγορά σωμάτων και ψυχών, είναι, όσο και
να φαίνεται περίεργο, οι ανώνυμοι ποιητές των τραγουδιών
του Κάτω κόσμου και των μοιρολογιών.
Οι νεκροί του δημοτικού τραγουδιού κατεβαίνουν στον
Κάτω κόσμο, στο τέταρτο και κατώτατο επίπεδο του
θεολογικού σύμπαντος, χωρίς ελπίδα για επάνοδο στη ζωή
και ανάσταση, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις
αδρανείς σκιές του ομηρικού Άδη.
Εδώ (στα τραγούδια του Κάτω κόσμου) η ανάσταση
διατυπώνεται μόνο μέσα από το μοτίβο του «αδύνατου»,
δηλαδή του παντελώς ανέφικτου, «όταν ανθίσει ο ξέρακας
και βγάλει νια βλαστάρια/ κι όταν ασπρίσει ο κόρακας
και γένει περιστέρι».

Σελίδα
119

ΕΝΑΣ ΑΗΤΟΣ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ

Ένας αυτός αητός περήφανος, ένας αητός λεβέντης,
παγώσανε τα νύχια του και ’πέσαν τα φτερά του,
αγνάντια πήγε κι έκατσε ψηλά σε ένα λιθάρι
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει:
Ήλιε για λάμψε πιο πολύ να λιώσουνε τα χιόνια
να ζισταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου
για να πετάξω πιο ψηλά να πάω στη φωλιά μου!

Το δημοτικό τραγούδι λέει: «Ένας αετός περήφανος, ένας
αετός λεβέντης».
Περήφανος είναι ο αετός και δεν καταδέχεται να φάει
κάτι που δεν είναι δικό του θήραμα.
Είναι και λεβέντης γιατί δε διστάζει να επιτεθεί ακόμη
και στον άνθρωπο όταν ερεθιστεί ή όταν προστατεύει το
σύντροφό του και τα μικρά του.
Όπως είναι γνωστό, όσο γερνάει ο αετός, το πάνω ράμφος
του μεγαλώνει και κυρτώνει τόσο που δεν μπορεί να φάει
και πεθαίνει από την πείνα.
Σύμφωνα με την παράδοση «Κάποτε ο αετός ήταν
άνθρωπος και αδίκησε φιλοξενούμενο.
Για την πράξη του αυτή τιμωρήθηκε αυστηρά με διπλή
ποινή.
Η πρώτη, να γίνει πουλί και η δεύτερη, να πεθάνει από
ασιτία».
Κατ’ άλλη παράδοση, στα γερατειά του, λόγω του
ράμφους του, δεν μπορεί να φάει και τότε γίνεται
πολυπότης.

Σελίδα
120

Μια παράδοση από τη μεσαιωνική περίοδο, αναφέρει
πως όταν γεράσει ο αετός, ανεβαίνει στα ουράνια κι από
κει πέφτει με μεγάλη ορμή πάνω σε βράχο και σπάει το
γυριστό ράμφος του. Μετά λούζεται στην Αχερουσία
λίμνη και στη συνέχεια κάθεται απέναντι από τον ήλιο
και γίνεται νεότερος.
Πιθανόν οι στίχοι να βασίζονται πάνω σε αυτήν την
παράδοση. Ή απλά, σύμφωνα με την παράδοση που λέει
ότι με τον ήλιο ξανά γίνεται νέος, ο αετός και, αφού απ’
την πολλή παγωνιά πέσουν τα φτερά του, παρακαλάει
τον ήλιο να βγει να λιώσουνε τα χιόνια για να ξαναγιάνει.

ΠΟΙΟΣ ΕΙΔΕ ΗΛΙΟ ΑΠΟ ΒΡΑΔΥ

Ποιος, μωρέ, ποιός είδε ήλιο από βραδύ
Ποιός είδε ήλιο από βραδύ κι αστρί το μεσημέρι,
Ποιός είδε κόρη(ν) όμορφη στην σκάλα ν’ ανεβαίνει;
(ν)Ανέβηνε, κατέβηνε, στη βρύση για να πάει,
στη βρύση είν’ ο μοναχογιός, ποτίζει τ’ άλογό του.…………

Ο ήλιος αποβραδίς και το άστρο το καταμεσήμερο, σε
όλα τα τραγούδια (όπως και στα καράβια στην στεριά
κ.α), υποδηλώνουν το αδύνατο. Αυτό που δεν είναι το
σύνηθες!
Σε ένα άλλο χαιρετισμό σε δημοτικού τραγουδιού λέει:

Ποιός είδε(ν) ήλιο το βραδύ κι' άστρι το μεσημέρι;
Ποιός είδε τη Λιογέννητη ;...................................
Ή το:

Σελίδα
121

Ποιός είδε ήλιο από βραδύς κι άστρα το μεσημέρι;
Ποιός είδε κόρη ανύπαντρη στους κλέφτες καπετάνιο!
........

κόρη η πεντάμορφη, η ηλιογέννητη, ανεβοκατεβαίνει τις
σκάλες να δει τον νιο στην βρύση για να τρέξει. Να πάρει
τη στάμνα να πάει στην βρύση για νερό, να συναντήσει
αυτόν που θέλει.
Η βρύση είναι ο μόνος χώρος που θα συναντήσει ο νιος
την νια ή το αντίθετο, χωρίς να γίνει το κουτσομπολιό.
Ο μόνος χώρος που μπορεί ο νιος και η νια να λάβουν ή
να δώσουν ένα μήνυμα!
Ο μοναχογιός, ο μικρός και χαϊδεμένος που έναν τον
έχει η μάνα του έναν και κανακάρη, εκεί ποτίζει τ’ άλογο
και η παρουσία του γίνεται αφορμή για την νια να πάει
στη βρύση για νερό.

ΟΒΡΙΑ

Απ' την Οβριά θα' λα διαβώ, χάνομαι ο ξένος, χάνομαι!
Να ζεις κουμπαροπούλα, κι απ' της οβριάς την πόρτα
Βρίσκω ’ν Οβριά που λούζονταν να πλένει τα μαλλιά της!
-(ν)Οβριά μ’ τί μάνα σ’ έκανε και τί πατέρας σ’ έχε;
-Η μάνα μ’ ήταν πέρδικα, πατέρας μου πετρίτης!

Σελίδα
122

Η Οβριά αναφέρεται ήδη από το 1695 ως περιοχή με
εκκλησιαστικά κτήματα. Το 1699 αναφέρεται σε
κατάλογο των χωριών της Αχαΐας με την επωνυμία
"Οβριές" ενώ από το 1715 έχει δική της ενορία, με
προεξάρχουσα εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου. Το
1828 αναφέρεται στον κατάλογο χωριών της Αχαΐας ως
Οβριές (οικισμοί του Μοριά 1828). Στο όρος Χελμός, το
Παναχαϊκόν, στην Κυλλήνη διαβιούν, κατά την
Χατζημιχάλη, 174 τσελιγκάτα και 355 οικογένειες με
70.770 γιδοπρόβατα. Αποτελεί διάβα Σαρακατσάνων που
κατεβαίνουν από τα παραπάνω βουνά να ξεχειμάσουν
στους κάμπους της Αχαΐας, Κορινθίας, Μέγαρα, ίσαμε
τον Πόρο.
Οικισμοί με την ονομασία «Οβριά» ή «Εβραïκή», εκτός
της προαναφερόμενης, υπήρχαν και σε άλλες πόλεις της
Ελλάδας, όπως Θεσσαλονίκη, Γιάννενα, Κομοτηνή κ.λ.π.
Στην δημοτική μούσα η «Οβριά», έκφραση προερχόμενη
από τη λέξη «Εβραία» που σήμαινε την όμορφη, τη
μάγισσα η οποία ξελόγιαζε.
Πιθανολογώ ότι το τραγούδι είναι ο θαυμασμός
διερχόμενου απ’ τις περιοχές των ντόπιων όπου το
λούσιμο στην αυλή δεν αποτελεί κάτι σπάνιο αλλά
εκπλήσσει τον Σαρακατσάνο που δεν το συνηθίζει.
Όπως τον εκπλήσσει ευχάριστα και η ομορφιά της
ντόπιας απ’ την Οβριά και αναρωτιέται Οβριά μ’ τί μάνα
σ’ έκανε και τί πατέρας σ’ έχει για να πάρει την απάντηση
ότι η μάνα της είναι όμορφη και καμαρωτή σαν πέρδικα
και ο πατέρας της πετρίτης, το γρηγορότερο και
δυνατότερο γεράκι!

