The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by ΚΑΤΣΑΡΙΚΑΣ ΖΗΣΗΣ, 2019-04-11 15:02:11

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

σκοτώσει τον Πάτροκλο και ο Αχιλλέας αποφασίζει να
εκδικηθεί σκοτώνοντας τον δολοφόνο του φίλου του Έκτορα.
Τα όπλα του Αχιλλέα όμως τα έχει ο Έκτορας καθώς τα είχε
πάρει κρυφά ο νεκρός Πάτροκλος από τον οποίο τα πήρε ο
Έκτορας όταν τον σκότωσε.
Καθώς λοιπόν ο Ήφαιστος διακοσμεί την ασπίδα όπως
περιγράφει ο Όμηρος στην Σ' ραψωδία με διάφορες
παραστάσεις της εποχής αναφέρεται και στην προβατοτροφία
.

479 στέριωσε τριπλό λαμπρό στεφάνι
λιόφωτο γύρα, και το κρέμασεν από λουρί ασημένιο.
Με πέντε φύλλα τότε το 'στρωσε, μετά στη ράχη απάνω
λογής λογής πλουμίδια εχάραξε με τη σοφή του τέχνη.
Βάζει τη γης, βάζει τη θάλασσα, βάζει τα ουράνια απάνω,
βάζει τον ήλιο τον ακούραστο, τ᾿ ολόγιομο φεγγάρι,
κι όλα τ᾿ αστέρια, ως στεφανώνουνε τον ουρανό τρογύρα'
το Αλετροπόδι, τα Βροχάστερα, την ώρια Πούλια βάζει
και το Χορό τον Εφταπάρθενο, που τόνε λεν κι Αμάξι,
κι αυτού γυρνάει παραμονεύοντας το Αλετροπόδι πάντα,
και μόνο αυτός λουτρό δε χαίρεται στον Ωκεανό ποτέ
του.

490

Ραψωδία Σ

520 οἳ δ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἵκανον ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι
ἐν ποταμῷ, ὅθι τ᾽ ἀρδμὸς ἔην πάντεσσι βοτοῖσιν,
ἔνθ᾽ ἄρα τοί γ᾽ ἵζοντ᾽ εἰλυμένοι αἴθοπι χαλκῷ.
τοῖσι δ᾽ ἔπειτ᾽ ἀπάνευθε δύω σκοποὶ εἵατο λαῶν
δέγμενοι ὁππότε μῆλα ἰδοίατο καὶ ἕλικας βοῦς.

μτφ. Κι ως έφτασαν εκεί που διάλεξαν να στήσουν το καρτέρι,
στον ποταμό, κει που όλα πήγαιναν τα ζωντανά να

πιούνε,
πήραν κάθισαν, με τα λιόλαμπρα χαλκάρματα

101

ζωσμένοι.
Χώρια απ᾿ τ᾿ ασκέρι δυο βιγλάτορες κάθονταν

καρτερώντας
πότε τ᾿ αρνιά και τα στριφτόκερα θα ιδούν να φτάνουν

βόδια

589 ἐν δὲ νομὸν ποίησε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις
ἐν καλῇ βήσσῃ μέγαν οἰῶν ἀργεννάων,
σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς.

μτφ. Κι έβαζε απάνω ο Κουτσοπόδαρος μεγάλο βοσκοτόπι,
κάτασπρα πρόβατα να βοσκούνε σε λαγκαδιά πανώρια,
κι ακόμα στάνες και ξερόμαντρες και σκεπαστές

καλύβες.

Στην «Άλκηστη» Ευριπίδης αναφέρεται στα αμέτρητα κοπάδια
του Αδμήτου, του βασιλιά των Φερών της Θεσσαλίας, συζύγου
της Άλκηστης, που κλαίει τον θάνατο της και περιγράφει τα
αμέτρητα κοπάδια του που ζουν μεταξύ Ηπείρου και ακτών
του Πηλίου.

τοιγὰρ πολυμηλοτάταν [στρ. β]
ἑστίαν οἰκεῖς παρὰ καλλίναον
590 Βοιβίαν λίμναν· ἀρότοις δὲ γυᾶν
καὶ πεδίων δαπέδοις ὅρον ἀμφὶ μὲν
ἀελίου κνεφαίαν
ἱππόστασιν αἰθέρα τὰν Μολοσσῶν ‹. . .› τίθεται,
595 πόντιον δ᾽ Αἰγαίων᾽ ἐπ᾽ ἀκτὰν
ἀλίμενον Πηλίου κρατύνει.
μτφ
Και γι᾽ αυτό κοντά στη λίμνη εκεί της Βοίβης
με τα καθαρά νερά
έχει ο Άδμητος αμέτρητα κοπάδια·
590 τα οργωμένα του χωράφια
κι οι πλατιοί ανοιχτοί του κάμποι
σύνορο έχουν

102

κατά κει που ο Ήλιος λύνει τ᾽ άλογά του,
δυτικά, τον ουρανό των Μολοσσών·
και το Πήλιο από την άλλη
κυβερνάει, όπου τ᾽ αλίμενα του Αιγαίου
ακρογιάλια.

Η κτηνοτροφία (προβατοτροφία – αιγοτροφία) άρχισε στην
Ελλάδα πολύ νωρίς. Και σ όλη τη διαδρομή της ιστορίας της
περιοχής, έπαιζε σημαίνοντα ρόλο για τη διατροφή του
πληθυσμού.
Οι ανασκαφές σε πολλές περιοχές απέδειξαν στην περιοχή
αυτή έβοσκαν πολυπληθή κοπάδια.
Από τα πολύ αρχαία χρόνια, το γάλα μαζί με το κρασί,
αποτελούσε το κύριο ποτό των αρχαίων Ελλήνων. Το έπιναν
κυρίως σκέτο. Πολλές φορές έβαζαν και δυόσμο, πεύκο,
θυμάρι ή μέλι. Το μέλι το χρησιμοποιούσαν στις σπονδές. Για
επιδόρπιο χρησιμοποιούσαν τυρί με μέλι ή γλυκά φρούτα
όπως σύκα. Η λέξη τυρί εμφανίστηκε για πρώτη φορά γύρω
στο 1200 π. Χ. σε μια πήλινη πινακίδα, σε μυκηναϊκή
γραμμική γραφή Β.
Το τυρί όπως ανάφερε στα κατάστιχά του έμπορος των
Διδύμων από το 1893-1917 είχε ανταλλακτική αξία: "
...έλαβον και αφερό τηρή...δραχ...κλπ.." Γνωστά από πολύ
νωρίς ήταν και το γιαούρτι και το βούτυρο, αλλά το δεύτερο
δεν το χρησιμοποιούσαν πολύ γιατί αφθονούσε το λάδι.

(Στο βιβλίο του Ευριπίδη Μακρή, "ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΩΝ") από "Σαρακατσιάνοι" Ιστοσελίδα
αφιερωμένη στους Σαρακατσαναίους.

……Όλα αυτά τι σημαίνουν; Σημαίνουν πως από τα
πανάρχαια χρόνια υπήρχε στον τόπο μας νομαδική
κτηνοτροφία με την έννοια ότι, το χειμώνα, λόγω
κλιματολογικών συνθηκών, τα ζώα κατέβαιναν στα
χαμηλώματα και το καλοκαίρι ανέβαιναν στα ψηλώματα.

