The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.

Παραμύθια 2013-14

Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by tasmat, 2015-03-24 06:28:42

Paramythia

Παραμύθια 2013-14

Παραμύθια …

… που γράφτηκαν από εκπαιδευόμενους / ες του
πρώτου επιπέδου κατά τη σχολική χρονιά 2013 - 2014
στο 1ο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Λάρισας

Εισαγωγή

Κατά τη σχολική χρονιά 2013 - 2014 οι εκπαιδευόμενοι και οι
εκπαιδευόμενες του 1ου επιπέδου του Σ.Δ.Ε. Λάρισας, ασχολήθηκαν
μεταξύ άλλων και με το κειμενικό είδος του λαϊκού παραμυθιού. Όλοι
κι όλες τους είχαν προσωπική εμπειρία είτε ως αφηγητές / τριες είτε ως
ακροατές / τριες παραμυθιών κι έτσι πολύ γρήγορα κατάφεραν να
διακρίνουν τα βασικά μέρη ενός τυπικού παραμυθιού, να
αναγνωρίζουν τα ιδιαίτερα στοιχεία του αφηγηματικού καμβά των
παραμυθιών και να εκτιμούν ένα καλό παραμύθι.
Το επόμενο βήμα θα ήταν να γίνουν οι ίδιοι / ες δημιουργοί. Πράγματι
ασχολήθηκαν με μεράκι και επιμέλεια γράφοντας τα δικά τους
παραμύθια και ιδού το αποτέλεσμα: οκτώ μικρές πέρλες που
φτιάχνουν ένα όμορφο περιδέραιο που θα το πάρει η γιαγιά και θα το
φορέσει με στοργή στο λαιμό των εγγονών της.

1

Περιεχόμενα

Εισαγωγή................................................................................................................. 1
Περιεχόμενα............................................................................................................. 2
Η περιπέτεια της όμορφης κοπέλας ........................................................................ 3
Το μαγικό δέντρο...................................................................................................... 8
Το ορφανό κορίτσι.................................................................................................. 12
Ο μεταμορφωμένος δράκος .................................................................................... 16
Το λουλούδι που μιλάει ......................................................................................... 19
Τα δυο αγαπημένα αδέρφια ................................................................................... 21
Το φίδι και το μαγικό ραβδί................................................................................... 23
Το πολύχρωμο φτερό............................................................................................. 27
Το καλό παλληκάρι ............................................................................................... 30
Πριγκίπισσα ή όχι;................................................................................................. 34
Η Χιονούλα ............................................................................................................ 37
Ο Μελιστάλαχτος.................................................................................................. 42
Το τυχερό κορίτσι................................................................................................... 47
Η παγωμένη γη...................................................................................................... 50

2

Η περιπέτεια της όμορφης
κοπέλας

ένα παραμύθι που έγραψε η:

Φρειδερίκη Αγγελάκη

και το αφιερώνει στα εγγόνια της την Φαίη, Θάνο, Άννα και Νικολέτα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια
μάνα με τρία παιδιά δύο αγόρια κι
ένα κοριτσάκι. Η μάνα δούλευε μέρα
και νύχτα να μεγαλώσει τα παιδιά
της. Ο καιρός περνούσε τα παιδιά
μεγάλωσαν και δουλεύανε κι αυτά
να βοηθήσουνε τη μάνα τους. Τα
αγόρια δουλεύανε στον σταθμό των
τρένων κουβαλούσανε τις βαλίτσες
από τους επιβάτες και δίνανε με το κύπελλο νερό από τα παράθυρα στον κόσμο.

3

Μια μέρα το κοριτσάκι – που ήταν πανέμορφο με πράσινα μάτια και με δυο
μεγάλες κοτσίδες – πήγε στο σταθμό να δει τα αδέλφια της που δουλεύανε. Το
τρένο σφύριζε κόσμος πολύς πήγαινε πάνω κάτω και κάποια στιγμή το τρένο
ξεκίνησε σιγά - σιγά για το ταξίδι του. Το κοριτσάκι χάζευε με τον κόσμο αλλά
κάποια στιγμή φοβήθηκε πολύ γιατί είδε μια γριά ντυμένη στα μαύρα με
κάτασπρα μαλλιά και μεγάλα γουρλωμένα μάτια να
το κυνηγάει.

- Τι θέλεις από μένα; Ρώτησε το κορίτσι

- Μη φοβάσαι, της λέει της λέει η γριά. Δεν σε
κυνηγάω για κακό. Θέλω μόνο να σε βοηθήσω. Έλα
μαζί μου και θα σε έχω σαν κόρη μου.

- Καλά λοιπόν, είπε η μικρή. Έρχομαι μαζί
σου.

Λίγες ώρες μετά, σε μια στάση κατεβήκανε από το τρένο και πήραν το δρόμο για
το δάσος. Εκεί βρισκόταν ένα παλάτι κατάφωτο και λαμπερό. Τότε γυρίζει
ξαφνικά η γριά και λέει στο πανέμορφο κοριτσάκι:

- Εγώ είμαι η μοίρα σου.

Και της έδωσε ένα πουγκί που είχε μέσα τρία
χρυσά ρεβίθια

- Το ένα είναι για την τύχη σου, το άλλο είναι
για την υγεία σου και το τρίτο είναι για το δρόμο
της επιστροφής. Δεν θα το ανοίξεις παρά μόνο όταν

φύγω εγώ από τη ζωή.

Το κοριτσάκι πήρε το πουγκί με τα ρεβίθια και από τότε και μετά ζούσε μαζί με τη
γριά σε ένα σπιτάκι στο δάσος για να την προσέχει και να την φροντίζει.

4

Πέρασαν χρόνια και κόντευε να ξεχάσει τη μητέρα και στα υπόλοιπα αδέλφια
της.

Στο μεταξύ τα αδέλφια της μεγαλώσανε και πάντα αναζητούσαν την πανέμορφη
αδελφή τους. Κάποιο απόγευμα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι και
συλλογίζονταν την φτώχια και την ανάποδη τύχη τους. Εκεί που καθότανε και
στεναχωρημένοι επάνω από το δέντρο κατέβηκε ένα τεράστιο πουλί με χρυσά
φτερά και ανθρώπινη μιλιά.

- Εγώ θα σας βοηθήσω να βρείτε την τύχη σας. Εγώ θα πετάω από δέντρο
σε δέντρο και εσείς θα με ακολούθησε.

Πράγματι έτσι κι έκαναν και κάποια στιγμή έφτασαν σε ένα δάσος. Σε ένα
ξέφωτο αντικρίζουν το παλάτι του βασιλιά, με κλειστά παράθυρα και σιωπηλό.

- Τι συμβαίνει; Ρωτούν τα δυο αδέρφια σε ένα ξυλοκόπο που ήταν εκεί
κοντά. Γιατί το παλάτι είναι έτσι κλειστό και σκοτεινό;

- Αφήστε τα παιδιά μου, λέει εκείνος. Ο βασιλιάς μας έχει δυο κόρες, ,
πανέμορφες αλλά είναι βαριά άρρωστες στο κρεβάτι και οι δύο. Είδε κι απόειδε ο
βασιλιάς μας και έβγαλε διαταγή: «Όποιοι μπορέσουν να γιατρέψουν τις κόρες
μου – αν είναι άνθρωποι – θα τις πάρουν για γυναίκες τους, κι αν είναι πουλιά
θα βάλω τους μάγους μου να τα μεταμορφώσουν σε ανθρώπους».
- Τι κάθεσαι; Λένε αμέσως τα δυο αδέρφια στο χρυσό πουλί. Πες τα ξόρκια
σου και κάνε καλά τις βασιλοπούλες.

5

Πράγματι, το χρυσό πουλί λέει κάποια δικά του μαγικά λόγια και αμέσως οι
βασιλοπούλες σηκώνονται από το κρεβάτι όρθιες και γελαστές κι άρχισαν τον
χορό.

Ο βασιλιάς δεν το πίστευε. η χαρά που πήρε δεν περιγράφονταν. Αμέσως διέταξε
τους μάγους τους και μεταμόρφωσαν το χρυσό πουλί σε άνθρωπο, ένα ψηλό και
πανέμορφο παλικάρι.

- Τι άλλο θέλεις να σου χαρίσω; Το ρωτάει ο βασιλιάς

- Αφού εγώ είμαι η αιτία που σώθηκαν οι βασιλοπούλες θέλω να τις
παντρέψεις με τους δυο νεαρούς φίλους μου.

- Μετά χαράς, λέει ο βασιλιάς και σε λίγες μέρες κάνει τους γάμους. Τα δυο
αδέρφια παίρνουν τις γυναίκες τους και από ένα μπαούλο λίρες που τους χάρισε
ο βασιλιάς και γυρίζουν πίσω στο σπίτι τους και στη μητέρα τους και ζούσαν
ευτυχισμένη ζωή.

Στο μεταξύ η όμορφη αδερφή τους που ζούσε στο δάσος μαζί με την γριά που
ήταν η μοίρα της μεγάλωσε κι έγινε ακόμη πιο όμορφη κοπέλα. Κάποια στιγμή η
γριά πέθανε και η κοπέλα αποφάσισε να ανοίξει το πουγκί με τα τρία ρεβίθια που
τόσα χρόνια κρατούσα κλειστό.

Το ένα ρεβίθι ήταν για την υγεία το άλλο για την τύχη της και το άλλο για τον
δρόμο της επιστροφής. Βρισκόταν σε δίλημμα πιο από τα τρία να διαλέξει.
Σκέφτηκε πολύ μα πάρα πολύ και αποφάσισε να διαλέξει αυτό που ήταν για το
δρόμο της επιστροφής. Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει και κάποια μέρα φτάνει στο
σπίτι της. Εκεί ανταμώνει την μητέρα της τα δυο αδέρφια της με τις γυναίκες

6

τους τις βασιλοπούλες και το όμορφο παλικάρι. Το παλικάρι μόλις είδε την
κοπέλα την ερωτεύτηκε αμέσως και τη ζήτησε σε γάμο από τη μητέρα και από τα
αδέρφια της. Παντρεύτηκαν και έζησαν όλοι μαζί καλά κι εμείς καλύτερα.
O βασιλιάς αφού έγιναν καλά οι κόρες του κράτησε την υπόσχεση που είχε δώσει.
Άναψε όλα τα φώτα μέσα και έξω από το παλάτι λες και ήταν μέρα. Κάλεσε
όλους τους βασιλιάδες και τον γύρω κόσμο και κάνανε ένα γλέντι μέχρι το πρωί
και από τότε ζήσαν αυτοί καλά και ευτυχισμένοι και εμείς καλύτερα.

