The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΕΙ TO ΣΩΜΑ

Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by ΚΑΤΣΑΡΙΚΑΣ ΖΗΣΗΣ, 2018-06-10 09:49:14

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΕΙ TO ΣΩΜΑ

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΕΙ TO ΣΩΜΑ

Ζήση Κατσαρίκα

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ

ΟΤΑΜ ΜΙΛΑΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ
Ανθρωπολογικές μελέτες

ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΑΝΘΡΩΠΟΜΕΤΡΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ

που αποδεικνύουν την αρχέγονη ευρωπαϊκή τους ρίζα

Ξάνθη 2018

Σπάνια επιστήμονας ένοιωσε τόση περηφάνια για ένα λαό
που μελέτησε όσο εγώ για τους Σαρακατσάνους.
Αλλά ας πάρουμε μαζί τον μίτο να δούμε ποιοι είναι οι
Σαρακατσαναίοι και πώς φτάσαμε στα συμπεράσματα που
ακολοθούν.

Άρης Ν. Πουλιανός
Αθήνα 1993

Σπάνια ένας Σαρακατσάνος ένοιωσε τόση περηφάνια όση
εγώ, για τις ρίζες του μελετώντας ,το έργο ενός τόσο
μεγάλου επιστήμονα όπως ο Α. Πουλιανός.
Αν είχαμε έστω έναν ακόμα Πουλιανό και δεν κυνηγούσαμε
και αυτόν που έχουμε , δεν χρειαζόταν να βάλουμε την
ψυχή μας να μιλάει, θα μιλούσαν μόνο τα στοιχεία τα οποία
στην πορεία θα δούμε να παραθέτει.

Ζήσης Π. Κατσαρίκας
Ξάνθη 2018

Η Ελληνική ιστορία είναι η ιστορία των Ελληνικών φύλων και
πολιτισμού, από την εμφάνισή τους έως σήμερα. Παρ' όλο το ότι
ανεξάρτητο κράτος με το όνομα Ελλάδα αναγνωρίσθηκε μόλις το
1828, η Ελληνική ιστορία εκτείνεται πέρα από τα γεωγραφικά
όρια του σημερινού κράτους και σε μακριά περίοδο αιώνων
προς το παρελθόν. Σε γενικές γραμμές η Ελληνική ιστορία
χωρίζεται στις εξής περιόδους, συνήθως χωρίς σαφή όρια
ανάμεσά τους:

Μινωικός πολιτισμός (πριν το 3000 π.Χ.-1420 π.Χ.)
Αιγαιακός πολιτισμός (πριν το 1600 π.Χ.)
Μυκηναϊκός πολιτισμός (περίπου 1600-1100 π.Χ.)
Σκοτεινοί αιώνες ή Γεωμετρική Εποχή (1100-800 π.Χ.)
Αρχαϊκή εποχή (περίπου 800 π.Χ.-περίπου 500 π.Χ.)
Κλασική εποχή (περίπου 500 π.Χ.-323 π.Χ.)
Ελληνιστική περίοδος (323-146 π.Χ.)
Ρωμαϊκή περίοδος (146 π.Χ.-330 μ.Χ.)
Βυζαντινή περίοδος (330-1453)
Οθωμανική περίοδος (1453-1821)
Νεότερη ή σύγχρονη Ελλάδα (1821 και μετά).

ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΦΥΛΗ
Γενικός όρος, που χαρακτηρίζει τους λαούς που ανήκουν στην
ινδοευρωπαϊκή ή άρια γλωσσική ομάδα. Οι Ινδοευρωπαίοι δεν
είναι φυλή απόλυτα εξακριβωμένη ανθρωπολογικά. Αποτελούν
τη σπουδαιότερη ομοεθνία, που περιλαμβάνει τους
περισσότερους πολιτισμένους λαούς. Σύμφωνα με την Αγία
Γραφή, οι Ινδοευρωπαϊκοί λαοί (οι Ιαπετικοί λαοί) κατάγονται
από τον Ιάφεθ, γιο του Νώε (Γένεση 10,2-5).
Στην Ινδοευρωπαϊκή φυλή ανήκουν: οι Έλληνες, οι Ιταλοί, οι
Ισπανοί, οι Πορτογάλοι, οι Σέρβοι, οι Βούλγαροι, οι Κροάτες, οι
Ρουμάνοι και οι Αλβανοί (Ιλλυριοί) στη Νότια Ευρώπη. Οι
Σκανδιναβοί (Δανοί, Νορβηγοί, Σουηδοί, Ισλανδοί), οι Γερμανοί,
οι Βρεττανοί, και οι Ιρλανδοί στη Βόρεια Ευρώπη. Οι Γάλλοι στη
Δυτική Ευρώπη. Οι Σλάβοι (Ρώσοι, Τσέχοι, Πολωνοί), και οι

Αρμένιοι στην Ανατολική Ευρώπη. Οι Ινδοϊρανοί, οι Πέρσες, οι
Ινδοί και οι Κούρδοι στην Ασία.
Οι έννοιες "Ινδοευρωπαίοι", "Σημίτες" και "Χαμίτες",
δημιουργήθηκαν το 19ο αιώνα. Ξεκίνησαν από τη σύγκριση των
ευρωπαϊκών γλωσσών με τα σανσκριτικά κείμενα.
Γλωσσολογικές μελέτες, με βάση τις φθογγολογικές ομοιότητες,
βοήθησαν στην εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη
μετανάστευση των λαών αυτών και την πιθανή μορφή του
πολιτισμού τους.
Δεν είναι γνωστό ποιοι λαοί κατοικούσαν την Ευρώπη πριν από
τη μετανάστευση των ινδοευρωπαϊκών φύλων. Γνωρίζουμε μόνο
τους Ίβηρες, τους πρόγονους δηλ. των σημερινών Βάσκων της
Ισπανίας, τους Πελασγούς που κατοικούσαν στην Ελλοπία,
και τους Αιγαίους, που κατοικούσαν σε άλλες ελληνικές
περιοχές κι ανάπτυξαν σημαντικότατο πολιτισμό, τον κρητικό,
πριν από την κάθοδο των Δωριέων.
Επίσης δεν είναι με βεβαιότητα γνωστή η κοιτίδα των
Ινδοευρωπαίων. Οι επιστημονικές έρευνες απόδειξαν ότι
κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων ήταν οι στέπες της Ευρασίας.
Νεότερες έρευνες τους τοποθετούν κάπου στην Ευρώπη, όχι
όμως στην Νότια Ευρώπη.
Πολύ πιθανό η αρχική κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων να ήταν η
Δυτική Ασία, ανάμεσα στον Εύξεινο Πόντο, την ανατολική
Περσία και τη κεντρική Ασία. Απ' εκεί χωρίστηκαν σε δυο
ρεύματα. Το ένα προχώρησε προς τη Ινδία και το δεύτερο
εγκαταστάθηκε στη βορειοκεντρική Ευρώπη.
Οι πρώτες διεισδύσεις στη Δύση άρχισαν τους τελευταίους
αιώνες της 3ης χιλιετηρίδας. Πρώτοι έφτασαν οι λαοί του
πολιτισμού "γιαμνάγια" (γνωστοί από τους τάφους Κουργκάν),
που γνώριζαν το άρμα με τροχούς και ξέρουμε ότι ήδη
βρίσκονταν στην Ολλανδία το 2.100 π.Χ. Γνώριζαν ακόμη την
κατεργασία του χαλκού και του ορείχαλκου. Αυτή ήταν και η
αρχή του χαλκού στην Ευρώπη.
Η προέλαση των ινδοευρωπαϊκών φύλων δε σταμάτησε. Με
αργό αλλά συνεχή ρυθμό κυριαρχούν, προχωρώντας στους

νεολιθικούς πληθυσμούς της Δύσης. Ένα νέο κύμα λαών
προς το τέλος της εποχής του χαλκού φτάνει στην Ελλάδα
(μόλις προς τα μέσα ή λίγο μετά τη 2η χιλιετηρίδα) και
στην Εγγύς Ανατολή, όπου καταστρέφει τον πολιτισμό των
Χετταίων, που ήταν κι αυτοί Ινδοευρωπαίοι.
Οι κατακτήσεις των Ινδοευρωπαίων σταθεροποιήθηκαν από τις
διάφορες φυλές, που εγκαταστάθηκαν αργότερα στην Ευρώπη
(Θράκες, Ιλλυριοί, Ιταλιώτες, Κέλτες, Γερμανοί). Έτσι μπήκαν οι
βάσεις των σημερινών ευρωπαϊκών εθνών.
Η κοινή καταγωγή των Ευρωπαίων αποδείχνεται με τη
γλωσσική συγγένεια και με τη συγγένεια των πολιτισμών όλων
των ευρωπαϊκών λαών που είναι φανερή μέχρι σήμερα, κυρίως
στις γεωργικές περιοχές, που πάντα είναι συντηρητικότερες.
Για τον πολιτισμό και τη διάρθρωση της κοινωνίας των
Ινδοευρωπαίων, όταν ζούσαν όλοι στο ίδιο μέρος και
μιλούσαν την άρια ή ινδοευρωπαϊκή γλώσσα (η εποχή
αυτή τοποθετείται γύρω στο 5000 π.Χ.) δεν είναι γνωστά
πολλά πράγματα.
Από τις γλωσσολογικές έρευνες υποθέτουμε ότι ήταν λαός
νομαδικός. Ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία.
Γνώριζαν να κατασκευάζουν αμάξια καθώς και αγγεία και
χρησιμοποιούσαν το δεκαδικό σύστημα αρίθμησης. Στην
πατριαρχική κοινωνία των Ινδοευρωπαίων οι δεσμοί της "εξ
αίματος" συγγένειας ήταν πολύ δυνατοί.
Για τη θρησκεία τους, από τις συγκριτικές μελέτες που έγιναν με
τις θρησκείες των διάφορων ινδοευρωπαϊκής προέλευσης λαών,
οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι θεότητες των
Ινδοευρωπαίων αντιστοιχούσαν σε τρεις βασικές
λειτουργίες της ζωής. Στη σχέση του ανθρώπου με το
θείο, στη φυσική δύναμη και στη γονιμότητα κι
αναπαραγωγή.
Οι άνθρωποι δηλ. κατατάσσονταν σε τρεις τάξεις: ιερείς,
πολεμιστές, παραγωγοί. Οι ιερείς αντιπροσώπευαν τη
σχέση του ανθρώπου με το θείο, οι πολεμιστές τη φυσική
δύναμη και οι παραγωγοί τις καθημερινές αξίες και τη

γονιμότητα. Έτσι χωρίζονταν και οι ινδοευρωπαϊκές
θεότητες. Το χωρισμό αυτό τον βρίσκουμε και στους Ινδούς,
στους Έλληνες, στους Σκανδιναβούς κ.λπ.
Οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες είναι οι πιο γνωστές και οι
περισσότερες γλώσσες που μιλιούνται στην Ευρώπη και την Ασία
και έχουν κοινή προέλευση και κοινή καταγωγή. Η
ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία περιλαμβάνει έντεκα
γλώσσες, μερικές από τις οποίες έχουν ήδη εξαφανιστεί.
Αυτές είναι:
1) Η τοχαρική, που μιλιόταν άλλοτε στο κινεζικό Τουρκεστάν
και έχει πάψει να μιλιέται πια.
2) Η ινδοαριανή, που μιλιέται κυρίως στην Ινδία και χωρίζεται
στη βεδική, σανσκριτική, βεγγαλική, σιγκαλική, μαχρατική κ.ά.
3) Η ιρανική που περιλαμβάνει τις: αρχαία περσική (ή Φαρσί),
μηδική, πεχλεβική, σύγχρονη περσική, κουρδική κ.ά.
4) Η αρμενική που μιλιέται από τους Αρμένιους.
5) Η ελληνική που περιλαμβάνει τις διαλέκτους:
μυκηναϊκή, ομηρική, ιωνική, αττική και νεοελληνική
(δημοτική).
6) Η χεττιτική, που έπαψε να μιλιέται εκτός υπό ένα ορισμένο
τμήμα της Ινδίας.
7) Η κελτική στην οποία ανήκουν η ουαλική, ιρλανδική και η
βρετανική.
8) Η ιταλική που περιλαμβάνει τις: λατινική, σύγχρονη ιταλική,
ισπανική, πορτογαλική, γαλλική, ρουμανική και προβηγκιανή,
9) Η βαλτική που περιλαμβάνει τη λιθουανική και τη λετονική.
10) Η γερμανική που περιλαμβάνει τις: σουηδική, δανική,
νορβηγική, ισλανδική, αγγλική και τη σημερινή γερμανική
και 11) η σλαβική που περιλαμβάνει τις: πολωνική, ρωσική,
βουλγαρική, τσεχική, σερβική, κροατική κ.λπ.
Οι γλώσσες αυτές έχουν πολλές ομοιότητες που αποδεικνύουν
τη συγγένειά τους. Οι γλώσσες αυτές αναπτύχθηκαν,
αναμείχτηκαν με άλλες, που προϋπήρχαν στις περιοχές όπου
έκαναν την εγκατάστασή τους οι αρχαίοι λαοί, και εξελίχτηκαν
στις μορφές που υπάρχουν σήμερα. Μερικές ινδοευρωπαϊκές

γλώσσες μεταδόθηκαν στην Αμερική, Αφρική και Αυστραλία από
τις αποικιακές ευρωπαϊκές δυνάμεις.

Δεν υπάγονται στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες η φιλανδική, η
εσθονική, η ουγγρική, η τουρκική, η βασκική, η αραβική και η
εβραϊκή.

ΧΑΜΙΤΙΚΗ ΦΥΛΗ
Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι Χαμιτικοί λαοί κατάγονται από
τον Χαμ, γιο του Νώε (Γένεση 10,6-20). Γενικά Χαμίτες
ονομάζονται οι μη νέγρικοι πληθυσμοί που εγκαταστάθηκαν στη
Βόρεια και Ανατολική Αφρική από τα αρχαιότατα χρόνια και
κυρίως οι Αιθίοπες, οι Λίβυοι και οι Βέρβεροι.
Με τον όρο χαμιτικές γλώσσες αποκαλούνται οι τρεις γλωσσικές
ομάδες: η αιγυπτιακή, η λιβυκοβερβερική και η κουχιτική.
Παρόλο που δεν υπάρχουν αρκετές αποδείξεις για να
δικαιολογήσουν τη συγκέντρωση των γλωσσών αυτών σε μια
μόνο χαμιτική οικογένεια, πάντως, η συγγένεια των φωνητικών
συστημάτων και οι αντιστοιχίες των μορφολογικών στοιχείων που
υπάρχουν, οδηγούν τους γλωσσολόγους στην υπόθεση ότι οι
γλώσσες αυτές έλκουν την καταγωγή τους από μια κοινή
μητρική γλώσσα, που πρέπει να τοποθετηθεί γύρω στην 5η
χιλιετία π.Χ.
Α) Αιγυπτιακή ομάδα. Η γλώσσα της αρχαίας Αιγύπτου, γνωστή
από τις ιερογλυφικές επιγραφές που ανάγονται στο 4000 π.Χ.
Εξελικτική μορφή της γλώσσας αυτής αποτελεί η κοπτική, που
χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα στη θρησκευτική λειτουργία
των Χριστιανών της Αιγύπτου.
Β) Λιβυκο-βερβερική ομάδα. Η γλώσσα που είχε διαδοθεί στη
βόρεια Αφρική, δυτικά της Αιγύπτου. Η λιβυκή δεν είναι ακόμη
αρκετά γνωστή, θεωρείται όμως ως μια αρχαία φάση της
βερβερικής. Οι επιγραφές που είναι γραμμένες σ' αυτή
ανάγονται στη Ρωμαϊκή εποχή. Οι σημερινές βερβερικές
γλώσσες μιλιούνται από 4.000.000 άτομα περίπου,
παρουσιάζουν όλες τον ίδιο τύπο και έχουν πολυάριθμες

διαλέκτους, όπως είναι οι γλώσσες της Σαχάρας (Τουαρέγκ), του
Μαρόκου της Τυνησίας κ.ά.
Γ) Κουχιτική ομάδα. Η ομάδα αυτή των γλωσσών εξαπλώθηκε σ'
ολόκληρη σχεδόν την Ανατολική Αφρική. Είναι γνωστή από
επιγραφές που βρέθηκαν στο αρχαίο βασίλειο της Μερόης, στην
Άνω Νουβία, και χρονολογούνται στον 7ο - 4ο αι. π.Χ. Σήμερα,
μιλιέται σε περιορισμένη κλίμακα, εξαιτίας της διάδοσης των
αιθιοπικών γλωσσών.
Σύμφωνα με ανθρωπολογικές, ιστορικές, γλωσσολογικές
και καλλιτεχνικές παρατηρήσεις οι κάτοικοι του
ελλαδικού χώρου μετά το 1700 π.Χ. προήλθαν από την
επιμιξία πληθυσμών της Χαμιτικής και της
Ινδοευρωπαϊκής (ή Ιαπετικής) ομοφυλίας της Καυκάσιας
(ή Λευκής) φυλετικής διαίρεσης. Παρουσιάζουν επομένως
συγγένεια με άλλους λαούς των δύο αυτών ομοφυλιών, με τους
οποίους για αρκετό χρονικό διάστημα συνυπήρξαν, στο στάδιο
της νομαδικής, τροφοσυλλεκτικής και πρώιμης
γεωργοκτηνοτροφικής ζωής, μέχρι το 2000 π.Χ.
Σύμφωνα με άλλη άποψη, που δεν είναι καθολικά
αποδεκτή, οι Έλληνες ανήκουν στον συγγενέστερο με
τους Ινδοευρωπαίους κλάδο της Χαμιτικής (Μεσογειακής)
ομοφυλίας και η σχέση τους με τους Ινδοευρωπαίους ήταν
συμπτωματική. Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορεί η
διαπίστωση ότι σημαντικός αριθμός ελληνικών λέξεων δεν
ετυμολογούνται ως ινδοευρωπαϊκές, καθώς και
ανθρωπολογικές έρευνες και μελέτες των γενετικών
δεικτών του DNA, που δείχνουν αδιάλειπτη βιολογική
συνέχεια των Ελλήνων από τα αρχαία χρόνια μέχρι
σήμερα.
Οποιαδήποτε εκδοχή φυλετικής καταγωγής και αν ισχύει, η
ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιώντας λεκτικές ρίζες
προερχόμενες από την χαμιτική ή ιαπετική πρωτόγλωσσα, είναι
δομημένη, με ιεραρχία ανάπτυξης, που από απλούς φθόγγους
οδηγεί στη δημιουργία σύνθετων λέξεων, με τρόπο που φαίνεται
να παρουσιάζει αυτάρκεια (π.χ. από το φθόγγο "α" που δηλώνει

