Centaurium majus, κενταύριο
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Tracheophytes
Ομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Υφομοταξία: Δικοτυλήδονα (Eudicots)
Τάξη: Αστερίδες (Asterids)
Οικογένεια: Γεντιανοειδή (Gentianaceae)
Γένος: Centaurium
Είδος: C. majus
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου
Κενταύριον (Centaurea, γαλλ. Centauree, ἀγγλ. Centaury ή Knapweed, τ. Συνθέτων)· γ. περιλ. περὶ τὰ
400 εἴδη, τὰ πλεῖστα ἰθαγ. τῶν παραμ. χωρῶν· φ. ποώδη, ἐτήσια, διετῆ καὶ πολυετῆ· τινὰ θαμνώδη, πλεῖστα
ζιζάνια, πολλὰ κοσμητικά, ἄλλα φαρμακευτικά. Εἴδη τῆς ἑλλ. χλωρ. 71, ἐν οἷς καὶ α’) Κ. ὁ Κύανος Cyanus,
γαλλ. Bluet, Barbeau ἤ Casse-lunette, ἀγγλ. Blue-bottle, Βluet ἤ Corn-flower), ὁ Κύανος τῶν ἀρχαίων,
ἐτήσιον ζιζάνιον τῶν σιτοφόρων ἀγρῶν, ἀλλὰ καὶ φ. φαρμακευτικὸν καὶ κοσμητικόν. Ἀπαντᾶ
θεραπευόμενον ὑπὸ πλείστας διαφοράς. Τὸ ἄνθος του (γερμ. Korn-blume) ἦτο τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἀγαπώμενον
ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Γερμανίας Γουλιέλμου του A!. Αἱ ἀνθοπώλιδες τῶν παρὰ τὰς Ἀθήνας κήπων,
ἐθισθεῖσαι ὑπὸ τῶν παρ’ ἡμῖν πιθηκιζόντων, ὀνομάζουσιν αὐτὸ ἀπό τινος Μπλουέ. Εἰς τὴν τάξιν τῶν
πολιτῶν ἥτις ὤφειλε νὰ δίδῃ τὸ καλὸν παράδειγμα εἰς τὸν λαὸν ἀπήρεσε τὸ εὐπρόφερτον καὶ
ἐπεξηγηματικώτατον τοῦ εἴδους ἑλληνικὸν ὄνομα Κύανος καὶ ἐξέλεξαν ἀντ’ αὐτοῦ τὸ γαλλικόν, τὸ ὁποῖον
εἶνε ἀπλῆ μετάφρασις τοῦ ἑλληνικοῦ. Β΄) Κ. ὁ Ῥαφανίσκος (C. Rhaphanina), πολυετές, ὁ ἐν Κρήτη
Ἀσκόλυμπρος. γ') Κ. τὸ ἀκανθῶδες (C. spinosa), θαμνίον, τὸ κν. ἐν Πάρῳ Φόνος καὶ εἰς ἄλλας νήσους
τοῦ Αἰγαίου Ἁλιφὸς ἤ Ἁλιφόνι. δ') Κ. τὸ ἀστρωτὸν (C. Calcitrapa, γαλλ. Chaussetrappe ἤ Chardon etoile,
ἀγγλ. Star Thisle), ἐτήσιον, τό κν. ἐν Λήμνῳ Καλὰ ἄνθη, εἶδος φαρμακευτικὸν (τονωτικὸν καὶ
ἀντιπυρετικόν), πάντα τὰ μέρη του και ἰδίως τὰ φύλλα του πικρότατα. ε΄) Κ. τὸ μικτὸν (C. mixta ἤ
hellenica), πολυετές, τὸ ἐν Θήρα Ἁλιβάρβαρα καὶ έν Αἰγίνῃ Σαλιβάρβαρα. ς') Κ. τὸ πικρὸν (C. amara),
πολυετές, νομευτικόν, ἡ ῥίζα του φαρμακευτικὴ καὶ βαφική καὶ ζ') Κ. τὸ τοῦ ἡλιοστασίου (C. solstitialis,
ἀγγλ. Barnaby’s Thistle), ἐτήσιον, τὸ κν. Φαλαρίδα.
Ἐκ τῶν πολλῶν ἀξιολόγων ἐξωτικῶν εἰδῶν εἶνε καὶ Κ. τὸ μόσχοσμον (C. ἤ Amberboa moschata, ἀγγλ.
Sweet Sultan), ἐτήσιον, ἰδαγ. τῆς Περσίας, θεραπευόμενον πρὸς κόσμον. Τὸ μέγα Κενταύριον τοῦ Διοσκρ.
εἶνε δυσερμήνευτον, τὸ δὲ μικρὸν Κενταύριον τοῦ ἰδίου ἀναφέρεται εἰς Ἐρυθραίαν τὸ Κενταύριον, φ.,
ὅπερ ὠνομάσθη ὑπὸ τῶν ἀρχαίων Κενταύριον διότι, κατὰ τὰ μυθευόμενα, ἐχρησίμευσεν ὡς φάρμακον πρὸς
θεραπείαν τοῦ Κενταύρου Χείρωνος, τοῦ τοξευθέντος ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους.
Ονομασία
Το φυτό Centaurium erythraea Κενταύριο Ερυθραία, είναι ένα είδος συνηθισμένο της ηπειρωτικής
Ελλάδας αλλά και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, φύεται σε υγρές και σκιερές τοποθεσίες, σε πρανή,
σε ξέφωτα δασών, σε λιβάδια και σε άκρες δρόμων, σε υψόμετρο από τα 300 έως τα 2000 μέτρα.
Σελίδα - 45 -
Ιστορικά στοιχεία
Το όνομα του γένους Κενταύριο προέρχεται απο το ελληνικό κένταυρος αναφορά στον Kένταυρο Χείρωνα
που κατά την μυθολογία δίδαξε στους ανθρώπους τη θεραπευτική δύναμη των βοτάνων. Από πολλούς
θεωρείται ότι πρόκειται για το «μέγα κενταύριον» των αρχαίων Ελλήνων.
Περιγραφή
Είναι φυτό ποώδες, διετές, πολύμορφο και συναντάται στους βοσκότοπους και στα δάση της Ελλάδας.
Έχει βλαστό διακλαδισμένο προς τα πάνω, ύψους 10-40 εκ., φύλλα βάσης διατεταγμένα σε ροζέτα και
φύλλα βλαστών αντίθετα, άμισχα, αντωοειδή, όχι μυτερά. Τα άνθη του είναι μικρά, ρόδινα και σπάνια
λευκά, που φυτρώνουν σε πυκνό κορυμβόμορφο επάκριο διχάζιο. Η στεφάνη του είναι σωληνοειδής με
πέντε λοβούς ωοειδείς. Ο καρπός είναι κάψα.
Είναι ένα διετές, όρθιο φυτό, της οικογένειας των Gentianaceae, με ύψος από 15 έως 50 εκατοστά, με
βλαστό τετραγωνικό, όρθιο, έντονα διακλαδιζόμενο στο ανώτερο τμήμα του.
Τα φύλλα του φυτού είναι ακέραια, αντίθετα, άμισχα, τα κατώτερα μεγαλύτερα από τα του βλαστού και
σε ρόδακα.
Τα ρόδινα πολυάριθμα άνθη του έχουν πέντε ρόδινα πέταλα και 5 στήμονες. Περίοδος ανθοφορίας από τον
Ιούνιο έως και τον Αύγουστο.
Ο καρπός του είναι κάψα.
Συστατικά
Το φυτό χρησιμοποιείται ως άρτυμα στα πικρά φυτικά λικέρ και είναι ένα βασικό συστατικό του βερμούτ.
Περιέχει βαλερικό οξύ το οποίο συντελεί με τους εστέρες του στην αρωματικότητα του φυτού.
Έχει πολύ πικρή γεύση, που διατηρείται ακόμα και σε μεγάλη αραίωση.
Περιέχει πικρά γλυκοσίδια, νικοτινικό οξύ, αλκαλοειδή, γεντιανίνη, γεντιανιδίνη και γεντιοφλαβίνη,
γεντιοπικρίνη και ερυθροκενταυρίνη, φαινολικά οξέα και ίχνη αιθέριου ελαίου.
Το κενταύριο περιέχει γλυκοσιδικά πικρά στοιχεία, γεντιοπικρίνη και ερυθροκενταυρίνη, ενώσεις του
νικοτινικού οξέως, ίχνη αιθέριου ελαίου, ελαιανολικό οξύ και άλλα οξέα και ρητίνη.
Περιέχει επίσης, φαινολικά οξέα, φλαβονοειδή, ξανθάνες και σεκοϊριδοειδή όπως αβεροσίδη, τριτερπένια
και κηροειδή ύλη, από την οποία εξάγεται ρητινώδης ουσία (κενταυρορητίνη), παράγωγα ξανθονίνης και
σάκχαρο.
Θεραπευτικές Ιδιότητες
Στη λαϊκή ιατρική είναι γνωστό και δημοφιλές βότανο που χρησιμοποιεί για την αντιμετώπιση του
πυρετού, γι’ αυτό και το λαϊκό του όνομα είναι «θερμοβότανο», είναι τονωτικό, αντιρευματικό και βοηθά
στην πέψη.
Είναι άριστο τονωτικό καθώς ανοίγει την όρεξη και διεγείρει την έκκριση της χολής. Χρησιμοποιείται
επίσης, κατά της καούρας και της τεμπελιάς του πεπτικού σωλήνα. Είναι ακόμη καθαριστικό των αερίων
της κοιλιάς, αντιαναιμικό, αντισκορβουτικό και πολύ αποτελεσματικό για τις καούρες.
Είναι πολύτιμο για άτομα σε στάδιο ανάρρωσης ενώ χρησιμοποιείται κατά της αναιμίας ή γενικής
αδυναμίας.
Είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό ενάντια στον πόνο του στομάχου σε άτομα με ουρική αρθρίτιδα. Έχει
μικρή αντιφλεγμονώδη δράση. Κατεβάζει το ζάχαρο και τα τριγλυκερίδια.
Στο φυτό περιέχεται ακόμη και η χημική ένωση, η swertiamarin, η οποία αποτελεί το κύριο συστατικό του
ομώνυμου φαρμάκου που χρησιμοποιείται για την θεραπεία της Ηπατίτιδας. Η ίδια ένωση χρησιμοποιείται
για τον χειρισμό του Διαβήτη, την ελλάτωση των λιπιδίων στο αίμα και την ανακούφιση από τους πόνους.
Για εξωτερική χρήση, το φρέσκο πράσινο φυτό είναι μια καλή εφαρμογή σε πληγές και έλκη.
Στην ομοιοπαθητική ιατρική η ερυθραία χρησιμοποιείται για να διεγείρει την παραγωγή γαστρικών υγρών
και την όρεξη.
Σελίδα - 46 -
Το κενταύριο έχει τεκμηριωμένη αντιπυρετική δράση, μικρή αντιφλεγμονώδη δράση και είναι άριστο
τονωτικό. Ανοίγει την όρεξη και διεγείρει την έκκριση της χολής. Είναι πολύτιμο για άτομα σε στάδιο
ανάρρωσης ενώ χρησιμοποιείται κατά της αναιμίας ή γενικής αδυναμίας. Χρησιμοποιείται επίσης, κατά
της καούρας και της τεμπελιάς του πεπτικού σωλήνα. Είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό ενάντια στον πόνο
του στομάχου σε άτομα με ουρική αρθρίτιδα.
Υποκινεί το συμπαθητικό σύστημα και την κυκλοφορία και έχει μια τονωτική επίδραση στην κυκλοφορία
του αίματος. Είναι βότανο πικρό, ηπατικό, χολαγωγό, εφιδρωτικό, χωνευτικό, εμετικό, αντισκορβουτικό
και ελμινθοκτόνο. Είναι χρήσιμο στην κολίτιδα και την κατασταλμένη εμμηνόρροια.
Ο Γερμανός βοτανολόγος S. Kneipp συνιστούσε το κενταύριο για τη μελαγχολία ενώ στην Αίγυπτο
χρησιμοποιείται εναντίον της υπέρτασης και της πέτρας των νεφρών. Λοσιόν που παρασκευάζεται από το
κενταύριο, απομακρύνει από το πρόσωπο, σημάδια από φακίδες και στίγματα. Θεωρείται αποτελεσματικό
κατά της τριχόπτωσης. Κατά το παρελθόν, το αφέψημα του κενταύριου χρησίμευε για τη βαφή των
μαλλιών. Με προσθήκη στυπτηρίας έδινε κίτρινο-πράσινο ή κίτρινο-λεμονί χρώμα και με την προσθήκη
θειικού σιδήρου καφέ-πρασινωπό.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Τα όμορφα ροζ λουλούδια του ανθίζουν τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Συλλέγεται την εποχή της
ανθοφορίας, από τον Ιούλιο μέχρι το Σεπτέμβριο. Τα ξηραίνουμε στον ήλιο και είναι καλό να τα
διπλώνουμε μέσα σε χαρτιά, για να διατηρούν το χρώμα και τις ιδιότητές τους. Τα λουλούδια του φυτού
θα τα δούμε ανοιχτά μόνο σε ηλιόλουστες ημέρες αφού το φυτό είναι πολύ απαιτητικό σε ήλιο. Αν και
φαίνεται ευαίσθητο φυτό, οι περιοχές στις οποίες αναπτύσσεται είναι άγονες και πετρώδεις.
Χρησιμοποιούνται όλα τα μέρη του φυτού εκτός από το ρίζωμα, τα ανθίζοντα και εναέρια μέρη του φυτού,
τα φύλλα , τα στελέχη και τα άνθη.
Παρασκευή και δοσολογία
Έγχυμα
Ρίξτε 1 κ.γ ξηρό βότανο σε 1 φλιτζάνι βραστό νερό και αφήστε το για 5-10 λεπτά. Πίνετε 1 φλιτζάνι, ½
ώρα πριν τα γεύματα.
Βάμμα
1-2 ml βάμματος τρεις φορές την ημέρα.
Εξωτερικά ως αφέψημα
Χρησιμοποιήστε 50-60 γρ. ανά λίτρο νερού. Χρησιμοποιείται σε λοσιόν, για τη θεραπεία πληγών,
μωλώπων και σε χοιραδικά έλκη.
Προφυλάξεις
Σε μεγάλες δόσεις μπορεί να προκαλέσει εμετούς, διάρροια και πόνους στο στομάχι.
Σελίδα - 47 -
Cichorium intybus, κν πικραλίδα, πικρολίδι
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Υφομοταξία: Αστερίδες (Asterids)
Τάξη: Αστερώδη (Asterales)
Οικογένεια: Αστερίδες (Asteraceae)
Γένος: Κιχώριον (Cichorium)
Είδος: C. Intybus
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου
Κιχώριον (Cichorium, τ. Συνθέτων)· γ. περιλ. φ. ποώδη, ἐτήσια καὶ πολυετῆ, λαχανευόμενα, λαχανικά,
φαρμακευτικά καὶ ἄλλως χρήσιμα. Εἴδη τῆς ἑλλ. χλωρ. τὰ καὶ ἀλλαχοῦ ἀπαντῶντα ἐξῆς τρία: α΄) Κ. τὸ
ἀκανθῶδες (C. spinosum), πολυετές, ἀκανθῶδες, ἀπαντῶν ἰδίως εἰς τὰ παράλια, διὸ καὶ ὀνομάζεται κν.
Ῥαδίκι τῆς θάλασσας, γνωστὸν δὲ καὶ ὑπὸ τὰ ὀνόματα Σταμνάγκαθο καὶ Ῥαδικοστοιβάδα (ἐν Κρήτῃ)·
οἱ τρυφεροὶ βλαστοί του λαχανεύονται. β΄) Κ. τὸ ἐντενὲς (C. divaricatum ἤ pumilum), τὸ κν. γνωστότατον
Ῥαδίκι, Ῥαδίκι ἄγριο ἤ Πικραλίδα· ἐτήσιον, κοινότατον πολλαχοῦ τῆς Ἑλλάδος, συνηθέστατα
λαχανευόμενον, ἐνίοτε δὲ καὶ καλλιεργούμενον. Εἰς τὸ εἴδος τοῦτο ἀναφέρεται ἡ τοῦ Διοσκρ. Σέρις ἤ
Πικρίς ἀγρία ἤ Κιχώριον· τοῦ εἴδους τούτου δὲ διαφορὰ εἶνε τὸ ἀπό τινων ἐτῶν καλλιεργούμενον εἰς τοὺς
περὶ τὰς Ἀθήνας λαχανοκήπους φ. τοῦ ὁποίου οἱ πολυάριθμοι καὶ τρυφεροὶ βλαστοὶ πωλοῦνται ὑπὸ τῶν
λαχανοπωλῶν κατὰ δέματα ὑπὸ τὸ ὀνομα Ῥαδικοβλάσταρα (βλ. Βλαστάρια), καὶ γ΄) Κ. τὸ ἐντετμημένον
(C. Intybus), πολυετές, λαχανευόμενον, ἀπαντῶν ἰδίως ἐν Θεσσαλίᾳ, κοινότατον πολλαχοῦ τῆς λοιπῆς
Εὐρώπης (γαλλ. Chicoree sauvage, ἀγγλ. Chicory, τουρ. Χιντιπά), κν. δὲ γνωστὸν ὑπὸ τὰ ὀνόματα Ῥαδίκι,
Πικραλίδα Πίκρα, Πικρομάρουλο, Παπαδουλιά (ἐν Λήμνῳ) καὶ ἐνιαχοῦ Κιχῶρι. Καλλιεργεῖται
πολλαχοῦ ἐκτενῶς ἰδίως διὰ τὰς ῥίζας τοῦ, αἱ ὁποῖαι εἶνε φαρμακευτικαὶ (φρμ. Κιχωρίου ῥίζα, Radix
Cichorii) καὶ χρησιμοποιοῦνται κατὰ μεγάλα ποσὰ πρὸς νόθευσιν ἤ ἀντικατάστασιν τοῦ καφὲ (γαλλ. Cafe
de Chicoree) ἰδίως ἐν Γαλλίᾳ, Βελγίῳ, Ὁλλανδίᾳ, Γερμανίᾳ καὶ Αὐστρίᾳ. Εἰς τὸ εἴδος τοῦτο αναφέρεται
τὸ Κιχόριον ἤ ἡ Κιχόρη τοῦ Θεοφρ. καὶ ἡ κηπευτή ἡ ἤμερος, στενόφυλλλος καὶ ἔμπικρος Σέρις τοῦ
Διοσκρ. Τὸ φ. τοῦτο καλλιεργεῖται καὶ ὡς λαχανικὸν ὑπὸ πολλὰς δὲ διαφορὰς (γαλλ. Chicoree sauvage a
grosse racine, Ch. a grosse racine de Bruxelles, Ch. sauvage amelioree, Ch. sauv. Ameil. panachde, Ch.
sauv. ameil. frisee κ. ἄ.). «Βιαζομένης τὸν χειμῶνα τῆς βλαστήσεώς του ὑπὸ σκιὰν ἐπιτυγχάνεται τὸ λίαν
ἐκτιμώμενον λαχανικὸν Barbe de capucin».
Τέταρτον εἶδος ἀπαντῶν μόνον καλλιεργούμενον, ὑπὸ πλείστας δὲ διαφοράς εἶνε Κ. Τὸ Ἀντίδιον, ἤ
Ἐντύβιον ἤ Ἴντυβον παρὰ Κοραῇ (C. Endivia), εἶδος ἐτήσιον ἤ διετὲς ὅπερ ὁ Δε-Κανδόλλος πιστεύει ὅτι
εἶνε ἁπλῆ διαφορὰ Κ. τοῦ ἐντενοῦς. Εἶνε δὲ τὸ Ἀντίδιον ἀπὸ πολλοῦ γνωστὸν καὶ καλλιεργεῖται ὠς
λαγανικὸν εἰς πάσας τὰς παραμ. Χώρας. Εἰς τὸ εἶδος τοῦτο ἀναφέερεται ἡ τοῦ Διοσκρ. Σέρις ἥμερος
πλατύφυλλος καὶ θριδακωδεστέρα τῆς ἐμπίκρου.
Ἁπασῶν τῶν διαφορῶν του τὰ φύλλα εἶνε οὖλα, ἀλλὰ τῶν μὲν ἀκέραια (αἱ γαλλ. Scarioles), τῶν δὲ
πολυσχιδῆ (αἱ γαλλ. Endives)· ἐκ τῶν ἐχουσῶν πολυσχιδῆ φύλλα εἶνε καὶ ἡ παρ’ ἡμῖν συνήθως
Σελίδα - 48 -
καλλιεργούμενη διαφορά, ἡ γνωστὴ ὑπὸ τὸ ὄνομα Ἀντίδι, ἐν δὲ τῇ Κύπρῳ Σαλάτα. Εἰς τὴν διαφορὰν
ταύτην δὲ πρέπει ν’ ἀναφέρεται καὶ τὸ Ἴντιβον τοῦ Σηθῆ.
Πάντα τ’ ἀνωτέρω εἴδη καὶ ἰδίως τὸ ἐντενὲς καὶ τὸ ἐντετμημένον ἀποτελοῦσι, βρῶμα ὑγιεινότατον· ἡ
πικρά οὐσία (ἡ κιχωρίνη) ἥν ἐνέχουσι τὰ καθιστᾶ τονωτικὰ καὶ ἠπίως ὑπακτικά, διὸ καὶ γίνεται μεγάλη
κατανάλωσις αὐτῶν καὶ ἰδίως τῶν αὐτοφυῶν, τῶν ὁποίων λαμβάνεται ὑπὸ πολλῶν καὶ τὸ ἀφέψημα (τὸ
ῥαδικοζοῦμι) ἀρτυόμενον μὲ ἅλας καὶ ὀπὸν λεμονίου. Τὸ εὐστόμαχον τῶν λαχανικῶν τούτων ἀναφέρεται
καὶ ὑπὸ τοῦ Διοσκορίδου.
Ονομασία
Κιχώριον (Cichorium) είναι το γένος των φυτών στην φυλή δανδελίων (dandelion tribe) εντός της
οικογενείας του ηλίανθου . Το γένος συμπεριλαμβάνει δυο καλλιεργητικά είδη κοινώς γνωστά ως ραδίκια
ή αντίδια, συν αρκετά άγρια είδη. Το γνωστό σε όλους μας σταμναγκάθι είναι ένα από τα είδη του ραδικιού
και συναντάται στην Κρήτη και την Κάσο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Cichorium spinosum. Το
συναντούμε βέβαια και με άλλες ονομασίες όπως ραδίκι της θάλασσας, γιαλοράδικο, μαυροράδικο,
μαύρες, μηρόικο, ραδικοστιβίδα. Αυτό φύεται στην Κρήτη σε μεγάλες ποσότητες, αλλά ενώ μέσα στο
αγκάθινο περίβλημά του προστατεύεται από τα ζώα, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους ανθρώπους που το
μαζεύουν με έντονους ρυθμούς με αποτέλεσμα να κινδυνεύει με εξαφάνιση αν δεν γίνει η συλλογή του με
μέτρο.
Ιστορικά στοιχεία
Υπάρχουν πολλά και διαφορετικά είδη που ανήκουν στην οικογένεια Cichorium. Είναι στην πλειοψηφία
τους ποώδη, ετήσια που καταναλώνονται ως λαχανικά και έχουν παράλληλα φαρμακευτικές ιδιότητες. Ο
Επίκουρος τα αναφέρει με την ονομασία Σέρις και τα κατέτασσε σε δύο είδη. Στη κηπευτική, που είναι
φυτό με λεπτά φύλλα και πικρή γεύση και στην ήρεμη που είναι πλατύφυλλη και πιο γλυκιά. Μία
παραλλαγή της ήρεμης Σέρις είναι τα αντίδια με τα πολυσχιδή φύλλα που καλλιεργούνται ευρύτατα
σήμερα. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν το πικρό ραδίκι ωφέλιμη και υγιεινή τροφή. Ο Διοσκουρίδης
αναφέρει τις διουρητικές ιδιότητες του βοτάνου, ενώ το πικρό ραδίκι, αναφέρεται σε πάπυρο που
χρονολογείται από το 4000 π.Χ.
Σε σύγγραμμα του 15ου αιώνα ο Αγάπιος Μοναχός ο Κρης αναφέρεται στις φαρμακευτικές ιδιότητες του
βοτάνου ως εξής « Αυτό είναι ψυχρόν, το πικρότερο είναι πιο στυπτικό, ενώ αυτό που κάνει άνθη μπλαβά
(γαλάζια) είναι πιο εκλεκτό. Να διαλέγεις το τρυφερό, γιατί φυσικά καθαρίζει το συκώτι και το γιατρεύει
από κάθε βλάβη και κανένα άλλο δεν ωφελεί περισσότερο. Είναι καλό σε κάθε εποχή, καλύτερο όμως το
καλοκαίρι και ωφέλεια δίνουν τόσο τα φύλλα , όσο και οι ρίζες τους.»
Περιγραφή
Το κοινό ραδίκι Κιχώριον το εντετμημένον (Cichorium intybus), είναι θαμνώδες πολυετές (perennial)
βότανο με μπλε ή στο χρώμα της λεβάντας (ή σπανίως, λευκά ή ροζ) άνθη. Φυτρώνει ως άγριο φυτό στις
άκρες των δρόμων στην πατρίδα του την Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική, όπου και έχει εγκλιματιστεί.
Φύεται για τα φύλλα του, όπου είναι γνωστό ως φύλλα ραδικιού, αντίδι, Ιταλικό ραδίκι (radicchio),
Βελγικό αντίδι, Γαλλικό αντίδι ή λευκόφυλλο ραδίκι (witloof). Άλλες καλλιεργούμενες ποικιλίες,
καλλιεργούνται για τις ρίζες τους, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο του καφέ, παρόμοιο με
τον καφέ πικραλίδας (ταραξάκο).
Είναι πολυετές ποώδες φυτό, με όρθιο και πολύκλαδο βλαστό, λείο ή ελαφρά τριχωτό και με ύψος έως 1
μέτρο, με μακριά, πασσαλώδη ρίζα. Τα φύλλα του είναι ανομοιόμορφα, πλατιά, λογχοειδή και άμισχα ενώ
τα κατώτερα είναι συνήθως πτεροειδή. Τα ερμαφρόδιτα άνθη του είναι πολλά ανθίδια, γαλάζιου χρώματος
σπάνια λευκά ή με ρόδινους τόνους, σε ταξιανθία κεφάλιο, ανοίγουν μόνο το πρωί και ανθίζουν από τον
Ιούλιο έως και τον Οκτώβριο.
Ο καρπός είναι αχαίνιο με πολλούς επιμήκεις σπόπους.
Συστατικά
Περιέχει υψηλά ποσοστά σε βιταμίνη A, C, σε σίδηρο, ασβέστιο, μαγνήσιο και κάλιο, επίσης περιέχει
αμινοξέα, λιπίδια, ασκορβικό οξύ, ρετινόλη, θειαμίνη, ριβοφλαβίνη, νιασίνη, καροτενοειδή, ινουλίνη,
Σελίδα - 49 -
αισκουλίνη, αισκουλετίνη, κιχωρίνη (0,1-0,2%), κιχωρικό οξύ (0,04-0,11%) και πικρές ουσίες όπως
λακτουκίνη, λακτουκοπικρίνη και παράγωγά τους.
Θεραπευτικές Ιδιότητες
Είναι πικρό τονωτικό, στομαχικό, διουρητικό, ελαφρά χολαγωγό και καθαρτικό, έχει αντιασθματικές και
αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες ενώ το εκχύλισμα των σπερμάτων του έχει ηπατοπροστατευτική δράση.
Ως αφέψημα έχει ισχυρές διουρητικές, αποτοξινωτικές και τονωτικές ιδιότητες. Επίσης λαμβάνεται για
μολύνσεις του ουροποιητικού συστήματος, για ρευματισμούς, για δυσκοιλιότητα, για έκζεμα και για
ψωρίαση, ενεργοποιεί το ήπαρ, τη χοληδόχο κύστη και τα νεφρά συμβάλλοντας στη καλή λειτουργία τους,
χρησιμοποιείται για τον έλεγχο του διαβήτη.
Οι ρίζες έχουν τις μεγαλύτερες θεραπευτικές ιδιότητες. Ένα αφέψημα της ρίζας είναι επωφελές στην αγωγή
του ίκτερου, της διόγκωσης του ήπατος, της ουρικής αρθρίτιδας και τους ρευματισμούς. Ένα αφέψημα του
προσφάτως συγκομίζομενου φυτού χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της πέτρας στα νεφρά.
Το γαλακτώδες υγρό που παράγεται εφαρμόζεται σε κονδυλώματα, προκειμένου να τα καταστρέψει.
Το ραδικόζουμο δηλ. αφέψημα από φύλλα και ρίζα ραδικιού με αλάτι και λεμόνι, είναι καθαρτικό και
τονωτικό του πεπτικού συστήματος. Θεωρείται ρόφημα ευστόμαχο και θερμαντικό. Η πικρή του γεύση
μετριάζεται με την προσθήκη ελαιόλαδου και λεμονιού.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Συλλεγονται το φινόπωρο, το χειμώνα και την άνοιξη τα φύλλα, τα τρυφερά βλαστάρια και οι ρίζες του.
Τα φύλλα του χρησιμοποιούνται ωμά σε σαλάτες δίνοντας της μια πικάντικη γεύση. Τρώγονται αφού
βραστούν με μπόλικο λεμόνι, μπαίνουν σε χορτόπιτες και συνοδεύουν άριστα φαγητά με αρνί ή κατσίκι.
Τα λουλούδια τρώγονται ωμά στις σαλάτες.
Οι ρίζες τρώγονται μαγειρεμένες με διάφορες συνταγές, χρησιμοποιούνται ως καρυκεύματα σε σούπες,
σάλτσες και ζωμούς ενώ αποξηραμένη και φρυγανισμένη γίνεται αφέψημα που αντικαθιστά τον καφέ. Η
ρίζα είναι ιδανική τροφή για διαβητικούς, λόγω της περιεκτικότητας σε ινουλίνη.
Παρασκευή και δοσολογία
Ως αφέψημα ρίχνουμε 2 κουταλάκια σε ένα φλιτζάνι νερό και βράζουμε για 2 λεπτά, σουρώνουμε και
πίνουμε 2 φορές την ημέρα.
Ως υποκατάστατο του καφέ, καβουρδίστε και αλέστε τη ρίζα του κιχωρίου. Η γεύση του είναι πολύ δυνατή.
Προφυλάξεις
Το λευκό γάλα που βρίσκεται στον ανθισμένο μίσχο μπορεί να προκαλέσει ερεθισμούς.
Σελίδα - 50 -
Cistus villosus & Salvifolius, ελελισφακόφυλλος κ.ν. κίστος, κιστάρι
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Τραχειóφυτα (Tracheophytes)
Ομοταξία: Αγγειóσπερμα (Angiosperms)
Υφομοταξία: Ευδικοτυλήδονα (Eudicots)
Τάξη: Μαλαχώδη (Malvales)
Οικογένεια: Κυστίδες (Cistaceae)
Γένος: Cistus
Είδος: C. villosus ή Salvifolius
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου
Κίστος (Cistus, γαλλ. Ciste, ἀγγλ. Rock-Rose, τ. Κιστωδῶν)· γ. περιλ. περὶ τὰ 20 εἴδη· φ. φρυγανώδη
ἰθαγ. τῶν παραμ. χωρῶν, οἱ παρ’ ἀρχαίοις Κίστοι, Κίσθοι, Κίσσαροι ἤ Κίσθαρα, κν. δὲ Κιστάρια, Κίστα,
Κίσταρα, Ἀτίσαροι, Ἀλίσαροι (ἐν Θήρᾳ), Ἀλιταριὲς (ἐν Πάρῳ), Ξιστάρια, Ξισταριὲς καὶ Κουνουκλιὲς
(ἐν Κύπρῳ). Εἴδη τῆς ἑλλ. χλωρ. α') Κ. ὁ ἐλελισφακόφυλλος (C. salvifolius), ἡ κν. Ἀγριοφασκομηλιά, ὁ
τοῦ Θεοφρ. καὶ τοῦ Διοσκρ. θῆλυς Κίστος. β') Κ. ὁ κρητικὸς (C. creticus), ὁ κν. Ἀλάδανος ἤ Λαδανιὰκαὶ
ἐν Κύπρῳ Λουβιδιά, Λεουδιὰ ἤ Ληονιά, τὸ τοῦ Διοσκρ. ἕτερον εἶδος Κίστου ἤ Λῆδον. γ') Κ. ὁ λαχναῖος
(C. villosus ἤ incanus), ὁ τοῦ Θεοφρ. καὶ τοῦ Διοσκρ. ἄρρην Κίστος, δ΄) Κ. ὁ μικρανθὴς (C. parviflorus).
καὶ ε΄) Κ. ὁ μομπελιανὸς (C. monspeliensis), ὁ ἐν Μεσσηνίᾳ Βούθικο ὀνομαζόμενος.