7

Το μαγικό δέντρο

ένα παραμύθι που έγραψε η

Αμάρντα Λούπι

Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν
μακρινό δάσος ζούσε η οικογένεια ενός
ξυλοκόπου ο οποίος ήταν πολύ
φτωχός. Στην οικογένειά του
δούλευαν όλοι από το πρωί έως το
βράδυ. Ζούσαν σένα φτωχικό και
μικρό σπιτάκι. Ήταν ο μπαμπάς, η
μαμά και τρία παιδιά. Δύο αγόρια και
ένα κορίτσι. Τα δύο αγόρια ήταν δίδυμα 22 χρονών και το κορίτσι 18 χρόνων, η
μικρή της οικογένειας . Οι άντρες του σπιτιού έφευγαν από τα χαράματα και
γυρνούσαν το βράδυ με το κάρο γεμάτο ξύλα. Και την άλλη μέρα κατέβαιναν
από το δάσος όπου ήταν το σπίτι τους και πήγαιναν στα χωριά που βρισκόταν
κάτω στο λιβάδι. Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι για να πουλήσουν τα ξύλα.
Δυστυχώς δεν κατάφερναν πάντα να πουλήσουν όλα τα ξύλα τους. Παρόλα αυτά
δεν στενοχωριόντουσαν γιατί είχαν την αγάπη που τους ένωνε και τους έκανε
πιο δυνατούς. Με τα λίγα λεφτά που έβγαζαν αγόραζαν ό,τι χρειαζόταν για το
σπίτι, τρόφιμα και πολλά άλλα πράγματα. Η μαμά και το κορίτσι έκαναν της

8

δουλειές του σπιτιού. Έπλεναν, έραβαν και μπάλωναν τα ρούχα, επίσης
δούλευαν και στον λαχανόκηπο που είχαν κοντά στο σπίτι τους. Ακόμη είχαν
ζωάκια, δύο κατσίκες ,δύο προβατάκια και κάμποσες κότες.

Μια μέρα το κορίτσι απομακρύνθηκε κάπως από το σπίτι κι έκανε βόλτες στο
δάσος μόνη της. Ξαφνικά κάτι άκουσε και τρόμαξε.

- Μην φοβάσαι ομορφούλα μου ακούστηκε πάλι η ίδια η φωνή.

Όπως έκανε προς τα πίσω για να φύγει σκόνταψε σε μια πέτρα και έπεσε κάτω
φοβισμένη και τρομαγμένη. Τότε ένα μαγικό δέντρο έσκυψε και άπλωσε τα
κλαδιά του να την βοηθήσει να σηκωθεί επάνω. Το κορίτσι φώναζε και φώναζε
όσο το δυνατόν περισσότερο για να την ακούσουν τα αδέρφια και ο μπαμπάς της.

- Μη σε παρακαλώ μη! Μη φωνάζεις άλλο γιατί δεν θέλω να το μάθει
κανείς ότι μιλάω.

- Τι θες από μένα, ρώτησε το κορίτσι;

- Να σου πω το πόνο μου, λέει το δέντρο, γι’ αυτό σε διάλεξα εσένα. Θα σου
πω τα πάντα μόνο άκου και μη φωνάζεις άλλο. Δώσε μου το χέρι και
κάτσε κοντά μου.

Και τότε το δέντρο άρχισε να αφηγούται την ιστορία του

- Μια μέρα που περπατούσα σαν εσένα στο δάσος άκουσα μια φωνή να μου
λέει: «Βοήθησέ με σε παρακαλώ». Ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα που είχε
πέσει και βρισκόταν στη ρίζα ενός δέντρου. Εγώ όμως αρνήθηκα. Εκείνη
θύμωσε από την άρνησή μου, έκοψε ένα κλαδί και με μεταμόρφωσε σε
αυτό που βλέπεις. Την ώρα που με μεταμόρφωνε μου είπε «Έτσι θα είσαι
μέχρι να μάθεις να σέβεσαι τους μεγαλύτερους και να μην τους
προσβάλεις». Τώρα πια το έμαθα το μάθημά μου μετά από τόσα χρόνια
που είμαι έτσι. Και ζηλεύω εσάς στην οικογένειά σου που είστε τόσο

9

αγαπημένοι και
βοηθάτε ο ένας τον
άλλο αλλά και
όποιον ακόμη
μπορείτε αν
βοηθήσετε.

- Σε τι θες να σε
βοηθήσω εγώ,
ρώτησε το κορίτσι.

- Θέλω να ζητήσεις από το μπαμπά σου και τα αδέρφια σου να κόψουν κάθε
μέρα από ένα κλαδί. Θέλω να είσαι κι εσύ μαζί τους. Μόνο σε παρακαλώ
μην τους πεις ότι μιλάω.

Μόλις τελείωσε την κουβέντα το δέντρο έφτασαν τα αδέρφια της και ο μπαμπάς
της.

- Τι συνέβη Πάολα γιατί φώναξες; την ρώτησαν.

- Εγώ … να βλέπετε αυτό το δέντρο το λυπήθηκα έτσι όπως είναι και θέλω
μια χάρη.

- Ό,τι θες κόρη μου της είπε ο μπαμπάς της.

- Θέλω να το κλαδέψετε όχι όλο μαζί όμως, αλλά κάθε μέρα να κόβετε κι
από ένα κλαδί. Αυτό είναι που σας ζητάω και μη μου κάνετε ερωτήσεις
γιατί δεν μπορώ να σας πω τώρα.

Έτσι κι έγινε. Την τελευταία μέρα μετά το τελευταίο κλαδί που έκοψαν κάτι
παράξενο άρχισε να συμβαίνει. Το δέντρο ζωντάνεψε και μεταμορφώθηκε σε ένα
γοητευτικό πρίγκιπα.

- Πάολα θέλεις να γίνεις γυναίκα μου; την ρώτησε ο πρίγκιπας.
10

- Ναι πρίγκιπά μου με ένα όρο όμως να πάρω και την οικογένεια μου μαζί
μου.

- Ναι θα την πάρουμε γιατί χάρη σε αυτή έγινα όπως πριν πολλά χρόνια
είπε ο πρίγκιπας.

Και έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα.

11

Το ορφανό κορίτσι

ένα παραμύθι που έγραψε η

Μαρία Αθανάτου

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα
μακρινό λιβάδι ζούσε σε ένα φτωχό
σπιτάκι μια γριούλα με την εγγονή
της. Το κοριτσάκι ήταν ορφανό ο
μόνος συγγενής που είχε στον κόσμο
ήταν η γριούλα. Το κοριτσάκι δεν είχε
φίλες και ούτε παιχνίδια να παίξει.
Τις περισσότερες ώρες τις περνούσε δίπλα στο ποτάμι που βρισκόταν κοντά στο
σπίτι της. Μια μέρα εκεί που καθόταν μόνη της και μιλούσε στα πουλιά και στις
πεταλούδες ξαφνικά μέσα από το
ποτάμι βγήκε μια όμορφη
νεράιδα.
Η νεράιδα άρχισε να τη ρωτάει
γιατί κάθεται μόνη της και δεν
παίζει με κανέναν. Τότε το
κοριτσάκι άρχισε να κλαίει και

12

της είπε πως κανείς δεν θέλει να παίξει μαζί της επειδή είχε ένα πρόβλημα.

- Τι πρόβλημα έχεις; της λέει η νεράιδα.
- Εγώ γεννήθηκα κουτσή και όλοι με κοιτάνε περίεργα, της είπε.

Άρχισε τότε η νεράιδα να της μιλάει και της εξήγησε πως δεν πρέπει να
ντρέπεται γι’ αυτό που είναι. Το κοριτσάκι σταμάτησε να κλαίει και τότε η
νεράιδα της έδωσε ένα μαγικό κοχύλι.

- Πάρε αυτό το μαγικό και όταν κάποτε χρειαστείς τη βοήθειά μου πέταξέ το
στο ποτάμι κι εγώ θα έρθω αμέσως.

Τα χρόνια πέρασαν το κοριτσάκι μεγάλωσε όμως ξαφνικά μια μέρα η γιαγιά της
αρρώστησε και πέθανε τότε το κοριτσάκι που είχε γίνει πια ολόκληρη κοπέλα
έμεινε ολομόναχη στον κόσμο.

Μια μέρα όμως εκεί που καθόταν στο
ποτάμι και έκλαιγε θυμήθηκε το κοχύλι
που της είχε δώσει η νεράιδα. Το έβγαλε
από την τσέπη της το πέταξε στο ποτάμι
και αμέσως ήρθε η νεράιδα.

- Τι έχεις και κλαις; τη ρώτησε
- Έχασα τη γιαγιά μου και τώρα δεν έχω κανέναν. Είμαι ολομόναχη, της

είπε.
- Εγώ μπορώ να σε βοηθήσω, της απαντά η νεράιδα. Θα πω μερικά μαγικά

λόγια και για γίνει αυτό που θες. Τι μπορώ να κάνω για σένα; της λέει.
- Όπως σου είχα πει είμαι κουτσή και φτωχή και κανείς δεν μου δίνει

σημασία. Θα ήθελα αν μπορείς να με γιατρέψεις να είμαι και εγώ ίδια με
τους άλλους ανθρώπους και όχι διαφορετική, απάντησε μεμιάς η κοπέλα.

Πράγματι η νεράιδα άρχισε να λέει κάποια μαγικά λόγια. Την άλλη στιγμή, σαν
από θαύμα, το κορίτσι έγινε καλά.

13

Άρχισε τότε να τρέχει από τη χαρά της να χοροπηδάει και να τραγουδάει. Την
επόμενη μέρα αποφάσισε να πάει στην πόλη για να γνωρίσει καινούριους
ανθρώπους. Άφησε πίσω της το σπιτάκι που μεγάλωσε, το ποτάμι που της
κρατούσε συντροφιά, τα πουλιά και τις πεταλούδες. Εκεί στην πόλη που πήγε
έβλεπε για πρώτη φορά τόσους πολλούς άγνωστους ανθρώπους, καθώς
περπατούσε χαμένη ξαφνικά άκουσε μια φωνή. Ήταν μια αλεπού που είχε
τραυματιστεί και ζήτησε βοήθεια. Το κορίτσι με χαρά την βοήθησε, της έδεσε το
τραύμα και η αλεπού άρχισε να τη ρωτάει από που ερχόταν και που πήγαινε.

Η ιστορία της αλεπούς ήταν μεγάλη και προτού το καταλάβουν είχε νυχτώσει.