"επίθεση" προκύπτουν οι λέξεις άγω, άγημα, καθηγητής,
Αγησίλαος, αγώνας, αγωνία κλπ). Μπορούν να εντοπιστούν 22
τέτοιοι βασικοί φθόγγοι, από τους οποίους με γλωσσοπλαστικούς
μηχανισμούς παραλλαγής και σύνθεσης παράγονται όλες οι
ελληνικές λέξεις. Δεν υπάρχουν (σε ουσιώδη βαθμό) στην
αρχαία ελληνική γλώσσα εμφανώς εξωγενείς λέξεις, οι
οποίες έχουν ληφθεί αυτούσιες από άλλη γλώσσα για
αυθαίρετη ονομασία κάποιου αντικειμένου (χωρίς αιτιώδη
σχέση με το σημαινόμενο).
Άλλα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της ελληνικής γλώσσας, που
την κατατάσσουν στις εξελιγμένες από άποψη γλωσσολογικής
διάπλασης, είναι ότι:
-Περιλαμβάνει τους λεγόμενους "λιγυρούς" (=εύηχους,
«ευγενείς») φθόγγους "γ, δ, θ, χ" που άλλοι λαοί δεν μπορούν να
προφέρουν
-Χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό πολυσύλλαβες λέξεις σε
αντίθεση με τις βόρειες γλώσσες (π.χ. αγγλική) όπου, ίσως για
οικονομία θερμικής ενέργειας, υπερτερούν οι μονοσύλλαβες
(π.χ. sun, tree, street, hand, foot, chin, cheek,eat, drink,sleep
κλπ)
-Έχει απεριόριστη δυνατότητα για δημιουργία νέων
πολυσύνθετων λέξεων (π.χ. υπερπρωτοπανσεβαστοϋπέρτατος)
- Παρουσιάζει όλα τα γνωστά φαινόμενα γλωσσολογικής
ανέλιξης, όπως ονοματοποιία (μίμηση εξωτερικών ήχων),
αφομοίωση (ένας φθόγγος γίνεται όμοιος με άλλον), εναλλαγή
(χρησιμοποίηση άλλου φθόγγου αντί άλλου), συγχώνευση
(ενοποίηση πολλών φθόγγων), ανομοίωση (αποβολή του ενός
από δύο όμοιους φθόγγους της ίδιας λέξης), ανταλλαγή
(αμοιβαία αλλαγή φθόγγων), υπερπήδηση (μετακίνηση από μία
θέση σε άλλη με υπερκέραση άλλου φθόγγου), μετάθεση
(αλλαγή θέσης), απλολογία (κατάργηση συλλαβής που
εμφανίζεται δύο φορές).
Κανόνες σχηματισμού νεοελληνικών λέξεων
Αν αληθεύουν οι προαναφερόμενες θεωρήσεις, η αρχαία
ελληνική γλώσσα έχει κάποιες ρίζες προερχόμενες από την

γλώσσα των Πρωτοελλήνων (Πελασγών και Ετεοκρητών), κάποιες
ρίζες προερχόμενες από την Πρωτοϊαπετική
(Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή) γλώσσα, και λέξεις που μετεξελίχτηκαν ή
διαπλάστηκαν, με τους προαναφερόμενους κανόνες, στους 22
αιώνες που ακολούθησαν την (υποτιθέμενη) εγκατάσταση
Ινδοευρωπαίων στην Ελλάδα, κατά την Κρητοαχαϊκή,
Δωροϊωνική και Κλασική περίοδο. Η νέα ελληνική γλώσσα
σχηματίστηκε, ως εξέλιξη της ελληνιστικής «κοινής», που
μιλιόταν στα χρόνια 100 π.Χ. έως 100 μ.Χ. κατά την μεσαιωνική
και ιδιαίτερα στην υστεροβυζαντινή περίοδο (μετά το 1000 μ.Χ.).
Σημαντική επίδραση στη διαμόρφωσή της είχε η προφορική
τριβή, κατά την χρήση της στα χρόνια της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας σε μεγάλη γεωγραφική έκταση, σε τόπους
αρκετά απομακρυσμένους μεταξύ τους, όπου οι τοπικοί
πληθυσμοί (ορεσίβιοι, πεδινοί ή θαλασσινοί) απέκτησαν, με την
πάροδο του χρόνου, ιδιαίτερα γνωρίσματα εκφοράς του λόγου.
Η μετάδοση αυτούσιων λέξεων μεταξύ αλλoγενών πληθυσμών
κατά κανόνα συμβαίνει από τους περισσότερο στους λιγότερο
προηγμένους λαούς και σε πολύ μικρότερο βαθμό κατά την
αντίθετη κατεύθυνση, επειδή ο ελληνικός κόσμος είχε, όπως
προαναφέρθηκε, το προβάδισμα (από πολιτική, οικονομική και
πολιτιστική άποψη) επί μακρά σειρά αιώνων (τουλάχιστον από
το 500 π.Χ. μέχρι το 1453 μ.Χ.), η εισδοχή αλλογενών λέξεων
στην ελληνική γλώσσα ήταν στο διάστημα αυτό ανεπαίσθητη.

Ινδοευρωπαϊκή φυλή μια άλλη άποψη
Η Ινδοευρωπαϊκή φυλή απορρίπτεται από την σύγχρονη
ανθρωπολογία, αλλα και αρχαιολογικά και γλωσσολογικά δεν
στέκει, αφού κανένα εύρημα ως τώρα δεν την υποστηρίζει. Που
είναι τα γραπτά και η αρχιτεκτονική της; Ούτε καν κάποια
παράδοση των λαών της που να αναφέρεται στην ύπαρξη της.
Ήταν τόσοι οι λαοί που κάτι θα είχε μείνει. Οι παγετώνες περί το
4000 π.Χ στην Βόρεια Ευρώπη και στις περιοχές που εικάζεται
η Ινδοευρωπαϊκή φυλή δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη κάποιου
πολιτισμού, αντίθετα ποιο λογικό είναι όπως λέει και ο

Πουλιανός αυτό να έχει συμβεί αντίστροφα. Η γλωσσική
συγγένεια κάποιων ελαχίστων λέξεων στο σύνολο της γλώσσας
συμβαίνει ακόμα και χωρίς φυλετική συγγένεια, τα γλωσσικά
σύνορα μιας χώρας, καμία σχέση δεν έχουν με τα φυσικά των
φυλών. Η γλώσσα πολλές φορές μπολιάζεται από άλλες γλώσσες,
σχηματίζει νέες λέξεις, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε φυλής και
την εξέλιξη της. Επιμένω, πως αν αυτή υπήρχε, θα είχε αφήσει
κάποιο ίχνος ( μύθο, η γραπτό κείμενο) στην πορεία του. Αν
υπήρχε Ινδοευρωπαϊκή φυλή και η κάθοδος της έγινε περί το
2000 π.Χ στην Ελλάδα πότε προλάβαμε να αλλάξουμε ως
Έλληνες και να ξεχωρίσουμε σε πολλά μικρότερα φύλα και να
ξαναενωθούμε αλλάζοντας γραφή και δημιουργώντας τόσες
γλώσσες, σε διάστημα 1200 χρόνων ως το 800 π.Χ Προφανώς
κάποια Ελληνικά φύλα κινήθηκαν μια εποχή νότια
(Αιολείς, Ίωνες, Δωριείς, Αχαιοί) και συνάντησαν
αυτόχθονες σε πολλές περιοχές, από τα βόρεια σύνορα
της Ελλάδος τα οποία όμως βρέθηκαν εκεί από
προηγούμενη μετακίνηση τους βόρεια, η αν ισχύει η
γενετική ανάλυση είχαν πρωτοέρθει από τους κτηνοτρόφους της
Ανατολίας η της στέπας. Ο Μ. Ανδρόνικος πάντως χαρακτηρίζει
την κάθοδο των Δωριέων ένα "φάντασμα"
Τα φύλλα όμως αυτά όπως και τα γηγενή Πελασγικά,
μεταξύ των οποίων ήταν και οι Σαρακατσάνοι κ.α, ήταν
ομόγλωσσα με μικρές διαφορές, όπως αναφέρουμε και
έγινε ένα μπόλιασμα μεταξύ τους το οποίο οδήγησε στην
δημιουργία του έθνους των Ελλήνων ( είπαμε πως η
προφορική τριβή, κατά την χρήση της γλώσσας, στο χρόνο
δημιουργεί τέτοια φαινόμενα). Αυτό μαρτυρά εκτός από την
κοινή γλώσσα και η παράδοση των διάφορων φύλων χωρίς να
αναφέρεται κάποια κοινή ρίζα στην κάθοδο τους ως ενιαίας
φυλής, αλλα η ένωση τους και η αναφορά αργότερα ως Έλληνες.
Άλλωστε είπαμε αυτό δείχνει η αδιάλειπτη βιολογική συνέχεια
των Ελλήνων από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα. Το ίδιο
βέβαια ισχύει με μικρότερες όμως αλλαγές από όλους,
βιολογικές, γλώσσας, πολιτισμού, για την πορεία του

Σαρακατσάνικου φύλου, στο χρόνο! Πράγμα το οποίο κάνει τον
Πουλιανό να τους θεωρεί μαγιά του Ελληνισμού και των
Ευρωπαίων
Ο Δανός Carsten Hoeg, όπως είχαμε αναφέρει ήταν εκείνος που
το 1925 – 1926, διατύπωσε την άποψη ότι οι Σαρακατσάνοι
είναι αρχαίο νομαδικό ελληνικό φύλο.
Η Αγγελική Χατζημιχάλη γράφει για το παρελθόν τους:
«Νομάδες από πανάρχαια μήτρα κτηνοτρόφων, τσελιγκάδες,
τσοπάνοι, προβαταραίοι, χωρίς δική τους γη και μόνιμη
κατοικία, περπατάρηδες και κόσμος από λόγγα, αυτοί είναι οι
Σαρακατσάνοι».
Και βέβαια η μελέτη του Α. Πουλιανού η οποία αποδεικνύει και
ανθρωπολογικά την άποψη αυτή της αρχαιοελληνικής
καταγωγής των Σαρακατσάνων.
Θα μπορούσα να αναφέρω ολόκληρη λίστα ξένων επιστημόνων
και μελετητών οι οποίοι με τις εργασίες τους κατέληξαν για την
αρχαιοελληνική ρίζα των Σαρακατσάνων
Περιορίζομαι σε αυτούς που ανέφερα όχι μόνο γιατί είναι από
τους σημαντικότερους και οι πρώτοι που ασχολήθηκαν αλλα
γιατί πέραν κάποιον αστείων εξαιρέσεων για άλλους λόγους
(κυρίως προπαγάνδας ) κανείς δεν διαφωνεί σοβαρά με αυτή την
άποψη.

Λέει ο Δ. Μαυρόγιαννης στο βιβλίο του "ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ
ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ": "Ο μέχρι τώρα
εγκλωβισμός της θεώρησης του σαρακατσάνικου φαινομένου
γύρω από την έννοια του όρου «Σαρακατσάνος», συνεπάγεται
και άλλες παρεπόμενες διαστρεβλώσεις της αντικειμενικής
έρευνας. Γιατί ένα κοινωνικό φαινόμενο του οποίου η ταυτότητα
περιορίζεται στον τόπο και στο χρόνο και δεν μπορεί, για αυτό
ακριβώς το λόγο, να εκτιμηθεί στις σωστές διαχρονικές του
διαστάσεις.. " οδηγεί σε υπερβολές, σε στρεβλώσεις και
αντιεπιστημονικές μεθόδους". Ο ίδιος μελετά αντίστροφα το
γεγονός της νομαδικής κτηνοτροφίας στην Ελλάδα και
αποφαίνεται (αποδεικνύει) οτι η νομαδική κτηνοτροφία υπήρχε

από αρχαιοτάτων χρόνων και ασκείται (την περίοδο της
έρευνας), αλλα και ασκούνταν, στην Ελλάδα από τους
Σαρακατσάνους .
Ημινομαδικά βέβαια ασκούνταν και από άλλες ομάδες.
Διάφορα Πρωτοελληνικά φύλα έφθασαν πιθανότατα στη
σημερινή Ελλάδα, απο νότιο άκρο της Βαλκανικής χερσονήσου
όπου ζούσαν στα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ. (Ίωνες, Δωριείς,
Αχαιοί, Αιολείς) Υπήρχαν όμως και αυτόχθονα φύλα όπως
έχουμε αναφέρει τα οποία ζούσαν ήδη στον χώρο της Ελλάδος
όπως βλέπουμε στο χάρτη που ακολουθεί και ήταν οι Σελλοί, οι
Γραικοί, οι Έλληνες (η Σελλοί, Ελλοί, Ελλάνες) κ.α
Από τον Όμηρο, ίσως και πιο πριν ακόμη, στην περιοχή της

νότιας Πίνδου ζουν οι Σελλοί, Έλληνες, Γρακοί. Οι Σελλοί, ήταν

αρχαίο Ελληνικό φύλο της Ηπείρου. Ήταν κάτοικοι της αρχαίας

Ελλοπίας, περιοχής κοντά στη Δωδώνη.

Σύμφωνα με τον Όμηρο, οι Σελλοί κατοικούσαν στην Δωδώνη

όπου ήταν και οι ιερείς του μαντείου της Δωδώνης και μάλιστα

τους αναφέρει ως «Χαμοκοιτάμενοι ανυφτοπόδες» και αυτό γιατί

οι Σέλλοι ιερείς του Μαντείου δεν έπλεναν τα πόδια τους για να

έρχονται σε επαφή με την Γη (Γαία) και να αντλούν την μαντική

δύναμη που ήταν απαραίτητη για την ερμηνεία των χρησμών. Η

Σέλλοι ή Ελλοί η Ελλοπες έζησαν έναν κατακλυσμό σύμφωνα με

τον Αριστοτέλη μεταξύ Δωδώνης και Αχελώου, όπου ζούσαν εκεί

με τους Γραίκους οι μετέπειτα Έλληνες.

Μέρος των οποίων μετανάστευσε στη Φθία και που το όνομά

τους άλλαξε σε Σελλάνες και στη συνέχεια Ελλάνες- Έλληνες.

Εντούτοις η ετυμολογία αυτή συνδέει το όνομα Έλληνες με

τους Δωριείς που κατέλαβαν την Ήπειρο και η σχέση με το

όνομα Γραικοί, που

δόθηκε από τους

Ρωμαίους παραμένει

αβέβαιη. Το όνομα

Έλληνες φαίνεται να

είναι αρχαιότερο και

πιθανότατα

χρησιμοποιήθηκε από

τους Έλληνες με την

ίδρυση της

Μεγάλης Αμφικτιονίας1

1 Η λέξη έχει δυο τόπους γραφής ο ένας με υ, δηλαδή Αμφικτυονία και ο άλλος με ι. Το
Αμφικτυονία ετυμολογείται από το όνομα Αμφικτΰων, ο οποίος θεωρείται ο ιδρυτής του
θεσμού, ενώ το Αμφικτιονία προέρχεται από τις λέξεις «αμφί» και «κτίζω» και σημαίνει
τους περίοικους, τους ανθρώπους που γειτονεύουν και χτίζουν μαζί. Ωστόσο και οι δυο
τύποι γραφής είναι ορθοί.
Ο δεύτερος, μάλιστα, τύπος προϊδεάζει τους μελετητές ότι επρόκειτο για μια αρχική
μορφή οικισμού και συγκατοίκησης της μεταγενέστερης πόλης. Δηλαδή αμφικτιονία
ήταν ο συνοικισμός που με το πέρασμα του χρόνου μετατράπηκε σε πόλη. Ενώ αργότερα
Αμφικτιονία έγινε τελικά η ένωση των ανεξάρτητων πόλεων – κρατών.

