The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.

Φουέντε Οβεχούνα - Λόπε Ντε Βέγκα

Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by , 2017-01-31 12:41:58

Φουέντε Οβεχούνα - Λόπε Ντε Βέγκα

Φουέντε Οβεχούνα - Λόπε Ντε Βέγκα

ΦΟΥΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ 53

δμως, στή Φουεντεοβεχούνα. 'Υπάρχουνε άνθρωποι,
σπουδαίοι !__
ΑΕΟΝΕΛΟ : Είδατε θράσος ;
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Σύμβουλε, μήπως είπα κάτι πού σας έ-
πρόσβαλε ;
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ : Μιλήσατε άδικα κύριε. Δέν είναι σωστό
ετσι νά μιλάτε γιά τήν τιμή μας, τήν περηφάνειά μας.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : "Εχετε σείς τιμή, περηφάνειά ; ”Ω ! τοϋτα
τ ’ άδέρφια τής Καλατράβα !
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ : Κάποιος άπ’ αυτούς δμως καυχιέται γιά
τόν σταυρό πού τοΰ φορέσατε πώς τάχα δέν είναι άπό
αίμα καθαρό.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Μήν τάχα θά λερώσω τό δικό σας ένώ-
νοντάς το λιγάκι μέ τό δικό μου ;
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ : Άνομοι πόθοι, λερώνουν τό αίμα !

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : 'Ό πως καί νάναι, δμως διόλου οί γυναίκες
σας δέν παραπονιούνται ! ’Ίσα ϊσα, τιμή τις κάνω !

ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Τά λόγια σας είναι προσβλητικά, κύριε !
Κι δσο γιά τά εργα σας, κανείς μας δέν τά έγκρίνει !

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Πώς μέ κουράζουν τοϋτοι οί χωριάτες !
Ά χ ! Τί δμορφα πουναι στις πολιτείες δπου τούς
άνθρώπους μέ άξία κανείς δέν ένοχλεΐ. Κεΐ πέρα οί
άνδρες σ’ έκτιμοϋν καί κολακεύονται άπό πάνω, δταν
τις γυναίκες τους, έπισκέπτεσαι !

ΕΣΤΕΜΠΑΝ : ’Ό χι, κύριε, δέν εΐν’ ετσι ! Μάς τά λέτε
γιά νά μας κοιμίσετε. Στις πολιτείες υπάρχει Θεός.
Καί κάτι άκόμα : υπάρχουν άνθρωποι πού ξέρουν νά
τιμωρούν !...

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Φύγετε άπό 8ώ !

ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Θέλετε άλήθεια νά έπαναλάβω δ,τι είπαμε
οί δυό μας ;

54 ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Φύγετε. Μακρυά άπ’ τήν πλατεία. Κανείς
σας νά μή μείνει έδώ.

ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Θά φύγουμε.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : ’Ά ν μπορείτε κάνετε κι άλλιώς !
ΦΛΟΡΕΣ : Κύριε, ψυχραιμία !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Θέλησαν κεφάλι νά σηκώσουν οί χωριάτες,

όσο έλειπα !
ΦΛΟΡΕΣ : Κάντε λίγη υπομονή.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : 'Υπομονή ! Ξαφνιάζομαι στ’ άλήθεια ποΰ

τή βρήκα τόση ! Νά γυρίσουνε στά σπίτια τους κι ο
καθένας χωριστά ! Νά φύγουν δλοι !
ΛΕΟΝΕΛΟ : Θεέ μου ! ’Έ τσι θά τ ’ άφήσουμε νά περάσει
έτοϋτο ;
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : ’Εγώ, θά πάω άπό δώ.

( Φεύγουν οϊ χωρικοί)

Σ Κ Η Ν Η V.

ΓΟ ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ, δ ΟΡΤΟΥΝΙΟ και δ ΦΛΟΡΕΣ)

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Πώς σάς φάνηκαν άλήθεια οί άνθρωποι
αύτοί ;

ΟΡΤΟΤΝΙΟ : ’Εκείνοι δέν ξέρουν τις σκέψεις τους νά κρύ­
ψουν, άλλά κι εσείς δέ θέλετε τή δυσαρέσκειά τους νά
νοιώσετε.

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Θέλουνε μήπως, ϊσοι μέ μένα νά φανούνε ;
_ΦΛΟΡΕΣ : Θαρρώ δέν εΐν’ αύτή ή πρόθεσή τους.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Κι έκεΐνος ο χωριάτης πού ’κλεψε τό τόξο

μου, άτιμώρητος θά μείνει ;
ΦΛΟΡΕΣ : Χτές βράδυ, νόμισα πώς τόν είδα στήν πόρτα

τής Λαουρένθια κι έδωσα σέ κάποιον πού τουμοιαζε

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 55

κι είχε ένα σκουφί, ΐδιο μέ τό δικό του μιά καλή σπα­
θιά, άπ’ τδνα μέχρι τ ’ άλλο αυτί.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Που ν&ναι άραγε εκείνος ό Φροντόζο ;
ΦΛΟΡΕΣ : Λένε πώς έδώ τριγύρω βρίσκεται.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Τολμά έδώ νά τριγυρνά κάποιος πού
θέλησε νά μέ σκοτώσει ;
ΦΛΟΡΕΣ : Σάν τ ’ άνύποπτο πουλί πού μές τήν παγίδα
πέφτει ή σάν τό ψάρι πού κολυμπώντας στ’ αγκίστρι
τρέχει, έτσι θέ νά πιαστεί κι αύτός, μήν άνησυχεΐτε.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Μά νά τολμάει ένας χωρικός, έμένα, έναν
αρχηγό πού τό σπαθί μου τό τρέμει ή Κόρδοβα καί ή
Γρανάδα, ένας χαμένος νά στρέψει τό τόξο πάνω στό
στήθος μου ! Πάει χάλασε ό κόσμος, Φλόρες !
ΦΛΟΡΕΣ : Αυτά κάνουνε οί έρωτες !
ΟΡΤΟΤΝΙΟ : Είστε ζωντανός, μήν τό ξεχνάτε καί θαρρώ,
πώς εύγνωμορύνη τοϋ χρωστάτε.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Συγκράτησα τά αΐσθήματά μου, Όρτούνιο
άλλιώς, άπό τήν άκρη τοϋ σπαθιού μου, σέ δυο μονάχα
ώρες, θάχανε περάσει 6λοι οί κάτοικοι τοϋ χωριοϋ.
’Αλλά, άς τα νά πάνε στό καλό. Πάντως εκδίκηση,
θά πάρω. Μόνο πού βάζω φρένο στή λογική μου. Κι
ή Πασκουάλα τί λέει ;

ΦΛΟΡΕΣ : Πώς θά παντρευτεί.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Καί θέλει νά κερδίσει καιρό ;. . .

ΦΛΟΡΕΣ : Μέ λίγα λόγια, κεΐ πού τοϊς μετρητοΐς πλη­
ρώνουνε σάς ξαποστέλνει.

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Κι ή 'Ολάγια τί λέει ;

ΟΡΤΟΤΝΙΟ : Μοΰδωσε μιαν άπάντηση πολύ χαριτωμένη.

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Είναι κοπέλα έξυπνη. Τί είπε, πές μου !

ΟΡΤΟΤΝΙΟ : Πώς ό άντρας της τούτες τις μέρες πολύ
τήνε ζηλεύει. Πονηρεύτηκε άπό τις περιποιήσεις μου

5 ι. ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ

καί τις δικές σας έπισκέψεις. Μόλις δμως λίγο ήσυχη
τήν άφήσει μπορείτε νά πάτε πάλι, δπως πρώτα.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Μά της ιπποσύνης μου τό λόγο ! ’Αλλά,
ό άνδρας της παραφυλάει. . . .

ΟΡΤΟΤΝΙΟ : Παραφυλάει, μά καί στά σύννεφα πετάει.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Κι άπ’ τήν Ίνές, τί νέα ;
ΦΛΟΡΕΣ : Ποιά ;

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Τή γυναίκα τοΰ ’Αντόν.

ΦΛΟΡΕΣ : Μέ τήν πρώτη ευκαιρία θά σάς χαρίσει τήν
ευνοιά της. Τής μίλησα, στήν πίσω αύλή, άπ’ δπου καί
θά μπείτε, άν βέβαια τό θέλετε.

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Ά ! τί εύκολες γυναίκες ! Τις άγαπώ
βέβαια Φλόρες άλλά τις πληρώνω πολύ άσκημα. ’Εάν
ήξεραν καλέ μου Φλόρες, τήν άξία τους νά εκτιμήσου­
νε !. . .

ΦΛΟΡΕΣι: 'Όταν μιά γυναίκα, εύκολα υποκύπτει άφαιρεΐ
καί τήν παραμικρή ελπίδα εύτυχίας. Υπάρχουνε δμως
καί γυναίκες, δπως μάς λένε οί φιλόσοφοι πού τούς
άνδρες τους ορέγονται δπως τό σχήμα πού τήν υλη
του επιθυμεί. Ά λλά κι ετσι νάναι δέν υπάρχει λόγος
νά ξαφνιάζεστε καί νά στενοχωριέστε.

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : 'Ένας άνθρωπος, πού τρελά ερωτευμένος
είναι λίγο τον νοιάζει άν στο πάθος του εύκολα άνταπό-
κριση θέ νάβρει. Μετά δμως ! Τήν ϊδια του τήν επιτυ­
χία τή συχαίνεται. Γιατί άκόμη καί γιά τον πιό θερμό
άνδρα, καλύτερος δρόμος άπό τή λησμονιά δέν είναι,
δταν αποκτήσει εύκολα αύτό πού τόσο έπιθυμοϋσε.

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 57

Σ Κ Η Ν Η VI.

( ’Έ ρχεται ό ΤΣΙΜΠΡΑΝΟΣ, στρατιώ της)

ΤΣΙΜΠΡΑΝΟΣ : Ό Διοικητής, είν’ έδώ ;
ΟΡΤΟΤΝΙΟ : Καλά, δέν τόνε βλέπεις μπροστά σου ;
ΤΣΙΜΠΡΑΝΟΣ: Γενναίε Φερνάν Γκομέθ! Ν’ άλλάξεις

πρέπει τό πράσινο καπέλο μέ άσημένια περικεφαλαία
καί τό μανδύα σου, μέ πανοπλία, γιατί ό ’Αρχηγός
τοϋ Σαντιάγκο μαζί μέ τόν κόμη τής Κάμπρα πολε­
μώντας γιά τήν καστιλλιανή βασίλισσα, τό Ντόν
Ροντρίγο εχουνε στή Σιουδάδ Ρεάλ, περικυκλώσει.
Καί δέ θέλει καί πολύ ότι τόσο αίμα στοίχισε στήν
Καλατράβα, νά χαθεί. Καί ξεχωρίζουνε κεΐ ψηλά στούς
τρούλους άπό τή λάμψη των πυρσών, τά όπλα καί τά
λάβαρα τής Καστίλλης, τοϋ λιονταριού καί τής Ά ρα-
γκόν* Κι άν τής Πορτογαλίας ό βασιλιάς, θάθελε
τό Ζιρόν, νά βοηθήσει θάτανε άλήθεια μεγάλη τύχη,
άν κατόρθωνε ο άρχηγός ζωντανός στόν ’Αλμάγκρο
νά γυρίσει. ’Ανέβα στ’ άλογό σου, Κύριε ! ’Αρκεί
μονάχα νά σέ δοΰνε γιά νά γυρίσουνε άμέσως πίσω
στήν Καστίλλη !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Μή συνεχίζεις, φτάνει. Περίμενε δμως.
'Ορτούνιο πές νά ήσυχάσουν άμέσως τώρα, σάλπιγγες
στήν πλατεία. Πόσους στρατιώτες έ'χω έδώ;
ΟΡΤΟΤΝΙΟ : Καμιά πενηνταριά, πιστεύω.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Στ’ άλογα δλοι τους, ν’ άνέβουν !

Σημ. Μ ετ.: Τά δπλα καί τά λάβαρα τής Καστίλλης : "Ενας χρυ­
σός πύργος σέ κόκκινο φόντο. Τοϋ λιονταριού : "Ενα κόκκινο
λιοντάρι πού σκαρφαλώνει, σέ άσημένιο φόντο. Γ ι’ αύτό τό κεί­
μενο λέει : LOS CASTILLIOS : οΐ πύργοι Τ LEONES: τά
λιοντάρια.

58 ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ

ΤΣΙΜΠΡΑΝΟΣ : ’Εάν λιγάκι, δέ βιαστείς ή Σιουδάδ
Ρεάλ στοΰ βασιλιά τά χέρια θέ νά πέσει.

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Μή φοβάσαι, δέ θ’ άφήσω γώ, αύτό νά
γίνει.
( Φεύγουν)

Σ Κ Η Ν Η VII.

(Μ ια πεδιάδα τής Φουεντεοβεχοννα. ’Εμφανίζονται ό
ΜΕΓΚΟ, ή ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ και ή ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ.
Τά δυο κορίτσια τρέχουν).

ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ : Μή φεύγεις άπό κοντά μας.
ΜΕΓΚΟ : Γιατί, τί φοβάστε ;
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Μέγκο, είναι καλύτερα νά μήν κυκλο­

φορούμε μονάχες μας, (δέν έμεινε έδώ καί κανένας
άνδρας) μήν τυχόν καί τόν συναντήσουμε.
ΜΕΓΚΟ : Τοϋτος ό δαίμονας σας τυραννάει αδιάκοπα !
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Δέ μας άφήνει σέ χλωρό κλαρί, σωστός
έφιάλτης, μάς έχει γίνει !
ΜΕΓΚΟ : ΤΩ ! άς ήταν νάπεφτε άστροπελέκι άπό τόν ού-
ρανό νά κτυπήσει τοϋτον τόν τρελό.
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Είναι αίμοβόρικο θεριό, δηλητήριο φο­
βερό, πανώλη μάστιγα γιά τήν πόλη μας σωστή. Νά
τί είναι.
ΜΕΓΚΟ : ’Έχω άκουστά, πώς σ’ έτοΰτο τό δάσος ό
Φροντόζο, γιά νά σ’ ελευθερώσει μέ τό τόξο τό στήθος
του σημάδεψε.
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Κάποτε, δέ μ’ ένδιέφεραν οΐ άνδρες,
κι οί έρωτες Μέγκο, άπό κείνη όμως τή μέρα. μ’ άλλα
μάτια τόν κοιτώ. Μεγάλο θάρρος έδειξε ό Φροντόζο !
Φοβάμαι μή καί τοΰ στοιχίσει τή ζωή !

