The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.
Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search

EGXEIRIDIO BOTANON

EGXEIRIDIO BOTANON

Ο Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος Αναζαρβεύς αναφέρει σχετικά με την αλισφακιά τα εξής: "Eλελίσφακον. Οι
δε λελίσφακον, οι δε σφάκον Ρωμαίοι σάλβια, οι δε κόρσαλον. Ούρα άγει πινόμενον και έμμηνα και
έμβρυα κατασπάν και τρυγόνος πληγαίας αρήγειν, μελαίνει δε και τρίχας και τραυματική και ίσχαιμος και
αυτοκαθαρτική των θηριωδών ελκών έστι. Παύει δε συν οίνω το αφέψημα των φύλλων και των κλάδων
αυτής προσκλυζόμενον κνησμούς τους περί τα αιδοία". (Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής ΙΙΙ, 33). Ο
αυτός συγγραφέας μνημονεύει τον "ελελισφακίτην οίνον" και τις χρήσεις αυτού: "Ελελισφακίτης (οίνος)
ομοίως. Ελελισφάκου ο εις γλεύκους αμφορέα, ο έστι κεράμιον, κάθες. Ποιεί δε προς νεφρών πόνους και
κύστεως και πλευρών, αίματος αναγωγάς, βηχί, ρήγμασι, σπέρμασι, θλάσμασιν, εμμήνοις εστεγνωμένοις".
(Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής, V, 61).
Χρησιμοποιείται από τα πολύ αρχαία χρόνια. Οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν ιερό φυτό και το είχαν
αφιερώσει στο θεό Δία. Οι γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα υποδέχονταν τους άνδρες από τον πόλεμο με ένα
ρόφημα από φασκόμηλο για να «διεγείρουν» τη γονιμότητα.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι έδιναν στις γυναίκες να πίνουν φασκόμηλο, για να αυξήσουν τη γονιμότητά τους.

Οι Άραβες αναρωτούνται: «Πώς μπορεί ο άνθρωπος να πεθάνει, όταν έχει στον κήπο του φασκόμηλο;»
και πίστευαν ότι μπορούσε να θεραπεύσει τα πάντα.

Οι σπουδαίες ιδιότητες του φασκόμηλου εκθειάζονται από το Θεόφραστο, τον Ιπποκράτη, Διοσκουρίδη,
Γαληνό, Αέτιο κ.α
Οι Λατίνοι ονόμαζαν τη φασκομηλιά, ιερό φυτό (herba sacra). Τη θεωρούσαν το ιερό φυτό της αθανασίας
και τη χρησιμοποιούσαν σε τελετές, ενώ εκείνοι της Σχολής του Σαλέρνο έλεγαν για το φασκόμηλο ότι δεν
υπάρχει άλλο, καλύτερο φάρμακο κατά του θανάτου.
Οι Κινέζοι, στους οποίους γνώρισαν τη φασκομηλιά οι Ολλανδοί, την εκτίμησαν τόσο πολύ ώστε άλλαζαν
2 κιβώτια τσαγιού δικού τους με 1 κιβώτιο φασκόμηλου.
Περιγραφή

Το φασκόμηλο, πολυετές, θαμνώδες, με πολυάριθμα κλαδιά, ύψους μέχρι μισό μέτρο, βρίσκεται σε όλες
τις περιοχές της Ελλάδας κυρίως σε ξηρούς και πετρώδεις τόπους. Τα φύλλα του είναι επιμήκη και παχιά,
χρώματος λευκοπράσινου. Τα άνθη του φύονται κατά σπονδύλους, είναι χρώματος μοβ και ανθίζουν από
το Μάιο ως τον Ιούνιο.

Συστατικά
Περιέχει ως κύρια ουσία 2% πράσινο αιθέριο έλαιο, ανάλογο με εκείνο της αψιθιάς, φασκομηλόλαδο,
άχρωμο ή ερυθροκίτρινο, σαπωνίνες, πικρές ουσίες, τερπένια, ρητίνες, πικρά διτερπένια, ταννίνες,
τριτερπένια, φλαβονοειδή και θουγιόνη (thujone, μια μονοτερπενική κετόνη). Το φασκόμηλο περιέχει
πτητικό έλαιο που περιλαμβάνει 30% θουγιόνη, 5% κινεόλη, λιναλόλη, βορνεόλη, καμφορά, σαλβένιο και
πινένιο, τανίνες, τριτερπενοειδή, φλαβονοειδή, οιστρογόνες ουσίες και ρητίνη.

Το φυτό αυτό που έχει ισχυρή και αρωματική μυρωδιά και θερμή, υπόπικρη γεύση, περιέχει εκτός των
παραπάνω και τανασετόνη και πικρές ουσίες όπως πικροσαλβίνη κλπ. Τέλος, 1 κιλό εκχυλίσματος
φασκόμηλου περιέχει 6000 διεθνείς μονάδες εστρόνης.

Θεραπευτικές Ιδιότητες
H αλισφακιά αντιδρά σε τσιμπήματα εντόμων και δημιουργούνται μικρά σφαιρικά ογκίδια, τα οποία
πολλοί θεωρούν καρπούς του φυτού και ονομάζονται φασκόμηλα. Όταν είναι μικρά και τρυφερά
τρώγονται. Όταν μεγαλώσουν, εντός αυτών αναπτύσσονται μικροί σκώληκες, χρώματος λευκού, που
αργότερα μεταμορφώνονται σε μικρά έντομα, διατρυπούν το φασκόμηλο και εξέρχονται στην ατμόσφαιρα.
Το αφέψημα της αλισφακιάς θεωρείται τονωτικό, αποχρεμπτικό, αντιδιαρροϊκό, ανθιδρωτικό, μαλακτικό.
Επίσης πιστεύεται ότι καταπολεμεί την πιτυρίδα (ποικιλόχρους πιτυρίασις) και άλλων δερματικών
νοσημάτων. Ακόμη χρησιμοποιείται μαζί με στίψη για γαργάρες στο λαιμόπονο.
Η αλισφακιά θεωρείται αιμοστατική και χρησιμοποιείται συνήθως κατά την εξαγωγή των οδόντων.
Παλαιότερα συνηθίζετο να καπνίζουμε πίππα φύλλα αλισφακιάς προς στερέωση κινουμένων οδόντων.

Σύμφωνα με νεώτερες έρευνες το αιθέριο έλαιο, το οποίο παράγεται από την αλισφακιά, περιέχει κυρίως
Σελίδα - 145 -

οργανικές ενώσεις: θυιόνη, κινεόλη και καμφορά και έχει αντιβακτηριοστατικές ιδιότητες (Π. Γεωργούδης,
φυτά σε ρόλο εντομοκτόνων, εν εφημερ. "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία" αρ. φ. 1299/22-12-2002, σ. 60).
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή

Το φυτό έχει έντονη αρωματική οσμή και καλλιεργείται για τις φαρμακευτικές ιδιότητες του, ως αφέψημα
και ως καρύκευμα. Τα φύλλα που είναι και το κατεξοχήν χρησιμοποιούμενο μέρος του φυτού συλλέγονται
λίγο πριν ή κατά την αρχή της ανθοφορίας με ξηρό και ηλιόλουστο καιρό, το Μάιο ή τον Ιούνιο και
ξηραίνονται στη σκιά.

Παρασκευή και δοσολογία
Τα φύλλα έχουν αντισηπτικές, αποχρεμπτικές και σπασμολυτικές ιδιότητες. Το φυτό έχει στομαχικές,
τονωτικές και καρδιοτονωτικές ιδιότητες ενώ χρησιμοποιείται και κατά των νευραλγιών. Η φασκομηλιά
χρησιμοποιείται στη θεραπευτική με τη μορφή αφεψήματος εσωτερικά ως ανθιδρωτικό (ιδιαίτερα κατά
του νυχτερινού ιδρώτα φυματικών και νευρασθενών).
Έγχυμα: Αφού κοχλάσει το νερό, ρίπτονται μέσα 2-3 κλαδιά ξερής αλισφακιάς για ελάχιστο χρόνο, ώστε
τα αιθέρια έλαια να απελευθερωθούν και να διαλυθούν στο νερό (περίπου για 10 λεπτά) και μετά,
σουρώνετε. Επειδή το αφέψημα είναι λίγο πικρό, χρησιμοποιείται ανά φλυτζάνι μια κουταλιά του γλυκού
μέλι ή ζάχαρη. Πίνετε τρεις φορές την ημέρα. Αν παραμείνει αρκετή ώρα μαζί με τα φύλλα που έβρασαν,
οι πικρές ουσίες μέσα στο αφέψημα αυξάνονται και η γεύση του γίνεται δυσάρεστη. Η πιο αξιοσημείωτη
θεραπευτική αρετή του φασκόμηλου είναι ότι παρεμποδίζει την εφίδρωση (η δράση αυτή αρχίζει 2 ώρες
μετά την πρόσληψη του ποτού και μπορεί να κρατήσει πολλές μέρες).

Βάμμα: 2-4 ml βάμματος τρεις φορές την ημέρα.
Πλύσεις του στόματος: Ρίξτε 2 κ.γ φύλλα σε ½ λίτρο νερό, βράστε το και κατόπιν, κατεβάστε το από τη
φωτιά και αφήστε το σκεπασμένο για 15 λεπτά. Κάντε βαθιές γαργάρες με το ζεστό ρόφημα επί 5-10 λεπτά,
αρκετές φορές την ημέρα.
Έμβρεγμα: Βάζουμε 80 γρ. φύλλα μέσα σε 1000 γρ. κρασί Σάμου και τα αφήνουμε να μουσκέψουν για 8
μέρες. Παίρνουμε καθημερινά 1-3 κ.σ μετά το φαγητό.
Στη μαγειρική χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό διαφόρων ζωμών, φαγητών και του ξιδιού ενώ
θεωρείται και μελισσοτροφικό φυτό παρέχοντας μέλι εκλεκτής ποιότητας. Η γεύση του είναι αρκετά
πιπεράτη και ταιριάζει πολύ με λιπαρά κρεατικά και τυριά. Επίσης ταιριάζει με ψάρια και θαλασσινά.
Το έλαιο ή τα αποξηραμένα φύλλα προστίθενται στο ζεστό νερό και γίνονται γαργάρα. Το συγκεκριμένο
βότανο έχει αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες και παρέχει ένα χαλαρωτικό αίσθημα στο λαιμό.

Άλλες χρήσεις: Βοηθά στα τσιμπήματα από κουνούπια και σφήκες, τρίβοντας με τα φρέσκα φύλλα του
φασκόμηλου, το ερεθισμένο σημείο. Είναι ευεργετικό για τα μαλλιά, αν το χρησιμοποιούμε στο ξέβγαλμα.
Βελτιώνει το χρώμα των σκούρων και γκρίζων μαλλιών. Τονώνει και δίνει λάμψη στα ξηρά και ευαίσθητα
μαλλιά. Το ποδόλουτρο με έγχυμα φασκόμηλου δροσίζει και ασκεί αποσμητική δράση. Είναι στυπτικό,
σαν μάσκα στο πρόσωπο. Ως καλλυντικό συνιστάται για λιπαρά δέρματα, ως μάσκα για βαθύ καθαρισμό
του προσώπου και ως ατμόλουτρο.

Η αντιοξειδωτική δράση του, το κάνει χρήσιμο στη βιομηχανία τροφίμων αφού είναι συντηρητικό και
αντικαθιστά τα συνθετικά συντηρητικά, στις βιομηχανίες παραγωγής και συσκευασίας προϊόντων τυριών,
λαχανικών, επεξεργασμένων τροφών και αναψυκτικών.

Το φασκόμηλο χρησιμοποιείται και στην αρωματοποιία.
Προφυλάξεις

Η χρήση του πρέπει να γίνεται με σύνεση γιατί υπάρχουν περιπτώσεις δηλητηρίασης από υπερβολική
χρήση που οφείλεται κυρίως στην ουσία θουγιόνη που υπάρχει στο φυτό. Αυτή η χημική ουσία μπορεί να
προκαλέσει επιληπτικές κρίσεις, βλάβες στο συκώτι και το νευρικό σύστημα. Σύμφωνα με τα επιτρεπτά
όρια θουγιόνης που ορίζει ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ) δεν πρέπει να καταναλώνονται
περισσότερα από 7-12 (ή με άλλη έρευνα 2-20) αφεψημάτα φασκόμηλου την ημέρα.


Σελίδα - 146 -

Λόγω της εμμηναγωγού δράσης του δεν ενδείκνυται σε εγκύους γιατί μπορεί να προκαλέσει αποβολή.
Επειδή διεγείρει τους μύες της μήτρας, γι’ αυτό θα πρέπει να αποφεύγεται κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης. Δεν πρέπει να καταναλώνεται από μικρά παιδιά λόγω της διεγερτικής του επίδρασης και για
τον ίδιο λόγο από γυναίκες που θηλάζουν. Μεγάλες ποσότητες φασκόμηλου προκαλούν τοξικά φαινόμενα.

Δεν πρέπει να λαμβάνεται συνεχόμενα πάνω από δύο βδομάδες εξαιτίας των πιθανών τοξικών επιδράσεων
του αιθερίου ελαίου της θουξόνης.

















































































Σελίδα - 147 -

Saponaria officinalis, κν σαπουνόχορτο, σαπουνόρριζα












Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Τραχειóφυτα (Tracheophytes)
Ομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Υφομοταξία: Ευδικότυλα (Eudicots)
Τάξη: Καρυοφυλλώδη (Caryophyllales)
Οικογένεια: Καρυόφυλλα (Caryophyllaceae)
Γένος: Saponaria
Είδος: S. officinalis
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου


Σαπωνόφυτον (Saponaria, γαλλ. Saponaire, Saponiere Herbe a savon, ἀγγλ. Fuller’s herbe ἤ Soapwort, τ.
Καρυοφυλλωδῶν)· γ. περιλ. περὶ τὰ 30 εἴδη ἰθαγ. τῆς Εὐρώπης, τῆς ἐκτὸς τῶν τροπικῶν Ἀσίας καὶ τῆς
βορείου Ἀφρικής· φ. ποώδη, ἐτήσια, διετῆ ἤ πολυετῆ· πολλὰ κοσμητικά, τινὰ καὶ ἄλλως χρήσιμα. Εἴδη τῆς
ἑλλ. χλωρ. 6, ἐν οἷς καὶ τὰ καὶ ἀλλαχοῦ ἀπαντῶντα α΄) Σ. Τὸ ἀγέλειον (S. Vaccaria ἤ Vaccaria perfoliata),
εἶδος ἐτήσιον, τὸ ἐν Θήρᾳ κν. ὀνομαζόμενον Ἄγριον Γλυκόχορτον, καὶ β΄) Σ. Τὸ φαρμακευτικὸν (S.
officinalis), τὸ κν. Σαπουνόχορτον, φ. πολυετές, κοσμητικόν, φαρμακευτικὸν (φρμ. Στρουθίου ῥίζα Radix
Saponariae) καὶ βιομηχανικόν. Τὰ ἄνθη του καὶ ἰδίως αἱ ῥίζαι του ἐνέχουσιν ἱκανὴν ποσότητα σαπωνίνης,
διὸ καὶ χρησιμοποιοῦνται (ἰδίως αἱ ῥίζαι) πρὸς πλύσιν τῶν μαλλίνων καὶ μεταξίνων ὑφασμάτων, εἰς τὰ
ὁποῖα μεταδίδουσιν ὡραίαν στίλβωσιν χωρὶς ν’ ἀλλοιώσωσι τὰ χρώματα αὑτῶν. Τὸ φ. τοῦτο (ἀραβ. Shersh-
Halawi) καλλιεργεῖται ἐν Συρίᾳ ἐκτενῶς διὰ τὰς ῥίζας του αἱ ὁποῖαι ἀποτελοῦσι τὴν σαπωνόρριζαν (τὸ
τουρκ. τσογὲν καὶ παρ’ ἡμῖν κν. τσουένι) ἤ χαλβαδόρριζαν του ἐμπορίου. Εἰς τὸ εἶδος τοῦτο ἀναφέρεται
τὸ Στρούθιον του Διοσκρ. περὶ οὗ οὗτος λέγει ὅτι «οἱ ἐριοπλύται χρῶνται πρὸς κάθαρσιν τῶν ἐρίων». Τὸ
Ὠκιμοειδὲς τοῦ Διοσκρ. ἀναφέρεται εἰς Σαπωνόφυτον τὸ Ὠκιμοειδὲς (S ocimoides), φ. ποῶδες πολυετές,
ἰθαγ. τῆς μέσης καὶ νοτ. Εὐρώπης.
Ονομασία


Το Σαπουνόχορτο το συναντούμε και με τις ονομασίες Σαπουνόριζα, Τσουένι και Χαλβαδόριζα, καθώς
χρησιμοποιείται στη διαδικασία παρασκευής του χαλβά. Έγινε όμως παγκοσμίως γνωστό λόγω της χρήσης
του ως απορρυπαντικού γιατί τα φύλλα του, όταν έρχονται σε επαφή με το νερό, δημιουργούν αφρό.
Ιστορικά στοιχεία

Είναι βότανο γνωστό από την αρχαιότητα. Σε αυτό αναφέρεται ο Διοσκουρίδης ο οποίος το ονομάζει
«Στρούθιον», για το οποίο έχει γράψει «οι εριοπλύται χρώνται προς κάθαρσιν ερίων». Στη Συρία το
χρησιμοποιούσαν από τον 8 αιώνα π.Χ. μέχρι τον 18 αιώνα. Μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται από τα
ο
ο
μουσεία για την συντήρηση των παλαιών επίπλων και έργων τέχνης.
Τόσο το λατινικό όσο και το κοινό όνομα του φυτού υποδεικνύουν την παραδοσιακή χρήση του φυτού στο
πλύσιμο. Ήταν χρήσιμο στο εμπόριο των υφασμάτων για το πλύσιμο των ρούχων.


Σελίδα - 148 -

Από παλιά χρησιμοποιείται εσωτερικά και εξωτερικά για την θεραπεία δερματικών παθήσεων, όπως
ψωρίαση, εκζέματα, δοθιήνες και ακμή. Από τον μεσαίωνα χρησιμοποιούσαν την σαπωνάρια με επιτυχία
εναντίον της σύφιλης όταν η θεραπεία με μερκουριοχρώμιο δεν απέδιδε.
Από αυτή παρασκευαζόταν το Τσουένι το οποίο χρησιμοποιούσαν λόγω της σαπωνίνης που περιείχε στη
βυρσοδεψία, για την παρασκευή χαλβά, για την παρασκευή γαλακτωμάτων και για πλύσιμο μεταξωτών
και μάλλινων.

Ως θεραπευτικό βότανο είναι γνωστό από την εποχή του Διοσκουρίδη και η χρήση του φαίνεται να
αφορούσε την αντιμετώπιση διαφόρων μορφών δερματοπάθειας. Γύρω στο 1700 η Σαπωνάρια
χρησιμοποιήθηκε για την αντιμετώπιση της σύφιλης.

Στην Κρήτη το βότανο το συναντούμε με τις ονομασίες Σαπουνόρριζα ή Τσοένι. Οι αγρότισσες
χρησιμοποιούσαν τη ρίζα για τον καθαρισμό των μαύρων γελεκιών και των μεϊτανιών (τμήματα της
ανδρικής φορεσιάς της Κρήτης) από τσόχα. Το τσοένι το πουλούσαν στα Αχτάρικα. Αυτά ήταν μικρά στενά
μαγαζάκια στο Ηράκλειο, τα οποία χτίστηκαν από του Τούρκους μετά την άλωση του Κάστρου του
Χάνδακος, στην αριστερή πλευρά του δρόμου που οδηγούσε στην Πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου,
ξεκινώντας από το Μειντάνι έναντι του μεγάρου όπου σήμερα στεγάζεται η Βικελαία Βιβλιοθήκη.

Περιγραφή

Πρόκειται για φυτό ενδημικό στη Νότια Ευρώπη, τη Νοτιοδυτική Ασία και ιδιαίτερα τη Συρία. Είναι φυτό
που σπάνια ξεπερνάει σε ύψος τα 60εκ. και λόγω της ανθεκτικότητας του μπορεί να καλλιεργηθεί ακόμη
και σε άγονα ή αμμώδη εδάφη.

Πολυετές ποώδες φυτό που φτάνει σε ύψος 60-90 εκ. Καλλιεργείται ως φυτό φαρμακευτικό, ανθοκομικό
και βιομηχανικό. Έχει φύλλα πράσινα, προμήκη και ελλειπτικά, που φέρουν τρία νεύρα, αντίθετα.
Στέλεχος δυνατό μέχρι 50 πόντους, υψηλό, απλό και διακλαδιζόμενο. Σε ύψος το φυτό φτάνει τους 75
πόντους. Ρίζωμα έρπον κόκκινο φαιό στο εξωτερικό, κίτρινο λεμονί στο εσωτερικό πάχους ενός δακτύλου.
Άνθη πολυάριθμα με ρόδινο χρωματισμό. Ο καρπός της είναι κάψα. Το συναντούμε σε αμμώδεις εκτάσεις
της κατώτερης ορεινής ζώνης.

Συστατικά

Το βότανο στα άνθη και τις ρίζες περιέχει σαπωνίνες, οι οποίες είναι ουσίες που μοιάζουν με ορμόνες.
Ιδιαίτερα το ρίζωμα περιέχει την σαπωνίνη σαπορουμπίνη, η οποία με υδρόλυση δίνει γυψογενίνη. Τα
φύλλα περιέχουν βιτεξίνη και σαποναρίνη (φλαβονοειδή) καθώς και βιταμίνη C.
Θεραπευτικές Ιδιότητες

Στις σαπωνίνες οφείλονται οι θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού. Αυτές μειώνουν την επιφανειακή ένταση
του νερού και παράγουν αφρό. Μέσα στο ανθρώπινο σώμα οι σαπωνίνες είναι ηπίως ερεθιστικές για το
πεπτικό και το αναπνευστικό σύστημα. Έτσι η Σαπωνάρια είναι αποχρεμπτική και υπακτική σε μικρές
δόσεις. Η χρήση της κατά της ποδάγρας και των ρευματισμών είναι πιθανόν αποτελεσματική εξ αιτίας των
αντιφλεγνονωδών ιδιοτήτων των Σαπωνίνων.

Το βότανο δρα θεραπευτικά ως αποχρεμπτικό, υπακτικό και ήπιο διουρητικό. Είναι βότανο κατάλληλο για
δερματικές παθήσεις. Θεραπευτικά χρησιμοποιείται αποτελεσματικά ως αποχρεμπτικό για τη βρογχίτιδα
και τον ξηρό βήχα. Επίσης έχει αναφερθεί ότι είναι αποτελεσματικό για τους χολόλιθους. Σε υψηλές δόσεις
είναι ισχυρό υπακτικό, αλλά μπορεί να προκαλέσει στομαχικές διαταραχές.

Εξωτερικά χρησιμοποιείται για πλύσεις του δέρματος σε προβλήματα όπως το έκζεμα. Επίσης εξωτερικά
χρησιμοποιείται κατά των λειχήνων.

Στη σύγχρονη βοτανοθεραπεία, η Σαπωνάρια χρησιμοποιείται τόσο εσωτερικά, όσο και εξωτερικά για την
αντιμετώπιση δερματικών παθήσεων. Σύμφωνα με τους βοτανοθεραπευτές, η Σαπωνάρια μπορεί να
συνεισφέρει στη καταπολέμηση παθήσεων όπως είναι η ψωρίαση, τα εκζέματα και η ακμή. Η δράση της
οφείλεται πιθανότατα στις σαπωνίνες που περιέχει και οι οποίες φέρεται να έχουν αντιφλεγμονώδεις
ιδιότητες. Σε πολλά συγγράματα αναφέρεται πως η Σαπωνάρια αυξάνει την έκκριση της χολής - θεωρείται
από πολλούς ένα από τα πιο αποτελεσματικά χολαγωγά (θεωρείται πως κάνει καλό στον ίκτερο). Επειδή
είναι εφιδρωτικό, υποστηρίζεται πως "ρίχνει" τον πυρετό. Θα βρείτε τη Σαπωνάρια σε πολλά εξειδικευμένα
Σελίδα - 149 -

σαμπουάν, καθώς θεωρείται πως μειώνει τη τριχόπτωση. Γενικά η Σαπωνάρια θεωρείται τονωτικό του
οργανισμού.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή

Ανθίζει από τον Ιούλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο.

Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται το ρίζωμα και οι ρίζες. Τα αέρια μέρη σε μικρότερο βαθμό.
Η ρίζα και το ρίζωμα είναι προτιμότερο να συλλέγονται τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο. Τα φύλλα
συλλέγονται τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Προτιμούμε να συλλέγουμε στον δεύτερο χρόνο του φυτού.

Παρασκευή και δοσολογία
Παρασκευάζεται ως αφέψημα. Ο καλύτερος τρόπος να φτιάξουμε το αφέψημα είναι να μουλιάσουμε
τέσσερις κουταλιές της σούπας ξηρή ρίζα (ή δύο κουταλιές ψιλοκομμένη φρέσκια ρίζα) σε ένα λίτρο κρύο
νερό για 5 ώρες. Κατόπιν βράζουμε το βότανο σε χαμηλή φωτιά για 10 λεπτά. Το ρόφημα αυτό το πίνουμε
τρεις με τέσσερις φορές την ημέρα. Το ίδιο αφέψημα σε κομπρέσες χρησιμοποιείται για έκζεμα, δοθιήνες
και δερματίτιδα. Για γαργάρες εναντίον της στηθάγχης το αφέψημα φτιάχνεται με 20 - 30 γραμμάρια
βοτάνου σε ένα λίτρο νερό.

Υπό μορφή βάμματος η ημερήσια δοσολογία είναι 1-2 ml βάμματος τρεις φορές την ημέρα.
Προφυλάξεις

Σε μεγάλες δόσεις η Σαπωνάρια είναι ισχυρό καθαρτικό και μάλιστα ελαφρά τοξική. Πρέπει να χορηγείται
κάτω από ιατρική επίβλεψη. Σε υπερβολικές δόσεις καταστρέφει τα ερυθρά αιμοσφαίρια και προκαλεί
παράλυση του κυκλοφοριακού συστήματος.






















































Σελίδα - 150 -

Satureja thymbra, κν θρούμπα, θρούμπη, θρούμπι












Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Λαμιώδη (Lamiales)
Οικογένεια: Χειλανθή (Lamiaceae)
Γένος: Satureja
Είδος: S. thymbra

Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου

Θύμβρα (Satureja, γαλλ. Sarriette, ἀγγλ. Savory, τ. Χειλανθῶν)· γ· περιλ. Περὶ τά 14 εἴδη ἰθαγ. τῶν παραμ.
χωρῶν, πλὴν ἑνὸς ἀπαντῶντος εἰς τήν Φλωρίδα· φ. φρυγανώδη καὶ ποώδη, ἐτήσια καὶ πολυετῆ· ἀρωματικά,
ἀρτυματικὰ καὰ μελιγόνα. Τῆς ἑλλ. χλωρ. ἀναφέρονται 5 πάντα πολυετῆ. Ἐξ αὐτῶν τὰ ἀξιολογώτερα εἶνε
α') Θ. ἡ σφηνόφυλλος (S. cuneifolia), ἡ ἐν Κεφαλ. ὀνο¬μαζομένη Μοσχοστουβιά. β') Θ. ἡ ὀρεινὴ (S.
montana. ἀγγλ. Winter-Savory), φρύγανον κοινὸν ἰδίως ἀνὰ τὴν λοιπὴν Εὐρώπην ἔνθα χρησιμοποιεῖται ὡς
ἀρτυματικόν καί γ') Θ. ἡ κοινὴ (S. Thymbra), ἡ κν. ὀνομαζομένη Θύμπρος, Θύμπρι ἤ Θρούμπι· φ.
κοινότατον εἰς ὀρεινοὺς τόπους ἔν τε τῇ Ἑλλάδι καὶ ἄλλαις παραμ. χώραις· εἰς τὸ εἶδος τοῦτο ἀναφέρεται
ἡ τοῦ Θεοφρ. καὶ τοῦ Δισοκρ. Θυμβρα, ἥτις τὸ πάλαι ἐχρησιμοποιεῖτο πρὸς παρασκευὴν τοῦ θυμβρίτου
οἴνου.
Ἐκ τῶν ἐξωτικών εἰδῶν ἄξιον λόγου εἶνε Θ. ἡ κηπαία (S. hortensis, γαλλ. Sarriette com. ἤ Herbe de St.-
Julien, ἀγγλ. Summer-Savory), εἶδος ἐτήσιον, ἰθαγ. τῆς νοτ. δυτ. Εὐρώπης, κοινὸν ἰδίως εἰς τὴν Γαλλίαν
καὶ τὴν Ἰταλίιαν, καλλιεργούμενον δὲ πολλαχοῦ ὡς ἀρτυματικόν. Εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ φ. τούτου
ἀποδίδεται ἡ ἐξαιρετικὴ ποιότης τοῦ μέλιτος περιφερειῶν τινων τοῦ Ἀργεντίου (Ardeche), νομοῦ τῆς
Γαλλίας, εἰς τὴν Θ. δὲ ταύτην ἀναφέρεται ἡ Satureia τοῦ Βιργιλλίου, ὅστις συμβουλεύει τὴν σπορὰν αὐτῆς
παρὰ τοὺς μελισ¬σῶνας πρὸς παραγωγὴν ἐκλεκτοῦ μέλιτος. Εἰς εἶδος Θ. πιθανῶς ἀναφέρεται ἡ δευτέρα
Τραγορίγανος τοῦ Δισοκρ., ἥτις κατὰ τὸν Κοραῆν εἶνε Θ. ἡ κοινή, τήν ὁποίαν καὶ σήμερον ἔτι ὀνομάζουσιν
ἐνιαχοῦ κν. Τραγορίγανη (Βελώνιος). Διὰ τὸ των νεωτέρων βοτανικῶν γένος Thymbra βλ, Ψευδόθυμβρα.
Ονομασία

Η θρούμπη διατηρεί το αρχαίο της όνομα «θύμβρα», όπως μας το παραδίδει ο Θεόφραστος σε πολλά χωρία
του έργου του. Το όνομα του φυτού είναι άγνωστης ετυμολογίας, γεγονός που δείχνει την πανάρχαια χρήση
του.
Ιστορικά στοιχεία

Οι θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού ήταν γνωστές από την αρχαιότητα. Οι πατέρες της βοτανοθεραπείας
και της φαρμακολογίας, Θεόφραστος και Διοσκουρίδης, αναφέρονται σε αυτό στα έργα τους. Το θρούμπι
χρησιμοποιείται επίσης εδώ και 2000 χρόνια στη μαγειρική, καθώς δρά ως χωνευτικό και θεωρείται ιδανικό
για όλα τα δύσπεπτα πιάτα. Διαθέτει έντονη γεύση που θυμίζει θυμάρι και ρίγανη. Οι αρχαίοι Έλληνες
έφτιαχναν κρασί αρωματισμένο με θρούμπι, τον θυμβρίτη οίνο,. Σε πολλές χώρες το προσθέτουν μέχρι και
σήμερα σε χωνευτικά λικέρ. Κατά το Μεσαίωνα, το θρούμπι χρησίμευε ως αφέψημα για τον πονόλαιμο,
Σελίδα - 151 -

το βήχα, τον πονόδοντο και τις πληγές στο στόμα, καθώς και ως απολυμαντικό για διάφορα σκεύη, λόγω
των αντιβακτηριδιακών και αντιμικροβιακών του ιδιοτήτων.
Περιγραφή

Είναι αρωματικό ετήσιο ποώδες φυτό. Το ύψους του κυμαίνεται από 20-50 εκ. με φύλλα στενά, λογχοειδή,
μήκους 1 εκ. περίπου, τέσσερα ανά γόνατο με πολύ κοντά μεσογονάτια διαστήματα και άνθη χρώματος
ρόζ σε σπονδύλους που μυρίζουν ευχάριστα. Αυτοφύεται σ όλη την Ελλάδα σε ξηρούς πετρώδεις τόπους.
Πολλαπλασιάζετε με σπόρο και διαίρεση των φυτώv. Ακόμα αναπτύσσεται από το επίπεδο της θάλασσας
έως τα 1500m στην τυπική μεσογειακή χαμηλή βλάστηση σε ξηρά και πετρώδη περιβάλλοντα και
φρύγανα.. Μικρό, πολύκλαδο, αραιά καλυμμένο με λευκές τρίχες φρύγανο, με άρωμα παρόμοιο με του
θυμαριού. Φύλλα αντωοειδή, μυτερά με βλεφαρίδες κοντά στην βάση. Άνθη ρόδινα σε σπονδύλους με
κάλυκες οξύληκτους και τριχωτούς. Το άνθος του είναι ροζ, λευκό, πολύ μικρό.

