The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by ΚΑΤΣΑΡΙΚΑΣ ΖΗΣΗΣ, 2019-04-11 15:02:11

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

Σάϊοι: Θρακικό φύλο ταυτιζόμενο με τους Σίντιες, Σιντούς και
τους Σαπαίους κατά τον Στράβωνα ο οποίος αναφέρει ότι
ζούσαν και στην Σαμοθράκη καθώς εντοπίζονται στην
Ανατολική. Μακεδονία.

Σαπαίοι: Θρακικό φύλο εντοπιζόμενο στις περιοχές της
ανατολικής Μακεδονίας.

Σελλοί: Ηπειρώτικο ορεσίβιο φύλο στην Δωδώνη ιερείς του
Δωδωναίου Δία.

Σίθωνες; φύλο εγκατεστημένο στην Σιθωνία της Χαλκιδικής
από όπου και ονομάστηκε έτσι.

Σίντιες: Θράκες της Λήμνου

Σίντοι: Θρακικό φύλο εγκατεστημένο στον σημερινό
βορειοανατολικό νόμο Σερρών

Σπαρτιάτες: Οι κάτοικοι της αρχαίας Σπάρτης

Τέμμικες: Κάτοικοι της Βοιωτίας πριν τους Καδμείους

Τελχίνες: Κάτοικοι της Ρόδου

Τερμίλαι: Οπαδοί του Σαρπηδόνα στην Κρητη οι οποίοι
εκδειόχθηκαν στην Λυκία.

Τηλεβόες: Ακαρνάνες απόγονοι των Λελέγων οι οιοπίοι πρεπει
να ήρθαν εκεί από την Αρκαδία.

Τραυσοί: Θρακικό φύλο βορειοανατολικά των Βιστόνων στην
Ροδόπη και βορειοδυτικα της λίμνης Βιστωνίδας.

Τυμφαίοι: Ηπειρώτες Μολοσσοί στην περιοχή του όρους
Τύμφη (Γκαμήλα) στην βόρεια Πίνδο, στις πηγές του Αώου. Το
350 π.Χ. ενσωματώνονται στο βασίλειο της Μακεδονίας. Στην
αρχή των Χρισιανικών χρόνων σύμφωνα με τον Δ. Ευαγγελίδη
αφομοιώνονται από τους Μακεδόνες και εξαφανίζονται σαν
φύλο.

51

Ύαντες: Λαός στην Βοιωτία κοντά στην Κωπαΐδα, στην Φωκίδα
και στην Αιτωλία.
Φαίακες: Μυθικοί "Κερκυραίοι" γείτονες της Ιθάκης
Φθίοι: Φύλο που εντοπίζεται στην Ν.Α Θεσσαλία (Αχαΐα
Φθιώτης)αναφέρονται και ως Αχαιοί
Φλεγύες: Λαός στην Ν.Α. Θεσσαλία μετά το 1900 π.Χ. από την
κεντροδυτική Μακεδονία.
Φωκείς: Φύλο εντοπιζόμενο στην Ηπειρο αρχικά και
καταλαμβάνει αργότερα την Φωκίδα
Χάονες: Ηπειρώτικο φύλο ένα από τα τρία της Ηπείρου. Στα
παράλια της Ηπείρου κατά το 1900 π. Χ. . Οι εγκατάσεις των
Πρωτο-ελληνικών φύλων στην Πίνδο παρατηρούνται κατά το
2200- 2100 π.Χ. ένα από αυτά τα φύλα είναι και οι Χάονες.
Έχουμε κατά το 1300-1180 π.Χ. εισβολή Φρυγικών φύλων οι
οποίοι θα αποχωρήσουν το 800 π.Χ. .
Ώδονες: Θράκες
Ωτιείς: Κυπριακό φύλο.

52

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΘΝΗ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
από το βιβλίο του Μ. Σακελλαρίου

ΑΒΑΝΤΕΣ ΒΟΙΩΤΟΙ ΙΩΝΕΣ ΠΕΡΡΑΙΒΟΙ

ΑΘΑΜΑΝΕΣ ΓΡΑΙΚΟΙ ΚΕΦΑΛΛΗΝΕΣ ΦΘΙΟΙ

ΑΙΝΙΑΝΕΣ ΔΟΛΟΠΕΣ ΛΑΠΙΘΕΣ ΦΛΕΓΥΕΣ

ΑΙΟΛΕΙΣ ΔΩΡΙΕΙΣ ΛΟΚΡΟΙ ΦΩΚΕΙΣ

ΑΙΤΩΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΑΓΝΗΤΕΣ

ΑΡΚΑΔΕΣ ΕΠΕΙΟΙ ΜΙΝΥΕΣ

ΑΧΑΙΟΙ ΘΕΣΣΑΛΟΙ ΜΥΡΜΙΔΟΝΕΣ

Στο βιβλίο αυτό παρουσιάζονται είκοσι πέντε ελληνικά έθνη
που διαμορφώθηκαν στον ελλαδικό χώρο ανάμεσα στην άφιξη
των Πρωτοελλήνων (πριν από το 1900 π.Χ.) και στο τέλος της
Εποχής του Χαλκού (περ. 1100 π.Χ.) και μαρτυρούνται πρώτη
φορά από τον Όμηρο στον «Κατάλογο των πλοίων» της Ιλιάδας:

Άβαντες, Δόλοπες, Μάγνητες,
Αθαμάνες, Δωριείς, Μινύες,
Αινιάνες, Έλληνες, Μυρμιδόνες,
Αιολείς, Επειοί, Περαιβοί,
Αιτωλοί, Θεσσαλοί, Φθίοι,
Αρκάδες, Ίωνες, Φλεγύες
Αχαιοί, Κεφαλλήνες, Φωκείς.
Βοιωτοί, Λαπίθες,
Γραικοί, Λοκροί,

53

Τα είκοσι πέντε αυτά έθνη μελετώνται ως αυτοτελείς οντότητες
αλλά και ως μέρος μιας ευρύτερης οντότητας, αυτής που κατά
την ιστορική εποχή ανταποκρίνεται στο όνομα Έλληνες και
που στα ομηρικά έπη αναφέρεται με τρία εναλλασσόμενα
ονόματα: Αχαιοί, Δαναοί, Αργείοι.
Ο συγγραφέας επιχειρεί να εντοπίσει και να τεκμηριώσει την
ύπαρξη των ελληνικών αυτών εθνών με βάση τα γραπτά και
πολιτισμικά τους ίχνη, καθώς και δεδομένα ιστορικά,
γλωσσολογικά, ονοματολογικά, μυθολογικά και αρχαιολογικά,
καταγράφοντας συστηματικά τις κατευθύνσεις των διαδρομών
που ακολούθησαν, τον ρυθμό των μετακινήσεων ή των
κατακτήσεών τους, το εύρος των κινήσεών τους από πλευράς
χώρου και χρόνου, καθώς και τον βαθμό της γεωγραφικής
τους διασποράς ή της διάσπασής τους.
Η μελέτη εδράζεται σε δύο βασικές υποθέσεις της έρευνας:
Πρώτον, ότι μετά την εγκατάσταση των πρώτων Ελλήνων στον
ελλαδικό χώρο διαμορφώθηκαν και τα πρώτα "έθνη", με
ταυτοποιημένα εγγενή πολιτισμικά χαρακτηριστικά (εθνικό
όνομα, θεότητες, ήρωες, διαλέκτους, ανθρωπωνύμια και
τοπωνύμια, μηνολόγια, ονόματα φυλών). Και δεύτερον, ότι το
κάθε έθνος συνιστά ήδη από την Εποχή του Χαλκού μια
αυτόνομη δομημένη οντότητα, μια πολιτική κοινωνία
συγκροτημένη από ομάδες με κοινά πολιτισμικά στοιχεία.

Πίνδος
Συνήθως με αυτήν την ονομασία περιέγραφαν την ορεινή ζώνη
που ξεκινάει βορείως των Αγράφων και τελειώνει στον Γράμμο
κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Τα ανατολικά όρια της
είναι σαφέστατα καθώς το ορεινό τοπίο διαδέχονται με
ξεκάθαρο τρόπο οι λόφοι της Μακεδονίας είτε ο Θεσσαλικός
κάμπος, ενώ τα δυτικά της όρια παραμένουν σχετικά ασαφή
δεδομένης της συνέχειας του ορεινού ανάγλυφου με
σημαντικές ορεινές προεκτάσεις που ξεχωρίζουν από την
βασική οροσειρά είτε μέσω ενός ορεινού αυχένα είτε μέσω
μίας πολύ στενής ορεινής κοιλάδας. Αυτή η αοριστία έλαβε
ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις στις σύγχρονες γεωγραφικές
πραγματείες που, αναπαράγοντας αντιλήψεις των διοικητικών

54

μηχανισμών, προσδίδουν στην οροσειρά διαστάσεις
αποκλίνουσες από την ιστορική και γεωλογική της διάσταση.
Γεωλογικά η οροσειρά της Πίνδου αποτελεί μία συνέχεια των
Δειναρικών Άλπεων που κυριαρχούν σε όλη την δυτική ζώνη
της Βαλκανικής Χερσονήσου, της οποίας ως βόρειο άκρο της
μπορεί να οριστεί το οροπέδιο της Κορυτσάς στην
νοτιοανατολική Αλβανία και ως νοτιότερο σημείο της ο
Κορινθιακός κόλπος. Όλο αυτό το ατελείωτο σύμπλεγμα
βουνών, κορυφών, υψιπέδων, κοιλάδων και φαραγγιών που

διασχίζει την ηπειρωτική Ελλάδα με κατεύθυνση Β.Δ-Ν.Α έχει
μήκος που υπερβαίνει τα 150 χιλιόμετρα ενώ καταλαμβάνει
μία έκταση 9.000.000 περίπου με το σύνολο των κορυφών της
να ξεπερνά τα 2000 μέτρα και να φθάνουν μέχρι τα 2637
μέτρα η ψηλότερη Συνεπώς τόσο η ονομασία Πίνδος όσο και
οι ονομασίες Τύμφη, Λύγκος, Λάκμος, Κερκέτιον, κ.λ.π. που
φέρουν οι επιμέρους ορεινοί όγκοι που συγκροτούν ή
πλαισιώνουν την μεγάλη οροσειρά, αποτελούν κληρονομιά της
παράδοσης.
Σύμφωνα λοιπόν με τον αρχαίο γεωγράφο το δυτικό όριο της
αρχαίας Θεσσαλίας το περικλείουν οι «…Αἰτωλοὶ καὶ
Ἀκαρνᾶνες καὶ Ἀμφίλοχοι καὶ τῶν Ἠπειρωτῶν Ἀθαμᾶνες καὶ
Μολλοτοὶ καὶ ἡ τῶν Αἰθίκων ποτὲ λεγομένη γῆ καὶ ἁπλῶς ἡ περὶ

55

Πίνδον …» . Τα έθνη που απαριθμεί στο παραπάνω
απόσπασμα θεωρεί ότι βρίσκονταν εκτός της Θεσσαλικής
επικράτειας. Εκείνο όμως που έχει μεγαλύτερη σημασία για
την μελέτη μας είναι η σειρά με την οποία τα αναφέρει στο
έργο του θέτοντας πάντα τους Αθαμάνες πριν του Αίθικες και
τους τελευταίους πριν τους Τάλαρες. Επίσης πάλι κατά τον
Στράβωνα από αυτά τα φύλλα «… ἐπ᾿ αὐτῇ δὲ τῇ Πίνδῳ ᾤκουν
Τάλαρες Μολοττικὸν φῦλον, τῶν περὶ τὸν Τόμαρον ἀπόσπασμα,
καὶ Αἴθικες, [εἰς] οὓς ἐξελαθῆναί φησιν ὑπὸ Πειρίθου τοὺς
Κενταὺρους ὁ ποιητής ·». Θεωρεί δηλαδή πραγματικούς
κατοίκους της Πίνδου μόνο τους Τάλαρες και τους Αίθικες
παρόλο που, όπως αναφέρει, κατέφυγαν εκεί τόσο οι μυθικοί
Κένταυροι όσο και αποσπάσματα Περραιβών όπως θα δούμε
στην συνέχεια. Όσον αφορά τους Αθαμάνες δεν μας παρέχει
κάποια ένδειξη ότι συνιστούν ένα από τα έθνη της Πίνδου
αντίθετα διαχωρίζει την περιοχή τους από αυτήν όπως μας
δείχνει το παρακάτω απόσπασμα που αφορά τους Περραιβούς
οι οποίοι «...καταδυναστευθέντες ὑπὸ τῶν Λαπιθῶν εἰς τὴν
ὀρεινὴν ἀπανέστησαν οἱ πλείους τὴν περὶ Πίνδον καὶ Ἀθαμᾶνας
και Δόλοπας,…» κάτι που το επαναλαμβάνει όταν μας λέει ότι
λίγοι Περραιβοί έμειναν στην αρχική τους πατρίδα ενώ «..τὸ δὲ
πολὺ μέρος εἰς τὰ περὶ τὴν Ἀθαμανίαν ὄρη καὶ τὴν Πίνδον
ἐξέπεσε·» Οδηγούμαστε έτσι στο συμπέρασμα ότι η αρχαία
Πίνδος τοποθετούνταν όχι μόνο βορείως των Δολόπων αλλά
και βορείως της περιοχής των Αθαμάνων. Η τελευταία
σύμφωνα με τους μελετητές τοποθετείται μεταξύ του Αράχθου
ποταμού και της λεκάνης του Άνω Αχελώου δηλαδή κάπου
στα νοτιοανατολικά και ανατολικά όρια των σημερινών νομών
Ιωαννίνων και Άρτας όπου δεσπόζουν τα Τζουμέρκα ή
Αθαμανικά όρη και στις αντίστοιχες ορεινές προεκτάσεις προς
τα Θεσσαλικά Άγραφα στον νομό Καρδίτσας. Ενδιαφέρον
παρουσιάζουν για το θέμα μας και οι πληροφορίες περί
εγκατάστασης στην Πίνδο φυγάδων Περραιβών. Ο Στράβων
όπως είδαμε παραπάνω τους θέλει να καταφεύγουν τόσο στην
Πίνδο όσο και στις περιοχές των Αθαμάνων και

56

των Δολόπων. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι η Πίνδος ανήκε στους
Περραιβούς ενώ ο Σοφοκλής σε μία αναφορά του για τον
ποταμό Ίναχο την οποία διασώζει ο Στράβωνας μας λέει ότι «
ῥεῖ γὰρ ἀπ᾿ ἄκρας Πίνδου…Λάκμου τ᾽ ἀπὸ Περραιβῶν εἰς
Ἀμφιλόχους καὶ Ἀκαρνᾶνας, μίσγει δ᾿ ὕδασιν τοῖς Ἀχελώου.».
Συνεπώς οι Περραιβοί κατέφυγαν σε κάποια όρη που
βρίσκονται μεταξύ των νότιων και νοτιοδυτικών απολήξεων της
Πίνδου, που κατά ένα μέρος ή και στο σύνολό τους
αποκαλούνταν Λάκμος, και των ορέων των Αθαμάνων τα οποία
αποτελούν μία άμεση αλλά διακριτή ορεινή συνέχεια της
βορειότερα κείμενης οροσειράς της Πίνδου.
Φυσιολογικά οι Περραιβοί, που κατοικούσαν στα δυτικά της
Πίνδου και γειτνίαζαν με τους Αθαμάνες, πρέπει να κατείχαν
τις δυτικές και νότιες πλαγιές του Περιστερίου, όπου δεσπόζει
ο ρους του Αράχθου, ενδεχομένως δε και ορισμένες
περιοχές εντός των πηγών του Αχελώου.

Ερείπια ενός αξιόλογου οικοδομικού συγκροτήματος, και
έναν πετρόχτιστο άστυλο ναό έφερε στο φως η αρχαιολογική
σκαπάνη στο Καστρί Γρεβενών, σε υψόμετρο 1.200 μέτρων
στην Ανατολική Πίνδο
Σύμφωνα με τα ευρήματα η χρονολόγηση της οικοδόμησης
του συγκροτήματος ανάγεται στα τελευταία χρόνια του
Αλέξανδρου Γ΄ ή στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον
θάνατό του. Κατά το 306 π.Χ. φαίνεται πως ολοκληρώνεται η
οικοδόμηση των κτιρίων της ακρόπολης.

Η ΠΙΝΔΟΣ ΩΣ ΤΟΠΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ.
Ελληνική και Ρωμαϊκή αρχαιότητα – Η ανάδειξη του

γεωπολιτικού παράγοντα.

