ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΘΕΑΤΡΟ
ΛΟΠΕ ΝΤΕ ΒΕΓΚΑ
ΦΟΥΕΝΤΕ ΟΒΕΧΟΥΝΑ
Μετάφραση: Κ αίτης Κάστρο
Ό τίτλος στο πρωτότυπο :
LOPE ΝΤΕ VEGA
FUENTEOVEJUNA
ΛΟΠΕ ΝΤΕ ΒΕΓΑ
ΦΟΥΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ
ΠΡΟΒΑΤΟΠΗΓΗ
Πρόλογος - Μετάφραση :
ΚΑΙΤΗ ΚΑΣΤΡΟ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ( ( ΔΩΔΩΝΗ»
ΕΥΑΓΓ. Κ. Λ Α ΖΟ Σ — Α Σ Κ Λ Η Π ΙΟ Υ 3
ΑΘΗΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
'0 L ope Felix de Vega C arpio γεννήθηκε αχή Μ αδρίτη
στις 25 Νοεμβρίου 1562.
Σέ ηλικία πέντε ετών πριν άκόμη μάθει γραφή κι άνά-
γνωση υπαγόρευε τούς πρώτους του στίχους καί σέ ήλικία
δέκα ετών μετάφρασε τό «de raptu P roserpinae» ('Η άρ-
παγή τής Περσεφόνης) τοϋ Κλαύδιον σέ στίχο ενώ δυό
χρόνια αργότερα έγραψε τό πρώτο του θεατρικό έργο, «el
verdadero am ante» ('Ο αληθινός εραστής).
"Οταν έγινε δέκα τριών ετών τδσκασε άπό τό κολλέγιο
μαζί μ ’ έναν συμμαθητή του. Πήγαν στη Σεγκόβια καί
μετά στήν Ά στόργκα, δπου καί τους έπιασαν και τους
έστειλαν πίσω .στα σπίτια τους.
'Ο Λόπε, σπούδασε στό Π ανεπιστήμιο τής ’Αλκαλά
δπου και έμεινε ώς τό 1582 περίπου. Σ τα 1583, τόν συναν
τούμε στό στρατό γιά πρώτη φορά. Πήρε μέρος στήν έκ-
στρατεία στις Ά ζόρες κάτω άπό τις διαταγές τοϋ Μαρκη-
σιου τής Σ άντα Κρούζ. "Οταν έπέστρεψε στη Μ αδρίτη
συνδέθηκε και έρωτεύθηκε τήν "Ελενα Ό ζόριο, κόρη κά
ποιου 'Ιερώνυμου Βελάσκεθ, πού ήταν ήθοποιός καί παρα
γωγός, μέ τόν όποιο ό Λόπε συμφώνησε νά τοϋ γράφει έργα.
Ή "Ελενα εμφανίζεται στά ποιήματά του ώς «Φύλλις»,
καί ώς «Δωροθέα» σέ μιά νουβέλα μέ ομώνυμο τίτλο.
Τήν έποχή αυτή ό Λόπε ντε Βέγα, άρχίζει νά γίνεται διά
σημος ώς συγγραφέας καί άναφέρεται μάλιστα στήν «Ga
latea» τοϋ Cervantes (1585).
Σ τά μέσα περίπου τοϋ 1587, ή "Ελενα, έρωτεύεται τόν
άνηψιό τοϋ Καρδινάλιου Γκρανβέλα κι 6 Λόπε τήν έκδι-
κεΐται γράφοντας καί δημοσιεύοντας δηκτικούς λιβέλλους,
εναντίον της καί εναντίον δλης τής οίκογενείας Βελάσκεθ.
Αυτό είχε σάν αποτέλεσμα τήν σύλληψή του καί τήν καταδί
κη του σέ απομάκρυνση οκτώ χρόνων άπό τή Μαδρίτη καί
8 ΠΡΟΛΟΓΟΣ
δύο άπό τήν Καστίλλη. Φεύγει άπό τήν Κ αστίλλη, άλλά φύση
Επαναστατική, ξαναγυρίζει μετά λίγους μήνες στη Μαδρίτη
παίζοντας τό κεφάλι τον για τήν Ίζαμπέλ, κόρη τον Diego
de A m puero y U rbina. "Οταν τής γράφει χρησιμ οπ οιεί τόν
αναγραμματισμό Μπελίζα (B elisa). Τήν παντρεύεται στις
10 Μ αιου καί άμέσως μετά φεύγει νά συναντήσει τόν αδελφό
τον στό πλοϊο « San Ju an » πού άνήκε στήν «Μεγάλη
’Αρμάδα». Ό άδελφός τον σκοτώθηκε, άλλά ό Λόπε ξανα-
γύρισε στήν 'Ισπανία μέ τή θλιβερή άνάμνηση τοϋ στόλον.
Τό άξιοπερίεργο είναι δτι άν καί βρισκόταν σε άποστολή,
βρήκε τό χρόνο νά γράψει, γιατί έφερε μ α ζί τον ένα χειρό
γραφο ενός επικόν ποιήματος : «La H erm osura de A nge
lica » (Ή ώραιότης τής ’Α γγελικής). ’Αποφάσισε πιά νά
ζήσει στή Βαλένθια άλλά στά 1590 τόν συναντούμε στό
Τολέδο κι άργότερα στήν ”Αλβα ντά Τόρμες όπου και μπήκε
στήν υπηρεσία τού Δούκα τής ’Ά λβας. "Οταν ή γνναίκα τον
πέθανε στά 1595 δ Λόπε άρχισε νά μπλέκεται σέ διάφορες
σκανδαλώδεις περιπέτειες και τρελούς έρωτες. Στά 1598 δη
μοσιεύει τά πρώ τα ογκώδη έργα τον : Ή Δρακοντιάς (L a
D ragontea), επικό ποίημα εναντίον τον Σερ Φράνσις
Ντραίηκ, τοϋ καταστροφέα τής ισπανικής ναυτικής υπε
ροχής και ή ’Αρκαδία (A rcadia), βουκολικό έργο σέ πεζό
και σέ στίχο, όπου περιγράφει μέ μυθολογικά ονόματα τονς
έρωτες τοϋ δούκα τής "Αλβας.
Τήν ϊδια χρονιά, παντρεύεται και πάλι, μέ τή Χουάνα
ντε Γκονάρντα, κόρη κάποιον πλούσιον κρεοπώλη, μπαίνει
στήν υπηρεσία διαφόρων μαρκησίων καί τελικά τό 1599 τόν
σνναντοϋμε στή Βαλένθια, τό 1603 στή Σεβίλλη, ώσπου
άποφασίζει νά ζήσει μέχρι τό τέλος τής ζωής του στή Μα
δρίτη. Σ τά 1609 μ ιά μεγάλη άλλαγή γίνεται μέσα του.
’Απαρνιέται τήν προηγούμενη άστατη ζωή του κι αρχίζει
νά ζεϊ άσκητικά καί μέσα σέ θρησκεντική κατάνυξη. Κ αι
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 9
τέσσερα χρόνια άργότερα μετά τό θάνατο τής γυναίκας του
χρίζεται ιερέας. Ό άσκητικός δμως τρόπος ζωής, κράτησε
μονάχα δυο χρόνια. Τόν βρίσκουμε και πάλι ότή Βαλένθια
όπου πήγε νά συναντήσει κάποια ηθοποιό, ερωμένη τον που
τήν άποκαλοϋσε «Loca» (Τρελή). ’Αργότερα, νέος δεσμός
μέ τή Μάρθα ντέ Ναβάρες Σεντόγια, τήν όποια υμνεί σ’
ένα π οίη μ ά του μέ τ ’ δνομα ((’Α μαρυλλίς» και ((M arcia
Leonarda». Αυτά όλα δμως έδωσαν άφορμή και κατάλληλο
έδαφος στους αντιπάλους του γιά νά τόν σχολιάσουν και νά
τόν πολεμήσουν.
Στά τελευταία χρόνια τής ζωής του ό Αόπε γνώρισε
πολλές ατυχίες. ’Ε παγγελματικά ό Καλντερόν, εφθασε στό
μέγιστο ύψος τής φήμης του πράγμα πού απειλούσε τήν
μακροχρόνια θητεία του στά γράμματα. 'Η Μάρθα ντέ
Ναβάρες, άρρώατηύε και τυφλώθηκε καί τελικά πέθανε'
ή κόρη του τδϋκααε μέ κάποιον και τότε ήρθε και τό μεγα
λύτερο κτύπημα άπό δλα : ό γιός του Lope Felix Carpio y
Lujan πνίγηκε στή Βενεζουέλα (1634)
”Ολ’ έτοϋτα τά θλιβερά γεγονότα ο Αόπε τά θεώρησε
ώς τιμω ρία γιά τά πολλά άμαρτήματά τον και θέλησε νά
τιμωρήσει τόν έαντό τον μαστιγώνοντας τό κορμί του μέχρι
πού οί τοίχοι τοϋ δωματίου βάφτηκαν μέ αίμα.
Ό Λόπε ντέ Βέγα, συνέχισε νά γράφει έργα και ποιή
ματα μέχρι τήν τελευταία βδομάδα τής ζωής του. Στις
23 Αύγουστου 1635 έγραψε ενα σοννέτο El S iglio de Oro»
('Ο Χρυσούς Αιών), και τέσσερις μέρες άργότερα πέθανε.
"Αν καί πέθανε φτωχός γ ια τ ί εϊχε κ ατασπαταλήσει τήν
περιουσία τον σέ γλέντια κι ελεημοσύνες, ή κηδεία του ήταν
ηγεμονική. Τόν έθαψαν στήν έκκλησία τον San Sebastian
άλλά τόν 17ο αιώνα τό φέρετρο μεταφέρθηκε κάπου άλλον
καί ή θέση πού βρίσκεται σήμερα μάς είναι δυστυχώς
άγνωστη.
10 ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΤΟ ΕΡΓΟ TOY
’Από τούς γονιμότερους συγγραφείς, έγραψε περίπου
1.800 δραματικά έργα άπό τά όποϊα σώ ζονται περίπου 800
δράματα καί κωμωδίες. Ό Λόπε περηφανευόταν δτι πολλά
άπό τά εργα του γράφτηκαν μέσα σέ 24 ώρες. *Εχει νπολο-
γισθεϊ δτι έγραψε πάνω άπό 5 εκατομμύρια στίχους κατά τή
διάρκεια τής ζωής του. "Ο,τι άπόμεινε άπό τό έργο του ξε
περνάει σέ δγκο κατά δέκα φορές τά έργα τον Σαίξπηρ. Χρη
σιμοποίησε ατό γράψιμό τον κάθε δραματική μορφή.
Ό Λόπε ντέ Βέγα, ήταν εκείνος πού πρώτος δημιούρ
γησε τον τύπο τής περιπετειώδους ίπποτικής κωμωδίας
και διαίρεσε τό έργο τον σέ τρεις πράξεις ή « Jornadas».
Τά θεατρικά του έργα διαιρούνται σέ :
1. ΕΡΓΑ ΤΡΙΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ :
Α. Σ τις C om edia s H u m an as :
πού μέ ■τή σειρά τονς διαιρούνται σέ :
1. τά κνρίω ς ιστορικά έργα μ έ θέματα παρμένα:
a) άπό τήν 'Ισπανική Ιστορία
β) άπό τήν ξένη ιστορία
γ ) έργα ίπποτικά μέ θέματα παρμένα άπό μύ
θους ή μυθιστορήματα
2. Ρ ομ αντικά έργα που υποδιαιρούνται σέ δυο
διαφορετικά στάδια άνάλογα άπό πού άντλοϋν
τά θέματά τονς. 'Αν είναι παρμένα δηλαδή άπ ό:
α) ’Ιταλικές ή 'Ισπανικές ιστορίες ή
β) άπό τή φαντασία τον ίδιον τού Λόπε ντέ
Βέγα.
3. Σ τις C om edia s d e C apa y E spada, έργα
ίπποτικά πού σέ κατά λέξη μετάφραση σημαί
νει έργα «μανδύα και ξίφους»
4. ’’Ε ργα μυθολογικής προέλευσης
5. ”Εργα Βουκολικά.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 11
Β. Σ τις COMEDIAS DIVINAS :
πού υποδιαιρούνται σέ :
1. “Εργα βιβλικής προέλευσης
2. Βίους 'Αγίων
2. ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΑ :
πού διαιρούνται σέ :
1. A utos :
τά όποια υποδιαιρούνται σέ :
a) Sacram entales
β) Del N acim iento
2. E n trem eses
3. L oas
και άλλα μικρότερα εργα.
Σ τα εργα τού Αόπε ντε Βέγα ή μοναδική δεξιοτεχνία του
κι ό πλούτος τής φαντασίας υπερτερούν έναντι τής ποιητικής
αξίας τοϋ συγγραφέα. Ό στίχος είναι μουσικός και δλο
εύστροφία προϊόν τής διανοητικής ευστροφίας τού Ιδιον τού
συγγραφέα. ’Ά ν καί σω στός τεχνίτης τής δραματικής τέχ
νης, βλέπουμε πάντοτε ή σχεδόν πάντοτε ή τελευταία πράξη
νά υστερεί κάπως άπό τήν πρώτη, πράγμα που οφείλεται
στή μεγάλη γρηγοράδα μέ τήν, όποια 'έγραφε τά εργα του.
Συναντούμε όσο προχωρεί τό εργο πρός τό τέλος μιά κάποια
βιασύνη, μιαν απροσεξία, αποτέλεσμα τής μεγάλης ταχύτητας
καί τον σύντομου χρόνου πού διέθετε γιά τήν ολοκλήρωση
τού έργου του.
