The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ οταν μιλαει το σωμα (μορφ).

Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by , 2018-09-07 13:05:40

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ οταν μιλαει το σωμα (μορφ).

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ οταν μιλαει το σωμα (μορφ).

κατά την αττική και αιολική διάλεκτο, βοηθήσω,
πράξω, προδώσω
Η βορειοθεσσαλική διάλεκτος, που ίσως είναι η
πιθανότερη πρόγονος της λαλιάς των Σαρακατσάνων,
έχει σαν βασικό γνώρισμα την μετατροπή του αττικού ω
σε ου. Λένε, έδουκε αντί έδωκε, ανάλουμα αντί
ανάλωμα, όπως το συνηθίζουν και οι Σαρακατσάνοι.
Η μετατροπή του ο σε ου στις καταλήξεις των λέξεων
είναι γνώρισμα του βορειοθεσσαλικού ιδιώματος που
υπάγεται στις αιολικές διαλέκτους.
Η βαρυτόνηση είναι επίσης γνώρισμα της αιολικής
διαλέκτου, όπως πόταμος, αντί ποταμός.
Οι Σαρακατσάνοι, λένε άταλος, αντί αταλός και σ' ένα

τραγούδι τους ακούγεται ο στίχος ‘πόταμε, μώρ' πόταμε…'

(από την απάντηση του Γεωργίου Α. Φυτιλή προς τον

Καργάκο)

Οποιαδήποτε και αν ήταν η ανθρωπολογική σύνθεση

των πληθυσμών

των ελληνικών

χωρών στα

διάφορα στάδια

της ιστορίας,

οποιοδήποτε

και αν ήταν το

ποσοστό της

συμβολής των

καθαρά

ελληνικών φύλων στην ανθρωπολογική σύνθεση του

αρχαίου ελληνικού λαού και όποια ήταν η διάρκεια του

ανά τους αιώνες, στον Μεσαίωνα ή στα νεότερα χρόνια

το βασικό και αναμφισβήτητο γεγονός για τον ιστορικό

που ασχολείται με την εξέλιξη κοινωνικών και

ιστορικών σχηματισμών, ανθρωπολογικά ανάμικτων,

είναι η γλώσσα. Η γλώσσα για κάθε λαό είναι ένας

θεσμός, που εκφράζει μια συγκεκριμένη φιλοσοφία

ζωής με ρίζες (παρελθόν) κορμό (παρόν), και κλαδιά

(μέλλον). Εκφράζει ένα ιδιαίτερο ύφος και ήθος ζωής.

51

Στην γλώσσα μιας ομάδας, φύλου, έθνους, έχουν
εγγραφεί όλα τα βιώματα, όλες οι αξίες, όλες οι
αντιλήψεις που έχουν υιοθετηθεί ανά τους αιώνες από
μια γλωσσική κοινότητα, από ένα λαό, που αποτελεί
έθνος. Μέσα από τη γραμματική της γλώσσας, τη
μορφολογία και τη σύνταξη, το λεξιλόγιο, την παραγωγή
και τις σημασίες των λέξεων, τις κυριολεκτικές και
ιδιαίτερα, τις μεταφορικές, και την όλη δομή της
γλώσσας αποτυπώνονται οι αντιλήψεις, η ιστορία του
κάθε λαού, ο τρόπος, με τον οποίο αυτός ο λαός
συνέλαβε τον κόσμο και τον άνθρωπο. Η μητρική
γλώσσα για τον άνθρωπο και για το έθνος, επομένως,
δεν έχει την ίδια σημασία που έχει οποιαδήποτε άλλη
ξένη γλώσσα και δεν μπορεί να υποκατασταθεί από
καμιά. Μπορεί να αλλοιωθεί ως ένα βαθμό, μπορεί να
δανειστεί λέξεις. Ποτέ όμως δεν μπορεί να καταργηθεί η
να αντικατασταθεί σε ομάδες φύλα έθνη έστω και αν
αυτά έχουν κατακτηθεί. Μεγάλο παράδειγμα τα 400
χρόνια σκλαβιάς των Ελλήνων όπως και (επειδή αυτό
εξετάζουμε τώρα, χωρίς να λέμε ότι είναι μοναδικό) η
γλώσσα των Σαρακατσάνων, η οποία βέβαια υφίστατο
πάντα ως γλώσσα Ελληνική.
Ο καθηγητής γλωσσολογίας Μ. Τριανταφυλλίδης γράφει
στη Νεοελληνική γραμματική, Ιστορική Εισαγωγή, (σελ.
68).
"Τα νεοελληνικά ιδιώματα μπορούν να καταταχτούν σε
δυο μεγάλες ομάδες, χωρισμένες αναμεταξύ τους με
κάθετη περίπου γραμμή, στα δυτικά και τα ανατολικά.
Α. Δυτικά ιδιώματα. Εδώ ανήκουν τα
πελοποννησιακά, τα στερεοελλαδίτικα, τα
ηπειρώτικα και τα Σαρακατσάνικα"
Όμως, υπάρχει μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε
να αγνοήσουμε. Ο μεγαλύτερος όγκος των λέξεων
της Σαρακατσάνικης λαλιάς προέρχεται από ρίζες
της ομηρικής γλώσσας που θεωρείται μια
ποικιλία ιωνικών και αιολικών ιδιωμάτων, {πλην
της δωρικής}.
και σε άλλο σημείο

52

…. H διαφορά λοιπόν μεταξύ Σαρακατσάνων και
Aρωμούνων είναι χτυπητή. H γλώσσα τους είναι
πραγματικά χωρίς ξενισμούς…"
Οι Σαρακατσάνοι τονίζουν κατά την αττική και αιολική
διάλεκτο, βοηθήσω, πράξω, προδώσω.
Η βορειοθεσσαλική διάλεκτος, που ίσως είναι η
πιθανότερη πρόγονος της λαλιάς των
Σαρακατσάνων, έχει σαν βασικό γνώρισμα την
μετατροπή του αττικού ω σε ου. Λένε,
έδουκε αντί έδωκε,
ανάλουμα αντί ανάλωμα,
όπως το συνηθίζουν και οι Σαρακατσάνοι.
Η μετατροπή του ο σε ου στις καταλήξεις των λέξεων
είναι γνώρισμα του βορειοθεσσαλικού ιδιώματος που
υπάγεται στις αιολικές διαλέκτους. Η βαρυτόνηση είναι
επίσης γνώρισμα της αιολικής διαλέκτου, όπως
πόταμος, αντί ποταμός.
Οι Σαρακατσάνοι, λένε άταλος, αντί αταλός και σ' ένα
τραγούδι τους ακούγεται ο στίχος ‘πόταμε, μώρ'
πόταμε…'
Όπως αναφέρθηκε λοιπόν η γλώσσα των
Σαρακατσάνων ήταν πάντα η Ελληνική, που έχει
βλαστήσει από αυτή τη γη (ο ορισμός της
αυτοχθονίας10) . Έχει δε, λόγω του τρόπου ζωής, της

10 Ισοκράτης " Πέρι Αυτοχθονίας Ελλήνων"

Ο Ισοκράτης (436-338 π.Χ.), σχετικά με την καταγωγή των
Ελλήνων, αναφέρει: "Διότι κατοικούμε αυτήν την χώρα, χωρίς
ούτε να εκδιώξουμε άλλους εξ αυτής ούτε να την καταλάβουμε
έρημο ούτε να εγκατασταθούμε σε αυτήν ως ανάμεικτος ομάδα
από διάφορα ανόμοια φύλα, απεναντίας είναι τόσον ευγενές και
γνήσιο το γένος μας, ώστε τη χώρα, στην οποίαν είδαμε το πρώτο
φως, εξακολουθούμε συνεχώς να κατοικούμε, διότι είμεθα
αυτόχθονες και μόνον εμείς από όλους τούς άλλους έχουμε το

53

κλειστής κοινωνίας, διατηρηθεί, αναλλοίωτη στους
αιώνες. Οι Σαρακατσάνοι όπως άλλωστε όλες οι
ανθρώπινες κοινωνίες, πρέπει να επιτελέσουν την ζωή
τους κάτω από ορισμένες περιβαλλοντολογικές
κοινωνικές οικονομικές και ιστορικές συνθήκες, οι
οποίες προσδιορίζουν και την ιδιαιτερότητα τους.
Ποιμένες ζώων, ζουν έξω από κάθε οικισμό, αστικό η
αγροτικό. Το καλοκαίρι στο βουνό , τον χειμώνα στους
κάμπους ανάλογα με τις ανάγκες των κοπαδιών και τις
εναλλαγές της θερμοκρασίας και της βλάστησης. Οι
βασικές ανάγκες της διαβίωσης τους είναι επομένως η
κτηνοτροφία μικρών ζώων, οι εποχιακές μετακινήσεις
για την επιβίωση τους (νομαδισμός), η εγκατάσταση σε
ακατοίκητες περιοχές, η απομόνωση από την
περιβάλλουσα κοινωνία, η συντήρηση των αυστηρά
απαραίτητων βιοτικά για τους ίδιους και τα κοπάδια
σχέσεων με την εκάστοτε εξουσία και την υπόλοιπη
κοινωνία, η φύση του εδάφους, η χλωρίδα και η
πανίδα. Και ακόμα η ελληνικότητα τους και το
πανάρχαιο ελληνικό παρελθόν, το οποίο αντλούν
πολλές πολιτιστικές λύσεις.

δικαίωμα να προσφωνούμε την πόλη μας με τις ίδιες λέξεις, δια
των οποίων προσαγορεύομε τούς πλέον γνωστούς συγγενείς".
«....Ταύτην γάρ οικούμεν ούχ εταίρους εκβαλόντες ούδην
έρημον καταλαβόντες ούδην εκ πολλών εθνών μιγάδες
συλλεγέντες, αλλά ούτω καλώς καί γνησίως γεγόναμεν, ώστε εξ
ήσπερ έφυμεν, ταύτην έχοντες άπαντα τόν χρόνον διατελούμεν,
αυτόχθονες όντες καί τών ονομάτων τοίς αυτοίς οίσπερ τούς
οικειωτάτους τήν πόλιν έχοντες προσειπείν: μόνοις γαρ ημιν των
Ελλήνωντην αυτήν τροφόν και πατρίδα και μητέρα καλέσαι
προσήκει..»
(Ισοκράτης, «Πανηγυρικός», 24-25

54

Λέει σε κάποιο σημείο ο Γ. Β.

Καβαδίας «Το σύνολο των στοιχείων

που εξετάστηκαν μαρτυρούν ότι ο

πολιτισμός των Σαρακατσάνων

ανήκει στον πολιτισμό της

ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου

και ακόμα πιο συγκεκριμένα της

νοτιοανατολικής Ευρώπης… Ο

Σαρακατσάνικος πολιτισμός

περικλείει, καταγεγραμμένα σε διαδοχικά και

αλληλεπίθετα επίπεδα, στοιχεία που εμφανίστηκαν σε

αυτό το χώρο από την πρώιμη αρχαιότητα» Γ. Β.

Καββαδία από το βιβλίο "ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ " "ΜΙΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ

ΠΟΙΜΕΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ" Σε αυτό το

συμπέρασμα του πανάρχαιου

Ελληνικού παρελθόντος

καταλήγουν πολλοί ερευνητές

αλλα αποτελεί και πεποίθηση

στους ίδιους τους Σαρακατσάνους

οι οποίοι ανεξάρτητα της περιοχής

στην οποία έζησαν, για τους λόγους που προαναφέραμε

η γλώσσα παρέμεινε και ομιλούνταν σχεδόν παντού

ίδια, εκτός μερικών μικρών ονοματολογικών μεταβολών

τοπικού χαρακτήρα. Βέβαια τον βαθμό των συνθέσεων

και των ποσοστών συμβολής διαφόρων ομάδων στην

σύνθεση της χώρας, τον καθορίζουν και (κυρίως) τα

συμπεράσματα των ανθρωπολογικών ερευνών. Αυτά

στην μελέτη που αφορά τους Σαρακατσάνους του Α.

Πουλιανού είναι και πολλά και ζωτικής σημασίας για

την ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων.

Η κουλτούρα γενικά , αλλα ειδικότερα τα έργα τέχνης,

όπως η ζωγραφική, η γλυπτική, η διακόσμηση, η
ενδυμασίες κτλ. Μπορούν να «μιλήσουν» για την
εθνολογική , φυλετική ρίζα κάποιου. Στους

55

Σαρακατσάνους είχαμε ένα μειονέκτημα. Τα ξύλινα

γλυπτά που φαίνονται στις εικόνες έχουν σκαλιστεί από

τον πατέρα μου Παύλο Κατσαρίκα. Το μόνο που

μπορούσε να μεταφερθεί ήταν τα πράγματα τα οποία

ήταν διακοσμημένα μεν, αλλα αποτελούσαν είδη

άμεσου ανάγκης. Ούτε μάρμαρα, ούτε χαλκός, ούτε

χρυσός, ούτε εργαλεία… Ο χώρος

αποθήκευσης, αλλα και ο χρόνος να ασχοληθεί ο

τεχνίτης στο εργαστήριο με κατάλληλα εργαλεία δεν

υπήρχε. Χώρος στέγασης έργων , εργαλείων και

καλλιτεχνών η καλύβα και η ύπαιθρος Ο πατέρας μου

ο οποίος είχε αυτό το χάρισμα να δημιουργεί μορφές

και σχέδια " να πιάνει το χέρι του", μου διηγούνταν ότι

πολλά "έργα" του έχουν μείνει ατέλειωτα, επειδή το

κοπάδι δεν ξαναπέρασε από τον ίδιο βράχο η και

κάποια που τα τελείωσε χάθηκαν με τον καιρό.

Συνήθιζε μου έλεγε με μια σκληρή πέτρα στην αρχή

και ένα μεταλλικό εργαλείο αργότερα ,όταν έβλεπε κάτι

που του άρεσε η απλά μια κατσίκα, ένα σκυλί, σκάλιζε

πάνω στον βράχο. Κάποτε αγναντεύοντας από την

περιοχή των βουνών μας τον

Άθω, τον ζωγράφισε σε ένα

βράχο , γράφοντας "ΟΡΟΣ".