Σελίδα
123

ΚΑΤΕΡΙΝΑΚΙ

Ψες αργά σ’ είδα στη βρύση, το Κατερινάκι μου,
Σ’ είδα πο ’παιρνες νερό, το Ρινάκι μοναχό.
Άσπρος ήταν ο λαιμός σου, το Κατερινάκι μου,
Άσπρος, άσπρος σα χαρτί, Κατερίνα μου μικρή,
μαύρα ήταν τα μαλλιά σου, το Κατερινάκι μου,
μαύρα σαν καραμπογιά, Κατερίνα μου γλυκιά,
μαύρα τα γλυκά της μάτια, το Κατερινάκι μου,
μαύρα σαν διαμαντικά, Κατερίνα μου γλυκειά!

Η Ρινούλα, πεντάμορφη, άσπρη σαν το χιόνι, άσπρη σαν
το χαρτί, πάλλευκη ανέγγιχτη και κόκκινη σαν
τριαντάφυλλο! Κόρη ζηλευτή και αγαπημένη, να την
κοιτάει από μακριά ο νέος στην βρύση, την κρυόβρυση
που παίρνει νερό. Εκεί που συναντιούνται οι νιές και τα
παλικάρια, στην κρύα βρύση.
Όπου πάνε οι κοπέλες να γεμίσουν τις στάμνες και τα
παλικάρια να ποτίσουν τ’ άλογα.
Το παλικάρι βλέπει την κόρη μόνη στη βρύση και
αναστενάζει!
Σε βλέπω μόνη να γεμίζεις, τί καλά να ήμασταν μαζί,
κόρη με τον άσπρο τον λαιμό και τα κατάμαυρα μαλλιά
όπου θαρρείς και είναι βαμμένα με καραμπογιά!

Σελίδα
124

ΞΥΠΝΑ ΠΕΡΔΙΚΟΜΑΤΑ ΜΟΥ

- Ξύπνα, περδικομάτα μου, (τ) ήρθα στη γειτονιά σου,
χρυσά πλεξούδια σου ’φερα να πλέξεις στα μαλλιά σου!
- Δεν το ’ξερα, λεβέντη μου, πως είναι η αφεντιά σου
να γένω γης να με πατείς, γιοφύρι να περάσεις,
να γένω κι ασημόκουπα να σε κερνάω να πίνεις,
εσύ να πίνεις το κρασί κι εγώ να λάμπω μέσα!

Η πέρδικα για τους Σαρακατσάνους (και όχι μόνο) είναι
το ομορφότερο και πιο καμαρωτό απ’ όλα τα πουλιά,
σύμβολο της ομορφιάς, της χαράς, της γυναικείας
περηφάνιας. Πολλά τραγούδια, ταυτίζοντας την πέρδικα
με την νέα κοπέλα, συχνά την ονομάζει «γιορτινάτη»,
«καμαρωτή», «περδικομάτα» κ.α.
Σε πολλούς στίχους δημοτικών τραγουδιών εξυμνείται το
καμάρι, η ομορφιά, η ανωτερότητα, η υπερηφάνεια, η
εξυπνάδα, η χάρη, η αυτοθυσία και η αγάπη για τα
παιδιά της πέρδικας υπονοώντας κάποια κοπέλα, μάνα,
ή γυναίκα. Το συγκεκριμένο τραγούδι που προέρχεται
μάλλον από τα Τζουμέρκα, απαντάται στον
Σαρακατσάνικο όπως και στον Ηπειρώτικο γάμο.
Ο λεβέντης φτάνει στην γειτονιά της αγαπημένης του
που την παρουσιάζει σαν πέρδικα, να την ξυπνήσει
κουβαλώντας μαζί του χρυσά στολίδια, να πλέξει στα
μαλλιά της. Αυτή, ξαφνιασμένη από το πρόωρο ξύπνημα
απαντάει δεν ήξερα, αγαπημένε μου, ότι ήρθες για τ’
εμένα, να γίνω γης, να γίνω γιοφύρι για σένα! Αλλά,
κυρίως, να γίνω ασημόκουπα να σε κερνάω να πίνεις και
αφού θα με ακουμπούν τα χείλη σου εγώ θα λάμπω!

Σελίδα
125

Πόση ομορφιά, πόση σεμνότητα, πόση αυταπάρνηση! Ας
γίνω γη, να πατάς πάνω μου, γέφυρα να περνάς τα
αφρισμένα ποτάμια. Σε κάποιες εκδοχές, απαντάται και
με πρόσθετους στίχους.

- Κι αν ήρθες καλωσόρισες, ας έκανες και κόπο,
ήρθες και μας ομόρφυνες τον άσχημο τον τόπο!

Όπως και αυτό

Ρίξε νερό στην πόρτα σου να μπω να ξαγλυστρίσω
Να μπω στην αγκαλιά να' 'ρθω να σε φιλήσω

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑ ΠΕΡΔΙΚΑ

Σαρακατσάνα πέρδικα, αηδονοπερδικούλα,
πέταξε για την ξενιτιά, πέταξε μοναχούλα.
Σε ξένο δάσος βρέθηκε, δέντρο αρμαθιασμένο,
ξόβεργες είχαν τα κλαριά, δροσιά ήταν σπαρμένο.
Σαρακατσάνα πέρδικα. αηδονοπερδικούλα
πέταξε για την ξενιτιά. πέταξε μοναχούλα.
Δεν πιάστηκε. δεν κιότεψε. άνοιξε τα φτερά της.
σ ένα δεντρί. χρυσό δεντρί. έπλεξε την φωλιά της!
Την μέρα γλυκολάλαγε, την νύχτα κελαηδούσε,
μάγευε γύρω τον ντουνιά σαν γλυκοτραγουδούσε!
Σαρακατσάνα πέρδικα, αηδονοπερδικούλα,
πέταξε για την ξενιτιά, πέταξε μοναχούλα.

Σελίδα
126

Άλλο ένα τραγούδι για την πέρδικα, την όμορφη κοπέλα,
των Σαρακατσάνικων τραγουδιών, την αηδονολαλούσα,
την κοσμοπερπατημένη, την καμαρωτή και γιορντινάτη,
την πλουμιστή που χιλιοτραγουδήθηκε κι έγινε σύμβολο
λεβεντιάς, ομορφιάς, περηφάνιας.
Στα δημοτικά τραγούδια η πέρδικα αποτυπώθηκε
επίσης ως αγαπητικιά, ως μάνα, ως γυναίκα με θάρρος
και λεβεντιά! Μοναχούλα κινάει να βρει την τύχη της
στην ξενιτιά και παρ όλες τις αντιξοότητες και τις παγίδες
της ζωής, δεν σταματάει, δεν κιοτεύει και φτιάχνει την
φωλιά της.
Όχι οπουδήποτε αλλά, κατά πως πρέπει σε μια πέρδικα,
σε χρυσό δεντρί. Εκεί που στήνει την φωλιά της, βγάζει
όλα τα χαρίσματά της και κάνει τον ντουνιά να μαγεύεται
από τις χάρες της και την ομορφιά της.
Tους κάνει όλους να μιλούν με τα καλύτερα λόγια για
την μοναχούλα πέρδικα την αηδονολαλούσα.

