The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.
Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by , 2017-01-04 16:08:40

urology

urology

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΟΥΡΟΛΟΓΙΑΣ

ΦΡΑΓΚΊΣΚΟΣ ΣΟΦΡΆΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΉΣ ΟΥΡΟΛΟΓΊΑΣ

2014

ISBN
978-960-93-6370-9

TITΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΟΥΡΟΛΟΓΙΑΣ

ΣΥΓΓΡΑΦΗ: Φραγκίσκος Σοφράς, Καθηγητής Ουρολογίας, Παν. Κρήτης

1η Εκδοση, 2014

ISBN: 978-960-93-6370-9

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του
ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή
εκμετάλλευσή του με τρόπο μηχανικό ή ηλεκτρονικό ή οποιονδήποτε άλλο σύμφωνα
με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και τις Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης - Παρισιού, που
κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας,
της σελιδοποίησης, του εξωφύλλου και γενικότερα της εμφάνισης του βιβλίου με
φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους σύ,φωνα με το άρθρο 51
του ν. 2121/1993 χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.

Στους Δασκάλους μου
Στους Φοιτητές μου



ΠΡΟΛΟΓΟΣ 7

Το 2012 δημοσιεύθηκε από την Αγγλική Ουρολογική Εταιρεία ένα κείμενο που αφορούσε
την εκπαίδευση των φοιτητών στην ουρολογία. Πολλές από αυτές τις απόψεις απηχούν
και τις δικές μου και γι’αυτό ορισμένες αντιγράφονται πιο κάτω.

Ουρολογία είναι ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις του
ουροποιητικού συστήματος και του γεννητικού συστήματος του άνδρα. Ανεξάρτητα
από την ειδικότητα που θα ασκήσουν, οι νέοι γιατροί θα συναντήσουν ασθενείς με
ουρολογικά προβλήματα στους θαλάμους, κατά τη διάρκεια της ειδικότητας, στο
τμήμα επειγόντων περιστατικών και στην πρωτοβάθμια περίθαλψη. Τουλάχιστον 5-10%
των επισκέψεων σε γενικούς γιατρούς, και 20% των παραπομπών για οξέα χειρουργικά
προβλήματα αφορούν ασθενείς με ουρολογική πάθηση, αλλά, μέχρι τώρα, δεν έχει
υπάρξει σε εθνικό επίπεδο προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών για ουρολογία.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η διδασκαλία του μαθήματος της ουρολογίας ποικίλλει
σημαντικά στις διάφορες ιατρικές σχολές και έρευνες σε νέους ειδικευόμενους
ιατρούς, δείχνουν ότι η διδασκαλία των προπτυχιακών φοιτητών στην ουρολογία
είναι ανεπαρκής για να τους εξοπλίσει με τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες που
να επιτρέπουν την ασφαλή εφημερία τους. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από
την δική μου εμπειρία. Υπάρχει σημαντικό έλλειμμα σε βασικές πρακτικές δεξιότητες,
όπως ο καθετηριασμός, και πολλοί ειδικευόμενοι ιατροί δεν είναι σίγουροι για τη
διαχείριση των βασικών ουρολογικών προβλημάτων. Αυτό φαίνεται να χειροτερεύει
στο Ην. Βασίλειο μετά την μελέτη του GMC (General Medical Council) με τίτλο «Γιατροί
του αύριο» όπου προτάθηκε μεγαλύτερη έκθεση των φοιτητών στην πρωτοβάθμια
περίθαλψη και λιγότερος χρόνος σε ειδικότητες του νοσοκομείου.

Η Ευρωπαϊκή Ουρολογική Εταιρεία(EAU) αλλά και η Αμερικάνικη Ουρολογική Εταιρεία
(AUA) έχουν δημοσιεύσει ένα βασικό φοιτητικό curriculum ουρολογίας το οποίο κατά
την άποψή μου είναι ιδιαίτερα περιορισμένο. Γαλικό βιβλίο ουρολογίας 300 σελίδων –
εξαιρετο κατά τα άλλα - δεν περιέχει καθόλου ογκολογία που σήμερα ίσως να αποτελεί
το 80% των εισαγωγών στις Ουρολογικές κλινικές των Ελληνικών Νοσοκομείων

8 ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο κύριος σκοπός του παρόντος βιβλίου είναι να παράσχει τις βασικές γνώσεις
ουρολογίας που αφορούν τα συχνότερα κλινικά προβλήματα που αντιμετωπίζει όχι
μόνο ο ουρολόγος αλλά και ο γενικός γιατρός και οι ειδικευόμενοι άλλων χειρουργικών
ειδικοτήτων . Αυτή η γνώση θα πρέπει να καλύπτεται κατά τη διάρκεια της προπτυχιακής
ιατρικής εκπαίδευσης. Θέλω να πιστεύω ότι τα κείμενα είναι απόλυτα ενημερωμένα
με τις τελευταίες εξελίξεις και ιατρικές γνώσεις και ιδιαίτερα κατανοητά. Η ύλη είναι
συμπυκνωμένη ώστε να αποτελέσει ένα πολύτιμο βοήθημα όχι μόνο για τη φοιτητική
περίοδο αλλά και για το μέλλον.

Οι βασικές γνώσεις ουρολογίας περιλαμβάνουν:
• Τη Βασική ανατομία του ουροποιητικού και γεννητικού συστήματος
• Βασικές γνωσεις Νεφρολογίας
• Συγγενείς ανωμαλίες Ουροποιητικού και Γεννητικού συστήματος
• Λοιμώξεις του ουροποιητικού
• Λιθίαση
• Καλοήθη Υπερπλασία του Προστάτη (ΚΥΠ)
• Ακράτεια ούρων
• Ανδρολογία (Στυτική δυσλειτουργία και Υπογονιμότητα)
• Κακώσεις ουροποιητικού.
• Παθήσεις του πέους και του οσχέου.
• Βασικές γνωσεις Ογκολογίας ουροποιητικού.



10 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 10
14
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 15
1 ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ 17
1.1 ΝΕΦΡΟΙ 17
1.2 ΟΥΡΗΤΗΡΕΣ 18
1.3 ΟΥΡΟΔΟΧΟΣ ΚΥΣΤΗ 19
1.4 ΑΝΔΡΙΚΗ ΟΥΡΗΘΡΑ 19
1.5 ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΟΥΡΗΘΡΑ 20
1.6 ΟΣΧΕΟ ΚΑΙ ΟΡΧΕΙΣ 21
1.7 ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ 23
1.8 ΠΕΟΣ 24
2 ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 29
2.1 ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ 30
2.2 ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ 31
2.3 ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 39
2.4 ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 41
3 OΞΕΙΑ ΝΕΦΡΙΚΗ ΒΛΑΒΗ 41
3.1 ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ ΟΝΒ 45
3.2 ΟΡΙΣΜΟΣ - 2ΔΗΜΙ 46
3.3 ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΟΝΒ 48
3.4 ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΟΝΒ 49
4 ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ 59
4.1 ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ 61
4.2 ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ 63
4.3 ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ ΕΠΙΔΙΔΥΜΙΔΩΝ, ΣΠΕΡΜΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΤΟΝΩΝ 64
5 ΑΚΡΑΤΕΙΑ ΟΥΡΩΝ – ΟΥΡΟΔΥΝΑΜΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ 66
5.1 ΤΥΠΟΙ ΑΚΡΑΤΕΙΑΣ 67
5.2 ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ 68
5.3 ΑΙΤΙΑ ΑΚΡΑΤΕΙΑΣ 73
5.4 ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 77
5.5 ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 78
6 ΚΑΛΟΗΘΗΣ ΥΠΕΡΤΡΟΦΙΑ ΠΡΟΣΤΑΤΗ 79
6.1 ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 80
6.2 ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ –ΕΞΕΛΙΞΗ ΝΟΣΟΥ 82
6.3 ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 87
6.4 ΘΕΡΑΠΕΙΑ 88
7 ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ 88
7.1 ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
7.2 ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΕΙΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 11