- Τώρα – λέει το κοριτσάκι – τι θα κάνω, που θα πάω; Δεν ξέρω κανέναν
καλή μου αλεπού.

- Ξέρω όμως εγώ, της λέει τότε η αλεπού. Ακολούθησέ με και θα δεις.

Άρχισαν να περπατάνε μέσα στη νύχτα ώσπου έφτασαν σε ένα παλάτι.

- Τι θα κάνουμε εδώ; ρωτάει το κορίτσι
- Θα πας εσύ κρυφά και θα μπεις στην κουζίνα για να κλέψεις φαγητό να

φάμε, της απαντά τότε η πονηρή αλεπού.

Το κορίτσι χωρίς να το σκεφτεί πήγε. Εκεί που προσπαθούσε να ανοίξει την
πόρτα την πιάνει ένας φρουρός.

- Τι κάνεις εσύ εδώ; τη ρωτά άγρια.

Άρχισε λοιπόν το κορίτσι τότε να κλαίει και
του εξήγησε τι είχε γίνει. Ο φρουρός την πήγε
στον βασιλιά κι εκείνος αποφάσισε να την
κλείσει στο μπουντρούμι γι’ αυτό που έκανε. Την επόμενη μέρα το κορίτσι άρχισε
να φωνάζει και να παρακαλάει τον βασιλιά να την αφήσει ελεύθερη.

14

Καθώς φώναζε την άκουσε ο πρίγκιπας ο γιος του βασιλιά. Κατέβηκε στο
υπόγειο να δει τι συμβαίνει ανοίγει την πόρτα και βλέπει μπροστά του την
κοπέλα. Αμέσως την ερωτεύτηκε και διέταξε να την βγάλουν από εκεί.
Το ίδιο βράδυ η αλεπού επισκέφτηκε τον βασιλιά και του είπε όλη την ιστορία
του κοριτσιού.

- Το και το βασιλιά μου. Ήταν κουτσή και φτωχιά. Κι αν δεν βρισκόταν μια
νεράιδα να την κάνει καλά, ακόμα στο δάσος θα ήταν. Και μήπως ξέρουμε
αν δεν αρρωστήσει πάλι;

Όταν ο βασιλιάς έμαθε από τον πρίγκιπα τον γιό του ότι είχε ερωτευτεί το
κορίτσι, θύμωσε και του λέει αυστηρά:

- Αυτή που θες να παντρευτείς πριν λίγο καιρό ήταν κουτσή και φτωχιά κι
αν δεν βρισκόταν μια νεράιδα να την βοηθήσει ακόμα έτσι θα ήταν.

Ο νεαρός όμως δεν λύγισε από αυτά τα λόγια. Πήρε το κορίτσι και έφυγαν και
πήγαν να ζήσουν στο σπιτάκι όπου ζούσε η κοπέλια παλιά με την γιαγιά της.
Μια μέρα καθόταν και οι δυο δίπλα στο ποτάμι. Ξαφνικά εμφανίζεται η νεράιδα
και τους είδε τόσο χαρούμενους που χάρηκε για την αγάπη τους και πήρε την
απόφαση να τους βοηθήσει. Άρχισε να λέει ξανά τα μαγικά λόγια και το μικρό
σπίτι έγινε ένα πανέμορφο παλάτι. Ο βασιλιάς μετάνιωσε που τους έδιωξε και
τους είπε να γυρίσουν πίσω. Όμως το ζευγάρι ήταν τόσο ευτυχισμένο που έμειναν
στο δικό τους παλάτι. Τα χρόνια πέρασαν έκαναν πολλά παιδιά και έζησαν
ευτυχισμένοι για πάντα.

15

Ο μεταμορφωμένος δράκος

ένα παραμύθι που έγραψε ο

Σπύρος Βαλιάκος

Μια φορά και ένα καιρό ζούσε ένας βασιλιάς ευτυχισμένος με τη γυναίκα του και
την κόρη του σε ένα παλάτι.
Μια μέρα η κόρη του
βασιλιά έπαιζε στον κήπο
του παλατιού και ξαφνικά
εμφανίστηκε ένας δράκος
και άρπαξε το κοριτσάκι.
Όταν μετά από ώρα
κατάλαβαν ότι η κόρη τους
λείπει άρχισαν να την
ψάχνουν σαν τρελοί
φώναζαν από δω κι από κει όμως το κοριτσάκι δεν ήταν πουθενά.
Σιγά - σιγά νύχτωσε. Εκεί που καθόταν ο βασιλιάς απελπισμένος ξαφνικά
εμφανίστηκε μπροστά του ο δράκος και με ανθρώπινη φωνή του είπε πως για να

16

του δώσει πίσω την κόρη του έπρεπε να βρει τη μάγισσα που τον μεταμόρφωσε σε
δράκο. Ο δράκος όμως του είπε πως θα κρατήσει την κόρη του μέχρι να βρει την
μάγισσα.

Τα χρόνια πέρασαν και ο βασιλιάς δεν μπορούσε να τη
βρει ώσπου μια μέρα εμφανίστηκε ένας βάτραχος και του
λέει:

- Βασιλιά μου, η μάγισσα που ψάχνεις, αυτή που
μεταμόρφωσε τον δράκο, βρίσκεται σε ένα μαγικό
δάσος. Εγώ μπορώ να σε πάω σε εκείνο το δάσος
αλλά θέλω να με βοηθήσεις, γιατί και εγώ ήμουν
κάποτε άνθρωπος και με μεταμόρφωσε κι εμένα η
μάγισσα.

Τι να κάνει κι ο βασιλιάς, συμφώνησε. Έτσι το επόμενο πρωί ξεκίνησαν για το
μαγεμένο δάσος.

Όταν έφτασαν εκεί ο βάτραχος λέει στον βασιλιά και στη συνοδεία του:

- Θα πάτε δίπλα στο ποτάμι κι εκεί θα βρείτε ένα μικρό σπιτάκι. Προσέξτε
όμως δεν πρέπει να καταλάβει η μάγισσα για ποιο λόγο πήγατε εκεί.

Τι να κάνει κι ο βασιλιάς, ντύθηκε ζητιάνος, χτύπησε την πόρτα της μάγισσας και
της είπε πως θέλει ένα ποτήρι νερό. Τότε η μάγισσα έσκυψε να βγάλει νερό από
το πηγάδι και ο βασιλιάς την έσπρωξε και την έριξε μέσα. Τρέχει αμέσως μέσα
στο σπίτι, παίρνει το μαγικό φίλτρο και φεύγει τρέχοντας. Λίγο πιο πέρα τον
περίμεναν οι φρουροί του μαζί με τον βάτραχο.

Για να δοκιμάσει ο βασιλιάς τον βάτραχο αν του λέει αλήθεια, του δίνει να πιεί
λίγο από το μαγικό φίλτρο κι ο βάτραχος αμέσως μεταμορφώνεται σε ένα νεαρό
αγόρι. Αμέσως τρέχει ο βασιλιάς στη σπηλιά του δράκου και μόλις φτάνει εκεί

17

δίνει στο δράκο να πιει λίγο από το φίλτρο. Να ‘σου κι δράκος αμέσως γίνεται
άνθρωπος. Ήταν ένα όμορφο παλικάρι.
Λέει τότε ο βασιλιάς:

- Αφού σε έκανα άνθρωπο, τότε τώρα δώσε μου πίσω την κόρη μου όπως
μου υποσχέθηκες.

- Ευχαριστώ βασιλιά μου, λέει ο νεαρός. Μπορείς να πάρεις την κόρη σου!
Όμως η κόρη του βασιλιά δεν ήθελε πια να φύγει γιατί ερωτεύτηκε το παλικάρι.
Τι να κάνει κι βασιλιάς, τον έκανε πρίγκιπα και τον πάντρεψε με την κόρη του.
Στον γάμο κάλεσαν όλους τους βασιλιάδες της περιοχής έγινε μεγάλο γλέντι και
κράτησε πολλές μέρες και επειδή ο βασιλιάς ήταν καλόκαρδος το αγόρι που ήταν
βάτραχος τον κράτησε μαζί του για πάντα. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς
καλύτερα.

18

Το λουλούδι που μιλάει

ένα παραμύθι που έγραψε ο

Σαϊμίρ Τομόριτσα

Μια φορά κι ένα καιρό ένα μαγικό λουλούδι είχε την κατοικία του σε ένα όμορφο
και μεγάλο δάσος. Ζούσε ήσυχα και ειρηνικά μαζί με τα δέντρα, τα πουλιά και τα
υπόλοιπα λουλούδια, όταν ξαφνικά μια μέρα, ένας βασιλιάς που έκανε την βόλτα
του στο δάσος, το είδε και ζήλεψε την ομορφιά του. Μια και δυο απλώνει το χέρι
του να το κόψει για να το βάλει στο βάζο του παλατιού και τι να δει; Το λουλούδι
άρχισε να μιλά με ανθρώπινη φωνή.

 Σε παρακαλώ βασιλιά μου! είπε με παράπονο. Μην με κόψεις. Τι θα
κερδίσεις από ένα λουλουδάκι τόσο δα σαν εμένα;

Ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε πάρα πολύ που ένα λουλούδι του μίλησε σαν
άνθρωπος και συνέχισε την κουβέντα μαζί του όλη σχεδόν την υπόλοιπη μέρα.
Αργά το απόγευμα πήρε το δρόμο για το παλάτι του, εντυπωσιασμένος ακόμη με
το γεγονός αυτό. Όταν έφτασε εκεί δεν μπορούσε να κρατηθεί και άρχισε να λέει
στην βασίλισσα την γυναίκα του:

 Βασίλισσα το και το! Δεν θα το πιστέψεις! Σήμερα στο δάσος έπιασα
κουβέντα με ένα λουλούδι. Μιλήσαμε σχεδόν όλη μέρα.

Τότε η γυναίκα του γεμάτη περιέργεια του λέει:

19

 Αύριο πρωί, πρωί να με πας να το δω και να το ακούσω κι εγώ αυτό το
λουλούδι!