Ίσως αντιταχθεί ότι με την κάθοδο των Αχαιών (2.000 π.Χ.) και
των Δωριέων αργότερα (1.200 π.Χ.), οι Προέλληνες

103

υποδουλώθηκαν και έχασαν κάθε κυριαρχία τόσο της γης όσο
και της κτηνοτροφίας τους. Κι αν ακόμα συνέβη αυτό, δεν
σημαίνει πως διακόπτεται η κτηνοτροφική ζωή. Είτε οι παλιοί
κάτοικοι είτε οι Δωριείς που δεν κατέβηκαν στην
Πελοπόννησο, άσκησαν το κτηνοτροφικό επάγγελμα, το οποίο
ήταν μεν σκληρό, αλλά εξασφάλιζε την επιβίωσή τους.

Γεγονός είναι ένα, ότι οι κτηνοτροφικοί πληθυσμού στην
Ελλάδα έχουν μια διαχρονική συνέχεια. Εποχή όμως που
άκμασε περισσότερο και που φαίνεται να είναι η αρχή των
πρώτων τσελιγκάτων με κάποιο συνεταιριστικό χαρακτήρα με
την έννοια της αλληλοβοήθειας και της συνεργασίας, είναι η
εποχή της βυζαντινής περιόδου. Διότι το φεουδαρχικό
σύστημα και το ενιαίο της επικράτειας από άποψη συνόρων,
επέτρεπε και την άνετη μετακίνηση και την αύξηση των ζώων.

Νομάδες και μετακινούμενη κτηνοτροφία
Οι νομάδες είναι μέλη μιας κοινότητας ανθρώπων που ζει σε
διαφορετικές τοποθεσίες και κινείται από το ένα μέρος στο
άλλο. Μεταξύ των διαφόρων τρόπων που σχετίζονται οι
νομάδες με το περιβάλλον, αναφέρονται ο κυνηγός, ο
τροφοσυλλέκτης, ο ποιμένας νομάδας ή ο «σύγχρονος»
περιπατητής νομάδας. Το νομαδικό κυνήγι και η
τροφοσυλλογή εποχιακών διαθέσιμων άγριων φυτών και
θηραμάτων θεωρείται η παλαιότερη μέθοδος ανθρώπινης
επιβίωσης.
Ο νομάδας, ανήκει σε μια φυλή, ομάδα, ή άλλο σύνολο
ανθρώπων που δεν έχουν σταθερή κατοικία αλλά
μετακινούνται διαρκώς μαζί με τα κοπάδια τους
Οι ποιμένες κινούνται μαζί με τα κοπάδια τους σε μοτίβα που
αποφεύγουν την εξάντληση των βοσκοτόπων αλλα και την
εξεύρεση καλύτερων κάθε φορά περιοχών που παρέχουν
ασφάλεια για τους ίδιους και τα κοπάδια τους αλλα και τροφή
για τα ζώα τους.
Η κίνηση αυτή των ποιμένων και των κοπαδιών ονομάζετε
μετακινούμενη κτηνοτροφία Άλλες ονομασίες για την
μετακινούμενη κτηνοτροφία είναι Μεταβατική κτηνοτροφία,

104

νομαδική κτηνοτροφία. Παλιότερα, προκειμένου να
χαρακτηριστούν οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι
χρησιμοποιούνταν οι όροι «σκηνίτες» και «φερέοικοι
βλαχοποιμένες». Τον όρο σκηνίτες φαίνεται να τον
χρησιμοποίησαν και οι Σαρακατσάνοι.
Για ορισμένους οι όροι «νομαδισμός» και «νομαδική
κτηνοτροφία», παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται ευρέως,
δεν ανταποκρίνονται στον τύπο των κτηνοτροφικών
μετακινήσεων που παρατηρούνται πλέον στον ελληνικό χώρο,
δεδομένου ότι οι μετακινήσεις πραγματοποιούνται μεταξύ
συγκεκριμένων τοποθεσιών, θερινής και χειμερινής. Εξάλλου
και οι νομάδες δεν περιπλανώνταν, αλλά επέλεγαν τους
τόπους χειμερινής και θερινής εγκατάστασης λαμβάνοντας υπ’
όψιν μια σειρά σύνθετων παραγόντων.
Ο όρος «μεταβατική κτηνοτροφία» είναι ακριβέστερος, καθώς
αντιστοιχεί στον διεθνή όρο transhumance, που δηλώνει την
εποχιακή μετακίνηση του κοπαδιού και των βοσκών από το
βουνό στον κάμπο και αντιστρόφως. Σε αρκετές περιοχές της
Ευρώπης ‒σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην Ελλάδα, που οι
κτηνοτροφικές οικογένειες στην πλειονότητά τους συνεχίζουν
να μετακινούνται μαζί με τα κοπάδια‒ δεν ακολουθεί το
σύνολο της οικογένειας τη μετακίνηση των κοπαδιών, αλλά
παραμένει μόνιμα σε ένα χωριό, ορεινό ή πεδινό.
Ως transhumance directe ορίζεται η μεταβατική κτηνοτροφία,
όταν ο τόπος μόνιμης κατοικίας της οικογένειας είναι ο
κάμπος, ενώ όταν συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή η μόνιμη
κατοικία της οικογένειας είναι στο βουνό, ονομάζεται
transhumance inverse. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι
μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι του ελλαδικού χώρου θεωρούν ως
πατρίδα τους τα βουνά και όχι τους κάμπους που
ξεχειμωνιάζουν (Ψυχογιός-Παπαπέτρου, 1983: 28· Salzman
α, 2010· Salzman β 2010). Σήμερα ο πιο συνηθισμένος όρος
για να περιγραφεί ο συγκεκριμένος τύπος κτηνοτροφίας είναι
«μετακινούμενη κτηνοτροφία». Στην ελληνική περίπτωση ο
όρος αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά στη μετακινούμενη
αιγοπροβατοτροφία
πηγή : Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Ελλάδας

105

Η μετακινούμενη κτηνοτροφία, αποτέλεσε το
μεγαλύτερο μέρος της ζωής στην Πίνδο, με
πρωταγωνιστές τους Βλάχους και του Σαρακατσάνους.
Εμφανίζεται κυρίως μεταξύ 5ου και 14ου αιώνα ως
νομαδισμός και η μετάβαση κατά τον (Νατσιάκο 1985)
στην ημινομαδική κτηνοτροφία σχετίζεται με την
σταθεροποίηση του τόπου παραμονής των Βλάχων στην
λεκάνη της Μεσογείου η οποία πραγματοποιείται μετά
την Οθωμανική κατάκτηση και τα προνόμια τα οποία
απολαμβάνουν οι Βλάχοι εξ αιτίας της θέσης τους και
της ανάγκης σε κτηνοτροφικά προϊόντα. (Ρόκου 2007)
.Μάλιστα κατά τον Π. Αραβαντινό (1856,σσ 186,187) οι
βλάχικοι πληθυσμοί το 1479, υποδουλώθηκαν
εθελουσίως. Το Μέτσοβο με άλλες κοινοτητες περίπου
40-50 περιέρχεται υπο την προστασία της Βαλιντέ
Σουλτάν (μητέρα του Σουλτάνου).(Νιτσιάκος 1985)
Η κτηνοτροφία και ειδικά η νομαδική ή μετακινούμενη,
στην οροσειρά της Πίνδου, αποτελεί μία από τις
σημαντικότερες παραδοσιακές πρακτικές για την
οικονομία και τον πολιτισμό ολόκληρης της Μεσογείου.
Αν και χρονικά, οι ρίζες της πάνε πίσω στην προϊστορία,
η μετακινούμενη κτηνοτροφία, συνέχισε μέχρι την
προσάρτηση στο ελληνικό κράτος της Θεσσαλίας (1881)
και στη συνέχεια της Μακεδονίας (1912). η
μετακινούμενη κτηνοτροφία γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση
την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς η
μετακίνηση λόγου του ενιαίου χώρου της Αυτοκρατορίας
γίνεται πιο εύκολη και σε περισσότερο εκτεταμένες
περιοχές. Η μετακινούμενη κτηνοτροφία στην περιοχή των
Βαλκανίων και της Μεσογείου -και βέβαια και αλλού- έχει
πολύ βαθιές ιστορικές ρίζες. Γνωστή από τη βυζαντινή περίοδο
(5ος αιώνας), εξαιτίας της σταδιακής ψύχρανσης του κλίματος
που ευνοούσε την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, αναπτύχθηκε
ιδιαίτερα κατά την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι
λόγοι της άνθησής της κατά την περίοδο αυτή είναι ποικίλοι:
γεωγραφικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, κοινωνικοί. Το ανάγλυφο
της ευρύτερης περιοχής, με τα βουνά που βρίσκονται σε

