6. Τριότα
Πρόκειται για ένα παιχνίδι παρόμοιο με τη σημερινή τρίλιζα. Επάνω σε μια
πλάκα, σχεδιάζουμε τη φόρμα του παιχνιδιού. Χρησιμοποιούμε τρία ίδια
αντικείμενα, τα οποία πρέπει να σχηματίσουν ευθεία κάθετα ή οριζόντια, ή
διαγώνια.
7. Μπιζ
Χρειάζεται μια ομάδα παιδιών τα οποία αρχικά αποφασίζουν ποιος θα είναι
αυτός που θα τα «φυλάει». Αυτός, πρέπει να καθίσει σε κάποιο σκαμνί ή να είναι
σκυφτός. Παράλληλα πρέπει να βάλει το δεξί του χέρι κάτω από την αριστερή
μασχάλη έχοντας την παλάμη ανοιχτή προς τα πάνω. Ταυτόχρονα με το αριστερό
χέρι κλείνει τα μάτια του. Οι υπόλοιποι παίκτες κάθονται αριστερά του και κάποιος
τον πλησιάζει και τον χτυπάει στην ανοιχτή παλάμη. Την ίδια στιγμή αυτός και οι
υπόλοιποι απομακρύνονται χοροπηδώντας και φωνάζοντας «μπιζ» !!!
Αυτός που τα φυλάει πρέπει να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Αν τον βρει,
παίρνει τη θέση του. Αν όχι το παιχνίδι επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο.
8. Χαλασμένο τηλέφωνο
Πρόκειται για ένα πολύ δημοφιλές παιχνίδι στο οποίο χρειάζεται μι ομάδα
παιδιών, αποτελούμενη από περισσότερα από δυο μέλη. Οι παίκτες κάθονται ο
ένας δίπλα στον άλλον. Ο πρώτος σκέφτεται μι δύσκολη λέξη, την οποία
μεταφέρει γρήγορα στον διπλανό του, λέγοντας την στο αυτί του και
χαμηλόφωνα. Ο δεύτερος πρέπει να την μεταφέρει με τον ίδιο τρόπο στον τρίτο
και αυτό συνεχίζεται μέχρι να ακούσει τη λέξη και ο τελευταίος. Τότε αυτός
πρέπει να την πει δυνατά. Αν την πει σωστά τότε ο πρώτος παίκτης έχει κερδίσει.
(Τις πληροφορίες μου έδωσε η κ. Κακαζιάνη Φρειδερίκη και ο κ. Λάμπρος
Μπόκας από το Ριζόμυλο και ο κ. Σταύρος Τσίγγας από το Στεφανοβίκειο).
Επιμέλεια: Αργυρούδης Γιώργος
Μπόκα Αναστασία
Σούκια Δήμητρα
51
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ
Στις μέρες μας η τεχνολογική εξέλιξη μας έχει προσφέρει μια άνετη ζωή σε
όλους τους τομείς της καθημερινότητας. Με απλές κινήσεις μπορούμε να
φτιάξουμε τον καφέ μας, να καθαρίσουμε το σπίτι μας, να πλύνουμε τα ρούχα
μας, να μαγειρέψουμε το φαγητό μας. Βέβαια τα πράγματα δεν ήταν το ίδιο
εύκολα για τις παλαιότερες γενιές.
Προσπαθώντας να συλλέξουμε πληροφορίες για την καθημερινότητα των
ανθρώπων της περιοχής μας πριν από πολλά χρόνια, ανακαλύψαμε αντικείμενα
καθημερινής χρήσης που ήταν απαραίτητα για την ικανοποίηση των αναγκών της
κάθε οικογένειας. Σήμερα μπορεί όποιος θέλει να δει κάποια από αυτά σε
λαογραφικά μουσεία ή σαν ενθύμια μιας άλλης, μακρινής εποχής στα σύγχρονα
σπίτια.
Τα παρακάτω αντικείμενα ήταν απαραίτητα στις νοικοκυρές και όχι μόνο,
της περιοχής μας και τα αναφέρουμε παρακάτω με αλφαβητική σειρά:
Αδοκάνι: ένα ξύλο το οποίο είχε μύτες από σίδερο για να πάρουν τον
καρπό από το φυτό.
Γάστρα: ήταν ένα σιδερένιο σκεύος που σκέπαζαν την πίτα για να
ψηθεί, ρίχνοντάς την πάνω από τη στάχτη.
Γκαζιέρα: δούλευε με καθαρό πετρέλαιο και ήταν πιο μεγάλο από το
σημερινό γκαζάκι, έχοντας μέσα φυτίλι και έφτιαχναν το φαγητό.
Δικράνι ή δικούλα: εργαλείο που χρησιμοποιούσαν στις αγροτικές
εργασίες.
Καζάνι : έβαζαν νερό για να ζεσταθεί και να πλύνουν τα ρούχα.
Καζάνι : το χρησιμοποιούσαν στους γάμους για το μαγείρεμα, το
οποίο πιο μπροστά το γάνωναν.
Καμίνι: ήταν ένα είδος φωτιάς που έφτιαχναν φαγητό.
Καντάρι : αντικείμενο μέτρησης βάρους για πολλά κιλά.
Καρβουδιστήρι: έριχναν τους κόκκους του καφέ και τους έψηναν.
Καρδάρι: αντικείμενο μεταλλικό μέσα στο οποίο έβαζαν το γάλα.
Καρπολόι: ειδικό εργαλείο το οποίο αέριζε τον καρπό.
Κόστα ή λελέκι: ειδικό εργαλείο, με το οποίο θέριζαν.
52
Μπακούρι : ήταν ένα είδος υλικού που έφτιαχναν τα μαγειρικά σκεύη.
Μύλος του καφέ : έριχναν τους κόκκους του καφέ και τους άλεθαν.
Ταβάς: ήταν ένα στρογγυλό μπακούρι, το οποίο το γάνωναν με το
«καλάι» μια κάλυψη για τα μαγειρικά είδη.
Παλάντζα: αντικείμενο μέτρησης του καρπού (ζυγίζανε μικρά βάρη).
Πινακωτή: έβαζαν το ψωμί όταν το ζύμωναν.
Ταψί : μαγειρικό σκεύος για μεγάλη οικογένεια.
Τέντζερης: μαγειρικό σκεύος σαν κατσαρόλα.
Χαβάνι: αντικείμενο με το οποίο έσπαζαν τους ξηρούς καρπούς.
(Τις πληροφορίες μου έδωσαν η κ. Ελένη και ο κ. Χρήστος Λαινάς από
Στεφανοβίκειο)
Επιμέλεια: Λαϊνά Ελένη
Παναγιωτόπουλος Θοδωρής
Εικόνα 44: Πινακωτή
53
ΔΙΑΤΡΟΦΗ
Η διατροφή των ανθρώπων της περιοχής μας δεν διέφερε σχεδόν καθόλου
από την αντίστοιχη των κατοίκων του υπόλοιπου θεσσαλικού κάμπου. Ήταν
άνθρωποι λιτοδίαιτοι, οι οποίοι δούλευαν όλη μέρα στα χωράφια, κάτω από τον
καυτό ήλιο, με ανεπτυγμένο το μυϊκό τους σύστημα.
Το ψωμί ήταν βασικό στοιχείο της καθημερινής διατροφής, μόνο όμως όταν
η σοδειά ήταν καλή και μπορούσαν να το έχουν στο τραπέζι τους. Από την άλλη
μεριά, το τυρί ήταν και αυτό βασικό, αλλά για τις οικογένειες που ασχολούνταν με
την κτηνοτροφία. Φυσικά, θα έπρεπε να μην έχουν πουλήσει το γάλα για να
αγοράσουν άλλα απαραίτητα αγαθά. Όσο για το κρέας, συνήθως το έτρωγαν
κυρίως στις μεγάλες γιορτές, τους γάμους και τα πανηγύρια. Κυρίως έτρωγαν το
αρνίσιο κρέας, ενώ το μοσχάρι ήταν άγνωστό, αφού δεν υπήρχαν κρεοπωλεία.
Πιο εύκολο ήταν να βρουν το κοτόπουλο και γενικά τα πουλερικά, αφού οι
περισσότεροι τα είχαν στα σπίτια τους. Ταυτόχρονα, μπορούσαν να έχουν και
φρέσκα αυγά. Τα ψάρια επίσης ήταν μια πολύ θρεπτική τροφή και τους τα
παρείχε άφθονα η λίμνη (κυρίως για τους κατοίκους του Στεφανοβικείου, οι
οποίοι ασχολούνταν με την αλιεία). Άλλωστε είναι γνωστό ότι κατά την περίοδο
της κατοχής η λίμνη και τα ψάρια της έσωσαν από την πείνα πολλούς από τους
κατοίκους του Στεφανοβικείου.
Από τις πληροφορίες ου έχουμε, τα χόρτα ενώ ήταν άφθονα στην περιοχή,
δεν αποτελούσαν βασικό στοιχείο της διατροφής τους, προφανώς λόγω της
έλλειψης του λαδιού. Αντί γι αυτό χρησιμοποιούσαν ευρέως το χοιρινό λίπος, το
οποίο το εξοικονομούσαν την περίοδο των Χριστουγέννων, όταν έσφαζαν τα
γουρούνια. Από το χοιρινό κρέας έφτιαχναν και λουκάνικα τα οποία ήταν πολύ
νόστιμα. Το χοιρινό λίπος μετά από συγκεκριμένη διεργασία, μπορούσαν να το
διατηρήσουν για αρκετό χρονικό διάστημα. Η θρεπτική του αξία ήταν πολύ
σημαντική και πρόσφερε ενέργεια στους ανθρώπους, από την άλλη μεριά όμως
ήταν δύσκολο να χρησιμοποιηθεί στο καθημερινό φαγητό, γιατί έπηζε γρήγορα
και το κατέστρεφε. Αντίθετα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν στις πίτες, οι
οποίες ήταν συνηθισμένο φαγητό στην περιοχή.
54
ΣΥΝΤΑΓΕΣ
Τραχανόπιτα
Βράζουμε τον γλυκό τραχανά από πλιγούρι σε μια κατσαρόλα νε νερό. Μετά
ρίχνουμε το λάδι, το τυρί και το αλεύρι. Λαδώνουμε το ταψί και ρίχνουμε μέσα
τον τραχανά. Ετοιμάζουμε τη γάστρα (ένα μεγάλο μεταλλικό καπάκι με χερούλι
και έχει το μέγεθος ταψιού). Γεμίζουμε το καμίνι ξύλα, το ανάβουμε και βάζουμε
επάνω τη γάστρα μέχρι να κάψει. Αφού καούν τα ξύλα, κατεβάζουμε τη γάστρα
και βάζουμε το ταψί και το καπακώνουμε με τη γάστρα. Σε μια ώρα είναι έτοιμη.
Μπορούμε να τη φάμε με μέλι, ζάχαρη ή σκέτη.
Φάβα με κουκιά
Βάζουμε τα ξερά κουκιά από την προηγούμενη σε μια κατσαρόλα με χλιαρό νερό
για να φουσκώσουν. Το επόμενο πρωί τα ξεφλουδίζουμε και τα βράζουμε στη
γκαζιέρα (ήταν σαν το σημερινό γκαζάκι αλλά με μεγαλύτερο μέγεθος. Αντί για
υγραέριο έκαιγε πετρέλαιο και πάνω είχε μια σιδερένια βάση για να πατάει η
κατσαρόλα).Ξαφρίζουμε καλά το φαγητό και μετά προσθέτουμε ξερά κρεμμύδια
και λάδι και τα αφήνουμε να βράσουν για μια ώρα περίπου. Προσθέτουμε ένα
ποτήρι νερό στο οποίο έχουμε διαλύσει δυο κουταλιές αλεύρι και ανακατεύουμε
συνέχεια, μέχρι να δέσει. Σερβίρουμε με κόκκινο πιπέρι και λάδι καμένο.
Πελτές κυδωνιού
Καθαρίζουμε τα κυδώνια και τα χοντροκόβουμε. Τα βράζουμε πάνω στο
πετρογκάζ (είναι σαν τη σημερινή κουζίνα αλλά λειτουργεί με υγραέριο). Αφού
βράσουν, μπορούμε να αφαιρέσουμε τα κυδώνια και να τα φάμε, πασπαλίζοντας
με ζάχαρη. Ή να προσθέσουμε ζάχαρη στο ζωμό και να τα αφήσουμε μέχρι να
γίνει πελτές. Μπορούμε να προσθέσουμε και άσπρα αμύγδαλα.
Σαλιγκάρια γιαχνί
Μετά τη βροχή βγαίνουνε τα σαλιγκάρια οπότε μπορούμε να μαζέψουμε μια
σακούλα περίπου. Αφού βάλουμε σε κατσαρόλα νερό και το αφήσουμε να βράσει,
ρίχνουμε τα σαλιγκάρια για πέντε λεπτά περίπου. Στη συνέχεια τα βγάζουμε ένα-
ένα και αφαιρούμε το κέλυφος ενώ παράλληλα αφαιρούμε και την κοιλιά τους
55
γιατί έχει χώμα. Τα ξεπλένουμε καλά και τα ρίχνουμε σε μια κατσαρόλα με λάδι,
αλατοπίπερο και ντομάτα. Τα αφήνουμε να μισοβράσουν, προσθέτουμε ξερά
κρεμμύδια ψιλοκομμένα μέχρι να βράσουν σε σιγανή φωτιά.