7.3 ΟΞΕΙΑ ΠΥΕΛΟΝΕΦΡΙΤΙΔΑ 90
7.4 ΝΕΦΡΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΝΕΦΡΙΚΟ ΑΠΟΣΤΗΜΑ 92
7.5 ΟΞΕΙΑ ΚΥΣΤΙΤΙΔΑ 92
7.6 ΠΡΟΣΤΑΤΙΤΙΔΑ 94
7.7 ΟΞΕΙΑ ΕΠΙΔΙΔΥΜΙΤΙΔΑ 97
7.8 ΦΥΜΑΤΙΩΣΗ ΤΟΥ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ 98
8 ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΟΣΧΕΟΥ ΚΑΙ ΠΕΟΥΣ 101
8.1 ΣΥΣΤΡΟΦΗ ΟΡΧΕΩΣ 102
8.2 ΚΙΡΣΟΚΗΛΗ 103
8.3 ΚΕΡΑΥΝΟΒΟΛΟΣ ΓΑΓΓΡΑΙΝΑ ΤΟΥ ΟΣΧΕΟΥ 103
8.4 ΥΔΡΟΚΗΛΗ 104
8.5 ΠΡΙΑΠΙΣΜΟΣ 105
8.6 ΣΚΛΗΡΥΝΣΗ ΤΩΝ ΣΗΡΑΓΓΩΔΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΕΟΥΣ – 6ΟΣΟΣ ΤΟΥ PEYRONIE 107
8.7 ΦΙΜΩΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΦΙΜΩΣΗ 108
9 ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΥΡΗΘΡΑΣ 109
9.1 ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΗΣ ΟΥΡΗΘΡΑΣ 110
9.2 ΣΤΕΝΩΜΑΤΑ ΟΥΡΗΘΡΑΣ 111
9.3 ΚΟΛΠΩΜΑΤΑ ΟΥΡΗΘΡΑΣ 112
9.4 ΣΥΡΙΓΓΙΑ ΟΥΡΗΘΡΑΣ 112
10 ΑΝΔΡΙΚΗ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ 113
10.1 ΓΕΝΙΚΑ 114
10.2 ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΔΡΙΚΗΣ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ 115
10.3 ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΥ ΑΝΔΡΑ 120
10.4 ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΥ ΑΝΔΡΑ 124
11 ΣΤΥΤΙΚΗ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ 126
11.1 ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΥΣΗΣ 127
11.2 ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΣΤΥΤΙΚΗΣ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ 130
11.3 ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΣΤΥΤΙΚΗΣ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ 131
11.4 ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΤΥΤΙΚΗΣ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ 134
12 ΚΑΚΩΣΕΙΣ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ 137
12.1 ΚΑΚΩΣΕΙΣ ΝΕΦΡΟΎ 138
12.2 ΚΑΚΩΣΕΙΣ ΟΥΡΗΤΗΡΑ 139
12.3 ΚΑΚΩΣΕΙΣ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΗΣ ΚΑΙ ΟΥΡΗΘΡΑΣ 141
13 ΛΙΘΙΑΣΗ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΎ 144
13.1 ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 145
13.2 ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 146
13.3 ΛΙΘΟΓΕΝΕΣΗ 146
13.4 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ 147

12 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 149
152
13.5 ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΔΙΑΘΕΤΟΥΝ ΣΕ ΟΥΡΟΛΙΘΙΑΣΗ 153
13.6 ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ 154
13.7 ΔΙΑΓΝΩΣΗ 160
13.8 ΘΕΡΑΠΕΙΑ 162
14 ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ ΝΕΦΡΙΚΟΥ ΠΑΡΕΓΧΥΜΑΤΟΣ 163
14.1 ΚΑΛΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ 174
14.2 ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ 177
14.3 ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ ΝΕΦΡΟΥ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ 178
15 ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟΧΕΤΕΥΤΙΚΗΣ ΜΟΙΡΑΣ (ΝΕΦΡΙΚΗΣ ΠΥΕΛΟΥ ΚΑΙ ΟΥΡΗΤΗΡΑ) 179
15.1 ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ 179
15.2 ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ 180
15.3 ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ 180
15.4 ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ 181
15.5 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 182
15.6 ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ 182
15.7 ΟΥΡΗΤΗΡΟΣΚΟΠΗΣΗ 183
15.8 ΣΤΑΔΙΟΠΟΙΗΣΗ (TNM) 185
15.9 ΘΕΡΑΠΕΙΑ 186
16 ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΗΣ 186
16.1 ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ 187
16.2 ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ 188
16.3 ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ 191
16.4 ΔΙΑΓΝΩΣΗ 194
16.5 ΘΕΡΑΠΕΙΑ 196
17 ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗ 196
17.1 ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 198
17.2 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ 199
17.3 ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ 204
17.4 ΔΙΑΓΝΩΣΗ 210
17.5 ΘΕΡΑΠΕΙΑ 211
18 ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ ΟΡΧΕΩΝ 213
18.1 ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ 218
18.2 ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ-ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ 220
18.3 ΔΙΑΓΝΩΣΗ 222
18.4 ΘΕΡΑΠΕΙΑ 223
18.5 ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ 224
19 ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ ΠΕΟΥΣ
19.1 ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΟΜΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 13

19.2 ΣΤΑΔΙΟΠΟΙΗΣΗ (Τ. Ν. Μ.) 226
19.3 ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ 226
19.4 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ 227
19.5 ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ 227
19.6 ΘΕΡΑΠΕΙΑ 227
19.7 ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ 228
19.8 ΠΡΟΓΝΩΣΗ 229

14

ΚΕΦΑΛΑΙΟ #1

ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΟΥ
ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ
ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ

ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ #1 - ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ 15

εικόνα 1.1

Το ουροποιητικό σύστημα αποτελείται από τους νεφρούς, τους ουρητήρες, την
ουροδόχο κύστη και την ουρήθρα. Το γεννητικό σύστημα του άνδρα αποτελείται
από τους όρχεις και τις επιδιδυμίδες με το σπερματικό πόρο, τον προστάτη και τις
σπερματοδόχους κύστεις.

1.1 ΝΕΦΡΟΙ

Η βασική λειτουργία των νεφρών είναι η διατήρηση της ομοιόστασης. Αυτό επιτυγχάνεται
με τη παραγωγή, μεταφορά και απέκκριση των ούρων. Οι νεφροί συμβάλουν επίσης
στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, στην ερυθροποίηση, στη ενεργοποίηση της
βιταμίνης D και στη ρύθμιση του pH.