Σ’ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΡΑΧΕΣ ΤΙΣ ΨΗΛΕΣ

Σ’ αυτές τις ράχες τις ψηλές λεβέντες μου πού πάτε;
Σας βλέπει ο γέρο τσέλιγκας, τα νιάτα του θυμάται
Τσέλιγκα γέρο τσέλιγκα του λεν δυο βλαχοπούλες
Πόσες φορές ανέβηκες σε εκείνες τις ραχούλες
πολλές φορές ανέβηκα και σαν το λεοντάρι
μα τώρα πια εγέρασα δεν είμαι παλικάρι.

Ο Γεροτσέλιγκας που κοιτάει τα βουνά με πίκρα με
μελαγχολία!

Σελίδα
127

Αγναντεύει τους νιους να τα περπατάν ακούραστα από
ράχη σε ράχη, μελαγχολεί και θυμάται τότε που ήταν
νιος κι εκείνος και τα περπατούσε. Που διάβαινε από
ραχούλα σε ραχούλα και απολάμβανε την δροσιά και
την ελευθεριά τους .
Στιγμές που του φέρνουν στο μυαλό άλλες εποχές άλλες
καταστάσεις στιγμές που τον κάνουν να θυμάται πόσες
φορές ανέβηκε.
Όχι μόνο περπατώντας αλλά με ορμή, ακούραστα σαν το
λιοντάρι. Τώρα όμως δεν μπορεί δεν είναι παλικάρι
αχ..να ταν τα νιάτα δυο φορές τα γηρατειά καμιά!...
Η ψυχή θέλει πετάει πάνω και απ τις βουνοκορφές μα
το σώμα δεν ακολουθεί αγναντεύει μόνο από μακριά τις
ραχούλες και θυμάται.
Λέει σε ένα ποίημα του ο Γιώργος Ρούφος που σχεδόν
περιγράφει αυτό το μοναδικό δέσιμο με τα βουνά των
Σαρακατσάνων:

...κάτσ’τε στην πρασινάδα μας στον ίσκιο στη δροσιά μας
Αυτά είν’ τα δικά μας τα χαλιά, αυτά είναι τα στρώματα
μας,
Νεράκι, ίσκιος και δροσιά, τα δώρα τα δικά μας!

Σχέση μοναδική! Το σπίτι του Σαρακατσάνου, το βουνό
που παρά τις δυσκολίες στις κακοτράχαλες πλαγιές,
πολλές φορές είναι έρωτας, είναι το χαλί, το στρώμα, το
κρεβάτι! Σε πολλά μας τραγούδια και μόνο που τα
αντικρίζει ο Σαρακατσάνος δακρύζει αναπολώντας.

Σελίδα
128

ΒΑΡΚΟΥΛΑ

Βαρκούλα (ν)έρχεται απ’ τη Χιό, (ν)όλο την άκρη το γιαλό.
- Βαρκούλα μ’ τί χαλέβ’ς εδώ, μεσ’ στο δικό μας το γιαλό;
-Ήρθα να ιδούν τα μάτια μου, αν μ’ αγαπάει η αγάπη μου!
-Ποιός το είπε, δενδρουλάκι μου, δεν σ’ αγαπώ, πουλάκι
μου;
Αν το είπε ο ήλιος να μη βγει, τ’ άστρι να μην ξημερωθεί!

Οι Σαρακατσάνοι, διασκορπισμένοι σ' ολόκληρη την
Ελλάδα εκτός από τα νησιά αν εξαιρέσουμε την βόρεια
Εύβοια! Οπότε, θεωρώ, πως το τραγούδι τραγουδήθηκε
στα παράλια από βόρεια Εύβοια μέχρι τον Έβρο!
Κυρίως δε, θεωρώ, ότι πρέπει να ξεκίνησε στα παράλια
της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης όπου και
απαντιόνταν τα περισσότερα χειμαδιά των
Σαρακατσάνων.
Τα γνωστά νησιά της εποχής Θάσος, Ζαμπαθράκη ( η
Σαμοθράκη) Λήμνος, Λέσβος και Χίος ή Χιός, το
μακρινότερο σε απόσταση.
Ο τραγουδιστής βλέποντας καράβια στο Θρακικό
πέλαγος αναρωτιέται βαρκούλα μ’ που έρχεσαι από τόσο
μακριά (Χιό) τί χαλέβ’ς εδώ μες τον δικό μας το γιαλό;
Ήρθα, απαντάει, να δουν τα μάτια μου, την αγάπη μου
που είναι τόσο μακριά μήπως λόγω της απόστασης και του
χρόνου που έχω να την δω, βρήκε άλλον και αγάπησε και
εμένα με έχει παρατήσει.
Η αμφιβολία του αγαπημένου που ζει μακριά απ’ την
αγάπη του. Αλλά δεν είναι δυνατόν!

Σελίδα
129

Όταν η αγάπη είναι δυνατή, είναι και στέρεα.
Πώς είναι δυνατόν, πουλάκι μου, να σκέπτεσαι έτσι;
Πώς είναι δυνατόν, δροσερό μου δένδρο (δενδρουλάκι
μου,) να μην σ’ αγαπώ!
Το τραγούδι αυτό (που τραγουδιέται και σε άλλες
περιοχές – στη Θεσσαλία είναι «ύμνος») είναι ένα από τα
δυο κυρίαρχα τραγούδια του συμπεθεριακού όταν
κινούσαμε να πάμε να φέρουμε την νύφη, μαζί με το
Σιγαλά βρέχει ο ουρανός, σιγαλός ψιχαλισμός.

ΓΛΥΚΟΧΑΡΑΖΟΥΝ ΤΑ ΒΟΥΝΑ

Γλυκοχαράζουν τα βουνά κι η αγάπη μου κοιμάται!
- Σιγά παιδιά μ' διαβαίνετε, να μην μου την ξυπνάτε
κι εγώ θα πάω στη πόρτα της, γλυκά να τραγουδήσω,
να βγει απ’ το παράθυρο, θέλω να της μιλήσω!

Οι δύο κορυφαίες και ομορφότερες στιγμές της μέρας το
γλυκοχάραμα και η δύση του ήλιου! Με αυτό του
γλυκοχαράματος να υπερέχει γιατί είναι η όμορφη
στιγμή που η νύχτα γίνεται μέρα, είναι η στιγμή που το
φως νικά το σκοτάδι. Σ’ αυτούς που αγαπάνε, ξυπνάει
μέσα τους και η αγάπη μετά την νυχτερινή ανάπαυλα,
απ’ την τυρράνια της μοναξιάς ! Αυτοί που ζουν χώρια
και μόνοι, θέλουν σκοτάδι και νύχτα σαν την καρδιά
τους…
Γλυκοχαράζουν τα βουνά, μα εγώ τα βλέπω σκοτεινά!
Σε λίγο όμως θα φέξει, οι άντρες είναι ήδη στο πόδι για
δουλειά. Η φύση ξυπνάει, θα παν’ τα πουλάκια στα
κλαριά για τα πρώτα τραγούδια, κι εσύ, αγάπη μου,

Σελίδα
130

κοιμάσαι μοναχή. Είναι η ώρα που για τους
ερωτευμένους ξυπνάει πάλι η αγάπη και το μυαλό
γυρίζει εκεί στην αγαπημένη. Σιγά, παιδιά διαβαίνετε απ’
την ρούγα της, μην μου την ξυπνήσετε ακόμα. Σε λίγο θα
είμαι εκεί, στην πόρτα της να τραγουδήσω γλυκά για να
ξυπνήσει όμορφα! Να βγει, μαγεμένη, απ’ το παράθυρο
γιατί θέλω να της μιλήσω! Να της εξομολογηθώ τον έρωτα
μου να της πω τα αισθήματα που με καίνε όλη νύχτα! Το
αγγελικό σου πρόσωπο και η ομορφιά σου μοιάζει, με τα
χρώματα της αυγής.
Το γλυκοχάραμα έχει τραγουδηθεί σε πάρα πολλές
εκδοχές, άλλοτε για τους έρωτες τους ανεκπλήρωτους,
άλλοτε σαν λύτρωση απ’ την βασανιστική νύχτα και
άλλοτε σαν ξεκίνημα μια καινούργιας μέρας!
Ωραία που ’ναι την αυγή, όταν γλυκοχαράζει
χαρά σε κείνη την καρδιά που δεν αναστενάζει!
και
Μια ώρα μόνο χαίρομαι, όταν γλυκοχαράζει
που κάνει στάση η καρδιά και βαριαναστενάζει!