Καβραμάς
Κόβουμε χοιρινό και μοσχαρίσιο κρέας σε μεγάλες μερίδες και αφού τα
ξεπλύνουμε, το αφήνουμε να στραγγίσει καλά. Στη συνέχει το ρίχνουμε στο
καζάνι και το βάζουμε επάνω στο καμίνι (είναι δύο τσιμεντόλιθοι με απόσταση
60cm περίπου στα οποία τοποθετούμε μια σχάρα. Από κάτω βάζουμε ξύλα και τα
ανάβουμε). Προσθέτουμε στο καζάνι το κρέας με πολύ αλάτι και το αφήνουμε για
μια ώρα περίπου. Όση ώρα βράζει το κρέας λιώνει το λίπος και σκεπάζει το κρέας.
Αφαιρούμε το καμίνι από τη φωτιά, βγάζουμε το κρέας και το βάζουμε σε ένα
πιθάρι, αφού το αφήνουμε για λίγη ώρα να κρυώσει. Προσθέτουμε το λίπος μέχρι
να καλύψει εντελώς το κρέας. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσαν να διατηρήσουν
το κρέας για ένα χρόνο.
(Τις πληροφορίες μου έδωσε η κ. Βασιλική Παναγιωτοπούλου από το
Ριζόμυλο.)
Επιμέλεια: Παναγιωτόπουλος Θοδωρής
56
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ
57
ΕΘΙΜΑ ΛΑΪΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ
Ο λαός μας από τα πανάρχαια χρόνια, την κάθε μεγάλη γιορτή ήταν φυσικό
να τη γιορτάζει με μεγάλη λαμπρότητα. Σε κάθε περιοχή της Ελλάδας συναντούμε
μεγάλη ποικιλία εθίμων που οφείλεται στο διαφορετικό τρόπο ζωής των
κατοίκων. Στη συνέχεια θα περιγραφούν συνοπτικά τα ήθη και έθιμα των
Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, των Φώτων, της Αποκριάς και του Πάσχα της
περιοχής μας.
Α. Έθιμα των Χριστουγέννων
Τις παραμονές των Χριστουγέννων ξεκινούσε η προετοιμασία για τον
εορτασμό της μεγάλης γιορτής. Κάθε σπίτι έτρεφε ένα γουρούνι το οποίο
έσφαζαν εκείνες τις ημέρες. Το κρέας του το έφτιαχναν λουκάνικο και παστουρμά
ενώ από το λίπος τσιγαρίδες. Τα λουκάνικα τα κρεμούσαν ψηλά σε καλάμια γιατί
τότε δεν υπήρχαν ψυγεία. Τον παστουρμά τον τοποθετούσανε σε μεγάλα
τσίγκινα δοχεία ενώ το λίπος πάγωνε και όταν ήθελαν να φάνε κρέας το
τηγάνιζαν.
Το πρωί της παραμονής, μόνο τα αγόρια τραγουδούσαν τα κάλαντα.
Μάζευαν σιτάρι, σύκα και καρύδια.
Μερικές φορές τα παιδιά για να δείξουν την ευχαρίστησή τους σε όποιο σπίτι
τους καλοδέχονταν τραγουδούσαν:
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει .
Στην περίπτωση που δεν τους καλοδέχονταν τραγουδούσαν:
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε γεμάτο καλιακούδια.
Τα μσά γεννούν, τα μσά κλωσούν τα μσά τσ βγάζουν τα μάτια
Και τ’ άλλα τα μικρότερα τσι κουτσουλούν τα μστάκια.
Ξημερώματα των Χριστουγέννων, όλη η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία
και επιστρέφοντας έτρωγαν όλοι μαζί την τηγανιά. Στο μεσημεριανό τραπέζι την
τιμητική θέση είχε το γουρούνι και ότι άλλο καλύτερο διέθετε το κάθε σπίτι.
Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου
Για βγέστε, ακούτε, μάθετε τώρα Χριστός γεννιέται
58
Γεννιέται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα
Το μέλι τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
Και το μελισσοβότανο να λούζονται οι κυράδες.
Ανοίχτε τα κουτάκια σας τα κλειδαμπαρωμένα
Και δώστε μας τον κόπο μας απ’ το χρυσό πουγκί σας.
Αν είστ' από τους πλούσιους, φλουριά μην τα λυπάστε,
Αν είστ’ από τους δεύτερους, τάλιρα και δραχμίτσες,
Κι αν είστ’ από τους πάμπτωχους, ένα ζευγάρι κότες.
Και σας καληνυχτίζουμε, πέσετε κοιμηθείτε,
ολίγον ύπνον πάρετε, πάλι να σηκωθείτε.
Στην εκκλησία τρέξετε μ’ όλην την προθυμία
Και του Θεού ν’ ακούσετε την Θεία Λειτουργία
Στο Ριζόμυλο την παραμονή έφτιαχναν τα χριστόψωμα. Το τραγούδι ήταν
το:
«Χριστός γεννάται, χαρά στον κόσμο και στα παλικάρια».
Το ίδιο βράδυ οι άντρες του χωριού έβγαιναν στους δρόμους για να
τραγουδήσουν τα κάλαντα. Γνωρίζοντας τις οικογένειες, τραγουδούσαν για το
νοικοκύρη, τη νοικοκυρά, τα αγόρια ή τα κορίτσια της οικογένειας, τα νιόπαντρα
ζευγάρια. Ήταν ένα έθιμο που μεταφέρθηκε από τους πρόσφυγες της Ανατολικής
Ρωμυλίας.
Αφού έλεγαν τα τραγούδια που ταίριαζαν σε κάθε περίπτωση, στο τέλος
έλεγαν μια προσευχή. Την ώρα που έμπαιναν στην αυλή κάθε σπιτιού
τραγουδούσαν:
Άνοιξ κυρά μ’ την πόρτα σου κι έρχονται παλληκάρια κι έρχονται
παλληκάρια
Με τον Χριστό στην αγκαλιά, με το Σταυρό στα χέρια με το Σταυρό
στα χέρια
Κοιμάσαι κόρη, ξύπνησε κι αν κάθεις έβγα έξω κι αν κάθεις έβγα έξω
Κι αράδιασε προσκέφαλα να κατς τα παλληκάρια να κατς τα
παλληκάρια
Να τραγουδήσουν το Χριστό, το Μέγα τον Αφέντη το Μέγα τον
Αφέντη
59
Κοιμάσαι κόρη ξύπνησε κι αν κάθεις έβγα έξω κι αν κάθεις έβγα έξω
Τα παλληκάρια τραγουδούν και συ κόρη κοιμάσαι και συ κόρη κοιμάσαι
Βάλε σκαμνιά προσκέφαλα να κατς τα παλληκάρια να κατς τα
παλληκάρια
Να τραγουδήσουν το Χριστό τον Μέγα τον Αφέντη.
Και η προσευχή που έλεγαν στο τέλος για κάθε οικογένεια ήταν:
Πήραμε το Χριστό μας τον Αφέντη, ένα βαρύ γκανίσι.
Όπως τίμησε ο Χριστός το άλας, το ψωμί, τ’ ασήμι, τ’ αλογάρι.
Έτσι να τιμήσουμε και μεις τον Χριστό μας τον Αφέντη.
Εις χρόνους πολλούς, πέστε παλληκάρια Αμήν
Αν δεν τους άνοιγαν το τραγούδι ήταν:
μωρή αρκούδα μαλλιαρή με τα χοντρά πουδάρια με τα χοντρά
πουδάρια
αν έχεις κώλο από κρανιά έβγα στα παλληκάρια έβγα στα παλληκάρια
να μη θαρρείς πως σ’ αγαπώ και ήρθα να σε πάρω και ήρθα να σε
πάρω
τσαρούχια με χρειάστηκαν και ήρθα να σε γδάρω και ήρθα να σε
γδάρω
Υπήρχε επίσης ακόμα ένα τραγούδι το οποίο ήταν αφιερωμένο στη γέννηση,
τη ζωή και τα Πάθη του Χριστού, το οποίο έλεγαν στο σπίτι του προέδρου, του
παπά ή όταν το ζητούσε κάποιος.
Υπάρχει κι ένας μύθος που σχετίζεται με τα Χριστούγεννα κι αναφέρεται στα
καλικαντζάρια, πλάσματα βγαλμένα από τη φαντασία των ανθρώπων που
έρχονταν για να τους κολάσουν αυτές τις άγιες μέρες.
Σύμφωνα με το μύθο, η γη στηριζόταν σ’ ένα μεγάλο δέντρο. Όλο το χρόνο
(μέχρι πριν τα Χριστούγεννα) τα καλικαντζάρια προσπαθούσαν να το κόψουν με
τα δόντια τους. Ο λαός πίστευε πως αυτά τα πλάσματα είχαν σώμα σκύλου και
μεγάλη ουρά καθώς και μεγάλα, κοφτερά δόντια. Όταν έφταναν τα
Χριστούγεννα, έβγαιναν στην επιφάνεια και να προσπαθούσαν να ξεγελάσουν τον
κόσμο, μπαίνοντας τα βράδια μέσα από τις καμινάδες των σπιτιών.
60
Όμως οι νοικοκυραίοι γνωρίζοντας τις συνήθειές τους, έριχναν θυμίαμα στο
τζάκι και μόλις τους έπιανε αυτή η μυρωδιά τους έκαιγε. Αυτά τα πλάσματα
έμεναν στη γη δώδεκα ημέρες. Από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την
παραμονή των Φώτων.
Επίσης οι παλιοί πρόσεχαν αυτές τις μέρες τις απαντήσεις τους σε κάθε
ερώτηση. Αυτό γιατί πίστευαν ότι τα καλικαντζάρια μπορούσαν να πάρουν τη
μορφή των ανθρώπων. Έτσι πάντοτε έπρεπε να απαντήσουν «Ορίστε» γιατί μ’
αυτό τον τρόπο τα καλικαντζάρια έβλεπαν ότι αυτόν τον άνθρωπο τον όριζε ο
Χριστός και δεν τον πείραζαν. Ακόμη οι άνθρωποι φρόντιζαν να μην κυκλοφορούν
τη νύχτα γιατί τους έπαιρναν τα καλικαντζάρια και τους ταλαιπωρούσαν μέχρι το
πρωί που θα λαλούσε ο πρώτος πετεινός. Τότε έφευγαν και κρύβονταν στα
λασπόνερα.
(Τις πληροφορίες μου έδωσε ο κ. Κουτσιαρής Αποστόλης από το
Στεφανοβίκειο και οι κ. Μελπομένη και κ. Γιώργος Κακαζιάνης και ο κ. Κακαζιάνης
Δημήτριος από το Ριζόμυλο.)
Επιμέλεια: Κακαζιάνης Γιώργος
Κουτσιαρή Παρασκευή
Β. Έθιμα της Πρωτοχρονιάς
Οι γιαγιάδες, πριν μπει ο καινούριος χρόνος γέμιζαν την κότα για το
πρωτοχρονιάτικο τραπέζι κι έφτιαχναν τη ζύμη για τη βασιλόπιτα. Την κεντούσαν,
έβαζαν μέσα σε αυτή σύκα ώστε να καλύψει το φλουρί, ένα κομμάτι από κλίμα
αμπελιού που συμβόλιζε πως όποιος το κέρδιζε θα διαχειριζόταν τα κτήματα και
τέλος σ’ ένα χαρτί έβαζαν τρίχες προβάτων που όποιος το κέρδιζε συμβόλιζε πως
θα γινόταν βοσκός.
Οι άντρες, αφού άλλαζε ο χρόνος, μαζεύονταν στα σπίτια και στα μαγαζιά
και έπαιζαν χαρτιά, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες του νέου έτους. Ξυπνώντας τη
νέα χρονιά, οι γυναίκες πήγαιναν στην εκκλησία και γυρίζοντας έψηναν την
κουλούρα που είχαν κεντήσει και ζυμώσει το προηγούμενο βράδυ. Επίσης έψηναν
την κότα και έφτιαχναν τη σούπα. Έπειτα μαζευόταν όλη η οικογένεια και μετά το
φαγητό έβαζαν την κουλούρα στη μέση. Ο μεγαλύτερος της οικογένειας την
γυρνούσε τρεις φορές και σύμφωνα με τη θέση του ο καθένας έπαιρνε το
61
αντίστοιχο κομμάτι δίνοντας αφορμή για πειράγματα από τους υπόλοιπους
ανάλογα με το τι πετύχαινε.
Ο καθένας περίμενε να πρωτοδεί ή να πρωτακούσει κάτι καλό. Θεωρούσαν
ότι το καλό ποδαρικό στο σπίτι ή μια καλή συνάντηση συνεπάγονται μια καλή
χρονιά. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς πήγαιναν στα σπίτια των συγγενών έλεγαν
τα χρόνια πολλά και γλεντούσαν ως το πρωί.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος
Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει
Βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε:
Βασίλη μ’ πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;
Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις.