Αργότερα και αυτός και εγώ

ακούσαμε ότι έψαχναν οι χρυσοθήρες ένα σημάδι που

γράφει όρος (προφανώς κάποιος το είχε δει και το

θεώρησαν σημάδι κρυμμένου θησαυρού.
Βλέπεις δεν κυλάνε οι ατέλειωτες ώρες κοντά στο

κοπάδι αν δεν έχεις κάτι να ασχοληθείς. Το τραγούδι
γεμίζει την ψυχή σου, δύσκολα όμως τον χρόνο σου.
Αργότερα όταν αποκτήσαμε στέγη και μπορούσαμε να

56

"ακουμπάμε" κάπου, άρχισαν να μένουν έργα μας ως
τότε μόνο σε χρήσιμα αντικείμενα και ρουχισμό.

Ο Βισάλτης (http://www.visaltis.net/2013/11/blog-
post_11.html) στην ΕΡΕΥΝΑ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ
ΒΡΑΧΟΓΡΑΦΙΕΣ Αναρωτιέται:
Τι ήταν, λοιπόν, οι βραχογραφίες; Πρώιμος τρόπος
εκφράσεως; Μήνυμα προς μεταγενέστερους; Πρώιμη
γραφή, ζωγραφική, χαρακτική; Βιαστικό μήνυμα εν
όψει μιας καταστροφής; Θρησκευτικές παραστάσεις;
Τέτοια αρχέγονα μηνύματα, από την λίμνη Χειμαδίτιδα
(Φλωρίνης) έως τον Έβρο, έχουν πλέον εντοπισθεί
πολλά στον βορειοελλαδικό χώρο. Οι εντόπιοι χρόνια
μιλούσαν για «ζωγραφισμένα ανθρωπάκια» στα βουνά
τους, αλλά κανείς δεν έσπευδε. Στο Σύμβολον Όρος
υπάρχει μια κορυφή που οι εντόπιοι την λεν «Γραμμένη
Πέτρα». Γιατί άραγε; Διότι στην Φωλιά του ιδίου όρους,
ευρέθησαν περισσότερες από 200 βραχοπαραστάσεις!
Ήταν μια τέχνη η βραχοζωγραφική και οι
Σαρακατσάνοι (είμαι σε θέση να το γνωρίζω όπως
ανέφερα) , την ασκούσαν.
Από το 2200 περίπου μέχρι το 1900 π.Χ. ο κύριος
όγκος των Πρωτοελλήνων (Ινδοευρωπαίων) είχε
μετακινηθεί βορειότερα σε δύο κύριους όγκους. Στην
Ήπειρο κύρια όπου ο πολιτισμός που αναδεικνύει η
αρχαιολογική σκαπάνη (γύρω στο 1900π.Χ.) έχει
αποδειχτεί ότι σχετίζεται με τους Χάονες και αποτέλεσε
το σημείο εκκίνησης των μετακινήσεων των Ιώνων. Στη
βορειοδυτική Μακεδονία (Πελαγονία) ο παράλληλος
πολιτισμός (με αυτόν της Ηπείρου) που αναδεικνύει η
αρχαιολογική σκαπάνη (γύρω στο 1900π.Χ.) έχει
αποδειχτεί ότι σχετίζεται με τους Αχαιούς και τους

57

Αιολείς και αποτέλεσε το σημείο εκκίνησης των

μετακινήσεων των δύο αυτών ελληνικών φύλων.

Η έναρξη της ελληνικής ιστορίας γίνεται με

μετακινήσεις φύλων από βορά (όπως είπαμε και

φαίνεται στον χάρτη) και εγκατάσταση στον

γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας, τριών συγγενικών αλλά

διακεκριμένων, και γλωσσολογικά ελληνικών ομάδων ή

φύλων.

Τα φύλα αυτά, που έδρασαν ιστορικά ανταγωνιστικά

μεταξύ τους, φέρεται ότι ήταν κατά σειρά καθόδου οι

Αιολείς, οι Αχαιοί-Ίωνες και οι Δωριείς. Η άποψη αυτή,

που έχει αποτυπωθεί στον αρχαιοελληνικό μύθο του

Έλληνα έχει τις ρίζες της στα αρχαϊκά χρόνια και ήταν

κοινής αποδοχής στην Ελλάδα.

Η "κάθοδος των Δωριέων" από τους σύγχρονους

Ιστορικούς θεωρείται μύθος και ερμηνεύεται με

κοινωνικές μεταβολές που έγιναν εκείνη την εποχή .

Η διατύπωση της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας, που

βασίστηκε σε γλωσσολογικά κριτήρια (κυρίως), και η

επικράτησή της, εδραίωσε την πεποίθηση (λάθος κατ

εμέ) της από βορά καθόδου προς τον γεωγραφικό

ελληνικό χώρο, ελληνικών φύλων ινδοευρωπαϊκής

προέλευσης, τα οποία κατάκτησαν με τα όπλα τους τα

γηγενή, ειρηνικά κατά βάση, Προελληνικά (η

Πρωτοελληνικά) φύλα που βρήκαν στον χώρο αυτό

(Πελασγοί, Άβαντες, Κάρες και Λέλεγες) και τα οποία

είχαν ήδη αναπτύξει τον αιγαιοπελαγίτικο και μινωικό

πολιτισμό.

Αυτές οι μεταβολές αφήνουν ανεπηρέαστους τους

Σαρακατσάνους για λόγους που αναφέραμε και οι

οποίοι , ως φύλο λειτουργούν σαν κιβωτός όπου

φυλάσσονται στοιχεία της Ευρωπαϊκής ρίζας των

Ελλήνων για χιλιετίες.

58

Και αυτό διότι: Η ενασχόληση αυτής της ομάδας, με
την κτηνοτροφία και τον βίο που αυτή συνεπάγεται, ο
μικρός αριθμός πληθυσμού και η φιλήσυχη ζωή του,
που δεν" ενοχλεί "και δεν" ενοχλείται" από κανέναν για
χιλιετίες.
Διότι δεν διεκδικεί εδάφη, δεν επιβουλεύεται χώρες η
πόλεις, αλλα ζητά να κινείται ελεύθερα σε τόπους
κατάλληλους για το καλό της ομάδας και του
επαγγέλματος το οποίο ασκεί.
Αυτός λοιπόν ο τρόπος ζωής και δράσης στις περιοχές
που αναπτύσσονται τους κάνει "ιδιαίτερους" φυλετικά.
Με ρίζα την ελληνική γλώσσα , κοινή των
ελληνικών φύλων, ως κοινό όργανο τα διάφορα
στοιχεία του πληθυσμού των ελληνικών χωρών
σχημάτισαν τον κοινό πολιτισμό που ονομάζεται
Ελληνικός και συγκροτήθηκαν έτσι σε έναν ενιαίο
λαό, σε μιαν εθνότητα, που έδωσε στον εαυτό του
το όνομα των Ελλήνων. Αποφασιστικά στοιχεία του
πολιτισμού αυτού -ιδιαίτερα η ελληνική γλώσσα όπως
είπαμε- τα οποία εξελίσσονται ανά τους αιώνες χωρίς
διακοπή και χωρίς να χάσουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα
τους, εξακολουθούν την ίδια συνδετική και
αφομοιωτική λειτουργία ενσωματώνοντας στον ενιαίο
αυτό λαό μεγάλο μέρος από τα ξένα στοιχεία, με τα
οποία οι περιπέτειες της ιστορίας τον έφεραν κατά
καιρούς σε επαφή. Πολλά οργανωμένα φύλα, αλλα και
στίφη ανοργάνωτα αφού αφομοιώθηκαν με τη σειρά
τους, μετέβαλαν βέβαια κατά κάποιο ποσοστό την
αναλογία των διαφόρων εθνολογικών στοιχείων του
λαού με τον οποίο αφομοιώθηκαν, αλλά δεν μπόρεσαν
να εκτοπίσουν τον Ελληνισμό, που εμφανίζεται από
αιώνες πριν -περισσότερο ως φορέας και ως έκφραση
πολιτισμού, παρά ως αμιγής εθνολογική ομάδα- από

59

τον ηγετικό του ρόλο και που εξακολουθεί να αποτελεί
αντικειμενικά το βασικό στοιχείο ενός πάντα ενιαίου
λαού με πλήρη συνείδηση της ενότητας του. Η
ενδογαμικότητα των Σαρακατσάνων και ο τρόπος
διαβίωσης τους, τους έκανε να έχουν μεγαλύτερες
αντιστάσεις στις ανθρωπολογικές, εθνολογικές,
μεταβολές. Τα ανθρωπολογικά, ανθρωπομετρικά
χαρακτηριστικά των Σαρακατσάνων είναι τα κατά
μέσο όρο Ευρωπαϊκά και όχι μόνο Ελληνικά όπως
θα δούμε. Επειδή δε η εξέλιξη τους είναι αργή για
τους λόγους που προείπαμε και επειδή δεν έχουν
γίνει επιμιξίες με φύλα διαφορετικών φυλών
μπορούμε να βγάλουμε η μάλλον να καταλήξουμε
στο συμπέρασμα ότι οι Σαρακατσάνοι ήταν στην
καρδιά των Ευρωπαϊκών φύλων. Όπως αναφέρει
και ο Πουλιανός.
Η συνέχεια του Ελληνισμού ως λαού φαίνεται με τη
μεγαλύτερη ενάργεια στη ζωντανή ελληνική γλώσσα,
που δεν εμφανίζει στη συνεχή της εξέλιξη καμία
εξωτερική επίδραση στην οργανική της δομή. Τα μόνα
ξένα ίχνη στην ελληνική γλώσσα είναι μερικά
λεξιλογικά δάνεια, συγκεκριμένα ουσιαστικά που
αναφέρονται κυρίως στην ποιμενική ζωή. Σημαντικό
εδώ είναι, ακόμη, το γεγονός ότι η βάση μερικών
νεοελληνικών διαλέκτων δεν είναι η ελληνιστική κοινή,
αλλά κατευθείαν οι αρχαίες διάλεκτοι – η δωρική για τα
τσακώνικα, η ιωνική για τα ποντιακά. Σημαντικός
άλλωστε αριθμός αρχαϊκών στοιχείων βρίσκεται και στις
άλλες νεοελληνικές διαλέκτους.

60

Πελασγοί οι Σαρακατσάνοι;

Πελασγός αρσενικό (στον πληθυντικό: οι Πελασγοί)
(μυθολογία) ο γενάρχης των Πελασγών η εκείνος που
ανήκε στο πρωτοελληνικό ή κατ' άλλους πρωτοελληνικό
φύλο που κατοικούσε στην Ελλάδα ή συσχετίζεται με το
πελός (μελαψός) και Πέλοψ ή με το πέλας
(ο πλησίον, ο άλλος άνθρωπος) και πελάζω - πλάζω, ή
με το περάω και πέρα (ως μεταναστευτικό φύλο).
Ο Θουκυδίδης (Α 2-9), αναφέρει ότι αρχικά και μέχρι
την "κάθοδο" των Δωριέων με τους Ηρακλείδες (έγινε 80
χρόνια μετά από τα Τρωικά) δεν υπήρχαν ούτε μόνιμοι
κάτοικοι στην Ελλάδα ούτε και πόλεις ούτε και σύνορα
και κράτη, επειδή δεν είχε ακόμη επινοηθεί η
γεωργία και η ασφάλεια του στρατού. Υπήρχαν μόνο
διάφορες φυλές, με μεγαλύτερη τους καλούμενους
Πελασγούς, που ζούσαν μεταναστευτικά για εξεύρεση
πηγών διατροφής, ενώ η πολυπληθέστερη ομάδα όπου
πήγαινε έδιωχνε αυτή που έβρισκε μπροστά της, για να
εκμεταλλευτεί αυτή το χώρο με συνέπεια να αναπτυχθεί
ο βαρβαρισμός και η Ελλάδα να γίνει κατοικία
βαρβάρων.
Ο Ησίοδος λέει ότι στην Ήπειρο (στη Δωδώνη και τη
Βελανιδιά) ήταν η έδρα των Πελασγών (= όπου οι
κάτοικοι λέγονταν και Γραικοί, σύμφωνα με τον
Αριστοτέλη), καθώς και ότι η Ελλοπία ήταν πόλη
των Πελασγών, πρβ: «Είναι κάποια Ελλοπία
πολύσπαρτη κι ομορφολίβαδη, πλούσια. Εκεί κάποια
Δωδώνη στην άκρη της είναι χτισμένη πύλη. Αυτήν ο
Δίας αγάπησε και έκανε το μαντείο του …..(λείπει
κείμενο)…. και κατοικούσαν στο βάθος της Βελανιδιάς.
(Ησίοδος Ηοίαι Απόσπασμα 66 = στίχος 240).