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 59

ΜΕΓΚΟ : Θάτανε καλύτερα νάφευγε άπό τή χώρα.
ΑΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Κι έγώ, άν καί πολύ τόν άγαπώ, τούτη

τή συμβουλή τοϋ έδωσα. Κι 6μως εκείνος γέλασε μέ
τούς φόβους μου καί θύμωσε μέ τή συμβουλή μου.
κι άς λέει σ’ 6λους ό Διοικητής πώς θά τόν κρεμάσει
άπ’ τονα του ποδάρι.
ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ : Βρέ πού νά τόν στραγγαλίσουνε τόν
ΐδιο !
ΜΕΓΚΟ : ’Ό χι, έγώ θάλεγα καλύτερα νά τόν πετροβολού­
σανε. Μά τόν ήλιο, άν τοϋ πέταγα τούτη τήν πέτρα πού
στο σακούλι μου έχω μέχρι νά καταλάβει τί συμβαίνει
τό καύκαλό του θά τδχε τσακισμένο. Μπρ'οστά σέ
δαΰτον, άγιος ήτανε ό Σάβαλος ό αύτοκράτορας.
ΑΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Θές νά πεΐς ό Έλιογάβαλος ό τύραννος,
άλλο άπάνθρωπο τέρας !
ΜΕΓΚΟ : Ό Πέρο Καλβάν, ή δέν ξέρω ποιός, γιατί έγώ,
άπό ιστορία δέ Σκαμπάζω, ώχριά μπροστά στο δικό
μας καί τά φοβερά του κατορθώματα. . . Γιά τό Θεό
σας, ύπάρχει σ’ ολάκερη τήν πλάση άνθρωπος τόσο
κακός, 8σο ό Φερνάν Γκομέθ ;
ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ : ’Όχι. Γιατί, λές καί της τίγρης τήν ά-
γριάδα έχει πάρει.

Σ Κ Η Ν Η VIII.

CΕμφανίζεται ή ΓΙΛΚΙΝΘΑ)

ΓΙΑΚΙΝΘΑ : Γιά τ ’ δνομα τοϋ Θεοΰ καί τής φιλίας βοη-
θεϊστε με, σάς παρακαλώ !

ΑΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Τί σοΰ συμβαίνει, Γιακίνθα ;
ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ : Πές μας, γιατί φίλες σου άληθινές είμα­

στε.

(VO ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ

Γ1ΑΚΙΝΘΑ : Του Διοικητή οί στρατιώτες θένε νά παμε στή
Σιουδάδ Ρεάλ, πιότερο μέ άτιμία οπλισμένοι παρά
μ’ άληθινά άτσαλένια δπλα, καί θέλουνε μαζί τους
νά μέ πάρουν.

ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : 'Ο Θεός νά σέ φυλα Γιακίνθα ! Ά ν
μαζί σου έτσι φέρεται, τότε μαζί μου, φαντάζεσαι
πόσο πιό σκληρός θά γίνει. Πρέπει νά φύγω.
( Φεύγει)

ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ : Γιακίνθα, έγώ δέν εϊμαι άντρας γιά νά
μπορέσω νά σέ ύπερασπισθώ.
( Φεύγει)

ΜΕΓΚΟ : Έ γώ πρέπει νά σέ βοηθήσω γιατί καί άντρας
είμαι καί πρέπει νά τ' άποδείξω. ’Έλα λοιπόν μαζί μου
Γιακίνθα.

ΓΙΑΚΙΝΘΑ : Έ χεις δπλα ;
ΜΕΓΚΟ : Τά καλύτερα στόν κόσμο.
ΓΙΑΚΙΝΘΑ : Ά χ , άν είχες 1
ΜΕΓΚΟ : Πέτρες έχω Γιακίνθα, νά, κοίτα, εδώ μέσα !

Σ Κ Η Ν Η IX.

( ’Εμφανίζονται ό ΦΛΟΡΕΣ και ό ΟΡΤΟΥΝΙΟ)

ΦΛΟΡΕΣ : Στα πόδια ήθελες νά τό βάλεις ;
ΓΙΑΚΙΝΘΑ : Πάει, χάθηκα Μέγκο !
ΜΕΓΚΟ : Κύριοι. . . ’Ετούτους τούς φτωχούς χωριάτες. ..
ΟΡΤΟΥΝΙΟ : Τί ; Μή μοϋ πεις, πώς τήν κοπέλα θές νά

ύπερασπισθεΐς ;
ΜΕΓΚΟ : Μέ παρακάλια τήν υπερασπίζομαι. Κι εχω υπο­

χρέωση νά τό κάνω γιατί συγγενής μου είναι.
ΦΛΟΡΕΣ : Σκοτώστε τον αμέσως !

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 61

ΜΕΓΚΟ : Μά τόν ήλιο, μήν άνάψω κι άπ’ τά ροϋχα μου
βγω. Ποϋ θά μοϋ πατε, άκριβά θέ νά σας τό ξεπληρώσω !

ΣΚΗΝΗ X.

('Εμφανίζονται ό ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ και ό ΤΣΙΜΠΡΑ-
ΝΟΣ)

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Τί γίνεται έδώ ; Μέ κάνατε νά έρθω μέχρι
έδώ, γιά πράγματα τιποτένια ;

ΦΛΟΡΕΣ : 'Ένας άνθρωπος άπό τοϋτο τό παλιοχώρι
(πού καλά θάκανες νά τό καταστρέφεις μιά καί τίποτε
σ’ αύτό 8ε σ’ άρέσει) τά όπλα μας τόλμησε ν’ άψηφίσει !

ΜΕΓΚΟ : Κύριε, άν λίγη ευσπλαχνία μέσα σας έχετε,
τιμωρείστε αύτούς τούς στρατιώτες γιά τήν άδικία
πού θέλησαν νά κάνουν. Στ’ ονομά σας πήγανε νά κλέ­
ψουν μιά χωριατοπούλα, άπό τόν άντρα της, άπό τό
σπίτι της τό τιμημένο. Δόστε μου τήν άδεια, μαζί μου
νά τήν πάρω καί στό σπίτι της νά τήνε πάω.

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Θέλω νά δώσω τήν άδεια. . . νά σέ τιμω­
ρήσουνε γιά τό θράσος σου. ’Άφησε κάτω τή σφεντόνα !

ΜΕΓΚΟ : Κύριε !. . . .
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Φλόρες, Όρτούνιο, Τσιμπράνος, δέστε του

τά χέρια !
ΜΕΓΚΟ : ’Έ τσι ύπερασπίζεσθε τήν τιμή της ;
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Τί σκέπτεται γιά μένα ό κόσμος στή

Φουεντεοβεχούνα ;
ΜΕΓΚΟ : Κύριε, σέ τί σάς πρόσβαλα έγώ ή οί χωριανοί

μου ;
ΦΛΟΡΕΣ : Θά τόν σκοτώσουμε ;
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Μή λερώνετε τά δπλα σας, κρατείστε τα

γιά καλύτερη περίσταση.

62 ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ

ΟΡΤΟΤΝΙΟ : Τί διατάζετε λοιπόν ;
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Νά τόν μαστιγώσετε. Πάρτε τον και δέ­

στε τον σ’ έκεΐνο κεΐ τό έλατο. Γυμνώστε τον καί μέ
τις ζώνες σας, δείρτε τον !
ΜΕΓΚΟ : "Ελεος ! Σείς είστε άνθρωπος εΰγενής !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Μαστιγώστε τον, μέχρι άπό τις ζώνες σας
τά σίδερα έξω άπ’ τά λουριά νά πεταχτοϋν !
ΜΕΓΚΟ : Ούρανοί ! Θ’ άφήσετε τέτοια άδικία νά γίνει ;
(6 ΦΛΟΡΕΣ, ό ΟΡΤΟΥΝΙΟ και δ ΤΣΙΜΠΡΑΝΟΣ
τον παίρνουν)

Σ Κ Η Ν Η XI.

('Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ, ή ΓΙΑΚΙΝΘΑ και ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Κι έσύ κοπέλα μου, γιατί νά φύγεις θές ;
Τί τάχα., καλύτερος είν’ ένας χωριάτης άπό έναν άντρα
τής δικής μου άξίας ;

ΓΙΑΚΙΝΘΑ : ’Έ τσι μοΰ ξαναδίνεις τήν τιμή πού τήν πρόσ-
βαλαν τοϋτοι έδώ ; θέλοντας γιά χάρη σου νά μ’ άπα-
γάγουν !

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Επειδή νά σ’ άπαγάγουν θέλησαν ;
ΓΙΑΚΙΝΘΑ : Ναί. Γιατί έ'χω έναν πατέρα τιμημένο πού

άν βέβαια στην ψηλή καταγωγή δε σοϋ μοιάζει, στή
συμπεριφορά δμως, σέ ξεπερνά. . .
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Ή θλίψη σου καί τά λόγια σου τά προσβλη­
τικά, δέ σβήνουν τήν όργή μου. Τράβα πάρα κεΐ, στρίβε!
ΓΙΑΚΙΝΘΑ : Μέ ποιόν ;
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Μαζί μου.
ΓΙΑΚΙΝΘΑ : Κοίταξε καλά τί κάνεις !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Γιά κακή σου τύχη, κοιτάω καλά. Θάρθεις

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 63

μαζί μας, δχι δμως γιά μένα, άλλά γιά τούς στρατιώ­
τες μου, δίκιά τους θάσαι.
ΓΙΑΚΙΝΘΑ : 'Όσο ζώ, κανείς στόν κόσμο δέν μπορεί νά
μ’ άναγκάσει κάτι τέτοιο νά κάνω.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Ά ν τ ε μπρός, χωριάτα, προχώρα !
ΓΙΑΚΙΝΘΑ : Έ λεος κύριε !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Δέν υπάρχει έλεος.
ΓΙΑΚΙΝΘΑ : ’Έκκληση κάνω στή θεία δικαιοσύνη τή μεγά­
λη σου σκληρότητα νά τιμωρήσει !

( Τήν παίρνουν καί φεύγουν)

Σ Κ Η Ν Η XII.

(Τό απ ίτι τού ΕΣΤΕΜΠΑΝ
5Ε μφανίζονται ή ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ κ α ι δ ΦΡΟΝΤΟΖΟ)

ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Φροντόζο ! Πώς τολμάς κι έ'ρχεσαι έδώ
πέρα ! Δέ φοβάσαι ; άφοϋ ξέρεις πώς κινδυνεύεις !

ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Τδκανα γιά νά σ’ άποδείξω πόσο μεγάλη
εϊν’ ή άγάπη μου γιά σένα. Ά π ό κείνον έκεΐ τό λόφο
είδα τό Διοικητή νά φεύγει κι ή σκέψη ή δική σου
μουδιωξε τό φόβο.
Ά ς πάει στόν άγύριστο !

ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Συγκρατήσου καί μήν τον καταριέσαι !
Γιατί γιά δσους τό θάνατο ευχόμαστε έκεΐνοι ζοϋνε
περισσότερο !

ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Τότε χίλια χρόνια νά ζήσει, κι δλα θά παν
καλύτερα γιατί έτσι δπως ευχόμαστε τήν ευτυχία του,
τή δυστυχία του θάχουμε εξασφαλίσει. Λαουρένθια,
πές μου. Μέ σκέφεσαι καθόλου ; Αύτό θέλω νά μάθω
κι άν ή πίστη μου καί ή τιμιότητα πού δείχνω κάποια
πόρτα άνοιξε στήν καρδιά σου ! Μάθε πώς ολάκερη, ή

64 ΦΟΥΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ

Φουεντεοβεχούνα γιά ζευγάρι μας θαρρεί καί ξαφνιά­
ζονται στ’ άλήθεια δλοι, πώς δέν έχουμε άκόμη παν­
τρευτεί. ’Άφηνε τά πείσματα καί τις περηφάνιες κι
άπάντησέ μου μ’ ένα ναι ή μ’ ένα 8χι.
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Έ λοιπόν, σ’ έσένα καί στήν πόλη άπαν-
τώ, πώς ναί, θά παντρευτοϋμε !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Ώ , Λαουρένθια ! άφησέ με τά χέρια σου
νά τά φιλήσω- έ, ναί λοιπόν, θά σοϋ τό πώ. ’Εσύ ’σαι
πού τή ζωή μου ολάκερη τήν άλλαξες.
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : "Ας μή χάνουμε καιρό μέ τά λόγια, καλέ
μου Φροντόζο. Πήγαινε καί μίλησε στον πατέρα μου.
’Αλλά νάτος πουρχεται μέ τό θείο μου, μαζί. Τρέχα
Φροντόζο, καί μήν ξεχνάς πώς γυναίκα σου νά γίνω
πρέπει. Καλή επιτυχία !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Πρώτα ό Θεός !

( φεύγει)

Σ ΚΗΝΗ XIII.

(Ε μφανίζονται ό ΕΣΤΕΜΠΑΝ και ό ΣΥΜ ΒΟΥΛΟΣ)

ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Φέρθηκε έτσι, πού ό κόσμος στήν πλατεία
ξεσηκώθηκε. ’Αλήθεια, έχει πιά τά 8ρια ξεπεράσει !
'Η κακομοίρα, ή Γιακίνθα πληρώνει την άδικία.

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ : Σύντομα οί καθολικοί βασιλιάδες —δπως
τούς φωνάζει ό λαός - θά υποτάξουνε τήν 'Ισπανία
τότε, έλπίζω πώς θάρθουν καλύτερες μέρες. ’Άκουσα
πώς ό ’Αρχηγός τοϋ Σαντιάγκο καβάλα στ’ άλογό του,
στή Σιουδάδ Ρεάλ έρχεται σά γενικός πιά άρχηγός, τόν
Ζιρόν πού τήν κρατεί, νά πολεμήσει. 'Η καρδιά μου,
δμως ματώνει, στή σκέψη της Γιακίνθα ! Τόσο καλό
κι άξιο κορίτσι. . . .

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 65

ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Καί τόν Μέγκο τό φουκαρά πού τόνε
μαύρισε στο ξύλο !