Για το σύνολο των ορεινών όγκων που σήμερα αποκαλούμε
οροσειρά της Πίνδου οι αρχαίες πηγές επικεντρώνονται κυρίως
στην κεντρική της περιοχή. Το απόλυτα ορεινό ανάγλυφο της
περιοχής και η γεωγραφική θέση σε σχέση με τα κέντρα του
αρχαϊκού και κλασσικού κόσμου της Ελλάδας συνετέλεσαν
στο να κατέχει ένα καθαρά περιθωριακό ρόλο στο ιστορικό

57

γίγνεσθαι εκείνης της εποχής. Η περιγραφή του ανάγλυφου
από τους αρχαίους της Ελληνικής γραμματείας δείχνει την
βαρύτητα της περιοχής και των ορεινών της όγκων στο
ιστορικό γίγνεσθαι. (Στραβων, Πλίνιος, Σοφοκλής, κ.α.)
Ο Πλίνιος συγγραφέας σχεδόν σύγχρονος του Στράβωνα στο
έργο του Naturalis Historia μας αναφέρει ότι η Μακεδονία στα
δυτικά της σύνορα απλώνεται πάνω σε Ηπειρωτικά γένη
εκφράζοντας την ίδια με τον Στράβωνα άποψη ότι οι λαοί στις
ανατολικές πλαγιές και υπώρειες της Πίνδου ήταν Ηπειρώτες.
Επίσης θεωρεί την Πίνδο βουνό που ανήκει στους
Περραιβούς, την τοποθετεί στον Θεσσαλικό χώρο, τη
διαχωρίζει από το Κερκέτιον όρος ενώ αναφέρει τους
Τυμφαίους ως λαό της Μακεδονίας
Αν και είναι αδύνατο να ανιχνεύσουμε πληροφορίες σχετικά
με την Πίνδο κατά την εποχή που λαμβάνουν χώρα οι
σλαβικές μετακινήσεις, στοιχεία που αφορούν όμορες
περιοχές της Ηπείρου και της Θεσσαλίας δεν αφήνουν
αμφιβολία ότι η μεγάλη οροσειρά βρέθηκε εκτός διοικητικού
ελέγχου για μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που την
κατέστησε πέρασμα αλλά ίσως και υποδοχέα καινοφανών
πληθυσμιακών ομάδων. Η κατά θέματα οργάνωση της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας αντικατοπτρίζει αυτήν τη
κατάσταση αλλά και την σταδιακή αποκατάσταση τη
βυζαντινής κυριαρχίας στα Βαλκάνια. Στο τέλος του Η΄ αιώνα
ιδρύθηκε το θέμα της Μακεδονίας το οποίο περιλάμβανε
περιοχές της δυτικής Θράκης ενώ στις αρχές του Θ΄ αιώνα
έχουμε την σύσταση των θεμάτων της Θεσσαλονίκης στην
κοιλάδα του κάτω Αξιού, του Δυρραχίου στα αλβανικά εδάφη
και της Νικοπολέως στην περιοχή της νοτίου Ηπείρου. Αυτό
δεν σημαίνει ότι η Βυζαντινή κυριαρχία επεκτείνονταν εκείνη
την περίοδο στο εσωτερικό ορεινό τμήμα αυτών των περιοχών.
Μπορεί η οροσειρά της Πίνδου να αποτελεί το φυσικό και
θεωρητικά το διοικητικό όριο μεταξύ των θεμάτων της
Νικοπολέως της Θεσσαλονίκης και της Ελλάδος ωστόσο
δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι ασκούνταν εκεί
κάποια μορφή θεματικής εξουσίας. Ο χρονογράφος Σκυλίτσης
αναφέρει ότι οι ηττημένοι στον Σπερχειό Βούλγαροι του

58

Σαμουήλ αφού ξέφυγαν στα όρη των Αιτωλών μπόρεσαν από
τις κορυφές αυτών των βουνών να διέλθουν την Πίνδο και έτσι
να διασωθούν στην Βουλγαρία. Το επεισόδιο αυτό φανερώνει
αδυναμία της βυζαντινής διοίκησης να ελέγξει στρατιωτικά
συνεπώς και διοικητικά την οροσειρά κατά την περίοδο των
βυζαντινοβουλγαρικών συγκρούσεων.
Οι κάθετοι και οριζόντιοι δρόμοι που κατασκεύασαν οι
ρωμαίοι, κυρίως για στρατιωτικούς λόγους, διευκολύνουν την
επικοινωνία και τις συναλλαγές στο σύνολο της χερσονήσου
και μαζί με την στρατολόγηση πολλών ντόπιων στις λεγεώνες
που εδρεύουν στα σύνορα αλλά και στο εσωτερικό της
χερσονήσου συμβάλουν στην υιοθέτηση στοιχείων του
ρωμαϊκού πολιτισμού μεταξύ των οποίων και τη λατινική
γλώσσα κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατοπινή
πολιτιστική φυσιογνωμία της Πίνδου.
Μπορεί ο γλωσσικός εξελληνισμός της βυζαντινής
αυτοκρατορίας να οδήγησε στην κατάργηση της λατινικής ως
κρατικής γλώσσας ωστόσο πηγές του ΣΤ΄ και Ζ΄ αιώνα
μαρτυρούν επιβίωσή της σε πληθυσμιακές ομάδες της
Βαλκανικής χερσονήσου. Φυσικά δεν ομιλούν την κλασική
λατινική η οποία αποτελεί πλέον ένα γλωσσικό απολίθωμα για
όλο τον λατινόφωνο κόσμο αλλά την βαλκανική εκδοχή των
ρομανικών διαλέκτων που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται
τότε στον ευρωπαϊκό χώρο Μετά τις εισβολές των σλάβων το
ρομανικό στοιχείο των Βαλκανίων συρρικνώνεται δεδομένου
ότι στις βόρειες και δυτικές περιοχές της χερσονήσου όπου
και πλειοψηφούσε σημειώνονται οι μαζικότερες εγκαταστάσεις
σλαβικών φύλων. Ωστόσο, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω,
δεν εξαφανίστηκε οριστικά. Τα γεγονότα που επαναφέρουν στο
ιστορικό προσκήνιο της Βαλκανικής ορισμένους από αυτούς
τους πληθυσμούς είναι οι βυζαντινοβουλγαρικές συγκρούσεις
που λήγουν με την οριστική διάλυση του πρώτου βουλγαρικού
κράτους το 1018 μ.χ. Αυτοί καταγράφονται πλέον στις πηγές
με την νεοφανή ονομασία Βλάχοι και παρά την επιγονική τους
σχέση με τους λατινόφωνους των Βαλκανίων της ύστερης
ρωμαϊκής περιόδου, δεν αποτελούν πλέον ένα ακαθόριστο
πολιτισμικό-γλωσσικό σύνολο, αλλά μία διακριτή εθνοτική

59

ομάδα. Μια από τις περιοχές της Βαλκανικής χερσονήσου
που η παρουσία αυτής της ομάδας υπήρξε ανά τους αιώνες
πολυπληθής και αδιάλειπτη είναι η Πίνδος. Συγκεκριμένα οι
πρώτες περί Βλάχων αναφορές των πηγών (10ος-11ος αιώνας)
τους εμφανίζουν να περιφέρονται σε περιοχές που ανήκουν
στην ευρύτερη γεωγραφική ζώνη της οροσειράς. Μάλιστα από
τα μέσα του 12ου αιώνα και για περισσότερο από τρεις αιώνες,
το ορεινό σύστημα της Πίνδου οριοθετούσε από δυτικά τη
Βλαχία ή Μεγάλη Βλαχία δηλαδή όριζε μία γεωγραφική ζώνη
με έντονη παρουσία βλαχικού πληθυσμού. Δεν είναι τυχαίο
λοιπόν που κατά κοινή αντίληψη των πηγών εκείνης της
εποχής η Πίνδος αποτελούσε μία από τις περιοχές του
Βαλκανικού χώρου που κατοικούνταν αποκλειστικά από
Βλάχους
…………….
. ….Επίσης, από άλλες πηγές σχετικές με μοναστηριακές
κτήσεις γνωρίζουμε την ύπαρξη και άλλων οικισμών της
Θεσσαλικής Πίνδου έναν αιώνα, πριν την εμφάνιση των
Οθωμανών στην περιοχή Αν και μας διαφεύγουν πολλά
στοιχεία για την κοινοτική και οικονομική συγκρότηση αυτών
των μεσαιωνικών οικήσεων, φαίνεται ότι οι δομές τους δεν
διέφεραν ριζικά, σε σχέση με αυτές που εντοπίζουμε στους
επόμενους αιώνες. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι σε κάθε
ορεινή κοιλάδα κοντά στο υδάτινο ρεύμα που τη διέσχιζε, θα
υπήρχαν μικρές ή μεγάλες συγκεντρώσεις αγροικιών, ενώ στα
σημεία που δέσποζαν επί των οδών επικοινωνίας, ενδεχομένως
να υπήρχε και κάποιο μοναστήρι, το οποίο ήταν o μεγάλος
γαιοκτήμονας της περιοχής. Αυτή η πιθανότητα σχετίζεται με
την παρουσία μονών στην οροσειρά. Στο ήδη αναφερόμενο
χρυσόβουλο των Σταγών από τα τρία μονύδρια-μετόχια της
επισκοπής, τα δύο, η μονή της Θεοτόκου στο Λιμπόχοβο και η
μονή της Θεοτόκου στον Ασπροπόταμο βρίσκονταν στην
ανατολική πλευρά της νότιας Πίνδου. (Αποσπάσματα από
μελέτη της Ελευθερίας Σακελλαρίου στο MaxMag)

60

ΦΥΛΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΠΙΝΔΟ ΠΟΥ ΘΑ
ΧΡΗΣΙΜΕΥΣΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟ ΤΩΝ
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ

Αθαμάνες: Αρχαιοελληνικό φύλο που διαμορφώθηκε στα
Αθαμάνια όροι (Τζουμέρκα). Μετά το 1900 μετακινούνται
με τους Βοιωτούς και τους Θεσσαλούς προς την Πίνδο. Είναι
ένα φύλο ενδιάμεσο των Αιολέων της Θεσσαλίας και
δυτικών της Ηπείρου κατά τον Δ. Ευαγγελίδη. Την
περίοδο 1900 π.Χ. σημειώνονται οι μεταναστεύσεις των
φορέων της λεγόμενης Κεντρικής διαλέκτου της πρωτο-
Ελληνικής από την δυτική Μακεδονία προς την νότια Ελλάδα.
Από τα φύλα αυτά υποτάσσονται η εκδιώκονται οι Πελασγοί οι
παλαιότεροι κάτοικοι της περιοχής η οποία μετά θα ονομαστεί
Θεσσαλία. Τα φύλα αυτά ομιλούν μια πρώτη μορφή
Αιολικής διαλέκτου. Γλωσσολογικά είναι μια διάλεκτος
ενδιάμεση των κυρίως αιολόφωνων της Θεσσαλίας και
της Δυτικής διαλέκτου των φύλων της Ηπείρου.
Κατά των Στράβωνα μαζί με τους Αιτωλούς είναι
υπεύθυνοι για την εξαφάνιση των Αινιάνων γειτόνων
τους των Περραιβών.
Αινιάνες: Αρχαίο έθνος της Θεσσαλίας στην ¨Όσσα.
Ανήκουν στα πρωτο-αιολικά φύλα που μιλούσαν μια
παραλλαγή της Κεντρικής διαλέκτου πριν το 1900 π.Χ.
περίοδο κατά την οποία μετακινούνται προς τον νότο από την
δυτική Μακεδονία όπου κατοικούν μέχρι το 1900 π.Χ. Κατά
το 1400 π.Χ. θα συμπτυχτούν από τα πεδινά με τους
Περραιβούς προς την βόρεια Περραιβία. Τελικά καταλήγουν
στην Βόρεια Ήπειρο στο άνω τμήμα του Αώου όπου ζουν με
τους Παραυαίους και τους Μολοσσούς. Γύρω στο 1100π.Χ.
καταλήγουν στην Κασσωπία (περιοχή Πρέβεζας) και βαθμιαία
απορροφούνται από τους Αιτωλούς και εξαφανίζονται.

Αιολείς: Μία από τις τέσσερες φυλές η οποία ονομάστηκε έτσι
από τον Αίολο γιο και διάδοχο του Έλληνα. Με αυτό το όνομα
χαρακτηρίζονται τα φύλα τα οποία μιλούσαν την αιολική

61

(παραλλαγή της Κεντρικής διαλέκτου) Αυτούς κύρια που
κατοικούσαν στα παράλια μεταξύ Τρωάδας και Ιωνίας και
μιλούσαν την Αιολική. Η Αιολική διάλεκτος κατά τον Μ.
Σακελλαρίδη εξελίχτηκε από την προγενέστερη
Κεντρική διάλεκτο και ομιλούνταν κατ αρχάς σε κάποιες
περιοχές στην Θεσσαλίας, της Στερεάς, της
Πελοποννήσου και σε νησιά του Αιγαίου (Λεσβίο, Τένεδο)
.Κατα το 1900π.Χ. φθάνουν στην Θεσσαλία τα Ελληνικά
φύλα που πήραν το όνομα των Αχαιών. Είναι η περίοδος
που φθάνουν οι φορείς της βορειοανατολικής παραλλαγής της
κεντρικής διαλέκτου. Αυτοί αποτελούν και τους ιστορικούς
προγόνους των Αιολέων. Στο τέλος της Μυκηναϊκής εποχής
είναι χωρισμένοι σε Αχαιούς , Λάπηθες, Περραιβούς, Μινύες,
Αινιάνες και Φλεγύες.Την περίοδο των μεγάλων
μεταναστεύσεων που συμβαίνουν νοτίως του Ολύμπου γίνονται
βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών. Στην Θεσσαλία η εξάπλωση
των Μαγνήτων και των Θεσσαλών ανάγκασε πολλούς από τους
αιαλόφωνους κατοίκους να φύγουν (950-900π.Χ.) και να
δημιουργήσουν την Αιολίδα.

Αρκάδες: Αρχαιοελληνικό φύλο της δυτικής Μακεδονίας
γύρω από τον κεντρικό Αλιάκμονα .Στον Ελλαδικό χώρο
πρέπει να ήρθε περί το 2200/2100 π.Χ.. Όσοι δεν
ακολούθησαν τους υπόλοιπους στην Πελοπόνησσο και
παρέμειναν στην Ήπειρο απορροφήθηκαν από άλλα
φύλα. Ο κύριος όγκος όμως που φθάνει στην κεντρική
Πελοπόνησσο απορροφά τους εκεί Πελασγούς που είναι
οι κύριοι κάτοικοι.

Ατιντάνες: Οι κάτοικοι της περιοχής της ΒΔ Ηπείρου,
Αντιτανίας συνορεύοντας με τους Παραυαίους. Σύμφωνα
με τον καθηγητή του ΑΠΘ Κ. Χρήστου από αυτούς έχουν
προέλθει οι Βλάχοι καθώς ήταν ένας ορεσίβιος λαός που
ποτέ δεν συγκρότησε φύλο και μετακινούνταν από
περιοχή σε περιοχή κατά περιστάσεις παραμένοντας
νομάδες. Το βορειότερο κομμάτι τους (βόρεια του Ελμπασάν)

62

ήταν αυτό που ήρθε πρώτο σε επαφή με τους Ρωμαίους και
εκλατινίστηκε γλωσσικά. (βιβλίο Κ. Χρήστου Αρωμούνοι).

Βοιωτοί: Πανάρχαιο ελληνικό φύλο στην περιοχή του Βοΐου
όρους στην βόρεια Πίνδο στα όρια Μακεδονίας Ηπείρου το
οποίο θα καταλήξει στην Βοιωτία. Η Βοιωτία κατοικείται από
Λέλεγες, Πελασγούς, στην συνέχεια Άονες, Τέμμικες, Ύαντες,
Καδμείους, Μινύες, Φλεγύες, Θράκες κ.α.
Κατά τον καθηγητή Μιχ. Σακελλαρίου το επίθημα -το- στο
όνομα πολλών εθνικών ομάδων της περιοχής του Βοίου,
υποδηλώνει καταγωγή από το Βοίον της Βόρειας Πίνδου. Την
περιοχή αυτή θα την εγκαταλείψουν οι παλαιότεροι φορείς του
ονόματος την ίδια εποχή (1900 π.Χ.) που τα πρωτοαιολικά
φύλα κινούνται από την Μακεδονία στη Θεσσαλία..
Η εγκατάσταση των Βοιωτών νοτιότερα στην κεντρική Πίνδο
επιφέρει αλλαγές στην γλώσσα τους της οποίας τα μισά
χαρακτηριστικά είναι αιολικά και τα μισά δυτικής διαλέκτου.
Γύρω στο 1200 π.Χ. κατά τον Δ. Ευαγγελίδη οι Βοιωτοί
μετακινούνται από την κεντρική Πίνδο στην περιοχή
που αργότερα θα ονομασθεί Θεσσαλιώτης. Εδώ θα
παραμείνουν λίγο γιατί θα εκτοπιστούν από τους
παλαιούς γείτονες τους στην κεντρική Πίνδο τους
Θεσσαλούς οι οποίοι κατακτούν την Θεσσαλιώτιδα. Ένα
τμήμα θα υποβιβαστεί σε Πενέστες και οι υπόλοιπο μαζί με
τα κοπάδια τους θα κινηθούν νοτιότερα όπου
καταλαμβάνουν την περιοχή που θα ονομασθεί Βοιωτία και
είχε καταληφθεί από Θράκες και Πελασγούς υποτάσσοντας
τους παλαιούς κατοίκους Καδμείους και Μινύες..

Δωριείς: Ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά φύλα της
αρχαιότητας, στο οποίο ανήκαν και οι μετέπειτα
γνωστοί ως Σπαρτιάτες.
Ο καθηγητής Μιχ. Σακελλαρίου αναφέρει ότι πρόκειται για
τους κατοίκους της Δωρίδας8 από την οποία πήραν και το

8 Δωρίδα στην αρχαιότητα ονομαζόταν η περιοχή στο βόρειο μέρος του σημερινού νομού Φωκίδας,
δηλαδή στην περιοχή όπου βρίσκονται η Γραβιά και τα Καστέλλια, βόρεια της Οζολίας Λοκρίδας,
δυτικά της αρχαίας Φωκίδας, νότια της χώρας των Μαλλιέων και ανατολικά των Οιταίων.

