ΦΟΪΕΝΤΕΟΒΕΧΟΪΝΑ 103
πολύ πού τά οπίσθια μου τάκανε νά μοιάζουν φέτες
σολωμοϋ. Τρεις άνδρες κτύπαγαν τά κακομοίρα τά
οπίσθια μου μέ τόση δύναμη καί πείσμα πού κεΐ πέρα
τό πετσί μου, μαβί έ'χει γίνει, ϊδιο χρώμα μέ τό ράσο
τοϋ καρδινάλλιου ! Καί γιά νά δροσιστώ λιγάκι ξόδε
ψα σέ πούδρες καί σμύρνα μιά ολάκερη περιουσία !
ΕΣΤΕΜΠΑΝ : Βασιλιά μου ! 'Τπήκοοί σου, θέλουμε νά-
μαστε ! ’Ελπίζουμε στή μεγαλοψυχία σου κι άκόμη
πώ ς ή άθωότητά μας θά χρησιμεύσει γιά εγγύηση.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Μιά καί δέν άποδείχτηκε γραπτώς δσο μεγάλο
κι άν είναι τό άδίκημα είμαι υποχρεωμένος συγχώρεση
νά δώσω. 'Η πόλη στό βασίλειό μου θ’ άνήκει μιά κι οί
κάτοικοι, ύπακοή καί πίστη σέ μένα δεΐξαν, περιμέ-
νοντας νά βρεθεί κάποιος άλλος Διοικητής.
ΦΡΟΝΤΟΖΟ : ’Επιτέλους ! 'Η Μεγαλειότη σου σωστά
έμίλησε, δπως τό περιμέναμε. Κι έδώ, σεβαστοί μου
θεατές, τελειώνει ευτυχισμένα, τής ΦΟΤΕΝΤΕΟΒΕ
ΧΟΤΝΑ ή ταραγμένη ιστορία !. . .
ΤΕΛΟΣ