ΣΤΜΒΟΤΛΟΣ : 'Η πλάτη του έγινε σά μαϋρος μουσαμάς.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Σώπα. Δέν άντέχω άλλο, ν’ άκούω γιά τις

άδικίες πού κάνει. Κι έγώ, τί τάχα, τούτη τή ράβδο
στά χέρια μου κρατώ άφοΰ δύναμη καμιά δέν έχω ;
"Αχρηστο σύμβολο της μάταιης εξουσίας μου !
ΣΤΜΒΟΤΛΟΣ : Γιατί, τόν έαυτδ σου κατακρίνεις άφοϋ,
οΐ δικοί του άνθρωποι τις κάνουνε.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Θέλεις λοιπόν κι άλλα νά μάθεις ; Μοΰπανε
πώς μιά μέρα τή γυναίκα τοϋ Πέντρο Ροντδντο, στό
δάσος συνάντησε κι άφοΰ πρώτος εκείνος τή χάρηκε
μετά τήν έδωσε στούς στρατιώτες του !
ΣΤΜΒΟΤΛΟΣ : Κάποιος ήρθε ! Ποιδς είναι ;
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Έ γώ είμαι. Περιμένω τήν άδεια νά μοΰ
δώσετε γιά νά μπώ.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Γιά νά μπεις στό σπίτι μου, Φροντόζο
άδεια δέ χρειάζεται. Εΐν’ άλήθεια πώς τή ζωή, στον
πατέρα σου τή χρωστάς, σ’ έμενα δμως τήν άγάπη,
γιατί έγώ σέ μεγάλωσα καί ξέρεις τί αισθάνομαι γιά
σένα. ’Έγινες ολόκληρος άντρας πιά, μεγάλωσες καί
σάν παιδί μου σέ καμαρώνω καί σ’ άγαπώ !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Τότε Κύριε, έπειδή στήν άγάπη σας πιστεύω
άπό σάς μιά χάρη περιμένω. Ξέρετε ποιανού γιος είμαι.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Τί συμβαίνει ; Μήπως έτοϋτος ό τρελός
ό Φερνάν Γκομέθ πρόσβαλε κι έσένα ;
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : ’Όχι καί λίγο.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Μοϋ τδλεγε ή καρδιά μου !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : ’Έ τσι λοιπόν κύριε, ή άγάπη πού μοΰ δεί­
ξατε, τό θάρρος νά σάς έξομολογηθώ μοΰ δίνει πώς μέ
τήν Ααουρένθια έρωτευμένος είμαι καί θέλω νά τήν
παντρευτώ. Συγχωρέστε με, άν στή βιασύνη μου

5

66 ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ

επάνω, είπα πράγματα, πού άντί γιά μένα, ταίριαζε
ό πατέρας μου νάρθει νά σας πει.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Παιδί μου, τά λόγια σου τή ζωή μου φω­
τίζουν καί τήν καρδιά μου ξαλαφρώνουν ! Εύχαριστώ
τό Θεό πού σ’ έ'στειλε τήν τιμή μας νά υπερασπιστείς
μέ τόν άγνό τής αγάπης σου ζήλο. ’Αλλά, 6πως σωστά
είπες, τόν πατέρα σου πρέπει νά ρωτήσεις κι άν έκεϊνος
συμφωνεί κι έγώ άντίρρηση καμιά δέν έχω. Κι άπό
κείνη τή στιγμή εύτυχισμένο τόν εαυτό μου θά θεωρώ.
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ : Ά ν ήμουνα στή θέση σας τήν κόρη μου
πρώτα θά ρωτούσα.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Μήν άνησυχεϊς, φίλε μου καί τάχουνε
κανονισμένα οΐ δυό τους. Πριν έρθει σέ μένα νά μιλήσει
τά συζήτησε μαζί της.

(Στον Φροντόζο)

Καί τώρα πιά μπορούμε γιά τήν προίκα νά μιλήσουμε.
Σκέπτομαι νά σας δώσω μερικά φαρδίνια* πουχω φυ­
λαγμένα έτσι σάν ξεκίνημα στή νέα σας ζωή.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Προίκα έγώ δέ χρειάζομαι καί λόγος δέν
υπάρχει τέτοια πράγματα νά σάς άπασχολοϋν.
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ : Μπορείς γαμπρό σου νά τόν κάνεις.
’Ετούτος μάτια μου, είναι ικανός νά τήν πάρει άκόμα
καί γυμνή !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : ’Εντάξει λοιπόν, ρώτησε την κι άν δέχεται
εκείνη, δέχομαι κι έγώ.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Σωστό είναι, τά αισθήματα κανενός νά μή
βιάζεις.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Λαουρένθια. . .κόρη μου. . .

Σημ., Μετ.: άντί φαρδίνια δ συγγραφέας χρησιμοποιεί τή λέξη
MARAVEDIS : πού σημαίνει παλιό ισπανικό νόμισμα μικρό­
τερης άξίας άπό τό φαρδίνι.

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 67

Σ Κ Η Ν Η XIV.

(Ε μφ ανίζεται ή ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ)

ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Ναί πατέρα..........
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : (σ το σύμβουλο) Τί σοΰλεγα ; Είδες τί

γρήγορα άπάντησε ; (στη ν κόρη το ν ) Λαουρένθια
παιδί μου, θησαυρέ μου θάθελα νά σέ ρωτήσω (γιά
έλα πιο κοντά) άν τό βρίσκεις καλό ή Τζίλα ή φιλενάδα
σου, τόν Φροντόζο νά πάρει γιά άντρα της, τό πιό
καλό παλληκάρι σ’ ολόκληρη τή Φουεντεοβεχούνα. . .
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Τί ; παντρεύεται ή Τζίλα ;
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Γιατί 6χι ; Μήπως δέν τό άξίζει ;
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Έ γώ θάλεγα. . .ναί πατέρα.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : "Ωστε είπες, ναί. Τώρα δμως πού τό
καλοσκέφτομαι, βρίσκω πώς είναι λίγο άσκημη γιά
τόν Φροντόζο καί τό σπουδαιότερο, κείνος θέλει έσένα !
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Ά , πατέρα, γέρασες κι άκόμα σά μικρό
παιδί κάνεις άστεΐα !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Τόν άγαπας ;
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Μ’ αρέσει καί τοϋ έχω μιά συμπάθεια
καί δπως ξέρεις..........
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Θέλεις λοιπόν νά τοϋ πώ «ναί» ;
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Πές του το πατέρα, πές του γιά μένα 1
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Ε ντάξει λοιπόν, μιά κι έγώ τά κλειδιά
κρατώ, ή δουλειά είν’ τελειωμένη. (Σ το σύμβουλο)
’Έλα παμε στήν πλατεία τό συμπέθερο νά βροΰμε.
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ : Εμπρός παμε.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : (στον Φ ροντόζο) Παιδί μου, καί μέ τήν
προίκα τί θά γίνει ; Έ γώ μπορώ νά σοΰ δώσω τέσσε­
ρις χιλιάδες φαρδίνια.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Κύριε, γιατί μοϋ τά λέτε αύτά ; Θέλετε
μήπως νά μέ προσβάλετε ;

68 ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ

ΕΣΤΕΜΠΑΝ : "Ελα παιδί μου αύτά δέν εϊναι προσβολές,
περνάνε σέ μιά μέρα άν δμως προίκα δέν υπάρχει, μά
τήν π ίστη μου, νοιώθεις τήν έλλειψή της σ' δλη σου τή
ζωή.
( Φεύγουν)

Σ Κ Η Ν Η XV.

("Ενας άγρός στη ΣΙΟΥΔΑΔ ΡΕΑΛ. ’Εμφανίζονται
ό ’Αρχηγός, ό Διοικητής, ό Φλόρες καί ό Ό ρτούνιο).

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Φύγε, άλλη λύση δέν υπάρχει, τρέξε !
ΑΡΧΗ ΓΟΣ : Τό πλήθος του έχθροϋ άπό τή μιά κι ή λι­

γοστή μας δύναμη άπό τήν άλλη, νά ποιά ήταν της
άποτυχίας μας ή αιτία 1
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Τούς κόστισε δμως ή νίκη αίμα πολύ
κι άμέτρητες ζωές.
ΑΡΧΗΓΟΣ : Δέ θά μπορέσουνε νά καυχηθοϋνε πώς πήρανε
τή σημαία μας τό λάβαρο της Καλατράβα καί μόνο
αύτό άρκετό θάταν γιά τό θρίαμβό τους.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Πάνε τά σχέδιά σου Ζιρόν, χαθήκαν οί
έλπίδες !
ΑΡΧΗΓΟΣ : Τί μπορώ νά κάνω έγώ άν ή τύχη πούναι
τυφλή κείνους πού σήμερα τούς ανεβάζει τήν έπομένη
τούς ταπεινώνει ;
ΦΩΝΕΣ (ά π ό μ έ σ α ) Νίκη γιά της Καστίλλης τούς βασι­
λιάδες !
ΑΡΧΗΓΟΣ : Οί φωτιές της νίκης τις έπάλξεις στεφανώνουν
καί στών ψηλών πύργων τις πολεμίστρες κρεμάσανε
της νίκης τις σημαίες !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Θάκαναν καλύτερα νά δείξουνε μέ τί αίμα

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ 69

τις άποκτησαν γιατί ή σημερινή μέρα, πιότερο μέ
τραγωδία μοιάζει, παρά μέ γιορτή.
ΑΡΧΗΓΟΣ : Θά γυρίσω στήν Καλατράβα, Φερνάν Γκο-
μέθ.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Κι εγώ στή Φουεντεοβεχούνα. Καί κοί­
ταξε ν’ άποφασίσεις, άν μέ τό μέρος των συγγενών
σου θάσαι, ή θά υποταχθείς στους καθολικούς βασι­
λιάδες.
ΑΡΧΗΓΟΣ : Μήνυμα θά σοϋ στείλω γιά τό τί σκοπό έχω
νά κάνω.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : *0 χρόνος είναι καλός πάντα σύμβουλος.

ΑΡΧΗΓΟΣ : Τόσο νέος, κι δμως θύμα κι δλας άπ’ τά
ίδια μου τά λάθη. . . .

Σ Κ Η Ν Η XVI.

("Ενας άγρός τής Φουεντεοβεχούνα). Μπαίνουν οΐ
καλεσμένοι τοΰ γάμου, οί μουσικοί, ό ΜΕΓΚΟ, ο
ΦΡΟΝΤΟΖΟ, ή ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ, ή ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ,
ό ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ, ό ΕΣΤΕΜΠΑΝ καί δ ΧΟΥΑΝ
ΡΟΧΟ)

(Τραγουδούν)

Χρόνια πολλά νά ζήσουν
οί νιόνυμφοι 1
Χρόνια πολλά νά ζήσουν.

ΜΕΓΚΟ : Μά τήν πίστη μου, δέν κοπιάσατε καί πολύ
τοϋτο τό τραγούδι νά σκαρώσετε 1

ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : ’Ά ν νομίζεις, πώς μπορείς έσύ κάτι
καλύτερο νά φτιάξεις, φτιάξτο I

70 ΦΟΥΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ

ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Πιό πολλά καταλαβαίνει ό Μέγκο άπό ξύλο
παρά άπό στίχους καί τραγούδια !

ΜΕΓΚΟ : Καλά, άλλά έγώ ξέρω κάποιον έδώ πέρα πού
ό Διοικητής στή λαγκαδιά..........

ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Μή συνεχίζεις, γιά τό Θεό, γιατί τούτος
ό βάρβαρος έγκληματίας βλους μάς ντροπιάζει !

ΜΕΓΚΟ : Κείνη τή μέρα, έκατό στρατιώτες μέ χτυπάγανε
κι έγώ δέν είχα, παρά μονάχα μιά σφεντόνα. Μή καί
δέ βάλανε σέ κάποιον πού δέ θέλω τ ’ δνομά του ν’ άνα-
φέρω γιατί πρόσωπο σεβαστό κι άξιο είναι, ένα κλύσμα
γεμάτο χρώμα καί χαλίκια !...Ποιος άλήθεια μπορεί
νά τό άντέξει ;

ΜΑΡΙΛΝΤΟ : Θά τδκαναν γιά νά γελάσουν.
ΜΕΓΚΟ : Μέ τά κλύσματα δέ γίνονται άστεΐα, κι άς

είναι πράγμα υγιεινό ! "Οσο γιά μένα, νά πέθαινα
καλύτερα παρά νά πάθω κάτι τέτοιο !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : ’Ά ντε ας άκούσουμε τούς στίχους, σέ πα­
ρακαλώ, άν βέβαια, στήν περίσταση ταιριάζουν !
ΜΕΓΚΟ : Τούς ουρανούς παρακαλώ, οί νιόνυμφοι

νά ζήσουν χρόνια χίλια !
Φθόνο, ζήλεια, γκρίνια
ποτέ τους μήν γνωρίσουν.
Κι δταν άπ’ τή ζωή πιά κουρασμένοι
μετά άπό πολλά χρόνια γεμάτα χαρά κι εύτυχία
νεκρούς νά τούς φέρουνε καί τούς δυό μαζί.
Ά ς ζήσουν χρόνια χίλια !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Καταραμένος νάναι ό ποιητής πού μού-
φτιαξε τέτοιο ποίημα !
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Μήν ξεχνάς πώς τδγραψε βιαστικά πολύ.
ΜΕΓΚΟ : Ξέρετε άλήθεια τί σκέφτομαι έγώ γιά τούς
στίχους ; Δέν είδατε ποτέ σας, πώς γίνεται ό λουκου­
μάς ; Πετοϋνε μές τό καυτό λάδι μικρά κομμάτια άπό

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΒΧΟΤΝΑ 71

ζυμάρι, κι δλα μαζί βράζουνε σ’ ενα μεγάλο τσουκάλι.
Ά λλοι βγαίνουν φουσκωμένοι, άλλοι πάλι στραβο-
χυμένοι, άλλοι 8ρθιοι, άλλοι πλαγιαστοί άλλοι ψημένοι,
άλλοι καμένοι κι άλλοι, ουφ ! ωμοί. . . ’Έ τσι φαντά­
ζομαι κι έγώ τόν ποιητή νά δουλεύει τδ δικό του τδ
ζυμάρι πού πολύ ή έπιτυχία έξαρτάται άπό αυτόν
πού τοϋ τοχει δώσει. Πετάει λοιπόν, τή ζύμη του, τούς
στίχους του δηλαδή πάνω στό χαρτί, άντί μές τό τσου­
κάλι καί υπολογίζει πώς τό μέλι θέ νά κρύψει τό
γελοίο. Κι 8ταν πιά τούς ετοιμάσει κανείς δέ θέλει
νά τούς πάρει κι ετσι μονάχος του, τούς τρώει αύτός
ό ΐδιος πού τούς έχει ετοιμάσει.
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Ά ν τε σταμάτα πιά τις σαχλαμάρες κι
άσε τούς νιόπαντρους νά μιλήσουν.
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Τά χέρια σου, θέμε νά φιλήσουμε.
ΧΟΤΑΝ ΡΟΧΟ : Τή δική μου εύλογία, θές παιδί μου ;
Μά πρώτα τοϋ πατέρα σου πρέπει πού γιά σένα καί τόν
Φροντόζο. . .
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Ρόχο, σ’ έκείνη καί τόν άντρα της εΐθε οί
ούρανοί νά δώσουν άπλόχερα τήν εύλογία τους.

ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Κι οί δυό σας νά μάς δώσετε τήν εύχή σας.

ΧΟΤΑΝ ΡΟΧΟ : Καί τώρα ελάτε, παίξτε καί τραγου­
δήστε μιά κι οί δυό τους ταίρι πιά γενηκαν.

(01 Μ ουσικοί τραγουίδ*ο■ύν)

Στής Φουεντεοβεχούνα τήν κοιλάδα
κόρη μέ ξέμπλεκα μαλλιά διαβαίνει
γενναίος ιππότης τήν άκολουθεΐ
σταυροφόρος τής Καλατράβα.
Πίσω άπ’ τούς θάμνους κείνη κρύβεται
ταραγμένη καί ντροπαλή,

72 ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ

πώς δέν τόν είδε τάχα,
κρυμένη πίσω άπ’ τά κλαριά.

«Γιατί κρύβεσαι
κόρη γλυκειά ;
Ή άγάπη μου είναι τόσο δυνατή
πού καί τοίχους άκόμη διαπέρνα».

Πλησιάζει ό ιππότης
μά ή κόρη ταραγμένη
τό πρόσωπο μέ τά κλαδιά σκεπάζει
καί τή φυλωσσιά καταφύγιό της κάνει.

Ά λ λ ’ όποιος άγαπα,
θάλασσες κι δρη
εύκολα τά διαβαίνει,
γ ι’ αύτό κι έκεϊνος
τοϋτα τά λόγια τής λέει:

«Γιατί κρύβεσαι
κόρη γλυκειά;
'Η άγάπη μου είναι τόσο δυνατή
πού καί τοίχους άκόμη διαπέρνα».

Σ Κ Η Ν Η XVII.

(Ε μφανίζονται δ ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ, ό ΦΛΟΡΕΣ, δ
ΟΡΤΟΥΝΙΟ καί ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ)

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Νά σταματήσει ό γάμος καί κανείς νά μην
κουνηθεί άπ’ τή θέση του.

ΧΟΤΑΝ ΡΟΧΟ : Δέν είναι άστεΐα έτοϋτα, Κύριε- καί μή

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ 73

ζητάς νά γίνει, κάτι τέτοιο. Θέλεις νά καθήσεις ; Γιατί
όμως ετσι άρματωμένος έρχεσαι; Νικήσατε; ’Αλλά
τί ρωτώ ;
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Πάω χαμένος ! Θεέ μου, σώσε με, σώσε με !
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Φύγε Φροντόζο, νά άπό κεϊ !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Ά , δχι ; Πάρτε τον καί δέστε τον !
ΧΟΐΑΝ ΡΟΧΟ : Παιδί μου, κάνε δ,τι σοϋ λένε.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : ’Αλλά, τί, μήπως θές νά μέ σκοτώσουν ;
ΧΟΐΑΝ ΡΟΧΟ : Μά γιατί νά σέ σκοτώσουν ;
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Δέν είμαι τέτοιος άνθρωπος έγώ, γιατί
άν τέτοιος ήμουνα, τοΰτοι δώ οί στρατιώτες, κόσκινο
θά τοΰχανε κάνει τό κορμί. 'Οδηγείστε τον στή φυλακή"
κι άνάλογα μέ τό φταίξιμό του ό ΐδιος ό πατέρας του,
θά ορίσει τήν ποινή πού τοϋ άξίζει.
ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ : Μά κύριε, δέ βλέπετε, παντρεύεται.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Καί τί μέ νοιάζει εμένα ; Τάχατες, δέν
υπάρχουν άλλοι άντρες στό χωριό ;
ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ : ’Εάν σάς πρόσβα?.λε, συγχωρεϊστε τον,
σαν άρχοντας πού είστε.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Ά κουσε Πασκουάλα, δέν είναι κάτι πού
μονάχα έμένα άφορά άλλά τόν άρχοντα Τελέθ Ζιρόν
- ό Θεός νά τόν εχει καλά —κι δλο του τό τάγμα κι
άκόμα τήν τιμή του κι έχει μεγάλη σημασία τούτη ή
τιμωρία, γιατί γιά παράδειγμα θέ νά χρησιμεύσει. "Αν
έλεύθερο τόν άφήσω κι άλλοι μπορεί να σηκώσουνε
παντιέρα. Κι υστέρα καλά τό ξέρετε (πιστοί μου υπή­
κοοι) πώς κάποιο βράδυ τοϋ Διοικητή σας, τό στήθος
μέ τό τόξο μου σημάδεψε.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Θαρρώ, πώς τό γαμπρό μου νά τόν ύ-
περασπισθώ μπορώ. Δέν είναι παράξενο σέ τέτοιες
περιστάσεις ένας νέος, στ’ άλήθεια ερωτευμένος, όργή
νά νοιώσει σά δει νά προσπαθούν τή γυναίκα του νά

74 ΦΟΥΒΝΤΒΟΒΕΧΟΤΝΑ

κλέψουν. 'Υπερβολή είναι τάχα, πού θέλησε νά τήν
ύπερασπισθεΐ :
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Δήμαρχε, λες βλακείες !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Γιά τή δική σας άρετή, κύριε!
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Ποτέ μου έγώ δέ θέλησα νά τοΰ πάρω
τή γυναίκα του, άφοϋ δέν ήταν κάν γυναίκα του.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Κι δμως το θελήσατε. . . Κι αύτό άρκεΐ.
'Υπάρχουν βασιλιάδες στήν Καστίλλη πού νέους νόμους
φτιάχνουν γιά νά μάς γλυτώσουν άπ’ ολα έτοΰτα τά
δεινά. Κι άσκημα θά κάνουν, δταν οί πόλεμοι τελειώ­
σουν, ν’ άφήσουνε στις πόλεις τους καί στά χωριά τους
άνθρωποι νά ύπάρχουν, τόσο δυνατοί έπειδή στό στήθος
τους, μεγάλους σταυρούς φορούν. ’Αφήστε τούς βα­
σιλιάδες στό στήθος τους τέτοια έμβλήματα νά φορέ­
σουν ! Γιατί, μονάχα σέ στήθη βασιλικά τούτοι οί
σταυροί άρμόζουν !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Νά τοϋ πάρετε τή ράβδο άμέσως !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : 'Ορίστε, πάρτε την, κι ή ώρα ή καλή.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Μέ τούτη θέ νά σέ μαστιγώσω, σά νάσουν
παλιάλογο.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Θά τ ’ άνεχτώ, μιά κι είστε κύρης μου-
έμπρός λοιπόν, κτυπατε !

^ ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ j Γέρον άνθρωπο, θέ νά κτυπήσεις !

ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Είναι πατέρας μου, γ ι’ αύτό τόν χτυπάς;
έπειδή θές εμένα νά εκδικηθείς ;

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Πιάστε την ! Δέκα στρατιώτες νά τή
φυλάνε !

(Βγαίνει ακολουθούμενος άπό τους άνδρες του πού
έχουν αυλλάβει τη Λαουρένθια καί τόν Φροντόζο)

ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Ουρανοί, δικαιοσύνη ζητώ !

( Φεύγει)

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 75

ΠΑΣΚΟΤΑΛΑ : Τοϋτος ό γάμος, σέ πένθος γύρισε.
ΜΠΑΡΙΑΝΤΟ : Δέ βρίσκεται, έδώ πέρα ένας πού νά τολ­

μάει νά τοϋ μιλήσει ;
ΜΕΓΚΟ : ’Εγώ μιά φορά, το μαστίγωμά μου, τδφαγα

καί δέ χρειάζεται νά πάει κανείς στή Ρώμη γιά νά δει
τί χρώμα εχει τοϋ Καρδινάλιου ή στολή. *Ας παει
λοιπον κανένας άλλος νά τοϋ μιλήσει.
ΧΟΤΑΝ ΡΟΧΟ : Νά τοϋ μιλήσουμε δλοι !
ΜΕΓΚΟ : Θαρρώ καλύτερα θάναι νά σωπάσουμε. Γιατί,
σά φέτες σολωμοϋ μοϋκανε τά όπίσθιά μου.

Π ΡΑ ΞΗ Τ Ρ ΙΤ Η

Σ ΚΗΝΗ I.

(Α ίθουσα Συμβουλίου τής Φουεντεοβεχούνα.
Ε μφ ανίζονται ό ΕΣΤΕΜΠΑΝ, ό ΑΑΟΝΣΟ και
ό ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ)

ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Δέν ήρθαν στή συγκέντρωση άκόμη ;
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Δέν ήρθαν.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Ά πό στιγμή σέ στιγμή, ό κίνδυνος μεγα­

λώνει.
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Ειδοποιήσαμε σχεδόν δλο τό λαό νά

έρθει. Μήν άνησυχεΐτε.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Ό Φροντόζο, φυλακισμένος στόν πύργο

κι ή κόρη μου ή Λαουρένθια, σέ τόσο δύσκολη θέση.
Ά ν δέν τούς βοηθήσει ό Θεός. . . .
( ’Εμφανίζονται ό Χουάν Ρόχο και ό Σύμβουλος)
ΧΟΤΑΝ ΡΟΧΟ : Γιατί γίνεται τόση φασαρία, Έ στεμπάν;
Γιατί αύτές οΐ φωνές ; άφοϋ καλά τό ξέρεις πώς τούτη
ή συγκέντρωση, κρυφή πρέπει νά μείνει !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Δέ λές καλά, πού δέ φωνάζω περισσότερο !

( ’Εμφανίζεται 6 ΜΕΓΚΟ)
ΜΕΓΚΟ : Είπα νάρθω κι έγώ σ’ έτούτη τή συγκέντρωση.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Συγχωριανοί μου, ένας άνθρωπος, πού

τά μάγουλά του σκεπάζουν λευκά γένια σας ρωτα :
Πώς θά δώσετε πίσω τή χαμένη τιμή τής πατρίδας
σας ; τής πατρίδας σας, πού χάθηκε. Καί ποιος άπό σας,
θέ νά τή δώσει, άφοϋ άνάμεσά μας δέν ύπάρχει ούτ3
ένας πούτοΰτος ό βάρβαρος νά μήν έχει άτιμάσει. Ά παν-

ΦΟΥΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ 77

τείσ τε μου : ύπάρχει κανένας άνάμεσά σας πού εϊτε
ή ζωή του εϊτε ή τιμή του νά μην έπαθε άπό τοϋτον
τόν εγκληματία ; Γιατί κλαίγεστε καί παραπονιέστε
ό ένας στον άλλον, Άφοϋ πιά τάχετε δλα χάσει τί άλλο
περιμένετε ; Τί δυστυχία είν’ έτούτη ;
ΧΟΤΑΝ ΡΟΧΟ : 'Η μεγαλύτερη, πού μπορεί άνθρωπος
νά πάθει ! ’Αλλά λένε, κι εξακριβωμένο είναι πώς τήν
Καστίλλη οί βασιλιάδες, ειρηνικά πολύ τήν κυβερνοϋνε.
Καί πώς σύντομα στήν Κόρδοβα θέ νάρθουν. Νά παν
λοιπόν δυο Σύμβουλοι στήν πόλη έτούτη στά πόδια
τους νά πέσουν, βοήθεια νά ζητήσουν.
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Άφοϋ ό Φερνάντο, τόσους έχθρούς έχει
νά πολεμήσει, δέ θά μπορέσει έμας νά βοηθήσει. Γι’
αύτό, νά βροΰμε πρέπει άλλη λύση.

ΣΤΜΒΟΤΛΟΣ : ’Ά ν τή γνώμη μου ζητούσατε, θέ νά σας
έλεγα πώς πρέπει τήν πόλη νά έγκαταλείψουμε.

ΧΟΤΑΝ ΡΟΧΟ : Πώς είναι δυνατόν νά γίνει κάτι τέτοιο
σέ τόσο λίγο χρόνο ;

ΜΕΓΚΟ : Μά τήν πίστη μου, άν μυριστεί τή φασαρία θά
μας στοιχίσει πολύ άκριβά τούτη ή συγκέντρωση !

ΣΤΜΒΟΤΛΟΣ : Τώρα πιά, τής ύπομονής τό κατάρτι
έσπασε καί τό καράβι τρέχει ακυβέρνητο άπ’ τό φόβο !
Μέ τί μανία κλέψανε τοϋ δημάρχου μας τήν κόρη καί
σά νά μήν έφτανε αύτό, στό κεφάλι τόν κτύπησαν
μέ τήν ϊδια του τή ράβδο πούταν καί της έξουσίας του
τό σύμβολο ! Κοιτάξτε τόν άνθρωπο έτοΰτον καί πέστε
μου άκόμα καί σκλάβος νάτανε, θάχε τόσο χυδαία
μεταχείριση ;

ΧΟΤΑΝ ΡΟΧΟ : Τί ζήτας άπ’ τό λαό, Τί θές νά κάνει ;

ΣΤΜΒΟΤΛΟΣ : Νά πεθάνουμε ή νά σκοτώσουμε τούς
τυράννους γιατί είμαστε πολλοί καί είναι λίγοι.

78 ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΪΝΑ

ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Νά σηκώσουμε τά δπλα, ενάντια στον
Κύριό μας ;

ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Μετά τό Θεό, δέν εχουμε άλλον Κύριο
άπό τό βασιλιά κι δχι άνδρες βάρβαρους κι άπάνθρωπους
σάν εκείνον. ’Ά ν ό Θεός, τό δίκαιο ζήλο μας βοηθήσει
τί θάχουμε νά φοβηθούμε ;

ΜΕΓΚΟ : Κοιτάξτε κύριοι, τά πράγματα αΰτά, μεγάλη
θέλουν προσοχή, γιά νά γίνουν. Έ γώ αντιπροσωπεύω
έδώ, τούς άπλούς χωριάτες πού παθαίνουνε τις πιό
μεγάλες προσβολές κι άδικίες. Γι’ αύτό είμαι έδώ,
τούς φόβους τους νά σας έκφράσω.

ΧΟΤΑΝ ΡΟΧΟ : Ά φοΰ τή δυστυχία μας τή μοιραζόσαστε,
τί τάχα περιμένουμε τις ζωές μας γιά νά ριψοκινδυνεύ­
σουμε ; Καίνε τά σπίτια μας, τ ’ άμπέλια μας. . .
Τύραννοι είναι. Πάμε νά πάρουμε έκδίκηση.

Σ Κ Η Ν Η II.

