The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.

Παραμύθια 2013-14

Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by tasmat, 2015-03-24 06:28:42

Paramythia

Παραμύθια 2013-14

Η παγωμένη γη

ένα παραμύθι που έγραψε η

Μαρία Φωτιάδου

Αγαπημένα μου παιδιά
Εκείνα τα όμορφα χρόνια τα παλιά ζούσαν σε μία όμορφη χώρα καλόκαρδοι
άνθρωποι. Χαμογελαστοί και λυπημένοι, πλούσιοι και φτωχοί, άρχοντες εργάτες
ψαράδες και αγρότες.
Παρ’ όλες τις δυσκολίες της ζωής το τραγούδι δεν έφευγε από τα χείλη τους και
τα γλέντια τους κρατούσαν μερόνυχτα! Πολύχρωμα πουλιά κελαηδούσαν στα
κλαδιά των δένδρων και τα λουλούδια μοσχοβολούσαν στις αυλές τους.
Ηλιόλουστη την λέγανε την χώρα που γεννούσε ήρωες ανδρειωμένα παλικάρια
και κοπέλες. Ώσπου μια μέρα … ο ήλιος που τους ζέσταινε έσβησε ξαφνικά κι
απλώθηκε παντού παγωνιά και χιόνια! Ένας κακός μάγος άρχοντας άρπαξε τη
θέση του ήλιου. Τα πουλιά χάθηκαν, τα λουλούδια πάγωσαν. Ο μόνος που
γλύτωσε, ένας μικρός σπουργίτης και μια κάτασπρη περιστέρα που γυρνούσαν
από εδώ κι από εκεί με λυπημένο βλέμμα στα κλαριά και στις αυλές. Πετούσαν
από χωριό σε χωριό, από πόλη σε πόλη από χώρα σε χώρα, τραγουδώντας
λυπημένα για το μεγάλο κακό.

50

Και σαν μην έφτανε αυτό, έφτασε τρεχάτος κι ο κυρ Πόλεμος με την μαγκούρα
του και τις φωτιές του για να τρομάξει πιότερο τους ανθρώπους. Σε ένα μικρό
χωριό, σε ένα φτωχό καλυβάκι ζούσε μια μάνα με τρεις κόρες. Δούλευε η
καημενούλα όλη νύχτα και όλη μέρα, εφτά μέρες τη βδομάδα για να ταΐσει τα
κοριτσάκια της. Τον πατέρα τους τον έφαγε ο κυρ Πόλεμος για να χορτάσει και
να αποχτήσει πλούτο.

Στο φτωχοκάλυβο δεν ήρθε καμιά καλή μάγισσα, καμιά καλή νεράιδα. Υπήρχαν
μόνο δάκρυα, ο πόνος και η πείνα. Η μανούλα τους ήτανε πάντα με χέρια
ματωμένα από τη σκληρή δουλειά. Τα τρία κορίτσια χλωμά κι αδύνατα, σαν τις
καλαμιές στον κάμπο. Οι γείτονες προσπερνούσαν αδιάφοροι με παγωμένες
καρδιές.

Τα μικρά κορίτσια ρωτούσαν με αγωνία:

- Μάνα γιατί εμείς να είμαστε έτσι;

Και η μάνα απαντούσε:

- Έχει ο καιρός γυρίσματα, παιδιά μου. Η ζωή σκάλες ανεβάζει και σκάλες
κατεβάζει. Μόνο υπομονή κι ελπίδα να ‘χετε.

Μια μέρα που το χιόνι χόρευε σαν τρελό,
χτύπησε το τζάμι τους ο μικρός σπουργίτης
και πλάι του κοντοστεκόταν η άσπρη
περιστέρα. Η πιο μικρή κόρη που ήταν
πολύ άρρωστη με πυρετό, άνοιξε το
παράθυρο το πήρε στη χούφτα της το
χουχούλισε για να το ζεστάνει κι ένα
δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια της ! Τότε ξαφνικά το σπουργιτάκι μ’ ανθρώπινη
φωνή της λέει:

51

- Κόσμο και κόσμο γύρισα σ’ όλες τις χώρες πήγα μα πουθενά δεν στάθηκα
γιατί καμιά καρδιά σαν τη δική σου την καρδιά στην παγωνιά δεν βρήκα!
Γιατί κλαίς όμως μικρούλα μου; Τι έχεις; είναι κάτι που θα ήθελες απόψε
να σου φέρω;

- Όχι μικρό μου σπουργιτάκι, του απαντά αλλά σκέφτομαι ότι αύριο είναι
ΧΡΙΣΤΟΎΓΕΝΝΑ! Δεν έχω πατέρα δεν έχουμε φαγητό οι αδελφούλες
μου είναι με την μάννα στα χωράφια είμαι ολομόναχη και οι φίλες μου στο
σχολείο δεν ξέρουν ότι είμαι άρρωστη χωρίς ζεστασιά.

- Μην στεναχωριέσαι της απάντησε, έχεις τόσο καλή καρδιά, με ζέστανες με
την ανάσα σου, γι’ αυτό θα σε ανταμείψω! Άνοιξέ μου το παράθυρο σε
παρακαλώ.

Το κοριτσάκι άνοιξε, εκείνο φτερούγισε και χάθηκε μέσα το χιονιά παρέα με την
περιστέρα.

Στην ίδια γειτονιά δυο τρία σπίτια παρακάτω ζούσαν και δυο μικρές αδελφούλες
σ’ ένα φτωχόσπιτο με αυλή κι ένα μεγάλο πηγάδι. Ο πατέρας τους φτωχός
ξυλοκόπος πάντα καλοσυνάτος, και η μανούλα της υπομονετική κεντήστρα με
συμπόνια κι αγάπη για τους ανθρώπους. Τα κοριτσάκια η Λενιώ και η Μαριώ
μάθαιναν τραγούδια από την μανούλα τους όλη μέρα. Διαβάζανε διδακτικά
παραμύθια και δεν ξεχνούσαν ποτέ
… πως το καλό το ρίχνεις στο
γιαλό, κράτα με να σε κρατώ, ν’
ανεβούμε στο βουνό και πως ο
κόσμος θα ήταν καλύτερος αν
κυβερνά η αγάπη. Όλα αυτά γύρω
από το ζεστό μαγκάλι τα βράδια …

Ξημέρωνε παραμονή Χριστουγέννων … και ο πατέρας ήταν όλο πίκρα γιατί δεν
είχε δουλειά και το ντουλάπι ήταν άδειο. Οι δύο αδελφούλες κατάλαβαν,
κοιτάχτηκαν στα μάτια κι αποφάσισαν να πουν τα κάλαντα όπως όλα τα παιδιά

52

με μια διαφορά. Να μην πάρουν παιγνίδια,
αλλά μια γαλοπούλα κι ένα δεντράκι για το
σπίτι. Παρόλο το χιόνι και την παγωνιά όπου
κι αν πήγαιναν τις καλοδέχονταν γιατί
έψαλλαν ωραία και γέμισαν τα καλαθάκια
τους με διάφορα καλούδια. Σύκα, σταφίδες,
φουντούκια, καρύδια φιστίκια, μύγδαλα που
είχαν φυλαγμένα στα σεντούκια τους οι
κυράδες, αλλά … όχι μανταρίνια. Αχ! Αυτά τα μανταρίνια! Το προσωπάκι της
ήτανε παγωμένο, πικραμένο τουρτούριζε από το κρύο, και τα χεράκια της
μελανιασμένα και όμως προσπαθούσε μαζί με την Μαρούσκα, χωρίς παράπονο
να ψάλλει γλυκά τα κάλαντα. Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν σαν τρελές στα
μαλάκια τους, όταν φτερούγισε μπροστά τους, ένα μικρό σπουργιτάκι. Κοίταξε
τις αδελφούλες, κάθισε σε έναν κλαδάκι και τους λέει:

- Η συμμαθήτρια σας η Αναστασία είναι άρρωστη μόνη της στο καλυβάκι το
ξέρατε; και χάθηκε φτερουγίζοντας.