106

απόσταση όχι απαγορευτικά μακρινή από τις πεδιάδες και τα
παράλια, ευνόησε την ανάπτυξη της μετακινούμενης
κτηνοτροφίας. Το ευρύτατο γεωγραφικό πλαίσιο της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διευκόλυνε όπως είδαμε τις
διαδρομές των μετακινούμενων, που σε ορισμένες περιπτώσεις
ήταν μακρινές, καθώς δεν παρεμποδίζονταν από εθνικά
σύνορα. Επίσης, η συνεχής μετακίνηση έδινε μια αίσθηση
ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με το
γεγονός ότι οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι είχαν σε κάθε
περίπτωση εξασφαλισμένη την καθημερινή διατροφή, το
κοινωνικό τους γόητρο ήταν ενισχυμένο. Υποστηρίζει ο Ζακ
Αταλί στο βιβλίο του «L’ homme nomade» («Fayard», 2003).
Σήμερα επικρατεί μια μορφή ατομικού και μοναχικού
νομαδισμού, είτε πρόκειται για τον νομαδισμό των πλουσίων
είτε για εκείνο των απόκληρων..
οι νομάδες του παρελθόντος ήσαν ολόκληροι λαοί, που είχαν
μιαν αντίληψη για τη ζωή βασισμένη στην περιπλάνηση, την
ελευθερία και την αλληλεγγύη. Ο δικός τους νομαδισμός ήταν
συλλογικός.

Οι Σαρακατσάνοι κτηνοτρόφοι ήταν οργανωμένοι σε
τσελιγκάτα. από παλιά Οι κίνδυνοι της μετακίνησης (άγρια
ζώα, κλέφτες κλπ.) ώθησε σε κάποια φάση τους ιδιοκτήτες των
μικρών κοπαδιών να συνενωθούν μεταξύ τους, και να σμίξουν
σε έναν οικονομικό συνεταιρισμό ως σμίχτες στο τσελιγκάτο.
Αρχηγός του τσελιγκάτου ήταν ο άνθρωπος που έχαιρε της
εκτίμησης των σμιχτάδων ήταν δε συνήθως ο κάτοχος του
μεγαλύτερου κοπαδιού, αλλα ήξερε στοιχειώδη γραφή και είχε
κοινωνικές προσβάσεις για τις ανάγκες των συναλλαγών . Το
τσελιγκάτο λειτουργούσε με βάση τις άτεγκτες ιεραρχικές
σχέσεις στο εσωτερικό του, αλλά και στο εσωτερικό των
οικογενειών που το αποτελούσαν. Αυτές εκφράζονταν κυρίως
με τη κυρίαρχη παρουσία του τσέλιγκα. Σε αντάλλαγμα, ο
τσέλιγκας παρείχε στους σμίχτες οικονομική ασφάλεια, καθώς
και ισχυρή προστασία.
Το μεγαλύτερο πλήγμα για τη μετακινούμενη
κτηνοτροφία ήταν η αγροτική μεταρρύθμιση της

107

δεκαετίας του 1920, που στέρησε από τους
μετακινούμενους χειμερινούς βοσκοτόπους. Αυτή η
αγροτική μεταρρύθμιση στέρησε από τη μετακινούμενη
κτηνοτροφία ζωτικής σημασίας εκτάσεις, γεγονός που
προξένησε μεγάλα προβλήματα και συγκρούσεις με τους
γεωργούς των πεδινών περιοχών. Συγκρούσεις οι
οποίες είχαν αρχίσει από το 1830 και οδήγησαν στον
δεύτερο διωγμό από τον Χουσνή πασά της Λάρισας των
Σαρακατσάνων από την Πίνδο. βλέπε την απάντηση Ν.

Κατσαρού στον Ν. Μερτζο για το τραγούδι των Σαρακατσάνων:

"Εσείς βουνά από τα Άγραφα
βουνά τα Ασπροποτάμου…"
Από το 1920 και εντεύθεν ήταν περίοδος ριζικών
αλλαγών που οδήγησαν σε ύφεση και σημαντικούς
μετασχηματισμούς τη μετακινούμενη κτηνοτροφία. Κατά
την περίοδο αυτή διαλύεται το τσελιγκάτο και η
κτηνοτροφία στην περιοχή της κεντρικής Ελλάδος και
μερικά χρόνια αργότερα στην Μακεδονία και Θράκη.
Κατά τη διάρκεια της αγροτικής μεταρρύθμισης, ορισμένοι
μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι, διαβλέποντας τον κίνδυνο της
έλλειψης χειμερινών βοσκοτόπων, εγκαταστάθηκαν και έγιναν
δικαιούχοι γεωργικού κλήρου, γεγονός που αποτέλεσε την
αρχή της σταδιακής διάλυσης του τσελιγκάτου.
Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο Συράκης (1925), την
περίοδο εκείνη 13.700 οικογένειες μετακινούνταν μαζί με τα
κοπάδια τους, από τις οποίες 5.956 ήταν οικογένειες
Σαρακατσάνων, 786 οικογένειες Αρβανιτόβλαχων, 3.409
οικογένειες Κουτσόβλαχων, καθώς και 3.549 οικογένειες
χωρικών που δεν ενέπιπταν σε κάποια από τις προηγούμενες
κατηγορίες.
Τα διάφορα «φύλα» όμως που τους τελευταίους δυο αιώνες
ασκούν τη νομαδική ή ημινομαδική κτηνοτροφία, μας είναι
γνωστά:
Οι Σαρακατσαναίοι, οι Καραγκούνηδες (Αρβανιτόβλαχοι), οι
Βλάχοι (Κουτσό-
βλαχοι) και οι Χωρικοί (Τζουμερκιώτες, Αγραφιώτες,
Κουπατσα-