Συστατικά
Το αιθέριο έλαιο περιέχει δραστικές ουσίες όπως τερπίνη, πευκίνη, καρβακρόλη μέχρι 70%, κυμίνη,
λινολοόλη, βορνεόλη, κινεόλη και θυμόλη. Η ποσότητα και ποιότητα του εξαρτάται από τις καιρικές και
εδαφολογικές συνθήκες που επηρεάζουν την βλάστηση και ανθοφορία του. Περιέχει βιταμίνες Α, C,
σίδηρο, φώσφορο, κάλιο, ψευδάργυρο, μαγγάνιο, τερπενικά οξέα, σαπωνίνες, ταννίνη, γόμμη,
φλαβονοειδή και πικρές ουσίες.

Θεραπευτικές Ιδιότητες
Εκτός από τις αρωματικές του ιδιότητες έχει και αρκετές θεραπευτικές. Είναι ένα καλό ορεκτικό με
ευεργετική επίδραση στο πεπτικό σύστημα, στην νευρική δυσπεψία, στην γαστρική ατονία, στην
αεροφαγία, στους σπασμούς του εντέρου και τα κρυολογήματα του στομάχου, στη διάρροια και στους
πόνους από κολικούς. Λειτουργεί ως καταπραϋντικό των ρευματικών και αρθριτικών πόνων, διώχνει τις
τοξίνες και είναι ευεργετικό στην ουρική αρθρίτιδα και στις πέτρες στα νεφρά. Επίσης χρησιμοποιείται για
νευροπάθειες, κρίσεις άσθματος, θεωρείται ότι βελτιώνει την ακοή αλλά και ως αφροδισιακό. Διώχνει τα
αέρια. Αντισηπτικό, ρίχνει την πίεση, ηρεμιστικό αλλά και αφροδισιακό, παρασιτοκτόνο για τα σκουλήκια
του εντέρου.

Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή

Η καταλληλότερη εποχή για την καλλιέργεια του φυτού είναι είτε το φθινόπωρο είτε η άνοιξη. Ανθίζει το
Μάιο για περίπου ένα μήνα και δίνει ένα αρωματικό μέλι. Οι μέλισσες το επισκέπτονται μόνο για το νέκταρ
του. Συνυπάρχει με το θυμάρι και προηγείται χρονικά στην ανθοφορία. Η συγκομιδή αρχίζει συνήθως το
δεύτερο χρόνο, συλλέγεται το υπέργειο μέρος σε στάδιο πλήρους άνθησης.
Παρασκευή και δοσολογία

Χρησιμοποιείται ως εξαίρετο μπαχαρικό και αρωματικό στη μαγειρική, στις σαλάτες, τις σάλτσες και τα
ψητά. Χρησιμοποιούνται τα φύλλα του και οι ανθισμένες κορφές των βλαστών του αποξηραμένου φυτού.
Μπορούν ακόμη να χρησιμοποιηθούν σε σαλάτα τα νωπά φύλλα του, που έχουν μια πικρή γεύση.
Το θρούμπι χρησιμοποιείται όπως η ρίγανη και το θυμάρι, τρίβεται και φυλάγεται. Επίσης, ως αφέψημα
(ρίχνουμε 1 κουταλάκι του γλυκού σε ένα φλιτζάνι βραστό νερό και το αφήνουμε για 10-15 λεπτά).

Προφυλάξεις
Είναι καλύτερα να αποφεύγεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
















Σελίδα - 152 -

Sideritis syriaca, τσάι του βουνού, κν. μαλοτήρα












Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Λαμιώδη (Lamiales)
Οικογένεια: Χειλανθή (Lamiaceae)
Γένος: Σιδηρίτις (Sideritis)
Είδος: S. siriaca
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου

Σιδηρῖτις (Sideritis, γαλλ. Crapaudine, ἀγγλ. Ironwort, τ. Χειλανθῶν)· γ. περιλ. περὶ τὰ 45 εἴδη ἰθαγ.
τῶν παραμ. Χωρῶν καὶ τῶν Καναρίων νήσων· φ. στενῶς συγγενῆ τῶν Ἐλελισφάκων· ποώδη, φρυγανώδη
καὶ θαμνώδη· τινὰ κοσμητικὰ καὶ ἄλλως χρήσιμα. Εἴδη τῆς ἑλλ. χλωρ. 12 ἐν οἷς καὶ α΄) Σ. ἡ διάτρητος (S.
perfoliata), ἀπαντᾶ εἰς τὴν Πίνδον, τὴν Μικρὰν Ἀσίαν καὶ τὸν Ἄθω, καὶ ὀνομάζεται κν. Τσάϊ βλάχικο καὶ
ἐν Ἁγ. Ὄρει Μπεττόνικα β') Σ. ἡ εὐοϊκὴ (S. euboea), τὸ κν. Τσάϊ ἀπὸ τὸ Δέλφι. γ΄) Σ. ἡ πολυανθὴς (S.
florida ἤ scardica), τὸ κ. Τσάι τοῦ Ὀλύμπου. δ') Σ. ἡ ῥαιζέρειος (S. Roeseri), τὸ κν. Τσάϊ τοῦ Παρνασσοῦ
ἤ τοῦ Βελουχιοῦ, ε') Σ. ἡ συριακὴ ἤ κρητικὴ (S. syriaca ἤ cretica), το κν. Τσάϊ τοΰ Βελουχιοῦ καὶ ἐν Κρήτῃ
Μαλοθήρα. καί ς') Σ. ἡ τεΐοσμος (S. theezans), τὸ κν. Τσάϊ τοῦ Μαλεβοῦ. Πάντα τὰ φ. ταῦτα ἀπαντῶσιν
εἰς ὀρεινοὺς τόπους, ἠρευνήθησαν δέ, ἐμελετήθησαν καὶ περιεγράφησαν ιδιαιτέρως ὑπὸ τοῦ Ὀρφανίδου
καὶ τοῦ Χελδράϊχ διότι τὸ χόρτον των πολλαχοῦ τῆς Ἑλλάδος χρησιμοποιεῖται ἐν ἐγχύματι ἀντὶ τεΐου. Ὁ
Διοσκρ. περιγράφει τρεῖς Σιδηρίτιδας· ἡ πρώτη, ἡ καὶ Ἡράκλεια ἐπονομαζομένη ὑπ’ αὐτοῦ, ἀναφέρεται
εἰς Στάχυν τὸν κρητικόν, ἡ δευτέρα («ἄλλη Σιδηρῖτις»)· εἰς εἶδος Ποτηριού, καὶ ἡ τρίτη («καὶ ἑτέρα
Σιδηρῖτις» εἰς Γεράνιον τὸ ῥοβερτιανόν.
Ονομασία

Το όνομα της, “maletira”, προέρχεται συνδυάζοντας τις ιταλικές λέξεις male (αρρώστια) και tirare (σέρνω)
προκειμένου να επισημάνουν τις ιδιαίτερες φαρμακευτικές της ιδιότητες.

Ιστορικά στοιχεία

Το τσάι του βουνού είναι ένα από τα πιο αγαπητά και διαδεδομένα βότανα της ελληνικής υπαίθρου, που
καταναλώνεται εδώ και αιώνες. Ο Διοσκουρίδης αναφέρει το τσάι του βουνού με το όνομα “σιδηρίτης”,
καθώς οι σύγχρονοί του πίστευαν ότι το φυτό ήταν αποτελεσματικό κατά των πληγών που προκαλούνταν
από σιδερένια αντικείμενα, κατά τη διάρκεια των μαχών.
Για άλλους, το όνομα χαρακτήριζε τους βλαστούς του φυτού, οι οποίοι είχαν σέπαλα που έμοιαζαν με την
αιχμή του δόρατος, ενώ κάποιοι εικάζουν πως η ονομασία προέρχεται απλούστατα από την περιεκτικότητα
του βοτάνου σε σίδηρο.
Περιγραφή

Το τσάι του βουνού είναι μονοετείς ή πολυετείς πόες, αποξυλωμένες ενίοτε στη βάση, χνουδωτές που
φτάνουν τα 30 εκατοστά ύψος, με λεπτά και στρογγυλά κλαδιά και χνουδωτά φύλλα. Έχουν άνθη ροζ, μοβ,
Σελίδα - 153 -

κίτρινα ή λευκά, μικρά, κατά σπονδύλους απομακρυσμένους ή πλησίον αλλήλους χωρίς βράκτια και
βρίσκονται σε ταξιανθίες. Οι διάφορες ποικιλίες του απαντούν σε ορεινές και πετρώδεις περιοχές κυρίως
και όλες αναδίδουν μια υπέροχη αρωματική μυρωδιά.
Συστατικά

Η μαλοτήρα, το τσάι του βουνού Κρήτης, περιέχει πληθώρα συστατικών όπως φλαβονοειδή τριτερπενικά
οξέα, αιθέριο έλαιο ( καρβακρόλη, κουρκουμίνη και καρυοφυλλίνη).

Θεραπευτικές Ιδιότητες

Είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό για την αντιμετώπιση των κρυολογημάτων, της ρινικής συμφόρησης,
των αναπνευστικών προβλημάτων και του επίμονου βήχα. Ανακουφίζει από τη δυσπεψία και το
στομαχόπονο. Είναι τονωτικό και διουρητικό, βοηθώντας στις περιπτώσεις νεφρολιθίασης. Είναι ισχυρό
στυπτικό και χρησιμοποιείται ενάντια στη διάρροια, την κολίτιδα και τους κολικούς του πεπτικού.
Καταπραϋντικό του πεπτικού, εφιδρωτικό, αποτοξινωτικό, θερμαντικό και σπασμολυτικό για το
αναπνευστικό.

Έρευνες δείχνουν ότι το γένος Sideritis scardica έχει πιθανές φαρμακολογικές ιδιότητες όπως
αντιφλεγμονώδεις, αναλγητικές και αντιοξειδωτικές, σε βαθμό αντίστοιχο του πράσινου τσαγιού.
Υποδεικνύουν ότι μπορεί να δρα προληπτικά κατά της εμφάνισης καταρράκτη, θρόμβων και υπέρτασης.
Βοηθά στην καταπολέμηση των παθήσεων των τριχοειδών αγγείων και της καρδιάς, χάρη στις
φλαβονοειδείς ουσίες που περιέχει. Έχει χαλαρωτική και αγχολυτική δράση.
Μπορεί να συνεισφέρει στην πρόληψη της οστεοπόρωσης. Βοηθά στην αναιμία χάρη στο σίδηρο που
περιέχει. Είναι διεγερτικό του εγκεφάλου και των μυών. Ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα. Βοηθά στην
πρόληψη του καρκίνου, χάρη στις πολλές αντιοξειδωτικές ουσίες που περιέχει.
H μαλοτήρα αποτελούσε παραδοσιακά πρωινό ρόφημα για τους κατοίκους της Δυτικής Κρήτης και
φαρμακευτικό βότανο κατά των κρυολογημάτων, των παθήσεων του στομάχου και του αναπνευστικού. Η
σύγχρονη επιστημονική έρευνα επιβεβαίωσε τις πεποιθήσεις των Κρητικών για την μαλοτήρα.
Συγκεκριμένα, αποκάλυψε την παρουσία, τόσο στο φυτό όσο και στο αφέψημα, πολύτιμων φλαβονοειδών
ουσιών με σημαντική φαρμακοδυναμική δράση στη διέγερση της καρδιακής λειτουργίας, στην ελάττωση
της πίεσης, στην διούρηση και στην προστασία από κρυολογήματα. Επιπλέον, στο αιθέριο έλαιο της
μαλοτήρας έχουν εντοπιστεί πλήθος ουσιών με αντιμικροβιακές φαρμακευτικές ιδιότητες.

Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή

Το φύτεμα συνιστάται να γίνεται σε δύο περιόδους, από τον Οκτώβριο ως τον Νοέμβριο και από τον
Φεβρουάριο ως τον Μάρτιο (στο βόρειο ημισφαίριο) και η συγκομιδή τον Ιούλιο, όταν έχει ανθίσει
πλήρως. Το φυτό τυπικά ξηραίνεται πριν την χρήση του.

Παρασκευή και δοσολογία
Αφέψημα: Βράζουμε 1-2 κ.γ τσάι του βουνού για κάθε φλιτζάνι νερό για 2-3 λεπτά, το σουρώνουμε και το
πίνουμε.
Έγχυμα: Σε ένα φλιτζάνι βραστό νερό ρίχνουμε 2 κ.γ τσάι του βουνού, το σκεπάζουμε και το αφήνουμε
για 10 περίπου λεπτά. Στη συνέχεια, το σουρώνουμε και το πίνουμε.
Μπορούμε να καταναλώνουμε άφοβα, αρκετά φλιτζάνια την ημέρα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις
κρυολογήματος, δεδομένου ότι το τσάι του βουνού δεν περιέχει καφεΐνη. Με λίγο μέλι και μερικές
σταγόνες φρέσκου λεμονιού, το υπέροχο αυτό τσάι, θα μας ανακουφίσει άμεσα.
Ρόφημα για χαλάρωση και ήρεμο ύπνο: Φτιάχνουμε ένα έγχυμα από τσάι του βουνού και τίλιο.
Προσθέτουμε προαιρετικά 1 κ.γ μέλι ή καστανή ζάχαρη. Εκτός από την υπέροχη γεύση του, θα σας χαρίσει
και ένα υπέροχο και ήρεμο ύπνο, αν το πιείτε το βράδυ, λίγο πριν κοιμηθείτε.
Για πρωινό τονωτικό ρόφημα: Φτιάξτε έγχυμα από τσάι του βουνού και προσθέστε 2-3 στήμονες κρόκου.
Έχει ένα υπέροχο άρωμα και θα σας τονώσει, καθώς ξεκινάτε την ημέρα σας.

Προφυλάξεις

Το τσάι του βουνού δεν περιέχει καφεΐνη κι έτσι, μπορεί να καταναλωθεί σε αρκετή ποσότητα άφοβα.

Σελίδα - 154 -

Thymbra capitata, κν θυμάρι











Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Λαμιώδη (Lamiales)
Οικογένεια: Χειλανθή (Lamiaceae)
Γένος: Θύμος (Thymus)
Είδος: T. serpyllus
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου


Θύμος (Thymus, γαλλ. Thym, ἀγγλ. Thyme, τ. Χειλανθῶν)· γ. περιλ. φ. φρυγανώδη καὶ θαμνώδη,
ἀρωματικά, ἀρτυματικὰ καὶ μελιγόνα· τὰ πλεῖστα ἰθαγ. τῶν παραμ. χωρῶν. Εἴδη τῆς ἑλλ. χλωρ. 16 ἐν οἷς
καὶ τὸ κοινότατον Θ. ὁ κεφαλωτὸς (Th. capitatus ἤ Thymbra capitala, γαλλ. Sarriette en tete), ὁ παρ’
ἀρχαίοις Θύμος, τὸ κν. Θρουμπί, Θρούμπη, Θρούμπα, Θρώμπη, Θυμάρι, Μελιτζίνι· φρυγανον ἤ
θαμνίσκος κοινότατος πολλαχοῦ τῆς Ἑλλάδος καὶ ἄλλων παραμ. χωρῶν, φυόμενος συνήθως εἰς τραχεῖς
καὶ ἀγόνους τόπους, χρησιμοποιούμενος δὲ κατὰ μεγάλα ποςὰ ὡς ἔναυσμα καὶ καύσιμος ὔλη, ἐνιαχοῦ δὲ
καὶ πρὸς ἄρτυσιν παντοίων φαγητῶν, ἐλαιῶν καὶ ἄλλων ἐδωδίμων· τὸ ἀπὸβρεγμα τῶν ἀρωματικωτάτων
ἀνθέων καὶ μικροτάτων φύλλων του χρησιμεύει ὡς φάρμακον πρὸς πλύσιν τῶν τραυμάτων καὶ τῶν
ἐξελκώσεων τοῦ δέρματος τῶν κτηνῶν καὶ τῶν τοῦ στόματος τῶν ἵππων πληγῶν αἱ ὁποῖαι προξενοῦνται
ὑπὸ τῶν ἀγάνων τοῦ σανοῦ. Τὸ ἰδιάζον ἔντονον ἄρωμα τοῦ ὑπὸ πολλῶν σήμερον ἐκτιμωμένου καὶ
θεωρούμενου ἀρίστου μέλιτος τοῦ Ὑμηττοῦ ὀφείλεται εἰς τὸν Θ. τοῦτον τὸν αὐτόθι πυκνῶς φυόμενον.
Ἰδιάζον ἄρωμα ἀποκτᾶ καὶ τὸ γάλα τῶν αἰγοπροβάτων τῶν βοσκόντων εἰς τόπους εἰς τοὺς ὁποίους ὁ Θ.
οὗτος ἀπαντᾶ πυκνῶς φυόμενος. Κατὰ τὴν περίοδον τῆς ἀνθήσεώς του αἱ κορυφαί του ἀποσταζόμεναι
παρέχουσι τὸ θυμέλαιον, χρήσιμον εἰς τὴν μυρεψίαν καὶ τὴν φαρμακοποιίαν.
Ἄξια λόγου τῆς ἑλλ. χλωρ. εἴδη εἶνε ὡσαύτως α΄) Θ. ὁ γραπτὸς (Th. striatus), τὸ ἐν Κεφαλ. Χαμοθρουμπίδι
ὀνομαζόμενον. β΄) Θ. ὁ Ἕρπυλλος (Th.Serpyllum, γαλλ.Serpolet, ἀγγλ. Brother wort ἤ Wild Thyme),
πιθανῶς ὁ κηπαῖος. Ἕρπυλλος τοῦ Διοσκρ., εἶδος ἀπαντῶν ἀραιῶς εἴς τινας ὀρεινοὺς τόπους τῆς Στερεᾶς,
τῆς Θεσσαλίας καὶ τῆς Εὐβοίας, κοινὸν δὲ πολλαχοῦ τῆς λοιπῆς Εὐρώπης, ἔνθα θεωρεῖται ἄριστον
μελιγόνον· ἀαπαντᾶ δὲ αὐτόθι ὑπὸ πολλὰς διαφορὰς και καλλιεργεῖται ὡς εἶδος κοσμητικόν, ἀρτυματικόν,
φαρμακευτικὸν ( φρμ. Ἑρπύλλου πόα, Herba Serpylli, τουρ. Κεκὶκ-ὀτοῦ) καὶ μυρεψικόν· ἀποσταζόμενον
παρέχει ἱκανὴν ποσότητα θυμελαίου, καί γ΄) Θ. ἡ Ζυγὶς ἤ ἀττικὸς Th. (Zygis ἤ Th. Atticus), τὸ κν.
γνωστὸν ὑπὸ τὸ ὄνομα Σαμάρι, ὅπερ πιθανῶς εἶνε ὁ «ἄγριος» καὶ «φρυγανώδης» Ἕρπυλλος ἤ Ζυγὶς τοῦ
Διοσκρ.

Ἐκ τῶν ἐξωτικῶν εἰδῶν ἄξιον μνείας εἶνε θ. ὁ κοινὸς (Th. vulgaris, γαλλ. Thym cultive, ἀγγλ. Garden
Thyme), φ. κοινὸν ἀνὰ τὰς δυτ. παραμ. χώρας καὶ καλλιεργούμενον πολλαχοῦ ὡς εἶδος ἀρτυματικόν. Καὶ
τούτου τὸ χόρτον ἀποσταζόμενον παρέχει ἱκανὴν ποσότητα θυμελαίου.
Ονομασία

Ετυμολογικά, ο θύμος, όπως το ονόμαζαν οι αρχαίοι, μάλλον προέρχεται από τη λέξη "θύω", η οποία
αρχικά είχε την σημασία του "φυσώ δυνατά" η "καίω" η "καταστρέφω" και αργότερα του "θυσιάζω". Από

Σελίδα - 155 -

την ίδια ρίζα προέρχονται και οι λέξεις θυμίαμα και θύελλα, ενώ φαίνεται πως έχει σχέση και με τον θυμό.
Θυμός για τους αρχαίους δεν σημαίνει την οργή, αλλά τη ζωτική δύναμη.
Ιστορικά στοιχεία

Στους “Αχαρνείς” του Αριστοφάνη αναφέρεται ότι στη φτωχή Αττική γη φυτρώνει το θυμάρι και το
φασκόμηλο. Ο Ιπποκράτης το χρησιμοποίησε για τη φθίση του λάρυγγα, ως διουρητικό, για ήπια κάθαρση.
Πρώτος στο σύγγραμμά του «Περί Διαίτης», αναφέρει πως το θυμάρι είναι θερμαντικό, υπακτικό και
διουρητικό, αποβάλλει το φλέγμα, ενώ στο «Περί Νόσων» το προτείνει ενάντια στη φθίση του λάρυγγα. Ο
Διοσκουρίδης αναφέρθηκε στις ευεργετικές του ιδιότητες. Περιγράφει λεπτομερώς το Coridothymus
capitatus της σύγχρονης φυτολογίας: "Όταν πίνεται με αλάτι και ξίδι, αποβάλλει το φλέγμα από την κοιλιά.
Το αφέψημά του με μέλι βοηθά όσους έχουν ορθόπνοια, άσθμα ή ελμινθίαση, διευκολύνει την έμμηνο
ρύση και τη γέννα, είναι, επίσης, διουρητικό, ενώ ανακατεμένο με μέλι συμβάλλει στην απόχρεμψη."

Ο Πλίνιος το 77 μ.Χ αναφέρει στη «Φυσική Ιστορία» του πως το θυμάρι "γαληνεύει τους επιληπτικούς,
κατασιγάζει τον πονοκέφαλο, και όταν καίγεται ξαποστέλνει όλα τα δηλητηριώδη όντα". Συνιστά
κομπρέσες στο κεφάλι με αφέψημα από θυμάρι και ξίδι για θεραπεία του πονοκεφάλου, για τόνωση, και
σαν αντίδοτο στο δάγκωμα των φιδιών.
Κυκεώνας: βρασμένο θυμάρι με μέντα ή σουσάμι, γάλα και χλιαρό νερό με μέλι (μια εκδοχή του). Οι
Ρωμαίοι στρατιώτες έκαναν μπάνιο σε νερό αρωματισμένο με θυμάρι, για να πάρουν δύναμη. Στο
Μεσαίωνα οι κυρίες κεντούσαν κλαδιά θυμαριού και τα έδιναν στους ιππότες τους. «Περιζήτητο» από τις
μέλισσες. Επί Τουρκοκρατίας η Μονή Πεντέλης παρήγαγε εξαιρετικής ποιότητας μέλι, που έστελνε ως
φόρο στο σουλτάνο.
Αναφέρεται ότι ο Μέγας Αλέξανδρος πλενόταν με αφέψημα θυμαριού για ευεξία και για να καταπολεμά
τις ψείρες.

Περιγραφή

Μικρός πολύκλαδος πολύ αρωματικός θάμνος ύψους 30-50 εκ. Βλαστοί ξυλώδεις, φύλλα μικρά σχεδόν
άμισχα γκριζοπράσινα, άνθη μοβ - ροζ ή και λευκά. Μικρός αρωματικός μεσογειακός θάμνος, που ανήκει
στα εποχιακώς διμορφικά φυτά, που ονομάζονται φρύγανα. Φυτρώνει κυρίως σε ασβεστολιθικά εδάφη
Συστατικά

Το θυμάρι περιέχει ένα αιθέριο έλαιο που αποτελείται από θυμόλη (40%), καρβακρόλη και πλήθος άλλων
ουσιών και ιχνοστοιχείων. Γι’ αυτό και έχει πολλές ωφέλιμες δράσεις: αντιμικροβιακή, αντισπασμωδική,
αποχρεμπτική, στυπτική, αντιοξειδωτική, αντισηπτική, τονωτική.
Θεραπευτικές Ιδιότητες

Συνιστάται ως φυσικό τονωτικό του ανοσοποιητικού και νευρικού συστήματος. Εξουδετερώνει τα
βακτήρια, είναι αντισηπτικό και μικροβιοκτόνο. Αντισπασμωδικό των πεπτικών οδών, διευκολύνει την
πέψη, ηρεμεί τις νευρικές συσπάσεις του στομάχου και του εντέρου. Βοηθά στην μείωση του άγχους και
της πνευματικής κατάπτωσης. Βοηθά στη διαύγεια πνεύματος και παράλληλα στη μείωση του άγχους και
της κατάθλιψης. Ενδείκνυται για την αντιμετώπιση της αϋπνίας. Διεγερτικό, βοηθάει σε ατονία, άγχος,
νευρασθένεια, κατάθλιψη, ημικρανία. Βοηθάει στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της γρίππης, είναι
αντιπυρετικό, καταπραΰνει το βήχα και ανακουφίζει το αναπνευστικό στους καπνιστές. Θυμάρι έχει
χρησιμοποιηθεί με επιτυχία και για τη θεραπεία της βρογχίτιδας.

Σπασμολυτικό, για το βήχα του κοκίτη, τη βρογχίτιδα και το άσθμα. Θεραπεύει φλεγμονές της
αναπνευστικής οδού, πνευμονικές μολύνσεις, βρογχίτιδα φαρυγγίτιδα και την αμυγδαλίτιδα. Καταπραΰνει
τη δυσπεψία και ελαχιστοποιεί την ποσότητα των αερίων στο πεπτικό σύστημα, ενώ έχει αντισπασμωδικές
ιδιότητες. Καταπολεμά τις εντερικές διαταραχές. Ενισχύει τα επίπεδα σιδήρου, ιδιαίτερα χρήσιμο για τις
γυναίκες και τα άτομα που έχουν τάση προς την αναιμία. Ένα φλιτζάνι τσάι θυμαριού, μια κουταλιά της
σούπας δηλαδή, παρέχει το 20% της ημερήσιας συνιστώμενης πρόσληψης
Εχει υψηλή περιεκτικότητα σε αντιοξειδωτικά. Η θυμόλη, που βρίσκεται στο θυμάρι είναι ένα ισχυρό
αντιοξειδωτικό που μπορεί να αποτρέψει τα καρκινικά κύτταρα και τις ελεύθερες ρίζες από το να


Σελίδα - 156 -

εγκατασταθούν στο σώμα. Ακόμα, προστατεύει από νόσους που σχετίζονται με την ηλικία και καθυστερεί
τα σημάδια της γήρανσης.
Πλούσιο σε βιταμίνη Α, βελτιώνει την όραση, και συμβάλλει στην απόκτηση υγιούς επιδερμίδας και
καταπολεμά δερματικές λοιμώξεις. Διατηρεί υγιή την πίεση αίματος, ειδικά για τα άτομα με ιστορικό
υψηλής αρτηριακής πίεσης. Δυναμώνει τα κόκκαλα γιατί περιέχει ασβέστιο, βιταμίνη Κ και σίδηρο, που
συμβάλλουν στη δημιουργία γερών και υψηλής πυκνότητας οστών και καθυστερεί την οστεοπόρωση.
Μειώνει τη φλεγμονή από αρθρίτιδα, προβλήματα αλλεργίας, ή πόνο στις αρθρώσεις και τα
αντιφλεγμονώδη συστατικά του ενισχύουν και προστατεύουν την καρδιά.
Το αιθέριο έλαιο του θυμαριού έχει ισχυρές αντισηπτικές, αντιβακτηριδιακές και μυκητοκτόνες ιδιότητες
και χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση γυναικολογικών μυκητιάσεων. Χρησιμοποιείται ως
καταπραϋντικό σε δερματικά προβλήματα όπως ακμή, δερματίτιδα, εκζέματα, ψωρίαση, τσιμπήματα, ενώ
συμβάλλει και στην αντιμετώπιση της τριχόπτωσης, θεραπεύει την ψώρα και τους λειχήνες.

Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή

Ανθίζει το καλοκαίρι. Συλλογή γίνεται την εποχή της ανθοφορίας: Μάιος - Σεπτέμβριος. Καρποφορία
αμέσως μετά την άνθηση. Σημαντικό μελισσοτροφικό φυτό, το μέλι που παράγεται από τις μέλισσες που
το τρυγούν έχει ιδιαίτερη ευωδιά και θεραπευτικές ιδιότητες.

Παρασκευή και δοσολογία
Παραδοσιακά χρησιμοποιείται νερό όπου έχουμε βράσει θυμάρι, για εντριβές κεφαλής κατά της
τριχόπτωσης. Επίσης κομπρέσες με θυμάρι ανακουφίζουν τους μώλωπες, τον πονόδοντο, τις πληγές και τα
τσιμπήματα εντόμων. Χρησιμοποιούν ακόμη έγχυμα για τόνωση των γεννητικών οργάνων. Λένε ότι τα
γαϊδούρια που έχουν πονόδοντο τρώνε μόνα τους θυμάρι! Αρτυματικό, κυρίως με κρεατικά, πουλερικά και
σε γεμίσεις. Τις τρύπες των βαρελιών με κρασί τις φράζουν με κλαδιά θυμαριού, αξιοποιώντας τις
αντιμικροβιακές - αντισηπτικές του ιδιότητες. Αντισηπτικό-αντιμικροβιακό το διάλυμα αιθέριου ελαίου,
βοηθά στην καταπολέμηση ψώρας, ψείρας, λειχήνων, βακτηρίων, βακίλων.
Αποχρεμπτικό, αντισπασμωδικό, ανακουφίζει αναπνευστικά προβλήματα, κρυολογήματα, πονόλαιμο
(φρέσκα φύλλα αν μασηθούν ανακουφίζουν τον ερεθισμένο λαιμό). Καταπραΰνει μυϊκούς σπασμούς,
ισχιαλγία και ρευματικούς πόνους. Τα φύλλα σε μείγμα με άλλα βότανα γίνονται τονωτικό αφέψημα.
Αιθέριο έλαιο από τις ανθισμένες κορυφές του φυτού, τονώνει την κυκλοφορία του αίματος, κατά της
τριχόπτωσης και κυτταρίτιδας. Συμβάλει στην πνευματική διαύγεια. Σε αρώματα και σαπούνια. Για την
υγιεινή της στοματικής κοιλότητας και κατά της ουλίτιδας.
Όσο περισσότερο ήλιο απολαμβάνουν τόσο καλύτερο άρωμα αποκτούν. Η συλλογή των κορυφών γίνεται
λίγο πριν την ανθοφορία, όταν δημιουργείται και η μεγαλύτερη συγκέντρωση αρωματικών και
φαρμακευτικών ουσιών. Το αποξηραμένο θυμάρι διατηρείται σε αεροστεγή γυάλινα δοχεία.
Το αιθέριο έλαιο του θυμαριού με βασικό συστατικό τη θυμόλη, χρησιμοποιείται ευρύτατα στην
αρωματοποιία για την Παρασκευή αρωμάτων, σαπουνιών και άλλων παρεμφερών ειδών.
Αφέψημα: Ένα κλαδάκι για κάθε φλιτζάνι νερό. Μόλις αρχίσει ο βρασμός το βγάζετε και το αφήνετε για
10 λεπτά, το σουρώνετε και πίνετε τρία φλιτζάνια μετά τα γεύματα. Είναι πικρό. Καλύτερα να
χρησιμοποιείτε σε συνδυασμό με άλλα βότανα. Με αυτό το αφέψημα κάνετε γαργάρες για τις στοματίτιδες
και τις ερεθισμένες αμυγδαλές, για την ψώρα και τα άτονα έλκη.
Τσάι για την ραχίτιδα: 20 γραμμάρια άνθη σε ένα λίτρο νερό. Κάνει και για τον πονοκέφαλο από
κρυολόγημα.
Αιθέριο λάδι θυμαριού: 5 σταγόνες σε λίγο μέλι τρεις φορές την ημέρα.