Εγώ τα γράμματα έμαθα, τραγούδια δεν ηξεύρω
Και άμα πηγαίνεις στο σχολειό, πες μας την άλφα-βήτα
Την πατερίτσα ακούμπησε, να πει την άλφα-βήτα
Κι η πατερίτσα ήταν χλωρή κι απόλυσε κλωνάρια.
Κλωνάρια χρυσοκλώναρα, χρυσά μαλαματένια
Κι απάνω στα κλωνάρια της πουλάκια κελαηδούσαν
Και κάτω στις ριζίτσες της βρύσες εκυματούσαν.
Και παν οι πέρδικες να πιουν μαζί με τα πουλάκια
Με όλα τα πετούμενα και τα περιστεράκια.
Παίρνουν νερό στα νύχια τους και μόσχο στα φτερά τους
Ραίνουν και τον αφέντη μας τον πολυχρονεμένο.
(Τις πληροφορίες μου έδωσε η γιαγιά μου, κ. Ευαγγελία Παπαγεωργίου, το
γένος Μπακαλόπουλου και ο κ. Απόστολος Κουτσιαρής από το Στεφανοβίκειο.)
Επιμέλεια: Κουτσιαρή Παρασκευή
Παπαγεωργίου Ευαγγελία
62
Γ. Έθιμα Φώτων
Την Παραμονή των Φώτων οι άνδρες έζωναν στη μέση τους κουδούνια και
γύριζαν στα σπίτια και τραγουδούσαν το τραγούδι:
Ξ’ αφεντικό, ξ’ ξεβγήκαμε, ξ’ αφεντικό θα πάμε,
Θα πα να τον τιμήσουμε, τον βάρβαρο αφέντη
με το δεξί με το ζερβί, με τ' άγιο τ’ Ευαγγέλι.
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια χρόνια να ζήσει.
Ήταν οι γνωστοί «Φατμάδες».
Εικόνα 45: Οι φατμάδες
Οι νοικοκυραίοι του σπιτιού τους έδιναν από ένα πιάτο σιτάρι, αλεύρι, ψωμί,
τυρί και τους κερνούσαν τσίπουρο. Τότε αυτοί για να τους ευχαριστήσουν τους
έκαναν παινέματα. Οι άντρες χωριζόταν σε ομάδες και για να μεταφέρουν τα
κεράσματα που τα έριχναν μέσα σε ένα σάκο που λεγόταν «τρουβάς», είχαν κι
ένα γαϊδούρι. Αν οι νοικοκύρηδες δεν τους άνοιγαν τους έλεγαν ένα τραγούδι
κοροϊδευτικό.
63
Τη μέρα των Φώτων, όλη η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία και μετά τον
αγιασμό των υδάτων, έπαιρναν τον αγιασμό και το έριχναν στο σπίτι, στα ζώα,
στο αμπέλι και στα χωράφια την ίδια μέρα. Έτσι έκλεινε ο κύκλος των εορτών.
(Τις πληροφορίες μου έδωσε ο κ. Κουτσιαρής Αποστόλης και η κ.
Μπουροπούλου Αναστασία από το Στεφανοβίκειο.)
Επιμέλεια: Κουτσιαρή Παρασκευή
Μπουροπούλου Αναστασία
Δ. Έθιμα Αποκριάς
Την τελευταία εβδομάδα της Αποκριάς, ομάδες μεταμφιεσμένων –όχι μόνο
παιδιά αλλά και μεγάλοι επισκέπτονται τα σπίτια του χωριού όπου παίρνουν ως
δώρο ένα γλυκό. Όλοι προσπαθούν να μαντέψουν ποιοι είναι οι μεταμφιεσμένοι.
Η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς ονομάζεται «Τυραποκριά» γιατί την
ημέρα εκείνη τρώνε μόνο πίτες από τυρί και αυγά. Πολλές συγγενικές οικογένειες
συγκεντρώνονται σ’ ένα σπίτι (συνήθως του παππού ή της γιαγιάς) για να
γιορτάσουν. Το βράδυ της ίδιας μέρας άναβαν φωτιές στις γειτονιές. Μόλις
έπεφτε λίγο η φλόγα, τα παιδιά χόρευαν και πηδούσαν πάνω από τη φωτιά.
Το βράδυ, πριν την έναρξη της νηστείας του Πάσχα, ξημερώνοντας δηλ.
Καθαρά Δευτέρα, γίνεται το έθιμο της «χάσκας». Ένα αυγό δένεται σε σπάγκο και
αιωρείται από τον γεροντότερο της παρέας, ενώ οι υπόλοιποι προσπαθούν να το
πιάσουν μόνο με το στόμα, χωρίς τη βοήθεια των χεριών.
Την Καθαρά Δευτέρα οι μικρότεροι πετούν χάρτινους αετούς, ενώ οι
μεγαλύτεροι χορεύουν μια μεγάλη παρέα στην πλατεία του χωριού.
64
Εικόνα 46: Το Γαϊτανάκι
Στο Ριζόμυλο υπήρχε το έθιμο της κρεμάλας των σκυλιών. Κάποιοι τα
έδεναν σε μια τριχιά, τα κρεμούσαν σε μια ξύλινη κρεμάλα, έστριβαν την τριχιά
και τα άφηναν να περιστρέφονται γρήγορα πέφτοντας κάτω ζαλισμένα,
γιουχάροντάς τα ταυτόχρονα. Σύμφωνα με τους παλαιότερους το έθιμο γινόταν
για την γιατρειά της λύσσας των σκύλων.
Την Καθαρά Δευτέρα υπήρχε το έθιμο της αρκούδας και του αρκουδιάρη.
Επρόκειτο για ζευγάρι μεταμφιεσμένων που χόρευε και κατεύθυνε τους
επισκέπτες του χωριού στο «Δικαστήριο» .Εκεί όσοι «είχαν την τιμή» να
προσαχθούν, δικάζονταν για αστεία παραπτώματα και αναγκάζονταν να
πληρώσουν πρόστιμα αρκετά τσουχτερά.
(Τις πληροφορίες μου έδωσε ο Πατέρας Νικηφόρος από το Στεφανοβίκειο.)
Επιμέλεια: Κοντογιάννη Χριστίνα
Ε. Έθιμα του Λαζάρου – Βαΐων
Το Σάββατο το πρωί τα κορίτσια έβγαιναν στους δρόμους του χωριού
κρατώντας καλάθια στολισμένα με λουλούδια και τραγουδούσαν στα σπίτια τα
κάλαντα του Λαζάρου. Οι νοικοκυρές τους έβαζαν στα καλαθάκια αυγά, καρύδια,
αμύγδαλα και ότι άλλο είχε η καθεμιά σπίτι της. Το τραγούδι ήταν:
65
Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα βάγια
ήρθε η Κυριακή που τρων τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι
ήρθε η μάνα σου απ’ το παζάρι
σου ’φερε χαρτί και καλαμάρι.
Γράψε Θόδωρε, γράψε Δημήτρη,
Γράψε λεμονιά και κυπαρίσσι.
Οι κοτούλες σας αυγά γεννούνε,
οι φωλίτσες σας δεν τα χωρούνε,
δώστε τα κι εμάς να τα χαρούμε.
Την Κυριακή των Βαΐων όλοι οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία και
παρακολουθούσαν τη θεία Λειτουργία. Στο τέλος έπαιρναν βάγια τα οποία τα
κρεμούσαν στις πόρτες ή τα έβαζαν στο εικόνισμα σα φυλαχτό. Το μεσημεριανό
φαγητό ήταν μπακαλιάρος με σταφίδες ή με σπανάκια και σταφίδες.
(Τις πληροφορίες μου έδωσε η κ. Γεωργία Βεργή από το Στεφανοβίκειο.)
Επιμέλεια: Γκοντισοπούλου Ειρήνη
ΣΤ. Έθιμα του Πάσχα
Από τη Μ. Δευτέρα ο κόσμος παρακολουθούσε τις αγρυπνίες που γίνονταν
στην εκκλησία του χωριού κάθε βράδυ. Από τη Μ. Τετάρτη, μετά το Ευχέλαιο, οι
νοικοκυρές ετοίμαζαν το προζύμι για τις κουλούρες που τις ζύμωναν τη Μ.
Πέμπτη. Αυτές τις κεντούσαν γύρω-γύρω και στη μέση έβαζαν ένα κόκκινο αυγό.
Επίσης το πρωί της Μ. Πέμπτης οι γυναίκες έβαφαν τα κόκκινα αυγά, κάνοντας
πολλές φορές σχέδια με διάφορα φύλλα λουλουδιών και άπλωναν ένα κόκκινο
πανί που συμβόλιζε το αίμα που έχυσε ο Χριστός όταν τον Σταύρωσαν. Τα αγόρια
το ίδιο πρωί τραγουδούσαν τα κάλαντα:
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι
Οι άνομοι και τα σκυλιά και τρισκαταραμένοι
Για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα
Κι ο Βασιλέας έλαχε να μπει σε περιβόλι,
Να λάβει Δείπνο Μυστικό, να τον ακούσουν όλοι.
66
Τα βράδυ όλοι πήγαιναν στην εκκλησία, κρατώντας ένα καφέ κερί, για να
ακούσουν τα δώδεκα Ευαγγέλια και να προσκυνήσουν τη Σταύρωση. Μετά το
τέλος της Ακολουθίας των Παθών οι κοπέλες του χωριού έμεναν στο ναό για να
στολίσουν τον Επιτάφιο αλλά και για να Τον ξενυχτίσουν.
Το πρωί της Μ. Παρασκευής γινόταν η Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου.
Όταν ετοιμαστεί ο επιτάφιος όλα τα μικρά παιδιά περνούσαν από κάτω τρεις
φορές. Οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν πένθιμα όλη την ημέρα. Επίσης δεν
έτρωγαν λάδι. Το βράδυ γινόταν η περιφορά του Επιταφίου σε όλο το χωριό με
τη συμμετοχή όλων των χωριανών.
Το Μ. Σάββατο ολοκληρώνονταν οι ετοιμασίες για το Πάσχα. Πολύ παλιά το
αρνί το έψηναν στους φούρνους. Αργότερα επικράτησε το έθιμο του
σουβλίσματος, του οποίου η διαδικασία γινόταν αυτή τη μέρα.
Τα παιδιά αυτή τη μέρα ήταν πολύ χαρούμενα γιατί περίμεναν από το νονό
τους τη λαμπάδα και τα δώρα.
Το βράδυ οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τη μαγειρίτσα την οποία θα έτρωγε όλη η
οικογένεια μετά την εκκλησία και ετοιμάζονταν όλοι με το χτύπημα της καμπάνας
να πάνε στην Ανάσταση.
Ανήμερα ης ημέρας του Πάσχα , ο κόσμος έπινε και τραγουδούσε από το
πρωί μέχρι αργά το απόγευμα.
(Τις πληροφορίες μας έδωσε ο Πατέρας Νικηφόρος και η κ. Ευδοξία Σατάση
από το Στεφανοβίκειο.)
Επιμέλεια: Λαϊνά Ελένη
Σατάση Εύη
Ζ. Έθιμα άλλων γιορτών
Εκτός από τις μεγάλες γιορτές υπάρχουν και άλλες αφιερωμένες στην
Παναγία, σε Αγίους ή σε οτιδήποτε άλλο μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για
γιορτή και διασκέδαση.
Η γιορτή της Μπάμπως
Η γιορτή της Μπάμπως γινόταν στις 8 Ιανουαρίου. Τιμώμενο πρόσωπο
εκείνη την ημέρα ήταν η μαμή ή μπάμπω όπως την έλεγαν. Την τιμούσαν
ιδιαίτερα οι γυναίκες και κυρίως εκείνες που τις ξεγεννούσε.
67
Το πρωί μετά το σχόλασμα της εκκλησίας οι γυναίκες που είχαν γεννήσει
εκείνη τη χρονιά αλλά και όσες είχαν μικρά παιδιά, συγκεντρωνόταν στην πλατεία
του χωριού. Εκεί φέρνανε ένα «μαντραξά». Ήταν ένα ξύλινο κάρο με δυο ρόδες.
Τον στόλιζαν εξωτερικά και εσωτερικά με λουλούδια. Στη συνέχεια στολίζανε και
τη μπάμπω με λουλούδια και της φορούσαν στο λαιμό ένα κολιέ φτιαγμένο από
σπόρους καλαμποκιού. Οι καρποί συμβόλιζαν τον άνθρωπο που είχε σπείρει το
αντρόγυνο τον οποίο η μπάμπω με τη σειρά της έφερνε στον κόσμο. Πρόκειται
για τον καρπό της ευτυχίας.
Αφού στόλιζαν τη μπάμπω, την ανέβαζαν στο κάρο μαζί με το σκαφίδι που
είχε μαζί της. Στο σκαφίδι τοποθετούσαν τα δώρα τους, τα οποία ήταν μια πλάκα
σαπούνι, μια ποδιά (αφού η προηγούμενη είχε λερωθεί από τη γέννα), μια
πετσέτα, αλεύρι, σιτάρι, κουλούρα και γλυκά. Έπειτα ξεκινούσε το τραγούδι και ο
χορός γύρω από τον μαντραξά και ξεκινούσε η πομπή μεταφέροντας το κάρο
πρώτα στην πλατεία και στη συνέχεια το οδηγούσαν στο αυλάκι. Κατά τη
μετακίνηση προς το αυλάκι σταματούσαν στα σπίτια όπου κερνούσαν τη μπάμπω
με εδέσματα και φαγητά. Παράλληλα τραγουδούσαν χαρμόσυνα τραγούδια, τα
οποία μιλούσαν για τη χαρά και την ευτυχία που έφερνε η μπάμπω στις
οικογένειες. Όταν έφταναν στο αυλάκι, την κατεβάζανε και της έπλεναν τα χέρια,
όπως έκανε η μπάμπω μόλις τελείωνε την κάθε γέννα για να καθαρίσει τα χέρια
της. Η γιορτή τελείωνε μόλις έφταναν στο σπίτι της μπάμπως όπου και την
άφηναν μαζί με το σκαφίδι με τα δώρα.