61

«Στη Δωδώνη και στη Βελανιδιά, την έδρα των
Πελασγών, πήγε. Κι σ αυτούς που κατοικούσαν στο
βάθος της Βελανιδιάς στο φούσκωμα του
βροχοδερμένου ποταμού» (Ησίοδος, Ηοίαι απόσπασμα
102 = στίχος 319)
(«Της νυν Ελλάδος, πρότερον δε Πελασγίης
καλουμένης»), ( Ηρόδοτος B 54 - 57)
Οι Αιολείς έδωσαν 65 πλοία, οπλισμένοι ως οι Έλληνες
και ονομάζονταν παλιά Πελασγοί, όπως λένε οι Έλληνες
(Ηρόδοτος Θ, 85)
«Οι Ίωνες όσο μεν χρόνον κατοικούσαν την
Πελοπόννησο, τη λεγόμενη σήμερα Αχαία, και πριν
έλθουν στην Πελοπόννησο ο Δαναός και ο Ξούθος,
καθώς λέγουν οι Έλληνες, ονομάζονταν Πελασγοί
Αιγιαλείς, μετονομάστηκαν δε Ίωνες από τον Ίωνα του
Ξούθου (Ηρόδοτος Θ, 85)
«Ο Ιππόθοος οδηγούσε φυλές Πελασγών που ήσαν πολύ
ικανές στο δόρυ και κατοικούσαν στην Λάρισα με την
εύφορη χώρα», Ιλιάδα Β 840), ενώ οι Πελασγοί της
Κρήτης και του Πελασγικού Άργους (Θεσσαλίας) ήσαν
με το μέρος των Αχαιών στον Τρωικό πόλεμο, πρβ:
«Αυτοί που κατοικούσαν στο Πελασγικό Άργος (= η
Θεσσαλία), την Άλο, την Αλόπη, την Τρηχίνα, τη Φθία
και την Ελλάδα, που βγάζει ωραίες γυναίκες, που
έφεραν το όνομα Μυρμιδόνες, Έλληνες και Αχαιοί,
είχαν πενήντα πλοία με αρχηγό τον Αχιλλέα» (Ιλιάδα Β
683 – 688).
Το έτος 3.315 π.Χ. θεωρείται συμβατικά αφετηρία της
Εποχής του Χαλκού (3.315-1.100) για τον ευρύτερο
ελλαδικό χώρο. Οι αυτόχθονες κάτοικοι των οικισμών
της περιόδου αυτής, που μπορούν να ονομασθούν με
το γενικό χαρακτηρισμό Πρωτοέλληνες (ή
Ετεοέλληνες ή Ελληνοπελασγοί), έθεσαν τις βάσεις

62

της κοινής συμβίωσης καθορίζοντας τρόπους
προστασίας των πόλεων, εξασφαλίζοντας για τους
πολίτες θεσμούς συνύπαρξης με ομόνοια και ευνομία
και διευκολύνοντας την ιδιωτική ζωή με τη διδασκαλία
της χρήσης της φωτιάς, της κατεργασίας μετάλλων, της
χρήσης του τόξου καθώς και της υπόδειξης θρεπτικών
ειδών, όπως το μέλι, η σίκαλη, το σιτάρι, το κολοκύθι,
το λάδι, τα σύκα, η αγκινάρα, τα ρεβίθια, τα σταφύλια
(βότρυς) και άλλων τροφίμων.
Η ετυμολογία των ονομάτων αυτών έχει ως εξής:
- ετεός <εσ-τί, είτ-ω, προστ. του ειμί = αληθής,
πραγματικός, γνήσιος, εξ ου ετάζω > εξετάζω
- πελασγός (<πέλας + άγω = πελάζω = πλησιάζω, διότι
πέλας = πλησίον, άρα πελασγός=ο πλησίον λαός, οι
γείτονες.
Με τους όρους αυτούς καλύπτεται ένα σύνολο λαών,
της Λευκής Φυλής, πιθανόν της Χαμιτικής ή
Μεσογειακής Ομοφυλίας, στην οποία ανήκαν επίσης οι
Αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι Ίβηρες, οι Ετρούσκοι της Ιταλίας,
οι Φοίνικες στην περιοχή της σημερινής Παλαιστίνης
και οι Λίβυοι. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα
κατοικούσαν:
Πελασγοί (ετυμολογία όπως αναφέραμε πιο πάνω): Στη
Θεσσαλία, Ήπειρο, Αττική, Χαλκιδική, Λήμνο
Λέλεγες (<λέλεξ <λάσκω, παρκμ. λέλακα ή λέληκα =
κράζω, διότι είχαν βροντώδη φωνή): Στη Λοκρίδα,
Μεσσηνία, Τριφυλία, Λακωνία, Βοιωτία, Εύβοια,
Ακαρνανία, Θεσσαλία, Λευκάδα, Κυκλάδες και Ιωνία
(πόλεις Έφεσος, Πήδασος Πισιδίας).
Κάρες (<Κάρ <εκ του κε-καρ-μένη (μετοχή πρκμ. του
κείρω) την κεφαλή έχοντες): Ιωνία, Κρήτη, Οδησσός
(πόλεις Κνωσός, Αλικαρνασσός, Λυρνησσός, Τυλισσός)

63

Δρύοπες (<δρυς = βελανιδιά + όψη = έχοντες
εμφάνιση βελανιδιάς = καταγόμενοι από περιοχές με
βελανιδιές): Αρχικά στη Φθιώτιδα, όρος Οίτη,
αργότερα Κύμη, Στύρα, Κάρυστος, Κύθνος, Ερμιόνη,
Κύπρος.
Κουρήτες ή Ετεοκρήτες: Στην Φρυγία, Κρήτη, Εύβοια,
Αιτωλοακαρνανία (Κουρήτες = επιμελητές <κουρέω =
φροντίζω <Fουρέω <οράω, ορέω, ουρέω = βλέπω,
εποπτεύω, το «ετεός=γνήσιος» ετυμολογείται όπως
προαναφέρεται)
Καύκωνες (<καύκη, καυκί = κρανίο, όστρακο, από το
καύσις+κάρα = κεφάλι): Στη Μεσσηνία
Τέμμικες: Στη Λαυρεωτική, Σούνιο, Βοιωτία
Ύαντες (<ύω=βρέχω >Υάδες): Στη Θήβα, Φωκίδα (πόλη
Υάμπολις)
Τελχίνες: Στην Κρήτη, Κύπρο, Ρόδο (πόλεις Κάμειρος,
Ιαλυσός, Λίνδος)
Τηλεβόες γνωστοί και ως Ταφίοι (<τηλε <τέλος + βοώ =
κραυγάζοντας από μακριά): Στην Κεφαλληνία,
Εχινάδες, και αργότερα Κάπρι, Καμπανία Ιταλίας
Έφυροι (<φέρω, φορά >έφερα): Στην Ηλεία, Θεσπρωτία
(πόλη Εφύρα).
Στο βιβλίο του ο N.G.L. HAMMOND, CBE, DSO, FB
Ομ. καθηγητής Ελληνικών του Bristol και επίτιμος
εταίρος του Clare College, Cambridge. « ΤΟ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ»
γράφει:
… Στις ορεινές περιοχές ανάμεσα στους Θεσσαλούς και
τους Μακεδόνες, κατοικούσαν δύο φυλετικές ομάδες.
Οι Μάγνητες ..όπου ο Ησίοδος αναφέρει ότι προγονός
τους, ήταν ο Μάγνης αδελφός του Μακεδόνα….
μιλούσαν την ίδια Ελληνική Αιολική διάλεκτο και ήταν
κατά βάση βοσκοί. Ζούσαν σε χωριά και συνοικισμούς

64

και ήταν οργανωμένοι σε μικρές ομάδες, οι οποίες
(Προσέξτε εδώ το τι συνέβαινε στην περιοχή που
δικαιολογεί την προέλευση του ονόματος των
Σαρακατσάνων που αναφέρω) έπαιρναν το όνομα
τους ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της περιοχής
για παράδειγμα, οι Οξωναίοι (άνθρωποι της οξιάς) και
οι Κροκαίοι (άνθρωποι του κρόκου δηλ. ζαφοράς)
Η δεύτερη ομάδα, οι Περραιβοί κατοικούσαν στην
λεκάνη απορροής του Τιταρήσιου…. Ήταν
διαχειμάζοντες ποιμένες (όπως και αλλού
αναφέρουμε) και το καλοκαίρι μετέφεραν τα
κοπάδια τους στους βοσκότοπους της βόρειας
Πίνδου, , όπου συναντούσαν ένα παρακλάδι της
φυλής τους, το οποίο ονόμαζαν απόδημους
Περραιβούς.
Όπως βλέπετε λοιπόν πολλά τα παρακλάδια των
αυτοχθόνων με κοινές ρίζες και γλωσσικά στοιχεία και
πολλές φορές δημιουργούσαν, ομάδες φύλων,
συγγενικών μεταξύ τους, ανάλογα με τις ανάγκες της
κάθε ομάδας.
Κάπου εδώ προκύπτει και η ομάδα των
Σαρακατσαναίων που παίρνει το όνομα από τα
χαρακτηριστικά της περιοχής που ζουν τις σάρες και τα
κάσια δηλαδή Σαρα-κασια-ναίοι  Σαρακατσαναίοι.
Παρατηρώντας τα φύλα λοιπόν και απορρίπτοντας
άσχετα λόγω εμφάνισης , λόγω τόπου διαβίωσης , λόγω
άσκησης επαγγέλματος κ.α μπορούμε να καταλήξουμε
σε κάποια αρχαία φύλα τα οποία θα μπορούσαν να
είναι:
Πελασγοί (ετυμολογία όπως αναφέραμε πιο πάνω): Οι
οποίοι κατοίκισαν στη Θεσσαλία, Ήπειρο,
Κουρήτες: ή Ετεοκρήτες: Στην Φρυγία, Κρήτη,
Εύβοια, Αιτωλοακαρνανία

65

Δρύοπες: (<δρυς = βελανιδιά + όψη = έχοντες
εμφάνιση βελανιδιάς = καταγόμενοι από περιοχές με
βελανιδιές): Αρχικά στη Φθιώτιδα

Μάγνητες: οι οποίοι μιλούσαν την ίδια Ελληνική
Αιολική διάλεκτο και ήταν κατά βάση βοσκοί. Κυρίως
όμως κατοικούσαν στην περιοχή του Πηλίου και της
Όσσας, στην ανατολική Θεσσαλία
Περραιβοί: κατοικούσαν στην λεκάνη απορροής του
Τιταρήσιου11, και στην κακοχείμωνη Δωδώνη12 και
πότιζαν τους αγρούς τους από τον Τιταρήσιο13, τα
καθαρά νερά του οποίου «αρνούνταν» να σμίξουν με τα
θολά νερά του Πηνειού και «επέπλεαν», όπως το λάδι,
στην επιφάνεια του ποταμού14. Στην Ιλιάδα, επίσης, ο
Αχιλλέας επικαλείται στην προσευχή του τον Δία ως

11 Η Περραιβική Τρίπολη απλωνότανε στην κλειστή λοφώδη λεκάνη Βόρεια
της Ελασσόνας. Τα όρια της ήταν ο ποταμός Τιταρήσιος στο Νότο και τα όρη
Αμάρμπεης, Καμβούνια και Όλυμπος στον Βορρά.
12 Για τη θεσσαλική Δωδώνη
13 Ο Τιταρήσιος αποτελεί σημαντικό παραπόταμο εβδομήντα χιλιομέτρων
του Πηνειού ποταμού. Πηγάζει από τις δυτικές κλιτύες του Ολύμπου,
κατευθύνεται δυτικά, νοτιοδυτικά και συμβάλλει με τον Πηνειό.
14 Όμηρος (αρχαίες πηγές). Ιλιάς. Ραψ. Β΄, στιχ. 738-55: «Οἳ δ᾽ Ἄργισσαν ἔχον
καὶ Γυρτώνην ἐνέμοντο,/ Ὄρθην Ἠλώνην τε πόλιν τ᾽ Ὀλοοσσόνα λευκήν, /
τῶν αὖθ᾽ ἡγεμόνευε μενεπτόλεμος Πολυποίτης / υἱὸς Πειριθόοιο τὸν
ἀθάνατος τέκετο Ζεύς·/ τόν ῥ᾽ ὑπὸ Πειριθόῳ τέκετο κλυτὸς Ἱπποδάμεια /
ἤματι τῷ ὅτε Φῆρας ἐτίσατο λαχνήεντας, / τοὺς δ᾽ ἐκ Πηλίου ὦσε καὶ
Αἰθίκεσσι πέλασσεν· / οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε Λεοντεὺς ὄζος Ἄρηος / υἱὸς
ὑπερθύμοιο Κορώνου Καινεΐδαο·/ τοῖς δ᾽ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες
ἕποντο. / Γουνεὺς δ᾽ ἐκ Κύφου ἦγε δύω καὶ εἴκοσι νῆας·/ τῷ δ᾽ Ἐνιῆνες
ἕποντο μενεπτόλεμοί τε Περαιβοὶ / οἳ περὶ Δωδώνην δυσχείμερον οἰκί᾽
ἔθεντο / οἵ τ᾽ ἀμφ᾽ ἱμερτὸν Τιταρησσὸν ἔργα νέμοντο / ὅς ῥ᾽ ἐς Πηνειὸν
προΐει καλλίρροον ὕδωρ, / οὐδ᾽ ὅ γε Πηνειῷ συμμίσγεται ἀργυροδίνῃ, /
ἀλλά τέ μιν καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ᾽ ἔλαιον / ὅρκου γὰρ δεινοῦ Στυγὸς
ὕδατός ἐστιν ἀπορρώξ».

66

Πελασγικό που κατοικεί στην κακοχείμωνη Δωδώνη,
όπου τριγύρω ζουν οι προφήτες του, οι Σελλοί15

Έχουν χαρακτηριστικά που προσομοιάζουν με τους
Σαρακατσάνους (είναι Πελασγικό φύλο είναι νομάδες
κτηνοτρόφοι με χειμαδιά στον κάμπο και καλοκαίρι
στα βουνά) Είναι όμως ένα κομμάτι των Πελασγών από
τους οποίους αποσπάσθηκαν και είναι φυσικό από την
περιοχή στην οποία δραστηριοποιούνται (Περραίβια)
της Θεσσαλίας να αντλούν και το όνομα τους, αλλα το
ότι έχουν Βασίλειο και ζουν σε πόλεις είναι το μόνο
στοιχείο που με κάνει να μην αναφωνήσω "αυτοί είναι
οι Σαρακατσάνοι"!.. Δεν Ξέρω ποια είναι τα "ξενιτεμένα
αδέρφια τους που συναντούν τα καλοκαίρια στην Πίνδο
(λέτε);.
Οι Περραιβοί κάποτε κατοικούσαν μια πιο εκτεταμένη
περιοχή που περιελάμβανε μέρος του Θεσσαλικού

15 Όμηρος (αρχαίες πηγές). Ιλιάς. Ραψ. Π΄, στιχ 233-5: «Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε
Πελασγικὲ τηλόθι ναίων/ Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ/
σοὶ ναίουσ᾽ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι». Ο Ησύχιος (5ος αι. μ.Χ.) στο
Λεξικό του ορίζει τους Σελλούς ως έθνος στη Δωδώνη ή γενικά τους φτωχούς
[βλ. Ησύχιος, επιμ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, (2004). Λεξικόν]. Ο
λεξικογράφος Σουίδας (10ος αι. μ.Χ.), παραπέμπτοντας στον Όμηρο,
αναφέρει τους Σελλούς ως έθνος [βλ. Σουίδας, μτφρ. Bekerri (1854). Λεξικό,
σ. 943]. Αν υποθέταμε πως η πρώην ονομασία «Σέλος» της σημερινής
κοινότητας του Πυθίου (η «κοινότητα Σέλου» το 1928 μετονομάσθηκε σε
«κοινότητα Πυθίου», όπως και ο ομώνυμος συνοικισμός «Σέλος»
μετονομάσθηκε σε «Πύθιο» [ΦΕΚ Α, 156/1928, σ. 1229, βλ. Αναζήτηση
Φύλλων Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (διαδικτυακές πηγές), στο Εθνικό
Τυπογραφείο], οι αρχαιολογικοί χώροι της οποίας έχουν ταυτισθεί με τη
θέση της αρχαίας πόλης του Πυθίου της περραιβικής Τρίπολης, σχετίζεται με
τους ομηρικούς Σελλούς ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ίδια την προφορική
παράδοση η οποία σ’ αυτήν την περίπτωση απέρριψε τη μεταγενέστερη,
θεωρητικά, ονομασία του Πυθίου και διέσωσε εκείνη των Σελλών, για τους
οποίους η έρευνα δεν έφερε στο φως γραπτές μαρτυρίες που να
τεκμηριώνουν οποιοδήποτε συσχετισμό.