Κοκκύτης: Συνδυασμός από αιθέριο λάδι ευκαλύπτου και θυμαριού σε ίσες αναλογίες.
Για το συνάχι και τον πονόλαιμο: Να μασάτε θυμάρι.

Έγχυμα θυμαριού: Ρίχνετε 2 κουταλάκια σε ένα φλιτζάνι νερό ή 15 γραμμάρια σε 1 λίτρο νερό από φύλλα,
άνθη και σπόρους για 10 λεπτά και πίνετε τρεις φορές την ημέρα.


Σελίδα - 157 -

Για εξωτερική χρήση αλοιφή ή κομπρέσα για τους ρευματισμούς και τους πόνους των μυών και για τον
κοκίτη στο στήθος. Σαν κομπρέσα κάνει καλό σε μώλωπες και στον πονόδοντο. Μια σταγόνα χυμού σε
κάθε μάτι βοηθά στην όραση και καταπολεμά τις μολύνσεις. Για προβληματική ακοή και εμβοές στο αυτί:
Ίσα μέρη θυμαριού και ροδοστάγματος 4 σταγόνες από το μείγμα σε κάθε αυτί 3 φορές την ημέρα. Λίγες
σταγόνες αιθέριο έλαιο θυμαριού σε παρθένο ελαιόλαδο για κομπρέσες σε πληγές και τσιμπήματα
εντόμων.
Για τους πόνους ρευματισμών: Ψιλοκόψτε θυμάρι, ζεστάνετε με ελάχιστο νερό, βάλτε το στην κομπρέσα
και ακουμπήστε το στο πονεμένο μέρος. Μπορείτε να κάνετε με θυμάρι μπάνια με 2 γραμμάρια αιθέριο
έλαιο σε μπάνιο χλιαρό.
Συνταγή για αρθριτικά, ρευματισμούς, κρυολογήματα, γρίπη και συνάχι: Βράστε μισό κιλό θυμάρι σε 4
λίτρα νερό και ρίξτε το στο νερό μπάνιου.
Για την τριχόπτωση: Βράστε μια χούφτα θυμάρι σε ένα λίτρο νερό, μέχρι να μείνει το μισό και αλείψτε το
κεφάλι. Ξεπλύνετε και κάντε εντριβή με το πυκνό υγρό και αφήστε το για 5 λεπτά και ξαναλούστε τα
μαλλιά σας. Κάνει και για τις ψείρες.
Βάζοντας 3 κλωνάρια θυμάρι κάτω από το μαξιλάρι βοηθάει στον ύπνο.Το θυμάρι βοηθάει στη διακοπή
ποτού γιατί προκαλεί εμετό, ναυτία, διάρροια, ιδρώτα, δίψα και αηδία για το ποτό. Βάλτε μια χούφτα
θυμάρι σε 3 φλιτζάνια νερό και αφήστε το για μισή ώρα και πίνετε μια κουταλιά κάθε 15 λεπτά.
Συνταγή για αντρική κολόνια: Βάλτε 10 γραμμάρια λουλούδια θυμαριού σε 250 γραμμάρια λευκό
οινόπνευμα, κλείστε το μπουκάλι με φελλό και το αφήνετε για τρεις εβδομάδες στον ήλιο, το καλοκαίρι
και μετά σουρώνετε.
Μαρινάδα θυμαριού για την κουζίνα: Μουσκεύετε σε μισό λίτρο άσπρο κρασί ένα ματσάκι θυμάρι, 1
ματσάκι θρούμπι, 4 κεφάλια σκόρδο, 2 φύλλα δάφνης, μερικά μοσχοκάρφια, ένα κλωναράκι δενδρολίβανο,
λάδι και λεμόνι για πολλές ώρες.

Το θυμαρίσιο μέλι είναι το καλύτερο και είναι θεραπευτικό. Γι΄αυτό τα μελίσσια μεταφέρονται εκεί που
υπάρχει θυμάρι. Μια κουταλιά μέλι που την καταπίνετε σιγά σιγά βοηθάει στις φλογώσεις αναπνευστικού.
Σε ξηρά φρούτα, όπως σύκα, σταφίδες, κεράσι και άλλα αν αφήσετε ανθισμένες κορυφές δίνει άρωμα και
προφυλάσσει από τα έντομα. Το κάπνισμα θυμαριού βοηθάει στο λουμπάγκο. Φρέσκο θυμάρι ζεσταμένο,
στεγνό είναι θεραπευτικό στο στραβολέμιασμα, τοποθετημένο με μια γάζα πολύ ζεστό στο λαιμό.
100 γραμμάρια έγχυμα ή αφέψημα σε ένα κιλό κρασί ή νερό κάνει για εξωτερική χρήση.

Προφυλάξεις
Οι γυναίκες κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης πρέπει να αποφεύγουν το αιθέριο έλαιο του θυμαριού.
Αντενδείκνυται η μακροχρόνια χρήση του. Σε πολύ μεγάλες δόσεις προκαλεί υπερλειτουργία θυρεοειδούς
αδένα με έμετο, διάρροιες και ζαλάδα.




























Σελίδα - 158 -

Thymus serpyllum κν αγριοθύμαρο, έρπυλος, έρπον












Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Λαμιώδη (Lamiales)
Οικογένεια: Χειλανθή (Lamiaceae)
Γένος: Θύμος (Thymus)
Είδος: T. serpyllus
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου

Θύμος (Thymus, γαλλ. Thym, ἀγγλ. Thyme, τ. Χειλανθῶν)· γ. περιλ. φ. φρυγανώδη καὶ θαμνώδη,
ἀρωματικά, ἀρτυματικὰ καὶ μελιγόνα· τὰ πλεῖστα ἰθαγ. τῶν παραμ. χωρῶν. Εἴδη τῆς ἑλλ. χλωρ. 16 ἐν οἷς
καὶ τὸ κοινότατον Θ. ὁ κεφαλωτὸς (Th. capitatus ἤ Thymbra capitala, γαλλ. Sarriette en tete), ὁ παρ’
ἀρχαίοις Θύμος, τὸ κν. Θρουμπί, Θρούμπη, Θρούμπα, Θρώμπη, Θυμάρι, Μελιτζίνι· φρυγανον ἤ
θαμνίσκος κοινότατος πολλαχοῦ τῆς Ἑλλάδος καὶ ἄλλων παραμ. χωρῶν, φυόμενος συνήθως εἰς τραχεῖς
καὶ ἀγόνους τόπους, χρησιμοποιούμενος δὲ κατὰ μεγάλα ποςὰ ὡς ἔναυσμα καὶ καύσιμος ὔλη, ἐνιαχοῦ δὲ
καὶ πρὸς ἄρτυσιν παντοίων φαγητῶν, ἐλαιῶν καὶ ἄλλων ἐδωδίμων· τὸ ἀπὸβρεγμα τῶν ἀρωματικωτάτων
ἀνθέων καὶ μικροτάτων φύλλων του χρησιμεύει ὡς φάρμακον πρὸς πλύσιν τῶν τραυμάτων καὶ τῶν
ἐξελκώσεων τοῦ δέρματος τῶν κτηνῶν καὶ τῶν τοῦ στόματος τῶν ἵππων πληγῶν αἱ ὁποῖαι προξενοῦνται
ὑπὸ τῶν ἀγάνων τοῦ σανοῦ. Τὸ ἰδιάζον ἔντονον ἄρωμα τοῦ ὑπὸ πολλῶν σήμερον ἐκτιμωμένου καὶ
θεωρούμενου ἀρίστου μέλιτος τοῦ Ὑμηττοῦ ὀφείλεται εἰς τὸν Θ. τοῦτον τὸν αὐτόθι πυκνῶς φυόμενον.
Ἰδιάζον ἄρωμα ἀποκτᾶ καὶ τὸ γάλα τῶν αἰγοπροβάτων τῶν βοσκόντων εἰς τόπους εἰς τοὺς ὁποίους ὁ Θ.
οὗτος ἀπαντᾶ πυκνῶς φυόμενος. Κατὰ τὴν περίοδον τῆς ἀνθήσεώς του αἱ κορυφαί του ἀποσταζόμεναι
παρέχουσι τὸ θυμέλαιον, χρήσιμον εἰς τὴν μυρεψίαν καὶ τὴν φαρμακοποιίαν.

Ἄξια λόγου τῆς ἑλλ. χλωρ. εἴδη εἶνε ὡσαύτως α΄) Θ. ὁ γραπτὸς (Th. striatus), τὸ ἐν Κεφαλ. Χαμοθρουμπίδι
ὀνομαζόμενον. β΄) Θ. ὁ Ἕρπυλλος (Th.Serpyllum, γαλλ.Serpolet, ἀγγλ. Brother wort ἤ Wild Thyme),
πιθανῶς ὁ κηπαῖος. Ἕρπυλλος τοῦ Διοσκρ., εἶδος ἀπαντῶν ἀραιῶς εἴς τινας ὀρεινοὺς τόπους τῆς Στερεᾶς,
τῆς Θεσσαλίας καὶ τῆς Εὐβοίας, κοινὸν δὲ πολλαχοῦ τῆς λοιπῆς Εὐρώπης, ἔνθα θεωρεῖται ἄριστον
μελιγόνον· ἀαπαντᾶ δὲ αὐτόθι ὑπὸ πολλὰς διαφορὰς και καλλιεργεῖται ὡς εἶδος κοσμητικόν, ἀρτυματικόν,
φαρμακευτικὸν ( φρμ. Ἑρπύλλου πόα, Herba Serpylli, τουρ. Κεκὶκ-ὀτοῦ) καὶ μυρεψικόν· ἀποσταζόμενον
παρέχει ἱκανὴν ποσότητα θυμελαίου, καί γ΄) Θ. ἡ Ζυγὶς ἤ ἀττικὸς Th. (Zygis ἤ Th. Atticus), τὸ κν.
γνωστὸν ὑπὸ τὸ ὄνομα Σαμάρι, ὅπερ πιθανῶς εἶνε ὁ «ἄγριος» καὶ «φρυγανώδης» Ἕρπυλλος ἤ Ζυγὶς τοῦ
Διοσκρ.
Ἐκ τῶν ἐξωτικῶν εἰδῶν ἄξιον μνείας εἶνε θ. ὁ κοινὸς (Th. vulgaris, γαλλ. Thym cultive, ἀγγλ. Garden
Thyme), φ. κοινὸν ἀνὰ τὰς δυτ. παραμ. χώρας καὶ καλλιεργούμενον πολλαχοῦ ὡς εἶδος ἀρτυματικόν. Καὶ
τούτου τὸ χόρτον ἀποσταζόμενον παρέχει ἱκανὴν ποσότητα θυμελαίου.





Σελίδα - 159 -

Ονομασία

Θυμάρι το έρπυλλο. Είναι το θυμάρι με τη μεγαλύτερη γεωγραφική εξάπλωση ως αυτοφυές. Είναι το είδος
του θυμαριού που αν και είναι περισσότερο απλωτό, σχεδόν έρπον, εξού και η ονομασία του έρπυλλο,
μοιάζει με το κοινό θυμάρι στο φαινότυπο αλλά κυρίως στη γενετική πλαστικότητα

Ιστορικά στοιχεία

Οι Σουμέριοι, πριν από 5.500 χρόνια, είναι οι πρώτοι, απ’ ότι γνωρίζουμε, που χρησιμοποίησαν το θυμάρι
ως καρύκευμα και φάρμακο, ενώ οι Αιγύπτιοι το ονόμασαν θαμ και το μεταχειρίζονταν για την
μουμιοποίηση.
Ετυμολογικά, το θυμάρι ή θύμος όπως το ονόμαζαν οι αρχαίοι, προέρχεται από τη λέξη «θύω», η οποία
αρχικά είχε την σημασία του «βγάζω καπνούς» και αργότερα του «θυσιάζω». Από την ίδια ρίζα
προέρχονται και οι λέξεις θυμίαμα και θυμιατίζω, ενώ στενή φαίνεται πως είναι και η σχέση με τον θυμό.
Και θυμός στους αρχαίους δεν σημαίνει την οργή, αλλά τη ζωτική δύναμη, τη βούληση, όπως μας
επιβεβαιώνουν λέξεις σαν το λιπόθυμος, εύθυμος, πρόθυμος κ.α. Για τον Πλάτωνα, μάλιστα, ο θυμός
αποτελεί ένα από τα τρία μέρη της ψυχής, την κινητήρια δύναμη της ανδρείας.
Ήδη από την εποχή του Ομήρου, το θυμάρι ή για να είμαστε πιο ακριβείς τα αρκετά είδη του που
ευδοκιμούν στη χώρα μας, εκτός από ήδυσμα για διάφορα εδέσματα αποτελούσε σύμβολο δύναμης και
ανδρείας. Και αν το περίφημο θυμαρίσιο μέλι του Υμηττού ήταν περιζήτητο και πουλιόταν ακριβά, ακόμα
και οι πιο φτωχοί μπορούσαν να απολαύσουν το τονωτικό μίγμα από θυμάρι, απλό μέλι και ξίδι. «Τρώω
το ίδιο θυμάρι με τον αφέντη μου», λέει κάποιος σκλάβος στην κωμωδία Πλούτος του Αριστοφάνη,
εννοώντας ότι βρίσκονται στην ίδια κατάσταση φτώχειας. Το θυμάρι ήταν, λοιπόν, άφθονο και φθηνό,
έχαιρε όμως μεγάλης εκτίμησης λόγω των ιδιοτήτων του. Οι ηλικιωμένοι έπιναν τακτικά έγχυμα από
θυμάρι για να διατηρήσουν τις πνευματικές τους δυνάμεις, ενώ πολύ δυναμωτικό θεωρείτο ένα ποτό που
παρασκευαζόταν με το σιγοβράσιμο σύκων και θυμαριού σε νερό ή κρασί.

Το θυμάρι ήταν φυτό αφιερωμένο στη θεά του έρωτα Αφροδίτη και κανείς δεν αμφισβητούσε πως προκαλεί
ή ενισχύει τον πόθο. Ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος ο Πρεσβύτερος, ξακουστός στην εποχή του
(τέλη του 4ου αι. π.Χ.) για τα συμπόσια που διοργάνωνε, υποστήριζε ότι έφτανε να σκορπίσει στις αίθουσες
φρεσκοκομμένο θυμάρι για να κυριευθούν οι καλεσμένοι του από ερωτική διάθεση.
Αλλά και ο φιλόσοφος (άρα πιο χαλιναγωγημένος) Αριστοτέλης συνδέθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του,
απέκτησε μάλιστα ένα γιο μαζί με μια εταίρα, το όνομα της οποίας ήταν Ερπυλλίς, παραπέμπει στο άγριο
θυμάρι και την ερωτική αναζωογόνηση που προκαλεί.
Ο Ιπποκράτης, στο σύγγραμμά του «Περί Διαίτης», αναφέρει πως το θυμάρι είναι θερμαντικό, υπακτικό
και διουρητικό, αποβάλλει το φλέγμα, ενώ στο «Περί Νούσων» το προτείνει ενάντια στη φθίση του
λάρυγγα. Ο Διοσκουρίδης, στο τρίτο βιβλίο του συγγράμματος «Περί Ύλης Ιατρικής», περιγράφει
λεπτομερώς τρία είδη θυμαριού. Πρώτο, αναφέρει το Thymus capitatus ή κατ’ άλλους Coridothymus
capitatus της σύγχρονης φυτολογίας: «Θυμάρι: το ξέρουν όλοι. Είναι ένας χαμηλός θάμνος με τη μορφή
φρύγανου, καλυμμένος από πολλά στενά φυλλαράκια, ο οποίος έχει πορφυρόχρωμες ανθισμένες κορυφές
και φυτρώνει σε πετρώδη και άγονα εδάφη. Όταν πίνεται με αλάτι και ξίδι, αποβάλλει το φλέγμα από την
κοιλιά. Το αφέψημά του με μέλι βοηθά όσους έχουν ορθόπνοια, άσθμα ή ελμινθίαση, διευκολύνει την
έμμηνο ρύση και τη γέννα· είναι, επίσης, διουρητικό, ενώ ανακατεμένο με μέλι συμβάλλει στην
απόχρεμψη.»
Όταν ενέσκηψαν οι μεγάλες επιδημίες, με χειρότερη απ’ όλες την πανούκλα, οι εντριβές με ξίδι μέσα στο
οποίο είχε μουλιάσει θυμάρι ή απλώς το κάψιμο του μέσα στους χώρους θεωρούνταν αποτελεσματικά
προστατευτικά μέτρα. Σε πολλές σλαβικές χώρες, εξακολουθούν μέχρι τις μέρες μας να θυμιατίζουν το
σπίτι και το στάβλο με θυμάρι για να κρατήσουν μακριά τις μολυσματικές ασθένειες.
Μεγάλη χρήση του γινόταν μέχρι πρόσφατα από τους ρώσους πεχλιβάνηδες που ξάπλωναν πάνω σε
μαξιλάρια γεμάτα με ξερό θυμάρι για να αντλήσουν δύναμη και θάρρος.





Σελίδα - 160 -

Το θυμάρι, τέλος, παραμένει πάντοτε παρόν στον μακρύ κατάλογο των συστατικών του παντισάχ κουββέτ
ματζουνού, του αφροδισιακού εκλείγματος δηλαδή που κατανάλωναν τακτικά οι οθωμανοί σουλτάνοι και
αγοράζουν σήμερα οι τουρίστες από τα μπαχαριτζίδικα την Κωνσταντινούπολης.
Περιγραφή

Πολυετής πόα ύψους 30cm, με πράσινα, ωοειδή, αρωματικά φύλλα, μικρά, ρόδινα άνθη και όρθιους
ανθεκτικούς βλαστούς, αειθαλές ( σε ήπιους χειμώνες ) μικρό φυτό , ύψους 20 εκ. Στελέχη ίσια , τριχωτά
με ξυλώδη βάση. Άνθη μικρά σε βαθύ ροζ-μοβ χρωματισμό .

Συστατικά
Αιθέρια έλαια - Oil Serpylli (θυμόλη, καρβακρόλη, κυμόλη, λιναλόλη, βορνεόλη), ταννίνες, φλαβονοειδή,
πικροί παράγοντες, τερπενοειδή.

Θεραπευτικές Ιδιότητες
Έχει επουλωτικές ιδιότητες και χορηγείται υπό τη μορφή lotion σε ανοιχτές πληγές και τραύματα. Επίσης,
εμφανίζει αποχρεμπτικές και σπασμολυτικές ιδιότητες και λαμβάνεται υπό μορφήν γαργάρων για τη
θεραπεία της λαρυγγίτιδας, της αμυγδαλίτιδας και τον καθορισμό της στοματικής κοιλότητας. Λόγω της
στυπτικής του ιδιότητας λαμβάνεται από του στόματος για τη θεραπεία του βήχα, της παιδικής διάρροιας
και της ακούσιας νυχτερινής ενούρησης.

Το θυμάρι έχει χαρακτηριστικό και έντονο άρωμα ενώ η γεύση του είναι πολύ δυνατή, χρησιμοποιείται για
τον αρωματισμό διαφόρων φαγητών κυρίως κρεάτων και ψαριών. Εκτός από την χρήση του στη μαγειρική
είναι εξαιρετικά χρήσιμο φυτό και για θεραπευτικούς λόγους. Είναι από τα καλύτερα αντισηπτικά και
τονωτικά βότανα και μάλλον το φυτό με τις περισσότερες ευεργετικές ιδιότητες. Το εκχύλισμα του μπορεί
να προλάβει το κρυολόγημα, ρίχνει τον πυρετό, καταπολεμά τη γρίπη, τις εντερικές διαταραχές και
δερματικές λοιμώξεις. Αντισπασμωδικό των πεπτικών οδών, διευκολύνει την πέψη, ηρεμεί τις νευρικές
συσπάσεις του στομάχου και του εντέρου. Ακόμη βοηθά στην μείωση του άγχους και της πνευματικής
κατάπτωσης.
Το αφέψημά του χρησιμοποιείται κατά των σπασμών των εντέρων, του λάρυγγα και κατά του βήχα.
Επίσης, είναι αντιμετεωριστικό.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή

Χρησιμοποιείται το ανθισμένο φυτό. Η ανθοφορία και συγκομιδή γίνονται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Παρασκευή και δοσολογία
Χορηγείται ως στυπτικό, επουλωτικό και αντιδιαρροϊκό υπό τη μορφή αφεψήματος (τσάϊ νωπού φυτού,
μέχρι 3 φορές την ημέρα). Υπό τη μορφή lotion ως επουλωτικό (εξωτερική εφαρμογή). Θεωρείται
αντισηπτικό της πεπτικής οδού, ανακουφίζει από το φούσκωμα καταπραΰνοντας το πεπτικό σύστημα,
πράγμα που οφείλεται στην αντισπασμωδική δράση του αιθέριου ελαίου της θυμόλης στους μαλακούς
μύες, βοηθάει πολύ στην πέψη κυρίως των λιπαρών τροφών, χρησιμοποιείται κατά της ατονίας του
πεπτικού συστήματος και της ανορεξίας. Λόγω της ήπιας στυπτικής του δράσης είναι χρήσιμο στην παιδική
διάρροια και τη νυχτερινή ενούρηση.
Το θυμάρι καταπολέμα την ψωρίαση και την ακμή. Κομπρέσες δρουν κατά των μυϊκών σπασμών
(στραβολαίμιασμα) και των τσιμπημάτων από έντομα. Ως γαργάρα ή στοματική πλύση, το
θυμάρι είναι εξαιρετικό γιατρικό κατά του πονόλαιμου και της ουλίτιδας. Εξωτερικά, μπάνια με
θυμάρι χρησιμοποιούνται για την ανακούφιση από τους πόνους των ρευματισμών και το έλαιο του
συχνά χρησιμοποιείται σε υγρά εντριβών και λάδια για μασάζ.

Προφυλάξεις

Είναι πιθανός ο ερεθισμός των βλεννογόνων. Πρέπει να αποφεύγεται κατά την κύηση. Δεν έχει αναφερθεί
κάποια τοξική εκδήλωση.





Σελίδα - 161 -

Trigonella foenum-graecum κν γραικόχορτος. Αιγόκερας













Συστηματική ταξινόμηση

Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Ευδικότυλα (Eudicots)
Υφομοταξία: Ροδίδες (Rosids)
Τάξη: Κυαμώδη (Fabales)
Οικογένεια: Φαβίδες (Fabaceae)
Γένος: Τριγωνίσκος (Trigonella)
Είδος: A. capillus-veneris

Φύλλα τριγωνίσκου, ωμά.

Διατροφική αξία Ίχνη μετάλλων (Trace metals) Λιπίδια (Lipids)
100 g (3.5 oz)

Ενέργεια 323 kJ Ασβέστιο 176 mg (40%) Λιπαρά οξέα 1,460 g
(Energy) (Calcium) (Fatty acids)

Θερμίδες 49 kcal Σίδηρος 33,53 mg (15%) Άλλα συστατικά (Other constituents)
(Calories) (Iron)

Υδατάνθρακες 58,35 g Μαγνήσιο 191 mg (%) Νερό 8,84 g
(Carbohydrates) (Magnesiumn) (Water)
Λιπαρά 6,41 g Φωσφόρος 296 mg (7%) Μονάδες μέτρησης
(Fat) (Phosphorus) μg = micrograms, mg = milligrams
IU = International units
Πρωτεΐνες 23,00 g Κάλιο 770 mg (%)
(Proteins) (Potassium)
Διαιτητικές 24,60 g Νάτριο 67 mg (%)
Ίνες (Sodium)
(Dietary Fibers)

Ψευδάργυρος 2,50 mg (%)
(Zinc)



Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου

Τριγωνίσκος (Trigonella, τ. Ἐλλοβοκάρπων)˙ γ. περιλ. περί τά 50 εἴδη, τα πλεῖστα ἰθαγ. της Εὐρώπης, της
Ἀσίας και τῆς Ἀφρικῆς˙ φ. ποὠδη, κτηνοτροφικὰ ἤ ἄλλως χρήσιμα. Εἴδη τῆς ἑλλ. χλωρ. 11 ἐν οἷς καἱ α )
Τ. ὁ κερατιοφόρος (Τ. corniculata), κοινὸν εἴς τὴν δυτ. ἰδὶως Ἑλλάδα καὶ κν. ὀνομαζόμενον Τριφύλλι καἱ
Νυχάκι. β’) Τ. ὁ πλατύκαρπος (Τ. platycarpos ή Batansae), το κν. ἐν Θήρα Στροφίλι και γ’) Τ. ἡ Τῆλις (Τ.
Σελίδα - 162 -

Foenum graecum, γαλλ. Fenu-grec. ἀγγλ. Fenugreek), τὁ κν. Γνωστὁν ὑπὸ τὰ ὀνὸματα Τῆλι, Τηντιλίδα,
Τηντιλίνα ἤ Μοσχοσίταρο. Καὶ τὰ τρία ἐτήσια˙ τὁ τρίτον οὐχἱ σύνηθες ἐν Ἑλλάδι, κοινὸν δε ἐν Συρία,
Ἀραβία καὶ ἀνὰ τήν βop. Ἀφρικὴν ἔνθα ἐκτιμᾶται λίαν, ὑπὸ τῶν Ἀράβων, ὡς εἶδος νομευτικόν, διὁ καἱ
λἑγουσιν οὗτοι ὅτι «εὐτυχὴς ὁ θνητὸς ὁ πατῶν γῆν ἐφ’ ἧς φύεται, τὸ Ἐλμπίχ», δ.δ. Τ. ἡ Τῆλις Ἐν Αἰγύπτῳ
τὁ φ. τοῦτο καλλιεργεῖται ἔκπαλαι ὡς κτηνοτροφικὸν, λαχανικὸν καὶ φαρμακευτικόν˙ οἱ τρυφεροὶ καὶ
εὔοσμοι βλαστοί του ἐσθίονται αὐτόθι ὠμοί ἤ ἑφθοί, τὰ δὲ ἀρωματικὰ σπέρματά του χρησιμοποιοῦνται ὡς
φἀρμακον μαλακτικὸν ἤ φρύγονται πρὸς παρασκευἠν εἴδους ποτοῦ. Εἰς τὸ φ. τοῦτο ἀναφέρεται ὁ παρὰ
Θεοφρ. Κτηνοτροφιχὸς Βούκερας, ὡς εἶδος κτηνοτροφιχὸν δὲ ἐκαλλιεργεῖτο ὑπὸ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων
καὶ Ῥωμαίων (Foenum graecum). Ἐνιαχοῦ τῆς Εὐρώπης τὸ εἶδος τοῦτο καλλιεργεῖται σήμερον πρωτίστως
διὰ τὰ φαρμακευτικὰ σπέρματά του (φρμ. Τήλεως σπέρμα, Semina Foeni Graeci) χρήσιμα ἰδίως εἰς τὴν
κτηνιατρικήν˙ εἶνε δὲ ταῦτα τά ὑπὸ τοῦ Διοσκρ. ἀναφερόμενα ὑπὸ τὰ ὀνόματα Τῆλις ἤ Τήλεως καρπός,
βούκερως, αἰγόκερως καί Κεραΐτις (βλ. καί Μελίλωτος).

Ονομασία
Η επιστημονική του ονομασία είναι Trigonella foenum-graecum L. (Τριγωνέλλα η ελληνική χλόη -
γραικόχορτος). Υπάρχουν πολλές ποικιλίες που φτάνουν τον αριθμό 11 του γένους τριγωνίσκος ή
τριγωνέλλα και αυτοφύονται στην Ελλάδα. Στη χώρα μας το συναντούμε (ιδιαίτερα σε Κεφαλληνία,
Μεσσηνία και Κρήτη) με τις ονομασίες Τήλι, Τηντελίδα, Ντηλιλίνα, Ντοντιλίνα, Στροφύλι, Μοσχοσίταρο,
Τσιμένι. Η Τριγωνέλλα η Ελληνική πιστεύεται ότι έχει έρθει για καλλιέργεια από την Εγγύς Ανατολή. Ενώ
οι Zohary και Hopf δεν είναι βέβαιοι, το πιο άγριο στέλεχος του γένους του Τριγωνίσκου (Trigonella),
προκάλεσε τον εξημερωμένο τριγωνίσκο.
Ιστορικά στοιχεία

Βότανο γνωστό από την αρχαιότητα, το οποίο ο Ιπποκράτης είχε σε μεγάλη υπόληψη. Απανθρακωμένοι
σπόροι τηντιλίδας έχουν ανακτηθεί από το Tell Halal, του Ιράκ, (με ραδιοχρονολόγηση από το 4000 π.Χ.)
και στα στρωματογραφικά επίπεδα της Εποχής του Χαλκού της Λαχίς και αποξηραμένοι σπόροι από το
τάφο του Τουταγχαμών. Ο Κάτων ο Πρεσβύτερος, καταγράφει το μοσχοσίταρο με τριφύλλι και το λαθούρι,
ως τις καλλιέργειες για τις ζωοτροφές.
Αναφέρεται σε Εμπερικούς πάπυρους του 1500 π.Χ. σαν χόρτο υποβοηθητικό της γέννας και το
καλλιεργούσαν στην αρχαία Συρία από τον 6ο αιώνα π.Χ. Οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τα φύλλα του, ως
πολύτιμη ζωοτροφή.
Ο Διοσκορίδης το αναφέρει ως τήλις, βούκερας, βούκερως, αιγόκερας, αιγόκερως και κεραϊτις. Το
αναφέρει και ο Θεόφραστος. Ο Ιπποκράτης χρησιμοποιούσε το τσιμένι σαν μαλακτικό, αντισηπτικό και το
αφέψημα του φυτού το έδινε κατά των ασθενειών της μήτρας. Ο Ορειβάσιος και ο Παύλος Αιγινήτης το
έδιναν κατά των ηπατικών παθήσεων, σαν αντισηπτικό των εντέρων και σαν αντιφυσώδες.

Ο πάπυρος του Έβερς το αναφέρει ως συστατικό του κύφιως. Οι Άραβες γιατροί (Αβικένας, Ραζής κ.α.)
το χρησιμοποιούσαν. Ήταν γνωστό και στην αρχαία Αίγυπτο στην οποία έλεγαν ότι αν τρίβεις το σώμα
σου με αυτό το φυτό, η επιδερμίδα σου θα γίνει ωραία, απαλλαγμένη από κάθε ελάττωμα. Οι Αιγύπτιοι το
χρησιμοποιούσαν ως βοήθημα στον τοκετό, γιατί δρα ως διεγερτικό της μήτρας και για να αυξήσουν την
έκκριση του γάλακτος. Επίσης χρησιμοποιούσαν τους σπόρους ως θυμίαμα και στις ταριχεύσεις. Ακόμη
και σήμερα στην Αίγυπτο φτιάχνουν ένα τσάι που το ονομάζουν Χίλμπα που κάνει καλό στις κράμπες στο
στομάχι και τις διάρροιες που παθαίνουν οι τουρίστες.

Στην Γαλλία το βότανο εισήχθη από τους Βενέδικτους επί Καρλομάγνου. Στη μεσαιωνική Ευρώπη,
καλλιεργούνταν το τσιμένι σε μεγάλη έκταση ως μπαχαρικό φυτό, στους αυτοκρατορικούς κήπους του
Καρλομάγνου. Στην Κίνα επίσης το βότανο είναι γνωστό με την ονομασία Hu Lu Ba και το χρησιμοποιούν
για τον κοιλόπονο. Παράλληλα όμως οι κινέζοι χρησιμοποιούν τους σπόρους του φυτού, τους οποίους
θεωρούν αφροδισιακούς (το ίδιο και οι Άραβες), θερμαντικούς για τα νεφρά και τα αναπαραγωγικά
όργανα. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιούνται για την θεραπεία της ανδρικής ανικανότητας.