Τι να κάνει κι ο βασιλιάς,
μπροστά στην επιμονή της
συμφώνησε και την άλλη μέρα
ξεκίνησαν μαζί για το δάσος να
συναντήσουν το θαυμαστό
λουλούδι.
Φτάνοντας στο δάσος, βρήκαν
αμέσως το λουλούδι και ο
βασιλιάς το χαιρέτησε με πολλή αγάπη. Μόλις όμως το λουλούδι είδε ότι δεν
ήταν μόνος αλλά μαζί με μια άγνωστη γυναίκα έμεινε σιωπηλό. O βασιλιάς
παραξενεύτηκε και ένιωσε μεγάλη έκπληξη που το λουλούδι δεν μιλούσε και
περίμενε ως το βράδυ στο δάσος μήπως και αλλάξει κάτι και αρχίσει το λουλούδι
να μιλάει. Δυστυχώς τίποτε. Όταν πια βράδιασε ο βασιλιάς πολύ
στεναχωρημένος πήρε μαζί με την βασίλισσα το δρόμο για το παλάτι.

Μόλις ξημέρωσε η επόμενη μέρα και ο ήλιος είχε απλώσει το φως πάνω στους
λόφους και στα δέντρα, ο βασιλιάς ξεκίνησε και πάλι για να πάει στο δάσος και
να βρει το λουλούδι μόνο του. Πλησιάζοντας παρατήρησε ότι το λουλούδι είχε
κλείσει τα πέταλά του. Φαινόταν τόσο στεναχωρημένο! Τι να κάνει κι ο βασιλιάς,
το πλησιάζει και αρχίζει να του μιλά:

 Τι έπαθες χθες; Γιατί δεν μου μιλούσες που ήμουν με την βασίλισσα και
ήθελε κι εκείνη να σε ακούσει;

 Μιλούσα βασιλιά μου αλλά δεν με άκουγε η βασίλισσα, απάντησε το
λουλούδι. Μόνο μια αγνή καρδιά μπορεί να καταλάβει τα λόγια μου.

Τότε κατάλαβε ο βασιλιάς ότι μόνο όταν έχεις μια αγνή καρδιά, τότε μόνο μπορείς
να ακούσεις και τα λουλούδια να μιλάνε.

20

Τα δυο αγαπημένα αδέρφια

ένα παραμύθι που έγραψε ο

Κωνσταντίνος Δουλάνας

Μια φορά και ένα καιρό ήτανε μια
οικογένεια. Ζούσανε όλοι μαζί στο σπίτι
η γιαγιά ο παππούς η θεία ο θείος και η
μαμά και ο μπαμπάς που είχανε και δυο
παιδιά, ένα κοριτσάκι και ένα αγοράκι.
Ζούσανε όλοι μαζί επειδή δεν είχανε
λεφτά πολλά. Τα δυο αδέλφια
μεγάλωναν ευτυχισμένα, αν και η
οικογένεια επιβίωνε με δυσκολία, είχανε
όνειρα και προσπαθούσαν για ό, τι το καλύτερο.
Οι γονείς των παιδιών όμως κάποια στιγμή πήραν την απόφαση να χωρίσουν και
τα πράγματα έγιναν δύσκολα. Η οικογένεια τα έβγαζε δύσκολα πέρα κι έτσι τα
δύο αδέλφια μόλις μεγάλωσαν λίγο άρχισαν να δουλεύουν. Ήταν πολύ
αγαπημένα αδέρφια, βοηθούσανε ο ένας τον άλλον και έτσι προσπαθούσαν να
βοηθήσουν και τους γονείς τους κι ας ήταν χωρισμένοι. Όσο περνούσαν τα χρόνια
και καθώς μεγάλωναν περισσότερο και το κορίτσι και το αγόρι πέτυχαν πολλά
στην ζωή τους και αυτό το χρωστούσανε στην στήριξη που υπήρχε στην μεγάλη

21

τους οικογένεια, όπου ζούσαν μαζί με την μητέρα, τον παππού, την γιαγιά, αλλά
και τον θείο και την θεία.
Τα χρόνια πέρασαν. Τα δύο παιδιά κάνανε δικιά τους οικογένεια και παραμείνανε
δεμένοι και αγαπημένοι. Όλο τον καιρό βρίσκονταν συχνά και βοηθούσε ο ένας
τον άλλον. Τα παιδιά τους ήταν αγαπημένα και αυτό το έβλεπαν και οι γονείς
τους που συνέχισαν να είναι χωρισμένοι, αλλά πολύ χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι
επειδή έβλεπαν τα παιδιά τους να έχουν δεμένη οικογένεια, παρόλο που αυτοί δεν
κατάφεραν να μείνουν μαζί.
Κάποια στιγμή οι γονείς γέρασαν και ήταν πια ανήμποροι. Τα παιδιά τότε πήραν
το καθένα από έναν γονιό στο σπίτι τους για να μπορούν να τους φροντίζουν και
να μην νιώθουν μόνοι μέχρι να φύγουν από την ζωή. Ζούσαν όλοι μαζί με
δυσκολίες και χαρές, αλλά ευτυχισμένοι.

22

Το φίδι και το μαγικό ραβδί

ένα παραμύθι που έγραψε η

Ασημίνα Ιωάννου

και το αφιερώνει στην αγαπημένη της κόρη την Κατερίνα

Μία φορά και ένα καιρό σε ένα
πολύ μικρό χωριό κοντά στο
δάσος ζούσε μία μάνα με τον
μονάκριβο γιό της. Ζούσανε σε
καλύβα που την είχε φτιάξει ο
πατέρας του πριν πεθάνει. Η
φτωχή μητέρα πήγαινε και
παρακαλούσε τούς συγχωριανούς της να της προσφέρουνε δουλειά για να
μπορέσει να θρέψει το παιδί της. Μάταια όμως · πολύ σπάνια έβρισκε κάποια
μικρή δουλειά και μάλιστα αυτό γινόταν αραιά και που. Και έτσι περνούσαν
πολύ φτωχικά. Αλλά όταν έφτανε ο χειμώνας υποφέρανε διπλά, από τους
δυνατούς βοριάδες, παγωνιές και τα πολλά χιόνια.
Το παιδί όσο μεγάλωνε έβλεπε και καταλάβαινε το πόσο πολύ υπέφερε η μάνα
του για να τα βγάλουν πέρα. Και μια μέρα που είχε ήδη μεγαλώσει λέει στη
μητέρα του:

23

- Μάνα εγώ θα φύγω, θα πάω να βρω αλλού δουλειά, θα ψάξω να βρω την
τύχη μου.

Η μάνα στεναχωρήθηκε γι’ αυτήν του την απόφαση, αλλά έβλεπε πως δεν
γινότανε κι αλλιώς. Έτσι το παιδί την άλλη μέρα το πρωί αποχαιρετά τη μητέρα
του, παίρνει και το παλτό του και ξεκίνησε. Περπατούσε μέρες και νύχτες όπου
σε μια στιγμή κουράστηκε και ξάπλωσε για να κοιμηθεί. Ξαφνικά πιάνει μια
μεγάλη φωτιά. Ξυπνάει τρομαγμένος, βγάζει το παλτό του κι άρχισε να σβήνει
τη φωτιά. Αφού έσβησε τη φωτιά και όπως ήτανε μουτζουρωμένος, κάθισε κάτω
από ένα δέντρο για να συνέλθει. Ένιωθε περήφανος και χαρούμενος που τα
κατάφερε αλλιώς η φωτιά θα έκανε μεγάλο κακό. Οι σκέψεις του σταματήσανε
απότομα από ένα πολύ δυνατό θόρυβο. Κοιτάζει τρομαγμένος και βλέπει ένα
πελώριο φίδι να έρχεται από τα ξεροκαμμένα μεγάλα χόρτα προς το μέρος του
και του λέει:

- Μη φοβάσαι, δε θα σου κάνω κακό! Εσύ μου έσωσες τη ζωή, θέλω και εγώ
να κάνω κάτι για σένα, ζήτα μου ότι θέλεις!

- Τι να σου γυρέψω εγώ; του απαντάει εκείνος, εγώ ζω με τη μητέρα μου σε
μια φτωχική καλύβα και έφυγα από κει για να βρω δουλειά και έτσι να
μπορέσουμε να ζήσουμε καλύτερα.

Τότε το φίδι του λέει:

- Πάρε αυτό το μαγικό ραβδί και
όταν χρειάζεσαι κάτι θα το
χτυπάς στη γη τρεις φορές και
θα παρουσιάζεται μπροστά σου
ένας υπηρέτης μου και συ θα
του ζητάς ότι επιθυμείς.

Και το φίδι με ένα δυνατό θόρυβο
εξαφανίστηκε. Το παιδί σαστισμένο κοιτάζει το χρυσό μαγικό ραβδί που

24

άστραφτε κάτω από τις λαμπερές ακτίνες του ήλιου. Όταν συνήλθε παίρνει το
μαγικό ραβδί, και το χτυπάει τρεις φορές κάτω στη γη. Τότε παρουσιάζεται
μπροστά του ένας καλοντυμένος υπηρέτης και του λέει ευγενικά:

- Τι θα μπορούσα να κάνω για σας;

Συνεσταλμένο το παιδί του απαντάει:

- Θα ήθελα να μου φέρετε φαγητό και λίγο νερό γιατί έχω πολλές μέρες
νηστικός.

Ο υπηρέτης μονομιάς εξαφανίστηκε και παρουσιάζεται μπροστά του, ένα τραπέζι
γεμάτο φαγητά και πολλά
ποτά. Το παιδί έτριβε τα μάτια
του σαστισμένος. Αφού έφαγε
και ξεκουράστηκε λίγο, πήρε
χαρούμενος πια το δρόμο για το
χωριό του. Όταν φτάνει στην
καλύβα του, κουρασμένη και
αδύναμη η μητέρα του, τον
υποδέχεται με χαρά.

- Καλωσόρισες παιδί μου, του λέει. Χαίρομαι που γύρισες γρήγορα κοντά
μου. Το μόνο που με στεναχωρεί είναι που δεν έχω να σου δώσω κάτι για
φαγητό.

- Μην ανησυχείς μητέρα, της λέει εκείνος. Από εδώ και στο εξής θα έχουμε
ό, τι θέλεις.

- Μα πώς γίνεται αυτό παιδί μου; ρωτάει εκείνη.

Τότε το παιδί βγάζει το χρυσό μαγικό ραβδί, το χτυπάει τρεις φορές κάτω στη γη
και διατάζει να φτιάξουν ένα όμορφο σπίτι δίπλα στην καλύβα του που όμοιό του
να μην υπάρχει άλλο στο χωριό, και ένα τραπέζι με πλούσια φαγητά και ωραία

25

ρούχα. Η μητέρα του δεν πίστευε στα μάτια της με αυτά που έβλεπε, λάμπανε και
οι δυο τους από ευτυχία.