63

όνομα τους. Οι Δωριείς ήταν ελληνικό φύλο, ένα από τα
τέσσερα της αρχαιότητας, το οποίο καταγόταν σύμφωνα
με τις γραπτές παραδόσεις από την οροσειρά της
Πίνδου. Κατά την παλαιά παραδοσιακή θεωρία και κάτω από
αδιευκρίνιστες συνθήκες, οι Δωριείς κατέβηκαν στη νότια
Ελλάδα περίπου τον 12ο π.χ. αιώνα. στο 1100 π.Χ.
εκδιώκοντας τους Αχαιούς και τους Αρκάδες.
Οι Δωριείς κατά τους αρχαίους προτού κάν πάρουν το όνομα
από την Δωρίδα έχουν (όπως και τα περισσότερα αρχαία
ελληνικά φύλα) συνεχείς μετακινήσεις για αυτό και ο
Ηρόδοτος τους ονομάζει "πολυπλάνητες". Η αναφορά του
Ηρόδοτου για την ζωή τους στην Ν.Α Θεσσαλία την εποχή του
Δευκαλίωνα και μεταξύ Ολύμπου και Όσσας κατά την εποχή
του Δώρου έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς προσδιορίζει
τόπο που κατέχουν οι Περραιβοί. ΟΙ δύο τόποι δηλαδή
αφορούν την Ιστιαιώτιδα (Εστιαιώτιδα ) και την
Περραιβία.
ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΔΩΡΙΑΙΩΝ
ΒΟΡΕΙΟΙ: Μακεδνοί: (Ορέστες, Μακεδόνες, Ελμιώτες,
Μάγνητες)
Ηπειρώτες: (Αβαντες, Αφείδαντες, Χάονες, Βυλλίονες, Δέξαροι,
Παραυαίοι, Θεσπρωτοί, Κασσωπαίοι, Μολοσσοί, Σελλοί,
Τυμφαίοι, Παρωραίοι, Αίθικες, Τάλαρες, Αθαμάνες,
Αμφιλόχοι)
ΝΟΤΙΟΙ: Υλλείς: (Αργείοι, Κορίνθιοι, Μεγαρείς, Ρόδιοι, Κώοι,
Αλικαρνασείς, Λευκάδιοι, Αμβρακες, Κερκυραίοι, Συρακόσιοι,
Γελώοι, Ακραγναντίνοι, Σελινούντιοι)
Πάμφυλοι: (Σπαρτιάτες, Κρήτες, Θηραίοι, Κυρηναίοι, Κνίδιοι,
Ταραντίνοι)
Ας παρακολουθήσουμε λίγο την περιγραφή του Δημητρίου
Ευαγγελίδη από το βιβλίο του "ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΦΥΛΩΝ " σελ. 123
.Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, το γενικό σχήμα των
μετακινήσεων του αρχικού φύλου από το οποίο θα προκύψουν,
γύρω στα μέσα της Μυκηναϊκής περιόδου οι Δωριείς των
ιστορικών χρόνων, προσδιορίζεται ως εξής:Από την Ήπειρο
και το αντίστοιχο ορεινό τμήμα της Πίνδου, ένα φύλο

64

που ομιλεί μια αρχική μορφή της Δυτικής (Ηπειρωτικής)
διαλέκτου, θα μετακινηθεί προς την θεσσαλική
πεδιάδα, όπου θα εγκατασταθεί αρχικά στο
νοτιοανατολικό τμήμα της (αρχαία Φθιώτης) και στην
συνέχεια στο βόρειο ανατολικό (ιστορική Περραιβία9). Ως
νομαδικό ποιμενικό φύλο θα μετακινηθούν και πάλι,
πιθανόν λόγω συγκρούσεων με άλλα φύλα, προς την
Πίνδο. Εκεί θα συμπράξουν με τα μακεδονικά φύλα της
περιοχής του όρους Λάκμος10 της Πίνδου. Ονομάζονται
Μακεδνοί και θα μετακινηθούν νοτιότερα (σ.γ. πιθανόν όχι όλοι)
…. από αυτούς τελικά θα προκύψουν οι Δωριείς. Οι Δωριείς θα
παραμείνουν στην περιοχή Παρνασσού και Οίτης, μέχρι το τέλος
του 1200 π.Χ.
…….Ως προς την τεχνική και τις τέχνες, η έλλειψη κεραμικών
καταλοίπων των εισβολέων υποβάλει την ιδέα ότι θα
χρησιμοποιούσαν, όπως συνηθίζουν οι ποιμενικοί λαοί,
δοχεία από ξύλο και δέρμα σε μεγαλύτερη κλίμακα
παρά σε πηλό…..
…….Οι Δωριείς βαθμιαία θα ενταθούν στο κύριο ρεύμα της
ελληνικής Ιστορίας και θα αποτελέσουν ένα απο τα ζωτικότερα
στοιχεία των Ελλήνων της κλασικής περιόδου.

Θεσσαλοί: Ένα από τα πιο σημαντικά φύλα της κεντρικής
Ελλάδας. Οι Θεσσαλοί το 1900 π.Χ. εμφανίζονται στα σύνορα
μεταξύ Ηπείρου και Θεσσαλίας. Η γλώσσα τους είναι κάτι
ανάμεσα στην Δυτική (Ηπειροτική) και την Αιολική και
διαμορφώνεται σε αυτή την περιοχή . Υποτάσσουν τους
Βοιωτούς και εισβάλουν στις εύφορες πεδιάδες της χώρας την
οποία θα ονομάσουν Θεσσαλία μέχρι το τέλος του 1200 π.Χ.
Σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα η Θεσσαλία αποκτά δική

9 Η Περραιβία ήταν αρχαία ελληνική χώρα της Ηπειρωτικής Ελλάδας στα βόρεια της Θεσσαλίας που
ούτε ανεξάρτητη υπήρξε ποτέ, ούτε και με συγκεκριμένα όρια. Οι Περραιβοί ήταν περίοικος λαός της
αρχαίας Θεσσαλίας. Σήμερα ταυτίζεται με την επαρχία Ελασσόνας
10 Ο Λάκμος (ή Περιστέρι) αποτελεί τμήμα της οροσειράς της νότιας Πίνδου και βρίσκεται στα όρια
των νομών Τρικάλων και Ιωαννίνων.
Ενώνεται με το Δοκίμι μέσω του αυχένα Μάντρα Χότζα και με την Κακαρδίτσα μέσω του αυχένα
Μπάρος. Υψηλότερη κορυφή του είναι η Τσουκαρέλα (2.295 μ).[2] Το δυτικό τμήμα του Λάκμου
ανήκει στη λεκάνη απορροής του ποταμού Αράχθου, ενώ το ανατολικό τμήμα ανήκει στη λεκάνη
απορροής του ποταμού Αχελώου.

65

της οντότητα στην διάρκεια του 1000- 900 π.Χ. που
ολοκληρώνεται και η κατάκτηση της Θεσσαλίας. Με την
κατάκτηση δημιουργούν την τετραρχία . Χωρίζουν δηλαδή την
χώρα σε τέσσερα μέρη με αρχηγό τετράρχη. Την
Πελασγιώτιδα, την Θεσσαλιώτιδα, την Ιστιαιώτιδα που
περιλαμβάνει και την Περραιβία, και την Φθιώτιδα (αρχαία
Φθιώτιδα) Μέχρι το 344 π.Χ που ο Φίλιππος Β' βασιλεύς των
Μακεδόνων εξουσιάζει πλήρως την Θεσσαλία και παραμένει
κατά τον 3ο αιώνα υπο την εξουσία των Μακεδόνων.
Μετά την επικράτηση των Ρωμαίων "απελευθερώνουν" την
Θεσσαλία και οι ρωμαϊκές φρουρές διαδέχονται τις
μακεδονικές.
Οι Περραιβοί και Μαγνήσιοι αποκόπτονται από το κοινό των
Θεσσαλών κατά το 194 π.Χ.
Έλλοπος - Πελασγός, ο πρώτος κάτοικος της Θεσσαλίας-
Περραιβίας.

Λαπίθες: Πολεμικός λαός στην Θεσσαλία, αιαλόφωνος , που
εμφανίστηκε το 1900 π.Χ στις παρυφές της Πίνδου καθώς
μετακινήθηκαν νότια από την κεντροδυτική Μακεδονία. Οι
Λάπιθες έγιναν γνωστοί στην αρχαιότητα ως λαός που
συγκρούστηκε με τους Κένταυρους. Στις περιοχές
εγκατάστασης τους στην Πίνδο υπέταξαν ένα τμήμα των
Περραιβών και εκτόπισαν τους Αινιάνες. Με την κατάκτηση
της περιοχής (Θεσσαλία) από τους Θεσσαλούς διασκορπίζονται
σε πάμπολλες περιοχές. Στον Φενεό (ορεινή Κορινθία)
εντοπίστηκαν Περραιβοί και έτσι οι επιστήμονες θεωρούν ότι
οι Λάπιθες της ΒΑ Πελοποννήσου ήρθαν με γειτονικές τους
ομάδες(Περραιβούς ) από την Πελασγιώτιδα.

Μακεδνοί: Τμήμα των αρχαίων Μακεδόνων και προγονικό
φύλο των Δωριέων. Εγκαταστάθηκαν στην Δωρίδα όπου
συγχωνεύτηκαν με τους Υλλείς (ένα από τα τρία Δωρικά φύλα)
αλλα και με άλλα φυλετικά στοιχεία και σχημάτισαν το 13ο
αιώνα τους ιστορικούς Δωρείς. Οι Μακεδνοί ήταν ένα δωρικό
φύλο και τον Ηρόδοτο που κατοικούσε επί Δευκαλίωνος στην

66

Φθιώτιδα και από εκεί αφού εξεδιώχθη από τους Καδμείους
εγκαταστάθηκε στην Πίνδο

Μακεδόνες: Από τα
σπουδαία Ελληνικά φύλα
στην αρχαιότητα που με τις
κατακτήσεις τους διέδωσαν
τον ελληνικό πολιτισμό σε
τεράστιες εκτάσεις στην Μ.
Ασία. Ήταν ένα αιαλόφωνο
φύλο της κεντρικής Πίνδου
(όρος Λάκμων ή Λάκμος). Από την περιοχή της σημερινής
δυτικής Μακεδονίας περί το 1900 π.Χ. μετακινούνται οι
Πρωτο-Αρκάδες και Πρωτο-Αιολείς , ομιλούντες την
Πρωτοελληνική διάλεκτο η οποία περιελάμβαναι παραλαγές
της λεγόμενης Κεντρικής διαλέκτου11.
Έτσι παραμένουν στην περιοχή της Δ. Μακεδονίας στην
βόρεια Πίνδο οι Βοιωτοί (Όρος Βόϊον), το οποίο κινείται
νοτιότερα και λίγο πιο κάτω στην κεντρική Πίνδο (όρος
Λάκμων) θα μείνουν οι Μακεδόνες. Λίγο αργότερα θα
κατέβουν και οι Βοιωτοί οι οποίοι την εποχή του χαλκού(
περίπου το 1200 π.Χ.) θα κατέβουν στην Άρνη (κέντρο της
περιοχής που θα ονομασθεί αργότερα Θεσσαλία).

Μάγνητες: Αρχαιοελληνικό φύλο συγγενικό των Μακεδόνων
που προέρχεται από το όρος Λάκμος στην κεντρική Πίνδο το
1400 π.Χ. μετακινούνται στην Πιερία και στις ανακατατάξεις

Παραυαίοι: Ηπειρωτικό φύλο Θεσπρωτών που πήρε το όνομα
του από την περιοχή εγκατάστασης τους, παρά τον Αύα ή Αύο
η Αία (ποταμός Αώος).Ορεσίβιος ποιμενικός λαός

11 Μια γενικώς ευρύτερα αποδεκτή κατανομή τών ελληνικών διαλέκτων είναι εκείνη σε δύο ομάδες:
α) τη δυτική ή κατ' άλλους βόρεια , που περιλάμβανε τη δωρική και τις βορειοδυτικές διαλέκτους,
και β) την ανατολική ή κατ' άλλους νότια, που περιλάμβανε την ιωνική-αττική, την αρκαδοκυπριακή
και την αιολική.
Αρκετοί ερευνητές δέχονται μια άλλη κατανομή σε ό,τι αφορά την προέλευση τής αιολικής και τής
αρκαδο-κυπριακής. Σύμφωνα με αυτούς, οι δύο αυτές διάλεκτοι υπάγονται σε μία ευρύτερη
διαλεκτική ομάδα, τη λεγόμενη κεντρική, η οποία εκλαμβάνεται ως ανεξάρτητη από τις δύο άλλες
διαλεκτικές ομάδες, τη δυτική και την ανατολική ή ιωνική-αττική, κατά τον Μ. Σακελλαρίου, 1970.

67

απομονωμένος στις δύσβατες περιοχές της βόρειας Πίνδου.
Περί τον 12ο αιώνα (εξάπλωση Μολοσσών) αποκόπτονται από
τους Θεσπρωτούς και μένουν απομονωμένοι στην ορεινή
περιοχή τους. Το 924 π.Χ. αποσπώνται από τους Μακεδόνες
από τον βασιλιά της Ηπείρου Πύρρο. Στην Ρωμαιοκρατία θα
συγχωνευτούν με τα γειτονικά φύλα.

Παρωραίοι: Ηπειρωτικό φύλο στην βόρεια Πίνδο στο σημερινό
Ζαγόρι Εντοπίζεται μεταξύ του όρους Λάκμων και των πηγών
του Αράχθου και Αώου. Ζουν αποκλεισμένοι στην ορεινή
περιοχή τους χωρίς κάποια συμμετοχή σε πολιτικά η
στρατιωτικά γεγονότα και στην περίοδο της Ρωμαιοκρατίας
εξαφανίζονται, συγχωνευόμενοι με τα υπόλοιπα φύλα.

Πελαγόνες: Ηπειρωτικό φύλο της ομάδας των Μολοσσών
μάλλον υπάρχει μία σύγχυση (Στράβων, Τίτος Λίβιος) των
πόλεων από τις οποίες αποτελούνταν η Πελαγονική Τρίπολη
(Άζωρον, Πύθιον, Δολίχη) καθώς αυτές αποτελούσαν την
Περραιβική Τρίπολη. Ήταν κατά τον N.G.L. Hammond
(Macedonian State σελ. 38-39) ένα ορεσίβιο ποιμενικό φύλο
και μαζί με τους Ελιμιώτες, Τυμφαίους, Ορέστες και
Λυγκηστές αποτελούσαν την φυλετική ομάδα των Μολοσσών.
Τα φύλα αυτά είχαν την δική τους ομάδα και αρχηγό και
μιλούσαν την βορειοδυτική διάλεκτο. Ενσωματώνονται τελικά
από τους Μακεδόνες.

Πελασγοί: Προελληνικός λαός σκορπισμένος σε όλη την
Ελλάδα.. Κατά τον Στράβωνα πολλοί ονόμαζαν και τα
Ηπειρωτικά γένη Πελασγικά καθ' ότι οι Πελασγοί είχαν
επεκτείνει την κυριαρχία τους μέχρι εκεί. Τον 4ο π.Χ
αιώνα οι Πελασγοί θα αφομοιωθούν και θα
εξαφανιστούν αφού από την εποχή του τέλους της
Χαλκοκρατίας στην Ηπειρωτική Ελλάδα (1100 π.Χ.
περίπου) είχαν απορροφηθεί. Η εγκατάσταση τους είχε
γίνει στην χερσόνησο του Αίμου περί το 2900/2800 π.Χ.
Οι παραδόσεις τους τοποθετούν στην Αρκαδία η γλώσσα τους
διέφερε πολύ από την Ελληνκή. Παρότι υπήρχαν δύο λαοί την
κλασική εποχή τον 5ο αιώνα. εγκατεστημένοι ο ένας στην

68

Κρηστονία της Α. Μακεδονίας κσι ο άλος στην χερσόνησο της
Καλιπόλεως στην Προποντίδα μιλούσαν την ίδια γλώσσα

Πενέστες: Ονομασία φύλων η τμημάτων φύλων που
υποδουλώθηκαν στους Θεσσαλούς μετά την κατάκτηση της
περιοχής που θα ονομαστεί απ αυτούς Θεσσαλία. Οι
κατακτηθέντες λαοί υποδουλώθηκαν με ένα καθεστώς
δουλοπαροικίας που τους έδινε αρκετά δικαιώματα σε σχέση
με τους Είλωτες της Σπάρτης . Όποιο φύλο η μέρος αυτού δεν
μετανάστευε, οι Θεσσαλοί τους υποσχέθηκαν ότι δεν θα τους
πουλήσουν μακριά από τον τόπο τους ούτε θα τους
θανατώσουν Στις συμφωνίες αυτές μπήκαν, οι Περραιβοί, οι
Μάγνητες, οι Λαπίθες, οι Αχαιοί της Αχαΐας Φθιώτιδας αλλα
και τα υπόλοιπα φύλα της Θεσσαλίας. Αν και υπάρχει η
άποψη ότι οι Περραιβοί, οι Μάγνητες και οι Αχαιοί της
Φθιώτιδας ουδέποτε υπήρξαν Πενέστες, αλλα υπήκοοι και
σύμμαχοι των Θεσσαλών, παρά τα αναφερόμενα περί
Πενεστών
Περραιβοί: Πρωτο-αιολικό φύλο στην κοιλάδα του
Τιταρήσιου ποταμού ο οποίος είναι παραπόταμος του
Πηνειού και συμβάλει σε αυτόν λίγο πριν από τα Τέμπη.
Οι Περραιβοί αποτελούσαν κατά βάση ένα ποιμενικό
φύλο και ένα τμήμα τους όπως είδαμε εντοπίζεται στην
βόρεια Πίνδο (Στράβων Θ' V12) και πιο κάτω αναφορά . Οι
Περραιβοί επομένως ήταν αρχαίο ελληνικό πελασγικό
φύλο που διέμενε στην αρχαία
Θεσσαλία, πριν την κάθοδο
άλλων φυλών που κατίσχυσαν
αυτούς υπό το όνομα Λάπιθες
(αιολικό φύλο), και στη
συνέχεια από τους εκ
Μακεδονίας Δωριείς, και
ζούσαν, στη λεγόμενη
Περραιβία.
Ένα κομμάτι τους πήρε μέρος
στον πόλεμο της Τροίας και
στην Μάχη των Θερμοπυλών. Πρωτεύουσά τους ήταν η

69

Φάλαννα, και η πιο σημαντική πόλη ήταν η Ελασσόνα. Οι
Περραιβοί, αν και ζούσαν υπό την εξουσία των Θεσσαλών,
συμμετείχαν στο Αμφικτυονικό Συνέδριο με δύο ψήφους. Ο
Φίλιππος πήρε από τους Περραιβούς την εξουσία της
Θεσσαλίας και έθεσε το βασίλειό τους υπό τον έλεγχο των
Μακεδόνων, όπου παρέμεινε ως την κατάκτηση από τους
Ρωμαίους το 196.
Ήταν ένα από τα Πρωτο-αιολικά φύλα, όπως αναφέραμε
εντοπιζόμενο γύρω από τις πηγές και την περιοχή του
Τιταρήσιου, ενός παραποτάμου του Πηνειού, στον οποίο
συμβάλλει λίγο πριν από τα Τέμπη. Στην Ιλιάδα (Β 748–755)
αναφέρονται μαζί με τους γείτονές τους Αινιάνες (Ενιήνες και
Περραιβοί), με κοινό Αρχηγό τον Γουνέα από την Κύφο. Οι
Περραιβοί αποτελούσαν κατά βάση ένα ποιμενικό φύλο
και ένα τμήμα τους, εντοπιζόμενο στην βόρεια Πίνδο,
ήταν γνωστό (Στράβων, Θ΄ V. 12) ως «μετανάστες
Περραιβοί», λόγω του νομαδικού τους χαρακτήρα. Μετά
την εμφάνιση των Λαπιθών στην περιοχή τους, οι
Περραιβοί και οι Αινιάνες θα ηττηθούν και θα
αναγκασθούν να εγκαταλείψουν τα πεδινά στους
νικητές και να συμπτυχθούν προς το ορεινό εσωτερικό.
Τα γεγονότα αυτά τοποθετούνται γύρω στα μέσα της
Μυκηναϊκής Εποχής, δηλ. στο 1400 π.Χ. περίπου.
Επειδή στον Φενεό, που γειτονεύει με την Κυλλήνη,
εντοπίσθηκε εγκατάσταση Περραιβών, οι ερευνητές υποθέτουν
ότι οι Λαπίθες της ΒΑ Πελοποννήσου πρέπει να προέρχονται
από την βόρεια Θεσσαλία (Πελασγιώτιδα) και ότι
μετανάστευσαν εκεί μαζί με άλλες γειτονικές τους ομάδες
(Περραιβούς).
Ας δούμε κάποια αποσπάματα από το "ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ Θ"
εκδότης Ο. Χατζόπουλος στην σελ 173 . 11 Ο ποιητής (εννοεί
πάντα τον Όμηρο ο Στράβων) μνημονεύει καθαρά πως οι
Δόλοπες κατοικούσαν στα πέρατα της Φθίας και πως ήταν υπό
τον ίδιο αρχηγό τον Πηλέα, τόσο αυτοί όσο και οι Φθιώτες
.Κατοικούσα λέει ο Φοίνικας, την εσχατιά της Φθίας,
βασιλεύοντας τους Δόλοπες, που μου παραχώρησε ο Πηλέας.
Είναι στην γειτονιά της Πίνδου και των περιοχών της…..