’Εκτός άπό τά εργα πού άναφέραμε άλλα εργα του είναι :
«Προσκυνητής στήν πατρίδα του» : περιπετειώδες μυ
θιστόρημα σέ πεζό και σέ στίχους. «Ή κατακτημένη 'Ιε
ρουσαλήμ»: επος σέ είκοσι άσματα. «Φιλομένη», «Κ ίρκη»,
πεζά μέ τά όποΐα ό Αόπε θέλησε νά σνναγωνισθεϊ τά διη
γήματα τον Θερβάντες. «Τό τραγικό σ τέ μ μ α » : μέ ήρωίδα
τή Μαρία Στιούαρτ. «'Η ωραία Νύφη», «Ό σκύλος τοϋ
12 ΠΡΟΛΟΓΟΣ
κηπουρού», u'H νύχτα τον Ά γιον Ίωάννου», «Ό νέος κύα
μος τοϋ Χριστόφορου Κ ολόμβον», <(Ή γέννηση τον Χρι
στού», «Ό τέλειος πρίγκηπας», «'Ο σοφός ατό σπίτι του»,
<( Η δημιουργία του κόσμου», «Δ ικαιοσύνη δίχω ς άντάλαγ-
μα», «Peribdnez», «Ό σκύλος ατό παχνί», «Ό 'Ιππότης
απ’ τό Ό λμέντο», «F uenteovejuna» και άλλα.
Ο ΛΟΠΕ ΝΤΕ ΒΕΓΑ ΚΑ Ι ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ
Ή ’Ισπανία τον 16ον αιώνα κατόρθωσε νά αποκτήσει
μ ιά πολιτική ενότητα κι ακριβώς τούτη τήν εποχή αρχίζει
κι ό χρνσός αΙώνας γιά τά Ισπανικά γράμματα. Ή καστιλ-
λιανή γλώσσα έχει πιά επιβληθεί, έχει άποκτήσει τή δύναμη
νά διατυπώνει μέ χάρη περισσή τά συναισθήματα και τις
σκέψεις. Μπορούμε μάλιστα νά χαρακτηρίσουμε τό ισπανικό
θέατρο τον 16ον και 17ου αιώνα περισσότερο σά θέατρο
Ιδεών και νοημάτων παρά σά θέατρο δράσης.
Τούτη τήν εποχή λοιπόν, άνέτειλε στήν ισπανική σκηνή,
ό Αόπε ντε Βέγα (L ope F elix de Vega C aprio), ό κυριώ-
τερος ϊσως εκπρόσωπος τον κλασικόν ισπανικού θεάτρον, ό
«Φοίνιξ τής μεγαλοφυΐας», δπως τόν ονόμαζαν. Ή επί
δρασή του ήταν μεγάλη κι δλες οι τότε σχολές αναγνώρισαν
τή μεγαλοφυία του. Δημιουργός τον εθνικού θεάτρου τής
Ισπανίας, μέ άξιο καί ϊσως πιό ολοκληρωμένο συνεχιστή, τόν
Καλντερόν, πού αποτελεί τή μεγάλη καί τελευταία άναλαμτνη
τον θεάτρον τούτου, ό Βέγα προσω ποποίησε Ιδέες τών συγ
χρόνων του καί τις πρόβαλε μέ τήν τόσο πλούσια φαντασία
τον, ώστε κατόρθωσε νά μάς δώσει μιά ζωντανή περιγραφή,
εναν άνάγλνφο πίνακα τής κοινωνίας τής εποχής τον.
Πρώτος εκείνος δημιούργησε τόν τύπο τής περιπετειώ
δους ίπποτικής κωμωδίας καί διαίρεσε τό έργο του σέ τρεις
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 13
πράξεις τις « Jo rn a d a s» . Τά θεατρικά τον Εργα διαιρούνται
στις «C om edias H um anas», πού αντλούν τό θέμα τους άπό
τήν Ισπανική ή ξένη ιστορία, άπό μύθους, ή άκόμη άπό τήν
Ιδια τή φαντασία τού συγγραφέα. Σ τις «C om edias de C apa
y E spada», έργα ίπποτικά κυρίως κωμωδίες ηθών και στις
((Comedias D ivinas», πού τά θέματά τους έχουν προέλευση
βιβλική ή άναφέρονται στούς βίους των άγιων. Κ αι τέλος
στά μονόπρακτα πού περιλαμβάνουν τά ((E n trem eses» εύ-
τράπελα έργα και τά «A utos» ιδιαίτερα δέ τά ((Autos
Sacram entales» πού είναι ένα τελείως διαφορετικό είδος
καθαρά ισπανικό πού χρωστάει τήν ύπαρξή του στή φυσική
κλίση τής ίσηανικής ψυχής προς τό μεταφυσικό.
"Οταν άρχισε ν' ανατέλλει τό άστρο τού Βέγα, τό θέα
τρο παρουσίαζε πολλές ελλείψεις. Οί παραστάσεις δίνονταν
στο ύπαιθρο και φυσικά θεατές καί ηθοποιοί βρίσκονταν
στο έλεος των καιρικών συνθηκών.
Ή π αράσταση άρχιζε μ ’ ένα ΤΟΝΟ ( μ ιά ούβερτούρα
θά μπορούσαμε νά ποΰμε) και τραγουδούσαν μερικοί μουσι
κοί πού ανήκαν ατό θίασο. ’Ακολουθούσε μιά Loa (ένα
είδος προλόγου) πού τόν έλεγε ένας άπ τούς ήθοποιούς κι
άμέσως άρχιζε ή πρώτη πράξη. ’Αμέσως μετά άκολουθονσε
ένα E ntrem es, (μονόπρακτη φάρσα) πού τελείωνε τις περισ
σότερες φορές μ ’ έναν χορό. Τότε ερχόταν ή σειρά τής δεύ
τερης πράξης τήν άκολουθονσε ένα δεύτερο E ntrem es και
τέλος ή τρίτη πράξη. Σέ εξαιρετικές περιπτώσεις ακολου
θούσε καί μ ιά m ojiga n ga (ένα φινάλε) Δ ιαλείματα δέν
υπήρχαν κι δλη ή παράσταση διαρκούσε τρεις ώρες.
Ή μουσική έπαιξε σημαντικό ρόλο στό ισπανικό θέα
τρο κι είν' άλήθεια λυπηρό ό'τι ελάχιστα δείγμ ατα διασώ θη
καν. Πολλοί συνθέτες τής εποχής έγραψαν μουσική γιά τό
θέατρο κι ένας άπό αυτούς ό Ju a n Bias de Castro, ήταν στε
νός φίλος τού Βέγα. "Οταν πέθανε στά 1631, ό Β έγα έγραψε
14 ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Tfi εγκώ μιό του. ΙΙολλά άπό τά χειρόγραφά τον J.B .d e
Castro φνλαγόνταν ατό Βασιλικό ’Αρχείο, άλλά δνστνχώς
καταστράφηκαν οτή μεγάλη πνρκαγιά τον 1734.
Τήν εποχή έκείνη δέν έδιναν μεγάλη σημασία στήν Ιστο
ρική ακρίβεια των κοστονμιών. Ό ϊδιος ό Βέγα, σχολιάζει
στο «Arte Nuevo de H acer C om edias» τό πόσο κωμικό
ήταν νά βλέπεις τούς Ρωμαίους νά φορούν κοντοβράκι καί
τονς Τονρκονς τραχηλιά. "Οσο γιά τά σκηνικά μπορούμε νά
πούμε δτι ήταν σχεδόν πρωτόγονα. Ά ρκούσαν λίγα σπίτια
ζω γραφισμένα πάνω σ’ εναν καμβά γ ιά νά παραστήσουν
κάποιο δρόμο, καί λίγ α δέντρα ενα δάσος. Κ ι ό/Γ ετούτα
δοσμένα δίχως κ α μ ιά προσπάθεια προοπτικής. ”Οσο
γιά τούς ρόλους ατά πρώτα χρόνια οί γυναικείοι ρόλοι παί
ζονταν άπό άγόρια, δπως καί στό άγγλικό θέατρο, καί μόνο
στά 1587 άρχισαν νά εμφανίζονται άπό σκηνής γυναίκες.
Ό Σαίξπηρ, δέν είχε τήν τύχη ν’ άκονσει τονς δμορφονς
στίχους πού εγραψε γιά τις ήρωίδες τον νά τονς άπαγγέλουν
γυναικεία χείλη ενώ 6 Βέγα πού τό θέατρό του είναι φημι
σμένο γιά τούς γνναικείονς χαρακτήρες τον είχε τήν τύχη
νά τούς δει νά ερμηνεύονται άπό θαυμάσιες ήθοποιονς. Οί
γυναίκες πού ήταν ή μεγάλη του χαρά άλλά κι ή συμφορά
του, έπαιξαν σημαντικό ρόλο καί στή ζωή καί στά εργα τον.
Οί γυναικείοι χαρακτήρες του είναι έξυπνοι, εύγενικοί, χαρι
τωμένοι. 'Ο Βέγα δέ χρησιμοποίησε τή δύναμή τον γιά νά
δνσφημήσει άπό σκηνής τή γυναίκα. ’Αντίθετα μάλιστα
σά γνήσιος Ισπανός ιππότης σεβάστηκε καί ύμνησε τή
γνναίκα.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 15
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ « FUENTEOVEJ UNA» ΚΑΙ
ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟ Υ Ε ΡΓΟ Υ
Ή πόλη F uenteovejuna, άπ’ όπου καί τό δνομα τον
έργον, β ρίσκεται στην επαρχία Κ όρντοβα, γύρω ατά 70
χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης Κόρντοβα. Στην εποχή
πού διαδραματίζεται ή νπόθεση, ή Φονεντεοβεχοννα ήταν
ενα χωριό μόλις 985 κατοίκων. 'Ο Λόπε ντε Βέγα πήρε τό
θέμα άπό ενα ιστορικό συμβάν, τό όποιο περιγράφεται στό
έργο τον Hades de Andrada : «C hronica de las O rdenes
y C avallerias de Santiago, Calaltrava y A lcantara»
Ή Φονεντεοβεχοννα, πού κατά λέξη σημαίνει «προ
βατοπηγή,», ήταν ενα ειρηνικό χωριό, ώς τή στιγμ ή πού
εμφανίσθηκε ένας άρπαγας Διοικητής πού μέ κάθε τρόπο
ποδοπατούσε τήν τιμή καί τήν υπόληψη των κατοίκων. Ό
γενναίος λαός δμως τής Φ ονντεοβεχοννα δέν μπόρεσε ν’
άντέξει γιά πολύ τήν κακή σνμπεριφορά τον άδίστακτον
Δ ιοικητή. "Ολοι μαζί, άνδρες καί γυναίκες ξεσηκώθηκαν,
άγανακτισμένοι άπό τήν άδικη καί τυραννική συμπεριφορά
τον καί τόν σκότωσαν.
Τούτη ή ομαδική εκδίκηση, ή δολοφονία δηλαδή τον
διοικητή τής Φονεντεοβεχοννα, πού έκανε κατάχρηση τής
έξονσίας τον, βίαζε τά κορίτσια καί σκότωνε όποιον ήθελε
δίχως νά δίνει λογαριασμό σέ κανέναν, άνάγκασε τό βασιλιά
Φερδινάνδο νά στείλει έναν δικαστή - άνακριτή στό χωριό
γιά νά ερευνήσει καί ν’ άνακρίνει τούς κατοίκους τούτης τής
άγροτικής πόλης, πόλης σέ σχέση μέ τις αναλογίες, χωριό
μέ τόν τρόπο ζωής. Σέ τούτη λοιπόν τήν πόλη τών χωρικών,
δπως θά μπ ορούσαμε νά τήν άποκαλέσονμε, οί κάτοικοι π α ίρ
νουν μ ιά μεγάλη ά π όφ α ση : ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ Σ Υ Γ
ΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ ΕΝΟΧΟΣ : Τό σύνολο είναι ό ένοχος.
Σ τήν ερώ τηση τοϋ δικαστή, «ποιός σκότω σε τόν Δ ιοικητή; ((?)
II. ΠΡΟΛΟΓΟΣ
απάντηση είναι μ ία : « F u en teoju n a Ιο hizon (ή Φουεντεο
βεχούνα τδκανε»),
Στό έργο αυτό, ό Λόπε ντέ Βέγα, διηγείται καί άνα-
πλάθει ένα πραγματικό γεγονός. Στό χρονικό τοϋ R ades,
πού δπως άνέφερα προηγουμένως έμπνεύστηκε ό συγγραφέας
τό εργο του, περιγράφεται ή επίθεση των χωρικών στό
σ π ίτι τού Διοικητή, ή δολοφονία του, ό πανηγυρισμός, άκόμη
κι ό σχηματισμός τον «γυναικείου στρατού)). Άναφέρεται
επίσης ή επίσκεψη τοϋ δικα στή στήν Φ. σταλμένος άπό τόν
Φερδινάνδο και τήν ’Ισαβέλλα γιά νά εξακριβωθεί ποιος
εκανε, τό φόνο και νά τιμωρηθούν οι ένοχοι. Ά ναφέρεται
άκόμη κι ή στερεότυπη απάντηση των κατοίκων, δτι ό μόνος
ένοχος είναι ή «Φουεντεοβεχούνα». Κ αι τέλος δταν οι καθο
λικοί μονάρχες, έμαθαν τήν κακή συμΛεριφορά τοϋ Διοικητή,
διέταξαν νά σταματήσει κάθε έρευνα. «S.SA.A. siendo in
form ados de las tiranias del com endator mayor, por las
cuales habia m erecido la m uerte, m andaron que se quedase
el negocio sin mas averiguacions».
Σ.Μ. ( Οί μεγαλειότητες δταν πληροφορήθηκαν τ'ις τυ
ραννικές πράξεις τοϋ Διοικητή, πού είχαν ώς άποτέλεσμα νά
προξενήσουν τή δολοφονία τον, διέταξαν νά παυσει κάθε
άλλη έρευνα γιά τήν υπόθεση αυτή» ( Ά πό τό Χρονικό τοϋ
Hades de A ndrada)
'Η ((Φουεντεοβεχούνα» μπορούμε νά ποϋμε πώς είναι
περισσότερο ένα έργο δράσης, παρά άνάλυσης χαρακτή
ρων. Είναι ένα έργο συνόλου ■ό π ραγματικός πρω ταγω νιστής
είναι ή ϊδια ή ((Φουεντεοβεχούνα».