Ο Αριστοτέλης ονομάζει αρχαία Ελλάδα μια περιοχή στην
Ήπειρο μεταξύ Δωδώνης και Αχελώου ποταμού, τη θέση του
μεγάλου κατακλυσμού του Δευκαλίωνα, χώρα που

καταλάμβαναν οι Σελλοί
και οι "Γραικοί", που
αργότερα έγιναν γνωστοί ως
'Έλληνες".
Η επικρατέστερη άποψη
του ονόματος Έλληνες είναι
ότι προέρχεται από τους
Σελλούς,

Ισως με την αναφορά στον ιδρυτή του θεσμού Αμφικτυωνα κάποιοι να αντιλήφθηκαν ότι
οι αρχαίοι Έλληνες χρονολογούσαν την ύπαρξη της Αμφικτιονίας στους πανάρχαιους
χρόνους. Ο Αμφικτΰων, ήταν γιος του Δευκαλίωνα και της Πΰρρας, αδελφός του Έλληνα,
του γενάρχη των Ελλήνων. Ο Δευκαλίων και η Πυρρα μάλιστα, όταν σώθηκαν από τον
κατακλυσμό, έλαβαν χρησμό από το μαντείο της Θέμιδας στην Πυθώ για το πώς θα
συνεχιστεί το ανθρώπινο γένος και εκεί, στον Παρνασσό, απ’ όποια πέτρα έριχνε πίσω
του ο Δευκαλίων γεννιόταν ένας άνδρας, ενώ από τις πέτρες που έριχνε η Πυρρα
γυναίκες.
Η Αμφικτιονία ήταν το σύστημα με το οποίο οι πόλεις – κράτη της αρχαιότητας
συνεδρίαζαν από κοινού για την ειρηνική επίλυση των μεταξύ τους προβλημάτων. Τα
μέλη της έστελναν αντιπροσώπους, οι οποίοι έβγαζαν αποφάσεις ύστερα από
συνεδρίαση, οι οποίες επικυρώνονταν και ακολουθούνταν απ’ όλες τις πόλεις-κράτη. Με
τα σημερινά δεδομένα θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την Αμφικτιονία σαν τον
Ο.Η.Ε. ή την Ευρωπαϊκή Ένωση της τότε εποχής, μεταξύ πάντα των ελληνικών πόλεων-
κρατών.

Δυο νόμοι μας είναι γνωστοί: α) μια πόλη – μέλος της Αμφικτιονίας απαγορευόταν να
καταστραφεί από μια άλλη πόλη – μέλος σε περίοδο αναμεταξύ τους πολέμου και β)
απαγορευόταν η καταστροφή του υδραγωγείου μιας πόλης – μέλους, τόσο στον πόλεμο
όσο και κατά την διάρκεια ειρήνης. Πιθανότατα ακόμη και οι κανόνες που υπήρχαν
στους πολέμους, όπως, για παράδειγμα, να γίνονται μονάχα τους θερινούς μήνες, να μην
καταστρέφονται τα σπαρτά, οι αντίπαλοι να μάχονται μονάχα μ’ έναν ορισμένο αριθμό
ανδρών κ.ά. να ήταν νόμοι της Αμφικτιονίας. Όταν δεν τηρούνταν αυτοί οι νόμοι,
επιβάλλονταν πρόστιμα χρηματικής και θρησκευτικής μορφής.
Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της Αμφικτιονίας και των Δελφών ήταν, όπως
αναφέρει ο Ξενοφών στο έργο του Ελληνικά, η Ολυμπιακή Εκεχειρία. Δηλαδή, η παύση
των εχθροπραξιών κατά την περίοδο που τελούνταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες

Η κάθοδος η επιστροφή κατ άλλους των Ελληνικών φύλων έγινε
από την Δυτική Μακεδονία.
Ελληνικοί πληθυσμοί (Ίωνες, Δωριείς, Αιολείς, Αχαιοί)
έχουν κατοικήσει την περιοχή της Μακεδονίας ήδη από το
3.000 - 2600 π.Χ
Yπήρξαν τουλάχιστον δύο μεταναστεύσεις (μεγάλος χάρτης), η
πρώτη των Ιώνων και των Αιολέων, από την οποία προέκυψε η
Μυκηναϊκή Ελλάδα το 16ο αιώνα π.Χ., και η δεύτερη η
Κάθοδος των Δωριέων γύρω στον 11ο αιώνα π.Χ.,
Η σειρά των μεταναστεύσεων στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά τη
2η χιλιετία π.Χ. πρέπει να αναδομηθεί βάσει των Αρχαίων
ελληνικών διαλέκτων, όπως παρουσιάστηκαν αιώνες αργότερα
και επομένως υπόκεινται σε ορισμένες αβεβαιότητες
Ο Όμηρος αναφέρεται στους "Έλληνες" ως μια σχετικά μικρή
φυλή που κατοικούσε στη Θεσσαλική Φθία και είχε ως ηγέτη
της τον Αχιλλέα. Το Πάριο Χρονικό αναφέρει ότι η Φθία ήταν η
πατρίδα των Ελλήνων και ότι αυτό το όνομα δόθηκε σε εκείνους
που προηγούμενα ονομάζονταν Γραικοί. Το όνομα «Ελλάς»
ετυμολογικά φαίνεται να προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων
«εος,α,ο (= ο,η,ο δικός,ή,ό μας, ο,η,ο αυτός,ή,ό, ο,η,το ίδιος,α,ο
κ.α.) και «λαός» (= στη σύνθεση «-λεώ- ή –λη-», πρβ λεωφόρος,
βασιλέας, Βασίλης κ.α.) και κάτι όπως οι λέξεις: ε-δικός μας, ε-
ορτή, Ε-ορδαία κ.α. Δηλαδή Ελλάς – Έλληνες = ο δικός μας
λαός, οι ίδιοι με μας, οι εκ της ίδιας οργανικής ύλης, του ίδιου
πηλού όντα. Κάτι που γίνεται εμφανές, αν αφαιρέσουμε τα
προσφύματα δ και ν από τις λέξεις Ελλα(δ)ικος και Ελλα(ν)ικος
= ελ + λα(δ)ικός ή λα(ν)ικος = λαϊκός, λαός., αλλά και από την
οικογενεια των λέξεων: λαός, λαϊκός, βασί-λειο, βασι-λέας ή
βασιλεύς, παν-λαός > Παλλάς, Παλλάδιον, παν-λαική >
παλλαϊκή, χαρά + λαός = Χαρίλαος ή Χαρίλλος (= ο Σπαρτιάτης
βασιλιάς που αντέγραψε τους μινωικούς νόμους), Αχαιών + λαός
= Αχιλλέας … Τα δυο λλ στις λέξεις Παλλάς, Ελλάς, Χαρίλλος
κ.τ.λ. μπαίνουν, για να δείξουμε ότι έχουμε σύνθετη λέξη με τη
λέξη –λαός. Η λέξη «λαός» στον Όμηρο σημαίνει το ενόργανο
σώμα (ο στρατός ή το βασίλειο = το σώμα που έχει λαλιά ) και

έχει τονικό παρώνυμο (δηλαδή είναι λέξη που έχει δυο έννοιες
οι οποίες διακρινόμενες τονικά, κάτι όπως και οι: πότε- ποτέ,
θέα-θεά, γέρος-γερός, θέρμος-θερμός κ.α.) τη λέξη «λάος ή
λάας -λάς», που σημαίνει το ανόργανο σώμα, οι πέτρες εξ ου και
λατομείο, λατόμος, λάιτος ή ληιτος > λίθος κ.α., πρβ και:
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο Έλλην, ο πατριάρχης
των Ελλήνων, ήταν γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας,
που βασίλευαν σε όλη τη Φθία, των μόνων που επέζησαν
μετά το μεγάλο κατακλυσμό, και απέκτησαν τρεις γιους,
τον Αίολο, τον Δώρο και τον Ξούθο. Ο Αίολος και ο Δώρος
μαζί με τους γιους του Ξούθου, τον Αχαιό και τον Ίωνα,
αποτέλεσαν τους γενάρχες των τεσσάρων κυριότερων ελληνικών
φυλών που ήταν οι Αχαιοί, οι Δωριείς, οι Αιολείς και οι Ίωνες.
Φαίνεται ότι ο μύθος επινοήθηκε όταν οι Ελληνικές φυλές
άρχισαν να διαχωρίζονται η μία από την άλλη ορισμένες

περιοχές της Ελλάδας και
δείχνει την κοινή τους
καταγωγή.
Οι Δωριείς ήταν ένα από τα
τέσσερα πρωτο-ελληνικά φύλα
της αρχαιότητας, όπως θα
δούμε, το οποίο καταγόταν
σύμφωνα με τις γραπτές
παραδόσεις από την οροσειρά
της Πίνδου.
Σύμφωνα με τον καθηγητή
Χρήστο Ντούμα οι Δωριείς
ήταν κάτοικοι της Ελλάδος που κάποτε εκτοπίστηκαν από τους
Μυκηναίους σε ορεινές περιοχές, κάτι ανάλογο με αυτό που έχει
συμβεί σε πολλούς πληθυσμούς στην ιστορία της Ελλάδας.
Στα ορεινά ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία και τη δασική
οικονομία γι' αυτό η παράδοση τους χαρακτηρίζει ως
οπισθοδρομικούς. Κάποτε από τα ορεινά επέστρεψαν στα πεδινά
στις αρχικές τους κοιτίδες όταν για άλλους λόγους παρήκμασαν
τα ανακτορικά συγκροτήματα. Σημειώνεται ότι η λέξη "κατίοντες"

που συναντάται στον Ηρόδοτο και αλλού σε σχέση με τους Δωριείς
έχει και την έννοια του "επιστρέφω από την εξορία". Η σύγχρονη
ερμηνεία του "κατίοντες" ως "κατερχόμενοι" οφείλεται στην
σύγχρονη χαρτογραφική απεικόνιση όπου ο βορράς είναι "πάνω"
και ο νότος "κάτω".
Κατά την παλαιά παραδοσιακή θεωρία και κάτω από
αδιευκρίνιστες συνθήκες, οι Δωριείς κατέβηκαν στη νότια
Ελλάδα περίπου τον 12ο π.χ. αιώνα. Οι Δωριείς, μαζί με τους
Ίωνες και τους Αιολείς, αποτελούν τις βασικές συνιστώσες του
αρχαίου Ελληνικού έθνους. άγω).
Όταν βρέθηκαν στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, την αρχαία
Βοττιαία, επειδή τα μέρη κατοικούνταν από κάποιους άλλους
προγόνους μας, τους Πελασγούς, διεσπάρησαν στην Άνω
Ελλάδα, δηλ. τις βουνοκορφές της Πίνδου. Σημειωτέον ότι για
τους Πελασγούς, οι οποίοι δημιούργησαν ένα θαυμάσιο
πολιτισμό τη νεολιθική περίοδο προϋπήρχαν στην περιοχή με
την μορφή διάφορων ομόγλωσσων φύλων.
Ο Ηρόδοτος, προσπαθώντας να συνθέσει τις παραδόσεις,
αναφέρει τις περιοχές με τις οποίες σχετίζονται οι Δωριείς. Οι
περιοχές που αναφέρονται είναι η Φθιώτιδα, η Ιστιαιώτιδα και η
περιοχή κάτω από την Όσσα και τον Όλυμπο, η Πίνδος-
Μακεδνία και η Δωρίδα. Ο ίδιος μας ενημερώνει ότι οι Θεσσαλοί
ήρθαν από τη Θεσπρωτία που συνδέεται και με τη Δωδώνη, στη
σημερινή Θεσσαλία (τότε Αιολίδα), από όπου σύμφωνα με τον
Θουκυδίδη έδιωξαν τους Βοιωτούς, οι οποίοι κατέφυγαν στη
σημερινή Βοιωτία (τότε Καδμηίδα). Κατά μία ερμηνεία, το όνομα
"Δωριεύς" δεν οφείλεται στην Δωρίδα, αλλά αντίστροφα αυτή η
περιοχή ονομάστηκε έτσι λόγω των Δωριέων.
Η κατάληξη -εύς υποδεικνύει επάγγελμα, ενώ η ρίζα δωρ- είναι
γνωστή από τη μυκηναϊκή εποχή και σχετίζεται με τα δένδρα
και τα ξύλα.
Η εναλλαγή του όμικρον με το ωμέγα είναι συνήθης μεταξύ των
διαλέκτων.
Έτσι η λέξη "Δωριεύς" πιθανώς δηλώνει τον ασχολούμενο με την
ξυλεία, τον ξυλοκόπο. Είναι πιθανό ότι αργότερα η χρήση του

όρου διευρύνθηκε ώστε να χαρακτηρίζει όλους τους "άξεστους"
ελληνόφωνους, ανάλογα με τη σύγχρονη χρήση της λέξης
"βλάχος".
Σχετικός θεωρείται και ο μύθος σύμφωνα με τον οποίο ο
τελευταίος βασιλιάς Κόδρος, προκειμένου να σώσει τους
Αθηναίους από τους Δωριείς, μεταμφιέστηκε σε ξυλοκόπο για να
διεισδύσει στο στρατόπεδό τους.
Η φημολογούμενη κάθοδος των Δωριέων σύμφωνα με την
επικρατούσα εκδοχή έγινε στον ελλαδικό κορμό από τη
βορειοδυτική Ελλάδα. Σύμφωνα με νεότερη άποψη οι
Δωριείς ήταν ένα ελληνικό ποιμενικό φύλο που κατοικούσε
σε ορεινές περιοχές και μετά τη διάλυση του μυκηναϊκού
κόσμου βρήκε την ευκαιρία να κατέβει σε πεδινές
περιοχές. Οι Δωριείς μιλούσαν μια ελληνική διάλεκτο, που
αποτελεί ένδειξη συσχέτισής τους με τους υπόλοιπους Έλληνες,
δηλαδή αυτούς τους οποίους αργότερα κατέκτησαν ή έδιωξαν.
Όπως αναφέραμε στο πρώτο βιβλίο, οι Δωριείς έδιωξαν τους
Αχαιούς, γνωστούς κυρίως ως Ίωνες, από την Πελοπόννησο.
Οι Ίωνες διωγμένοι, κατέφυγαν στην Αττική, στην Εύβοια, στα
νησιά του Αιγαίου και στα κεντρικά παράλια της Μικράς Ασίας
όπου έφτιαξαν πολυάριθμες αποικίες. Αρκετοί Αιολείς άφησαν
τη Θεσσαλία και κατέφυγαν στα βόρεια παράλια της Μικράς
Ασίας.
Μία από αυτές και το Βυζάντιο.
Πολλές οι αναφορές αρχαίων ιστορικών, συγγραφέων,
χρονογράφων για τους Δωριείς και την περιοχή
δραστηριοποίησης τους.
Στον Ομηρο:
Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε Πελασγικὲ τηλόθι ναίων
Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ
σοὶ ναίουσ᾽ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι,
ἠμὲν δή ποτ᾽ ἐμὸν ἔπος ἔκλυες εὐξαμένοιο,
τίμησας μὲν ἐμέ, μέγα δ᾽ ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν….
Μετάφραση:
Δία της Δωδώνης, πρωτοκύβερνε, πελασγικέ, που μένεις

μακριά, την παγερή αφεντεύοντας Δωδώνη, και τριγύρα
χαμοκοιτάμενοι, ανιφτόποδοι, ζουν οι Σελλοί, οι δικοί σου
προφήτες κι άλλοτε συνάκουσες την προσευχή μου εμένα
και μου 'δωσες τιμή, παιδεύοντας ανήλεα τους Αργίους
(Ομήρου, Ιλιάς Π (233-235)
Στα Μετεωρολογικά του Αριστοτέλη:
«περί την Ελλάδα την αρχαίαν. Αύτη δ' εστίν η περί την Δωδώνην
και τον Αχελώον... Ώκουν γαρ οι Σελλοί ενταύθα και οι
καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δ' Έλληνες.»
Ἀριστοτέλους «Μετεωρολογικά», 1 352 a:
Οι Αιολείς ήταν κατά τους ιστορικούς χρόνους της αρχαίας
Ελλάδας η μία από τις τέσσερις φυλές (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς
και Δωριείς) του αρχαίου ελλαδικού χώρου οι οποίοι σε κάποια
χρονική στιγμή κατεβαίνουν από τα βορειοδυτικά. Επρόκειτο
για λαό που αρχικά ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και στη
συνέχεια αποίκισε στα έναντι παράλια του Αιγαίου.
Αναφέρω τους Αιολείς όχι για να τους συσχετίσω με πιθανή
ανθρωπολογική συγγένεια με τους Σαρακατσάνους διότι
παρακολουθώντας την πορεία των Αιολών2 καμία σχέση δεν
έχουν με τον τόπο που ζουν οι Σαρακατσάνοι. Αλλα για να
επισημάνω ότι οι Σαρακατσάνοι σε κάποια φάση, η ως Δωρικό
φύλο, η ως Ελληνικό3, η ως αυτόχθονο της περιοχής, (στο οποίο

2 Από τα τέλη του 12ου ως τα τέλη του 9ου αι π.Χ. τα ελληνικά φύλα μετακινήθηκαν από
τα άγονα και τα ορεινά της ηπειρωτικής Ελλάδας προς τις πεδινές και εύφορες εκτάσεις
του ελλαδικού κορμού, τα νησιά του Αιγαίου και τα μικρασιατικά παράλια. Αιολείς, Ίωνες
και Δωριείς διαπεραιώθηκαν στο ανατολικό Αιγαίο και εγκαταστάθηκαν σε
συγκεκριμένες γεωγραφικές ενότητες, τα όρια των οποίων δεν ήταν πάντα σταθερά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Σμύρνη, που από αιολική αποικία έγινε κάποια
στιγμή –πολύ νωρίς– ιωνική. Η αιολική ενότητα σχηματίστηκε στη Λέσβο, την Τένεδο, τις
Εκατοννήσους καθώς και στα μικρασιατικά παράλια, από τον κόλπο της Ελαίας ως τον
κόλπο της Σμύρνης. Από τον 7ο αι. π.Χ. προστέθηκε σε αυτή και η νότια Τρωάδα.