Τοῦ δευτέρου ἰδίως εἴδους (Κ. τοῦ κρητικοῦ) τὰ φύλλα καὶ οἱ βλαστοὶ κατὰ Ἰούνιον καὶ Ἰούλιον
ἐκκρίνουσι εἶδος βαλσαμώδους ῥητίνης, τὸ λάδανον, ἥτις ἀπὸ παναρχαιοτάτης ἐποχῆς μέχρι τέλους τοῦ
18ου αἰῶνος ἐχρησιμοποιεῖτο πολλαχοῦ ὡς οὐσία φαρμακευτικὴ (φρμ. Gummi Ladanum, γαλλ. καὶ ἀγγλ.
Ladanum), ἀντιλοιμικὴ (ἰδίως κατὰ τῆς πανώλους) καὶ ἀρωματικὴ (πρὸς θυμιάσεις). Σήμερον ἡ οὐσία αὕτη
χρησιμοποιεῖται σχεδὸν μόνον ὑπὸ τῶν ἰθαγενῶν τοῦ Σουδὰν ὡς ἀντιλοιμική.
Τὸ λάδανον ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Ἡροδὸτου, ὁ δὲ Διοσκορίδης λέγει περὶ αὐτοῦ τὰ ἐξῆς: «Γίνεται δὲ ἐξ
αὐτοῦ (τοῦ «ἑτέρου εἴδους Κίστου») τὸ λεγόμενον λάδανον· τὰ φύλλα γὰρ αὐτοῦ νεμόμεναι αἱ αἶγες καὶ οἱ
τράγοι τὴν λιπαρίαν ἀναλαμβάνουσι τῷ πώγωνι γνωρίμως, καὶ τοῖς μηροῖς προσπλαττομένην διὰ τὸ
τυγχάνειν ἰξώδη, ἥν ἀφαιροῦντες ὑλίζουσι, καὶ ἀποτίθενται ἀναπλάσσοντες μαγίδας· ἔνιοι δὲ καὶ σχοινιά
ἐπισύρουσι τοῖς θάμνοις, καὶ τό προσπλασθὲν, αὐτοῖς λίπος ἀποξύσαντες ἀναπλάσσουσιν· κράτιστον δὲ
ἐστιν αὐτοῦ τὸ εὐῶδες ὑπόχλωρον, εὐμάλακκον, λιπαρόν, ἀμέτοχον ψάμμου ἤ ψαφαρίας, ῥητινῶδες·
τοιοῦτον δὲ ἐστι τὸ ἐν Κύπρῳ γεννώμενον· τὸ μέντοι ἀραβικὸν καὶ λιβυκὸν εὐτελέστερον. Δύναμιν δὲ ἔχει
στυπτικήν, θερμαντικήν, μαλακτικήν, ἀναστομωτικήν· ἴστησι δὲ τὰς ῥεούσας τρίχας, μιγὲν οἴνῳ καὶ
σμύρνῃ καὶ μυρσίνῳ ἐλαίῳ» κ.λ.
Σήμερον τὸ λάδανον συγκομίζεται, ἀλλ’ εἰς μικρὰ μόνον ποσά, ἐν Ἱσπανίᾳ (ἐκ Κ. τοῦ λαδανοφόρου
C. ladaniferus). Κρήτῃ, Κύπρῳ καὶ τισιν ἄλλαις παραμ. χώραις (ἰδὶως ἐκ Κ. τοῦ κρητικοῦ). Ἐν Κύπρῳ,
ἔνθα Κ. ὁ κρητικὸς ἀπαντᾶ αὐτοφυὴς ἐπὶ μεγάλων ἐκτάσεων, τὸ λάδανον (τὸ κν. ἐν Κύπρῳ ληόνι)
συγκομίζεται καθ’ ὅν ἀκριβῶς τρόπον περιγράφει ὁ Διοσκρ. Ὁ Μαρίτης ἀναφέρει ὅτι ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του
(1763) ἱκανὴ ποσότης λαδάνου συνελέγετο περὶ τὰ Λεύκαρα καὶ ἐξήγετο διὰ τοῦ λιμένος τῆς Λάρνακος
εἰς κιβώτια τῶν 50 καὶ 100 ὀκ., διευθυνόμενον εἰς διαφόρους χώρας τῆς Εὐρώπης. Περὶ τὰ μέσα τοῦ
Σελίδα - 51 -
παρελθόντος αἰῶνος, ὅτε ὁ Γωδρὺ ἐπεσκέφθη τὴν Κύπρον, ἐξηκολούθει αὐτόθι ἡ συλλογὴ τοῦ λαδάνου,
ἀλλὰ μόνον πρὸς ἐπιτόπιον κατανάλωσιν. Σήμερον ἐν Κύπρῳ τὸ λάδανον συλλέγεται μόνον περὶ τὴν
Τηλιριᾶν· καὶ μέρος μὲν τοῦ προϊόντος καταναλίσκεται ἐν τῇ νήςῳ, μέρος δὲ ἐξάγεται ἐν μορφῇ μαγίδων
διὰ τὴν Αἴγυπτον ἔνθα πωλεῖται προς 3 - 4 σελίνια κατ’ ὀκάν. Τὸ πλεῖστον τοῦ λαδάνου συλλέγεται ἐν
Κύπρῳ δι’ ὀργάνου ὀνομαζομένου ληονίστρα καὶ συνισταμένου ἐκ ῥάβδου μήκους 90 - 120 ἑ. μ. ἀπὸ τοῦ
ἑτέρου ἄκρου τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται ξύλινον τόξον φέρον πολλὰς παχείας καὶ περὶ τὰ 30 ἑ. μ. μακρὰς
δερμάτινους λωρίδας ἤ ῥάμματα. Καθόσον τὸ τόξον σύρεται ἄνωθεν τῶν Κίστων αἱ θίγουσαι αὐτοὺς
λωρίδες ἤ τὰ ῥάμματα προσλαμβάνουσι τὸ λάδανον, ὅπερ προσκολλᾶται ἐπ’ αὐτῶν καὶ τὸ ὁποῖον ὁ
λαδανοσυλλέκτης ἀποξέει κατὰ διαλείμματα καὶ ἀναπλάσσει εἰς βώλους ἤ μαγίδας. Ἀλλὰ τὸ οὕτω
συλλεγόμενον προϊὸν εἶνε πάντοτε ἀναμεμιγμένον μὲ παντοίας ξένας ὕλας, καὶ ἰδίως μὲ χῶμα, ὡς ἐκ τῆς
συχνῆς προστριβῆς τῶν ῥαμμάτων ἤ λωρίδων τοῦ τόξου εἰς τὸ ἔδαφος. Πολὺ καθαρώτερον εἶνε τὸ λάδανον
τὸ συλλεγόμενον ἀπὸ τοῦ πώγωνος καὶ τῶν παραγναθίων καὶ παραμηριαίων τριχῶν τῶν εἰς κιστοφόρους
τόπους βοσκόντων τράγων καὶ αἰγῶν, ἐφ’ ὧν τριχῶν προσκολλᾶται καὶ συγκρατεῖται κατὰ θρόμβους ἡ
ῥητινώδης αὕτη οὐσία. Τὸ κατὰ τοὺς ἀνωτέρω δύο τρόπους συγκομιζόμενον λάδανον καθαρίζεται
θερμαινόμενον ἐν ὕδατι καὶ διηθούμενον διὰ λεπτοῦ ὑφάσματος. Ἀπαλλασσόμενον οὕτω τῶν ξένων ὑλῶν
ἀναπλάσσεται εἰς μαγίδας, ἑκάστη τῶν ὁποίων συνήθως ζυγίζει περὶ τὰ 200 δράμια. Ἡ Ἀλεξάνδρεια εἶνε
σήμερον ἡ μόνη ὁπωσδήποτε σπουδαία ἀγορὰ τοῦ προϊόντος τούτου, ἀποστέλεται δ’ ἐκεῖ πλὴν τῆς μικρᾶς
ποσότητος τῆς ἐξαγόμενης ἐκ Κύπρου καὶ ὀλόκληρον σχεδὸν τὸ προϊὸν τῆς Κρήτης, ἥτις παράγει πολὺ
μεγαλήτερον ποσόν. Ἐξ Ἀλεξανδρείας τὸ προϊὸν τοῦτο διευθύνεται εἰς τὸ Σουδάν, ὅπερ, ὡς εἴπομεν, εἶνε
ὁ κύριος τόπος τῆς καταναλώσεως τοῦ λαδάνου σήμερον.
Ονομασία
Ανήκει στην οικογένεια των Κιστιδών (Cistaceae). Εξαπλώνεται στο μεγαλύτερο τμήμα της Μεσογείου
και είναι κοινό στην Ελλάδα. Είναι θερμόφιλο φυτό, το οποίο απαιτεί ξέφωτα και ηλιόλουστα μέρη.
Αγαπάει τις πετρώδης θέσεις, τα φρύγανα και τα διάκενα ημιορεινών δασών, τα φτωχά και ασβεστολιθικά
εδάφη. Οι λαδανιές ή Κουνουκλιά ή Λάδανος ή Αλαδανιάείναι φυτά αειθαλή, θαμνώδη μέχρι ένα μέτρο
ύψος, με πολύκλαδο βλαστό και παχιά, με πυκνούς αδένες και ρυτιδώδη φύλλα.
Χαρακτηρίζεται ως πυρόφυτο λόγω της ιδιότητας του να διεγείρεται το φύτρωμα των σπερμάτων του και
να αναβλάστανουν αμέσως μετά τη πυρκαγιά.
Τα φυτά ρίχνουν τους σπόρους τους στο έδαφος κατά τη διάρκεια της περιόδου ανάπτυξης, αλλά δεν
φυτρώνουν στην επόμενη σεζόν. Σκληρή επικάλυψη τους είναι αδιαπέραστη από το νερό, και έτσι οι
σπόροι παραμένουν αδρανείς για μεγάλο χρονικό διάστημα. Με την έκθεση τους όμως στις υψηλές
θερμοκρασίες της πυρκαγιάς, διαρρηγνύεται επιτρέποντας την απορρόφηση νερού και το φύτρωμα του
σπόρου. Χωρίς τη φωτιά η καταστροφή της πιο πάνω μεμβράνης γίνεται με βραδύ ρυθμό με την επίδραση
των μικροοργανισμών του εδάφους.
Ιστορικά στοιχεία
Στην αρχαιότητα ήταν γνωστή με διάφορες ονομασίες σαν Κίστος, Κίσθος, Κίσσαρος ή Κίσθορα. Κοινώς
δε Κιστάρια, Ξιστάρια, Αλιταριά κ.λπ. Στην Ελληνική χλωρίδα σήμερα είναι γνωστή σαν
Αγριοφασκομηλιά. κατά Θεόφραστο Λαδανιά, Λήδον, Κίστος κ.λπ. Στους αγροτικούς όμως πληθυσμούς
περισσότερο είναι γνωστό σάν κουνούκλα και χρησιμοποιείται πολύ για να καίνε τούς φούρνους.
Μια πανάκεια της αρχαιότητος, που έμεινε σε χρήση μέχρι τις μέρες μας σχεδόν, είναι το λάδανο ή
λάβδανο, ένα φάρμακο που παρασκευαζόταν από τον κίσθο. Κατά το Διοσκουρίδη, το κυπριακό λάδανο
ήταν άριστης ποιότητος ενώ το αραβικό και το λιβυκό ήταν υποδεέστερα. Τόσο ο Διοσκουρίδης όσο και ο
Πλίνιος περιγράψουν τον παράδοξο τρόπο με τον οποίο παρασκευαζόταν το λάδανο από την κολλώδη
ουσία που βγάζουν τα φύλλα του φυτού. Την ουσία αυτή, που κολλούσε στα πηγούνια και τα μεριά των
κατσικιών και των τράγων καθώς αυτά έβοσκαν και έτρωγαν το φυτό, αφαιρούσαν οι κατασκευαστές
λαδάνου, και αφού την διύλιζαν, την έπλαθαν σε βώλους. Μια άλλη μέθοδος που περιγράψουν, επιβίωσε
μέχρι τον αιώνα μας. Σ' αυτή, οι συλλέκτες του λαδάνου έσερναν σκοινιά πάνω στους θάμνους, και πάνω
σ' αυτά κολλούσε η λιπαρή ουσία, την οποία αφού έξυναν, την έπλαθαν πάλι σε βώλους. Οι πηγές μιλούν
για μεγάλο αριθμό παθήσεων που μπορούσαν να θεραπευτούν με το λάδανο. Αναφέρω ενδεικτικά ότι, κατά
τον Διοσκουρίδη, το λάδανο είναι στυπτικό, μαλακτικό, διουρητικό και αναστομωτικό. Υποκαπνίζεται σε
Σελίδα - 52 -
παθήσεις της μήτρας, και, μαζί με άλλες ουσίες, προστατεύει από την τριχόπτωση. Ο Ιπποκράτης αναφέρει
ότι το χρησιμοποιούσε κατά της τριχοπτώσεως.
Ο Διοσκουρίδης αναφέρει: Το λάδανον δύναμιν έχει θεραπευτικήν, μαλακτικήν, αναστομωτικήν, ίστησι
δε τας ρέουσας τρίχας μιγέν οίνω και σμύρνη και μυρσινίω ελαίω, ουλάς τε ευπρεπεστέρας ποιεί μετ' οίνου
καταχριόμενον και ωταλγίας μεθ' υδρομέλιτος ή ροδίου εγχεομένου θεραπεύει, υποθυμιάται δε και προς
δευτέρων εκβολάς και σκληρίας θεραπεύει τας εν μήτρα εν πεσσώ μιγέν, και ταις ανωδύνοις και βηχικάς
και μαλάγμασι χρησίμως μείγνυται κοιλίαν τε ίστησι συν οίνω παλαιώ ποθέν, έστι δε και αρνητικόν»,Από
την αρχαιότητα μέχρι και το τέλος του ιδού αιώνα το λάδανο το χρησιμοποιούσαν ως αντιλοιμώδες [κατά
της πανώλους] και σαν τονωτικό.
Ο Κέλσος αναφέρει τη χρησιμοποίηση της ρητίνης του, ως έμπλαστρο σε κακοήθη σαρκώματα.
Ο Αέτιος ο Αμιδηνός αναφέρει ότι το λάδανον χρησιμοποιείτο ως πεσσός δια σκληρούς όγκους της
μήτρας.
Ο Ορειβάσιος αναφέρει ότι παρασκεύαζε αλοιφή με λάδανο κατά της τριχοπτώσεως.
Ο Αβικέννας αναφέρει τη χρήση του λαδάνου για την αποσκλήρυνση του στομάχου και εντέρου και με
τη μορφή αλοιφής για τη θεραπεία του σπλήνα.
Περιγραφή
Αειθαλής, πολυετής, πολυδιακλαδιζόμενος μικρός θάμνος που φτάνει σε ύψος το 1 μ. Φύλλα
γκριζοπράσινα , ωοειδή. Άνθη μεγάλα λευκά με κίτρινο κέντρο , πολύ εντυπωσιακά ( τα άνθη του Cistus
salvifolius είναι τα μαγαλύτερα από τα άλλα είδη του ίδιου γένους και θυμίζουν άνθη τριαντάφυλλου).
Ανθίζει από Μάρτιο μέχρι Ιούνιο. Αντέχει στις ξηροθερμικές συνθήκες. Μοιάζει με την αλαδανιά, αλλά
έχει πολύ μικρότερα φύλλα, τραχιά κάτω, χνουδωτά και στις δύο επιφάνειες. Τα άνθη είναι επίσης
μικρότερα. Στην Κρήτη απαντούν άλλες δύο ποικιλίες: οι Cistus parviflorus και Cistus mospeliensis.
Φύεται σε φτωχά και πετρώδη εδάφη.
Συστατικά
Ο Κίστος έχει την υψηλότερη περιεκτικότητα σε πολυφαινόλες από οποιασδήποτε φυτό στην Ευρώπη, με
εκπληκτική ικανότητα καταστροφής των ελευθέρων ριζών καθώς επίσης και υψηλή αντιοξειδωτική
δραστηριότητα. Ο βλαστός και τα φύλλα περιέχουν βαλσαμώδη ρητινική αρωματική ύλη, το λάδανο (Δεν
πρέπει να συνδέεται με το λάβδανο που υπήρχε στα φαρμακεία και προήρχετο από τα οπιωειδή.
Θεραπευτικές Ιδιότητες
Είναι σήμερα παραδεκτό ότι το τσάι του κίστου είναι τρεις φορές πιο υγιεινό από όσο το πράσινο τσάι.
Προστατεύει την καρδιά τέσσερις φορές καλύτερα από το κόκκινο κρασί και είναι αντιοξειδωτικό είκοσι
φορές ισχυρότερο από τον φρέσκο χυμό λεμονιών.
Οι θεραπευτικές ιδιότητες της Κουνούκλας κατά τους λαϊκούς θεραπευτές και χωρικούς, είναι πάμπολλες:
Τα φύλλα και τα άνθη του φυτού εχρησιμοποιούντο για τη θεραπεία της εντεροκωλίτιδος, των
αιμορροΐδων, της δυσεντερίας, των νεφρολιθιάσεων, των κυστικών και ηπατικών παθήσεων και των
δερματικών εκδηλώσεων, είτε με μορφή αφεψήματος είτε με μορφή αλοιφής, καταπλασμάτων ή
έμπλαστρων
Από τους αγροτικούς πληθυσμούς της Κρήτης χρησιμοποιείται πολύ εναντίον των στηθικών παθήσεων και
σαν διουρητικό.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Το ξύλο της χρησιμοποιείται ως καυσόξυλο. Τα φύλλα και τα άνθη της σε αφέψημα για γαστρεντερικές
διαταραχές, για τους κολικούς των νεφρών και τις δερματικές λοιμώξεις. Ως κατάπλασμα καταπραΰνει
τους ρευματισμούς και την αρθρίτιδα.
Τα πιο χρήσιμα μέρη της είναι τα φύλλα, όταν είναι ανθισμένη. Οι βιοχημικές ιδιότητες της Κουνούκλας
είναι πολλές, εξ αιτίας των ουσιών που περιέχει, όπως την κομμιο - ρητινώδη ουσία που είναι
κοκκινόμαυρη και με αρωματική οσμή, την βαλσαμώδη ρητίνη ή το Λάδανο πού το καλοκαίρι δακρύζει
Σελίδα - 53 -
από φύλλα και βλαστούς και από τα αρχαία χρόνια το χρησιμοποιούσαν για θεραπευτικούς σκοπούς και
θεωρούνταν αντιλοιμώδης κ.λπ.
Παρασκευή και δοσολογία
Αφέψημα 30 γραμμ. του φυτού σε 600 γραμμ. νερό το βράζουν ώσπου να μείνουν 300 γραμμ. Σαν
έμπλαστρο χρησιμοποιείται εναντίον των πάσης φύσεως ρευματαρθριτικών πόνων, της πνευμονίας και του
βρογχικού κατάρρου, καθώς και σαν αλοιφή, αφού κοπανισθούν τα φύλλα και τα άνθη μαζί με κερί και
αιθέριο λάδι ως εξής: 7 μέρη κεριού και λαδιού σε 6 μέρη του φυτού και ένα ως δύο μέρη υδατώδους
εκχυλίσματος.
Σελίδα - 54 -
Crocus sativus κν κρόκος ήμερος
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Μονοκοτυλήδονα (Liliopsida)
Τάξη: Λειριώδη (Liliales)
Οικογένεια: Ιριδoειδή (Iridaceae)
Γένος: Κρόκος (Crocus)
Είδος: C. sativus
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου
Κρόκος (Crocus, γαλλ. Safran, ἀγγλ. Crocus ἤ Saffron, τ. Ἰριδωδῶν)· γ. περιλ. περὶ τὰ 70 εἴδη ἰθαγ. τῆς
Εὐρώπης καὶ ἄλλων παραμ. χωρῶν· φ. βολβόριζα, κοσμητικά, πρωϊανθέστατα· τινὰ φαρμακευτικά,
βαφικά, ἀρτυματικὰ ἤ μυρεψικά. Εἴδη τῆς ἑλλ. χλωρ. 14, ἐν οἷς καὶ Κ. ὁ καρτραϊκὸς καὶ Κ. ὁ
τουρνεφόρτειος (C. Cartwrightianus καὶ C. Tournefortii). Τούτων καὶ τινῶν ἄλλων εἰδῶν τὰ
ἀπεξηραμμένα στίγματα (βλ. Ἄνθος) ἀποτελοῦσι τὸν κρόκον τοῦ ἐμπορίου (γαλλ. safran, ἀγγλ. Saffron),
ὅστις κν. ὀνομάζεται ζαφορὰ ἤ σαφράνι (ἐκ τοῦ τουρ. Ζαφρὰν) καὶ χρησιμοποιεῖται ὡς οὐσία
φαρμακευτικὴ (φρμ. Stigmata Croci), βαφική, ἀρτυματική, ὡς καὶ πρὸς χρωμάτισιν τυρῶν, γλυκῶν καὶ
ζυμαρικῶν (οἷον τὸ ἐν Γαλλίᾳ pain de Chatillon).
Ὁ κρόκος ὡς βαφικὴ καὶ φαρμακευτικὴ οὐσία εἶνε γνωστὸς ἀπὸ τῆς ἀρχαιότητος. «Κροκόπεπλος»
ἐπονομάζεται ἡ Ἠὼς παρ’ Ὁμήρῳ (Ἰλ. Θ, 1), περὶ κροκίνων δὲ καὶ κροκοβαφών ὑφασμάτων συχνὰ γίνεται
λόγος παρὰ τοῖς ἀρχαίοις συγγραφεῦσι. Τὰς ἰαματικὰς δυνάμεις καὶ τὰς ποιότητας τοῦ κρόκου περιγράφει
ὁ Διοσκρ. Τὰ ἄνθη τοῦ Κ. ἀναφέρει ὁ Ἀθην. ὡς στεφανωματικὰ (ΙΕ, 681), ἐξ αὐτῶν δὲ ἐλαμβάνετο τὸ
«κρόκινον μύρον» (Θεοφρ. Ὀσμ. 34, καὶ Ἀθήν. Ε, 688). «Ἡ ἀρίστη κρόκος» ἐφύετο κατὰ τὸν Στράβωνα
(14, 670) παρὰ τὸν Κωρύκιον ἄντρον τῆς Κιλικίας. Περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ παρελθόντος αἰῶνος ἄριστος
κρόκος ἐθεωρεῖτο ὁ ἐκ Περσίας κομιζόμενος («Ἐμπρ. Ἐγκλοπ.» Παπαδοπούλου). Πυκνῶς φυόμενος
ἀπαντᾶ ὁ Κ. εἰς τὰς νήσους Σύρον, Τῆνον, Μύκονον, Δῆλον καὶ Ῥηγείαν, ἔνθα συλλέγονται ὑπὸ τῶν
νησιωτῶν τὰ στίγματα τῶν ἀνθέων του πρὸς ἐμπορείαν.
Διαφοραὶ Κ. τοῦ καρτραϊτείου εἶνε τὰ ἐνίοτε ἀναφερόμενα ὡς ἴδια εἴδη Κ. ὁ ἑλληνικὸς (C. graecus)
καὶ Κ. ὁ ήμερος (C. sativus, γαλλ. Safran du Gatinais ἤ S. d’ automne). Ἐξ αὐτῶν ἰδίως τὸ δεύτερον
καλλιεργεῖται ἐκτενῶς ἐν Γαλλίᾳ καὶ Ἱσπανίᾳ, εἰς ἅς χώρας ὑπολογίζεται ὅτι ἕκαστον στρέμμα ἀποφέρει
περὶ τὰς πέντε ὀκ. ξηρῶν στιγμάτων τιμωμένων πρὸς 100 - 120 δρχ. κατ’ ὀκάν. Ὡσαύτως ἰθαγενῆ τῆς
Ἑλλάδος εἶνε Κ. ὁ ὀλιβιέρειος καὶ Κ. ὁ σιεβέρειος (C. Olivieri ἡ Aucheri καὶ C. Sieberi), ὦν οἱ βολβοὶ
ἔχουσι γεῦσιν λεπτοκαρύου καὶ εἶνε βρώσιμοι καὶ ὠμοί.
Ονομασία
Ο κρόκος γνωστός και με τις ονομασίες ζαφορά και σαφράνι είναι φυτό από το οποίο παράγεται ένα από
τα πιο ακριβά μπαχαρικά που υπάρχουν στον κόσμο. Το σαφράν(ι) προέρχεται από τον ύπερο του άνθους
του φυτού κρόκος, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Κρόκος ο ήμερος (Crocus sativus) L. το
οποίο ανήκει στην οικογένεια των Ιριδoειδών (Iridaceae).
Σελίδα - 55 -
Ιστορικά στοιχεία
Η ιστορία του κρόκου ξεκινάει από την Ανατολή. Αναφορές χρήσης του φυτού αυτού βρίσκονται στην
Μικρά Ασία καθώς και στην Αρχαία Αίγυπτο όπου χρησιμοποιούνταν ως αρωματικό από την βασίλισσα
Κλεοπάτρα και από άλλους Φαραώ ως αρωματική και σαγηνευτική ουσία. Διαδεδομένη ήταν η χρήση του
και σε ναούς και ιερά μέρη ως αρωματική ουσία. Η χρήση τού κρόκου απαντάται στην Μινωική αλλά και
στην Κλασική Ελλάδα όπου χρησιμοποιείτο ως αρωματικό καθώς και ως χρωστική ουσία. Τοιχογραφίες
που παρουσιάζουν λουλούδια κρόκου μπορεί κανείς να βρει στις ανασκαφές των Μινωικών Ανακτόρων.
Επίσης χαρακτηριστική είναι η τοιχογραφία με τις κροκοσυλλέκτριες που εκτίθεται στο Εθνικό
Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Στους αρχαίους Έλληνες ήταν γνωστές και οι φαρμακευτικές ιδιότητες
του κρόκου καθώς το χρησιμοποιούσαν για να καταπολεμήσουν την αϋπνία και τα δυσάρεστα
αποτελέσματα της μέθης από το κρασί. Επίσης χρησιμοποιείτο ως άρωμα στα λουτρά αλλά και ως
αφροδισιακό. Οι Άραβες χρησιμοποιούσαν τον κρόκο ως αναισθητικό και είναι αυτοί που το εισήγαγαν
στην Ισπανία τον δέκατο αιώνα. Αποτέλεσε βασικό συστατικό πάνω στο οποίο χτίστηκε η Ενετική
αυτοκρατορία καθώς ήταν ένα από τα εμπορικά κέντρα. Σήμερα χρησιμοποιείται σε όλο το κόσμο στην
ζαχαροπλαστική, στην αρτοποιία καθώς και ως μέρος διαφόρων διασήμων πιάτων όπως για παράδειγμα η
ισπανική παέγια
Ο Θεόφραστος ο Ερέσιος αναφέρεται στον κρόκον, γράφοντας τα εξής: «Eν δε τη Κυρηναία... έτι κρόκον
πολύν η χώρα φέρει και εύοσμον». (Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορίας 4,3,1).
Ο αυτός συγγραφέας αλλαχού σημειώνει : «Επεί και τα εν γη τη αυτή γινόμενα ποιεί τινά παραλλαγήν
ευοσμίας και αοσμίας. Ευοσμότατα δε τα εν Κυρήνη, διό και το μύρον ήδιστον. Απλώς δε και των ίων και
των άλλων ανθών άκρατοι μάλιστα εκείθι αι οσμαί, διαφερόντως δε του κρόκου». (Θεόφραστος, Περί
φυτών ιστορίας 6,6,5).
Ο Αριστοφάνης αναφέρει: «κρόκου βαφάς». (Αριστοφάνης, Νεφέλαι 51).
Ο Διοσκουρίδης αναφέρεται στον κρόκον και γράφει τα εξής: «Kρόκος εστί κράτιστος εν ιατρική χρήσει
ο Κωρύκιος, πρόσφατός τε και εύχρους, ολίγον δε λευκόν έχων επί της έλικος, επιμήκης, ολομελής,
άθραυστος, αλιπής, πλήρης, βάπτων εν διέσει τας χείρας, ουκ ευρωτιών ή ικμάζων, επιτακτικός δε εν τη
οσμή και δριμύ. ο γαρ μη τοιούτος ή παλαιός έστιν ή αποβεβρεγμένος. Δευτερεύει δε ο εκ της προς Λυκίαν
Kηρύκου και ο από του Λυκιανού Ολύμπου. Δύναμιν δε έχει πεπτικήν, μαλακτικήν, υποστύφουσαν,
ουρητικήν, παρέχει τε εύχροιαν και ακραίπαλός έστι μετά γλυκέος πινόμενος, ρευμά τε οφθαλμών
επιχριόμενος και εγχριόμενος στέλλει σύν γάλακτι γυναικείω. Μείγνυται και τοις προς τα εντός ποτήματι
χρησίμως και προσθέμασι και καταπλάσμασι τοις προς μήτραν και δακτύλιον. Παρίστησι δε και προς
αφροδίσια, τάς τε ερυσιπελατώδεις φλεγμονάς πραΰνει καταχριόμενος και εις τας ωτικάς χρησιμεύει. Φασί
δε και αναιρετικόν αυτόν είναι μεθ΄ ύδατος πινόμενον πλήθος δραχμών τριών. Προς δε το ευλέαντον αυτόν
γίγνεσθαι δει εν ηλίω ψύγειν εν οστρακίνω αγγείω καινώ θερμώ, ταχέως δε δει στρέφειν. Και η ρίζα δε
αυτού πινόμενη συν γλυκεί ούρα κινεί». (Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής 1,26).
Ο ίδιος συγγραφέας αναφερόμενος στο «κροκόμαγμα» γράφει: «To δε κροκόμαγμα γίνεται εκ του
κροκίνου μύρου των αρωμάτων εκπιεσθέντων και αναπλασθέντων. Έστι δε αυτού το ευώδες καλόν, μέσως
κατάσμυρνον, βαρύ, μέλαν, άξυλον, εν τω διεθήναι ικανώς κροκώδες την χρόαν, λείον, υπόπικρον, βάπτον
ισχυρώς τους οδόντας και την γλώτταν, επιμένον τε συχνάς ώρας. Τοιούτον δε έστι το από Συρίας. Δύναμιν
δε έχει σμηκτικήν των επισκοτούντων ταις κόραις, ουρητικήν, μαλακτικήν, πεπτικήν, θερμαντικήν.
Αναλογεί δε κατά ποσόν τη του κρόκου δυνάμει, πλείστον γαρ τούτου μετείληψεν». (Διοσκουρίδης, Περί
ύλης ιατρικής 1,27).
Ο Μέγας Βασίλειος αναφερόμενος στον κρόκον, παρατηρεί: «Πως ούν, φασί, πάντα είναι τα εκ της γης
φυόμενα σπερματικά ο λόγος ενδείκνυται, όπου γε ούτε κάλαμος, ούτε άγρωστις, ούτε μώθη, ου κρόκος,
ου σκόροδον, ου βούτομον, ουδ΄ άλλα μύριαγενη φυτών σπερματίζοντα φαίνεται;» (Μέγας Βασίλειος,
Ομιλίαι εις την Εξαήμερον, Ομιλία) Ε, ΒΕΠΕΣ, τ.51, Αθήναι 1991, σ.223).
Ο ίδιος συγγραφέας αλλαχού γράφει: «H γαρ βλάστησις καθηγείται πάσης βυτάνης και πάσης πόας. Είτε
γαρ από ρίζης εκδίδονταί τι εκ της κάτωθεν προβολής, ως κρόκος και άγρωστις, αναβλαστήσαι δει και επί
το έξω προκύψαι». (Μέγας Βασίλειος, Ομιλίαι εις την Εξαήμερον, Ομιλία Ε ΒΕΠΕΣ, τ. 51, Αθήναι 1991,
σ. 224).
Σελίδα - 56 -
Ο Αλέξανδρος ο Τραλλιανός (6ος αι. μ.Χ) αναφέρεται στο ¨κροκόμηλον¨ γράφων: «Κροκόμηλον, μίγμα
κυδωνίων εφθών μετά κρόκου». (Αλέξανδρος Τραλλιανός, 12, 773).
Ο Πλάτων αναφέρεται στην ¨κροκονητική¨, δηλαδή: την τέχνη του νήθειν την κρόκην, το υφάδι, κατ’
αντιδιαστολήν προς την ¨επιστημονικήν¨. (Πλάτωνος Πολιτεία, 282 Ε).
Περιγραφή
Το γένος Κρόκος (Crocus) περιλαμβάνει φυτά βολβόρριζα, πρωιανθή. Πρόκειται για φυτά ποώδη, με
βολβό κονδυλώδη, περιβαλλόμενο συνήθως από ινώδη ή δικτυωτό χιτώνα, ως επί το πλείστον άκαυλα ή
με βλαστό βραχύτατο, ο οποίος φέρει στη βάση του μεμβρανώδεις κολεούς. Τα φύλλα είναι όλα παράρριζα,
τα οποία φύονται απ’ ευθείας από τον βολβόν, στενώς γραμμοειδή, διπλωτά αυλακοειδώς, με νεύρωση
λευκή άνωθεν και τρόπιδα με δύο ακμές κάτωθεν.
Βολβοί: Έχουν διάμετρο 2-3 εκ., σφαιρικό σχήμα και είναι σαρκώδεις με καστανόφαιους δικτυωτούς
χιτώνες.