70

και ποιο κάτω:
12.Η Πίνδος τώρα είναι μεγάλο βουνό. Βόρεια έχει τη
Μακεδονία, "προς εσπέραν δε Περραιβούς μετανάστας
ανθρώπους, προς δε μεσημβρίαν…" μετάφραση: δυτικά τους
Περραιβούς, που είναι μετανάστες εκεί, στα νότια τους Δόλοπες
και στα ανατολικά την Εστιαιώτιδα χώρα, που είναι μέρος της
Θεσσαλίας.
Πάνω στην Πίνδο κατοικούν οι Τάλαρες, από γενιά Μολοσσική,
μέρος αυτών που κατοικούσαν στον Τόμαρο, καθώς και
Αίθικες12 , που στα μέρη τους διώχτηκαν κατά τον ποιητή οι
Κένταυροι από τον Πειρίθου. Μαρτυρείται ότι σήμερα δεν
υπάρχουν . Όταν λέμε δεν υπάρχουν, ας θεωρήσουμε δύο
τρόπους: η χάθηκαν οι άνθρωποι και η χώρα ερήμωσε τελείως η
δεν διατηρήθηκε το εθνικό τους όνομα και η οργάνωση τους
διαλύθηκε, Πάντως, όταν κάποια οργάνωση γένους από παλιά
είναι τελείως χωρίς σημασία, εγώ δεν την αναφέρω….
σελ 189.
πάνω της στα σαράντα στάδια είναι η Άτραξ, που και αυτή είναι
κοντά στο ποτάμι. Την ανάμεσα ποταμιά κατείχαν Περραιβοί.
Μερικοί θεωρούν την Όρθη ως την ακρόπολη των Φαλανναίων.
Η Φαλάννα είναι Περραιβική πόλη κοντά στον Πηνειό, στην
περιοχή των Τεμπών. Οι Περραιβοί τώρα κυνηγημένοι από
τους Λαπίθες κατέληξαν οι περισσότεροι στα βουνά,
στην Πίνδο και στα μέρη των Αθαμάνων13 και των
Δολόπων14. Την χώρα τους και τους Περραιβούς που
απέμειναν κατέλαβαν οι Λαρισαίοι που κατοικούν

12 Αίθικες: Ηπειρωτικό φύλο όπου κατέφυγαν οι κένταυροι μετά την εκδίωξη τους από Λάπιθες κατά
τον Στράβωνα ήταν Ηπειρώτες γείτονες των Αθαμάνων και Τυμφαίων. Θεωρούνται βάρβαροι και
ληστές από τον Στέφανο Βυζάντιο.
13 Αθαμάνες: Αρχαιοελληνικό φύλο που διαμορφώθηκε στα Αθαμάνια όροι (Τζουμέρκα). Μετά το
1900 μετακινούνται με τους Βοιωτούς και τους Θεσσαλούς προς την Πίνδο. Είναι ένα φύλο
ενδιάμεσο των Αιολέων της Θεσσαλίας και δυτικών της Ηπείρου κατά τον Δ. Ευαγγελίδη. Την
περίοδο 1900 π.Χ. σημειώνονται οι μεταναστεύσεις των φορέων της λεγόμενης Κεντρικής διαλέκτου
της πρωτο-Ελληνικής από την δυτική Μακεδονία προς την νότια Ελλάδα. Από τα φύλα αυτά
υποτάσσονται η εκδιώκονται οι παλαιότεροι κάτοικοι της περιοχής η οποία μετά θα ονομαστεί
Θεσσαλία, οι Πελασγοί. Τα φύλα αυτά ομιλούν μια πρώτη μορφή Αιολικής διαλέκτου. Γλωσσολογικά
είναι μια διάλεκτος ενδιάμεση των κυρίως αιολόφωνων της Θεσσαλίας και της Δυτικής διαλέκτου
των φύλων της Ηπείρου.
Κατά των Στράβωνα μαζί με τους Αιτωλούς είναι υπεύθυνοι για την εξαφάνιση
των Αινιάνων γειτόνων τους των Περραιβών.
14 Δόλοπες: Αρχαίοι λαοί της Ηπείρου κατοικούντες στην Δολοπία, της περιοχής ΒΑ του Τυμφρηστού
στο Καρπενήσι.

71

επίσης στον Πηνειό και ήταν γείτονες τους… ….Αυτοί
λοιπόν παλιά κατείχαν (σ.γ. οι Λαρισαίοι) την Περραιβία
κι έπαιρναν φόρους ώσπου ο Φίλιππος κατέκτησε τα
μέρη. Λάρισα λέγετε και ο τόπος στην Όσσα. Υπάρχει
και η κρεμαστή που μερικοί την λένε και Πελασγία

Θεσσαλοί

Ένα από τα σημαντικά φύλα της κεντρικής Ελλάδος, το οποίο
έδωσε το όνομά του στην περιοχή που μέχρι σήμερα είναι
γνωστή ως Θεσσαλία και η οποία παλαιότερα έφερε την
ονομασία Αιμονία (Πλίνιος, IV 7, 14) από τους Αίμονες,
Πελασγία και Αιολίς. Κατά την παράδοση, γενάρχης των
Θεσσαλών ήταν ο επώνυμός τους, Θεσσαλός, υιός του Αίμονος
και εγγονός του Πελασγού. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο
Θεσσαλός ήταν βασιλεύς της Φθίας και πατέρας του Γραικού,
από τον οποίον πήραν το όνομά τους οι κάτοικοι της
περιοχής, Γραικοί. Οι Θεσσαλοί, εντοπίζονται στην αρχή της
Μεσοελλαδικής Εποχής (1900 π.Χ.) στα σύνορα Ηπείρου και
Θεσσαλίας, όπου θα διαμορφωθούν γλωσσολογικά, με
αποτέλεσμα η διάλεκτός τους να καταλαμβάνει ενδιάμεση
θέση μεταξύ της Δυτικής (Ηπειρωτικής) ομάδος και της
Αιολικής (βλ. Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 376).
Στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. οι Θεσσαλοί, ακολουθώντας το
παράδειγμα των μέχρι τότε γειτόνων τους Βοιωτών, θα
εισβάλουν και αυτοί στις εύφορες πεδιάδες ανατολικά και
αφού εκδιώξουν το μεγαλύτερο τμήμα των Βοιωτών, θα
υποτάξουν βαθμιαία, μέχρι το τέλος του 12ου αιώνα π.Χ., τα
αιολόφωνα φύλα των δυτικών περιοχών της χώρας που θα
πάρει από αυτούς το όνομά της (Θεσσαλία). Ευρήματα από
διάφορες θέσεις της Θεσσαλίας του 11ου και 10ου αιώνα π.Χ.
αποκαλύπτουν τρεις τοπικούς πολιτισμούς. Ο πρώτος,
κάλυπτε την δυτική και κεντρική Θεσσαλία και αποδίδεται
στους εισβολείς Θεσσαλούς. Ο δεύτερος και ο τρίτος, στην
περιοχή της Λάρισας και στα παράλια του Παγασητικού
αντίστοιχα, αποδίδονται στους παλαιότερους κατοίκους αυτών
των περιοχών, που δεν είχαν υποταχθεί ακόμη. Τα

72

αρχαιολογικά στοιχεία πάντως αποδεικνύουν ότι η πολιτιστική

ενότητα της Θεσσαλίας αποκαταστάθηκε στην διάρκεια του

9ου αιώνα π.Χ. γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι

τότε ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της χώρας από τους

Θεσσαλούς.

Οι Θεσσαλοί, όταν

ολοκλήρωσαν την

κατάκτηση, μοίρασαν την

χώρα (βλ. Χάρτη) σε

τέσσερα τμήματα με

επικεφαλής τους

λεγόμενους τετράρχες :

α) Την Πελασγιώτιδα, η

οποία περιλάμβανε

κυρίως την λεκάνη της Βοιβηίδος λίμνης, εκτεινόμενη λίγο

προς τα ΒΔ και πέρα από τον Πηνειό, καθώς και προς ΝΑ

μέχρι τον Παγασητικό κόλπο. Σημαντικότερες πόλεις, η

Λάρισα, η Γυρτώνη, η Κρανών, αι Φεραί με το λιμάνι των

Παγασών και η Σκοτούσσα, κοντά σον περίφημο λόφο Κυνός

Κεφαλαί, όπου το 197 π.Χ. ο Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας

ηττήθηκε από τους Ρωμαίους.

β) Την Θεσσαλιώτιδα, στο ΝΔ τμήμα της χώρας, με

σπουδαιότερες πόλεις την Φάρσαλο, την Άρνη (η οποία

αργότερα μετονομάσθηκε σε Κιέριον ή Πιέριον) και την

Μητρόπολιν.

γ) Την Ιστιαιώτιδα ή Εσταιώτιδα, στο ΒΔ τμήμα, εκτεινόμενη

και προς τα ανατολικά για να περιλάβει την Περραιβία.

Κυριότερες πόλεις οι Γόμφοι, η Τρίκκη, και η Ολοοσσών.

δ) Την Φθιώτιδα και σωστότερα την Αχαΐα Φθιώτιδα, στα ΝΑ

της χώρας, με πόλεις την Άλον, την Ίτωνα, την Πύρασσο, την

Λάρισσα Κρεμαστήν, την Λαμία, την Ηράκλεια (Τραχίς, η

παλαιότερη ονομασία της) και την Υπάτη.

Τέλος πρέπει να αναφέρουμε και την Μαγνησία, στα

ανατολικά, η οποία περιλάμβανε ολόκληρο το παραθαλάσσιο

τμήμα νοτίως των Τεμπών (βλ. σχετικά και την περιγραφή του

Στράβωνος, Θ΄ V.3). Οι παλαιότεροι κάτοικοι της χώρας,

κυρίως αιολόφωνα φύλα, αλλά και προελληνικοί λαοί,

73

υποδουλώθηκαν στους Θεσσαλούς και έγιναν δουλοπάροικοι,
οι λεγόμενοι Πενέσται. Η θέση των Πενεστών βέβαια ήταν
καλύτερη από τους Είλωτες των Σπάρτιατών, όπως προκύπτει
από διάφορες αναφορές αρχαίων κειμένων.
Αρχικά, ανώτατος άρχων ήταν ο ταγός, ο οποίος ήταν αιρετός
και ισόβιος. Αργότερα με τις νέες κατακτήσεις, υπήρξε ανάγκη
αναδιοργάνωσης και η χώρα χωρίσθηκε όπως προαναφέραμε
σε τέσσερα μέρη με επικεφαλής τους τετράρχες.
Την περίοδο των συγκρούσεων μεταξύ Αθήνας, Σπάρτης και
Θηβών για την ηγεμονία της Ελλάδος, οι Θεσσαλοί ήσαν
διεσπασμένοι και οι συμμαχίες συνάπτονταν αναλόγως των
συμφερόντων κάθε περιοχής, κυρίως δε βάσει των
συμφερόντων των ισχυρών οίκων, όπως οι Αλευάδες της
Λαρίσης, οι Σκοπάδες της Κραννώνος, οι Εχεκρατίδες της
Φαρσάλου κ.λ.π.
Γύρω στο 380 π.Χ. στην Θεσσαλία δεσπόζει η σημαντική
μορφή του τυράννου των Φερών Ιάσονα, ο οποίος πέτυχε να
κυριαρχήσει στο μεγαλύτερο τμήμα της Θεσσαλίας. Είχε
συνάψει συμμαχία με τον βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα τον
Γ΄ ενώ κατέστησε υποτελή του, τον βασιλιά Αλκέτα της
Ηπείρου. Τα σχέδιά του για την ένωση όλων των Ελλήνων σε
κοινή εκστρατεία εναντίον των Περσών είχαν ζωηρή απήχηση
στις ψυχές των Αθηναίων πατριωτών και κυρίως του
Ισοκράτους. Δυστυχώς, ο μεγάλος αυτός Έλληνας
δολοφονήθηκε το 370 π.Χ.
Οι Θηβαίοι επωφελούμενοι της δολοφονίας του Ιάσονος
εισέβαλαν στην Θεσσαλία με αρχηγό τον Πελοπίδα και στις
πόλεις που κατέλαβαν δημιούργησαν το «Κοινόν των
Θεσσαλών». Στην συνέχεια όμως, οι εμφύλιες διαμάχες που
ξέσπασαν είχαν ως τελικό αποτέλεσμα να υπαχθεί βαθμιαία
ολόκληρη η Θεσσαλία στην σφαίρα επιρροής της Μακεδονίας
και ως το 344 π.Χ. ο βασιλεύς των Μακεδόνων Φίλιππος Β΄ θα
καταστεί ο αδιαφιλονίκητος άρχων της Θεσσαλίας.
Το περίφημο ιππικό των Θεσσαλών θα χρησιμοποιηθεί
ευρύτατα από τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στην
Ασία και στις κατακτήσεις του. Μετά τον θάνατο του Μ.
Αλεξάνδρου οι Θεσσαλοί συμμάχησαν με τους Αθηναίους σε

74

μια προσπάθεια κατάλυσης της μακεδονικής κυριαρχίας αλλά
χωρίς αποτέλεσμα, παρά τις κάποιες αρχικές επιτυχίες.
Η Θεσσαλία θα γίνει η βάση του Δημητρίου του Πολιορκητή, ο
οποίος θα ιδρύσει την Δημητριάδα, που θα γνωρίσει σύντομα
περίοδο ακμής και θα αναδειχθεί σε μία από τις
σπουδαιότερες θεσσαλικές πόλεις. Η Θεσσαλία σε όλη σχεδόν
την διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ. θα παραμείνει στην εξουσία
των Μακεδόνων, συνδεδεμένη άμεσα με τον μακεδονικό
θρόνο.
Μετά την επικράτηση των Ρωμαίων στους πολέμους τους
εναντίον της Μακεδονίας, ανακήρυξαν την Θεσσαλία
«ελεύθερη» και ρωμαϊκές φρουρές διαδέχθηκαν τις
μακεδονικές. Το 194 π.Χ. οι Θεσσαλοί οργάνωσαν νέο «Κοινό»
στο οποίο δεν περιλαμβανόταν η Μαγνησία και η Περραιβία.
Η Θεσσαλία θα γίνει θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων στην
διάρκεια των εμφυλίων πολέμων των Ρωμαίων, μέχρι την
τελική ανάδειξη του Οκταβιανού Αυγούστου ως αυτοκράτορος.
Με την αναδιοργάνωση των επαρχιών που ακολούθησε η
Θεσσαλία θα υπαχθεί στην ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας
(=Νότια Ελλάς).
Το πέρασμα από τους γνωστούς οργανωμένους οικισμούς, που
συνθέτουν την οικιστική εικόνα της πλούσιας θεσσαλικής
πεδιάδας στα προϊστορικά χρόνια, στις θεσσαλικές αστικές
κοινότητες των ιστορικών χρόνων αποτελεί στις αρχές του 21ου
αι. ένα από τα πιο επίκαιρα θέματα της θεσσαλικής έρευνας.
Αφετηρία των προβληματισμών αποτελεί η θεσσαλική
οικιστική του Ομηρικού Καταλόγου των Νεών 1, στον οποίο
γίνεται αναφορά σε εννέα βασίλεια και τους ηγεμόνες τους,
που καταλαμβάνουν την έκταση της μετέπειτα Θεσσαλίας
αλλά και έδαφος των περιοίκων λαών, χωρίς όμως άμεση
σχέση με την ιστορική και πολιτική σύνθεση της θεσσαλικής
οικιστικής ιστορίας των κλασικών χρόνων. Επίσης, το ομηρικό
κείμενο παραδίδει είκοσι εννέα πόλεις που περιλαμβάνονται
στην επικράτεια των ανωτέρω εννέα βασιλείων, από τις οποίες
μερικές είναι άμεσοι πρόγονοι των πόλεων των κλασικών και
ελληνιστικών χρόνων (π.χ. Τρίκκα). Μερικές από αυτές τις
ομηρικές πόλεις έχουν ταυτιστεί με ασφάλεια (π.χ. Φερές),