Όλα αυτά αποτελούσαν ένδειξη εκτίμησης και σεβασμού των γυναικών του
χωριού προς το πρόσωπο και το έργο της μπάμπως.
(Τις πληροφορίες μου έδωσε η κ. Αποστολίδη Ευαγγελία από το Ριζόμυλο.)
Επιμέλεια: Αποστολίδης Παναγιώτης
Των Αγίων Τεσσαράκοντα
Την ημέρα του Αι-Σαράντη (Των Αγίων Τεσσαράκοντα, 9 Μαρτίου) οι
νοικοκυρές έφτιαχναν λουκουμάδες με προζύμι. Πασπαλισμένοι με κανέλα και
βουτηγμένοι στο μέλι μοιράζονταν στα μέλη της οικογένειας, στους συγγενείς και
τους γείτονες.
68
Του Σταυρού
Το Σάββατο του Σταυρού (4 εβδομάδες πριν από το Πάσχα) και ενώ η
Μεγάλη Τεσσαρακοστή βρίσκεται στο μέσο της, τα κορίτσια τραγουδώντας από
σπίτι σε σπίτι υπενθυμίζουν ότι έφτασε η μεγάλη εορτή της προσκύνησης του
Σταυρού
Άγιος Γεώργιος
Του Αγίου Γεωργίου, όσοι ήθελαν έταζαν από ένα αρνί στον Άγιο. Εκείνη την
ημέρα πήγαιναν τα πρόβατα ζωντανά στην εκκλησία για να τα διαβάσει ο παπάς.
Μετά το γύριζαν στο σπίτι και μερικές γυναίκες το μαγείρευαν με άνηθο και πολύ
κρεμμύδι και ρύζι και το γέμιζαν. Μετά έραβαν την κοιλιά από το αρνί και το
έψηναν. Το επόμενο πρωί το μοίραζαν ή καλούσαν τη γειτονιά και τους συγγενείς
για να τους κάνουν το τραπέζι. Επίσης έβαζαν στις πόρτες και τα παράθυρα του
σπιτιού κλαδιά αχλαδιών και κεράκια.
Την ημέρα της Πρωτομαγιάς κατασκεύαζαν και τοποθετούσαν πάνω από την
κύρια είσοδο του σπιτιού ένα στεφάνι από λουλούδια. Την ίδια ημέρα πήγαιναν
με τα κάρα στο εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου για να λειτουργηθούν και εν
συνεχεία να γλεντήσουν
(Τις πληροφορίες μου έδωσε ο κ. Αποστολίδης Νικόλαος από το Ριζόμυλο.)
Επιμέλεια: Αποστολίδη Κατερίνα
Άγιος Αθανάσιος
Στην περιοχή του Ριζομύλου, την προπαραμονή του Αγίου Αθανασίου, που
είναι πολιούχος του χωριού, οι άντρες που είχαν πρόβατα, έσφαζαν κάποια και τα
πήγαιναν σ’ ένα μέρος όπου τα μαγείρευαν οι γυναίκες. Την ίδια μέρα το
απόγευμα, οι γυναίκες πήγαιναν και τα έβαζαν στα καζάνια όπου και τα
μαγείρευαν. Τα καζάνια ήταν μπακιρένια και κάθε χρόνο έπρεπε να τα γανώνουνε.
Δηλ. κάποιος άνθρωπος ο οποίος ήξερε, έβαζε ένα ειδικό υλικό και τα καθάριζε.
Άμα δεν το έκαναν αυτό το φαγητό που θα μαγείρευαν σε αυτά θα ήταν
δηλητηριασμένο. Έτσι όλο το βράδυ μαγείρευαν το κρέας στο οποίο έριχναν
πάρα πολλά λεμόνια για να γίνει νόστιμο. Αφού τα έκαναν όλα αυτά το βράδυ της
παραμονής, το επόμενο πρωί, την ημέρα του Αγίου Αθανασίου δηλ. πήγαιναν
69
πάλι οι γυναίκες το πρωί και έβραζαν και το ρύζι μέσα στο ζωμό από το κρέας
(κουρμπάνι).
Το φαγητό, μετά τη Θεία Λειτουργία, το μοίραζαν σε πλαστικά πιάτα. Το
πρώτο πιάτο το πήγαιναν στην εκκλησία, την ώρα που διάβαζε ο παπάς το
ύψωμα, δηλ. το σιτάρι του Αγίου και την ίδια ώρα έβγαζαν το σιτάρι σε
δημοπρασία και όποιος έδινε τα περισσότερα χρήματα, έπαιρνε τη δημοπρασία
και ο παπάς του έδινε σε μια πετσέτα το σιτάρι. Τα χρήματα από τη δημοπρασία
παρέμεναν στην εκκλησία. Προς το τέλος της λειτουργίας έπαιρναν την εικόνα
του Αγίου και την έκαναν το γύρο του χωριού όπως γίνεται και τώρα. Όταν
γύριζαν από την περιφορά, η λειτουργία συνεχιζόταν για λίγα λεπτά ακόμα και
αφού τελείωνε, όλος ο κόσμος έπαιρνε το φαγητό και γύριζε στο σπίτι. Η
προέλευση αυτού του εθίμου ξεκινάει από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Του Αγίου Φιλίππου
Πολύ σημαντική ήταν και η γιορτή του Αγίου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου), γιατί
αυτή την ημέρα άρχιζαν να σπέρνουν το σιτάρι και τα άλλα σιτηρά. Την επόμενη
(15 Νοεμβρίου) άρχιζε και η νηστεία των Χριστουγέννων.
(Τις πληροφορίες μου έδωσε ο κ. Αποστολίδης Νικόλαος από το Ριζόμυλο.)
Επιμέλεια: Αποστολίδη Κατερίνα
Η. ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
Παλιότερα στο Στεφανοβίκειο το πανηγύρι ήταν στις 8-9 Μαΐου όπου
τιμούσαν την ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Νικολάου του Νέου.
Μαζεύονταν κόσμος από τα γύρω χωριά, που φιλοξενούνταν από τους ντόπιους
και διασκέδαζαν μέχρι το πρωί με τη συνοδεία ζωντανής μουσικής από
οργανοπαίχτες της περιοχής.
Με το σούρουπο οι γυναίκες μαζί με τα παιδιά επέστρεφαν στο σπίτι και το
γλέντι συνεχιζόταν μόνο από τους άντρες μέχρι τις πρωινές ώρες.
Σήμερα όμως γιορτάζεται και ένα δεύτερο πανηγύρι, που είναι και το κύριο,
στις 5-6 Αυγούστου, στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
70
Στο Ριζόμυλο αντίστοιχα γινόταν το πανηγύρι στις 2 Μαΐου για την
ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Αθανασίου. Επίσης στις 18 Ιανουαρίου προς
τιμήν του Αγίου Αθανασίου.
(Τις πληροφορίες μου έδωσε ο Πατέρας Νικηφόρος από το Στεφανοβίκειο
και η κ. Λιάκα Ευαγγελία από το Ριζόμυλο.)
Επιμέλεια: Κοντογιάννη Χριστίνα
Μπόκα Αναστασία
71
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
Οι παροιμίες είναι ο τρόπος του απλού κόσμου να εκφράσει τα διδάγματα,
τις συμβουλές και τις σκέψεις του. Είναι αποτέλεσμα εμπειρίας και γνώσης
πολλών χρόνων και μεταδίδονται από στόμα σε στόμα στις επόμενες γενιές. Τις
περισσότερες από αυτές τις συναντούμε σχεδόν σε όλες τις περιοχές τις Ελλάδας,
πολλές φορές με μικρές παραλλαγές και κάποιες από αυτές ίσως να είναι πιο
σπάνιες.
Αυτές που καταφέραμε να συγκεντρώσουμε εμείς είναι οι παρακάτω:
Α
- Αλλουνού καίγονταν το γένια του κι άλλος άναβε τσιγάρο.
- Άντρα θέλω, τώρα τόνε θέλω.
- Άλλοι σκάβουν και κλαδεύουν κι άλλοι πίνουν και χορεύουν.
- Άπλυτα κι αΰφαντα στην τέμπλα κρεμασμένα.
- Άλλος με νίβει κι άλλος με χτενίζει.
Β
- Βρήκε το μήνα που φυλάει τους έντεκα.
- Βγάλ τη σκούφια σου και βάρα με.
Γ
- Γιάννης πήγε, Γιάννης γύρισε.
- Γίνηκε το κολοκύθι, στράβωσε κι ο λαιμός του.
- Γλυκάθηκ η νύφη απ’ τα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλλα.
Δ
- Δουλεύουνε τα μπλάρια, να τρώνε τα γομάρια
- Δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βρήκαμε.
Ε
- Ελάτε γνωστικοί, να φάτε του παλαβού το βιό.
- Εμ γάλατα, εμ μάλατα, εμ τ’ αρνί θηλυκό.
- Έβαλες τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
- Είχαμε μεριά κι έγινε φορτωμένη.
Ζ
- Ζήλια ψώρα, να γεμίσει όλη η χώρα.
72
- Ζόρ ζουρνά, πιες γουμαρ αγίασμα.
Η
- Ή ζευγάς, ζευγάς, ή παπάς, παπάς.
- Η κότα πίνει νερό, κοιτάει και κατά το Θεό.
- Ήρθε στη γειτονιά μου, θα ‘ρθει και στην αφεντιά μου.
- Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει.
- Ήρθε η Τεταρτίτσα, πάει η βδομαδίτσα.
- Ήταν στραβό το κλήμα, το ‘φαγε κι ο γάιδαρος και απογίνηκε.
- Η αλπού κατό χρονώ, τ' αλπόπουλο κατόν δέκα.
Θ
- Θέλει και το λύκο χορτάτο και τα πρόβατα σωστά.
- Θέλω ν’ αγιάσω και δεν μ’ αφήνει ο διάολος.
Κ
- Καλύτερα να χάνεις το μαλλί, παρά το πρόβατο.
- Κάηκε η γριά απ’ το κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι.
- Κρύψου και χούιαζε και βρόντα να μην σ’ ακούνε.
- Καλύτερα να μαλώνεις με την κλειδωνιά, παρά με την πεθερά.
- Καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα.
- Κλωτσιούνται τ' άλογα, αλιά στα γομάρια.
- Κάλλιο μακριά και μονοιασμένοι, παρά σιμά και κακιωμένοι.
Μ
- Μικρός διάολος, μεγάλα τσαρούχια.
- Μαζί μιλάμε και χώρια ακούμε.
- Μάστορας – μάστορας κι ο νοικοκύρης πρωτομάστορας.
Ν
- Νύφη κι αν γεννηθεί, την πεθερά θα μοιάσει.
- Να είναι ο φάκος βραστερός, βυδούρα σουρωμένη.
- Ντύθηκε η νύφη και απόμεινε.
Ξ
- Ξέρει ο βλάχος τι έχει στον τουρβά του.
- Ξένο άλογο καβαλικεύεις, μεσοστρατίς θα απομείνεις.
Ο
73
- Ο κακός είναι σαν το κάρβουνο. Αν δεν κάψει, θα σε μουτζουρώσει.
- Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, σαράντα μέρες κοσκινίζει.
- Όλα τα στραβά καρβέλια, η νύφη τα φτιάχνει.
- Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια.
- Όλο τον κόσμο ρώτα κι απ' το μυαλό σου μη φεύγεις.
- Όλο το βόδι φάγαμε, στην ουρά αποστάσαμε;
Π
- Περισσεύει απ’ του λύκου, να φάει κι η αρκούδα.
- Παπά γομάρι, παπά χωράφι.
- Πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι.
- Πίτα που δεν τρως, τι σε μέλλει κι αν καεί.
- Πέσε πίτα να σε φάω και κανάτα να σε πιώ.
Ρ
- Ρώτα τον αδελφό μου τον ψεύτη.
Σ
- Σπίτι που δεν έχει Γιάννη, προκοπή ποτέ δεν κάνει.
- Σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση.
- Σκυλί που γαυγίζει, δεν δαγκώνει.
- Σάββατο κοντογιορτή, εδώ σιμά κι η Κυριακή.
- Σπίτι στην άκρη κι αμπέλι στη μέση.
Τ
- Τι ‘χα Γιάννη μ’, τι ‘χα πάντα.
- Το καλό το παλικάρι, ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
- Τρώει ο λύκος το γομάρι, δίνει κι αναφορά στον κόσμο.
- Τι βρέχει ο Θεός και δεν το πίνει η γη;
- Τσιάκα, βράκα και γιλέκο και ψάθινο καπέλο.