Λουλούδια: Τα λουλούδια που βγαίνουν ένα μέχρι και τρία από κάθε βολβό, κατά τον Οκτώβρη με
Νοέμβρη, σχηματίζουν μικρά ανορθωμένα χωνάκια, που με την παρέλευση ορισμένων ωρών ανοίγουν
χάνοντας το πρώτο τους σχήμα. Αυτά αποτελούνται από έξι βαθυγάλαζα-μώβ πέταλα, μήκους 4-5 εκ. και
πλάτους ενός περίπου εκ., τρεις κίτρινους στήμονες, τον στύλο, που χωρίζεται σε τρία στίγματα, και την
ωοθήκη, που είναι τρίχωρη, στενή και περιέχει πολλά καστανά σε στρογγυλό σχήμα σπέρματα.
Τα στίγματα ειδικότερα, που αποτελούν και την δρόγη του φυτού, έχουν κόκκινο προς το πορτοκαλί
στιλπνό χρώμα, μήκους 40-50 χιλιοστών μαζί με το μέρος του στύλου, στο πάνω άκρο τους είναι οδοντωτά
και γέρνουν από το βάρος τους προς τα κάτω, πολλές φορές έξω από το χωνάκι που σχηματίζουν τα πέταλα.
Φύλλα: Τα φύλλα του που βγαίνουν απ' ευθείας από το βολβό αμέσως μετά (σχεδόν μαζί) τα λουλούδια,
είναι καταπράσινα, σπαθωτά και γραμμωτά, αναπτύσσονται δε κατά τη διάρκεια του χειμώνα και φθάνουν
την άνοιξη τα 40-50 εκατοστά, οπότε και θερίζονται λίγο πριν ξεραθούν.
Ο κρόκος ο εδώδιμος (crocus sativus), o οποίος καλλιεργείται στην Ελλάδα, κυρίως στην περιοχή της
Κοζάνης, έχει βολβό σφαιρικό (διαμ. 0,02-0,03 μ.). Τα φύλλα του είναι 6-10 ανά βολβό, στενά, επιμήκη,
σχεδόν νηματοειδή, μήκους 0,05 μ., περίπου, με χείλη βλεφαριδωτά. Φέρει ένα έως δύο άνθη κατά βολβό,
ενοσμότατα, τα οποία εκπτύσσονται κατά τους μήνες Σεπτέμβριο - Οκτώβριο, με σωλήνα μακρύ επάνω
από την επιφάνεια του εδάφους και λοβούς πορφυροϊώδεις ή λευκοϊώδεις, με φάρυγγα χνουδωτό. Οι
ανθήρες είναι κίτρινοι και έχουν περίπου διπλάσιο μήκος, σε σχέση με τα νήματα. Τα άνθη φέρουν
στίγματα (25-40 χιλιοστά μήκους έκαστον), με χρώμα κίτρινο σαφράνας.
Συστατικά
Οι φαρμακευτικές, χρωστικές, μυρεψικές κ.λπ ιδιότητες του κρόκου ή ζαφοράς οφείλονται στα ετεροσίδια,
τα οποία περιέχονται στα στίγματα του φυτού, ήτοι: α) Πικροκοκίνην ή πικροκροκοσίδιον. β) Κροκίνην ή
κροκοσίδιον και κυρίως σιτς αγλυκόνες αυτών, ήτοι: σαφρανάλην του πρώτου και κροκετίνην του
δευτέρου, τα οποία σε μερικές χλαμυδομυνάδες παίζουν, φαίνεται, σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του
φύλου του ανθρώπου.
Ειδικότερα, ο κρόκος περιέχει ουσίες κηρώδεις και γλισχρασματώδεις, 0,5% κροκόζην και 7,5% έλαιον,
πικροκοκίνην κ.λπ. Περιέχει βιταμίνη Α, B1, B2, B3, B6, C, σίδηρο, κάλιο, ασβέστιο, μαγνήσιο, μαγγάνιο,
ψευδάργυρο, χαλκό, σελήνιο, καροτινοειδή όπως α,β,γ-καροτένιο, λυκοπένιο, ζεαξανθίνη , θειαμίνη,
γλυκοζίτες, υδατάνθρακες, νιασίνη, ριβοφλαβίνη, σαφρανόλη (αρωματική ουσία), κροκίνη (χρωστική
ουσία), πικροκροκίνη (γευστική ουσία), κολχικίνη (τοξική ουσία), ιζοφορόνη, τερπενοειδή
Θεραπευτικές Ιδιότητες
Τα αποξηραμένα στίγματα του κρόκου βελτιώνουν το ανοσοποιητικό σύστημα, τονώνουν τον οργανισμό,
ενισχύουν το στομάχι, τη καρδιά, το συκώτι, το αναπνευστικό και το νευρικό σύστημα, είναι διουρητικό,
εφιδρωτικό, εμμηναγωγό, καταπραϋντικό.
Ο κρόκος ως βότανο βοηθά στη πέψη, ανοίγει την όρεξη, ανακουφίζει από στομαχόπονους, μπορεί να
αντιμετωπίσει το φούσκωμα, ρυθμίζει τη γαστρεντερική λειτουργία, η ανάμειξη του με μέλι συμβάλει στο
καθαρισμό των νεφρών και της ουροδόχου κύστης από πέτρες που μπορεί να υπάρχουν.
Σελίδα - 57 -
Η χρήση του κρόκου στη διατροφή αναζωογονεί και βελτιώνει την επιδερμίδα του δέρματος, την ακμή,
ανακουφίζει από τα εγκαύματα και τις κράμπες, βελτιώνει την όραση, την μνήμη, τη πνευματική διαύγεια
και την εγκεφαλική λειτουργία, τη κυκλοφορία του αίματος, μειώνει τη χοληστερίνη.
Λειτουργεί ως αντικαταθλιπτικό αντιμετωπίζοντας τη μελαγχολία, τις νευρικές διαταραχές και βοηθά στη
θεραπεία της υστερίας και των νευρικών σπασμών, σε κρίσεις άσθματος. Ο κρόκος λέγεται ότι έχει
αφροδισιακές ιδιότητες, τονώνει τη σεξουαλική δραστηριότητα και βελτιώνει τη στύση.
Σύμφωνα με μελέτες έχει αντικαρκινικές ιδιότητες καθώς αναστέλλει την ανάπτυξη των καρκινικών
κυττάρων, έχει αντιοξειδωτικές και αντιθρομβωτικές ιδιότητες.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Η καλλιέργεια του εδώδιμου κρόκου γίνεται για τα κοκκινοπορτοκαλόχρωμα στίγματα του λουλουδιού
του (τρείς στύλοι του ύπερου), που είναι προϊόν μεγάλης φαρμακευτικής, χρωστικής, αρτυματικής και
μυρεψικής αξίας.
Με την έκπτυξη των ανθέων του κρόκου, αρχίζει και η συγκομιδή, διότι γενικώς τα άνθη αυτού είναι
εφήμερα, εάν δε παραμείνουν εκτεθειμένα για πολύ στον ήλιο και τον αέρα, τα στίγματα
αποχρωματίζονται, ελαττούνται σημαντικώς το άρωμα αυτών και μειώνεται η εμπορική των αξία.
Το φυτό είναι στείρο και ο πολλαπλασιασμός γίνεται με διαίρεση του βολβού.
Παρασκευή και δοσολογία
Το αιθέριον έλαιον του κρόκου αποτελεί κιτρινωπό υγρό, καυστικής γεύσεως, λίαν διαλυτό στην αλκοόλη
και τον αιθέρα. Στη θεραπευτική ο κρόκος αναφέρεται ως ευστόμαχον φάρμακον.
Είναι το ακριβότερο μπαχαρικό στον κόσμο και χρησιμοποιείται με φειδώ. Όταν είναι να τον προσθέτουμε
στη μαγειρική πρώτα τον μουλιάζουμε για 30 λεπτά σε ένα φλιτζάνι με χλιαρό νερό, το σουρώνουμε και
μετά ρίχνουμε το νερό στο φαγητό.
Ταιριάζει ιδιαίτερα με ρύζι, μακαρόνια, σάλτσες, ψάρια και θαλασσινά, κρέατα. Επιπλέον σε μπισκότα και
γλυκά, παγωτά, ψωμιά, ροφήματα, σε λικέρ, τσίπουρο, σε βαφές αυγών, βαφές υφασμάτων, στη
ζωγραφικά.
Προφυλάξεις
Δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, σε παιδιά μικρής ηλικίας, σε
άτομα που έχουν υπέρταση και σε διαβητικούς.
Σελίδα - 58 -
Crithmum maritimum, κν κρίθαμο, κράμο
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Ευδικοτυλήδονα (Eudicots)
Υφομοταξία: Αστερίδες (Asterids)
Τάξη: Σκιαδανθή (Apiales)
Οικογένεια: Σκιαδοφόρα (Apiaceae)
Γένος: Crithmum
Είδος: C. maritimum
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου
Κρίθμον τὸ παράλιον (Crithmum maritimum, γαλλ. Peree-Pieree, Bacille, Criste-marine ἤ Fenonil-de-
mer, ἀγγλ. Samphire ἤ Sea Fennel τ. Σκιαδανθῶν), τὸ Κρίθμον ἤ Κρίταμον τοῦ Διοσκρ., ὅπερ ἀπαντᾶ ἐν
πετρώδεσι καὶ παραβαλασσίοις τόποις καὶ ὀνομάζεται κν. Κράμο, Κρίθαμο ἤ Κρίταμο· φ. ποῶδες
πολυετές, ἰθαγ. τῆς Ἑλλάδος καὶ ἄλλων παραμ. καὶ λοιπῶν τῆς Εὐρώπης χωρῶν. Ἐνιαχοῦ καλλιεργεῖται
ὡς λαγανικὸν ἰδίως διὰ τὸ φύλλωμά του. Ἔκπαλαι «λαχανεύεται ἑφθόν τε καὶ ὠμὸν ἐσθιόμενον, καὶ
ταριχεύεται ἐν ἅλμη (Διοσκρ.) καὶ ἐν ὄξει τόσον παρ’ ἡμῖν (καὶ ἰδίως εἰς τὰς νήσους τὰ κρίταμα) ὅσον και
ἀλλαχοῦ.
Ονομασία
Crithmum maritimum Κρίταμο Κρίθαμος καταναλώνεται φρέσκος σε σαλάτες και ορεκτικά προσθέτοντας
μια ασυνήθιστη γεύση, τηγανιτό σε ομελέτες, σε ψαρόσουπες και είναι ιδανικό μεζέ για τσίπουρο. Το
κρίταμο είναι ένα φαγώσιμο, αρωματικό φυτό με ισχυρό άρωμα και γεύση, είναι φυτό γνωστό από την
αρχαιότητα για τις θεραπεύτηκες του ιδιότητες.
Το αποξηραμένο κρίταμο λόγω της αλμυρής γεύσης που έχει μπορεί να γίνει πολύ ωραίο αλμυρό
καρύκευμα.
Ιστορικά στοιχεία
Οι σπόροι του φυτού έχουν μεγάλη ομοιότητα με το κριθάρι, γι’ αυτό οι αρχαίοι Έλληνες το ονόμαζαν
«κρίθμον». Γνωστό και ως σαλάτα ή σέλινο της θάλασσας.
Ο Διοσκουρίδης το περιγράφει χαρακτηριστικά ως «θαμνώδες βοτάνιον, που απλώνεται σε πλάτος και έχει
ύψος ενός πήχυ. Φυτρώνει σε παραθαλάσσιους τόπους και έχει πολύ στιλπνά υπόλευκα φύλλα, σαν της
γλιστρίδας, πιο πλατιά και πιο επιμήκη με αλμυρή γεύση…» Από τα χρόνια του Ιπποκράτη χρησιμοποιείται
ως διουρητικό, εμμηναγωγό και αποτοξινωτικό.
Ο Πλίνιος είχε σε μεγάλη εκτίμηση το κρίταμο επειδή περιέχει αιθέρια έλαια, μεταλλικά άλατα, ιώδιο και
βιταμίνες.
Το κρίταμο, ο Θησέας, ο Μαραθώνας και η Εκάλη.
Σελίδα - 59 -
Στην πεδιάδα του Μαραθώνα ζούσε κάποτε ένας άγριος ταύρος που συνεχώς προξενούσε μεγάλες
καταστροφές.
Κανείς όμως δεν τολμούσε να τον αντιμετωπίσει και γι’ αυτό οι κάτοικοι της περιοχής ζήτησαν από τον
Θησέα να τους βοηθήσει. Στο δρόμο του όμως κατά ‘κει ξέσπασε θύελλα και ο ήρωας ζήτησε καταφύγιο
στην καλύβα μιας φιλόξενης γριούλας που ονομαζόταν Εκάλη.
Εκείνη τον τάισε ψωμί, ελιές και κρίταμο και του πρόσφερε μια γωνιά να κοιμηθεί. Η δυναμωτική τροφή
βοήθησε, απ’ ότι φαίνεται, τον Θησέα να πιάσει τον ταύρο και επιστρέφοντας στην Αθήνα πέρασε από το
καλυβάκι για να την ευχαριστήσει. Η Εκάλη είχε όμως πεθάνει. Για να την τιμήσει ο Θησέας ίδρυσε ένα
δήμο με το όνομα της, ο οποίος σε ενεστώτα χρόνο μετατράπηκε σε περιοχή εκτοπισμού των προνομιούχων
Αθηναίων.
Οι αρχαίοι Έλληνες έτρωγαν ωμά, βραστά, αλλά και παστωμένα τα φυλλαράκια του κρίταμου. Έβραζαν
επίσης τα φύλλα, τον καρπό και τη ρίζα του σε κρασί για να παρασκευάζουν φάρμακα ενάντια στη
δυσουρία και τον ίκτερο.
Οι Ρωμαίοι, πάλι, πίστευαν ότι η τακτική κατανάλωσή του τονώνει τον οργανισμό και ωφελεί τη
επιδερμίδα, ενώ τον χρησιμοποιούσαν, με μοιραία φοβούμαι αποτελέσματα, και ως αντίδοτο στα
δαγκώματα των ιοβόλων φιδιών.
Περιγραφή
Είναι πολυετές φυτό, με βλαστούς γραμμωτούς, διακλαδισμένους που ξυλοποιούνται στη βάση και έχουν
ύψος έως 60 εκατοστά.
Τα φύλα του είναι σύνθετα, κατ΄ εναλλαγή, γραμμωτά, σαρκώδη, μακρόστενα λογχοειδή, με μήκος έως 7
εκ. και χρώμα κυανό-πράσινο. Έχουν μια ευχάριστη οσμή όταν τριφτούν.
Τα άνθη του είναι κίτρινο-πράσινα, διαταγμένα σε ταξιανθία σκιάδιο. Ανθίζει από τον Ιούλιο-Οκτώβριο.
Συστατικά
Περιέχει ιχνοστοιχεία και μεταλλικά άλατα όπως ιώδιο, επίσης βιταμίνη Ε, C και Κ.
Το φυτό περιέχει αιθέριο έλαιο, μεταλλικά άλατα, ιώδιο και βιταμίνες, τα οποία και θεωρούνται συστατικά
ορεκτικά, καθαρτικά του αίματος και τονωτικά.
Οι καρποί του φυτού περιέχουν περισσότερο αιθέριο έλαιο (0,8%) από τα φύλλα (0,15-0,3%).
Το αιθέριο έλαιο των καρπών περιέχει ντιλαπιόλη 60%, α-πινένη 18% και τα-τερπινίνη 17%, ενώ στα
φύλλα περιέχει ντιλαπιόλη 8-40%, α-πινένη 12% και γ-τερπινίνη 48%.
Τα φύλλα είναι πλούσια σε βιταμίνη C και περιέχουν υδατάνθρακες (σακχαρόζη, γλυκόζη), οργανικά οξέα
(μηλικό οξύ, κινικό οξύ), φαινολική ένωση (χλωρογενικό οξύ, το οποίο έχει αντιοξειδωτική δράση).
Θεραπευτικές Ιδιότητες
Χρησιμοποιείται ως ορεκτικό, διουρητικό, χωνευτικό, αντιμικροβιακό, καθαριστικό του αίματος και
θεωρείται ευεργετικό για το συκώτι. Το βρίσκουμε με τη μορφή εγχύματος, χυμού, βάμματος, αιθέριου
ελαίου, σιροπιού, φαρμακευτικού οίνου. Εχει ήπιες αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Το εκχύλισμα και το αιθέριο
έλαιο βρίσκουν πολλές εφαρμογές στην κοσμητολογία.
Έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε βιταμίνη C και δρα ως άφυσο κατά του μετεωρισμού. Δραστηριοποιεί τη
λειτουργία των νεφρών.
Λίγες σταγόνες από το αιθέριο έλαιο του φυτού στη σαλάτα βοηθούν στη χώνεψη. Σε μορφή εκχυλίσματος
έχει βακτηριοκτόνο και αντιπυτιριδική δράση.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Ο Κρίθαμος καταναλώνεται φρέσκος σε σαλάτες και ορεκτικά προσθέτοντας μια ασυνήθιστη γεύση,
τηγανιτό σε ομελέτες, σε ψαρόσουπες και είναι ιδανικό μεζέ για τσίπουρο. Το κρίταμο είναι ένα φαγώσιμο,
αρωματικό φυτό με ισχυρό άρωμα και γεύση, είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα για τις θεραπεύτηκες
του ιδιότητες.
Σελίδα - 60 -
Συλλέγονται τα φύλλα και οι τρυφεροί νεαροί βλαστοί πριν ανθίσει.
Το αποξηραμένο κρίταμο λόγω της αλμυρής γεύσης που έχει μπορεί να γίνει πολύ ωραίο αλμυρό
καρύκευμα.
Καλό είναι η συγκομιδή των βλαστών να γίνεται πριν την άνθηση (ανθίζει από τον Ιούνιο μέχρι τα μέσα
Αυγούστου). Σύμφωνα με το Διοσκουρίδη το κρίταμο «λαχανεύεται εφθόν τε και ωμόν εσθιόμενον και
ταριχεύεται εν άλμη». Να θυμάστε, λοιπόν, ότι τα φυλλαράκια του είναι στην καλύτερη εποχή λίγο πριν
το φυτό ανθίσει, όταν έχουν ζωηρό πράσινο χρώμα και πιο έντονη παρά ποτέ μυρωδιά, κάτι ανάμεσα σε
μάραθο και δεντρολίβανο. Κάποιοι την βρίσκουν ενοχλητική γιατί «θειαφίζει», δεν υπάρχει πάντως λόγος
για δυσφορία, με το ζεμάτισμα χάνεται εντελώς.
Χρησιμοποιούμε και τους σπόρους του φυτού. Οι σπόροι του φυτού ωριμάζουν από τον Αύγουστο μέχρι
τον Οκτώβριο.
Παρασκευή και δοσολογία
Σήμερα χρησιμοποιείται και στη βιομηχανία των καλλυντικών ως βασικό συστατικό για την δημιουργία
κρεμών προσώπου, μιας και η δράση του κατά του οξειδωτικού στρες συμβάλλει στην διατήρηση της
νεανικής επιδερμίδας. Ιδανικό σε μορφή γέλης για μασάζ στο πρόσωπο και το λαιμό, ως καθαριστικό και
αναζοωγονητικό του δέρματος. Σε μορφή κρέμας είναι εξαιρετικό για την περιοχή των ματιών. Βοηθά στη
μείωση των λεπτών ρυτίδων και των σκοτεινών κύκλων γύρω από τα μάτια. Σε μορφή αιθέριου ελαίου
λειαίνει και προστατεύει το δέρμα.
Αλάτι από κρίταμα
Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να μαζέψετε κρίταμα να τα αφήσετε σε σκιερό και καλά αεριζόμενο
χώρο να χάσουν τελείως την υγρασία τους και μετά να τα αλέσετε στο μπλέντερ. Την ελαφρώς καφετιά
σκόνη που θα μείνει μπορείτε να την διατηρήσετε σε ένα βαζάκι και να την χρησιμοποιείτε ως αρωματικό
αλάτι σε σαλάτες και φαγητά.
Και ένα μεζεδάκι για τους μερακλήδες. Τέλη Μαΐου και αρχές Ιουνίου μαζεύουμε τα κρίταμα, τα μικρά
βλαστάρια και τα σαρκώδη φύλλα με την ελαφρά λεμονάτη μυρωδιά.
Τα καθαρίζουμε από τα ξερά φύλλα και τα πλένουμε. Σε μια κατσαρόλα βάζουμε νερό και όταν αυτό
αρχίσει να βράζει ρίχνουμε τα χοντρά βλαστάρια του κρίταμου που χρειάζονται σχεδόν μία ώρα για να
μαλακώσουν και προς το τέλος τους λεπτούς βλαστούς που θέλουν μόλις 5 λεπτά (Προσοχή, απλώς να
μαλακώσουν, γιατί αν παραβράσουν λιώνουν).
Στη συνέχεια τα βγάζουμε, τα σουρώνουμε και αφού κρυώσουν, τα βάζουμε σε μία λεκάνη με ξίδι να
ποτίσει για μια μέρα. Τέλος, τα βάζουμε σε βάζα με λάδι και μια κουταλιά της σούπας αλάτι και
αποθηκεύουμε στο ψυγείο στη συντήρηση. Οι πιο… τολμηροί, μπορούν να προσθέσουν και σκόρδο, μαζί
με το λάδι.
Ο τέλειος μεζές για τσίπουρο και το υπέροχο συμπλήρωμα της σαλάτα σας.
Προφυλάξεις
Δεν δίνεται σε εγκύους, θηλάζουσες και παιδιά κάτω των 6 ετών.
Σελίδα - 61 -
Cyclamen graecum, κν κυκλαμία, σκυλάκι ή κυκλάμινο
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Ηρανθώδη (Primulales)
Οικογένεια: Ηρανθοειδή (Primulaceae)
Γένος: Κυκλάμινον (Cyclamen)
Είδος: C. graecum
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου
Κυκλάμινον, Κυκλάμινος ἤ Κυκλαμὶς (Cyclamen, γαλλ. Cyclame ἤ Pain de pourceau, ἀγγλ, Saw-
·
bread, τ. Ἠρανθωδῶν) γ. περιλ. φ. ποώδη πολυετῆ, κονδυλόρριζα, ἰθαγ. τῆς Εὐρώπης τῆς Δυτ.’Ασίας καὶ
τῆς Βορ. Ἀφρικῆς. Πάντα κοσμητικὰ καὶ εὐδοκιμοῦντα καὶ ὑπὸ σκιάν. Ἡ συνήθως μέλαινα ῥίζα των εἶνε
γογγυλοειδὴς καὶ φαρμακευτικὴ παρὰ τῷ λαῷ, ὡς τοιαῦτη δὲ ἀναφέρεται καὶ παρὰ τοῖς Θεοφρ. καὶ Διοσκρ.
Λέγεται ὅτι τὸ ἀπόβρεγμα αὐτῆς φονεύει τοὺς προσβάλλοντας τὰς ῥίζας τῶν φ. σκώληκας καὶ ἰδίως τὴν
πρασοκουρίδα. Ἡ δραστικὴ οὐσία ἥν ἐνέχει ὀνομάζεται κυκλαμίνη (cyclamine) καὶ εἶνε πτητική) διὸ καὶ
καταστρέφεται διὰ τῆς ζέσεως. Ἐντούτοις ἡ ῥίζα αὕτη καὶ ὠμὴ ἔτι τρώγεται ἀβλαβῶς ὑπὸ τῶν χοίρων, διὸ
καὶ ὀνομάζονται τὰ φ. ταῦτα ἐνιαχοῦ καὶ Χοιρόψωμα (γαλλ. Pain de pourceau). Ἕνεκα τῆς ὁμοιότητος
τῶν φύλλων των πρὸς τὰ τοῦ Κισσοῦ τὰ φ. ταῦτα ὠνομάζοντο τὸ πάλαι ὄχι μόνον Κυκλάμινα, Κυκλάμινοι
καὶ Κυκλαμίδες, ἀλλὰ καὶ Κισσόφυλλα, Κισσάνθεμα καὶ Χαμαίκισσοι (Δισοκρδ.). Σήμερον εἶνε γνωστὰ
κατὰ τόπους ὑπὸ τὰ ὀνόματα Κυκλαμιές, Τρικλαμιές, Τρικλαμίδες, Κυρκλαμιές, Κυκλαμίδες,
Λαγουδάκια, Λαγόψωμα καὶ Φτιὰ τοῦ Λαγοῦ (ἐν Κύπρῳ). Εἴδη τῆς ἑλλ. χλωρ. ἀναφέρονται 5 ἐξ ὧν τὰ
κοινότερα εἶνε Κ. τὸ ἑλληνικὸν καὶ Κ. τὸ νεαπολιτανικὸν (C. graecum καὶ neapolitanum), τὸ δεύτερον
κοινὸν καὶ ἀλλαχοῦ· ἐν Κεφαλληνία δὲ ὀνομάζεται κοινῶς Σκυλλάκι. Κοινὸν ἀνὰ τὴν λοιπήν Εὐρώπην
εἶνε Κ. τὸ εὐρωπαϊκὸν (C. europaeum). Τὰ τρία ταῦτα εἴδη καὶ Κ. τὸ περσικὸν καὶ Κ. τὸ ἀφρικανικὸν
(C. persicum καὶ C. africanum) εἶνε τὰ συνηθέστερον θεραπευόμενα πρὸς κόσμον, ἀπαντῶσι δὲ ὑπὸ
πολλὰς διαφορὰς καὶ νόθα. Ἡ ἑτέρα Κυκλάμινος τοῦ Δισοκρ. ἀναφέρεται εἰς εἶδος Αἰγοκλήματος.
Ονομασία
Το Κυκλάμινο το Γραικό (cyclamen graecum) είναι το πιο κοινό είδος κυκλάμινου στην Ελλάδα. Την
ονομασία του άλλωστε την οφείλει στο γεγονός ότι συναντάται κυρίως στην Ελλάδα καθώς και στα
ανατολικά παράλια του Αιγαίου.
Ιστορικά στοιχεία
Οι Έλληνες το ονόμαζαν κισσόφυλλο ή κισσάνθεμα και χρησιμοποιούσαν ουσίες από τα πέταλα του φυτού
για να δηλητηριάζουν τα βέλη τους. Στην αρχαία Αθήνα χρησιμοποιούσαν φυλακτά από βολβούς
κυκλάμινου για ευόδωση της εγκυμοσύνης. Ο Νίκανδρος το αναφέρει ως αντίδοτο για όλα τα κακά
«πάσησιν αλεξιτήριον άταις». Ο Διοσκουρίδης συνιστά τον πολτό των βολβών για εντριβές σε περιπτώσεις
ποδάγρας και επαλήψεις σε διογκώσεις λεμφαδένων ή άλλων όγκων. Στην αρχαία Ελλάδα
χρησιμοποιούσαν τους βολβούς των φυτών γενικά και ιδιαίτερα του κυκλάμινου για την αντιμετώπιση
Σελίδα - 62 -
διογκώσεων των λεμφαδένων ή γενικά σε νεοπλάσματα επειδή πίστευαν ότι έχουν θεραπευτική δράση σε
νοσογόνες οντότητες ανάλογη με το σχήμα τους. Αναφέρεται και ως χοιρόψωμο επειδή οι χοίροι
καταναλώνουν ως τροφή τις ρίζες του.
Περιγραφή
Είναι πολυετές φυτό με μεγάλο κόνδυλο στην ρίζα από την οποία εκφύονται τα φύλλα και τα άνθη. Τα
άνθη του είναι συνήθως ρόδινα και εντονότερα κόκκινα στην κάτω πλευρά τους. Τα φύλλα του είναι
καρδιοειδή σκούρα πράσινα με όμορφες πρασινωπές ανοιχτόχρωμες αποχρώσεις σε συμμετρικούς
σχηματισμούς. Το ύψος του φυτού δεν υπερβαίνει τα 15 εκατοστά.
Το κυκλάμινο είναι ένα βολβοειδές φυτό. Ο βολβός του έχει σχήμα σφαιρικό ή πεπλατυσμένο. Το ύψος
του, ποικίλει ανάλογα με το είδος. Συνήθως μπορεί να φθάσει μέχρι και τα 24 εκ. Τα φύλλα του φυτρώνουν
στην κορυφή του βλαστού. Το σχήμα τους μπορεί να είναι σε σχήμα κισσού με γωνίες και λοβούς ή να
είναι στρογγυλό με μυτερή άκρη. Το χρώμα στο πάνω μέρος των φύλλων είναι μεταβλητό και μπορεί να
πάρει αποχρώσεις του πράσινου και του αργυρού. Τα χρώματα, της κάτω πλευράς των φύλλων του
κυκλάμινου κυμαίνονται από πράσινο έως κόκκινο ή και μωβ. Το άνθος αποτελείται από πέντε πέταλα τα
οποία κοιτάνε προς τα πάνω μέρος του φυτού ή προς το εξωτερικό του. Το χρώμα του κυκλάμινου είναι
συνήθως ρόζ, λευκό ή μωβ.
Συστατικά
Κυκλαμίνη (τοξική σαπωνίνη), τριτερπενικές σαπωνίνες (3-O-b-D-glucopyranosyl-(1,4)-a-L-
arabinopyranosyl-16a-hydroxy-13b,28-epoxy-oleanan-30-al), τέσσερα τριτερπενικά γλυκοσίδια,
ανθοκυανίνη, αιθέριο έλαιο, το οποίο περιέχει νερόλη και φαρνεσόλη. Ακόμα το φυτό περιέχει
υδατάνθρακες, άμυλο, κόμμι και μέταλλα.
Θεραπευτικές Ιδιότητες
Η κυκλαμίνη βρίσκεται στα φύλλα και το βολβό, έχει ερεθιστική δράση στο δέρμα και τους βλεννογόνους.
Νεότερα δεδομένα έδειξαν ότι το αλκοολικό εκχύλισμα των βολβών της ποικιλίας Cyclamen persicum Mill
έχει αντικαρκινική δράση σε καλλιέργειες κυττάρων ανθρώπινων νεοπλασμάτων του ρινοφάρυγγα. Οι
τριτερπενογλυκοσίδες του βολβού έχουν αντιφλεγμονώδη δράση και δρουν ευεργετικά σε
παραρρινοκολπίτιδες.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Η περίοδος ανθοφορίας του είναι από τον Σεπτέμβριο μέχρι και τον Νοέμβριο. Η κοινή του ονομασία είναι
λαγουδάκι.
Η περίοδος ανθοφορίας του είναι από τον Σεπτέμβριο μέχρι και τον Νοέμβριο σε ορεινές και μη περιοχές,
σε βραχώδεις και πετρώδεις τοποθεσίες, συνήθως σε ηλιόλουστες θέσεις.
Το Κυκλάμινο έχει μελισσοτροφική αξία καθώς οι μέλισσες παίρνουν γύρη πορτοκαλί χρώματος από τα
άνθη του.
Παρασκευή και δοσολογία
Εφαρμόζεται εξωτερικά στο δέρμα ως αντιφλεγμονώδες υπό τη μορφή καταπλάσματος (των νωπών
κονδύλων), υπό τη μορφή αλοιφής (της νωπής ρίζας και των κονδύλων) ως ανθελμινθικό και διουρητικό
και υπό τη μορφή βάμματος (σε αναλογία 1:7 του ξηρού βοτάνου με αιθυλική αλκοόλη, το οποίο
αναμιγνύεται σε 4 μέρη νερό, 2-3 φορές την ημέρα) στην ομοιοπαθητική θεραπεία.
Προφυλάξεις
Αν καταποθεί σε μικρή ποσότητα προκαλεί εμετούς και διάρροια, ενώ σε μεγάλες δόσεις μπορεί να
προκαλέσει σπασμούς, και τελικά παράλυση της αναπνοής. Έχουν περιγράφει δηλητηριάσεις σε
περίπτωση χρήσης του βολβού ως καθαρτικού.
Αναφέρεται ότι τα δραστικά συστατικά του βολβού, κυρίως μπορεί να δρουν ανασταλτικά ή επαγωγικά
στον μεταβολισμό άλλων φαρμάκων. Επιπλέον μπορεί να οδηγήσουν σε κακοήθειες (λόγω επαγωγής ή
καταστολής των ενζύμων του.)
Σελίδα - 63 -
Doronicum pardalianches, κν σκορπίδι, σκορπιδόχορτο, το φυτό ακόνιτον
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Tracheophytes
Ομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Υφομοταξία: Ευδικοτυλήδονα (Eudicots)
Τάξη: Αστερίδες (Asterids)
Οικογένεια: Αστερίδες (Asteraceae)
Γένος: Doronicum
Είδος: D. pardalianches
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου
Δωρόνικον (Doronicum, ἀγγλ. Leopard’s Bane, τ.Συνθέτων)· γ. περιλ. περὶ τὰ 12 εἴδη· φ. ποώδη, πολυετῆ,
δηλητηριώδη, ἰθαγ. τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀσίας. Εἴδη τῆς ἑλλ. χλωρ. Δ. τὸ καρδιὸφυλλον, Δ. τὸ καυκάσιον
καί Δ. τὸ ὀρφανίδειον (D. cordatum, D. caucasicum, D. Orphanidis). Τὰ δύο πρῶτα κοινότερα καὶ γνωστὰ
κν. ὑπὸ τὰ ὀνόματα Σκορπίδια, Σκορπιδόχορτα ἤ Ψακιά (κατὰ Κοραῆν) εἰς ἕν ἐξ αὐτῶν ἀναφέρεται το
·
Ἀκόνιτον τοῦ Θεοφρ. καὶ τοῦ Διοσκρ. Τὸ δεύτερον κοσμητικόν. Τῆς μέσης Εὐρώπης ἰθαγ. εἶνε Δ. τὸ
Παρδαλιανχές (Ο. Pardalianches), εἶδος ἐνίοτε θεραπευόμενον πρὸς κόσμον. Τὸ παρὰ Διοσκρ.