108

ρέοι, Βαλτετσιώτες, κτλ.)•3
Τα δυο πρώτα (Σαρακατσαναίοι-Καραγκούνηδες) θεωρούνται
γνήσια νομαδικά φύλα χωρίς μόνιμες κατοικίες ή βοσκοτόπια.
Αντίθετα, οι Βλάχοι και οι διάφοροι Χωρικοί θεωρούνται
«ημινομάδες» γιατί είχαν μόνιμες εστίες στα βουνά, συνήθως
και κοινοτικά βοσκοτόπια, κι αυτό που άλλαζε, ανάλογα με τα
διαθέσιμα λιβάδια, ήταν ο τόπος που ξεχείμαζαν
Όμως ούτε τα θέρετρα ήσαν οπωσδήποτε σταθερά γιατί, την
εποχή της ακμής των ορεινών όγκων και της νομαδικής
κτηνοτροφίας, τα βοσκοτόπια των ορεινών κοινοτήτων δεν
επαρκούσαν πάντα για να καλύψουν τις ανάγκες των κατοίκων
τους,
οι οποίοι ήσαν έτσι υποχρεωμένοι ν' αναζητούν λιβάδια σ'
άλλα βουνά. Αν από την άλλη μεριά λάβουμε υπ' όψη μας ότι
πολλοί από τους «γνήσιους» νομάδες (Σαρακατσαναίους-
Καραγκούνηδες) είχαν για μεγάλες περιόδους σταθερούς
τόπους για χειμαδιά και θέρετρα, διαπιστώνουμε πως η
συνήθης διάκριση μεταξύ νομάδων και ημινομάδων δεν έχει,
ίσως, τόσο καθοριστική σημασία. Εξ άλλου, από το 1919 και
μετά, επιβάλλεται ενοικιοστάσιο στα λιβάδια. Οι όροι του
ενοικιοστασίου συνεχώς τροποποιούνται αλλά, λίγο-πολύ,
επιτρέπουν στους νομάδες κτηνοτρόφους να εκμεταλλεύονται
συνεχώς τα ίδια λιβάδια. Από το 1938 τέλος, οπότε
επιβλήθηκε η αναγκαστική εγγραφή ως δημοτών σε ορεινή ή
πεδινή κοινότητα και των Καραγκούνηδων-Σαρακατσάνων η
διαφορά αυτή έπαψε να υπάρχει και τυπικά.
Οικογένειες νομάδων (1923, στις περιοχές χειμαδιών)
Τα πρώτα συνολικά, στοιχεία που έχουμε για τη νομαδική
κτηνοτροφία έρχονται από την περίοδο 1923-24, όταν ο
γεωπόνος και Γενικός Επιθεωρητής Γεωργίας Δημοσθένης
Συράκης περιόδευσε τα διαμερίσματα της χώρας (Θεσσαλία,
Μακεδονία, Ήπειρο, Στερεά, Θράκη)» για να μελετήσει
στατιστικά και οικονομικά τη νομαδική κτηνοτροφία. Οι
πληροφορίες που παίρνουμε από την εργασία του Συράκη
είναι πολύτιμες.

109

Σαρακατσάνοι οικογένειες:

Μακεδονία Θράκη 1.499

Ήπειρος 699

Θεσσαλία 794

Στερεά 1.112

Πελοπόννησος 1.360

Κρήτη -

Σύνολο 5956

Αρβανιτόβλαχοι: σύνολον 768, κυρίως Ήπειρο 531

Βλάχοι: σύνολον 3409 κυρίως Θεσσαλία 1999. Μικρότερα

51 Στερεά, 190 Ήπειρο

Χωρικοί: σύνολον 3549 κατανεμημένα σχεδόν παντού

(500 Πελοπόννησο - 886 Θεσσαλία ) εκτός της Μακεδονίας

Στερεάς που έχουν περίπου 259 με 227

Σύνολο χώρας 13 700

Πηγή: Συράκης (1925)

Για τους νομάδες κτηνοτρόφους, ανάμεσα στο 1920 και στο
1950, δεν παρεμβάλλονται μόνο η κατοχή κι ο εμφύλιος: έχει
προηγηθεί το «χάλασμα των χειμαδιών», κατά την έκφραση
τους, δηλαδή η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών κι η διανομή
τους σε ακτήμονες και πρόσφυγες. Και τα δυο είχαν ως
αποτέλεσμα, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, να
κατατεμαχιστούν και να δοθούν σε μικροϊδιοκτήτες
καλλιεργητές μεγάλες εκτάσεις που ως τότε χρησιμοποιούνταν
για λιβάδια. Δεν ήταν εύκολο πλέον να νοικιάζονται μεγάλες
συνεχείς εκτάσεις που να μπορούν να χωρέσουν όλα τα
πρόβατα ενός τσελιγκάτου.
Ο κατακερματισμός των συνεχών αγραναπαύσεων και
λιβαδιών οδηγεί και στον κατακερματισμό του τσελιγκάτου.
Ακόμη, οι πρώην κολλήγοι δεν θέλουν στα χωράφια τους
κτηνοτρόφους, αρνούνται να τους
νοικιάσουν τη χέρσα γη. [Συράκης (1925, σ. 745-760),
Καραβίδας (1931:58-63)3- Αν προστεθεί στην έλλειψη
χειμαδιών και η απουσία επαρκών θερινών βοσκοτόπων στη
Μακεδονία-Θράκη (όπου κατά τις

110

εκτιμήσεις του Συράκη (1925:749), έλειπαν 1.700.000
στρέμματα θερινών βοσκών για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες
των κοπαδιών που υπήρχαν), απορίας άξιο είναι πώς το 1960
εξακολουθούν να υπάρχουν,
με βάση τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, κάπου 2.000.000 μεταβατικά
γιδοπρόβατα—όσα υπελόγιζε κι ο Συράκης ότι θ' απομείνουν
στην εποχή του.8 Παρά το χάλασμα των χειμαδιών, παρά την
κατοχή και τον εμφύλιο, διαπιστώνουμε πως η νομαδική
κτηνοτροφία έδειξε θαυμαστή αντοχή στην 35ετία 1925-1960.
Μειώθηκε δραματικά μόνο στη Μακεδονία-Θράκη, όπου
σχεδόν έχει εξαφανιστεί σήμερα , γεγονός που φαίνεται να
δηλώνει πως η απουσία θερινών βοσκών υπήρξε καταλυτική.
Η Αγγελική Χατζημιχάλη (1975, τ. Ι, Μέρος Α' Παράρτημα), η
οποία κατέγραψε όλες σχεδόν τις οικογένειες (ή τα τσελιγκάτα)
των Σαρακατσαναίων της Ελλάδας. Σύμφωνα με τους
υπολογισμούς της υπήρχαν 10.604 οικογένειες μεταβατικών
και εδραίων Σαρακατσαναίων με 1.729.141 γιδοπρόβατα. Αν
λάβουμε υπ' όψη μας μόνο τις μετακινούμενες οικογένειες
των Σαρακατσαναίων, προκύπτει ότι στις αρχές της δεκαετίας
του '50 υπήρχαν 1.839 τσελιγκάτα αποτελούμενα από 7.620
οικογένειες με 1.400.000 γιδοπρόβατα

Σαρακατσάνοι νομάδες κτηνοτρόφοι κατά το 1955'(περιοχές
θέρετρων)

Π η γ ή : Χατζημιχάλη (1955, τ. Α' )

Περιοχή 174 Τσελιγκάτα Οικογένειες
Γιδοπρόβατα 323
Πελοπόννησος 401 335 70770
Ήπειρος 775 1875 285440
Μακεδονία 129 2555 525.670
Στερεά 1400 264030
Θεσσαλία 37 530 78215
Θράκη 1.839 179750
Σύνολο 905
7620 1.403875