3 Για το Θουκυδίδη το όνομα Ελλάς – Έλληνες προήλθε ναι μεν από το όνομα της
πόλης-κράτος Ελλάδα, όμως έγινε γενικό – εθνικό επί εποχής που στην πόλη-κράτος αυτή
ηγεμόνας ήταν ο ονομαζόμενος « Έλλην» > Έλληνες, πρβ: «Αλλ' από την εποχήν που ο
Έλλην και οι υιοί του απέβησαν ισχυροί εις την Φθιώτιδα, και την βοήθειάν των

προσωπικά κλείνω περισσότερο), ήταν και αιoλοφωνούντες. Διότι
αναφέρεται ότι υπήρχαν πλην τον Αιολέων και άλλα
αιολοφωνούντα φύλα στην περιοχή της Πίνδου..
Καθώς η γλώσσα όπως λέει και ο Πουλιανός είναι ανεξάρτητη
από την εξάπλωση των ανθρώπινων τύπων.

Η δική μου άποψη είναι ότι είναι αρχαίο πρωτοελληνικό φύλο
που ζει στην περιοχή όπου καταγράφεται ότι ζουν Δωριείς,
Έλληνες, Γραικοί και ομιλούν ελληνικά, με πολλά γλωσσικά
στοιχεία από τα φύλα με τα οποία έρχονται σε επαφή.
Με το αλφάβητο που κυριαρχεί4 στην περιοχή να είναι της
δυτικής ομάδας.

επεκαλούντο οι κάτοικοι των άλλων πόλεων, τα διάφορα φύλα, συνεπεία της επικοινωνίας
αυτής, ωνομάζοντο ήδη επί μάλλον και μάλλον Έλληνες, μολονότι πολύς επέρασε καιρός
πριν το όνομα τούτο ημπορέση να επικράτηση γενικώς» (Θουκυδίδης Α, 3).

Ομοίως ο Στράβωνας, ο Αρχίλοχος και ο Παυσανίας, επικαλούμενος τον ποιητή
(Όμηρο), αναφέρουν, ότι η ονομασία Ελλάδα – Έλληνες προήλθε από την αρχαία πόλη με
το όνομα Ελλάδα στη Φθιώτιδα: «οι μεν πίστευαν ότι η Ομηρική Ελλάδα είναι η Φθία»
(Στράβωνας, Θ΄ 431 - 432). «Η χώρα, ην οικούσι παρ Ομήρω οι υπό του Πηλέα Έλληνες,
καλείται Ελλάς και κείται περι Σπερχειόν ποταμόν (Αρχίλοχος, απ. 47-52). «καθότι και
Έλληνας το σύμπαν γένος από της εν Θεσσαλία ποτε καλουμένης Ελλάδος. (Παυσανίας
Λακωνικά, ΧΧ 6-7)

4 Τα αλφάβητα χωρίζονται σε τρεις κύριες ομάδες: τη Νότια (Κρήτη, Θήρα, Μήλο), την
Ανατολική (ακτές Μ. Ασίας, νησιά Ανατολικού Αιγαίου, Μέγαρα, Σικυών, Κόρινθος και

Από τις αρχαϊκές επιγραφές ήδη διαπιστώνεται ο διαλεκτικός
κατακερματισμός της αρχαιοελληνικής γλώσσας, ο οποίος
οφείλεται στη διαμόρφωση του γεωγραφικού χώρου με τους
ορεινούς όγκους και τους περίκλειστους τόπους εγκατάστασης,
στη διαδοχική εμφάνιση και διασπορά των ελληνικών φύλων,
στην αρχική απομόνωση και στην πολιτική αυτοτέλεια των
πρώτων οικιστικών κέντρων.
Βασικό στοιχείο είναι επίσης ότι η γλώσσα είναι προφορική και
μεταδίδετε από γενιά σε γενιά χωρίς γραπτά στοιχεία.
Η γλώσσα των Σαρακατσάνων περιέχει αιολικά5, δωρικά και
βορειοθεσαλικά στοιχεία τα οποία πιθανόν συγγενεύουν, η είναι
ίδια με τα αιολικά. Αυτή η γλωσσική συγγένεια για μένα
εξηγείται κυρίως από την κοινή πορεία σε κάποια φάση της
ιστορίας (χάρτης) και γλωσσικών δανείων από το ένα φύλο στο
άλλο.
Κάποιοι γλωσσολόγοι ίσως είναι σε θέση να πουν περισσότερα.
Αλλα θεωρώ ότι η αρχή είναι μία. Η λαλιά των Σαρακατσάνων
ήταν Πρωτοελληνική και συνεχίζει αναλλοίωτη στους αιώνες.
Στον χάρτη που παραθέτω πιο κάτω προσπαθώ να δείξω το πώς,
η πρωτοελληνική γλώσσα που μιλούσαν οι Σαρακατσάνοι μπορεί
να δήχθηκε στοιχεία, από ομόγλωσσα φύλα, τα οποία είχαν εν
τούτοις, κάποιες διαφορές.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης αναφέρει ότι σύμφωνα με το Διονύσιο
Σκυτέα, στην Ελλάδα πριν από τη σημερινή Ελληνική γραφή
υπήρχε μια άλλη, η Πελασγική, άρα η γραφή αυτή είναι εκείνη
που ο Έβανς ονομάζει Γραμμική! Ο Διόδωρος αναφέρει επίσης
ότι τα γράμματα δεν είναι έργο των Φοινίκων, όπως λέγεται,
αλλά των Πελασγών!

αποικίες τους) και τη Δυτική ομάδα (Θεσσαλία, Λοκρίδα, Εύβοια, Αρκαδία, Λακωνία και
οι αποικίες τους).
5 Οι Αιολείς μιλούσαν την αιολική διάλεκτο, η οποία εξελίχθηκε από τη βορειοανατολική
παραλλαγή της κεντρικής (ή ανατολικής) διαλέκτου. Η άλλη παραλλαγή της κεντρικής
ήταν η αρκαδοκυπριακή. Και οι δύο διατήρησαν πολλά από τα χαρακτηριστικά της
μητρικής διαλέκτου. Η πρωτο-αιολική θα εξελιχθεί στην αιολική διάλεκτο που θα
καλύψει όλη σχεδόν τη Θεσσαλία και στη συνέχεια θα εξαπλωθεί και στα νησιά του
βορείου Αιγαίου, καθώς και στα απέναντι μικρασιατικά παράλια.

Η Πελασγική Γραφή καταργήθηκε μετά το 1200/1100 π.Χ.
Σημειώνεται επίσης ότι όταν ανακαλύφθηκε η Γραμμική γραφή,

πολλοί έλεγαν ότι δεν
είναι Ελληνική! Σήμερα,
ο Μ. Ventris απέδειξε ότι
η Γραμμική γραφή Β'
είναι Ελληνική!
Η Γραμμική Β! είναι και
η αρχική γραφή των "Σαρακατσάνων" της εποχής (Πελασγών) η
οποία αποτυπώνεται κυρίως στα σχέδια και τις απεικονίσεις στις
φορεσιές. Παραθέτω το όνομα
Κατσαρίκας και Σαρακατσάνος
στην Γραμμική Β΄ για να δούμε τις
ομοιότητες.
Επειδή είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ποιος, που, και τι
μιλούσε (τουλάχιστον μέχρι τώρα) στις μακρές αυτές περιόδους
της Ελληνική ιστορίας θα μείνουμε μόνο στην αρχή ότι η λαλιά
των Σαρακατσάνων έχει τις ρίζες της στις αρχαίες
προτωελληνικές διαλέκτους και στην ομάδα των Δυτικών.
Δυτική6 με κορμό τη Δωρική (Ήπειρος, Δυτική Στερεά,
Πελοπόννησος, Μήλος, Θήρα, Κρήτη, Δωδεκάνησα και τα
παράλια της Μ. Ασίας).
Αν σκεφτούμε ότι την ίδια περίοδο που οι Δωριείς κινούνταν
προς την Πελοπόννησο πραγματοποιήθηκαν και άλλες
μετακινήσεις στον Ελλαδικό χώρο. Οι Θεσσαλοί προερχόμενοι
από την περιοχή της Θεσπρωτίας μετακινήθηκαν στην περιοχή
της Θεσσαλίας εκτοπίζοντας παλαιότερα αιολόφωνα φύλα που
κατοικούσαν στην περιοχή. Ανάμεσα στις φυλές που ζούσαν

6 Οι αρχαίες διάλεκτοι είναι δυνατόν να ταξινομηθούν σε τρεις ενιαίες ομάδες που
προσδιορίζονται με γεωγραφικά κριτήρια ως εξής:

Ανατολική ομάδα με χαρακτηριστικό κορμό την Ιωνική-Αττική διάλεκτο (Ιωνία, Εύβοια,
Κυκλάδες, Αττική, Μεθώνη Πιερίας, Θάσο, Χαλκιδική)

Κεντρική με χαρακτηριστικότερες διαλέκτους την Αρκαδοκυπριακή (Αρκαδία, Κύπρος)
και την Αιολική (Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβος και Αιολία).

Δυτική με κορμό τη Δωρική (Ήπειρος, Μακεδονία (βλ. Κατάδεσμο της Πέλλας), Δυτική
Στερεά, Πελοπόννησος, Μήλος, Θήρα, Κρήτη, Δωδεκάνησα και τα παράλια της Μ. Ασίας).

στην Θεσσαλία πριν την εγκατάσταση των Θεσσαλών ήταν πάρα
πολλές ομάδες άλλων φυλών οι οποίες εκτοπίστηκαν. Σε αυτές
τις φυλές που ζούσαν στην Θεσσαλία πριν την εγκατάσταση των
Θεσσαλών ήταν και οι Βοιωτοί οι οποίοι μετακινήθηκαν
νοτιότερα και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Βοιωτίας. Άλλοι
πληθυσμοί της Θεσσαλίας και οι παλαιότεροι κάτοικοι της
Βοιωτίας μετά την απώλεια των περιοχών τους κατέφυγαν στις
περιοχές του Βορειοανατολικού Αιγαίου και εγκαταστάθηκαν
αρχικά στην Λέσβο, την Τένεδο και τις Εκατόννησους
(Μοσχονήσια). Οι πληθυσμοί αυτοί ονομάστηκαν αργότερα
Αιολείς από το όνομα ενός Θεσσαλικού φύλου που συμμετείχε
στην μετανάστευση. Οι Αιολείς7, τα επόμενα χρόνια αποίκισαν
την απέναντι Μικρασιατική ακτή η οποία ονομάστηκε Αιολίδα.
Παρ' όλα αυτά σημαντικοί αιολικοί πληθυσμοί παρέμειναν στις
εστίες τους και αποτέλεσαν το κύριο διαλεκτικό υπόβαθρο της
θεσσαλικής και της βοιωτικής διαλέκτου. Είναι όπως είπαμε η
κατανόηση της γλώσσας,(εκτός από την ανθρωπολογία και την
γενετική ) για να προσδιορίσουμε και την καταγωγή μιας
ομάδας.
Παρακάτω παραθέτω την απάντηση του Γεωργίου Α. Φυτιλή στις
Θέσεις του Σ. Καργάκου για την καταγωγή των Σαρακατσάνων
στο σκέλος που αφορά την λαλιά.
Η λαλιά των Σαρακατσάνων περιέχει δωρικές λέξεις, που είναι
λίγες, ιδιωματικές και δεν έχουν συνέχεια. Ακόμα κι η προφορά
των δωρικών λέξεων της σαρακατσάνικης λαλιάς δεν ακολουθεί
τους κανόνες της δωρικής διαλέκτου, όπως διατυπώνονται απ’
τους γλωσσολόγους.
Πρώτος κανόνας. Τα δωρικά δυτικά ιδιώματα κατεβάζουν τον
τόνο απ’ την τρίτη στη δεύτερη συλλαβή, όπως ανθρώποι,
ορνίθες, ελάβον.

7 Τα πρωτοαιολικά φύλα εμφανίζονται γύρω στο 2000-1900 π.Χ., οπότε έχει
ολοκληρωθεί η κάθοδος του κύριου κορμού των Ελλήνων στις περιοχές της Ηπείρου, της
δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Τα φύλα αυτά κατέλαβαν τη Θεσσαλία και εκεί
διαμόρφωσαν την αιολική διάλεκτο. Αργότερα, προωθήθηκαν νοτιότερα, διαδίδοντας τη
διάλεκτο και τις λατρείες τους.

Οι Σαρακατσάνοι ανεβάζουν τον τόνο απ’ την πρώτη συλλαβή

στη δεύτερη κι απ' τη δεύτερη στην τρίτη, όπως άταλος, αντί
αταλός, γινόκαδι αντί γινοκάδι, ινάντιος αντί εναντίος κ.λ.π
Δεύτερος κανόνας. Τα δωρικά διατηρούν το μακρό α όπως

μνάμα αντί μνήμα, παγά αντί πηγή, δάμος αντί δήμος, κάρυξ
αντί κήρυξ κ.λ.π.

Οι Σαρακατσάνοι προφέρουν
μνήμα, πηγή, δήμος, κήρυξ.
Τρίτος κανόνας. Τα δωρικά

ιδιώματα τονίζουν τη
λήγουσα στο δωρικό

ενεργητικό μέλλοντα, όπως
βοαθησώ, πραξώ, προδωσώ.
Οι Σαρακατσάνοι τονίζουν

κατά την αττική και αιολική
διάλεκτο, βοηθήσω, πράξω,
προδώσω

Η βορειοθεσσαλική
διάλεκτος, που ίσως είναι η

πιθανότερη πρόγονος της
λαλιάς των Σαρακατσάνων,
έχει σαν βασικό γνώρισμα

την μετατροπή του αττικού ω σε ου. Λένε, έδουκε αντί έδωκε,
ανάλουμα αντί ανάλωμα, όπως το συνηθίζουν και οι

Σαρακατσάνοι.
Η μετατροπή του ο σε ου στις καταλήξεις των λέξεων είναι
γνώρισμα του βορειοθεσσαλικού ιδιώματος που υπάγεται στις

αιολικές διαλέκτους.
Η βαρυτόνηση είναι επίσης γνώρισμα της αιολικής διαλέκτου,
όπως πόταμος, αντί ποταμός.

Οι Σαρακατσάνοι, λένε άταλος, αντί αταλός και σ' ένα τραγούδι
τους ακούγεται ο στίχος ‘πόταμε, μώρ' πόταμε…'
Οποιαδήποτε και αν ήταν η ανθρωπολογική σύνθεση των
πληθυσμών των ελληνικών χωρών στα διάφορα στάδια της
ιστορίας, οποιοδήποτε και αν ήταν το ποσοστό της συμβολής των

καθαρά ελληνικών φύλων στην ανθρωπολογική σύνθεση του
αρχαίου ελληνικού λαού και όποια ήταν η διάρκεια του ανά

τους αιώνες, στον Μεσαίωνα ή στα νεότερα χρόνια το βασικό και
αναμφισβήτητο γεγονός για τον ιστορικό που ασχολείται με την
εξέλιξη κοινωνικών και ιστορικών σχηματισμών, ανθρωπολογικά

ανάμικτων, είναι η γλώσσα. Η γλώσσα για κάθε λαό είναι ένας
θεσμός, που εκφράζει μια συγκεκριμένη φιλοσοφία ζωής με
ρίζες (παρελθόν) κορμό (παρόν), και κλαδιά (μέλλον). Εκφράζει
ένα ιδιαίτερο ύφος και ήθος ζωής. Στην γλώσσα μιας ομάδας,
φύλου, έθνους, έχουν εγγραφεί όλα τα βιώματα, όλες οι αξίες,
όλες οι αντιλήψεις που έχουν υιοθετηθεί ανά τους αιώνες από
μια γλωσσική κοινότητα, από ένα λαό, που αποτελεί έθνος.
Μέσα από τη γραμματική της γλώσσας, τη μορφολογία και τη
σύνταξη, το λεξιλόγιο, την παραγωγή και τις σημασίες των
λέξεων, τις κυριολεκτικές και ιδιαίτερα, τις μεταφορικές, και την
όλη δομή της γλώσσας αποτυπώνονται οι αντιλήψεις, η ιστορία
του κάθε λαού, ο τρόπος, με τον οποίο αυτός ο λαός συνέλαβε
τον κόσμο και τον άνθρωπο. Η μητρική γλώσσα για τον άνθρωπο
και για το έθνος, επομένως, δεν έχει την ίδια σημασία που έχει
οποιαδήποτε άλλη ξένη γλώσσα και δεν μπορεί να
υποκατασταθεί από καμιά. Μπορεί να αλλοιωθεί ως ένα βαθμό,
μπορεί να δανειστεί λέξεις. Ποτέ όμως δεν μπορεί να καταργηθεί
η να αντικατασταθεί σε ομάδες φύλα έθνη έστω και αν αυτά
έχουν κατακτηθεί. Μεγάλο παράδειγμα τα 400 χρόνια σκλαβιάς

των Ελλήνων όπως και (επειδή αυτό εξετάζουμε τώρα, χωρίς να
λέμε ότι είναι μοναδικό) η γλώσσα των Σαρακατσάνων, η οποία
βέβαια υφίστατο πάντα ως γλώσσα Ελληνική.
Ο καθηγητής γλωσσολογίας Μ. Τριανταφυλλίδης γράφει στη
Νεοελληνική γραμματική, Ιστορική Εισαγωγή, (σελ. 68).
"Τα νεοελληνικά ιδιώματα μπορούν να καταταχτούν σε δυο
μεγάλες ομάδες, χωρισμένες αναμεταξύ τους με κάθετη περίπου
γραμμή, στα δυτικά και τα ανατολικά.