- Γιε μου! του λέει η μητέρα του. Δεν μπορούμε να βοηθήσουμε και τους
συγχωριανούς μας;

- Μα και βέβαια μπορούμε! Απάντησε το παιδί.
Τότε διατάζει ξανά να φτιάξουν σπίτια και ότι άλλο του χρειάζονταν. Και έτσι
έγινε ένα όμορφο και πλούσιο χωριό και έζησαν όλοι μαζί καλά και εμείς
καλύτερα.

26

Το πολύχρωμο φτερό

ένα παραμύθι που έγραψε η

Λαορέτα Γιάχο

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα
μακρινό χωριό ζούσαν τρία
κορίτσια μαζί με την γιαγιά τους.
Οι γονείς τους είχαν πεθάνει σε
ένα δυστύχημα, αλλά παρά την
μεγάλη τους λύπη κατάφερναν
να ζουν πολύ ευτυχισμένες όλες
μαζί. Η μεγάλη ήταν πολύ καλή
και η μεσαία ήταν ευγενική και η
μικρότερη ήταν πολύ έξυπνη.
Στα κορίτσια άρεσε πολύ να πηγαίνουν στην πόλη γιατί είχε πολύ περισσότερο
κόσμο σε σύγκριση με το χωριό, πολλά σπίτια και ήταν πολύ όμορφη. Μάλιστα
στη μέση της πλατείας υπήρχε κι ένα ωραίο σιντριβάνι. Τα κορίτσια πήγαιναν
συχνά στο σιντριβάνι και κάθε φορά που πήγαιναν έριχναν η κάθε μια τους από
ένα κέρμα και έκαναν μια ευχή.

27

Μια μέρα λοιπόν που

η γιαγιά τους, τους

έστειλε να αγοράσουν

κάποια πράγματα, τα

κορίτσια πήγαν στην

πόλη. Αφού

τριγύρισαν στα

μαγαζιά και βρήκαν

αυτά που τους είχε πει

η γιαγιά τους πήγαν στο σιντριβάνι και έριξαν η κάθε μια τους από ένα κέρμα και

έκαναν μια ευχή.

Η μεγάλη ευχήθηκε από μέσα της «Ω σιντριβάνι των ευχών, άκου την ευχή μου
και πραγματοποίησε την! Θέλω να βρω εγώ ως πιο μεγάλη τον πρίγκιπά μου να
τον παντρευτώ για να μπορώ να φροντίζω τις αδερφές μου» και πέταξε το κέρμα
μέσα στο σιντριβάνι.

Μετά ήρθε η σειρά της μεσαίας, οποία
ευχήθηκε το ίδιο και στο τέλος ήρθε και η
σειρά τις μικρότερης, η οποία είπε, «Ω
σιντριβάνι μου όμορφο που πραγματοποιείς
τις ευχές τον κοριτσιών άκου και την δική
μου σε παρακαλώ! Εύχομαι να έχω πάντα
τις αδερφές μου κοντά μου να μην τις αποχωριστώ ποτέ». Έριξε το κέρμα μέσα
και ετοιμάστηκαν να φύγουν για το χωριό. Ξαφνικά μέσα από το σιντριβάνι
βγήκε μια νεράιδα. Τα κορίτσια στην αρχή τρόμαξαν αλλά όταν πέρασε λίγη ώρα
έπαψαν να φοβούνται και χάρηκαν. Τότε και η νεράιδα λέει στα κορίτσια:

- Μη φοβάστε! Είμαι η καλή σας νεράιδα και θα πραγματοποιήσω τις ευχές
σας

28

Τα κορίτσια χάρηκαν πάρα πολύ. Τα δύο μεγαλύτερα σκέφτηκαν πως τώρα θα
βρουν τους πρίγκιπες τους και ενθουσιάστηκαν για αυτό. Το μικρότερο κορίτσι
όμως χάρηκε ακόμα πιο πολύ, γιατί θα είχε τις αδερφές τις για πάντα κοντά της
Τότε η νεράιδα είπε στα κορίτσια:

- Θα δώσω ένα φτερό πολύχρωμο στην κάθε μια σας και αύριο

29

Το καλό παλληκάρι

ένα παραμύθι που έγραψε ο

Ευάγγελος Μπουτσιώλης

Μια φορά και ένα καιρό ζούσαν σε ένα μικρό χωριό ένας βοσκός με τη γυναίκα
του και τα τρία τους παιδιά. Ζούσαν φτωχοί αλλά ευτυχισμένοι και πολύ
αγαπημένοι.
Τα χρόνια περνούσαν και τα παιδιά μεγάλωναν ώσπου μια μέρα ο μικρότερος
γιος, ο πιο δραστήριος, άκουσε ότι ένας βασιλιάς ζητούσε βοήθεια επειδή ένα
μεγάλο τέρας του άρπαξε την μονάκριβη κόρη του. Το μεσημέρι ο μικρός γιος την
ώρα που κάθισε να φάει με την οικογένεια του, φαινόταν πολύ
προβληματισμένος. Ο πατέρας του απόρησε και τον ρώτησε τι ήταν αυτό που τον
απασχολούσε. Ο μικρός γιος λοιπόν είπε σε όλη την οικογένεια το και το: «ένας
βασιλιάς ζητάει βοήθεια για να ελευθερώσει την κόρη του από ένα τέρας που την
άρπαξε κι εγώ θέλω να πάω να τον βοηθήσω».

 Με την ευχή μου γιε μου, του λέει ο πατέρας. Με το καλό να πας και να
βοηθήσεις το βασιλιά να πάρει πίσω την μονάκριβη θυγατέρα του.

Έτσι ο μικρός γιος ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι. Εκεί που περπατούσε μέσα σε ένα
μεγάλο δάσος κάθισε να ξεκουραστεί. Τότε πετάχτηκε μπροστά του ένας
γέροντας.

30

- Πού πας ρε παλικάρι; του
λέει.

- Πάω να βρω τον μεγάλο
βασιλιά, που ένα μεγάλο
τέρας του πήρε την
μονάκριβη κόρη του, του
απαντά ο μικρός

- Και δεν φοβάσαι να τα
βάλλεις με ένα μεγάλο τέρας; ρωτάει ο γέροντας.

- Όχι! του απαντά ο μικρός και ξεκίνησε το δρόμο του.

Τότε ο γέροντας του φωνάζει δυνατά:

- Ε, μικρέ περίμενε.

Ο μικρός σταμάτησε και ο γέροντας βγάζει από τον σάκο του ένα μεγάλο σπαθί.

- Πάρτο του λέει. Θα σε βοηθήσει να σκοτώσεις το μεγάλο τέρας.

Τότε ο νεαρός ευχαρίστησε τον γέροντα και έφυγε χαρούμενος.

Μετά από μέρες και νύχτες που περπατούσε, ξαφνικά
βλέπει μπροστά του ένα μεγάλο παλάτι. Εκεί κοντά ήταν
πολύς στρατός μαζεμένος που ετοιμαζόταν να πολεμήσει
το τέρας που άρπαξε την βασιλοπούλα.

- Μα τόσο μεγάλος στρατός και δεν μπορεί να τα
βάλει με ένα τέρας; αναρωτιέται ο νεαρός

Μια και δυο λοιπόν μπαίνει μέσα στο παλάτι και βρίσκει τον βασιλιά ο οποίος
ήταν απελπισμένος.

- Μεγάλε βασιλιά του λέει. Εγώ θα φέρω πίσω την μονάκριβη κόρη σου

31

Γυρίζει ο βασιλιάς απότομα το κεφάλι του, τον κοιτάζει και του λέει

- Αν το κάνεις αυτό για μένα και μου φέρεις πίσω την κόρη μου, ζήτα μου
ό,τι θες.

- Τίποτα δεν θέλω βασιλιά μου. Μόνο πες μου εσύ πού είναι το μεγάλο
τέρας, του είπε ο μικρός.

Τον παίρνει λοιπόν ο βασιλιάς και τον πάει σε ένα μέρος όπου απέναντι ήταν το
βουνό που κατοικούσε το τέρας. Δακρυσμένος του λέει ότι όσοι πήγαν σε εκείνο το
βουνό δε γυρίσανε ποτέ. Δεν διστάζει ούτε για μια στιγμή ο νεαρός και ξεκινάει
αμέσως να ανέβει το βουνό.

Εκεί που ανέβαινε και πλησίαζε όλο και
περισσότερο στην κορυφή, βλέπει να τον
ακολουθεί ένα μεγάλο σύννεφο.

- Τι θέλεις από εμένα; ρωτά ο μικρός.
- Θέλω να έρθω μαζί σου, απαντά το

σύννεφο
- Έλα λοιπόν! Καλύτερα για μένα να έχω παρέα και να μην κάνω μόνος

μου τόσο δρόμο, του απάντησε ο
μικρός.

Όταν έφτασαν στην κορυφή του
βουνού, ο μεγάλος δράκος ξύπνησε και
βγήκε μπροστά τους. Μόλις τον βλέπει
ο μικρός τρόμαξε λιγάκι και τη στιγμή
που ο δράκος θα έβγαζε φωτιά από το
στόμα του, το μεγάλο σύννεφο ρίχνει βροχή και δεν αφήνει στο τέρας να κάψει
τον νεαρό. Έτσι ο μικρός βγάζει το σπαθί που του έδωσε ο γεροντάκος και του
κόβει το κεφάλι. Μπαίνει μέσα σε μία μεγάλη σπηλιά και βλέπει μέσα την
βασιλοπούλα. Αμέσως την αρπάζει και γρήγορα, γρήγορα μαζί κατεβαίνουν το

32

βουνό. Η κοπέλα όμως χαρούμενη για την σωτηρία της και γεμάτη ευγνωμοσύνη
για τον όμορφο νεαρό, του λέει:

- Μόλις πάμε στο παλάτι ζήτα με από τον πατέρα μου. Σε ερωτεύτηκα και
θέλω να ζήσουμε μαζί.

Πράγματι έτσι κι έγινε. Ο νεαρός που την ερωτεύτηκε κι εκείνος μαγεμένος από
την ομορφιά της, την ζητάει από τον βασιλιά. Ο βασιλιάς χωρίς δεύτερη σκέψη
τον παντρεύει με την κόρη του και τους κάνει διαδόχους του θρόνου.
Μετά από λίγο καιρό ο νεαρός γαμπρός του βασιλιά, πήρε στο παλάτι και την
οικογένεια του φτωχού βοσκού πατέρα του, τη μητέρα του και τα δύο του
αδέρφια.
Και ζήσανε όλοι μαζί ευτυχισμένοι.