- Ταιριάξανε και συμπεθεριάσανε.
Φ
- Φωνάζει ο κλέφτης, να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
- Φοβόμουνα και φοβέριζα.
- Φυλάξου από μια ώρα κακιά, να ζήσεις χίλια χρόνια.
74
- Φωνάζει ο τσομπάνος για τα πρόβατα, φωνάζει και ο μυλωνάς για τα
λιθάρια του.
Χ
- Χτυπάει το παράθυρο για να τ' ακούει η πόρτα.
- Χαμηλοφόρτωνε και ψιλοτραγούδα.
Ψ
- Ψώνισε από σβέρκο.
- Ψόφσε του βόδ, πάει κι η κουλιγιά.
Ω
- Ως εκεί και μη παρέκει.
- Ώσπου να πάρει το ‘να ποδάρι, το άλλο το ‘φαγε η μαρμάγκα.
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΗΝΕΣ
Προσπαθώντας να συγκεντρώσουμε όλες αυτές τις πληροφορίες για την
εργασία μας, διαπιστώσαμε ότι τα πολύ παλιά χρόνια, οι άνθρωποι και στην
περιοχή μας τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια, σε κάθε στιγμή της ζωής τους
τα ήθη και τα έθιμα της περιοχής τους.
Φυσικά, όπως και σε άλλες περιοχές, πίστευαν στους μήνες και τους έδιναν
διάφορα ονόματα και έλεγαν παροιμίες γι αυτούς. Δημιουργούσαν παραμύθια,
στα οποία όμως θα αναφερθούμε στην αντίστοιχη ενότητα.
Στη συνέχεια, θα αναφέρουμε ότι καταφέραμε να συγκεντρώσουμε σε
παροιμίες, όπως επίσης και διάφορα ονόματα που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί για
τους 12 μήνες του χρόνου.
Ιανουάριος
- Πίτα κότα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη.
- Χιόνι Γεναριάτικο, χρυσάφι του καλοκαιριού
Φεβρουάριος
- Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, μα κι αν τύχει και
θυμώσει μες στο χιόνι θα μας χώσει.
75
Μάρτιος
Οι γιαγιάδες έλεγαν στα εγγόνια τους πως ο Μάρτης αγαπούσε μια όμορφη
κοπέλα αλλά τον πάντρεψαν με το ζόρι με μια άσχημη γριά. Όταν σκεφτόταν
αυτή που αγαπούσε, έκανε καλό καιρό, όταν έβλεπε τη γριά άστραφτε και
βροντούσε.
- Μάρτης, γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.
- Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα.
- Φύλαγε κούτσουρα για το Μάρτη να μην κάψεις τα παλούκια.
Απρίλιος
- Αν ρίξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαρά σ’ εκείνον τον
γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα.
Μάιος
- Μάη μου με τα τραγούδια και με τα πολλά λουλούδια.
- Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι.
- Μάη καλέ μου μήνα, να ‘σουν δυο φορές το χρόνο.
Αύγουστος
- Αύγουστε καλέ μου μήνα να σουν δυο φορές το χρόνο.
- Από Μαρτιού πουκάμισο και από Αύγουστο πανωφόρι.
Οκτώβριος
- Τον Οκτώβρη τα κουδούνια, το Νοέμβρη παραμύθια.
Νοέμβριος
- Μπάξε Αντριά μ μπάξε.
- Όποιος σπείρει το Νοέμβρη, ούτε σπόρο δε θα πάρει.
- Όταν έρθει ο Νοέμβρης, σιγομπαίνει ο χειμώνας.
76
Όσο αφορά τα ονόματα τα οποία χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της περιοχής
μας για τους δώδεκα μήνες του χρόνου, αναφέρουμε παρακάτω:
Φεβρουάριος : Κουτσοφλέβαρος.
Λέγεται ότι ο Φλεβάρης είχε 31 ημέρες, όπως και οι άλλοι μήνες. Ο Μάρτης
ήταν εκείνος που είχε 28 ημέρες. Αλλά με μία πονηριά, ο Μάρτης πήρε τρεις
μέρες από το Φλεβάρη και τώρα έχει 31, ενώ ο Φλεβάρης μόνο 28. Κάθε δίσεκτο
έτος όμως, ο Μάρτης επιστρέφει μία μέρα στο Φλεβάρη κι έτσι έχει 29.
Μάρτιος: Γδάρτης, Παλουκοκάφτης.
Ο Μάρτης είναι ο μήνας που μπορεί εύκολα να μπερδέψει τους ανθρώπους.
Ποτέ δεν είναι σίγουροι για το τι καιρό θα κάνει, γι αυτό και τα ονόματα που του
αποδίδουν είναι περίεργα. Οι γιαγιάδες έβαζαν στο χέρι των μικρών παιδιών ένα
βραχιολάκι φτιαγμένο από κόκκινη και λευκή κλωστή, για να μην τα κάψει ο
ήλιος. Το φορούσαν για σαράντα ημέρες και αφού το έβγαζαν, το άφηναν στις
τριανταφυλλιές να το πάρουν τα χελιδόνια και να χτίσουν τη φωλιά τους. Βέβαια,
αυτό συνηθίζεται και στις μέρες μες.
Απρίλιος: Ψεύτης
Το όνομά του αυτό το πήρε ο Απρίλης γιατί την πρώτη του μέρα όλοι λένε
ψέματα.
Μάιος: Καλομηνάς
Είναι ο τελευταίος μήνας της άνοιξης και το όνομα του το οφείλει στις
πολλές γιορτές που έχει.
Ιούνιος: Θεριστής
Είναι ο πρώτος μήνας του καλοκαιριού και ο μήνας που θερίζουν τα σιτάρια.
Ιούλιος: Αλωνάρης
Φυσικά και αυτός ο μήνας οφείλει το όνομά του στο γεγονός ότι αυτή την
περίοδο του χρόνου αλωνίζουν τα χωράφια
Σεπτέμβρης: Τρυγητής
Είναι ο μήνας που τρυγούν τ’ αμπέλια και βέβαια αυτός είναι ο λόγος που
του έχουν δώσει αυτό το όνομα.
Νοέμβριος: Σποριάς
Ο Νοέμβριος είναι ο μήνας που γίνεται η σπορά των δημητριακών. Είναι
επίσης ο μήνας που γίνεται η φύτευση κι άλλων φυτών.
77
(Τις πληροφορίες μου τις έδωσε, η κ. Κατερίνα Αραμπατζή, η κ. Φρειδερίκη
Κακαζιάνη, η κ. Αγγελική Παπαϊωάννου-Τόλιου και η κ. Μούτσιου Μαρία από το
Ριζόμυλο. Ο κ. Χρήστος και η Ελένη Λαϊνά, η κ. Τσιότρα Μαργαρίτα, ο κ. Σταύρος
και η κ. Ιωάννα Τσίγγα και η κ. Σταυρούλα Γκρόζου από το Στεφανοβίκειο.)
Επιμέλεια: Αργυρούδης Γιώργος
Γκουγκούδης Μπάμπης
Λαϊνά Ελένη, Σούκια Δήμητρα
Τόλιου Τζένη, Τσιότρας Στέλιος
78
ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΕΣ
Στα παλιά τα χρόνια οι άνθρωποι ήταν αγράμματοι. Έτσι μη μπορώντας να
εξηγήσουν κάποια πράγματα που τους φόβιζαν, έπλαθαν διάφορες προλήψεις και
δεισιδαιμονίες.
Θεωρούσαν ότι έπρεπε να τις τηρούν πιστά έτσι ώστε να αποφύγουν το
κακό, το οποίο πίστευαν ότι παραμόνευε παντού. Πολλές από αυτές τις προλήψεις
σώζονται και τηρούνται μέχρι και σήμερα, ακόμα και από μορφωμένους
ανθρώπους.
Έτσι λοιπόν, η Τρίτη και η Παρασκευή θεωρούνταν οι πιο γρουσούζικες
ημέρες της εβδομάδας. Γι αυτό το λόγο κανένας δεν ξεκινούσε κάποια δουλειά
μια από αυτές τις ημέρες, γιατί πίστευαν ότι θα πάει στραβά. Μεγάλη γρουσουζιά
θεωρούσαν επίσης το γεγονός να δούνε μαύρη γάτα ενώ θα ξεκινούσαν
οποιαδήποτε δουλειά.
Την Τρίτη οι μοδίστρες δεν έκοβαν πατρόν γιατί ήταν γρουσουζιά.
Όταν κάποιος πήγαινε για πρώτη φορά σε κάποιο σπίτι, έπρεπε να μπει με
το δεξί, για καλή τύχη.
Όταν πιανόταν το μανίκι στο πόμολο της πόρτας, τότε αυτός κάπου
χρωστούσε.
Όταν έβλεπαν μαύρη γάτα έπρεπε να πιάσουν τα μαλλιά τους και να
φτύσουν κάτω για να μην τους βρει η γρουσουζιά.
Επίσης αν ο καλεσμένος δίπλωνε την πετσέτα μετά το φαγητό, σήμαινε ότι
δεν θα ξανάρθει.
Από την άλλη μεριά, κακό σημάδι θεωρούσαν το να περάσουν κάτω από
σκάλα, όπως επίσης το να ξεχάσει κάποιος κάτι στο σπίτι ξεκινώντας για δουλειά
και να επιστρέψει για να το πάρει.
Επίσης αν κάποιος ήθελε να προκόψει, δεν λουζόταν ποτέ Κυριακή και
φυσικά δεν έκοβαν νύχια Τετάρτη και Παρασκευή, γιατί θεωρούνταν επίσης
γρουσουζιά.
79
Άμα χυνόταν τσίπουρο στο τραπέζι, έπρεπε να ρίξουν λίγο νερό για να φύγει
η γρουσουζιά. Από την άλλη μεριά, αν χυνόταν ο καφές, αυτός που τον έπινε θα
έπαιρνε λεφτά. Καλή τύχη θεωρούσαν και ήταν αν έπεφτε το κρασί.
Γρουσουζιά ήταν να πέσει και το αλάτι κάτω, όπως επίσης κακό σημάδι ήταν
το αδικαιολόγητο σπάσιμο ενός καθρέφτη.
Επίσης γρουσουζιά θεωρούσαν την ανοιγμένη ομπρέλα μέσα στο σπίτι.
Επίσης αν το ψαλίδι έμενε ανοιχτό, ήταν σημάδι ότι τους κακολογούσαν.
Όταν δύο άνθρωποι έλεγαν ταυτόχρονα την ίδια λέξη, έπρεπε να πιάσουν
κάτι κόκκινο έτσι ώστε να μη μαλώσουν.
Από την άλλη μεριά, αν ο κόκορας λαλούσε πριν τα μεσάνυχτα, τότε θα
συνέβαινε μεγάλο κακό στο σπίτι.
Όταν κάποιος ήταν ξαπλωμένος δεν έπρεπε να τον δρασκελίσει κάποιος,
γιατί αυτό σήμαινε ότι δεν θα μεγάλωνε. Έπρεπε αυτός που είχε περάσει από
πάνω να το ξανακάνει κατά την αντίθετη φορά. Όταν κάποιο μικρό παιδί έβγαζε
δόντι, έπρεπε να το πετάξουν στα κεραμίδια για να βγει το καινούριο σιδερένιο.
Όποιος κέρδιζε το φλουρί στη βασιλόπιτα θεωρούταν τυχερός.
Όταν το μάτι κάποιου πετάριζε, αυτό σήμαινε ότι θα συναντούσε κάποιον
γνωστό.
Για να φύγει ο άσχημος καιρός έπαιρναν το κόκκινο αβγό από το εικόνισμα
και σταύρωναν στον αέρα λέγοντας : « να φύγει ο καιρός, να πάει στα βουνά ».
Για να σταματήσει η κακοκαιρία, το πρώτο παιδί κάρφωνε ένα μαχαίρι στη
γη, λέγοντας τα ίδια λόγια.
Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι παλιότεροι πίστευαν στη «βασκανία»
και το « κακό μάτι». Υπήρχαν «ειδικοί», οι οποίοι ήταν συνήθως οι γιαγιάδες που
ήξεραν λόγια με τα οποία ξεμάτιαζαν τους ματιασμένους. Τα λόγια αυτά βέβαια
τα κρατούσαν μυστικά, για να μη χάσουν τη δύναμή τους.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε ότι οι παλιότεροι είχαν αρκετά
σημάδια που ερμήνευαν το κακό.
Έτσι, αν η κουκουβάγια λαλούσε καθισμένη στη στέγη ενός σπιτιού, τότε
αυτό σήμαινε ότι κάποιος στο σπίτι θα πέθαινε.
80
Αν η κότα λαλούσε σαν κόκορας, αυτό ήταν σημάδι θανάτου για το σπίτι.
Από την άλλη μεριά, αν ο σκύλος του σπιτιού ούρλιαζε, τότε ο κύρης του σπιτιού
θα πάθαινε μεγάλο κακό.
Αν ακουμπούσε κάποιος τα χέρια του στα μάγουλά του, τότε κάποιος από
τους γονείς θα πέθαινε. Επίσης, αν κάποιος ακουμπούσε τα χέρια του στην κάσα
μιας πόρτας, κάποιος της οικογένειας θα πέθαινε.