ΝΥΣΤΑΞΑΝ ΤΑ ΜΑΤΑΚΙΑ ΜΟΥ

Νυστάξαν τα ματάκια μου, θέλουν να κοιμηθούνε,
μα δεν κοιμούνται μοναχά, στο στρώμα στο κρεβάτι,
θέλουν και κόρη (ν)όμορφη, να την γλυκοφιλούνε!

Θέλω να κοιμηθώ. Ο ύπνος σε τέτοια νιότη είναι ντροπή,
μα εγώ νυστάζω. Είναι γιατί δεν αντέχω στα όνειρα, λέει ο
Λουντέμης στο «Καληνύχτα ζωή».

Σελίδα
131

Όμως μπορεί τα μάτια και το σώμα να έχουν παραδοθεί
από την κούραση και το ξενύχτι, δεν γίνεται, δεν
μπορούν να κλείσουν τα μάτια μου.
Ας είμαι νέος
Σ’ αγαπώ, πώς να κοιμηθώ μονάχος;
Πώς αυτό το στρώμα, άδειο από σένα, δεν θα με
κρατήσει άγρυπνο καθώς οι σκέψεις κι η μορφή σου θα
στροβιλίζονται στο μυαλό μου;
Πώς τα μάτια μου να κλείσουν, όμορφή μου αγάπη,
χωρίς εσένα δίπλα μου; Χωρίς τους ωκεανούς των δικών
σου ματιών;
Χωρίς τα χείλη σου δίπλα στα δικά μου να με
γλυκοφιλούν;
Πώς να με πιάσει ύπνος στο άδειο από σένα στρώμα;
Πώς να κλείσουν τα ματάκια μου χωρίς να με νανουρίζει
ο ήχος της ανάσας σου στο προσκεφάλι, αγάπη μου;
Σε θέλω τώρα και σε θέλω δίπλα μου για μια ζωή, να σε
φιλώ, να χάνομαι στα μάτια σου, στα χείλη σου, στα
μαλλιά σου!
Σε θέλω δίπλα μου, να σε γλυκοφιλώ, να μπορεί να
χαλαρώσει η ψυχή μου, να με πάρει ο ύπνος, να
ονειρευτώ.

ΣΙΓΑΛΑ ΒΡΕΧΕΙ ΟΥΡΑΝΟΣ
Σιγαλά βρέχει ο ουρανός, σιγανός ψιχαλισμός,
σγαλά πάω κι εγώ την αγάπη μου να ιδώ,
Και τη βρίσκω λυπημένη και βαριά βαλαντωμένη:
- Τι έχεις κόρη μου και κλαις και μένα νε δε μου το λες;
- Με μάλωσε η μάνα μου και μ’ έδειρε ο πατέρας μου!

Σελίδα
132

Eνα απ’ τα πρώτα τραγούδια που τραγουδούσαμε στο
λεωφορείο όντας κινούσε το συμπεθεριό να πάει να φέρει
την νύφη! Σιγαλή απαλή, όμορφη, όχι μανιασμένη
βροχή, σιγαλός ψιχαλισμός. Ευλογίά η σιγανή βροχή
και ο ψιχαλισμός. Έτσι σιγαλά πάω κι εγώ, να βρω την
αγάπη μου να μην τρομάξει. Όμως την βρίσκω
λυπημένη και στεναχωρημένη. Τί έχεις, αγάπη μου και
είσαι κλαμένη;
Τί έχεις, μάτια μου όμορφα, και κλαις κι εμένα ναι δεν
μου το λες;
Αγαπημένε μου, έμαθαν οι δικοί μου για μας και η μάνα
μου με μάλωσε και ο πατέρας μου με έδειρε και κλαίω και
στεναχωριέμαι.
Πόσο μπορεί να κρατηθεί μυστικός ένας έρωτας σε μια
κλειστή κοινωνία;
Τα πάντα μαθαίνονται, τα κουτσομπολιά κυκλοφορούν
με ταχύτητα αστραπής στην μικρή κοινωνία και τότε η
κόρη γίνεται στόχος και των δικών της άλλα και του
ντουνιά και πρέπει η αποκατάσταση να είναι γρήγορη
αλλιώς το κορίτσι παραδίδεται στην χλεύη των ξένων και
στην τιμωρία των δικών της.

ΓΕΡΑΣΑ Ο ΜΑΥΡΟΣ ΓΕΡΑΣΑ

Γέρασα ο μαύρος γέρασα κι άσπρισαν τα μαλλιά μου
τα ποδαράκια δεν μπορούν, τα γόνατα με σφάζουν,
να πάρω το ντουφέκι μου, να ζώσω τα άρματα μου,
να κάνω διπλά τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια
και να σφυρίξω, παιδιά μου κλέφτικα,
να μαζωχτούν οι κλέφτες.

Σελίδα
133

Η πίκρα του ανθρώπου που αγναντεύει τα βουνά και
θυμάται. Ανήμπορος πια, με άσπρα μαλλιά, με γερή την
θύμηση όμως! Η ψυχή θέλει, το σώμα, όμως, ανήμπορο,
τα πόδια δεν αντέχουν. Στα γόνατα μαχαιριές, τα χρόνια
σφάζουν κάθε θέληση. Θυμάται και η ψυχή πετάει, να
πάρει το ντουφέκι να ζωστεί τα άρματα και να βγει στα
βουνά. Να βγει, να περπατήσει τα κορφοβούνια, ν’
ανέβει σε λημέρια κλέφτικα που κάποτε τα πάταγε
καθημερνά με λεβεντιά. Να βγει στα κορφοβούνια, τα
στέκια των κλεφτών, να σφυρίξει συνθηματικά, να
μαζωχτούν οι κλέφτες, να κάνουν σύναξη!
Ο θεσμός των κλεφτών, των ανδρών που απετέλεσαν τη
«μαγιά της λευτεριάς» κατά τον εύστοχο χαρακτηρισμό
του Μακρυγιάννη, θα μείνει για πολύ ακόμη, ίσως για
πάντα, άγνωστος στις οργανωτικές του λεπτομέρειες.
Κάθε ομάδα κλεφτών αριθμούσε γύρω στα 50 παλικάρια,
χωρίς να αποκλείεται και μεγαλύτερος αριθμός. Άγραφοι
νόμοι και συνήθειες σφυρηλατημένες στον χρόνο
ρύθμιζαν τις σχέσεις των κλεφτών μεταξύ τους και με τον
καπετάνιο, τον μόνο που μπορούσε να κρίνει και να
αποφασίζει για ό,τι αφορούσε την ομάδα του και τα
παλικάρια του. Το αξίωμά του, ο καπετάνιος, το
χρωστούσε αποκλειστικά στις ικανότητές του, πράγμα
που τον ανέβαζε στη συνείδηση των κλεφτών.
Οι Σαρακατσάνοι είχαν ειδική τελετή για την ανακήρυξη
του καπετάνιου.
Ο χώρος δράσης τους, όλα τα κορφοβούνια απ’ το Μοριά
μέχρι την πεδιάδα της Ρεντίνας στον Στρυμόνα.