Α. Δυτικά ιδιώματα. Εδώ ανήκουν τα πελοποννησιακά, τα
στερεοελλαδίτικα, τα ηπειρώτικα και τα Σαρακατσάνικα"
Όμως, υπάρχει μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να
αγνοήσουμε. Ο μεγαλύτερος όγκος των λέξεων της
Σαρακατσάνικης λαλιάς προέρχεται από ρίζες της ομηρικής
γλώσσας που θεωρείται μια ποικιλία ιωνικών και αιολικών
ιδιωμάτων, {πλην της δωρικής}.
και σε άλλο σημείο…. H διαφορά λοιπόν μεταξύ Σαρακατσάνων

και Aρωμούνων είναι χτυπητή. H γλώσσα τους είναι πραγματικά

χωρίς ξενισμούς…"

Οι Σαρακατσάνοι τονίζουν κατά την αττική και αιολική διάλεκτο,

βοηθήσω, πράξω, προδώσω.

Η βορειοθεσσαλική διάλεκτος, που ίσως είναι η πιθανότερη

πρόγονος της λαλιάς των Σαρακατσάνων, έχει σαν βασικό

γνώρισμα την μετατροπή του αττικού ω σε ου. Λένε, έδουκε αντί

έδωκε, ανάλουμα αντί ανάλωμα, όπως το συνηθίζουν και οι

Σαρακατσάνοι.

Η μετατροπή του ο σε ου στις καταλήξεις των λέξεων είναι

γνώρισμα του βορειοθεσσαλικού ιδιώματος που υπάγεται στις

αιολικές διαλέκτους. Η βαρυτόνηση είναι επίσης γνώρισμα της

αιολικής διαλέκτου, όπως πόταμος, αντί ποταμός.

Οι Σαρακατσάνοι, λένε άταλος, αντί αταλός και σ' ένα τραγούδι

τους ακούγεται ο στίχος ‘πόταμε, μώρ' πόταμε…'

Όπως αναφέρθηκε λοιπόν η γλώσσα των Σαρακατσάνων ήταν

πάντα η Ελληνική . Έχει δε, λόγω του τρόπου ζωής, της

κλειστής κοινωνίας, διατηρηθεί, αναλλοίωτη στους αιώνες. Οι

Σαρακατσάνοι όπως άλλωστε όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες,

πρέπει να επιτελέσουν την ζωή τους κάτω από ορισμένες

περιβαλλοντολογικές κοινωνικές οικονομικές και ιστορικές

συνθήκες, οι οποίες προσδιορίζουν και την ιδιαιτερότητα τους.

Ποιμένες ζώων, ζουν έξω από κάθε οικισμό, αστικό η αγροτικό.

Το καλοκαίρι στο βουνό , τον χειμώνα στους κάμπους ανάλογα

με τις ανάγκες των κοπαδιών και τις εναλλαγές της

θερμοκρασίας και της βλάστησης. Οι βασικές ανάγκες της
διαβίωσης τους είναι επομένως η κτηνοτροφία μικρών ζώων, οι

εποχιακές μετακινήσεις (νομαδισμός), η εγκατάσταση σε

ακατοίκητες περιοχές, η απομόνωση από την περιβάλλουσα

κοινωνία, η συντήρηση των αυστηρά απαραίτητων βιοτικά για

τους ίδιους και τα κοπάδια σχέσεων με εκείνην, η φύση του

εδάφους, η χλωρίδα και η πανίδα. Και ακόμα η ελληνικότητα

τους και το πανάρχαιο ελληνικό παρελθόν, το οποίο αντλούν

πολλές πολιτιστικές λύσεις.

και σε άλλο σημείο «Το σύνολο των στοιχείων που εξετάστηκαν

μαρτυρούν ότι ο πολιτισμός των Σαρακατσάνων ανήκει στον

πολιτισμό της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και ακόμα πιο

συγκεκριμένα της νοτιοανατολικής Ευρώπης… Ο

Σαρακατσάνικος πολιτισμός περικλείει, καταγεγραμμένα σε

διαδοχικά και αλληλεπίθετα επίπεδα, στοιχεία που

εμφανίστηκαν σε αυτό το χωρώ από την πρώιμη αρχαιότητα»

του Γ. Β. Καββαδία από το βιβλίο "ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ " "ΜΙΑ

ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΠΟΙΜΕΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ" Σε
αυτό το συμπέρασμα του πανάρχαιου

Ελληνικού παρελθόντος καταλήγουν

πολλοί ερευνητές αλλα αποτελεί και

πεποίθηση στους ίδιους τους

Σαρακατσάνους οι οποίοι ανεξάρτητα της

περιοχής στην οποία έζησαν, για τους
λόγους που προαναφέραμε η γλώσσα

παρέμεινε και ομιλούνταν σχεδόν παντού ίδια, εκτός μερικών
μικρών ονοματολογικών μεταβολών τοπικού χαρακτήρα.
Βέβαια τον βαθμό των συνθέσεων και των ποσοστών συμβολής

διαφόρων ομάδων στην σύνθεση της χώρας,

τον καθορίζουν και (κυρίως) τα

συμπεράσματα των ανθρωπολογικών

ερευνών. Αυτά στην μελέτη που αφορά

τους Σαρακατσάνους του Α. Πουλιανού

είναι και πολλά και ζωτικής σημασίας για

την ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων. Η

κουλτούρα γενικά , αλλα ειδικότερα τα έργα τέχνης, όπως η

ζωγραφική, η γλυπτική, η διακόσμηση, η ενδυμασίες κτλπ.

Μπορούν να «μιλήσουν» για την εθνολογική , φυλετική ρίζα

κάποιου. Στους Σαρακατσάνους είχαμε ένα μειονέκτημα. Τα

ξύλινα γλυπτά που φαίνονται στις εικόνες έχουν σκαλιστεί από
τον πατέρα μου Παύλο Κατσαρίκα. Το μόνο που μπορούσε να
μεταφερθεί ήταν τα πράγματα τα οποία ήταν διακοσμημένα μεν,
αλλα αποτελούσαν είδη άμεσου ανάγκης. Ούτε μάρμαρα, ούτε
χαλκός, ούτε χρυσός, ούτε
εργαλεία… Ο χώρος αποθήκευσης, αλλα και ο χρόνος να
ασχοληθεί ο τεχνίτης στο εργαστήριο με κατάλληλα εργαλεία δεν
υπήρχε. Χώρος στέγασης έργων , εργαλείων και καλλιτεχνών η
καλύβα και η ύπαιθρος Ο πατέρας μου ο οποίος είχε αυτό το
χάρισμα να δημιουργεί μορφές και σχέδια " να πιάνει το χέρι
του", μου διηγούνταν ότι πολλά "έργα" του έχουν μείνει
ατέλειωτα, επειδή το κοπάδι δεν ξαναπέρασε από τον ίδιο βράχο

η και κάποια που τα τελείωσε
χάθηκαν με τον καιρό. Συνήθιζε
μου έλεγε με μια σκληρή πέτρα
στην αρχή και ένα μεταλλικό
εργαλείο αργότερα ,όταν έβλεπε κάτι που του άρεσε η απλά μια
κατσίκα, ένα σκυλί, σκάλιζε πάνω στον βράχο. Κάποτε
αγναντεύοντας από την περιοχή των βουνών μας τον Άθω, τον
ζωγράφισε σε ένα βράχο , γράφοντας "ΟΡΟΣ". Αργότερα και
αυτός και εγώ ακούσαμε ότι έψαχναν οι χρυσοθήρες ένα σημάδι
που γράφει όρος (προφανώς κάποιος το είχε δει και το
θεώρησαν σημάδι κρυμμένου θησαυρού.
Βλέπεις δεν κυλάνε οι ατέλειωτες ώρες κοντά στο κοπάδι αν δεν
έχεις κάτι να ασχοληθείς. Το τραγούδι γεμίζει την ψυχή σου,

δύσκολα όμως τον χρόνο σου. Αργότερα όταν αποκτήσαμε στέγη

και μπορούσαμε να "ακουμπάμε" κάπου, άρχισαν να μένουν

έργα μας ως τότε μόνο σε χρήσιμα αντικείμενα και ρουχισμό.

Ο Βισάλτης (http://www.visaltis.net/2013/11/blog-

post_11.html) στην ΕΡΕΥΝΑ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ

ΒΡΑΧΟΓΡΑΦΙΕΣ Αναρωτιέται:

Τι ήταν, λοιπόν, οι βραχογραφίες; Πρώιμος τρόπος εκφράσεως;

Μήνυμα προς μεταγενέστερους; Πρώιμη γραφή, ζωγραφική,

χαρακτική; Βιαστικό μήνυμα εν όψει μιας καταστροφής;

Θρησκευτικές παραστάσεις; Τέτοια αρχέγονα μηνύματα, από

την λίμνη Χειμαδίτιδα (Φλωρίνης) έως τον Έβρο, έχουν πλέον

εντοπισθεί πολλά στον βορειοελλαδικό χώρο. Οι εντόπιοι χρόνια

μιλούσαν για «ζωγραφισμένα ανθρωπάκια» στα βουνά τους, αλλά

κανείς δεν έσπευδε. Στο Σύμβολον Όρος υπάρχει μια κορυφή

που οι εντόπιοι την λεν «Γραμμένη Πέτρα». Γιατί άραγε; Διότι

στην Φωλιά του ιδίου όρους, ευρέθησαν περισσότερες από 200

βραχοπαραστάσεις!

Ήταν μια τέχνη η βραχοζωγραφική και οι Σαρακατσάνοι

(είμαι σε θέση να το γνωρίζω όπως ανέφερα) , την

ασκούσαν.

Από το 2200 περίπου μέχρι το 1900 π.Χ. ο κύριος όγκος των

Πρωτοελλήνων (Ινδοευρωπαίων) είχε μετακινηθεί βορειότερα σε

δύο κύριους όγκους. Στην Ήπειρο κύρια όπου ο πολιτισμός που

αναδεικνύει η αρχαιολογική σκαπάνη (γύρω στο 1900π.Χ.) έχει

αποδειχτεί ότι σχετίζεται με τους Χάονες και αποτέλεσε το

σημείο εκκίνησης των μετακινήσεων των Ιώνων. Στη

βορειοδυτική Μακεδονία (Πελαγονία) ο παράλληλος πολιτισμός

(με αυτόν της Ηπείρου) που αναδεικνύει η αρχαιολογική

σκαπάνη (γύρω στο 1900π.Χ.) έχει αποδειχτεί ότι σχετίζεται με

τους Αχαιούς και τους Αιολείς και αποτέλεσε το σημείο

εκκίνησης των μετακινήσεων των δύο αυτών ελληνικών φύλων.

Η έναρξη της ελληνικής ιστορίας γίνεται κατα κύματα καθόδου

από βορά (όπως είπαμε και φαίνεται στον χάρτη) και

εγκατάσταση στον γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας, τριών

συγγενικών αλλά διακεκριμένων, και γλωσσολογικά ελληνικών

ομάδων ή φύλων.

Τα φύλα αυτά, που έδρασαν ιστορικά ανταγωνιστικά μεταξύ
τους, φέρεται ότι ήταν κατά σειρά καθόδου οι Αιολείς, οι Αχαιοί-
Ίωνες και οι Δωριείς. Η άποψη αυτή, που έχει αποτυπωθεί στον
αρχαιοελληνικό μύθο του Έλληνα έχει τις ρίζες της στα αρχαϊκά
χρόνια και ήταν κοινής αποδοχής στην Ελλάδα.
Η "κάθοδος των Δωριέων" από τους σύγχρονους Ιστορικούς
θεωρείται μύθος και ερμηνεύεται με κοινωνικές μεταβολές που
έγιναν εκείνη την εποχή .
Η διατύπωση της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας, που βασίστηκε σε
γλωσσολογικά κριτήρια (κυρίως), και η επικράτησή της,
εδραίωσε την πεποίθηση της από βορά καθόδου προς τον
γεωγραφικό ελληνικό χώρο, ελληνικών φύλων ινδοευρωπαϊκής
προέλευσης, τα οποία κατάκτησαν με τα όπλα τους τα γηγενή,
ειρηνικά κατά βάση, Προελληνικά (η Πρωτοελληνικά) φύλα που
βρήκαν στον χώρο αυτό (Πελασγοί, Άβαντες, Κάρες και Λέλεγες)
και τα οποία είχαν ήδη αναπτύξει τον αιγαιοπελαγίτικο και
μινωικό πολιτισμό.
Αυτές οι μεταβολές αφήνουν ανεπηρέαστους τους
Σαρακατσάνους για λόγους που αναφέραμε και οι οποίοι , ως
φύλο λειτουργούν σαν κιβωτός όπου φυλάσσονται στοιχεία της
Ευρωπαϊκής ρίζας των Ελλήνων για χιλιετίες.
Η ενασχόληση αυτής της ομάδας, με την κτηνοτροφία και τον
βίο που αυτή συνεπάγεται, ο μικρός αριθμός πληθυσμού και η
φιλήσυχη ζωή του, που δεν" ενοχλεί "και δεν" ενοχλείται" από
κανέναν για χιλιετίες.
Διότι δεν διεκδικεί εδάφη, δεν επιβουλεύεται χώρες η πόλεις,
αλλα ζητά να κινείται ελεύθερα σε τόπους κατάλληλους για το
καλό της ομάδας και του επαγγέλματος το οποίο ασκεί.
Αυτός λοιπόν ο τρόπος ζωής και δράσης στις περιοχές που
αναπτύσσονται τους κάνει "ιδιαίτερους" φυλετικά.
Με ρίζα την ελληνική γλώσσα , κοινή των ελληνικών
φύλων, ως κοινό όργανο τα διάφορα στοιχεία του
πληθυσμού των ελληνικών χωρών σχημάτισαν τον κοινό
πολιτισμό που ονομάζεται Ελληνικός και συγκροτήθηκαν
έτσι σε έναν ενιαίο λαό, σε μιαν εθνότητα, που έδωσε στον

εαυτό του το όνομα των Ελλήνων. Αποφασιστικά στοιχεία

του πολιτισμού αυτού -ιδιαίτερα η ελληνική γλώσσα όπως

είπαμε- τα οποία εξελίσσονται ανά τους αιώνες χωρίς διακοπή

και χωρίς να χάσουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους,

εξακολουθούν την ίδια συνδετική και αφομοιωτική λειτουργία

ενσωματώνοντας στον ενιαίο αυτό λαό μεγάλο μέρος από τα ξένα

στοιχεία, με τα οποία οι περιπέτειες της ιστορίας τον έφεραν

κατά καιρούς σε επαφή. Πολλά οργανωμένα φύλα, αλλα και

στίφη ανοργάνωτα αφού αφομοιώθηκαν με τη σειρά τους,

μετέβαλαν βέβαια κατά κάποιο ποσοστό την αναλογία των

διαφόρων εθνολογικών στοιχείων του λαού με τον οποίο

αφομοιώθηκαν, αλλά δεν μπόρεσαν να εκτοπίσουν τον

Ελληνισμό, που εμφανίζεται από αιώνες πριν -περισσότερο ως

φορέας και ως έκφραση πολιτισμού, παρά ως αμιγής εθνολογική

ομάδα- από τον ηγετικό του ρόλο και που εξακολουθεί να

αποτελεί αντικειμενικά το βασικό στοιχείο ενός πάντα ενιαίου

λαού με πλήρη συνείδηση της ενότητας του. Η ενδογαμικότητα

των Σαρακατσάνων και ο τρόπος διαβίωσης τους, τους έκανε να

έχουν μεγαλύτερες αντιστάσεις στις ανθρωπολογικές,

εθνολογικές, μεταβολές. Τα ανθρωπολογικά, ανθρωπομετρικά

χαρακτηριστικά των Σαρακατσάνων είναι τα κατά μέσο όρο

Ευρωπαϊκά και όχι μόνο Ελληνικά όπως θα δούμε. Επειδή δε η

εξέλιξη τους είναι αργή για τους λόγους που προείπαμε και

επειδή δεν έχουν γίνει επιμιξίες με φύλα διαφορετικών φυλών

μπορούμε να βγάλουμε η μάλλον να καταλήξουμε στο

συμπέρασμα ότι οι Σαρακατσάνοι ήταν στην καρδιά των

Ευρωπαϊκών φύλων. Όπως αναφέρει και ο Πουλιανός.