67

κάμπου και έφτανε μέχρι την εκβολή του Πηνειού στο
Αιγαίο μέχρι που ήρθαν οι «Λάπιθες» και ώθησαν
κάποιους Περραιβούς προς τους πρόποδες του
Ολύμπου, άλλους προς την Πίνδο (λέτε να είναι οι
απόδημοι Περραιβοί της Πίνδου;) και τέλος με
κάποιους άλλους Περραιβούς επιμείχθηκαν.

Η ταπεινή μου άποψη είναι ότι οι "Σαρακατσάνοι" της
εποχής είναι ένα πρωτοελληνικό φύλο το οποίο
εντάσσεται στους Πελασγούς με στοιχεία θεσσαλικά
(Περραίβια, γλώσσα), Δωρικά και Αιολικά.
Το μεγάλο λάθος που κάνει, ένας σημαντικός για την
ιστορία, και την μελέτη της ζωής, των Σαρακατσάνων ο
Carsten Hoeg είναι ότι τους χαρακτηρίζει φυλή και την
λαλιά τους διάλεκτο (κάτι το οποίο απορρίπτουν οι Α.
Πουλιανός , Δ. Μαυρόγγιαννης κ.α). Διορθώνει αυτό το
λάθος του με την παραδοχή ότι η Σαρακατσάνικη
«γλώσσα» είναι αμιγής από εξωτερικά δάνεια και είναι
γνήσια Ελληνική. Μια προσφορά Ιστορική και
Εθνολογική στην ταυτότητα των Σαρακατσάνων.
«Το Ελληνικό έθνος αφότου φάνηκε, την ίδια πάντα
γλώσσα μιλά - αυτό είναι η πεποίθησή μου, αφότου
όμως ξέκοψε από το Πελασγικό, αδύνατο τότε και στην
αρχή και μικρό, αυξήθηκε ύστερα και πλήθαινε σε
έθνη, καθώς προσχώρησαν σ’ αυτό κυρίως οι Πελασγοί,
αλλά και πάρα πολλά άλλα βαρβαρικά φύλα. Τέλος
είμαι της γνώμης ότι το Πελασγικό έθνος πρωτύτερα και
εφόσον ήταν βαρβαρικό ποτέ δε γνώρισε μεγάλη
δύναμη» (Ηρόδοτος Α, 57- 58)
Συνεπώς παρατηρώντας τα φύλα τα οποία κατοικούσαν
στην Ελλάδα αυτή τη εποχή, η μόνη κατάταξη που
μπορεί να γίνει για τους Σαρακατσάνους είναι οι
Πελασγοί κατοικούντες στην Περραίβια και Πίνδο.

68

Αργότερα ερχόμενοι σε επαφή με Αιολείς και Δωριείς
παίρνουν τα στοιχεία εκείνα που χρειάζονται για να
μπορούν να ζήσουν μαζί τους και πιθανός να
επηρέασαν σε κάποιο βαθμό την γλώσσα και τον τρόπο
ζωής τους. Οι όποιες αλλαγές όμως είναι μικρές και δεν
αλλάζουν όμως την Πελασγική Ελληνική καταγωγή
τους στην οποία ήδη υφίστανται Θεσσαλικά με την
ευρύτερη έννοια της περιοχής στοιχεία. Με αυτά τα
φύλα μετέπειτα θα ενσωματωθούν και θα αποτελέσουν
το Ελληνικό έθνος, κρατώντας όμως τα αρχαιοελληνικά
τους στοιχεία οι Σαρακατσάνοι, λόγο της
ενδογαμικότητας και της κλειστής στα βουνά
κοινωνίας..

Η Δωρικότητα των Σαρακατσάνων κατά τον Δ.
ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗ

Οι Σαρακατσάνοι νομάδες σκορπισμένοι σε ολόκληρη
την Ελλάδα, στις Βαλκανικές χώρες και παλαιοτέρα
στην Τουρκία ( το αναφέρουμε στο πρώτο βιβλίο "ΟΙ
ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΕΣ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ"), ομιλούν αμιγή
ελληνική γλώσσα που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως
πελασγικό ιδίωμα με στοιχεία δωρικά αλλα και
πρωτόγλωσσων της εποχής, έχουν ελληνική συνείδηση,
είναι εξ ολοκλήρου ορθόδοξοι χριστιανοί αργότερα και
υπήρξαν δεξαμενή αρματολών στους αγώνες του
1821….
Στις διαφορές με τους βλάχους και στους βλαχόφωνους
…τα βαφτιστικά χαρακτηρίζονται από μια πολύ πρώιμη
χρήση -17αιων - ονομάτων της κλασσικής εποχής,
στους δε Σαρακατσάνους κύρια και βαφτιστικά
παρατηρούνται και υπάρχουν σε ολόκληρη την
Ελλάδα….

69

Σημειώνοντας ότι οι Σαρακατσάνοι σε
οποιοδήποτε "κράτος" και αν βρέθηκαν δεν
άλλαξαν τα κύρια και τα βαφτιστικά τους ονόματα
στην πορεία των χρόνων
Όπως αναφέραμε το 2.000 π.Χ. στα ελληνικά εδάφη,
όπου κατοικούσαν οι Πρωτοέλληνες (Πελασγοί) και
Ετεοκρήτες, άρχισαν να εισέρχονται οι: Αχαιοί στην
Πελοπόννησο, Κρήτη και Ρόδο, Αιολείς στη Θεσσαλία,
Βοιωτία, Λέσβο και στα απέναντι μέρη της Μ. Ασίας,
Ίωνες στην Αττική, Μεγαρίδα, Κορινθία, Εύβοια και
Κυκλάδες, Δωριείς στη Δυτική Μακεδονία, ανατολική
Ήπειρο, Ευρυτανία, Αιτωλοακαρνανία και Φωκίδα. Η
εγκατάσταση αυτή έγινε στα πλαίσια της γενικότερης
μετακίνησης ομόφυλων λαών
Η συμβατικά χαρακτηριζόμενη «Προελληνική», είναι η
γλώσσα ή οι γλώσσες που μιλούσαν οι κάτοικοι της
χώρας που κατακτήθηκε από τους "ινδοευρωπαίους" η
κατά την άποψη μου, επαναπατρισθέντες Έλληνες.
Πολλοί αρχαίοι έλληνες συγγραφείς, ιστορικοί , ποιητές
είχαν ονομάσει αυτούς τους λαούς που κατακτήθηκαν,
με διάφορα ονόματα, όπως Πελασγούς, Λέλεγες, Κάρες
και άλλα σύμφωνα με την προηγούμενη κατάταξη.
Ανεξάρτητα από τα ονόματα τους, οι ομάδες αυτές των
"ντόπιων" είχαν δημιουργήσει ένα πολιτισμό,
υψηλότερο των Ελλήνων που τους υπέταξαν. Και
φαίνεται πως ενσωμάτωσαν στο λεξιλόγιο τους πολλές
λέξεις των δούλων τους. Πολλές από αυτές είναι
επαγγελματική ορολογία, περιβάλλον (χλωρίδα πανίδα)
και λέξεις που έχουν να κάνουν με την παράλια η
ορεινή περιοχή των "κατακτημένων"
Έτσι θεωρώ ότι οι Πρωτοέλληνες Πελασγοί
"Σαρακατσάνοι" με επίδραση Δωρική, Αιολική,

70

Θεσσαλική (Περραιβική), και όχι μόνο γλωσσικά
διαμορφώνουν νέο τύπο ως Έλληνες πια.
Να επαναλάβω, Πελασγοί (αυτόχθονο φύλο στην
περιοχή της νότιας Πίνδου όπου ανέβηκαν
"πιεσθέντες" πιθανόν από την Περραίβια) ήταν για
μένα αρχικά οι Σαρακατσάνοι.
Ομάδα Πρωτοελλήνων οι οποίοι ήρθαν σε επαφή
κάποια στιγμή με ντόπιους, με Δωριείς και άλλα
κατιόντα (επαναπατριζόμενα) ελληνικά φύλα σε πολύ
μικρό βαθμό, τα οποία έφτασαν στην περιοχή και από
τα οποία πήραν διάφορα στοιχεία και κύρια στοιχεία
γλώσσας. Αλλα θεωρώ ότι πήραν και στοιχεία
κτηνοτροφίας την οποία κυρίως και μοναδικά
ασκούσαν. Έτσι μπορεί να αναφέρονται και ως Δωριείς,
αλλα με την έννοια που αποδίδουν στους
κατακτηθέντες από τους Δωριείς ορεσίβιους
πληθυσμούς. Καθώς ήταν μεν ομιλούντες, με κορμό
την Δυτική αρχαία διάλεκτο, αλλα πήραν όπως
διαπιστώνεται και δάνεια απο την Δωρική και από
θεσσαλικές και αιολικές προσθήκες. Δημιούργησαν έτσι
ένα Πρωτοελληνικό (Πρωτοελληνική ή προϊστορική κοινή ή
προδιαλεκτική ονομάζεται συμβατικά η αρχαιότερη μορφή της
ελληνικής γλώσσας μετά τη διαφοροποίησή της από την
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή και πριν τη διαίρεσή της στις μετέπειτα
ελληνικές διαλέκτους (Μυκηναϊκή, Δωρική, Αττική-Ιωνική,
Αρκαδοκυπριακή, Αιολική κλπ.), ιδίωμα την
Σαρακατσάνικη λαλιά (προσοχή όχι γλώσσα, γιατί η
γλώσσα ήταν Ελληνική πάντα), προσαρμοσμένη στις
ανάγκες της ζωής τους και η οποία παρέμεινε στους
αιώνες αναλλοίωτη. Με όλα τα ανθρωπομετρικά
χαρακτηριστικά τα οποία έχουν και στο διάβα του
χρόνου, τα διατηρούν αμετάβλητα εν πολλοίς,
πιστοποιούν ακριβώς την ίδια Πρωτοελληνική ρίζα.

71

Οι Πρωτοέλληνες Γραικοί

Από το 2.000 π.Χ. στα ελληνικά εδάφη, όπου

κατοικούσαν οι Πρωτοέλληνες (Πελασγοί) και

Ετεοκρήτες, άρχισαν να εισέρχονται να μετακινούνται

και να αναδύονται νέοι πρωτοελληνικοί ινδοευρωπαϊκοί

πληθυσμοί: Αχαιοί στην Πελοπόννησο, Κρήτη και Ρόδο,

Αιολείς στη Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβο και στα απέναντι

μέρη της Μ. Ασίας, Ίωνες στην Αττική, Μεγαρίδα,

Κορινθία, Εύβοια και Κυκλάδες, Δωριείς στη Δυτική

Μακεδονία, ανατολική Ήπειρο, Ευρυτανία,

Αιτωλοακαρνανία και Φωκίδα. Η εγκατάσταση αυτή έγινε

στα πλαίσια της γενικότερης μετακίνησης ομόφυλων

λαών
Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, ιστορικοί, και ποιητές

θεωρούσαν την ονομασία 'Γραικοί' ως ταυτόσημη με

τους 'Έλληνες', δηλαδή ο ίδιος λαός που άλλαξε όνομα,

πολυμερισμένος σε μικρότερα γενεαλογικά Ελληνικά

φύλα-έθνη με κοινά πολιτισμικά, γλωσσικά και εθιμικά

στοιχεία. Τόσο οι Σελλοί όσο και οι Γραικοί ήταν

προκατακλυσμιαία Πρωτοελληνικά φύλα.

Σύμφωνα με τον μύθο, ο πρώτος γιος του Δευκαλίωνα,

ο Έλληνας, τους μετονόμασε απο 'Γραικούς' σε

'Έλληνες', οι οποίοι στην συνέχεια, επιμερίστηκαν σε

γενεαλογικά φύλα, από τα παιδία του Έλληνα: Δώρο,

Ξούδο, Αίολο.