Παρδαλιαγχές ἀναφέρεται ὡς συνών. τοῦ Ἀκονίτου του.
Ονομασία
Είναι πολυετές πόα της οικογένεια Asteraceae με ίσιους βλαστούς που φτάνουν σε ύψος έως 60 εκατοστά.
Τα φύλλα του είναι μαλακά και τριχωτά, έχουν πολύ ρηχές ακανόνιστες οδοντώσεις, τα ανώτερα ωοειδή,
ανά 1-2 σπάνια 3 περιβάλλουν στην βάση τους το βλαστό ενώ της βάσης σχηματίζουν ροζέτα μακρόστενα
με σχήμα καρδιάς. Στο γένος Doronicum ανήκουν 26 περίπου είδη που φύονται σε όλη την Ευρώπη, την
Ασία, και την Βόρεια Αφρική.
Ιστορικά στοιχεία
Στην Αρχαία Ελλάδα έχουμε αναφορές και στον Διοσκουρίδη και στον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο. Για τους
Ευρωπαίους και τους ιθαγενείς της Αμερικής ήταν η πρώτη θεραπεία για τους πόνους των μυών, για τους
μώλωπες, τις εξαρθρώσεις, τις φλεγμονές, τους τραυματισμούς.
Περιγραφή
Είναι πολυετές κονδυλόριζο φυτό με προτίμηση σε σκιερές και με αρκετή υγρασία τοποθεσίες χωρίς
ιδιαιτέρες απαιτήσεις. Το άνθος του είναι κίτρινο και σχηματίζει ταξιανθία κεφάλιο (μαργαρίτα) τυπική
της οικογένειας, με διάμετρο που φτάνει τα 8 cm με λεπτά εξωτερικά γλωσσοειδή άνθη. Ανθίζει τον
Απρίλιο και τον Μάιο, ενώ στη συνέχεια, καταστρέφεται πριν από την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου.
Πολλαπλασιάζεται και με ριζώματα. Οι βλαστοί είναι μήκους 15-45 εκ. , με ανθοφόρα κεφάλια με κίτρινα
ανθίδια. Τα φύλλα του είναι μακρόμισχα, λεία, οδοντωτά, τα ανώτερα είναι ωοειδή,ενωμένα με το βλαστό.
Σελίδα - 64 -
Συστατικά
Αμίνες: βηταΐνη, χολίνη, τριμεθυλαμίνη. Υδατάνθρακες: Mucilage, πολυσακχαρίτες
συμπεριλαμβανομένης της ινουλίνης. Κουμαρίνες : Scopoletin, umbelliferone. Τα φλαβονοειδή : Betuletol,
eupafolin, flavonol, γλυκουρονίδια, kaempferol, luteolin, quercetin, spinacetin tricin. Τριτερπενοειδή :
σεσκιτερπένια, arnifolin, helenalin. Πτητικά έλαια : Thymol.
Άλλα συστατικά: Arnicin, καφεϊκό οξύ, καροτενοειδή, φυτοστερόλες, ρητίνη, τανίνη.
Θεραπευτικές Ιδιότητες
Ενεργοποιεί τους θεραπευτικούς μηχανισμούς του οργανισμού μας. Οι ιδιότητές της είναι, αντιαρθριτικές,
αντιρρευματικές, αντισηπτικές, απολυμαντικές, αντιμικροβιακές, τοπικές αντιερεθιστικές και
αντιφλεγμονώδεις
Το χρησιμοποιούμε για την θεραπεία της οστεοαρθρίτιδας, των νευραλγιών, των αιματωμάτων, των
διαστρεμμάτων (στραμπουλίγματα), των εξαρθρώσεων, των μωλώπων, των οιδημάτων λόγω θλάσης, των
ρευματοειδών πόνων των αρθρώσεων και των μυών. Η άμεση ανακούφιση των πόνων της πλάτης και των
ώμων είναι θεαματική. Επίσης για την ακαμψία των αρθρώσεων, τη νευρωτική αλωπεκία και την
φλεβίτιδα.
Ακόμα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για την μείωση του μετεγχειρητικού οιδήματος και του πόνου, για
τις χιονίστρες, για τα τσιμπήματα των εντόμων, για την δοθιήνωση ή σαν θερμαντικό μασάζ πριν από κάθε
άθληση αλλά και σαν χαλαρωτικό μασάζ μετά από την άθληση, μετά από μια κουραστική μέρα, μετά από
μια επίπονη εργασία. Το χαλαρωτικό αυτό μασάζ με λάδι θα βοηθήσει τους μύες να χαλαρώσουν και να
ξεκουραστούν ενώ παράλληλα θα μας προστατεύσει από επίπονα πιασίματα.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Ανθίζει Ιούνιο-Σεπτέμβριο ανάλογα με το υψόμετρο.
Παρασκευή και δοσολογία
κάνοντας επάλειψη με λάδι ή αλοιφή σε σημείο που έχουμε χτυπήσει το δέρμα δεν σπάει και ανακουφίζεται
αμέσως. Κάνοντας μασάζ με λάδι σε μυϊκούς πόνους και σε ρευματικούς πόνους έχουμε άμεση
ανακούφιση. Χρησιμοποιώντας κομπρέσες εμποτισμένες με λοσιόν ή με έγχυμα δορόνικου βοηθάμε να
μειωθούν άμεσα οι φλεγμονές, οι μελανιές και οι μώλωπες.
Προφυλάξεις
Το φυτό αν και χρησιμοποιείται για βότανο είναι στο σύνολό του δηλητηριώδες για τον άνθρωπο και θέλει
ιδιαίτερη προσοχή. Η παρουσία των αλκαλοειδών Pyrrolizidine κάνουν την χρήση του ως φαρμακευτικού
για οικιακή χρήση οριακή. Ο δορόνικος είναι γενικά ασφαλής όταν τον χρησιμοποιούμε τοπικά εξωτερικά,
ωστόσο όπως και τα περισσότερα βότανα έτσι και αυτόν πρέπει να τον χρησιμοποιούμε με σύνεση, ποτέ
παρατεταμένη και ανεξέλεγκτη χρήση. Δεν τον χρησιμοποιούμε ποτέ εσωτερικά, ούτε σε πληγές ή
σπασμένο δέρμα.
Δεν τον χρησιμοποιούμε αν είμαστε αλλεργικοί.
Σελίδα - 65 -
Foeniculum vulgare, κν μάραθος, φινόκιο
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Σελινώδη (Apiales)
Οικογένεια: Απιίδες (Apiaceae) ή Σκιαδοφόρα (Umbelliferae)
Γένος: Μάραθον (Foeniculum)
Είδος: F. vulgare
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου
Μάραθον τὸ κοινὸν (Foeniculum vulgare ἤ capilaceum ἤ officinale, γαλλ. Fenouil, ἀγγλ. Fennel, ἰταλ.
Finocchio, τουρκ. Ῥαζιγιανέ, τ. Σκιαδανθῶν), τὸ Μάραθον ἤ Μάραθρον τῶν ἀρχαίων, τὸ καὶ κν.
Μάραθον ὀνομαζόνομενον, ἐν δὲ τῇ Ἑπτανήςῳ συνηθέστερον Φινόκιο· φ. ποῶδες, πολυετές, ἰθαγ. τῶν
παραμ. χωρῶν. Εἰς τὴν Ἑλλάδα εἶνε κοινὸν πολλαχοῦ καὶ ἀπαντᾶ ὑπὸ τρεῖς διαφορὰς (typicum,
divaricatum καὶ piperitum). Καλλιεργεῖται πολλαχοῦ ὡς λαχανικόν, ἐνιαχοῦ δὲ ἐκτενῶς διά τὰ σπέρματά
του, τὸν μαραθόσπορον, τὰ ὁποῖα εἶνε φαρμακευτικὰ (φρμ. Μαράθρου σπέρμα, Semen Foeniculi),
ἀρωματικὰ καὶ ἀρτυματικά, εἰσαγόμενα εἴς τινα ἐδέσματα καὶ εἰς τὰς θησαυριζομένας πρασίνους ἐλαίας
(βλ. σελ. 264). Εἰς ταύτας εἰσάγεται ὁ μαραθόσπορος χλωρὸς ἔτι καὶ μετὰ τῶν σικαδίων καὶ τῶν φερόντων
ταῦτα κλωνίων. Πλήρως ὥριμος καὶ ξηρὸς ὁ μαραθόσπορος ἀποσταζόμενος παρέχει αἰθέριον ἔλαιον (5
°/0) ὅμοιον τῷ ἀνισελαὶῳ καὶ χρησιμοποιούμενον ἀντὶ τούτου εἰς τὴν σαπονοποιίαν, τὴν ποτοποιίαν καὶ
τὴν φαρμακευτικήν. Ἡ κατὰ στρέμμα ἀπόδοσις μαραθοσπόρου ὑπολογίζεται εἰς 100 - 150 ὀκ., τιμᾶται δὲ
τὸ προϊὸν τοῦτο προς 60 - 80 λεπτὰ κατ’ ὀκάν. Πρὸς παραγωγὴν τοῦ μαραθοσπόρου συνήθως
καλλιεργεῖται ἰδία διαφορὰ Μ. (F. vulgare amarum γαλλ. Fenouil amer, ἰταλ. Finocchio acre). Ὡς
λαχανικὸν ἀπαντᾶ καλλιεογούμενον τὸ φ. τοῦτο ἰδίως ἐν Ἰταλίᾳ ὑπὸ τρεῖς διαρορὰς· εἶνε δὲ αὗται α΄) τὸ
γλυκὺ Μ. ( Ε. vulgare dulce, γαλλ. Fenouil doux ἀγγλ. Sweet Fennel ἰταλ. Carosella), β΄) τὸ φλωρεντιανόν
Μ. (γαλλ. Fenouil de Florence ἀγγλ. Finocchio, ἰταλ. Finocchio dolce ή monstre) καὶ γ΄) τὸ βολβοειδές Μ.
(γαλλ. Fenouil a bulbe, ἰταλ. Finocchio a bulbi), ὅπερ ἀποτελεῖ τὴν ἐκλεκτοτέραν ποιότητα. Οί κολεοὶ τῶν
φύλλων τῆς διαφορᾶς ταύτης εἶνε τρυφερώτατοι καὶ πλατύτατοι, περιβάλλοντες δὲ τὴν καρδίαν τοῦ φ.
σχηματίζουσι παρὰ τὴν βάσιν του βολβοειδῆ ὄγκον ὅστις εἶνε τὸ χρησιμοποιημένον ὡς λαχανικὸν μέοος
τοῦ φυτοῦ.
Ονομασία
Ο μάραθος (ή μάραθο, ή φινόκιο) είναι ποώδες και αρωματικό φυτό. Είναι δικοτυλήδονο και ανήκει στην
οικογένεια των Σκιαδοφόρων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Μάραθον το κοινόν. Το φυτό
Foeniculum vulgare (Άγριος μάραθος), το συναντάμε σε πετρώδη και ξερές θέσεις, σε άκρες δρόμων αλλά
και σε αγρούς.
Το ελληνικό όνομα μάραθος ή μάραθον και η περιοχή της περίφημης μάχης του Μαραθώνα όπως και το
ομώνυμο άθλημα του Μαραθωνίου, προκύπτουν βιβλιογραφικά από μία πεδιάδα με μάραθο.
Σελίδα - 66 -
Ιστορικά στοιχεία
Το μάραθο ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα, στην Κίνα, στην Αίγυπτο και την Ινδία. Κατά την ελληνική
μυθολογία, η γνώση που προερχόταν από τους θεούς του Ολύμπου, έφτανε στους ανθρώπους μέσα σε ένα
βολβό μάραθου που περιείχε ένα πυρωμένο κάρβουνο. Ο Προμηθέας χρησιμοποίησε ένα μίσχο από
μάραθο για να κλέψει φωτιά από τους θεούς.
Το μάραθο αναφέρεται στις πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής, της αρχαιότερης γραφής της ελληνικής
γλώσσας (1450 – 1100 π Χ). Την εποχή εκείνη το χρησιμοποιούσαν ως προσφορά στις θεότητες.
Οι αρχαίοι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν ευρέως για τις θεραπευτικές του ιδιότητες. Κατά τον 3ο αιώνα
π.Χ, ο Ιπποκράτης πρότεινε το βότανο αυτό ως καταπραϋντικό των πόνων του στομάχου αλλά και των
βρεφικών κολικών.
Τετρακόσια χρόνια αργότερα, ο Διοσκουρίδης υποστήριζε ότι μείωνε την όρεξη και αύξανε την παραγωγή
γάλακτος στις θηλάζουσες μητέρες. Οι Έλληνες πίστευαν ακόμη ότι το μάραθο συνέβαλλε στην απώλεια
βάρους.
Ο Ρωμαίος Πλίνιος πρότεινε το μάραθο σε 10 διαφορετικές συνταγές φαρμάκων, πιστεύοντας ότι
μπορούσε να θεραπεύσει διάφορες ασθένειες, ανάμεσα στις οποίες και πολλά οφθαλμικά προβλήματα,
ακόμη και την τύφλωση και αναφέρει 22 φαρμακευτικές ιδιότητες του φυτού.
Κατά το Μεσαίωνα, τα κίτρινα άνθη του μάραθου συνδέθηκαν με τη χολή. Έτσι, οι ειδικοί της εποχής το
πρότειναν για την αντιμετώπιση του ίκτερου. Κατά το Μεσαίωνα κατά τη διάρκεια του θερινού
ηλιοστασίου το βότανο αυτό τοποθετήθηκε στην πόρτα, για να αποκρούσει τα κακά πνεύματα. Επιπλέον,
οι σπόροι των φυτών χρησιμοποιήθηκαν για να μπλοκάρουν την κλειδαρότρυπα για να κρατήσει τα
φαντάσματα από την είσοδο των σπιτιών.
Ο αυτοκράτορας Καρλομάγνος απαιτούσε να υπάρχει το φυτό αυτό σε όλους τους κήπους, καθώς έτρεφε
μεγάλη εκτίμηση στις θεραπευτικές του ιδιότητες. Οι Κινέζοι και οι Ινδοί θεωρούσαν το μάραθο αντίδοτο
για τα δαγκώματα των φιδιών και σκορπιών αλλά και ιδανικό φάρμακο στις δηλητηριάσεις.
Στη δυτική χριστιανική παράδοση τοποθετούσαν τους σπόρους στις κλειδαρότρυπες των στοιχειωμένων
σπιτιών για να φύγουν τα φαντάσματα. Ένας μύθος λέει ότι για να ανανεώσετε τη σεξουαλική σας ζωή
αφήστε σπόρους να μουλιάσουν στο κρασί και μετά πιείτε το.
Ο μάραθος είναι ένα από τα εννιά ιερά βότανα των Αγγλοσαξόνων. Την περίοδο των Μεγάλων
Ανακαλύψεων, όταν οι Πορτογάλοι κατέκτησαν τα νησιά Μαδέρα είδαν ότι φύεται άφθονο άγριο μάραθο.
Έτσι, ονόμασαν την πρωτεύουσα των νησιών Μαδέρα Φουνσάλ (Funchal), ονομασία που προέρχεται από
την πορτογαλική λέξη για το μάραθο «funcho».
Περιγραφή
Ο μάραθος είναι ποώδες διετές ή πολυετές αρωματικό φυτό της Μεσογείου με ύψος από 0,5- 2 μέτρα. Έχει
πασσαλώδη, σαρκώδη ρίζα, μοιάζει με του καρότου και βλαστό όρθιο, εύρωστο, γραμμωτό και πολύκλαδο.
Τα φύλλα του βαθυπράσινα, έχουν μακριούς μίσχους, τρις ή τετράκις σύνθετα, μοιάζουν με του άνηθου.
Τα άνθη του έχουν κίτρινο χρώμα, σε ταξιανθίες που σχηματίζουν σκιάδια σε μακριούς ανθοφόρους
βλαστούς. Ο καρπός του είναι μικρός 4-7 χιλιοστά, ραβδωτός συνήθως με 5 πλευρές, μακρόστενος και έχει
χρώμα κιτρινωπό ή καστανό.
Ο μάραθος καλλιεργείται εύκολα στα περισσότερα εδάφη αρκεί να έχει μια ηλιόλουστη θέση. Αποδίδει
καλά σε εδάφη μέσης σύστασης, πλούσια σε οργανική ουσία, καλά στραγγιζόμενα, και με pH 6-7. Οι
απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία είναι μέτριες και οι ποσότητες που υπάρχουν σε ένα καλό γεωργικό
έδαφος είναι επαρκείς. Έχει μέτριες απαιτήσεις σε νερό τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ο Μάραθος μαραίνεται τον χειμώνα αν το έδαφος δεν είναι καλά στραγγιζόμενο ή αν ο καιρός είναι
επίμονα κρύος και υγρός, αναβλαστάνει όμως την άνοιξη.
Συστατικά
Περιέχει έως και 6% πτητικό έλαιο όπως οιστραγόλη, ανιθόλη, φεχνόνη, βιταμίνη Α, C, E, K, B6 αλλά και
λιπαρά οξέα, φλαβονοειδή, και μέταλλα όπως ασβέστιο, κάλιο, φώσφορο και μαγνήσιο. Περιέχει βιταμίνες
Σελίδα - 67 -
Α, Β και C, μέταλλα και ένα αιθέριο έλαιο. Περιέχει επίσης, φυτικές ίνες, μαγγάνιο, potasium, μαγνήσιο,
ασβέστιο, σίδηρο, βιταμίνη Β3,Β6, ψευδάργυρο, φώσφορο, κάλιο, νάτριο και νιασίνη. Διαθέτει ένα
συνδυασμό φυτοθρεπτικών συστατικών, όπως το φλαβονοειδές ρουτίνη, κερσετίνη, γλυκοζίτες και ένα
ιδιαίτερο συστατικό, την ανηθόλη.
Θεραπευτικές Ιδιότητες
Ο μάραθος ανακουφίζει από εντερικούς σπασμούς και κράμπες στο πεπτικό σύστημα, βοηθά στην
ανακούφιση από γαστρεντερικά συμπτώματα, θεραπεύει πεπτικές διαταραχές, μεταξύ των οποίων η
δυσπεψία, το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου και οι βρεφικοί κολικοί. Είναι διουρητικό, ανακουφίζει τα
νεφρά από την πέτρα, ανοίγει την όρεξη και τονώνει τον οργανισμό, είναι αποχρεμπτικό, διευκολύνει την
αποβολή των εκκρίσεων και ηρεμεί το αναπνευστικό σύστημα.
Αυξάνει την δραστηριότητα των αδένων και ιδιαίτερα των μαστικών αυξάνοντας το γάλα στις θηλάζουσες
μητέρες. Μπορούμε να βράσουμε ένα κουταλάκι σπόρους σε ένα λίτρο νερό και να πλύνουμε τα μάτια
τρεις φορές τη μέρα. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι το μάραθο ήταν το καλύτερο φάρμακο για τα πονεμένα μάτια,
μούλιαζαν μάραθο σε νερό και πλένανε τα μάτια του νεογέννητου για να έχει καλή όραση.
Το πιο σημαντικό ωστόσο συστατικό στο μάραθο, είναι η ανηθόλη, που αποτελεί το κύριο συστατικό του
ελαίου του. Σε εργαστηριακές μελέτες, η ανηθόλη από μάραθο έχει επανειλημμένα αποδειχθεί ότι μειώνει
τη φλεγμονή και μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της εμφάνισης καρκίνου.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Συλλέγονται τα φύλλα, οι τρυφεροί βλαστοί, οι ρίζες και οι σπόροι του, το χειμώνα, την άνοιξη και το
καλοκαίρι. Ανθίζει Ιούλιο και Αύγουστο. Εκτός από τα φύλλα και τους τρυφερούς βλαστούς συλλέγονται
για θεραπευτικούς σκοπούς οι σπόροι από Αύγουστο - Σεπτέμβριο πριν ωριμάσουν και όταν αρχίσουν να
αποκτούν καστανό χρώμα, έχουν γλυκιά γεύση και είναι πολύ αρωματικοί. Η συγκομιδή στο μάραθο
γίνεται τμηματικά με το χέρι όταν τα φυτά έχουν αποκτήσει ύψος 40-45 εκατοστά ή γίνεται κοπή μόνο των
φύλλων του οποίου τα φύλλα μοιάζουν πολύ με του άνηθου.
Τα φύλλα του μάραθου δεν συντηρούνται για πολλές ημέρες στο ψυγείο. Όταν επικρατούν χαμηλές
θερμοκρασίες ο μάραθος γίνεται πιο αρωματικός.
Όλα τα μέρη του φυτού έχουν ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό άρωμα που μοιάζει εξαιρετικά με αυτό του
γλυκάνισου. Οι ρίζες, οι βλαστοί, τα φύλλα του και οι σπόροι του, μπορούν να καταναλωθούν ως τροφή
και να χρησιμοποιηθούν στη μαγειρική σαν βελτιωτικό της γεύσεως σε σαλάτες σαν μυρωδικό, αλλά και
σε διάφορα φαγητά, λόγω του χαρακτηριστικού αρώματος που έχουν τα φύλλα του και της
χαρακτηριστικής γεύσεως που δίνουν σε διάφορα φαγητά και τη ζαχαροπλαστική.
Στην κρητική κουζίνα, το μάραθο κατέχει εξέχουσα θέση. Είναι γνωστές οι κρητικές μαραθόπιτες αλλά
και τα μαυρομάτικα φασόλια με μάραθο και σπανάκι.
Παρασκευή και δοσολογία
Οι σπόροι του Foeniculum vulgare (Άγριος μάραθος) έχουν ένα άρωμα που μοιάζει πολύ με το άρωμα του
γλυκάνισου και χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα στη μαγειρική ενώ τα φύλλα του σαν βελτιωτικό της
γεύσεως σε σαλάτες σαν μυρωδικό, αλλά και σε διάφορα φαγητά.
Το αφέψημα από 15 γραμμάρια σπόρους σε ένα λίτρο νερό βοηθάει στη χώνεψη, στη στομαχικές
διαταραχές, στη ναυτία και στους κοιλιακούς πόνους των παιδιών. Πίνετε ένα ποτήρι πριν το γεύμα.
Για το φλέγμα και το αναπνευστικό σύστημα δυο κουταλάκια του γλυκού σπόρους σε ένα φλιτζάνι ζεστό
νερό. Για τη κακοσμία του στόματος τρώμε δυο βδομάδες ωμό μάραθο.
Προφυλάξεις
Η άμεση επαφή του πτητικού ελαίου με το δέρμα, μπορεί να προκαλέσει δερματίτιδα στα ευαίσθητα
δέρματα. Έχουν αναφερθεί μεμονωμένες περιπτώσεις αλλεργικής και ασθματικής αντίδρασης στον
μάραθο.
Είναι διεγερτικό της μήτρας και πρέπει να αποφεύγετε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι μικρές
ποσότητες που χρησιμοποιούμε στο μαγείρεμα είναι ασφαλείς.
Σελίδα - 68 -
Glycyrrhiza glabeu, κν γλυκόριζα
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Χεδρωπά (Leguminosae)
Οικογένεια: Ψυχανθή (Fabaceae)
Γένος: Γλυκύρριζα (Glycyrrhiza)
Είδος: G. glabeu
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου
Γλυκύρριζα, (Glycyrrhiza, γαλλ. Reglisse, άγγλ. Liquorice, κν. Γλυκόρριζα ἤ Γλυκορρίζι, τουρ. Μιάν, τ.
.
Ἐλλοβοκάρπων) γ. περιλ. Περὶ τὰ 12 εἴδη φ· ποώδη, πολυετῆ, βαθύρριζα. Εἴδη κοινὰ, ἰδίως ἀνὰ τἠν μεσημ.
Εὐρώπην καὶ τὴν Ἀνατολὴν εἶνε Γ. ἡ ἄτριχος καὶ Γ. ἠ ἐχινοειδὴς (G. glabra καὶ G. echinata), ἀμφότερα
ἀπαντῶντα πολλαχοῦ τῆς Ἐλλάδος καὶ γνωστὰ ἀπὸ τῆς ἀρχαιότητος. Ἡ ῥίζα των βιομηχανικὴ καὶ
φαρμακευτικὴ (φρμ. Γλυκυρρίζης ῥίζα, Radix Liquoriciae, τουρ. Μιὰν-κιοκιοῦ). Ἡ παρὰ Θεοφρ. Ῥίζα
γλυκεῖα ή σκιθική, « χρησίμη πρός τε τὰ ἄσθματα καὶ πρὸς τὴν βῆχα ξηρὰν καί ὄλως τοὺς περὶ τον θώρακα
πόνους» (Φ. Ἱ. 9, 13, 2), ἀναφέρεται εἰς τὴν ῥίζαν τοῦ ἑνὸς ἤ καὶ ἀμφοτέρων τῶν φ. τούτων. Ὁ Διοσκρ.
περιγράφει λεπτομερῶς τήν Γλυκύριζαν (Γ. τὴν ἐχινοειδῆ), ἧς ἀναφέρει τὰς ποικὶλας θεραπευτικὰς
δυνάμεις. Ὁ Δαμογέρων («Γεωπονικὰ» 7,24,4), προκειμένου περὶ τροπῆς οἴνου νέου εἰς «παλαιοφανῆ»
συμβουλεύει πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ τὴν ἐν αὐτῷ προσθήκην «γλυκυρρίζου». Ὁ Ἀφρικανὸς («Γεωπονικὰ»
5,24,2) λέγει ὅτι «εὐφορεῖν ποίηςῃς ἄμπελον Γλυκύρριζαν εἰς τὸ μέσον φυτεύειν», προφανῶς διότι ὁ
ἀμπελουργὸς πρὸς συγκομιδὴν τῶν ῥιζῶν θὰ ἦνε ὑποχρεωμένος ν’ ἀνασκάπτῃ βαθέως τὸν ἀμπελῶνά του.
Σήμερον αἱ ῥίζαι ἀμφοτέρων τῶν ἀνωτέρω εἰδῶν, καὶ ἰδίως Γ. τῆς ἀτριχου, χρησιμοποιοῦνται
ποικιλοτρόπως κατὰ μεγάλα ποσά. Ἡ γλυκύρριζα αὐτούσιος ἤ ἐν μορφῇ ἐκχυλίσματος, ὅπερ εἶνε ἡ κν.
γνωστήὴ γυάμπολη, χρησιμοποιεῖται ὄχι μόνον εἰς τὴν φαρμακοποιίαν ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν κατασκευὴν τοῦ
ζύθου (ἰδίως τοῦ porter) καί τινων ἄλλων ποτῶν (τῶν coco καί eau de reglisse ἤ tisane de polisson), εἰς την
σακχαροπλαστικὴν καὶ τὴν ἀρτοποιίαν (διά τινα εἴδη ἄρτων), ὡς καὶ εἰς την παρασκευὴν τοῦ πρὸς
μάσσησιν καπνοῦ. Ἱκανὴ ποσότης γλυκυρρίζης καταναλίσκεται ἐν Αἰγύπτῳ ἔνθα παρασκευάζεται ἐξ αὐτῆς
ἀγαπητὸν τοῖς Φελλάχοις δροσιστικὸν ποτόν. Μικρότερα ποςὰ γλυκυρρίζης χρησιμοποιοῦνται καὶ εἰς τὴν
κατασκευήν εἴδους χάρτου, πωμάτων φιαλῶν, χρωμάτων τινῶν καὶ κοινῆς σινικής μελάνης.
Ὁ Σιβθόρπιος ἀναφέρει ὅτι καθ’ ἥν ἐποχὴν ἐπεσκέφθη τὴν Ἑλλάδα (περὶ τῆ τέλη τοῦ προπαρελθόντος
αἰῶνος) ἡ Γλυκύρριζα ἐφύετο αὐτόθι πυκνῶς, συνελέγετο δὲ τότε ἡ ῥίζα καὶ ἐξήγετο διὰ τὴν Ἀλεξάνδρειαν.
Τῷ 1832 ἐπιχειρηματίας τις ἵδρυσεν ἐν Πάτραις ἐργοστάσιον παρασκευῆς τοῦ ἐκχυλίσματος (τῆς
γυάμπολης), λαβὼν πρὸς τοῦτο προνόμιον, ὅπερ ἀνενεώθη ἔκτοτε τετράκις. Βραδύτερον, ἐν τῇ αὐτῇ πόλει
ἱδρύθησαν καὶ ἄλλα παρόμοια ἐργοστάσια, τὰ ὁποῖα κατηνάλισκον τὸ μεγαλήτερον μέρος τῆς γλυκυρρίζης
τῆς προερχομένης ἐκ τῶν ἐκχερσουμένων ἀνὰ τὴν Πελοπόννησον καὶ τὰς πρὸς βορρᾶν ταύτης ἐπαρχίας
τῆς Στερεᾶς ἀγρῶν. Τὸ προϊὸν δὲ τῶν ἐργοστασίων τούτων, ἐξήγετο διὰ τὴν Τεργέστην, τὴν Μασσαλίαν
καὶ διαφόρους λιμένας τῆς Ἰταλὶας, εἰς ἅ μέρη ἐπέμπετο καὶ ἰκανὴ ποσότης αὐτουσίου ῥίζης εἰς δέματα.
Ἔκτοτε, ἕνεκα τῆς ἐπεκτάσεως τῆς καλλιεργεὶας τῶν Σιτηρῶν καὶ τῆς Ἀμπέλου, αἱ γλυκυρριζοφόροι γαῖαι
Σελίδα - 69 -
ἐν Ἑλλάδι περιωρίσθησαν σημαντικῶς, διὸ τὰ ἐργοστάσια ταῦτα ἔπαυσαν λειτουργοῦντα τὰ δὲ ἑκάστοτε
συγκεντρούμενα μικρὰ ποςὰ γλυκυρρίζης, προερχόμενης ἐκ τῶν σποραδικῶς διενεργουμένων νέων
ἐκχερσώσεων ἀνὰ τὴν Πελοπόννησον καὶ τὴν Αἰτωλοακαρνανίαν, διευθύνονται ἅπαντα σχεδὸν εἰς
Μασσαλίαν. Σήμερον μεγάλη ἐξαγωγὴ γλυκυρρίζης ἐξακολουθεῖ νὰ γίνεται ἐκ τῆς Μ. Ἀσίας (ἰδίως διὰ τοῦ
λιμένος τῆς Σμύρνης) ἔνθα τὸ εἶδος ἄτριχος ἀπαντᾶ πυκνῶς φυόμενον ἐπὶ ἀπεράντων ἀκαλλιέργητων
ἐκτάσεων εἰς τὰς ὁποίας συγκομίζεται ἡ ῥίζα κατὰ τριετίαν. Ἐνιαχοῦ τῆς Γερμανίας, τῆς Γαλλίας καὶ τῶν
Ἡν. Πολιτ. ἡ Γ.(τὸ εἶδος ἄτριχος) καλλιεργεῖται πολλαπλ. διὰ σπορᾶς καὶ κατὰ προτίμησιν διὰ ῥιζῶν.
Ονομασία
Στην Ελλάδα συναντάται με τα ονόματα γλυκύριζα η άτριχος, ρεγολίτσα, κολιά κ.ά. Η ονομασία Γιάμπολη
αναφέρεται στο φαρμακευτικό παρασκεύασμα που προέρχεται από την ρίζα του. Λόγω της ευρείας
διάδοσης της καλλιέργειάς του, έχει δώσει το όνομά του σε τοπωνύμια π.χ Γλυκόρριζο Άρτας.
Ιστορικά στοιχεία
Η γλυκόριζα είναι γνωστή από την αρχαιότητα για τις πολύτιμες θεραπευτικές της χρήσεις. Η παρουσία
της έχει βεβαιωθεί σε πήλινα σκεύη των Ασσυρίων (2500 πΧ), αναφέρεται σε Αιγυπτιακούς παπύρους, οι
Αραβες την χρησιμοποιούσαν ως αντιβηχικό, ενώ στους Έλληνες φαίνεται ότι έγινε γνωστή από τους
Σκύθες.
Στην Κίνα, συμπεριλαμβάνεται και αξιολογείται στην Materia Medica που αποδίδεται στον Sheng Nung,
(2.700 πΧ.), όπως πιθανολογείται από συγγραφικά ευρήματα ανώνυμου συγγραφέα το 100 περίπου πΧ.