Σελίδα
134

Η επιλογή για τα βουνά και τα κορφοβούνια δεν είναι
τυχαία καθώς η άμυνα στα γιουρούσια των Τούρκων
απαιτεί έδαφος κατάλληλο για να γίνονται τα ταμπούρια.

ΑΝΕΒΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΣΚΑΜΝΙΑ

Ανέβα πάνω στην σκαμνιά, κι απάνω στην τριανταφυλλιά
για να κόψουμε το μήλο, θα σε πάρω δεν σ αφήνω,
μα τον άγιο Κωνσταντίνο!

Η σκαμνιά (συκαμνιά, η κοινή μουριά), δένδρο
καλλωπιστικό αλλά και καρποφόρο που με τον καρπό
του ικανοποιούσε τους ανθρώπους, υπήρχε πάντα σε
κάποια αυλή.
Η τριανταφυλλιά, στην παράδοση έχει τραγουδηθεί σε
πολλά τραγούδια κυρίως του έρωτα, της αγάπης και του
γάμου. Το τριαντάφυλλο με το θεϊκό άρωμα και τα
χρώματα του έρωτα, του πάθους, της ζωής!
Ποιός δεν έχει τραγουδήσει γι αυτό;
Ποιός δεν το έχει χαρίσει κομμένο; Ποιός δεν το έχει
καμαρώσει σαν δένδρο μονάχο, ή σε συστάδες να γεμίζει
κήπους ολάκερους;
Το ρόïδο συμβόλιζε το «άνοιγμα» στην απόλαυση της
ζωής, ήταν σύμβολο αφθονίας και έρωτα!
Εκατομμύρια άνθρωποι, μέσα στο πέρασμα των αιώνων,
έχουν εναποθέσει τις ευχές τους, την ελπίδα τους σ’
αυτό.
Το μήλο, ακόμη από την Εδέμ, έγινε σύμβολο της
γνώσης, της αθανασίας, του πειρασμού, της πτώσης του
ανθρώπου και της αμαρτίας.

Σελίδα
135

Η μηλιά, ένα καρποφόρο δένδρο ανάμεσα σε πολλά
άκαρπα, στο δάσος αποτελεί και σύμβολο καρποφορίας.
Μάλιστα, το ίδιο το μήλο κρύβει μέσα του δύο από τα
πιο γνωστά παγκόσμια σύμβολα, καθώς μια κάθετη τομή
του μας αποκαλύπτει τον πυρήνα του σε σχήμα καρδιάς
ενώ μια οριζόντια τομή του μας αποκαλύπτει τον ίδιο
πυρήνα αλλά αυτή τη φορά σε σχήμα πεντάκτινου
άστρου!
Έτσι έχουμε την καρδιά και το άστρο, την Αγάπη και τη
Σοφία να αποτελούν ουσιαστικά δύο διαφορετικές
θεάσεις του ίδιου πυρήνα!
Όλα αυτά τα συμβολικά δένδρα στο τραγούδι, για μια
υπόσχεση, για έναν όρκο: ΘΑ ΣΕ ΠΑΡΩ ΔΕΝ Σ ΑΦΗΝΩ
μα τον άγιο Κωνσταντίνο!

ΦΕΞΕ ΜΟΥ ΦΕΓΓΑΡΑΚΙ ΜΟΥ

- Φέξε μου, φεγγαράκι μου, να πάω στην αγάπη μου!
Φέξε ψηλά και χαμηλά, γιατί έχει λάσπες και νερά,
φέξε και χαμηλότερα, να πάω γρηγορότερα!
- Εγώ φωτάω ως το πρωΐ κι όπ’ έχει αγάπη ας πάει να
βρεί!

Το φεγγάρι από ψηλά φωτίζει την πλάση και κάνει την
ατμόσφαιρα πιο ερωτική και τις επιθυμίες να
εκδηλώνονται ελεύθερα, ανοιχτά, δίχως περιορισμούς
και ταμπού.
Οι αποφάσεις υπογραμμίζουν την ανάγκη της ψυχής να
αναζητήσει την ευτυχία.

Σελίδα
136

Τα βέλη του έρωτα έρχονται κάποιες φορές δίχως να τα
αντιληφθούμε.
Έρωτας ανυπόμονος, ασυμβίβαστος.
Φέξε μου φεγγαράκι μου, θέλω να πάω στην αγάπη μου,
θέλω νύχτα να πάω, γι αυτό φέξε τον δρόμο μου γιατί έχει
λάσπες και νερά.
Η μέρα δεν είναι για τους ερωτευμένους, τα πάθη
ξυπνούν την νύχτα.
Φέξε μου, φεγγάρι μου, όσο μπορείς χαμηλότερα να πάω
γρηγορότερα και θα σε βάλω στέμμα στα μαλλιά της.
Η παντοδύναμη Σελήνη, εξουσιάζει τον Έρωτα!
Είναι το πιο δυνατό πλανητικό σώμα, που κυβερνάει
απόλυτα την ψυχή μας, αλλά και τις βαθιές μας
επιθυμίες στον έρωτα και την αγάπη.
Είναι οδηγός στα σκοτάδια αλλά οδηγός και στην ψυχή.
Πόσες φορές δεν του έχουμε μιλήσει τις νύχτες
νοιώθοντας ότι βλέπει από ψηλά αυτούς που αγαπάμε;
Πόσες φορές, πέρα από το ότι του ζητούμε να φέγγει τον
δρόμο μας, δεν του ζητούμε να φέξει και στην ψυχή της;
Να της μιλήσει να της πει την αγάπη μας από ψηλά;

ΔΕΝ ΔΑΓΚΩΝΑ ΤΑ ΧΕΙΛΗ ΜΟΥ

Δεν δάγκωνα τα χείλη μου μέχρι να στάξουν αίμα,
που πήγα και σου μίλησα κι αγάπησα εσένα!
Τα μάτια σου τα όμορφα, άλλου τα ρίχνεις τώρα
και λέω με παράπονο, ανάθεμα την ώρα!

Σελίδα
137

Έρωτας παράφορος, στα όρια της απελπισίας. Η αγάπη
χείμαρρος που έγινε ορμητικό ποτάμι. Σ’ αγάπησα, πόθε
μου τρελέ και τώρα;
Πάνω στη αγάπη μας έκτισα χιλιάδες όνειρα τις νύχτες
της ξαγρύπνιας!
Πάνω στον πόθο των όμορφων ματιών σου, που με
έκαναν να χάνομαι, έσβησα την δίψα της αγάπης!
Καταραμένη η ώρα που ήρθα κοντά σου και σου μίλησα,
η ώρα που τρέμαν τα χέρια και το κορμί απ’ την
προσμονή!
Καταραμένη η ώρα που σου έδωσα την καρδιά μου.
Τώρα τα όμορφα τα μάτια τα αγαπημένα, αλλού βλέπουν
τον έρωτα, τα χείλη σου τα όμορφα αλλού χαμογελάνε,
καρδιά μου αχάριστη!
Από τον πόνο σβήνω και χάνομαι, το μυαλό μου
θολωμένο, ποτάμι που βουίζει, το κλάμα λύτρωση!
Ανάθεμα την ώρα!
Όλες οι όμορφες στιγμές, αποκαΐδια της αγάπης!
Ποτέ ξανά, δεν θ’ αγαπήσω! Ανάθεμα!
Ας δάγκωνα τα χείλη μου, ας έτρεχε το αίμα ποτάμι που
πήγα και σ’ αγάπησα, απελπισιά μου!
Τώρα τί;
Ο έρωτας μας χάθηκε, σκόρπισε σαν το πρώτο χιόνι στην
αυλή σου!
Πώς ν’ αντικρίσω τα όμορφα μάτια, τα αγαπημένα να
χαίρονται άλλον!