Παρ’ δλα αυτά δμως, έχουμε μιά σχετικά καλή περι
γραφή των διαφόρων χαρακτήρων. Ά πό τήν πρώτη κι δλας
στιγμή μαθαίνουμε δτι ό Διοικητής, πού γύρω του, ή μάλλον
γύρω άπό τις κακές πράξεις του, χτίζεται δλο τό έργο,
είναι φύση περήφανη, έγωιστική, ανυπόμονη και αύθάδης.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 17
Ά πό τό διάλογο ανάμεσα στην Π ασκουάλα και στην Ααου-
ρένθια, μαθαίνουμε δτι κυνηγάει δλα τά όμορφα κορίτσια
τον χωριοϋ. (Π ράξη I, Σκηνή III) Τήν κακή συμπεριφορά
τον απέναντι στά θύματά τον, δταν θέλει νά άναγκάσει τήν
Γιακίνθα ν’ άκολονθήσει τούς στρατιώτες (Π ράξη II) καθώς
επίσης και τήν επίθεσή τον στήν Λαονρένθια πού τήν σώζει
ό Φροντόζο ( I πράξη). Τήν σκληράδα τον όταν διατάζει τούς
στρατιώτες νά κτνπήσονν τόν Μέγκο γιά νά τόν τιμωρήσουν
επειδή θέλησε νά νπερασπισθεϊ τήν Γιακίνθα.
((Μ αστιγώστε τον μέχρι άπό τις ζώνες σας
τά σίδερα έξω άπ’ τά λουριά νά πεταντοϋν. . .»
(Πράξη II).
Σ τή Σκηνή 17, Πράξη II, έχουμε άκόμη μιάν άπόδειξη
τής κακής μεταχείρισης άπέναντι στούς νπηκόονς τον. ’Ε
μποδίζει τό γάμο τής Λαονρένθια μέ τόν Φροντόζο και τήν
άπ αγάγει κι δλας. Σ τήν 'ίδια σκηνή φέρεται βάνανσα στον
ηλικιωμένο πατέρα τής Λαονρένθια, τόν Έ στεμπάν. Μ ιά
αλλη πτνχή τοϋ χαρακτήρα τον πού διαγράφεται καθαρά,
είναι ή θρασυδειλία του. "Οταν στήν τρίτη πράξη εμφανίζονται
οι χωρικοί, ζητώντας εκδίκηση, αμέσως υπόσχεται επανόρ
θωση. Πολύ αργά δμως, για τί :
((Cuando se alteran
los pueblos agraviados, y resuelveu,
nunca sin sanre o sin venganra vuelven»
(("Οταν ό άδικημένος λαός ξησηκω θεΐ
ποτέ τον πίσω δέ γυρνάει
άν πρώ τα έκδίκηση δέν πάρει
άν δέ χύσει τό αίμα πού ζητάει. . .»
Ό Διοικητής είναι ενα προσωπικό παράδειγμα τής το
πικής τνραννίας και τής αναρχίας πού συνάντησε ή ’Ισαβέλλα
σ’ ολάκερη τή χώρα, δταν ανέβηκε στο θρόνο τής Καστίλλης.
'Ο Έ στεμπάν, δήμαρχος τής Φουεντεοβεχοννα και
2
18 ΠΡΟΛΟΓΟΣ
πατέρας τής Ααουρένθια παρουσιάζεται ώς τρυφερός και
στοργικός πατέρας ( Πρ. III) άνθρωπος πού δέν τον λείπει
τό χιοϋμορ (Πρ. II) όταν πειράζει τήν Λαονρένθια σχετικά
μέ τήν πρόταση τοϋ Φροντόζο. Κ ι ακόμα τοϋ ’Εστεμπάν
ήταν ή ιδέα νά απαντήσουν στό δικαστή τή μοναδική κείνη
λέξη « F uen teoveju n a».
Οί τρεις νεαροί, ό Φροντόζο, ό Μ παρίλντο καί ό Μέγκο
διαφέρουν τελείως μεταξύ τους.
Ό Φροντόζο είναι ό ιδεαλιστής, τρελά ερωτευμένος μέ
τήν Ααουρένθια. Σπρωγμένος άπό τόν έρωτά του στέκει
αντιμέτωπος μέ τό Διοικητή καί μέ τό θάρρος του σώζει
τήν αγαπημένη του (Πρ. I).
Ό Μπαρίλντο είναι ό τύπος τοϋ συνετοϋ νέου, ενώ ό
Μέγκο, ό χοντρούλης καί καλωσυνάτος Μέγκο είναι ό
άστείος τοϋ χωριοϋ. 'Η χιουμοριστική του διάθεση τόν
κάνει νά λέει λέξεις όπως « T iranigos (III) καί «F uenleo-
vehunica» (III). Γνώρισε τήν σκληρότητα τοϋ Διοικητή
(τόν μαστιγώνουν στήν III Π ράξη) κι δμως δταν διηγείται
τό περιστατικό αύτό βρίσκει καί πάλι τρόπο νά μάς κάνει
νά γελάσουμε. "Οταν παρ δλα τά βασανιστήρια πού τοϋ
κάνουν δέν ομολογεί, οί χωρικοί τόν υποδέχονται σάν ήρωα.
(Πρ. III) Θαρρείς καί γιορτάζονν τή μεγάλη ανακούφιση
πού νοιώθονν, επειδή ό Μέγκο δέ μίλησε, γιατί ό Μέγκο
αντιπροσωπεύει τούς Ιδιους τούς χωρικούς, ό Μέγκο είναι
ή προσωποποίηση τής Φονεντεοβεχούνα.
Τά κύρια γυναικεία πρόσωπα είναι τρεις χαρούμενες
καί χαριτωμένες χωριατοποϋλες: ή Ααουρένθια, ή Γιακίνθα
καί ή Πασκουάλα.
Ή Ααουρένθια είναι ή κόρη τοϋ ’Ε στεμπάν. Ό Διοι
κητής τήν έχει βάλλει στό μάτι, άλλά ή Ααουρένθια κατα
φέρνει καί τοϋ ξεφεύγει. Ό Λόπε ντε Βέγα αφήνοντας τήν
Ααουρένθια νά μάς μιλάει γιά τό πώς περνά τή μέρα της
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 19
καθώς καί γιά τά τρία γεύματα τής μέρας, βρίσκει τήν
ευκαιρία νά μάς δώσει μιά γεύση άπό τήν άτμόσφαιρα τοϋ
χωριοϋ. Ά κονγοντας τήν Λαουρένθια θαρρείς κι αναπνέουμε
τόν καθαρό άέρα τής εξοχής.
Μάς τήν παρουσιάζει ψύχραιμη καί περήφανη, π.χ. δταν
ό Φροντόζο τής έξομολογεϊται τόν έρωτά τον εκείνη δεν τόν
ενθαρρύνει κι οντε τόν άφήνει νά καταλάβει τά δικά της
αισθήματα ( Πρ. 1). Πάντως ή άνδρεία τον τήν κάνει ν’
αλλάξει στάση (Πρ. II). Μιά άλλη ενδιαφέρουσα πλενρά του
χαρακτήρα της φαίνεται στόν περίφημο λόγο της, δταν
άναμαλλιασμένη καί μέ φανερά τά ϊχνη τής πάλης πού
προηγήθηκε μέ τούς άπαγωγεΐς της, μπαίνει στή Βονλή.
'Η Π ασκονάλα καί ή Γιακίνθα, οι δνό φίλες τής Λαουρένθια,
παρ’ όλο πού επισκιάζονται άπό τή δυνατή προσωπικότητά
της, δέν παύουν νά είναι δνο επίσης άξιόλογες παρονσίες.
'II Π ασκονάλα νοιώθει κι αντή περιφρόνηση γιά τόν Διοι
κητή ( Πρ. 1). 'I I σύγκριση δέ πού κάνει μεταξύ ανδρα καί
σπονργιτιοϋ είναι χαριτωμένη (Πρ. I).
”Εχουμε ακόμη δύο πρόσω πα, τόν Φερδινάνδο καί τήν
’Ισαβέλλα, τούς καθολικούς μονάρχες, πού ή παρονσία τους
άν καί αναγκαία ούτε ενδιαφέρουσα ούτε και ούσιαστική
είναι, θαλεγα δτι υπάρχει μόνο γιά λόγους έντυπώσεως
κάτι σάν εικόνες, παρά σαν ανθρώπινα όντα.
Καί τά κύρια αυτά πρόσωπα πού συναντήσαμε, πλαισιώ
νονται άπό ενα σωρό άλλα· μουσικούς, τραγουδιστές στρα
τιώ τες, άξιω ματούχονς καί χωρικούς. '11 Φουεντεοβεχούνα,
είναι, όπως είδαμε, ενα έργο χωρίς έναν συγκεκριμένο πρω
ταγωνιστή. 'Ο μόνος ήρωας είναι αύτός πού σκότωσε τό
Διοικητή. Κ αί αύτός πού σκότωσε τό Δ ιοικητή είναι ή
((ΦΟΥΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ»
Κ αίτη Κάστρο
* Τό έργο Φουεντεοβεχούνα είναι γραμμένο καί μεταφρασμένο σέ
στίχο άλλά γιά τεχνικούς λόγους, δηλαδή καθαρά έκδοτικούς άκο-
λουΟήσαμε αυτή τή μορφή.
ΦΟΥΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ
« ΠΡΟΒΑΤΟΠΗΓΗ »
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΤ
ΝΤΟΝΑ ΙΣΑΒΕΛΛΑ : 'Η Βασίλισσα τής Καστίλλης
ΝΤΟΝ ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΓΚΟΝ : Ό Βασιλιάς
ΡΟΝΤΡΙΙΌ ΤΕΛΛΕΘ ΖΙΡΟΝ : ’Αρχηγός του τάγματε
τής Καλατράβα
ΦΕΡΝΑΝ ΓΚΟΜΕΘ ΝΤΕ ΓΚΟΝΘΜΑΝ : Μέγας Διοικη
τής
OPTOTNIO^tai ΦΛΟΡΕΣ : 'Τπηρέτες τοΰ Διοικητή
ΝΤΟΤΓΜΑΝΡΙΚΕ
ΕΝΑΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ
ΔΤΟ ΣΤΜΒΟΤΛΟΙ ΤΗΣ ΣΙΟΤΔΛΔ ΡΕΑΛ :
ΕΝΑΣ ΣΓΜΒΟΤΛΟΣ ΤΗΣ ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ:
ΕΣΤΕΜΠΑΝ καί ΑΛΟΝΣΟ : Δήμαρχοι τής Φουεντεοβε
χούνα
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ ΓΙΑΚΙΝΘΑ καί
ΙΙΑΣΚΟΤΑΛΑ : Χωριατοποϋλες
ΧΟΤΑΝ ΡΟΧΟ : Πατέρας του Φροντδζο
ΦΕΟΝΤΟΖΟ,
ΜΕΝΓΚΟ καί ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Χωριατόπαιδα
ΛΕΟΝΕΛΟ : Πτυχιοϋχος Νομικής
ΤΣΙΜΠΡΑΝΟΣ : Στρατιώτης
ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ
Χωρικοί καί Χωρικές, μουσικοί, τραγουδιστές, στρα
τιώτες, άκόλουθοι. 'Η υπόθεση του έργου εξελίσσεται
στή Φουεντεοβεχούνα, στό Άλμάγκρο, στή Μεδίνα
ντέν Κάμπο, στή Σιουδάδ Ρεάλ καί σέ άλλες περιοχές.
Χρονολογία : 1476
Τό ίργο παίχτηκε στό Κρατικό Θέατρο Βορείου 'Ελλάδος τή θεα
τρική περίοδο 1976 - ’ 77 σέ σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη, μέ
σκηνογραφίες - κοστούμια Ά ντώνη Κυριακούλη και μουσική Θάνου
Μικρούτσικου.
Π ΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
Σ ΚΗΝΗ I.
( Κ ατοικία τοϋ ’Αρχηγού τοϋ Τάγματος τής Καλατράβα,
στο Ά λμάγκρο).
( ’Εμφανίζονται ό ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ, ό ΦΛΩΡΕΣ, ό
ΟΡΤΟΥΝΙΟ και δύο ΥΠΗΡΕΤΕΣ).
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Τδ ξέρει ό ’Αρχηγός δτι. βρίσκομαι, στήν
πόλη ;
ΦΛΟΡΕΣ : Τό ξέρει.
ΟΡΤΟΤΝΙΟ : Νέος πολύ είναι καί γι αύτό. Θά σοβαρέψει
ώστόσο μέ τά χρόνια.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Πώς είμαι ό Φερνάν Γκομέθ ντέ Γκονθμάν,
αύτό, τό ξέρει ;
ΦΛΟΡΕΣ : Παιδί είν’ άκόμα, μήν τόν συνερίζεσθε.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : ’Ά ν, τ ’ όνομά μου δέ γνωρίζει, τουλάχι
στον ξέρει δτι είμαι ό Μέγας Διοικητής ;
ΟΡΤΟΤΝΙΟ : Δέ βρίσκεται, κανείς νά τόνε συμβουλέψει
ευγενικά νά φέρεται. Κι ουτε λείπουνε βέβαια κι έκεϊνοι
πού τ ’ άντίθετο τοϋ λέν νά κάνει.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Τότε, λίγη άγάπη θ’ άποκτήσει γιατί, κλειδί
είν’ ή ευγένεια πού τήν καλή τή θέληση άνοίγει. Κι ή
άγένεια, ό δρόμος πού στά σίγουρα στήν έχθρα σ’
όδηγεΐ.
ΟΡΤΟΤΝΙΟ : ’Ά ν τδξερε ό άγενής πόσο δλοι τόν περι-
φρονοΰνε κι άν ήταν βολετό νά τόν ποδοπατήσουν άκό-
μη, ώ, άν ήξερε, θά προτιμοϋσε νά πεθάνει, παρά νά
συνεχίσει.
ΦΛΟΡΕΣ : Πώς, νά τόν άντέξω, τόσο κουραστικός πού
ε ίν α ι! Τί περιμένω τάχατε άπό δαΰτον ; Λένε, πώς
χωριατειά νά δείχνει δμοιος στόν δμοιό του άνόητο είναι.
24 ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝ A
Μά τήν άλήθεια δμως άπό άνώτερο σέ κατώτερο σκέτη
τυραννία μοιάζει. Δέν υπάρχει δμως έδώ τίποτε πού
νά σάς προσβάλλει. Παιδί εϊν’ ακόμα καί δέν μπόρεσε
νά μάθει τί σημαίνει νά σ’ άγαποϋν.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Τό καθήκον τής εύγένειας τδ άνέλαβε τήν
ίδια κείνη μέρα πού ό σταυρός τής Καλατράβα σκέπασε
τό στήθος του. Καί τοΰτο μόνο ήταν άρκετό νά τοϋ
διδάξει ευγένεια τί σημαίνει.