Ο Αριστοτέλης, αναφερόμενος στον κατακλυσμό του

Δευκαλίωνα16, αναφέρει στα Μετεωρολογικά του, τα

εξής:

16 Ο μύθος του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα ήταν διαδεδομένος σε όλη την
Ελλάδα με διάφορες τοπικές παραλλαγές που σηματοδοτούν και την
ιστορική πορεία των ελληνικών φύλων προς τους χώρους της οριστικής
εγκατάστασης τους: Ήπειρος, Θεσσαλία, Λοκρίδα, Φωκίδα, Αττική, Αρκαδία.
Στον «Τιμαίο» του Πλάτωνα (κεφάλαιο 22 και 23) γίνεται αναφορά όχι μόνο

72

"Γιατί αυτός ο κατακλυσμός κατεξοχήν έγινε στον
Ελληνικό τόπο και μάλιστα εκεί που βρισκόταν η Ελλάδα
η αρχαία. Αυτή είναι η περιοχή που βρίσκεται από την
Δωδώνη μέχρι τον Αχελώο. Αυτός σε πολλά σημεία
μεταβάλλει την κοίτη του. Εδώ λοιπόν κατοικούσαν οι
Σελλοί και αυτοί που τότε ονομάζονταν Γραικοί και τώρα
Έλληνες"

στον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, αλλά και σε άλλους παλαιότερους
κατακλυσμούς.
Ο Δευκαλίων ήταν γιός του Προμηθέα και της Πανδώρας, της πρώτης
γυναίκας που πλάστηκε από τους θεούς, και πήρε για γυναίκα του την
Πύρρα, την κόρη της Πανδώρας που απέκτησε με τον Επιμηθέα. Την εποχή
εκείνη ζούσε στη Γή η γενεά του χαλκού γένους, το οποίο είχε γίνει τόσο
κακιά που ο Δίας είχε αποφάσισε να την εξολοθρεύσει με έναν κατακλυσμό.
Ο Προμηθέας ειδοποίησα έγκαιρα τον γιό του, τον Δευκαλίωνα, να
κατασκευάσει ένα πλεούμενο για να σωθεί.
Ο Δευκαλίων και η Πύρρα απόκτησαν τα δικά τους παιδιά: τον Έλληνα, τον
Αμφικτύονα, την Πρωτογένεια, την Θυία και την Πανδώρα, που πήρε το
όνομα της γιαγιάς της.
Για τον πρωτότοκο γιό τους, τον Έλληνα, τον γενάρχη των Ελλήνων, είπαν
πως στην πραγματικότητα δεν ήταν γιος του Δευκαλίωνα αλλά του ίδιου του
Δία. Για τον Αμφικτύονα είπαν πως κυβέρνησε την Αθήνα μετά τον Κραναό.
Για την Πρωτογένεια, πως ενώθηκε με τον Δία και απέκτησε τον Αέθλιο. Για
τη Θυία πως έκανε, πάλι με το σπέρμα του Δία, τον Μάγνητα (γενάρχης των
Μαγνήτων) και τον Μακεδόνα. (γενάρχης των Μακεδόνων) Για την
Πανδώρα, πως ενώθηκε κι αυτή με τον Δία και έφερε στον κόσμο τον Γραικό
(γενάρχης των Γραικών).
Από το Έλληνα και την Ορθυίδα γεννήθηκαν ο Ξούθος, ο Δώρος (γενάρχης
των Δωριέων) και ο Αίολος (γενάρχης των Αιολέων).
Ο Ξούθος με την σύζυγό του Κρέουσα, την κόρη του Κραναού, απέκτησαν
τον Αχαιό (γενάρχη των Αχαιών) και τον Ίωνα (γενάρχη των Ιώνων)

73

Μισή σχεδόν χιλιετία πριν από τον Αριστοτέλη, ο
Όμηρος, κάνει λόγο για Πελασγούς, Δωδωναίους και
Σελλούς στην ίδια περιοχή της Δωδώνης, χωρίς να
αναφέρει κάτι σχετικό για τους Γραικούς, ούτε για τους
Ηπειρώτες.
Φαίνεται λοιπόν εξ αυτού ότι στην Ομηρική Εποχή οι
Γραικοί ή είχαν αφομοιωθεί με τα άλλα Ηπειρωτικά
φύλα ή συμπεριλαμβάνονται στην πολύ ευρύτερη
φυλετικά έννοια των Πελασγών, διότι οι Γραικοί όντως
άνηκαν στην επιμέρους φυλετική υποδιαίρεση του
Πελασγικού γένους.
Φυσικά ο κατακλυσμός επέφερε γεωλογικές
ανακατατάξεις και αλλαγές στο φυσικό περιβάλλον. Ο
πολιτισμός των Πρωτοελληνικών φύλων εξαφανίστηκε
σχεδόν ολοσχερώς, όπως συνέβη και με τον πολιτισμό
των Αιγαίων. Το καινούργιο γένος συνέχισε την ιστορική
πορεία και άρχισε ξανά την εξελικτική του διαδρομή.
Για την πρώτη φάση (Πρωτοελληνική)17 περί το 1600
π.Χ., οι γνώσεις μας για την ελληνική γλώσσα
βασίζονται σε τεχνικές επανασύνθεσης που προκύπτουν

17 Πρωτοελληνική

Πρωτοελληνική ή προϊστορική κοινή ή προδιαλεκτική ονομάζεται συμβατικά
η αρχαιότερη μορφή της ελληνικής γλώσσας μετά τη διαφοροποίησή της
από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή και πριν τη διαίρεσή της στις μετέπειτα
ελληνικές διαλέκτους (Μυκηναϊκή, Δωρική, Αττική-Ιωνική, Αρκαδοκυπριακή,
Αιολική κλπ.). Χρονικά τοποθετείται μεταξύ του 30ου και του 16ου π.Χ.
αιώνα περίπου.[1] Δεν υπάρχουν καθόλου γραπτά μνημεία της και οι
γνώσεις μας γι’ αυτή βασίζονται σε υποθέσεις γλωσσολόγων με τις
μεθόδους της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας. Η επανασύνθεση της
πρωτοελληνικής στηρίζεται στις ομοιότητες και τις διαφορές των αρχαίων
ελληνικών διαλέκτων μεταξύ τους, με τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες,
και με την (επίσης υποθετικά ανασυντεθειμένη) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ΠΙΕ).
Πολύτιμη βοήθεια για την επανασύνθεση και τη χρονολόγηση της
πρωτοελληνικής προσέφερε η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β, η οποία
μας έδωσε μια εικόνα της Αρχαίας Ελληνικής, 500 χρόνια αρχαιότερα απ' ότι
ως τότε γνωρίζαμε.

74

από τη συγκριτική γλωσσολογία. Η Πρωτοελληνική είχε
επτά πτώσεις . Είχε τρεις φωνές (ενεργητική, παθητική,
μέση) και τρεις αριθμούς (ενικός, δυϊκός, πληθυντικός).
Σημαντικό χαρακτηριστικό της (που διατηρήθηκε
σχεδόν μέχρι τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια) ήταν ο
μουσικός τόνος. Ο τόνος στα αρχαία ελληνικά δεν
αντιστοιχούσε σε αύξηση της έντασης της φωνής αλλά
σε αύξηση του τονικού ύψους.
Στην αμέσως επόμενη φάση (μυκηναϊκή ελληνική), η
οποία μαρτυρείται από τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄
και από ορισμένους στίχους των Ομηρικών επών,
παρατηρούμε εξίσου πολλούς αρχαϊσμούς
Ξαναεπιστρέφοντας λοιπόν στην γλωσσολογία, ο
Vladimir Georgiev παρατήρησε ότι τα λεγόμενα
«προελληνικά» τοπωνύμια γίνονται ολοένα και λιγότερα
όταν κινούμαστε προς τα βόρεια και τα δυτικά της
ελλαδικής χερσονήσου και εξαφανίζονται τελείως στην
Ήπειρο όπου υπάρχουν μόνον ελληνικά:
Αυτό ώθησε τον Vladimir Georgiev στο συμπέρασμα ότι
ο βορειοδυτικός ελλαδικός χώρος ήταν η κατοικία των
πρωτο-ελλήνων λίγο πριν διαχυθούν στην κυρίως
ελλαδική χερσόνησο και πολύ βορειότερα κατά τον
Πουλιανό
Εδώ λοιπόν κατά την άποψη μου και πολλών
άλλων, μέσα σε αυτά τα αρχαιοελληνικά φύλα
ήταν και οι Πρωτο- Έλληνες Σαρακατσάνοι.
Στον Πρόλογο (Preface) του Language and National
Identity in Greece, 1766-1976 (σλδ x) ο Peter
MackRidge γράφει:
Η ελληνική εθνική ταυτότητα έχει καθοριστεί κυρίως
από δύο κριτήρια που έχουν γίνει για να διακρίνουν
τους Έλληνες από τους μη Έλληνες. Το πρώτο είναι η
προσχώρηση στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Το δεύτερο

75

είναι η κατοχή της ελληνικής γλώσσας. Ενώ υπάρχουν
άλλοι λαοί στον κόσμο που είναι κατά κύριο και μόνα
λόγο Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Οι Σαρακατσάνοι αποτελούν την ρίζα των Ελλήνων και
της ταυτότητας των και για τους δύο αυτούς λόγους,
Θρησκεία και γλώσσα.
Η ελληνική γλώσσα διακρίνεται ξεκάθαρα από όλες τις
άλλες γλώσσες του κόσμου από το αλφάβητο, το
λεξιλόγιό της και τη γραμματική της. Η γλώσσα των
Σαρακατσάνων ακολουθεί τους κανόνες των
Πρωτοελληνικών γλωσσών και μέσα από της φάσεις της
ιστορίας φτάνει σχεδόν ανέπαφη μέχρι την ένταξη πια
των Σαρακατσάνων σε τοπικές κοινωνικές (αστικές)
δομές, αλλα και αλλαγής του τρόπου διαβίωσης.
Παρατηρώντας κάποιες λέξεις από το λεξικό του Ν.
Κατσαρού (πιο κάτω) θα δούμε πάρα πολλές λέξεις
Ομηρικές η Βυζαντινές που χρησιμοποιούνται από
τους Σαρακατσάνους ακόμα και σήμερα. Είπα και στο
προηγούμενο βιβλίο αν διαβάσει κανείς το λεξικό
Σουίδα θα δει ότι οι Σαρακατσάνοι στο Βυζάντιο,
κυρίως σε αγροτικές περιοχές δεν θα είχαν κανένα
πρόβλημα συνεννόησης. Ας δούμε κάποιες

ενδεικτικές λέξεις από το βιβλίο του Ν. Κατσαρού.
"Αρχαιοελληνικές Ρίζες του Σαρακατσάνικου Λόγου".

Βαβά και βαύω» = η γιαγιά, η γριά, η μητέρα των

76

γονέων μου.
«Βαύω» λεγόταν κατά τον Όμηρο η τροφός της θεάς Δήμητρας.
Δεματσούλα»= μικρό δεμάτι θάμνων (πουρνάρια, κέδρα, παλιούρια)
χρησιμοποιούμενο για την κατασκευή, το κλείσιμο, το φράξιμο των ποιμενικών
εγκαταστάσεων. Με αυτά έφτιαχναν τα πρόχειρα μανδριά.
Από το ομηρικό «δέμω» = κτίζω, οικοδομώ, από το οποίο παράγεται το «δεμάτων»,
υποκοριστικών του «δέμα -τος» = μικρόν δέμα.
«Ήγκαιρο» ή «ήγκυρο» =γάλα, το γάλα των πρώτων ημερών της προβατίνας που
γέννησε, το πρωτόγαλα, η κολιάστρα. Από τη λέξη «έγκαιρος» = ο γινόμενος
εγκαίρως, ο λαμ¬βανόμενος στον πρέποντα, το δέοντα καιρό, που προήλθε από την
ομηρική λέξη «καίριος -η -ον» = επίκαιρος, ο εις αρμόδιον τόπον λεγόμενος ( Δ,
485. θ, 84. 326. Λ, 439).
«Κοπάδι» = το ποίμνιον από πρόβατα ή γίδια ή βόδια.
από το ομηρικό «κόπτω», διότι κόπτονται για τροφή των ανθρώπων (Αδ. Κοραής ΔΙ
σελ. 242). Στους Βυζαντινούς το «κοπάδι» λεγόταν «κόπαιον».
Κατά τον Ν. Ανδρ. - 164 το «κοπάδιον» είναι υποκορι¬στικό της αρχαίας λέξης
«κοπή» = τομή, σφαγή.
«Παγούρι» = μικρό μεταλλικό δοχείο ύδατος με φρασσόμενο στόμιο με πώμα.
Από το ομηρικό «πάγουρος» (Λεξ. Νικολάί'δη σελ. 401), που έμεινε και στο
Βυζάντιο ως «πάγουρος» και σημαίνει είδος καρκίνου (κάβουρα) έχοντος σκληρό
και τραχύ όστρακο. Το «παγούρι» έχει σχήμα κάβουρα.
"Υφάδι" = Το νήμα που στον αργαλειό συμπλέκεται -υφαίνεται με το στημόνι και
παράγεται το ύφασμα. Από το αρχ.-ελλ. "υφή" = ύφεσις, ύφασμα, το ύφασμα της
αράχνης (Αισχ. Αγαμ. 949 Ευρ. Ιων. 1146, εξ ού το υποκοριστικό "υφάδιον" I. Τ
.814). (Κ. Κόντος Αθηνά 9,80 Χ. Χαρίτων. Αθηνά 24,257).l

Με την εμπλοκή μου στην συγγραφή των βιβλίων για
τους Σαρακατσάνους, γνώρισα αρκετούς και αξιόλογους
ανθρώπους Βασικά θέλω να σταθώ στην στήριξη από
τον Γιώργο Κολοβό, στον αρχηγο, Κ. Ζαζιά για την
προλόγηση, στον Γ. Πιστόλα για το βιογραφικό αλλα
κυρίως στον Β. Μόλαρη με τον οποίο είχαμε έναν
συνεχή διάλογο σε θέματα ουσίας, για την ιστορία των
Σαρακατσάνων. Πολλές φορές οι απόψεις μας ήταν
κοινές, αλλα και άλλες φορές η προσέγγιση και η
άποψη μας ήταν πολύ διαφορετικές. Η κυριότερη
διαφωνία μας ήταν η αναφορά που ακολουθεί και
περιγράφει την Βυζαντινή εμπλοκή των Σαρακατσάνων
και την ομοιότητα του κτηνοτροφικού νομαδισμού των
Βυζαντινών με αυτή των Σαρακατσάνων.
Ο Β. Μόλλαρης πιστεύει ότι οι Σαρακατσάνοι ουδέποτε
εγκατέλειψαν τα Άγραφα εγώ αντίθετα ότι ως Πελασγοί

77

μετείχαν στις μετακινήσεις των Ελληνικών φύλων προς
τα παράλια της Μ. Ασίας και τον Βόσπορο, όπου η ζωή
τους δέθηκε με το Βυζάντιο και τον Χριστιανισμό κατά
κάποιο τρόπο για αυτό και η αναφορά στην πόλη . Θα
δούμε παρακάτω την εξέλιξη αυτής της άποψης.
Έχουμε αναφέρει σε πολλά σημεία και εδώ και στο
πρώτο βιβλίο την σχέση των Σαρακατσάνων με το
Βυζάντιο.
Με την χιλιοτραγουδησμένη πόλη.
Θρύλος , τραγούδια, μύθοι. θα δούμε πιο κάτω το
τραγούδι από το βιβλίο του Δ, Γαρούφα που τραγουδά
το πάρσιμο της πόλης

….Μπράτιμε μ τίνος είναι αυτό το μαύρο το κεφάλι
και το τηράς παράλυπα και χύνεις μαύρα δάκρυα ;
_ Βλάμη μ΄ τώρα που με ρώτησες θα σου το μαρτυρήσω,
Εψές προψές που διάβαινα της Πόλης τα μπουγάζια
Είδα την πόλη Τούρκεψε, Τούρκοι διαβαίνουν μέσα,
και τον δικό μας βασιλιά κομμένο το κεφάλι

Άλλη συσχέτιση των Σαρακατσαναίων με το Βυζάντιο
αποτελούν:
Ο διπλός γάμος.
Η ιερουργία του γάμου.
Η Εξάβιβλος.
Τα Υφαντά, κεντήματα.
Η Κτηνοτροφία.
Ο φλάμπουρας
Θα κάνω πιο κάτω μια αναφορά της οικογενειακής
δομής και του συστήματος της συγγένειας και πως
επηρεάστηκαν από τα συστήματα των ελληνικών αξιών
της αρχαιότητας και του Βυζαντίου και στον
φλάμπουρα για να δούμε την ακριβή αυτή συσχέτιση

78

Βυζάντιο

Ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου η χρήση της
Ελληνικής είχε διαδοθεί στο ανατολικό τμήμα της
Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας χρησιμοποιείται δε και ως
γλώσσα της διοίκησης.
Από τον Ηράκλειο (610–641), τα ελληνικά γίνονται η
κυρίαρχη γλώσσα του πληθυσμού αντικαθιστώντας τα
λατινικά στην διοίκηση.
Στην αρχή η αυτοκρατορία είχε πολυεθνικό
χαρακτήρα, αλλά μετά την απώλεια των μη
ελληνόφωνων επαρχιών κυριαρχείται από το
ελληνικό κυρίως στοιχείο
Καθώς οι σχέσεις τους με τη Δύση, ειδικά με την
Λατινική Ευρώπη, χειροτερεύουν εμφανίζεται ο
(λατινογενής;) όρος Γραικοί σε χρήση αν και ήταν
σχεδόν ανύπαρκτος η ελάχιστα εμφανίζεται στην
επίσημη Βυζαντινή αλληλογραφία
πριν το 1204.