Σελίδα
138

ΜΙΑ ΜΑΝΑ ΑΠΟΨΕ ΜΑΛΩΝΕ

Μια μάνα απόψε μάλωνε, μαλώνει με το γιο της:
- Στα ξένα, γιόκα μ’, να μην πας κ απ το χωριό μη φεύγεις,
στα ξένα μάνα δεν θα βρεις, τον πόνο σου να κλάψει!

Πάντοτε ο τόπος αυτός δεν μπορούσε να θρέψει τους
κατοίκους του. Μοναδική λύση, η ξενιτιά.
Από τους μετανάστες των δεκαετιών του '50, '60, αλλά
και ως τις μέρες μας, ο πόνος του ξενιτεμού είναι ο ίδιος.
Ειδικότερα με τους νέους.
Αυτός ο πόνος εκφράστηκε στα τραγούδια της ξενιτιάς.
Τραγούδια με νοσταλγία για τις ρίζες.
Τραγούδια γεμάτα πόνο γι' αυτούς που έφευγαν και γι'
αυτούς που έμεναν.
Η μάνα σπαράζει σα βλέπει το βλαστάρι της να
ετοιμάζεται να ξενιτευτεί στα ξένα γιόκα μ να μην πας,
δεν είναι εύκολη η ζωή μακριά απ’ το χωριό σου. Δεν
είναι εύκολη η ζωή γιατί εκεί δεν θα βρεις μάνα.
Μάνα, το απάγκιο όλων μας, να κλάψεις στην αγκαλιά
της, να πεις το πόνο σου, να σε παρηγορήσει!
Είναι βαριά τα ξένα και ο πόνος αβάσταχτος. Όπως λέει
και ένα άλλο μας τραγούδι

“Ξένος εδώ, ξένος εκεί κι όπου και αν πάω, ξένος”
κανένας δεν είναι δίπλα σου.

Τα δάκρυα της μάνας την στιγμή του αποχωρισμού σε
στοιχειώνουν σε όλη σου την ζωή!

Σελίδα
139

Μην φεύγεις! Άραγε, θα είμαι εδώ να σε καλωσορίσω
όταν ματαγυρίσεις;

ΑΠ ΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΟΥ ΒΓΑΙΝΩ

Απ’ την γειτονιά μου βγαίνω, στην αγάπη μου πηγαίνω
και την βρίσκω λυπημένη και βαριά βαλαντωμένη!
- Μη σε μάλωσε η μαμά σου που έρχομαι στην γειτονιά
σου;
Μη σε μάλωσαν για μένα και ειν' τα μάτια σου κλαμένα;
Για το πείσμα της μαμάς σου, θα ’ρχομαι στην γειτονιά
σου,
να σε κλέψω, να σε πάρω, με παπά και με κουμπάρο!

Ο δρόμος πάντα ίδιος, γνωστός. Βγαίνω απ’ την γειτονιά
μου, να πάω στην γειτονιά της αγάπης μου.
Τα βήματα πάντα ασυναίσθητα σε οδηγούν χωρίς να το
θέλεις στο σπίτι της.
Όμως σήμερα την βρίσκω λυπημένη και απογοητευμένη
πολύ, την αγάπη μου.
Γιατί αγάπη μου είσαι έτσι;
Γιατί κλαις και αναστενάζεις;
Μήπως σε μάλωσαν που έρχομαι στην γειτονιά σου να
σου μιλήσω και σε κακολογεί ο κόσμος;
Μήπως σε μάλωσαν για μένα που σε αγαπώ;
Όχι δεν θα τους κάνουμε την χάρη, αγάπη μου!

Σελίδα
140

Για το πείσμα της μάνας σου θα έρχομαι στην γειτονιά σου
και σου υπόσχομαι γρήγορα ότι θα 'ρθω με παπά και με
κουμπάρο να σε στεφανωθώ, να σταματήσουν τα
κουτσομπολιά της γειτονιάς και η μάνα σου να
σταματήσει να σε πικραίνει.
Ο "κρυφός έρωτας", μας τρώει, τα σωθικά μας, μας
γεμίζει αγωνία και μας κάνει να νοιαζόμαστε πιο πολύ
για το πρόσωπο που αγαπάμε, ειδικότερα, όταν είναι
μόνο του κι ανυπεράσπιστο.

ΕΓΩ ΗΜΟΥΝΑ Τ’ ΑΝΤΙΚΛΑΡΟ

Εγώ ήμουνα τ’ αντίκλαρο στον Λαρ’σινό τον κάμπο
Κι ήρθαν στον ίσκιο μ’ κι έκατσαν και Τούρκοι και
Ρωμαίοι.
Ήρθε κι έν’ αρφανό παιδί και κάθετε και κλαίει.
- Πάψε αρφανέ μ’ τα κλάματα και πες κάνα τραγούδι!

Αντίκλαρο, το μοναχικό δένδρο, κυρίως, σε κάμπους και
ισώματα που στέκεται φυτρωμένο εκεί, σε μια δεσποτική
θέση, στην περιοχή μα μια ξεχωριστή θέση, να φαίνεται
από παντού.
Όπως και ο ξεχωριστός ο άνθρωπος που έχει μια
μοναδικότητα, ο δακτυλοδεικτούμενος.
Τί δεν είδε, τί δεν άκουσε! Εκεί έκατσαν να ξαποστάσουν
στον ίσκιο του, τις καυτές ήμερες του καλοκαιριού ή να
γλυτώσουν τις μπόρες του φθινόπωρου και της Άνοιξης
όλες οι φυλές και Τούρκοι και Ρωμιοί.

Σελίδα
141

Εκεί, κάτω απ’ τα φυλλώματά του, ξεδίψασαν διαβάτες,
κάθισαν ερωτευμένοι και είπαν τον καημό τους. Εκεί
έκατσαν κορίτσια να κουβεντιάσουν. Και σίγουρα θα
μπορούσε να ’χε πει:

Εγώ ήμουνα τ’ αντίκλαρο στον Λαρ’σινόν τον κάμπο, στον
ίσκιο μ' εστεκότανε τρεις Λαρσινές κοπέλες. Η μια φορεί τα
κόκκινα, η άλλη τα γαλάζια κι τρίτη, η μικρότερη, φορεί
τον αρραβώνα!

Αλλά εδώ κάτω απ’ τα φύλλα του, κάτω απ τα κλαριά
του, ήρθε και τ’ ορφανό. Μακριά απ’ τα αδιάκριτα
βλέμματα, μακριά απ τον κόσμο και άρχισε να κλαίει
τον πόνο και τον καημό του ορφανού. Να ξεσπάσει, ν’
αλαφρώσει η καρδιά του, να πάρουν τα φυλλώματα και
τα κλαριά τον πόνο!

ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΡΟΥΣΑ Μ’ ΕΒΑΛΑ ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΜΟΥ ΣΗΜΑΔΙ

Για σένα, ρούσα μ’, το ’βαλα το στήθος μου σημάδι
και το κορμί μου στα σπαθιά, άλλος να μην σε πάρει!
Κατέβα, ρούσα μ’, στην αυλή, να μη σε δουν γειτόνοι
και βάλε, ρούσα μ’, τα φλουριά και έβγα στο σεργιάνι!

Για σένα, ξανθιά μου και όμορφη και γαλανομάτα! Για
σένα, ρούσα μου, καμαρωτή πέρδικά μου περήφανη,
διακινδύνευσα τα πάντα.