(Μ παίνει ή ΛΛΟΥΡΕΝΘΙΑ άναμένη)

ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : ’Αφήστε με νά μπώ, γιατί, μπορεί
γυναίκα γώ στό συμβούλιο τών άνδρών, ψήφο νά μήν
εχω, νά μιλήσω δμως τό μπορώ. Μ’ άναγνωρίζετε ;

ΕΣΤΕΜΠΑΝ : ?Ω Θεέ μου ! Ή κόρη μου δέν είναι
τούτη ;

ΧΟΤΑΝ ΡΟΧΟ : Δέν τήν άναγνωρίζεις ; Εΐν’ ή Λαου-
ρένθια.

ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Ή κατάντια μου, άλήθεια, σάς κάνει
ν’ άναρωτιέσθε ποιά τάχα νάμαι.

ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Κόρη μου !
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Μή μέ λες κόρη σου.

ΦΟΥΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 79

ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Γιατί, μάτια μου ; Γιατί ;
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Γιά πολλούς, λόγους, καί νά, οί πιο

σπουδαίοι :Ά φησες νά μέ κλέψουν τύραννοι, δίχως
έκδίκηση νά πάρεις, προδότες, δίχως νά τρέξεις νά μέ
σώσεις. ’Ακόμα βλέπεις, δέν άνήκα στον Φροντόζο,
γιά νά δικαιολογηθείς πώς τάχα κεινοϋ τουπεφτε σάν
άντρας μου, έκδίκηση νά πάρει, κι 8χι σένανε. Γιατί,
πριν σκεπάσει ή νύχτα τοϋ γάμου τήν τελετή, ό πατέρας
κι δχι ό άντρας τήν εύθύνη τοϋ κοριτσιοΰ τήν έχει
8μοια μέ κόσμημα, μέχρι σ’ άλλα χέρια νά τό δώσει,
κείνος πού τό πουλά φροντίζει μήν τό κλέψουν. Μπρος
στά μάτια σας, ό Φερνάν Γκομέθ, στό σπίτι του μέπηρε.
Σά δειλοί βοσκοί' τ ’ άμοιρο το πρόβατο, στό στόμα
τοϋ λύκου τ ’ άφήσατε. Πόσα σπαθιά είδα τά στήθη μου
νά τ ’ άπειλοϋν ! Τί βρωμερές έπιθυμίες, τί λόγια,
τί άπειλές, καί φοβέρες κι άλλες τόσες προσβολές,
άνέχθηκα γιά νά υπερασπίσω τήν άγνότητά μου άπό
τις άνομες ορέξεις τους ! Κοιτάξτε τά μαλλιά μου, δέ
σας τό μαρτυρανε ; Τάχα δέ βλέπετε τά σημάδια άπ’
τά χτυπήματα, τό αίμα ; Ά ντρες είστε σείς ; Πατε­
ράδες καί θεοί ; Σεις, πού οί καρδιές σας δέ λυγάνε
σά μέ βλέπετε σέ τέτοιο κατάντημα σέ τόση θλίψη βα-
θειά; Πρόβατα είστε, καλά τό λέει τ ’ ονομα τοϋ χωριοϋ:
Φουεντεοβεχούνα. Προβατοπηγή δηλαδή ! Δόστε μου
εμένα άρματα μιά πού σεις είστε άπό πέτρα, άπό άτσά-
λι, άπό μάρμαρο, μιά κι είστε τίγρεις... Τίγρεις δχι,...
8χι, γιατί θεριά άνήμερα γίνονται έκεΐνες, σάν κάποιος
κλέψει τό παιδί τους, καί θανατώνουνε τούς κυνηγούς
πριν άπό τή θάλασσα προφτάσουν νά ξεφύγουν καί
μες τά κύματα πηδοϋν, γιά νά τούς κατασπαράξουν.
Σείς γεννηθήκατε λαγοί δειλοί · βάρβαροι κι δχι γεν­
ναίοι 'Ισπανοί. Κλώσσες, πού άνέχεσθε άλλοι άντρες

80 ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ

τις δικές σας γυναίκες νά χαίρονται. Τί κουβαλάτε
ξίφη στό ζωνάρι σας ; Δέ βάζετε καλύτερα ρόκες
στη θέση τους ; Μεγαλοδύναμε Θεέ, τ ’ ορκίζομαι πώς
μονάχες γυναίκες έμεΐς, πίσω τό αίμα καί τήν τιμή θέ
\*ά πάρουμε, τούς τυράννους θέ νά τιμωρήσουμε, τούς
προδότες νά σκοτώσουμε. Κι άν σας πετροβολήσουνε,
κλώστριες, κίσσες, νά τί είστε γυναικωτοί κι άνανδροι !
Κι αΰριο στολίζεσθε, μέ τις μαντήλες καί τις φούστες
μας, βάλτε μπόλικη πούδρα καί κοκκινάδι. 'Ο διοικη­
τής, θέλει τώρα, δίχως δίκη, δίχως ειδοποίηση καμιά
τόν Φροντόζο νά κρεμάσει άπό τοϋ πύργου τήν πολε­
μίστρα. Καί γιά δλους σας, τό ’ίδιο θέ νά κάνει- κι έγώ,
θά γελώ, ναί, γιατί σείς άνδρες σωστοί δέν είστε κι άς
μείνει δίχως γυναίκες τούτη ή πόλη ή ξακουστή, κι ας
ξανάλθει των άμαζόνων ό καιρός, φόβος καί τρόμος
τών άνδρών !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Κόρη μου, δέν τ ’ άξίζω κι ουτε τό έπιτρέ-
πω τόσα άνανδρα ονόματα σέ μένανε νά δίνεις. Θά πάω
μοναχός μου, άκόμη κι άν ολάκερος ό κόσμος σταθεί
ένάντιά μου.
ΧΟΤΑΝ ΡΟΧΟ : Κι έγώ μαζί σου, κι ας μέ φοβίζει τοϋ
έχθροΰ ή τόση δύναμη.
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ : Ά ς πεθάνουμε δλοι !
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Πάρτε ένα κομμάτι ύφασμα καί στήστε
το ν’ άνεμίζει στό κοντάρι λάβαρο. Θάνατος στούς
τυράννους !
ΧΟΥΑΝ ΡΟΧΟ : Καί ποιά θάναι ή διαταγή ;
ΜΕΓΚΟ : Νά τόν σκοτώσουμε θά πάμε, δίχως διαταγή
καμιά. 'Ο λαός μονάχα νά ενωθεί σέ μιάν έπιθυμία
γιατί δλοι τους συμφωνούνε οί τύραννοι ‘νά πεθάνουν.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Τρέξτε πάρτε σπαθιά, κοντάρια, τόξα,
ραβδιά καί ρόπαλα !

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ 81

ΜΕΓΚΟ : Ζήτω οί βασιλιάδες μας !

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ : Ζήτω !
ΜΕΓΚΟ : Θάνατος στούς προδότες καί στούς τύραννους !
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ : Θάνατος στούς προδότες στούς τύραννους·!

(Φεύγουν οί άνδρες)
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Πηγαίνετε ! Εΐθε νά σας εισακούσουν

οί ούρανοί !

( Φ ωναχτά)

Έ ε !. . . γυναίκες τής πόλης ετούτης

έλατε, ελάτε όλες
νά πάρετε εκδίκηση γιά τήν τιμή σας !. . .

Σ Κ Η Ν Η III.

(ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ, ΓΙΑΚΙΝΘΑ κι άλλες γυναίκες)

ΠΑΣΚΟΥΑΛΑ : Τί συμβαίνει ; Γιατί φωνάζεις ;
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Δέ βλέπεις τάχα πώς βλοι τρέχουνε

τόν Φερνάν Γκομέθ νά σκοτώσουν ; Γέροι, νέοι καί
παιδιά, δλοι τους βιαστικά πώς τρέχουν γιά τοϋτον τό
σκοπό ; Θάταν δμως σωστό, άπό τοϋτο τό κατόρθωμα
μονάχα κείνοι τή δόξα νά τρυγίσουν ; Μιά πού, μάρτυς
μας ό Θεός, έμεΐς οί γυναίκες πιότερο ύποφέραμε ;
ΓΙΑΚΙΝΘΑ : Πές* λοιπόν ! Τί πρέπει νά κάνουμε ; Τί
σκέφτεσαι άλήθεια ;
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : "Ολες μαζί στο σπίτι του νά πάμε έκδί-
κηση νά πάρουμε, καί στο πέρασμά μας θέ νά τρομάξει
ή οικουμένη 6λη. Γιακίνθα, σύ πού πιότερο άπ’ δλες μας
ύπόφερες, θάσαι δεκαννέας σ' έτοϋτο τόν στρατό άπό
γυναίκες.
ΓΙΑΚΙΝΘΑ : Κι έσύ, δέν τράβηξες λιγότερα !

6

82 ΦΟΪΕΝΤΕΟΒΕΧΟΪΝΑ

ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Πασκουάλα σύ θάσαι σημαιοφόρος μας.
ΠΑΣΚΟΤΑΛΑ : Σχάσου νά στήσω σ’ ένα κοντάρι τή

σημαία κι ύστερα τά λέμε άν άξίζω ή 6χι τον τίτλο
πού μοϋ δίνεις.
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Δέν έχουμε καιρό γιά τέτοια. Πρέπει
άμέσως νά ξεκινήσουμε Κι δσο γιά σημαίες, θά σηκώ­
σουμε τις μαντηλες πού φοράμε.
ΠΑΣΚΟΤΑΛΑ : Καί ποιόν θάχουμε άρχηγό ;
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Δέ χρειάζεται.
ΠΑΣΚΟΤΑΛΑ : Μά γιατί ;
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Γιατί όπου μπορώ μονάχη μου τήν
άξία μου νά δείξω δέ χρειάζομαι τίτλο κανένα.

( Φεύγουν)

Σ Κ Η Ν Η IV.

( Μια αίθουσα στο σ π ίτι τοΰ ΔΙΟΙΚΗΤΗ) ( ' Ο ΦΡΟΝ­
ΤΟΖΟ, μέ δεμένα τά χέρια, δ ΦΛΟΡΕΣ, δ ΟΡΤΟΥ-
ΝΙΟ, δ ΤΣΙΜΠΡΑΝΟΣ καί δ ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ)

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : ’Από τοϋτο τό σκοινάκι πού άπ’ τά χέρια
περισσεύει νά τον κρεμάσετε θέλω γιά νά υποφέρει
περισσότερο.

ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Τί αίμα τρέχει στις φλέβες σου !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Νά τον κρεμάσετε στήν πρώτη άψίδα

πού θά συναντήσετε.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Κι δμως, άν καί τό μποροΰσα, δέ θέλησα

τότε νά σέ σκοτώσω.
(Ά κούγεται θόρυβος)

ΦΛΟΡΕΣ : Τί θόρυβος είν’ έτοΰτος ;
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Θόρυβος ;

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΒΧΟΤΝΑ 83

ΦΛΟΡΕΣ : Κι έτσι θ’ άναγκαστοϋμε νά σταματήσουμε τή
δίκη, κύριε !

ΟΡΤΟΤΝΙΟ : Σπάζουν τίς πόρτες 1
( Θόρυβος)

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Τίς πόρτες τοϋ σπιτιού μου ! Ποδναι
καί τό διοικητήριο συνάμα !

ΦΛΟΡΕΣ : ’Έρχονται ! "Ολοι μαζί έρχονται !. . .

Σ Κ Η Ν Η V.

ΧΟΤΑΝ ΡΟΧΟ : (Ά χούγετα ι ή φωνή τον άπ Ιξω ) Σπά­
στε τα, κάψτε τα, καταστρέψτε τα δλα !

ΟΡΤΟΤΝΙΟ : Δύσκολα συγκρατεϊς τόν άδικημένο, τόν
ταπεινωμένο λαό 1

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : 'Ο λαός, ένάντιά μου I
ΦΛΟΡΕΣ : Προχωρούν μανιασμένα καί στό πέρασμά τους

κάτω τίς πόρτες ρίχνουν 1. . .
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Λύστε τον !. . . Τρέχα Φροντόζο, πήγαινε

τούτους τούς ξεσηκωμένους άγροίκους νά ήρεμήσεις 1
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Πηγαίνω κύριε ! Θυμήσου δμως, πώς

μόνο ή άγάπη μπορεί νά τούς συγκινήσει 1
( Φεύγει)

ΜΕΓΚΟ : {(άκούγεται ή φωνή το ν ) Ζήτω ό Φερδινάνδος
κΓ’ή- ’Ισαβέλλα, θάνατος στούς προδότες 1

ΦΛΟΡΕΣ : Κύριε, γιά τ’ δνομα τοϋ Θεοΰ, σαςικετεύω I
Φύγετε, νά μή σας βρουν έδώ !

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Μή φοβασαι ! Δέ θά τολμήσουν ! Τούτη
ή αίθουσα είναι οχυρωμένη καί πολύ καλά φυλαγμένη.
Μή φοβασαι λοιπόν, δέ θά τολμήσουν ! Πίσω θ’ άνα-
γκαστοϋνε νά γυρίσουν 1

ΦΛΟΡΕΣ : "Οταν ό άδικημένος λαός ξεσηκωθεί ποτέ του

84 ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ

πίσω δέ γυρνάει άν δέν πάρει πρώτα εκδίκηση άν δέ
χύσει το αίμα πού ζητάει !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Σ’ ετούτη δώ τήν πόρτα, σά νάταν οχυρό
μέ τ’ άρματά μας τή μανία τους θά σταματήσουμε.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : (Ά κο ύ γετα ι η φωνή τον) Ζήτω ή Φουεν-
τεοβεχούνα !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Σπουδαίο άρχηγό, μά τήν άλήθεια έχουν!
Έ γώ λέω ν’ άπαντήσουμε στή μανία του !
ΦΛΟΡΕΣ': Στή μανία του ! Μά είν’ ή δικήσαςπού
έκπληκτο μ’ αφήνει !. . . .

Σ Κ Η Ν Η VI.

( ’Εμφανίζεται δ ΕΣΤΕΜΠΑΝ, δ ΦΡΟΝΤΟΖΟ, δ
ΧΟΥΑΝ ΡΟΧΟ, ό ΜΕΓΚΟ, ο ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ και
όπλιαμένοι χωρικοί. 'Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ, ό ΦΛΟΡΕΣ,
6 ΟΡΤΟΥΝΙΟ και δ ΤΣΙΜΠΡΑΝΟΣ)

ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Νάτος ό τύραννος κι οί συνένοχοί του, κοι­
τάξτε τους ! Ζήτω ή Φουεντεοβεχούνα ! Θάνατος
στούς τυράννους !

ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Λαέ, περίμενε !
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ : Οί άδικημένοι, δέν περιμένουν ποτέ !
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ : Πέστε μου τά παράπονά σας, καί τής

ιπποσύνης μου τό λόγο σάς δίνω δτι θά επανορθώσω
τά σφάλματα αύτά.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ : ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ ! Ζήτω ό βα­
σιλιάς ό Φερδινάνδος! Θάνατος στούς κακούς τούς χρι­
στιανούς ! Θάνατος στούς προδότες !

(Σημ. Μ. Κατά λέξη μεταφρ. καί θάνατος στον Φερνάν Γκομέθ :

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 85

ΟΙΚΗΤΗΣ : Δέ θέλετε νά μ’ άκούσετε ; Έ γώ σας μιλώ,
ό Κύριός σας.

ΙΟΙ ΜΑΖΙ : Κύριοί μας, είναι μονάχα οί καθολικοί
βασιλιάδες !

ΟΙΚΗΤΗΣ : Μιά στιγμή παρακαλώ. Περιμένετε.
UDI ΜΑΖΙ : Φουεντεοβεχούνα καί θάνατος στό Διοικητή !

(πολεμούν)

Σ Κ Η Ν Η VII.

( ’Εμφανίζονται οί γυναίκες όπλισμένες)

^ΟΤΡΕΝΘΙΑ : Σταματεϊστε σέ τοΰτο τό λιμάνι δπου
άγκυροβοΰνε οί ελπίδες μας ! Θυμηθείτε, δέν είστε
πιά γυναίκες, άλλά στρατιώτες γενναίοι κι υπερήφανοι 1

\ΣΚΟΤΑΛΑ : Οί γυναίκες πού ζητοΰν έκδίκηση μονάχα
μέ τό αίμα ξεδιψούν. Αύτό δέν είναι πού έλπίζεις ;

ΑΚΙΝΘΑ : Τό κορμί του, στά κοντάρια μας, τρόπαιο
θά τό καρφώσουμε !

4ΣΚΟΤΑΛΑ : "Ολες μας συμφωνοΰμε. "Ολες μαζί θά
παμε !

^ΤΕΜΠΑΝ : (Ά κο ύγετα ι ή φωνή του) Θά πεθάνεις,
Διοικητή, ναί, γιατί προδότης είσαι.

ΟΙΚΗΤΗΣ : (Ά κο ύγετα ι ή φωνή το υ ) Πεθαίνω 1 ’Έ ­
λεος, Κύριε ! Επικαλούμαι τήν εύσπλαχνία Σου 1

ΠΑΡΙΛΝΤΟ : (Ά κ ού γ ετα ι ή φωνή του ) Νά κι ό Φλόρες !
Είν’ έδώ !

ΕΓΚΟ : (Ά κ ο ύ γ ετα ι ή φωνή του ) Δόστου, τ ’ άνανδρου
πού μουδωσε δυό χιλιάδες ραβδισμούς 1

ΡΟΝΤΟΖΟ : (Ά κ ούγ ετα ι ή φωνή του ) Γιά νά μπορέσω
έκδίκηση νά πάρω πρέπει πρώτα τήν καρδιά του νά τοΰ
βγάλω.

86 ΦΟΐΕΝΤΕΟΒΒΧΟΤΝΑ

ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Πρέπει νά μποϋμε μέσα !
ΙΙΑΣΚΟΤΑΛΑ : Μήν ανησυχείς καί τήν πόρτα πού φυλάμε

είναι καλή δουλειά.
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : (Ά κ ο νγετα ι ή φωνή τ ο ν ) Δέ μέ καλο­

πιάνεις ! Τώρα κλαϊτε, έτσι, έ, ώραΐοι μου μαρκήσιοι !
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Πασκουάλα, έγώ πηγαίνω μέσα. Τό

σπαθί μου δέν μπορεί άλλο πιά νά περιμένει !
( Φεύγει)

ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : ('Ά κονγεται ή φωνή τ ο ν ) Νάτος, ό Όρ-
τούνιο !

ΦΡΟΝΤΟΖΟ : (Άκούγεται ή φωνή του) : Κόφτου τό
κεφάλι ! ( ’Εμφανίζονται δ ΦΛΟΡΕΣ που τρέχει ε­
πειδή τόν καταδιώκει ό ΜΕΓΚΟ).

ΦΛΟΡΕΣ : Μέγκο, λυπήσου με ! Δέ φταίω έγώ !
ΜΕΓΚΟ : Δέ φταις έσύ ε ; μοΰ φτάνει δμως πού μοΰ

τις Ιβρεξες, τιποτένιε !
ΠΑΣΚΟΤΑΛΑ : Ά ς τον σ’ έμας, Μέγκο, γιά νά. . . ’Έλα

Μέγκο, γιά τό καλό σου !'

ΜΕΓΚΟ : Πάρτε το ν! Σας τό δίνω. Μεγαλύτερη έκδί-
κηση άπό τούτη, άλήθεια, δέ ζητώ.

ΠΑΣΚΟΤΑΛΑ : Θά πάρω έκδίκηση γιά κάθε μιά πού
σοΰδωσε ραβδιά.

ΜΕΓΚΟ : Σύμφωνοι.
ΓΙΑΚΙΝΘΑ : Θάνατος στόν προδότη !

ΦΛΟΡΕΣ : ’Ανάμεσα σέ γυναίκες !
ΓΙΑΚΙΝΘΑ : Καί σάν πολύ δέν είναι ;

ΠΑΣΚΟΤΑΛΑ : Καί τώρα κλαϊς ;
ΓΙΑΚΙΝΘΑ : Θάνατος στόν οργανωτή των οργίων του !

ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : (Ά π ό μέσα ή φω νή) Θάνατος στόν
προδότη !

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 87

ΦΛΟΡΕΣ : ’Έλεος, κυρίες μου !
(Βγαίνει ό Ό ρτούνιο καταδιωκόμενος άπό τή Λαου-
ρένθια)

ΟΡΤΟΤΝΙΟ : Κοιτάξτε, προσέξτε καλά, δέν είμ’ έγώ . . .
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : (Β γα ίνει) Ξέρω καλά ποιος είσαι (Σ τ ις

γυναίκες). Γυναίκες έλατε ! Βουτηξτε τά ξίφη της
εκδίκησης στό αίμα τούτων τών άχρείων !
ΠΑΣΚΟΤΑΛΑ : ’Ά ς πεθάνω μέ τό σπαθί στό χέρι !
ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ : Ζήτω ή Φουεντεοβεχούνα ! Ζήτω ό βα­
σιλιάς Φερδινάνδος !

( Φεύγουν)

Σ Κ Η Ν Η VIII.

(Κ ατοικία τών καθολικών βασιλέων στό ΤΟΡΟ. Ε μ ­
φανίζονται ό Β ασιλιάς ΝΤΟΝ ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟ, ή Βα­
σ ίλ ισ σ α ΝΤΟΝΑ ΙΣΑΒΕΛΛΑ και δ ΝΤΟΝ ΜΑΝ­
Ρ ΙΚ Ε )

ΝΤΟΝ ΜΑΝΡΙΚΕ : Κι έτσι λοιπόν, ή έγκαιρη επέμβαση
χωρίς μεγάλη δυσκολία, έφερε τό άποτέλεσμα πού δλοι
περιμέναμε. Λίγη ήταν άπ’ τό μέρος τους ή άντίσταση
άλλά κι άν έδειχναν άκόμη περισσότερη^ τίποτε δέ
θάλλαζε. Τής Κάμπρα 6 κόμης έμεινε τήν πόλη νά
φυλάει μήν καί τολμήσουνε, νά έπιτεθοΰνε πάλι.

ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Σωστή ήταν ή άπόφαση νά μείνει τό πέρασμα
γιά νά φυλάει. Πρέπει νά στείλουμε δυνάμεις νά τόν
ένισχύσουμε. Κι έτσι, σίγουροι πιά θάμαστε πώς κακό
δέν μπορεί νά μας κάνει ό^Αλόνσο, πού στήν ΙΙορτο-
γαλία προσπαθεί τήν έξουσία, στά χέρια του νά πάρει.
Κι είναι σωστό της Κάμπρα ό κόμης κεΐ κάτω νά μείνει,
δείγμα τής άξίας του νά δώσει καί της καλωσύνης.

88 ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ

Γιατί έτσι, καί μάς προστατεύει άπό τόν κίνδυνο πού
παραμονεύει καί σάν πιστός φρουρός γιά τό καλό της
βασιλείας μας φροντίζει. (Ε μ φ α νίζετα ι 6 ΦΛΟΡΕΣ,
πληγωμένος).
ΦΛΟΡΕΣ : Καθολικέ βασιλιά Φερδινάνδο πού οί οόρανοί
τό στέμμα της Καστίλλης σοϋ έχουν έμπιστευθεΐ, γιατί
είσαι ό πιο άξιος των άνθρώπων, δόσε προσοχή, ν’
άκούσεις τή μεγαλύτερη σκληρότητα, τό έγκλημα τό
φοβερώτερο πού άκούστηκε ποτέ, άπό δύση μέχρι
άνατολή !
ΒΑΣΙΛΙΑΣ : ’ Ηρέμησε.
ΦΛΟΡΕΣ : Ά πό τή Φουεντεοβεχούνα έρχομαι, 8που οί
κάτοικοί της τόν κύρη τους, άσπλαχνα τόν θανατώσανε !
Καί τώρα, ό Φερνάν Γκομέθ νεκρός κείτεται, σκοτω­
μένος άπ’ τούς άνάξιους υπηκόους του. Ό λαός, τόν
τίτλο τοΰ τυράννου τουχει δώσει καί μέ τή δύναμη πού
τούτη ή φωνή τούς δίνει, τό άποτρόπαιο κάνουν έγκλη­
μα. Μπήκαν μέ τή βία στό σπίτι του. ’Εκείνος, στό
λόγο τοΰ ιππότη ύπόσχεται ικανοποίηση νά δώσει σ’
8ποιον οφείλει' κείνοι ομως, οχι μονάχα δέν τόν ακόυ­
σαν, άλλά μ’ άκράτητη μανία τρύπησαν τό στήθος
πού τόν σταυρό φορούσε, μέ χίλιες φοβερές, μά τήν
άλήθεια, πληγές ! Κι άπ’ τά ψηλά τά παραθύρια κάτω,
στή γή τόν πέταξαν καί οί γυναίκες, τόν ξαναπήραν
μέ τά κοντάρια τους καί τά σπαθιά τους. Τελικά, μετα­
φέρανε τό κορμί του σέ κάποιο σπίτι γειτονικό- καί
μάλλωναν ποιος θά τοΰ ξερριζώσει γρηγορώτερα τις
τρίχες άπ’ τό κεφάλι κι άπ’ τά γένια. Κι ή μανία τους
ολοένα καί μεγάλωνε, ώσπου τοΰ κόψανε καί τά δυο
τ ’ αύτιά. Μέ τά κοντάρια τους τούς θυρεούς του ξή­
λωσαν, ζητώντας τούς δικούς σας τούς βασιλικούς νά
κρεμάσουν, γιατί αύτοί βαθιά τούς έχουνε πληγώσει·

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 89

Τό σπίτι του, σά νάταν σπίτι έχθρικό λεηλατήσανε
καί τρελοί άπό χαρά τά υπάρχοντά του μεταξύ τους
μοιραστήκανε. Τάδα δλα μέ τά ϊδια μου τά μάτια, κρυ-
μένος καθώς ήμουνα σέ μιά γωνιά, γιατί ή κακιά μου
ή τύχη δέ θέλησε, άλλίμονο, νά χαθώ κι έγώ άμέσως !
Κι έτσι κρυμένος δλη μέρα έμεινα, ώσπου νύχτωσε
καί βγήκα στά κρυφά, δλ’ έτοΰτα νά σας διηγηθώ.
Κύριε, σύ πού τόσο δίκαιος είσαι, τιμώρησε τούτους
τούς βανδάλους- τό εύγενικό αίμα τοϋ Διοικητή,
πού τόσο άδικα χάθηκε άπό τούς αίμοβόρους υπηκόους
του έκδίκηση ζητα.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Μπορείς νά είσαι βέβαιος, πώς άτιμώρητοι
δέ θέ νά μείνουν. 'Ομολογώ, πώς κατάπληκτο μ’ άφήνει
τούτη ή φρικιαστική ιστορία. Νά πάει γρήγορα ένας
δικαστής τήν ιστορία τούτη νά έπαληθεύσει καί τούς
ένοχους νά τιμωρήσει μέ τρόπο παραδειγματικό. Μαζί
του νά πάει κι ένας άξιωματικός γιά περισσότερη
άσφάλεια. "Ενα τόλμημα παρόμοιο, χρειάζεται άλήθεια,
παραδειγματική τιμωρία. Κι δσο γιά τόν πληγωμένο,
πάρτε τον καί περιποιηθεΐτε τά τραύματά του.

( Φεύγουν)

Σ Κ Η Ν Η IX.

(Ή Π λατεία τής ΦΟΥΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ)
( ’Εμφανίζονται οι Χωρικοί καί οί Χωρικές κρατώντας
τό κεφάλι τοϋ ΦΕΡΝΑΝ ΓΚΟΜΕΘ στήν άκρη μιας
λόγχης).

(Ο ί Μουσικοί Τραγουδούν)
Χίλια Χρόνια νά ζήσουν
ή Ισαβέλλα κι ό Φερδινάνδος
καί θάνατος στούς τυράννους!

90 ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΪΝΑ

ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Πές μας τό τραγούδι σου, Φροντόζο!
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Θά σας τραγουδήσω, μά τήν πίστη μου

αν δμως κανένας στίχος δέν ταιριάζει άς τόν διορθώσει
κάποιος πού άπό μένα καλύτερος στούς στίχους είναι.
(πιο δυνατά).

Ζήτω ή ωραία ’ Ισαβέλλα
κι ό Φερδινάνδο τής Άραγκόν
ένωμένοι πάντοτε νά ζοϋν
κείνος γιά κείνη, κείνη γ ι’ αύτόν !
Στον ούρανό ό Ά γιο ς Μιχαήλ
καί τούς δυό άπ’ τό χέρι νά τούς πάρει.
Χρόνια πολλά νά ζήσουν καί
θάνατος στούς τυράννους ! >

ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Καί τώρα ή σειρά σου, Μπαρίλντο.

ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Ε ντάξει, τδχω άπό ώρα ετοιμάσει.
ΠΑΣΚΟΤΑΛΑ : Ά ν τό πεις προσεκτικά, πάρα πάνω άπό

καλό θάναι !

ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Νά ζήσουν οί δοξασμένοι βασιλιάδες
χρόνια πολλά, ευχόμαστε νά ζήσουν !
Θριαμβευτές τώρα, άλλά καί πάντα
νικητές, άπό γίγαντες καί νάνους
θάνατος στούς τυράννους !
Οί Μ ουσικοί τραγουδούν)
Χίλια χρόνια νά ζήσουν
ή ’ Ισαβέλλα κι ό Φερδινάνδος
καί θάνατος στούς τυράννους !

ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : 'Η σειρά σου Μέγκο !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : ’Έλα Μέγκο, πέστο !
ΜΕΓΚΟ : ’ Εγώ είμαι, ποιητής, γεννημένος !
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Δέ λες καλύτερα... δαρμένος !

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 91

ΜΕΓΚΟ : «Μιά Κυριακή πρωί,
κείνος διέταξε
τόσο ξύλο νά μοΰ δώσουν
πού θαρρείς ταμπούρλο παΐζαν
στά όπίσθά μου.
Νεκρός τώρα έκεΐνος
χίλια κομμάτια είναι
μά έγώ ολόκληρος
μες τό πετσί μου είμαι.
Ζήτω οί βασιλιάδες οί Χριστιανοί
καί άς πεθάνουν οί τυραννικοί. »
( Μ ουσικοί)
Χρόνια πολλά νά ζήσουν !

ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Άκούμπησε τό κεφάλι έδώ.
ΜΕΓΚΟ : Σάν κρεμασμένος μοιάζει.

Σ ΚΗΝΗ X.

(Ό ΧΟΥΑΝ ΡΟΧΟ, φέρνει μιαν άσπίδα μέ τά βασι­
λικά δπλα και θυρεούς)

ΣΤΜΒΟΤΛΟΣ : Νάτοι, οί νέοι θυρεοί !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Βάλτους κεΐ, νά τούς δοϋνε !
ΧΟΤΑΝ ΡΟΧΟ : Καί ποϋ θά τούς βάλουμε μετά ;
ΣΤΜΒΟΤΛΟΣ : Έδώ στό Δημαρχείο.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Σπουδαία άσπίδα !
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Πολύ μ’ άρέσει !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : ’Αρχίζει νά ξημερώνει. Μέ ήλιο λαμπρό

άρχίζει ή μέρα μας.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Ζήτω ή Καστίλλη, ό Λέων καί τά κοντά­

ρια τής Άραγκόν καί θάνατος στήν τυραννία ! Δόσε

92 ΦΟΥΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ

προσοχή Φουεντεοβεχούνα σ’ ένός γέροντα τά λόγια,
γιατί κανείς ποτέ δέ μετάνοιωσε πού τή συμβουλή του
άκουσε. Οί βασιλιάδες, θά θελήσουνε νά μάθουν πώς
έγιναν τά πράγματα, καί τοϋτο γρήγορα θά γίνει μιά,
κι ό δρόμος τους άπ’ τά δικά μας μέρη είναι. ’Ά ς
συνεννοηθοϋμε δλοι μαζί, τί πρέπει, σά μάς ρωτήσουνε,
νά ποϋμε.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Τί μας συμβουλεύεις ;
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Καί νά πεθάνουμε άκόμη αν χρειαστεί
τίποτ’ άλλο δέ θ’ άπαντοϋμε άπό : ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕ­
ΧΟΤΝΑ !. . . .
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Τί πιδ εδκολη άπάντηση άπ’ αύτή ; «'Η
Φουεντεοβεχούνα τδκανε» !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Δέχεστε έτσι ν’ άπαντήσετε ;
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ : Ναι. ..
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Καί τώρα, έγώ τό δικαστή θά κάνω γιά νά
καταλάβουμε καλύτερα πώς πρέπει νά φερθούμε. Ά ς
ποϋμε, 6τι ό Μέγκο εΐν’ εκείνος πού θά βασανίσουν.
ΜΕΓΚΟ : Δέ διαλέγετε λέω γώ, κανέναν άλλον πιό δυνατό ;
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Μά τί θαρρείς στ’ άλήθεια πώς θά σέ
βασανίσουμε ;
ΜΕΓΚΟ : ’Εντάξει εΐμ’ έτοιμος. Ά ντε, άρχίστε !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Ποιος σκότωσε τό Διοικητή ;
ΜΕΓΚΟ : 'Η Φουεντεοβεχούνα τδκανε !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Κι άν σέ βασανίσω σκύλε ;
ΜΕΓΚΟ : Καί νά μέ σκοτώσετε άκόμη κύριε, δέν έχω
τίποτ’ άλλο νά σας πώ.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : 'Ομολόγησε, άλήτη !
ΜΕΓΚΟ : 'Ομολογώ !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Ποιος τδκανε λοιπόν ;
ΜΕΓΚΟ : 'Η Φουεντεοβεχούνα !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Δόστε στόν τροχό άκόμα μιά στροφή.

ΦΟΤΕΝΤΒΟΒΕΧΟΤΝΑ 93

ΜΕΓΚΟ : Δόστε είκοσι στροφές, διόλου δέ μέ νοιάζει !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Έ τσ ι λοιπόν καί στή δίκη θά φερθούμε !

('Εμφανίζεται ό άλλος σύμβουλος)

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ : Τί στήν εύχή σας χάνετε εδώ;
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Τί συμβαίνει Κουαντράδο ;
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ : ΤΗρθε ένας δικαστής γιά νά κάνει άνα-

κρίσεις.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Νά φύγετε δλοι- γρήγορα στά σπίτια σας !
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ : Μαζί του έρχεται καί στρατός.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Δέν πάει νάρθει κι ό διάολος μαζί του !

Έ σεΐς μιά φορά, ξέρετε τί θ’ άπαντήσετε.
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ : Τούς πιάνουν δλους. Οΰτ’ έναν δέν άφή-

νουν.
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Δέν ύπάρχει λόγος νά φοβασαι. Ποιός

σκότωσε τό Διοικητή, Μέγκο ;
ΜΕΓΚΟ : Μά. . . ή Φουεντεοβεχούνα, κύριε !

( Φεύγουν)

Σ Κ Η Ν Η XI.

(Κ ατοικία τοϋ ’Αρχηγού τής Καλατράβα ατό Ά λμά-
γκρο. 'Εμφανίζονται ό ΑΡΧΗΓΟΣ κι εναςΣΤΡΑΤΙΩ­
ΤΗΣ)
ΑΡΧΗΓΟΣ : Πώς εγινε κάτι τέτοιο ; Τί τέλος άτυχο,
Θεέ μου ! Θέ νά σέ θανατώσω γιά τό φοβερό νέο πού
μοϋ έφερες. !
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ : Μά, κύριε, έγώ είμαι άγγελιοφόρος καί
πρόθεση νά σέ στενοχωρήσω δέν έχω.

Σημ. Μετ. Κουαντράδο ; Είναι τ6 £νομα του δεύτερου Συμβούλου.

94 ΦΟΓΕΝΤΕΟΒΕΧΟΪΝΑ

ΑΡΧΗΓΟΣ: Γιά φαντάσου, νά ξεσηκωθεί ολόκληρος άγριε-
μένος λαός καί νά κάνει τέτοιο έγκλημα. Θά πάω μέ
πεντακόσιους άνδρες τήν πόλη τους νά ισοπεδώσω καί
δέ θ’ άφήσω τίποτε βρθιο κι άπ’ τά όνόματά τους μήτε
ανάμνηση δέ θά μείνει.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ : Κύριε, ήρεμήστε, κρατήστε τήν οργή
σας, γιατί στό βασιλιά πήγαν καί δήλωσαν ύπο-
ταγή κι άν τώρα κάτι έχει σημασία, εϊναι τό βασιλιά
νά μή στενοχωρήσετε.

ΑΡΧΗΓΟΣ : Καί πώς πήγανε στό βασιλιά νά ύποταχθοϋν
άφοϋ στή Διοίκηση άνήκουν ;

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ : Μόνο μ’ εκείνον μπορείτε αΰτά νά συζη­
τήσετε.

ΑΡΧΗΓΟΣ : Μέ δίκη μοναχά. Γιατί πότε άφησε άπ’
τά χέρια του νά φύγει κάτι ποΰχει πάρει ; Είναι άρχον­
τες, βασιλιάδες ε’ίτε τό θέλω ε’ίτε όχι, έτσι είναι. Ά ν
στό βασιλιά υποταχτήκανε θά πνίξω τήν δργή μου.
'Η καλύτερη λύση τώρα είναι νά δώ τή μεγαλειότητα
του. Σοβαρό ήταν τό σφάλμα μου κι ή νιότη μου, ή
μόνη δικαιολογία. Ντρέπομαι νά πάω' άλλά τδ απαιτεί
ή τιμή μου. Κι άν τώρα πιά κάτι έχει σημασία, είναι
νά μήν άμελήσω τήν τιμή μου νά προστατέψω.

Σ Κ Η Ν Η XII.

(Π λατεία τής ΦΟΥΕΝΤΕΟΒΕΧΟΥΝΑ. Ε μφανίζε­
ται ή ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ, μόνη της).

ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ: Ν’ άγαπάς, άλλά καί νά τρέμεις γ ι’ αυτόν
π ’ άγαπάς είναι κι αύτδς πόνος τοΰ έρωτα σκληρός. Νά
φοβάσαι μή συμβεϊ κάτι κακό, σ’ αύτόν π ’ άγαπάς

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 95

μεγαλώνει τή δύναμη τής αγάπης. 'Όσο πιό πολύ
άγαπας, τόσο περισσότερο φοβασαι. Μιά άγάπη, σίγου­
ρη καί δυνατή, είναι πιό ευαίσθητη στό φόβο- καί δέν
είναι μικρός καημός νά τρέμεις γιά κείνον π ’ άγαπας.
ΤΩ ! τόν λατρεύω τόν άντρα μου- καί νά πού δλα
μέ καταδικάζουν νά τρέμω τά χειρότερα γιά κείνον
αν δέν τόν βοηθήσει ή καλή του μοίρα. Τό καλό του
μονάχα, λαχταράει ή ψυχή μου ! Έάν μείνει, σίγουρος
ό πόνος μου, αν φύγει, σίγουρος ό θάνατός μου !
(Ε μφανίζεται ό ΦΡΟΝΤΟΖΟ)
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Λαουρένθια !
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : ’Αγαπημένε μου άντρα ! Πώς τόλμησες
νάρθεις ;
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Τοϋτα τά λόγια μόνο βρήκες νά πεις. Στόν
έρωτά μου, στή λαχτάρα μου νά σέ δώ ;
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Φυλάξου άγάπη μου ! Φοβάμαι γιά σένα.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Λαουρένθια, μή φοβάσαι. Ό Θεός δέ θ’
άφήσει κανέναν νά σέ στενοχωρήσει.
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Μ’ άφοϋ τό βλέπεις μέ τί μανία ερευ­
νούν καί τοΰτος ό δικαστής τί σκληρά πού φέρεται.
Πρόσεξε Φροντόζο, φυλάξου. Φύγε !. . . Μήν περι­
μένεις τή δυστυχία νά πέσει πάνω σου !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Πώς θές λοιπόν νά δεχτώ παρόμοια συμ­
βουλή ; Νά φύγω λές, τή στιγμή πού άλλοι κινδυνεύουν ;
Νά φύγω, θές, μακρυά σου. Μή μοΰ τό ζήτας αύτό
γιατί οΰτε λογικό οΰτε σωστό νά φύγω είναι γιά νά
σώσω τό κορμί μου μοναχά δταν ή πόλη μας τόσο
δύσκολες στιγμές πέρνα.

(Ά κούγονται φωνές)
Σά νάκουσα φωνές κι άν δέ μέ γελούν τ’ αυτιά μου
είναι φωνές άνθρώπου πού τόν βασανίζουν. "Ακου,
Λαουρένθια, δόσε προσοχή.

96 ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΪΝΑ

(Ά κονγεται άπό μέσα ή φωνή τον δικαστή καί οί
απαντήσεις τών άλλων)
ΔΙΚΑΣΤΗΣ : ’Έλα κοντά μου γέροντα καί πές μου τήν
άλήθεια !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Λαουρένθια, βασανίζουν ένα γέρο !
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Τί πείσμα ! Θεέ μου !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : ’Αφήστε με λιγάκι, !
ΔΙΚΑΣΤΗΣ : Έ γώ σ’ αφήνω, άλλά σύ άπάντησέ μου :
Ποιος σκότωσε τον Φερνάν Γκομέθ;
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Ή Φουεντεοβεχούνα !
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Ό Θεός νά σ’ έχει καλά, πατέρα !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Τί άνθρωπος ! Τί θάρρος !
ΔΙΚΑΣΤΗΣ : Πάρτε τοϋτο τό παιδί καί σφίξτε λίγο γιατί
έγώ καλά τό ξέρω πώς σύ μικρέ γνωρίζεις ποιος τοκανε.
Πές μου λοιπόν ποιος ήταν ; ποιος τον σκότωσε ; Τί
δέ μιλάς σκύλε ! Σφίξε, σφίξε κι άλλο μεθύστακα !
ΠΑΙΔΙ : 'Η Φουεντεοβεχούνα τοκανε, κύριε !
ΔΙΚΑΣΤΗΣ : Μά τ ’ δνομα τοΰ βασιλιά θέ νά τούς πνίξω
δλους, μέ τά ϊδια μου τά χέρια ! Ποιός σκότωσε τό
Διοικητή ;
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : "Ενα παιδί πού τό βασανίζουν κι έκεΐνο
στέκεται καί μέ θάρρος άπαντα.
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Γενναίος λαός !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Γενναίος καί δυνατός !
ΔΙΚΑΣΤΗΣ : Φέρτε κείνη τή γυναίκα καί βάλτε την στόν
τροχό. Ά ν τ ε δόσε άκόμη μιά στροφή.
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Τον τυφλώνει ή οργή.
ΔΙΚΑΣΤΗΣ : Πιστέψτε με, δλους θέ νά σας σκοτώσω
πάνω σ’ έτοϋτον τόν τροχό, χωριάτες ! Ποιός σκότωσε
λοιπόν τό Διοικητή ;
ΠΑΣΚΟΤΑΛΑ : 'Η Φουεντεοβεχούνα, κύριε !
ΔΙΚΑΣΤΗΣ : Δόστου, σφίξε κι άλλο !