Οι νεφροί βρίσκονται στον οπισθοπεριτοναϊκό χώρο, δεξιά και αριστερά της σπονδυλικής
στήλης και κάτω από το διάφραγμα [εικ. 1.1]. Έχουν βάρος 120-200 γρ, μήκος 10-12 cm
και πλάτος 5-7 cm ενώ το πάχος είναι περίπου 3 cm. Ο άνω πόλος του αριστερού
νεφρού αντιστοιχεί στο ύψος του Θ11 σπονδύλου και ο κάτω στον 3ο οσφυϊκό ενώ
ο δεξιός βρίσκεται ελαφρά χαμηλότερα. Σε κάθε νεφρό διακρίνονται μια πρόσθια και
οπίσθια επιφάνεια, άνω και κάτω πόλος και έσω και έξω χείλος. Η πρόσθια επιφάνεια
του δεξιού νεφρού έρχεται σε επαφή με ήπαρ, το δωδεκαδάκτυλο, και το ανιόν κόλον,
ο άνω πόλος με το επινεφρίδιο. Η πρόσθια επιφάνεια του αριστερού νεφρού έρχεται
σε στενή επαφή με τα επινεφρίδια και τον σπλήνα στον άνω πόλο, ενώ η πρόσθια

16 ΚΕΦΑΛΑΙΟ #1 - ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

επιφάνειά του έρχεται σε επαφή με
το σπλήνα, το πάγκρεας, το στομάχι,
και το κατιόν κόλον. Το έσω χείλος
των νεφρών φέρει εντομή (την
νεφρική πύλη) μέσω της οποίας
εισέρχονται η νεφρική αρτηρία, η
νεφρική φλέβα και λεμφαγγεία και
εξέρχεται η νεφρική πύελος με την
αρχή του ουρητήρα [εικ. 1.2].

Το λειτουργικό παρέγχυμα των εικόνα 1.2
νεφρών καλύπτεται από σκληρό,
ινώδη χιτώνα (τη νεφρική κάψα).
Οι νεφροί καλύπτονται από ένα
στρώμα περινεφρικού λίπους
το οποίο περιβάλλεται από τη
περιτονία Gerota.

Η νεφρική αρτηρία είναι κλάδος
της κοιλιακής αορτής. Πρόσθια των
νεφρικών αρτηριών βρίσκονται
οι νεφρικές φλέβες που εκβάλουν
στη κάτω κοίλη φλέβα. Η αριστερή
νεφρική φλέβα είναι μακρύτερη και
περνά πάνω από την αορτή. Στην
αριστερή νεφρική φλέβα εκβάλει
η αριστερή σπερματική φλέβα.
Αντίθετα η δεξιά σπερματική φλέβα
εκβάλει απευθείας στην κάτω κοίλη
φλέβα.

Τα λεμφαγγεία του νεφρού εικόνα 1.3
εκβάλουν στους παρααορτικούς
λεμφαδένες.

Το νεφρικό παρέγχυμα χωρίζεται σε φλοιώδη και μυελώδη μοίρα. Η φλοιώδης βρίσκεται
περιφερικά, έχει ερυθρωπή χροιά και αποτελεί το λειτουργικό τμήμα του νεφρού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ #1 - ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ 17

Από αυτήν προβάλλουν προς τη μυελώδη μοίρα και τη νεφρική πύελο οι στήλες του
Bertini. Η μυελώδης μοίρα είναι κεντρικότερα και αποτελείται από 11-12 πυραμίδες,
τις πυραμίδες του Malpighi. Κάθε πυραμίδα περιέχει αθροιστικά σωληνάρια που
καταλήγουν στην κορυφή της, στις θηλές των καλύκων.

Η λειτουργική μονάδα του νεφρού είναι ο νεφρώνας [εικ. 1.3]. Κάθε νεφρός έχει περίπου
1*106 νεφρώνες. Ο κάθε νεφρώνας αποτελείται από το μαλπιγγιανό ή νεφρικό σωμάτιο
και το ουροφόρο σωληνάριο. Το άκρο του σωληναρίου σχηματίζει την κάψα του Bow-
man και δέχεται το αγγειακό σπείραμα από το προσαγωγό αρτηρίδιο. Το πρόουρο
που παράγεται οδεύει στο ουροφόρο σωληνάριο στο οποίο αναγνωρίζονται τέσσερα
τμήματα: το εγγύς εσπειραμένο σωληνάριο (ή εσπειραμένο α’ τάξης), η αγκύλη του
Henle, το άπω εσπειραμένο σωληνάριο (ή εσπειραμένο β’ τάξης) και το αθροιστικό
σωληνάριο.

1.2 ΟΥΡΗΤΗΡΕΣ

Οι ουρητήρες είναι δύο σωληνωτά όργανα που μεταφέρουν τα ούρα από τους νεφρούς
στην ουροδόχο κύστη. Οι κάλυκες κάθε νεφρού συνενώνονται για να σχηματίσουν
τη νεφρική πύελο η οποία μεταπίπτει σε ουρητήρα. Οι ουρητήρες έχουν μήκος 25-
30 εκ., παχύ τοίχωμα και στενό αυλό. Πορεύονται οπισθοπεριτοναϊκά προς τα κάτω
επάνω στον ψοϊτη μυ, και εισερχόμενοι στην πύελο, πορεύονται προς τα έσω και κάτω,
διασταυρώνονται με τα λαγόνια αγγεία περνώντας μπροστά από αυτά για να καταλήξουν
μετά από βραχεία υποβλεννογόνια πορεία μέσα στο τοίχωμα της ουροδόχου κύστης
στο τρίγωνο της ουροδόχου κύστης.

1.3 ΟΥΡΟΔΟΧΟΣ ΚΥΣΤΗ

Η ουροδόχος κύστη [εικ. 1.4] βρίσκεται μέσα στην πύελο και οι ανατομικές σχέσεις
της με τα γύρω όργανα διαφέρουν ανάλογα με το αν είναι γεμάτη ή άδεια. Σχηματικά
χωρίζεται σε θόλο, πρόσθιο τοίχωμα, βάση, οπίσθιο και πλάγια τοιχώματα. Ο θόλος και
μέρος του οπισθίου τοιχώματος (ανάλογα με το βαθμό πλήρωσης) καλύπτονται από
περιτόναιο. Στη βάση της κύστης βρίσκεται το τρίγωνο που ορίζεται από τα στόμια των
ουρητήρων και τον αυχένα της κύστης (έσω στόμιο ουρήθρας).

Στους άνδρες το οπίσθιο τοίχωμα και η βάση της κύστης έρχεται σε επαφή με το
σιγμοειδές και το ορθό από το οποίο χωρίζεται με την ορθοκυστική περιτονία. Μεταξύ
της βάσης της κύστης και του ορθού βρίσκονται οι σπερματοδόχες κύστεις και οι
σπερματικοί πόροι. Το τρίγωνο εδράζεται στη βάση του προστάτη.

18 ΚΕΦΑΛΑΙΟ #1 - ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Στις γυναίκες το οπίσθιο τοίχωμα
και η βάση της κύστης έρχεται σε
επαφή με τη μήτρα και τον αυχένα
της και το πρόσθιο τοίχωμα του
κόλπου.

Το τοίχωμα της κύστης σχηματίζεται
από τρία στρώματα. Η εσωτερική
επιφάνειά της καλύπτεται από το
ουροθήλιο που είναι μεταβατικό
επιθήλιο, την υποβλεννογόνιο
στοιβάδα και του εξωστήρα μυ.