Σελίδα
142

Μπορώ να σταματήσω στρατό ολόκληρο, μπορώ να μπω
μπροστά, αγαπημένη μου, σε κάθε κίνδυνο, για σένα τί
αξία έχει η ζωή αν δεν μπορώ να σ’ έχω εγώ;
Για σένα παλεύω και με τα στοιχειά της φύσης!
Για σένα βάζω το στήθος μου σημάδι σε κάθε όπλο που
θα σηκωθεί!
Για σένα, ξανθιά αγάπη μου, περήφανη, στήνω το κορμί
μου μπροστά σε σπαθιά εχθρών μου που θέλουν να σε
πάρουν.
Ας πεθάνω απ’ τα χέρια των εχθρών αν είναι να παλέψω
για σένα, αγαπημένη μου.
Εσύ βάλε τα φλουριά σου, αγάπη μου όμορφη, να
λάμψεις και βγες στο παζάρι να σε καμαρώσω κι εγώ και
ο κόσμος όλος!

ΓΙΩΡΓΗ Μ’ (τ)ΗΡΘΑΝ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΣΟΥ

- Γιώργη μ’ (τ)ήρθαν οι φίλοι σου, (τ)ήρθαν και οι
μπράτιμοί σου.
- Κι αν ήρθαν, καλώς ήρθανε, βάλτε τ’ς ψωμί να φάνε!
- Γιώργη μ’ χαλεύουν τ’ άρματα σ’, τα φλωροκαπνισμένα!

Γιώργη μ’ χαλεύουν τ’ άλογο σ’, το χρυσοσελωμένο!
- Κι αν τα χαλεύουν δώστε τα τ’ς και στο καλό τ’ς να
πάνε!

Σελίδα
143

Παραλλαγή α΄
- Γιώργη μ’ (τ)ήρθαν οι φίλοι σου κι όλα τα παλικάρια.
- Γιώργη μ’ χαλεύουν τ’ άρματα σ’, στον πόλεμο να πάνε
- Κι αν τα χαλεύουν δώστε τα τ’ς και στο καλό να πάνε

(ν)Εγώ, μανούλα μ’, δεν μπορώ!

Παραλλαγή β΄
- Γιώργη μ’ (τ)ήρθαν οι φίλοι σου, οι φιλομπράτιμοί σου.
- Κι αν ήρθαν, καλώς ήρθανε, βάλτε τ’ς να φαν’, να
πιούνε!
- Γιώργη μ’ χαλεύουν τ’ άλογο σ' με τη χρυσή τη σέλα!
- Κι αν το χαλεύουν δώστε το, σαν το ’χω τί το θέλω;
- Γιώργη μ’ χαλεύουν την καλή σ’, γυρεύουν να την
πάρουν!
- Όσο είν' ο Γιώργης ζωντανός, καλή δεν παραδίνει!
Ο Γιώργος άρρωστος, ξαπλωμένος, ανήμπορος, δέχεται
επίσκεψη απ’ τους φίλους και τα Σταυραδέρφια του.
Γιώργο μου, ήρθαν να σε ιδούν αλλά θέλουν να πάρουν
και τ’ άλογό σου, να πάρουν τα’ άρματά σου.
Τί να το κάνεις, τώρα,
Γιώργη μου, εσύ το γρήγορο το άτι, με την χρυσή την
σέλα και τα βαριά τ’ άρματα που κείτεσαι ανήμπορος;
Δώστα στα παλληκάρια να παν στον πόλεμο!
Αν ήρθαν, καλώς ήρθανε, βάλτε τους μέσα να τους
φιλέψουμε και ας τα πάρουν, να πάνε στο καλό!
Εγώ πια δεν έχω την δύναμη, δεν μπορώ ούτε το άτι μου
το περήφανο το χρυσοσελωμένο να ανεβώ, ούτε τ’
άρματά μου τα παινεμένα να ορίσω.
Τα παλικάρια, θα είναι τιμή για μένα, να ξαναβάλουν
στον πόλεμο τ’ άλογό μου και τ’ άρματά μου.

Σελίδα
144

Αλλά την καλή μου, όπως λέει μια άλλη παραλλαγή, όσο
είμαι ζωντανός ακόμα, κανένας δεν θα την πάρει!

ΟΝΤΑΣ ΚΙΝΑΝ ΟΙ ΕΝΝΙΑ ΑΔΕΡΦΟΙ

Όντας κινάν οι εννιά αδερφοί, χαίρονται όλες οι στράτες
κι όντας κινάει κι ο μοναχός, όλες οι στράτες κλαίνε!
- Πού πας, πού πας, βρε μοναχέ, πού πας, βρε ρημαγμένε;
- Πάω να βρω τους φίλους μου!

Οι Σαρακατσάνοι, παλαιότερα είχαν, πολλά παιδιά, κατά
μέσω όρο από έξι - εφτά.
Η οικογένεια ήταν πολυπληθής, εκτός απ’ τα παιδιά’ είχε
συνήθως και δυο ηλικιωμένους γονείς οι οποίοι
ασχολούνταν με την ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση
των παιδιών καθώς η μητέρα συχνά βοηθούσε τον σύζυγό
της στις εργασίες εκτός σπιτιού.
Για τους Σαρακατσάνους τα πολλά παιδιά ήταν
αναγκαιότητα σχετιζόμενη με τον τρόπο της ζωής τους.
Η παιδική ηλικία διαρκούσε το πολύ 5 χρόνια. Μετά, τα
αγόρια έπρεπε να μπουν στην παραγωγική διαδικασία,
κυρίως, βόσκοντας κοπάδια από πρόβατα, κατσίκια,
άλογα κ.α.
Εκεί, οι μεγαλύτεροι τους μάθαιναν γραφή και μελέτη,
εκεί ήταν το «πανεπιστήμιό» τους.
Έτσι, λοιπόν, όσο περισσότερα παιδιά είχε μια
οικογένεια, τόσο καλύτερα για την ίδια, τόσο καλύτερα
για τα μέλη της ξεχωριστά.

Σελίδα
145

Ακόμα και τα άψυχα πράγματα στο διάβα της
πολυπληθούς οικογένειας, γεμίζουν από χαρά.
Ακόμα και οι δρόμοι τους οποίους διαβαίνουν,
χαίρονται.
Ενώ ο μόνος, ο έρμος σαν περπατούσε, βαλάντωνε η
πλάση και οι στράτες που διάβαινε, κλαίγανε από
συμπόνια για τον μοναχό και τον ρωτούσαν πού πας,
μοναχέ, πού περπατείς;
Πάω να βρω τους φίλους μου, την μόνη παρηγοριά του
μοναχού.
Τ’ αδέρφια έχουν συντροφιά μεταξύ τους, ο μοναχός,
μόνο τους φίλους του.

ΠΕΡΑ Σ’ ΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΟΥΝΟ

Πέρα σ’ εκείνο, μωρή βλάχα μου, πέρα σ’ εκείνο το βουνό
και στ’ άλλο παραπέρα, μικρή βλαχούλα μου
και στ’ άλλο παραπέρα, Σαρακατσάνα μου,
πο ’χει ανταρούλα στη κορφή και καταχνιά στη ρίζα,
στην ρίζα βόσκουν βόσκουν πρόβατα και στην κορφή τα
γίδια.