Εκείνες τα έχασαν, κοιτάχθηκαν μ’ απορία. Πώς μπορούσε ένας σπουργίτης να
μιλάει; αναρωτήθηκαν. Όμως δεν έχασαν χρόνο. Μέτρησαν τα χρήματα που
μάζεψαν και αγόρασαν μια κοτούλα κι ένα κλαδί από έλατο. Τρέξανε όλο χαρά
στο σπίτι για να μαγειρέψει την σούπα με τη γαλοπούλα και πατάτες στο
φούρναρη της γειτονιάς. Όλο το καλοκαίρι πριν το κακό να βρει το τόπο τους με
τον κακό Άρχοντα, η Λάρα κι η Μαρούσκα, μάζευαν λουλουδάκια και τα
ξεράνανε κι η ασημόχαρτα από τα πακέτα των τσιγάρων που πετούσαν οι
περαστικοί. Τι θα τα έκαναν;

- Χμ! Ήρθε η ώρα είπε η Μαρούσκα , στη Λάρα, θα κάνουμε στολίδια για το
δέντρο, γρήγορα τα καρύδια, τα φιστίκια και τα φουντούκια.

Τα τύλιξαν όλα όμορφα με τ’ ασημόχαρτα τα τύλιξαν για να κλείσουν και τα
έραψαν με βελόνα και κλωστή, για να τα κρεμάσουν στο δέντρο. Η μανούλα τους
τα καμάρωνε, τους έδωσε τα ξερά λουλουδάκια και λίγο βαμβάκι για να κάνουν

53

τούφες χιονιού. Τα μάτια τους
άστραφταν από χαρά με τα
απλά στολίδια του χιονισμένου
κλαδιού από έλατο. Το σπίτι
μοσχοβολούσε, η βραστή
γαλοπούλα και οι πατάτες στο
φούρνο. Πω! πω! χαρά,
χοροπηδούσανε που είπαν τα
κάλαντα, και βοήθησαν να
χουν μια Χριστουγεννιάτικη μέρα όπως όλοι. Όταν όμως, κάθισαν να φάνε, το
γέλιο τους κόπηκε, θυμήθηκαν το μικρό σπουργίτη. Τα δάκρυα τους κυλούσαν
σαν μαργαριτάρια απ’ τα μάτια τους στο πιάτο με τη σούπα, που τόσο
λαχταρούσαν. Οι γονείς ξαφνιάστηκαν, τι να συνέβαινε άραγε; Οι αδελφούλες
κοιτάχτηκαν και μέσα σε λυγμούς πέσανε στην αγκαλιά της μανούλας. Ο
πατέρας άφωνος. Τότε και οι δυο η Λάρα και η Μαρούσκα είπανε:

- Εμείς τρώμε, ενώ λίγο πιο κάτω η Αναστασία πεινάει, είναι άρρωστη και
δεν έχει μαγκάλι να ζεσταθεί όπως εμείς, κι είναι ολομόναχη μέρα που
είναι σήμερα.

Τότε ο πατέρας και η μητέρα με μια φωνή λένε:
- Σηκωθείτε πάρτε το φαγητό και γρήγορα πηγαίνετε στη φίλη σας. Αυτό

είναι η Αγάπη της μέρας των Χριστουγέννων! Να ξαναγεννιέται η
αλληλεγγύη στις καρδιές των ανθρώπων, που έχουν παγώσει από τον
κακό Άρχοντα που μας πήρε τον ήλιο, το τραγούδι και το φως από τη γη
μας!
Οι αδελφούλες άρπαξαν με χαρά το στολισμένο κλαδί απ’ το έλατο, που στα
ματάκια τους φάνταζε, ένα πελώριο Χριστουγεννιάτικο δέντρο με κερασάκια, τη
σούπα φαγητό και ζεστασιά με το μαγκάλι κουβάλησε ο πατέρας κι έτρεξαν,
έτρεξαν. Και ξαφνικά μπροστά τους ο σπουργίτης:
- Έι! που πάτε τρεχάλα εσείς;

54

- Πάμε εκεί που μας είπες εσύ μικρό μας σπουργιτάκι! του απάντησαν- εκεί
που είναι η πίκρα κι η ορφάνια στην μικρή μας φίλη Αναστασία που είναι
μοναχή!