ΦΛΟΡΕΣ : Έάν σάς κακολόγησαν σ’ έκεΐνον σύντομα θά
τό μάθετε.
ΟΡΤΟΤΝΙΟ : Φύγετε, έάν έ'χετε άμφιβολίες
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : ’Ό χι ! Θάθελα νά δώ πώς είναι.
Σ Κ Η Ν Η II.
CΕμφανίζονται ό ’Αρχηγός τοϋ Τάγματος τής Καλα
τράβα μέ συνοδεία)
ΑΡΧΗΓΟΣ : Συγχώρεσέ με. Μά δρκο παίρνω στή ζωή μου
Φερνάν Γκομέθ ντέ Γκονθμάν, πώς τώρα μόλις μ’
ειδοποίησαν στήν πόλη μας δτι ήρθες.
ΔΙΟΙΚΗΤΙΙΣ : Δικαιολογημένα παράπονα είχα άπό σένα
γιατί ή άγάπη καί ή πίστη μουδιναν πιότερη έμπιστο-
σύνη άφοσιωμένος γιά νάμαι σ’ δτι εΐμαστε κι οί δυό.
Σύ, άρχηγός στήν Καλατράβα κι εγώ διοικητής σου καί
υπηρέτης σου πιστός.
ΑΡΧΗΓΟΣ : Δέν άμφέβαλα, Φερνάντο, πώς θαρχόσουν
νά μ’ άνταμώσεις άσε με άλήθεια νά σ' άγκαλιάσω.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Μοϋ οφείλεις, εΐν’ άλήθεια, σεβασμό. Για
τί γιά σένα έγώ, τή ζωή μου έβαλα σε κίνδυνο μεγάλο.
Καί σέ χίλιες έμπλεξα διαφορές, μέχρι νά δεχτεί ό
Πάπας τήν ήλικία σου νά παραβλέψει.
ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 25
ΑΡΧΗΓΟΣ : ’Αλήθεια, στόν ιερό σταυρό πού στά στήθη
μας φοράμε δρκο κάνω νά στ’ άνταποδώσω καί σάν
πατέρα μου, νά σέ τιμώ.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Είμαι άλήθεια, ικανοποιημένος άπό σένα.
ΑΡΧΗΓΟΣ : Τί νέα, άπό τον πόλεμο ;
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Δώσε προσοχή καί σύντομα θά μάθεις τό
χρέος σου ποιό είναι.
ΑΡΧΗΓΟΣ : Μίλησε, είμαι έτοιμος ν’ άκούσω.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Μεγάλε ’Αρχηγέ, Ντόν Ροντρίγο Τελέθ
Ζιρόν, πού σέ τόσο μεγάλα άξιώματα τοϋ πατέρα σου
ή άξια —είναι φανερό —σ’ έχει φέρει πάνε τώρα όκτώ
χρόνια π ’ άφησε στά χέρια σου, τήν άρχηγία γιά μεγα
λύτερη σιγουριά έβαλε βασιλιάδες καί διοικητές τούτη
τήν πράξη νά δεχτούνε καί νά τή βεβαιώσουνε μέ δρκο.
’Ακόμη κι ό Πάπας Ιΐίος ό δεύτερος έβαλε στό χαρτί τή
μολυβένια τή σφραγίδα καί μετά κι ό ΐδιος ό Πάολο
ώστε ό Ντόν Χουάν Πατσέκο, μεγάλος τοϋ Σαντιάγκο
αρχηγός, γίνει σύμβουλος δικός σου. Καί τώρα πού έχει
πιά πεθάνει, στά χέρια σου βρίσκεται, άν κι είσαι τόσο
νέος τοϋ τάγματος ή διοίκηση. Θέλω δμως νά σέ προ
ειδοποιήσω πώς ή τιμή σου άπαιτεΐ νά σταθείς μέ τό
μέρος τών προγόνων σου γιατί άπό τότε πού πέθανε
ό 'Ερρίκος ό 4ος οί δικοί σου θέλουνε τό βασιλιά
’Αλόνσο της Πορτογαλίας νά ύπακοΰνε, πού χάρη
στή γυναίκα του τής Καστίλλης τό βασίλειο κληρο
νομεί. Τήν ϊδια άπαίτηση δμως εχει γιά τήν ’Ισα
βέλλα κι ό Ντόν Φερδινάνδος, μέγας πρίγκηπας τής
Άραγόνας. Στά μάτια δμως τών δικών σου συγγε
νών τό αίτημά σου δέν είναι οΰτε δίκαιο οΰτε τόσο
σωστό δσο τοϋ ’Αλόνσο τής Πορτογαλίας καί δέν
πιστεύουν πώς έγινε άπάτη στής Χουάνα τή διαδοχή,
πού ό πρώτος σου έξάδελφος έχει τώρα στη δική
ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ
του κατοχή. Ά κου λοιπόν, τί συμβουλή σοϋ δίνω :
τους Ιππότες τής Καλατράβα μάζεψε στό Άλμάγκρο
γιά νά πάτε τή Σιουδάδ Ρεάλ νά καταλάβετε· τήν
πόλη πού δεσπόζει άνάμεσα στήν Καστίλλια καί τήν
Ανδαλουσία. Δέ χρειάζονται άνδρες πολλοί γιατί,
έκεΐ γιά στρατιώτες έχουνε τούς γειτόνους τους καί
κάτι λίγους ιππότες πού τήν ’Ισαβέλλα υποστηρίζουνε
καί βασιλιά τους τόν Φερδινάνδο θεωρούν. Ά ν καί παιδί
ακόμη, Ροντρίγο θάταν ωραίο νά ξάφνιαζες δλους
εκείνους πού λένε πώς τοΰτος ό σταυρός πέφτει πολύ
βαρύς γιά τούς άδύνατους ώμους σου. Κοίτα τούς κομή
τες της Ούρένια άπό δπου καί ή δική σου ή καταγωγή.
Τιμημένοι μές τούς τάφους κείτονται καί περήφανα
τις δάφνες πού κερδίσανε σάς δείχνουν. Σκεφτεΐτε
άκόμη τούς μαρκησίους τοϋ Βιλιένα κι δλους τούς άλ
λους τούς γενναίους άρχηγούς πούναι τόσοι πολλοί,
πού τής φήμης τά φτερά μέ δυσκολία τούς βαστοΰν.
Βγάλε τοϋτο τό λευκό σπαθί σου καί τρέξε γρήγορα στή
μάχη, κόκκινο νά τό βάψεις σάν τόν σταυρό στό στήθος
σου. Γιατί δέ θά μπορούσα άρχηγό τοϋ κόκκινου σταυ
ρού νά σε φωνάζω δσο λευκό στό πλάι σου τό ξίφος
θά βαστάς. Γιατί καί τό ενα στό στήθος σου καί τ ’ άλλο
στό χέρι πρέπει τό χρώμα τ ’ άλικο, τό κόκκινο νάχουν.
Κι έσύ, Ροντρίγο, άφησε τή νιότη σου καί τήν άξία
σου, τή φήμη νά στεφανώσουν τών ένδοξων προγόνων
σου.
ΑΡΧΗΓΟΣ : Φερνάν Γκομέθ, διόλου μην άμφιβάλεις.
Σέ τοϋτο τής άδικίας τό πανηγύρι μέ τό μέρος τών
δικών μου θέ νά πάω γιατί βλέπω πώς τοϋτο είναι τό
σωστό. Κι άν πρέπει στή Σιουδάδ Ρεάλ νά έπιτεθώ
τότε θέ νά δεις στα τείχη της νά πέφτω ίδιος φοβερός
κεραυνός. Είμαι, άλήθεια, νέος πολύ, άλλά δέ θέλω
ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 27
οί δικοί μου κι οί ξένοι νά σκεφτοϋν πώς μιά καί πέθανε
ό θείος μου χάθηκε μαζί του καί τό δικό μου θάρρος.
Θά τραβήξω λοιπόν τό λευκό σπαθί μου κι ή λάμψη
του τό χρώμα τοϋ σταυροΰ θά πάρει καθώς στό κατα-
κόκκινο τό αίμα θά τό βουτώ. Κι έσύ Διοικητή ποϋ
θέ νά μείνεις ; "Εχεις στρατιώτες μαζί σου ;
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Λίγους, άλλά πιστούς πού μαζί σου άν
τούς πάρεις σά λιοντάρια θέ νά πολεμήσουν. Βλέπεις
πώς στή Φουεντεοβεχούνα ό λαός είναι ταπεινός κι
ούτε στήν τέχνη τοϋ πολέμου μαθημένος παρά μονάχα
στις δουλειές των χωραφιών.
ΑΡΧΗΓΟΣ : ’Εδώ πέρα λοιπόν στρατοπεδεύσατε ;
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Ναι, έδώ. Διάλεξα νά μείνω τοΰτον τόν
καιρό πού ολα είναι τόσο ταραγμένα. Κάλεσε δλους
τούς άνδρες σου μήν ξεχάσεις ούτε ένα ύπήκοό σου.
ΑΡΧΗΓΟΣ : Σήμερα κι δλας θά μέ δεις καβάλα στ’ άλο
γό μου καί μέ τό κοντάρι στό χέρι.
Σ Κ Η Ν Η III.
( Π λατεία τής Φουεντεοβεχούνα. ’Εμφανίζονται ή ΠΑ-
ΣΚΟΥΑΛΑ και ή ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ)
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : ΙΙοτέ του νά μή γυρίσει πίσω.
ΠΑΣΚΟΤΑΛΑ : Kl δμως θαρρώ, πώς δταν τό νέο τοΰτο
σοΰφερα σ’ είδα λιγάκι λυπημένη.
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : 'Ο Θεός νά δώσει ποτέ μου νά μήν τόν
ξαναδώ, στή Φουεντεοβεχούνα !
ΠΑΣΚΟΤΑΛΑ : Λαουρένθια, είδα πολλές γενναίες σάν
κι έσένα, κι ’ίσως άκόμα περισσότερο, πού δμως ή
καρδιά τους, τέτοιες στιγμές μαλάκωνε σά φρέσκο
βούτυρο.
.Ή ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ
ΛΛΟ Ϊ'ΡΕΝΘΙΛ : Μπορεί καμιά νά φανεί πιο κρύα πιό
ψύχραιμη άπ’ δτι τώρα. έγώ ;
11ΑΣΚΟΤΑΛΑ : ’Ά ντε, ποτέ κανείς δέν μπορεί νά πει
άπό τούτη τήν πηγή δέ θά πιω.
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Μάρτυς μου ό θεός, θέ νά τό πώ κι δλος
ό κόσμος άς μέ βγάλει ψεύτρα. Θάχα κάποιο δφελος
τόν Φερνάντο ν’ άγαπήσω ; Μήπούς νά τόνε παντρευτώ ;
ΙΙΑΣΚΟΥΑΛΑ : ’Όχι.
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Και τήν ντροπή, τήν άρνοΰμαι ! Τάχα
δέν ξέρεις πόσα κορίτσια στό χωριό πού πιστέψανε
στοϋ Διοικητή τά λόγια στέκουν τώρα άτιμασμένα !
ΠΛΣΚΟΥΑΛΑ : Θαΰμα θαρρώ στ’ άλήθεια θάναι άν άπ’
τά χέρια του ξεφύγεις !
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Κι δμως καλή μου Πασκουάλα πάει
ένας μήνας τώρα πού μέ παρακολουθεί’ άδικα δμως,
γιατί καμιά δέν τούδίοσα έλπίδα. ’Εκείνος ό Φλόρες
ό υπηρέτης του κι ό Όρτούνιο, άλλος παμπόνηρος
μοΰδειξαν μιά φούστα, ένα κολλιέ κι ένα χτένι γιά νά
βάλω στα μαλλιά μου. Καί τόσο πολύ μοΰ παινέσανε
τόν Φερνάντο τόν κύρη τους πού στ’ άλήθεια τρόμαξα-
δχι τόσο δμως, γιά νά ύποκύψω.
ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ : Καί ποϋ σοϋ μίλησαν ;
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Κεΐ πέρα, στό ποτάμι, πάνε οκτώ μέρες
τώρα.
ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ : Φοβάμαι Λαουρένθια μή καί σέ κατα
φέρουνε στό τέλος.
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Ποιόν έμένα ;
ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ : Ποιόν άλλον ; Καί βέβαια έσένα.
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Είμαι ϊσως νέα κι δμορφη γιά τήν εξο
χότητά του. 'Όμως διάολε, είμαι καί πολύ σκληρή.
Καλύτερα μ’ άρέσει καλή μου Πασκουάλα, τό πρωί νά
ψήνω στή φωτιά ένα κομμάτι χοιρομέρι καί νά τό
ΦΟΥΕΝΤΒΟΒΕΧΟΤΝΑ 29
τρώω μ’ ένα κομμάτι ψωμί, ή μ’ ένα κουλούρι πού
μόνη μου ζύμωσα καί να κλέψω άπ’ τής μάνας μου το
παλιό κανάτι, λίγο κρασάκι. Καί το μεσημέρι νά βλέπω
τό μπούτι τ ’ άγελαδινό νά κολυμπάει στό κατσαρόλι
μέσα σε μιά θαυμάσια άρμονία, ολο άφρούς καί φου-
σκαλίδες, μέ τα λαχανικά μαζί. Τί νόστιμο στ’ άλήθεια
πάντρεμα πού κάνουν τό κρεμμύδι, μέ τό χοιρομέρι
σά γυρνώ στό σπίτι πεινασμένη. Καί σά νυχτώσει,
μέχρι νάρθει τοϋ φαγητού ή ώρα, νά κόβω άπ’ τό δικό
μου άμπέλι ένα μοσχομυριστό τσαμπί σταφύλια. 'Ο
Θεός νά μου τό φυλάει άπ’ τό χαλάζι. Καί σάν ετοιμα
στεί πιά τό φαγητό τί λιχουδιά, άλήθεια ένα λουκά
νικο μέ τό πιπέρι καί τό λάδι του. Κι ύστερα νά πάω
εύχαριστημένη στό κρεβάτι μου. Νά πώ τήν προσευ-
χούλα μου τό «μη εΐσενέγκεις ήμάς εις πειρασμόν» γιά
νά μέ φυλα άπ’ 8λες τις πονηριές πού πάν νά μου σκα
ρώσουνε τοϋτοι οΐ δυο οί παγαμπόντηδες μέ τις υπο
σχέσεις τους γιά τή δήθεν άγάπη του καί τήν έπι-
μονή του ένώ ή μόνη σκέψη τους είναι νά πέσουν στό
κρεβάτι μ’ ευχαρίστηση καί τό πρωί νά ξυπνήσουνε,. . .