Ο Blum το 1924 ανακοίνωσε στην Ιατρική Εταιρεία του Παρισιού πως τα σπέρματα της τριγωνέλλας
μπορούν να αντικαταστήσουν το μουρουνέλαιο που έδιναν στα παιδιά. Ο Leclerc χρησιμοποιούσε το
γλισχραματώδες αφέψημα σε γαργαρισμούς κατά των αποστημάτων των αμυγδαλών και σε κλύσματα σε


Σελίδα - 163 -

οξείες κολίτιδες και μητρίτιδες, όπως και σε επιδέσμους επί ερυσιπελατώδεων εσχαρών, λεμφαγειίτιδες,
φλεγμονές, μώλωπες και εκχυμώσεις.
Blum, Mignot και Leclerc θεωρούσαν σπουδαία την ιδιότητα του βοτάνου κατά του σακχαρώδους διαβήτη.
Σε ελαφρές περιπτώσεις η χρήση του βοτάνου εξαφάνιζε το σάκχαρο από τα ούρα των ασθενών.
Εκτός από τις θεραπευτικές ιδιότητες, οι σπόροι του φυτού, δίνουν άλευρο με μεγάλη θρεπτική αξία, πολύ
δε περισσότερο γιατί περιέχουν λιπαρές ουσίες, υδατάνθρακες και γλίσχρασμα. Για τον λόγο αυτό στην
Τύνιδα, όταν θέλανε να παχύνουν τις νύφες πριν τον γάμο τους, τις έβαζαν και έτρωγαν το άλευρο ψημένο
με λάδι ή έπιναν το έγχυμα των σπερμάτων. Σε Ελλάδα, Μικρά Ασία, Κωνσταντινούπολη, Αίγυπτο και
Αραβικές χώρες, αρωμάτιζαν τον παστρουμά, αλευρώνοντάς τον με παχύ στρώμα μοσχοσίταρου. Σε
Αίγυπτο και Τουρκία έκαναν τηγανίτες με αλεύρι τριγωνέλλας και βέβαια το ίδιο έγινε και στην Ελλάδα
κατά το διάστημα της εχθρικής κατοχής (1941- 44).

Περιγραφή

Είναι ετήσιο φυτό και το ύψος του κυμαίνεται από 10 έως 50 εκατοστά. Τα φύλλα είναι τρίφυλλα,
οδοντωτά, με 1-2 άνθη στις μασχάλες των ανώτερων φύλλων, 8-15 χιλιοστά, λευκοκιτρινωπά ή λευκά
ξεπλυμένα με πορφυρό χρώμα στη βάση τους. Οι τρυφεροί του βλαστοί είναι μυρωδάτοι και τρώγονται. Η
ποικιλία νυχάκι ή τσιμένι καλλιεργείται στις περιοχές του Λαυρίου και της Μακεδονίας σε μικρές εκτάσεις
και χρησιμοποιείται στην επεξεργασία του παστρουμά. Η ονομασία μοσχοσίταρο προέρχεται από τους
σπόρους του φυτού, το αλεύρι των οποίων αν ανακατευθεί με αυτό του σταριού δίνει στο ψωμί μια γλυκιά
νοστιμιά.

Ο καρπός της χέλμπας, έχει σχήμα ρομβοειδές και σε καθεμιά από τις δυο του επιφάνειες, υπάρχει ένα
αβαθές αυλάκι που τον χωρίζει διαγωνίως, το χρώμα του είναι ανοικτό καφέ και μοιάζει με αυτόν του
σιταριού - σαν τετράγωνος τραχανάς. Η οσμή των σπόρων του ελληνικού σανού, είναι ευχάριστη που
θυμίζουν αυτήν του σέλινου και όταν αλεστούν αυτήν του παστουρμά ή κατ'άλλους αυτήν των μπιζελιών,
ξεροψήνονται δε, προκειμένου να φύγει η πικρή τους γεύση.
Τα φύλλα του τριγωνίσκου, είναι τρίλοβα (εξ ου και η ονομασία) που μοιάζουν αρκετά με αυτά του
τριφυλλιού αλλά είναι πολύ πιό παχύσαρκα.
Παγκόσμια είχε γίνει γνωστό ως Ελληνικός σανός γιατί το καλλιεργούσαμε από παλιά σαν κτηνοτροφική

Συστατικά

Τα σπέρματα του φυτού, αναδίδουν μία ευχάριστη οσμή ανάλογη με του Μελίλωτου. Η γεύση τους είναι
γλισχραματώδης και μοιάζει με την γεύση του μπιζελιού. Η χαρακτηριστική οσμή στα σπέρματα του φυτού
αποδίδεται στο κύριο δραστικό συστατικό που ονομάζεται κουμαρίνη. Οι σπόροι της τριγωνέλλας είναι
πλούσια πηγή του πολυσακχαρίτη γαλακτομαννάνη (30%) Περιέχει ακόμη φλαβονοειδή (βήτα καροτίνη,
κουμαρίνη, διοσγενίνη, καμφερόλη, λουτεολίνη, π-κουμαρικό οξύ, κερσετίνη, ρουτίνη, βιτεξίνη) σαπωνίνη
(γλυκωσίδη), τριγωνελλίνη, χολήνινη, λεκιθίνες, ένα πτητικό έλαιο με δυνατή μυρουδιά τράγου, 6%
πυκνόρρευστο έλαιο, 27% πρωτεΐνες, τανίνη, βήτα-σιτοστερόλη και βιταμίνες Α, Β και C.
Το σύγχρονο επιστημονικό ενδιαφέρον για την Τριγωνέλλα εστιάζεται στην παρουσία στο φυτό της
αλκαλοειδούς τριγωνελλίνης το οποίο αποδείχθηκε σημαντικό στη θεραπεία του καρκίνου και στις άλλες
σαπωνώδεις ουσίες που χρησιμεύουν σε φαρμακευτικά προϊόντα για την υγιεινή του στόματος. Οι
διατροφικές ουσίες που περιλαμβάνονται στους σπόρους είναι αμινοξέα, ασβέστιο, απαραίτητα λιπαρά
οξέα , φολικό οξύ , σίδηρος, μαγνήσιο, μαγγάνιο, φώσφορος, κάλιο, σελήνιο, ψευδάργυρος, βιταμίνη Β1 ,
βιταμίνη Β2 , βιταμίνη Β3 και βιταμίνη C.

Θεραπευτικές Ιδιότητες
Το βότανο δρα ως αποχρεμπτικό, μαλακτικό, τονωτικό και γαλακταγωγό. Είναι χρήσιμο για την τοπική
θεραπεία και τη μείωση της φλεγμονής σε καταστάσεις όπως τραύματα, δοθιήνες, ερεθισμένες πληγές,
συρίγγια και όγκοι. Μπορεί να βοηθήσει στη βρογχίτιδα και με γαργάρες να ανακουφίσει τον λαιμό. Η
πικρή του γεύση εξηγεί την χρήση του στις πεπτικές διαταραχές και τη μείωση του σακχάρου του αίματος.
Είναι ισχυρό διεγερτικό της παραγωγής γάλακτος στις μητέρες για τις οποίες είναι εντελώς ασφαλές και
έχει τη φήμη ότι ενισχύει την ανάπτυξη των μαστών. Χρησιμοποιείται στην ομοιοπαθητική ως καθαρτικό,
για την λίπανση του εντέρου, την μείωση του πυρετού, σε φλεγμονές και διαταραχές των πνευμόνων.
Σελίδα - 164 -

Επίσης για την μείωση των επιπέδων χοληστερόλης και σακχάρου του αίματος, για την μείωση της βλέννας
σε άσθμα και ιγμορίτιδα και για την παραγωγή γάλακτος σε θηλάζουσες μητέρες.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή

Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούμε τους σπόρους και τα επίγεια τμήματα. Πρέπει όπως να
διαλέγουμε το μεγάλο σπέρμα, που πρέπει ακόμη να έχει χρώμα κίτρινο. Το παλιό έχει χρώμα σκούρο ή
καστανό.

Ο Ελληνικός σανός, χρησιμοποιείται ως βότανο (αποξηραμένος ή σε φρέσκα φύλλα), μπαχαρικό (σπόροι)
και λαχανικό (φρέσκα φύλλα, φύτρα (sprouts) και μικροπρασινάδα (microgreens)). Η σοτολόνη (sotolon),
είναι το χημικό που είναι υπεύθυνο για τη χαρακτηριστική γλυκιά μυρωδιά του μοσχοσίταρου.

Συνιστάται από τους συμβούλους γαλουχίας και χρησιμοποιείται από τις θηλάζουσες μητέρες,
συμβάλλοντας στην τόνωση της παραγωγής και προμήθειας γάλακτος και επίσης υποτίθεται ότι βοηθά
στην απόκτηση ή τη μείωση του βάρους. Ωστόσο, δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία που να στηρίζουν αυτούς
τους ισχυρισμούς.
Οι σπόροι του τριγωνίσκου, μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν ως συστατικό του μπαχαράτ.

Παρασκευή και δοσολογία

Κυβοειδούς σχήματος, κίτρινο-πορτοκαλί χρώματος, οι σπόροι του μοσχοσίταρου απαντώνται συχνά στις
κουζίνες της Ινδικής υποηπείρου, που χρησιμοποιούνται τόσο ολόκληροι όσο και σκόνη, για την
παρασκευή τουρσιών, πιάτων με λαχανικά, daal και αναμίξεις μπαχαρικών όπως σκόνη για panch phoron
και sambar. Συχνά ψήνονται προκειμένου να μειωθεί η πικρία και να ενισχυθεί η γεύση.
Οι Άραβες, χρησιμοποιούν τη χέλμπα, για να αρωματίσουν το πρωινό τους μέλι. Το τσάι του είναι
δημοφιλές γιατρικό, για τις κράμπες του στομάχου, μετά από τη διάρροια.
Τα φρέσκα φύλλα του μοσχόσιτου, είναι ένα συστατικό σε ορισμένα Ινδικά κάρυ. Σπόροι με φύτρα και
μικροπρασινάδα χρησιμοποιούνται σε σαλάτες. Όταν ο μοσχόσιτος συγκομίζεται ως μικροπρασινάδα,
είναι γνωστός ως Samudra methi στη Μαχαράστρα, κυρίως εντός και πέριξ της Βομβάης, όπου συχνά
καλλιεργείται στις αμμώδεις εκτάσεις κοντά στη θάλασσα, εξ ου και η ονομασία "samudra", «ωκεανός»
στα Σανσκριτικά. Η samudra methi, καλλιεργείται επίσης, στις ξηρές κοίτες των ποταμών, στις Gangetic
πεδιάδες. Όταν πωλείται ως λαχανικό στην Ινδία, τα νεαρά φυτά που συγκομίζονται με τις ρίζες τους,
εξακολουθούν να συνδέονται και να πωλούνται σε μικρές δέσμες στις αγορές και τα παζάρια. Τυχόν
υπόλοιπο χώμα, ξεπλένεται προκειμένου να επεκταθεί η ζωή τους στο ράφι.

Στην Τουρκική κουζίνα, το μοσχοσίταρο, χρησιμοποιείται για την κατασκευή ενός πολτού γνωστού ως
çemen (εξ ου και η ονομασία «τσιμένι»). Κύμινο, μαύρο πιπέρι και άλλα μπαχαρικά προστίθενται σε αυτό,
ειδικά για την παρασκευή του παστουρμά.

Στην Περσική κουζίνα, τα φύλλα του μοσχοσίταρου ονομάζονται (shanbalile). Είναι το βασικό συστατικό
και ένα από τα πολλά χόρτα που έχουν ενσωματωθεί στο γκορμέ σαμπζί (ghormeh sabzi) και eshkeneh και
τα οποία συχνά λέγεται ότι είναι τα εθνικά φαγητά του Ιράν.

Στην Αιγυπτιακή κουζίνα, οι αγρότες στην Άνω Αίγυπτο, προσθέτουν σπόρους μοσχοσίταρου και
αραβοσίτου στις πίτες τους για να παράξουν το aish merahrah, μια βάση της διατροφής τους.

Είναι συντηρητικό κρέατος και επίσης προφυλάσσει από ενδεχόμενη δηλητηρίαση, επενεργώντας ως
αντίδοτο, (σε περίπτωση αλλοίωσης του προϊόντος).
Το μοσχοσίταρο, χρησιμοποιείται στην κουζίνα της Ερυθραίας και της Αιθιοπίας. Η λέξη για το
μοσχοσίταρο στα Αμχαρικά είναι abesh (ή abish) και ο σπόρος του χρησιμοποιείται στην Αιθιοπία, ως
φυσικό φυτικό φάρμακο για τη θεραπεία του διαβήτη.
Οι Υεμενίτες Εβραίοι ακολουθώντας την ερμηνεία του ραβίνου Salomon Isaacides, (Rashi), πιστεύουν ότι
η τηντιλίδα, την οποία αποκαλούν hilbeh, hilba, helba, ή halba είναι η ρουβια (rubia) του Ταλμούδ. Τη
χρησιμοποιούν επίσης, για να παράξουν μια σάλτσα που επίσης ονομάζεται hilbeh, υπενθυμίζοντας το
κάρυ. Καταναλώνεται καθημερινά και τελετουργικά κατά τη διάρκεια του γεύματος από την πρώτη ή / και
τη δεύτερη νύχτα του Εβραϊκού Νέου Έτους, Ρος Χασχάνα (Rosh Hashana)

Σελίδα - 165 -

Σημαντικές χώρες παραγωγής μοσχοσίταρου είναι: το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, η Ινδία, το Ιράν, το
Νεπάλ, το Μπανγκλαντές, η Αργεντινή, η Αίγυπτος, η Γαλλία, η Ισπανία, η Τουρκία και το Μαρόκο. Ο
μεγαλύτερος παραγωγός είναι η Ινδία, όπου τα κρατίδιά της με την μεγαλύτερη παραγωγή είναι: το
Ρατζαστάν, το Γκουτζαράτ, το Ουταράχαντ, το Ούταρ Πραντές, το Μάντια Πραντές, το Μαχαράστρα, το
Χαρυάνα και το Πουντζάμπ. Το Ρατζαστάν, αντιπροσωπεύει πάνω από το 80% της παραγωγής της Ινδίας.
Παρασκευάζεται ως αφέψημα. Σιγοβράζουμε 1,5 κουταλιά του τσαγιού σπόρους σε ένα φλιτζάνι νερό για
10 λεπτά. Σουρώνουμε και πίνουμε τρεις φορές την ημέρα. Αν θέλουμε να βελτιώσουμε την πικρή του
γεύση μπορούμε να προσθέσουμε Μάραθο ή Γλυκάνισο. Τα αποτελέσματα της χρήσης του βοτάνου
εμφανίζονται γρήγορα. Την δεύτερη ή τρίτη ημέρα η όρεξη μεγαλώνει και σε λίγο χρονικό διάστημα οι
ασθενείς αισθάνονται καταπληκτική ευφορία.

Σε περιπτώσεις διαταραχών του αναπαραγωγικού και για καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από αδυναμία
λαμβάνουμε το βότανο υπό μορφή βάμματος πίνοντας 1-2 ml βάμματος 3 φορές την ημέρα.

Προφυλάξεις

Το βότανο δεν προκαλεί σοβαρές παρενέργειες. Μπορεί να εμφανιστούν εντερικές αντιδράσεις (κολικοί ή
διάρροιες), όταν όμως ελαττώσουμε τη δόση, η διάρροια υποχωρεί και μπορούμε σταδιακά να
επανέλθουμε στις κανονικές δόσεις. Δεν το λαμβάνουμε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Φιντάνια τριγωνίσκου, τα οποία το 2009 και το 2010, καλλιεργήθηκαν από μολυσμένους σπόρους που
εισήχθησαν από την Αίγυπτο, είχαν εμπλακεί αλλά όχι οριστικά συνδεθεί στη Γερμανία, με την επιδημία
της Escherichia coli O104:H4 του 2011.
























































Σελίδα - 166 -

Tussilago farfara, κν βηχάκι, γλυκομάνα, χαμόλευκα















Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Εμβρυόφυτα Embryophytes
Ομοταξία: Τραχειóφυτα (Tracheophytes)
Υφομοταξία: Αστερίδες (Asterids)
Τάξη: Αστερώδη (Asterales)
Οικογένεια: Αστεροειδή (Asteraceae)
Γένος: Tussilago
Είδος: T. farfara
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου

Βήχιον τὸ σιτόφυγον (Tussilago Farfara, γαλλ. Pas d’ ane, ἀγγλ, Colt’s foot), το Βήχιον ἤ Χαμαιλεύκη
τοῦ Διοσκρ., ὅπερ κν. ὀνομάζεται Χαμόλευκα’ φ. ποῶδες, πολυετές, φαρμακευτικόν, (φρμ. Βηχίου φύλλα,
Folia Farfarae), τῆς τ. τῶν Συνθέτων, κν. ἐν Ἑλλάδι καὶ πανταχοῦ σχεδὸν τῆς λοιπῆς Εὐρώπης.
Ποικιλόφυλλος διαφορὰ αὐτοῦ θεραπεύεται πρὸς κόσμον

Ονομασία

Το Βήχιο (Tussilago farfara), κοινώς γνωστό ως coltsfoot(Α), είναι ένα φυτό της φυλής Groundsel
(Senecioneae) της οικογένειας των Αστεροειδών (Asteraceae) ή αλλιώς σύνθετων, και προέρχεται από την
Ευρώπη και μέρη της Κεντρικής Ασίας. Το όνομα "tussilago" προέρχεται από το Λατινικό tussis, που
σημάινει βήχας και ago, που σημαίνει διεξάγω ή ενεργώ. Έχει χρησιμοποιηθεί στην παραδοσιακή ιατρική,
αλλά η ανακάλυψη αλκαλοειδών στο φυτό έχει δημιουργήσει ανησυχίες για την υγεία του ήπατος.
Το Βήχιο είναι το μόνο αποδεκτό είδος του γένους Tussilago, ωστόσο πάνω από 24 άλλα είδη έχουν σε
κάποια στιγμή θεωρηθεί μέρη αυτού του γένους. Τα περισσότερα από αυτά πλέον θεωρούνται μέλη άλλου
γένους. (Chaptalia,Chevreulia, Farfugium, Homogyne, Leibnitzia, Petasites, Senecio)
Ιστορικά στοιχεία

Είναι πολύ γνωστό φαρμακευτικό φυτό από την αρχαιότητα. Το αρχαίο του όνομα ήταν χαμαιλεύκη αλλά
επικράτησε το όνομα «βήχιο» που του έδωσε ο Διοσκουρίδης. Ο Πλίνιος, ο Έλληνας γιατρός Διοσκουρίδης
καθώς και ο Ιπποκράτης, το συνιστούσαν για την θεραπεία του χρόνιου βήχα, της καταρροής, του
ερεθισμένου λαιμού, της βρογχίτιδας και του άσθματος, καθώς διαθέτει αποχρεμπτικές και μαλακτικές
ιδιότητες, που οφείλονται στις σαπωνοειδείς, φλαβονικές και άλλες πολύτιμες ουσίες που περιέχει. Οι
βλεννώδεις ουσίες που περιέχει έχουν αποχρεμπτικές ιδιότητες και καταστέλλουν το βήχα και αυτό το
κάνει εξαιρετικό στην καταπολέμηση της βρογχίτιδας, τραχειίτιδας και κρυολογημάτων και γενικότερα
παθήσεων του αναπνευστικού συστήματος. Το Βήχιο είναι γνωστό απο τους αρχαίους χρόνους κυρίως ως
φάρμακο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του αναπνευστικού.

Σελίδα - 167 -

Περιγραφή

Πολυετής πόα ύψους 10-25cm, με μεγάλα, καρδιόσχημα, χνουδωτά, πράσινα φύλλα και μεγάλα άνθη με
καστανά λέπια και χρυσοκίτρινα κεφάλια. Ο καρπός του φυτού έχει τη μορφή λευκού λοφίου και σχήμα
που μοιάζει με ίχνος ποδιού γαιδάρου, το ρίζωμα του είναι χοντρό και την άνοιξη δίνει τους χνουδωτούς,
ανθικούς βλαστούς. Το βήχιο φύεται σε μεγάλο μέρος της Ελλάδας σε ορεινές τοποθεσίες και σε υψόμετρα
μέχρι 2.200 μέτρα Προτιμάει υγρά και λασπώδη αλλά ηλιόλουστα εδάφη.
Συστατικά

Βλεννώδεις ουσίες, ταννίνες, ινουλίνη, ξανθοφύλλη, υδατάνθρακες, φλαβονοειδή, αρνιδιόλη, φαραδιόλη,
αιθέριο έλαιο, πικροί παράγοντες, σιτοστερόλη, υδροξυκινναμικά οξέα, σεσκιτερπένια, αλκαλοειδή
πυρρολιζιδίνης, σαπωνίνες, ψευδάργυρος, κάλιο, ασβέστιο, καροτενοειδή, στερίνες.

Θεραπευτικές Ιδιότητες

Η λαϊκή ιατρική αντιμετωπίζει τον βήχα και την βρογχίτιδα παρασκευάζοντας ρόφημα με το βήχιο, που
πίνεται τακτικά μέχρι να ατονήσουν τα συμπτώματα. Για δερματικές παθήσεις (καλόγερους, αποστήματα,
κ.α.) χρησιμοποιούνται καταπλάσματα. Και σήμερα το βήχιο χρησιμοποιείται από φαρμακευτικές εταιρίες
σε αντιβηχικά σκευάσματα και σε φίλτρα για καπνιστές.
Για τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες χρησιμοποιούνται τα άνθη και τα φύλλα σε αποξηραμένη μορφή.
Χρησιμοποιείται επίσης για την ανακούφιση από αρθριτικούς και ρευματικούς πόνους καθώς απο τον
πονόδοντο πάντα σε μορφή αφεψήματος. Το φυτό εμφανίζει αποχρεπτικές, μαλακτικές, αντιβηχικές,
αντικαταρροϊκές, διουρητικές, επουλωτικές, αντιφλεγμονώδεις και μικροβιοστατικές ιδιότητες. Συνιστάται
υπό τη μορφή αφεψήματος (τσάι) για τη θεραπεία της τραχειϊτιδας, της βρογχίτιδας, του κρυολογήματος,
του ερεθιστικού βήχα, του κοκκύτη, του άσθματος, των χρόνιων μορφών εμφυσήματος και της κυστίτιδας.
Εφαρμόζεται εξωτερικά στο δέρμα υπό τη μορφή καταπλάσματος για την αντιμετώπιση των δοθιήνων,
των αποστημάτων και των πυώδων ελκών και υπό τη μορφή βάμματος κατά του πονόδοντου, των
ρευματικών και αρθρικών πόνων. Στην Ευρώπη συνήθως χρησιμοποιούνται θεραπευτικά τα φύλλα, ενώ
στην Κίνα προτιμώνται οι ανθοφόροι μίσχοι (λόγω των υψηλότερων επιπέδων σε αλκαλοειδή
πυρρολιζιδίνης).

Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή

Η ανθοφορία γίνεται από τον Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο και η συγκομιδή από τον Μάρτιο έως τον
Απρίλιο (άνθη) και από τον Μάιο έως τον Ιούνιο (φύλλα). Ανθίζει από τον Φεβρουάριο, με μεγάλα κίτρινα
άνθη. Τα φύλλα του εμφανίζονται μετά την άνθιση και μοιάζουν με τα φύλλα του κισσού. Τα άνθη
συλλέγονται αργά τον χειμώνα και τα φύλλα την άνοιξη, όταν εμφανιστούν.

Παρασκευή και δοσολογία
Χορηγείται υπό τη μορφή αφεψήματος (τσάι: μία με δύο κουταλιές των αποξηραμένων φύλλων και ανθέων
βράζουν σε ένα φλυτζάνι νερό για 10min, 3 φορές την ημέρα). Εφαρμόζεται εξωτερικά στο δέρμα ως
επουλωτικό, αντιφλεγμονώδες και στυπτικό υπό τη μορφή καταπλάσματος, βάμματος και κόνεως.
Προφυλάξεις

Θεωρείται επικίνδυνο λόγω της περιεκτικότητάς του στα ηπατοτοξικά αλκαλοειδή πυρρολιζιδίνης, κυρίως
σε ασθενείς με υψηλή αρτηριακή πίεση, καρδιακές παθήσεις, νόσους του ήπατος και έντονες αλλεργίες.
Αποφεύγεται κατά την κύηση και τη γαλουχία. Τα αλκαλοειδή της πυρρολιζιδίνης σε υψηλές δόσεις έχουν
τοξική επίδραση στο ήπαρ όταν το φυτό καταναλώνεται ωμό, ωστόσο είναι θερμοευαίσθητα και
καταστρέφονται κατά τον βρασμό. Το μειονέκτημα για τη χρήση του είναι ότι περιέχει και ίχνη από τοξικά-
καρκινογόνα αλκαλοειδή (pyrrolizidine alkaloids ) τα οποία προσβάλλουν το συκώτι.










Σελίδα - 168 -

Urtica dioica, κν τσουκνίδα











Συστηματική ταξινόμηση

Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Κνιδώδη (Urticales)
Οικογένεια: Κνιδοειδή (Urticaceae)
Γένος: Κνίδη (Urtica)
Είδος: Κνίδη η δίοικος (U. dioica)

Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου

ׄׄׄׄ
ׄ
Κνίδη (Urtica, γαλλ. Ortie άγγλ. Nettle, τουρ. Ἰσιγράν, τ. Κνιδωδῶν) γ. περιλ. Περὶ τὰ 30 εἴδη, ἰθαγ. εὐκρ.
καὶ ψυχρῶν χωρῶν˙ φ. ποώδη, ετήσια καὶ πολυετῆ˙ τινά ζιζάνια (τά κν. Τβουκνίδες, Τσικνίδες καί
Τσοῦκνες, Σκνίθρες δὲ καὶ Σκίθες ἐν Κύπρῳ ὀνομαζόμενα), ἄλλα φαρμακευτικά, κλωστικά και ἄλλως
χρήσιμα. Πάντων σχεδὸν τὰ ἐναέρια μέρη φέρουσι τρίχας λεπτάς, κωνικάς, κοίλας, καταληγούσας εἰς οξύ,
λίαν δὲ εὐθραύστους καὶ πλήρεις μυρμηκικοῦ ὀξέος. Εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ ὀξέος τούτου ὀφείλεται ὁ
καυστικός κνησμὸς ὄν αἰσθάνεται ὁ ἀπροσέκτως θίγων τὰ φ. ταῦτα. Εἴδη τῆς ἑλλ. χλωρ. ἀναφέρονται τὰ
καὶ ἀλλαχοῦ ἀπαντῶντα α') Κ. ἡ διοίκιος (U. dioeca, γαλλ. Grande Ortie), εἶδος πολυετές, ὀρεινὸν ἐν
Ἑλλάδι, κοινὸν ἀλλαχοῦ τῆς Εὐρώπης, ἔνθα καί λαχανεύεται˙ τοῦ εἴδους τούτου ἐνίοτε γίνεται χρῆσις δι’
ἐντριβὰς εἰς περιπτώσεις παραλυσίας, ληθαργίας ἤ ἀποπληξίας. Τὰ φύλλα του λεπτοκομμένα ἀποτελοῦσι
ἀρίστην τροφὴν διὰ τὰ νεαρά ἰνδικὰ ὀρνίθια (τὰ γαλλόπουλα),ξηρὰ δέ χορηγοῦνται μετὰ πιτύρων εἰς τὰς
ὄρνιθας πρὸς ἐπιτάχυνσιν τῆς ἐνάρξεως τῆς ὠοτοκίας. Εἰς τὸ εἶδος τοῦτο πιθανῶς ἀναφέρεται ἡ μεταξὺ
τῶν «ἀγρίων ἑψημάτων» κατατασσομένη παρ’ Ἀθην. (Β, 61) Ἀκαλύφη. Ἡ ρἰζα καὶ τὰ φύλλα τῆς Κ. ταύτης
εἶνε βαφικά, ἐκ δὲ τοῦ μακροῦ καυλοῦ της ἐπιτυγχάνεται κλωστικὴ οὐσία χρησιμοποιουμένη ἐνιαχοῦ τῆς
Εὐρώπης ὑπὸ τῶν ἀγροτῶν πρὸς κατασκευὴν σχοινιών καὶ χονδροῦ ὑφάσματος, καὶ ἡ οποία, ὡς πρὸς τὴν
στερεότητα, δύναται νὰ παραβληθῇ πρὸς τὴν κάνναβιν.

Ονομασία
Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι Urtica dioica (Κνιδή η δίοικος). Την συναντούμε με τις ονομασίες
τσουκνίδα, Αγκινίδα, Ακαληφή, Ούρτικη, Τσουκνίδα
Ιστορικά στοιχεία

Γνωστό βότανο από την αρχαιότητα. Ο Ιπποκράτης τοποθετεί την τσουκνίδα ανάμεσα στα φυτά πανάκεια,
αυτά δηλαδή που κάνουν για όλες τις ασθένειες. Σήμερα, 2500 χιλιάδες χρόνια μετά, κανείς δεν μπορεί να
αμφισβητήσει την άποψη αυτή.
Ο Διοσκουρίδης κατέγραψε μια σειρά χρήσεων της τσουκνίδας:

• φρεσκοκομμένα φύλλα ως έμπλαστρο για τις σηπτικές πληγές.
• τον χυμό της για τις αιμορραγίες της μύτης
• τα μαγειρεμένα της φύλλα αναμεμιγμένα με μύρο για να διεγείρουν την εμμηνόρροια.


Σελίδα - 169 -

Περιγραφή

Ο βλαστός της φτάνει σε ύψος το 1 μέτρο ενώ τα άνθη της είναι μικρά και άοσμα. Ολόκληρο το φυτό
καλύπτεται από αδενώδεις τρίχες που κατά την επαφή τους με το δέρμα προκαλούν φαγούρα, πολλές φορές
έντονη, τσούξιμο και κοκκινίλα σαν τσίμπημα κουνουπιού, ενώ σπανιότερα αλλεργικές διαταραχές. Αυτό
οφείλεται σε ένα δηλητηριώδες υγρό, που περιέχουν οι λεπτές βελόνες του φυτού στη σύσταση του οποίου
υπάρχει μυρμηκικό οξύ, ακετυλοχολίνες και ισταμίνες, οι οποίες όμως βελόνες καταστρέφονται με το
βράσιμο ή το ψήσιμο. Το πιο δηλητηριώδες είδος τσουκνίδας είναι το γνωστό με την ονομασία φύλλο του
διαβόλου που βρίσκεται στη νήσο Τιμόρ.