Σημάδι θανάτου για κάποιον από τους γονείς, αν οι παντόφλες ήταν
αναποδογυρισμένες, οπότε έπρεπε αμέσως να τις γυρίσουν στην κανονική τους
θέση.
Όταν κάποιος έπλενε τα χέρια του με σαπούνι έπρεπε να το αφήσει κάτω
για να το χρησιμοποιήσει ο επόμενος. Διαφορετικά αν το έπαιρνε από τα χέρια
του άλλου, το θεωρούσαν γρουσουζιά και σημάδι καυγά.
Αυτές λοιπόν ήταν ορισμένες από τις προλήψεις, τις οποίες οι παλιότεροι
τηρούσαν πιστά, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν και να «ξορκίσουν» το
κακό, το οποίο παραμόνευε παντού.
(Τις πληροφορίες μας έδωσαν οι κ. Κουτσιαρής Απόστολος, η κ. Γκρόζου
Σταυρούλα, ο Πατέρας Νικηφόρος, η κ. Κάρρου Τριανταφυλλιά από το
Στεφανοβίκειο, ο κ. Μπόκας Λάμπρος, η κ. Παπαχρήστου Χρυσούλα, η κ. Λιάκα
Ευαγγελία και ο κ. Τσόγκαρης Θεόδωρος από το Ριζόμυλο.)
Επιμέλεια: Κοντογιάννη Χριστίνα
Κουτσιαρή Παρασκευή
Λουφοπούλου Δέσποινα
Μπόκα Αναστασία
Παναγιωτόπουλος Θοδωρής
Χότζα Λεονίς
81
ΒΟΤΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΑΤΡΟΣΟΦΙΑ
Τα πολύ παλιά χρόνια, στα οποία αναφέρεται όλη αυτή η εργασία μας, η
ιατρική δεν ήταν φυσικά αναπτυγμένη. Από την άλλη μεριά, όπως γνωρίζουμε
όλοι, στην ευρύτερη περιοχή της Μαγνησίας και συγκεκριμένα στην περιοχή του
Πηλίου, σύμφωνα με το μύθο, έζησε πριν από χιλιάδες χρόνια ο μεγαλύτερος
δάσκαλος της Ιατρικής, ο Κένταυρος Χείρωνας
Στην περιοχή μας, υπάρχει μεγάλη ποικιλία βοτάνων και φυτών, τα οποία
χρησιμοποιούσαν οι παλιότεροι για να θεραπεύουν τις αρρώστιες και όποιο άλλο
πρόβλημα παρουσιαζόταν στην καθημερινότητά τους.
Α. ΒΟΤΑΝΑ
ΑΓΚΙΝΑΡΑ
Καλλιεργούνταν σαν λαχανικό στους κήπους, κι εκτός από τη διατροφή
μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση της φαγούρας και των
ρευματισμών.
ΑΓΡΙΑΔΑ
Φύτρωνε στους κήπους και τους αγρούς. Τα ζουμί του όταν το έβραζαν
μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να ρίξει τις πέτρες στα νεφρά.
ΑΓΡΙΟΔΙΑΛΕΤΑ
Φύτρωνε στα χωράφια και τη χρησιμοποιούσαν σαν δυναμωτικό για τα
παιδιά.
ΑΝΗΘΟΣ
Καλλιεργούνταν στους κήπους και χρησιμοποιούνταν σαν μυρωδικό στα
φαγητά. Μπορούσε όμως να χρησιμοποιηθεί και για την αντιμετώπιση της
ανεμοβλογιάς και της ιλαράς.
82
ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ
Καλλιεργούνταν στους κήπους. Χρησιμοποιούνταν σαν αφέψημα για τη
δυσκοιλιότητα.
ΒΑΤΟΣ
Τον συναντούμε σε όλη την Ελλάδα. Μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν
κατά της ατονίας και του ζαχάρου.
ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΟ
Φύτρωνε στις αυλές των σπιτιών και το χρησιμοποιούσαν σαν μυρωδικό
στην κουζίνα αλλά και κατά της γρίπης και της ζαλάδας.
ΔΥΟΣΜΟΣ
Καλλιεργούνταν στους κήπους. Καταπολεμούσαν με αυτόν τη χοληστερίνη
και σαν αφέψημα.
ΚΡΕΜΜΥΔΙ
Εκτός από τη μαγειρική το χρησιμοποιούσαν κατά της αρτηριοσκλήρωσης
και της λαρυγγίτιδας.
ΛΥΓΑΡΙΑ
Φυτό που τα φύλλα του τα χρησιμοποιούσαν μετά το δάγκωμα φιδιών και
για την καταπολέμηση δερματικών παθήσεων.
ΛΥΣΦΑΚΙΑ
Ήταν πολύ χρήσιμη σαν αφέψημα για το στομάχι και την πίεση.
ΜΑΪΝΔΑΝΟΣ
Καλλιεργούνταν στους κήπους. Χρησιμοποιούνταν στη μαγειρική και
χρησιμοποιούνταν τα φύλλα του επίσης κατά της ατονίας και της πίεσης.
ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΑ
Φυτό που το φυτεύανε στις γλάστρες. Βρασμένα τα φύλλα του μπορούσαν
να βοηθήσουν στον κοιλόπονο.
83
ΜΕΝΤΑ
Πολύ αρωματικό φυτό που επίσης βοηθούσε στον κοιλόπονο και στον
πονόλαιμο.
ΜΟΛΟΧΑ
Φυτό του αγρού που βοηθούσε στον κοιλόπονο.
ΤΗΛΙΟ
Δέντρο του οποίου ο ανθός αφού ξεραινόταν γινόταν γευστικό αφέψημα
που βοηθούσε στον πονόλαιμο και χρησιμοποιούνταν και σαν χαλαρωτικό.
ΤΣΟΥΚΝΙΔΑ
Φύτρωνε στους αγρούς και το ζουμί της βοηθούσε όσους έπασχαν από αναιμία.
ΧΑΜΟΜΗΛΙ
Το συναντούμε ακόμα στους αγρούς. Μάζευαν την άνοιξη τα λευκά ανθάκια
του τα οποία ξεραίνανε και το χρησιμοποιούσαν σαν αφέψημα για διάφορες
παθήσεις όπως το κρυολόγημα.
(Τις πληροφορίες μας έδωσαν οι κ. Γκρόζου Σταυρούλα, η κ. Κουκουτσέλου
Μαρία, η κ. Κάρρου Μαρία, η κ. Τσιότρα Μαργαρίτα και ο κ. Τσίγγας Σταύρος από
το Στεφανοβίκειο και η κ. Ευαγγελία Αποστολίδη και η κ. Μούσιου Μαρία από
Ριζόμυλο.)
Επιμέλεια: Αποστολίδης Παναγιώτης
Αργυρούδης Γιώργος
Γκουγκούδης Μπάμπης
Κοντογιάννη Χριστίνα
Κουκουτσέλου Μαρία
Ντελόπουλος Σπύρος
Τσιότρας Στέλιος
84
Β. ΓΙΑΤΡΟΣΟΦΙΑ
Τα φυτά και τα βότανα τα χρησιμοποιούσαν φυσικά για την καταπολέμηση
διαφόρων προβλημάτων υγείας. Εκτός βέβαια από αυτά χρησιμοποιούσαν και
άλλα υλικά για να καταπολεμήσουν διάφορες ασθένειες. Μερικά από αυτά τα
γιατροσόφια ήταν:
Όταν ήταν κρυωμένοι έβαζαν βεντούζες κι έκαναν εντριβές με καθαρό
πετρέλαιο. Τις βεντούζες τις έκαναν βάζοντας βαμβάκι σε πιρούνι ή κουτάλι το
οποίο το τυλίγανε και το βουτούσαν στο οινόπνευμα. Το άναβαν και το έβαζαν
μέσα στις βεντούζες για να ζεσταθούν και τις τοποθετούσαν στην πλάτη έτσι
ώστε να τραβήξουν το κρύωμα. Πολλές φορές έκοβαν με ξυραφάκι ορισμένα
σημεία της πλάτης και έβαζαν βεντούζες για να τραβήξουν το αίμα. Όταν το
κρύωμα ήταν δυνατό το καταπολεμούσαν με σακούλες γεμάτες με πίτουρα
ζεσταμένα στη φωτιά. Όταν κάποιος είχε μαγουλάδες, υπήρχαν κάποιες γυναίκες
που ήξεραν συγκεκριμένα λόγια και έτσι γήτευαν την αρρώστια.
Στον πονόδοντο έβαζαν ντόπιο τσίπουρο, το κρατούσαν στο στόμα,
μούδιαζε κι έτσι περνούσε ο πόνος.
Όταν τα παιδιά χτυπούσαν κι έτρεχε αίμα, άνοιγαν το τσιγάρο, έβγαζαν τον
καπνό, τον έβαζαν στην πληγή και το έδεναν για να σταματήσει το αίμα.
Όταν τα παιδιά είχαν στοματίτιδα, τους άλειφαν τη γλώσσα με μελάνι.
Όταν κάποιος είχε «κριθαράκι» στο μάτι, περνούσε όταν ένα πρωτότοκο
παιδί το «γαύγιζε». Έπρεπε δηλαδή να πει τρεις φορές:
Γαβ σταράκ, γαβ κθαράκ,
Γαβ σπειρί μαργαριταράκ.
Στον πονόλαιμο έκαναν γαργάρες με νερό κι αλάτι ή έπιναν τσάι η χαμόμηλο
ζεστό.
Όταν πονούσε το αυτί ζέσταιναν λάδι και το έριχναν σε σταγόνες μέσα στο
αυτί.
Στον πονόκοιλο βουτούσαν βαμβάκι μέσα στο οινόπνευμα και το έβαζαν
πάνω στην κοιλιά.
Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλά παιδιά που γεννιόντουσαν με
εξαρθρώσεις. Υπήρχαν πρακτικοί, οι οποίοι έτριβαν τα κατάλληλα σημεία και τα
έφερναν στις θέσεις τους.
85
Όταν πονούσαν τα μάτια, βουτούσαν κομπρέσες σε χλιαρό χαμόμηλο και το
έβαζαν για κομπρέσα στα μάτια.
Όταν έβγαζαν έρπη, έβαζαν τσίπουρο πρωτοστάλαγμα και περνούσε.
Όταν υπήρχε άκανθος στη φτέρνα, μάζευαν ζοχάρια, τα έβραζαν και τα
έτρωγαν για να το γιατρέψουν.
Όταν έπεφταν τα μαλλιά έβαζαν πετρέλαιο στις ρίζες για να δυναμώσουν.
Όταν χτυπούσαν και το αίμα δεν σταματούσε, έβαζαν στην πληγή καφέ για
να σταματήσει. Επίσης πολλές φορές έβαζαν λάσπη επάνω στην πληγή.
Όταν τους τσιμπούσε μέλισσα ή σφήγκα έβαζαν ξύδι.
Όταν τους πονούσε η μέση ζέσταιναν μια κεραμίδα και με ένα ύφασμα την
έβαζαν στη μέση σα θερμοφόρα για να μαλακώσει τον πόνο.
Όταν είχαν κρυολόγημα το καταπολεμούσαν με μέντα την οποία έβραζαν
και έπιναν σαν αφέψημα.
(Τις πληροφορίες μας τις έδωσε η κ. Κουτσιαρή Μαρία, ο κ. Γκοντισόπουλος
Αντώνης, η κ. Βεργή Γεωργία, η κ. Τσάντα Σοφία, η κ. Μαρία Γκοντόλου και η κ.
Τσιότρα Μαργαρίτα από το Στεφανοβίκειο. Η κ. Αγγελική Τόλιου και ο κ.
Τσόγκαρης Θεόδωρος από το Ριζόμυλο.)
Επιμέλεια: Γκοντισοπούλου Ειρήνη
Γκοντόλου Ράνια
Μπουροπούλου Αναστασία
Τόλιου Τζένη
Τσιότρας Στέλιος
Χότζα Λεονίς
86
Η ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ
Τα πολύ παλιά χρόνια, οι άνθρωποι δεν διέθεταν τη σημερινή τεχνολογία και
τις επιστημονικές γνώσεις για να μπορούν να προβλέπουν τον καιρό και τις
μεταβολές του. Όμως η γνώση του καιρού ήταν απαραίτητη για τις δουλειές
τους. Έτσι παρατηρώντας διάφορα σημάδια, βρήκαν πρακτικούς τρόπους για να
κάνουν τις απαραίτητες προβλέψεις. Μερικά από τα σημάδια τα οποία τους έδιναν
τις απαραίτητες πληροφορίες, ήταν
Η θέση του φεγγαριού έδειχνε τον καιρό της επόμενης ημέρας. Αν ήταν
όρθιο σήμαινε ότι ο καιρός θα ήταν καλός. Αντίθετα, αν το φεγγάρι ήταν στο
πλάι, ο καιρός θα χαλούσε. Έλεγαν τότε οι παλιοί και μια παροιμία:
Πλάι το φεγγάρι, όρθιος ο τσομπάνος,
Όρθιο το φεγγάρι, πλάι ο τσομπάνος
Όταν το φεγγάρι είχε κύκλο, τότε ο καιρός θα χαλούσε.