βαρυεστημένοι.
ΠΛΣΚΟΤΑΛΑ : Δίκιο έχεις. Λαουρένθιά μου, σάν τούς
περάσει ή άγάπη γίνονται πιό άχάριστοι κι άπ’ τον
άλήτη, τό σπουργίτι. Τό χειμώνα, πού τά χωράφια
κρύα παγωνιά τά σκεπάζει, τά σπουργίτια κατεβαίνουν
άπ’ τις στέγες καί ζητιανεύουν λίγα ψίχουλα, απ’ τό
δικό μας τό τραπέζι. Τιτιβίζουνε καί λένε «χριστιανοί,
χριστιανοί» ζητώντας λίγο ψωμάκι, λίγο φαί. ’Αργό
τερα, δμως, σάν κοπάσει πιά τό κρύο καί οΐ άγροί.
γεμίσουνε λουλούδια δέν κατεβαίνουν πιά φωνάζοντας :
«χριστιανοί» γιατί τήν καλωσύνη πού τούς κάναμε
τήν έχουν πιά ξεχάσει. Καί χοροπηδάνε πάνω στις
ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ
στέγες καί μάς κοροϊδεύουνε φωνάζοντας : ((σκύλοι...
σκύλοι» ’Έ τσι είναι καί οί άνδρες ! "Οταν τήν άνάγκη
μας έχουνε είμαστε ή ζωή τους, τό είναι τους, ή ψυχή
τους, ή καρδούλα τους. Σαν τούς περάσει ομως τό
πάθος από χριστιανές γινόμαστε άμέσως σκύλες, καί
δέν ξέρω τί άλλο άκόμα !
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Δέν πρέπει νάχεις εμπιστοσύνη σέ κα-
νέναν !
ΠΑΣΚΟΤΑΛΑ : Τό ΐδιο πιστεύω κι εγώ, Λαουρένθια.
Σ Κ Η Ν Η IV.
( ’Ε μφανίζονται ό ΜΕΓΚΟ, 6 ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ καί ό
ΦΡΟ Ν ΤΟ Ζ Ο )
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Μπαρίλντο, σέ βλέπω σαν πολύ νευριασμένο.
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Τουλάχιστον βρίσκεται εδώ αύτός πού
θά μας π ει ποιο είναι τό σωστό.
ΜΕΓΚΟ : Πρώτα δμως θά κάνουμε μια συμφωνία ! Έάν
βγει σωστό σαν τό δικό μου, ό καθένας θά μου δώσει
αύτό πού έβαλε γιά στοίχημα.
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Έ ν τάξει. Συμφωνώ. ’Ά ν χάσεις ομως,
τί θέ νά μάς δώσεις ;
ΜΕΓΚΟ : Θά σας δώσ<υ τό λαούτο μου, άπό ξύλο πυξιας
πού άξίζει πιότερο κι άπό ολάκερη σιταποθήκη.
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : ’ Εν τάξει. Δέχομαι.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Μπορούμε νά παμε λοιπόν. 'Ο Θεός μαζί
σας, ώραΐες μου κυρίες !
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : «Κυρίες», μας είπες «κυρίες», Φροντόζο ;
Σημ. Μετ.: RABEL : μουσικό βργανο σέ σχήμα μαντολίνου.
’Έχει χορδές καί παίζεται μέ τόξο. Κάτι σάν πρόγονος τοΰ βιολιού.
ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 31
ΦΡΟΝΤΟΖΟ: Τή μόδα άκολουθοϋμε. Σήμερα λέμε αύτόν
πού εχει δίπλωμα καθηγητή, ό τυφλός στις μέρες μας,
έγινε μύωπας, μονόφθαλμο λέμε τόν άόμματο, κουτσό
τό μονοπόδαρο, ό χειρότερος τεμπέλης ό καλύτερος
τών ανθρώπων. Γιά τό μεγάλο στόμα, ώραία φωνή
γιά τό μικρό μάτι βλέμμα άετοΰ. Τόν καυγατζή τόν
λέμε πειραχτήρι, χαριτωμένο τό μηχανορράφο καί
χαριεντολόγο τόν κουτσομπόλη. 'Ο ανυπόφορος γ ί
νεται γενναίος. Ό δειλός άδύναμος. Ό άτρόμητος
έκκεντρικός, σύντροφος ό φλύαρος κι ό τολμηρός τρε
λός. Μεγαλοπρεπή λέμε τό φαλακρό καί χαριτωμένο
τόν άνόητο καί κείνος πού ’χει μεγάλα πόδια λένε πώς
έχει γερά θεμέλια. Τόν βλογιοκομμένο τόνε λέν συνα
χωμένο, τόν ψηλομύτη ευγενικό, τόν άφελή ξύπνιο
μυαλό κι ό καμπούρης γίνεται φορτωμένος. . . Κι έτσι
κι έγώ λοιπόν, δταν «κυρίες» σάς άποκαλώ τούτους
έδώ μιμούμαι κι άν ήθελα νά συνεχίσω δέ θάχα, άλή-
θεια, τελειωμό.
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : ’Ίσως τούτη νάναι ή γλώσσα πού στήν
πολιτεία μιλάνε. ’Αλήθεια 8μως, μά τήν πίστη μου,
ύπάρχει κι άλλο λεξιλόγιο χειρότερο άκόμη, στή γλώσ
σα τής άγένειας.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Γιά πές μου. Θάθελα πολύ νά τ ’ άκούσω.
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Είναι τελείως άντίθετο άπό αύτά πού
είπες. Τό σοβαρό τόν άνθρωπο γκρινιάρη τόνε λένε.
Τή δίκαιη ανταμοιβή τή θεωρούνε τύχη. ’Απότομο,
κείνον πού τήν άλήθεια λέει, μελαγχολικό τόν βαρύ,
άνανδρεία τήν ύπομονή κι ενοχλητικό κείνον πού δίνει
συμβουλές. ’Εάν είσαι δίκαιος, σέ λέν σκληρό- έπιεικής;
τότε σέ λέν άδύνατο, χαλβά. Ό ευγενικός, είναι κόλα
κας κι εκείνος πού κάνει έλεημοσύνες υποκριτής κι ό
καλός ό Χριστιανός, τάχα προσποιείται. Τήν άλήθεια,
ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ
απερισκεψία τήνε λένε, καί δειλία τήν υπομονή καί
σφάλμα τήν άτυχία. Τήν ένάρετη γυναίκα τήνε λένε
άνόητη καί τήν ω ρ α ία ...’Αλλά άρκετά. Θαρρώ πώς
τοϋτα άρκοϋνε γιά νά πάρεις άπάντηση σ’ 8τι μου
ζήτησες.
ΜΕΓΚΟ : Είσαι σατανάς, μά τήν άλήθεια.
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Θεέ μου ! Πώς τσούζει ή γλώσσα της !
ΜΕΓΚΟ : Βάζω στοίχημα, πώς ό παπάς, τήν ώρα πού
σέ βάφτιζε, μέ τις χούφτες τδριξε τ ’ αλάτι, γιά νά
μιλάς ετσι.
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : ’Ά ν κατάλαβα καλά, κάποιο στοίχημα
σας εφερε σέ μάς.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Ναι Ααουρένθια, άκου.
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Μίλα.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Δόσε προσοχή, Ααουρένθια σ’ αύτά πού
θά σοΰ πώ.
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Προσεκτικά σ’ άκούω. Ποιά είναι λοιπόν
ή διαφορά σας ;
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : ’Εμπιστεύομαι στήν κρίση σου.
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Ποιό ήτανε τό στοίχημα, λοιπόν ;
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Στοιχηματίσαμε ό Μπαρίλντο κι έγώ ένάν-
τια στον Μέγκο.
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Κι ό Μέγκο, τί υποστηρίζει ;
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Άρνιέται ένα γεγονός πού είναι καί βέβαιο
κι αληθινό.
ΜΕΓΚΟ : Καί πάλι τό άρνιέμαι γιατί ξέρω ποιά εΐν’ ή
~ άλήθεια !
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Μά λοιπόν, τί λέει ;
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Λέει πώς, αγάπη, δεν υπάρχει.
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Θάλεγα, πώς είναι μάλλον. . .νόμος.
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Τέτοιος νόμος είναι τρέλα. Δίχως άγάπη,
ο κοσμος ή ζωή, 6λα θά σταματούσαν.
ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 33
ΜΕΓΚΟ : Έ γώ άπδ φιλοσοφία, δέ σκαμπάζω. ’Ά χ ! του
λάχιστον νά μπορούσα λίγο νά διαβάσω ! Ά ν 8μως
τά στοιχεία σ’ αιώνια διχόνοια ζοΰνε καί άπό αύτά τά
ΐδια, τά κορμιά μας δέχονται τροφή, για νά μπορέσουνε
νά ζήσουν, τήν οργή, καί τή μελαγχολία τό θυμό καί
τό αίμα, τότε δλα είναι ξεκάθαρα !
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : 'Ο κόσμος έδώ ή πάρα πέρα Μέγκο είν’
ολος άρμονία. 'Η άρμονία είναι καθαρή άγάπη γιατί
ή άγάπη, είναι συμφωνία.
ΜΕΓΚΟ : Σας είπα οτι δεν άρνιέμαι της φυσικής άγάπης
τήν άξία. 'Υπάρχει άγάπη καί κυβέρνα ολα τά πράγ
ματα στή γή. Ποτέ μου δεν τ ’ άρνήθηκα, πώς ό καθένας
έχει μιάν άγάπη πού τον διατηρεί έτσι δπως είναι.
Σαν πέφτει ένα χαστούκι, τό χέρι μου, εύθύς τό πρό
σωπό μου προστατεύει. "Αν κίνδυνος τό κορμί μου
άπειλεΐ, τά πόδια τρέχοντας φεύγουν νά τό σώσουν. Τά
βλέφαρά μου κλείνουνε εύθύς μη καί τά μάτια μου
πάθουνε κακό, γιατί ετούτη είναι ή άγάπη ή φυσική.
ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ : Καλά λοιπόν, τότε ποιά είναι ή διαφο-
—----ρ«^μας ;
ΜΕΓΚΟ/: Έ γώ λέω, πώς κανείς δέν άγαπάει τίποτε π ε
ρισσότερο άπό τόν ίδιο του τον εαυτό. . .
ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ : Συγχώρα με, Μέγκο, άλλά γελιέσαι !
Kt ό νόμος ό φυσικός, πού κάνει έναν άνδρα τή γυναίκα
ν’ άγαπήσει ή ένα ζώο ν’ άγαπα τό ταίρι του είναι
άραγε ψεύτικος, τί λές ;
ΜΕΓΚΟ : Τούτη, είναι άγάπη εγωιστική. ’Αλήθεια, τί
είν’ άγάπη ;
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : ’Αγάπη, είναι μιά βαθειά επιθυμία γιά
κάτι δμορφο.
ΜΕΓΚΟ : Καί τήν ομορφιά έτούτη γιατί τή λαχταρά ή
άγάπη ;
ΦΟΤΕΝΤΒΟΒΒΧΟΤΝΑ
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Γιά νά τή γευτεί, νά τή χαρεΐ.
ΜΕΓΚΟ : Τότε λοιπόν, είναι δπως τό λέω. Τούτη ή ευχα
ρίστηση πού λαχταρώ, δεν είναι γιά τον ίδιο μου τον
έαυτό ;
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Ναί, ετσι είναι.
ΜΕΓΚΟ : Τότε λοιπόν, άπό άγάπη γιά τον έαυτό του δεν
ψάχνει κανείς νά βρει, αύτό πού τον ευχαριστεί;
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : ’Αλήθεια, έ'τσι είναι.
ΜΕΓΚΟ : Λοιπόν, στον κόσμο έτοϋτο, άλλη άγάπη δεν
υπάρχει έξόν άπό αύτήν πού σας είπα.
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Κάποτε ό παπάς στο κήρυγμά του είπε
πώς ήταν κάποιος, πού τόνε λέγαν Πλάτωνα καί πού
τήν άγάπη δίδασκε. Ό άνθρωπος αυτός άγαποϋσε
μόνο τήν ψυχή καί την άρετή στό πρόσωπο τ ’ άγαπη-
μένο.
ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ : Τώρα μάλιστα, μπήκες στό θέμα πού
δασκάλους καί σοφούς κάνει νά σπαζοκεφαλιάζουν στις
άκαδημίες καί στά σχολειά τους.
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Καλά σοϋ λέει, Μέγκο, μήν κουράζεσαι
τούς άντιπάλους σου νά πείσεις καί νά δοξάζεις τό
Θεό πού σ’ έπλασε δίχως άγάπη.
ΜΕΓΚΟ : ’Εσύ, άγαπάς ;
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ: Ν α ί-τ ή ν τιμή μου.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Ό Θεός νά σέ τιμωρήσει κάνοντάς σε τής
ζήλειας νά νοιώσεις τον καημό.
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : ΙΙοιός κέρδισε λοιπόν ;
ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ : Άκοϋστε. Μπορείτε νά πατε τόν καν
τηλανάφτη νά ρωτήσετε. Γιατί είτε κείνος εϊτε ό παπάς
μπορούνε νά σάς λύσουν τή διαφορά. Ή Λαουρένθια
δέν άγαπα, κι έγώ πείρα δέν έχω γιά νά μπορέσω
τή διαφορά σας νά τή λύσω. Πώς νά κρίνουμε λοιπόν
σωστά ;
ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 35
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : 'Γπάρχει καλύτερη άπάντηση άπό τούτη
τήν περιφρόνηση ;
Σ Κ Η Ν Η V.
( ’Εμφανίζεται 6 ΦΛΟΡΕΣ)
ΦΛΟΡΕΣ : Ό Θεός μαζί σας.