1.4 ΑΝΔΡΙΚΗ ΟΥΡΗΘΡΑ εικόνα 1.4

Η ανδρική ουρήθρα [εικ. 1.5]
εκτείνεται από το έσω στόμιο της
ουρήθρας στην ουροδόχο κύστη
μέχρι το έξω στόμιο στη βάλανο
του πέους. Με το πέος σε χάλαση
εμφανίζει δύο καμπές και χωρίζεται
σε τρείς μοίρες, τη προστατική,
μεμβρανώδη και σπογγειώδη.

Η προστατική ουρήθρα διατιτραίνει
τον προστάτη από τη βάση προς την
κορυφή του. Κοντά στην κορυφή
του προστάτη η προστατική
ουρήθρα εμφανίζει το προστατικό
λοφίδιο στο οποίο εκβάλλουν οι
εκφορητικοί πόροι του προστάτη.

Η μεμβρανώδης ουρήθρα είναι η εικόνα 1.5
βραχύτερη και λιγότερο διασταλτή
μοίρα. Εκτείνεται προς τα κάτω
και προς τα εμπρός, μεταξύ της
κορυφής του προστάτη και του

ΚΕΦΑΛΑΙΟ #1 - ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ 19

βολβού της ουρήθρας, αφού διατρήσει το ουρογεννητικό διάφραγμα περίπου 2,5 cm.
κάτω και πίσω από την ηβική σύμφυση.

Η σπογγειώδης ή πεϊκή μοίρα έχει το μεγαλύτερο μήκος και περιέχεται στο σηραγγώδες
σώμα. Είναι περίπου 15 εκ. σε μήκος και εκτείνεται από το τέλος της μεμβρανώδους
ουρήθρας μέχρι το έξω στόμιο της ουρήθρας. Στη βάλανο του πέους σχηματίζει το
σκαφοειδές βοθρίο.

Το επιθήλιο της ουρήθρας μεταπίπτει από μεταβατικού τύπου που είναι στο έσω
στόμιο και οπίσθια ουρήθρα, σε κυλινδρικό ενώ στο έξω στόμιο είναι πλακώδες.

1.5 ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΟΥΡΗΘΡΑ

Η γυναικεία ουρήθρα [εικ. 1.6] έχει εικόνα 1.6
μήκος περίπου 4 cm. και εκτείνεται
από το έσω μέχρι το έξω στόμιο
της ουρήθρας. Βρίσκεται πίσω
από την ηβική σύμφυση μέσα στο
πρόσθιο τοίχωμα του κόλπου και
διαπερνώντας την περιτονία του
ουρογεννητικού διαφράγματος,
εκβάλλει στην είσοδο του κόλπου
περίπου 2,5 cm. οπίσθια της
βαλάνου της κλειτορίδας. Μικροί
αδένες εκβάλλουν στην ουρήθρα
(το ίδιο ισχύει και στον άνδρα).

1.6 ΟΣΧΕΟ ΚΑΙ ΟΡΧΕΙΣ

Οι όρχεις είναι ενδοκρινείς και εξωκρινείς αδένες [εικ. 1.7]. Παράγουν τεστοστερόνη και
σπέρμα και βρίσκονται υπό τον έλεγχο των γοναδοτροπινών ορμονών που εκκρίνονται
από το πρόσθιο λοβό της υπόφυσης. Αναπτύσσονται και βρίσκονται ενδοκοιλιακά
κατά τη διάρκεια της εμβρυϊκής ζωής αλλά κατά τη γέννηση έχουν ήδη κατέλθει στο
όσχεο. Κατά την κάθοδο «συμπαρασύρουν» στοιχεία του κοιλιακού τοιχώματος και
του οσχέου και σχηματίζουν τα περιβλήματα του όρχεως. Η θέση τους επιτρέπει να
διατηρούν θερμοκρασία 1 έως 2 βαθμούς C° χαμηλότερη από την θερμοκρασία του
σώματος, γεγονός που υποβοηθά την παραγωγή σπερματοζωαρίων.

20 ΚΕΦΑΛΑΙΟ #1 - ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Οι όρχεις αποτελούνται κατά
80% από τα σπερματικά
σωληνάρια και το υπόλοιπο 20%
αποτελείται από συνδετικό ιστό
που περιέχει κύτταρα Leydig.
Από την εσωτερική επιφάνεια
του ινώδους χιτώνα ξεκινούν
λεπτά ορχικά διαφράγματα που
διαχωρίζουν τον όρχι σε 250-300
ορχικά λοβία. Σε κάθε ορχικό
λόβιο υπάρχουν 3-4 σπερματικά
σωληνάρια τα οποία σχηματίζουν
μια εσπειραμένη μάζα από
αγκύλες, μήκους 60-70 cm, που
εκβάλουν σε ένα σύστημα πόρων
το οποίο τελικά αποχετεύει στην εικόνα 1.7
επιδιδυμίδα, όπου ωριμάζουν τα
σπερματοζωάρια. Από εκεί, τα σπερματοζωάρια μεταφέρονται μέσω του σπερματικού
πόρου στις σπερματοδόχες κύστεις.

Οι επιδιδυμίδες είναι επιμήκη όργανα που βρίσκονται στην πλάγια άνω επιφάνεια των
όρχεων και καλύπτονται πλήρως από τον ινώδη χιτώνα. Διαιρούνται σε τρία μέρη:
Την κεφαλή που αποτελείται από 8 - 12 απαγωγά σωληνάρια τα οποία παριστούν την
συνέχεια του ορχικού Αλλήρειου δικτύου, το σώμα και την ουρά που αποτελείται από
ένα σωληνάριο έντονα περιελιγμένο που μεταπίπτει στον σπερματικό πόρο.

Το όσχεο καλύπτει τους όρχεις και μέρος των σπερματικών τόνων. Χωρίζεται σε δύο
ημιμόρια από ένα διάφραγμα που στο δέρμα εμφανίζεται ως μέση ραφή. Το όσχεο
αποτελείται από 7 χιτώνες οι οποίοι από έξω προς τα έσω είναι: δέρμα, δαρτός, έξω
σπερματική περιτονία, κρεμαστήρια περιτονία και μυς, έσω σπερματική περιτονία,
ιδίως ελυτροειδής και ινώδης χιτώνας.

1.7 ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ

Ο προστάτης έχει μέγεθος και σχήμα κάστανου. Στην ενηλικίωση το βάρος του είναι
περίπου 25γρ. Η κύρια λειτουργία του είναι η παραγωγή του προστατικού υγρού που
συντηρεί, ρευστοποιεί και μεταφέρει το σπέρμα κατά την εκσπερμάτιση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ #1 - ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ 21

Ο προστάτης βρίσκεται πίσω από την ηβική σύμφυση και καλύπτεται από την
προστατική κάψα που αποτελείται κυρίως από συνδετικό ιστό και συνέχεται στα
πλάγια με την εν τω βάθει πυελική περιτονία. Η βάση του συνέχεται με τον αυχένα
της κύστης. Η κορυφή του (apex) ακουμπά το ουρογεννητικό διάφραγμα πολύ κοντά
στον έξω σφιγκτήρα. Η οπίσθια επιφάνειά του έρχεται σε επαφή με το ορθό μέσω
του οποίου ψηλαφάται και από το οποίο χωρίζεται με τη περιτονία του Denonvillier.
Στην οπίσθια επιφάνεια του προσαρτώνται οι σπερματοδόχες κύστεις. Ο προστάτης
διατιτραίνεται από την ουρήθρα (προστατική μοίρα) στην οποία εκβάλλουν οι δύο
εκσπερματιστικοί πόροι. Οι πόροι που συλλέγουν το έκκριμα που παράγεται από τα
προστατικά αδένια εκβάλουν στο σπερματικό λοφίδιο. Στη προστατική ουρήθρα
εκβάλλουν και οι περιουρηθρικοί αδένες.