Η συνέχεια του Ελληνισμού ως λαού φαίνεται με τη μεγαλύτερη
ενάργεια στη ζωντανή ελληνική γλώσσα, που δεν εμφανίζει στη
συνεχή της εξέλιξη καμία εξωτερική επίδραση στην οργανική της
δομή. Τα μόνα ξένα ίχνη στην ελληνική γλώσσα είναι μερικά
λεξιλογικά δάνεια, συγκεκριμένα ουσιαστικά που αναφέρονται
κυρίως στην ποιμενική ζωή. Σημαντικό εδώ είναι, ακόμη, το
γεγονός ότι η βάση μερικών νεοελληνικών διαλέκτων δεν είναι η
ελληνιστική κοινή, αλλά κατευθείαν οι αρχαίες διάλεκτοι – η
δωρική για τα τσακώνικα, η ιωνική για τα ποντιακά. Σημαντικός

άλλωστε αριθμός αρχαϊκών στοιχείων βρίσκεται και στις άλλες
νεοελληνικές διαλέκτους.

Πελασγοί οι Σαρακατσάνοι;

Πελασγός αρσενικό (στον πληθυντικό: οι Πελασγοί) (μυθολογία)
ο γενάρχης των Πελασγών η εκείνος που ανήκε στο
πρωτοελληνικό ή κατ' άλλους προελληνικό φύλο που
κατοικούσε στην Ελλάδα ή συσχετίζεται με το πελός (μελαψός)
και Πέλοψ ή με το πέλας
(ο πλησίον, ο άλλος άνθρωπος) και πελάζω - πλάζω, ή με το
περάω και πέρα (ως μεταναστευτικό φύλο).
Ο Θουκυδίδης (Α 2-9), αναφέρει ότι αρχικά και μέχρι την
κάθοδο των Δωριέων με τους Ηρακλείδες (έγινε 80 χρόνια μετά
από τα Τρωικά) δεν υπήρχαν ούτε μόνιμοι κάτοικοι στην
Ελλάδα ούτε και πόλεις ούτε και σύνορα και κράτη, επειδή δεν
είχε ακόμη επινοηθεί η γεωργία και η ασφάλεια του στρατού.
Υπήρχαν μόνο διάφορες φυλές, με μεγαλύτερη τους
καλούμενους Πελασγούς, που ζούσαν μεταναστευτικά για
εξεύρεση πηγών διατροφής, ενώ η πολυπληθέστερη ομάδα όπου
πήγαινε έδιωχνε αυτή που έβρισκε μπροστά της, για να
εκμεταλλευτεί αυτή το χώρο με συνέπεια να αναπτυχθεί ο
βαρβαρισμός και η Ελλάδα να γίνει κατοικία βαρβάρων.
Ο Ησίοδος λέει ότι στην Ήπειρο (στη Δωδώνη και τη Βελανιδιά)
ήταν η έδρα των Πελασγών (= όπου οι κάτοικοι λέγονταν και
Γραικοί, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη), καθώς και ότι η
Ελλοπία ήταν πόλη των Πελασγών, πρβ: «Είναι κάποια
Ελλοπία πολύσπαρτη κι ομορφολίβαδη, πλούσια. Εκεί κάποια
Δωδώνη στην άκρη της είναι χτισμένη πύλη. Αυτήν ο Δίας
αγάπησε και έκανε το μαντείο του …..(λείπει κείμενο)…. και
κατοικούσαν στο βάθος της Βελανιδιάς. (Ησίοδος Ηοίαι
Απόσπασμα 66 = στίχος 240).
«Στη Δωδώνη και στη Βελανιδιά, την έδρα των Πελασγών, πήγε.
Κι σ αυτούς που κατοικούσαν στο βάθος της Βελανιδιάς στο

φούσκωμα του βροχοδερμένου ποταμού» (Ησίοδος, Ηοίαι
απόσπασμα 102 = στίχος 319)
(«Της νυν Ελλάδος, πρότερον δε Πελασγίης καλουμένης»), (
Ηρόδοτος B 54 - 57)
Οι Αιολείς έδωσαν 65 πλοία, οπλισμένοι ως οι Έλληνες και
ονομάζονταν παλιά Πελασγοί, όπως λένε οι Έλληνες (Ηρόδοτος
Θ, 85)
«Οι Ίωνες όσο μεν χρόνον κατοικούσαν την Πελοπόννησο, τη
λεγόμενη σήμερα Αχαία, και πριν έλθουν στην Πελοπόννησο ο
Δαναός και ο Ξούθος, καθώς λέγουν οι Έλληνες, ονομάζονταν
Πελασγοί Αιγιαλείς, μετονομάστηκαν δε Ίωνες από τον Ίωνα του
Ξούθου (Ηρόδοτος Θ, 85)
«Ο Ιππόθοος οδηγούσε φυλές Πελασγών που ήσαν πολύ ικανές
στο δόρυ και κατοικούσαν στην Λάρισα με την εύφορη χώρα»,
Ιλιάδα Β 840), ενώ οι Πελασγοί της Κρήτης και του Πελασγικού
Άργους (Θεσσαλίας) ήσαν με το μέρος των Αχαιών στον Τρωικό
πόλεμο, πρβ: «Αυτοί που κατοικούσαν στο Πελασγικό Άργος (= η
Θεσσαλία), την Άλο, την Αλόπη, την Τρηχίνα, τη Φθία και την
Ελλάδα, που βγάζει ωραίες γυναίκες, που έφεραν το όνομα
Μυρμιδόνες, Έλληνες και Αχαιοί, είχαν πενήντα πλοία με
αρχηγό τον Αχιλλέα» (Ιλιάδα Β 683 – 688).
Το έτος 3.315 π.Χ. θεωρείται συμβατικά αφετηρία της Εποχής
του Χαλκού (3.315-1.100) για τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Οι
κάτοικοι των οικισμών της περιόδου αυτής, που μπορούν να
ονομασθούν με το γενικό χαρακτηρισμό Πρωτοέλληνες (ή
Ετεοέλληνες ή Ελληνοπελασγοί), έθεσαν τις βάσεις της
κοινής συμβίωσης καθορίζοντας τρόπους προστασίας των
πόλεων, εξασφαλίζοντας για τους πολίτες θεσμούς συνύπαρξης
με ομόνοια και ευνομία και διευκολύνοντας την ιδιωτική ζωή με
τη διδασκαλία της χρήσης της φωτιάς, της κατεργασίας
μετάλλων, της χρήσης του τόξου καθώς και της υπόδειξης
θρεπτικών ειδών, όπως το μέλι, η σίκαλη, το σιτάρι, το
κολοκύθι, το λάδι, τα σύκα, η αγκινάρα, τα ρεβίθια, τα σταφύλια
(βότρυς) και άλλων τροφίμων.
Η ετυμολογία των ονομάτων αυτών έχει ως εξής:

- ετεός <εσ-τί, είτ-ω, προστ. του ειμί = αληθής, πραγματικός,
γνήσιος, εξ ου ετάζω > εξετάζω
- πελασγός (<πέλας + άγω = πελάζω = πλησιάζω, διότι πέλας =
πλησίον, άρα πελασγός=ο πλησίον λαός, οι γείτονες.
Με τους όρους αυτούς καλύπτεται ένα σύνολο λαών, της Λευκής
Φυλής, πιθανόν της Χαμιτικής ή Μεσογειακής Ομοφυλίας, στην
οποία ανήκαν επίσης οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι Ίβηρες, οι
Ετρούσκοι της Ιταλίας, οι Φοίνικες στην περιοχή της σημερινής
Παλαιστίνης και οι Λίβυοι. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα
κατοικούσαν:
Πελασγοί (ετυμολογία όπως αναφέραμε πιο πάνω): Στη
Θεσσαλία, Ήπειρο, Αττική, Χαλκιδική, Λήμνο
Λέλεγες (<λέλεξ <λάσκω, παρκμ. λέλακα ή λέληκα = κράζω,
διότι είχαν βροντώδη φωνή): Στη Λοκρίδα, Μεσσηνία, Τριφυλία,
Λακωνία, Βοιωτία, Εύβοια, Ακαρνανία, Θεσσαλία, Λευκάδα,
Κυκλάδες και Ιωνία (πόλεις Έφεσος, Πήδασος Πισιδίας).
Κάρες (<Κάρ <εκ του κε-καρ-μένη (μετοχή πρκμ. του κείρω)
την κεφαλή έχοντες): Ιωνία, Κρήτη, Οδησσός (πόλεις Κνωσός,
Αλικαρνασσός, Λυρνησσός, Τυλισσός)
Δρύοπες (<δρυς = βελανιδιά + όψη = έχοντες εμφάνιση
βελανιδιάς = καταγόμενοι από περιοχές με βελανιδιές): Αρχικά
στη Φθιώτιδα, όρος Οίτη, αργότερα Κύμη, Στύρα, Κάρυστος,
Κύθνος, Ερμιόνη, Κύπρος.
Κουρήτες ή Ετεοκρήτες: Στην Φρυγία, Κρήτη, Εύβοια,
Αιτωλοακαρνανία (Κουρήτες = επιμελητές <κουρέω = φροντίζω
<Fουρέω <οράω, ορέω, ουρέω = βλέπω, εποπτεύω, το
«ετεός=γνήσιος» ετυμολογείται όπως προαναφέρεται)
Καύκωνες (<καύκη, καυκί = κρανίο, όστρακο, από το
καύσις+κάρα = κεφάλι): Στη Μεσσηνία
Τέμμικες: Στη Λαυρεωτική, Σούνιο, Βοιωτία
Ύαντες (<ύω=βρέχω >Υάδες): Στη Θήβα, Φωκίδα (πόλη
Υάμπολις)
Τελχίνες: Στην Κρήτη, Κύπρο, Ρόδο (πόλεις Κάμειρος, Ιαλυσός,
Λίνδος)

Τηλεβόες γνωστοί και ως Ταφίοι (<τηλε <τέλος + βοώ =
κραυγάζοντας από μακριά): Στην Κεφαλληνία, Εχινάδες, και
αργότερα Κάπρι, Καμπανία Ιταλίας
Έφυροι (<φέρω, φορά >έφερα): Στην Ηλεία, Θεσπρωτία (πόλη
Εφύρα).
Στο βιβλίο του ο N.G.L. HAMMOND, CBE, DSO, FB Ομ.
καθηγητής Ελληνικών του Bristol και επίτιμος εταίρος του
Clare College, Cambridge.« ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ»γράφει:
… Στις ορεινές περιοχές ανάμεσα στους Θεσσαλούς και τους
Μακεδόνες, κατοικούσαν δύο φυλετικές ομάδες. Οι Μάγνητες
..όπου ο Ησίοδος αναφέρει ότι προγονός τους, ήταν ο Μάγνης
αδελφός του Μακεδόνα…. μιλούσαν την ίδια Ελληνική Αιολική
διάλεκτο και ήταν κατά βάση βοσκοί. Ζούσαν σε χωριά και
συνοικισμούς και ήταν οργανωμένοι σε μικρές ομάδες, οι οποίες
( Προσέξτε εδώ το τι συνέβαινε στην περιοχή που
δικαιολογεί την προέλευση του ονόματος των
Σαρακατσάνων που αναφέρω) έπαιρναν το όνομα τους
ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της περιοχής για
παράδειγμα, οι Οξωναίοι (άνθρωποι της οξιάς) και οι Κροκαίοι
(άνθρωποι του κρόκου δηλ. ζαφοράς)
Η δεύτερη ομάδα, οι Περραιβοί κατοικούσαν στην λεκάνη
απορροής του Τιταρήσιου…. Ήταν διαχειμάζοντες ποιμένες
(όπως και αλλού αναφέρουμε) και το καλοκαίρι μετέφεραν τα
κοπάδια τους στους βοσκότοπους της βόρειας Πίνδου, , όπου
συναντούσαν ένα παρακλάδι της φυλής τους, το οποίο ονόμαζαν
απόδημους Περραιβούς.
Όπως βλέπετε λοιπόν πολλά τα παρακλάδια των αυτοχθόνων με
κοινές ρίζες και γλωσσικά στοιχεία και πολλές φορές
δημιουργούσαν, ομάδες φύλων, συγγενικών μεταξύ τους,
ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε ομάδας.
Κάπου εδώ προκύπτει και η ομάδα των Σαρακατσαναίων που
παίρνει το όνομα από τα χαρακτηριστικά της περιοχής που ζουν
τις σάρες και τα κάσια δηλαδή Σαρα-κασια-ναίοι 
Σαρακατσαναίοι.

Παρατηρώντας τα φύλα λοιπόν και απορρίπτοντας άσχετα λόγω
εμφάνισης , λόγω τόπου διαβίωσης , λόγω άσκησης
επαγγέλματος κ.α μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια αρχαία
φύλλα τα οποία θα μπορούσαν να είναι:

Πελασγοί (ετυμολογία όπως αναφέραμε πιο πάνω): Οι οποίοι
κατοίκισαν στη Θεσσαλία, Ήπειρο,
Κουρήτες: ή Ετεοκρήτες: Στην Φρυγία, Κρήτη, Εύβοια,
Αιτωλοακαρνανία
Δρύοπες: (<δρυς = βελανιδιά + όψη = έχοντες εμφάνιση
βελανιδιάς = καταγόμενοι από περιοχές με βελανιδιές): Αρχικά
στη Φθιώτιδα

Μάγνητες: οι οποίοι μιλούσαν την ίδια Ελληνική Αιολική
διάλεκτο και ήταν κατά βάση βοσκοί. Κυρίως όμως κατοικούσαν
στην περιοχή του Πηλίου και της Όσσας, στην ανατολική
Θεσσαλία

Περραιβοί: κατοικούσαν στην λεκάνη απορροής του
Τιταρήσιου8.
Έχουν χαρακτηριστικά που προσομοιάζουν με τους
Σαρακατσάνους (είναι Πελασγικό φύλο είναι νομάδες
κτηνοτρόφοι με χειμαδιά στον κάμπο και καλοκαίρι στα βουνά)
Είναι όμως ένα κομμάτι των Πελασγών από τους οποίους
αποσπάσθηκαν και είναι φυσικό από την περιοχή στην οποία
δραστηριοποιούνται (Περραίβια) της Θεσσαλίας αλλα έχουν
Βασίλειο και ζουν σε πόλεις. Δεν Ξέρω ποια είναι τα "ξενιτεμένα
αδέρφια τους που συναντούν τα καλοκαίρια στην Πίνδο.
Οι Περραιβοί κάποτε κατοικούσαν μια πιο εκτεταμένη περιοχή
που περιελάμβανε μέρος του Θεσσαλικού κάμπου και έφτανε
μέχρι την εκβολή του Πηνειού στο Αιγαίο μέχρι που ήρθαν οι
«Λάπιθες» και ώθησαν κάποιους Περραιβούς προς τους

8 Η Περραιβική Τρίπολη απλωνότανε στην κλειστή λοφώδη λεκάνη Βόρεια της
Ελασσόνας. Τα όρια της ήταν ο ποταμός Τιταρήσιος στο Νότο και τα όρη Αμάρμπεης,
Καμβούνια και Όλυμπος στον Βορρά.

πρόποδες του Ολύμπου, άλλους προς την Πίνδο και τέλος με
κάποιους άλλους Περραιβούς επιμείχθηκαν.

Η ταπεινή μου άποψη είναι ότι οι "Σαρακατσάνοι" της εποχή
είναι ένα πρωτοελληνικό φύλο το οποίο εντάσσεται στους
Πελασγούς
Το μεγάλο λάθος που κάνει, ένας σημαντικός για την ιστορία,
και την μελέτη της ζωής, των Σαρακατσάνων ο Carsten Hoeg
είναι ότι τους χαρακτηρίζει φυλή και την λαλιά τους διάλεκτο
(κάτι το οποίο απορρίπτουν οι Α. Πουλιανός , Δ. Μαυρόγγιαννης
κ.α). Διορθώνει αυτό το λάθος του με την παραδοχή ότι η
Σαρακατσάνικη «γλώσσα» είναι αμιγής από εξωτερικά δάνεια και
είναι γνήσια Ελληνική. Μια προσφορά Ιστορική και Εθνολογική
στην ταυτότητα των Σαρακατσάνων.
«Το Ελληνικό έθνος αφότου φάνηκε, την ίδια πάντα γλώσσα
μιλά - αυτό είναι η πεποίθησή μου, αφότου όμως ξέκοψε από
το Πελασγικό, αδύνατο τότε και στην αρχή και μικρό, αυξήθηκε
ύστερα και πλήθαινε σε έθνη, καθώς προσχώρησαν σ’ αυτό
κυρίως οι Πελασγοί, αλλά και πάρα πολλά άλλα βαρβαρικά
φύλα. Τέλος είμαι της γνώμης ότι το Πελασγικό έθνος πρωτύτερα
και εφόσον ήταν βαρβαρικό ποτέ δε γνώρισε μεγάλη δύναμη»
(Ηρόδοτος Α, 57- 58)
Συνεπώς παρατηρώντας τα φύλα τα οποία κατοικούσαν στην
Ελλάδα αυτή τη εποχή, η μόνη κατάταξη που μπορεί να γίνει
για τους Σαρακατσάνους είναι οι Πελασγοί. Αργότερα ερχόμενοι
σε επαφή με Αιολείς και Δωριείς παίρνουν τα στοιχεία εκείνα
που χρειάζονται για να μπορούν να ζήσουν μαζί τους και
πιθανός να επηρεάσουν σε κάποιο βαθμό την γλώσσα και τον
τρόπο ζωής. Οι όποιες αλλαγές όμως είναι μικρές και δεν
αλλάζουν την Πελασγική Ελληνική καταγωγή τους στην οποία
ήδη υφίστανται θεσσαλικά στοιχεία. Με αυτά τα φύλα μετέπειτα
θα ενσωματωθούν και θα αποτελέσουν το Ελληνικό έθνος
κρατώντας όμως τα αρχαιοελληνικά τους στοιχεία οι
Σαρακατσάνοι λόγο της ενδογαμικότητας και της κλειστής στα
βουνά κοινωνίας..