111

Η πιο συστηματική όμως πολιτική για τη μόνιμη εγκατάσταση,
η οποία ουσιαστικά σήμαινε και το τέλος του τσελιγκάτου,
εφαρμόστηκε με τον Αναγκαστικό Νόμο 1223/1938
(Εφημερίς της Κυβερνήσεως τ. Α΄, φ. 184/4.5.1938, σσ.
1123-1129). Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, που αφορούσε
κυρίως τους Σαρακατσάνους, οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι,
οι οποίοι μέχρι τότε δεν ήταν εγγεγραμμένοι, ήταν
υποχρεωμένοι να εγγραφούν στα δημοτολόγια των κοινοτήτων
στις οποίες διαχείμαζαν, με συγκεκριμένους περιορισμούς ανά
κοινότητα, από την μία καταγράφοντας τους ώστε να τους
φορολογήσει, να τους στρατολογήσει και γενικά να τους
επιβάλει τις υποχρεώσεις των Ελλήνων πολιτών (π.χ.
φορολόγηση, στρατολόγηση κλπ.), αφετέρου να τους
εξασφαλίσει πρόσβαση στους κοινοτικούς βοσκοτόπους οι
οποίοι ήταν διαθέσιμοι μόνο στους μόνιμους κατοίκους
δωρεάν.
Ο εκσυγχρονισμός και η εκμηχάνιση της γεωργίας επίσης
στέρησε από τους Σαρακατσάνους και γενικά τους
ασχολούμενους με την κτηνοτροφία περισσότερους
βοσκοτόπους, καθώς μετέτρεψε τα βοσκοτόπια σε
καλλιεργούμενες εκτάσεις. Βέβαια συνέβαλαν επίσης η
έλλειψη εκσυγχρονισμού της μετακινούμενης κτηνοτροφίας,
οι χαμηλές τιμές των προϊόντων της κτηνοτροφίας, η δυσκολία
του επαγγέλματος σε σχέση με τα νέα επαγγέλματα όπου ήταν
και καλύτερες οι συνθήκες εργασίας αλλα και καλύτερα
αμειβόμενη η εργασία. Επίσης η κοινωνική απαξίωση του
επαγγέλματος του κτηνοτρόφου, με την ταυτόχρονη αλλαγή
του τρόπου διαβίωσης των Ελλήνων, οδήγησαν είτε τους ίδιους
τους κτηνοτρόφους είτε τα παιδιά τους να εγκαταλείψουν τη
ζωή του μετακινούμενου κτηνοτρόφου και να μεταναστεύσουν
προς τα αστικά κέντρα της χώρας ή και το εξωτερικό
Η ανθεκτικότητα της μετακινούμενης κτηνοτροφίας στον
χρόνο, παρά τις αντίξοες και μερικές φορές εχθρικές
συνθήκες στις οποίες κλήθηκε να προσαρμοστεί, είναι
αξιοσημείωτη και οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην
προσαρμοστικότητα των συντελεστών της οι οποίοι δεν ήταν
άλλοι από τους ίδιους τους ποιμένες Σαρακατσάνους. Ο

112

οικογενειακός χαρακτήρας και η βαθιά σχέση της
μετακίνησης με τις οικογενειακές και κοινοτικές παραδόσεις,
το δέσιμο με τον τόπο και τη γη, η λειτουργικότητα της
μετακινούμενης κτηνοτροφίας στο πλαίσιο μιας ζωής που
έδεινε τους αναγκαίους πόρους στις συμμετέχουσες
οικογένειες κράτησε μεχρι πρόσφατα την μετακινούμενη
κτηνοτροφία ζωντανή. Οι αρχές της αλληλοβοήθειας και της
αμοιβαιότητας, οι οποίες αποτελούσαν τη βάση συνεργασίας
μεταξύ των μελών του τσελιγκάτου και κυρίως μεταξύ
ευρύτερων οικογενειακών ομάδων και χαρακτήριζαν το
σύστημα οργάνωσης τους ενέπνεε την σιγουριά και την
ασφάλεια που χρειαζόταν στους δύσκολους καιρούς, μέχρι
που άρχισε η εξατομίκευση του κτηνοτροφικού επαγγέλματος.
Η εξατομίκευση αυτή οδήγησε σε συρρίκνωση τη
μετακινούμενη κτηνοτροφία κατά τις επόμενες δεκαετίες,
κυρίως όσον αφορά τον αριθμό των μετακινούμενων κοπαδιών
και όχι το σύνολο των εκτρεφόμενων ζώων.

Στην αρχική μορφή της η κτηνοτροφία απόβλεπε στο να
εξασφαλίσει βασικά κρέας για την οικογένεια και τη ομάδα.
Αρχικά το γάλα δεν το χρησιμοποιούσαν, αλλά ούτε και το
θεωρούσαν προϊόν. Τα προϊόντα της κτηνοτροφίας κυρίως
ήταν εκτός από το κρέας, το μαλλί και, τα δέρματα, από τα
οποία κατασκεύαζαν ρούχα και διάφορα άλλα αντικείμενα. Η
κτηνοτροφία αρχίζει να αποκτά εμπορικό χαρακτήρα με τον
χωρισμό της πρωτόγονης κοινωνίας σε αγρότες και
κτηνοτρόφους. Όταν ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες,
δημιουργείται η ανάγκη και άλλων προϊόντων για την
διαβίωση τους αρχίζει μια μεγάλη ανταλλαγή των προϊόντων
που ο καθένας παρήγαγε. Καθώς την εποχή εκείνη δεν
υπήρχαν χρήματα και οι ανταλλαγές γίνονταν σε είδος. Ως
βάση όμως για τις ανταλλαγές, οι άνθρωποι τότε
χρησιμοποιούσαν τα ζώα η τα προϊόντα από την κτηνοτροφική
παραγωγή . Έτσι, η αξία κάθε αντικειμένου μεταφραζόταν σε
ζώα. Έλεγαν για παράδειγμα ότι η πανοπλία αυτή αξίζει 2
πρόβατα, και σε πολλούς λαούς, η λέξη ζώο έγινε συνώνυμη
με τη λέξη χρήμα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι εκείνος που είχε

113

πολλά ζώα μπορούσε ν' αγοράσει τα πάντα. Μπορούσε ακόμη
να αποκτήσει και δύναμη πολιτική, αλλά κυρίως δύναμη
οικονομική.
Πολλά τα παραδείγματα και οι αποδείξεις της ύπαρξης της
κτηνοτροφία στους αρχαιότερους χρόνους όπως θα δούμε πιο
κάτω. Όσο η οργάνωση της κοινωνίας προχωρούσε, τόσο
άλλαζαν και οι τρόποι της εκτροφής των ζώων.
Κατά τους κλασικούς χρόνους της αρχαίας Ελλάδας, το κρέας
παρουσίαζε μεγαλύτερη κατανάλωση στις τάξεις των εύπορων
γαιοκτημόνων, που είχαν ως βασική ενασχόληση τη γεωργία
και την κτηνοτροφία. Στα εύφορα λιβάδια και στις πεδιάδες
της Θεσσαλίας, καθώς και στα ορεινά ακραία σημεία, έτρεφαν
πρόβατα, κατσίκες, χοιρινά και βοοειδή σε αγέλες.

Η παραγωγή και η χρήση γαλακτοκομικών προϊόντων ήταν
εξαπλωμένη σε όλη τη βόρεια πλευρά της Μεσογείου από την
Ανατολία έως την Ισπανία - με εξαίρεση την Ελλάδα, όπου η
κτηνοτροφία έδινε έμφαση περισσότερο στο κρέας.
Οι ερευνητές από πολλές χώρες (Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία,
Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα), με επικεφαλής τη Μέλανι Ρόφετ-
Σαλκ του βρετανικού Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, έκαναν
μια δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας
Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS). Στη μελέτη συμμετείχε η
Ντουσάνκα-Χριστίνα Ούρεμ-Κώτσου, επίκουρη καθηγήτρια
προϊστορικής αρχαιολογίας του Τμήματος Ιστορίας και
Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.
Σε αυτή την νέα διεθνή επιστημονική έρευνα και με ελληνική
συμμετοχή προκύπτει το συμπέρασμα ότι:
Η παραγωγή και η χρήση γαλακτοκομικών προϊόντων ήταν
εξαπλωμένη σε όλη τη βόρεια πλευρά της Μεσογείου από την
Ανατολία έως την Ισπανία
Εξαίρεση αποτελεί η Ελλάδα, όπου η κτηνοτροφία έδινε
έμφαση περισσότερο στο κρέας
Μια βασική διαπίστωση ήταν ότι ενώ τόσο στη δυτική όσο και
στην ανατολική Μεσόγειο βρέθηκαν σαφή στοιχεία για την
παραγωγή και χρήση γάλατος, δεν ίσχυε στον ίδιο βαθμό κάτι
τέτοιο στη βόρεια και στην κεντρική Ελλάδα, όπου η συχνή