33

Πριγκίπισσα ή όχι;

ένα παραμύθι που έγραψε ο

Αθανάσιος Μπροζιούτης

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σε ένα μακρινό βασίλειο ένας όμορφος πρίγκιπας
με τη μητέρα του. Είχε φτάσει ο καιρός να παντρευτεί ο πρίγκιπας κι εκείνος,
όπως είναι φυσικό, ήθελε για γυναίκα του μια αληθινή πριγκίπισσα. Έψαχνε
λοιπόν παντού αλλά όσες κοπέλες συνάντησε καμία δεν ήταν αληθινή
πριγκηπέσα.
Ένα βράδυ που είχε ξεσπάσει μια φοβερή καταιγίδα, όλοι στο παλάτι είχαν
φοβισμένοι κλείστηκαν στα δωμάτιά τους και
σκεπάστηκαν κάτω από πολλές κουβέρτες στα
κρεβάτια τους για να μην ακούνε τα
μπουμπουνητά και να μην βλέπουν τις φοβερές
αστραπές που έκαναν την νύχτα μέρα. O
πρίγκιπας ετοιμάζονταν κι αυτός να πάει για ύπνο
όταν άκουσε χτυπήματα στην πόρτα του παλατιού.

- Ποιος να γνωρίζει έξω μια τόσο βροχερή νύχτα σκέφτηκε; και πήγε να
ανοίξει την πόρτα.

34

Μπροστά του εμφανίστηκε μια όμορφη κοπέλα. Ήταν μούσκεμα. Το νερό έτρεχε
από τα ρούχα της τα οποία ήταν γεμάτα λάσπες.

Αμέσως ο πρίγκιπας την έβαλε μέσα στο παλάτι και διάταξε να την
περιποιηθούν, να της δώσουν ζεστά ρούχα και να την βάλουν να καθίσει κοντά
στην φωτιά. Μόλις η κοπέλα συνήλθε και στάθηκε στα πόδια της, τους διηγήθηκε
την ιστορία της: ήταν μια πριγκίπισσα, λέει, που είχε χαθεί στο δάσος και την
βρήκε αυτή η φοβερή καταιγίδα.

- μμμ … αυτό θα το δούμε, σκέφτηκε η βασίλισσα, η μητέρα του πρίγκιπα.

Λέει λοιπόν στις υπηρέτριες του παλατιού πως θα
ετοιμάσει μόνη της το δωμάτιο της κοπέλας. Μια και δυο
πηγαίνει και βάζει στο κρεβάτι δέκα στρώματα και από
πάνω άλλα δέκα πουπουλένια παπλώματα, της έβαλε
και δέκα μαξιλάρια και μεταξωτά σεντόνια. Κάτω όμως
από τα στρώματα της έβαλε ένα καρύδι.

Πάει λοιπόν η κοπέλα, που είπε ότι ήταν πριγκηπέσα, να ξαπλώσει στο κρεβάτι
και τι να δει; Ήταν τόσο ψηλό που χρειαζόταν σκάλα για να ανέβει.

- Α! σου έβαλα όλα αυτά τα στρώματα και τα παπλώματα για να είσαι
βολικά! της λέει η βασίλισσα. Καληνύχτα!

Την επόμενη μέρα, αμέσως στο πρωινό κιόλας ρωτάει η βασίλισσα την κοπέλα αν
κοιμήθηκε καλά. Η νεαρή κοπέλα δίσταζε. Δεν ήθελε να πει αυτό που σκεφτόταν.
Στο τέλος όμως απάντησε με ειλικρίνεια:

- Όμορφο ήταν το δωμάτιο μου, πολύ ωραία τα σεντόνια και πολύ απαλά,
τα μαξιλάρια που μου βάλατε πολύ αφράτα αλλά το κρεβάτι πολύ
σκληρό, ένιωθα σαν να κοιμόμουν πάνω σε πέτρες όλο το βράδυ. Δεν
κατάφερα να κοιμηθώ, παρά την κούρασή μου, και σήμερα το πρωί ήμουν
γεμάτη μελανιές. Αχ! πέρασα μια πολύ άσχημη νύχτα.

35

Η βασίλισσα τότε και ο πρίγκιπας κατάλαβαν ότι μόνο αν ήταν μια αληθινή
πριγκίπισσα, θα μπορούσε να ενοχληθεί από ένα τόσο δα καρύδι κάτω από δέκα
στρώματα και αλλά τόσα πουπουλένια παπλώματα.
Τότε ο πρίγκιπας αποφάσισε να την παντρευτεί όχι μόνο γιατί ήταν μια
πραγματική πριγκίπισσα αλλά και γιατί ήταν την ερωτευτεί από την πρώτη
στιγμή που την είδε, όπως κι εκείνη. Το γλέντι κράτησε δέκα μέρες και δέκα
νύχτες και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

36

Η Χιονούλα

ένα παραμύθι που έγραψε ο

Φανούριος Ρουμπαζάνης

Πριν πάρα πολλά χρόνια οι
κάτοικοι ενός μικρού χωριού στα
βουνά της Πίνδου ζούσαν σε κάποια
ψηλώματα κοντά στις κορφές. Το
μικρό χωριό τους το λέγαν
Πινακάδες. Το όνομά του αυτό το
πήρε χωριό τους από τα πινάκια, τα
ξύλινα σκεύη που κατασκεύαζαν οι κάτοικοι του χωριού. Αυτό ήταν το
επάγγελμα των περισσότερων κατοίκων και οι υπόλοιποι ζούσανε με την
κτηνοτροφία.
Αυτό το χωριό είχε ένα πρόβλημα επειδή ήταν πολύ ψηλά και ο χειμώνας σε
αυτά τα ύψη είναι πολύ βαρύς. Έτσι οι άνθρωποι δυσκολευόταν πολύ να μείνουν
και είχαν πρόβλημα επιβίωσης. Προσπαθούσαν λοιπόν να βρούνε τρόπο να
καλυτερεύσουν την ζωή τους. Εν τω μεταξύ στα πιο χαμηλά μέρη του βουνού
υπήρχε ένα άλλο χωριό μικρό κι αυτό που λεγόταν Μπίγκα και ήταν χτισμένο
πλάι στις όχθες ενός ποταμού. Η βασική ασχολία των κατοίκων αυτού του
χωριού πέρα από την κτηνοτροφία ήταν να αλέθουν το σιτάρι σε νερόμυλους και

37

να πλένουν τα υφαντά τους στις
ντριστέλες. Αλλά και αυτό το χωριό
είχε πρόβλημα επιβίωσης λόγω της
πολλής υγρασίας που είχε διότι
ζούσανε δίπλα στο ποτάμι. Έτσι
λοιπόν βρεθήκανε οι γέροντες των
δύο χωριών και μίλησαν μεταξύ τους
για να λύσουν μαζί και τα δύο χωριά τα προβλήματα που τους απασχολούσαν.

Σαν μεγαλύτεροι και πιο σοφοί που ήταν αποφάσισαν να ξεκινήσουν όλοι οι
κάτοικοι από τα δύο χωριά με τα πόδια και όπου συναντηθούν, εκεί να χτίσουν
ένα καινούριο χωριό χωρίς τα προβλήματα που είχαν οι Πινακάδες και η
Μπίγκα. Έτσι κι έγινε. Ξεκίνησαν λοιπόν και συναντήθηκαν σε μια όμορφη
τοποθεσία κάπου στη μέση της διαδρομής μεταξύ των δύο παλιών χωριών. Εκεί
χτίσανε μια εκκλησία τον Άγιο Νικόλαο1 και γύρω από αυτήν ξεκίνησαν να
φτιάχνουν τα σπίτια του καινούργιου χωριού, το οποίο πήρε το όνομά του από το
σμίξιμο των δύο παλιών χωριών.

Κοντά στο νέο χωριό υπήρχαν
πανέμορφα δάση και πλήθος ρυάκια
κι έτσι το νέο χωριό άρχισε να
ευημερεί και να αποκτά όλο και
περισσότερους κατοίκους. Όλα
κυλούσαν ομαλά και όμορφα και
όλοι οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι.
Μια μέρα ο γιός του προύχοντα του χωριού πήγε στο διπλανό δασός και είδε ένα
πανέμορφο δέντρο λεπτό και πολύχρωμο με κόκκινα λουλούδια. Του άρεσε τόσο
πολύ που πήρε το τσεκούρι του και ξεκίνησε να το κόψει. Ξαφνικά ακούστηκε
μια φωνή. Ήτανε ο βασιλιάς του δάσους που του είπε να αφήσει το δεντράκι

1 Στα ορεινά χωριά ο Άγιος Νικόλαος είναι ο προστάτης των ξενιτεμένων

38

ήσυχο. Το αγόρι δεν άκουσε και έριξε την πρώτη τσεκουριά το δεντράκι λύγισε ο
βασιλιάς έγινε θηρίο και με μία του κίνηση το αγόρι έγινε μανιτάρι.

Στο χωριό όσο περνούσε η ώρα αρχίσανε να ανησυχούν. Μαζεύτηκαν όλοι στην
πλατεία του χωριού και συζητούσαν ζωηρά και μετά από λίγο πήραν την
απόφαση να ξεκινήσουν να ψάχνουν για το νεαρό. Μπροστά η η αγαπημένη του
παιδιού που την έλεγαν Χιονούλα με δάκρυα στα μάτια και πίσω όλο το χωριό
βγήκαν στο δάσος όλοι μαζί και άρχισαν να ψάχνουν. Κάποιοι πήγαν στο βουνό,
άλλοι κάτω στο ποτάμι, άλλοι στο δάσος … Τίποτα! Ο προύχοντας έπεσε σε
μεγάλη απελπισία, έχασε τον γιό του τον αυριανό αρχηγό του χωριού! Οι μέρες
περνούσαν και κανείς δεν είδε το αγόρι που χάθηκε. Το χωριό έχασε την ηρεμία
του, όλοι οι κάτοικοι ήταν λυπημένοι βλέποντας τον αρχηγό τους να έχει χάσει
τον μονάκριβο γιό του.