Συστατικά
Το φυτό διαθέτει ισχυρά αντιοξειδωτικά όπως:

Φυτοστερόλες: Τις φυτοστερόλες τις συναντάμε μόνο στα φυτά και τα βότανα και επιτελούν ρόλο παρόμοιο
με αυτόν της χοληστερόλης.
Πολυφαινόλες: Στον οργανισμό μας, οι πολυφαινόλες δρουν σαν αντιοξειδωτικά που σε συνέργεια και
άλλα αντιοξειδωτικά επιβραδύνουν ή και αναστέλλουν τον ρυθμό γήρανσης σταθεροποιώντας τα μόρια
των ελευθέρων ριζών μετατρέποντας τες σε αβλαβή απόβλητα , προστατεύουν από τον καρκίνο
αδρανοποιώντας τις ελεύθερες ρίζες και κατά συνέπεια τις αλλοιώσεις στο DNA. Η καμπεφερόλη
(kaempferol) εργαστηριακά, μαζί και με άλλες πρόσθετες δοκιμές, έχει καταδείξει το ευρύ φάσμα των
πιθανών αντικαρκινικών ιδιοτήτων της. Διακόπτει την ανάπτυξη σε κακοήθη καρκινικά κύτταρα,
περιορίζοντας την αγγειογένεση, προκαλώντας απόπτωση και μειώνοντας την διαθέσιμη ενέργεια και την
ικανότητά τους να μετασταθούν. Έχει επίσης αποδειχθεί ότι μειώνει τη δραστικότητα της πρωτεΐνης ΜΜΡ-
3 υποδηλώνοντας την πιθανή ικανότητά της να μειώνει τη μετάσταση. Έχει συσχετιστεί με μειωμένο
κίνδυνο γαστρικού καρκίνου. Καταστέλλει τη μετάσταση των κυττάρων του καρκίνου των ωοθηκών.
Μειώνει την ανάπτυξη των κυττάρων προ-μυελοκυτταρικής λευχαιμίας μέσω της αλλαγής του κυτταρικού
κύκλου. Σχετίζεται με την αύξηση της απόπτωσης των καρκινικών κυττάρων του πνεύμονα. Η quercetin
διαθέτει αντιισταμινικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Οι ουσίες αυτές έχουν την δυνατότητα να
βελτιώνουν την καρδιαγγειακή λειτουργία, να μειώνουν την oστεοπόρωση, τις εκφυλιστικές αλλοιώσεις
στην σπονδυλική στήλη και την μυϊκή αδυναμία

Ιχνοστοιχεία και μέταλα όπως, σίδηρο, ασβέστιο, κάλιο, πυριτικό οξύ, αμμωνία και μαγγάνιο.
Βιταμίνες: Βιταμίνη Α, προβιταμίνη Α σε πολύ μεγαλύτερη ποσότητα από το καρότο, βιταμίνες Β, βιταμίνη
C σε πολύ μεγαλύτερη ποσότητα από το φραγκοστάφυλλο , η οποία βοηθά στην απορρόφηση του σιδήρου
και βιταμίνη Κ.
Χλωροφύλλη. Η χλωροφύλλη είναι μια πορφυρίνη που περιέχει μαγνήσιο.

Λιπαρά οξέα: Λινολεϊκό οξύ, λινολενικό οξύ, παλμιτικό οξύ, στεατικό οξύ και ελαϊκό οξύ.
Αμινοξέα: Η τσουκνίδα περιέχει όλα τα απαραίτητα αμινοξέα.

Χρωστικές ουσίες: β-καροτένιο, λουτεΐνη, λουτεξανθίνη και άλλα καροτενοειδή.
Στην τσουκνίδα θα βρούμε επίσης: Αcetylcholine, ισταμίνη, σεροτονίνη και φορμικό οξύ.
Θεραπευτικές Ιδιότητες

Το αυστηρό αυτό φυτό - η τσουκνίδα - που όταν το πιάνουμε με γυμνά χέρια εκδικείται με το καυστικό
μυρμηκικό οξύ που περιέχουν οι λεπτότατες βελόνες του - αυτές που καταστρέφονται με την μεγάλη
θερμότητα όταν παρασκευάζουμε ροφήματα – έχει ισχυρές διουρητικές, ισχυρές τονωτικές και ισχυρές
αποτοξινωτικές ιδιότητες.

Αυξάνει την αιμοσφαιρίνη και είναι ευεργετική σε όσους έχουν υπέρταση και ζάχαρο και είναι
αντισπασμωδικό βότανο και ιδανικό ίαμα σε περιπτώσεις ρευματισμών και ισχιαλγίας. Εντείνει την
κυκλοφορία του αίματος και δρα θεραπευτικά στις περιπτώσεις παραλύσεων. Κοπανισμένη τσουκνίδα
μέσα στα ρουθούνια σταματά το αίμα. Τρυφερές κορυφές τσουκνίδας την άνοιξη που βράζονται και
τρώγονται - όπως το σπανάκι - δίνουν υγεία ,ενέργεια και τόνωση σε όλον τον οργανισμό. Το έγχυμά της
μαζί με τον χυμό λεμονιού είναι ένα εξαίρετο τονωτικό και αναζωογονητικό ρόφημα. Επουλώνει πληγές
Σελίδα - 170 -

από κοψίματα - όπως κοψίματα από μαχαίρι - θεραπεύει την αναιμία, την αρθρίτιδα διαλύοντας το ουρικό
οξύ. Η εφαρμογή κρέμας τσουκνίδας ή καταναλώνοντας τσουκνίδα σε σαλάτες, σε εγχύματα και
αφεψήματα φαίνεται να ανακουφίζει τις φλεγμονώδεις καταστάσεις, όπως η αρθρίτιδα.
Θεραπεύει τη δυσκοιλιότητα. Είναι άριστο γιατρικό για παθήσεις της χολής , για όσους υποφέρουν από
πέτρες στα νεφρά και από χρόνια ή οξεία νεφρίτιδα. Είναι ωφέλιμη για όσους πάσχουν από έλκος στομάχου
και χρόνιες διάρροιες και σε όσους υποφέρουν από βρογχικές παθήσεις. Βοηθάει τα άτομα που πάσχουν
από διαβήτη - μελέτες συνδέουν την τσουκνίδα με τη μείωση των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα. Στην
πραγματικότητα, η τσουκνίδα περιέχει ενώσεις που μιμούνται τις επιδράσεις της ινσουλίνης. Σε μια μελέτη
τριών μηνών σε 46 άτομα, η λήψη 500mg εκχυλίσματος τσουκνίδας τρεις φορές ημερησίως μείωσε
σημαντικά τα επίπεδα σακχάρου σε σύγκριση με ένα εικονικό φάρμακο.

Παρά τα πολλά υποσχόμενα ευρήματα, εξακολουθούν να υπάρχουν πολύ λίγες μελέτες για τη σχέση της
τσουκνίδας και του σακχάρου στο αίμα. Συμπερασματικά κάποιες από τις μελέτες αναφέρουν ότι η
τσουκνίδα μπορεί με ασφάλεια να βελτιώσει τον γλυκαιμικό έλεγχο σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 που
χρειάζονται θεραπεία ινσουλίνης. Tο εκχύλισμα της τσουκνίδας, μειώνοντας τη σάκχαρο του ορού , μπορεί
να είναι χρήσιμο για τη βελτίωση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2. Επίσης, με θετική επίδραση στο
προφίλ των λιπιδίων και με τη μείωση της επίδρασης στη λεπτίνη, μπορεί να βελτιώσει το μεταβολικό
σύνδρομο.

Η αγωγή με τσουκνίδα παρατηρήθηκε να βελτιώνει την υπεργλυκαιμία με μερική αποκατάσταση των
επιπέδων ινσουλίνης στο πλάσμα. Βοηθάει στον έλεγχο του βάρους. Είναι βότανο με αφροδισιακές
ιδιότητες, ιδανικό ίαμα για την ανδρική σεξουαλική ανικανότητα. Βοηθάει στη μείωση του μεγέθους του
προστάτη και θεραπεύει τα συμπτώματα της καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη. Βοηθάει στη θεραπεία
διαφόρων παθήσεων της κύστης. Θεραπεύει τα κοινά εξανθήματα. Είναι ιδανική για τα προβλήματα του
τριχωτού της κεφαλής και των προβλημάτων της τρίχας. Συντελεί στην ρύθμιση του συστήματος των
αδένων βοηθώντας στη σωστή λειτουργία τους. Έχει ευεργετική επίδρασή στη διανοητική υγεία του
ατόμου με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται με μεγάλη επιτυχία σε πολλές νευρασθένειες. Ρυθμίζει την
αρτηριακή πίεση και το οξειδωτικό στρες.

Οι ωφέλιμες ιδιότητες της τσουκνίδας όμως δεν εξαντλούνται εδώ. Βοηθάει προληπτικά και θεραπευτικά
όλους μας αλλά κυρίως άτομα που βρίσκονται στην περίοδο ανάρρωσης. Τονώνει τον οργανισμό σε
ηλικιωμένα άτομα , σε άτομα νεαρά που βρίσκονται στο στάδιο της ανάπτυξής τους, καθώς και άτομα
αναιμικά και εξασθενημένα.

Τα νεαρά φύλλα του φυτού είναι ευεργετικότατα στον οργανισμό καθώς τον προμηθεύουν σίδηρο και
πυριτικό οξύ, (από τις πλουσιότερες πηγές σιδήρου για τον οργανισμό). Οι κορυφές του φυτού περιέχουν,
ασβέστιο, χαλκό, χλώριο, κάλιο, πυρίτιο, νάτριο, σίδηρο, μαγγάνιο και άζωτο.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή

Οι τσουκνίδες ουσιαστικά είναι ζιζάνια, όμως σε μερικές περιοχές κάποια είδη έχουν μεγάλη οικονομική
σημασία. Για παράδειγμα, από ένα είδος τσουκνίδας στην Ασία λαμβάνονται κλωστικές ίνες από τον
βλαστό για την παραγωγή υφασμάτων ενώ αποξηραμένες τσουκνίδες δίνονται σαν τροφή σε ζώα. Το
αφέψημα του είδους Κνίδη η καυστηρά (Urtica urens), που βρίσκεται και στην Ελλάδα, είναι εξαιρετικό
διουρητικό και κατά της πέτρας της χολής, ενώ ο χυμός των σπόρων του σταματά την αιμορραγία.
Σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους βοηθά στην αντιμετώπιση δερματικών εκζεμάτων, συμβάλλει στην
μείωση του ουρικού οξέος και γενικώς συμβάλλει στην καλή κυκλοφορία του αίματος. Το είδος κνίδη η
δίοικος χρησιμοποιείται ευρέως και στην κουζίνα. Χάρη στα θρεπτικά συστατικά που περιέχει, το υψηλό
ποσοστό σε λευκώματα και σε βιταμίνη C οι τσουκνίδες καταναλώνονται ως σαλάτα, σούπα και πολλές
φορές αντικαθιστούν το σπανάκι. Για κατανάλωση θεωρούνται καλύτεροι οι νεαροί τρυφεροί βλαστοί.
Όλα τα μέρη του φυτού, υπέργεια και υπόγεια μπορούν να αποξηρανθούν και χρησιμοποιούνται στην
παραδοσιακή ιατρική.

Παρασκευή και δοσολογία
Η τσουκνίδα είναι ένα απίστευτα εύκολο βότανο-λαχανικό και μπορούμε να την προσθέσουμε στην
καθημερινή μας διατροφή. Μπορεί να την αγοράσουμε στις περισσότερες λαϊκές , από την αρχή της
άνοιξης μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού, να τη βρούμε σε αποξηραμένη μορφή για εγχύματα και
Σελίδα - 171 -

αφεψήματα στα περισσότερα καταστήματα υγιεινής διατροφής, αλλά μπορούμε να την συλλέξουμε και να
την αποξηράνουμε και μόνοι μας.
Σε εξειδικευμένα καταστήματα και σε φαρμακεία μπορούμε να βρούμε ταμπλέτες, βάμματα και αλοιφές
τσουκνίδας. Οι αλοιφές τσουκνίδας συχνά χρησιμοποιούνται για να θεραπεύσουν και να μετριάσουν τα
συμπτώματα της οστεοαρθρίτιδας και της αρθρίτιδας. Η αλοιφή από τα φύλλα της τσουκνίδας είναι ιδανική
και για το έκζεμα. Επαλείφουμε το σημείο αφειδώς.

Με τα αποξηραμένα φύλλα και τα λουλούδια της τσουκνίδας μπορούμε να κάνουμε νοστιμότατα
ενεργειακά και θεραπευτικά ροφήματα.
Τα φύλλα της φρέσκιας τσουκνίδας μπορούμε να τα κάνουμε βραστά σαλάτα ενώ τις ρίζες βρασμένες και
ψιλοκομμένες μπορούμε να τις προσθέσουμε στις σαλάτες μας, βρασμένες και πολτοποιημένες μπορούμε
να τις προσθέσουμε σε σούπες και σάλτσες. Η σούπα με φύλλα τσουκνίδας , καρότα και κρεμμύδια είναι
μια ισχυρότατη σούπα πλούσια σε σίδηρο και βιταμίνες.

Το αφέψημα της ρίζας της τσουκνίδας είναι ιδανικό για τη διόγκωση του προστάτη – σύμφωνα με τη
μεγάλη εγκυκλοπαίδεια των θεραπευτικών φυτών η ποσότητα είναι ένα φλιτζάνι ημερησίως.
Την έχουμε στην διατροφή μας όλη την περίοδο που υπάρχει τσουκνίδα.
Από άλλες μελέτες τα 360mg από εκχύλισμα ρίζας είναι μια ιδανική και αποτελεσματική δόση Μπορεί να
χρησιμοποιηθεί στην κηπουρική για την καταπολέμηση της ψώρας. Γι αυτό το σκοπό αναμειγνύονται 500
- 700 γρ. χλωρής ή 200 γρ. αποξηραμένης τσουκνίδας με 5 λίτρα κρύου νερού για ένα εικοσιτετράωρο.
Μετά ψεκάζονται τα προσβεβλημένα φυτά.
Προφυλάξεις

Δεν τρώμε την φρέσκια τσουκνίδα ωμή , διότι προκαλεί ερεθισμό. Ερεθισμός του δέρματος, πιθανή
εκδήλωση ερεθισμού στα νεφρά μόνο από τα μεγάλα και όχι από τα νεαρά φύλλα του φυτού. Πιθανή
αλληλεπίδραση με φάρμακα κατά του σακχαρώδους διαβήτη, της υπέρτασης, διεγερτικά του κεντρικού
νευρικού συστήματος, ναρκωτικά και αντικαταθλιπτικά. Αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης.
Ένοχοι για το τσούξιμο και την φαγούρα είναι δύο βασικά συστατικά της. Η ισταμίνη και το φορμικό οξύ.
Αυτά τα δύο συστατικά που βρίσκονται στις μικρές - μικρές τριχούλες που καλύπτουν σχεδόν όλο το φυτό
απελευθερώνονται με το άγγιγμα και προκαλούν αυτό το αίσθημα καψίματος και φαγούρας στο δέρμα.
Το αντίδοτο-πολύ απλό. Αν κοντά μας βρίσκεται μολόχα – η μολόχα συνήθως φύεται πάντα κοντά στην
τσουκνίδα – κόβουμε δύο με τρία φύλλα και τα εφαρμόζουμε ή τα τρίβουμε ελαφρά στο πονεμένο σημείο.
Οι μαλακτικές ιδιότητες της μολόχας εξουδετερώνουν τις ερεθιστικές ιδιότητες της τσουκνίδας.
Είναι σημαντικό να μην προσπαθήσουμε να αγγίξουμε το εξάνθημα για τα πρώτα 10 λεπτά μετά την επαφή
μας με την τσουκνίδα και αυτό γιατί οι χημικές ουσίες που θα στεγνώσουν στο δέρμα, είναι ευκολότερο
να αφαιρεθούν. Οποιαδήποτε επαφή ή τριβή θα μπορούσε να ωθήσει τις χημικές ουσίες βαθύτερα στο
δέρμα και να προκαλέσει μεγαλύτερη και σοβαρότερη αντίδραση, η οποία θα διαρκέσει και περισσότερο
χρόνο. Μετά από 10 λεπτά, χρησιμοποιούμε σαπούνι και κρύο νερό και πλένουμε το σημείο του δέρματός
μας πολύ καλά. Αυτό μπορεί να είναι αρκετό για να μειώσει ή να εξαλείψει εντελώς τον πόνο, τον κνησμό
ή το πρήξιμο.
Αν δεν έχουμε κοντά μας μολόχα ούτε σαπούνι και νερό, με ένα καθαρό πανί προσπαθούμε να
απομακρύνουμε τις μικροσκοπικές τριχούλες της τσουκνίδας. Αν τυχόν έχουν γεμίσει και τα ρούχα μας με
το χνούδι της τσουκνίδας τα αλλάζουμε αμέσως για να μην μας δημιουργήσουν επιμόλυνση και αν - σπάνια
συμβαίνει - είναι σοβαρή η περίπτωση, ζητάμε την συμβουλή του γιατρού μας.













Σελίδα - 172 -

Valeriana dioscoridis, άγριος ζαμπούκος βαλεριάνα η ιταλική












Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Διψακώδη (Dipsacales)
Οικογένεια: Βαλεριανοειδή (Valerianaceae)
Γένος: Βαλεριανή (Valeriana)
Είδος: V. Dioscoridis

Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου

Νάρδος (Valeriana, τ. Ναρδωδῶν)· γ. περιλ. περὶ τὰ 150 εἴδη, τὰ πλεῖστα ἰθαγ. βορ. εὐκρ. Χωρῶν καὶ
τῆς νοτ. Ἀμερικῆς. Πλὴν ὀλιγίστων θαμνωδῶν τὰ ἄλλα εἶνε ποώδη πολυετῆ· πολλὰ ἀρωματικά,
φαρμακευτικὰ καὶ ἄλλως χρήσιμα. Εἴδη τῆς ἑλλ.. χλωρ. 7 ἐν οἷς καὶ Ν. ἡ διοσκορίδειος, Ν. ἡ
κονδυλόρριζος καὶ Ν. ἡ φαρμακευτικὴ (V. Dioscoridis, V. tuberosa καὶ V. officinalis)· κοινότερον τὸ
πρῶτον, ὅπερ ὀνομάζεται κν. Ἀγριοζαμποῦκος, Βαλεριανὴ ἤ Μυριστική· καὶ τῶν τριῶν αἱ ῥίζαι
φαρμακευτικαί, ἀλλὰ κατ’ ἐξοχὴν φαρμακευτιχὴ εἶνε ἡ ῥίζα Ν. τῆς φαρμακευτικῆς (γαλλ.Valeriane ἤ
Herbe aux Chats, ἀγγλ. All heal, Com. Valerian ἤ St. George’s Herbe). Τὸ εἶδος τοῦτο, ὅπερ ἀπαντᾶ ἐν
Ἑλλάδι ἀραιῶς (μόνον εἰς ὀρεινούς τινας τόπους τῆς Θεσσαλίας, τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Κερκύρας), εἶνε
κοινότατον ἀλλαχοῦ τῆς Εὐρώπης, ἔνθα καὶ καλλιεργεῖται (ὡς καὶ εἰς τὰς Ἡν. Πολιτείας) διὰ τὴν ῥίζαν
του, ἥτις εἶνε τονωτική καὶ ἀντισπαμωδικὴ (φρμ. Νάρδου τῆς ἀγρίας ῥίζα, Radix Valerianae, τουρ. Κετί).
Ἀποσταζομένη ἡ ῥίζα αὕτη παρέχει αἰθέριον ἔλαιον φαρμακευτικὸν καὶ μυρεψικόν. Ἀξιοσημείωτος εἶνε ἡ
ἰδιαιτέρα συμπάθεια ἥν ἡ γαλῆ ἔχει εἰς τὸ φ. τοῦτο, οὗτινος αὕτη τρώγει καὶ τὰ φύλλα ὡς καθαρτικά.
Ἐκ τῶν ἐξωτικῶν εἰδῶν ἄξια λόγου εἶνε Ν. ἡ δίοικος καὶ Ν. ἡ πυρηναϊκή (V. dioica καὶ V. Pyrenaica),
ἰθαγ. τῆς Εὐρώπης, καὶ Ν. ἡ Φοῦ (V. Phu, γαλλ. Grande Valeriane ἤ Valeriane des jardins), ἰθαγ. τοῦ
Καυκάσου, καὶ τὰ τρία φαρμακευτικὰ (αἱ ῥίζαι των) καὶ κοσμητικά. Ἡ ῥίζα Ν. τῆς βρωσίμου (V. edulis),
ἰθαγ. τῆς βορ.δυτ. Ἀμερικῆς, παρέχει ἄφθονον καὶ ὑγιεινὴν τροφὴν εἰς τοὺς αὐτόθι ἰθαγενεῖς.

Ἡ κατ’ ἐξοχὴν Νάρδος τοῦ Διοσκορ., ἧς ἡ ῥίζα ἐκομίζετο ἐκ τῆς Ἰνδικῆς, ἀναφέρεται εἰς εἶδος
Ναρδοστάχυος (β.λ.). Ἀλλ’ ὁ Διοσκρ. μνημονεύει καὶ ῥίζας Νάρδου συριακῆς, σαμφαριτικῆς καὶ
γαγγίτιδος ἀναφερομένας εἰς φ. τοῦ αὐτοῦ ἤ ἄλλων γενῶν. Εἰς εἴδη Νάρδου ἀναφέρονται τὰ ὑπὸ τοϋ
Διοσκρ. περιγραφόμενα α΄) κελτικὴ Νάρδος, ἡ φυομένη «ἐν ταῖς κατὰ Λιγυρίαν Ἄλπεσι» καὶ ἐν τῇ Ἰστρίᾳ.
Β΄) Ὀρεινὴ Νάρδος, ἡ «καλουμένη ύπό τινων καὶ Θυλακῖτις καὶ Νῆρις» καὶ ἡ ὁποία «γεννᾶται ἐν Κιλικίᾳ
καὶ Συρίᾳ», καὶ γ΄) Ἀγρία Νάρδος ἤ Φοῦ, ἥτις «γεννᾶται ἐν Πόντῳ». Καὶ ἡ μὲν πρώτη, ἡ κελτική, εἶνε ἡ
καὶ ὑπὸ των σημερινῶν βοτανικῶν ὀνομαζομένη κελτικὴ Νάρδος (V. Celtica τὸ κν. Σίσγουδον κατὰ
Κοραῆν), ἥτις ἀπαντᾶ εἰς τὰς Ἄλπεις. Ἡ δὲ δευτέρα, ἡ ὀρεινή, πρέπει νά ἦνε ἤ ἡ σισυμβριόφυλλος ἤ ἡ
διοσκορίδειος Ν., διότι μόνον αὐτά τὰ δύο εἴδη ἀπαντῶσιν ἐν Συρίᾳ κατὰ τὸν Post. Ἡ δὲ τρίτη, ἡ ἀγρία ἤ
Φοῦ, κατά τὸν Sprengel ἀναφέρεται ἤ εἰς τὴν ἀκτεόφυλλον (V. sam - bucifolia) ἤ εἰς τὴν φαρμακευτικὴν
Ν. Κατὰ τὸν Σιβθόρπιον ὅμως ἡ μὲν ὀρεινὴ ἀναφέρεται εἰς Ν. τὴν κονδυλόρριζον, ἡ δέ Φοῦ εἰς Ν. τὴν

διοσκορίδειον. Ἀλλὰ καὶ ὁ Στράβων ἀναφέρει Νάρδον φυομένην ἐν Γεδρωσίᾳ (15, 721) καὶ ἐν τῇ
ἀρωματοφόρῳ Ἀραβίᾳ (16, 782). Διὰ τὸ τῶν νεωτέρων βοτανικῶν γένος Nardus βλ. Ψευδόναρδος.
Σελίδα - 173 -

Ονομασία

Το όνομα "Βαλεριάνα" προήλθε από τη λατινική λέξη valere που σημαίνει "υγεία ή δύναμη" και
αναφέρεται στην θεραπευτική χρήση του φυτού, αν και υποστηρίζεται ότι μπορεί να αναφέρεται και στη
δυνατή του οσμή. Άλλες ονομασίες, συνώνυμο Valeriana italica, και κατά τόπους, Ζαμπούκος Νάρδος
κλπ.
Ιστορικά στοιχεία

Ο Ιπποκράτης, (460-370 π.Χ.) χρησιμοποίησε ένα είδος βαλεριάνας ως φάρμακο. Ο Θεόφραστος,
φυσιοδίφης και μαθητής του Αριστοτέλη (370-286 π.Χ.) αναφέρει για την Βαλεριάνα του Διοσκουρίδη:
«η οποία έχει μια μυρωδιά σαν νάρδος», όπως χρησιμοποιείται για τα αρώματα. Ο νάρδος των αρχαίων
είναι ένα άλλο μέλος της οικογένειας , Nardostachys jatamansi.

Ο Διοσκουρίδης, ιατρός στο στρατό του Νέρωνα και ο δημιουργός του Materia Medica (54 - 68 μ.Χ.)
αναφέρει πολλά μέλη της οικογένειας βαλεριάνα - Ινδίας, της Συρίας, Σέλτικ και βουνού Nard
(Nardostachys jatamansi ή Βαλεριάνα hardwickii, Patrinia scabiosaefolia, Βαλεριάνα και Celtica Valeriana
tuberosa) και «Phou» (που ονομάζεται επίσης phu ή fu), η οποία θεωρείται ότι είναι και η Valeriana
dioscoridis και όχι V. officinalis όπως μερικοί συγγραφείς στο παρελθόν έχουν δηλώσει.
Παρά το γεγονός ότι στη σύγχρονη εποχή, η βαλεριάνα είναι πιο γνωστή ως καταπραϋντικό, αντιυστερικό
και βοηθητικό ύπνου, οι αρχαίοι την χρησιμοποιούσαν για πολλές άλλες χρήσεις. Ο Διοσκουρίδης συνιστά
τις πικρές και αρωματικές ρίζες στα πεπτικά προβλήματα, όπως μετεωρισμός, ναυτία, παθήσεις ήπατος
(νόσος hepaticus) και ως θεραπεία στα προβλήματα του ουροποιητικού συστήματος. Ακόμη το φυτο,
συνιστάται ως εμμηναγωγό, για κολπικές μολύνσεις, ως αντιεφιδρωτικό και ως αντίδοτο στα δηλητήρια.

Περιγραφή
Τα επίγεια μέρη της βαλεριάνας αποτελούνται από τα σύνθετα πτεροειδή φύλλα στη βάση με αντικριστά
φυλλάρια και ένα μεγαλύτερο στη κορυφή κάθε διακλάδωσης. Στο μέσο κάθε φυτού αναπτύσσεται ο
βλαστός της που μπορεί να φθάσει το ένα μέτρο καί εσωτερικά είναι κούφιος . Καθ’ ύψος του βλαστού τα
φύλλα είναι λιγότερα φύονται ανά κόμβους και έχουν σχήμα πτεροσχιδή. Στην κορυφή κάθε βλαστού
δημιουργείται σφαιρικό άνθος εύοσμο από πολλά μικρά λευκορόδινα ανθίδια με πέντε πέταλα που
καταλήγουν σε λευκό σωλήνα που σχηματίζουν πυκνές ταξιανθίες.
Συστατικά

Η βαλεριάνα περιέχει σάκχαρα, άμυλο, ρητίνες, αιθέριο έλαιο, οργανικά οξέα, αζωτούχες ενώσεις,
βαλεριανικό οξύ, πτητικό έλαιο, ρετσίνι και γόμμα. Η γεύση της είναι έντονη, ξηρή και ελαφρώς πικρή.
Θεραπευτικές Ιδιότητες

Με αναλυτικές πειραματικές έρευνες του Πανεπιστημίου Αθηνών τεκμηριώθηκε η αντιμυκητιασική
δραστικότητα του φυτού από τα εναέρια τμήματα και τις ρίζες του. Συστηματικές έρευνες των
Πανεπιστημίων Burdur και Antalya , Turkey τεκμηρίωσαν τις αντιοξειδωτικές ιδιότητες του φυτού.
Η βαλεριάνα λέγεται ότι έχει ιδιότητες ως υπνωτικού, αγχολυτικού και κατευναστικού, με την υπόθεση ότι
τα έλαια που περιέχει έχουν παρόμοια δράση με τις βενζοδιαζεπίνες. Σειρά επιστημονικών εργασιών για
το αποτέλεσμα της βαλεριάνας στην ποιότητα και τη διάρκεια του ύπνου έδωσαν ανάμικτα αποτελέσματα,
με τις περισσότερες έρευνες να είναι αρνητικές και ορισμένες να δείχνουν μέτρια θετική επίδραση σε άτομα
που πάσχουν από αϋπνία. Στο παρελθόν χρησιμοποιούνταν και σε ασθενείς με επιληψία.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή

Η άνθιση της βαλεριάνας διαρκεί από το Μάιο έως τον Αύγουστο. Οι ανθισμένες κορυφές συλλέγονται το
καλοκαίρι, ενώ η ρίζα συλλέγεται το φθινόπωρο από Σεπτέμβριο μέχρι Οκτώβριο.

Πέραν των θεραπευτικών χρήσεων της, η βαλεριάνα χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία αλλά και για
καλλωπιστικούς λόγους λόγω των όμορφων ανθέων της και της αντοχής της σε ακραίες καιρικές συνθήκες.

Το φυτό καλλιεργείται για τις ρίζες του. Συγκομιδή γίνεται κάθε φθινόπωρο το δεύτερο χρόνο
καλλιέργειας. Το βάρος ρίζας ανά φυτό μπορεί να φτάσει τα 500 γραμμάρια. Το αιθέριο έλαιο παίρνεται

Σελίδα - 174 -

με απόσταξη από τη ρίζα και τα ριζώματα και κυμαίνεται συνήθως από 0,2-1,7%. Χρησιμοποιείται στις
φαρμακοβιομηχανίες σαν μυοχαλαρωτικό, σαν ηρεμιστικό για στομαχικές και εντερικές διαταραχές, για
διαταραχές στον ύπνο, σπασμολυτικό και σαν αγχολυτικό. Οι ρίζες της βαλεριάνας χαρακτηρίζονται από
την ιδιαίτερη έντονη οσμή που αναπτύσσεται κυρίως μετά την ξήρανση τους. Η βαλεριάνα ανθίζει κατά
τον Μάιο. Η βαλεριάνα έχει μεγάλη προσαρμοστικότητα και μπορεί να καλλιεργηθεί σε εύκρατα αλλά και
σε ηπειρωτικά κλίματα. Δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις όσον αφορά το είδος του εδάφους.
Παρασκευή και δοσολογία

Η χρήση της βαλεριάνας θα πρέπει να γίνεται για μία εβδομάδα και να ακολουθεί διάλειμμα δύο μέχρι 3
εβδομάδων.
Σαν αφέψημα: Βράζετε 10 γρ. σε 1 λίτρο νερό. Στα παιδιά 6-12 ετών βάζετε τη μισή δόση. Επίσης, βράζετε
αρκετό φυτό ολόκληρο με ρίζες, άνθη και φύλλα σε νερό, σουρώνετε και χύνετε το νερό αυτό σε ζεστό
νερό μπάνιου για τη θεραπεία των παιδικών σπασμών και για νευρικά και υπερκινητικά παιδιά.
Έκχυμα: Αφήνετε 30 γραμμάρια άνθη και φύλλα σε 1 λίτρο χλιαρό νερό, σουρώνετε και πίνετε. Είναι
κατάλληλο κατά της παχυσαρκίας.
Σαν αιθέριο έλαιο: 5-10 σταγόνες σε λίγο νερό

Σαν έμβρεγμα: Μουσκεύετε 100 γραμ ρίζας σε 1 λίτρο νερού για 12-14 ώρες. Επειδή δεν έχει καλή
μυρωδιά, μουσκεύετε μαζί λίγη μαντζουράνα. Πίνετε 2-3 φλιτζάνια, ανάμεσα στα γεύματα. Είναι πολύ
αποτελεσματικό. Ή παίρνετε 25 γραμμάρια ψιλοκομμένη φρέσκια ρίζα και τη βάζετε σε 600 ml κρύο νερό
για 10 ώρες και πίνετε 1 φλιτζάνι 3 φορές ημερησίως για το άγχος, την υπερένταση και 1 φλιτζάνι πριν τον
ύπνο για την αϋπνία. Ή αφήνετε 10 γραμμάρια ρίζας σε 1 ποτήρι νερό για 12 ώρες, σουρώνετε και πίνετε
την ποσότητα αυτή σε 3 δόσεις και την τελευταία την πίνετε πριν κοιμηθείτε. Ή αφήνετε 2 κουταλάκια του
γλυκού ρίζα σε 1 ποτήρι νερό να χωνευτεί σε 24 ώρες, σουρώνετε και παίρνετε 1 κουταλιά της σούπας σε
μια ημέρα σε 3 δόσεις.
Σαν συμπλήρωμα διατροφής δίνονται δόσεις των 400 - 900 mg 30 λεπτά έως δύο ώρες πριν από τον ύπνο
(σκόνη). Ξηραίνετε τη ρίζα της βαλεριάνας και την κοπανάτε να γίνει σκόνη και παίρνετε 2 γραμμάρια
κάθε φορά διαλυμένη σε 1 κουταλιά της σούπας βιολογικό μέλι, 3 φορές την ημέρα,
Βάμμα: Πίνετε 20 σταγόνες έως 3 φορές ημερησίως για προβλήματα νευρικής φύσεως. Οι μεγαλύτερες
δόσεις μπορεί να προκαλέσουν πονοκέφαλο. Αφήνετε 200 γραμμάρια φρέσκια ψιλοκομμένη ρίζα σε 1
λίτρο τσικουδιά ή καθαρό οινόπνευμα, για 8 ημέρες, σουρώνετε, πιέζοντας ελαφρά τις ρίζες και φυλάτε το
υγρό. Παίρνετε 20 σταγόνες διαλυμένες σε νερό ή τσάι από χαμομήλι, βερβένα ή μελισσόχορτο.