Το προστατικό παρέγχυμα σχηματίζεται από αδένια επιθηλιακών κυττάρων που
παράγουν το προστατικό υγρό συμμετέχουν όμως λείες μυϊκές ίνες και συνδετικός
ιστός.

Στην πρόσθια επιφάνεια του προστάτη υπάρχει το φλεβικό πλέγμα του Santori-
ni, συνέχεια της εν τω βάθει ραχιαίας φλέβας του πέους. Οπισθοπλάγια βρίσκονται
τα αγγειονευρώδη δεμάτια υπεύθυνα για την αιμάτωση του προστάτη αλλά και τη
νεύρωση των σηραγγωδών σωμάτων και τη στύση

Το 1968 ο McNeal ανέπτυξε τη έννοια των ζωνών. Σύμφωνα με αυτή ο προστάτης έχει
περιφερική (όπου συνήθως εμφανίζεται ο καρκίνος), κεντρική και μεταβατική ζώνη
(στην οποία αναπτύσσεται η καλοήθης υπερπλασία). Ο πλέον συνήθης όμως κλινικός
διαχωρισμός του προστάτη είναι σε λοβούς. Περιγράφονται πρόσθιος, πλάγιοι και
μέσος λοβός. Κατά την δακτυλική εξέταση ψηλαφάται μόνο μέρος των πλαγίων λοβών
με μεσολόβια αύλακα, αυτή δε η περιοχή αναφέρεται και ως οπίσθιος λοβός.

Ο προστάτης αιματώνεται από κλάδο της έσω λαγονίου αρτηρίας. Η νεύρωσή του είναι
από το αυτόνομο νευρικό σύστημα (συμπαθητικό και παρασυμπαθητικό) μέσω του
πυελικού νεύρου και από το σωματικό νευρικό σύστημα μέσω του αιδοιικού νεύρου.
Τα αγγειονευρώδη δεμάτια που περιέχουν τα νεύρα πορεύονται οπισθοπλάγια του
προστάτη και καταλήγουν στα σηραγγώδη νεύρα είναι υπεύθυνα για την έναρξη της
διαδικασίας της στύσης.

1.8 ΠΕΟΣ

To πέος αποτελείται από 3 στυτικά μέρη, τα δύο σηραγγώδη σώματα και το σπογγιώδες

22 ΚΕΦΑΛΑΙΟ #1 - ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

σώμα που καλύπτονται από περιτονία (του Buck). Η περιτονία αυτή συνέχεται με
την περιτονία των μυών που καλύπτουν τα σκέλη, τη μεμβρανώδη ουρήθρα τον
ισχιοσηραγγώδη και τον βολβοσπογγιώδη μυ. Επί τα εκτός της περιτονίας και κάτω
από το δέρμα ανευρίσκονται τα νεύρα, λεμφαγγεία και το αγγειακό δίκτυο του πέους.
Η ανάρτηση του πέους από το ηβικό οστό εξασφαλίζεται από τα σκέλη και δύο
συνδέσμους. Το σηραγγώδη σώματα περιέχουν στυτικό ιστό και το περιβάλλονται από
σκληρό ινώδη χιτώνα. Στο πρόσθιο μέρος επικοινωνούν μεταξύ τους αλλά οπίσθια
διαχωρίζονται και καταφύονται στους ηβοισχιακούς κλάδους. Σε διατομή το πέος
μοιάζει με δίκανο όπλο με τα δύο σηρραγγώδη στην πρόσθια (κοιλιακή) επιφάνεια
και το σπογγιώδες στην οπίσθια. Το σπογγιώδες σώμα που περιβάλλει την ουρήθρα
συνέχεται με τη βάλανο του πέους. Ο ινώδης χιτώνας του σπογγιώδους είναι λεπτότερος
από αυτό των σηραγγωδών σωμάτων.

Ο στυτικός ιστός των σωμάτων περιέχει αρτηρίες, νεύρα, μυϊκές ίνες, και φλεβώδεις
κόλπους που επενδύονται από επίπεδα ενδοθηλιακά κύτταρα. Το αίμα φτάνει στα
σηραγγώδη σώματα με τις εν τω βάθει αρτηρίες του πέους (σηραγγώδεις αρτηρίες),
που βρίσκονται στο κέντρο του κάθε σηραγγώδους σώματος.

Το πέος καλύπτεται στη μεγαλύτερη έκτασή του από άτριχο δέρμα το οποίο στο
πρόσθιο άκρο του πέους αναδιπλώνεται σχηματίζοντας την πόσθη. Σε μικρά παιδιά η
πόσθη δεν έχει πλήρως σχηματιστεί και κάποιος βαθμός αδυναμίας αποκάλυψης της
βαλάνου (φίμωσης) είναι αποδεκτός ενώ στους ενήλικες η βάλανος πρέπει να μπορεί
να αποκαλύπτεται πλήρως.

Σημειώσεις

Οι εικόνες είναι από το καθοριστικό βιβλίο ανατομίας Gray’s Anatomy (1918)
(http://www.bartleby.com/107/)

Ενδιαφέροντα Video από το YouTube:
The Nephron - https://www.youtube.com/watch?v=hiNEShg6JTI
Renal Anatomy 1 – The Kidney http://www.youtube.com/watch?v=7bpTiqe5R6c
Renal Anatomy 2 – Nephron http://www.youtube.com/watch?v=k5IF1j7b3fI
Prostate Anatomy https://www.youtube.com/watch?v=93Ayq248u_8

23

ΚΕΦΑΛΑΙΟ #2

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ,
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ
ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΕΣ
ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

24 ΚΕΦΑΛΑΙΟ #2 - ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

2.1 ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
Η συμπτωματολογία ασθενή με ουρολογικό πρόβλημα μπορεί χονδροειδώς να διαιρεθεί
σε συμπτώματα από το κατώτερο ουροποιητικό και συμπτώματα που αναφέρονται σε
παθήσεις του ανώτερου ουροποιητικού. Το ιστορικό από μόνο του μπορεί να είναι
διαγνωστικό σε ασθενείς με για παράδειγμα, κωλικό του νεφρού αλλά συχνά οι ασθενείς
εμφανίζουν μη ειδικά συμπτώματα που απαιτούν πιο εκτεταμένη διερεύνηση. Βεβαίως
κάποια συμπτώματα όπως π. χ. η αιματουρία είναι κοινά για όλο το ουροποιητικό. Η δε
διερεύνηση του αρρώστου ποτέ δεν περιορίζεται από τη συμπτωματολογία του.
2.1.1 ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΤΩΤΕΡΟ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ
Τα συμπτώματα από το κατώτερο ουροποιητικό (LUTS - lower urinary tract symptoms)
ταξινομούνται σε αποφρακτικά και ερεθιστικά. Τα αποφρακτικά αφορούν την κένωση
της κύστης και οφείλονται σε υποκυστικό κώλυμα, δηλ. σε οποιαδήποτε αιτία που
μπορεί να δυσχεραίνει την ούρηση (πχ καλοήθης υπερτροφία του προστάτη - ΚΥΠ). Τα
ερεθιστικά συμπτώματα οφείλονται σε αδυναμία της κύστης να αποθηκεύσει σωστά
τα ούρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ #2 - ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 25

Τα αποφρακτικά συμπτώματα είναι:
1. Καθυστέρηση έναρξης
2. Διακεκομμένη ούρηση
3. Ατελής κένωση κύστεως
4. Χαμηλή ροή (παροχή) ούρων
5. Ούρηση με αύξηση ενδοκοιλιακής πίεσης.