114

ανεύρεση οστών χοίρων δείχνει μια μεγαλύτερη εξάρτηση από
την παραγωγή και την κατανάλωση κρέατος παρά γάλατος.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι οι περισσότερες περιοχές της
βόρειας (ευρωπαϊκής) Μεσογείου άρχισαν να εκτρέφουν ζώα
για την παραγωγή γάλατος (πρόβατα, κατσίκες, βοοειδή) μόλις
τα εξημέρωσαν μεταξύ του 8500 και του 7000 π. Χ.
Όμως στη βόρεια Ελλάδα παρατηρείται σχετική απουσία
τέτοιων καταλοίπων γάλατος μέσα σε κεραμικά, σε αντίθεση με
την αφθονία τους στη βορειοδυτική Μεσόγειο. Αυτό, κατά τους
ερευνητές, σε συνδυασμό με τα συχνά ευρήματα οστών χοίρων
και όχι ζώων που παράγουν γάλα, δείχνει ότι οι νεολιθικές
κοινότητες στην περιοχή της Ελλάδας έδειχναν προτίμηση
στην κτηνοτροφία με στόχο την κατανάλωση κρέατος.
Το γιατί μπορεί να συνέβαινε αυτό, δεν είναι σαφές, αλλά οι
ερευνητές εκτιμούν ότι πιθανώς έπαιξαν ρόλο περιβαλλοντικοί
και πολιτισμικοί παράγοντες.

ΒΛΑΧΟΙ

βλᾱχά, Δωρική αντί βληχή. βληχάομαι, αόρ. αʹ ἐβληχησάμην,

αποθ., βελάζω, γογγύζω, λέγεται για πρόβατα και αίγες, στον

Αριστοφάνη χρησιμοποιείται και για βρέφη. βληχή, Δωρική

βλᾱχά, ἡ, βέλασμα· οἰῶν, σε Ομήρου Οδύσσεια το κλάμα των

νηπίων. βληχάομαι, αόρ. αʹ ἐβληχησάμην, αποθ., βελάζω,

γογγύζω, λέγεται για πρόβατα και αίγες, σε Αριστοφ.·

χρησιμοποιείται και για βρέφη, στον ίδ. βληχή, Δωρ. βλᾱχά,

ἡ, βέλασμα· οἰῶν, σε Ομήρ. Οδ.· το κλάμα των παιδιών

(νηπίων), σε Ευρ. (ηχομιμ. λέξη). βληχρός, -ά, -όν (βλάξ),

αμυδρός, μαλακός, άτονος, σε Πλούτ.· πρβλ. ἀ-βληχρός.

βληχ-ώδης, -ες (εἶδος), αυτός που βελάζει, προβατώδης, σε

Βάβρ. βλήχων, ἡ, γεν. -ωνος ή βληχώ, γεν. -οῦς, Ιων.

γλήχων, Δωρ. γλάχων και -ώ, είδος φυτού, «το φλισκούνι», Λατ.

mentha pulegium, σε Αριστοφ., Θεόκρ. (άγν. προέλ.).

βληχωνίας, -ου, ὁ, παρασκευασμένος από φλισκούνι, σε

Αριστοφ.

115

Ο ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός, στο έργο του «Περί
καταγωγής των βλάχων», Σύγχρονα θέματα 1963 σελ. 285,
γράφει: «Ίσως κάποτε στην αρχαιότητα, ένα μέρος από τους
κατοίκους της Θεσσαλικής πεδιάδας το καλοκαίρι να ανέβαινε
σε πιο βόρεια μέρη (Ήπειρο και Μακεδονία) και το χειμώνα να
γύριζε στα παλιά γνωστά μέρη».
Ο ιστορικός Κεραμόπουλος γράφει για τους Περαιβούς:
«Εκ πάντων τούτων συνάγεται ότι εις την Θεσσαλικήν πεδιάδα
κατήρχοντο εκ των γειτονικών ορέων...κτηνοτρόφοι και
διέμενον μετά των κτηνών των εις την Θεσσαλικήν πεδιάδα
κατά την ψυχράν περίοδον του χειμώνα και επανήρχοντο εις
τα όρη περί το Έαρ. Ούτος ήτο ο βίος των αρχαίων Περραιβών,
ελληνικής φυλής, ελληνόγλωσσου βεβαίως. Αλλά αυτός ούτος
είναι και ο βίος των σημερινών Βλάχων λατινογλώσσων όμως».
(1953 - 54)
Η σύγχυση αυτή περί της ονομασίας των βλάχων η οποία
προέρχεται από την επαγγελματική τους ενασχόληση με την
κτηνοτροφία θα τροφοδοτήσει φανταστικές θεωρίες για την
καταγωγή Βλάχων Αρωμάνων και βλάχων Σαρακατσάνων. Η
Βυζαντινή ονομασία των ποιμένων σε βλάχους θα συνοδεύει
μεχρι των 16 ο αιώνα τα δύο φύλα όπου και αρχίζει να
ξεχωρίζει η ονομασία Σαρακατσάνος και το Βλάχος ως
εθνοτικός προσδιορισμός να παραμένει στους Αρωμάνους
Βλάχους.
Η τελευταία, απεγνωσμένη, προσπάθεια των Βυζαντινών
εναντίον της οθωμανικής επέκτασης στη Θεσσαλία ήταν μια
παράτολμη ενέργεια του Δεσπότη του Μυστρά Κωνσταντίνου
Παλαιολόγου (του μελλοντικού τελευταίου Βυζαντινού
αυτοκράτορα). O Κων/νος, επικεφαλής στρατιωτικού σώματος,
το 1445 προέλασε στη Στερεά και εισήλθε στη Θεσσαλία
περνώντας από το Φανάρι (δεν γνωρίζουμε αν το κατέλαβε
προσωρινά) και έφτασε στα ορεινά των Αγράφων.
Ειδοποιούμενος όμως ότι ισχυρές τουρκικές δυνάμεις είχαν
συγκεντρωθεί στο Βελεστίνο (αρχές του 1446), αναγκάστηκε
να υποχωρήσει νοτιότερα. Η αντίσταση των Ελλήνων που ήταν
περιορισμένη στα ορεινά της Θεσσαλίας εγκαταλείφθηκε μετά
την άλωση της Πόλης (1453). Τότε φαίνεται πως έπεσε

116

οριστικά και το Φανάρι στα χέρια των εισβολέων. Τέλος το
1454 υπογράφηκε συνθήκη μεταξύ του Μωάμεθ Β΄ (Πορθητή)
και των Ενετών, σύμφωνα με την οποία οι Τούρκοι
αποκτούσαν τον έλεγχο των τελευταίων δυο οχυρών της
Θεσσαλίας: των κάστρων του Πτελεού και του Γαρδικίου
(Ετέρα Γαρδικία). Όμως η συμφωνία έμελλε να γίνει πράξη το
1470, μετά την πτώση της Εύβοιας (12-7-1470). Έτσι τα
τελευταία οχυρά εκπορθήθηκαν, ενώ οι Ενετοί υπερασπιστές
των σκοτώθηκαν μέχρι ενός από τους Τούρκους, και οι
Έλληνες κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν
σιδηροδέσμιοι στην Κων/λη.