Ο Θεόφραστος την παρουσιάζει ως “χρησίμη προς τε τα άσθματα και προς την βήχαν ξηράν και όλους
τους περί τον θώρακαν πόνους”. Ο Διοσκουρίδης την αποκαλεί «Ποντιακή ρίζα» και προσθέτει στις
δράσεις της τις καούρες και τις ηπατικές παθήσεις. Ο Αφρικανός στα “Γεωπονικά” αναφέρει ότι “ευφορείν
ποιήσεις άμπελον γλυκύρριζαν εις το μέσον φυτεύειν”.
Περιγραφή
Πρόκειται για πολυετή αυτοφυή πόα με ύψος που φτάνει τα 2 μέτρα. Έχει καταγωγή από τη
Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Νοτιοδυτική Ασία και συγκεκριμένα από την Ιταλία, την Ισπανία και την
Περσία, ενώ καλλιεργείται πλέον εκτενώς, σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην Ελλάδα, τη συναντάμε αυτοφυή
στη Μακεδονία αλλά και σε άλλα μέρη.
Οι βλαστοί του φυτού είναι όρθιοι, ραβδωτοί, ισχυροί και χνουδωτοί. Τα φύλλα είναι σκουρόχρωμα,
πτεροειδή και αποτελούνται από 9-17 ζεύγη φυλλαρίων. Έχει ξυλώδεις μίσχους. Τα λουλούδια του είναι
σαν του μπιζελιού, με χρώμα κρεμ, κυανό και μωβ. Από το φυτό χρησιμοποιούνται για τη
βοτανοθεραπευτική, οι ρίζες, νωπές και αποξηραμένες, που συλλέγονται το φθινόπωρο και αφού η
γλυκόριζα γίνει 4 ετών. Τη γλυκόριζα την συναντούμε σε μεγάλες αποικίες σε χαμηλό υψόμετρο και σε
εδάφη χέρσα και ακαλλιέργητα.
Ο καρπός είναι ξηρός διαρρηκτός χέδρωπας.
Συστατικά
Περιέχει τριτερπενοειδείς σαπωνίνες όπως είναι η γλυκυριζίνη 6% που είναι 50-60 φορές πιο γλυκιά από
την κρυσταλλική ζάχαρη, φλαβονοειδή, στερόλες, πολυσακχαρίτες, κουμαρίνη και ασπαραγίνη. Ακόμη,
γλυκυρριζικό οξύ, ενωμένο με άλατα ασβεστίου και μαγνησίου καθώς και στερινοειδείς ορμόνες
(οιστρογόνα) που ενεργοποιούν τη δραστηριότητες των ωοθηκών.
Θεραπευτικές Ιδιότητες
Σύμφωνα με έρευνες, η γλυκόριζα έχει δράση αντιαρθριτική και αντιφλεγμονώδη όταν αποδομηθεί στο
έντερο. Χρησιμοποιείται κατά των φλεγμονοδών παθήσεων του πεπτικού συστήματος, όπως γαστρίτιδα,
υπερβολική οξύτητα και έλκος στομάχου. Για τη βελτίωση των στοματικών ελκών. Βοηθά σε προβλήματα
του αναπνευστικού, όπως άσθμα, βήχας και βρογχίτιδα, πνευμονία και πλευρίτιδα, καθώς διαθέτει
αποχρεμπτικές και σπασμολυτικές ιδιότητες.
Ιαπωνικές μελέτες έδωσαν καλά αποτελέσματα στη θεραπεία της ηπατίτιδας και της κίρρωσης του ήπατος.
Είναι αποτελεσματική στη διέγερση των επινεφριδίων. Έχει ευεργετική δράση κατά της δυσκοιλιότητας
Σελίδα - 70 -
και κατά του διαβήτη. Αλκοολικά βάμματα γλυκύρριζας έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά
αντιμοκροβιακά κατά του σταφυλόκοκκου (Staphylococcus aurens), του στρεπτόκοκκου (Streptococcus
mutans), του μυκοβακτηρίου (Mycobacterium smegmatis) και του Candida albicans.
Η γλυκόριζα καταπολεμά ακόμα και ιούς, ανθεκτικούς στα φάρμακα. Η ισχυρή αντι-ιική ιδιότητα της
γλυκόριζας δεν περιορίζεται στους κορονοιούς, αλλά έχει επίσης μελετηθεί σε σχέση με μια άλλη
επιδημία/πανδημία, σοβαρή και δυνητικά θανατηφόρα, τον ιό της γρίπης.
Σε μια μελέτη σε ζώα το 1997 που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό αντιμικροβιακών παραγόντων και τη
χημειοθεραπεία, με τίτλο “Η γλυκυρριζίνη, ένα ενεργό συστατικό από τις ρίζες γλυκόριζας, μειώνει τη
νοσηρότητα και τη θνησιμότητα των ποντικών που έχουν μολυνθεί με θανατηφόρες δόσεις του ιού της
γρίπης,” ερευνητές διαπίστωσαν ότι όταν στα ποντίκια χορηγήθηκε γλυκυριζίνη 10mg/kg σωματικού
βάρους (το ισοδύναμο των 680 mg για ένα ενήλικα 68 kg), επέζησαν όλα από μια σειρά θανατηφόρων
ενέσεων με τον ιό.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες η γλυκυρριζίνη είναι ακόμα ταξινομημένη ως “γενικά αναγνωρισμένη ως
ασφαλή”, όταν χρησιμοποιείται σαν ένας παράγοντας γεύσης, αλλά όχι ως γλυκαντικό.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η σύσταση είναι για τους ανθρώπους να καταναλώνουν όχι περισσότερο από 100
mg την ημέρα, το οποίο είναι ισοδύναμο με 50 γραμμάρια καραμέλες γλυκόριζας, καθώς και στην Ιαπωνία,
όπου η γλυκυρριζίνη χρησιμοποιείται συχνά ως υποκατάστατο της ζάχαρης, με το συνιστώμενο όριο, να
ορίζεται σε 200 mg την ημέρα.
Επίσης, είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη ότι ακόμη και όταν η γλυκυρριζίνη απομονώνεται και
συμπυκνώνεται φαρμακευτικώς, η σχετική τοξικότητα της είναι εξαιρετικά χαμηλή, όταν συγκρίνεται με
τα αντι-ιικά φάρμακα, όπως η ριμπαβιρίνη.
Σύμφωνα με την ομοσπονδιακή εντολή από τα Φύλλα Δεδομένων Ασφαλείας Υλικού (MSDS) που
παρέχονται από τους κατασκευαστές για την φαρμακευτικά εξαγόμενη γλυκυρριζίνη και το φάρμακο
ριμπαβιρίνη, η πρώτη είναι 30 φορές λιγότερο τοξική από την ριμπαβιρίνη.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε, επίσης, ότι όταν καταναλώνουμε την γλυκόριζα υπο μορφή
κονιοποιημένης ρίζας, η σαν αυτούσια ρίζα, η γλυκυριζίνη αντιμετωπίζεται διαφορετικά από το σώμα.
Θα απορροφηθεί πιο αργά, οι ίνες που περιέχει θα μετριάσουν τις δυσμενείς επιπτώσεις, και ως εκ τούτου
θα πρέπει να θεωρείται ασφαλέστερη από την απομονωμένη γλυκυριζίνη.
Δρα ως αποχρεμπτικό, μαλακτικό, αντιφλεγμονώδες, επενεργεί στα επινεφρίδια, είναι αντισπασμωδικό και
ήπιο υπακτικό.
Το βότανο είναι ωφέλιμο σε προβλήματα σπλήνας, γαστρίτιδας και πεπτικού έλκους, κολικούς και
πρωτοπαθή αδρενοκορτικοειδική ανεπάρκεια, νόσου του Addison, δηλαδή μια κατάσταση ανεπάρκειας
του φλοιού των επινεφριδίων όπου παράγεται η κορτιζόλη.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Τα λουλούδια της έχουν συνήθως χρώμα κυανό και εμφανίζονται στις αρχές του Καλοκαιριού. Η ρίζα
αυτού του θαυμάσιου φυτού με τα ριζίδια της είναι που έχει και όλες τις θαυμάσιες ιδιότητες. Χρειάζονται
τρία (3) με τέσσερα (4) χρόνια πριν η ρίζα της να φθάσει σε κατάσταση συλλογής. Αυτή η αποξηραμένη
γλυκιά ρίζα της γλυκόρριζας είναι από τα πλέον χρησιμοποιούμενα μέρη του βοτάνου. Η συλλογή της
γίνεται το Φθινόπωρο και αφού κοπεί ξηραίνεται στον ήλιο για να αποφευχθεί η ανάπτυξη μυκήτων, στη
συνέχεια οι ρίζες αλέθονται, ξεκαθαρίζονται και άλλες γίνονται σκόνη άλλες ζαχαρωτά ή συμπυκνωμένο
εκχύλισμα.
Παρασκευή και δοσολογία
Για αφέψημα, ρίχνουμε ½ - 1 κ.γ ρίζα σε ένα φλιτζάνι νερό, το βράζουμε για λίγο και μετά, χαμηλώνουμε
τη φωτιά και το αφήνουμε να σιγοβράσει για 10-15 λεπτά. Πίνουμε 3 φορές την ημέρα.
Με γλυκόριζα και αγριάδα παρασκευάζεται αφέψημα γνωστό σαν «καλό για όλα».
Με 2 - 3 γρ. γιάμπολη σε βραστό γάλα, παρασκευάζεται ποτό κατά της βρογχίτιδας που το παίρνουμε το
βράδυ πριν την κατάκλιση.
Σελίδα - 71 -
Σε 1 λίτρο νερό με 50 γρ. από τη ρίζα του φυτού, φτιάχνουμε έγχυμα που καταπραΰνει την επιπεφυκίτιδα
(χρησιμοποιείται ζεστό, με πλύσεις ή κομπρέσες).
Προφυλάξεις
Η Γλυκόριζα είναι ακόμα συνήθως αντιληπτή ως ένα “επικίνδυνο βότανο,” χάρη στην ικανότητά της να
διεγείρει και να αυξάνει την αρτηριακή πίεση σε ευαίσθητα άτομα, όταν καταναλώνεται υπερβολικά.
Γι αυτό, είναι σημαντικό να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή κατά τη χρήση της γλυκόριζας, ή οποιουδήποτε άλλου
βοτάνου, για ιατρικούς σκοπούς, και το ιδανικό είναι να συμβουλευόμαστε κάποιον ειδικό βοτανολόγο
που μπορεί να συνεργάζεται με τους ιατρούς, όποτε χρειάζεται.
Σε μεγάλες δόσεις η γλυκυρριζίνη καταστέλλει το ένζυμο 5-β-ρεδουκτάση, που είναι υπεύθυνο για την
αδρανοποίηση της κορτιζόλης, αλδοστερόνης και προγεστερόνης στο ήπαρ, με συνέπεια την εμφάνιση
εικόνας «συνδρόμου αλδοστερόνης», δηλαδή αύξηση της αρτηριακής πίεσης, απώλειες καλίου και
κατακράτηση νατρίου.
Η γλυκόριζα, δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για διάστημα μεγαλύτερο των 6 εβδομάδων και όχι σε
ημερήσια δόση μεγαλύτερη των 3 γραμμ. Προληπτικά, μπορεί κανείς να ακολουθεί μια δίαιτα πλούσια σε
κάλιο και χαμηλή σε νάτριο.
Να την αποφεύγουν όσοι πάσχουν από νεφρική ανεπάρκεια και όσοι χρησιμοποιούν παρασκευάσματα
διγιτοξίνης (digoxin). Να αποφεύγεται επίσης από εγκύους.
Σε κάθε περίπτωση, πριν τη χρησιμοποιήσετε για φαρμακευτικούς σκοπούς, κάντε το υπό την καθοδήγηση
ενός ειδικού.
Σελίδα - 72 -
Hedera helix κ.ν. κισσός
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Υφομοταξία: Αστερίδες (Asteridae)
Τάξη: Σελινώδη (Apiales)
Οικογένεια: Αραλιίδες (Araliaceae)
Γένος: Κισσός (Hedera)
Είδος: H. helix
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου
Κισσὸς (Hedera, γαλλ. Lierre ἀγγλ. Ivy, τ. Ἀραλιωδῶν)· γ. περιλ. δύο μὸνον εἴδη, ἀμφότερα θάμνοι
ἀειθαλεῖς· καὶ τὸ μὲν εἶνε Κ. ὁ αὐστραλιακὸς (Η. australiana), θάμνος δενδρώδης, ὀρθοφυής, κοσμητικὸς
ἰθαγ. τῆς Αὐστραλίας, τὸ δὲ Κ. ὁ κοινὸς (Η. Helix), ὁ πασίγνωστος Κισσός, ὅστις ἐν Κύπρῳ ὀνομάζεται
κν. Τέτσος Το εἶδος τοῦτο, ὡς γνωστόν, εἶνε θάμνος ἀναρριχώμενος (τῇ βοηθείᾳ ἐναερίων ῥιζῶν) ἤ ἕρπων,
ἐνίοτε μέγας καὶ μακρόβιος (ἀναφέρεται Κ. φυόμενος εν Μομπελλιὲ βεβαιωμὲνης ἡλικίας
ὑπερπεντακοσίων ἐτῶν), ἰθαγενὴς τῆς Εὐρώπης, τῆς βορ. Ἀφρικῆς καὶ τῆς Ἀσίας, κοινότατος δὲ ἀνὰ τὰς
παραμ. χώρας.
Ὁ Κ. ἀρχικῶς φαίνεται νὰ ἐφύετο μόνον εἰς τὴν Ἀσίαν, ὅθεν μετηνέχθη εἰς τὴν Εὐρώπην ὑπὸ τοῦ Διονύσου.
Τοῦτο συμπεραίνεται ἐκ τοῦ ὅτι ὁ θάμνος οὗτος ὅστις ὠνομάζετο τὸ πάλαι καὶ Διονύσιον καὶ Περσίς, ἦτον
ἀφιερωμὲνος εἰς τὸν θεὸν τοῦ πότου. Ἐντούτοις οἱ Ἀχαρνεῖς, οἱ ὁποῖοι ὠνόμαζον τὸν θεὸν τοῦτον καὶ
Κισσόν, διετείνοντο ὅτι ὁ θάμνος οὗτος ἀνεφάνη τὸ πρῶτον εἰς τὸν δῆμὸν των (Παυσανίας 1, 31, 3), διὸ
καὶ ἐπωνομάζετο καὶ Ἀχαρνικός.
Ὁ Κ. ἦτο παρ’ ἀρχαίοις τὸ κατ’ ἐξοχὴν στεφανωματικὸν φ, τῶν κωμαζόντων ὁ λόγος δὲ δι’ ὅν επροτιμῶντο
οἱ ἐκ κισσοῦ στέφανοι ἐξηγεῖται παρ’ Ἀθην. ὡς ἑξῆς «καὶ ἐπὶ τὸν κίσσινον στέφανον ἦλθον αὐτόματόν τε
καὶ πολὺν ὄντα καὶ κατὰ πάντα τόπον γεννώμενον, ἔχοντα καὶ πρόσοψιν οὑκ ἀτερπῆ, χλωροῖς πετάλοις καὶ
κορύμβοις σκιάζοντα τὸ μέτωπον καὶ τοὺς ἐν τῷ σφίγγειν τόνους ὑπομὲνοντα, προσέτι δὲ ψύχοντα χωρὶς
ὀδμῆς καρούσης. Καὶ ταύτῃ μοι δοκεῖ Διονύςῳ ὁ βίος ἀνεῖναι τὸ στέφος, τὸν εὑρετὴν τοῦ πώματος καὶ τῶν
δι’ αὐτὸ ἐλασσωμάτων ἀλεξητῆρα βουλόμενος εἶναι» (ΙΕ, 675, d.)
Λεπτομερῶς καὶ ἀκριβέστατα περιγράφει τὸν Κ. ὁ Θεοφρ., ὅστις τὸν χαρακτηρίζει ὡς φ. «ἀείφυλλον»,
«θαμνῶδες», «ἀποδενδρούμενον», «ἀερόρριζον», «ὀψίκαρπον», «φιλόψυχρον», «ἔμβιον»,
«ἐπαλληλόκαυλον». «Πολυειδὴς» δὲ λέγει ὅτι εἶνε ὁ Κ., «καὶ γὰρ ἐπίγειος, ὁ δὲ εἰς ὕψος αἰρόμενος· καὶ
τῶν ἐν ὕψει πλείω γείη. Τρία δ’ οὖν φαίνεται τὰ μέγιστα ὅτε λευκὸς καὶ ὁ μέλας καὶ τρίτον ἡ ἕλιξ. Εἴδη δὲ
καὶ ἑκάστου τούτων πλείω. Λευκὸς γὰρ ὁ μὲν τῷ καρπῷ μόνον, ὁ δὲ καὶ τοῖς φύλλοις ἐστί. Πάλιν δὲ τῶν
λευκοκάρπων μόνον ὁ μὲν ἁδρὸς καὶ πυκνὸς καὶ συνεστηκότα τὸν καρπὸν ἔχει καθαπερεὶ σφαῖραν, ὅν δὴ
καλοῦσί τινες κορυμβίαν, οἱ δὲ Ἀθήνῃσιν ἀχαρνικόν. Ὁ δὲ ἐλάττων διακεχυμὲνος ὥσπερ καὶ ὁ μέλας· ἔχει
δὲ καὶ ὁ μέλας διαφορὰς ἀλλ’οὐχ ὁμοίως φανεράς. Ἡ δὲ ἕλιξ ἐν μεγίσταις διαφοραῖς· καὶ γὰρ τοῖς φύλλοις
πλεῖστον διαφέρει τῇ τε μικρότητι καὶ τῷ γωνοειδῆ καὶ εὐρυθμότερα εἶναι· τὰ δὲ τοῦ κιττοῦ περιφερέστερα
καὶ ἀπλᾶ καὶ τῷ μήκει τῶν κλημάτων καὶ ἔτι τῷ ἀκαρπος εἶναι. Διατείνονται γάρ τινες τῷ μη ἀποκιττοῦσθαι
Σελίδα - 73 -
τῇ φύσει τὴν ἕλικα ἀλλὰ τὴν ἐκ τοῦ κιττοῦ τελειουμὲνην. Εἰ δὲ πᾶσα ἀποκιττοῦται, καθάπερ τινές φασιν,
ἡλικίας ἄν εἴη καὶ διαθέσεως οὐκ εἴδους διαφορά, καθάπερ καὶ τῆς ἀπίου πρὸς τὴν ἀχράδα· πλὴν τό γε
φύλλον καὶ ταύτης πολὺ διαφέρει πρὸς τὸν κιττόν. Σπάνιον δὲ τοῦτο καὶ ἐν ὀλίγοις ἐστὶν ὥστε
παλαιούμενον μεταβάλλειν, ὥσπερ ἐπὶ τῆς λεύκης καὶ τοῦ κρότωνος. Εἴδη δ’ ἐστὶ πλείω τῆς ἕλικος, ὡς μὲν
τὰ προφανέστατα καὶ μέγιστα λαβεῖν τρία ἥ τε χλοερὰ καὶ ποιώδης ἥπερ καὶ πλείστη καὶ ἑτέρα ἡ λευκὴ
καὶ τρίτη ἡ ποικίλη, ἥν δὲκαλοῦσι τινες θρᾳκίαν. Ἑκάστη δὲ τούτων δοκεῖ διαφέρειν· καὶ γὰρ τῆς χλοώδους
ἡ μὲν λεπτότερα καὶ ταξιφυλλοτέρα καὶ ἔτι πυκνοφυλλοτέρα, ἡ δ’ ἧττον πάντα ταῦτ’ ἔχουσα. Καὶ τῆς
ποικίλης ἡ μὲν μείζων ἡ δ’ ἔλαττον τὸ φύλλον, καὶ τὴν ποικιλίαν διαφερουσα. Ὡσαύτως δέ καὶ τὰ τῆς
λευκῆς τῷ μεγέθει καὶ τῇ χροιᾷ διαφέρουσιν. Εὐαυξεστάτη δὲ ἡ ποιώδης καὶ ἐπὶ πλεῖστον προϊοῦσα.
Φανερὰν δ’ εἶναί φασιν τὴν ἀποκιττουμὲνην οὐ μόνον τοῖς φύλλοις ὅτι μείζω καὶ πλατύτερα ἔχει ἀλλὰ καὶ
τοῖς βλαστοῖς· εὐθὺς γὰρ ὀρθοὺς ἔχει καὶ οὐχ ὥσπερ ἡ ἑτέρα κατακεκαμμὲνη καὶ διὰ τὴν λεπτότητα καὶ
διὰ τὸ μῆκος· τῆς δὲ κιττώδους καὶ βραχύτεροι καὶ παχύτεροι. Καὶ ὁ κιττὸς ὅταν ἄρχηται σπερμοῦσθαι
μετέωρον ἔχει καὶ ὀρθὸν τόν βλαστόν. Πολύρριζος μὲν οὖν ἅπας κιττὸς καὶ πυκνόρριζος συνεστραμμένος
ταῖς ῥίζαις καὶ ξυλώδεσι καὶ παχείαις καὶ οὐκ ἄγαν βαθύρριζος, μάλιστα δ’ὁ μέλας, καὶ τοῦ λευκοῦ ὁ
τραχύτατος καὶ ἀγριώτατος· δι ὄ καὶ χαλεπὸς παραφύεσθαι πᾶσι τοῖς δένδροις· ἀπόλλυσι γὰρ πάντα καὶ
ἀφαυαίνει παραιρούμενος τὴν τροφήν. Λαμβάνει δὲ μάλιστα πάχος οὗτος καὶ ἀποδενδροῦται καὶ γίνεται
αὐτὸ καθ’ αὑτὸ κιττοῦ δένδρον. Ὡς δ’ επὶ τὸ πλεῖον εἶναι πρὸς ἑτέρῳ φιλεῖ καὶ ζητεῖ καὶ ὥσπερ
ἐπαλλόκαυλόν ἐστιν. Ἔχει δ’ εὐθὶς καὶ τῆς φύσεώς τι τοιοῦτον· ἐκ γὰρ τῶν βλαστῶν ἀφίησιν ἀεὶ ῥίζας ἀνὰ
μέσον τῶν φύλλων, αἷσπερ ἐνδύεται τοῖς δένδροις καὶ τοῖς τειχίοις οἷον ἐξεπίτηδες πεποιημέναις ὑπὸ τῆς
φύσεως· δι’ ὅ καὶ ἐξαιρούμενος τὴν ὑγρότητα καὶ ἕλκων ἀφαυαίνει, καὶ ἐάν ἀποκοπῇ κάτωθεν δύναται
διαμένειν καὶ ζῆν. Ἔχει δὲ καὶ ἐτέραν διαφορὰν κατὰ τὸν καρπὸν οὐ μικράν· ὁ μὲν γὰρ ἐπίγλυκύς ἐστιν, ὁ
δὲ σφόδρα πικρὸς καὶ τοῦ λευκοῦ καὶ τοῦ μέλανος· σημεῖον δ’ ὅτι τὸν μὲν ἐσθίουσιν οἱ ὄρνιθες τὸν
δ’οὔ»(Φ.Ι. 3, 18, 6-10).
Κατὰ τὸν Διοσκρ. ὁ Κ. ὠνομάζετο τὸ πάλαι καὶ Κίσσαρος, καὶ Κίθαρος, καὶ Χρυσόκαρπος, καὶ
Ποιητικἡ, καὶ Κορυμβήθρα, καὶ Νύσιον, καὶ Διονύσιον, καὶ Ἰθυντήριον, καὶ Περσίς, καὶ Κῆμος καὶ
Ἄσπληνος. Διεκρίνοντο δέ, λέγει καὶ οὗτος, πολλαὶ διαφοραί, ἐξ ὧν αἱ «γενικώτεραι» ἦσαν ἡ Ἕλιξ, ἡ
φέρουσα φύλλα μικρά, γωνιώδη καὶ εὔρυθρα, ὁ Λευκός, ὁ ἔχων καρπὸν λευκόν, καὶ ὁ Μέλας, ὁ φέρων
καρπὸν μέλανα ἤ κροκίζοντα καὶ ἐπονομαζόμενος Διονύσιον. Ἡ διαφορά ἡ φέρουσα καρπὸν κροκίζοντα
ἤ ὑπόχρυσον εἶνε καθαρῶς ἑλληνικὴ (H. Helix var. Bacus ἤ Chrysocarpa).
Σήμερον διακρίνονται ὑπὲρ τὰς 80 διαφοραὶ καὶ πλεῖσται παραλλαγαί ἅπασαι θεραπευόμεναι πρὸς κόσμον.
Οὕτω ἀπαντῶσι Κ. φέροντες φύλλα ὠοειδἡ, ῥομβοειδῆ, καρδιόσχημα, παλαμοσχιδῆ, σφινοειδῆ, βελοειδῆ,
μικρότερα ἤ μεγαλήτερα, βαθέως ἤ ἀνοικτῶς πράσινα, ποικιλόχρωμα, στικτά, γραμμωτά, ὠχρά,
χρυσίζοντα κ.ἄ., καρπὸν δὲ μέλανα, λευκόν, κίτρινον, πορτογάλλινον, κροκίζοντα ἤ χρυσίζοντα.
Τὸ ξύλον τοῦ Κ. εἶνε σπογγῶδες καὶ ἐλαφρόν, δυνάμενον δὲ εἰς πολλάς περιπτώσεις ν’ ἀντικαταστήςῃ τὸν
φελλόν. Ὡς ἐκ τῆς φυσεώς του ταύτης ἀπίθανον φαίνεται τὸ λεγόμενον ὅτι τὰ κισσύβια, ἀγροτικὰ ποτήρια
οἴνου παρ’ άρχαίοις, κατεσκευάζοντο ἐκ ξύλου Κ., ἐκτὸς ἐὰν ἐχρίοντο ἔσωθεν μὲ πίσσαν, ὡς γίνεται
σήμερον ἐνιαχοῦ τῆς Ἀνατολῆς εἰς τὰς λαγηνοκολοκύνθας (βλ. εἰς Κολοκύνθη). Τῆς αὐτῆς περίπου
φύσεως εἶνε καὶ τὸ ξύλον τῆς ῥίζης τοῦ Κ., ὅπερ ἐνίοτε χρησιμοποιεῖται πρὸς τελείωσιν τοῦ ἀκονίσματος
μαχαιρῶν καὶ ἄλλων κοπῆς ὀργάνων. Ἐξ ἐντομῶν προξενουμὲνων ἐπὶ τοῦ κορμοῦ μεγάλων Κ. λαμβάνεται
εἰς τὴν μεσημ. Γαλλίαν εἶδος ῥητίνης (γαλλ. hederee ἤ gomme de Lieree) χρησίμου εἰς τήν σκευασίαν
βερενικείων· τὰ κισσόφυλλα δὲ πολλαχοῦ χρησιμοποιοῦνται πολυτρόπως ὑπὸ τοῦ λαοῦ ὡς φάρμακον. Αἱ
ῥᾶγες τοῦ Κ. εἶνε τοξικαὶ ἐντούτοις ἐκ τῶν μελαίνων αἱ ὀλιγώτερον πικραὶ τρώγονται ἀβλαβῶς ὑπὸ τῶν
πτηνῶν.
Ὁ Κ. εἶνε ἐκ τῶν ὀλίγων φ. τῶν εὐδοκιμούντων ὑπὸ σκιάν, πολλαπλασιάζεται δ’ εὐχερῶς διὰ μοσχευμάτων
καὶ ἐπιτυγχάνει μᾶλλον εἰς τόπους νοτεροὺς ἤ συχνὰ ἀρδευομένους καὶ βλέποντας πρὸς βορρᾶν.
Συνηθέστατα χρησιμοποιεῖται ὑπὸ τῶν κηπουρῶν πρὸς ἐπένδυσιν τοίχων, χωρισμάτων, ἀνδοδοχῶν,
κορμῶν δένδρων παλαιῶν καὶ μὴ χρησίμων (τὰ δένδρα ἐφ’ ὧν ἀφίεται ν’ ἀναπτυχθῇ ὁ Κ. ἐπὶ τέλους
ἀποξηραίνονται), ὡς καὶ πρὸς κατάρτισιν ταπήτων, δι’ ἤν χρῆσιν προτιμῶνται αἱ ἐκ φύσεως ἕρπουσαι
διαφοραί. Στυλωνόμενος καὶ κειρόμενος τακτικῶς ὁ Κ. δυνατὸν ν’ ἀναπτυχθῇ ὡς δένδρον καὶ νὰ λάβῃ σὺν
τῷ χρόνῳ τὸ κατὰ βούλησιν σχῆμα. Διὰ τὰ εἴδη τοῦ τῶν νεωτέρων βοτανικῶν γένους Cissus- βλ.
Ψευδόκισσος (βλ. καὶ Γλήχωμα).
Σελίδα - 74 -
Ονομασία
Ο κισσός είναι γένος φυτών της οικογένειας Αραλιίδες (Araliacae) και ανήκει στην τάξη των σκιαδανθών
(Umbelliferae) ή σελινωδών (Apiales). Το γένος κισσός (Hedera) περιλαμβάνει 2, ή σύμφωνα με άλλες
ταξινομήσεις, 5 , 6 ή 16 είδη, ιθαγενή της Βόρειας Αφρικής, των Καναρίων νήσων , της Ευρώπης και της
Ασίας. Το γνωστότερο στην Ελλάδα είναι το καλλιεργούμενο αλλά και αυτοφυές είδος Κισσός η έλιξ
(Hedera helix), κοινά κισσός.
Ιστορικά στοιχεία
Ο κισσός ήταν γνωστός στην Ελλάδα από την εποχή του Ομήρου και ονομαζόταν «Διονύσιον», επειδή
ήταν αφιερωμένος στο θεό Διόνυσο. Οι αρχαίοι Έλληνες στεφάνωναν με κισσό τα αγάλματα του Διονύσου,
τους ποιητές και τους πότες, επειδή τον θεωρούσαν σύμβολο της αθανασίας και αντίδοτο για τον
πονοκέφαλο από τη μέθη. Σε ορισμένες τελετές έδιναν στο Διόνυσο και το επώνυμο «Κισσός», επειδή όταν
ήταν μωρό του φορούσαν ένα στεφάνι από κισσό.
Εκτεταμένες αναφορές στον κισσό κάνει ο Θεόφραστος στο έργο Περί Φυτών Ιστορίαι, καθώς επίσης και
ο Διοσκουρίδης, που τον θεωρεί πανάκεια για πολλές ασθένειες. Ο Θεόφραστος περιγράφει λεπτομερώς
και ακριβέστατα τον κισσό. Μεταξύ άλλων τον χαρακτηρίζει φυτόν αείφυλλον, θαμνώδες,
αποδενδρούμενον, αερόρριζον, οψίκαρπον, φιλόψυχρον, έμβιον, επαλληλόκαυλον… Αναφέρει επίσης ότι
ο κισσός είναι πολυειδής, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Τρία δε ουν φαίνεται τα μέγιστα, ο τε λευκός και
ο μέλας, και τρίτον η έλιξ… η δε έλιξ εν μεγίσταις διαφοραίς… και ο κιττός, όταν άρχηται σπερμούσθαι
μετέωρον έχει και ορθόν τον βλαστόν. Πολύρριζος μεν ουν άπας κιττός, συνεστραμμένος ταις ρίζαις και
παχείαις…παραφύεται πάσι τοις δένδροις και αφαυαίνει παραιρούμενος την τροφήν. Λαμβάνει δε μάλιστα
πάχος ούτος και αποδενδρούται και γίνεται αυτό καθ΄ αυτό κιττού δένδρον…»
Ο κισσός ήταν το κύριο φυτό στις τελετές του Διονύσου. Με αυτόν στεφανώνονταν, το μασούσαν και
έπιναν αφεψήματα κισσού μαζί με αραιωμένο κρασί, με αποτέλεσμα να μεθούν και να βλέπουν
ψυχεδελικές παραστάσεις. Βέβαια η χρήση του κισσού δεν ήταν μόνο για οργιαστικές τελετές, αλλά
χρησιμοποιούταν παράλληλα και για ανακούφιση από τους πονοκεφάλους, τις ψείρες και την κασίδα.
Περιγραφή
Είναι αειθαλής θάμνος, μακρόβιος, αναρριχώμενος ή έρπων και σπάνια δενδρύλλιο. Τα φύλλα του είναι
τοποθετημένα εναλλάξ, με μακρύ μίσχο, ωοειδή, τριγωνικά, ρομβοειδή και καρδιόσχημα. Συχνά
εμφανίζουν το φαινόμενο της ετεροφυλλίας. Αυτό σημαίνει ότι πάνω στο ίδιο φυτό υπάρχουν φύλλα με
διαφορετικό σχήμα (ρομβοειδή και τρίλοβα ή πεντάλοβα). Ο αναρριχώμενος κισσός δημιουργεί μικρές
εναέριες ρίζες (τις λεγόμενες απτικές ρίζες) , που συντελούν στη συγκράτηση του φυτού κατά την
αναρρίχηση σε διάφορα υποστηρίγματα. Τα άνθη του είναι διγενή με 5 σέπαλα, 5 πέταλα, 5 στήμονες και
πεντάχωρη ωοθήκη. Είναι διαταγμένα σε σφαιρικά σκιάδια, που μπορεί να είναι απλά ή να ενώνονται σε
σύνθετες ταξιανθίες. Τα άνθη του δίνουν γύρη μέτριας αξίας και μέλι λευκό αρωματικό που κρυσταλλώνει
γρήγορα. Ο καρπός είναι ράγα, συνήθως μελανού χρώματος, με 2-5 σπέρματα.