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 97

ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Μάταια ελπίζει !
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Κακομοίρη Πασκουάλα, αντέχει ώ Φρον­

τόζο, δέ μαρτυράει !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Παιδιά δέ μαρτυρήσανε- τί λοιπόν φοβασαι ;
ΔΙΚΑΣΤΗΣ : Θαρρείς καί τούς νανουρίζεις, σφίξε σκύλε,

σφίξε σοϋ λέω !
ΠΑΣΚΟΤΑΛΑ : ~Ω, παντοδύναμε Θεέ !
ΔΙΚΑΣΤΗΣ : Σφίξε, άτιμε. Κουφάθηκες ;
ΠΑΣΚΟΤΑΛΑ : 'Η Φουεντεοβεχούνα τοκανε !
ΔΙΚΑΣΤΗΣ : Γιά φέρτε μου έδώ κείνον τό χοντρό τοΰτο,

τό θρεφτάρι, πού στέκει μισόγυμνος.
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Καημένε Μέγκο ! Κείνος θάναι, τό

δίχως άλλο !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Φοβαμαι, πώς έτοϋτος θά μιλήσει !
ΜΕΓΚΟ : Ά ϊ, άϊ ! . . .
ΔΙΚΑΣΤΗΣ : "Αντε, άρχισε νά σφίγγεις.
ΜΕΓΚΟ : ’Ά ϊ !
ΔΙΚΑΣΤΗΣ : Χρειάζεσαι μήπως βοήθεια ;
ΜΕΓΚΟ : Ά ϊ, άϊ ! . . .
ΔΙΚΑΣΤΗΣ : Πές μου χωριάτη, ποιός σκότωσε τό Διοι­

κητή ;
ΜΕΓΚΟ : Ά ι ! άϊ, έγώ θέ νά τό πώ !
ΔΙΚΑΣΤΗΣ : Χαλάρωσε λιγάκι !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : 'Ομολογεί !
ΔΙΚΑΣΤΗΣ : Άκούμπισε τήν πλάτη σου πάνω στό ξύλο. .
ΜΕΓΚΟ : Σταματεΐστε ! Θά σάς πώ !
ΔΙΚΑΣΤΗΣ : Ποιός τόν σκότωσε λοιπόν ;
ΜΕΓΚΟ : Κύριε, ποιός τόν σκότωσε θέ νά σας πώ. Νά,

ή Φουεντεοβεχουνίτσα τδκανε !

Σημ. Μετ. ’Εδώ χρησιμοποιεί τό υποκοριστικό γιά νά δώσει
εύθυμο καί κωμικό τόνο.

7

98 ΦOTENTE OBEXOTNA

ΔΙΚΑΣΤΗΣ : Τί πείσμα ! Δέν άρκεΐ, πού τόν πόνο άψη-
φοϋν, άλλά κοροϊδεύουν κι άπό πάνω ! Κι άπ’ αύτούς
πού έλπιζα νά μαρτυρήσουν ετούτοι άντέξανε τό περισ­
σότερο ! ’Αφήστε τους ! Κουράστηκα !. . .

ΦΡΟΝΤΟΖΟ : ~Ω. ! Μέγκο, νάσαι καλά ! Μεγάλος ήτανε
ό φόβος μου άλλά σύ νά τόν διαλύσεις μπόρεσες !

Σ Κ Η Ν Η XIII.

( ’Εμφανίζονται ό ΜΕΓΚΟ, 6 ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ και ό
Σύμβουλος)

ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Μπράβο Μέγκο !
ΣΤΜΒΟΤΛΟΣ : Ναί. Μέγκο, μπράβο !
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Ζήτω δ Μέγκο !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Στ’ άλήθεια τά κατάφερε !
ΜΕΓΚΟ : Ά ϊ, άϊ ! . . .
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : ’Έλα φίλε, πιές !
ΜΕΓΚΟ : 'Ά ϊ, αί, Τί είναι ;
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Μηλόκρασο.
ΜΕΓΚΟ : Ά ϊ, άϊ !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Δόστε του νά π ιει !
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Α μέσως !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Πώς τό κατεβάζει ! ΕΤν’ ώραΐο !
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Δόστε του κι άλλο.
ΜΕΓΚΟ : Ά ϊ, άϊ !
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : "Ελα Μέγκο, κερνώ έγώ.
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Κοίτα μέ τί έπισημότητα πού πίνει.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Μιά καί μπόρεσε στά βασανιστήρια ν’

άντέξει τοϋ άξίζει, καλά νά πιει.
ΣΤΜΒΟΤΛΟΣ : Θές κι άλλο ;
ΜΕΓΚΟ : Ά ϊ, άϊ. Ναί, ναί.

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ 99

ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Πιές, γιατί στ’ άλήθεια τό άξίζεις !
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Πώ, πώ ! Τί κατεβάζει κάθε φορά ! .
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Σκεπάστε τον γιατί θά κρυολογήσει.
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : Θές κι άλλο ;
ΜΕΓΚΟ : Ναί κι άλλο, τρεις φορές άκόμα. Ά ϊ, άϊ !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Γιά ρώτησε αν έχει άλλο κρασί.
ΜΠΑΡΙΛΝΤΟ : ’Έχει, πιές δσο σ’ άρέσει Μέγκο είπαμε

τ ’ άξίζεις· χαλάλι σου λοιπόν ! Τί έχεις ;
ΜΕΓΚΟ : Νοιώθω μιά ξυνίλα. Παμε, θαρρώ πώς κρυώ­

νω.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Πιές άπό τοΰτο, είναι καλύτερο. Ποιός

σκότωσε τό Διοικητή ;
ΜΕΓΚΟ : 'Η Φουεντεοβεχουνίτσα !

( Φεύγουν)
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Δίκαιο ήταν νά τόν τιμήσουν. "Ομως πές

μου άγάπη μου, ποιός σκότωσε τό Διοικητή ;
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : 'Η Φουεντεοβεχούνα, καλέ μου.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Ποιός τόν σκότωσε ;
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Μέ τρομάζεις. Ά φοΰ ή Φουεντεοβεχούνα

τδκανε.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Κι έγώ πώς σέ σκότωσα ;
ΛΑΟΤΡΕΝΘΙΑ : Πώς ; Ά πό μεγάλη άγάπη.

Σ Κ Η Ν Η XIV.

(Κ ατοικία τών βασιλέων στήν ΤΟΡΝΤΕΣΛΙΑ.
’Εμφανίζονται ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ, ή ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ κι ό
ΔΟΝ ΜΑΝΡΙΚΕ, λίγο άργότερα δμω ς)

Σημ. Ό Μέγκο κάνει μιά γκριμάτσα γ ι’ αυτό καί ό Μπαρίλντο
τόν ρωτά τί, έχει.

100 ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΒΧΟΤΝΑ

ΝΤΟΝΑ ΙΣΑΒΕΛΛΑ : Δέν περίμενα νά σάς βρω έδώ καί
τό θεωρώ μεγάλη τύχη

ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Μεγάλη μου χαρά νά σας ξαναδώ. Στήν
Πορτογαλία πηγαίνω κι άναγκάστηκα έδώ νά μείνω.

ΝΤΟΝΑ ΙΣΑΒΕΛΛΑ : Ε λπίζω ή μεγαλειότη σου νά
μήν παρέκαμψε άπό τό δρόμο της γιά νάρθει μέχρι έδώ'

ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Πώς άφήσατε τά πράγματα στήν Καστίλλη
τώρα πού φύγατε ;

ΝΤΟΝΑ ΙΣΑΒΕΛΛΑ : Τά πάντα ήρεμα κι ειρηνικά.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Δέ μέ ξαφνιάζει, άλήθεια γιατί τούτη ή

ειρήνη δικό σας έργο είναι.
( ’Ε μφανίζεται ό ΔΟΝ ΜANPIK E )

ΔΟΝ ΜΑΝΡΙΚΕ : Μόλις τώρα έφτασε τής Καλατράβα
ό άρχηγός καί νά τόν άφήσω μέ παρακαλεϊ στή μεγαλει­
ότη σου νά μιλήσει.

ΝΤΟΝΑ ΙΣΑΒΕΛΛΑ : ’Επιθυμώ νά τόν γνωρίσω.
ΔΟΝ ΜΑΝΡΙΚΕ : Στό λόγο μου Κυρία, άν καί μικρός

στήν ήλικία άξιος στρατιώτης είναι I
( Φεύγει)

Σ Κ Η Ν Η XV.

( ’Εμφανίζεται ό ΑΡΧΗΓΟΣ)

ΑΡΧΗΓΟΣ : Ροντρίγο Τελέθ Ζιρόν, της Καλατράβα άρ­
χηγός, πού ποτέ δέν έπαψα νά σάς έπαινώ, ταπεινά
τή συγνώμη σας γυρεύω. Γελάστηκα, τ ’ ομολογώ
κακές άκολούθησα συμβουλές άντίθετες μέ τή δική
σας έπιθυμία. 'Η συμβουλή τοϋ Φερνάντο καί τό δικό
μου τό συμφέρον νά γελαστώ, στάθηκαν αιτία. Φέρθηκα
άδικα, γ ι’ αύτό κι έγώ, ταπεινά τή συγνώμη σας, ζητώ.
Κι άν άξίζω τή συγνώμη σας καί μοΰ τή δώσετε, άπό

ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΪΝΑ 101

σήμερα στήν υπηρεσία σας θά μείνω. Καί στή Γρανάδα
8που πηγαίνετε μαζί σας θάρθω, τοϋ σπαθιοΰ μου
τήν άξία νά σάς δείξω. Μέ τό θάρρος μου καί μέ τοϋ
σπαθιοΰ μου τά φοβερά κτυπήματα, τόν κόκκινο σταυ­
ρό μου στους πιό ψηλούς τρούλους θέ νά στήσω. Πεν­
τακόσιους στρατιώτες, στήν ύπηρεσία σας, θά βάλλω.
Καί τό λόγο μου τοΰ ιππότη δίνω, ποτέ πιά στή ζωή
μου νά σάς δυσαρεστήσω.

ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Σήκω άπό κάτω άρχηγέ. "Οπότε κι άν θε­
λήσεις νάρθεις καλοδεχούμενος θέ νάσαι.

ΑΡΧΗΓΟΣ : Τών δυστυχισμένων εϊστε ή παρηγοριά.

ΝΤΟΝΑ ΙΣΑΒΕΛΛΑ : Δέν εϊσαι μόνο στά έργα γενναίος
κι άξιος άλλά καί στά λόγια δυνατός !

ΑΡΧΗΓΟΣ : Κι έσεΐς, εΐσθε μιά ώραία Έσθήρ. Καί
σείς βασιλιά μου, ένας θείος Ξέρξης !

( ’Εμφανίζεται ό ΔΙΚΑΣΤΗΣ)

ΔΙΚΑΣΤΗΣ : "Οπως μοΰ τό ζητήσατε, στή Φουεντεοβε­
χούνα πήγα γιά τήν ειδική έτούτη άποστολή καί άνά-
κριση έκανα σωστή. ’Από τήν ερευνά μου δμως, οΰτε
μιά σελίδα νά συμπληρώσω μπόρεσα πού νάχει μέ τήν
άλήθεια κάποια σχέση. Μέ θάρρος στήν καρδιά, στήν
ερώ τηση μου «ποιός τδκανε» ; δλοι άπαντοΰσαν μ’ ένα
στόμα : «'Η ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ τδκανε» 1 Τρα­
κόσιους πού ρώτησα, καί σάς βεβαιώ κύριε, τούς βασά­
νισα άρκετά, τήν ϊδια μοΰ δώσανε άπάντηση. ’Έστειλα
στόν τροχό άκόμα καί δεκάχρονα παιδιά. Οΰτε τά βα­
σανιστήρια δμως, οΰτε κι οί φοβέρες έφεραν άποτέ-
λεσμα κανένα !. . . Είναι τόσο δύσκολο νά βρεις ποιά
ή άλήθεια είναι πού θά χρειαστεί ή νά τούς συγχωρήσετε
ή δλους μαζί νά τούς σκοτώσετε. Είναι δλοι τους έδώ
παρόντες γιά νά βεβαιώσουν τά λεγόμενά μου. Μπορείτε,

102 ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕΧΟΤΝΑ

άν τό θέλετε, καί μονάχος σας νά τούς ρωτήσετε, καί
νά πληροφορηθεΐτε.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Μιά καί ήρθαν, ας περάσουν !

Σ Κ Η Ν Η XVI.

('Εμφανίζονται οί δύο ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ, ό ΦΡΟΝΤΟΖΟ,
οί ΓΥΝΑΙΚΕΣ καί οί ΧΩΡΙΚΟΙ)

ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Έτοϋτοι είναι οί βασιλιάδες ;
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Ναί, της Καστίλλης οί άρχοντες !
ΛΑΟΥΡΕΝΘΙΑ : Μά τήν πίστη μου, τί ωραίοι πούναι !. . .

’Ά ς τούς έχει καλά, ό "Αγιος ’Αντώνιος.
ΝΤΟΝΑ ΙΣΑΒΕΛΛΑ : Αύτοί είναι οί έπαναστάτες ;
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Ό λαός τής Φουεντεοβεχούνα, κυρία πού

ταπεινά στή διάθεσή σας είναι. 'Η τυραννία, ή φοβερή
σκληρότητα τοϋ νεκροΰ πιά Διοικητή, πού χίλιες
προσβολές μάς εκανε ήταν ή αιτία τούτης τής καταστρο­
φής. ’Άσπλαχνα καί δίχως δισταγμό τ ’ άγαθά μας
επαιρνε καί τά όμορφα κορίτσια μας βίαζε !
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : Τούτη δώ τήν κόρη, πού δόξα νάχουν οί
ούρανοί, ή τύχη εδωσε, γυναίκα δική μου νάναι στό
σπίτι τόυ τήν οδήγησε αδιάντροπα, σά νάτανε δική του
τή μέρα πού παντρευτήκαμε, τήν ϊδια τή βραδυά τοΰ
γάμου ! Κι άν τοΰτο τό κορίτσι μέ θάρρος καί τόλμη
δέν ύπεράσπιζε τήν τιμή της, τότε πιστεύω νά φαντά­
ζεστε τί χειρότερο άκόμη, θά μποροΰσε νά συμβεΐ !. . .
ΜΕΓΚΟ : Δέν ήρθε άκόμη ή σειρά μου νά μιλήσω ;
"Αν μοϋ τό επιτρέπετε, θέ νά σας πώ πώς μοϋ φέρθηκε,
έπειδή θέλησα μιά κόρη άπ’ τούς άνδρες του νά προ­
στατέψω. Μιά κόρη, πού μέ τή βία τήν τραβούσαν !
Τοΰτος ό καταραμένος Νέρωνας μέ χτύπησε τόσο


Click to View FlipBook Version