75

ενώ άλλες παραμένουν αταύτιστες (π.χ. Οιχαλία) 2. Επιπλέον,
οι «θεσσαλικές» πόλεις του Ομηρικού Καταλόγου έχουν
συσχετιστεί ενίοτε με τα οικιστικά λείψανα των μυκηναϊκών
χρόνων στη θεσσαλική πεδιάδα , αλλά ακόμη ειδικότερα με
αυτά του τέλους της μυκηναϊκής εποχής .
Οι τελευταίες αρχαιολογικές έρευνες για τους οικισμούς της
μυκηναϊκής Θεσσαλίας δεν δείχνουν ριζικές κοινωνικές
αλλαγές αμέσως μετά την καταστροφή των μυκηναϊκών
ανακτόρων, ενώ στη συνέχεια -σύμφωνα και με τις πρόσφατες
ανασκαφές σε γεωμετρικούς τάφους στο Αερινό υπάρχει
εκτεταμένη επαναχρησιμοποίηση μυκηναϊκών θολωτών τάφων
στα γεωμετρικά χρόνια 6, μια πρακτική η οποία γενικεύεται
σε όλη τη θεσσαλική πεδιάδα 7. Ταυτόχρονα, ο Br. Helly,
αναδεικνύει τη σημασία αυτού του «αχαϊκού υπόβαθρου», των
ντόπιων δηλαδή πληθυσμών της Θεσσαλίας των αρχών της 1ης
χιλιετίας, στη δημιουργία της αναμεμειγμένης θεσσαλικής
διαλέκτου των ιστορικών χρόνων και τοποθετεί την έλευση των
Θεσσαλών στη Θεσσαλία αρκετά αργότερα, στα τέλη του 8ου
και αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Τα δεδομένα αυτά που
φέρνουν στο προσκήνιο το ντόπιο πληθυσμό της
θεσσαλικής πεδιάδας στο πέρασμα από τα μυκηναϊκά
χρόνια στους λεγόμενους «σκοτεινούς αιώνες» φαίνεται ότι,
εκτός από τα διαλεκτικά δεδομένα και τα ευρήματα από τους
θεσσαλικούς τάφους, συνδυάζονται και με τα αρχαιολογικά
δεδομένα της οικιστικής της Θεσσαλίας. Τα ανασκαφικά
ευρήματα των τελευταίων δεκαετιών δείχνουν την παρουσία
οικισμών όπως η Λάρισα, οι Φερές, η Νέα Ιωνία Βόλου, κλπ.
στη θεσσαλική πεδιάδα, οι οποίοι χρονολογούνται ήδη από τα
Γεωμετρικά ή και τα Πρωτογεωμετρικά χρόνια .
Ο Θουκιδίδης μας πληροφορεί ότι οι «Θεσσαλοί» μετά
την άφιξή τους στις δυτικές υπώρειες της θεσσαλικής
πεδιάδας, στη θέση της Ομηρικής Άρνης, αναγκάζουν
τους παλαιότερους κατοίκους της θεσσαλικής πεδιάδας,
τους Βοιωτούς, να μεταναστεύσουν νοτιότερα στη
Βοιωτία των ιστορικών χρόνων, 60 χρόνια μετά τα
Τρωϊκά. Πρόσφατα, ο χρόνος της άφιξης των Θεσσαλών

76

στη θεσσαλική πεδιάδα προσδιορίζεται στα τέλη του 8ου
ή στις αρχές του 7ου αι. π.Χ.
Ήδη, από τον 7ο αι. π.Χ., παρατηρείται στο θεσσαλικό χώρο
εκτεταμένη παρουσία οργανωμένων πόλεων σε όλη τη
γεωγραφική επιφάνεια της θεσσαλικής πεδιάδας, οι
οποίες προκάλεσαν τη μεταμόρφωση της οικιστικής
πραγματικότητας των ομηρικών βασιλείων, δημιουργώντας
αυτόνομες διοικητικές ενότητες με μικρότερη χωροταξική
δικαιοδοσία. Ταυτόχρονα, στα αρχαϊκά χρόνια, ο πλούτος και
η δύναμη των θεσσαλικών πόλεων σχετίζεται με το θεσσαλικό
επεκτατισμό στο Νότο και την κυριαρχία πάνω στους
περίοικους Αχαιούς Φθιώτες και τα υπόλοιπα έθνη της
Κοιλάδας τους Σπερχειού, στο τέλος του 7ου και τις αρχές του
6ου αι.
Την ίδια περίπου εποχή, στο τέλος του 6ου αι. π.Χ., φαίνεται
ότι συντελείται και η διοικητική οργάνωση της γεωγραφικής
επικράτειας του κυρίως θεσσαλικού χώρου σε τέσσερις
«τετράδες» όπως εχουμε αναφέει (την Πελασγιώτιδα, τη
Θεσσαλιώτιδα, την Ιστιαιώτιδα και τη Φθιώτιδα), οι οποίες
αποτέλεσαν και τη βάση της πολιτικής και στρατιωτικής
οργάνωσης της Θεσσαλίας κατά τους επόμενους αιώνες
Επίσης έχουμε δεί ήδη, ότι από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. έως
και την εποχή της βασιλείας του Φιλίππου Β΄, οι Θεσσαλοί
ήλεγχαν και τους κατοίκους των γειτονικών, περίοικων στην
κυρίως Θεσσαλία περιοχών, δηλαδή τους Περραιβούς και τους
Μάγνητες στα βόρεια και βορειοανατολικά, τους Αχαιούς
Φθιώτες στο νότιο, τους Δόλοπες στα νοτιοδυτικά και ακόμη
τους Αινειάνες, Μαλιείς και Οιταίους, νοτιότερα στην Κοιλάδα
στου Σπερχειού. Αν και αρκετές από τις περιοχές αυτές
φαίνεται ότι διέθεταν την εποχή αυτή αυτονομία, αφού
συνήθως αναφέρονται ως ανεξάρτητα έθνη από τους αρχαίους
συγγραφείς, αλλά και από τους πρώϊμους ήδη καταλόγους της
Δελφικής Αμφικτιονίας, ενώ τέλος κόβουν και τα δικά τους
νομίσματα. Γενικά, η πολιτική κατάσταση των περίοικων
αυτών περιοχών χαρακτηρίζεται ως περίπλοκη και παραμένει
αχαρτογράφητη σε ένα βαθμό, αφού οι περίοικοι αυτοί λαοί

77

αναφέρονται επίσης από τις ίδιες πηγές και ως «σύμμαχοι» των
Θεσσαλών.
Επίσης οι Θεσσαλοί, κατά το διάστημα μετά τους Περσικούς
πολέμους και κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο και
αργότερα, άλλοτε αποστασιοποιούνται και άλλοτε
συμμετέχουν ενεργά στην πολιτική των πόλεων της Νότιας
Ελλάδας, όπως δείχνει και η σύναψη συνθήκη με τους
Αθηναίους το 361 π.Χ. .
Η συγκεκριμένη πολιτική και διοικητική κατάσταση, με τις
κυρίαρχες πόλεις στο εσωτερικό της Θεσσαλίας, φαίνεται όμως
ότι παίρνει τέλος επίσης μέσα στα όρια του 4ου αι. π.Χ., με
την έλευση στη Θεσσαλία του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Β΄.
Ο Φίλιππος έθεσε υπό τον έλεγχό του τις βορειοανατολικές
περίοικες περιοχές, και συγκεκριμένα τις πόλεις της
Περραιβίας –π.χ. την Περραιβική Τρίπολη- και της
Μαγνησίας -κατέλαβε τις Παγασές τo 353 π.Χ. -, δίνοντας
τέλος αφενός στην κυριαρχία των Λαρισαίων επί της
Περραιβίας και αφετέρου στην κυριαρχία των Φερών στις
πόλεις του μυχού του Παγασητικού. Είναι γνωστή από τις
πηγές η δυσαρέσκεια των Θεσσαλών, για το γεγονός ότι πλέον
ο Φίλιππος και οι Μακεδόνες επωφελούνται από τη συλλογή
των φόρων που επιφέρει η διακίνηση του εμπορίου στο
μεγαλύτερο θεσσαλικό λιμάνι . Ταυτόχρονα, τον 4ο αι. π.Χ.
στη Θεσσαλία και τις νότιες περίοικες περιοχές παρατηρείται
έντονη οικιστική δραστηριότητα, αφού πολλές πόλεις
επανιδρύονται ή ακόμη πολλές μικρές κοινότητες ενώνουν τις
δυνάμεις τους.
Αργότερα, στον 3ο αι. π.Χ., η κυριαρχία των Μακεδόνων στο
θεσσαλικό χώρο φαίνεται ότι δεν επέφερε ριζικές αλλαγές στη
χωροταξική διάρθρωση και διοικητική οργάνωση του
θεσσαλικού χώρου, ειδικά στο πρώτο μισό του 3ου αι., κατά
τη διάρκεια της ειρηνικής βασιλείας του Δημητρίου
Πολιορκητή (294/3-240/39 π.Χ.) 48. Το 294/3 π.Χ., ο
Δημήτριος Πολιορκητής ίδρυσε τη Δημητριάδα .
Η Δημητριάδα αποτέλεσε μακεδονικό βασίλειο και έδρα του
μακεδονικού στρατού και στόλου, αλλά και διεθνές εμπορικό
λιμάνι στο οποίο συνωστίστηκαν παλιοί τοπικοί μαγνητικοί και

78

θεσσαλικοί πληθυσμοί, Μακεδόνες, Έλληνες από όλη την
υπόλοιπη Ελλάδα αλλά και ξένοι από όλη την ανατολική
Μεσόγειο

Ελληνικά κράτη στην Φραγκοκρατία

"Κατ’ αντίθεσιν προς την Φραγκικήν αυτοκρατορίαν της

Κωνσταντινουπόλεως τα δύο Ελληνικά κράτη, τα ιδρυθέντα

συγχρόνως μετά του Φραγκικού, εν Μικρά Ασία και εν Ηπείρω

προέβαινον από της ημέρας της ιδρύσεως αυτών εις δύναμιν και

ακμήν. Εκ

τούτων το της

Νικαίας

εθεωρείτο ως

συνέχεια του

υπό των

Φράγκων

καταλυθέντος

μεγάλου

Ελληνικού

κράτους, διότι

ο Θεόδωρος

Λάσκαρις, ο

ιδρυτής του κράτους τούτου, είχεν ήδη αναγορευθή αυτοκράτωρ

εν Κωνσταντινουπόλει καθ’ όν χρόνον η βασιλεύουσα

κατελαμβάνετο υπό των Φράγκων και διά τούτο εκαλείτο και

βασιλεύς και αυτοκράτωρ, εις την Νίκαιαν δε είχον καταφύγει

και ο Πατριάρχης και πάντες οι ανώτατοι λειτουργοί και οι άλλοι

λογάδες του κράτους. Το κράτος τούτο από της Νικαίας και

Βιθυνίας εξετάθη επί του Θεοδώρου ήδη κατά τα δυτικά

παράλια της Μικράς Ασίας μέχρι Σμύρνης και μεσογείως μέχρι

Λυδίας και Φρυγίας, περιλαμβάνον και τας παρακειμένας τη

δυτική παραλία νήσους.

Η Λατινική Αυτοκρατορία (κόκκινο), η Αυτοκρατορία της

Νίκαιας (μπλε), η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (μωβ) ,και

το Δεσποτάτο της Ηπείρου (πράσινο). Τα όρια είναι ασαφή.

Προς ανατολάς δε εκταθέν προς τον Πόντον κατέστη όμορον τω

79

Ελληνικώ κράτει της Τραπεζούντος (ούτινος και αυτού ο

άρχων εκαλείτο βασιλεύς και αυτοκράτωρ, ως καταγόμενος

από βασιλικής οικογενείας της Κωνσταντινουπόλεως). Και δεν

κατέστη μεν δυνατόν τα δύο ταύτα Ελληνικά κράτη ενούμενα

ή τουλάχιστον συμμαχούντα προς άλληλα ν’ αποτελέσωσι

μεγάλην δύναμιν ενιαίαν εν Μικρά Ασία, αλλά και ούτω το

κράτος της Νικαίας ην εσωτερικώς ισχυρώς διωργανωμένον

και εφάνη ισχυρόν απέναντι των Φράγκων και των Τούρκων

της Μικράς Ασίας· πάσαι δ’ αι στρατείαι των Φράγκων αι

γενόμεναι επί του Βαλδουίνου Α’ και του Ερρίκου προς

κατάληψιν των χωρών των αποτελουσών το κράτος της Νικαίας

απέβησαν ατυχείς. Η δύναμις δε του κράτους η τε πολιτική

και ιδίως η στρατιωτική, η επί μισθοφόρων Φράγκων τα

πλείστον

στηριζομένη,

ηυξήθη έτι

μάλλον επί των

διαδόχων του

Θεοδώρου.

Τούτον θανόντα

τω 1222

διεδέξατο ο επί

θυγατρί γαμβρός

αυτού Ιωάννης

Βατατζής (1222-

1253), βασιλεύς

συνετός και

γενναίος,

επιμεληθείς

τελεσφόρως της στρατιωτικής δυνάμεως του κράτους και

αυξήσας ταύτην διά συμμαχιών προς τους Βουλγάρους και

προς τους κατά θάλασσαν αντιπάλους των Βενετών

Γενουαίους, εργασάμενος δε επιτυχώς και περί της υλικής

αναπτύξεως του κράτους διά της προαγωγής ιδίως της

γεωργίας. Τον Ιωάννην διεδέξατο ο υιός αυτού Θεόδωρος Β’

(1253-1259)· τούτον δε ο υιός αυτού Ιωάννης Α’, ούτινος

ανηλίκου όντος εγένετο κηδεμών και επίτροπος του κράτους,

80

είτα δε και συμβασιλεύς ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, εφ’ ού
κατελύθη το Φραγκικόν κράτος της Κωνσταντινουπόλεως.
Το κράτος τούτο προ πολλού ήθελε καταλυθή υπό του ενός ή του
ετέρου των δύο εν Ασία και εν Ευρώπη Ελληνικών κρατών, αν
μη τα Ελληνικά ταύτα κράτη διετέλουν προς άλληλα εν διηνεκεί
έριδι και πολέμω.
Το Ελληνικόν κράτος της Ευρώπης, ήτοι το δεσποτάτον
της Ηπείρου, ήδη επί του ιδρυτού αυτού Μιχαήλ Α’ εις
μεγάλην προυχώρησε δύναμιν και ακμήν. Και προς νότον
μεν η δύναμις αυτού κατελύθη εν Πελοποννήσω υπό του
Σαμπλίτ και του Βιλλεαρδουίνου, αλλά προς ανατολάς και προς
βορράν εξετάθη εις Μακεδονίαν και Ιλλυρίαν, μετά τας
αιματηράς άς ήρατο κατά των Φράγκων επιτυχίας. Ο δε τω
1216 τον άτεκνον θανόντα Μιχαήλ διαδεξάμενος ετεροθαλής
αυτού αδελφός Θεόδωρος έτι μείζονας ήρατο επιτυχίας εν
Ιλλυρία και Μακεδονία και Θεσσαλία, καταλαβών το πλείστον
των χωρών τούτων.

Το Δεσποτάτο της Ηπείρου από το 1205 έως το
1230
Κατά τούτου στρατεύων ο αυτοκράτωρ Ερρίκος ετελεύτησεν. ως
είδομεν, εν Θεσσαλονίκη (1216) μικρόν μετά την εις τον θρόνον
άνοδον του Θεοδώρου. Είδομεν δε ότι ο Θεόδωρος ηχμαλώτισε
τον διάδοχον του Ερρίκου Πέτρον Κουρτεναίην, θανόντα εν τη
αιχμαλωσία. Μετ’ ολίγον δε κατέλυσεν οριστικώς το εν
Μακεδονία και εν Θεσσαλία Φραγκικόν κράτος,
καταλαβών την Θεσσαλονίκην, εξέτεινε το κράτος αυτού
και προς την Θράκην μέχρι Αδριανουπόλεως. Μετά τας
επιτυχίας ταύτας ανηγόρευσεν εαυτόν αυτοκράτορα και εστέφθη
ως τοιούτος υπό του Έλληνος αρχιεπισκόπου «Αχρίδος και πάσης
Βουλγαρίας», του περιφήμου Δημητρίου του Χωματιανού. Αλλά
διά της πράξεως αυτού ταύτης κατέστησεν εαυτόν αδιάλλακτον
πολέμιον ου μόνον προς τον Φράγκον αυτοκράτορα της
Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και προς τον Έλληνα αυτοκράτορα
της Νικαίας. Στρατεύσας δε είτα (1230) και κατά των
Βουλγάρων και ηττηθείς και αιχμαλωτισθείς επήνεγκε την
διάλυσιν του κράτους αυτού, διότι πολλά μεν μέρη της Θράκης

81

(και αυτήν την Αδριανούπολιν) και ικανά της Μακεδονίας
κατέλαβον τότε οι Βούλγαροι, άλλας δε χώρας άλλοι εκ του
οίκου των Αγγέλων συγγενείς του Θεοδώρου. Ούτω δε το εν
Ευρώπη Ελληνικόν κράτος διηρέθη εις δύο• α’) εις την
ασθενεστάτην πλέον καταστάσαν αυτοκρατορίαν της
Θεσσαλονίκης, την συγκειμένην απλώς εκ χωρών τινων
της Μακεδονίας, υπό τον αυτοκράτορα Μανουήλ,
νεώτερον αδελφόν του Θεοδώρου, μεταβληθείσαν μετ’
ολίγον επί του διαδόχου του Μανουήλ αυτοκράτορος Ιωάννου
Αγγέλου (υιού του Θεοδώρου) εις υποτελές εις τον Έλληνα
αυτοκράτορα της Νικαίας Ιωάννην Βατάτζην δεσποτάτον (1242)·
β’) εις το νέον «δεσποτάτον της Ηπείρου» περιλαμβάνον
(υπό τον Μιχαήλ Β’ τον μη νόμιμον θεωρούμενον υιόν του
Μιχαήλ Α’ Αγγέλου Κομνηνού, ανεψιόν του Θεοδώρου)
μέρος της Θεσσαλίας, την Ήπειρον, Αιτωλίαν και
Ακαρνανίαν. Τούτων δε το μεν δεσποτάτον της
Θεσσαλονίκης κατελύθη οριστικώς τω 1246 υπό του
τότε εναντίον των Βουλγάρων στρατεύσαντος Ιωάννου
Βατατζή, το δε δεύτερον διετηρήθη μέχρι του 1318. Προς
τον Μιχαήλ Β’ τούτον του νέου δεσποτάτου της Ηπείρου
επιχειρήσας πόλεμον ο μνημονευθείς αυτοκράτωρ του εν Ασία
Ελληνικού κράτους Μιχαήλ Παλαιολόγος, εξ αφορμής του
πολέμου ακριβώς τούτου κατέλυσε το Φραγκικόν κράτος της
Κωνσταντινουπόλεως (1261)."