Η Δωρικότητα των Σαρακατσάνων κατά τον Δ.
ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗ

Οι Σαρακατσάνοι νομάδες σκορπισμένοι σε ολόκληρη την
Ελλάδα, στις Βαλκανικές χώρες και παλαιοτέρα στην Τουρκία (
το αναφέρουμε στο πρώτο βιβλίο "ΟΙ ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΕΣ
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ"), ομιλούν αμιγή ελληνική γλώσσα που μπορεί
να χαρακτηρισθεί ως δωρικό ιδίωμα, έχουν ελληνική συνείδηση,
είναι εξ ολοκλήρου ορθόδοξοι χριστιανοί και υπήρξαν δεξαμενή
αρματολών….
στις διαφορές με τους βλάχους παρατηρεί …..στους
βλαχόφωνους …τα βαφτιστικά χαρακτηρίζονται από μια πολύ
πρώιμη χρήση -17αιων - ονομάτων της κλασσικής εποχής,
στους δε Σαρακατσάνους κύρια και βαφτιστικά παρατηρούνται
και υπάρχουν σε ολόκληρη την Ελλάδα….
Σημειώνοντας ότι οι Σαρακατσάνοι σε οποιοδήποτε κράτος και
αν βρέθηκαν δεν άλλαξαν τα κύρια και τα βαφτιστικά τους
ονόματα στην πορεία των χρόνων
Όπως αναφέραμε το 2.000 π.Χ. στα ελληνικά εδάφη, όπου
κατοικούσαν οι Πρωτοέλληνες (Πελασγοί) και Ετεοκρήτες,
άρχισαν να εισέρχονται οι: Αχαιοί στην Πελοπόννησο, Κρήτη και
Ρόδο, Αιολείς στη Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβο και στα απέναντι
μέρη της Μ. Ασίας, Ίωνες στην Αττική, Μεγαρίδα, Κορινθία,
Εύβοια και Κυκλάδες, Δωριείς στη Δυτική Μακεδονία,
ανατολική Ήπειρο, Ευρυτανία, Αιτωλοακαρνανία και Φωκίδα. Η
εγκατάσταση αυτή έγινε στα πλαίσια της γενικότερης
μετακίνησης ομόφυλων λαών
Η συμβατικά χαρακτηριζόμενη «Προελληνική», είναι η γλώσσα ή
οι γλώσσες που μιλούσαν οι κάτοικοι της χώρας που
κατακτήθηκε από τους "ινδοευρωπαίους" η κατά την άποψη
μου, επαναπατρισθέντες Έλληνες.
Πολλοί αρχαίοι έλληνες συγγραφείς, ιστορικοί , ποιητές είχαν
ονομάσει αυτούς τους λαούς που κατακτήθηκαν, με διάφορα

ονόματα, όπως Πελασγούς, Λέλεγες, Κάρες και άλλα σύμφωνα
με την προηγούμενη κατάταξη.
Ανεξάρτητα από τα ονόματα τους, οι ομάδες αυτές των "ντόπιων"
είχαν δημιουργήσει ένα πολιτισμό, υψηλότερο των Ελλήνων που
τους υπέταξαν. Και φαίνεται πως ενσωμάτωσαν στο λεξιλόγιο
τους πολλές λέξεις των δούλων τους. Πολλές από αυτές είναι
επαγγελματική ορολογία, περιβάλλον (χλωρίδα πανίδα) και
λέξεις που έχουν να κάνουν με την παράλια η ορεινή περιοχή
των "κατακτημένων"
Έτσι θεωρώ ότι οι Πρωτοέλληνες Πελασγοί "Σαρακατσάνοι" με
επίδραση Δωρική, Αιολική, Θεσσαλική, και όχι μόνο γλωσσικά
διαμορφώνουν νέο τύπο ως Έλληνες πια.
Να επαναλάβω, Πελασγοί (αυτόχθονο φύλο στην περιοχή
της νότιας Πίνδου) ήταν για μένα αρχικά οι Σαρακατσάνοι.
Ομάδα Πρωτοελλήνων οι οποίοι μειχθήκαν κάποια στιγμή
με Δωριείς και άλλα κατιόντα ελληνικά φύλα σε πολύ
μικρό βαθμό, τα οποία έφτασαν στην περιοχή από τα
οποία πήραν πολλά στοιχεία και κύρια στοιχεία γλώσσας,
αλλα θεωρώ και κτηνοτροφίας οπότε μπορεί να
αναφέρονται και ως Δωριείς, αλλα με την έννοια που
αποδίδουν στους κατακτηθέντες από τους Δωριείς
ορεσίβιους πληθυσμούς. Καθώς ήταν μεν ομιλούντες, με
κορμό την Δυτική αρχαία διάλεκτο, αλλα πήραν όπως
διαπιστώνεται και δάνεια απο την Δωρική και από
θεσσαλικές και αιολικές προσθήκες. Δημιούργησαν έτσι
μια Πρωτοελληνική διάλεκτο την Σαρακατσάνικη λαλιά
(προσοχή όχι γλώσσα, γιατί η γλώσσα ήταν Ελληνική
πάντα), προσαρμοσμένη στις ανάγκες της ζωής τους και η
οποία παρέμεινε στους αιώνες αναλλοίωτη. Με όλα τα
ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά τα οποία έχουν , στο
διάβα του χρόνου, να τα διατηρούν αμετάβλητα, εν
πολλοίς και αυτά επίσης, πιστοποιούν ακριβώς την ίδια
ρίζα.

Οι Πρωτοέλληνες Γραικοί

Από το 2.000 π.Χ. στα ελληνικά εδάφη, όπου κατοικούσαν οι

Πρωτοέλληνες (ή Πελασγοί) και Ετεοκρήτες, άρχισαν να

εισέρχονται ινδοευρωπαϊκοί πληθυσμοί: Αχαιοί στην

Πελοπόννησο, Κρήτη και Ρόδο, Αιολείς στη Θεσσαλία, Βοιωτία,

Λέσβο και στα απέναντι μέρη της Μ. Ασίας, Ίωνες στην Αττική,

Μεγαρίδα, Κορινθία, Εύβοια και Κυκλάδες, Δωριείς στη Δυτική

Μακεδονία, ανατολική Ήπειρο, Ευρυτανία, Αιτωλοακαρνανία και

Φωκίδα. Η εγκατάσταση αυτή έγινε στα πλαίσια της γενικότερης

μετακίνησης ομόφυλων λαών
Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, ιστορικοί, και ποιητές
θεωρούσαν την ονομασία 'Γραικοί' ως ταυτόσημη με τους
'Έλληνες', δηλαδή ο ίδιος λαός που άλλαξε όνομα,
πολυμερισμένος σε μικρότερα γενεαλογικά Ελληνικά φύλα-έθνη
με κοινά πολιτισμικά, γλωσσικά και εθιμικά στοιχεία. Τόσο οι
Σελλοί όσο και οι Γραικοί ήταν προκατακλυσμιαία
Πρωτοελληνικά φύλα.
Σύμφωνα με τον μύθο, ο πρώτος γιος του Δευκαλίωνα, ο
Έλληνας, τους μετονόμασε απο 'Γραικούς' σε 'Έλληνες', οι
οποίοι στην συνέχεια, επιμερίστηκαν σε γενεαλογικά φύλα, από
τα παιδία του Έλληνα: Δώρο, Ξούδο, Αίολο.
Ο Αριστοτέλης, αναφερόμενος στον κατακλυσμό του
Δευκαλίωνα9, αναφέρει στα Μετεωρολογικά του, τα εξής:

9 Ο μύθος του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα ήταν διαδεδομένος σε όλη την Ελλάδα με
διάφορες τοπικές παραλλαγές που σηματοδοτούν και την ιστορική πορεία των
ελληνικών φύλων προς τους χώρους της οριστικής εγκατάστασης τους: Ήπειρος,
Θεσσαλία, Λοκρίδα, Φωκίδα, Αττική, Αρκαδία. Στον «Τιμαίο» του Πλάτωνα (κεφάλαιο 22
και 23) γίνεται αναφορά όχι μόνο στον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, αλλά και σε άλλους
παλαιότερους κατακλυσμούς.
Ο Δευκαλίων ήταν γιός του Προμηθέα και της Πανδώρας, της πρώτης γυναίκας που
πλάστηκε από τους θεούς, και πήρε για γυναίκα του την Πύρρα, την κόρη της Πανδώρας
που απέκτησε με τον Επιμηθέα. Την εποχή εκείνη ζούσε στη Γή η γενεά του χαλκού
γένους, το οποίο είχε γίνει τόσο κακιά που ο Δίας είχε αποφάσισε να την εξολοθρεύσει
με έναν κατακλυσμό.
Ο Προμηθέας ειδοποίησα έγκαιρα τον γιό του, τον Δευκαλίωνα, να κατασκευάσει ένα
πλεούμενο για να σωθεί.
Ο Δευκαλίων και η Πύρρα απόκτησαν τα δικά τους παιδιά: τον Έλληνα, τον Αμφικτύονα,
την Πρωτογένεια, την Θυία και την Πανδώρα, που πήρε το όνομα της γιαγιάς της.
Για τον πρωτότοκο γιό τους, τον Έλληνα, τον γενάρχη των Ελλήνων, είπαν πως στην
πραγματικότητα δεν ήταν γιος του Δευκαλίωνα αλλά του ίδιου του Δία. Για τον

"Γιατί αυτός ο κατακλυσμός κατεξοχήν έγινε στον Ελληνικό
τόπο και μάλιστα εκεί που βρισκόταν η Ελλάδα η αρχαία. Αυτή
είναι η περιοχή που βρίσκεται από την Δωδώνη μέχρι τον Αχελώο.
Αυτός σε πολλά σημεία μεταβάλλει την κοίτη του. Εδώ λοιπόν
κατοικούσαν οι Σελλοί και αυτοί που τότε ονομάζονταν Γραικοί
και τώρα Έλληνες"

Μισή σχεδόν χιλιετία πριν από τον Αριστοτέλη, ο Όμηρος, κάνει
λόγο για Πελασγούς, Δωδωναίους και Σελλούς στην ίδια περιοχή
της Δωδώνης, χωρίς να αναφέρει κάτι σχετικό για τους Γραικούς,
ούτε για τους Ηπειρώτες.
Φαίνεται λοιπόν εξ 'αυτού ότι στην Ομηρική Εποχή οι Γραικοί ή
είχαν αφομοιωθεί με τα άλλα Ηπειρωτικά φύλα ή
συμπεριλαμβάνονται στην πολύ ευρύτερη φυλετικά έννοια των
Πελασγών, διότι οι Γραικοί όντως άνηκαν στην επιμέρους
φυλετική υποδιαίρεση του Πελασγικού γένους.

Αμφικτύονα είπαν πως κυβέρνησε την Αθήνα μετά τον Κραναό. Για την Πρωτογένεια,
πως ενώθηκε με τον Δία και απέκτησε τον Αέθλιο. Για τη Θυία πως έκανε, πάλι με το
σπέρμα του Δία, τον Μάγνητα (γενάρχης των Μαγνήτων) και τον Μακεδόνα. (γενάρχης
των Μακεδόνων) Για την Πανδώρα, πως ενώθηκε κι αυτή με τον Δία και έφερε στον
κόσμο τον Γραικό (γενάρχης των Γραικών).
Από το Έλληνα και την Ορθυίδα γεννήθηκαν ο Ξούθος, ο Δώρος (γενάρχης των Δωριέων)
και ο Αίολος (γενάρχης των Αιολέων).
Ο Ξούθος με την σύζυγό του Κρέουσα, την κόρη του Κραναού, απέκτησαν τον Αχαιό
(γενάρχη των Αχαιών) και τον Ίωνα (γενάρχη των Ιώνων)

Φυσικά ο κατακλυσμός επέφερε γεωλογικές ανακατατάξεις και
αλλαγές στο φυσικό περιβάλλον. Ο πολιτισμός των
Πρωτοελληνικών φύλων εξαφανίστηκε σχεδόν ολοσχερώς, όπως
συνέβη και με τον πολιτισμό των Αιγαίων. Το καινούργιο γένος
συνέχισε την ιστορική πορεία και άρχισε ξανά την εξελικτική του
διαδρομή.
Για την πρώτη φάση (Πρωτοελληνική)10 περί το 1600 π.Χ., οι
γνώσεις μας για την ελληνική γλώσσα βασίζονται σε τεχνικές
επανασύνθεσης που προκύπτουν από τη συγκριτική
γλωσσολογία. Η Πρωτοελληνική είχε επτά πτώσεις . Επίσης είχε
διατηρήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά
της Ινδοευρωπαϊκής μητέρας-γλώσσας. Είχε τρεις φωνές
(ενεργητική, παθητική, μέση) και τρεις αριθμούς (ενικός,
δυϊκός, πληθυντικός). Σημαντικό χαρακτηριστικό της (που
διατηρήθηκε σχεδόν μέχρι τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια)
ήταν ο μουσικός τόνος. Ο τόνος στα αρχαία ελληνικά δεν
αντιστοιχούσε σε αύξηση της έντασης της φωνής αλλά σε αύξηση
του τονικού ύψους.
Στην αμέσως επόμενη φάση (μυκηναϊκή ελληνική), η οποία
μαρτυρείται από τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ και από
ορισμένους στίχους των Ομηρικών επών, παρατηρούμε εξίσου
πολλούς αρχαϊσμούς

10 Πρωτοελληνική

Πρωτοελληνική ή προϊστορική κοινή ή προδιαλεκτική ονομάζεται συμβατικά η
αρχαιότερη μορφή της ελληνικής γλώσσας μετά τη διαφοροποίησή της από την
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή και πριν τη διαίρεσή της στις μετέπειτα ελληνικές διαλέκτους
(Μυκηναϊκή, Δωρική, Αττική-Ιωνική, Αρκαδοκυπριακή, Αιολική κλπ.). Χρονικά
τοποθετείται μεταξύ του 30ου και του 16ου π.Χ. αιώνα περίπου.[1] Δεν υπάρχουν
καθόλου γραπτά μνημεία της και οι γνώσεις μας γι’ αυτή βασίζονται σε υποθέσεις
γλωσσολόγων με τις μεθόδους της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας. Η επανασύνθεση
της πρωτοελληνικής στηρίζεται στις ομοιότητες και τις διαφορές των αρχαίων ελληνικών
διαλέκτων μεταξύ τους, με τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, και με την (επίσης
υποθετικά ανασυντεθειμένη) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ΠΙΕ). Πολύτιμη βοήθεια για την
επανασύνθεση και τη χρονολόγηση της πρωτοελληνικής προσέφερε η
αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β, η οποία μας έδωσε μια εικόνα της Αρχαίας
Ελληνικής, 500 χρόνια αρχαιότερα απ' ότι ως τότε γνωρίζαμε.

Ξαναεπιστρέφοντας λοιπόν στην γλωσσολογία, ο Vladimir
Georgiev παρατήρησε ότι τα λεγόμενα «προελληνικά» τοπωνύμια
γίνονται ολοένα και λιγότερα όταν κινούμαστε προς τα βόρεια
και τα δυτικά της ελλαδικής χερσονήσου και εξαφανίζονται
τελείως στην Ήπειρο όπου υπάρχουν μόνον ελληνικά:
Αυτό ώθησε τον Vladimir Georgiev στο συμπέρασμα ότι ο
βορειοδυτικός ελλαδικός χώρος ήταν η κατοικία των πρωτο-
ελλήνων λίγο πριν διαχυθούν στην κυρίως ελλαδική χερσόνησο
και πολύ βορειότερα κατά τον Πουλιανό
Εδώ λοιπόν κατά την άποψη μου και πολλών άλλων, μέσα
σε αυτά τα αρχαιοελληνικά φύλα ήταν και οι Πρωτο-
Έλληνες Σαρακατσάνοι.
Να μην λησμονούμε όμως ότι :
Άγνωστο παραμένει το κατά πόσον η «προϊστορική κοινή»
μιλιόνταν εντός του σημερινού ελλαδικού χώρου ή εάν η
διαφοροποίηση στις επιμέρους διαλέκτους της Αρχαίας
Ελληνικής είχε ήδη λάβει χώρα πριν την έλευση και
εγκατάσταση των ελληνικών φύλων στον μετέπειτα ευρύτερο
ελλαδικό χώρο. Η παλαιότερη θεωρία υποστήριζε ότι οι
ελληνικές διάλεκτοι είχαν διαφοροποιηθεί ήδη πριν την έλευση
των ελληνικών φύλων, τα οποία ήρθαν στον ελλαδικό χώρο κατά
«κύματα», με ορισμένους αιώνες διαφορά, με τελευταίο τους
Δωριείς («κάθοδος των Δωριέων»). Η έλλειψη όμως
αρχαιολογικών ευρημάτων που να επιβεβαιώνουν αλλεπάλληλες
εισόδους εχθρικών μεταξύ τους φύλων δημιούργησε αμφιβολίες
για την ορθότητα της υπόθεσης αυτής.
Στον Πρόλογο (Preface) του Language and National Identity in
Greece, 1766-1976 (σλδ x) ο Peter MackRidge γράφει:
Η ελληνική εθνική ταυτότητα έχει καθοριστεί κυρίως από δύο
κριτήρια που έχουν γίνει για να διακρίνουν τους Έλληνες από
τους μη Έλληνες. Το πρώτο είναι η προσχώρηση στην Ορθόδοξη
Εκκλησία. Το δεύτερο είναι η κατοχή της ελληνικής γλώσσας.
Ενώ υπάρχουν άλλοι λαοί στον κόσμο που είναι κατά κύριο
λόγο Ορθόδοξοι Χριστιανοί.