Οι Οθωμανοί κατέκτησαν σταδιακά από το 1444 ολόκληρη
την Θεσσαλία, μόνο ο Πτελεός παρέμεινε στους Βενετούς
μέχρι το 1470
Η νέα Οθωμανική επαρχία κυβερνήθηκε από τον ισχυρό πασά
Τουραχάν μπέη και τον γιο του Τουραχάνογλου Ομέρ σαν
προσωπική ιδιοκτησία. Οι διάδοχοι τους έφεραν Τούρκους
μετανάστες από την Ανατολή ιδιαίτερα από το Ικόνιο για να
κατοικήσουν την πολύ αραιοκατοικημένη Θεσσαλία, οι
μουσουλμάνοι κατοικούσαν στις πεδιάδες και οι χριστιανοί
στα βουνά γύρω από τον Θεσσαλικό κάμπο/ Η ληστεία άρχισε
να οργιάζει στην περιοχή και οι χριστιανοί δημιούργησαν
στρατιωτικά σώματα τους Αρματολούς που λεηλατούσαν τους
μουσουλμάνους, συγκεντρώθηκαν γύρω από τα βουνά όπως τα
Άγραφα. Ελληνικές επαναστάσεις έγιναν πολλές φορές και
ήταν όλες αποτυχημένες : το 1601, το 1612, όταν ξέσπασε ο
Έκτος Βενετοτουρκικός πόλεμος στον οποίο η Δημοκρατία της
Βενετίας κατέλαβε την Πελοπόννησο και στα Ορλωφικά Ο
δυναμικός Αλή Πασάς κατέλαβε την Θεσσαλία (1780) και
άρχισε μετά το 1808 να καταπιέζει σκληρά τον πληθυσμό. Η
υψηλή φορολογία του Αλή Πασά και η πανώλη εξόντωσαν τον
πληθυσμό που έφτασε τους 200.000 κατοίκους (1820).
Οι Τούρκοι Από το 1447 είχαν πάρει και ολόκληρη τη
Θεσσαλία.
Ο στρατηγός Τουραχάν πήρε (1422) τη Θεσσαλία δώρο ως
ανταμοιβή για τη γενναιότητά του στους πολέμους που οι

117

Οθωμανοί διεξήγαν στα Βαλκάνια. Έγινε μπεηλίρμπεης
(μπέης των μπέηδων, διοικητής των διοικητών,
αρχιφεουδάχης). Μακεδονία και Θεσσαλία εποικίστηκαν από
Οθωμανούς της περιοχής του Ικονίου της Μικράς Ασίας που
έμειναν περιβόητοι με το όνομα Κονιάροι. Μια γενιά
αργότερα, η Θεσσαλία ενίσχυσε τον στρατό του Μωάμεθ Β’ του
Πορθητή με 25.000 καβαλάρηδες και πεζούς Τούρκους. Μετά
την άλωση της Πόλης, η περιοχή τεμαχίστηκε σε φέουδα
(τσιφλίκια). Οι χριστιανοί περιορίστηκαν σε γεωργικές και
κτηνοτροφικές δουλειές ή έγιναν δούλοι. Η κατάσταση
χειροτέρεψε με τους Ιβλιά Φατιχιέ, τους διαδόχους των
αρχικών τσιφλικάδων, με τους Κονιάρους να αποδεικνύονται
πολύ σκληρά αφεντικά.
Όσοι μπορούσαν, ξενιτεύονταν. Οι πρώτοι Έλληνες έμποροι
που κινήθηκαν στη Δυτική Ευρώπη ήταν Ηπειρώτες και
Θεσσαλοί. Οι ελληνικές παροικίες στο εξωτερικό έγιναν το
στήριγμα των υπόδουλων αλλά και φωλιές διαιώνισης της
εθνικής συνείδησης.
Στα βουνά, εμφανίστηκαν οι πρώτοι ένοπλοι που έφυγαν από
τον κάμπο ζητώντας ελεύθερη ζωή, έστω και με στερήσεις, κι
αποζώντας από τις ληστείες (μωαμεθανών και χριστιανών,
χωρίς διάκριση). Αναζητήθηκαν ένοπλοι που θα εξασφάλιζαν
την ασφάλεια του πληθυσμού έναντι αμοιβής («ουλουφέ»).
Ξεκίνησε το καθεστώς των αρματολών και κλεφτών που ήταν
στην πραγματικότητα τα ίδια πρόσωπα με εναλλασσόμενους
ρόλους.

Μερικές χρονολογίες που αφορούν την Θεσσαλία και την
Πίνδο.

Το 1386.Η πρώτη οθωμανική εισβολή στη Θεσσαλία
Το 1392/3, άρχισε η δεύτερη φάση της οθωμανικής εξάπλωση
Το 1395-6 έπεσε η πιο οχυρή θεσσαλική πόλη, τα Τρίκαλα,
Το 1422 ο Τουραχάν παίρνει δώρο την Θεσσαλία (γίνεται
επικοισμός από οθωμανούς)
Το 1447 ολική κατάκτησης από του Τούρκους της Θεσσαλία

118

Το 1453 Με την άλωση οι βλάχοι Σαρακατσάνοι αποχωρούν
ως φυγάδες
Το 1612, ξέσπασε η τελικά άτυχη επανάσταση του Διονυσίου
στα Τρίκαλα. Οι Θεσσαλοί γνώρισαν αιματηρά τα τουρκικά
αντίποινα.
Το 1667, θανατηφόρα επιδημία ξέσπασε στη Θεσσαλία και
αραίωσε αισθητά τον πληθυσμό
Το 1688, νέα θανατηφόρα επιδημία αραίωσε ακόμα πιο πολύ
τον πληθυσμό.
Το 1719 νέες πλημύρες καταστρέφουν την Θεσσαλία
Το 1729 καινούριες πλημμύρες του Πηνειού κατέστρεψαν τη
Θεσσαλία.
Το 1780 κι έπειτα) Η εποχή του Αλή πασά
Το 1810 - 1811 1ος διωγμός των Σαρακατσάνων απ τον Αλή
πασά με τον θάνατο των Κατσαντώνη- Λεπενιώτη.
Το 1850-55 2ος διωγμός των Σαρακατσάνων από τον Χουσνή
πασά της Λάρισας

Παρατηρώντας τις διάφορες χρονολογίες ομιλούμε πάντα για
διωγμούς των Σαρακατσάνων και όχι για φυγή. Καθ ότι οι
μετακινήσεις ήταν άνετες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία λόγω
της μη ύπαρξης συνόρων.
Οι διωγμοί αυτοί είναι ο πρώτος μετά τον θάνατο του
Λεπενιώτη και έγινε από τον Αλή Πασά το 1810 - 1811 μετά
το θάνατο του Κατσαντώνη και του Λεπενιώτη και ο δεύτερος
το 1850-55 από τον Χουσνή πασά της Λάρισας από
καταγγελίες των Αρωμάνων Βλάχων του Ασπροπόταμου.
Από τον βλαχόφωνο Έλληνα συγγραφέα Αλέξανδρο
Χατζηγάκη, εγγονό του Γάκη Χατζή, που αναφέρεται στο
τραγούδι του διωγμού απ τον Ασπροπόταμο,….. να μας
διηγηθεί το ιστορικό αυτό γεγονός από το έργο του "Τ'
ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟ ΠΙΝΔΟΥ'." Γράφει λοιπόν ο Αλέξανδρος
Χατζηγάκης:
"Ο Χουσνή Πασάς κατέτρεξεν το πατριωτικόν κίνημα του 1854
οπότε εκίνησεν η ταραχή των Σαρακατσαναίων από τους
αντάρτες του Γρίβα και των άλλων ληστών.