(Κείμενο: Παύλος Καρολίδης. Η Ελληνική αυτοκρατορία της Νίκαιας και το δεσποτάτο
της Ηπείρου
(από Ερανιστής) Οι φωτογραφίες είναι από : .wikipedia.org)

Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας
ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το
κείμενο που δημοσιεύουμε είναι από το βιβλίο του
«Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων
κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο
κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως
σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο
συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής
Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα
ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.»

82

ΠΕΛΑΣΓΟΙ

Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Αισχύλου (525π.χ.-
455π.χ.) στο έργο Ικέτιδες (250), όπου ο βασιλιάς Πελασγός
αναφέρει: «Του γηγενούς Παλαίχθονος είμαι εγώ γιος, ο
Πελασγός, που κυβερνώ τη χώρα. Και αφού είμαι ο βασιλιάς
επόμενο είναι να πάρουν από μένα τ΄ όνομά τους οι Πελασγοί
που κατοικούν τη χώρα. Όλη αυτή που τη διασχίζει ο αγνός
Στρυμόνας στη δυτική πλευρά του. Και τη χώρα των Περραιβών
ακόμη εξουσιάζω και όσα μέρη είναι πέρα από την Πίνδο και
της Δωδώνης τα βουνά. Τα σύνορά μου ορίζει η θάλασσα»
Κατά τον ιστορικό Θουκυδίδη, (πιθ.455-399 π.Χ.), στα
ομηρικά χρόνια και νωρίτερα, το όνομα Ελλάς δεν είχε ακόμη
γενική χρήση· στον ελλαδικό χώρο κάθε περιοχή ονομαζόταν
ανάλογα με το φύλο που την κατοικούσε· οι αρχαίοι Πελασγοί
φέρονται ως το πολυπληθέστερο: «Νομίζω μάλιστα ότι το όνομα
αυτό ούτε είχε δοθή ακόμη εις όλην την χώραν, ούτε καν
υπήρχε προ του Έλληνος, υιού του Δευκαλίωνος, αλλά τα
διάφορα φύλα, και εις μεγαλυτέραν έκτασιν το Πελασγικόν,
έδιδαν το όνομά των εις τα υπ’ αυτών κατοικούμενα
διαμερίσματα.» Η πελασγική γλώσσα θεωρείται παλαιότατη
πρωτοελληνική γλώσσα, συγγενέστατη προς τις ινδογερμανικές
γλώσσες και ιδιαίιτερα προς την λατινική και την ιλλυρική. Ο
Ηρόδοτος ταυτίζει σχεδόν το πελασγικό «έθνος» με το ελληνικό.
Στην Ιλιάδα διαβάζουμε σχετικά: «Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε Πελασγικὲ
τηλόθι ναίων / Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ/
σοὶ ναίουσ᾽ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι.» Απόδοση: «Δία
της Δωδώνης, πρωτοκύβερνε, πελασγικέ, που μένεις / μακριά,
την παγερή αφεντεύοντας Δωδώνη, και τρογύρα /
χαμοκοιτάμενοι, ανιφτόποδοι, ζουν οι Σελλοί, οι δικοί σου /
προφήτες.»

Κατά τον Ηρόδοτο (484 – 410 π.Χ.), «τη Σαμοθράκη
κατοικούσαν παλαιότερα Πελασγοί».

Ο ίδιος, αναφερόμενος στον 5ο αιώνα π.Χ., σημειώνει τόσο
για την Ίμβρο όσο και για τη Λήμνο, ότι την εποχή εκείνη και
τα δύο αυτά νησιά τα κατοικούσαν ακόμα οι Πελασγοί.

83

Και η Λέσβος κατά τον Στράβωνα, (Ε, κεφ.Β΄), λεγόταν
Πελασγία
Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως στον Ελλήσποντο πελασγικές
εγκαταστάσεις υπήρχαν στις περιοχές Πλακία και Σκυλάκη
και πως οι Πελασγοί αυτοί του Ελλησπόντου προέρχονταν από
την Αττική
Ο Αθηναίος Αντικλείδης, Αλεξανδρινός ιστορικός έζησε στις
αρχές του 3ου αι. π.Χ.. , παραδίδει κατά μαρτυρία του
Στράβωνα (E κεφ.B) πως οι Πελασγοί εκείνοι που ζούσαν στη
Μακεδονία και στην Αττική ήταν εκείνοι που κατοίκησαν και
στα γύρω από την Ίμβρο και τη Λήμνο μέρη και πως μερικοί
απ' αυτούς υπό τον Λύδο τον Τυρρηνό μετανάστευσαν στην
Ιταλία, που απετέλεσαν και στη συνέχεια το έθνος των
Τυρρηνών ή Ετρούσκων.
Οι Πελασγοί κατ άλλους ήταν Ελληνική φυλή, η οποία
προέκυψε από την συγχώνευση τριών τουλάχιστον στοιχείων:
Από τους αυτόχθονες ολιγάριθμους Μεσολιθικούς κατοίκους
του ελλαδικού χώρου, τους Νεολιθικούς κατοίκους της χώρας
(Μινωΐτες, Λέλεγες, Κυλικράνες κ.λ.π.) που ανήκαν στο
λεγόμενο «Μεσογειακό υπόστρωμα» και τέλος τα
Αριοευρωπαϊκά φύλα που θα εγκατασταθούν σε δύο κύματα
στον ελλαδικό χώρο. Το πρώτο κύμα εγκαταστάσεων
τοποθετείται στο τέλος της Νεολιθικής – αρχές της Εποχής του
Χαλκού (γύρω στο 3000 π. Χ.). Οι λαοί αυτού του κύματος θα
διεισδύσουν βαθμιαία και θα αναμιχθούν, χωρίς πολεμικές
συγκρούσεις (όπως φαίνεται), με τους παλαιότερους κατοίκους
του ελλαδικού χώρου. Θα αποτελέσουν την ομάδα λαών που
αναφέρεται με τον όρο «προελληνικοί αριοευρωπαϊκοί λαοί»
και θα γίνουν γνωστοί ως Πελασγοί, Αίμονες, Καύκωνες,
Ύαντες κ.λ.π.

Θα συγχωνευθούν σταδιακά με τους προϋπάρχοντες
κατοίκους από τους οποίους θα παραλάβουν αρκετά
πολιτιστικά στοιχεία και κυρίως την Θρησκεία της «Μεγάλης
Θεάς» και τις μητριαρχικές δομές της κοινωνίας τους.

84

Όπως έχει αναφερθεί και στο Ιστορικό Περίγραμμα, στην αρχή
του παρόντος Λεξικού και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των
ειδικών, το δεύτερο κύμα εγκαταστάσεων πραγματοποιήθηκε
γύρω στο 2200 / 2100 π.Χ. γύρω από τον ορεινό όγκο της
Πίνδου.

Οι νεοφερμένοι (Πρωτοέλληνες), μιλούσαν μια πρώτη μορφή
της Ελληνικής γλώσσας (Πρωτο-ελληνική), η οποία βαθμιαία
θα διαφοροποιηθεί σε τρεις μεγάλες διαλεκτικές ομάδες: Την
Δυτική (Ηπειρωτική), την Νοτιοανατολική (Ιωνική) και την
λεγομένη Κεντρική, η οποία διακρινόταν σε δύο παραλλαγές
και από τις οποίες θα προκύψουν δύο ακόμη ομάδες, η
Πρωτο-αιολική και η πρόδρομος της Αρκαδοκυπριακής

Οι φορείς αυτών των διαλέκτων υπήρξαν οι βασικοί κλάδοι
από τους οποίους θα προκύψουν αργότερα τα διάφορα
ελληνικά φύλα: Τρεις από αυτές τις μεγάλες ομάδες-κλάδους
οι Ίωνες, οι (Πρωτο-) Αιολείς και οι Αρκάδες, μετά το 1900
π.Χ. θα αρχίσουν να μετακινούνται νοτιότερα και η τέταρτη
(Ηπειρωτική) νοτιοδυτικά.

Οι φορείς της μιας από τις δύο παραλλαγές της Κεντρικής
διαλέκτου (της Πρωτο-αιολικής), θα εγκατασταθούν αρχικά
στην ΝΑ Θεσσαλία, στην περιοχή που θα γίνει αργότερα
γνωστή ως Αχαΐα Φθιώτις, όπου θα αφομοιώσουν ένα
προελληνικό αριοευρωπαϊκό φύλο (το οποίο ονομάζουμε
συμβατικά Πρωτο-Αχαιούς), από το οποίο θα πάρουν την
ονομασία τους και ορισμένα λατρευτικά στοιχεία. Γύρω στο
1600 π.Χ. θα μετακινηθούν και πάλι νοτιότερα και θα
εγκατασταθούν οριστικά στην Πελοπόννησο. Αυτοί υπήρξαν οι
περίφημοι Αχαιοί, οι δημιουργοί του εκπληκτικού
Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Αποκαλούνται συνήθως Μυκηναίοι
προς αποφυγήν συγχύσεως (οι κάτοικοι της Αχαΐας των
κλασσικών χρόνων ομιλούσαν μια Δυτική διάλεκτο, συγγενή
με την Δωρική, η οποία αποκαλείται Νέο-Αχαΐκή) και η
γλώσσα τους Μυκηναϊκή, η οποία έγινε γνωστή μετά την
αποκρυπτογράφηση των πινακίδων με την Γραμμική Β.

85

Γύρω στο 1125 π.Χ. θα σημειωθεί η Δωρική μετανάστευση και
η κατάκτηση της Πελοποννήσου, η οποία θα επιφέρει
σοβαρότατες ανακατατάξεις στον ελλαδικό χώρο αλλά και στις
περιοχές του Αιγαίου και των ακτών της Δυτ. Μικράς Ασίας.
Όλες αυτές οι συγχωνεύσεις, οι διασπάσεις και οι αναδιατάξεις
μεταξύ των πληθυσμών του ελλαδικού χώρου θα έχουν ως
τελικό αποτέλεσμα την αποκρυστάλλωση των ελληνικών φύλων
των Ιστορικών χρόνων .

Αρχαϊκή περίοδος (700-480 π.Χ.)

Λαπίθες: Περίφημος πολεμικός λαός της Θεσσαλίας,
συνδεδεμένος με πληθώρα μύθων και παραδόσεων της
περιοχής. Οι Λαπίθες απέκτησαν φήμη στον ελληνικό κόσμο
της αρχαιότητας, κυρίως λόγω της σύγκρουσής τους με τους
Κενταύρους , που σύμφωνα με τον μύθο είχαν σώμα
ανθρώπου και από την μέση και κάτω, ίππου (βλ. σχετικά
στον Διόδωρο τον Σικελιώτη, Δ΄ 69-70). Η «Κενταυρομαχία»
απετέλεσε ένα από τα πλέον αγαπητά θέματα της αρχαίας
ελληνικής τέχνης. Οι Λαπίθες ανήκαν στην αιολόφωνη ομάδα
και εμφανίσθηκαν στην δυτικότατη Θεσσαλία, στις παρυφές
της Πίνδου, μετά το 1900 π.Χ., όταν από την περιοχή της
αρχικής τους εγκατάστασης στην κεντρικοδυτική Μακεδονία
μετακινήθηκαν νοτιότερα [βλ. ανάρτηση "Μετακινήσεις
ελληνικών φύλων (Αιολείς)"

Στον νέο αυτόν χώρο εγκατάστασης είχαν επαφές με τα φύλα
της Ηπείρου, όπως μαρτυρούν αναμνήσεις που διασώθηκαν
στους μεταγενέστερους μύθους των Λαπιθών.

Στα ομηρικά έπη κυριαρχούν οι αναφορές στην
«Κενταυρομαχία», αλλά από την Ιλιάδα (Β 738-747)
μαθαίνουμε ότι προς το τέλος της Μυκηναϊκής Εποχής (γύρω
στο 1200 π.Χ.), οι Λαπίθες κατείχαν τις πόλεις Άργισσα,
Γυρτώνη, Όρθη, Ηλώνη και Ολοοσσώνα, εντοπιζόμενες στην
βόρεια Πελασγιώτιδα και στην νότια Περραιβία, όπως και οι
πόλεις Λάρισα, Μόψιον και τα βουνά Όσσα και Ομόλιον, που
τους αποδίδουν μετέπειτα συγγραφείς(βλ. ανάρτηση Αρχαία

86

Θεσσαλία http://ethnologic.blogspot.com/2010/02/blog-
post_21.html όπου και σχετικός χάρτης).

Επίσης από την μεθομηρική γραμματεία πληροφορούμαστε
ότι οι Λαπίθες είχαν εκτοπίσει από τις περιοχές αυτές τους
Αινιάνες και είχαν υποτάξει ένα τμήμα από τους Περραιβούς.
Η ίδια περιοχή ανήκε ακόμη παλαιότερα σε Φλεγύες και
Μινύες, δυο άλλα αιολόφωνα φύλα. Αυτά βεβαίως
προϋποθέτουν μετακίνηση των Λαπιθών από την δυτική στην
βορειοανατολική Θεσσαλία, γεγονός που οι ερευνητές
τοποθετούν μετά τα μέσα της Μυκηναϊκής Εποχή

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ

Ο Δανός Carsten Hoeg, όπως είχαμε αναφέρει ήταν εκείνος
που το 1925 – 1926, διατύπωσε την άποψη ότι οι
Σαρακατσάνοι είναι αρχαίο νομαδικό ελληνικό φύλο.

Η Αγγελική Χατζημιχάλη γράφει για το παρελθόν τους:
«Νομάδες από πανάρχαια μήτρα κτηνοτρόφων, τσελιγκάδες,
τσοπάνοι, προβαταραίοι, χωρίς δική τους γη και μόνιμη
κατοικία, περπατάρηδες και κόσμος από λόγγα, αυτοί είναι οι
Σαρακατσάνοι».

Και βέβαια η μελέτη του Α. Πουλιανού η οποία αποδεικνύει
και ανθρωπολογικά την άποψη αυτή της αρχαιοελληνικής
καταγωγής των Σαρακατσάνων.

Ο καθηγητής Δ. Μαυρόγιαννης στο βιβλίο του "ΟΙ
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ"

αποφαίνεται (αποδεικνύει) οτι η νομαδική κτηνοτροφία υπήρχε
από αρχαιοτάτων χρόνων και ασκείται (την περίοδο της
έρευνας), αλλα και ασκούνταν, στην Ελλάδα από τους
Σαρακατσάνους .

οι Σαρακατσάνοι σε κάποια φάση, η ως Δωρικό φύλο, η ως
Ελληνικό, η ως αυτόχθονο της περιοχής, (στο οποίο προσωπικά
κλείνω περισσότερο), ήταν και αιoλοφωνούντες. Διότι

87

αναφέρεται ότι υπήρχαν πλην τον Αιολέων και άλλα
αιολοφωνούντα φύλα στην περιοχή της Πίνδου

Ανάμεσα στις τοπικές συμβιωτικές ή εθνοτοπικές ομάδες
τοποθετούνται οι Σαρακατσάνοι ή Σαρακατσαναίοι. Εξελιγμένοι
έως μετέχοντες του Ελληνικού πολιτισμού, παραδοσιακοί στην
τεχνολογία και την κοινωνική οργάνωση είχαν κύριο
χαρακτηριστικό το νομαδισμό. Ζούσαν σε ιδιότυπους
κοινωνικούς και παραγωγικούς μηχανισμούς, τα
τσελιγκάτα που, παρά τις αντιρρήσεις σοβαρών αλλά
λανθασμένα πληροφορημένων επιστημόνων ήταν
συνεταιρισμοί με αρχηγό όχι ανεξέλεγκτο αλλά
υποκείμενο σε κρίση. Κλειστές μονάδες από τη φύση
τους, με βασικό δομικό κοινωνικό υλικό την διευρυμένη
ή εκτεταμένη οικογένεια διατηρούσαν τις απαραίτητες
μόνο εξωτερικές σχέσεις αυτές που ήταν ζωτικής
σημασίας ώστε πολλές φορές να οδηγούνται στο τεχνητό
επίχρισμα της κουμπαριάς
«Πάει να βαφτίσει ένα παιδί, να κάμει έναν κουμπάρο, για να
τον έχει γύρισμα».
Σαρακατσάνικο τραγούδι
Με απαράβατο κανόνα την εθνική ενδογαμία (απαγορεύονταν ο
γάμος μεταξύ συγγενών από πατέρα μέχρι τον 8ο βαθμό και
από μητέρα μέχρι τον 6ο) και με συγγένειες εξ αίματος, εξ
αγχιστείας, πνευματικής (κουμπαριά) και τεχνητής (αδελφοποία)
αποτελούσαν μια κλειστή κοινωνική ομάδα πατρογραμμική και
πατροτοπική με αρχηγό – διαχειριστή πάντα από την γραμμή του
πατέρα είτε πρόγονο με σύστημα οιονεί πατριαρχικό, είτε αιρετό
με σύστημα πατερναλιστικό

Συγκρίνοντας κανείς την εκτεταμένη Σαρακατσάνικη οικογένεια
με τις ιστορικές πατριαρχικές - την βιβλική εβραϊκή, την
ελληνική προομηρική και τη ρωμαϊκή – διαπιστώνει μια
ιδιαιτερότητα αφού ο σαρακατσάνος αρχηγός ούτε υπερφυσικές
– θεϊκές ιδιότητες είχε ούτε απέπεμπε τη γυναίκα του ή εξέθετε
το παιδί του ή αποφάσιζε για τη ζωή και το θάνατο των υπηκόων
του, όπως οι ρωμαίοι, ούτε είχε το δικαίωμα της πολυγαμίας ή

88

της κτήσης παλλακίδων. Τέλος ο θάνατός του δεν επέφερε
διάλυση της οικογένειας

Ωστόσο, μπορεί ο αρχηγός να είχε απόλυτη εξουσία ως προς τις
οικονομικές και διοικητικές αρμοδιότητες δεν είχε, όμως, καμία
δικαιοδοσία στην προσωπική ζωή του ατόμου ή της οικογένειας.
Αυτό το πλέγμα κανόνων συμπεριφοράς, κωδικοποιημένο στο
εθιμικό δίκαιο των Σαρακατσάνων, στο οποίο συνυπήρχαν
πολλά στοιχεία του αρχαιοελληνικού, ρωμαϊκού και
εκκλησιαστικού, ήταν απαράβατο και περιλιελάμβανε όλο το
φάσμα της κοινωνικής ιεραρχίας. Όταν παραβιάζονταν,
παρενέβαιναν τα θεσμοθετημένα όργανα, συμβούλιο των
γερόντων για ενδοκοινοτική οικονομική διαφορά ή διοικητική
παρέκκλιση του τσέλιγκα και σ’ναφικό δικαστήριο για
παράβαση κανόνων ηθικής τάξεως. Είναι γεγονός ότι
σπανιώτατα σ’ ναφικό δικαστήριο έχει συγκλιθεί, κατά τους δύο
τελευταίους αιώνες, με σημαντικώτερη περίπτωση αυτήν της
καταδίκης σε θάνατο του τσέλιγκα Σπύρου Μπαμπαλή που έγινε
περίπου το 1860 στη Βουλγαρία. Η απόφαση των τσελιγκάδων
έγινε απόλυτα σεβαστήκαι εκτελέστηκε από τις οθωμανικές
αρχές.