Όταν τα μυρμήγκια μάζευαν γρήγορα την τροφή τους στη φωλιά τους, ο
καιρός θα ήταν άσχημος. Αν συνέβαινε το αντίθετο θα είχαν καλοκαιρία.
Όταν οι πετεινοί λαλούσαν από το βράδυ, ήταν ένδειξη κακοκαιρίας.
Ένδειξη βροχής ήταν όταν τα σκουλήκια έβγαιναν από το χώμα.
Τα ίδιο θα συνέβαινε αν η γάτα λουζόταν με επίμονο τρόπο, καθώς επίσης
όταν τινάζονταν τα πρόβατα και οι κότες.
Όταν οι γάτες και τα πρόβατα έπαιζαν επίμονα, σήμαινε ότι θα ακολουθούσε
κακοκαιρία
Όταν τα σπουργίτια κάθονταν στο έδαφος, ήταν ένδειξη χιονιά.
Από την άλλη μεριά, το πρωινό κελάηδημα των πουλιών σήμαινε ότι θα
ακολουθούσε μια όμορφη ημέρα.
Όταν η πρωινή ομίχλη διαλυόταν μόλις ανέβαινε ο ήλιος, ήταν ένδειξη
καλοκαιρίας. Αντίθετα, όταν γινόταν πιο πυκνή, αυτό σήμαινε ότι θα είχαν
κακοκαιρία.
Τέλος, οι παλιότεροι έδιναν μεγάλη σημασία στα « μερομήνια » για την
πρόγνωση του καιρού. Αρχίζουν στις 14 Αυγούστου και τελειώνουν στις 25
Αυγούστου. Η πρώτη τους ημέρα αντιστοιχεί με τον Αύγουστο, η δεύτερη με τον
Σεπτέμβρη κλπ. Αυτός που μελετούσε τα « μερομήνια », παρατηρούσε τις
87
μεταβολές του καιρού όλο το 24ωρο κι έτσι μπορούσε να προβλέψει τις
μεταβολές του καιρού (ζέστη, κρύο, λιακάδα, ανέμους κλπ). Οι μεταβολές του
καιρού μέσα στο 24ωρο, θα σήμαιναν παρόμοιες μεταβολές κατά τη διάρκεια του
κάθε μήνα.
Ακόμα και σήμερα, πολλοί είναι αυτοί που παρατηρούν αυτά τα σημάδια και
προβλέπουν τον καιρό. Το πιο περίεργο όμως είναι ότι πολλές φορές προβλέπουν
πιο σωστά και με μεγαλύτερη ακρίβεια τις καιρικές μεταβολές από τις σύγχρονες
μεθόδους της μετεωρολογικής υπηρεσίας !
(Τις πληροφορίες μου έδωσε ο κ. Τσίγγας Σταύρος, ο κ. Μπόκας Λάμπρος, η
κ. Ευαγγελία Αποστολίδη και η κ. Μούτσιου Μαρία από το Ριζόμυλο. Η κ. Βεργή
Γεωργία, η κ. Γκοντόλου Μαρία, η κ. Γκρόζου Σταυρούλα και η κ. Μπουροπούλου
Αναστασία από το Στεφανοβίκειο.)
Επιμέλεια: Αποστολίδης Παναγιώτης
Αργυρούδης Γιώργος
Γκοντισοπούλου Ειρήνη
Γκοντόλου Ράνια
Γκουγκούδης Μπάμπης
Μπουροπούλου Αναστασία
Μπόκα Αναστασία
88
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ
Οι αρχές του δημοτικού τραγουδιού βρίσκονται στα πρώτα χρόνια του
Χριστιανισμού. Οι ρίζες τους βρίσκονται στις αρχαίες ελληνικές ορχηστρικές
παραστάσεις. Αποτελούν αδιαίρετη ενότητα χορού, μουσικής και ποίησης και
αντικατοπτρίζουν την ιστορία των Ελλήνων μέσα από την πορεία των αιώνων.
Κυρίως μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, είναι η μόνη έντεχνη μουσική
εκδήλωση (παράλληλα με το Βυζαντινό Μέλος), που διδάσκει την παράδοση
στους υποδουλωμένους Έλληνες. Εκφράζουν τις χαρές, τις λύπες και τους πόθους
των απλών ανθρώπων. Τα περισσότερα είναι δεκαπεντασύλλαβα. Υπάρχουν όμως
και ενδεκασύλλαβα, οκτασύλλαβα κλπ. Το χαρακτηριστικό τους είναι ότι τα
περισσότερα από αυτά δεν έχουν ομοιοκαταληξία και ότι τα περισσότερα από
αυτά δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Υπολογίζεται ότι τα
δημοτικά τραγούδια είναι περίπου 14000. Χωρίζονται σε διάφορες κατηγορίες
όπως του γάμου, της ξενιτιάς, κλέφτικα, ακριτικά, της αγάπης, κα.
Στην περιοχή μας, στις γιορτές και τα πανηγύρια τα τραγούδια
συνοδεύονταν από λαϊκές ορχήστρες, με βιολί, κλαρίνο και λαγούτο.
Τραγούδι του γάμου
Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο
Μάνα μ’ έδιωχνε από την αγκαλιά της
Κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει φεύγα,
Φεύγω κλαίγοντας και μοιρολογώντας
Μάνα μου τα λουλούδια σου
Συχνά να τα ποτίζεις
Αχ, μανούλα μου γλυκιά
Φεύγω και πάω στην ξενιτιά και δεν ξαναγυρίζω.
Το παρακάτω τραγούδι το τραγουδούσαν στο γάμο, τα μπρατίμια, όταν
πήγαιναν να πάρουν νερό από την «τουλούμπα» στο σπίτι της νύφης.
Κίνησα το δρόμο – δρόμο
το στενό το μονοπάτι
89
βρίσκω μια μηλιά στο δρόμο
όλο μήλα φορτωμένη
άπλωσα να πάρω ένα
και η μηλιά καμαρωμένη
μη μου κόβεις μη μου ρίχνεις
μη με αγριοκοιτάζεις…
Επίσης ένα τραγούδι του γάμου, την ώρα που έφτιαχναν το προζύμι για την
κουλούρα
Ψιλό-ψιλό λιγνό να είναι τ'αλενεύρι (αλεύρι)
και η νια, και η νια που το,
που το ζυμώνει.
με μα, νε μάνα με,
να με πατέ –ενε ρα
μ' αδέ, μ' αδέρφια με,
να με ξαδέρφια.
Το τραγούδι που ακολουθεί, το «γαρυφαλλιά μου πράσινη», μάλλον
προέρχεται από τη Λέσβο. Το συναντάμε και εκεί σχεδόν το ίδιο αλλά πιο
ολοκληρωμένο νοηματικά
Γαρυφαλλιά μου πράσινη καλέ , γαρυφαλλιά μου πράσινη καλέ
πότε θα κοκκινίσεις, πότε θα κοκκινίσεις;
Να κόψω ένα γαρύφαλλο καλέ, να κόψω ένα γαρύφαλλο καλέ
να βάλω στο ποτήρι, να βάλω στο ποτήρι.
Να κοκκινίσει η θάλασσα καλέ, να κοκκινίσει η θάλασσα καλέ
ν’ αράξουν τα καράβια, ν’ αράξουν τα καράβια.
Κι ένα καράβι άραξε καλέ, κι ένα καράβι άραξε καλέ
στου βασιλιά την πόρτα, στου βασιλιά την πόρτα.
Κι ο βασιλιάς δεν ήταν κει καλέ, κι ο βασιλιάς δεν ήταν κει καλέ
μον ήταν τρείς κοπέλες, μον' ήταν τρείς κοπέλες.
Η μια κεντάει τον ουρανό καλέ, η μια κεντάει τον ουρανό καλέ
η άλλη το φεγγάρι, η άλλη το φεγγάρι.
90
Κι η τρίτη η μικρότερη καλέ, κι η τρίτη η μικρότερη καλέ
κεντάει το μαξιλάρι, κεντάει το μαξιλάρι.
Να κοιμηθεί ο βασιλιάς καλέ, να κοιμηθεί ο βασιλιάς καλέ
να του εφύγει η ζάλη, να του εφύγει η ζάλη.
(Τις πληροφορίες μου έδωσε η κ. Λαϊνά Ελένη από το Στεφανοβίκειο.)
Επιμέλεια: Λαϊνά Ελένη
91
ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Τα νανουρίσματα και ταχταρίσματα ανήκουν επίσης στα δημοτικά τραγούδια
κι εκφράζουν την αγάπη και τα όνειρα κάθε μάνας για το παιδί της. Είναι γεμάτα
αγάπη και στοργή.
Με αυτά τα τραγούδια μεγάλωναν, κοίμιζαν για πάρα πολλά χρόνια οι
μανάδες τα παιδιά τους, ενώ αρκετά από αυτά τραγουδιούνται ακόμα και στις
μέρες μας. Μερικά από αυτά αναφέρονται παρακάτω:
Α. ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ
Αρχίζοντας από τα νανουρίσματα, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν παραλλαγές
ενός βασικού μοτίβου, καθώς η ελπίδα κάθε μητέρας είναι να μεγαλώσει το παιδί
της και να είναι ευτυχισμένο και γερό.
Ύπνε που παίρνεις τα μικρά,
έλα πάρε και τούτο,
μικρό, μικρό σου το ’δωσα,
μεγάλο φέρε μού το,
μεγάλο σαν ψηλό βουνό,
ίσιο σαν κυπαρίσσι
κι οι κλώνοι του ν’ απλώνονται
σ’ ανατολή και δύση.
Νάνι το μωρό μου, νάνι
κι όπου το πονεί να γιάνει.
Κοιμήσου και παρήγγειλα
στην Πόλη τα προικιά σου,
στη Βενετιά τα ρούχα σου
και τα χρυσαφικά σου.
Έλα ύπνε, ύπνωσέ το
και γλυκά αποκοίμισέ το.
Έλα ύπνε, ύπνωσέ το
Παναγίτσα, κοίμισέ το.
92
Έλα ύπνε απ’ τα κλαράκια
κι απ’ τα κρύα τα νεράκια.
Μικρό-μικρό σου το ‘δωσα
μεγάλο φέρε μού το.
Έλα ύπνε απ’ τα κλαράκια
κι αποκοίμισ τα μωράκια.
Έλα ύπνε πάρε το,
γλυκά σεργιάνισέ το
και στου νονού την αυλή
γλυκά αποκοίμισέ το.
Νάνι, νάνι, νάνι νάνι,
ύπνο ήσυχο να κάνει.
Στο παρακάτω τραγούδι διακρίνεται ξεκάθαρα η αγάπη και το καμάρι της
μητέρας για το παιδί της, όπως επίσης και η υπερηφάνεια της.
Το δικό μου το παιδί
είν' ασήμι και φλουρί,
και τα άλλα τα παιδιά
είναι κάλπικα φλουριά.
Κοιμήσου μες’ την κούνια σου
και τα παχνιά πανιά σου.
Η Παναγιά η Δέσποινα
να είναι συντροφιά σου.
Έλα Χριστέ μου, πάρε το
και σύρ το στους μπαξέδες,
γέμισε την ποδίτσα του
λουλούδια, μενεξέδες.
Κοιμάται ο ήλιος στα βουνά
κι η πέρδικα στα χιόνια.
Κοιμάται το παιδάκι μου
μέσα στ’ άσπρα τα σεντόνια.
93
Έλα, ύπνε, ύπνωσέ το,
Παναγιά μου μύρωσέ το,
να κοιμάται, να μερώνει,
να ξυπνάει, να μεγαλώνει.
Νάνι, νάνι το μωράκι μου να κάνει,
έλα ύπνε κοίμισέ το,
Παναγίτσα φύλαξέ το.
Να κοιμάται, να μερώνει,
να ξυπνά, να μεγαλώνει.
Νάνι, νάνι το μωράκι μου να κάνει
κι όπου το πονεί να γιάνει.
Το κορίτσι μ’ τ’ άσπρο, τ’ άσπρο,
να το πάντρευα στο κάστρο.
Να του δώσω κι ένα αμπέλι,
να χωράει ο λαγός να μπαίνει.
Β. ΤΑΧΤΑΡΙΣΜΑΤΑ
Τα ταχταρίσματα είναι τραγουδάκια τα οποία λένε οι μητέρες στα μωρά
χορεύοντάς τα στα γόνατα. Έχουν πιο ζωηρό ρυθμό και δηλώνουν την ανάγκη
ακόμα και των πολύ μικρών παιδιών για διασκέδαση. Μερικά από αυτά που
τραγουδούσαν στην περιοχή μας είναι:
Νταχτιρντί το λέγανε και μου το παντρεύανε,
το παιδί μας το καλό, ποιος το λέει δεν είν’ καλό;
Θέλει χάδια και χορό και στον κώλο κανά δυο.
Το παιδί μου να ν’ καλά
κι ας ψοφήσουν χίλια αρνιά,
χίλια αρνιά, χίλια κατσίκια
και του μπέη τα κορίτσια.
94
Έχω γιο, έχω χαρά
που θα γίνω πεθερά.
Έχω κόρη, έχω πίκρα
που θα μου γυρεύουν προίκα.
Γ. ΑΛΛΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
Τα παιδικά τραγουδάκια τα τραγουδούσαν οι γιαγιάδες στα μικρά παιδιά για
να τα διασκεδάσουν.