Ενώ ο λατινικός όρος για τους αρχαίους
Έλληνες μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με τρόπο
ουδέτερο, η χρήση του από τους Δυτικούς από τον 9ο
αιώνα και εξής τον κατέστησε υποτιμητικό .

Κάτοικοι πληθυσμός της πόλης.

Το 400 ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος μιλά για 100.000
Χριστιανούς και 50.000 πένητες 18στην πρωτεύουσα.

18 από τόν Ζεράρ Βάλτερ στο βιβλίο του «Ἡ καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο,
στον αιώνα των Κομνηνών» (1081-1180). Γράφοντας για τις προνομιούχες
τάξεις, στις οποίες συγκαταλέγονταν οι ευγενείς, γράφει ότι στο Βυζάντιο οι
ευγενείς ονομάζονταν Δυνατοί, οι οποίοι διακρίνονταν στους στρατιωτικούς
καί τούς διοικητικούς υπαλλήλους. Οι διοικητικοί υπάλληλοι ήταν καί
γαιοκτήμονες πού ασκούσαν διοίκηση στην Αυτοκρατορία

79

Επί Ιουστινιανού οι αριθμοί κυμαίνονται σε 900.000 με
1.000.000.
Η επιδημία πανώλης του 541 προκάλεσε την απώλεια
του 40% του πληθυσμού της.
Το 746-747 ο πληθυσμός της πλήττεται από λιμό και
ο Κωνσταντίνος Ε' μεταφέρει κατοίκους από την
ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου για
να τον ενισχύσει.
Θεωρώ έτσι πιθανή την μετακίνηση Σαρακατσάνων
στο Βυζάντιο όπως ανέφερα και στο πρώτο βιβλίο.
Στα τέλη του 12ου αι. φτάνει τις 300-400.000
ψυχές. Στο πρώτο μισό του 15ου αι. ο πληθυσμός της
πρέπει να κυμαινόταν μεταξύ 40.000 και 50.000
κατοίκους.
Η άδεια από Λατίνους και Βυζαντινούς, να
εγκατασταθούν στην ηπειρωτική Ελλάδα κάτοικοι από
τα δυτικά Βαλκάνια έχει ως αποτέλεσμα να αυξηθούν
σημαντικά οι Διναρικοί στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Αυτό ήταν το πρώτο κύμα, καθότι οι Διναρικοί
αυξήθηκαν περαιτέρω επί Τουρκοκρατίας. Τα τελικά
συμπεράσματα είναι τα εξής. Η αρχικά πολυεθνική
Αυτοκρατορία, όταν χάθηκαν τα εδάφη της Μέσης
Ανατολής και της Αφρικής, έγινε φυλετικά πιο
ομοιογενής, διατηρώντας για αιώνες τα εδάφη της
Ελλάδας, των δυτικών Βαλκανίων και της Μικράς
Ασίας, τα οποία στην συνείδηση των Ελλήνων
συνθέτουν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Μάλιστα, μετά
την κατάληψη της Μικράς Ασίας, πλην παραλίων και
Πόντου από τους Σελτζούκους, η Αυτοκρατορία έγινε
σχεδόν αποκλειστικά Ελληνική εθνολογικά, κάτι που
άρχισαν να το λένε ανοιχτά οι κάτοικοί της. Στον
Ελλαδικό χώρο, στο αρχικό υπόστρωμα Μεσογειακών,
Αλπικών και μερικών Διναρικών (θα αναλύσουμε τους

80

όρους πιο κάτω), έγιναν οι εξής μεταβολές, συνοπτικά:
ήρθε ένα μικρό ποσοστό Βαλτικών με τους Σλάβους,
ίσως ένα ελάχιστο ποσοστό Νορδικών-Κρομανοειδών
και ένα σημαντικό ποσοστό Διναρικών. Συνεπώς,
διαπιστώνουμε ότι οι φυλετικές μεταβολές, παρά τις
αλλαγές συνόρων, ήταν σχετικά μικρές στον Ελλαδικό
χώρο κατά την διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

εικόνα: από το βιβλίο του Ιακώβου Θωμόπουλου
"ΠΕΛΑΣΓΙΚΑ"

Στόχος μας δεν είναι η έρευνα αν το Βυζάντιο ήταν
Ελληνικό! Για το αν ήταν η όχι Ελληνικό το Βυζάντιο
έχουν γραφεί χιλιάδες μελέτες και συγγράμματα με
υποστηρικτές και των δύο πλευρών.
Εγώ δέχομαι το Βυζάντιο ως συνέχεια του ελληνισμού
με τα καλά του και τα κακά του.
Ο Γραικός τοῦ 10ου αιώνα σημαίνει ὁ ακραιφνής,
γνήσιος απόγονος τῆς αρχαίας ελληνικής φυλής,
συνεπώς τά περί Σλαβοποιήσεως τῆς Ἑλλάδος καί ότι το
Βυζάντιο δεν είναι ελληνικό δεν νομίζω να στέκει

81

πουθενά. Όταν οι χειρότεροι εχθροί του Ελληνισμού σε
όλη την Ευρώπη μας αναγνώριζαν σε όλα τά
διπλωματικά άγραφα ὡς απογόνους τῶν αρχαίων
Ελλήνων.
Η Ρώμη έχει υποδουλωθεί στους Βαρβάρους και
συγκεκριμένα στους Γότθους από το 476μ.Χ.
Ο πάπας Λέων Γ’ στις 25 Δεκεμβρίου του 800 μ.Χ. θα
έχριζε αυτοκράτορα των Ρωμαίων τον Κάρολο τον
βασιλέα των Φράγκων τον επονομαζόμενο και
Καρλομάγνο. Άρα πως είναι δυνατόν το Βυζάντιο να
είναι ρωμαϊκό αφού αυτοκράτωρ των Ρωμαίων εχρίζετο
το 800 μ.Χ. ο Κάρολος και όχι ό αυτοκράτωρ του
Βυζαντίου; Είχε δηλαδή δύο αυτοκράτορες η ρωμαϊκή
αυτοκρατορία; Φυσικά όχι, απλά οι ίδιοι οι Ρωμαίοι
αναγνωρίζουν ως αυτοκράτορα της ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας τον Κάρολο και αυτοκράτορα των
γραικών τον βυζαντινό αυτοκράτορα.
Υπάρχουν βέβαια και οι αντίθετες απόψεις.

Ενα απόσπασμα από συνέντευξη με τον Αντώνη Καλδέλλη19
για την Βυζαντινή ταυτότητα ………Τώρα, το πώς συνέβη η
αλλαγή ή η αφομοίωση των Ελλήνων από τους Ρωμαίους
δεν μπορώ να το απαντήσω εν συντομία. Θα τονίσω μόνο
ότι ξεκινάει ήδη με την ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας
και μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο διοίκησής τους.
Στην αρχή οι Ρωμαίοι αναφέρονταν στους κατεκτημένους
ως «δούλους» τους, αργότερα όμως υιοθέτησαν μια πιο
οικουμενική ιδεολογία προστασίας, ενσωμάτωσης και
τελικά αφομοίωσης. Αυτό που παρατηρούμε τον τρίτο
αιώνα μ.Χ. είναι η ολοκλήρωση μιας διαδικασίας πολλών
αιώνων, ενδεχομένως και πέντε αιώνων, μισής χιλιετίας

19 Ο Αντώνης Καλδέλλης είναι καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος
κλασικών σπουδών του πανεπιστημίου του Ohio(OSU) με εξειδίκευση
στην βυζαντινολογία. Όσοι παρακολουθείτε το ιστολόγιό μου από καιρό θα
γνωρίζετε ήδη κάποια από τα βιβλία του στα οποία παραπέμπω συχνά τον
αναγνώστη στις αναρτήσεις μου που πραγματεύονται το θέμα της
βυζαντινής ταυτότητας.

82

δηλαδή. Δεν είναι κάτι που συνέβη γρήγορα. Γνωρίζουμε
από τον Πλούταρχο και άλλους πως οι ελίτ των
ελληνικών πόλεων αποδέχονταν τα ρωμαϊκά έθιμα και
επιζητούσαν μανιωδώς να αποκτήσουν ρωμαϊκά
αξιώματα και ονόματα. Στην εθνική ενοποίηση, τέλος,
συνέβαλε βέβαια και η οικουμενική απονομή της
ρωμαϊκής υπηκοότητας το 212 μ.Χ. Όλοι τότε έγιναν
Ρωμαίοι, τουλάχιστον σε νομικό επίπεδο, αλλά νομίζω με
το πέρασμα του χρόνου και βαθύτερα, σε επίπεδο
πολιτικής συνείδησης και εθνικής ταυτότητας. Οι
κάτοικοι των επαρχιών ταυτίστηκαν με την ιδέα της
οικουμενικής Ρώμης και αποδέχτηκαν την «Ρωμανία» ως
πατρίδα τους. Αυτό μας λένε οι Βυζαντινοί ξανά και
ξανά. Το λένε ήδη από τον τέταρτο αιώνα. Θα αρκούσε
να τους πιστεύαμε και τότε ίσως, τους καταλαβαίναμε
καλύτερα. Είναι μια διαδικασία που πρέπει να μελετηθεί
εκτενώς και σε βάθος. Δεν είναι μόνο οι Έλληνες το
υποκείμενο της αλλαγής αυτής. Πού βρίσκονται σήμερα
οι Φοίνικες; Και πού οι Κέλτες της Γαλλίας; Παραθέτω
δύο αρκετά πρώιμα κείμενα σχετικά με τον εκρωμαϊσμό
της ανατολής μέσα από την αποβολή των επιμέρους
εθνωνύμων και γλωσσών. Ο Στράβων (Γεωγραφικά
12.4.6) γράφει «ἡ μὲν οὖν παλαιὰ μνήμη τοιαύτην τινὰ
ὑπαγορεύει τὴν τῶν ἐθνῶν θέσιν. αἱ δὲ νῦν μεταβολαὶ τὰ
πολλὰ ἐξήλλαξαν, ἄλλοτ’ ἄλλων ἐπικρατούντων καὶ τὰ
μὲν συγχεόντων τὰ δὲ διασπώντων. καὶ γὰρ Φρύγες
ἐπεκράτησαν καὶ Μυσοὶ μετὰ τὴν Τροίας ἅλωσιν, εἶθ’
ὕστερον Λυδοὶ καὶ μετ’ ἐκείνων Αἰολεῖς καὶ Ἴωνες, ἔπειτα
Πέρσαι καὶ Μακεδόνες, τελευταῖοι δὲ Ῥωμαῖοι, ἐφ’ ὧν
ἤδη καὶ τὰς διαλέκτους καὶ τὰ ὀνόματα
ἀποβεβλήκασιν οἱ πλεῖστοι, γεγονότος ἑτέρου τινὸς
μερισμοῦ τῆς χώρας, οὗ μᾶλλον φροντίσαι δεῖ τὰ νῦν οἷ’
ἔστι λέγοντας, τῇ δὲ ἀρχαιολογίᾳ μετρίως προσέχοντας»,
ενώ ο Αίλιος Αριστείδης τον 2° μ.Χ. αιώνα γράφει (Λόγος
εἰς Ῥώμην 26.75) «ἐλθόντες ἐπὶ πᾶσαν τὴν ὑπήκοον
ἐντεῦθεν ἐσκέψασθε τοὺς λειτουργήσοντας την δε τὴν
λειτουργίαν· καὶ ὡς εὕρετε, ὁμοῦ τῆς τε πατρίδος
ἀπηλλάξατε καὶ τὴν ὑμετέραν αὐτῶν πόλιν ἀντέδοτε

83

αὐτοῖς· ὥστε καὶ αἰσχυνθῆναι τὸ λοιπὸν αὐτοὺς
ἐκείνους γ’ ἂν εἰπεῖν, ὅθεν ἦσαν τὸ ἀρχαῖον.
ποιησάμενοι δὲ πολίτας …».

Βυζάντιο και Κτηνοτροφία
Οι βυζαντινοί εξέτρεφαν αγελάδες και βούβαλους για

τα γαλακτοκομικά τους προϊόντα. Απεναντίας, δεν
εκτιμούσαν ιδιαίτερα το μοσχαρίσιο κρέας, καθώς
προτιμούσαν το κοτόπουλο, το αρνί, το κατσικίσιο και
το χοιρινό κρέας.

Γι’ αυτό και πιο συνηθισμένη ήταν η ενασχόληση
με τα πρόβατα και τα κατσίκια.

Τα αιγοπρόβατα οι βυζαντινοί τα αποκαλούσαν

«πράγματα», «σφαχτά» ή και «κτήματα». Ο βοσκός

λεγόταν «προβατάς» ή «μηλάτης». Ο χώρος βοσκής

ονομαζόταν «λιβάδι(ο)ν» και «ευρεία». Γι’ αυτό, εξάλλου,

και το ενοίκιο που πλήρωναν για το χώρο βοσκής

λεγόταν «ευρειατικό».