ΠΑΣΚΟΤΑΛΑ : Νάτος, τοϋ Διοικητή ό υπηρέτης !
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Καλό κουμάσι. Πού νά πάρει ή εύχή I
Καί άπό ποϋ μάς έρχεσαι πατριώτη ;
ΦΛΟΡΕΣ : Μά δέ βλέπετε πώς έρχομαι άπ’ τον πόλεμο ;
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : ’Έρχεται μήπως κι ό Ντον Φερνάντο ;
ΦΛΟΡΕΣ : Ό πόλεμος τελείωσε, μας στοίχισε όμως
αίμα καί φίλους.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Πές μας, τί έγινε ;
ΦΛΟΡΕΣ : Ποιος άλλος τάχα, νά διηγηθεΐ μπορεί καλύ
τερα άπό μένα ; πού τά ϊδια μου τά μάτια εΐχα γιά
μάρτυρες ; Γιά νά πάρει τήν πόλη πού τή λένε Σιουδάδ
Ρεάλ μάζεψε ό γενναίος άρχηγός δυο χιλιάδες περή
φανους στρατιώτες τριακόσιους καβαλάρηδες, ιππότες
καί λαϊκούς γιατί ό κόκκινος σταυρός υποχρεώνει
αύτόν πού τον φορεΐ νά πολεμάει άκόμα κι άν άνήκει
σέ τάγμα ιερό. ’Αλλά εννοείται, μόνο στούς Μαυριτα-
νούς ενάντια. 'Ο γενναίος νέος, έμφανίστηκε φορώντας
πράσινη καζάκα κεντημένη μ’ ολόχρυση κλωστή κι
όπως είχε τά μανίκια σηκωμένα άστραφτε στά μπρά
τσα του τ ’ άτσάλι. Πήγαινε καβάλα σ’ ένα γκρίζο
άλογο πού στό Γκουανταλγκιβίρ ήπιε νερό καί βόσκησε
Σ.Μ. Γκουανταλγκιβίρ : Στό πρωτότυπο άναφέρεται ώς BETIS
ρωμαϊκή ονομασία γιά τον Γκουανταλγκιβίρ.
36 ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ
στις εύφορες τις δχθες του. 'Η ράχη τ ’ άλογου ήταν
ζωσμένη μέ δέρμα ελαφιού. Το χαλινάρι μέ λευκά γα
λόνια πού λάμπανε στόν ήλιο σά νιφάδες χιονιού καί
λές κι άντικατοπτρίζονταν μέ τά κεντήματα ΐδια λευκά
λευκά άνθάκια πάνω στήν κάπα πού στους ώμους
του είχε ριγμένη. Στό πλάι του, ό Φερνάν Γκομέθ ό
άφέντης μας, καβάλα σ’ ενα άλογο στό χρώμα τοϋ
μελιού, μέ χαίτη μαύρη καί μαύρη ούρά καί μιά λευκή
πινελιά ν’ άστράφτει πάνω στή μουσούδα. Πάνω άπ’
τό πορτοκαλί του ροΰχο άστραφτερή πανοπλία φορεΐ στο
λισμένη μέ χρυσάφι καί πετράδια. Τό λοφίο του στεφα
νώνουν λευκά φτερά καί θαρρείς μοιάζει μέ κλωνί
άνθισμένης πορτοκαλιάς. Γύρω στό μπράτσο του δεμέ
νη μιά ταινία άπ’ οποί) κρέμονταν μιά λόγχη, πού ήτανε
θαρρείς ολάκερο μελιάς δεντρί, έτσι πού μέχρι τή Γρα-
νάδα τόνε τρέμαν. Οί άνδρες στήν πόλη πήρανε τ ’ άρματα
καί δήλωσαν πώς ποτέ δέν πρόκειται ν’ άπαρνηθοϋνε τή
βασιλική κορώνα τοΰ Φερδινάνδου καί τής ’Ισαβέλλας
κι άκόμα πώς τήν πόλη τους καί τήν περιουσία τους θά
ύπερασπιστοϋνε. Κι δμως, οσο κι άν άντισταθήκαν ό
άρχηγός τήν πόλη τήν έπήρε καί διέταξε δλους τούς
επαναστάτες κι δλους δσους τήν τιμή του πρόσβαλαν
νά τούς κόψουν τό κεφάλι κι έκείνους πού άπό χαμηλή
τάξη προέρχονταν νά τούς βάλουν φίμωτρο στό στόμα
καί νά τούς μαστιγιόσουνε δημόσια. Τώρα στήν πόλη
τον φοβούνται άλλά καί τόν άγαπάνε τόσο πολύ πού
λένε πώς λίγα χρόνια σαν περάσουν καί κάπως στήν
ήλικία προχωρήσει, ετσι δπως πολεμά, νικά καί τιμ ω
ρεί φόβος καί τρόμος, ’ίδια μάστιγα γιά τήν ’Αφρική
θά γίνει καί θά ύποτάξει κάθε γαλάζια ήμισέλινο πού
ενάντια στόν κόκκινο σταυρό του στέκει. Στό Διοικητή
καί σ’ δλους δσοι σ’ έτούτη δώ τήν επιχείρηση τόν
Φ Ο ΐΕ Ν Τ Ε Ο Β Ε Χ Ο ΐΝ Α 37
βοήθησαν γιά νά τούς εύχαριστήσει καί νά τους άντα-
μείψει τόσα πολλά δώρα έδωσε πού θαρρείς λεηλα
τώντας τήν πόλη, τήν ϊδια του τήν περιουσία λεηλα
τούσε. Ά λλά θαρρώ, πώς άκούω μουσική. ’Έρχονται !
'Υποδεχτείτε τους χαρούμενα γιατί στο θρίαμβο του
νικητη καλύτερη δάφνη δέν υπάρχει άπ’ τήν καλή τή
διάθεση αύτών πού τον υποδέχονται.
Σ Κ Η Ν Η VI.
CΕμφανίζονται, ό ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ, δ ΟΡΤΟΥΝΙΟ,
μουσικοί, τραγουδιστές, ό ΧΟΥΑΝ ΡΟΧΟ, ό Έ στε-
μπάν με τον ΑΛΟΝΣΟ)
(Μ ουσικοί)
Καλώς όρισες
καλέ μας Διοικητή
πού ξέρεις τις χώρες νά κατακτάς
καί τούς έχθρούς μας νά σκοτώνεις !
Νά ζήσει ό Διοικητής !
Νά ζήσει ό ’Αρχηγός!
Νίκησε τούς Μαυριτανούς
πού σά βελανιδιές είναι δυνατοί.
Κι άπ’ τή Σιουδάδ Ρεάλ
θριαμβευτής μάς έρχεται.
Μά τώρα, στής ειρήνης τον καιρό
καλός κι ευγενικός ιππότης είναι.
’Έρχεται στή Φουεντεοβεχούνα
καί τά λάβαρά του άνεμίζουν.
Εϊθε χρόνια πολλά νά ζήσει !
Ζήτω ό Φερνάν Γκομέθ !
ΦΟΥΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Κάτοικοι τής Φουεντεοβεχούνα ! Σας εύ-
χαριστώ γιά τήν άγάπη πού μου δείχνετε.
ΑΛΟΝΣΟ : Κι είναι μέρος μόνο τής άγάπης μας έτοϋτο.
Γιατί, βσο μεγάλη κι άν είναι ή άγάπη μας, έσύ άξίζεις
πιο πολύ.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : 'Η Φουεντεοβεχούνα, καί τό συμβούλιο
πού σήμερα τίμησες σέ παρακαλοΰν νά δεχτείς τοΰτο
τό μικρό δώρο, πού τά καρότσια έτοϋτα φέρνουν,
σκεπασμένα μέ ομορφα βαλανιδιάς κλαριά π ’ άξίζουν
πιότερο άπό δώρα άκριβά. Φέρνουν πρώτα δυό καλά
θια γεμάτα μέ είδη πήλινα μετά ένα κοπάδι χήνες,
πού τά κεφάλια βγάζουν έξω άπ’ τά κάγκελα, τήν πο
λεμική σου άξία γιά νά τραγουδήσουν. ’Ακολουθούνε,
δέκα χοίροι παστοί, σπουδαία κομμάτια δίχως ν’ άνα-
φέρω τά κρέατα καί τά λουκάνικα πού μοσκοβολάνε
καλύτερα κι άπό άμβρα. Εκατό ζευγάρια κόττες,
πού χήρους άφησαν 6λα τά κοκόρια στά γύρω τά χωριά.
Δεν έχουμε δπλα έδώ, οΰτε κι άλογα μήτε πανοπλίες
χρυσοστόλιστες έκτος κι άν δέ μοιάζει μέ χρυσό, ή
άγάπη μας. "Ομως είναι κι άλλο ένα πράγμα, πού γιά
τήν άγνότη του νά σας έγγυηθώ μπορώ κι άξίζει άλή-
θεια νά τ ’ άναφέρω : δώδεκα δερμάτινα ασκιά μέ θαυ
μάσιο κρασί πού άν οί στρατιώτες σας, πιούνε άπό
δαϋτο, δίχως διόλου ροϋχα, γυμνοί, κι ας είναι καί
Γενάρης, θά μπορούσανε νά καταλάβουνε ένα τείχος
καί θάτανε καλύτερα οπλισμένοι παρά άν κουβαλάγανε
δπλα άληθινά γιατί τό κρασί τρυπάει καί τό πιό σκληρό
άτσάλι. Τά τυριά καί τ ’ άλλα μικροπράγματα δέ θά
τ ’ άναφέρω διόλου : άς μιλήσουν άπό μόνα τους τά
δώρα έτοϋτα γιά τήν άγάπη τών υπηκόων σου. Κι
εύχόμαστε νά τά χαρεΐς έσύ καί τό σπιτικό σου.
ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΪΝΑ 39
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Σας είμαι άλήθεια εύγνώμων. ’Ά ς πάτε
στό καλό.
ΑΛΟΝΣΟ : Ξεκουραστείτε κύριε, τώρα, πού ξέρετε πώς
είστε καλοδεχούμενος. Κι έτοϋτα τά καλάμια πού
βλέπετε κι έτοϋτα τά σπάρτα γύρω στό κατώφλι σας
πετράδια άπό τήν ’Ανατολή, θά θέλαμε νάταν κι άκόμα
περισσότερο, αν είχαμε τή δύναμη ν’ άνταμείψουμε
τήν άξία σας.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Σας πιστεύω, κύριοί μου ! Ό Θεός μαζί
σας !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Ε ! Τραγουδιστές ! Τραγουδεϊστε μας καί
πάλι !
(01 μουσικοί τραγουδούν)
Καλώς δρισες
καλέ μας Διοικητή,
πού ξέρεις τις χώρες νά κατακτάς
καί τούς έχθρούς μας νά σκοτώνεις.
( Φεύγουν)
Σ Κ Η Ν Η VII.
(Ό ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ, ή ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ, ή ΠΑΣΚΟΥΑ-
ΛΑ, ό ΟΡΤΟΥΝΙΟ κ α ί ό ΦΛΟΡΕΣ)
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Έ , σείς οΐ δυό. Περιμένετε.
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Τί διατάζει ή έξοχότης σας ;
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Τί ; Μά γιά τ ’ δνομα τοϋ Θεοϋ καί πάλι
τόσο άκατάδεχτη, μαζί μου !
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Σέ μένα μιλά ΙΙασκουάλα ;
ΠΑΣΚΟΤΑΛΑ : Σέ μένα πάντως όχι. Ξέρεις καλά ποιαν
έννοεΐ.
/»« ΦΟΪΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ
ΔΙΟΙΚΙΙ ΓΗΣ : Σέ σένα μιλώ, δμορφη καί περήφανη κόρη
καί στήν άλλη τήν κοπέλα. Δικές μου δέν είστε ;
ΙΙΛΣΚΟΓΑΛΑ : Μάλιστα κύριε ! ’Όχι όμως, δπως έσεΐς
το έννοεΐτε !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : ’ Ελάτε περάστε το κατώφλι μου μή φο
βάστε, εΐν’ οί άνδρες μου μέσα.
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : ’Ά ν μπαίνανε οί δήμαρχοι (πού ό ένας
πατέρας μου είναι) τότε θά μπορούσαμε νά μπούμε.
Ά λλα τώρα... δχι !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Φλόρες.........
ΦΛΟΡΕΣ : Κύριε.........
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Τί περιμένουν τάχα γιά νά υπακούσουνε
σ’ 6τι τις είπα ;
ΦΛΟΡΕΣ : Ε λάτε. Περάστε μέσα !
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Μή μ’ άγγίζεις !
ΦΛΟΡΕΣ : Μπείτε μέσα, μήν είστε άνόητες !
ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ : Ά σ ε μας ! Γιά νά κλειδώσεις μόλις
μποϋμε μέσα ;
ΦΛΟΡΕΣ : Περάστε μέσα. Νά σάς δείξει θέλει τί έφερε
άπ’ τον πόλεμο.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ: ( σ τ ο ν ’ Ορτούνιο Ιδιαιτέρω ς): Μόλις μπού
νε μέσα, κλείδωσε Όρτούνιο.
( Μπαίνει μέσα)
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Φλόρες άσε μας νά φύγουμε.
ΟΡΤΟΥΝΙΟ : Δέ σάς πρόσφεραν κι έσας μαζί μέ τ ’ άλλα
δώρα ;
ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ : Μά τήν πίστη μου ! Πώς τολμάς ;
Φύγε για τί. . .
ΦΛΟΡΕΣ : Α ρκετά. Σάν τις πολύ σπουδαίες μάς κάνετε.
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Δέν τοΰφτασε του κύρη σας, τόσο κρέας
πού του χαρίσανε σήμερα ;
ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ \\
ΟΡΤΟΤΝΙΟ : Κείνος τό δικό σας θέλει.
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ: ΙΊού νά σκάσει άπό τούς πόνους!
( Φεύγουν)
ΦΛΟΡΕΣ J 'Ωραία τά καταφέραμε ! Ιίοιός τον άκούει
τώ ρ α! Κι έγώ δέν ξέρω τι θά μάς σούρει μόλις μάς
δει χωρίς τά κορίτσια νά πηγαίνουμε. Ιίοιός τόν άντέχει
αλήθεια !