Τα ερεθιστικά συμπτώματα είναι:
1. Συχνουρία
2. Νυκτουρία
3. Επιτακτικότητα

Επειδή η κύστη έχει περιγραφεί ως αναξιόπιστη μάρτυρας πρέπει τα ανωτέρω
συμπτώματα να ποσοτικοποιηθούν και να τεκμηριωθούν με παρακλινικές εξετάσεις.
Η ποσοτικοποίηση, δηλ η ένταση των συμπτωμάτων, επιτυγχάνεται με ένα διεθνές
σύστημα βαθμονόμησης, το IPSS (International Prostate Scoring System). Οι ερωτήσεις
που καλείται να απαντήσει ο ασθενής αφορούν την κένωση της κύστης, τη συχνότητα
των ουρήσεων, αν υπάρχει διακεκομμένη ούρηση ή επιτακτικότητα, αδύναμη ροή,
κοιλιακό ‘σπρώξιμο’, νυκτουρία και στο τέλος υπάρχει και μια ερώτηση που αφορά την
ποιότητα της ζωής του ασθενούς (QoL) [πίνακας 2.1].

Οι παρακλινικές εξετάσεις που τεκμηριώνουν την κάθε απάντηση είναι
• η μέτρηση ροής ούρων (καθυστέρηση έναρξης, διακεκομμένη ούρηση, χαμηλή ροή

ούρων),
• το υπερηχογράφημα (ατελής κένωση κύστεως),
• ο ουροδυναμικός έλεγχος (αύξηση ενδοκοιλιακής πίεσης και όχι μόνο)
• και το ημερολόγιο ούρησης (συχνουρία νυκτουρία, επιτακτικότητα)

Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι:
• Δεν υπάρχει σχέση μεταξύ LUTS, διόγκωσης του προστάτη και υποκυστικού

κωλύματος,
• Και οι γυναίκες πάσχουν από LUTS
• Δεν έχουν διαγνωστική αξία και
• Δεν χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση του αιτίου

26 ΚΕΦΑΛΑΙΟ #2 - ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

2.1.2 ΑΚΡΑΤΕΙΑ ΟΥΡΩΝ
Η ακράτεια ούρων είναι ιδιαίτερα συχνή στην κοινότητα, περισσότερο στις γυναίκες και
λιγότερο στους άνδρες. Το ιστορικό και μόνο τις περισσότερες φορές είναι καθοριστικό
για τα αίτια της ακράτειας.
Η ακράτεια ταξινομείται σε ακράτεια από προσπάθεια (ανεπάρκεια του σφιγκτηριακού
μηχανισμού), από έπειξη (λόγω υπερλειτουργίας της κύστης) και από υπερπλήρωση
(λόγω χρόνιας επίσχεσης ούρων). Στους άνδρες, μια μικρή απώλεια ούρων σε μορφή
σταγόνων στο τέλος της ούρησης είναι τόσο σύνηθες φαινόμενο που δεν αποτελεί
ανωμαλία. Γυναίκες σε όλες τις ηλικίες μπορούν να εμφανίζουν μικρή απώλεια με το
βήχα ή το γέλιο (giggle incontinence).

πίνακας 2.1







30 ΚΕΦΑΛΑΙΟ #2 - ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

2.3 ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

2.3.1 ΕΞΕΤΑΣΗ ΟΥΡΩΝ DIPSTICK

Η εξέταση των ούρων με ειδικά χαρτιά-δείκτες (dipstick) είναι ιδιαίτερα χρήσιμη και
εύκολη εξέταση αλλά όχι απόλυτα ακριβής. Η παρουσία λευκοκυττάρων και νιτρωδών
αλάτων είναι ένδειξη ουρολοίμωξης που πρέπει να επιβεβαιωθεί με γενική εξέταση
ούρων και καλλιέργεια. Η μικροσκοπική αιματουρία εφόσον επιβεβαιωθεί απαιτεί
άμεση παραπομπή για περαιτέρω διερεύνηση.

2.3.2 ΓΕΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΟΥΡΩΝ

Η Γενική (μικροσκοπική) εξέταση ούρων είναι η κατ’ εξοχήν εξέταση στην ουρολογία
η οποία ελέγχει πληθώρα παραμέτρων που βοηθούν σημαντικά στη διάγνωση των
παθήσεων του ουροποιητικού. Λευκά και ερυθρά αιμοσφαίρια, γλυκόζη, κετόνες,
χολερυθρίνη αλλά και το ειδικό βάρος και το pH πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη
διαγνωστική προσπέλαση του αρρώστου. Επιπλέον στα ούρα μπορεί να αναζητηθούν
το κάλιο, νάτριο, ασβέστιο και φωσφόρος και η αλβουμίνη και η ανθρώπινη χοριακή
γοναδοτροπίνη.

2.3.3 ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΟΥΡΩΝ

Συγκέντρωση βακτηριδίων μεγαλύτερη από 100.000 cfu/ml ούρων θεωρείται ως
θετική καλλιέργεια εφόσον τα ούρα έχουν ληφθεί με ελεύθερη ούρηση. Για ούρα που
συλλέγονται με καθετηριασμό της ουροδόχου κύστης, συγκέντρωση 100 cfu/θεωρείται
θετική καλλιέργεια.

2.3.4 ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΚΗ ΟΥΡΩΝ

Η κυτταρολογική εξέταση ούρων χρησιμοποιείται κυρίως στη διάγνωση και
παρακολούθηση των καρκίνων της αποχετευτικής οδού (ανώτερου και κατώτερου
ουροποιητικού). Η εμπειρία του κυτταροπαθολόγου παίζει σημαντικό ρόλο στην
διάγνωση.

2.3.5 ΒΙΟΧΗΜΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

Οι κυριότερες βιοχημικές εξετάσεις που συνήθως περιλαμβάνονται στην εκτίμηση του
αρρώστου περιλαμβάνουν τη μέτρηση ουρίας κρεατινίνης και ηλεκτρολυτών για τον
έλεγχο της νεφρικής λειτουργίας. Η κρεατινίνη είναι σημαντικά πιο ευαίσθητος δείκτης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ #2 - ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 31

της νεφρικής λειτουργίας. Προσοχή πρέπει να δίνεται σε αυξημένες τιμές Καλίου λογω
καρδιοτοξικότητας.