Εδώ ο όρος «βλάχος» με μικρό βήτα, αποδίδεται με την
αρχαιοελληνική σημασία του όρου πού σημαίνει τον
κτηνοτρόφο πού εκτρέφει αιγοπρόβατα.
Η ετυμολόγηση του προέρχεται από την Ομηρική λέξη
βληχή - βλήχημα = (βέλασμα). Κατ’ επέκταση, βλήχοι -

Σελίδα
146

βλάχοι, αυτοί πού εκτρέφουν ζώα που βλήχουν -
βελάζουν.
Η βυζαντινή Άννα Κομνηνή, στο έργο της “Αλεξιάς”, μας
το επιβεβαιώνει γράφοντας ότι “οπόσοι τον νομάδα βίον
είλοντο, βλάχους τούτους καλεί η κοινή διάλεκτος”.
Επομένως, η λέξη «βλάχος» χρησιμοποιήθηκε για να
δηλώσει τον άνθρωπο που έχει πρόβατα, τον κτηνοτρόφο,
τον βοσκό και την γυναίκα βλάχα, βλάχος (= αυτός που
έχει πρόβατα, ο κτηνοτρόφος, ο βοσκός).
Οι Σαρακατσάνοι, νομάδες εκ φύσεως, μετακινούνταν
συνεχώς μεταξύ βουνών και πεδιάδων.
Οι εποχικές αυτές μετακινήσεις τους, είχαν σχέση με
την κτηνοτροφία και τις ανάγκες των κοπαδιών.
Σύμφωνα με την Σαρακατσάνικη παράδοση, την άνοιξη,
μετακινούνταν σχηματίζοντας καραβάνια στα βουνά
αναζητώντας βοσκές όπου χάρη στην υγρασία
διατηρούνταν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, καθώς
τα πεδινά βοσκοτόπια ξεραίνονταν και η θερμοκρασία
έφτανε σε επίπεδα μη ανεκτά από τα κοπάδια τους.
Το φθινόπωρο, έπαιρναν το δρόμο για τις πεδιάδες, τα
λεγόμενα χειμαδιά, που ήταν κλιματικά πιο ήπιες σε
σχέση με τον σκληρό χειμώνα των βουνών, ώστε να
ξεχειμωνιάζουν τα ζώα τους.
Μια άλλη σχετική, όμως, διαφορά είναι ότι συνήθως στις
κορφές των βουνών και στα κακοτράχαλα μέρη έβοσκαν
τα γίδια και στα οροπέδια και τις πεδινές περιοχές ή στα
ριζά των βουνών, τα πρόβατα.
Αυτό ακριβώς περιγράφει το συγκεκριμένο τραγούδι που
είναι σαν ένας πίνακας ζωγραφικής όπου απεικονίζονται
οι βουνοκορφές ανταριασμένες και οι ρίζες των βουνών

Σελίδα
147

με καταχνιά και την Σαρακατσάνα να αγναντεύει τα
πρόβατα στην ρίζα και τα γίδια στην κορφή.

ΤΙΝΟΣ ΚΑΛΥΒΑ ΚΑΙΓΕΤΑΙ

Τίνος καλύβα καίγεται, τίνος μαντρί καπνίζει;
Ουδέ καλύβα καίγεται, ουδέ μαντρί καπνίζει,
ο Γιώργος κάνει μια χαρά, παντρεύει το παιδί του!

Ο γάμος ξεκινά το πρωί της Παρασκευής με τα προζύμια
και το ράψιμο του φλάμπουρα.
Τραγουδούσαν τρία ή πέντε σχετικά τραγούδια και
χόρευαν.
Το βράδυ συγκεντρώνονταν όλοι οι συγγενείς και οι
καλεσμένοι στο καλύβι του γαμπρού, τραγουδούσαν και
χόρευαν όλη τη νύχτα.
Το πρωί του Σαββάτου, ξύριζαν τον γαμπρό. Τον έντυναν
και τον κουκούλωναν τραγουδώντας.
Μετά ξεκινούσαν για τη νύφη.
Τα προζύμια της νύφης γίνονταν το Σάββατο. Άπλωναν
τα προικιά της νύφης, ώστε να τα δουν οι συγγενείς του
γαμπρού.
Μέχρι το πρωί της Δευτέρας τραγουδούσαν και χόρευαν.
Μετά το τέλος του γάμου ο γαμπρός συναντιόταν με τη
νύφη.
Σε όλη αυτή την διαδικασία του γάμου οι ετοιμασίες των
εδεσμάτων και των σφαχτών απαιτούν αναμμένες φωτιές
αλλά το ίδιο και τα γλέντια μέσα στην νύχτα.

Σελίδα
148

Έτσι λοιπόν για κάποιον που κοιτά από μακριά, τα
κονάκια των Σαρακατσάνων φαίνονται από μακριά σαν
να έχει πάρει φωτιά κάποια καλύβα ή να καίγεται
κάποιο μαντρί.
Δεν είναι όμως το κακό που έγινε! Είναι το γλέντι της
χαράς! Θέλοντας να δείξει και το μέγεθος της ετοιμασίας
την παραλληλίζει με πυρκαγιά.

ΑΠΟΨΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΜΟΥ

Απόψε στο σπιτάκι μου (ν)είχα χαρά μεγάλη,
τον άγγελό μου γιόρταζα και το Χριστό δοξάζω
και την κυρά την Παναγιά πολύ την προσκυνάω,
να μου χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του Παραδείσου,
ν’ ανοίξω τον Παράδεισο…

Στα κουρμπάνια των ονομαστικών εορτών, αλλά
κυριότερα, αυτό των Χριστουγέννων (όπου το σφαχτό
ήταν η προβατίνα), το συγκεκριμένο τραγούδι είναι το
κυρίαρχο.
Ο σημαντικότερος άγιος για τους Σαρακατσάνους ο
Χριστός, ήταν ο μοναδικός αφέντης, σε σημείο να
αμφισβητείται η τριαδικότητα και να ερμηνεύεται ως
φαινόμενο μονοθεϊστικής πίστης.
Έχω χαρά μεγάλη, τριγύρω όλη η φαμπλιά και το σόι
στην μεγάλη χαρά.
Γιορτάζω τον άγιο μου και δοξάζω τον Χριστό, τον
μοναδικό αφέντη μου. Παναγιά μου αφέντρα, μάνα του
Χριστού μου, σε προσκυνάω με όλο τον σεβασμό που

Σελίδα
149

έχει ο Σαρακατσάνος στα άγια και την ευλάβεια στην
θρησκεία.
Παναγιά μου, εγώ που τιμώ τους αγίους και δοξάζω το
όνομα του υιού σου, σε παρακαλώ, αξίωσε με να μπω,
μαζί με τους καλούς, στην βασιλεία των ουρανών, ν’
ανοίξω τον Παράδεισο...
Ευλόγησε με και δώσε μου το κλειδί να μπορέσω να
περάσω την πόρτα των ουρανών!

ΚΑΛΩΣ ΤΟΝ ΓΑΜΟ ΠΟΥ ΄ΡΧΕΤΑΙ

Καλώς τo γάμο που 'ρχεται, καλώς τους συμπεθέρους,
ο γάμος είναι αρχοντικός και η νύφη καλομοίρα!
Ελάτε να χορέψουμε, να τους καλοδεχτούμε.

Αυτό το τραγούδι είναι ένα καλωσόρισμα του γάμου. Ένα
από τα πολλά νυφιάτικα τραγούδια του γάμου. Καλώς
τον γάμο που έρχεται με όλους τους συμπεθέρους που
έρχονται καβάλα στ’ άλογα τραγουδώντας.
Ο γάμος δεν είναι φτωχικός, οι γονείς (έτσι γίνεται πάντα
ακόμα και στις μέρες μας) δίνουν τα πάντα για να μην
λείπει τίποτα, μα είναι γάμος αρχοντικός, και η νύφη
έχει καλή τύχη αφού της έλαχε τέτοιος άντρας, τέτοια
πεθερικά, τέτοιο συγγενολόï. Για αυτό, ελάτε όλοι, να
στήσουμε το χορό να τους καλοδεχτούμε!
Η διαδικασία του γάμου ξεκινούσε απ’ το πρωί της
Παρασκευής, στην οικογένεια του γαμπρού, με τα
προζύμια (το ζύμωμα για να γίνει η κουλούρα που θα
δοθεί στους συμπέθερους).

Σελίδα
150


Click to View FlipBook Version