ΟΡΤΟΤΝΙΟ : ’Έ τσι είναι δταν ύπηρετεΐς. Έάν θέλεις
νά προκόψεις πρέπει νά μάθεις, υπομονή νά κάνεις,
άλλιώς καλύτερα νά τοΰ δίνεις.
(Φεύγουν καί οί δυο)
Σ Κ Η Ν Η VIII.
(Κ α το ικ ία των Βασιλέων στην ΜΕΝΤΙΝΑ ΝΤΕΛ
ΚΑΜΠΟ) ’Εμφανίζονται ό βασιλιάς ΝΤΟΝ ΦΕΡ-
ΔΙΝΑΝΔΟ, ή βα σίλισσα ΝΤΟΝΑ ΙΣΑΒΕΛΛΑ, δ
MANPIK E και ακολουθία)
ΝΤΟΝΑ ΙΣΑΒΕΛΛΑ : 'Η γνώμη μου είναι κύριε πώς
δέν πρέπει νά φοβόμαστε νά δοϋμε τήν κατάσταση
όπως άκριβώς είναι. 'Ο Άλόνσο είναι γνωστό πώς
ετοιμάζει τό στρατό του και πώς τή θέση του γερά κρατά.
Πρέπει νά πάρουμε τήν κατάσταση στά χέρια μας,
δίχως νά περιμένουμε πρώτα ό κίνδυνος νά φανεί. Γιατί
άν άμέσως δέν ενεργήσουμε ϊσως μετά, νάναι πολύ
ά ρ γ ά .. .
ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Ά πό τή Ναβάρα καί τήν Άραγκόν σίγουρη
τήν έχουμε τή βοήθεια. "Οσο γιά τήν Καστίλλη, φρον
τίζω κι οργανώνω τόν στρατό κι έτσι άν βιαστούμε
θά προλάβουμε νά έτοιμαστοϋμε, καί τό σκοπό μας
νά πετύχουμε.
ΦΟΪΒΝΤΕΟΒΒΧΟΤΝΑ
ΝΤΟΝΛ ΙΣΑΒΕΛΛΑ : 'Ώστε ή μεγαλειότη σου πιστεύει
οτι τοϋτο στήν επιτυχία θά οδηγήσει !
ΜΑΝΡΙΚΕ : Μεγαλειότατε δυό σύμβουλοι είν’ έξω άπό
τή Σιουδάδ Ρεάλ. Μπορούνε νά περάσουν ;
ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Μήν τούς άρνιέστε νά μέ' δουν !
Σ Κ Η Ν Η IX.
(Μ παίνουν οι ΰνμβονλοι τής ΣΙΟΥΔΑΔ ΡΕΑΛ).
1ος ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ : Καθολικέ βασιλιά Φερδινάνδο πού
ό Θεός άπό τήν Άραγόνα στήν Καστίλλη σέ στέλνει
γιά τό δικό μας τό καλό. Στ’ ονομα τής Σιουδάδ Ρεάλ
ταπεινά παρουσιαζόμαστε μπροστά σου ικετεύοντας
τή βασιλική ^·ου προστασία. Μεγάλη γιά μας τιμή
υπήκοοι δικοί σου νά γενοϋμε, κακιά όμως μοίρα, κα-
τάστρεψε τούτη τή χαρά. Ό ξακουστός ντόν Ροντρί-
γο Τελέθ Ζιρόν, ό άρχηγός τής Καλατράβα πού τό
θάρρος του δέ συμβαδίζει μέ τά νιάτα του γιά νά κερδί
σει δόξα κι έδαφος τήν πόλη πολιόρκησε. Μ’ δλες μας
τις δυνάμεις άντισταθήκαμε. Τόσο, πού ποτάμι έ
τρεχε τό αΐμα των νεκρών. Στο τέλος, κατάκτησε τήν
πόλη. ’Αλλά δέ θά τό κατόρθωνε δίχως τον Φερνάν
Γκομέθ πού τον βοηθούσε, τον συμβούλευε καί τον
καθοδηγούσε. ΤώροΓπία, τήν πόλη μας κείνος τήν κυ
βερνά κι έμεϊς, οί δικοί σου ύπήκοοι δικοί του θά γίνου
με, έκτος κι άν βρεθεί μιά γρήγορη λύση.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Που είναι τώρα, ό Φερνάν Γκομέθ ;
1ος Σύμβουλος : Στήν Φουεντεοβεχούνα, θαρρώ, γιατί,
δική του πόλη είναι, έχει σπίτι έκεΐ, ολάκερη κατοικία
καί ζεΐ μέ μιάν έλευθερία πού νά στήν περιγράφουμε
δέν τό μπορούμε, έκεΐνο δμώς πού μπορούμε μέ σιγου
ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΛ 43
ριά νά ποΰμε, είναι οτι στερεί άπό τούς υπηκόους του
κάθε έλπίδα ευτυχίας καί χαράς.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ : ’Έχετε κανέναν άρχηγό ;
2ος Σύμβουλος : ’Ό χι μεγαλειότατε κανέναν. Κανένας εύ-
γενής δέ γλύτωσε. ’Όλοι τους αιχμάλωτοι, τραυματι
σμένοι ή νεκροί.........
ΝΤΟΝΑ ΙΣΑΒΕΛΛΑ : Τοϋτο πρέπει γρήγορα νά τακτο
ποιηθεί. Νά περιμένουμε θάτανε σά νά δίναμε στον
άντίπαλο πιότερα άπ’ οσα τολμά νά πάρει. Κι ΰστερα
μήν τό ξεχνάμε, ή Πορτογαλία μπορεί στήν Έξτρα-
ναδούρα νάβρει πόρτα άνοιχτή καί κακό μεγάλο νά μας
κάνει.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Ντον 'Μανρίκε. Συγκέντρωσε δυο λόχους
καί φύγε τώρ’ άμέσως. Μήν τούς άφήσετε σέ ησυχία
μέχρι νά τιμωρηθούν γιά τή μεγάλη τους άνοησία.
Ό κόμης τής Κάμπρα, θά σάς άκολουθήσει. Είναι
άπό τήν Κόρντοβα καί τόσο γενναίος πού δλοι πολεμιστή
τόν άποκαλοΰνε. Τοϋτο μονάχα μπορώ τώρα νά κάνω,
μη χάνουμε λοιπόν τήν ευκαιρία.
ΜΑΝΡΙΚΕ : Θ’ άκολουθήσω τή σοφή τή συμβουλή σου.
Τέλος θέ νά δώσω στο θράσος τούτου τοϋ παιδιού άν
ό Θεός μου χαρίσει ζωή.
ΝΤΟΝΑ ΙΖΑΒΕΛΛΑ : Στο καλό Μανρίκε ήσυχοι γιά τήν
έπιτυχία, μέ τή σκέψη μας σ’ άκολουθοϋμε!
Σ Κ Η Ν Η X.
(Σέ κάποιον άγρό κοντά στη Φουεντεοβεχούνα)' Ε μ
φανίζονται ή ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ και ό ΦΡΟΝΤΟΖΟ).
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ: ~Ω, Φροντόζο, τί τολμηρός πού είσαι; ’Ά
φησα μισοστραγγισμένη τήν μπουγάδα μου γιά νά μήν
ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ
κουτσουμπολεύουνε ποΰφυγα άπ’ τό ποτάμι. ’Ά σε πιά,
πού δλοι τους κρυφομιλοϋνε πώς σέ κοιτώ καί μέ κοιτάς
κι όλονώντό βλέμμα, πάνω μας στραμμένο είναι. Κι δπως
είσαι, δμορφος, χαρούμενος καί γελαστός δεν υπάρχει
κορίτσι ή άγόρι, σέ δάσος ή άγρό πού νά μή λέει, πώς
έμεϊς οί δυδ, σύντομα θέ νά παντρευτούμε. Κι δλοι, π ε
ριμένουνε τή μέρα, πού ό Χουάν Καμόρρο, ό παπάς,
γιά λίγο τ ’ άρμόνιό του θ’ άφήσει καί άπό τον άμβωνα
γιά μας τούς δυο θά τούς μιλήσει. Κι δμως θάτανε κα
λύτερα νά φρόντιζαν νάναι γεμάτες οί άποθήκες τους
μέ τ ’ αυγουστιάτικο χρυσό τό στάρι κι οί κούπες τους
μέ τον πορφυρένιο μοΰστο. Παρόμοιες φαντασίες δέ
μ’ ένοχλοϋνε κι ούτε τον ύπνο μου χαλνάνε. Κι άκόμη
λιγότερο μέ στενοχωρούνε κι ούτε πού μέ νοιάζει δτι
κι άν λένε.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ: ’Όμορφη Λαουρένθια ! Ή άδιαφορία σου
στ’ άλήθεια μ’ άναστατώνει. Κι δμως γλυκειά μου,
παίζω τή ζωή μου γιά νά σέ δώ, έ'στ.ω καί μιά στιγμή.
’Αφού ξέρεις τήν πρόθεσή μου σύντροφός σου νά γίνω
έπιθυμώ κι δμως δές πώς άνταμοίβεις τήν άγάπη μου
γιά σένα !
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Τί θάθελες λοιπόν νά κάνω ; ’Έ τσι είμαι
έγώ, άλλιώς πώς νά φερθώ ;
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Είναι άλήθεια δυνατό νά μήν πονάς πού μέ
βλέπεις τόσο πολύ νά υποφέρω. ’Άλλο δέν κάνω άπό
τό νά σέ σκέφτομαι συνέχεια σένα, τόσο πού ξεχνώ
άκόμη καί νά φάω, νά πιώ, νά κοιμηθώ. Πώς γίνεται
τούτη ή άγγελική μορφή, νά κρύβει μέσα της ΐόση
σκληρότητα ; ΤΩ Θεέ μου, θά τρελαθώ. . .
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Πρέπει νά φροντίσεις τον έαυτό σου,
Φροντόζο. . .
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Μονάχα σύ, γλυκειά Λαουρένθια μπορείς
ΦΟΥΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 45
νά μέ γιατρέψεις. Κι ή γιατρειά, είναι μία, νά ένωθοΰμε
καί σά δυο περιστεράκια νά γουργουρίζουμε γλυκά
κι ευτυχισμένα άφοϋ πρώτα στήν εκκλησία. . .
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Μίλησε στό θείο μου, τόν Χουάν Ρόχο.
Γιατί αν καί δέν μπορώ νά πώ ότι σ’ άγαπώ, κάτι
δμως νοιώθω μέσα μου γ ιά ....σ έ ν α !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Κάποιος ερχεται ! ~Ω δυστυχία μου !
Ό Διοικητής !
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Θά κυνήγα κανένα ελάφι ! Κρύψου !
Κρύψου πίσω άπό τούς θάμνους !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Θά κρυφτώ. ’Ά ν ήξερες μονάχα τί ζήλεια
νοιώθω !
( Κ ρύβεται)
Σ Κ Η Ν Η XI.
('Εμφανίζεται δ ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ. Κρατάει ατά χέρια
τον τόξο).
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Τί τύχη ! Νά κυνηγάς ενα φοβισμένο ζαρ
κάδι καί νά πέσεις πάνω σέ μιά τόσο ομορφη ελα
φίνα ! Αύτό θά π ει τύχη, μά τήν άλήθεια !
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : ΤΗρθα νά ξαποστάσω λιγάκι καί πρέπει
ευθύς στό ποτάμι πίσω νά γυρίσω τά ροΰχα ποΰπλενα,
ν’ άποτελειώσω άν τό επιτρέπει ή άφεντιά σας.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : ’Όμορφη Λαουρένθια, τόση μεγάλη περι
φρόνηση μοιάζει μέ προσβολή στή χάρη πού άπλόχερα
οΐ ουρανοί σοΰχουνε δώσει. Κι ετσι πού μιλάς άσκη-
μίζεις τήν άγγελική ομορφιά σου. Ά λ λ’ άν τις άλλες
φορές μπόρεσες νά ξεφύγεις άπ’ τά έρωτικά μου παρα
κάλια τούτη τή φορά, τό δάσος πούναι φίλος δια
κριτικός καί σιωπηλός δέ θά στό έπιτρέψει. Κι ούτε
ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝ A
ϋ’ αφήσει ψίθυρο κανέναν ν’ απλωθεί. Μονάχη σου έδώ
πέρα, δέ θά στέκεις πιά τόσο περήφανη καί τό άγέ-
ρωχό σου πρόσωπο δέ θ’ άποφύγει τό δικό μου βλέμμα,
γιατί γιά τον αφέντη σου μεγάλη θάναι προσβολή!
Μήν τάχατε, ή Σεμπαστιάνα τοΰ Πέτρο Ρεντόντο ή
γυναίκα κι ή άλλη, του Μαρτίν ντέλ Πότζο άμέσως
δέν υποταχτήκανε ; Κι ας ήτανε κι οί δυό τους παντρε
μένες ! 'Η δεύτερη μάλιστα, δυό μερών νύφη.
ΑΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : ’Ίσως, άρχοντά μου, γιατί έτοϋτες άπ’ άλ
λους είχαν μάθει τον τρόπο νά σας φανούν ευχάριστες.Καί
πολλοί άνδρες πριν άπό σάς είχανε δεχτεί τήν εύνοιά
τους ! Μά τό Θεό ! άν δέν είχα δει τόν σταυρό στο
στήθος σας, θά σας έπαιρνα γιά τόν ΐδιο τό διάβολο
έτσι έπίμονα πού μέ καταδιώκετε.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Τί περηφάνεια ! Τί θράσος ! . . . Στάσου
ν’ άφήσω τό τόξο καταγής, καί μ’ έλεύθερα τά χέρια θά
σέ μάθω σένανε τέτοια καμώματα σ’ έμένανε νά κάνεις !
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Πώς; Μά τί κάνατε; Μήπως τά λογικά
σας χάσατε ;
( Βγαίνει ό ΦΡΟΝΤΟΖΟ)
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : ’Έλα τώρα, μήν άντιστέκεσαι. . .
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Τό τόξο θέ νά πάρω Θεέ μου ! Κάνε μονάχα
μή τόνε σκοτώσω !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : ’Έλα τώρα, μή μου άντιστέκεσαι άλλο.