Κομπρέσες: Κάντε κομπρέσες με έμβρεγμα ή αραιωμένο βάμμα για μυϊκούς πόνους ή εφαρμόστε στην
κοιλιά για πόνους περιόδου και κολικούς.
Συνταγή για την υστερία και την επιληψία: Παίρνετε ίσα μέρη, από 4 κουταλιές της σούπας από βαλεριάνα,
μολόχα, τσουκνίδα και κενταύριο. Τα ψιλοκόβετε και τα βράζετε σε 1 λίτρο νερό, μέχρις ότου μείνει μισό
λίτρο, σουρώνετε και πίνετε 1 φλιτζανάκι του καφέ 3 φορές την ημέρα, συνέχεια για 40 ημέρες.

Συνταγή για τα νευρικά καρδιακά προβλήματα: Βράζετε 10 γραμμάρια βαλεριάνα και 2 γραμμάρια απήγανο
ή Ruta graveolens σε μισό λίτρο νερό για 10 λεπτά, σουρώνετε και πίνετε πρωί κα μεσημέρι μια ώρα πριν
το φαγητό και βράδυ 2 ώρες μετά το δείπνο ένα ποτηράκι του λικέρ.

Συνταγή για άτομα με λεπτή κράση: Παίρνετε μια ρίζα βαλεριάνας, 3 κορυφές θυμάρι, 1 κορυφή
μελισόχορτο και 3 κορυφές τσουκνίδα, τα βράζετε σε 3/4 του λίτρου νερό για 20 λεπτά, σουρώνετε και
πίνετε 1 φλιτζανάκι του καφέ 3 φορές την ημέρα.

Συνταγή για το διαβήτη: Παίρνετε 1 κουταλιά της σούπας ρίζα βαλεριάνα, μια κουταλιά της σούπας
σπόρους λιναριού, μια κουταλιά της σούπας ρίζες άγριας μερσινιάς κι μια χούφτα ξηρά θυλάκια φασολιών
και τα βράζετε σε 1 λίτρο νερό για 20 λεπτά, σουρώνετε και πίνετε πρωί και βράδυ από 1 μικρό ποτήρι του
λικέρ.
Εξωτερικά με εντριβές φρέσκιες ρίζες βαλεριάνας: Σε παράλυση τρίβετε τους παραλυμένους μυς.

Η ξηρή ρίζα χρησιμοποιείται για αποστείρωση των χώρων: Καίτε την ξηρή ρίζα στα κάρβουνα.

Σελίδα - 175 -

Προφυλάξεις

Δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται με άλλα κατασταλτικά, όπως αιθανόλη, βενζοδιαζεπίνες, βαρβιτουρικά,
οπιοειδή, ή αντιισταμινικά φάρμακα.
























































































Σελίδα - 176 -

Veratrum album, βέρατρον το λευκό, κν στερογιάννι



















Συστηματική ταξινόμηση

Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Μονοκοτυλήδονα (Monocots)
Τάξη: Λειριώδη (Liliales)
Οικογένεια: Μελανθιοειδή (Melanthiaceae)
Γένος: Βέρατρον (Veratrum)
Είδος: V. album

Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου

Βέρατρον (Veratrum, τ. Λειριωδῶν)· γ. περιλ. περὶ τὰ 9 εἴδη, ἰθαγ. τῆς Εὐρώπης, τῆς βορ. Ἀσίας καὶ τῆς
βορ. Ἀμερικῆς φ. ποώδη πολυετῆ, ριζωματικά. Πάντα τὰ μέρη των καὶ ἰδίως αἱ ῥίζαι των ἐνέχουσι
·
τέσσαρας τοξικὰς οὐσίας, ἐν μεγαλητέρᾳ δὲ ποσότητι τῆν βερατρίνην, ἧς γίνεται ἐνίοτε χρῆσις εἰς τὴν
φαρμακοποιίαν. Ἡ λίαν τοξικὴ ἰδιότης τῶν φ. τούτων δὲν ἐξουδετεροῦται οὔτε διὰ τῆς ἀποξηράνσεως οὔτε
διὰ τῆς ζέσεως αὐτῶν, ἐβεβαιώθη μάλιστα ὅτι τὸ χόρτον τῶν Β. θεριζόμενον, ἀποξηραινόμενον καὶ
ἐναποθηκευόμενον μετὰ τοῦ χόρτου κτηνοτροφικῶν φ. μεταδίδει εἰς αὐτὸ τὰς δηλητηριώδεις αὑτοῦ
ἰδιότητας. Ἑπομένως ἡ παρουσία τῶν Β. εἰς τὰς νομὰς καὶ τοὺς λειμῶνας εἶνε λίαν ἐπικίνδυνος διὰ τὰ
κτήνη. Εὐτυχῶς τὰ δύο κοινὰ ἀνὰ τὴν λοιπὴν Εὐρώπην εἴδη δὲ ταῦτα εἶνε σπάνια ἐν Ἑλλάδι καὶ μόνον εἰς
ὀρεινοὺς τόπους ἀπαντῶσι· εἶνε δὲ ταῦτα Β. τὸ μέλαν (V. nigrum), ὅπερ ἀπαντᾶ εἰς τὰ ὄρη τῆς Λακωνίας,
καὶ Β. τὸ λευκὸν ἤ λοβελιανὸν (V. album ἤ lobelianum, γαλλ. Varaire ἤ Hellebore blanc, ἀγγλ. Langwort
ἤ White Hellebore), ὅπερ ἀπαντᾶ ἐνιαχοῦ τῆς Θεσσαλίας τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Μακεδονίας. Τὸ δεύτερον
ὀνομάζεται κν. Στερόγιαννι καὶ εἶνε ὁ λευκὸς Ἑλλέβορος τοῦ Θεοφρ. καὶ τοῦ Δισοκρ.· ἡ ῥίζα του
φαρμακευτικὴ (φρμ. Ἑλλεβόρου τοῦ λευκοῦ ῥίζα, Radix Hellebori albi, τουρ. Ἀκ-τζοπλιμέ). Ἀμφότερα τὰ
φ. ταῦτα ὡς καὶ τινα ἄλλα εἴδη τοῦ αυτόῦ γένους ἐν οἷς καὶ Β. τὸ μαάκκειον (V. Maackii), ἰθαγ. τῆς
Σιβηρίας, καὶ Β. ἡ Σαβαδίλλη (V. Sabadilla, ἤ Asa Graya officinalis ἤ Schoenocaulon officinale, γαλλ.
Cevatille, ἀγγλ. Sabadilla), ἰθαγ. τῆς Ἀμερικῆς, ἐνίοτε θεραπεύονται πρὸς κόσμον· τοῦ τελευταίου τὰ
σπέρματα φαρμακευτικὰ (φρμ. Φθειράγχης σπέρματα, Semen Ssbadillae). Β. τοῦ πρασίνου (V. viride,
ἀγγλ. Iudian Poke), ἰθαγ. τῆς Ἀμερικῆς, αἱ ῥίζαι χρησιμοποιοῦνται ὡς φάρμακον καθαρτικὸν καὶ
ἀντιχοιραδικὸν (ἀγγλ. indian Poke-root).
Ονομασία

Το Βέρατρον το λευκόν, ο Ελλέβορος ο λευκός (Veratrum album), γνωστός και ως ψευδής ελλεβορίνη
(false helleborine), Ευρωπαϊκός λευκός ελλέβορος (European white hellebore) ή κατά τους Γεννάδιο και
Καββαδά είναι ο λευκός ελλέβορος (white veratrum) του Θεόφραστου και του Διοσκουρίδη συν. Veratrum
lobelianum Bernh., είναι δηλητηριώδες φαρμακευτικό φυτό των Λειριίδων (ή Λιλιίδων) (Liliaceae)
(οικογένεια κρίνου) ή Melanthiaceae. Είναι φυτό της Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης, της Βόρειας Ασίας,
της δυτικής Ασίας (δυτική Σιβηρία, την Τουρκία και στον Καύκασο), της Ιαπωνίας, των βόρειων περιοχών
της Βόρειας Αμερικής. Είναι διαδεδομένο κατά αποικίες, σε ορεινές περιοχές, υγρά λιβάδια, βοσκές. Στη
χώρα μας δεν υπάρχει η ποικιλία του λευκού αλλά το λοβελιανό (lobelianum) το οποίο συναντούμε σε
δάση της Μακεδονίας και ειδικότερα στην οροσειρά της Πίνδου.Απαντά σε ορεινά μέρη της Ελλάδας,
όπου καλείται κοινώς στερόγιαννι.
Σελίδα - 177 -

Ιστορικά στοιχεία

Το βότανο το χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα ως δηλητήριο με το οποίο θανάτωναν τους εγκληματίες.
Επίσης άλειφαν με αυτό τις μύτες των βελών. Το χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο κατά της χολέρας. Τον
Μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν για την καταπολέμηση των παρασίτων.

Στην αρχαιότητα, ένα αποτελεσματικό εμετικό με βάση το λευκό ελλέβορο και ένα πικρό οβάλ σπόρο (που
ο Hahneman πίστευε ότι ήταν ο σπόρος του Erigeron ή Senecio) αναμείχθηκε από τους ιατρούς της
Αντίκυρας, μια πόλη της Φωκίδας στην Ελλάδα.

Άλλοτε το βέρατρο το έδιναν ως εμετικό, δυνατό καθαρτικό και εφιδρωτικό, ενώ το χρησιμοποιούσαν
εναντίον των ρευματισμών, της αρθρίτιδας και για φτερνιστικό. Τις αποξηραμένες ρίζες του φυτού τις
έκαναν σκόνη και αποτελούσε ένα από τα πιο σημαντικά βότανα για καθαρισμό με εισπνοές. Μικρές
ποσότητες της πούδρας εισπνέονταν από τα ρουθούνια. Αν η ποσότητα ήταν πολύ μπορούσε να προκαλέσει
σοβαρή ρινική αιμορραγία. Το θεωρούσαν αναλγητικό, διουρητικό (για περιπτώσεις αρθρίτιδας) και
καταπραϋντικό της καρδιάς. Το χρησιμοποιούσαν ακόμη για την κατάθλιψη.

Περιγραφή
Το φυτό είναι πολυετές (perennial) βότανο, με δυνατό κάθετο ρίζωμα (rhizome), καλυμμένο με θήκες από
υπολείμματα παλαιών φύλλων. Οι σωματώδεις, απλοί μίσχοι (stems) έχουν ύψος από 50 έως 175 εκατοστά.
Έχει φύλλα χοντρά, πλατιά, προμήκη, ωοειδή ή λογχοειδή, με ισχυρές παράλληλες νευρώσεις, πτυχωτά
και χνοώδη στο κάτω μέρος. Τα άνθη φύονται από τις μασχάλες μακρών βρακτίων κατά βότρυς,
σχηματίζοντας μια ευρεία επάκρια φόβη μήκους περίπου 50 εκατοστών. Τα άνθη έχουν χρώμα λευκό,
πρασινωπό ή κιτρινωπό.

Συστατικά
Βερατρίνη Α και Β (αλκαλοειδή) σε περιεκτικότητα 1,6%, άλλα αλκαλοειδή όπως γερμερίνη, σεβανίνη,
γερβανίνη, γερβίνη, ρουβιγερβίνη, ζερβίνη, βερατροσίνη, βερατραμαρίνη (γλυκοσίδια), άμυλο.
Θεραπευτικές Ιδιότητες

Έχει αντιϋπερτασικές ιδιότητες, λόγω των αλκαλοειδών βερατρίνης Α και Β. Λαμβάνεται από του
στόματος για τη θεραπεία της βαριάς υπέρτασης. Επίσης, χορηγείται σε περιπτώσεις μυασθένιας και μυϊκής
δυστροφίας (MD) κυρίως προοδευτικής φύσης. Τέλος, χρησιμοποιείται στην ομοιοπαθητική εξωτερικά
υπό μορφή κόνεως κατά της νευραλγίας, των ρευματικών πόνων, του κνησμού (φαγούρα), της ουρικής
αρθρίτιδας, σε υπερδιέγερση νοητική και σωματική (υπερκινητικότητα), αναπτυγμένη ευφυϊα, έντονη τάση
για προσωπική προβολή, καταπιεσμένη σεξουαλικότητα. Μεγάλη επιθυμία για αλάτι, λεμόνι, παγάκια.
Πεπτικό σύστημα που αντιδρά βίαια (ρουκετοειδείς έμετοι, διάρροια). Κρύα παγωμένα άκρα, αδυναμία,
κολάπσους, χλωμός (μπλάβιασμα). Προεμμηνορυσιακό σύνδρομο, έντονοι κοιλιακοί πόνοι. Μη αρμονικές
κινήσεις, επηρεασμός του νευρικού συστήματος.

Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Η ανθοφορία γίνεται από τον Ιούνιο έως τον Αύγουστο και η συγκομιδή από τον Σεπτέμβριο έως τον
Οκτώβριο. Τα άνθη μυρίζουν πολύ έντονα ιδίως αν είναι εκτεθειμένα στον ήλιο. Το περιγόνιο είναι
εξωτερικά χνουδωτό, με τμήματα προμήκη, δαντελωτά και είναι μακρότερο από τον ποδίσκο.
Χρησιμοποιείται το ρίζωμα.
Παρασκευή και δοσολογία

Χορηγείται υπό τη μορφή κόνης (0,03-0,1g ημερησίως) κυρίως εξωτερικά σε διάφορες δερματικές
παθήσεις και ως αντιϋπερτασικό χορηγείται υπό τη μορφή βάμματος (εκχύλισμα του βοτάνου σε αιθυλική
αλκοόλη 70%, 1:5, 10-30 σταγόνες ημερησίως).

Προφυλάξεις

Μπορεί να εκδηλωθούν βίαιες αντιδράσεις από το γαστρεντερικό, που συνοδεύονται από ρουκετοειδείς
εμέτους, διάρροια, ναυτία και σιελόρροια. Εμφανίζει ναρκωτικές ιδιότητες με εκδήλωση έντονου
συνδόμου στέρησης (θανατηφόρος δόση 1-2g σκόνης ριζώματος).

Σελίδα - 178 -

Έχουν κατά λάθος εκληφθεί για την κίτρινη γεντιανή, Gentiana lutea, η οποία χρησιμοποιείται στα ποτά,
με αποτέλεσμα τις δηλητηριάσεις.
Η ρίζα του είναι πολύ δηλητηριώδης, με μια παραλυτική επίδραση στο νευρικό σύστημα. Σε δύο
περιπτώσεις θανατηφόρας δηλητηρίασης από την κατανάλωση των σπόρων, οι τοξίνες βερατριδίνης
(veratridine) και cevadine ήταν παρούσες στο αίμα. Το 1983, οι σκόνες φτερνίσματος, που παράγονταν
από το βότανο στη Δυτική Γερμανία, προκάλεσαν σοβαρές δηλητηριάσεις στην Σκανδιναβία.

Το 2014, υπήρξε ο ισχυρισμός ότι ο Μέγας Αλέξανδρος, θα μπορούσε να είχε δηλητηριαστεί με κρασί
φτιαγμένο από Veratrum album. Προηγουμένως, πιστεύετο ότι η δηλητηρίαση οφειλόταν στο αρσενικό ή
(κάποια μυθική πίστη) ότι το νερό του Στύγιου ποταμού, μπορεί να οδήγησε στο θάνατο τον Βασιλιά της
Μακεδονίας.











































































Σελίδα - 179 -

Viola odorata κν μενεξές, βιολέτα, ίον το εύοσμον











Συστηματική ταξινόμηση

Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Ευδικοτυλήδονα (Eudicots)
Υφομοταξία: Ροδίδες (Rosids)
Τάξη: Μαλπιγειώδη (Malpighiales)
Οικογένεια: Βιολίδες (Violaceae)
Γένος: Ίον (Viola)
Είδος: Ί. το εύοσμον (V. odorata)

Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου

Ἴον (Viola, τ. Ἰωδῶν), γ. περιλ. περὶ τὰ 100 εἴδη, τὰ πλεῖστα ἰθαγ. τῆς βορ. Εὐκράτου ζώνης καὶ τῆς νοτ.
Ἀμερικῆς· φ. ποώδη, ἐτήσια καὶ πολυετῆ.
Πολλὰ κοσμητικά, τινά φαρμακευτικά, μυρεψικὰ καὶ ἄλλως χρήσιμα. Εἴδη τῆς ἑλλ. χλωρ. 24 ἐν οἶς καὶ Ἴ.
τὸ τρίχρουν (V. tricolor, γαλλ. Pensee, ἀγγλ. Heartease ἤ Pansy, τουρ. Ἐρτζαΐ Μενεξὲ) καί Ἴ. τὸ εὔοσμον
(V. odorata. γαλλ. Violette, ἀγγλ. Sweet Violet, τουρ. Μενεξέ), ἀμφότερα ἀπαντῶντα καὶ ἀλλαχοῦ τῆς
Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀνατολῆς. Καὶ τὸ μὲν πρῶτον εἶνε ἐτήσιον, ὁ κν. Πανσές, εἴδος θεραπευόμενον σχεδὸν
πανταχοῦ ὑπὸ πλείστας διαφορὰς διά τά πολύχρωμα καὶ κοσμητικὰ ἄνθη του· τὸ χόρτον του
φαρμακευτικὸν (φρμ. Ἴου τοῦ τριχρόου πόα, Herba Jaceae s. Violae tricoloris)· τὸ δὲ δεύτερον πολυετές,
ὁ γνωστότατος Μενεξές, ἐνιαχοῦ δὲ καὶ Βιολέττα, Ἴτσο, Μανουσάκι ἤ Γιούλι ὀνομαζόμενον κν. Τὸ εἶδος
τοῦτο, ὅπερ θεραπεύεται ὡσαύτως πολλαχου ὑπὸ πολλὰς δὲ διαφορὰς (ἐν αἷς καὶ αἱ λευκανθής,
πληρανθής, πορφυρανθής, μεγανθής), παραλλαγὰς καὶ νόθα, φέρει ἄνθη πρώϊμα, εὐοσμότατα καὶ
κοσμητικώτατα, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦνται καὶ εἰς τὴν φαρμακευτικήν, τὴν μυρεψίαν, τὴν ποτοποιίαν καὶ
τὴν σακχαροπλαστικήν. Ἡ ῥίζα του εἶνε φαρμακευτικὴ (φρμ. Radices Violarum), αὕτη δὲ καὶ τὰ σπέρματά
του ἐνέχουσι τὴν ἰονίνην (violine), οὐσίαν ἀλκαλοειδῆ λίαν τοξικήν. Τοῦ Ἴου τούτου ἡ καλλιέργεια εἶνε
πολλαχοῦ ἐκτενής διὰ τὰ πάντοτε περιζήτητα ἄνθη του. Ἐκτενεστάτη εἶνε ἡ καλλιέργεια τοῦ φυτοῦ τούτου
ἐνιαχοῦ τῆς Ἰταλίας (καὶ ἰδίως παρὰ τὴν Πάρμαν, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ Violette de Parme) καὶ τῆς μεσημ.
Γαλλίας, ἐξ ὧν χωρῶν μεγάλα ποςὰ ἀνθέων ἐξάγονται διὰ τὴν βορ. Εὐρώπην. Ἡ Τολώση (Toulouse) εἶνε
τὸ σπουδαιότερον ἐν Γαλλίᾳ κέντρον τῆς καλλιεργείας καὶ τοῦ ἐμπορίου τῶν ἴων, ὅθεν ταῦτα ἐξάγονται
σακχαρόπηκτα (violettes candies), ἰδίως διὰ τὴν Ἀμερικήν, ἤ νωπὰ διὰ τὴν βορ. Εὐρώπην. Ἐξάγονται δὲ
τὰ νωπὰ ἄνθη συνεσκευασμένα κατὰ δέσμας, ἑκάστη τῶν ὁποίων περιέχει 250 - 300 ἄνθη, ζυγίζει 45 - 50
δράμια καὶ τιμᾶται 1- 7 φρ., ἀναλόγως τῆς ἐποχῆς καὶ τῆς ποιότητος τῶν ἀνθέων· τὰ μεγαλήτερα,
εὐοσμότερα καὶ μακρομισχότερα εἶνε τὰ ἔχοντα μεγαλητέραν ἀξίαν.
Εἰς Ἴ. Τὸ εὔοσμον ἀναφέρεται τὸ παρὰ Διοσκρ. Ἴον πορφυροῦν, ὅπερ ὁ Θεόφρ. ὀνομάζει μέλαν Ἴον,
ἄλλοι δὲ Μελάνιον, πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ Λευκοΐου, ἤ Λευκοῦ Ἴου κατὰ Θεόφραστον, τοῦ
ἀναφερομένου εἰς Ματθαιολίαν τήν λευκάζουσαν καὶ εἰς Ἴασμον τὸν φαρμακευτικόν. Δυσερμήνευτον εἶνε
τὸ παρ’ Ὁμήρῳ Ἴον (Ὀδσ. Ε, 72), ὅπερ ἀναφέρεται ως φ. ελοχαρές. Ἴον ο Διοσκρ. ὀνομάζει Ἴασμον τὸν
φαρμακευτικὸν (β.λ.) ἐκ τῶν λευκῶν ἀνθέων τοῦ ὁποίου ἐλαμβάνετο ἐν Περσίᾳ τὸ ἰασμέλαιον. Ὡς
συνώνυμον τοῦ Λειρίου ἀναφέρεται τὸ παρ’ Ἀθην. (ΙΕ, 681). Ἰοστέφανοι ἐπωνομάζοντο αἱ Ἀθῆναι διὰ
τὴν λαμπρότητα αὑτῶν, καὶ οὐχί, ὡς ὑποτίθεται, διὰ τὴν δῆθεν πληθὺν τῶν αὐτόθι φυομένων ἤ
Σελίδα - 180 -

καλλιεργουμένων Ἴων. Τὰ ἴα κατατάσσει ὁ Θεόφρ. Εἰς τὰ στεφανωματικά ἄνθη, στέφανοι δὲ ἐξ ἴων
ἐπωλοῦντο εἰς τὴν ἀγορὰν τῶν Ἀθηνῶν ἐν μέσῳ χειμῶνι (Ἀθήν. Θ, 372).
Ονομασία

Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι Viola odorata (Ίον το εύοσμον) και ανήκει στην οικογένεια των
Ιοειδών. Φύεται σε όλη την Ευρώπη και είναι κοινό μέσα σε φράκτες, δενδρόκηπους και παρτέρια.
Το συναντούμε με τις ονομασίες Μενεξέ, Βιόλα, βιολέτα, Μανουσάκι, Γιούλι, Ίον το εύοσμο, Ίτσο.

Ιστορικά στοιχεία

Το άνθος βιολέτας ήταν ένα από τα αγαπημένα στην αρχαία Ελλάδα και έγινε το σύμβολο της Αθήνας. Το
άρωμα υπαινίσσετο το σεξ, οπότε η βιολέτα ήταν ένα εμβληματικό άνθος της Αφροδίτης και επίσης, του
γιου της Πριάπου, της θεότητας των κήπων και της γονιμότητας.

Ο Ίαμος ήταν γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Ευάδνης. Εγκαταλείφθηκε από τη μητέρα του κατά τη
γέννηση. Τον άφησε να κείτεται στα Αρκαδικά δάση σε ένα κρεβάτι από βιολέτες, όπου τρεφόταν από τα
ερπετά, με μέλι. Τελικά, βρέθηκε από διερχόμενους βοσκούς, που τον ονόμασαν Ίαμο από το ιώδες (ίον)
κρεβάτι. Η θεά Περσεφόνη και οι συντρόφισσές της, Νύμφες, μάζευαν σε ανοιξιάτικο λιβάδι, ανθοφόρους
οφθαλμούς (μπουμπούκια) τριανταφυλλιάς, κρόκου, βιολέτας, ίριδας, κρίνου και δελφινίου (larkspur),
όταν απήχθη από τον θεό Άδη. Ο Ιπποκράτης συνιστούσε τη χρήση του μενεξέ, οι θεραπευτικές ιδιότητες
του οποίου ήταν γνωστές από την αρχαιότητα. Ο Διοσκουρίδης αναφέρει το βότανο ως Ίον το πορφυρούν.
Ο Θεόφραστος το ανέφερε ως Μέλαν Ίον και το κατέτασσε στα στεφανωματικά άνθη. Άλλοι το αναφέρουν
ως Μελάνιον.

Οι αρχαίοι Έλληνες το εκτιμούσαν τόσο ώστε την Αθήνα την ονόμαζαν Ιοστέφανον όχι γιατί υπήρχαν
πολλοί μενεξέδες, αλλά γιατί ήταν όμορφη σαν τα Ία. Στην Αθήνα καλλιεργούσαν το φυτό από το 400 π.Χ.
Ο Όμηρος αναφέρει ότι οι Αθηναίοι τα χρησιμοποιούσαν για να μετριάσουν το θυμό, ενώ ο Πλίνιος
συνιστούσε γιρλάντα από μενεξέδες για την πρόληψη των πονοκεφάλων και της ζάλης.

Οι Ρωμαίοι έβαζαν στο κρασί τους μενεξέδες για το άρωμα τους και ο Οράτιος (65 έως 8 π.Χ) τους επέκρινε
γιατί καλλιεργούσαν περισσότερο μενεξέδες παρά ελιές. Στη δεκαετία του ΄30 τα αέρια τμήματα του φυτού
χρησιμοποιήθηκαν για τον καρκίνο του μαστού και των πνευμόνων και συμπεριλαμβάνονται ακόμη σε
εναλλακτικές θεραπείες ιδιαίτερα μετά από χειρουργική επέμβαση για την πρόληψη δευτεροπαθών όγκων.
Το αιθέριο έλαιο του φυτού το χρησιμοποιούν πάρα πολλά χρόνια στην αρωματοποιία και την παρασκευή
καλλυντικών. Το κύριο αρωματικό στοιχείο του φυτού η ιονίνη παρασκευάστηκε για πρώτη φορά
συνθετικά το 1893 και έκτοτε μειώθηκε σημαντικά η καλλιέργεια του φυτού.
Στη Γαλλία το χρησιμοποιούν για την ανακούφιση από τους πονοκεφάλους μετά από ξενύχτι και οινοποσία
καθώς και σε κομπρέσες για το κεφάλι για πονοκεφάλους και ημικρανίες.
Περιγραφή

Είναι πολυετής πόα που το ύψος της κυμαίνεται από 5-15 εκατοστά, σε μορφή τούφας. Δεν έχει βλαστό
αλλά παράγει πολλές παραφυάδες που έρπουν στο έδαφος, ριζοβολούν εύκολα και ανθίζουν τον επόμενο
χρόνο. Ποδίσκοι λείοι. Φύλλα καρδιόσχημα χνουδωτά. Άνθη ιώδη και μερικές φορές λευκά ή ρόδινα, πολύ
εύοσμα. Μερικές φορές διασταυρώνεται με άλλα είδη και παράγει υβρίδια. υπάρχουν περίπου 500
ποικιλίες του φυτού.


Η Β. η εύοσμη (V. odorata), διακρίνεται από τα εξής χαρακτηριστικά: Τα άνθη είναι αρωματικά, είναι
συνήθως είτε σκούρα βιολετί είτε λευκά, τα φύλλα και τα άνθη είναι όλα σε μια βασική ροζέτα, ο στύλος
(style) είναι συνδεδεμένος (και δεν τελειώνει με στρογγυλεμένες αποφύσεις), τα φύλλα-στελέχη έχουν
τρίχες, οι οποίες δείχνουν προς τα κάτω και το φυτό εξαπλώνεται με στόλωνες (βλαστούς επάνω από το
έδαφος).
Αυτά τα πολυετή άνθη μπορούν να ωριμάσουν σε ύψος από 4 έως 6 ίντσες και να εξαπλωθούν από 8 έως
24 ίντσες. Το είδος μπορεί να βρεθεί κοντά στις άκρες των δασών ή σε ξέφωτα, είναι επίσης ένας κοινός
"απρόσκλητος επισκέπτης" σε σκιερά γκαζόν ή και αλλού στους κήπους.



Σελίδα - 181 -

Συστατικά

Όλο το φυτό και ιδιαίτερα το ρίζωμα περιέχει σαπωνίνες, σαλικυλικό μινθύλιο, αλκαλοειδή, φλαβονοειδή,
αιθέριο έλαιο αποτελούμενο από μία εύοσμη ένωση την ιρόνη. Επίσης το υπόγειο μέρος του φυτού περιέχει
ένα αλκαλοειδές, την οδορατίνη. Τα σπέρματα του φυτού περιέχουν μία ουσία που ονομάζεται ιονίνη.

Θεραπευτικές Ιδιότητες

Το βότανο δρα ως αποχρεμπτικό, εξομαλυντικό, αντιφλεγμονώδες, διουρητικό και αντινεοπλασματικό.
Τα άνθη και το ρίζωμα είναι αποχρεμπτικά, αντιβηχικά και εμετικά σε μεγάλη δόση. Οι σαπουνώδεις
ουσίες διευκολύνουν την αποβολή των φλεμάτων και τον βήχα. Η αλκαλοειδής οδορατίνη είναι υποτασικό
και η αλκαλοειδής βιολίνη προκαλεί ναυτία και εμετό.
Ο Μενεξές έχει χρησιμοποιηθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια για τη θεραπεία του βήχα και ιδιαίτερα για τη
θεραπεία της βρογχίτιδας. Μπορεί ακόμη να χρησιμοποιηθεί για τη καταρροή του ανώτερου
αναπνευστικού συστήματος. Είναι ωφέλιμος σε δερματοπάθειες, όπως το έκζεμα και σε μια
μακροπρόθεσμη αγωγή των ρευματισμών. Η ήπια ηρεμιστική του δράση το κάνει κατάλληλο για την
αϋπνία και το άγχος.
Το έγχυμα του φυτού χρησιμοποιείται ακόμη για λοιμώξεις του στόματος και του λαιμού. Δρα θετικά σε
ουρικές λοιμώξεις. Τα φρέσκα φύλλα σε κατάπλασμα χρησιμοποιούνται για την ανακούφιση και επούλωση
στις επώδυνες ραγάδες των θηλών του στήθους. Η φήμη του Μενεξέ σαν αντικαρκινικού βοτάνου είναι
παλιά. Παίζει σαφή ρόλο σε μια ολιστική προσέγγιση στη θεραπεία του καρκίνου. Στις αγροτικές περιοχές
χρησιμοποιούν το Μενεξέ σαν καθαρτικό.Στην ομοιοπαθητική συνιστούν το βάμμα του νωπού φυτού για
να καταπραϋνθούν οι πόνοι των αυτιών, μερικές παθήσεις των ματιών και ο κοκίτης. Το ρίζωμα του μενεξέ
είναι εμετικό και χρησιμοποιήθηκε μερικές φορές σε αντικατάσταση της ρίζας της Ιπεκακουάνας.
Στην κινέζικη ιατρική η ρίζα του βοτάνου χρησιμοποιείται σε οιδήματα και παρωτίτιδα. Επίσης ο μενεξές
μπορεί να βοηθήσει στο πρόβλημα του αλκοολισμού δημιουργώντας απέχθεια προς το ποτό. Αυτό γίνεται
ως εξής. Ρίχνουμε ένα κουτάλι του φαγητού από το έγχυμα του φυτού σε μισό λίτρο ποτό στο οποίο υπάρχει
εξάρτηση. Αυτή η μέθοδος προκαλεί έντονο εμετό και απέχθεια προς το ποτό. Η θεραπεία διαρκεί μερικές
μέρες.