119

Έχω την γνώμη, ότι δεν πρόκειται καν για επαναστατική ταραχή
των Σαρακατσαναίων που ήσαν ανίκανοι και αδύναμοι, λόγω
της ειρηνικής αυτών φύσεως δια τοιαύτα - κινήματα αλλά περί
μέτρου διωγμού που ελήφθη από τον Χουσνή Πασά το 1855
εναντίον των, διότι θεωρήθησαν ως επικίνδυνοι εις την δημοσίαν
ασφάλειαν.
Ένα δημοτικό τραγούδι της εποχής εκείνης, δίδει την απόδειξιν.
Αλλά πριν το σημειώσω πρέπει να είπω ό,τι η παράδοσις
μετέφερεν από στόματος εις στόμα και ό,τι άλλο είναι γνωστόν
επάνω εις το θέμα αυτό. Είναι εξακριβωμένον - Βέβαιον - ότι οι
Σαρακατσαναίοι έβγαιναν κλέφτες και εκτύπων αλύπητα τον
Τούρκο, εις τα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς του Γέννους.
Πολλές φορές όμως -και αυτό είναι βέβαιον- ελησμόνουν τον
Τούρκον και διέπραττον φόνους και κλοπάς στα δικά μας
χωριά.
Οι κάτοικοι διαρκώς παρεπονούντο εις τους προεστούς των δια
τας κλοπάς αυτάς. Το κακόν τελευταίως είχε παραγίνει. Οι
προεστοί Γιαννίκας από την Κρανιά, Χρήστος Γαρδικιώτης από
το Γαρδίκι, Δημάκης από την Καστανιά (ο Δημάκης ήτο από το
Χαλίκι και όχι από την Καστανιά, το σχετικόν δε τραγούδι τον
λέγει Δημάκης από το Ασπροπόταμον, από την Καστανιά ήτο ο
Παπαδήμος τον οποίον παρέβαλον εις το δημοτικό τραγούδι οι
πλανόδιοι οργανοπαίκται), Τάκης από την Βεντίστα, Γιωργάκης
Τάσσιος από τα Άγραφα υπέβαλαν αρτζοχάλι (αναφορά) εις τον
Χουσνή Πασά λέγοντες πως πρέπει να εκτοπίσει τους
Σαρακατσάνους εις την Βουλγαρίαν διότι ήσαν φοβεροί
κλέπται, επικίνδυνοι λησταί. Το αρτζοχάλι ηρνήθη να
υπογράψη ο προεστός Πετρουλίου Γάκης Χατζής ή
Χατζηπερτούλης τιμημένος με τουρκικόν παράσημον, διότι
εθεώρει την εκτόπισιν τους ως εθνικήν ζημιάν, εφ' όσον η πατρίς
εχρεώστει εις αυτούς πολλά παλικάρια. Ο Χουσνή Πασάς παρά
τας παρακλήσεις του Γάκη Χατζή, που ισχυρίζετο ότι οι
Σαρακατσαναίοι είναι τίμιοι και καλοί ραγιάδες, παρ' όλον ότι
έδιδεν αυτός δι' αυτούς προσωπικήν εγγύησιν, διέταξεν την
εκτόπισίν των."
Ν. Κατσαρού "Ένα δημοτικό τραγούδι" απο τον Χ.
Ξηρομερίτη, μπλόγκ "ΣΑΡΑΚΑΤΣΙΑΝΟΙ"

120

Η ετυμολόγηση της λέξης Σαρακατσάνος, ακόμη και των
τελευταίων μελετητών, οι οποίοι δεν γνωρίζουν την
Σαρακατσάνικη λαλιά για να ετυμολογήσουν το όνομα, αλλά
χρησιμοποιούν λεξικά άλλων εθνών, (Τούρκων, Ρουμάνων,
Αιγυπτίων κ.α.) δίνει την απλουστευμένη ερμηνεία του καρα-
κατσάν. Η οποία δεν τεκμηριώνεται από κάποια φυγή. Καθώς
όπως αναφέρθηκε η μόνη φυγή γίνεται από την πόλη με την
κατάληψη της από τους Τούρκους αλλά δεν αφορά κατά την
γνώμη μου το σύνολο των Σαρακατσάνων. Η ονομασία
Σαρακατσάνοι βλάχοι υπήρχε και αφορούσε τους κατοίκους
της Πίνδου.
Διότι αν κάποιος γνώριζε θεωρώ τις λέξεις των Σαρακατσάνων
Σάρα = κακοτράχαλη πλαγιά με πέτρες που γλιστράς
Κάσια = ψηλά και απότομα βράχια και τα είχε συνδέσει με
τον τόπο προέλευσης και διαβίωσης τους στην Πίνδο και τα
Άγραφα θα είχε καταλήξει στο Σαρα-κασι-άνος, κάτι το οποίο
ισχύει για πολλά φύλα της αρχαιότητας. Να ονομάζονται
δηλαδή από τον τόπο διαβίωσης τους. Ακόμα και για τους
ίδιους τους Σαρακατσάνους αργότερα θα προκύψουν άλλα
ονόματα από την διαίρεση τους, σε Πολίτες ( αυτοί που έχουν
έρθει από την Πόλη), σε Μοραΐτες, Χασσανδρινούς κ.α
ονόματα που προσδιορίζουν τόπο διαβίωσης.

121

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 "ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ ΘΡΑΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ"
Δ. Μαυρόγιαννη

 Δ. Ευαγγελίδη «Λεξικό των αρχαίων Ελληνικών και Περι-Ελλαδικών Φύλων

 Μιχαήλ Σακελαρίου στο βιβλίο του "Ελληνικά έθνη κατά την Εποχή του

Χαλκού"

 Διαδραστικά σχολικά βιβλία http://ebooks.edu.gr

 Αννα Ραμού-Χαψιάδη. Από τη φυλετική κοινωνία στην πολιτική. σ. 21-22

 https://el.wikipedia.org

 ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΑ : Θέματα Εθνολογίας, Ανθρωπολογίας, Αρχαιολογίας,

Γλωσσολογίας, Κριτικής Ιδεών, Παιδείας, Κοινωνίας, Οικολογίας, Ιστορίας και

Πολιτισμού.

 Γαρούφας Δ. «Τα σ’ναφικά δικαστήρια στους Σαρακατσάνους της Ανατολικής

Μακεδονίας και Θράκης»

 άρθρο στα πρακτικά του συνεδρίου «Σαρακατσάνοι. Ένας Ελληνικός νομαδικός

κτηνοτροφικός πληθυσμός», εκδ. Λαογραφικό Μουσείο Σαρακατσαναίων,

Σέρρες 1983, σελ. 137-145 .

 Λιόλιος, Θ. 2010. Περραιβία. Κατερίνη: Όλυμπος.

 Μπούμπας, Σπ. 2000. Το Περραιβικόν Γένος και ο Όλυμπος. Αθήνα: Ειδική

Εκδοτική Α.Ε.Ε.Β.Ε.

 Η περίπτωση των Σαρακατσάνων του Γιάννη Πιστόλα «Πορτραίτα
Σαρακατσάνων»

 Χ. Ξηρομερίτη "Σαρακατσαναίοι"

 Ν. Κατσαρού μελέτη " ΣΑΡΑΚΑΤΣΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΑΡΜΑΝΟΙ - ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ"

 Αγγελικής Χατζημιχάλη "ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ" τομ:1,2

 Γ.Β .ΚΑΒΒΑΔΙΑ "ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ"

 Α. ΠΟΥΛΙΑΝΟΣ «Περί καταγωγής των βλάχων»

 Δημοσθένης Συράκης "Στατιστικά"

 Ευριπίδη Μακρή, "ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΩΝ"

 Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Ελλάδας.

122

123

124


Click to View FlipBook Version