Η Χιονούλα η όμορφη κοπέλα με τα κατακόκκινα μάγουλα
τα ξανθά μαλλιά και το πρόσωπο λευκό σαν χιόνι – γι’ αυτό
την λέγανε Χιονούλα – ξεκίνησε ένα πρωί να πάει στο δάσος
να μαζέψει βατόμουρα. Φτάνοντας στο σημείο που πήγε το
αγόρι να κόψει το δένδρο, είδε ένα πανέμορφο μανιτάρι
μεγάλο και κατακόκκινο. Άπλωσε τότε η Χιονούλα το χέρι
της για να το αγγίξει και βλέπει δίπλα το δένδρο που είχε
πληγωθεί από το τσεκούρι του νεαρού. Η Χιονούλα αμέσως αισθάνθηκε μεγάλη
λύπη για την πληγή του δέντρου κι έβαλε το χέρι της για να γιατρέψει τον
κορμό. Τότε προς μεγάλη της έκπληξη το δενδράκι δάκρυσε. Τι να κάνει και η
Χιονούλα, σκίζει αμέσως ένα κομμάτι από το φόρεμά της και δένει την πληγή του
δένδρου. Κάνει να φύγει και τι να δει; Γυρνώντας βλέπει μπροστά της έναν
μεγαλόσωμο και σεβάσμιο άντρα. Κατατρόμαξε και πήγε αμέσως να το βάλει στα
πόδια. Πριν προλάβει της λέει ο μεγαλόσωμος άντρας

- Μην φοβάσαι Χιονούλα! Είμαι ο βασιλιάς του δάσους! Μην φεύγεις, δεν
θα σου κάνω κακό. Σε είδα πού φρόντισες το αγαπημένο μου δενδράκι.

39

Κάποιος απερίσκεπτος νεαρός πήγε να το κόψει τις προάλλες, αλλά τον
τιμώρησα όπως του άξιζε. Άφησέ τα όμως αυτά και πες μου Χιονούλα τι
είναι αυτό που υπάρχει μέσα στο δάσος και θα ήθελες να γίνει δικό σου;
Σου υπόσχομαι να στο χαρίσω για το καλό που έκανες στο δενδράκι μου!

Η Χιονούλα έμεινε έκπληκτη και για λίγο δεν μπορούσε να σκεφτεί.
Αναρωτιόταν αν όλα αυτά που της συνέβαιναν ήταν αληθινά και για να το
καταλάβει ζήτησε από τον βασιλιά του δάσους να πάρει αυτό το μεγάλο όμορφο
και κατακόκκινο με λευκές βούλες μανιτάρι. Ο βασιλιάς του δάσους γέλασε και
απόρησε με την αθωότητα του κοριτσιού, αλλά τι να κάνει; Εφόσον της
υποσχέθηκε να της δώσει οτιδήποτε κι αν του ζητήσει, της λέει:

- Εντάξει Χιονούλα, αφού το θέλεις μπορείς να το πάρεις. Πρόσεχε όμως!
Μόλις το κόψεις αυτό το μανιτάρι θα το βάλεις αμέσως στο σάκο σου και
μόνο όταν βγεις από το δάσος, τότε θα ανοίξεις το σάκο για να το δεις
καλύτερα. Και να ξέρεις πως το μανιτάρι αυτό, στο δίνω με την καρδιά
μου.

Έτσι κι έγινε. Η Χιονούλα έκοψε το μανιτάρι, το
έκρυψε στο σάκο της και όταν βγήκε από το δάσος
τον άνοιξε και τι να δει; Μέσα από τον σάκο
πετάχτηκε ένα όμορφο παλικάρι! Ήταν ο γιος του
προύχοντα! Ήτανε το δώρο του βασιλιά του
δάσους στη Χιονούλα. Το αγόρι αγκάλιασε την
Χιονούλα και την πήρε μαζί της στον πατέρα του.

Όταν εκείνος είδε τον μονάκριβο γιο του άρχισαν να τρέχουν δάκρυα χαράς από
τα μάτια του και αγκάλιασε τον γιο του. Εξήγησε στον πατέρα του τι είχε γίνει
και πως μετά την τσεκουριά που έδωσε στο δέντρο δεν θυμόταν τίποτα άλλο,
παρά μόνον ότι ξύπνησε και βρέθηκε δίπλα στη Χιονούλα. Ο σοφός πατέρας του
κατάλαβε. Ο βασιλιάς του δάσους είχε τιμωρήσει τον απρόσεχτο νεαρό του γιό.

40

Χάρη όμως στην καλή καρδιά της
Χιονούλας το παιδί βρέθηκε πάλι στο
χωριό και ο προύχοντας έδωσε την ευχή
του στα δύο παιδιά να παντρευτούν,
γιατί το παλικάρι είχε ήδη ζητήσει από
την Χιονούλα να γίνει γυναίκα του. Οι
ετοιμασίες άρχισαν στο χωριό για το
γάμο και για το μεγάλο γλέντι που θα γινόταν. Όλα ήτανε έτοιμα ο γάμος
ξεκίνησε καλεσμένο ήτανε όλο το χωριό η Χιονούλα μια πανέμορφη νύφη και το
παλικάρι ένας όμορφος νέος προύχοντας και αρχηγός του χωριού όλα έγιναν με
χαρά και γλέντι μέχρι το πρωί.
Όσο για το δώρο του νέου αρχηγού ήταν πως κανένας χωρικός δεν θα ξαναέκοβε
δέντρο από το διπλανό δάσος του χωριού. Η εντολή τηρήθηκε ο βασιλιάς του
δάσους ήτανε χαρούμενος βρήκε την ησυχία του το δάσος, αλλά και το χωριό
βρήκε την ηρεμία και την ευημερία του.
Που τον ονόμασαν προς τιμήν της Χιονούλας

41

Ο Μελιστάλαχτος

ένα παραμύθι που έγραψε

Ελένη Τενεκέ

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα πανέμορφο χωριό ζούσε μια καλή οικογένεια. Ο
πατέρας ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος που είχε το επάγγελμα του γεωργού, η
μητέρα μια υπέροχη γυναίκα και καλή νοικοκυρά. Για το γιο πια, τι να πεις! Στο
χωριό που ζούσανε όλοι οι χωριανοί λέγανε για τον πατέρα: «Καλώς τον καλό
μας γεωργό!». Για τη μητέρα όλοι είχαν να πουν: «Τι κυρία τι καλή μητέρα!
Χρυσόστομη, καλή νοικοκυρά!» Το παλικάρι τους! Αυτοί τον έχουνε κι εμείς το
καμαρώνουμε! Αυτά λέγανε οι χωριανοί. Κι ο άνθρωπος του παραμυθιού μας δεν
χάλαγε χατίρι κανενός. Ό, τι του ζητάγανε αμέσως έτρεχε να εξυπηρετήσει τους
πάντες.
Στη γειτονιά τους ζούσανε δυο γεροντάκια ήταν πολύ καλοί και ήσυχοι αλλά και
ανήμποροι. Η οικογένεια του καλού γεωργού τους βοηθούσε πολύ, προπαντός ο
γιός. Ένα πρωί πηγαίνει στο σπίτι τους και τους λέει:

- Καλημέρα! Πώς είστε;
- Καλά Μελιστάλαχτε! Εσείς;
- Πολύ καλά κι εμείς, τους απαντούσε. Να σας ψωνίσω σήμερα; Αύριο θα

λείπω. Θα πάω μια μεγάλη βόλτα με το άλογό μου, εάν μου το
επιτρέψουν οι γονείς μου.

42

- Στο καλό αγόρι μου! Με το καλό να μας ξαναρθείς!

Ο Μελιστάλαχτος τους χαιρέτησε και πήγε να
παρακαλέσει τους γονείς του να του
επιτρέψουν την εκδρομή με το άλογο. Με το
«πες, πες» τα κατάφερε. Την άλλη μέρα
ξεκίνησε με τις ευχές των γονιών του για τη
βόλτα με το άλογό του. Στο δρόμο που πήγαινε
τραγουδώντας, δεν πρόσεξε και βγήκε από τον
κανονικό δρόμο. Όταν συνειδητοποίησε το λάθος τρόμαξε και φώναξε δυνατά.

- Μα πού πηγαίνω;

Ακούει τότε πίσω του μια φωνή να του λέει:

- Καλά πηγαίνεις. Σε μια μαγική λίμνη θα βγεις.

Κοιτάζει δεξιά, αριστερά και βλέπει μια υπέροχη γυναίκα να κάθεται κάτω από
ένα δέντρο. Θαμπώθηκε από την ομορφιά της.

- Καλή σου μέρα κοπελιά! Ποιο είναι το όνομά σου;
- Το όνομά μου είναι Αγνή. Το δικό σου;
- Μελιστάλαχτο με λένε.
- Και που πηγαίνεις;
- Μια βόλτα ξεκίνησα να πάω, αλλά καθώς τραγουδούσα έχασα τον δρόμο

μου.
- Μελιστάλαχτε μπροστά σου είναι η μαγική λίμνη. Αν βρέξεις τα πόδια

σου, μπορεί να σε μαγέψει και να σε κρατήσει για πάντα κοντά της! Αν
θέλεις βέβαια έλα μαζί μου, ίσως βρούμε το δρόμο να γυρίσουμε πίσω.
- Εσύ που πηγαίνεις Αγνή; τη ρωτάει.
- Στον παππού και στη γιαγιά μου. Έχω πολύ καιρό να τους δω, τους έχω
επιθυμήσει!

43

- Εγώ πώς θα βρω τον δρόμο μου;
- Έλα μαζί μου και δεν θα χαθούμε. Ο πατέρας μου, μου έδωσε ένα χαρτί

και μου γράφει πως θα προχωρώ.
- Ανέβα τότε στο άλογό μου Αγνή για να με οδηγείς.
- Μα δεν έχω ανέβει ποτέ σε άλογο. Δεν ξέρω πώς να ανέβω, του λέει η

Αγνή.
- Θα σε βοηθήσω εγώ, μη φοβάσαι,

είναι καλό το άλογο μου.

Έτσι κι έγινε!

Ο Μελιστάλαχτος κρατούσε ρα γκέμια του
αλόγου και προχωρούσαν.

Ξαφνικά το άλογο αφήνιασε!

Αμέσως ο Μελιστάλαχτος αγκάλιασε την Αγνή μην πέσει και ησύχασε το άλογο.
Μπροστά τους στεκόταν ένα ελάφι, το πρόσωπό του έμοιαζε ανθρώπινο αλλά
ήταν γεμάτο δάκρυα. Χωρίς να δείξουν καθόλου το ξάφνιασμά τους, τα δύο
παιδιά άφησαν το ελάφι με το ανθρώπινο πρόσωπο να προχωράει μαζί τους στον
δρόμο τους. Η Αγνή μάλιστα το ρωτούσε γιατί κλαίει. Εκείνο έβγαζε κραυγές σαν
άνθρωπος, αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έλεγε. Τα παιδιά κοιταζότανε
και αναρωτιότανε τί να συμβαίνει; Ξαφνικά μια ομάδα καβαλάρηδες σταμάτησαν
μπροστά στα παιδιά και τους ρώτησαν:

- Που πηγαίνετε;

Εκείνα δεν πρόλαβαν να απαντήσουν και το ελάφι άρχισε να χοροπηδά με πολύ
μεγάλη χαρά. Οι καβαλάρηδες χαϊδεύανε το ελάφι και αυτό μεταμορφώθηκε σε
ένα παλικάρι!