- Α! έτσι! μπράβο σας, κι εσάς θα σας ανταμείψω για την αγάπη σας!
Πηγαίνετε και θα δείτε!

Πραγματικά όπως στα παραμύθια, οι τρείς γειτονοπούλες φάγανε όλοι μαζί την
γαλοπούλα, στέριωσαν σε μια γωνιά το δέντρο. Γέλασαν, τραγούδησαν, γέλασε
τα χείλη της χαρούμενης μάνας που γύρισε από τα χωράφια με τις κόρες τις. Η
άρρωστη μικρούλα είχε ένα λαμπερό φεγγαρίσιο πρόσωπο και ρόδινα
μαγουλάκια απ’ την χαρά της! Νάσου ξανά ο σπουργίτης τους λέει:

- Τώρα που είστε όλοι μαζί, κοιτάξτε να δείτε πόσο άγρια χιονίζει!
Κόλλησαν τις μυτούλες τους λοιπόν, στο παγωμένο τζάμι και τι να δουν;
Παιδάκια χέρι, χέρι απ’ όλες τις χώρες της γης, μαζί με τα παιδάκια του χωριού
τους, να τραγουδούν ένα περίεργο τραγούδι. Άνοιξαν τότε την πόρτα κι έτρεξαν
έξω. Τότε μέσα στην παγωμένη νύχτα, στο κρύο και στα χιόνια, φάνηκε ο
Σπουργίτης. Δίπλα του όπως πάντα η κάτασπρη περιστέρα, άπλωσαν τα φτερά
τους και φιλήθηκαν σμίγοντας τα ράμφη τους! Σε μια στιγμή
μια μαγική στιγμή, άρχισαν να πέφτουν τα πούπουλά τους,
όπως οι νιφάδες του χιονιού και ξαφνικά παρουσιάστηκε ένα
πανέμορφο παλικάρι που άστραφτε σαν ήλιος, ήτανε ο
ήλιος, και μια πεντάμορφη κοπέλα που κρατούσε στα χέρια
της κόκκινα ροδοπέταλα. Ήτανε η Ειρήνη. Οι δυο
αδελφούλες χέρι, χέρι με τα’ άλλα παιδιά και τη φίλη τους
έτρεξαν όλο τη χαρά και στάθηκαν μπροστά τους μαζί μ’ όλο τον κόσμο που
ακολουθούσε. Κι εκείνος ο τρανός ήλιος τους είπε:

- Κράτησα την υπόσχεσή μου να σας ανταμείψω.
Βγήκε ξανά ο ήλιος στην παγωμένη γη μας. Λιώσανε οι πάγοι και τα χιόνια,
γεμίσαμε λουλούδια πουλιά και χελιδόνια. Και τα τραγούδια θ’ αντηχούν πάλι

55

σε κάθε γειτονιά. Να μην πεινάσει ξανά
παιδί. Έφυγε ο κακός Άρχοντας μαύρη
ψυχή, έσκασε απ’ το φαί ο αχόρταγος
πόλεμος!
Οι ζεστές ψυχούλες των αγνών καλών
παιδιών η αλληλεγγύη και η αγάπη τους
στον άνθρωπο μας ζωντάνεψαν εμένα
και την Ειρήνη. Μπορείτε να κάνετε τη γη μας ένα καταπράσινο περβόλι
γιομάτο αγάπη κι ανθρωπιά. Κανένας μόνος του κι εμείς πάντα θα είμαστε κοντά
σας, ο ήλιος κ η Ειρήνη.
Τότε ξαφνικά μέσα στο πλήθος ακούστηκε μια γλυκιά φωνούλα ήταν η μικρή
Λάρα. Έτσι θα έχουμε λιακάδα και θα τρώμε μανταρίνια τα Χριστούγεννα όλα
τα παιδάκια. Σ’ ευχαριστούμε ήλιε.

56


Click to View FlipBook Version