O βοσκός,

προτού να

οδηγήσει το

κοπάδι σ’ ένα

μέρος, φρόντιζε

να κόβει και να

καίει τα

δηλητηριώδη

χόρτα. Το

καλοκαίρι τα

αιγοπρόβατα τρέφονταν με τα χόρτα των λιβαδιών, με

τριφύλλι («μηδικήν» για τους βυζαντινούς) ή με

84

τρυφερά κλαδιά του θάμνου κυτισού. Το χειμώνα,

όμως, λόγω του ψύχους τα έτρεφαν με ξερά φύλλα που

μάζευαν το καλοκαίρι.

Μετά τη βοσκή τα ζώα οδηγούνταν σε κοντινό ποτάμι,

σε πηγή ή σε πηγάδι για να πιουν νερό. Πέρα όμως από

την τροφή και το νερό, απαραίτητη για τα ζώα ήταν η

χορήγηση άλατος. Συγκεκριμένα, οι βυζαντινοί

πίστευαν ότι το αλάτι παχαίνει και καθιστά υγιή τα ζώα,

αυξάνει την ποσότητα του γάλακτος και κάνει το κρέας

τους πιο νόστιμο. Εκτός αυτού, πίστευαν ότι έτσι

μπορούσαν ν’ αντιμετωπίσουν και την ψώρα (για τη

συγκεκριμένη πάθηση άλειφαν τα ζώα με θείο και

λάδι). Φρόντιζαν, λοιπόν, ν’ αναμίξουν το αλάτι με

πίτουρα ή αλεύρι και το τοποθετούσαν για να το φάνε

τα ζώα σε μεγάλες πλάκες που τις ονόμαζαν «αλατιέρες»

ή «αλατσιές».

Ομοίως έκαναν και οι Σαρακατσάνοι με τις

«αλαταριές».

Αχώριστοι σύντροφοι των βυζαντινών βοσκών ήταν τα

σκυλιά. Ο ποιμενικός

σκύλος με τα

γαυγίσματά του

συγκέντρωνε τα ζώα και

τα προστάτευε από

διάφορα θηρία, και

ειδικά λύκους. Γι΄ αυτό

ακριβώς ο βοσκός Nancy

animals, real and perceived. του P. Sevcenko (Independent Scholar)
Eaten alive : threats from wild
φρόντιζε τους σκύλους
και έβαζε γύρω από το

λαιμό ένα δερμάτινο λουρί με σιδερένια καρφιά για

τους λύκους. Αυτό το λουρί το ονόμαζαν «λυκομάχιν»

(“λανάρι” σήμερα για τους κτηνοτρόφους της Πίνδου)

85

Εκτός όμως από τους λύκους και τα άλλα θηρία, τα
ζώα κινδύνευαν και από τους ζωοκλέφτες. Για να
προστατεύσουν τα ζώα τους οι βοσκοί, συχνά έβαφαν
με συγκεκριμένο χρώμα κάποια σημεία του σώματός
τους ή τα έκαναν διάφορα σημάδια (π.χ. εγκαύματα,
κόψιμο άκρων), προκειμένου να τα εντοπίζουν σε
περίπτωση κλοπής.
Ο βοσκός που είχε μεγάλο αριθμό ζώων έπαιρνε βοηθό,
που ονομαζόταν «πιστικός
Σε εποχές που έβρεχε ή είχε πολλή ζέστη, τα ζώα
οδηγούνταν σε παραπήγματα, που ονομάζονταν
«στάλοι» ή «σκεπαστά». Το παράπηγμα είχε συνήθως
τέσσερις στύλους που υποβάσταζαν μια σκεπή από
χόρτα και κλαδιά

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΣΤΟΥΣ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΥΣ

(Βυζαντινές ομοιότητες)

Για να δούμε αυτή την

μετανάστευση των αρχαίων

Σαρακατσάνων ως Πελασγική

φυλή προς το Βυζάντιο και την

Ασία, αλλα και το ποιοι ήταν

αυτοί που ασκούσαν καθαρά

νομαδική ζωή, ας

παρακολουθήσουμε τον Πατρίκ

Λη Φερμόρ.

Λέει ο Φερμόρ στο βιβλίο του

"Ρούμελη"

…Ποτέ τους δεν θεώρησαν εκπατρισμό αυτά τα

μακρότατα ταξίδια :(από την Θράκη στη Βιθυνία μέχρι

το Ικόνιο και την Καππαδοκία δηλαδή )ως τον ξεριζωμό,

μετά το 1920, το Μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας

ήταν τμήμα του ελληνικού κόσμου και ακόμα και πέρα

86

από τα όρια της υπήρχαν αρχαίες ελληνικές αποικίες.
Είχαν εγκατασταθεί εδώ πριν από χιλιάδες χρόνια είχαν
περιοριστεί από το τελευταίο κύμα Σελτζούκων
Τούρκων σε διάσπαρτες νησίδες Ελληνισμού, αλλα

επιζούσαν ακόμα και ευημερούσαν. Τα αόρατα σύνορα
του νομαδισμού επικαλύπτονταν μεταξύ τους και
συμπλέκονταν με τα σύνορα εκείνων των άλλων
περιπλανώμενων ποιμένων Γιουρούκηδων. Αυτοί οι
Ανατολίτες βοσκοί, κατ όνομα Μουσουλμάνοι, έβοσκαν
τα κοπάδια τους αιώνες πριν έλθουν οι Σελτζούκοι,
ανταποδίδανε μάλιστα πότε-πότε τις αποδημίες
φτάνοντας ως τη Μακεδονία. Δεν είναι λοιπόν να
απορείς που κάποια αχλή θρύλου τυλίγει τους
Σαρακατσάνους.
Για την Βυζαντινή περίοδο τους θα πρόσθετα στην
περιγραφή του Φερμόρ.
Η κτηνοτροφία αποτελεί την βασική απασχόληση των
Σαρακατσάνων γιατί είναι η μοναδική πηγή της
οικονομίας της Σαρακατσάνικης οικογένειας , μέχρι το
τέλους του νομαδισμού. Βασικά εκτρέφουν μόνο είδη
που μπορούν να μετακινηθούν (πρόβατα, κατσίκια)
και ζώα που χρησιμεύουν για την μεταφορά
ανθρώπων και πραγμάτων. (άλογα , μουλάρια)

Γράφει ο Γ. Β. Καββαδίας στο βιβλίο του
"ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ " για τα ζώα των Σαρακατσάνων…
κάτι βέβαια που στους νεώτερους Σαρακατσάνους είναι

87

γνωστό, αλλα το αναφέρουμε να καταγραφεί και να
δείξουμε την ομοιότητα με τα αντίστοιχα Βυζαντινά
δρώμενα.

Το "αλάτισμα"

"Για να αποκαταστήσουν το αλάτι που χάνουν τα ζώα το
καλοκαίρι, με τις εκκρίσεις του σώματος τους οι
Σαρακατσάνοι τα ταΐζουν αλάτι……." και βέβαια αυτό
που αναφέρει γινόταν στις "αλαταριές "20 ειδικά σημεία
οπού συναντούσαν επίπεδες καθαρές πέτρες και
άπλωναν πάνω τους αλάτι.
Για την ασφάλεια του κοπαδιού γράφει στο ίδιο βιβλίο.

"Ενάντια στους μεγάλους εχθρούς των κοπαδιών, τα
άγρια ζώα, (ιδιαίτερα τους λύκους) από τη μια μεριά
και τους ζωοκλέφτες από την άλλη (που στα παλιότερα
χρόνια ήταν πολυάριθμοι μιας και αυτό το είδος της
ζωοκλοπής εθεωρείτο αρετή), οι Σαρακατσάνοι
συντηρούν μεγάλα σκυλιά .(σ. γράφοντος. βλέπε
σαρακατσάνικος ποιμενικός 21) πολύ άγρια και πολύ

20 Λεξικό Τριανταφυλλίδη]

αλαταριά η [alatarjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) το μέρος ή η τοποθεσία όπου οι βοσκοί
ταΐζουν με αλάτι τα ζώα τους· αλατίστρα.
21 Η ράτσα αυτή, η οποία έχει προέλευση από τους αρχαιοελληνικούς
ποιμενικούς Μολοσσικούς σκύλους, υποστηρίζεται ότι είναι μία από τις
αρχαιότερες τις Ευρώπης.

88

επικίνδυνα . Αυτά τα σκυλιά δεν διστάζουν να

αντιμετωπίσουν τους λύκους παλεύοντας σώμα με

σώμα και για αυτό τα αφεντικά τους βάζουν στο λαιμό

τους περιλαίμια με σιδερένιες αιχμές"

Τα περιλαίμια αυτά που αναφέρει ο Καββαδίας τα

ονόμαζαν " χανάκες"22 αντί του

"λυκομάχιν" των Βυζαντινών,

χωρίς να γνωρίζω την προέλευση

της ονομασίας.

Τις ζεστές ώρες του καλοκαιριού

τα ζωντανά προστατεύονταν όπως και στους

Βυζαντινούς στα "τσαρδάκια" η "στάλους" (

πολλές ομοιότητες για να είναι τυχαίες έτσι;).

Κατασκευές που γινόταν σαν υπόστεγα ανοιχτά από

όλες τις πλευρές με τέσσερεις φούρκες "πασσάλους"

όπου μπηγμένες στο έδαφος, όπου πάνω τους καθόταν

μια επίπεδη σκεπή φτιαγμένη με βέργες ξύλου "λούρα"

και φύλλα

Μπορούμε όμως μόνο από αυτά τα ενδεικτικά

παραδείγματα να δούμε τις ομοιότητες του

Σαρακατσάνου κτηνοτρόφου και του Βυζαντινού.

Ακόμα και η ράτσα των Σαρακατσάνικων ποιμενικών

σκύλων (Μολοσσικοί) παραπέμπουν στην

αρχαιοελληνική καταγωγή των Σαρακατσάνων που ο

τρόπος ζωής τους, τους κράτησε με τα ίδια

χαρακτηριστικά όπως συμβαίνει και με τον

ανθρωπολογικό τύπο του Σαρακατσάνου .

22 Το λουρί, το κολάρο, ο λαιμοδέτης ζώου, κυρίως του σκύλου.
Χρησιμοποιείται ως όρος κατά κόρον στην επαρχία και ειδικά στα χωριά.
Σπανιότερα συναντάται και ως «κανάκα».

89

Λίγα λόγια για την Θρησκεία

Οι Σαρακατσάνοι από την εμφάνιση της Χριστιανικής
θρησκείας είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι και παραμένουν
μέχρι τις μέρες μας διατηρώντας κάποιες δοξασίες από
το απώτερο αρχαίο προχριστιανικά χρόνια . Πιστεύω

πως ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό στο Βυζάντιο για
αυτό και έχουν σύνδεση την πόλη με την Πίστη την
Παναγία και τους Αγγέλους. Για αυτό τον λόγο και τα
περισσότερα τραγούδια για την πόλη έχουν να κάνουν
με το σύμβολο της, την Αγιά Σοφιά.

Έχουμε αναφέρει και πολλές άλλες ομοιότητες με το
Βυζάντιο σε πολλά θέματα(εξάβιβλος, διπλός γάμος
κτλπ.). Θα κλείσω με την θέση της γυναίκας στην
Σαρακατσάνικη οικογένεια και το φλάμπουρα. Πολλοί
μελετητές θεωρούν ότι η Σαρακατσάνικη οικογένεια
είναι «πατριαρχική» κάτι το οποίο είναι λάθος . Η
οικογένεια των Σαρακατσάνων δίνει εξουσία στην
Σαρακατσάνα σύζυγο αλλα πάντα την αρχηγία έχει ο
πατέρας της εκτεταμένης (τσελιγκάτο) η της μικρής (
κονάκι ) οικογένειας . Όπως λέει και ο Γ. Καβαδίας με
την εμφάνιση του χριστιανισμού, η βυζαντινή Ελλάδα
γνώρισε μια οικογένεια στην οποία «η κοινωνική θέση
της γυναίκας ανέβηκε». Είναι μάλιστα πιθανό- και
κυρίως με την θεωρεία ότι οι "Σαρακατσάνοι"
εμφανίστηκαν αρκετά πρόσφατα- ότι οι ιδιοτυπίες της

90

οικογενειακής δομής και του συστήματος της
συγγένειας επηρεάστηκαν από τα συστήματα των
ελληνικών αξιών της αρχαιότητας και του Βυζαντίου.

Στην περίπτωση που θα ήθελε κανείς να δώσει έναν
ορισμό της εκτεταμένης Σαρακατσάνικης οικογένειας
θα έλεγε ότι πρόκειται για μια πατρογραμμική και
πατροτοπική θεμελιωμένη πάνω στην συγγένεια τόσο
από την πλευρά του πατέρα όσο και από την πλευρά
της μητέρας, αλλα με το προβάδισμα να ανήκει σαφώς
στην πρώτη.

Λέει ο john Campbell ένας από τους ξένους που
μελέτησε από πολύ κοντά τους Σαρακατσάνους από
πολύ παλιά:

I feel, however, this is the way of worship and the a
belief common to all Greeks as given by the Greek
Orthodox religion, but also the rest of ancient Greece.
To the argument that Sarakatsani were nomads who
stayed away churches, we can make observations - a.
probably before it happened nomads, were members
of the community, b. that even the years * of the
existence of nomads, have found the opportunity to
worship Greek Orthodox churches of different villages
and villages especially in monasteries that are so
abundant in the mountains of Greece, c. that most of
their knowledge of the Scriptures and the The Bible
could come from the Aetolic preaching of St. John the
Baptist. Kosmas who he taught in the villages and
the mountains of Pindos in the years 1760-1779.
Here is another issue about the history of life
Sarakatsani to be explored

91

Μετάφραση

…αισθάνομαι, ωστόσο, αυτός είναι ο τρόπος λατρείας
και κοινή πίστη σε όλους τους Έλληνες, και όπως η
θρησκεία δόθηκε σε όλους τους Έλληνες Ορθόδοξους,
έτσι δόθηκαν και όλα τα υπόλοιπα που αφορούν την
αρχαία Ελλάδα. Για το επιχείρημα ότι οι Σαρακατσάνοι
ήταν νομάδες που έμεναν μακριά από τις εκκλησίες,
μπορούμε να κάνουμε τις παρατηρήσεις :

α. Πιθανώς πριν γίνουν νομάδες, ήταν Χριστιανοί,

β. Οτι ακόμα και τα χρόνια του νομαδισμού, βρήκαν
την ευκαιρία να λατρεύουν τις ελληνορθόδοξες
εκκλησίες διαφόρων χωριών και ιδιαίτερα σε
μοναστήρια που είναι τόσο άφθονα στα βουνά της
Ελλάδας,

γ. ότι το μεγαλύτερο μέρος των γνώσεών τους για τις
Γραφές και την Αγία Γραφή θα μπορούσε να
προέρχεται από το κήρυγμα του Αγ. Κοσμά Αιτωλικού
που δίδαξε στα χωριά και τα βουνά της Πίνδου μέσα
στα χρόνια1760-1779.