Αν και υπάρχουν αναφορές για τον νομαδισμό από πολύ
παλιά, ακόμα από τις πρώτες κοινωνίες ως τον Όμηρο και τον
Αριστοτέλη και παρά τις ανθρωπολογικές αναφορές του
Πουλιανού ότι είναι ο αρχαιότερος λαός της Ευρώπης, ή οι
παλαιότεροι αυτόχθονες πρέπει να δεχθούμε ότι οι
Σαρακατσάνοι ως συμβιωτική ομάδα καταγράφονται επίσημα
στην βιβλιογραφία μετά τον 14ο αιώνα. Ο Καββαδίας
υποστηρίζει ότι εμφανίζονται περί το τέλος της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας, ενώ στον μεσαίωνα και στο καθεστώς της
φεουδαρχίας τοποθετεί την ανάδειξή τους ο αείμνηστος
σαρακατσάνος δικηγόρος Μποτός. Για την ίδια περίοδο ο
Βακαλόπουλος αναφέρει κοινωνικές ανακατατάξεις στη
Βαλκανική που οφείλονται σε ιστορικά γεγονότα, όπως η
μάχες της Βάρνας το 1440, του Κοσσυφοπεδίου το 1448
κ.λ.π., που οδήγησαν στη δημιουργία ορεινών οικισμών ή

89

κοινωνικών ομάδων. Ο Καθηγητής Συμεωνίδης, μελετώντας το
γλωσσικό ιδίωμα των Σαρακατσάνων, τοποθετεί τη γέννησή του
τον 14ο με 15ο αιώνα.

Πάντως, άσχετα με την εμφάνισή τους, ούτως ή άλλως όλοι
δέχονται ως αρχική κοιτίδα το ορεινό συγκρότημα των
Αγράφων. Όχι μόνο ο βιοπορισμός αλλά και σημαντικά
ιστορικά γεγονότα του 17ου αιώνα συνετέλεσαν σε μια
πρωτοφανή διασπορά σχεδόν σε όλες τις χώρες της
Βαλκανικής.

Έτσι, ανάλογα, κυρίως με τον τόπο της χειμερινής κατοικίας
έχουμε σαρακατσάνους Αττικοβοιωτίας, Ηπειρώτες,
Θεσσαλούς, Μακεδόνες, Κασσανδρινούς, Σερμπιάνους29,
Βουργαρ’νούς και Πολίτες (Κωνσταντινοπουλίτες). Αυτοί οι
γεωγραφικοί προσδιορισμοί απέκτησαν ένα ιδιαίτερο νόημα,
στα μέσα του αιώνα μας, καθώς άρχισαν να δημιουργούνται
σιγά - σιγά κάποιες επί μέρους διαφοροποιήσεις στον εθιμικό
τους πολιτισμικό χαρακτήρα. Ο τύπος της κοινωνικής δομής
της κλειστής συμβιωτικής ομάδας, αλλά και οι
αλληλεπιδράσεις, από ελάχιστες έως αρκετές, της κυρίαρχης
και πολλές φορές αλλοεθνούς περιβάλλουσας κοινωνίας, κι
ακόμα ο απαράβατος κανόνας της εξέλιξης και μεταλλαγής
του πολιτισμού, πρέπει να θεωρηθούν ως οι κυριώτερες αιτίες
του φαινομένου.

Παρ’ όλες τις επί μέρους αυτές διαφοροποιήσεις και παρά το
γεγονός ότι έζησαν σε ξεχωριστά κράτη, με διαφορετικά
πολιτικοκοινωνικά δεδομένα και μάλιστα ιδιαίτερα
αποκομμένοι μεταξύ τους για δεκαετίες, οι όπου γης
Σαρακατσάνο διατήρησαν αναλλοίωτη μια ενιαία πολιτισμική
ταυτότητα και καθαρότητα, που παρουσιάζει υψηλότατο
βαθμό συγγένειας με αυτήν της κεντρικής ορεινής Ελλάδος
και ιδιαίτερα της περιοχής των Αγράφων

90

Η γλώσσα των Σαρακατσάνων περιέχει αιολικά15, δωρικά και
βορειοθεσαλικά στοιχεία τα οποία πιθανόν συγγενεύουν, η
είναι ίδια με τα αιολικά. Αυτή η γλωσσική συγγένεια για μένα
εξηγείται κυρίως από την κοινή πορεία σε κάποια φάση της
ιστορίας (χάρτης) και γλωσσικών δανείων από το ένα φύλο στο
άλλο.

Κάποιοι γλωσσολόγοι ίσως είναι σε θέση να πουν
περισσότερα. Αλλα θεωρώ ότι η αρχή είναι μία. Η λαλιά των
Σαρακατσάνων ήταν Πρωτοελληνική και συνεχίζει αναλλοίωτη
στους αιώνες. Στον χάρτη που παραθέτω πιο κάτω προσπαθώ
να δείξω το πώς, η πρωτοελληνική γλώσσα που μιλούσαν οι
Σαρακατσάνοι μπορεί να δήχθηκε στοιχεία, από ομόγλωσσα
φύλα, τα οποία είχαν εν τούτοις, κάποιες διαφορές.

Ο Διόδωρος Σικελιώτης αναφέρει ότι σύμφωνα με το Διονύσιο
Σκυτέα, στην Ελλάδα πριν από τη σημερινή Ελληνική γραφή
υπήρχε μια άλλη, η Πελασγική, άρα η γραφή αυτή είναι
εκείνη που ο Έβανς ονομάζει Γραμμική! Ο Διόδωρος αναφέρει
επίσης ότι τα γράμματα δεν είναι έργο των Φοινίκων, όπως
λέγεται, αλλά των Πελασγών!

Η παρακμή του μυκηναϊκού κόσμου και οι ανακατατάξεις
που ακολούθησαν δεν διακόψαν την ιστορική συνέχεια αλλά
προκάλεσαν μια γενικότερη οικονομική και πολιτισμική
υποχώρηση. Παράλληλα, πολύ νωρίς, ήδη τον 10ο π.Χ. αιώνα,
διαπιστώνουμε ένα νέο ελπιδοφόρο ξεκίνημα, τη χαραυγή της
γεωμετρικής εποχής, που θα διαρκέσει σχεδόν τρεις αιώνες,
ώσπου, γύρω στα μέσα του 8ου π.Χ. αι., η διάδοση μιας
καινούργιας γραφής και τα ομηρικά ποιήματα θα σημάνουν
και τυπικά το τέλος της προϊστορίας και την αρχή της αρχαίας
ελληνικής λογοτεχνίας.

15 Οι Αιολείς μιλούσαν την αιολική διάλεκτο, η οποία εξελίχθηκε από τη βορειοανατολική παραλλαγή
της κεντρικής (ή ανατολικής) διαλέκτου. Η άλλη παραλλαγή της κεντρικής ήταν η αρκαδοκυπριακή.
Και οι δύο διατήρησαν πολλά από τα χαρακτηριστικά της μητρικής διαλέκτου. Η πρωτο-αιολική θα
εξελιχθεί στην αιολική διάλεκτο που θα καλύψει όλη σχεδόν τη Θεσσαλία και στη συνέχεια θα
εξαπλωθεί και στα νησιά του βορείου Αιγαίου, καθώς και στα απέναντι μικρασιατικά παράλια.

91

Οι Περραιβοί όπως είδαμε ήταν πρωτο-αιολικό φύλο στην
κοιλάδα του Τιταρήσιου ποταμού ο οποίος είναι παραπόταμος
του Πηνειού και συμβάλει σε αυτόν λίγο πριν από τα Τέμπη.
Οι Περραιβοί αποτελούσαν κατά βάση ένα ποιμενικό φύλο και
ένα τμήμα τους όπως είδαμε εντοπίζεται στην βόρεια Πίνδο
(Στράβων Θ' V12)

.Η Πίνδος τώρα είναι μεγάλο βουνό. Βόρεια έχει τη Μακεδονία,

"..προς εσπέραν δε Περραιβούς μετανάστας ανθρώπους, προς δε
μεσημβρίαν…"

"..δυτικά τους Περραιβούς, που είναι μετανάστες εκεί, στα νότια
τους.."

και..σελ 189.
πάνω της στα σαράντα στάδια είναι η Άτραξ, που και αυτή είναι
κοντά στο ποτάμι. Την ανάμεσα ποταμιά κατείχαν Περραιβοί.
Μερικοί θεωρούν την Όρθη ως την ακρόπολη των Φαλανναίων.
Η Φαλάννα είναι Περραιβική πόλη κοντά στον Πηνειό, στην
περιοχή των Τεμπών. Οι Περραιβοί τώρα κυνηγημένοι από τους
Λαπίθες κατέληξαν οι περισσότεροι στα βουνά, στην Πίνδο και
στα μέρη των Αθαμάνων16 και των Δολόπων17. Την χώρα τους
και τους Περραιβούς που απέμειναν κατέλαβαν οι Λαρισαίοι
που κατοικούν επίσης στον Πηνειό και ήταν γείτονες τους…
….Αυτοί λοιπόν παλιά κατείχαν (σ.γ. οι Λαρισαίοι) την
Περραιβία κι έπαιρναν φόρους ώσπου ο Φίλιππος κατέκτησε τα
μέρη. Λάρισα λέγετε και ο τόπος στην Όσσα. Υπάρχει και η
κρεμαστή που μερικοί την λένε και Πελασγία

16 Αθαμάνες: Αρχαιοελληνικό φύλο που διαμορφώθηκε στα Αθαμάνια όροι (Τζουμέρκα). Μετά το
1900 μετακινούνται με τους Βοιωτούς και τους Θεσσαλούς προς την Πίνδο. Είναι ένα φύλο
ενδιάμεσο των Αιολέων της Θεσσαλίας και δυτικών της Ηπείρου κατά τον Δ. Ευαγγελίδη. Την
περίοδο 1900 π.Χ. σημειώνονται οι μεταναστεύσεις των φορέων της λεγόμενης Κεντρικής διαλέκτου
της πρωτο-Ελληνικής από την δυτική Μακεδονία προς την νότια Ελλάδα. Από τα φύλα αυτά
υποτάσσονται η εκδιώκονται οι παλαιότεροι κάτοικοι της περιοχής η οποία μετά θα ονομαστεί
Θεσσαλία, οι Πελασγοί. Τα φύλα αυτά ομιλούν μια πρώτη μορφή Αιολικής διαλέκτου. Γλωσσολογικά
είναι μια διάλεκτος ενδιάμεση των κυρίως αιολόφωνων της Θεσσαλίας και της Δυτικής διαλέκτου
των φύλων της Ηπείρου.
Κατά των Στράβωνα μαζί με τους Αιτωλούς είναι υπεύθυνοι για την εξαφάνιση
των Αινιάνων γειτόνων τους των Περραιβών.
17 Δόλοπες: Αρχαίοι λαοί της Ηπείρου κατοικούντες στην Δολοπία, της περιοχής ΒΑ του Τυμφρηστού
στο Καρπενήσι.

92

Η Περραιβία απαντάται στον ομηρικό ύμνο προς τον

Απόλλωνα, όταν κατά την περιγραφή του ταξιδιού του θεού,

περιλαμβάνεται και η χώρα

των Περραιβών. Απαντώνται

έμμεσα και στα ορφικά

κείμενα όταν ο μάντης

Μόψος κατέφθασε από τον

Τίταρον για να συμμετάσχει

στην Αργοναυτική

Εκστρατεία.

Μεταξύ των Πελασγών

περιλαμβάνονται και οι

Περραιβοί, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί γύρω στο 1900 π.Χ.

στην άνω Θεσσαλία στη Ν-ΝΔ πλευρά του Ολύμπου, τη

Θεσσαλική, (Περραιβία χώρα) και στην αριστερή όχθη του

Πηνειού, στην προς τα Τέμπη περιοχή του Ολύμπου (κάτω

Όλυμπος) μέχρι την έξοδο των Τεμπών. Είναι γνωστοί από την

εποχή του Ομήρου και αναφέρονται στον κατάλογο όσων

έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Ήταν σκληροτράχηλος

λαός και μεγάλης αντοχής στον πόλεμο (μενεπτόλεμοι

Περραιβοί). Κατά τον Όμηρο <<αυτοί είχαν τα σπίτια τους

γύρω από τη βαρυχείμωνη Δωδώνη και εργάζονταν στα

χωράφια εκατέρωθεν του Τιταρήσιου ποταμού, ένα μέρος

τους και τους υπόλοιπους να ανεβοκατεβαίνουν με τα

κοπάδια τους στην Πίνδο για να συναντήσουν τα αδέλφια τους

οι οποίοι ήταν «οι απόδημοι Περραιβοί».

Από την εποχή της ανεξαρτησίας τους συμμετέχουν στο

αμφικτιονικό δικαίωμα με δύο ψήφους. Ύστερα από μακρούς

αιώνες υποτάχθηκαν στους Θεσσαλούς.

Ελευθερώθηκαν το έτος 196 π.Χ. με την πτώση της

μακεδονικής κυριαρχίας στην οποία είχαν υποταχθεί και

διαμόρφωσαν ένα αυτόνομο κοινό, με αρχηγό έναν στρατηγό.

Ύστερα από μία μικρή αναλαμπή της δύναμής τους, έπεσαν

στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Στον Κικέρωνα εμφανίζεται η

Περραιβία ως ένα εξαντλημένο αντικείμενο για εκμετάλλευση

ενός ρωμαίου υπαλλήλου. Την εποχή του Στράβωνα

απομένουν ελάχιστα ίχνη των Περραιβών ο οποίος όπως

93

αναφέρουμε παρατηρεί την γεωγραφική της τοποθέτηση και
αναφέρει για το απόδημο κομμάτι τους
Στο νέο αμφικτιονικό κατάλογο δεν αναφέρονται, πια,
χωριστά οι Περραιβοί αλλά ενωμένοι με τους Θεσσαλούς.
Η λέξη Περραιβός (περ – ραιβός) είναι σύνθετη προερχόμενη
από στους δύο αρχαίες Ελληνικές λέξεις περ –(υ)πέρ + ραιβός.
Το περ είναι εγκλιτικό – επιτατικό μόριο και η χρήση του
επιτείνει, αυξάνει την έννοια στους λέξεως που συνοδεύει.
Κυριολεκτικά σημαίνει το πολύ, πάρα πολύ. Το ραιβός είναι
επίθετο και σημαίνει κυρτός, γερμένος, καμπύλος. Από το
επίθετο ραιβός προκύπτουν τα Ονοματικά Σύνολα ραιβόν
κρανίον = κυρτό, στρογγυλό κρανίο || ραιβόν σώμα =
κυρτωμένο, γερμένο σώμα. Και Περ – ραιβός = πολύ
κυρτωμένος, γερμένος. Αυτό είναι ίσως χαρακτηριστικό
γνώρισμα των ορεσίβιων και αφορά την καμπυλότητα των
σκελών (= ραιβοσκελής, ραιβόπους, στραβοπόδαρος) ή την
κλίση του σώματος δεξιά – αριστερά κατά το βάδισμα (ραιβόν
βάδισμα) ή την κλίση του σώματος προς τα μπροστά.
Ενώ ο Στέλιν θεωρεί ότι το «Περραιβοί» προέρχεται από το
«πέρας» = αυτοί που κατοικούν πέρα από (τον Πηνειό;).
Κατά τον Σπυρίδωνα Μπούμπα Περραιβία σημαίνει χώρα των
περασμάτων.
Η σύγχρονη έρευνα θέλει το όνομα Μυκηναϊκό: PE–RA3–QO>
ΠΕΡΙ–ΑΙΓ–FΟΙ> ΠΕΡΡΑΙΓFΟΙ> ΠΕΡΡΑΙΒΟΙ. (Σελ. 40-42)
Η ομοσπονδία των Περραιβών, ονομαζόμενη «το κοινό των
Περραιβών», παρέμεινε ανεξάρτητο από τους Θεσσαλούς από
τη στιγμή της συγκρότησής του μέχρι το τέλος τουλάχιστον του
πολέμου του Περσέα το 168 π.Χ. κι αυτό γιατί ενδείξεις για
την ύπαρξη του αυτόνομου Κοινού των Περραιβών υπάρχουν
μόνο για το πρώτο μισό του 2ου π.Χ. αι. Το κοινό αυτό δεν
εξαφανίστηκε μετά την κατάληψη της Μακεδονίας από τους
Ρωμαίους το 146 π.Χ., ως αυτόνομο πολιτικό δημιούργημα,
αλλά διατηρήθηκε μέχρι το 30 π.Χ., οπότε συγχωνεύτηκε με
το κοινό των Θεσσαλών ή απομονώθηκε στην Πίνδο.
Η κάθε περραιβική πόλη είχε τους δικούς της Ηγέτες, που
ανάλογα με τον πληθυσμό τους διαμορφώνονταν και ο
αριθμός τους. Είχε τον ιερέα του προστάτη θεού, τους ταμίες