Ποιος τάχα θέ νά σ’ άκούσει μές τήν έρημιά ;
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : νΩ ! ουρανοί!. . . Βοηθεΐστε με τώρα !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Είμαστε μόνοι ! ’Έλα μή φοβάσαι !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Μεγάλε Διοικητή ! "Αφησε τό κορίτσι,
άλλιώς πίστεψέ με ό πόνος, καθώς κι ή όργή πού νοιώθω
μέσα μου τοϋτο τό τόξο, στήν καρδιά σας θά καρφώσουν |
Κι ας μέ τρομάζει δ σταυρός στο στήθος σας !
ΦΟΥΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ 47
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Σκύλε βρωμερέ. . .
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Δέν είμαι σκύλος ! Φύγε Λαουρένθια.
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Φροντόζο, πρόσεχε τί κάνεις !. . .
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Φύγε !
(Η ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ φεύγει)
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Καταραμένος, οποίος τρελός τό 8πλο του
άφήνει ! Κάτω τάφησα μή καί στή θέα του τρομάξει ή
εύαίσθητη έλαφίνα !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : ’Έ λοιπόν κύριε, πρόσεξε- έ'τσι καί χαλαρώ
σω τό δάκτυλο στό τόξο, πάει, χάθηκες !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Ά τιμ ε, προδότη ! Τό κορίτσι εφυγε !
Δόσε μου τό τόξο, άκοΰς άγροϊκε ;
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Τί ; Γιά νά μέ σκοτώσεις ; Σ’ ειδοποιώ,
πώς ή άγάπη είναι κουφή καί τις λογικές κουβέντες
δέν άκούει κι δταν μάλιστα θριαμβεύει. . .
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Πώς τδπαθα, έγώ, ό γενναίος, τήν πλάτη
μου νά στρέψω σ’ ετούτον τον άγροϊκο ! Τράβα, άτιμε,
τράβα ! άλλά τά λόγια τοϋτα άκου : Πατώ τούς νόμους
τής ιπποσύνης, μιλώντας γώ μαζί σου !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Δέ χρειάζεται νά μοϋ τό λές. Μήν τάχα
καί ξεχνώ ποιος είμαι ; Ά λλά, γιά νά γλυτώσω τή
ζωή μου, παίρνω τό τόξο σου, μαζί μου !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Τί άπρόσμενος κίνδυνος κι έτοΰτος ! Ά λλά
σύντομα έκδίκηση θά πάρω καί γιά τήν ένόχληση
μά καί γιά τήν προσβολή. Δέ θά πέσει στά χέρια μου,
ποΰ θά μοϋ πάει ; νΩ Θεέ μου, τί ντροπή !...
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Σ Κ Η Ν Η I.
(Ή Πλατεία τής Φουεντεοβεχούνα. ’Εμφανίζονται ό
ΕΣΤΕΜΠΑΝ κι ένας ΣΥΜ ΒΟΥΛΟΣ)
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Θαρρώ φίλε μου, κατά πώς φαίνεται δτι
δέν πρέπει άλλο νά πάρουμε άπ’ τό στάρι πού στις
αποθήκες μας έχουμε συγκεντρωμένο. 'Η χρονιά άσκη
μα άρχίνησε κι ό καιρός πέρνα. Θάναι λοιπόν καλύ
τερα δτι έχουμε στις άποθήκες μας νά τό φυλάξουμε
κι άς γκρινιάζει ό κόσμος.
ΣΤΜΒΟΤΛΟΣ : Σωστά. Κι έμένα πάντοτε σκοπός μου
ήτανε ειρηνικά και δίκαια νά κυβερνώ.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Ά ς κάνουμε μιά έκκληση στον Φερνάν
Γκομέθ λοιπόν. Νά κρατήσει τό στάρι στήν άποθήκη.
Δέ φτάνουνε τά βάσανά μας κι οΐ έννοιες μας οί τόσες,
έχουμε καί τούς άστρολόγους άπό πάνω δέν ύποφέ-
ρονται μά τήν αλήθεια πού γιά πράγματα άγνωστα
καί μελλούμενα νά συμβοϋν μ’ ατέλειωτες ιστορίες
νά μας πείσουνε θένε, ενώ τά μυστικά έτοΰτα τά γνωρί
ζει μονάχα ό Θεός. Γιά θεολογία μας μιλοϋν ώρες
άτέλειωτες άλήθεια καί γιά τά περασμένα καί γιά τά
μελλούμενα μας λένε ! Ά ν κάνεις δμως καί ρωτήσεις
κάποιον, γιά τό παρόν τότε θά δεις καί τόν σοφότερο
νά μήν μπορεί νά σ’ απαντήσει. Τί τάχα θαροϋνε, πώς
έχουνε στό σπίτι τους τά ουράνια νέφη κλειδωμένα, ή
μήπως ξέρουνε πώς κεραυνούς νά φτιάνουν ! Ά πό
ποϋ ξέρουνε τί γίνεται στον ουρανό έπάνω καί μας
τρομάζουν έτσι ; Ανακατεύονται γιά τό πότε θά σπεί
ρουμε. Πότε γιά τό στάρι, πότε γιά τό κριθάρι, γιά τ ’
ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 49
αγγούρια καί τα κολοκύθια. . . . Γιατί κείνοι στ’ άλή-
θεια εΐν’ οί κολοκύθες ! Μας λένε, πώς κάποιος μεγά
λος θά πεθάνει. Κι έτοϋτο συμβαίνει άλήθεια... στήν
Τρανσυλβανία ομως ! Τό κρασί θάναι λιγοστό, σοϋ
λένε άλλά θά περισσέψει, στής Γερμανίας τά μέρη. . .
Στή Γασκώνη θά πέσει στά κεράσια παγωνιά καί τ ί
γρεις θά εμφανιστούν στην 'Ιρκανία. Καί μά τήν πίστη
μου, σπείρεις δέ σπείρεις ό χρόνος πάντα τελειώνει
τό Δεκέμβρη.
Σ Κ Η Ν Η II.
( ’Ε μφανίζονται ό ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ και ό ΛΕΟΝΕΛΟ
πτνχιονχος νομικής)
ΛΕΟΝΕΛΟ : Πρόσεξε μήν πάρεις φόρα καί τά ψέματα
άρχινίσεις γιατί κατά πώς βλέπω, τοϋ κουτσουμπολιοϋ
τά πόστα κι δλας πιασμένα είναι.
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Πώς τά πέρασες λοιπόν στή Σαλαμάνκα ;
ΛΕΟΝΕΛΟ : Ά ! Είναι μεγάλη ιστορία !
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Θάσαι σωστός πιά δικηγόρος.
ΛΕΟΝΕΛΟ : Ούτε κάν μπαρμπέρης !
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Θάσουν τό δίχως άλλο, πολύ καλός φοιτη
τής.
ΛΕΟΝΕΛΟ : Προσπάθησα νά μάθω τά πιό σπουδαία.
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Στήν εποχή μας, πού τόσα πολλά τυπώ
νουνε βιβλία, δέν εμεινε κανένας πιά θαρρώ πού τον
έαυτό του νά μή θεωρεί σοφό !
ΛΕΟΝΕΛΟ: Κι δμως τώρα είναι πού περισσότερη άπό άλλο
τε υπάρχει άμάθεια. 'Η ύπερβολή τών γνώσεων στη
σύγχιση οδηγεί κι ή έπιθυμία γιά μόρφωση στής μα
ταιότητας χάνεται τ ’ άτέλειωτα τά νέφη. Κι εκείνος
4
50 ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ
πού συνήθεια εχει πολύ νά διαβάζει, μόνο τά βιβλία
πού υπάρχουνε νά δει, τά χάνει. Δέν άρνιέμαι βέβαια
πώς της εκτύπωσης ή τέχνη άπ’ τό σκοτάδι έβγαλε,
χιλιάδες συγγραφείς καί φαίνεται πώς τούς κρατεί
κάτω άπό τόν ίσκιο της κι άπό τό χρόνο καί τή λησμο-
νιά τούς προστατεύει. Κι είν’ ή τέχνη της έκτύπωσης
πού τά βιβλία τά πολλαπλασιάζει καί βοηθάει νά δη
μοσιεύονται. Τούτη τήν έφεύρεση στον Γουτεμβέργιο
τή χρωστάμε έναν σπουδαίο Γερμανό άπό τή Μαγκού-
σια πού χάρη στήν έφεύρεση ετούτη βλος ό κόσμος
θά τόν θυμάται, χρόνια αιώνια. Πολλοί δμως, πού
πρώτα σοφούς τούς θεωρούσαν, τούτη τή φήμη χάσανε
γιατί τά έργα τους τυπώσανε. Κι αύτό, ενώ φήμη
σοφών είχαν, τυπώσανε μονάχα άνοησίες. Άλλους
πάλι, τόσο μεγάλη ζήλεια τούς κυρίεψε πού πήγαν
καί τυπώσανε, κάτι άνοησίες ποΰγραψαν μέ τ ’ δνομα
τοϋ συγγραφέα πού πιο πολύ μισούσαν γιά νά τόν
παρουσιάσουνε άνόητο στά μάτια τοϋ κόσμου, (ώστε
άνόητος στά μάτια τοϋ κόσμου νά φανεί).
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Δέ συμφωνώ μαζί σου, Λεονέλο.
ΛΕΟΝΕΛΟ : 'Ο άγράμματος είναι φυσικό τό μορφωμένο
νά μισεί.
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Λεονέλο, ή εκτύπωση, είναι χ ά τι πολύ
σημαντικό !
ΛΕΟΝΕΛΟ : Δίχως αύτήν πολλοί αιώνες πέρασαν. Καί
στις μέρες μας δέν είδαμε μήτε σέ Δύση μήτε σ’ Α να
τολή έναν Ά γ ιο 'Ιερώνυμο ή έναν Αύγουστίνο !
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Ά ς σταματήσουμε τή συζήτηση, γιατί
είσαι πεισματάρης. Πάμε καλύτερα νά καθήσουμε.
ΦΟΪΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 51
Σ Κ Η Ν Η III.
('Εμφανίζεται 6 ΧΟΥΑΝ ΡΟΧΟ κι ενας άλλος
χω ρικ ό ς)
ΧΟΤΑΝ ΡΟΧΟ : Στις μέρες μας δέν άρκοϋνε τέσσερα
χωράφια γιά προίκα. "Ετσι, τό θέλει τό έθιμο, λένε·
σπουδαίο έθιμο μά τήν άλήθεια ! Εϊτε πλούσιος είτε
φτωχός, ά, όχι ! τό έθιμο δέν άλλάζει !
ΧΩΡΙΚΟΣ : Τί έγινε μέ τό Διοικητή ; Τί νέα έχουμε ;
ΧΟΤΑΝ ΡΟΧΟ : Τί νέα ! Μετά τό φέρσιμό του στη
Λαουρένθια τότε μονάχη πού στό δάσος τήνε βρήκε !
ΧΩΡΙΚΟΣ : 'Υπάρχει άραγε άλλος πιο βάρβαρος καί πιό
άναντρος άπό δαϋτον ; Πού νά τόνε δώ νά κρέμεται
άπό τοϋτο τό λιόδεντρο, μά τήν άλήθεια !
Σ Κ Η Ν Η IV.
(Ε μφανίζονται δ ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ, ό ΟΡΤΟΥΝΙΟ και
6 ΦΛΟΡΕΣ)
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : 'Ο Θεός νά σας έχει καλά, καλοί μου
άνθρωποι !
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ : Κύριε !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Μή σηκώνεστε. . . .
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : 'Η άφεντιά σας, ας καθήσει. Κι έμεϊς
ευχαρίστως, όρθιοι θά σταθούμε !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Κι έγώ, σας λέω νά καθήσετε !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Ταιριάζει σ’ άνθρώπους άξιους νά τιμούν
αύτούς πού πρέπει. Γιατί άλλίμονο, δσοι έχουνε τιμή
μπορούν καί νά τήνε προσφέρουν !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Καθήστε. Θέλω νά μιλήσουμε οί δυό μας.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Είδε ή άφεντιά σας, τό λαγό πού έστειλα ;
52 ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Ναί, κι οί υπηρέτες μου ξαφνιάστηκαν
άπ’ τή σβελτάδα του, δήμαρχέ μου.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : ’Αλήθεια, είναι σπάνιο ζώο, μοναδικό.
Πάω στοίχημα πώς μπορεί στο τρέξιμο νά ξεπεράσει
άκόμα καί ληστή πού τόν κυνηγάνε.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Θάθελα μ’ έτούτη τήν εύκαιρία νά τόν
βάλετε νά κυνηγήσει κάποιο άλλο νεαρό κουνελάκι
που πολλές φορές τό πήρα άπό πίσω μά άδικα ! 'Όλο
μοϋ ξεφεύγει.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Μετά χαράς νά τό κάνω. Ποϋ είναι ; Ποϋ
μπορώ νά τοβρω ;
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Θαρρώ πώς σείς καλύτερα τό ξέρετε μιά
καί πρόκειται γιά τή δική σας κόρη !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Τήν κόρη μου !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Μάλιστα.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Καλά, άλλά, ταιριάζει, σ’ εναν άρχοντα,
νά θέλει μιά κόρη άπλή, τή δική μου κόρη ;
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Μάλλωσέ την, δήμαρχέ μου. Μάλλωσέ
τηνε, γιά τ ’ ονομα τοϋ Θεοϋ !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Μά πώς ; Γιατί ;
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Μέ πόνεσε, μέ θύμωσε, μέ πρόσβαλλε.
'Υπάρχει μιά γυναίκα, σπουδαία πού ό άντρας της,
στέκει ψηλά κι όμως, στο πρώτο νεϋμα μου, άμέσως
υποτάχτηκε.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Κι έκανε πολύ άσκημα ! Κι έσεΐς άρχοντά
μου, δέν κάνετε καλά τόσο λεύτερα νά μιλάτε.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Πώ,πώ ! Γιά κοίτα ρητορική ό χωριάτης !
Έ , Φλόρες, γιά φρόντισε νά τοϋ δώσεις τήν «Πολιτεία»
τοϋ ’Αριστοτέλη νά διαβάσει.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Κύριε, ό λαός έπιθυμεΐ, κάτω άπό τις
διαταγές τής τιμημένης άφεντιας σας νά ζεΐ. Προσέξτε