2.3.6 ΟΥΡΟΔΥΝΑΜΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Ο oυροδυναμικός έλεγχος του ανώτερου ουροποιητικού που γινόταν κυρίως όταν
υπήρχε διάταση έχει πλέον εγκαταλειφθεί. Η εκτίμηση της λειτουργίας του κατώτερου
ουροποιητικού συστήματος με ουροδυναμικό έλεγχο γίνεται όταν υπάρχει κλινική
δυσλειτουργία της κύστεως καθώς και σε περιπτώσεις νευρολογικών παθήσεων που
επηρεάζουν την ούρηση. Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις επί μέρους
εξετάσεις, τις ενδείξεις και τη χρησιμότητα του ουροδυναμικού ελέγχου δείτε το κεφ.
της Ακράτειας.

2.4 ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

Αναφέρονται οι συχνότερες απεικονιστικές εξετάσεις που χρησιμοποιούνται στην
ουρολογία.

2.4.1 ΑΠΛΗ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ ΝΕΦΡΩΝ, ΟΥΡΗΤΗΡΩΝ, ΚΥΣΤΕΩΣ (ΝΟΚ)

Συνήθως είναι η πρώτη εξέταση που πραγματοποιείται στα ιατρεία επειγόντων σε
ασθενείς με οξύ άλγος και υποψία συμμετοχής του ουροποιητικού. Εκτελείται είτε
μεμονωμένα είτε ως το απαραίτητο πρώτο βήμα της ενδοφλέβιας ουρογραφίας, με
τον ασθενή σε ύπτια θέση. Αναδεικνύει το περίγραμμα των νεφρών, των ψοϊτών μυών,
ακτινοσκιερούς λίθους ή/και αποτιτανώσεις (π.χ. επασβεστωμένο ανεύρυσμα αορτής)
στην νοητή διαδρομή του ουροποιητικού συστήματος, ενώ παρέχονται πληροφορίες
για τυχόν αλλοιώσεις του σκελετικού συστήματος μετά από τραυματισμό ή μετά από
χρόνιο ερεθισμό (π.χ. οστεόφυτα) καθώς και αλλοιώσεις μεταστατικής αιτιολογίας.

2.4.2 ΕΝΔΟΦΛΕΒΙΑ ΠΥΕΛΟΓΡΑΦΙΑ

Αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη ακτινολογική εξέταση μελέτης του ουροποιητικού
που δίνει πληροφορίες τόσο για την στατική όσο για την λειτουργική κατάσταση του
ουροποιητικού συστήματος. Υπολείπεται σε ευαισθησία και ειδικότητα και γι αυτό και
σταδιακά έχει αντικατασταθεί από νέες απεικονιστικές μεθόδους. Πραγματοποιείται
με την ενδοφλέβια χορήγηση ιωδιούχου σκιαγραφικού και με διαδοχική λήψη
ακτινογραφιών. Με τον τρόπο αυτό απεικονίζεται η ανατομία της ανώτερης και
κατώτερης αποχετευτικής μοίρας και συγκριτικά η νεφρική απεκκριτική ικανότητα.

32 ΚΕΦΑΛΑΙΟ #2 - ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

Τέλος στη μετά την ούρηση λήψη απεικονίζεται τόσο ο κατώτερος ουρητήρας όσο η
ικανότητα πλήρους κένωσης ή μη της ουροδόχου κύστης. Οι κυριότερες ενδείξεις της
ενδοφλέβιας ουρογραφίας περιλαμβάνουν την εκτίμηση της αιματουρίας, του άλγους
με υπόνοια νεφρικής ή γενικότερα ουρολογικής προέλευσης, των υποτροπιαζουσών
ουρολοιμώξεων, των διαταραχών της ούρησης ή της αποφρακτικής ουροπάθειας.
Κύρια αντένδειξη είναι οι αντιδράσεις αλλεργικού τύπου από το σκιαγραφικό μέσο
που ποικίλουν από ήπιες (σχετικά συχνά) όπως η ερυθρότητα και η κνίδωση έως
σοβαρές (σπάνια 1/100000) όπως οίδημα προσώπου και καρδιαγγειακό shock. Βασική
αντένδειξη επίσης αποτελεί η νεφρική ανεπάρκεια καθώς και η χρήση αντιδιαβητικών
φαρμάκων γιατί μπορεί να προκαλέσουν οξεία νεφρική βλάβη.

2.4.3 ΥΠΕΡΗΧΟΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ

Το υπερηχογράφημα (US) είναι μια πολύ χρήσιμη εξέταση στην αξιολόγηση του
ουροποιητικού. Τα μηχανήματα των υπερήχων είναι ευρέως διαθέσιμα, σχετικά φθηνά,
και δεν συνεπάγονται τη χρήση της ακτινοβολίας.

Με την χρήση τους μπορούμε να έχουμε άριστη απεικόνιση του παρεγχύματος και
της αποχετευτικής μοίρας των νεφρών καθώς και της ουροδόχου κύστης. Ωστόσο
μικρότερο ρόλο έχουν στην απεικόνιση των ουρητήρων, εκτός αν είναι διατεταμένοι
λόγω απόφραξης, οπότε είναι εφικτή η διερεύνηση ενός μέρους αυτών πάνω από το
σημείο της απόφραξης. Το υπερηχογράφημα χρησιμοποιείται ως μία αρχική εξέταση
διερεύνησης του ουροποιητικού συστήματος και έχει αναλάβει ένα μεγάλο μέρος
του ρόλου που έπαιξε παλαιότερα η ενδοφλέβια ουρογραφία (IVU). Ένα σημαντικό
μειονέκτημα του υπερηχογραφήματος σε σύγκριση με άλλα διαγνωστικά μέσα, όπως η
αξονική τομογραφία (CT), η μαγνητική τομογραφία (MRI), και η IVU, είναι ότι αποτελεί
μια στατική εξέταση και δεν παρέχει καμία πληροφορία για τη νεφρική λειτουργία.
Επίσης μπορεί να έχει περιορισμένη χρήση σε παχύσαρκους ασθενείς ή σε ασθενείς
με πολύ μεγάλη ποσότητα αέρα στο έντερο. Ο προστάτης απεικονίζεται αρκετά καλά
στο διακοιλιακό υπερηχογράφημα ωστόσο, περισσότερες λεπτομέρειες απεικονίζονται
με την χρήση διορθικού ηχοβολέα (TRUS). Επίσης μέσω του διορθικού ηχοβολέα
διενεργείται η βιοψία του προστάτη επί υποψίας νεοπλασίας.

Τεχνική Δεν απαιτείται ειδική προετοιμασία. Επειδή οι νεφροί βρίσκονται οπίσθια
και μακριά από τις δομές που περιέχουν αέριο, στο υπερηχογράφημα των νεφρών,
σε αντίθεση με το υπερηχογράφημα κοιλίας, δεν απαιτείται από τον ασθενή να είναι
νηστικός. Η εξέταση της ουροδόχου κύστης και του προστάτη γίνεται με την κύστη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ #2 - ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 33

γεμάτη ούρα για τη βέλτιστη υπερηχογραφική απεικόνιση. Στη συνέχεια ο ασθενής
μπορεί να ουρήσει και σαρώνοντας και πάλι την ουροδόχο κύστη, μπορούμε να
μετρήσουμε το υπόλειμμα ούρων.