(Εδώ είναι ένα άλλο θέμα σχετικά με την ιστορία της
ζωής των Σαρακατσάνων που πρέπει να διερευνηθεί.
Σημειώνει ο Campbell)

Εγώ πιστεύω ότι εδώ ο Campbell αγνοεί η παραβλέπει
την Βυζαντινή περίοδο των Σαρακατσάνων, όπου
θεωρώ, πως τους έδωσε την Χριστιανική Ορθόδοξη
πίστη. Διότι η αλλαγή της θρησκείας των Σαρακατσάνων
για μένα έγινε πιστεύω στο Βυζάντιο, όπου παρ ότι
έγιναν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, κράτησαν κάποιες από τις
δοξασίες της παλιάς τους θρησκείας. Η κοινή θρησκεία
είναι αυτή που τους δένει με τους υπόλοιπους Έλληνες

92

τους οποίους βρίσκουν μετά επιστρέφοντας στο
Δεσποτάτο της Ηπείρου. Θρησκεία που τους ενώνει ως
κοινή των Ελλήνων Ορθοδόξων. Ἡ Βυζαντινή
αυτοκρατορία, λέει ὁ Ζαμπέλιος, συναποτελείται από
μία τριαρχία ενωτικών όρων, πού είναι το χριστιανικόν,
το ἑλληνικόν καί το ρωμαϊκόν. Το χριστιανικόν ενοποιεί
όλους τούς προ χριστιανισμού διηρημένους Έλληνες εις
ένα αρραγές σύνολον, υπό το πέπλο τῆς ἐν Χριστώ
ομολογίας, τῆς ομοουσίου καί αδιαιρέτου Τριάδος πού
αποτελεί το σύμβολο τῆς Πίστεώς μας με
ὀρφικοπυθαγόρειες καταβολές, το ἑλληνικόν συνδέει
τούς Έλληνες με το απώτατο παρελθόν τῆς φυλής καί
τοῦ γένους μας δηλ αποτελεί τήν ιστορική καί
πολιτισμική συνέχεια τῆς Ἑλλάδος καί το ρωμαϊκόν
προσδιορίζει καί οριοθετεί τόν γεωγραφικό χώρο τῆς
ελληνικής επικρατείας ἤ καλλίτερα τά συμπαγή σύνορα
τοῦ ελληνισμού.

Φλάμπουρας
Οι σημαίες του Βυζαντινού Στρατού λεγόταν
Φλάμμουλα.
Το όνομα έχει λατινική προέλευση και προέρχεται
από το φλάμμουλο (flammulum), που ετυμολογείται
από τη λέξη flamma (=φλόγα). Έτσι η ονομασία της
Βυζαντινής Σημαίας πρέπει να συσχετισθεί με το
κόκκινο χρώμα της και κυρίως με το σχήμα της, σαν
φλόγα. Άρα η ονομασία flammulum, φλάμμουλο,
φλάμπουρο, είναι η πολεμική σημαία που απολήγει
σε μυτερή γλώσσα. Η φωνητική τροπή του μ εν
μέσω φωνηέντων εις μπ ήταν συχνή στην Ελληνική
γλώσσα στους Βυζαντινούς χρόνους (φλάμπουρον
αντί φλάμμουρον, λατινικώς flammulum). Στις
επίσημες στρατιωτικές τελετές πίσω από κάθε

93

ζευγάρι Φλάμμουλο παρατάσσονταν ένα

αυτοκρατορικό τάγμα στρατιωτών. Τα αυτοκρατορικά

τάγματα ήταν έξι (Σχολαί, Βίγλας, Εξκουβιτόρων,

Νούμερων, Ικανάτοι, Αθάνατοι) και τα αντίστοιχα

Φλάμμουλα ήταν έξι ζευγάρια. Η δύναμη κάθε

τάγματος αυξομειώνονταν από 500 άνδρες μέχρι

4.000. Όλα τα τάγματα ονομάζονταν μαζί «Βασιλική

Σύνταξις».

Μπροστά από την Βασιλική Σύνταξη τοποθετούνταν

η προσωπική σημαία του Αυτοκράτορα που

λεγόταν Διβέλλιον. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα

Φλάμμουλα ήταν μονή, προηγείτο των υπολοίπων και

την έφερε ο σκουτέριος μαζί με το βασιλικό σκουτάριο

(ασπίδα). Το Διβέλλιον αποτελούσε προσωπικό

Φλάμμουλο του αυτοκράτορα και ετυμολογείται ως

"διπλή σημαία" (δύο+vellum – βέλλουμ, βήλλον)

που προέκυπτε από την διπλή - σαν χελιδονοουρά-

απόληξή του. Η σημαία στις τέσσερεις άκρες έφερε

τα 4 Β ή πυρέκβολα και στην μέση τον χρυσό

ισοσκελή ελληνικό σταυρό. Τα 4 Β σήμαιναν:

Βασιλεύς Βασιλέων Βασιλεύων Βασιλευόντων.

94

ΤΟ ΔΙΒΕΛΛΙΟΝ, ΤΟ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟ

ΦΛΑΜΠΟΥΡΟ,
ΔΗΛΑΔΗ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ Η
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ ΤΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

Ο Ελ. Αλεξάκης στο βιβλίο του "Η σημαία (το
Φλάμπουρο) στο γάμο (Τελετουργία-εξάπλωση-
προέλευση, εθνολογική μελέτη", Αθήνα, 1990)
αναφέρει μεταξύ άλλων:

"Η σημαία της εποχής εκείνης (πρωτοβυζαντινής
περιόδου στο βορειοελλαδικό χώρο) ονομαζόταν
φλάμμουλο (από τη λατινική λέξη φλάμμα=φλόγα) δεν
διέφερε από τη σημερινή. Ήταν πανομοιότυπη με τα
σημερινά λάβαρα των ναών. ...Απεικονίσεις ρωμαϊκών
φλάμμουλων έχουμε πριν ο αρχαίος κόσμος έλθει σε
επαφή με τους Σλάβους...

Σε μια κρίσιμη περίοδο της ιστορίας των βαλκανικών
λαών πρέπει να συνέβη συγκερασμός στα γαμήλια και
θρησκευτικά έθιμα. Αυτό φαίνεται από τα στολίδια της
σημαίας του γάμου που είναι παρόμοια με του αρχαίου
θύρσου, τον οποίο κρατούσαν οι ακόλουθοι πιστοί του
Διόνυσου. Ο θύρσος όπως γνωρίζουμε από παραστάσεις
σε αγγεία και από περιγραφές σε αρχαία κείμενα ήταν
ένα κλαδί από πεύκο, ή άλλο φυτό (πχ κισσός, κλήμα)
με φύλλωμα στην κορυφή. Το κλαδί το στόλιζαν και του
έδιναν μορφή ανθοδέσμης, με κουκουνάρια (σύμβολα
γονιμότητας), με ταινίες, που συμβόλιζαν την
καθιέρωση των πιστών, με μαγικούς κόμπους ,
κουδουνάκια, μικρά τύμπανα (ντέφια), κρόταλα που

95

συνήθιζαν στις οργιαστικές γιορτές.....Τους θύρσους
κρατούσαν αρχικά μαινάδες και σάτυροι και σειληνοί,
σε μεταγενέστερες όμως παραστάσεις ο Έρως, ο Πόθος
και η Νίκη.

Σε μια τελευταία φάση της εξέλιξης και εδώ αρχίζει η
σχέση τους με το φλάμπουρο, τους θύρσους κρατούν
νικητές στρατηγοί, που επιστρέφουν θριαμβευτές ως
"νέοι Διόνυσοι" Είναι λοιπόν το φλάμπουρο σύμβολο
γονιμότητας αφού συνδέεται με τις γιορτές του
Διόνυσου.

Τα στοιχεία αυτά της λατρείας δεν εμφανίζουν πολλές
ομοιότητες με το τελετουργικό του γάμου στην
παρασκευή των "φλάμπουρι" αντίθετα με ότι συμβαίνει
με τα αρχαιοελληνικό έθιμο της Ειρεσιώνης.

Ειρεσιώνη. Καλείται το κλαδί δέντρου (στην αρχαία
Αθήνα ήταν ελιά ή δάφνη) , πάνω στο οποίο είχαν
πλέξει λευκές και κόκκινες κορδέλες από μαλλί και
είχε κρεμασμένους όλων των ειδών τους καρπούς (εκτός
του πίου και του μήλου) δύο φορές το χρόνο (Άνοιξη,
Φθινόπωρο). Γινόταν περιφορά τους και στη διαδρομή
τοποθετούσαν επάνω του άρτους, οινοχόες γεμάτες με
κρασί, ορμαθούς από βελανίδια, λάδι, μέλι. Η
ειρεσιώνη είναι πιθανόν να πήρε το όνομά της από το
μαλλί «είρος», από το οποίο φτιάχνανε τις μάλλινες
κορδέλες. Για τους αρχαίους Έλληνες αποτελούσε
σύμβολο ευφορίας και γονιμότητας. Ο Πορφύριος
(234-304 μ.Χ.) δεν κατονομάζει ρητώς την ειρεσιώνη,
αλλά σαφώς την υπαινίσσεται, όταν αναφέρεται για την
πομπή που γίνονταν στην Αθήνα των ημερών του για
τον Ήλιο και τις Ώρες. Άλλες ειρεσιώνες αναρτιούνταν
πάνω στις πόρτες των οικιών και παρέμεναν εκεί μέχρι

96

το επόμενο έτος, όπου καίγονταν και αντικαθιστούνταν
με νέες. Η ειρεσιώνη αργότερα μετατράπηκε από τους
ρωμαίους σε δέσμη από στάχυα, στις πόρτες των ναών
τους. και των οικιών τους.

Από τον Παυσανία διασώζεται η ακόλουθη περιγραφή
της τελετής κατά την έβδομη μέρα της γιορτή των
Πυανεψίων : «Η ειρεσιώνη είναι ένα κλαδί ελιάς
περιτυλιγμένο με μαλλί και από αυτό κρέμονται
διάφοροι καρποί της Γής. Ένα αγόρι, του οποίου ζουν
και οι δύο γονείς, το μεταφέρει και το τοποθετεί
μπροστά από τις πόρτες του Ιερού του Απόλλωνα (θεός
του Ήλιου και του Φωτός) κατά τη γιορτή των
Πυανεψίων. Οι «αμφιθαλείς παίδες», δηλαδή αυτοί που
έχουν και τους δύο γονείς στη ζωή, περιέφεραν την
ειρεσιώνη από οικία σε οικία και έψελναν ειδικό άσμα,
το οποίο είχε το ίδιο όνομα και είναι ως εξής:
«Ειρεσιώνη σύκα φέρει και πίονας άρτους και μέλι εν
κοτύλη και έλαιον αποψήσασθαι και κύλικ' εύζωρον,
ως αν μεθύουσα καθεύδη». Τα παιδιά έπαιρναν από
τους οικοδεσπότες φιλοδώρημα. Οι ειρεσιώνες που
αναρτούνταν πάνω από τις θύρες των οικιών, έχει το
σύγχρονο αντίστοιχο της ανάρτησης κλαδιών και
στεφάνων από άνθη πάνω από τις πόρτες, τα παράθυρα
ή τους εξώστες των οικιών κατά την πρώτη κάθε Μαΐου.
Επίσης επειδή η Ειρεσιώνη είχε ευχετικό χαρακτήρα
γινόταν απο παιδιά που ζητούσαν φιλοδώρημα
θεωρείται ότι στις μέρες μας έχει μεταφερθεί στο έθιμο
των καλάντων.

97

Οι ομοιότητες της ειρεσιώνης με το έθιμο του
φλάμπουρου είναι πολλές και προφανείς:
1) χρησιμοποιούνται κλαδιά δέντρων που συνδέονται
με τη βλάστηση
2) χρησιμοποιούνται καρποί από οπωροφόρα δέντρα
που συνδέονται με τη γονιμότητα
3) χρησιμοποιούνται μάλλινες κορδέλλες στα ίδια
ακριβώς χρώματα: κόκκινο και άσπρο
4) τα μεταφέρουν παιδιά "αμφιθαλείς" δηλαδή που
έχουν και τους δύο γονείς
5) συνδέονται στο συνολό τους με την επιθυμία για
γονιμότητα και την ευφορία
6) κρεμιούνται εξωτερικά στα σπίτια για ένα χρονικό
διάστημα (6 μήνες Ειρεσιώνη, 40 ημέρες φλάμπουρο)

98

Σημαία με κόκκινο σταυρό χρησιμοποιούσαν
οι οπλαρχηγοί των Αγράφων και οι
Καλαρρυτήνοι της Ηπείρου

Βυζαντινή μετά το 395

Σημαία Μ. Κωνσταντίνου
99

Μαρμάρινο ανάγλυφο,
σταυρός με πυρέκβολα,
στα τείχη του Βυζαντίου
προς την θάλασσα.

Σημαία με τον Αη Γιώργη,

των σπαχήδων.

ΤΟ ΦΛΑΜΠΟΥΡΟ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΩΝ

Ο Φλάμπουρας

είναι η σημαία,

το λάβαρο της

χαράς (γάμου)

και έγινε ένα

κατ' εξοχήν

σύμβολο των

Σαρακατσαναίων.

Έχουμε

διαδοχική μετεξέλιξη από το Βυζαντινό

Aυτοκρατορικό Φλάμμουλο (Διβέλλιον) στον

Σαρακατσάνικο Φλάμπουρα και από κει στο

100


Click to View FlipBook Version