Στη βοτανική ιατρική, η V. odorata έχει χρησιμοποιηθεί για μια ποικιλία αναπνευστικών παθήσεων, αϋπνία
και δερματικές διαταραχές.

Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή

Ο μενεξές ανθίζει Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο και μερικές φορές ανθίζει ξανά το φθινόπωρο. Για
θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται οι ρίζες, τα φύλλα και τα άνθη του φυτού, τα οποία συλλέγουμε
Μάρτιο και Απρίλιο. Οι ρίζες συλλέγονται επίσης Σεπτέμβριο και Οκτώβριο.

Παρασκευή και δοσολογία
Παρασκευάζεται ως έγχυμα. Ρίχνουμε ένα φλιτζάνι βραστό νερό σε μία κουταλιά του τσαγιού βότανο και
το αφήνουμε σκεπασμένο 10-15 λεπτά. Σουρώνουμε και πίνουμε δύο φορές την ημέρα. Τα άνθη του
γίνονται και σιρόπι.
Προφυλάξεις

Αποφεύγουμε τις πολύ υψηλές δόσεις του βοτάνου γιατί οι σαπωνίνες που περιέχει μπορεί να οδηγήσουν
σε ναυτία και εμετό.















Σελίδα - 182 -

Apium graveolens, κν σέλινο το βαρύοσμο












Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Υφομοταξία: Ροδίδες (Rosidae)
Τάξη: Σελινώδη (Apiales)
Οικογένεια: Απιίδες ή Σκιαδοφόρα (Apiaceae)
Γένος: Σέλινον (Apium)
Είδος: A. graveolens
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου


Σέλινον τό βαρύοσμον (Apium graveolens, γαλλ. Ache douce ἤ Celery, ἀγγλ. Celery, ἰταλ. Apio,
Sedano ἤ Selino, τουρκ. Κερεβίτζ, τ. Σκιαδανθών), τὸ ἀπὸ τῆς ἀρχαιότητος εἰς πάσας τὰς ἑλληνικὰς χώρας
καλλιεργούμενον ὡς λαχανικὸν καὶ ἀνέκαθεν ὀνομαζόμενον πανταχοῦ Σέλινον (εν Κύπρῳ Σέλενο).
Ἀναφέρεται παρ’ Ὁμήρῳ· κατὰ τὸν Ἡρόδοτον οἱ Σκύθαι πρὸς ταρίχευσιν τῶν νεκρῶν πρὸς τοῖς ἄλλοις
μετεχειρίζοντο «καὶ σελίνου σπέρματος καὶ ἀνήσου» (Δ, 71). Σελίνου στέφανον ἐλάμβανον οἱ νικῶντες εἰς
τὰ Νεμέα, ἀγῶνας ἱδρυθέντας, κατὰ τὰ μυθευόμενα, εἰς ἀνάμνησιν τοῦ τέκνου τοῦ βασιλέως τῆς Νεμέας,
ὅπερ καθήμενον μετὰ τῆς τροφοῦ του εἰς πρασιὰν Σελίνων ἀπέθανε δηχθὲν ὑπὸ ἰοβόλου ὄφεως. Μὲ
σελίνινον στέφανον ἐστέφοντο καὶ οἱ πενθοῦντες, διὸ καὶ ἐλέγετο διὰ τὸν ἐπικινδύνως ἀσθενοῦντα τὸ
«Σελίνου δεῖται». Ἀλλὰ καὶ οἱ εὐωχοῦντες ἔφερον ἐκ Σελίνου στέφανον·

« Ἐπί δ’ ὀφρύσιν σέλινων
Στεφανίσκους θέμενοι, νῦν

Θάλειαν ἐορτὴν
Ἀγάγωμεν Διονύσῳ» (Ἀνακρ. ᾨδὴ ξβ΄.).

Ἐξετιμᾶτο δὲ σφόδρα τὸ Σ. παρ’ ἀρχαίοις ὡς φ. μυριστικόν, διὸ καὶ ἀναφέρεται συχνὰ μετὰ τῶν ῥόδων
καὶ τῶν ἴων, τοῦ ἀμαράκου καὶ τῶν τοιούτων Ἀθην. ΙΔ, 629 καὶ ΙΕ, 685).
(
Κοινοτάτη ἦτο τὸ πάλαι ἡ καλλιέργεια τοῦ Σ., ἔκτοτε δὲ διεκρίνοντο πολλαὶ διαφοραί : «Τῶν δὲ
σελίνων, λέγει ὁ Θεόφρ., καὶ ἐν τοῖς φύλλοις καὶ ἐν τοῖς καυλοῖς αἱ διαφοραί· τὸ μὲν γὰρ πυκνὸν καὶ οὖλον
καὶ δαςὺ τὸ φύλλον ἔχει, τὸ δὲ μανότερον καὶ πλατύτερον καυλὸν δὲ μείζω. Τούτων δὲ πάλιν τὰ μὲν
λευκόκαυλα τὰ δὲ πορφυρόκαυλα ἤ ποικιλόκαυλα· τὸ δ’ ὅλον ἅπαν τὸ τοιοῦτον ἐμφερέστερον τῷ ἀγρίῳ»
(Φ. Ἱ.-7,4,6). Πολλὰς θεραπευτικὰς δυνάμεις τοῦ Σ. καὶ τῶν σπερμάτων του ἀναφέρει ὁ Διοσκρ., κατὰ δὲ
τὸν Σηθῆν τὸ σπέρμα τοῦ Σ. «μεταλαμβανόμενον μέθης γίνεται ἀποτρεπτικόν· συμβάλλεται δὲ τὸ σέλινον
εἰς εὐωδίαν τοῦ στόματος καὶ πολλοὶ διὰ τῆς συνεχοῦς τούτου χρήσεως καὶ τῆς τοῦ στόματος δυσωδίας
ἀπηλλάγησαν» (Σέλινον, 20).
Τὸ Σ. εἶνε φ. ποῶδες διετές· ἀπαντᾶ αὐτοφυόμενον πολλαχοῦ τῆς Εὐρώπης, τῆς δυτ. Ἀσίας καὶ τῆς Βορ.
Ἀφρικῆς· ἐν ἀγρίᾳ καταστάσει εἶνε ἑλοχαρές, διὸ καὶ καλεῖ αὐτὸ ὁ Ὅμηρος ἑλεόθρεπτον. Ἑλειοσέλινον
ὀνομάζουσιν αὐτὸ ὅ τε Θεόφραστος καὶ ὁ Διοσκορίδης, ὅστίς λέγει ὅτι ἐκαλεῖτο καὶ Πεδινόν καὶ
Σελίδα - 183 -

Ὑδροσέλινον ἄγριον, πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ἡμέρου ἤ κηπαίου Σ. Τὸ ἄγριον Σ. εἶνε τὸ τῶν σημερινῶν
βοτανικῶν Σ. τὸ ἔλειον (A. graveolens palustre, γαλλ. Ache des marais), ἐξ οὗ ἰδίως λαμβάνεται τὸ
φαρμακευτικὸν αἰθέριον ἔλαιον τοῦ Σ. (γαλλ. Celleriole).
Αἱ πολυάριθμοι διαφοραὶ τοῦ ἡμέρου ἤ κηπαίου Σ. ὑποδιαιροῦνται εἰς δύο ὁμάδας· είς τὴν τοῦ
γλυκοῦ Σ. (Α. graveolens dulce, γαλλ. Celeri cultive ἤ doux) καὶ εἰς τὴν τοῦ φυματορρίζου Σ. (A. gr.
rapaceum, γαλλ. Celeri - Rave, ἀγγλ. Turnip - rooted Celery ἤ Celeriac), οὗτινος ἡ σαρκώδης, συνήθως
στρογγύλη καὶ ἐνίοτε μεγάλη ὡς πορτογάλλιον ῥίζα εἶνε λευκή, τρυφερωτάτη, εὐοσμοτάτη καὶ γλυκυτάτη.
Πᾶσαι αἱ διαφοραὶ τῆς πρώτης ὁμάδος δι’ εἰδικῆς καλλιεργείας λευκαίνονται, δ.δ. ἡ καρδία τοῦ φ. καὶ οἱ
μίσχοι τῶν φύλλων γίνονται κατὰ τὸ μᾶλλον ἤ ἧττον λευκοί, τρυφεροὶ καὶ γλυκεῖς. Τὸ συνηθέστερον μέσον
πρὸς λεύκανσιν τοῦ Σ. εἶνε ἡ πρόσχωσις, ἥτις συνίσταται εἰς τὴν πέριξ τοῦ φ. συγκέντρωσιν χώματος ἅπαξ
ἤ δὶς κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἀναπτύξεώς του. Ἡ ἀρίστη πρὸς λεύκανσιν διαφορὰ εἶνε ἡ οὐλόφυλλος (γαλλ.
Celeri plein blanc frise). Τὸ Σ. συνήθως σπεὶρεται εἰς σπορεῖον κατὰ Μάϊον ὅθεν μεταφυτεύεται ἐπὶ τόπου
κατὰ Ἰούλιον. Διὰ τὸ τῶν νεωτέρων βοτανικῶν γένος Selinum βλ. Ψευδοσέλινον.
Ονομασία

Το σέλινο (επιστ. Σέλινον το βαρύοσμον, Apium graveolens) είναι διετές, ιθαγενές φυτό του γένους
Σέλινον (Apium) της οικογένειας των Απιίδων (Apiaceae) (συν. Σκιαδοφόρων (Umbelliferae)).

Ιστορικά στοιχεία

Είναι γνωστό από τα αρχαία χρόνια όταν Έλληνες και Ρωμαίοι το εκτιμούσαν πολύ και το
χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική. Το θεωρούσαν όμως και πένθιμο φυτό γιατί στις νεκρικές τελετές οι
πενθούντες φορούσαν στεφάνι από σέλινο. Επίσης οι Κινέζοι το χρησιμοποιούσαν για φάρμακο.

Γνώριζαν από την εποχή εκείνη τις αντιμεθυστικές του ιδιότητες και για τον λόγο αυτό οι συνδαιτυμόνες
στεφάνωναν με σέλινο τα κεφάλια τους ώστε να μην μεθάνε. Το χρησιμοποιούσαν επίσης για να φτιάχνουν
τα στεφάνια των νικητών στη Νεμέα και τα Ίσθμια. Είναι από τα πρώτα αρωματικά βότανα που
χρησιμοποίησε ο άνθρωπος.
Αναγνωρίστηκε στις πινακίδες της Γραμμικής Β. Ο οικισμός του Καστανά (εποχής του σιδήρου) μας
παρέχει μαρτυρίες για τη χρήση του. Ο Όμηρος στη Ιλιάδα, μας πληροφορεί ότι με αγριοσέλινο γιάτρεψε
ο Αχιλλέας τα πανέμορφα άλογά του. Ήταν γνωστό στην αρχαία Αίγυπτο. Απομεινάρια του βρέθηκαν στον
τάφο του Τουταγχαμών (1370 π.Χ.).

Το ερωτικό φίλτρο του Τριστάνου ήταν φτιαγμένο από σέλινο, αμελέτητα άσπρου κόκορα, κρασί,
λουλούδια μανδραγόρα, καραβίδες, ύδνο, πιπέρι, κόκκινη πιπεριά, θυμάρι και δάφνη.
Οι Έλληνες γιατροί της αρχαιότητας, και αργότερα οι γιατροί του μεσαίωνα, το θεωρούσαν φάρμακο για
όλες τις περιπτώσεις. Το έδιναν για διουρητικό, προβλήματα στομάχου, ανθελμινθικό, αντισκορβουτικό,
διεγερτικό, και από τότε αφροδισιακό!
Εδώ και 25 αιώνες, ο μεγάλος Ιπποκράτης, πατέρας τις ιατρικής, έλεγε το εξής (για τα ταραγμένα νεύρα,
ας είναι το σέλινο τροφή και γιατρικό).Ο Θεόκλιτος το ονομάζει «ζαχαρωμένον σέλινον» ενώ ο
Ιπποκράτης συνιστούσε το Σέλινο στους ασθενείς του που είχαν νευρολογικά προβλήματα.

Στη λαϊκή ιατρική το χρησιμοποιούσαν οι χωρικοί εναντίον των ρευματισμών και της αρθρίτιδας.
Χρησιμοποιούσαν επίσης το αφέψημα του, μαζί με γάλα γαϊδούρας ή αγελάδας για την αντιμετώπιση του
πνευμονικού κατάρρου και του βρογχικού άσθματος. Οι γυναίκες στα χωριά παρασκεύαζαν με τα φύλλα
και ξύγκι, καταπλάσματα κατά των αποστημάτων των μαστών από γαλακτικές αποφράξεις. Πρόσθετα σε
στα καταπλάσματα και κοπανισμένους σπόρους σέλινου και λίγο δυόσμο. Στην περιοχή της Ηπείρου,
Μακεδονίας και Θράκης χρησιμοποιούσαν τα κοπανισμένα φύλλα με αλάτι και ξύδι για τη θεραπεία της
ψώρας. Σύγχρονες έρευνες που έγιναν σε Γερμανία και Κίνα, αναφέρουν ότι τα αιθέρια έλαια που
περιέχουν οι σπόροι του Σέλινου ασκούν ισχυρή ηρεμιστική δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα.

Ο Κασσιανός Βάσσος στα «Γεωπονικά» του, τονίζει ότι «το σέλινο όταν τρώγεται κάνει τις γυναίκες πιο
φιλήδονες». Οι αφροδισιακές ιδιότητες όμως που του έχουν αποδώσει - επειδή περιέχει ανδροστερόνη
(στεροειδές που υπάρχει σε άνδρες και γυναίκες και το οποίο είναι η πρώτη θηλαστική φερορμόνη που
αναγνωρίστηκε - είναι μάλλον αμφισβητήσιμες.

Σελίδα - 184 -

Περιγραφή

Έντονα αρωματικό φυτό, με σκληρό βλαστό, ρίζες σαρκώδεις και ινώδεις, φύλλα με διαιρεμένο έλασμα,
οι μίσχοι κυρτωμένοι δημιουργούν αυλάκι. Το ύψος του φτάνει τα 90 εκατοστά και τα σπόρια του είναι
αρωματικά, με ίδιο άρωμα με αυτό του φυτού αλλά με πικρότερη και πιο καυστική γεύση.

Τα άνθη του είναι λευκά, ερμαφρόδιτα, σε σύνθετα σκιάδια με κίτρινες ωοθήκες και φύονται από Ιούλιο
μέχρι Σεπτέμβριο. Οι καρποί μικροί και ρυτιδωμένοι, ωριμάζουν από Αύγουστο - Σεπτέμβριο.
Πολλαπλασιάζεται με σπορά σε θερμοκήπια ή ειδικά σπορεία και στη συνέχεια μεταφυτεύεται σε μικρά
σακουλάκια αφού περάσουν 5-7 εβδομάδες. Όταν το ύψος των φυταρίων φτάσει τα 20 εκατοστά περίπου
τότε φυτεύονται στην τελική τους θέση.
Οι απαιτήσεις σε νερό είναι μεγάλες και το τακτικό πότισμα είναι απαραίτητο ενώ η λίπανση του εδάφους
είναι αναγκαία και πρέπει να γίνεται είτε με κοπριά είτε με ειδικά λιπάσματα. Το έντονο άρωμα που έχει
το σέλινο οφείλεται σε αιθέριο έλαιο που δίνει στο φυτό ορεκτικές, χωνευτικές και τονωτικές ιδιότητες.
Συστατικά

Το σέλινο περιέχει βιταμίνες A, B1, B2, B6, C, Ε και Κ, πτητικό έλαιο, λεμονίνη και απιόλη, γλυκοσίδια,
απιόνη, ελαιώδη ρητίνη, νιτρικό κάλιο, υδροχλωρικό κάλιο, κουμαρίνες και φλαβονοειδή, είναι πλούσια
πηγή σιδήρου, ασβεστίου, μαγνησίου, φωσφόρου και επομένως βοηθά τους ταλαιπωρημένους, τους
κακοδιάθετους, τους αιώνια αρρωστιάρηδες και τα θύματα του σημερινού πολιτισμού της καλπάζουσας
μόλυνσης.
Η ρίζα περιέχει χολίνη, άμυλο και φυτικές κόλλες.

Θεραπευτικές Ιδιότητες
Θεωρείται ότι έχει φαρμακευτικές ιδιότητες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε παθήσεις των νεφρών και
της ουροδόχου κύστης καθώς και κατά των αρθριτικών παθήσεων. Τα ρητά του παλιού καιρού έλεγαν
πάντα την αλήθεια. Αυτά μάλιστα που αναφέρονται στο σέλινο είναι πέρα για πέρα αληθινά (αν οι γυναίκες
ξέρανε το σέλινο τι κάνει, τους άντρες θα ποτίζανε, και όλη τη γη θα ψάχνανε να βρουν τέτοιο βοτάνι).
Και ένα άλλο, (σαν ξέρανε οι άντρες του σέλινου το μυστικό, μια σκάφη θα γιομίζανε και πιότερο από
αυτό). Μάλιστα το σέλινο είναι ο φίλος του ανδρισμού. Είναι αφροδισιακό.
Συλλέγονται για θεραπευτικούς σκοπούς οι σπόροι ώριμοι, οι βλαστοί, τα φύλλα νωπά, είναι πικρό και
τοξικό σε μεγάλες ποσότητες, φυτρώνει σε υγρά μέρη, οι μέλισσες το περιτριγυρίζουν σαν τρελές, από εκεί
μάλιστα βγαίνει και το πρώτο λατινικό όνομα του φυτού Άπιουμ.
Δρά ως διουρητικό, βοηθάει στις λοιμώξεις των νεφρών, στη ποδάγρα, στους ρευματισμούς, στις
αρθρώσεις και τους μυς. Είναι αντιπυρετικό. Βοηθάει στην καλύτερη λειτουργία του στομαχιού. Είναι
αποτελεσματικό σαν ορεκτικό, χωνευτικό, τονωτικό, χολαγωγικό, υπακτικό, διεγερτικό, αντισκορβουτικό,
αντιμικροβιακό, αποτοξινωτικό.
Τα πτητικά έλαια που περιέχει διατηρούν υγιείς τις αρθρώσεις και μειώνουν τον εκφυλισμό τους. Βοηθούν
στη ρύθμιση του διαβήτη, στη βρογχίτιδα, στο άσθμα, στο κρυολόγημα και στη αναιμία.
Ακόμα βοηθάει και στο αδυνάτισμα γιατί έχει φυτικές ίνες που βοηθούν στην καλή λειτουργία του
πεπτικού σωλήνα.

Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Τα άνθη του βγαίνουν από Ιούλιο μέχρι Σεπτέμβριο. Χρησιμοποιούνται τα φύλλα, οι ρίζες και οι σπόροι.
Οι ρίζες πρέπει να συλλέγονται τον δεύτερο χρόνο, γιατί είναι πλουσιότερες σε θεραπευτικά συστατικά
από τις ρίζες του πρώτου χρόνου. Με την αποξήρανση χάνουν τη βαριά οσμή. Τα φύλλα χρησιμοποιούνται
νωπά ενώ οι σπόροι πάντοτε ώριμοι.
Τα φύλλα, ο βολβός και οι σπόροι είναι ιδιαίτερα πικάντικα και ελαφρώς γλυκά. Στο εμπόριο διατίθεται
και αλάτι (από φύλλα ή σπόρους), ολόκληροι βολβοί, καθώς και φύλλα ή κομμάτια της σελινόρριζας. Τα
φύλλα και οι τρυφεροί βλαστοί του συλλέγονται από το φθινόπωρο το χειμώνα και την άνοιξη.
Χρησιμοποιούνται ωμά σε σαλάτες, βραστά σε σούπες, σε χορτόπιτες, σαν μυρωδικό σε φαγητά με ψάρι
και σε ζωμούς κρέατος. Οι σπόροι του είναι αρωματικοί και χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό, ως
υποκατάστατο του πιπεριού και στην παρασκευή αρωματικού αλατιού.
Σελίδα - 185 -

Παρασκευή και δοσολογία

Η ρίζα του μπορεί να μαγειρευτεί και να καταναλωθεί ως λαχανικό ή σαλατικό. Η γεύση της μοιάζει με
του σέλινου, αλλά είναι πιο πικάντικη. Αποξηραμένη και κλεισμένη σε σκουρόχρωμο αεροστεγές δοχείο
συντηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα, τα φύλλα και οι βλαστοί συντηρούνται αποξηραμένα ή
κατεψυγμένα.
Για σούπες αφήνουμε τα φύλλα και τους βολβούς ολόκληρα να μαγειρευτούν μαζί με το φαγητό. Για
μπαχαρικά μίγματα λιανίζουμε τα αποξηραμένα φύλλα ή αλέθουμε τους σπόρους. Σαν μπαχαρικό το
χρησιμοποιούμε για ζωμούς κρέατος, σάλτσες για κρέας, φαγητά κατσαρόλας και σούπες. Η σελινόρριζα
μπορεί να μαγειρευτεί και να καταναλωθεί ως λαχανικό ή σαλατικό. Για τόνωση του οργανισμού δεν θα
βρείτε τίποτα καλύτερο από τον χυμό σέλινου ανακατεμένο με καροτόζουμο. Για άμεση απώλεια κιλών
αρκεί ένα ποτήρι χυμό 30 λεπτά πριν το γεύμα.

Προφυλάξεις
Οι σπόροι που πουλιούνται για καλλιέργεια μπορεί να είναι εμποτισμένοι με φυτοφάρμακα και καλό είναι
να μην τους χρησιμοποιούμε για φαρμακευτικούς λόγους.
Το βότανο προκαλεί συσπάσεις στη μήτρα και έχει αναφερθεί ότι προκαλεί αποβολή στα ζώα. Γενικά καλό
είναι να αποφεύγουμε τη φαρμακευτική του χρήση (το έλαιο και τις μεγάλες δόσεις των σπόρων) κατά τη
διάρκεια της κύησης. Η μπερκαπτένη που περιέχουν οι σπόροι μπορεί να αυξήσει την φωτοευαισθησία και
δεν χρησιμοποιούμε το αιθέριο έλαιο εξωτερικά σε δυνατό ήλιο.
Οι άνθρωποι που έχουν ασθενή γαστρεντερικό σωλήνα ή ουρογεννητικό σύστημα, καθώς και οι πολύ
αδύναμοι, δεν συνιστάται να πινουν τον χυμό.






















































Σελίδα - 186 -

Chrysanthemum, κν χρυσάνθεμο, Αγιοδημητριάτικο












Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Αστερώδη (Asterales)
Οικογένεια: Αστεροειδή (Asteraceae)
Γένος: Χρυσάνθεμο (Chrysanthemum)
Είδος:

Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου

Χρυσάνθεμον (Chrysanthemum, τ. Συνθέτων)· γ. περιλ. περὶ τὰ 120 εἴδη ἀπαντῶντα πολλαχοῦ καὶ ἰδίως
εἰς χώρας εὐκράτους. Εἴδη τῆς ἑλλ. χλωρ. α΄) X. ἡ Μυκωνὶς (C. Myconis), β΄) X. τὸ σιτόφιλον (C. segetum,
γαλλ. Marguerite doree, ἀγγλ. Common Marigold), ἡ κν. Τσιτσιμπόλα, Κουκουβάγια (Λακωνία) ἤ
Ἀγριομαντιλίδα (Θήρα), καὶ γ΄) Χ. τὸ στεφανωματικὸν (C. ἤ Pinardia coronaria), τὸ κν. Τσιτσιμπόλα,
Μαντιλίδα ἤ Καρώνα· καὶ τὰ τρία ἐτήσια ἐνίοτε δὲ θεραπευόμενα πρὸς κόσμον· τὰ δύο τελευταῖα κοινὰ
πολλαχοῦ τῆς Ἑλλάδος καὶ ἄλλων παραμ. χωρῶν· εἰς τὸ τελευταῖον ἀναφέρεται τὸ Χρυσάνθεμον τοῦ
Διοσκρ. εἰς τὸ δεύτερον δὲ πιθανῶς τὸ Βούφθαλμον αὑτοῦ ὅπερ, ὡς ὁ ἴδιος λέγει, ὠνομάζετο καὶ Κάλχα
(β.λ.).
Ἐκ τών ἐξωτικῶν εἰδῶν τὰ ἀξιολογώτερα καὶ τὰ συνηθέστερον θεραπευόμενα πρὸς κόσμον εἶνε X. τὸ
θαμνῶδες, X. τὸ ἰνδικόν καὶ X. τὸ σινικὸν (C. Frutescens, C. indicum ἤ japonicum καὶ C. sinense) ὅπερ
θεωρεῖται ἀπόγονος, τοῦ ἰνδικοῦ· καὶ τὰ τρία φρυγανώδη πολλαπλασιαζόμενα εὐχερῶς τὸ μὲν πρῶτον διὰ
σπορᾶς καὶ τρυφερῶν μοσχευμάτων, τὰ δὲ ἄλλα δύο διὰ σπορᾶς, μοσχευμάτων καὶ παραφυάδων. Καὶ τὸ
μὲν θαμνῶδες X. κατάγεται ἐκ τῶν Καναρίων νήσων καὶ εἶνε τὸ κν. γνωστὸν παρ’ ἡμῖν ὑπὸ τὸ ὄνομα
Μαργαρίτα (γαλλ. Marguerite ἤ Chrysantheme frutescent, ἀγγλ. Paris Daisy), τὰ δὲ ἄλλα δύο, ἰθαγ. τῆς
νοτ. ἀνατ. Ἀσίας, εἶνε τὰ πανταχοῦ κατ’ ἐξοχὴν γνωστὰ ὑπὸ τὸ ὅνομα Χρυσάνθεμα (γαλλ. Chrysanthemes,
ἀγγλ. Chrysanthemums). Ταῦτα ὡς ἐκ τῆς ἐποχῆς τῆς ἀνθήσεώς των ὀνομάζονται κν. ἐν μὲν τῇ Ἑλλάδι
Ἁϊδημητριάτικα ἤ Δημητριάτικα, ἐν δὲ τῇ Κύπρῳ Ὀκτωβρούδια. Τὰ δύο ταῦτα εἴδη ἀπαντῶσι
θεραπευόμενα ὑπὸ ἀπειραρίθμους διαφοράς, παραλλαγὰς καὶ νόθα· χάρις δὲ εἰς τὴν ἀτελείωτον ποικιλίαν
τῶν χρωμάτων καὶ τῶν σχημάτων τῶν ἀνθέων των εἶνε λίαν διαδεδομένη ἡ θεραπεία των ἰδίως ἐν Ἰαπωνίᾳ,
Εὐρώπῃ καὶ βορ. Ἀμερικῇ. Εἰς τὴν Εὐρώπην (εἰς τήν Ὁλλανδίαν) εἰσήχθησαν τὸ πρῶτον περὶ τὰ τέλη τοῦ
17ου αἰῶνος ἐξ Ἰαπωνίας. Ἀλλ’ ἡ θεραπεία των ἤρχισε νὰ διαδίδεται μόνον περὶ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος,
ὅτε (τῷ 1789) ὁ Blanchard εἰσήγαγεν ἐκ Σινικῆς εἰς τὴν Γαλλίαν τρία τοιαῦτα φ. ἐξ ὧν τὸ ἕν ἐδώρησεν εἰς
τὸν ἐν Παρισίοις Βοτανικὸν κῆπον. Τὸ φ. τοῦτο ἐχρησίμευσε, καθ’ ἅ λέγεται, ὡς ἀφετηρία τῆς διαδόσεως
τῶν Χρυσανθέμων ἀνὰ τὴν Εὐρώπην.

Ονομασία
Τα χρυσάνθεμα (Chrysanthemum), γνωστά και ως αγιοδημητριάτικα ή οκτωβρούδες (Κύπρος), είναι γένος
ανθοφόρων φυτών που ανήκει στην οικογένεια των αστεροειδών (ή συνθέτων). Τα χρυσάνθεμα είναι
ιθαγενή της Ασίας και της βορειανατολικής Ευρώπης. Τα περισσότερα ήδη βρίσκονται στην ανατολική

Σελίδα - 187 -

Ασία και θεωρείται ότι το γένος προέρχεται από τη Κίνα. Τα είδη χρυσανθέμων και τα αναρίθμητα υβρίδια
και ποικιλίες τους χρησιμοποιούνται για διακοσμήση κήπων.
Ιστορικά στοιχεία

Ο Διοσκουρίδης αναφέρεται στο Χρυσάνθεμο με την ονομασία Παρθένιον.

Τα χρυσάνθεμα καλλιεργούνται στην Κίνα από τον 15ο αιώνα π.Χ. ως βότανα με τα βλαστάρια του να
χρησιμοποιούνται στις σαλάτες ενώ τα φύλλα και τα άνθη στο τσάι. Σε ζωγραφισμένα κεραμικά τα
χρυσάνθεμα αυτά μοιάζουν με τα σημερινά. Μέχρι το 1630 είχαν καταγραφεί περίπου 500 ποικιλίες. Η
καλλιέργεια του στην Ιαπωνία άρχισε τον 8ο αιώνα μ.Χ.. Τα χρυσάνθεμα άρεσαν τόσο πόλυ στους Ιάπωνες
ώστε μια ποικιλία με 16 πέταλα που ονόμαζεται «ιτσιμοντζιγκίνου» αποτελεί το έμβλημα της
αυτοκρατορικής οικογένειας της Ιαπωνίας. Το 1910 το χρυσάνθεμο ανακηρύχθηκε το εθνικό άνθος της
Ιαπωνίας.
Στην Ευρώπη τα χρυσάνθεμα έφτασαν στα μέσα του 17ου αιώνα. Το 1753 ο Κάρολος Λινναίος τους έδωσε
το όνομα χρυσάνθεμα από τις ελληνικές λέξεις χρυσός και άνθος και σημαίνει χρυσό λουλούδι. Η πρώτη
επιτυχημένη καλλιέργεια χρυσανθέμων έλαβε χώρα το 1789 όταν ένας έμπορος από τη Μασσαλία έφερε
από τη Κίνα τρεις ποικιλίες από τις οποίες μόνο μία επέζησε και ονομάστηκε «Παλιά Μοβ». Το 1826
παράχθηκε η πρώτη νέα ποικιλία στην Ευρώπη. Μέχρι τότε όλες οι νέες ποικιλίες προέρχονταν από την
Άπω Ανατολή. Στις Ηνωμένες Πολιτείες τα χρυσάνθεμα εισάχθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα. Η πρώτη
αμερικανική ποικιλία παρουσιάστηκε το 1841 και ονομάστηκε Ουίλιαμ Πεν.
Περιγραφή

Τα άγρια χρυσάνθεμα είναι ποώδη ή ημιξυλώδη πολυετή φυτά, με ύψους από 20 εκατοστά μέχρι
μεγαλύτερο από 1,5 μέτρο, ανάλογα με το έδαφος. Είναι φυλλοβόλλα, δηλαδή το χειμώνα χάνουν τα φύλλα
τους. Έχουν εναλλάξ σκούρα πράσινα φύλλα που χωρίζονται σε φυλλάδια με οδοντωτή ή περιστασιακά
λεία άκρα. Η κάτω επιφάνεια τους έχει γκριζοπράσινο χρώμα. Η σύνθετη ανθοφορία του είναι μια σειρά
από ταξιανθίες κεφάλια ή μερικές φορές ένα μοναχικό κεφάλιο. Το κεφάλιο έχει μια βάση που καλύπτονται
σε στρώματα από βάκτρια. Τα πέταλα είναι λευκά, κίτρινα ή κόκκινα. Πολλά καλλωπιστικά υβρίδια έχουν
αναπτυχθεί ώστε να φέρουν σειρές ακτινωτών πετάλων σε μεγάλη ποικιλία χρωμάτων. Τα άνθη των άγριων
ειδών είναι κίτρινα. Τα πέταλα μπορεί να είναι τόσο πυκνά ώστε να μη φαίνεται το κεφάλιο. Ο καρπός
είναι ένα ραβδωτό αχαίνιο. Έχουν ανεπτυγμένο ριζικό σύστημα ώστε να απορροφούν καλά την υγρασία
του εδάφους, και έτσι αντέχουν σε υψηλές θερμοκρασίες, αλλά οι ρίζες τους μπορούν να σαπίσουν εύκολα.