Συστατικά
Περιέχει μία σαπωνίνη, το χαιρεκοσίδιο, επίσης χεδεραγενίνη, ρητίνη, κόμμι, αιθέρια έλαια και ένα οξύ.
Η γεύση των φύλλων είναι πικρή, άνοστη και φέρνει ναυτία.
Θεραπευτικές Ιδιότητες
Οι τοξικές ουσίες που περιέχονται χρησιμοποιούνται θεραπευτικά για να σκοτώσουν τα βακτήρια και του
μύκητες, να μειώσουν τους σπασμούς, ρίχνουν το πυρετό και χρησιμοποιούνται ως αποχρεμπτικά.
Εσωτερικά χρησιμοποιείται για την ποδάγρα, ρευματικούς πόνους, κοκίτη, λαρυγγίτιδα και βρογχίτιδα.
Υπό μορφή τσαγιών χρησιμοποιείται ως δυναμωτικό της καρδιάς και σαν μέσο για την αποβολή των
φλεμάτων και των υγρών από τους πνεύμονες, στους χρόνιους ερεθισμούς του αναπνευστικού συστήματος
και ενάντια στα παράσιτα.
Η εξωτερική του χρήση μόνο τα φύλλα έχουν θετικά αποτελέσματα και δρουν τονωτικά, αντιπυρετικά και
εφιδρωτικά. Ρυθμίζουν την περίοδο και επαναφέρουν στην αρχική τους κατάσταση ιστούς που
Σελίδα - 75 -
προσβλήθηκαν από έλκη, οιδήματα και όγκους. Επιπλέον είναι παυσίπονα για τους ρευματισμούς και τους
πόνους. Μπορούν να συμβάλουν στην απώλεια λίπους και να βελτιώσουν έτσι την εμφάνιση του σώματος,
κατά της κυτταρίτιδας.
Ο κισσός χρησιμοποιείται σαν αγωγή για τους πόνους, την κυτταρίτιδα και τα εγκαύματα.
Με εσωτερική χρήση χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις κοκίτη, χρόνιας βρογχίτιδας, τραχειίτιδας και
λαρυγγίτιδας. Η ιδιότητα του ως χολαγωγικού το κάνει κατάλληλο για διάλυση των πετρών της χολής. Με
εξωτερική χρήση σε μορφή εμπλάστρων, καταπλασμάτων, γαργάρων και λουτρών είναι κατάλληλο για
διάφορους πόνους, όπως πονόδοντο και ωτίτιδα.
Λόγω την αντινευραλγικής, αποσυμφορητικής του ιδιότητας και δράσης του κατά της αιμόλυσης, αποτελεί
ένα καλό φάρμακο για κυτταρίτιδα, αρθριτικά, νευραλγίες, ρευματισμούς, κιρσούς, φλεβίτιδα, πληγές,
εγκαύματα (1ου & 2ου βαθμού), πολύποδα της μύτης και κάλους.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Χρησιμοποιείται ολόκληρο το φυτό (ανθισμένο). Τα άνθη του κισσού δίνουν γύρη κίτρινου χρώματος,
μέτριας αξίας και μέλι λευκό αρωματικό που κρυσταλλώνει γρήγορα.
Παρασκευή και δοσολογία
Αφέψημα: Βάζουμε 3 κουτάλια της σούπας κομμένα φρέσκα φύλλα σε 1 λίτρο βραστό νερό. Τ’ αφήνουμε
για 10 λεπτά και μετά σουρώνουμε. Πίνουμε 3 φλιτζάνια την ημέρα.
Προφυλάξεις
Αν ο κισσός χρησιμοποιηθεί σε μεγάλες δόσεις εσωτερικά, προκαλεί δηλητηρίαση. Η δηλητηρίαση από
καρπό και φύλλα κισσού εκδηλώνεται με εμετό, διάρροια, οξύ ερεθισμό του στομάχου και των
εντέρων. Επίσης πρέπει να αποφεύγεται η χρήση του μαύρου κισσού, που δεν αναρριχάται, αλλά
παραμένει θάμνος. Είναι τοξικός και μπορεί να προκαλέσει δηλητηρίαση, αν χρησιμοποιηθεί με τους
τρόπους που δίνονται για τον αναρριχώμενο κισσό.
Σελίδα - 76 -
Helleborus orientalis, ελλέβορος κν σκάρφη
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Μονοκοτυλήδονα (Monocots)
Τάξη: Λειριώδη (Liliales)
Οικογένεια: Μελανθιοειδή (Melanthiaceae)
Γένος: Βέρατρον (Veratrum)
Είδος: Ε. ο λευκός (V. album)
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου
Ἑλλέβορος (Helleborus, γαλλ. Hellebore, άγγλ. Bear’s foot, τ. Βατραχιωδῶν)· γ. περιλ. Περὶ τὰ 12 εἴδη
ἰθαγ. της Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀσίας· φ. ποώδη πολυετῆ, δηλητηριώδη (ἐνέχουσι τὴν ἑλλεβορίνην, ἄλλοτε
φαρμακευτικά, νῦν δὲ ἰδίως κοσμητικά. Εἴδη τῆς ἑλλην. χλωρ. Ἑ. ὁ μέλας (H.niger, γαλλ. Rose de Noel,
ἀγγλ. Christmas Rose) καὶ Ἑ. ὁ κυκλόφυλλος (H.cyclophyIIus). τὸ κν. Σκάρφι, Σκάρφη, Κάρπη ἤ
Καρπί, οὔτινος ἡ ῥίζα χρήσιμος παρὰ τῳ λαῷ κατὰ διαφόρων νόσων τῶν κτηνῶν. Εἰς τὸ ἕν ἤ εἰς ἀμφότερα
τὰ φ. ταῦτα ἀναφέρεται ὁ τῶν ἀρχαίων μέλας Ἑλλέβορος, ὅστις κατὰ τόν Ὀρφανίδην εἶνε μᾶλλον τὸ
δεύτερον εἶδος, διότι τοῦτο εἴνε τὸ κοινότερον ἐν Ἑλλάδι, ἐνῷ τὸ πρῶτον ἀπαντᾶ σπανίως. Ὁ Halacsy
ἀμφιβάλλει περὶ τῆς ὑπάρξεως ἐν Ἑλλάδι τοῦ μέλανος Ἑ. φρονεῖ δὲ ὅτι εἶνε πιθανὸν νά ἐξελήφθη ὡς
τοιοῦτος ὁ κοινός ἐν τῇ χώρα κυκλόφυλλος Ἑ. «Μεγάλαι καὶ πολλαὶ προλήψεις ὑπάρχουσι παρὰ τῷ κοινῷ
λαῷ τῆς Ἑλλάδος πεῥί τοῦ φυτοῡ τούτου, ὁπερ καλεῖται Σκάρφη. Διὰ τῆς Σκάρφης ταύτης σκαρφίζουσι
τὰ δένδρα τῶν ἐχθρῶν, τὰ ὁποῖα θέλουσι ν’ ἀποξηράνωσι, ἤ τὰ ζῶα τὰ ὁποῖα θέλουσι νὰ δηλητηριάσωσι·
διότι γενικῶς φρονοῦσι, καὶ ἴσως εἶνε ἀληθές, ὅτι καὶ ἐλάχιστον μέρος τής ῥίζης του ἐὰν παρεμβάλωσιν
ὑπὸ τὸν φλοιὸν δένδρου ἡ ὑπὸ τὸ δέρμα ζώου, ἐν βραχεῖ διαστήματι, καὶ τὸ δένδρον ξηραίνεται καὶ τὸ
ζῷον θνήσκει. Διὰ τῆς Σκάρφης προσέτι τελοῦνται εἰς διάφορα μέρη πολλαὶ μαγικαὶ μάγγανεῖαι καὶ
θανατηφόρα σκευάσματα» (Ὀρφανίδου «Γεωπονικά», Δ’, 99). Ὀ παρ’ ἀρχαίοις λευκὸς Ἑλλέβορος
ἀναφέρεται εἰς Βατράχιον τὸ λοβελιανόν.
Ονομασία
Ανήκει στην οικογένεια των Λιλιϊδών. Στη χώρα μας το συναντούμε με τις ονομασίες βέρατρο το λευκό,
ελλέβορος ο λευκός, λειρίδιο, στερόγιανι ή στερογιάννι. Είναι φυτό της Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης,
της Βόρειας Ασίας, της Ιαπωνίας, των βόρειων περιοχών της Βόρειας Αμερικής. Είναι διαδεδομένο κατά
αποικίες, σε ορεινές περιοχές, υγρά λιβάδια, βοσκές. Στη χώρα μας δεν υπάρχει η ποικιλία του λευκού
αλλά το λοβελιανό (lobelianum) το οποίο συναντούμε σε δάση της Μακεδονίας και ειδικότερα στην
οροσειρά της Πίνδου. Το όνομα Veratrum προκύπτει από τις λατινικές λέξεις vere και ater/atris, που
σημαίνει πραγματικά μαύρο και αναφέρεται στις ρίζες του φυτού.
Ιστορικά στοιχεία
Το βότανο το χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα ως δηλητήριο με το οποίο θανάτωναν τους εγκληματίες.
Επίσης άλειφαν με αυτό τις μύτες των βελών. Το χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο κατά της χολέρας. Τον
Μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν για την καταπολέμηση των παρασίτων.
Σελίδα - 77 -
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε κείμενό του ο Δρ. Αθανάσιος Σιδέρης οι αρχαίοι φαίνεται πως
χρησιμοποιούσαν το όνομα γενικά για το φυτό, του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι veratrum album,
τουλάχιστον ως τον 5ο αιώνα π.Χ. Τότε περίπου άρχισαν να χρησιμοποιούν ακόμα ένα φυτό με παρόμοιες
ιδιότητες, εκείνο που σήμερα επιστημονικά ονομάζεται helleborus niger. Ακριβώς για να τα ξεχωρίσουν
από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. αρχίζουν οι ονομασίες να διαφέρουν στα κείμενα, τα οποία άλλοτε μιλούν
για «ελλέβορο λευκό» και άλλοτε για «ελλέβορο μέλανα». Και τα δυο φυτά φυτρώνουν μέχρι σήμερα στις
πλαγιές πάνω από την Αντίκυρα. Ο λεγόμενος «μέλας» μάλιστα αποκαλείται από τους ντόπιους (τους
ελάχιστους που ακόμα τον αναγνωρίζουν) «σκάρφη»! Η σκάρφη μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα
χρησιμοποιούταν ως τοπικό επίθεμα για την αποτροπή των ανεπιθύμητων κυήσεων, δηλαδή για τεχνητές
αποβολές. Οι ρίζες της επίσης χρησιμοποιούνταν σε πολύ ισχυρούς πονόδοντους, αλλά συνήθως με
καταστρεπτικές συνέπειες, γιατί στη συνέχεια το δόντι στο οποίο είχε τοποθετηθεί σκάρφη, έπεφτε.
Το συσχετισμό του ελλέβορου με την Αντίκυρα κάνει πρώτος σε κείμενο ο Θεόφραστος, ο μαθητής του
Αριστοτέλη και διάδοχός του στη διεύθυνση του Λυκείου (τέλη το 4ου αιώνα π.Χ.). Λέει ότι η καλύτερη
ποικιλία λευκού ελλέβορου φυτρώνει στην Οίτη, αλλά ο καλύτερος μαύρος ελλέβορος προέρχεται από την
Αντίκυρα και τον Ελικώνα. Η ύπαρξη και μιας δεύτερης Αντίκυρας στην περιοχή των Θερμοπυλών
μπέρδεψε αρκετούς από τους κατοπινούς ιστορικούς και περιηγητές της αρχαιότητας που δεν είχαν άμεση
γνώση της γεωγραφίας της περιοχής, όπως ο Στράβωνας και ο Πλίνιος. Έτσι ο Πλίνιος καταλήγει να
πιστεύει ότι η Αντίκυρα είναι νησί φημισμένο για ένα φάρμακο που παρασκευάζει με βάση το μαύρο
ελλέβορο.
Αναλυτικά στον ελλέβορο αναφέρεται και ο Διοσκορίδης, γιατρός και βοτανολόγος της εποχής του
Νέρωνα. Ήταν ήδη γνωστό από τότε και επιβεβαιώνεται σήμερα ότι ο λευκός έχει εμετικές και ο μαύρος
καθαρτικές ιδιότητες.
Τον μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν για την καταπολέμηση των παρασίτων.
Άλλοτε το βέρατρο το έδιναν ως εμετικό, δυνατό καθαρτικό και εφιδρωτικό, ενώ το χρησιμοποιούσαν
εναντίον των ρευματισμών, της αρθρίτιδας και για φτερνιστικό. Τις αποξηραμένες ρίζες του φυτού τις
έκαναν σκόνη και αποτελούσε ένα από τα πιο σημαντικά βότανα για καθαρισμό με εισπνοές. Μικρές
ποσότητες της πούδρας εισπνέονταν από τα ρουθούνια. Αν η ποσότητα ήταν πολύ μπορούσε να προκαλέσει
σοβαρή ρινική αιμορραγία. Το θεωρούσαν αναλγητικό, διουρητικό (για περιπτώσεις αρθρίτιδας) και
καταπραϋντικό της καρδιάς. Το χρησιμοποιούσαν ακόμη για την κατάθλιψη.
Περιγραφή
Πρόκειται για ένα ποώδες, πολύχρονο φυτό, με κονδυλώδες ρίζωμα, ευθύ, σαρκώδες, μέτρια χοντρό, που
φέρνει τρίχωμα σε τούφα. Το στέλεχος είναι ανορθωμένο, χνουδωτό – κυρίως προς τα πάνω – γραμμωτό,
με ύψος 1 με 1,5 μέτρο. Τα φύλλα είναι πολύ μεγάλα, πυκνά, ωοειδή τα οποία τυλίγουν τον βλαστό
εναλλάξ. Μυτερά με ζωηρές επιμήκεις πτυχές και νευρώσεις κατά μήκος, χνουδωτά στην κάτω τους
επιφάνεια, ελλειπτικά στο σχήμα στα κατώτερα. Τα άνθη σχηματίζουν στο άκρο του στελέχους ένα είδος
τσαμπιού με μορφή σταχυού. Έχουν χρώμα ασπριδερό ή πρασινωπό. Τα άνθη λευκά ή πράσινα, φύονται
από τις μασχάλες των φύλλων, μακρών βρακτίων κατά βότρυς, σχηματίζοντας μια ευρεία επάκρια φόβη
μήκους περίπου 50 εκατοστών. Το περιγόνιο είναι εξωτερικά χνουδωτό, με τμήματα προμήκη, δαντελωτά
και είναι μακρότερο από τον ποδίσκο.
Συστατικά
Τα αλκαλοειδή που περιέχει το φυτό το κάνουν δριμύ ναρκωτικό και πολύ ισχυρό δηλητήριο. Η
θανατηφόρος δόση για τον άνθρωπο είναι 1 με 2 γραμμάρια σκόνης ριζώματος. Το βέρατρο περιέχει δύο
κύρια αλκαλοειδή πολύ τοξικά, τη βερατρίνη Α και Β. Το ρίζωμα του φυτού και ιδιαίτερα τα ριζίδια και
τα εξωτερικά στρώματα της ρίζας περιέχουν 1,6% από αυτές τις ουσίες. Το φυτό περιέχει ακόμη πολλά
αλκαλοειδή, όπως γερμερίνη, ζερβίνη, ζερβικό οξύ, ψευτοζερβίνη, βερατροσίνη, ένα γλυκοσίδιο
(βερατραμαρίνη), άμυλο και γόμα.
Θεραπευτικές Ιδιότητες
Η ελλεβορεϊνη έχει υπόγλυκη γεύση, είναι καθαρτικό και επιδρά στη καρδιά.
Σελίδα - 78 -
Αντιφλεγμονώδες, αντιρευματικό, αντιοξειδωτικό, αντικαρκινικό, ανοσοδιεγερτικό, αντιμικροβιακό,
δηλητηριώδες, ναρκωτικό, καθαρτικό. Τα αλκαλοειδή που περιέχει το φυτό το κάνουν δριμύ ναρκωτικό
και πολύ ισχυρό δηλητήριο. Η θανατηφόρος δόση για τον άνθρωπο είναι 1 με 2 γραμμάρια σκόνης
ριζώματος. Γενικά αποφεύγεται η εσωτερική του χρήση. Η θεραπευτική δόση του βοτάνου είναι
παραπλήσια με την δηλητηριώδη δόση, πράγμα που κάνει πολύ δύσκολη την πρακτική χρήση του.
Οι ρίζες του ελλέβορου είναι δηλητηριώδεις με ιδιαίτερη χρήση στη φαρμακοβιομηχανία. Η ελλεβορίνη
είναι καυστική με οξεία γεύση.
Η θεραπευτική χρήση του βάμματος του φυτού μειώνει πολύ την πίεση του αίματος. Σήμερα το βότανο
χρησιμοποιείται κύρια για την απομόνωση των αλκαλοειδών (κυρίως της προβερατρίνης Α και Β) που
χρησιμοποιούνται στις βαριές περιπτώσεις υπέρτασης, όταν τα άλλα σκευάσματα δεν είναι
αποτελεσματικά. Το χρησιμοποιούν εναντίον της μυασθένειας και της προοδευτικής μυϊκής δυστροφίας.
Μόνο όμως υπό της παρακολούθηση ιατρού.
Στην ομοιοπαθητική ο λευκός ελλέβορος χρησιμοποιείται για την αρτηριακή πίεση που είναι πολύ χαμηλή
και επίσης για την κατάθλιψη, τη βρογχίτιδα, την ισχιαλγία, τη διάρροια και τους νευρόπονους. Επίσης ως
ομοιοπαθητικό φάρμακο δίνεται σε υπερδιέγερση νοητική και σωματική (υπερκινητικότητα). Σε
αναπτυγμένη ευφυΐα, έντονη τάση για προσωπική προβολή, καταπιεσμένη σεξουαλικότητα. Σε μεγάλη
επιθυμία για αλάτι, λεμόνι, παγάκια. Σε πεπτικό σύστημα που αντιδρά βίαια (ρουκετοειδείς έμετοι,
διάρροια). Σε κρύα παγωμένα άκρα, αδυναμία, κολάπσους, χλωμός (μπλάβιασμα). Σε προεμμηνορυσιακό
σύνδρομο και σε έντονους κοιλιακούς πόνους. Σε μη αρμονικές κινήσεις και σε επηρεασμό του νευρικού
συστήματος.
Υπό μορφή σκόνης και εγχύματος χρησιμοποιείται ενάντια στα παράσιτα στο δέρμα των ζώων.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Περίοδος ανθοφορίας από τον Ιούνιο έως τον Αύγουστο. Χρησιμοποιείται το ρίζωμα του φυτού το οποίο
συλλέγεται Σεπτέμβριο και Οκτώβριο.
Παρασκευή και δοσολογία
Εσωτερικά λαμβάνεται σε σκόνη. Ημερήσια δόση 0,03 έως 0,1 γραμμάριο ή σε βάμμα 10-30 σταγόνες.
Εξωτερικά σε σκόνη χρησιμοποιείται κατά της νευραλγίας, κατά των ρευματικών πόνων, κατά της
φαγούρας, της ποδάγρας και κατά της φθειρίασης σε ημερήσια δοσολογία 0,20-0,50 γραμμάρια σε 30
γραμμάρια χοιρινού λίπους.
Προφυλάξεις
Έχει ναρκωτικές ιδιότητες και παραλύει τόσο τους αισθητικούς όσο και τους κινητικούς νευρώνες.
Προκαλεί συμπτώματα τύφου, παράλυση μυών, κατάρρευση και οιδήματα. Εσωτερικά αποφεύγεται η
χρήση του γιατί είναι πολύ δηλητηριώδες. Η σκόνη του ριζώματος όταν εισπνευστεί προκαλεί βίαια
φτερνίσματα, ενώ όταν καταποθεί προκαλεί έκκριση σάλιου και καούρες στο στομάχι. Ο χυμός του φυτού
προκαλεί στο δέρμα κοκκινίλες. Το βότανο προκαλεί τις ίδιες δηλητηριάσεις με την δακτυλίτιδα.
Σε επαφή με τα δόντια, τα μαυρίζει και ενδεχομένως να τα καταστρέψει.
Η ρίζα του είναι πολύ δηλητηριώδης και έχει παραλυτική επίδραση στο νευρικό σύστημα. Σε δύο
περιπτώσεις θανατηφόρας δηλητηρίασης από την κατανάλωση των σπόρων, οι τοξίνες βερατριδίνης
(veratridine) και cevadine ήταν παρούσες στο αίμα. Το 1983, οι σκόνες φτερνίσματος, που παράγονταν
από το βότανο στη Δυτική Γερμανία, προκάλεσαν σοβαρές δηλητηριάσεις στην Σκανδιναβία.
Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης εμφανίζονται συνήθως μέσα σε τριάντα λεπτά έως τέσσερις ώρες μετά
την κατάποση και περιλαμβάνουν εμετό, κοιλιακούς πόνους, υπόταση, βραδυκαρδία, ναυτία, υπνηλία,
ζάλη και διεσταλμένες κόρες οφθαλμών. Η θεραπεία περιλαμβάνει υποστηρικτική φροντίδα και
συμπτωματικές θεραπείες, όπως αντικατάσταση υγρών και αντιεμετικά. Η ατροπίνη και οι
αγγειοδιαστολείς δρουν για την καταπολέμηση της βραδυκαρδίας και της υπότασης. Η διάρκεια της
ασθένειας μπορεί να διαρκέσει έως δέκα ημέρες, αλλά η πλήρης ανάκτηση είναι δυνατή μέσα σε λίγες
ώρες ανάλογα με τη δόση και τη θεραπεία.
Σελίδα - 79 -
Inula viscosa & Inula graveolens (η βαρύοσμος), κν ακόνυζος, ψυλλήθρα, κονύζα
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Ευδικοτυλήδονα (Eudicots)
Τάξη: Αστερίδες (Asterids)
Οικογένεια: Αραλιίδες (Araliaceae)
Γένος: Inula
Είδος: I. viscosa & I. graveolens
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου
Κόνυζα (Inula, τ. Συνθέτων)' γ.περιλ. περὶ τὰ 60 εἴδη ἀπαντῶντα πολλαχοῦ· φ. φρυγανώδη καὶ ποώδη,
ἐτήσια καὶ πολυετῆ, τινὰ φαρμακευτικά, ἄλλα κοσμητικά, πλεῖστα ζιζάνια· εἴδη τῆς ἑλλ, χλωρ. 19 ἐν οἷς
καὶ : α') Κ. ἡ Βρεταννικὴ (I. Britannica), ποῶδες πολυετές ἡ τοῦ Διοτκρ. τρίτη Κόνυζα, ἥτις καὶ κν.
Κόνυζα ὀνομάζεται, β') Κ. ἡ βαρύοσμος (I. gravedens), ἐτήσιον, ἡ κν. κατὰ τόπους Κονυζός, Κόνυζα,
Ἀκόνιζα, Ψυλλίστρα, Ψυλλήθρα, Ἀκολλησιά· ἡ του Διοσκρ. Κόνυζα μικρά· εἶδος χρησιμοποιούμενον
ὑπὸ τῶν ἀγροτῶν, ὡς τὸ πάλαι, πρὸς ἀπομάκουνσιν τῶν ψύλλων καὶ ἄλλων αἱμοβόρων ἐντόμων. γ') Κ. ἡ
δυσεντερικὴ (I. ἤ Pulicaria dysenterica, γαλλ. Herbe de St. Roch, ἀγγλ. Flea-bane), ποῶδες πολυετές,
φαρμακευτικόν· τὰ ἄνθη του ἐνίοτε γρησιμοποιοῦνται πρὸς νόθευσιν τῶν ἀνθέων Ἀρνακίδος τῆς ὀρεινῆς,
δ') Κ. ἡ ἰξώδης (I. viscosa), ποῶδες πολυετές, τὸ κν. Κόνυζα, Κόνυζον, Ἀκόνυζος, Νεροκόνυζος,
Νεροκολλησιά, Ψυλλήθρα, Ψυλλίστρα· ἡ τοῦ Διοσκρ. μεγάλη Κόνυζα· καὶ τὸ εἶδος τοῦτο
χρησιμοποιεῖται ὑπὸ τῶν ἀγροτῶν ὡς ἡ βαρύοσμος Κ. ε') Κ. ἡ κοινή (I. Pulicaria ή Pulicaria vulgaris, γαλλ.
Pulicaire ἤ Herbe, aux puces, ἀγλλ. Lesser Flea-bane), ἐτήσιον, χρησιμοποιούμενον ὑπὸ τῶν ἀγροτῶν
ἀλλαχοῦ πρὸς ἀπομάκρυνσιν τῶν ψύλλων, ς') Κ. ἡ πάλλευκος (I. Candida), ποῶδες πολυετές, τὸ κν.
Κρεμνόχορτο καὶ ἐν Κρήτη Ψυλλόχορτο· τὸ χόρτον του χρησιμοποιεῖται ὡς τὸ τοῦ πρώτου εἴδους. ζ') Κ.
τὸ Ἑλένιον (I. Helenium, γαλλ. Aunee ἤ Oeil de cheval, ἀγγλ. Elecampane, τουρ. Ἀδούτζ), ποῶδες
πολυετές, φαρμακευτικὸν (φαρμ. Ἑλενίου ῥίζα, Radix Helenii, s. Inulae) καὶ κοσμητικόν, θεραπευόμενον
ὑπὸ πολλὰς διαφοράς. Εἰς τὸ εἶδος τοῦτο ἀναφέρεται τὸ Ἑλένιον τῶν ἀρχαίων, τοῦ ὁποιου ἡ «ὑπόκιρρος,
εὐώδης, μεγάλη, ὑποδριμεῖα» (Διοσκρ.) ῥίζα (γαλλ. Panacee de Chiron) ἐνέχει πικροτάτην οὐσίαν, τὴν
ἰνουλίνην, καὶ εἶνε τονωτικὴ καὶ φλεγματαγωγός. Ἀρίστη θεωρεῖται ἡ τριετὴς ῥίζα, ὀρύσσεται δὲ τὸν
χειμῶνα, η΄) Κ. ὀ Ὀφθαλμὸς τοῦ Χριστοῦ (I. Oculus Christi), ποῶδες πολυετές, κοσμητικόν, τὸ κν.
Ἀγριοσκάρφι. Ξηρὰ φύλλα καὶ ἄνθη Κ. τῆς βαρυόσμου καὶ Κ. τῆς ἰξώδους, ἐν καταστάσει λεπτῆς κόνεως,
ἐχρησιμοποίησα ἄλλοτε ἐπιτυχῶς κατὰ τῶν φυτοφθειρῶν (δι’ ἐπιπάσσεων).
Ἐκ τῶν ἐξωτικῶν εἰδῶν ἄξιον λόγου εἶνε Κ. ἡ χουκέρειος (I. Hookeri), ποῶδες πολυετές, κοσμητικόν,
ἰθαγ. τῶν Ἱμαλαΰων ὀρέων.
Ονομασία
Ίνουλα ( ελένιο ) μοιάζει με μια μεγάλη χοντρή μαργαρίτα. Μπορεί να φθάσει μέχρι τα δύο μέτρα ύψος.
Είναι γνωστά 60 είδη, των οποίων τα άνθη βγαίνουν κατά κεφάλια (όπως του χαμομηλιού). Στην Ελλάδα
υπάρχουν 12 είδη, τα πιο σπουδαία από τα οποία είναι: 1) Ίνουλα η ελένια. φυτρώνει σε υγρά λιβάδια της
ηπειρωτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Από τη ρίζα του κατασκευάζουν φάρμακα για τη βρογχίτιδα,
Σελίδα - 80 -
τη φυματίωση, το ερυσίπελας κ.ά. 2) Ίνουλα η βαρύοσμη, φυτό που συναντάται σ` όλη σχεδόν την Ελλάδα,
σε άγονους και βραχώδεις τόπους. Είναι γνωστό ως "κόνυζος" ή "ψυλλήθρα". Χρησιμοποιείται από τους
αγρότες για τη βαριά μυρωδιά του, με την οποία διώχνουν τα έντομα. Πολυετές φυτό, με βαθιά ρίζα, που
όταν ξεραίνεται μυρίζει σαν βιολέτα κι έχει έντονη, πικρή γεύση. Έχει γερά τριχωτά κοτσάνια,
διακλαδισμένα στην κορυφή, και μακριά, μυτερά πράσινα φύλλα με χοντρά δόντια, γκρίζα και χνουδωτά
στο κάτω μέρος.
Ιστορικά στοιχεία
Η ίνουλα ήταν από τα πλέον σημαντικά βότανα για τους Αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Το
θεωρούσαν καθολικό γιατρικό για παθήσεις πολύ διαφορετικές όπως υδρωπικία, πεπτικές και
εμμηνορροϊκές διαταραχές και ισχιαλγία. Η ίνουλα η ελένια ταυτίζεται πιθανώς με το πάνακες χειρώνειον,
ένα από τα πιο γνωστά βότανα του Χείρωνα. Την εποχή του Ιπποκράτη τη χρησιμοποιούσαν ως τονωτικό,
διεγερτικό, εμμηναγωγό και για τα αναπνευστικά νοσήματα. Η παράδοση λέει ότι το φυτό αυτό φύτρωσε
από τα δάκρυα της ωραίας Ελένης .
Οι Αγγλοσάξωνες το χρησιμοποιούσαν για δερματικές νόσους, νευραλγίες, ηπατικά προβλήματα και τον
βήχα. Σήμερα το χρησιμοποιούμε αποκλειστικά για παθήσεις του αναπνευστικού.
Η λατινική του ονομασία είναι Inula viscosa και στη χώρα μας το συναντούμε και με τις ονομασίες Κόνυζα,
Ακόνιζα, Ψιλόχορτο, Ψιλίστρα ή Ώμονο.
Περιγραφή
Πολυετές φυτό με βλαστό όρθιο, κολλώδη (ιξώδη), με βαριά μυρωδιά, ύψους 40-100 εκ. φύλλα λογχοειδή,
ακέραια, οδοντωτά, ημιπερίβλαστα και κολλώδη. Άνθη κίτρινα σε ακραία κεφάλια και πολλές ταξιανθίες.
Φυτρώνει σε άκρες δρόμων και χαντάκια, που συγκρατούν υγρασία.
Η ακονιζιά αν την πιάσεις «κολλάει» στα χέρια και δεν μυρίζει ευχάριστα. Τα άνθη είναι κίτρινα σε ακραία
κεφάλια και πολλές ταξιανθίες και ανθίζει από Αύγουστο έως μέσα Οκτωβρίου. Είναι ερμαφρόδιτα και
γονιμοποιούνται με τη βοήθεια εντόμων. Η βλάστηση του φυτού ξεκινά στα τέλη Μαρτίου. Οι καρποί του
μέχρι τον Οκτώβριο έχουν ωριμάσει και τον Νοέμβριο διασκορπίζονται με τον άνεμο. Φυτρώνει εύκολα
από τους διασκορπισμένους σπόρους και για αυτό θεωρείται ζιζάνιο.
Συστατικά
Φαινολικές ενώσεις: φλαβονοειδή και παράγωγα αυτών, φαινόλες (ορκινόλη κλπ), φαινολικά οξέα
(καφεϊκό, κινικό κλπ) Φλαβόνες: λουτεολίνη, νεπετίνη, απιγενίνη κλπ Φλαβονόλες (κερσετίνη) και
Γλυκοζίτες Φλαβονολών, Φλαβανόνες (σακουρανετίνη). Η Dittrichia viscosa είναι ιδιαίτερα πλούσια σε
τερπενικές ενώσεις: μονοτερπένια, σεσκιτερπένια, σεσκιτερπενικές λακτόνες, τριτερπένια (φριεντελίνη
κλπ).
Θεραπευτικές Ιδιότητες
Ενώ έχει ελκυστικό λουλούδι, κολλάει στα χέρια και μυρίζει σαν καμφορά. Επίσης χρησιμοποιείται στην
βιολογική καταπολέμηση του βαρρόα, είτε μέσα στο καπνιστήρι είτε επάνω στους κηρηθροφορείς.
Παλαιότερα το βάζανε στις φωλιές από τις κλώσσες για να μην πιάνουν ψείρες.
Έχει αποδεδειγμένα αντιοξειδωτική δράση (Schinella G.R 2002). Σε πειραματικό στάδιο επιβεβαιώθηκε η
αντιφλεγμονώδη δράση του φυτού (Albano S.M. 2011) και (Abrham G. 2010).