94

και τους γραμματείς. Ο στρατηγός του Κοινού των Περραιβών
φαίνεται ότι εκλέγονταν εκ περιτροπής από κάθε πόλη με
ετήσια εξουσία.
Αν προσπαθήσουμε να συσχετίσουμε τους Περραιβούς
με τους Σαρακατσάνους σε κοινωνική οργάνωση θα
πούμε ότι κάθε σόι είχε το τσελιγκάτο του με
επικεφαλής τον τσέλιγκα. Επειδή στους Σαρακατσάνους
η πόλη κράτος δεν λειτούργησε ποτέ. Αντίθετα μορφή
κοινωνικής οργάνωσης ήταν το σόι ως τσελιγκάτο, που
αποτελούνταν από πολλές οικογένειες που συνδέονταν
μεταξύ τους είτε μέσω ενός θηλυκού προγόνου (σπάνια)
είτε μέσω ενός αρσενικού προγόνου (συνήθως), είτε
μεταξύ ενός σογιού και κάποιων "σμιχτάδων" οι οποίοι
αποδεχόντουσαν την αρχηγία του τσέλιγκα. Τέλος, η
οργάνωση της πρωτόγονης κοινωνίας ολοκληρωνόταν
με την φυλή, που αποτελούνταν από πολλά σόγια, τα
οποία μπορεί να συνδέονταν ή να μην συνδέονταν
μεταξύ τους συγγενικά. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της
φυλής ήταν ότι τα μέλη της αποτελούσαν μια κοινότητα
με κοινή γλώσσα, κοινές παραδόσεις, κοινό τόπο
διαμονής αρχικά.
Η πρωτόγονη αυτή κοινότητα του τσελιγκάτου και
ευρύτερα της φυλής χρειαζόταν ορισμένους κανόνες
συμπεριφοράς για να διατηρήσει την ύπαρξή της. Οι
κανόνες αυτοί μετασχηματίσθηκαν σιγά-σιγά στα έθιμα
της φυλής και τελικά αποτέλεσαν το εθιμικό δίκαιο.
Την πρωτόγονη κοινότητα κυβερνούσαν ο αρχηγός και οι
γηραιότεροι, που θεωρούνταν ότι διέθεταν μεγάλη εμπειρία
και γνώριζαν τις παραδόσεις της φυλής. Ο αρχηγός έπρεπε να
κυβερνά σύμφωνα με τα έθιμα και τις συμβουλές των γηραιών
μελών εκτός από τις περιπτώσεις που έπρεπε να ζητηθεί η
γνώμη όλης της φυλής. Αποφάσεις που αφορούσαν σε
σημαντικά γεγονότα, όπως πόλεμος ή εκλογή νέου αρχηγού,
απαιτούσαν την απόφαση όλων των μελών της φυλής. Αυτή η
μορφή πολιτικής διακυβερνήσεως μπορεί να ονομασθεί
πρωτόγονη δημοκρατία.

95

Αν παρατηρήσουμε την δομή της Σαρακατσάνικης κοινωνίας
που μέχρι πρόσφατα κρατούσαν οι Σαρακατσάνοι με τα
τσελιγκάτα, τον τσέλιγκα, τα σναφικά δικαστήρια, και το
εθιμικό δίκαιο θα δούμε ότι ανταποκρίνονται πλήρως.
Κατά τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους φαίνεται ότι
κατοικήθηκε η Περραιβία και είχε αρκετό πληθυσμό, αλλά οι
άνθρωποι δεν είχαν τα μέσα να καλλιεργήσουν τη γη. Η
πενιχρή γεωργία και η ευημερούσα κτηνοτροφία μόλις που
αρκούσε για τη διατροφή ενός μικρού αριθμού ανθρώπων. Γι’
αυτό και ο πληθυσμός μετακινούταν σε άλλες περιοχές για
καλύτερη τύχη. Έτσι, σύμφωνα με τη μυθολογία μας, από τη
Θεσσαλία γίνεται μεγάλη μετακίνηση ανθρώπων προς τα
παράλια του Ευξείνου Πόντου, με την Αργοναυτική
Εκστρατεία, που υποτίθεται ότι είχε προηγηθεί κάποια άλλη,
αυτή του Φρίξου και της Έλλης. Στην εκστρατεία αυτή θα
συμμετάσχουν δύο χαρακτηριστικά στελέχη από την
Περραιβία. Ο Μάντις Μόψος -ο γιος του Αμπύκου και της
Αρηγονίδος και ο πηδαλιούχος Άζωρος. Πιθανότατα η Άζωρος
της Περραιβικής Τριπόλεως να οφείλει το όνομά της σε εκείνο
τον πηδαλιούχο. Μεγάλο ανθρώπινο δυναμικό μετακινήθηκε
προς την Τροία (Τρωικός Πόλεμος), όπως αναφέρει ο Όμηρος,
και φαίνεται ότι η Περραιβία δεν ήταν αποκομμένη εθνικά,
θρησκευτικά και κοινωνικά από την υπόλοιπη Ελλάδα, αφού
ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Αγαμέμνονα και συμμετείχε
με αξιόλογο στρατό που συμποσούνται σε 62 περίπου πλοία,
ενώ του Αγαμέμνονος σε 100. Και όπως αναφέρει ο Όμηρος τα
παλικάρια της Περραιβίας δεόντως τίμησαν την εκστρατεία.

Στην αρχαιότητα η Περραιβία καταλάμβανε τη σημερινή
Επαρχία Ελασσόνας και έφθανε μέχρι τη Φαλάνη και τους
Γόννους, σχεδόν μέχρι τα Τέμπη.
Τα μεγάλα βουνά που την περιβάλλουν αποτελούν ενα φυσικό
φρούριο.
Εχουμε τον Όλυμπο και τα Καμβούνια προς τον βορά και τα
μοναδικά περάσματα προς την Μακεδονία είναι ο δρόμος
Ελασσόνας – Κατερίνης και Κοκκινοπηλού – Πέτρας και ο
δρόμος Σερβίων – Ελασσόνας μέσω Σαρανταπόρου.

96

Δυτικά έχουμε τον Άμαρμπεη (Δωδώνη) και την Οξυά – ένα
μέρος από τα Χάσια και μοναδικό πέρασμα το δρόμο από την
Ελασσόνα στη Δεσκάτη .
Νότια υψώνονται μέρος από την Οξυά με πέρασμα προς
Τρίκαλα από Μεγ. Ελευθεροχώρι
Ενώ απο Μελούνα, Τσαριτσάνη, Δομένικο υπάρχει η διέξοδος
του Τηταρίσιου ποταμού προς τον θεσσαλικό κάμπο.
Ανατολικά ένα τμήμα του κάτω Ολύμπου χωρίζει την πεδινή
Περραιβία από τη Μακεδονία με περάσματα το στενό των
Τεμπών.
όπως βλέπουμε το μεγαλύτερο τμήμα της κυρίως Περραιβίας,
είναι το υψίπεδο του Ολύμπου που απλώνεται κάτω από
αυτόν και περιλαμβάνει την έκταση από Ολυμπιάδα –
Καλλιθέα – Λόφο – Πύθιο – Δολίχη – Γεράνεια – Μηλέα –
Λυκούδι και Άζωρο.
Οι πρώτοι κάτοικοι της Περραιβίας, που στο πέρασμά των
χιλιετερίδων αυξάνονταν και εξελίσσονταν ερχόμενοι σε επαφή
με τους εκ βορρά κατερχόμενους πληθυσμούς, έδιναν κι
έπαιρναν στοιχεία γλώσσας και πολιτισμού ή και κατακτώνταν
από αυτούς σε τελική φάση.. Η πανίδα και χλωρίδα σίγουρα
ήταν πολύ διαφορετική τους μακρινούς εκείνους χρόνους,
ώστε να επιβιώσει ο πρωτόγονος άνθρωπος που ζούσε με το
κυνήγι και το ψάρεμα. Στο ξηρό κλίμα, λόγω των ορεινών
όγκων που περιβάλλουν την Περραιβία ο πρωτόγονος
Περραιβός δυσκολεύτηκε όπως αναφέρεται ζώντας με το
κυνήγι και το ψάρεμα. Πολύ αργότερα πέτυχε να αναπτύξει
την περιορισμένη καλλιέργεια και κτηνοτροφία. Με το
πέρασμα των αιώνων οι κάτοικοι της Περραιβίας ακούνε στο
όνομα Πελασγοί και στη συνέχεια Περραιβοί.
Η ΠΕΡΡΑΙΒΙΑ στο πέρασμα των χιλιετηρίδων κατοικήθηκε
από τα πανάρχαια χρόνια και το ξηρό της κλίμα φαίνεται ότι
βοήθησε στην εγκατάσταση του ανθρώπου σε αυτήν. Αυτό
μαρτυρούν τα μέχρι σήμερα σωζόμενα ή διάσπαρτα λείψανα
των μακρινών εκείνων εποχών. Το ξηρό κλίμα, η τότε
βλάστηση, οι πολλές πηγές και η διαμόρφωση του εδάφους με
τις διακυμάνσεις – λόφους και πεδινά τμήματα, συντέλεσαν σε

97

αυτό. Στους κάμπους της Ελασσόνας, Δομενίκου
δημιουργήθηκαν πολλοί παλαιολιθικοί οικισμοί.
Είναι αλήθεια ότι ο πληθυσμός του θεσσαλικού κάμπου
άλλαξε πολλές φορές και οι μετακίνησεις φύλων ήταν συχνές
και προς όλες τις κατευθύνσεις όπως είδαμε. Όταν 'όμως οι
μετακινήσεις αυτές δεν μπορούσαν να προσφέρουν
περισσότερο στην φυλή αυτή είτε διασπάζονταν, είτε ολόκληρα
φύλα επέστρεφαν στα πάτρια, στους χώρους των μακρινών
προγόνων τους . Έτσι έχουμε "κάθοδο" ή επιστροφή των
Αχαίων, Αιολέων, Μινύων και Δωριέων, που όλοι είχαν
κοινή την , γλώσσα, θρησκεία, ήθη, έθιμα παραδόσεις, κατά
τον Ηρόδοτο και αποτέλεσαν αργότερα τους Έλληνες.
Καλλιεργώντας τη εύφορη γη και με την κτηνοτροφία ζούσαν
οι Περραιβοί λοιπόν. Από την πεδινή Περραιβία ένα μέρος των
Περραιβών εκδιώχθηκε από τους Λαπίθες, ένα πολεμικό λαό
που συγκρούστηκε και με τους κενταύρους στη Μαγνησία. Οι
εκδιωχθέντες συσπειρώθηκαν προς την ορεινή Περραιβία, ενώ
ένα μέρος αυτών έφυγε προς τα εσπέρια της Πίνδου και
εγκαταστάθηκε στο Ν. Ιωαννίνων, όπου σε ανάμνηση της δικής
τους Περραιβικής Δωδώνης έκτισαν νέο Μαντείο, το Μαντείο
του Δωδωναίου Δία. Οι υπόλοιποι Περραιβοί θα
υποδουλωθούν στους Λαπίθες και θα συζήσουν με αυτούς. Οι
κάτοικοι της ορεινής Περραιβίας έκαναν εξορμήσεις και
ξεσήκωναν σε επανάσταση τους Πανέστες (Αριστ. Πολ. 11, 62)
Οι Περραιβοί, σαν φυλή, παρέμειναν αυτόνομοι και
σπουδαίοι. Αποτελούσαν μέλος του Αμφικτιονικού Συνεδρίου
και πολύ συχνά μνημονεύονται από τους αρχαίους
συγγραφείς μαζί με τους Μάγνητες, Θεσσαλούς και Αχαιούς.
Το έτος 173 π.Χ. πρέπει να εξομαλύνθηκαν κάποιες
εσωτερικές ταραχές στην Περραιβία, όπως έγινε άλλωστε στη
Θεσσαλία και στην Αιτωλία από τους Ρωμαίους. Ως
δημιουργός αυτών των ταραχών αναφέρεται ο Περσέας, μιας
και η κοινή γνώμη των Περραιβών έκλεινε ολοφάνερα προς το
βασιλιά της Μακεδονίας. Μετά το τέλος του τρίτου
Μακεδονικού πολέμου (168 π.Χ.) οι ταγοί των Περραιβών
οδηγήθηκαν στη Ρώμη για να δώσουν εξηγήσεις διότι η Ρώμη
τους θεωρούσε πολιτικά αναξιόπιστους. Σταδιακά και μέχρι το

98

146 π.Χ. η Περραιβία αφομοιώθηκε από τους Θεσσαλούς.
Αντίθετα από τους Περραιβούς οι Θεσσαλοί στάθηκαν μετά το
146 π.Χ. πάντα νομοταγείς στο πλευρό των Ρωμαίων κατά τις
πολεμικές συγκρούσεις
Αφού γνωρίσουν λοιπόν την κατάκτηση Λαπήθων, των
Θεσσαλών των Μακεδόνων στο τέλος ολόκληρη η Μακεδονία
θα στενάζει κάτω από το πέλμα του Ρωμαίου κατακτητή. Η
Μακεδονία θα γίνει ρωμαϊκή επαρχία και θα πληρώσουν με
σφαγές οι κάτοικοι σε πολλές πόλεις της. Το 146 π.Χ. από την
καταβολή και της Αχαϊκής Συμπολιτείας, ολόκληρη η Ελλάδα
γίνεται μια ρωμαϊκή επαρχία, παραμένοντας στην σκλαβιά επί
αιώνες.
Η Περραιβία κατά τη ρωμαιοκρατία μάλλον δεν υπέφερε, ίσως
λόγω της φιλικής στάσης των πόλεων της προς τη Ρώμη. Λόγω
της σπουδαιότητας και στρατηγικής σημασίας της Περραιβίας,
τα στενά των διαβάσεων της οχυρώθηκαν με εγκατάσταση
φρουράς που ενισχύονταν με άντρες από τις γύρω πόλεις
(Δολίχη, Αζωρο, Πύθιο, Πέτρα κλπ.)
Ο Ν. Γεωργιάδης (1830-1915) πίστευε πως η ελληνική
θρησκεία καθιερώθηκε από τους Περραιβούς και τους
Πιερείς, καθώς ο Όλυμπος δεν είναι το μοναδικό ελληνικό
όρος το οποίο φέρει στοιχεία «άγριας ομορφιάς» και
ευμετάβλητων καιρικών συνθηκών
Σύμφωνα με την έρευνα του Ν. Γεωργιάδη η Θεσσαλία
ήταν η πανάρχαια κοίτη των πλείστων ελληνικών
φυλών, οι οποίες αργότερα κατήλθαν νοτιότερα και
κατοίκησαν στην Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο.
Ειδικότερα, οι πρώτοι κάτοικοι της Θεσσαλίας
μνημονεύονται ως «Πελασγοί» και η Θεσσαλία ως
«Πελασγικό Άργος». Κατά την κάθοδο των ελληνικών
φυλών των Δωριέων, Μινυών, Αιολέων και Αχαιών
ορισμένοι Πελασγοί παρέμειναν στη Θεσσαλία, ενώ
άλλοι κατήλθαν νοτιότερα στον ελλαδικό χώρο. Οι
Δωριείς εγκαταστάθηκαν στις περιοχές που κατόπιν
ονομάστηκαν «Εστιαιώτιδα» και «Περραιβία». Οι Αιολείς
κατοίκησαν στην άνω θεσσαλική πεδιάδα και καλούνταν
«Αιολίδα», οι Αχαιοί κατέλαβαν τη Φθιώτιδα και οι Μινύες τις

99

ακτές του Πελασγικού κόλπου όπου άκμασε η πρωτεύουσά
τους η «Ιωλκός». Στη Φθιώτιδα, μάλιστα, βασίλευσε ο
Δευκαλίων (υιός του Προμηθέως και της Κλυμένης) μαζί με τη
σύζυγό του Πύρρα (θυγατέρα του Επιμηθέως και της
Πανδώρας), γι’ αυτό η Θεσσαλία καλούνταν «Πυρραία» και
«Πανδώρα». Ο υιός του Δευκαλίωνα ήταν ο Έλλην, γι’ αυτό οι
κατοικούντες όλων των φυλών στην ελληνική χερσόνησο
ονομάστηκαν «Έλληνες» μετά τους ομηρικούς χρόνους (Θουκ.
1.3).[5]
Πολλά τμήματα φύλων του παλαιολιθικού κόσμου ή της
εποχής των μετάλλων δεν ακολουθούν τον κύριο όγκο
κατά τις μετακινήσεις ομοφύλων τους και παραμένουν
στις αρχικές περιοχές εισόδου και απορροφούνται σε
κάποιο διάστημα από άλλα φύλα. Κάποια φύλα
διασπόνται από τον κύριο κορμό προς αναζήτηση
καλύτερων συνθηκών και δημιουργούν νέο φύλο με
άνομα είτε από τον τόπο διαβίωσης τους η από το όνομα
του γενάρχη τους.
Κάποια άλλα φύλα ερχόμενα σε επαφή με ισχυρότερα
φύλα αφομοιώνονται από αυτά και αλλάζουν γλωσσικά
και φυλετικά σε πάροδο κάποιων χρόνων. .
Οι Σαρακατσάνοι λόγω της νομαδικής τους ενασχόλησης
με την κτηνοτροφία δεν εξελίχθησαν σε συγκροτημένο
φύλο με πολιτειακή οργάνωση η με μεγάλη πιθανότητα
αποσπάσθηκαν λόγω της κτηνοτροφίας από το
οργανωμένο τμήμα τους και παρέμειναν ανθρωπολογικά
και γλωσσολογικά στον αρχικό ανθρωπολογικό τύπο.. Οι
μετακινήσεις τους συνεχώς, η απομόνωση τους σε μέρη
ασφαλή από άλλα κατακτητικά φύλα και η ενδογαμία
τους, διατήρησε μέχρι τους νεώτερους χρόνους την
"καθαρότητα" του φύλου.

Η ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ (Ραψωδία Σ)

Ο Ήφαιστος φτιάχνει νέα ασπίδα για τον Αχιλλέα μετά από
παράκληση της μητέρας του Αχιλλέα, καθώς ο Έκτορας έχει

100


Click to View FlipBook Version