Πετάς περιστεράκι στον κήπο, στην αυλή.
Δε βλέπεις το γεράκι, το άγριο το πουλί;
Το βλέπω και φοβούμαι. Μα δεν το αγνοώ.
Ανοίγω τα φτερά μου και πάνω του χυμώ.
Κούνια μπέλα, έσπασε η κουτέλα,
βγήκε μια κοπέλα που ’τρωγε σταφύλια.
Της ζήτησα μια ρώγα, μου ’δωσε ένα μπάτσο
έπεσα στο βάτο, βγήκα το Σαββάτο.
Έβγα ήλιε πύρωσέ με και κουλούρια φόρτωσέ με,
ν’ ανεβώ στα κεραμίδια, να σου ανάψω τα καντήλια
με το μέλι, με το γάλα και με τη χρυσή κουτάλα.
Ήλιε μου, παρήλιε μου και κοσμογυριστή μου
Βγάλε τα μαύρα σου και βάλε τα χρυσά σου.
Υπήρχε και μια προσευχή την οποία μάθαιναν τα μικρά παιδιά να τη λένε
πριν να κοιμηθούν:
Πέφτω κάνω το σταυρό μου κι άγγελο έχω στο πλευρό μου
Δούλος του Χριστού λογιούμαι και κανέναν δε φοβούμαι.
Σκέπασέ με, φύλαξέ με, και καλοξημέρωσέ με.
Όλα αυτά τα τραγουδάκια στις μέρες μας δεν πολυλέγονται και πολλά από
αυτά έχουν σχεδόν ξεχαστεί. Γι αυτό πρέπει να προσπαθήσουμε να τα
διατηρήσουμε γιατί αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της λαϊκής μας παράδοσης.
95
(Τις πληροφορίες μας έδωσαν οι κ. Γεωργία Βεργή και η κ. Σταυρούλα
Γκρόζου από το Στεφανοβίκειο και η κ. Χρυσούλα Παπαχρήστου από το
Ριζόμυλο.)
Επιμέλεια: Γκοντισοπούλου Ειρήνη
Παναγιωτόπουλος Θοδωρής
96
ΟΙ ΛΑΙΚΟΙ ΧΟΡΟΙ ΜΑΣ
Ο χορός ήταν πάντα μια αυθόρμητη έκφραση του κόσμου σε κάθε
ευχάριστο γεγονός της καθημερινής τους ζωής. Έτσι οι γιορτές, οι αρραβώνες, οι
γάμοι, οι βαφτίσεις ήταν ευκαιρίες για διασκέδαση, με το χορό να αποτελεί την
κυριότερη έκφρασή της, με τη συνοδεία πάντα από « ένα ποτηράκι κρασί » .Ήταν
τρόπος έκφρασης, κι ευκαιρία να ξεδώσει ο απλός κόσμος, να ξεχάσει για λίγο τα
προβλήματα και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στην καθημερινότητά του.
Στην περιοχή μας, σχεδόν αποκλειστικά, ο κόσμος χόρευε τον συρτό. Το
τσάμικο, ο πλέον διαδεδομένος χορός σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, σπάνια
χορευόταν. Φυσικά, σε αυτό το σημείο, πρέπει να κάνουμε ιδιαίτερη αναφορά
στον χορό που αντιπροσωπεύει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, την
περιοχή μας.
ΧΑΤΖΗΜΙΣΙΩΤΙΚΟΣ
Είναι βέβαιο πως υπήρξε για μεγάλο διάστημα σύγχυση για το τι είναι ο
χατζημισιώτικος χορός. Όχι τόσο για τα βήματά του όσο για τη μελωδία του. Η
μελωδία είναι ένας αυτοσχεδιασμός τον οποίο έπαιζε ο αείμνηστος Βασίλης
Τρομάρας, γνωστό κλαρίνο της περιοχής και κάτοικος Βελεστίνου. Ο κ. Βασίλης
Κουκουτσέλος υπήρξε μαθητής του Τρομάρα, έμαθε τη μελωδία από το δάσκαλό
του και μαζί με τους υπόλοιπους μουσικούς του χωριού την έπαιζαν , αρχικά
στους γάμους και στη συνέχεια σε πανηγύρια και σε άλλες εκδηλώσεις του τόπου.
Όχι όμως μόνο εδώ.
Από το Πήλιο έως τα όρια της Κατερίνης και τα νότια όρια του Αλμυρού,
όπου και να έπαιζαν, δεχόντουσαν την παραγγελιά: «παίξτε μας το
Χατζημισιώτικο». Ενώ στο Στεφανοβίκειο οι ντόπιοι έλεγαν «παίξτε μας τον
τσιφτέ». Σύμφωνα με τον κ. Βασίλη Σαλαγά, διευθυντή της δημοτικής μουσικής
σχολής, η μελωδία του Χατζ/κου έχει δίσημο μουσικό μέτρο και κλίμακα σε ήχο
πλάγιο 2ο . Χρησιμοποιώντας αυτήν την κλίμακα και προσθέτοντας το δικό τους
μουσικό ύφος κάποιοι μη ντόπιοι οργανοπαίχτες συνέβαλαν στη σύγχυση
λέγοντας πως παίζουν το Χατζ/κο.
97
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του Τσιφτέ είναι πως στους γάμους του
χωριού αποτελούσε το γύρισμα θα λέγαμε, ή τη συνέχεια, στην πολύ γνωστή
Πηλιορείτικη πατινάδα. Κατά τα λεγόμενα των μουσικών μας, η αγάπη του
κόσμου για τον Τσιφτέ, έκανε τους ίδιους να γυρίζουν στον Τσιφτέ ακόμη κι όταν
παίζανε «συρτά», είτε κατόπιν παραγγελιάς είτε και μόνοι τους για να ανεβάσουν
το κέφι.
Τα βήματά του δε διαφέρουν από αυτά της Πατινάδας. Η μόνη διαφορά
τους βρίσκεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Χατζ/κου χορού, όπως το
πιάσιμο των χορευτών από τον ώμο, και την κίνηση όλων μαζί σε ευθεία γραμμή
με φορά «εμπρός-, πίσω-, επιτόπια βήματα και αλλαγές μετώπου».
Αυτά εξηγούνται από το ότι οι μπράτιμοι, συνοδεύοντας πρώτα το σόι του
γαμπρού προς το σπίτι της νύφης και ύστερα όλο το γάμο προς την εκκλησία,
πήγαιναν μπροστά και καθόριζαν την ταχύτητα της μετάβασης χορεύοντας σε
διαφορετικές κατευθύνσεις.
Αργότερα στην πορεία του χρόνου, καθώς ο Τσιφτές παιζόταν και στα
πανηγύρια, αυτοτελής ή ως γύρισμα στα συρτά, άλλαξε η ταχύτητά του και τα
βήματά του έγιναν βήματα Συρτού με σταύρωμα πίσω και μπρος. Η λαβή όμως
παρέμεινε στους ώμους.
(Τις πληροφορίες μου έδωσε ο κ. Μανούσιος Στάθης, χοροδιδάσκαλος στο
Στεφανοβίκειο.)
Επιμέλεια: Λουφοπούλου Δέσποινα
98
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Το παραμύθι είναι μία φανταστική προφορική διήγηση που συγκινεί και
ψυχαγωγεί όλους τους λαούς της γης από τα πανάρχαια χρόνια. Η υπόθεσή του
δε δεσμεύεται από τόπο και χρόνο και τα πρόσωπά του είναι φανταστικά. Στα
παραμύθια συναντάμε πλήθος από απίθανα και απίστευτα γεγονότα. Αυτά όμως
που για το σημερινό άνθρωπο είναι φανταστικά, για τον πρωτόγονο αποτελούσαν
τον αληθινό του κόσμο, όπως αυτός τον έβλεπε ή όπως τον εξηγούσε απλοϊκά.
Όλος ο κόσμος του πρωτόγονου ανθρώπου, η θεωρία του για τη γέννηση του
κόσμου, ο φόβος του για τα διάφορα φυσικά φαινόμενα, η στενή του σχέση με
τα ζώα, τα οποία θεωρούσε συντρόφους, τα όνειρα που τον μετέφεραν σε
άγνωστους τόπους με τρόπο ανεξήγητο, πέρασε μέσα στα παραμύθια.
Ας απολαύσουμε κι ας θυμηθούμε μερικά από τα «δικά μας» παραμύθια:
Η Σταχτομάρω
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια μάνα που είχε τρία κορίτσια. Τα τρίτο
κορίτσι το λέγανε Σταχτομάρω γιατί καθόταν στις στάχτες και ήταν πολύ όμορφη.
Τα άλλα δυο κορίτσια τη ζηλεύανε, επειδή η μητέρα τους αγαπούσε περισσότερο
τη Σταχτομάρω, λόγω της ομορφιάς της. Έτσι έσφαξαν τη μάνα τους. Η
Σταχτομάρω μάζεψε τις στάχτες της, τις έβαλε σε ένα κουτί και τις κράτησε
κοντά της στις στάχτες όπου καθόταν. Από αυτή τη στάχτη έφτιαξε τρία
φορέματα χρυσά. Το ένα ήταν ο ουρανός με τ’ αστέρια, το δεύτερο, η θάλασσα
με τα ψάρια και το τρίτο το καλύτερο ήταν η γη με τα λουλούδια.
Ήρθε η Κυριακή, και είπαν οι δυο αδελφές στη Σταχτομάρω να πάνε μαζί
στην εκκλησία.
Πηγαίνετε εσείς, εγώ δεν έρχομαι, τους είπε η Σταχτομάρω.
Μόλις έφυγαν οι δύο αδελφές, σηκώθηκε η Σταχτομάρω και φόρεσε το
φόρεμα με τον ουρανό με τ’ άστρα. Ανέβηκε στο άλογο και πήγε στην εκκλησία.
Μόλις μπήκε μέσα, όλος ο κόσμος την θαύμασε για την ομορφιά της και το
υπέροχο φόρεμά της.
99
Πριν σχολάσει η εκκλησία έφυγε, επέστρεψε στο σπίτι και κάθισε στις
στάχτες. Επιστρέφοντας οι δύο αδελφές της, της είπαν:
-Δεν ήρθες στην εκκλησία... ήταν μια βασίλισσα που φορούσε τον ουρανό
με τ’ άστρα κι έλαμπε από ομορφιά.
Έφτασε η δεύτερη Κυριακή και πάλι το ίδιο έγινε. Αυτή τη φορά φόρεσε τη
θάλασσα με τα ψάρια. Επέστρεψε πάλι πιο νωρίς στο σπίτι, ενώ οι αδελφές της
είχαν την ίδια αντίδραση. Έφτασε και η τρίτη Κυριακή. Φόρεσε τη γη με τα
λουλούδια και χρυσές παντόφλες, πήγε πάλι στην εκκλησία και ο κόσμος την
θαύμασε άλλη μια φορά για τα κάλλη και την ομορφιά της. Πριν σχολάσει η
εκκλησία, ανέβηκε στο άλογο να φύγει, αλλά της έπεσε η μια παντόφλα. Τη
βρήκε το βασιλόπουλο και την επομένη από το πρωί έψαχνε να βρει σε ποια θα
ταίριαζε, έτσι ώστε να την κάνει γυναίκα του. Φτάνοντας στο σπίτι της
Σταχτομάρως, οι δύο αδελφές της την έκρυψαν κάτω από ένα πανέρι έτσι ώστε
να μην τη δει. Το βασιλόπουλο τις έβαλε να δοκιμάσουν την παντόφλα,
διαπιστώνοντας ότι δεν ταίριαζε στα πόδια τους, τις ρώτησε :
-Εσείς δεν είχατε και μια αδελφή, τη Σταχτομάρω; Που βρίσκεται;
Αυτές του απάντησαν ότι είχε πεθάνει. Μόλις το βασιλόπουλο κάθισε στο
πανέρι, εκείνη τον τρύπησε με μια βελόνα. Τότε αυτός κλώτσησε το πανέρι και
αμέσως είδε τη Σταχτομάρω, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και της ζήτησε να
δοκιμάσει την παντόφλα. Όταν διαπίστωσε ότι της ταίριαζε στο πόδι, την πήρε
μαζί του, την παντρεύτηκε και αποκτήσανε ένα παιδάκι.
Οι δύο αδελφές όμως ζηλέψανε και θέλανε να της κάνουν κακό. Έτσι
γέμισαν ένα πανέρι με διάφορα πράγματα και προσποιήθηκαν ότι τα πουλούσαν,
φωνάζοντας
-Δαχτυλήθρες, σκουλαρίκια, ματόχαντρες... κατέβα Βασίλισσα να
ψωνίσεις…
Εκεί που η Σταχτομάρω κοιτούσε τα διάφορα αντικείμενα, την καρφώσανε
με μια μαγική βελόνα και αμέσως μεταμορφώθηκε σε πουλάκι. Ο βασιλιάς
στεναχωρήθηκε πάρα πολύ και δεν έπαψε να ψάχνει να βρει τι της συνέβη.
Κάπου πιο μακριά, σε ένα σπιτάκι ζούσε ένας παππούς. Εκεί πήγαινε το
πουλάκι κι έλεγε:
100