Η ελληνική γλώσσα διακρίνεται ξεκάθαρα από όλες τις άλλες
γλώσσες του κόσμου από το αλφάβητο, το λεξιλόγιό της και τη
γραμματική της. Η γλώσσα των Σαρακατσάνων ακολουθεί τους
κανόνες των Πρωτοελληνικών γλωσσών και μέσα από της φάσεις
της ιστορίας φτάνει σχεδόν ανέπαφη μέχρι την ένταξη πια των
Σαρακατσάνων σε τοπικές κοινωνικές (αστικές) δομές, αλλα και
αλλαγής του τρόπου διαβίωσης.
Παρατηρώντας κάποιες λέξεις από το λεξικό του Ν. Κατσαρού
(πιο κάτω) θα δούμε πάρα πολλές λέξεις Ομηρικές η Βυζαντινές
που χρησιμοποιούνται από τους Σαρακατσάνους ακόμα και
σήμερα. Είπα και στο προηγούμενο βιβλίο αν διαβάσει κανείς
το λεξικό Σουίδα θα δει ότι οι Σαρακατσάνοι στο Βυζάντιο,
κυρίως σε αγροτικές περιοχές δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα
συνεννόησης. Ας δούμε κάποιες

ενδεικτικές λέξεις από το βιβλίο του Ν. Κατσαρού.
"Αρχαιοελληνικές Ρίζες του Σαρακατσάνικου Λόγου".

Βαβά και βαύω» = η γιαγιά, η γριά, η μητέρα των
γονέων μου.
«Βαύω» λεγόταν κατά τον Όμηρο η τροφός της θεάς Δήμητρας.
Δεματσούλα»= μικρό δεμάτι θάμνων (πουρνάρια, κέδρα, παλιούρια) χρησιμοποιούμενο για την
κατασκευή, το κλείσιμο, το φράξιμο των ποιμενικών εγκαταστάσεων. Με αυτά έφτιαχναν τα
πρόχειρα μανδριά.
Από το ομηρικό «δέμω» = κτίζω, οικοδομώ, από το οποίο παράγεται το «δεμάτων», υποκοριστικών
του «δέμα -τος» = μικρόν δέμα.
«Ήγκαιρο» ή «ήγκυρο» =γάλα, το γάλα των πρώτων ημερών της προβατίνας που γέννησε, το
πρωτόγαλα, η κολιάστρα. Από τη λέξη «έγκαιρος» = ο γινόμενος εγκαίρως, ο λαμ¬βανόμενος στον
πρέποντα, το δέοντα καιρό, που προήλθε από την ομηρική λέξη «καίριος -η -ον» = επίκαιρος, ο
εις αρμόδιον τόπον λεγόμενος ( Δ, 485. θ, 84. 326. Λ, 439).
«Κοπάδι» = το ποίμνιον από πρόβατα ή γίδια ή βόδια.

από το ομηρικό «κόπτω», διότι κόπτονται για τροφή των ανθρώπων (Αδ. Κοραής ΔΙ σελ. 242).
Στους Βυζαντινούς το «κοπάδι» λεγόταν «κόπαιον».
Κατά τον Ν. Ανδρ. - 164 το «κοπάδιον» είναι υποκορι¬στικό της αρχαίας λέξης «κοπή» = τομή,
σφαγή.
«Παγούρι» = μικρό μεταλλικό δοχείο ύδατος με φρασσόμενο στόμιο με πώμα.
Από το ομηρικό «πάγουρος» (Λεξ. Νικολάί'δη σελ. 401), που έμεινε και στο Βυζάντιο ως
«πάγουρος» και σημαίνει είδος καρκίνου (κάβουρα) έχοντος σκληρό και τραχύ όστρακο. Το
«παγούρι» έχει σχήμα κάβουρα.
"Υφάδι" = Το νήμα που στον αργαλειό συμπλέκεται -υφαίνεται με το στημόνι και παράγεται το
ύφασμα. Από το αρχ.-ελλ. "υφή" = ύφεσις, ύφασμα, το ύφασμα της αράχνης (Αισχ. Αγαμ. 949
Ευρ. Ιων. 1146, εξ ού το υποκοριστικό "υφάδιον" I. Τ .814). (Κ. Κόντος Αθηνά 9,80 Χ. Χαρίτων.
Αθηνά 24,257).l

Βυζάντιο

Ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου η χρήση της
Ελληνικής είχε διαδοθεί στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας χρησιμοποιείται δε και ως γλώσσα της
διοίκησης.
Από τον Ηράκλειο (610–641), τα ελληνικά γίνονται η κυρίαρχη
γλώσσα του πληθυσμού αντικαθιστώντας τα λατινικά στην
διοίκηση.
Στην αρχή η αυτοκρατορία είχε πολυεθνικό χαρακτήρα, αλλά
μετά την απώλεια των μη ελληνόφωνων επαρχιών κυριαρχείται
από το ελληνικό κυρίως στοιχείο
Καθώς οι σχέσεις τους με τη Δύση, ειδικά με την Λατινική
Ευρώπη, χειροτερεύουν εμφανίζεται ο (λατινογενής;)
όρος Γραικοί επίσης σε χρήση αν και ήταν σχεδόν ανύπαρκτος
η ελάχιστα εμφανίζεται στην επίσημη Βυζαντινή αλληλογραφία
πριν το 1204.
Ενώ ο λατινικός όρος για τους αρχαίους Έλληνες μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί με τρόπο ουδέτερο, η χρήση του από τους
Δυτικούς από τον 9ο αιώνα και εξής τον κατέστησε
υποτιμητικό .

Κάτοικοι πληθυσμός.

Το 400 ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος μιλά για 100.000
Χριστιανούς και 50.000 πένητες 11στην πρωτεύουσα.
Επί Ιουστινιανού οι αριθμοί κυμαίνονται σε 900.000 με
1.000.000.
Η επιδημία πανώλης του 541 προκάλεσε την απώλεια του 40%
του πληθυσμού της.
Το 746-747 ο πληθυσμός της πλήττεται από λιμό και ο
Κωνσταντίνος Ε' μεταφέρει κατοίκους από την
ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου για να τον
ενισχύσει.
Θεωρώ έτσι πιθανή την μετακίνηση Σαρακατσάνων στο
Βυζάντιο όπως ανέφερα και στο πρώτο βιβλίο. Στα τέλη του
12ου αι. φτάνει τις 300-400.000 ψυχές. Στο πρώτο μισό του
15ου αι. ο πληθυσμός της πρέπει να κυμαινόταν μεταξύ 40.000
και 50.000 κατοίκους.
Η άδεια από Λατίνους και Βυζαντινούς, να εγκατασταθούν στην
ηπειρωτική Ελλάδα κάτοικοι από τα δυτικά Βαλκάνια έχει ως
αποτέλεσμα να αυξηθούν σημαντικά οι Διναρικοί στην
ηπειρωτική Ελλάδα.
Αυτό ήταν το πρώτο κύμα, καθότι οι Διναρικοί αυξήθηκαν
περαιτέρω επί Τουρκοκρατίας. Τα τελικά συμπεράσματα είναι τα
εξής. Η αρχικά πολυεθνική Αυτοκρατορία, όταν χάθηκαν τα
εδάφη της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, έγινε φυλετικά πιο
ομοιογενής, διατηρώντας για αιώνες τα εδάφη της Ελλάδας, των
δυτικών Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας, τα οποία στην
συνείδηση των Ελλήνων συνθέτουν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Μάλιστα, μετά την κατάληψη της Μικράς Ασίας, πλην παραλίων
και Πόντου από τους Σελτζούκους, η Αυτοκρατορία έγινε σχεδόν

11 από τόν Ζεράρ Βάλτερ στο βιβλίο του «Ἡ καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, στον αιώνα
των Κομνηνών» (1081-1180). Γράφοντας για τις προνομιούχες τάξεις, στις οποίες
συγκαταλέγονταν οι ευγενείς, γράφει ότι στο Βυζάντιο οι ευγενείς ονομάζονταν Δυνατοί,
οι οποίοι διακρίνονταν στους στρατιωτικούς καί τούς διοικητικούς υπαλλήλους. Οι
διοικητικοί υπάλληλοι ήταν καί γαιοκτήμονες πού ασκούσαν διοίκηση στην Αυτοκρατορία

αποκλειστικά Ελληνική εθνολογικά, κάτι που άρχισαν να το
λένε ανοιχτά οι κάτοικοί της. Στον Ελλαδικό χώρο, στο αρχικό
υπόστρωμα Μεσογειακών, Αλπικών και μερικών Διναρικών (θα
αναλύσουμε τους όρους πιο κάτω), έγιναν οι εξής μεταβολές,
συνοπτικά: ήρθε ένα μικρό ποσοστό Βαλτικών με τους Σλάβους,
ίσως ένα ελάχιστο ποσοστό Νορδικών-Κρομανοειδών και ένα
σημαντικό ποσοστό Διναρικών. Συνεπώς, διαπιστώνουμε ότι οι
φυλετικές μεταβολές, παρά τις αλλαγές συνόρων, ήταν σχετικά
μικρές στον Ελλαδικό χώρο κατά την διάρκεια της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας.
Απόψεις για την φυλετική ενότητα των Ελλήνων.

Έλληνες Μεσογειακοί, (Sergi , Ripley),
Μίξη Αλπικών / Μεσογειακών (Buxton )
Μίξη Αλπικών/Μεσογειακών, με ισχνή Νορδική συνιστώσα,(
Coon)
Οι Έλληνες είχαν καταγωγή εντός της Ευρωπιδικής φυλετικής
οικογένειας (Angel)
Οι Έλληνες και οι γειτονικοί λαοί είναι μια μίξη
Αιγαιακών (ένας Μεσογειακός τοπικός τύπος) και
Ηπειρωτικών (Διναρικών )και κατάγονται από τους
αρχαίους κατοίκους των περιοχών όπου ζουν. (Πουλιανός)
Η παρουσία ατόμων που πλησιάζουν στον Νορδικό τύπο είναι
ελάχιστος και δεν υπερβαίνει το 4-6% ακόμα και στα πιο
αποχρωματισμένα τμήματα της Ελλάδος.
Πιο συχνά απαντά κάποιος άτομα που πλησιάζουν τον Αλπικό
τύπο της Κεντρικής Ευρώπης. Αυτοί φτάνουν το 20-30% σε
κάποιες περιοχές και συχνά βρίσκονται σε μίξη με πιο νότιους
φυλετικούς τύπους.
Είπαμε ότι τα συμπεράσματα του Πουλιανού δεν είναι μόνο
ευχολόγια ενός σύγχρονου Έλληνα. Σε μια κριτική του, ο J.
Lawrence Angel δηλώνει ότι "ο Πουλιανός είναι σωστός εκεί που
τονίζει… ότι υπάρχει πλήρης γενετική συνέχεια από τους
αρχαίους στους σύγχρονους καιρούς".

Βυζάντιο

Από συνέντευξη με τον Αντώνη Καλδέλλη12 για την Βυζαντινή
ταυτότητα

Τώρα, το πώς συνέβη η αλλαγή ή η αφομοίωση των Ελλήνων
από τους Ρωμαίους δεν μπορώ να το απαντήσω εν συντομία. Θα
τονίσω μόνο ότι ξεκινάει ήδη με την ρωμαϊκή κατάκτηση της
Ελλάδας και μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο διοίκησής τους.
Στην αρχή οι Ρωμαίοι αναφέρονταν στους κατεκτημένους ως
«δούλους» τους, αργότερα όμως υιοθέτησαν μια πιο οικουμενική
ιδεολογία προστασίας, ενσωμάτωσης και τελικά αφομοίωσης.
Αυτό που παρατηρούμε τον τρίτο αιώνα μ.Χ. είναι η
ολοκλήρωση μιας διαδικασίας πολλών αιώνων, ενδεχομένως και
πέντε αιώνων, μισής χιλιετίας δηλαδή. Δεν είναι κάτι που
συνέβη γρήγορα. Γνωρίζουμε από τον Πλούταρχο και άλλους
πως οι ελίτ των ελληνικών πόλεων αποδέχονταν τα ρωμαϊκά
έθιμα και επιζητούσαν μανιωδώς να αποκτήσουν ρωμαϊκά
αξιώματα και ονόματα. Στην εθνική ενοποίηση, τέλος, συνέβαλε
βέβαια και η οικουμενική απονομή της ρωμαϊκής υπηκοότητας
το 212 μ.Χ. Όλοι τότε έγιναν Ρωμαίοι, τουλάχιστον σε νομικό
επίπεδο, αλλά νομίζω με το πέρασμα του χρόνου και βαθύτερα,
σε επίπεδο πολιτικής συνείδησης και εθνικής ταυτότητας. Οι
κάτοικοι των επαρχιών ταυτίστηκαν με την ιδέα της
οικουμενικής Ρώμης και αποδέχτηκαν την «Ρωμανία» ως
πατρίδα τους. Αυτό μας λένε οι Βυζαντινοί ξανά και ξανά. Το
λένε ήδη από τον τέταρτο αιώνα. Θα αρκούσε να τους πιστεύαμε
και τότε ίσως, τους καταλαβαίναμε καλύτερα. Είναι μια
διαδικασία που πρέπει να μελετηθεί εκτενώς και σε βάθος. Δεν
είναι μόνο οι Έλληνες το υποκείμενο της αλλαγής αυτής. Πού
βρίσκονται σήμερα οι Φοίνικες; Και πού οι Κέλτες της Γαλλίας;

12 Ο Αντώνης Καλδέλλης είναι καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος κλασικών
σπουδών του πανεπιστημίου του Ohio(OSU) με εξειδίκευση στην βυζαντινολογία. Όσοι
παρακολουθείτε το ιστολόγιό μου από καιρό θα γνωρίζετε ήδη κάποια από τα βιβλία
του στα οποία παραπέμπω συχνά τον αναγνώστη στις αναρτήσεις μου που
πραγματεύονται το θέμα της βυζαντινής ταυτότητας.

Παραθέτω δύο αρκετά πρώιμα κείμενα σχετικά με τον
εκρωμαϊσμό της ανατολής μέσα από την αποβολή των επιμέρους
εθνωνύμων και γλωσσών. Ο Στράβων (Γεωγραφικά 12.4.6)
γράφει «ἡ μὲν οὖν παλαιὰ μνήμη τοιαύτην τινὰ ὑπαγορεύει τὴν
τῶν ἐθνῶν θέσιν. αἱ δὲ νῦν μεταβολαὶ τὰ πολλὰ ἐξήλλαξαν, ἄλλοτ’
ἄλλων ἐπικρατούντων καὶ τὰ μὲν συγχεόντων τὰ δὲ διασπώντων.
καὶ γὰρ Φρύγες ἐπεκράτησαν καὶ Μυσοὶ μετὰ τὴν Τροίας ἅλωσιν,
εἶθ’ ὕστερον Λυδοὶ καὶ μετ’ ἐκείνων Αἰολεῖς καὶ Ἴωνες, ἔπειτα
Πέρσαι καὶ Μακεδόνες, τελευταῖοι δὲ Ῥωμαῖοι, ἐφ’ ὧν ἤδη
καὶ τὰς διαλέκτους καὶ τὰ ὀνόματα ἀποβεβλήκασιν οἱ
πλεῖστοι, γεγονότος ἑτέρου τινὸς μερισμοῦ τῆς χώρας, οὗ μᾶλλον
φροντίσαι δεῖ τὰ νῦν οἷ’ ἔστι λέγοντας, τῇ δὲ ἀρχαιολογίᾳ μετρίως
προσέχοντας», ενώ ο Αίλιος Αριστείδης τον 2° μ.Χ. αιώνα γράφει
(Λόγος εἰς Ῥώμην 26.75) «ἐλθόντες ἐπὶ πᾶσαν τὴν ὑπήκοον
ἐντεῦθεν ἐσκέψασθε τοὺς λειτουργήσοντας την δε τὴν λειτουργίαν·
καὶ ὡς εὕρετε, ὁμοῦ τῆς τε πατρίδος ἀπηλλάξατε καὶ τὴν ὑμετέραν
αὐτῶν πόλιν ἀντέδοτε αὐτοῖς· ὥστε καὶ αἰσχυνθῆναι τὸ λοιπὸν
αὐτοὺς ἐκείνους γ’ ἂν εἰπεῖν, ὅθεν ἦσαν τὸ ἀρχαῖον.
ποιησάμενοι δὲ πολίτας …».

Βυζάντιο και Κτηνοτροφία

Οι βυζαντινοί εξέτρεφαν αγελάδες και βούβαλους για τα
γαλακτοκομικά τους προϊόντα. Απεναντίας, δεν εκτιμούσαν
ιδιαίτερα το μοσχαρίσιο κρέας, καθώς προτιμούσαν το
κοτόπουλο, το αρνί, το κατσικίσιο και το χοιρινό κρέας.


Click to View FlipBook Version