Συστατικά

Το τσάι από χρυσάνθεμο είναι πλούσιο σε ασβέστιο, σίδηρο, μαγνήσιο, βήτα-καροτίνη, βιταμίνη C και
νιασίνη. Τα οφέλη που προσφέρει για την υγεία είναι πολυάριθμα και το έχουν αναγάγει σε αναπόσπαστο
κομμάτι της παραδοσιακής κινεζικής ιατρικής εδώ και αιώνες.
Περιέχει υψηλές ποσότητες β - καροτένιο, μια μορφή βιταμίνης Α που συμβάλλει στην αντιμετώπιση
παθήσεων του δέρματος, ενισχύει το ανοσοποιητικό και προλαμβάνει προβλήματα όρασης που σχετίζονται
με την ηλικία. Πλούσια πηγή βιταμίνης Β και ριβοφλαβίνης που βοηθά το αδυνάτισμα και προλαμβάνει
ανωμαλίες στις δομικές αλλαγές του ανθρώπινου συστήματος. Περιέχει επίσης χολίνη που διευκολύνει το
μεταβολισμό του λίπους, νιασίνη που είναι απαραίτητη για την κανονική λειτουργία του νευρικού
συστήματος και της γατρεντερικής οδού και φολικό οξύ που βελτιώνει την κυτταρική ανάπτυξη και
αναπαραγωγή.
Καλή πηγή βιταμίνης C, προστατεύει από το κοινό κρυολόγημα αλλά και από διάφορες παθήσεις των
ματιών. Εκτός από τα παραπάνω, το τσάι από χρυσάνθεμα περιέχει μέταλλα όπως ασβέστιο για τα δόντια
και τα οστά, μαγνήσιο και σίδηρο για τη μεταφορά του οξυγόνου από το αίμα και κάλιο για να ρυθμίζει
την πίεση του αίματος και την καρδιαγγειακή λειτουργία. Έχει επίσης αδενίνη, γλυκοζίτες και διάφορα
αμινοξέα.

Θεραπευτικές Ιδιότητες

Το βότανο χρυσάνθεμο κατέχει περίοπτη θέση στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική για περισσότερα από
3.000 χρόνια, καθώς εξισορροπεί τον ανθρώπινο οργανισμό με ποικίλους τρόπους. Ιδιαίτερα χρήσιμο κατά

Σελίδα - 188 -

τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού, δροσίζει το σώμα και καθαρίζει το συκώτι. Ενισχύει την
ανοσία, μειώνει την υψηλή πίεση του αίματος, χαλαρώνει το νευρικό σύστημα και προλαμβάνει την
πρόωρη γήρανση.
Στη σύγχρονη βοτανοθεραπεία, το Χρυσανθεμο χρησιμοποιείται κυρίως για την αντιμετώπιση της
υπέρτασης (και των προβλημάτων που οφείλονται σε αυτήν), αλλά και για μία ακόμη σειρά προβλημάτων
υγείας. Το συγκεκριμένο βότανο θεωρείται λοιπόν πως έχει θετική επίδραση στην αντιμετώπιση της
υπέρτασης, καθώς και σε καταστάσεις χρόνιων πονοκεφάλων, ξαφνικών ζαλάδων, χρόνιου πόνου στα
μάτια και του "κουδουνίσματος" στα αυτιά (tinnitus) - παθήσεις που συχνά "συνοδεύουν" την υπέρταση.
To ρόφημα Χρυσάνθεμου θεωρείται πως αποτοξινώνει τον οργανισμό, συμβάλει στην αντιμετώπιση του
πυρετού και βοηθάει στη ενίσχυση του οργανισμού κατά των λοιμώξεων, καθώς φέρεται να έχει
αντιβιοτικές ιδιότητες.
Σε εξωτερική χρήση, το Χρυσάνθεμο λέγεται πως ξεκουράζει τα πονεμένα, κουρασμένα και πρησμένα
μάτια, ειδικά όταν το πρόβλημα οφείλεται σε πολύωρη εργασία μπροστά από υπολογιστή ή σε πολύωρο
καθημερινό διάβασμα. Η πυρεθρίνη, γνωστή και ως φυσικό πύρεθρο, είναι μια ουσία που βγαίνει από ένα
είδος χρυσάνθεμου, του πύρεθρου και χρησιμοποιείται ως οικολογικό εντομοκτόνο στον κήπο για την
αντιμετώπιση διαφόρων εντόμων.

Αποτελεί φυσικό δροσιστικό ποτό, μειώνοντας τη θερμοκρασία του σώματος. Έχει αποδειχθεί χρήσιμο
στη θεραπεία για σπυράκια και ακμή. Δεν περιέχει καφεΐνη και δεν προκαλεί νευρικότητα, ευερεθιστότητα
και αίσθημα ανησυχίας. Βοηθά στην πέψη, ειδικά των λιπαρών τροφών. Έρευνες έχουν δείξει ότι το
φλαβονοειδές acacetin που περιέχει, έχει την ικανότητα να αναστέλλει την ανάπτυξη κακοηθών κυττάρων
στην περιοχή του προστάτη.
Χρησιμοποείται και ως αποτοξινωτικό. Τα αντιοξειδωτικά του προστατεύουν το συκώτι και τα νεφρά,
καθαρίζοντας το αίμα από τις τοξίνες. Οι διουρητικές του ιδιότητες ενισχύουν αυτή τη διαδικασία ακόμη
περισσότερο, ενώ η αντιβακτηριακή του δράση καταπολεμά τις λοιμώξεις.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή

Από τα μέσα του καλοκαιριού έως και τα τέλη φθινοπώρου, ανάλογα με την ποικιλία ή το υβρίδιο. Για να
παρατείνουμε την ανθοφορία του πολυετούς φυτού, αφαιρούμε τακτικά ξερά ή μαραμένα άνθη.

Το τσάι από χρυσάνθεμο είναι ένα εκχύλισμα αποξηραμένων λουλουδιών κυρίως από τις λευκές και
κίτρινες ποικιλίες των χρυσανθέμων, πλούσιο σε ασβέστιο, σίδηρο, μαγνήσιο, βήτα-καροτίνη, βιταμίνη C
και νιασίνη.

Παρασκευή και δοσολογία

Σύμφωνα με τους Βοτανοθεραπευτές, το Χρυσανθεμο μπορεί να γίνει αφέψημα αν το αφήσετε σε βραστό
νερό για περίπου 10 λεπτά (υπολογίστε πως θα χρειαστείτε περίπου 1 κουταλάκι του γλυκού αποξηραμένου
βοτάνου για 1 "κούπα" ροφήματος). Μπορείτε να καταναλώνετε μέχρι και 3 κούπες Χρυσάνθεμου την
ημέρα (πρωί, μεσημέρι, βράδυ πριν από το γεύμα).
Τρόπος παρασκευής ροφήματος: Θερμαίνεται μια ποσότητα νερού (200ml) σε κάποιο μαγειρικό σκεύος.
Μόλις αρχίσει ο βρασμός, προσθέτουμε 1 κουταλάκι του γλυκού από το βότανο, έπειτα, το κατεβάζουμε
από το μάτι της κουζίνας και το αφήνουμε σκεπασμένο τουλάχιστον για πέντε λεπτά, το σουρώνουμε και
σερβίρουμε. Πίνουμε από 2 έως 3 κούπες ημερησίως.

















Σελίδα - 189 -

Dahlia, κν ντάλια










Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Αστερώδη (Asterales)
Οικογένεια: Σύνθετα (Compositae)
Γένος: Ντάλια (Dahlia)
Είδος: Dahlia

Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου

Δαλία (Dahlia ἤ Georgina, τ. Συνθέτων)· γ. περιλ. φ. ποώδη, πολυετῆ, κονδυλόρριζα, κοσμητικά, ἰθαγ.
τῆς κεντ. Ἀμερικῆς. Τὸ συνηθέστερον θεραπευόμενον εἶδος εἶνε Δ. ἡ εὐμετάβλητος (D. variabilis), ἰθαγ.
τοῦ Μεξικοῦ, ὅθεν εἰσήχθη τὸ πρῶτον εἰς τὴν Εὐρώπην (εἰς τὴν Μαδρίτην) τῷ 1789. Ἔκτοτε ἡ καλλιέργεια
αὐτῆς διεδόθη ταχέως πανταχοῦ καὶ παρήχθησαν πολυάριθμοι διαφοραὶ μετ’ ἀνθέων πολυπετάλων ἤ μὴ
καὶ πολυχρώμων. Ἕτερον εἶδος ἄξιον σημειώσεως ἐνταῦθα εἶνε Δ. ἡ αὐτοκρατορικὴ (D. imperialis), ἥτις
κατάγεται ὡσαύτως ἐκ τοῦ Μεξικοῦ καὶ ἀπαντᾶ θεραπευομένη καὶ παρ’ ἡμῖν. Αὕτη ὑψοῦται καὶ πλέον τῶν
τριῶν μ. καὶ φέρει ἄφθονα, μεγάλα, ἁπλᾶ, κωδωνοειδῆ ἄνθη. Αἱ Δ. πολλαπλ. διὰ σπορᾶς καὶ συνηθέστερον
διὰ κονδύλων, εὐδοκιμοῦσι δὲ εἰς γόνιμον, νοτερὸν καὶ ἀραιὸν ἔδαφος.
Ονομασία

Η ντάλια (Dahlia) είναι γένος ανθοφόρων θαμνοειδών φυτών, ενδημικών του Μεξικού της Κεντρικής
Αμερικής και της Κολομβίας. Περιλαμβάνει περίπου τριάντα είδη και ανθίζει κατά το καλοκαίρι και το
φθινόπωρο. Αποτελεί το εθνικό λουλούδι στο Μεξικό. Οι Αζτέκοι καλλιεργούσαν τις ντάλιες για τροφή,
τελετές και διακόσμηση.
Το 1872 ένα κουτί με ρίζες ντάλιας εστάλη από το Μεξικό στην Ολλανδία. Από αυτές επέζησε μόνον ένα
φυτό, από το οποίο παρήχθησαν κόκκινα λουλούδια με μυτερά πέταλα Ντάλια του Χουάρες (Dahlia
juarezii). Από αυτά προήλθαν τα σημερινά υβρίδια ντάλιας.
Περιγραφή

Όλοι οι λάτρεις και οι θαυμαστές της φύσης, των χρωμάτων και των λουλουδιών επιδιώκουν, εκτός από
τα μεγαλομεγεθή και ογκώδη, πράσινα κωνοφόρα και καλλωπιστικά φυτά και θάμνους, να συμπληρώνουν
την διακόσμηση του κήπου ή του μπαλκονιού τους με φυτά συνεχούς και αδιάκοπης ανθοφορίας με
εξαιρετικά πλούσια αποτελέσματα που οδηγούν σε απόλυτη αισθητική ολοκλήρωση τον χώρο τους. Ένα
τέτοιο φυτό είναι η ντάλια, ευπροσάρμοστο και διαχειρίσιμο, με περιορισμένο υψος, σκούρο πράσινο,
ευμεγεθές φύλλο σε μακρόστενο σχήμα και πυκνή διάταξη, και διπλά άνθη σε μεγάλη ποικιλία χρωματικών
συνδυασμών.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή

Εμφανίζονται από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο, με μονά ή διπλά άνθη σε εντυπωσιακή χρωματική
ποικιλία και πολυάριθμα σχήματα. Φυτεύουμε κονδύλους στα τέλη Μαρτίου (σε ζεστές περιοχές) έως τέλη
Απριλίου (στις ψυχρές).

Αφού μαραθούν τα φυτά, αφαιρούμε τους κονδύλους, τους αποθηκεύουμε και τους φυτεύουμε την άνοιξη
(σε κρύα μέρη) ή τους αφήνουμε στο χώμα απότιστους για ανάπτυξη το επόμενο έτος.
Σελίδα - 190 -

Dianthus caryophyllus, κν γαρυφαλλιά












Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Καρυοφυλλώδη (Caryophyllales)
Οικογένεια: Καρυοφυλλοειδή (Caryophyllaceae)
Γένος: Δίανθος (Dianthus)
Είδος: D. caryophyllus
Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου

Διόσανθος (Dianthus γαλλ. Oeillet, ἀγγλ. Pink ἤ Carnation, τουρ. Καρεμφίλ, τ. Καρυοφυλλωδῶν)· γ.
·
περιλ. ὑπὲρ τὰ 100 εἴδη φυτὰ ποώδη, ἐτήσια, διετῆ καὶ πολυετῆ, (τὰ τελευταῖα ἐνίοτε ξυλώδη παρὰ τὴν
βάσιν των)· ὀλίγιστα θαμνώδη πολλὰ κοσμητικά. Εἴδη τῆς ἑλλ. χλωρ. 39 ἐν οἷς καὶ Δ. ὁ δενδρώδης (D.
·
arboreus), τὸ κν. ἐν Ἀμοργῷ Ἀγριομοσχοκάρφι, θαμνίον ἀπαντῶν εἰς τὴν νοτ. Πελοπόννησον, εἰς τὰς
νήσους τοῦ Αἰγαίου καὶ εἰς τὴν Κρήτην· πιθανῶς ὁ Διόσανθος τοῦ Θροφρ., ὅστις τὸν ἀναφέρει ὡς φ.
στεφανωματικὸν καὶ ἄοσμον ἄνθος φέρον (Φ. Ἱ. 6, 1, 1 καὶ 6, 6, 2). Ἀλλὰ γνωστότατον τοῖς πολλοῖς εἶδος
εἶνε Δ. ὁ Καρυόφυλλος (D. Caryophyllus, γαλλ. Oeillet des fleuristes ἤ Oe. bouquet ἤ Oe. a ratafia ἤ
Grenadin, ἀγγλ. Carnation), ἰθαγ. τῆς μέσης καὶ νοτ. Εὐρώπης καὶ τῆς βορ. Ἀφρ. Τὸ φυτὸν τοῦτο εἶνε

ποῶδες πολυετές, παρὰ τὴν βάσιν ἐνίοτε ξυλῶδες· καλλιεργεῖται ἀνέκαθεν πανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος ὡς ὁ
Βασιλικός, ἰδίως ἐν γάστραις, πρωτίστως δὲ ἡ διαφορὰ αὐτοῦ ἡ φέρουσα πολυπέταλα, εὐοσμότατα,
αἱματόχροα ἄνθη. Εἶνε δὲ αὕτη ἡ κατ’ ἐξοχὴν Γαρουφαλλιὰ ἤ Γαρυφαλλιὰ τοῦ λαοῦ, ἧς τὰ ἄνθη
χρησιμοποιοῦνται ἐνίοτε πρὸς ἀρωμάτισιν ποτῶν. Τὸ εἶδος τοῦτο ἀπαντᾶ θεραπευόμενον ὑπὸ πλείστας
διαφορὰς καὶ νόθα διὰ τὰ πολύχρωμα καὶ κατὰ τὸ μᾶλλον ἤ ἧττον εὔοσμα καὶ πολυπέταλλα ἄνθη των. Εἰς
τὴν μεσημ. Γαλλίαν καὶ τὴν Ἀγγλίαν ἡ καλλιέργεια αὐτῶν ἀποτελεῖ κλάδον τῆς κηπουρικῆς
επικερδέστατον (βλ. Ἄνθος). Συνήθης εἶνε ὡσαύτως ἡ εἰς τοὺς κήπους θεραπεία Δ. τοῦ σινικοῦ (D.
chinensis, γαλλ. Oeillet de la Chine, ἀγγλ. Chinese Pink) καὶ τῶν πολυαρίθμων διαφορῶν του, τῶν κν.
ονομαζομένων Γαρουφαλλίνων ἤ Γαρουφαλλακίων. Συχνὰ πρὸς τούτοις ἀπαντῶσι θεραπευόμενα τὰ
ἐπίσης ἀξιόλογα κοσμητικὰ εἴδη Δ. ὁ ὑπερήφανος (D. superbus), Δ. ὁ γενειοφόρος (D. barbatus, ἀγγλ.
Sweet William, κοινῶς Φραγκογαρουφαλλιά), Δ. ὁ πτερωτὸς (D. plumarius, ἀγγλ. Garden-Pink), καὶ τὰ
τρία ἰθ. τῆς Εὐρώπης.
Ονομασία

Ο Δίανθος, (επίσημη ονομασία), κοινώς γαριφαλιά ή γαρυφαλλιά (Βοτανική-Λατινική Ονομασία: Δίανθος
ο καρυόφυλλος, Dianthus caryophyllus). Το όνομα Δίανθος είναι αρχαίο ελληνικό σύνθετο φερόμενο ως
"άνθος του Διός", ενώ το γαρίφαλο προέρχεται εκ του ενετικού garifolo, και αυτό εκ του λατινικού
garofulum όπου στη νεοελληνική αποδόθηκε με την ονομασία "καρυόφυλλον"
Ιστορικά στοιχεία

Η μυθολογία αναφέρει ότι ο Δίας από ζήλεια προς τη γυναίκα του Ήρα αποφάσισε να έχει κι εκείνος ένα
λουλούδι αντάξιο του κρίνου που αυτή είχε. Έριξε τότε έναν κεραυνό στη γη και μέσα από την αστραπή
και τον καπνό φύτρωσε το μυρωδάτο γαρύφαλλο, που πήρε το όνομά του, Δίανθος, δηλαδή άνθος του Δία
Σελίδα - 191 -

Η γαρυφαλλιά καλλιεργείται από την αρχαιότητα, περισσότερο από 2.000 χρόνια, αναφέρεται ακόμα και
από τον Θεόφραστο στο έργο του "Περί φυτών ιστορίαι". Η καλλιέργεια συνεχίζεται στις περιοχές της
Μεσογείου, στην Ασία, τη βόρειο Αμερική ακόμα και σε εύκρατες ή υποτροπικές περιοχές της Αφρικής.
Σαν πρόγονός της θεωρείται ένα άγριο αρωματικό είδος της δυτικής Μεσογείου που φύεται σε βραχώδεις
περιοχές της Σικελίας, της Σαρδηνίας και του Γιβραλτάρ.
Περιγραφή

Είναι φυτό πολυετές, αγγειόσπερμο, ποώδες, όμορφο, εύοσμο καλλωπιστικό, που ανήκει στο γένος δίανθος
και στην οικογένεια των Καρυοφυλλοειδών. Καλλιεργείται από την αρχαιότητα και είναι από τα πιο παλιά
καλλωπιστικά φυτά, από τα πιο γνωστά και πιο κοινά. Το άνθος της γαριφαλιάς ονομάζεται γαρίφαλο, ή
γαρύφαλλο.

Το ύψος της γαριφαλιάς φθάνει μέχρι τα 60 εκ., έχει πυκνή βλάστηση, τα φύλλα της είναι στενόμακρα και
λογχοειδή ενώ οι ρίζες της είναι δυνατές διεισδύοντας βαθιά στο έδαφος. Τα άνθη της, που ονομάζονται
γαρύφαλλα, είναι πολύχρωμα, έχουν ωραίο άρωμα και 5 σέπαλα που σχηματίζουν σωλήνα και δεν έχουν
καμία σχέση με το γνωστό μπαχαρικό.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή

Τα άνθη του είναι ιδιαίτερου σχήματος και εμφανίζονται στους επάκριους βλαστούς, σε πάρα πολλά
χρώματα και χρωματικούς συνδυασμούς από τις αρχές της Άνοιξης μέχρι τον Δεκέμβριο. Παρουσιάζει
μεγάλη αντοχή στο ψύχος ή την ατμοσφαιρική ρύπανση και προτιμά εδάφη πολύ καλά στραγγιζόμενα και
ηλιόλουστες θέσεις φύευσης. Είναι από τα δημοφιλέστερα γλαστρικά φυτά και συχνά φυτεύεται σε
κρεμαστές ζαρντινιέρες. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες αρωματικές και μη, με άνθη μεσαίου ή μεγάλου
μεγέθους, απλά ή σύνθετα, μονόχρωμα ή πολύχρωμα, αρωματικά ή μή.





















































Σελίδα - 192 -

Fragaria, κν φράουλα












Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Ροδώδη (Rosales)
Οικογένεια: Ροδίδες (Rosaceae)
Γένος: Χαμαικέρασος (Fragaria)
Είδος: F. versa


Όνομα
Διατροφική αξία Ίχνη μετάλλων (Trace metals) Λιπίδια (Lipids)
147 g
Ενέργεια Ασβέστιο 23,5 mg Λιπαρά οξέα
(Energy) (Calcium) (Fatty acids)

Θερμίδες 47 cal Σίδηρος 0,6 mg Άλλα συστατικά (Other constituents)
(Calories) (Iron)

Υδατάνθρακες 11 g Μαγνήσιο 19,1 mg Νερό 90 %
(Carbohydrates) (Magnesiumn) (Water)
Λιπαρά 0 g Φωσφόρος 35,3 mg Μονάδες μέτρησης
(Fat) (Phosphorus) μg = micrograms, mg = milligrams
IU = International units
Πρωτεΐνες 1 g Κάλιο 225 mg Μαγγάνιο (Mn) 0,6 mg
(Proteins) (Potassium) Χαλκό (Cu) 0,1 mg

Διαιτητικές 3 g Νάτριο 1,5 mg ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ: C 86,4 mg/ A 17,6 IU/ B3
Ίνες (Sodium) 0,6 mg/ B6 0,1 mg/ E 0,4 mg/ B9 35,3 mg/
(Dietary Fibers) K 3,2 mvg

Ψευδάργυρος 0,2 mg
(Zinc)



Φυτολογικό λεξικό Π.Γ.Γεναδίου

Χαμαικέρασος (Fragaria, γαλλ. Fraisier, ἀγγλ. Strawberry-plant, ἰταλ. fragola, τουρκ. Τζιλέκ, τ.
Ῥοδωδῶν) γ. περιλ. 5 - 6 εἴδη· φ. ποώδη πολυετῆ. Ἐξ αὐτῶν τέσσαρα, μετὰ πολυαρίθμων διαφορῶν καὶ
·
νόθων, καλλιεργοῦνται ἐκτενῶς πανταχοῦ σχεδὸν διὰ τὸν εὔχυμον, εὔστομον, ἀναψυκτικόν, ἀρωματικὸν
καὶ πρωϊμώτατον καρπόν των, τὸ χαμαικέρασον, τὴν κν. γνωστοτάτην φράουλαν ἤ φράγολαν (γαλλ.
fraise, ἀγγλ. Strawberry), ἥτις ἐνιαχοῦ ὀνομάζεται κν. καὶ χαμοκέρασο ἤ φραοῦλι (Κοραῆς).
Σελίδα - 193 -

·
Τὰ χαμαικέρασα «οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν τὰ ἐγνώρισαν ἴσως, ἤ καὶ δὲν τὰ (ὠνόμασαν εἰς τοὺς
Ῥωμαίους πρῶτος μετὰ τὸν Ὀβίδιον τὰ ὀνομάζει ὁ Πλίνιος μὲ τὸ ἐπίθ. Fraga terrestria, Κόμαρα ἔγγεια,
ἤγουν μὴ ἀναβαίνοντα εἰς ὕψος θάμνου ὡς ἡ Κομαριὰ» («Ἄτακτα» Δ, 657). Ἡ παρ’ Ἀθηναίῳ
Χαμαικέρασος (Β, 50, d)· ἀναφέρεται βεβαίως εἰς Κόμαρον τὴν κοινήν. Ὑπὸ τὸ ὄνομα Χαμαικέρασος
ἀναφέρει ὁ Διοσκορίδης μικρὰν πόαν, περὶ ἧς λέγει: «Χαμαικέρασος πόα ἐστί μικρά, φυομένη ἔνθα τὰ
·
βλάχνα (β.λ.) γίνεται, καὶ κατὰ καιρὸν ὅτε καὶ ὁ καρπὸς τοῦ δένδρου (τοῦ Κεράσου) καρποὺς δὲ ποιεῖ δύο
ἤ τρεῖς ὁμοίους κερασίῳ· ἄνθη δὲ εὐώδη λὶαν ὥσπερ μόσχος» («Περὶ εὐπορίστων» Α,154). Ἡ «ὥσπερ
μόσχος εὐωδία» τῶν ἀνθέων τῆς «πόας» ταύτης τοῦ Διοσκρ. εἶνε τὸ μόνον ὅπερ ἐν τῇ περιγραφῇ αὑτοῦ
δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν φύσιν καὶ τὰς ἰδιότητας τοῦ τῶν σημερινῶν βοτανικῶν Χαμαικεράσου. Ἀλλ’ ἡ
όρθότης τῆς γραφῆς «μόσχος» ἀμφισβητεῖται, ὥστε δὲν εἶνε ἀπίθανον ἡ «πόα» αὕτη τοῦ Διοσκρ. ν’
ἀναφέρεται πράγματι εἰς τὸν σημερινὸν Χαμαικέρασον, ἀφοῦ μάλιστα τὸ φ. ἀπαντᾶ αὐτοφυόμενον
πολλαχοῦ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Ἀνατολῆς καὶ ὀνομάζεται κν. καὶ Χαμοκερασιά. Ὁπωσδήποτε, καθ’ ἅ ὁ

Δε-Κανδόλλος ἐξηκρίβωσε, ἡ καλλιέργεια τῶν Χαμαικεράσων πιθανῶς δὲν ἤρχισεν εἰμὴ μόνον ἀπὸ τοῦ
15ου ἤ τοῦ 16ου μ. X. αἰῶνος.

Εἶνε δὲ τὰ τέσσαρα καλλιεργούμενα διὰ τὸν καρπόν τῶν εἴδη α΄) X. ὁ ὀρεινός, β΄) X. ὁ ἐδώδιμος, γ΄)
·
X. ὁ βιργίνιος καὶ δ΄) Χ. ὁ χιλιανὸς (F. collina F. vesca, F. virginiana καὶ F. chiloensis) καὶ τὰ μὲν δύο
πρῶτα εἶνε ἰθαγ. ἰδίως τῆς Εὐρώπης, ἀπαντῶσι δὲ αὐτοφυῆ καὶ πολλαχοῦ τῆς Ἑλλάδος, ἔνθα ὀνομάζονται
·
κν. Κουκουμαριές, Κοκκομαριές ἤ Χαμοκερασιές τὸ τρίτον εἶνε ἰθαγ. τῆς βορ. Ἀμερικῆς, τὸ δὲ τέταρτον
τῆς νοτίου. Ὁ καρπὸς τῶν μὲν ἀμερικανικῶν εἰδῶν εἶνε μεγαλήτερος, τῶν δὲ εὐρωπαϊκῶν μικρότερος πλὴν
εὐωδέστερος. Τοὺς μεγαλητέρους καρποὺς φέρει νόθον ἤ διαφορὰ τοῦ χιλιανοῦ Χ ὀνομαζομένη μεγανθὴς
(F. chiloensis grandiflora, γαλλ. Fraisier Ananas, ἀγγλ. Pine Strawberry), καὶ καλλιεργεῖται ὑπὸ πολλὰς
παραλλαγάς. Ὁ καρπὸς τῆς παραλλαγῆς Doctenr Morere ἔχει διάμετρον πέντε ὡς ἔγγιστα ἑ. μ. Τὰ
εὐωδέστερα χαμαικέρασα φέρει ἡ διαφορὰ ἄλπειος (F. vesca semperflorens ἤ F. alpina, γαλλ. Fraisier de
quatre saisons).

Ο X. εὐδοκιμεῖ εἰς γαίας γονίμους, νοτερὰς ἤ ἀρδευομένας, εἰς τοποθεσίας σκιαζομένας εἰ δυνατὸν ἐπί
τινας ὥρας τῆς ἡμέρας. Πολλαπλ. σπανίως μὲν διὰ σπορᾶς, συνηθέστατα δὲ δι’ ὦν ἀναδίδει πολυαρίθμων
ἑρπόντων, ἐρρίζων κλαδίων, τῶν καλουμένων μοσχίων. Ἡ ἐκτενὴς καλλιέργεια τοῦ φ. τούτου εἶνε
ἐπικερδὴς ἰδίως παρὰ τὰ μεγάλα κέντρα, ὡς εἶνε δὲ γνωστὸν καταναλίσκεται ὁ καρπὸς αὑτοῦ νωπὸς καὶ
παρασκευαζόμενος ποικιλοτρόπως μετὰ σακχάρου.
Παρ’ ἡμῖν οὐχὶ ἀσήμαντος εἶνε ἐνίοτε ἡ ζημία ἡ προξενουμένη εἰς τὰς φυτείας τοῦ X. ὑπὸ τοῦ Ἰούλου
(Iulus fragariarum, γαλλ. Iule) καὶ ἰδίως ὑπὸ τοῦ Ὀνίσκου (Oniscus asellus, γαλλ. Colporte), τοῦ κν.
ὀνομαζομένου Κουβαρίδα, διότι ἅμα τῇ διὰ τῆς χειρὸς ἤ ἄλλως ἐπαφῇ συσπειροῦται, λαμβάνει μορφὴν
σφαιριδίου καὶ ἀκινητεῖ. Ἀμφότερα τὰ ζωΰφια ταῦτα εἶνε ἐπιζήμια καὶ εἰς πολλὰ Λαχανικά, ἀπαντῶσι δὲ
πάντοτε εἰς μέρη ὑγρὰ ἤ συχνὰ ἀρδευόμενα. Πρὸς καταπολέμησιν αὑτῶν οἱ ψεκασμοὶ διὰ λυσόλης,
ἀποβρέγματος καπνοῦ ἤ ἀρσενικούχου διαλύσεως εἶνε ἐφαρμόσιμοι ἐφ’ ὅσον δὲν πρόκειται περὶ τῶν
ὀποίων τὰ ἐναέρια μέρη (φύλλα ἤ καρποὶ) χρησιμοποιοῦνται ἀμέσως, Προκειμένου περὶ τοῦ X. ἀπὸ τῆς
ἐνάρξεως τῆς ἀνθήσεώς του μόνον ἡ συλλογὴ τῶν ζωϋφίων ἐπιτρέπεται.

Ὡς κοσμητικὸν εἶδος θεραπεύεται ἐνιαχοῦ Χ. ὁ ἰνδικὸς (F.indica ἤ Duchesnea fragarioides), φ.
ποῶδες πολυετές, περιελισσόμενον.
Ονομασία

Η φράουλα είναι αγγειόσπερμο και δικότυλο φυτό της οικογένειας των Ροδίδων και πιθανότατα κατάγεται
από τη Χιλή. Η Ευρωπαϊκή φράουλα που είναι ιδιαίτερα γνωστή στην Ελλάδα, βρίσκεται και αυτοφυής σε
λοφώδεις, δασώδεις και ημιδασώδεις περιοχές. Ο καρπός της άγριας αυτής φράουλας είναι μικρός,
εξαιρετικά γλυκός και νόστιμος.
Ιστορικά στοιχεία

Λέγεται ότι οι φράουλες ήταν το αγαπημένο φρούτο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στην Ευρώπη άρχισαν να
καλλιεργούνται πριν από τους χριστιανικούς χρόνους και κατείχαν σημαντική θέση στις προτιμήσεις των
αρχαίων Ρωμαίων. Οι γυναίκες στην αρχαία Ρώμη έφτιαχναν μάσκες ομορφιάς από τις άγριες φράουλες
των δασών της Ευρώπης.



Σελίδα - 194 -


Click to View FlipBook Version