Αντιμικροβιακή δράση: Σε μελέτη (Blanc M.-C. 2006) το αιθέριο έλαιο της ακονιζιάς εμφάνισε υψηλότερη
δραστικότητα έναντι του Staphylococcus epidermis, Streptococcus foecalis και Proteus vulgaris. Μελέτη
των Πανεπιστημίων του Μπάρι, της Καρχηδόνας και της Τυνησίας σε εκχύλισμα φύλλων Dittrichia viscosa
έδειξε ένα εξαιρετικό ανασταλτικό αποτέλεσμα ενάντια στα βακτηρίδια και Candida spp., καθώς και
αντιμυκητιακές δραστικότητες εναντίον Malassezia spp. , M. canisκαι A. Fumigatus. Δοκιμάστηκε για τη
δράση της κατά του περονόσπορου σε πειραματικό στάδιο αλλά και σε πραγματικές συνθήκες σε
καλλιέργειες και τα αποτελέσματα που ελήφθησαν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά για δημιουργία
μυκητοκτόνων προϊόντων με βάση τα εκχυλίσματα της Dittrichia viscosa (Cohen Y. 2006). Υδατικό
εκχύλισμα του Dittrichia viscosa έδειξε ανασταλτική δράση κατά του HIV-1 που προκαλείται από
μολύνσεις σε κύτταρα ΜΤ-2 (Εργαστήριο Φαρμακολογίας Πανεπιστήμιο Μαδρίτης). Εκχύλισμα της
Σελίδα - 81 -
Dittrichia viscosa απέδειξε την ανθελμινθική δράση της σε μολύνσεις από το νηματώδες Heterorhabditis
bacteriophora (GlazerΙ. 2015). Ικανοποιητική δράση κατά του έλκους καταγράφει μελέτη που έγινε στην
Ιορδανία (Alkofahi Α. 1999). Σε πειράματα με ποντίκια αποδείχθηκε η επουλωτική της δράση (Khalil Ε.A.
2007) και μάλιστα υπερτερούσε έναντι άλλων γνωστών φυτικών εκχυλισμάτων με επουλωτική δράση. Η
εκτρωτική δράση (Nisreen et al., 2001) αποδείχτηκε σε πειράματα με ποντίκια. Από τα φύλλα του φυτού
Dittrichia viscosa απομόνωσαν τις σεσκιτερπενικές λακτόνες και τις μελέτησαν για αντικαρκινική δράση
κατά του ανθρώπινου μελανώματος. Οι λακτόνες ανέστειλαν τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών
κυττάρων με ένα δοσοεξαρτώμενο τρόπο (Rozenblat et al.,2008). Για την αντιμετώπιση του σακχαρώδη
διαβήτη τύπου 2 με εκχύλισμα ακονιζιάς έχουν γίνει πολλές μελέτες που έδειξαν σημαντική μείωση της
γλυκόζης στο αίμα. Το Τμήμα Χημείας του Πανεπιστήμιου Κρήτης σε συνεργασία με τα Πανεπιστήμιο
της Λειψίας και της Δρέσδης απομόνωσαν το Costic acid από το φυτό Dittrichia viscosa και κατέληξαν ότι
θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ασφαλής, χαμηλού κόστους και αποτελεσματικό μέσο για τον έλεγχο
της βαρόα σε αποικίες μελισσών. Στην Ελλάδα σήμερα θεωρείται μεγάλης σημασίας μελισσοκομικό φυτό
για την γύρη που δίνει στα μελίσσια τους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και μερικές χρονιές και Νοέμβριο.
Εκχύλισμα ακονιζιάς εξολοθρεύει τις αφίδες και δρα ως ξενιστής για άλλα έντομα που τρέφονται με τις
αφίδες.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Από το βότανο συλλέγουμε την ρίζα του από τον Σεπτέμβριο έως και τον Οκτώβριο, και την ξεραίνουμε
στον ήλιο σε μικρά κομμάτια
Παρασκευή και δοσολογία
Χρησιμοποιείται και για το αρωμάτισμα πικρών, χωνευτικών λικέρ και βερμούτ. Από τη ρίζα
παρασκευάζονται φάρμακα κατά του άσθματος, της βρογχίτιδας και άλλων αναπνευστικών λοιμώξεων.
Στις μέλισσες προσφέρει άφθονη πορτοκαλί γύρη και συμβάλλει στο ξεχειμώνιασμα του μελισσιού.
Στις περιπτώσεις που έχουμε βροχόπτωση θα δώσει και νέκταρ, το οποίο έχει υποκίτρινο χρώμα.
Την περίοδο που ανθίζει βοηθά σημαντικά τα μελίσσια να δυναμώσουν και να πάνε γερά σε ανθοφορίες,
ρεικιού και κουμαριάς. Τον χειμώνα το πάνω μέρος του φυτού (μίσχοι) ξηραίνονται.
Προφυλάξεις
H Ακονιζιά είναι πιθανό να προκαλέσει συμπτώματα οξείας δερματίτιδας σε περιοχές του σώματος με τις
οποίες έρχεται σε επαφή. Αλλεργιογόνα της Dittrichia viscosa περιέχονται στα φύλλα και στο αδενώδες
τρίχωμα.
Σελίδα - 82 -
Isatis tinctoria, κν λουλακία, ισάτις η βαφική
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Τραχειóφυτα (Tracheophytes)
Ομοταξία: Αγγειóσπερμα (Angiosperms), Ευδικοτυλήδονα (Eudicots)
Υφομοταξία: Ροδίδες (Rosids)
Τάξη: Κραμβώδη (Brassicales)
Οικογένεια: Κραμβοειδή (Brassicaceae)
Γένος: Isatis
Είδος: I. tinctoria
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου
·
Ἴσατις ἤ Ἰσάτις (Isatis, τ. Σταυρανθῶν) γ. περιλ. περί τὰ 30 εἴδη ἰθαγ. τῶν παραμ. χωρῶν· φ. ποώδη,
ἐτήσια καὶ διετῆ. Εἴδη τῆς ἑλλ. χλωρ. τρία ἐν οἷς καὶ Ἴ. ἡ χαλέπιος (I. aleppica ἤ lusitanica), πιθανῶς ἡ τοῦ
Δισοκρ. ἀγρία Ἴσατις, καὶ Ἴ. ἡ βαφικὴ (I. tinctoria, γαλλ. Guede, Vouede ἤ Pastel, αγγλ. Dayer’s Woad),
ἡ ἤμερος Ἴσατις τοῦ Δισοκρ. ἧς ἐχρῶντο οἱ βαφεῖς καθ’ ἄ οὗτος λέγει. Τὸ βαφικὸν τοῦτο φ. ἐκαλλιεργεῖτο
ἀλλοτε ἐκτενῶς πολλαχοῦ τῆς Εὐρώπης καὶ ἰδίως ἐν Γαλλίᾳ πρὸς παραγωγὴν ἰνδικοῦ (βλ. Ἰνδικοφόρος).
Σήμερον συνηθέστερον καλλιεργεῖται ὡς κτηνοτροφικόν.
Ονομασία
Η λουλακιά είναι φυτό το οποίο βγάζει ουσία με βαθύ γαλάζιο χρώμα, που τη χρησιμοποιούσαν παλαιότερα
στο πλύσιμο των ρούχων για να δίνει στα λευκά υφάσματα λάμψη. ισάτις
Ιστορικά στοιχεία
Το λουλάκι είναι αρχαία χρωστική και προέρχεται από τις Ινδίες (από εκεί και η ονομασία indigo) που
συναντάται τόσο στην αρχαία Αίγυπτο όσο και στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη. Προέρχεται από τα
φυτά του γένους Ινδικοφόρα (Indigofera tinctorum) και αρχικά χρησιμοποιούνταν ως βαφή για υφάσματα.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η καλύτερη ποικιλία λουλακιού ήταν γνωστή ως λουλάκι της Βαγδάτης
(Thompson 1998).
Περιγραφή
Διετές ποώδες φυτό με ανερχόμενους βλαστούς έως 1 μέτρο. Τα φύλα της βάσης είναι ακέραια, επιμήκη
λογχοειδή που ξεραίνονται κατά την άνθηση ενώ του βλαστού είναι άμισχα. Ανθίζει Απρίλιο Μάιο
σχηματίζοντας μεγάλες κορυμβοειδής ταξιανθίες. Ο καρπός είναι κεράτιο με ένα σπέρμα ανά χώρο με
μεγάλο πτερύγιο.
Συστατικά
Το χρωμοφόρο συστατικό (ινδικοτίνη, C16H10 N2O2) βρίσκεται στα φύλλα των φυτών αυτών και είναι
παράγωγο της ινδόλης.
Σελίδα - 83 -
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Οι ρίζες που συλλέγονται κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και αποξηραίνονται για φαρμακευτική χρήση.
Από τα φύλλα του φυτού, μετά από ζύμωση έβγαινε γαλάζια χρωστική ύλη που κάλυπτε για χρόνια τις
ανάγκες σε μπλε (λουλάκι). Καλλιεργείται σήμερα για την παραγωγή χρωστικής, υπολογίζεται ότι από
έναν τόνο φύλλων παράγονται 2 κιλά χρωστικής.
Παρασκευή και δοσολογία
Τα φυτά εμβαπτίζονται σε νερό όπου παραμένουν και υπόκεινται σε διαδικασίες ζύμωσης και κατόπιν
πιέζονται σε κύβους ή κονιοποιούνται ανάλογα με τη μελλοντική χρήση τους. Το πρόβλημα της χρωστικής
αυτής, είναι ότι όταν εκτίθεται στον ήλιο ξεβάφει.
Σελίδα - 84 -
Lactuca sativa μαρούλι
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Αστερώδη (Asterales)
Οικογένεια: Σύνθετα (Asteraceae)
Γένος: Λακτούκη (Lactuca)
Είδος: Λ. η ήμερος (L. sativa)
Όνομα
Διατροφική αξία Ίχνη μετάλλων (Trace metals) Λιπίδια (Lipids)
100 g (3.5 oz)
Φυτικές ίνες 1,3 gr Ασβέστιο 36,00 mg Λιπαρά οξέα
(Calcium) (Fatty acids)
Θερμίδες 15,0 Kcal Σίδηρος 0,86 mg Άλλα συστατικά (Other constituents)
(Calories) (Iron)
Υδατάνθρακες 2,9 gr Μαγγάνιο 0,25 mg Νερό 94,98
(Carbohydrates) (Mn) (Water)
Λιπαρά 0,2 gr Νάτριο 28 mg Μονάδες μέτρησης
(Fat) (Sodium) μg = micrograms, mg = milligrams
IU = International units
Πρωτεΐνες 1,36 gr Βιταμίνη Α 7405 IU Βιταμίνη Β1 (Θειαμίνη) 0,070 mg
(Proteins) Βιταμίνη C 9,2 – 18,0 mg Βιταμίνη Β2 (Ριβοφλαβίνη) 0,080 mg
Διαιτητικές Βιταμίνη K 126,0 mcg Βιταμίνη Β6 (Πυριδοξίνη) 0,090 mg
Ίνες
(Dietary Fibers)
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου
Θρίδαξ (Lactuca, γαλλ. Laitue, ἀγγλ. Lettuce, τουρ. Μαροῦλ, τ. Συν¬θέτων)· γ. περιλ.περὶ τὰ 60 εἴδη
ἰθαγ.βορ.εὐκρ.χωρῶν καὶ τῆς νοτ. Ἀφρικῆς· φ. ποώδη, ἐτήσια, διετῆ καὶ πολυετῆ· πολλὰ ζιζάνια, τινὰ
λαχανικὰ ἤ φαρμακευ¬τικά· πάντων ὁ ὀπὸς γαλακτώδης. Εἴδη τῆς ἑλλ. χλωρ. 10 ἐν οἶς καὶ Θ. ἡ
φαρμακώδης (L. virosa, γαλλ. L. vireuse, ἀγγλ. Sleepwort ἤ Hemlock Let¬tuce), οὗ τὰ φύλλα
φαρμακευτικὰ (φρμ. Θριδακίνης τῆς φαρμακώδους πόα, Herba Lactucae virosae, τουρ. Γιαπανί –
Μαροῦλ), καὶ Θ. ἡ ἧμερος (L. sativa), τὸ ἔκπαλαι καλλιεργούμενον ὡς λαχανικὸν ὑπὸ τὸ ὄνομα Θρίδαξ.
κν. δὲ ὀνομαζόμενον Μαρούλιον (κατὰ Σουΐδαν Μαϊούλιον καὶ κατὰ Βυζάντιον Μαϊούνιον ὡς δῆθεν
ἀπαντῶν εἰς τὰς ἀγορὰς κατὰ τοὺς μῆνας Μάϊον καὶ Ἰούνιον). Εἰς τὸ εἶδος τοῦτο ἀναφέρεται ἡ ἥμερος
Σελίδα - 85 -
Θρίδαξ τοῦ Διοσκρ. καὶ ἡ Θριδακίνη τοῦ Θεοφρ., ὅστις περιγράφει αὐτὴν ὡς λαχανικὸν «ἐπίσπορον» (δ.δ.
σπειρόμενον πολλάκις τοῦ ἔτους) καὶ τῆς ὁποίας ἀναφέρει τέσσαρας διαφοράς. Θριδακίνη ὠνομάζετο τὸ
εἶδος τοῦτο ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων (Ἀθην. Β, 63 f), Βρένθις δὲ ὑπὸ τῶν Κυπρίων (Ἀθην. Β, 69, b.), οἱ ὁποῖοι
σήμερον καλλιεργοῦσιν ἰδίως διαφορὰν μελανόφυλλον, ἥτις πιθανῶς εἶνε ἡ παρ’ Ἀθην. ἀναφερομένη
μέλαινα Θρίδαξ (Β, 69, f).
Σήμερον ἡ καλλιέργεια τῆς ἡμέρου Θ. εἶνε κοινότατη πανταχοῦ, εἰς ὑπερτετρακοσίας δὲ ἀριθμοῦνται αἱ
διαφοραί, αἱ παραλλαγαὶ καὶ τὰ νόθα αὑτῆς. Μία τῶν διαφορῶν τούτων εἶνε καὶ ἡ οὐλόφυλλος (γαλλ.
Laitue frisee) ἡ ὑπὸ τῶν ἡμετέρων κηπουρῶν ὀνομαζομένη Σαλάτα. Ἀξιόλογος διαφορὰ (ἀπαντῶσα ὑπὸ
πλεὶστας παραλαγὰς ὡς καὶ ἡ προηγουμένη) δυναμένη νὰ σπαρῇ εἰς οἱανδήποτε ἐποχὴν τοῦ ἔτους
(ἐπίσπορος) εἶνε ἡ ὑπὸ τῶν Γάλλων ὀνομαζομένη Laitue prom¬mee (ἀγγλ Cabbage Lettuce), ἥτις δυνατὸν
νὰ ὀνομασθῇ Κεφαλωτή, διότι τὰ φύλλα της κυρτούμενα πρὸς τὸ κέντρον καὶ ἀλληλοκαλυπτόμενα
ἀποτελοῦσι κε¬φαλὴν ὡς τὴν τῆς κοινῆς Κράμβης.
Ὁ ὀπὸς τῆς ἡμέρου Θ. ὡς καί τινων ἄλλων εἰδῶν (L. virosa, L. capitata) εἶνε φαρμακευτικὸς (φpμ.
Θριδάκιov, Lactucarium), λαμβάvεται δὲ (ὡς τὸ πάλαι, Θεοφρ. φ. Ἱ. 9, 8, 2) ἐξ ἐντομῶν προξενουμένων
ἐπί τοῦ καυλοῦ τοῦ φ. Φαρ¬μακευτικὸν ὡσαύτως εἶνε τὸ θριδάκινον ὕδωρ (γαλλ. eau distilliee de laitue),
ὅπερ ἐπιτυγχάνεται δι’ ἀποστάξεως τοῦ χόρτου τῆς ἡμέρου Θ. Δι’ ἐκθλίψεως τοῦ καυλοῦ τοῦ φ. τούτου
ἐπιτυγχάνεται ἡ θριδακία (γαλλ. tridace), ἥτις χρη¬σιμεύει εἰς τὴν κατασκευὴν τοῦ περιωνύμου σάπωνος
tridace τῶν μυρεψῶν Violet et Cie. Τέλος τὰ σπέρματα τοῦ φ. ἐκθλιβόμενα ἀποδίδουσιν ἔλαιον βρώσιμον
καὶ φωτιστικὸν χρησιμοποιούμενον ἰδίως ἐν Αἰγύπτῳ.
Ονομασία
Το καλλιεργούμενο μαρούλι (Lactuca sativa L.) θεωρείται ότι κατά πάσα πιθανότητα προήλθε είτε από το
άγριο μαρούλι (Lactuca serriola L. ή L.scariola L.), το οποίο συναντάται ως ζιζάνιο στην Κρήτη και σε
πολλές περιοχές της Ευρώπης, είτε από διασταυρώσεις με τα άγρια είδη L. saligna L. και L. virosa L.
Υπάρχουν πάνω από 100 είδη στο γένος Lactuca. Το μαρούλι τύπου Cos πιστεύεται ότι έχει διαδοθεί από
την Ελλάδα (το όνομα του προέρχεται από την νήσο Κω της Δωδεκανήσου). Επίσης χώροι προέλευσης
του μαρουλιού θεωρούνται οι περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, Μικράς Ασίας, Καυκάσου, Περσίας
και Τουρκιστάν. Στην Ελλάδα, αυτοφύονται 9 είδη του γένους Lactuca. Απεικονίσεις του μαρουλιού τύπου
Cos έχουν βρεθεί σε επιτύμβιες πλάκες στην Αίγυπτο από το 4500 π.Χ. και είναι γνωστό ότι το μαρούλι
χρησιμοποιείται πάρα πολύ στη διατροφή του ανθρώπου πάνω από 2000 χρόνια.
Ιστορικά στοιχεία
Πρόγονος του καλλιεργούμενου μαρουλιού είναι το αγριομάρουλο (Lactuca serriola). Το μαρούλι φαίνεται
ότι κατάγεται από την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της Μικρά Ασίας ή την περιοχή του
Καυκάσου. Το μαρούλι έχει μια μακρά και διακεκριμένη ιστορία. Το μαρούλι ήταν γνωστό στην αρχαία
Αίγυπτο, την αρχαία Ελλάδα, αλλά και στην Περσία του 6ου π.Χ. Με απεικονίσεις εμφανίζεται σε αρχαίους
αιγυπτιακούς τάφους και η καλλιέργεια του πιστεύεται ότι χρονολογείται τουλάχιστον 4500 π.Χ.. Οι
αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι εκτιμούσαν ιδιαίτερα το μαρούλι τόσο ως τρόφιμο όσο και για τις
θεραπευτικές του ιδιότητες.
Στην Κίνα, όπου το μαρούλι έχει καλλιεργείται από τον 5ο αιώνα, αντιπροσωπεύει την καλή τύχη και
σερβίρεται σε γενέθλια, τη μέρα της πρωτοχρονιάς και σε άλλες ειδικές περιστάσεις. Ο Χριστόφορος
Κολόμβος εισήγαγε ποικιλίες μαρουλιού στη Βόρεια Αμερική κατά τη διάρκεια του δεύτερου ταξιδιού
του, το 1493 μ.Χ.. Το μαρούλι φυτεύτηκε για πρώτη φορά στην Καλιφόρνια, την «πρωτεύουσα του
μαρουλιού» των Ηνωμένων Πολιτειών, από τους Ισπανούς ιεραπόστολους τον 17ο αιώνα. Ωστόσο, στις
Ηνωμένες Πολιτείες έγινε δημοφιλές αιώνες αργότερα αφού αναπτύχθηκαν οι μέθοδοι κατάψυξης και οι
μεταφορές με το σιδηρόδρομο.
Καλλιεργείται από τους Ρωμαϊκούς χρόνους και η προέλευση του είναι η Ασία. Αναφέρεται από τον
[1]
Ηρόδοτο, τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη με το όνομα θριδακίνη και θρίδαξ.
Περιγραφή
Το καλλιεργούµενο µαρούλι είναι φυτό ποώδες και µονοετές µε ρίζα πασσαλώδη, η οποία κατά τη
µεταφύτευση καταστρέφεται για να αναπτυχθεί αργότερα ένα επιπόλαιο θυσσανώδες ριζικό σύστηµα. Τα
Σελίδα - 86 -
φύλλα σχηµατίζονται από ένα βραχύ στέλεχος και είναι πλατιά, µε επιφάνεια λεία ή κυµατοειδή, χρώµατος
πράσινου ή πρασινοκίτρινου και σε µερικές ποικιλίες µε απόχρωση κόκκινη, ενώ το µέγεθος και το σχήµα
ποικίλει ανάλογα την ποικιλία. Τα φύλλα είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο κατά τρόπο που να σχηµατίζουν
κατά την ανάπτυξη του φυτού σφαιροειδή ή προµήκη. Κατά την εποχή της αναπαραγωγής το στέλεχος του
φυτού επιµηκύνεται φτάνοντας συνήθως το ύψος των 0,8 - 1,2 m και σχηµατίζει διακλαδώσεις, οι οποίες
καταλήγουν σε ταξιανθίες µε 15 - 25 ερµαφρόδιτα άνθη η καθεµιά. Τα άνθη είναι µικρά, κίτρινου
χρώµατος µε στεφάνη από 5 ενωµένα πέταλα και 5 στήµονες που σχηµατίζουν σωλήνα γύρω από το στύλο.
Ο τελευταίος είναι εφοδιασµένο µε λεπτές τρίχες και φέρει δίλοβο στίγµα, το οποίο είναι επιδεκτικό
επικονίασης µόνο για µερικές ώρες το πρωί. Η αυτογονιµοποίηση είναι ο κυριότερος τρόπος
γονιµοποίησης των ανθέων ενώ σπάνια συµβαίνει να σταυρογονιµοποιηθούν µερικά άνθη. Ο σπόρος είναι
µικρός, επιµήκης, ενώ το χρώµα διαφοροποιείται ανάλογα την ποικιλία και εφοδιασµένος µε πάππο
(φούντα) από λεπτές και λευκές τρίχες.
Η ρίζα του είναι πασσαλώδης με μήκος έως μισό μέτρο. Τα φύλλα του βγαίνουν από το βλαστό που είναι
κοντός, χρώματος ανοικτοπράσινου ή βαθυπράσινου. Τα μαρούλια είναι λεία, στρογγυλά ή κατσαρά.
Συστατικά
Το μαρούλι γενικά παρέχει μικρές ποσότητες φυτικών ινών, μερικούς υδατάνθρακες, λίγες πρωτεΐνες και
ίχνη λίπους. Τα σημαντικότερα θρεπτικά συστατικά του είναι η βιταμίνη Α και το κάλιο. Η βιταμίνη Α
προέρχεται από β-καροτένιο, του οποίο αν και έχει κίτρινο-πορτοκαλί χρώμα δεν ξεχωρίζει λόγο του
πράσινου χρώματος της χλωροφύλλης. Το β-καροτένιο, μετατρέπεται σε βιταμίνη Α στο ανθρώπινο σώμα.
Όσο πιο σκούρο πράσινο, τόσο περισσότερο β-καροτένιο έχει.
Θεραπευτικές Ιδιότητες
Άγχος, Αντιαφροδισιακό, Αϋπνία, Καρκίνος (πρόληψη). Εξαιτίας της πολύ χαμηλής θερμιδικής αξίας του
μαρουλιού και της υψηλής περιεκτικότητάς του σε νερό, δεν αποδίδεται συχνά η αξία που του αναλογεί
στο καθημερινό διαιτολόγιο, παρά τη σημαντική του θρεπτική αξία του μαρουλιού.
Είναι εξαιρετική πηγή βιταμίνης Α (περιέχει προβιταμίνη Α ή β-καροτένιο), βιταμίνης Κ, φυλλικού οξέος,
βιταμίνης C, καλίου, μαγγανίου και χρωμίου. Το μαρούλι είναι, επίσης, καλή πηγή φυτικών ινών.
Η πλούσια περιεκτικότητά του σε βιταμίνη C, ενώ η ταυτόχρονη παρουσία του β-καροτενίου το καθιστά
ζωτικής σημασίας λαχανικό στον μεταβολισμό της χοληστερόλης (οξείδωση της χοληστερόλης). Όταν η
χοληστερόλη οξειδώνεται, αρχίζει να επικάθεται στα τοιχώματα των αρτηριών δημιουργώντας την
αθηρωματική πλάκα, η οποία μπορεί να προκαλέσει έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Σύμφωνα με έρευνα του επιστημονικού περιοδικού «Clinical Nutrition», η επίδραση του μαρουλιού σε
πειραματόζωα κατέληξε σε σημαντική μείωση του πηλίκου LDL/HDL και των επιπέδων της ηπατικής
χοληστερόλης κατά 44%, ενώ η απορρόφηση της διατροφικής χοληστερόλης μειώθηκε κατά 37%.
Παράλληλα, παρατηρήθηκε αύξηση των επιπέδων της βιταμίνης C, της Ε και των καροτενοειδών στο
πλάσμα του αίματος.
Η παρουσία φυλλικού οξέος δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για τη διαχείριση των υψηλών επιπέδων της
ομοκυστεΐνης, ελαττώνοντας τον κίνδυνο εμφράγματος ή εγκεφαλικού επεισοδίου, ενώ το περιεχόμενο σε
αυτό κάλιο ρυθμίζει την υπέρταση. Η παρουσία των φυτικών ινών βελτιώνει την κατάσταση του παχέος
εντέρου, μειώνει τον κίνδυνο καρκινωμάτων ή τη δημιουργία εκκολπωμάτων, ενώ ο γλυκαιμικός έλεγχος
στα διαβητικά άτομα γίνεται ευκολότερος παρουσία αυτών. Επιπλέον, η παρουσία του καλίου το οποίο
έχει αποδειχθεί ότι μειώνει την αρτηριακή πίεση, που είναι άλλος ένας παράγοντας κινδύνου για
καρδιοπάθειες. Τέλος, σημαντικός είναι ο ρόλος του χρωμίου στο μαρούλι, καθώς παίζει ρόλο κλειδί
μεταξύ του μορίου της ινσουλίνης και του κυτταρικού υποδοχέα για τη σωστή μεταφορά της γλυκόζης στο
εσωτερικό των κυττάρων.
Η Β καροτίνη, που περιέχει βοηθά στην πρόληψη πολλών μορφών καρκίνου και καρδιοπάθειας. Ο
γαλακτώδης χυμός του έχει δράση χαλαρωτική και ναρκωτική. Επίσης το μαρούλι ελαττώνει την πίεση,
ευεργετεί το συκώτι είναι διουρητικό, αποχρεμπτικό και χωνευτικό.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Μήνας συλλογής: Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος, Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος
Σελίδα - 87 -
Μήνες άνθισης: Απρίλιος, Μάιος
Η άνθηση του μαρουλιού γίνεται σταδιακά και οι καρποί του βγαίνουν 10-15 μέρες μετά την άνθηση. Τα
μαρούλια πολλαπλασιάζονται με σπόρο. Η σπορά γίνεται σε φυτώρια και σε 15 περίπου μέρες τα φυτάρια
είναι έτοιμα για μεταφύτευση. Ευδοκιμεί σε δροσερές θερμοκρασίες και δεν αντέχει στη ζέστη. Στην
Ελλάδα καλλιεργείται από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη, και το καλοκαίρι σε ψυχρότερα κλίματα. Για
την επιτυχία στην καλλιέργεια πρέπει να υπάρχει αρκετή εδαφική υγρασία, καλός φωτισμός και δροσερές
νύχτες.
Παρασκευή και δοσολογία
Το μαρούλι τρώγεται ωμό, σκέτο ή σε σαλάτες, αλλά και μαγειρεμένο με κρέας (φρικασέ). Τα μαρούλια
χρησιμοποιούνται ευρέως σε ποικιλία πιάτων στις δυτικές χώρες. Τα φύλλα χρησιμοποιούνται, επίσης σε
παρασκευή χυμών.
Πριν από τη χρήση του ως τροφή του ανθρώπου χρησιμοποήθηκε για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες ως
παυσίπονο. Ο χυμός του ήμερου μαρουλιού L. sativa είναι φαρμακευτικός, λαμβάνεται από τομές που
γίνονται στον ανθοφόρο βλαστό του φυτού. Φαρμακευτικό είναι επίσης και το ‘‘θριδάκινον ύδωρ,’’ το
οποίο λαμβάνεται μετά από απόσταξη των φύλλων του μαρουλιού.
Προφυλάξεις
Γενικά τα μαρούλια δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι δημιουργούν παρενέργειες, εκτός από το άγριο
μαρούλι. Χρειάζεται όμως καλό πλύσιμο γιατί μπορεί να μεταφέρει μικρόβια από το χωράφι την
συσκευασία ή από τα μέσα μεταφοράς . Και βέβαια το μαρούλι, όπως και όλα τα υπόλοιπα λαχανικά, θα
πρέπει να καταναλώνονται σε φυσιολογικές ποσότητες και μόνο ως μέρος μιας ισορροπημένης διατροφής.
Οι φυτικές ίνες μπορούν να επιβραδύνουν την διαδικασία της πέψης, ειδικά το ρυθμό πέψης των
υδατανθράκων, σύμφωνα με την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης. Το μαρούλι
μπορεί να προκαλέσει αλλεργικές αντιδράσεις, σε ορισμένα άτομα. Το άγριο μαρούλι δεν συνιστάται για
τις έγκυες γυναίκες και μπορεί να προκαλέσει υπνηλία . Η επαφή άγριου μαρουλιού απευθείας στο δέρμα
μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό.
Σελίδα - 88 -
Laurus nobilis κν δάφνη
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Υφομοταξία: Μαγνολιίδες (Magnoliidae)
Τάξη: Δαφνώδη (Laurales)
Οικογένεια: Δαφνοειδή (Lauraceae)
Γένος: Δάφνη (Laurus)
Είδος: Δάφνη η ευγενής (L. nobilis)
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου
Δάφνη (Laurus) πρότυπον γ. τῆς ὀμωνύμου τ. τῶν Δαφνωδῶν περιλ. δὺο μὸνον εἴδη, δένδρα ἀειθαλῆ ἤτοι
Δ. τὴν κανάριον (L. canariensis), ἰθαγ. τῶν Καναρίων νήσων, καὶ Δ. τὴν εὐγενῆ ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος (L.
nobilis, γαλλ. Laurier franc, Laurier sauce ἤ Laurier a jambon, αγγλ. Laurel ἤ Sweet Bay-tree, τουρ. Δεφνί),
κοινὸν ἀνὰ τὰς παραμ. χώρας καὶ πολλαχοῦ τῆς Ἑλλάδος. Ὅ τε Θεόφρ. Καὶ ὁ Διοσκρ. διακρίνουσι τὴν
πλατύφυλλον ἀπὸ τῆς στενοφύλλου Δάφνης, (L. nobilis angustifolia) τὰς διαφορἀς δὲ ταύτας
παραδέχονται καὶ οἱ σημερινοὶ βοτανικοί. Πρὸς τούτοις ἀπαντᾶ καὶ τρίτη διαφορά, ἡ ποικιλόφυλλος (L.
nobilis variegata).
Κατὰ τὰ μυθευόμενα ἡ θυγάτηρ τῆς Γῆς καὶ τοῦ Πηνειοῦ φεύγουσα τὸν Ἀπόλλωνα, παρεκάλεσε τὴν
μητέρα της νὰ τὴν σώςῃ·τότε ἡ Γῆ σχισθεῖσα τὴν κατέπιε, ἀντ’ αὐτῆς δὲ ἀνέδωκε τὸ δένδρον, τὴν Δάφνην,
ἐξ οὗ ὁ Ἀπόλλων, πρὸς παραμυθίαν του, ἔκοψε κλάδον καὶ ἐστεύθη. Ἔκτοτε ἀφιερώθη τὸ δένδρον εἰς τὸν
υἱὸν τοῦ Διὸς καὶ τῆς Λητοῦς καὶ ἐπεκράτησε νὰ στέφωνται μὲ φύλλα Δ. Οἱ ἱερεῖς αὑτοῦ καὶ οἱ κομισταὶ
τῶν εὐνοϊκῶν χρησμῶν τοῦ ἐν Δελφοῖς μαντείου του. Εἰς τιμὴν τοῦ θεοῦ τούτου ἐτέλουν οἱ Θηβαῖοι κατὰ
ἐννεατίαν τὰ Δαφνιφόρια, εἰς ἀνάμνησιν δὲ τοῦ φόνου τοῦ καταστρεπτικοῦ Πύθωνος ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος
ἱδρυσεν οὗτος τὰ Πύθια (μὶαν τῶν τεσσάρων μεγάλων ἑορτῶν τῶν Ἑλλήνων), τὰ ὁποῖα ἐτελοῦντο κατὰ
πενταετίαν καὶ καθ’ ἅ οἱ νικηταὶ (οἱ πυθιονίκαι) ἐλάμβανον στέφανον Δάφνης. Ἀπὸ παναρχαιοτάτης ἐποχῆς
ἐπεκράτησεν ὡσαύτως ἡ συνήθεια παρὰ τοῖς Ἕλλησι καὶ τοῖς Ῥωμαίοις νὰ θεωρῆται ἡ Δ. ὡς σύμβολον
τῆς νίκης, τῆς σοφίας καὶ τῆς ποιήσεως καὶ νὰ στεφανώνωνται μὲ θαλλοὺς τοῦ δένδρου τούτου οἱ
φιλόσοφοι, οἱ ποιηταὶ καὶ οἱ ὑπὸ τούτων ἐξυμνούμενοι νικηταί. Πρὸ τῶν πυλῶν τῶν αὐτοκρατορικῶν
ἀνακτόρων ἐφύτευον οἱ Ῥωμαῖοι στοὶχους Δ., διὸ ὁ Πλίνιος ἐπωνόμασε τὸ δένδρον «θυρωρὸν καὶ φύλακα
τῶν αὐτοκρατόρων». Ἡ χρῆσις θαλλῶν Δ. ὡς σύμβολον τῆς ἰσχύος καὶ τῆς σοφίας διετηρήθη διὰ μέσου
τῶν αἰώνων μέχρι τῶν νεωτέρων χρόνων. Μέχρι πρό τινων ἔτι ἐτῶν μὲ θαλλὸν Δ. ἐστέφοντο οἱ
ἐπιτυγχάνοντες βαθμόν τινα ἀκαδημαϊκόν, ὅθεν καὶ τὰ παρὰ Γάλλοις Baccalaureat (ἀπολυτήριον
γυμναςὶου) καὶ Bachelier (προλύτης, ἀγγλ. Bachelor). Ἀλλὰ καὶ ἐν τῆ θρησκείᾳ ἡ συμβολικὴ χρῆσις τῶν
φύλλων Δ. διετηρήθη: Εἰς τοὺς ἡμετέρους ναοὺς κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Βαΐων άντί βαΐδων, ἤτοι φύλλων
Φοίνικος (β. λ.), διανέμονται θαλλοὶ Δ., ἐξ ἧς συνηθεὶας προέκυψε καὶ ἡ δ.ὸ. τοῦ δένδρου τούτου Βαγιά.