- Το βασιλόπουλό μας είναι! Μα, αυτό είναι το βασιλόπουλο που χάθηκε!
φωνάζουν οι καβαλάρηδες.

44

Από τη χαρά τους τον αγκαλιάζανε και τον ρωτάγανε:

- Πώς είσαι; Τι έγινε; Γιατί χάθηκες; Ποιος σε έκανε ελάφι;
- Μεγάλη ιστορία παιδιά! λέει το βασιλόπουλο που λίγο πριν ήταν ελάφι.

Στο κυνήγι που πήγαμε τελευταία φορά, όλα τα βασιλόπουλα, καθώς
κυνηγούσαμε έπιασε μια μεγάλη μπόρα. Ξαφνικά χαθήκαμε. Εγώ έμεινα
μόνος σε μια σπηλιά, για να γλιτώσω απ’ τη βροχή και τις αστραπές και
δεν πρόσεξα ότι κάποιος κακός γέρο μάγος ήτανε μέσα στην σπηλιά. Αυτός
θύμωσε πολύ και με χτύπησε μ’ ένα ραβδί στο κεφάλι. Αμέσως έγινα
ελάφι!
- Δόξα το Θεό φίλε μας! Όλα περάσανε και τώρα. Πάμε όλοι μαζί στο
παλάτι, στους γονείς σου να χαρούνε!

Κι ενώ ετοιμαζόταν να πάνε στο παλάτι και στους γονείς του βασιλόπουλου, ο
Μελιστάλαχτος τους λέει:

- Βασιλόπουλο, πολύ χαιρόμαστε εγώ και η Αγνή που τέλειωσε η
περιπέτειά σου. Όμως εμείς πρέπει να πάμε πρώτα στους δικούς μας γιατί
θα ανησυχούν, να πάω εγώ στους γονείς μου και η Αγνή στον παππού και
την γιαγιά της.

Έτσι κι έγινε! Όλοι μαζί αλλάξανε πορεία και κατευθύνθηκαν στο χωριό του
Μελιστάλαχτου. Μόλις φτάσανε, μπροστά ο Μελιστάλαχτος με την Αγνή,
καβάλα στο άλογό του και μετά όλη η συνοδεία με το βασιλόπουλο, άρχισαν οι
χωριανοί να φωνάζουν:

- Έρχεται ο Μελιστάλαχτος με μια όμορφη κοπέλα και μεγάλη συνοδεία!

Εκείνη τη στιγμή να σου κι ένας φίλος του Μελιστάλαχτου μαζί με την αδελφή
του οι οποίοι ακούσανε τις φωνές και τρέξανε. Βλέπουν τον Μελιστάλαχτο και
τον ρωτάνε τι συμβαίνει. Εκείνος εξήγησε σε όλους τι είχε συμβεί, παρουσιάζει
την Αγνή στους συγχωριανούς τους και τη ρωτά μπροστά σε όλους:

45

- Θέλεις Αγνή να με παντρευτείς;
Όλοι μείνανε άφωνοι και περίμεναν να ακούσουν την απάντηση της Αγνής.

- Ναι Μελιστάλαχτε! Σε παντρεύομαι! απαντάει χαρούμενη η Αγνή.
Αμέσως μετά βγαίνει μπροστά το βασιλόπουλο, ψιθυρίζει κάτι στον
Μελιστάλαχτο και εκείνος λέει στο φίλο του:

- Φίλε μου, το βασιλόπουλο θέλει την αδελφή σου για γυναίκα του. Τη
δίνεις;

Μετά χαράς απαντά εκείνος! Ρωτά και τους γονείς του:
- Ναι απαντούν κι εκείνοι.

Χαρήκανε πολύ οι γονείς του Μελιστάλαχτου! Απέραντη η χαρά, του παππού
και της γιαγιάς της Αγνής! Και βέβαια χαρήκανε πολύ και οι γονείς του φίλου
του Μελιστάλαχτου, που κάνανε γαμπρό τους το βασιλόπουλο. Αμέσως έστειλαν
τα ευχάριστα νέα στον βασιλιά! Με χαρές και με τραγούδια ξεκίνησαν για το
παλάτι. Όταν φτάσανε τους υποδέχτηκε ο ίδιος ο βασιλιάς, τους αγκάλιασε όλους
και τους ευχήθηκε να ζήσουν ευτυχισμένοι! Διέταξε να γίνουν οι ετοιμασίες για
τους γάμους. Έγινε μεγάλο ξεφάντωμα και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς
καλύτερα!

46

Το τυχερό κορίτσι

ένα παραμύθι που έγραψε η

Μαρία Φιλίππου

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που ζούσε μαζί με τους γονείς της στο
χωριό και την έλεγαν Πηνελόπη. Ήταν από καλή οικογένεια κι ο πατέρας του
κοριτσιού δούλευε στα χωράφια για να μπορέσει να ζήσει την οικογένεια του.
Ήταν φτωχοί άνθρωποι και ζούσαν απλά, όμως ήταν χαρούμενοι κι δεν
παραπονιόταν για τίποτα.
Μόλις τελειώσει το σχολειό η Πηνελόπη ήθελε να πάει να σπουδάσει αλλά δεν
είχε την οικονομική δυνατότητα. Ο πατέρας δούλευε εργάτης στα χωράφια και
εκείνο τον καιρό δεν κέρδιζε πολλά λεφτά. Όσα έφερνε στο σπίτι τους έφταναν
ίσα – ίσα για να συντηρούνται χωρίς να μπορούν να κάνουν άλλα έξοδα.
Η κοπέλα όμως μεγάλωσε κάποια στιγμή και τότε λέει στην μάνα της.

- Τώρα μητέρα που τελείωσα το σχολειό, θέλω οπωσδήποτε να πάω να
σπουδάσω. Θέλω να γίνω νοσοκόμα, αλλά βλέπω ότι ο πατέρας δεν με
αφήνει να φύγω από το σπίτι γιατί δεν έχουμε χρήματα.

- Έτσι είναι Πηνελόπη μου, λέει η μητέρα της. Ο πατέρας σου θα ήθελε
πολύ να φύγεις και να σπουδάσεις, αλλά βλέπεις κι εσύ η δια ότι είμαστε
φτωχοί. Δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα μόνο με ένα μεροκάματο.
47

Η κοπέλα στεναχωρήθηκε πολύ αλλά τι να κάνει; Το βραδύ γύρισε ο πατέρας
από την δουλειά και το ζευγάρι άρχισαν να συζητούν.

- Δεν είμαι καθόλου καλά, λέει η μητέρα της κοπέλας
- Γιατί τι έπαθες; ρωτάει ο σύζυγος
- Στεναχωριέμαι για την Πηνελόπη. Τελείωσε το σχολείο και θέλει η

καημένη να πάει να σπουδάσει. Της εξήγησα ότι δεν τα βγάζουμε πέρα με
ένα μεροκάματο, αλλά και πάλι στεναχωριέται. Τι να κάνουμε; Πρέπει να
συζητήσεις μαζί της και να της εξηγήσεις την κατάσταση.
- Ναι, γυναίκα και εγώ θα ήθελα να πάει να σπουδάσει η κόρη μας. Αλλά τι
να κάνω που είμαστε φτωχοί;

Όλη αυτή την συζήτηση την άκουσε όμως και η Πηνελόπη γιατί ήταν κρυμμένη
στην κουζίνα. Μια και δυο πηγαίνει κοντά του και του λέει:

- Πατέρα αφού δεν μπορώ να σπουδάσω, λέω τότε να πάω στην πόλη να
βρω καμία δουλειά για να σας βοηθήσω.

Βλέποντας οι γονείς την επιμονή της κοπέλας, τι να κάνουν; Συμφώνησαν. Σε
λίγες μέρες λοιπόν φεύγει το κορίτσι, πάει στην πόλη και βρίσκει δουλειά σε ένα
πλούσιο σπίτι, όπου ζούσε μια οικογένεια με τρία παιδιά, δύο κόρες και ένα γιο.

Η Πηνελόπη δούλευε εκεί, έπαιρνε αρκετά λεφτά και ήταν ικανοποιημένη. Μετά
από λίγο καιρό η οικογένεια την γνώρισε καλά και κατάλαβε ότι είναι καλή και
τίμια. Της πρότειναν λοιπόν να της παραχωρήσουν ένα δωμάτιο για να κοιμάται
και να τρώει εκεί, για να μην πηγαινοέρχεται από το χωριό στην πόλη κάθε
μέρα. Η κοπέλα όμως δίσταζε και ήθελε να πάρει την γνώμη των γονιών της.
Αμέσως τους παίρνει τηλέφωνο και αφού το σκέφτηκαν όλοι μαζί στο τέλος
συμφώνησαν να μένει το κορίτσι στο σπίτι της καλής αυτής οικογένειας.

Ο καιρός περνούσε και τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά. Μια μέρα στο σπίτι
της οικογένειας ήρθε επίσκεψη ένας κύριος που ήταν καθηγητής στην Σχολή που

48

φοιτούν οι κοπέλες που θέλουν να γίνουν νοσοκόμες. Μόλις γνώρισε την
Πηνελόπη ο καθηγητής κατάλαβε ότι είναι εργατική και πρόθυμη κοπέλα και της
πρότεινε να γραφτεί στην Σχολή του. Η Πηνελόπη πέταξε από την χαρά της και
ρώτησε την οικογένεια στην οποία εργαζόταν αν της επιτρέπουν να πηγαίνει
στην Σχολή της κάθε πρωί και να εργάζεται στο σπίτι τα απογεύματα. Εκείνοι
συμφώνησαν και η Πηνελόπη άρχισε να σπουδάζει για να γίνει νοσοκόμα. Δεν
πέρασαν πολλά χρόνια, όταν πήρε το πτυχίο της, ευχαρίστησε γεμάτη
ευγνωμοσύνη την οικογένεια που τόσο πολύ την βοήθησε στην ζωή της και
έπιασε δουλειά σε ένα μεγάλο νοσοκομείο. Σε λίγο καιρό έφερε και τους γέρους
γονείς της από το χωριό στην πόλη κι έζησαν όλοι μαζί ευτυχισμένοι.

49


Click to View FlipBook Version