Ὁ Ἀθην. ἀναφέρει ὅτι τὰ φύλλα τῆς Δ. ὀνομάζοντο καμματίδες, διότι ἐχρησίμευον πρὸς περιτύλιξιν τῶν
καμμάτων - «ἄλφιτα γάρ ἐστιν ἐλαίῳ δεδευμένα ἅ κάπτειν αὐτοὺς μετὰ τὸ δεῖπνον ἐν φύλλοις δάφνης,
παρὸ καὶ καμματίδας μὲν προσαγορεύεσθαι τὰ φύλλα, αὐτά δὲ τὰ ψαιστὰ κάμματα» (Δ,140) - Σήμερον
Σελίδα - 89 -
φύλλων Δ. γίνεται πολλαχοῦ χρῆσις πρὸς συσκευὴν ξηρῶν ὀπωρῶν, καὶ ἰδίως σύκων καὶ σταφίδων
(προφυλασσομένων οὕτω ἀπὸ τῆς προσβολῆς τῶν ἐντόμων καὶ τῶν ἀκάρεων - βλ. σελ. 101), πρὸς
παρασκευὴν ἐμβαμάτων, χοιρομηρίων (ὅθεν καὶ αἱ γαλλικαὶ ὀνομαςὶαι τοῦ δένδρου Laurier sauce καί
Laurier a jambon) καὶ ἐδεσμάτων τινῶν (ἰχθύος μαρινάτου, χελιού ψητοῦ κ.λ.), εἰς τὰ ὁποῖα μεταδίδουσι
τὰ φύλλα ταῦτα τὸ ἰδιάζον ἄρωμά των. Τὸν αὐτὸν σκοπὸν ἔχει ἡ χῆσις τοῦ ἀφεψήμητος φύλλων Δ. εἰς τὴν
κατασκευὴν ἄρτων τινων ἰδίως παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις. Πολλαὶ εἶνε αἱ ὑπὸ τοῦ Διοσκρ. ἀναφερόμεναι
θεραπευτικαὶ δυνάμεις τῶν φύλλων τῆς Δ., τινὰς δ’αὐτῶν καὶ σήμερον παραδέχεται ὁ λαός. Ἡ κατὰ τὸ
θέρος πλύσις τῶν κτηνῶν καὶ ἰδίως τῶν ἵππων καὶ τῶν ἡμιόνων μὲ ἀραιὰν διάλυσιν ἀφεψήματος φύλλων
Δ. ἀπαλλάσσει αὐτὰ τῶν κατὰ τὴν ἐποχὴν ταύτην ἐνοχλητικωτάτων μυώπων (ἀλογομυγῶν). Τὰ φύλλα τῆς
Δ. ἀποσταζόμενα παρέχουσι τοξικὸν αἰθέριον ἔλαιον χρήσιμον εἰς τὴν φαρμακοποιίαν, τὴν σαπωνοποιίαν
καὶ τὴν θεραπεὶαν τῶν φ. Ὁμοία χρῆσις γίνεται καὶ τοῦ αἰθερίου ἐλαίου τοῦ ἐπιτυγχανομένου διὰ τῆς
ἀποστάξεως τῶν καρπών ἤ ῥαγῶν τῆς Δ., τῶν παρ’ ἀρχαίοις ὀνομαζομένων δαφνίδων (κν. δαφνοκόκκων
ἤ δαφνοεληῶν). Γενικωτέρας ἐντούτοις χρήσεως εἰς τὴν φαρμακοποιίαν, τὴν κτηνιατρικὴν, τὴν μυρεψίαν
καὶ τὴν σαπωνοποιίαν εἶνε τὸ παχὺ ἔλαιον τῶν δαφνίδων, ὅπερ λαμβάνεται δι’ ἐκθλίψεως καὶ
συνηθέστερον διὰ ζέσεως τῶν ὡρίμων καρπῶν. Εἶνε δὲ τοῦτο τὸ κατ’ ἐξοχὴν δαφνέλαιον (oleum Lauri,
γαλλ. Huile des baies de Laurier) καὶ παρασκευάζεται πολλαχοῦ, ἐν ποςῷ δὲ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἡ Δ. πολλαπλασιάζεται εὐχερῶς διὰ σπορᾶς καὶ εὐδοκιμεῖ ἰδιαζόντως εἰς γόνιμον, βαθὺ καὶ νοτερὸν
ἔδαφος. Τὸ λίαν κοσμητικὸν τοῦτο δένδρον δέχεται ἀκόπως τὴν κουρὰν, διὸ καὶ εἰς πολλὰς πόλεις τῆς
Εὐρώπης οὶ ἐξῶσται καὶ αἱ εἴσοδοι τῶν οἰκιῶν καὶ τῶν καταστημάτων στολίζονται μὲ γάστρας φερούσας
τοιαῦτα δένδρα τῶν ὁποίων ἡ κομη, κειρομένη τακτικῶς, ἀποκτᾶ σὺν τῷ χρόνῳ τὸ κατὰ βούλησιν σχῆμα,
ὡ λ. χ. σφαίρας, κώνου, πυραμὶδος, ῥόμβου κ.λ. Διὰ τὸ τῶν νεωτέρων βοτανικῶν γ. Daphne βλ.
Δαφνοειδές.
Ονομασία
Η δάφνη (επιστ.: δάφνη η ευγενής, laurus nobilis) είναι αρωματικό φυτό της οικογένειας των δαφνοειδών.
Ανήκει στο γένος Δάφνη. Στην Ελλάδα απαντάται και αυτοφυής. Επίσης, στον ελληνικό χώρο
καλλιεργείται και η δάφνη του Απόλλωνα, γνωστή με τα λαϊκά ονόματα βαγιά, δάφνη, δαφνολιά και
φυλλάδα. Δεν είναι γνωστή η ετήσια παγκόσμια κατανάλωση φύλλων δάφνης. Μόνο από την Ελλάδα
εξάγονται περί τους 200 τόνους ετησίως.
Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι Laurus nobilis L. (Λάουρος ο ευγενής ή Δάφνη του Απόλλωνος).
Το γένος περιλαμβάνει μόνο δύο είδη. Την L. nobilis και την L. canariesnsis (ιθαγενές των Καναρίων
νήσων). Ανήκει στην οικογένεια των Δαφνοειδών. Είναι δέντρο αυτοφυές σε Ασία, Μεσογειακές χώρες
και Νότια Ευρώπη. Το βρίσκουμε σε κοιλάδες σε τοποθεσίες δροσερές και σκιερές. Στην χώρα μας τη
συναντούμε και με τα ονόματα βάγια, βάϊα, λαύρα ή λαύρος (από το λατινικό laurus).
Ιστορικά στοιχεία
Στην Ελλάδα η δάφνη ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και γίνεται μνεία γι' αυτήν στον Όμηρο.
Ήταν ιερό δέντρο, αφιερωμένο στο θεό Απόλλωνα. Πρώτα οι Έλληνες και έπειτα οι Ρωμαίοι συνήθιζαν
να στεφανώνουν με κλαδιά δάφνης τους νικητές των αγώνων. Έτσι, ακόμα και σήμερα η δάφνη ταυτίζεται
με τη δόξα, τη νίκη και την υπεροχή. Στην αρχαιότητα ήταν επίσης γνωστές οι θεραπευτικές της ιδιότητες.
Αναφέρεται ότι η Πυθία του Μαντείου των Δελφών πριν δώσει τον χρησμό της μασούσε φύλλα δάφνης.
Συμβόλιζε για τους προγόνους μας ακόμη την ευημερία και προστάτευε τα σπίτια από την κακοτυχία και
τους κεραυνούς, όπως πίστευαν.
Στη δάφνη αποδίδονται φαρμακευτικές ιδιότητες από τα προϊστορικά χρόνια. Ο Ιπποκράτης τη χορηγούσε
ως αναλγητικό μετά τον τοκετό και σε διάφορα γυναικολογικά προβλήματα. Με δαφνέλαιο θεράπευε τη
στειρότητα.
Ο Διοσκουρίδης συνιστούσε το αφέψημα της σε παθήσεις της κύστης και της μήτρας, τους λιωμένους
καρπούς της στο άσθμά και στη φυματίωση και το χυμό τους σε περιπτώσεις βαρηκοΐας και κόπωσης.
Αναφέρει επίσης ότι τα φύλλα της δάφνης είναι θερμαντικά και καταπραϋντικά και πως τα ξεραμένα φύλλα
έχουν πιο δυνατό άρωμα από τα φρέσκα. Τα συνιστούσε εναντίον των ρευματισμών, της αρθρίτιδας, της
δυσπεψίας και της αεροφαγίας.
Σελίδα - 90 -
Ο Θεόφραστος είχε περιγράψει την πλατύφυλλο και την στενόφυλλο (Laurus nobilis angustifolia).
Αναφέρει ακόμη ότι από το ξύλο της έφτιαχναν μπαστούνια και τρυπάνια γιατί δεν φθειρόταν.
Οι Ρωμαίοι μπροστά στις πύλες των αυτοκρατορικών ανακτόρων φύτευαν δάφνες σε δενδροστοιχίες και
για αυτό ο Πλίνιος την είχε ονομάσει θυρωρό και φύλακα των αυτοκρατόρων.
Η λέξη Bachelor (πτυχίο πρώτης βαθμίδας) που έχουν οι Άγγλοι προέρχεται από τις λέξεις Bacca-laureus
που σημαίνει καρπός δάφνης γιατί και αυτοί είχαν το φυτό ως σύμβολο σοφίας.
Οι Βεδουίνοι της ερήμου γνώριζαν το φυτό και έβαζαν στον καφέ τους ένα φύλλο δάφνης για να τον
αρωματίσουν.
Στην Κρήτη έχουμε κύρια την πλατύφυλλο δάφνη. Στο χωριό Τζιτζιφέ του Αποκόρωνα παλαιότερα
παρήγαγαν ποσότητες δαφνέλαιου το οποίο διοχέτευαν στο εμπόριο. Παραδοσιακά στην Κρήτη
χρησιμοποιούσαν το δαφνέλαιο για εντριβές στο τριχωτό της κεφαλής. Επίσης αναμειγμένο με
μεταβγαλμένη ρακή (από διπλή απόσταξη) το χρησιμοποιούσαν για εντριβές και το αφέψημα των φύλλων
το έπιναν κατά των αμοιβάδων. Τον χυλό των φύλλων τον χρησιμοποιούσαν για το ζύμωμα των
εορταστικών ψωμιών (τα φτάζυμα που τα έκαναν όχι από προζύμι αλλά από ρεβίθια κοπανισμένα).
Στη λαϊκή ιατρική χρησιμοποιούσαν τα φύλλα ως ρίχνανε σαν μυρωδικό φύλλα δάφνης στο νερό του
μπάνιου ή λουζόντουσαν με το βραστάρι γιατί τα μαλλιά βάφονται μαύρα μετά το λούσιμο. Επίσης
χρησιμοποιούσαν το λάδι των ραγών της δάφνης σε εξωτερική κτηνιατρική χρήση για να καταπολεμηθούν
οι ψείρες και τα ακάρεα. Το καλοκαίρι έπλεναν τα άλογα και τα μουλάρια με το βραστάρι της δάφνης σε
αραιή διάλυση γιατί τα απάλλασσε από τις αλογόμυγες.
Περιγραφή
Είναι θάμνος ή μικρό δέντρο. Τα φύλλα του είναι εναλλασσόμενα, ακέραια, λογχοειδή, βαθυπράσινα με
μικρό μίσχο και με ελαφρά κυματοειδή μορφή. Η οσμή τους είναι αρωματική και η γεύση τους είναι λίγο
πικρή. Τα άνθη βγαίνουν τον Μάρτιο με Απρίλιο. Ο καρπός είναι δρύπη με σαρκώδες περικάρπιο και
μεγάλο σπέρμα. Το χρώμα του είναι κυανόμαυρο ή μαύρο όταν ωριμάσει, έχει σχήμα ωοειδές και μέγεθος
μικρής ελιάς. Από τους καρπούς παράγεται το δαφνέλαιο, που έχει μορφή αλοιφής και στη συνηθισμένη
θερμοκρασία είναι πράσινο.
Συστατικά
Η δάφνη περιέχει έως και 3% πτητικό έλαιο, που περιλαμβάνει κινεόλη, οξικό άλας, λιναλοόλη, τανίνη,
ρητίνη και γλίσχρασμα, σεσκιτερπενικές λακτόνες και αλκαλοειδή ισοκινολίνης. Ο πολτός των καρπών
της περιέχει σημαντικό ποσοστό λιπιδίων. Περιέχει επίσης, δαφνίνη, δαφνόνη, κερί, άμυλο, βασορίνη,
λευκωματίνη και σάκχαρο. Τα φύλλα και οι καρποί είναι αρωματικά με γεύση υπόπικρη. Αν τα μασήσουμε
θα αισθανθούμε ζέστη και άφθονο σάλιο.
Θεραπευτικές Ιδιότητες
Όλα τα μέρη του φυτού της δάφνης έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες, διουρητικές, σπασμολυτικές,
εφιδρωτικές, αντικαταρροϊκές, πεπτικές, χολαγωγικές. Η εσωτερική χρήση βοηθά σε προβλήματα κολικού,
δυσπεψίας, ανορεξίας, κατάρρους, βήχα και κρυολογήματα.
Η εξωτερικά χρήση βοηθά σε μώλωπες, θωρακικές λοιμώξεις, βήχα, κρυολογήματα, πιτυρίδα, στοματικά
έλκη, δύσκαμπτους μύες και διάστρεμμα. Το δαφνέλαιο χρησιμοποιείται σε εντριβές ως κατευναστικό των
χρόνιων ρευματισμών και των παραλύσεων. Είναι εξαιρετικό τονωτικό των μαλλιών, ενεργοποιεί το δέρμα
της κεφαλής, βοηθά στη απομάκρυνση και πρόληψη της πιτυρίδας, και δίνει τόνο και δύναμη στην τρίχα.
Έχει χωνευτικές ιδιότητες, διεγείρει τη στομαχική ατονία, διεγείρει την όρεξη και καταπολεμά τις
ζυμώσεις. Έχει αντισηπτική δράση. Συνιστάται ως αποχρεμπτικό και είναι πολύτιμη κατά των
κρυολογημάτων, της βρογχίτιδας και του ρινικού κατάρρου. Έχει ιδιότητες αντισηπτικές, σπασμολυτικές,
αρωματικές, πεπτικές, χολαγωγές και εφιδρωτικές. Χρησιμοποιείται κατά των στοματικών ελκών. Η σκόνη
των φύλλων της δάφνης έχει αντιπυρετικές ιδιότητες. Εξωτερικά, χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση
των ρευματικών πόνων. Η αποξηραμένη σκόνη των φύλλων της χρησιμοποιείται στις ρινορραγίες. Η
εισπνοή ως αιθέριο έλαιο σε αρωματιστή, σε μικρές ποσότητες, βοηθά στην αφύπνιση και τόνωση του
οργανισμού.
Σελίδα - 91 -
Στη λαϊκή θεραπευτική θεωρείται ως αντιρρευματικό, εναντίον της παραμορφωτικής αρθρίτιδας, εμποδίζει
την τριχόπτωση, χρησιμοποιείται για τα διαστρέμματα και τις θλάσεις των μυών. Η σκόνη των φύλλων
όταν πουδράρεται πάνω σε έλκη επιταχύνει την επούλωση τους.
Στην Κρήτη, οι γυναίκες συνήθιζαν να τοποθετούν στον ήλιο, ένα βάζο με αγουρόλαδο και καρπούς
δάφνης, το οποίο χρησιμοποιούσαν αργότερα, για επαλείψεις του τριχωτού της κεφαλής, για την
ενδυνάμωση των μαλλιών τους.
Πολλοί αγρότες το καλοκαίρι, πλένουν τα ζώα τους με δαφνόνερο, για να σκοτώνουν τα παράσιτα. Τα
φύλλα της δάφνης χρησιμοποιούνται ως αρωματικό σε σάλτσες, γιαχνί, ψάρια, μαρινάδες, όσπρια κλπ.
Ένα αραιό αφέψημα από φύλλα δάφνης χρησιμοποιείται ως παρασιτοκτόνο οργανισμών που παρασιτούν
σε άλογα. Το αιθέριο έλαιο της δάφνης βοηθά στη συγκέντρωση και την καλύτερη απόδοση των μαθητών.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Τα άνθη βγαίνουν τον Μάρτιο έως Μάιο, είναι μικρά, κίτρινα και υπάρχουν αρσενικά και θηλυκά. Τα
αρσενικά και θηλυκά άνθη αναπτύσσονται σε διαφορετικά δέντρα. Ο καρπός είναι δρύπη με σαρκώδες
περικάρπιο και μεγάλο σπέρμα. Το χρώμα του είναι κυανόμαυρο ή μαύρο όταν ωριμάσει, έχει σχήμα
ωοειδές και μέγεθος μικρής ελιάς.
Συλλέγονται οι καρποί και τα φύλλα (χωρίς τους μίσχους). Τα φύλλα του φυτού χρησιμοποιούνται ως
άρτυμα στη μαγειρική (νοστιμίζει φαγητά όπως τα όσπρια) και στη συσκευασία ξηρών καρπών, όπως σύκα
ή σταφίδες. Το αιθέριο έλαιο που έχουν τα φύλλα και οι καρποί (δαφνέλαιο) χρησιμοποιείται για την
παρασκευή εντομοκτόνων και παρασιτοκτόνων. Ένα αραιό αφέψημα από αυτά χρησιμοποιείται ως
παρασιτοκτόνο οργανισμών που παρασιτούν σε άλογα.
Παρασκευή και δοσολογία
Εξωτερικά κάνουμε πλύσεις με το αφέψημα για την πιτυρίδα. Τα θρυμματισμένα φύλλα είναι στυπτικά και
μπορούν να τοποθετηθούν σε εγκαύματα και μώλωπες.
Χρησιμοποιείστε 16-30 γρ. φύλλα δάφνης ανά λίτρο νερού. Βοηθάει στην πέψη.
Εξωτερικά: Το λάδι των φύλλων της δάφνης χρησιμοποιείται στους ρευματισμούς. Εμποτίστε 100 γρ.
αποξηραμένα φύλλα σε 100 γρ. αλκοόλης, σε ένα καλά κλεισμένο σκεύος, για 24 ώρες. Προσθέστε 1 λίτρο
παρθένο ελαιόλαδο και μαγειρέψτε το σε μπεν μαρί για 6 ώρες, χωρίς να φτάσει ποτέ σε σημείο
βρασμού. Σουρώστε το και διατηρείστε το σε δροσερό μέρος.
Αντι-ρευματική αλοιφή:Κοπανίστε καρπούς δάφνης και βράστε τους για 15 λεπτά. Σουρώστε και πιέστε
για να βγουν καλά, όλες οι ουσίες τους. Αφήστε το χυμό να κρυώσει. Το καστανό έλαιο που θα πάρετε έχει
έντονη οσμή και επιπλέει στην επιφάνεια. Συλλέξτε το με προσοχή και κρατείστε το σε μικρά μπουκαλάκια
ερμητικά κλειστά. Ανακατέψτε 2 μέρη ελαίου από τους καρπούς της δάφνης και 1 μέρος λίπους, για να
φτιάξετε την αλοιφή. Εξωτερικά κάνουμε πλύσεις με το αφέψημα για την πιτυρίδα, υπό μορφή
καταπλάσματος το χρησιμοποιούμε σε μώλωπες και το αιθέριο έλαιο αναμεμιγμένο σε ένα έλαιο βάση για
μασάζ σε περιπτώσεις θωρακικών λοιμώξεων, βήχα, δύσκαμπτων μυών και διαστρεμμάτων.
Προφυλάξεις
Οι καρποί της δάφνης ωστόσο δεν πρέπει να τρώγονται γιατί είναι ιδιαίτερα τοξικοί. Να αποφεύγουμε να
έρθουν τα χέρια μας σε επαφή με αδιάλυτα αιθέρια έλαια. Να πλένουμε τα χέρια μας μετά τη χρήση.
Το δαφνέλαιο θα πρέπει να αποφεύγεται κατά την εγκυμοσύνη, σε παιδιά, και με άτομα με υπερευαισθησία,
ή με κατεστραμμένο δέρμα. Η πολύωρη εισπνοή του αιθέριου ελαίου μπορεί να προκαλέσει αϋπνία και
υπερδιέγερση.
Σελίδα - 92 -
Lilium candidum, κν κρίνο, κρίνος, λείριον
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Μονοκοτυλήδονα (Liliopsida)
Τάξη: Λειριώδη (Liliales)
Οικογένεια: Λειριοειδή (Liliaceae)
Γένος: Λείριον (Lilium)
Είδος: L. Candidum
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου
Κρίνον ἤ Λείριον (Lilium,τ. Λειριωδῶν)· γ. περιλ. περὶ τὰ 45 εἴδη ἰθαγ. τῶν βορ. εὐκράτων χωρῶν· φ.
ποώδη πολυετῆ, βολβόρριζα, πάντα κοσμητικά - θεραπεύονται διὰ τὰ μεγάλα καὶ ἐνίοτε εὔοσμα ἄνθη των
– τινὰ φαρμακευτικὰ ἤ μυρεψικά. Εἴδη τῆς ἑλλ. χλωρ. α΄) Κ. τὸ ἀλβανικὸν (L. albanicum), ὅπερ ἀπαντᾶ
ἐν Ἠπείρῳ καὶ Μακεδονίᾳ, β΄) Κ. τὸ μαρτίγενον (L. Martagon, γαλλ. Martagon, ἀγγλ. Turk’s cup Lily),
γ΄) Κ. τὸ πάλλευκον (L. candidum, γαλλ. Lis blanc ἤ Lis Com., ἀγγλ. St. Josp’s Lily), δ΄) Κ. τὸ
χαλκηδόνιον (L.chal - cedonicum) καὶ ε΄) Κ. τὸ χελδραΐχειον (L. Heldreichii). Eἰς τὸ τελευταῖον πιθανῶς
ἀναφέρεται ἡ Ἡμεροκαλλὶς τοῦ Διοσκρ. τὸ δὲ τρίτον, Κ. τὸ πάλλευκον, εἶνε τὸ κατ’ ἐξοχὴν Κρίνον τῶν
ἀρχαίων, ὅπερ ὠνομάζετο καὶ Κρίνον βασιλικόν, Κρινάνθεμον ή Καλλείριον (Διοσκρ.), ὡς καὶ Λείριον,
Ἴον καὶ Ἀμβροσία (Ἀθήν.).Τὸ εἶδος τοῦτο εἶνε τὸ κν. ὀνομαζόμενον Κρίνος τῆς Παναγίας καὶ τὸ ὁποῖον
θεραπεύεται ἀπὸ παναρχαιοτάτης ἐποχῆς τόσον ἐν Ἑλλάδι ὅσον καὶ καθ’ ἅπασαν τὴν Ἀνατολήν. Κατὰ τὰ
μυθευόμενα τὸ φ. τοῦτο ἐβλάστησεν ἐκ σταγόνος γάλακτος τῆς Ἥρας, διὸ καὶ ἦτον ἀφιερωμένον αὐτῇ καὶ
ὠνομάζετο καὶ Ῥόδον τῆς Ἥρας. Οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ τὸ ἀφιέρωσαν εἰς τὴν Παρθένον Μαρίαν ὡς
ἔμβλημα ἁγνότητος. Τρία συνηνωμένα ἄνθη τοῦ Κ. τούτου φέρει ὁ θυρεὸς τῆς παλαιᾶς βασιλικῆς
οικογένειας τῆς Γαλλίας (διὸ καὶ λέγεται τὸ ἄνθος τοῦτο Fleur de Lis de France). Ἐκ τῶν ἀνθέων τοῦ φ.
τούτου λαμβάνεται δι’ ἀπορροφήσεως ἤ δι’ ἀποβρέξεως αἰθέριον ἔλαιον εὐοσμότατον γνωστὸν καὶ παρ’
ἀρχαίοις (κρννέλαιον). Τούτου καὶ ἄλλων Κ. οἱ βολβοὶ χρησιμοποιοῦνται πρὸς παρασκευὴν
καταπλάσματος μαλακτικοῦ. Τὸ «ἀπὸ δακρύου» Κρίνον τοῦ Θεοφρ. ἀναφέρεται πιθανῶς εἰς Κ. τὸ
βολβιδιοφόρον (L. bulbiferum), ἰθαγ. τῆς δυτ. Εὐρώπης. Κρίνοι κν. ὀνομάζονται καὶ διάφορα ἄλλα
βολβόρριζα, κονδυλόρριζα ἤ ῥιζωματικὰ Μονοκοτυλήδονα φυτὰ οἷα εἶνε εἴδη Ἴριδος, Παγκρατίου,
Πολυγονάτου κ.ἄ. Διὰ τὸ τῶν νεωτέρων βοτανικῶν γένος Crinum βλ. Ψευδόκρινον.
Ονομασία
Τo Κρίνo (επιστ. Λείριον, Lilium) είναι μία μεγάλη κατηγορία ιδιαίτερα όμορφων αγριολούλουδων με
παγκόσμια εξάπλωση. Στην Ελλάδα υπάρχουν πέντε είδη κρίνων, τα περισσότερα στη Βόρεια Ελλάδα.
Από τα γνωστότερα είδη κρίνου είναι το Λείριον το πάλλευκο (Lilium candidum) που είναι περισσότερο
γνωστό ως "κρινάκι της Παναγίας".
Ιστορικά στοιχεία
Ο κρίνος της Παναγίας αναφέρεται ως θρησκευτικό σύμβολο εδώ και 3000 χρόνια. Οι πρώτες αναφορές
μας ταξιδεύουν στην αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Μινωική Κρήτη. Τοιχογραφίες που βρέθηκαν
Σελίδα - 93 -
στην Κρήτη αλλά και στην Θήρα καθώς και διάφορα άλλα ευρήματα δείχνουν ότι ο λευκός κρίνος είχε
εξέχουσα θέση μεταξύ των θρησκευτικών συμβόλων.
Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το λευκό χρώμα υπήρξε ανέκαθεν το χρώμα που συμβόλιζε την αγνότητα,
για το λόγο αυτό και τα διάφορα λευκά λουλούδια είχαν ξεχωριστή σημασία σε όλες τις θρησκείες. Με την
επικράτηση του Χριστιανισμού οι αρχαίες θρησκευτικές αναφορές ενσωματώθηκαν στην Χριστιανική
παράδοση και πολλοί πολιτισμοί προσάρμοσαν όπως ήταν φυσικό τους θρύλους και τις παραδόσεις τους
στη νέα επικρατούσα θρησκεία.
Η σύνδεση του λευκού κρίνου με την Παναγία πιθανότατα να έγινε επειδή οι βοτανολόγοι τοποθετούν την
καταγωγή του φυτού στην περιοχή της Παλαιστίνης. Στην Βόρεια Παλαιστίνη βρέθηκαν αποικίες του
φυτού το οποίο είναι φανερό ότι ήταν άγριο και αυτοφυές γιατί βρέθηκε μακριά από κατοικημένες περιοχές
κοντά σε βουνά και σε ποτάμια.
Πιθανολογείται ότι το φυτό μεταφέρθηκε στην Ευρώπη από Φοίνικες εμπόρους και κατάφερε να
εγκλιματιστεί εύκολα στο νέο περιβάλλον.
Στην Ευρώπη οι πρώιμοι χριστιανοί αγιογράφοι και ζωγράφοι φιλοτέχνησαν εικόνες της Παναγίας με τον
κρίνο. Ο λευκός κρίνος ονομάστηκε Madonna lily και με αυτό το όνομα είναι γνωστός διεθνώς μέχρι και
σήμερα.
Όταν ο Πάπας Ουρβανός ο έκτος θέσπισε την γιορτή των Επισκέψεων στις 2 Ιουνίου σε ανάμνηση της
επίσκεψης της παρθένου Μαρίας στην εξαδέλφη της Ελισάβετ, όλες οι ζωγραφικές απεικονίσεις αυτής της
επίσκεψης είχαν και ένα βάζο με λευκούς κρίνους συνήθως με τρία λουλούδια. Τα καθάρια λευκά σέπαλα
είναι συμβολικά του άσπιλου σώματος της Παρθένου και οι έξη χρυσοί ανθήρες το σπινθήρισμα της ψυχής
της με Θείο φως.
Την γιορτή του Ευαγγελισμού οι προγενέστεροι ζωγράφοι αναπαρίσταναν τον αρχάγγελο Γαβριήλ να
κρατάει είτε ένα σκήπτρο είτε ένα κλαδί ελιάς. Αργότερα η εκκλησία συνέστησε στους καλλιτέχνες να
αναπαριστάνουν τον Γαβριήλ με ένα κλαδί κρίνου. Η εντολή αυτή συμπεριέλαβε και την γλυπτική στην
κατοπινή περίοδο της ιταλικής εκκλησιαστικής τέχνης. Συνήθως το κλαδί του κρίνου απαρτιζόταν από τρία
άνθη που συμβόλιζαν το τριαδικό της χριστιανικής θρησκείας. Ο κρίνος ήταν το σύμβολο της αθωότητας,
της αγνότητας και της παρθενίας, και συχνά όταν αναπαριστάνονταν επάνω σε βωμό δεν είχε στήμονες για
να μην μολύνουν την παρθενική αγνότητα του άνθους.
Περιγραφή
Το είδος περιλαμβάνει μονοετή, διετή και πολυετή φυτά με ύψος που αγγίζει και το 1 μέτρο.
Αναπτύσσονται σε μέσα ή μεγάλα υψόμετρα. Πολυετές, βολβώδες φυτό, με λογχοειδή, επίμηκη, πράσινα
φύλλα και μεγάλα, εύοσμα, λευκά, ερμαφρόδιτα άνθη με έξι πέταλα και μία ελαφριά κλίση προς το έδαφος.
Οι ανθήρες των ανθέων του φυτού έχουν έντονο κίτρινο χρώμα.
Οι βολβοί του παρθενοκρινου φυτεύονται στις αρχές φθινοπώρου σε αντίθεση με τα περισσότερα είδη
λίλιουμ που φυτεύονται στις αρχές της άνοιξης. Ο κρίνος της Παναγίας φυτεύεται σε αποστάσεις περίπου
30 εκατοστών μεταξύ των βολβών και σε βάθος περίπου 10 εκατοστών μέσα στο χώμα. Ευδοκιμεί σε
εδάφη ελαφρά γόνιμα εδάφη με καλή αποστράγγιση ενώ για τη φύτευση του σε γλάστρα, χρησιμοποιούμε
φυτόχωμα γενικής χρήσης. Γενικότερα, ο κρίνος της Παναγίας, προτιμά ηλιαζόμενες θέσεις,
προστατευμένες από ρεύματα αέρα, αν και σε νότιες ζεστές περιοχές είναι καλύτερο να τον φυτεύουμε σε
ημισκιερές θέσεις.
Συστατικά
Περιέχουν αιθέριο έλαιο, που είναι διαλυτό στο νερό, οινόπνευμα και λάδι και οι βολβοί του περιέχουν
πικρές ουσίες και βόριο.
Θεραπευτικές Ιδιότητες
Τα άνθη του έχουν αντισηπτικές κι επουλωτικές ιδιότητες και χρησιμοποιούνται σε εγκαύματα, πληγές και
δερματικά προβλήματα, όπως έκζεμα κ.ά.
Όλα τα μέρη του φυτού είναι μαλακτικά και ανοίγουν τα αποστήματα ακόμη και τα καρκινικά.
Σελίδα - 94 -