Επειδή το υπερηχογράφημα είναι μια εξέταση που γίνεται σε πραγματικό χρόνο, είναι
ιδιαίτερα χρήσιμη για τα παιδιά ή ασθενείς που είναι συνεργάσιμοι. Με ένα φορητό
μηχάνημα, η εξέταση μπορεί να γίνει στο κρεβάτι του ασθενούς.

Ενδείξεις Είναι χρήσιμη εξέταση για τη γενική διερεύνηση του ουροποιητικού
συστήματος. Είναι η εξέταση εκλογής για τον καθορισμό νεφρικών κύστεων.
Είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την ανίχνευση νεφρικών μαζών, λίθων, τη διάγνωση
υδρονέφρωσης, και την αξιολόγηση της ουροδόχου κύστης. Είναι λιγότερο χρήσιμο
σε αξιολόγηση των βλαβών του αποχετευτικού συστήματος, του περινεφρικού χώρου,
των επινεφριδίων και ων ουρητήρων, καθώς και στον καθορισμό του τραύματος .

Στη μεταμόσχευση νεφρού. Το υπερηχογράφημα των νεφρικών μοσχευμάτων είναι μια
ειδική περίπτωση. Λόγω της επιφανειακής θέσης του μοσχεύματος και της έλλειψης
παρεμβολής αερίων του εντέρου, η απεικόνιση του μοσχεύματος είναι συνήθως
εξαιρετική. Η μελέτη της αιματικής ροής της λαγόνιας αρτηρίας, της κύριας νεφρικής
αρτηρίας, και των ενδολόβιων και τοξοειδών αρτηριών δίνουν εξαιρετική εικόνα και
βοηθούν στην αξιολόγηση της αποτυχίας και της απόρριψης μοσχεύματος.

Υπερηχογράφημα οσχέου. Είναι η καλύτερη απεικονιστική μέθοδος για την αξιολόγηση
του οσχέου, των όρχεων και λοιπών εντός αυτού δομών, και είναι ένα ανεκτίμητο
μέρος της αξιολόγησης της παθολογίας των χιτώνων του οσχέου (υδροκήλη), των
όρχεων (νεοπλάσματα και φλεγμονή), και της επιδιδυμίδας (σπερματοκήλη, μάζες της
επιδιδυμίδας, φλεγμονώδεις καταστάσεις). Δεν δύναται να αποκλείσει την συστροφή
του όρχεως. Από την άποψη της τεχνικής, καμία προετοιμασία δεν είναι απαραίτητη.

2.4.4 ΑΞΟΝΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ

Η Αξονική τομογραφία (CT), όπως η υπερηχοτομογραφία, έχει αλλάξει ριζικά τον
απεικονιστικό έλεγχο του ουροποιογεννητικού συστήματος. Η CT επιτρέπει στον
ακτινολόγο να εκτιμήσει άμεσα τη μορφολογία και τη λειτουργία των νεφρών, την
εμφάνιση των γύρω οπισθοπεριτοναϊκών μαλακών ιστών ( λεμφαδένες, επινεφρίδια,
αορτή, κάτω κοίλη φλέβα) και η βατότητα των αγγειακών δομών (νεφρικών φλεβών
και των αρτηριών). Στην πύελο, η CT μπορεί να αξιολογήσει την κύστη, τον προστάτη,
γειτονικούς μαλακούς ιστών και λεμφαδένες, καθώς και τους ουρητήρες. Η CT έχει

34 ΚΕΦΑΛΑΙΟ #2 - ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

σχετικά περιορισμένη ένδειξη για την αξιολόγηση του πέους και του οσχέου, και
αυτές τις δομές είναι γενικά καλύτερα αξιολογούνται από τους υπερήχους ή/και την
μαγνητική τομογραφία.

Τεχνική Η CT μπορεί να πραγματοποιηθεί με ή χωρίς χορήγηση από του στόματος
σκιαγραφικού και με ή χωρίς (ανάδειξη λιθίασης) χορήγηση σκιαγραφικού ενδοφλέβια.
Είναι σημαντικό να τεθεί συγκεκριμένη ερώτηση που πρέπει να απαντηθεί, να συζητηθεί
με τον ακτινολόγο πριν, διότι στην CT η τεχνική που χρησιμοποιείται ποικίλει σημαντικά
ανάλογα με το διαγνωστικό ερώτημα που τέθηκε. Και εδώ ισχύουν οι ίδιες ενδείξεις
και αντενδείξεις για την ενδοφλέβια χορήγηση σκιαγραφικής ουσίας με την κλασσική
ενδοφλέβια πυελογραφία.

2.4.5 ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ

Η Μαγνητική Τομογραφία (MRI) έχει πολλές χρήσεις στο γεννητικό και ουροποιητικό
σύστημα, ιδιαίτερα σε ασθενείς στους οποίους, λόγω της νεφρικής ανεπάρκειας ή
ιστορικό αλλεργίας δεν μπορεί να τους χορηγηθεί με ασφάλεια ενδοφλέβια ιωδιούχο
σκιαγραφικό. Η εξαιρετική ανάλυση των μαλακών ιστών που προσφέρονται στην
MRI την καθιστά κατάλληλη για την αξιολόγηση της νεφρικών μαζών και για την μη
επεμβατική αγγειακή απεικόνιση στον ακτινολογικό έλεγχο της αγγειακής ανατομίας. Η
αντίθεση των ιστών στην MRI εξαρτάται από τις ιδιότητες χαλάρωσης των πρωτονίων
σε ποικίλα μαγνητικά πεδία, παρά σε ιονίζουσα ακτινοβολία, κάτι που καθιστά την MRI
μια συγκριτικά ακίνδυνη εξέταση. Τα πρωτόκολλα απεικόνισης ποικίλλουν σημαντικά,
με βάση την ένδειξη για την εξέταση. Η μαγνητική τομογραφία έχει σχεδόν πάντα
ένα πιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, σε σχέση με την CT, στην απεικόνιση του
ουροποιητικού και καλείται να απαντήσει διαγνωστικά ερωτήματα όταν οι άλλες
διαγνωστικές τεχνικές δυσχεραίνονται να απαντήσουν.

Ενδείξεις Στις ενδείξεις για μαγνητική τομογραφία του ουροποιογεννητικού συστήματος
περιλαμβάνεται η αξιολόγηση των νεφρικών μαζών, η νεφρική αγγείωση, ο καρκίνος
του προστάτη, οι μάζες των επινεφριδίων και η MR ουρογραφία.

Αντενδείξεις για MRI περιλαμβάνουν την παρουσία σιδηρομαγνητικών αγγειακών κλιπ,
οι καρδιακοί βηματοδότες ορισμένες προσθετικές καρδιακές βαλβίδες, η σοβαρή
νεφρική ανεπάρκεια όταν χρειάζεται η χορήγηση παραμαγνητικής ουσίας (Γαδολήνιο)
και το ιστορικό αλλεργίας στα παραμαγνητικά σκευάσματα. Μερικές αντενδείξεις, οι
οποίες μερικές φορές επιδέχονται φαρμακολογική παρέμβαση, περιλαμβάνουν την

ΚΕΦΑΛΑΙΟ #2 - ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 35

σοβαρή κλειστοφοβία και την ανικανότητα του ασθενούς να βρίσκονται εντός του
μαγνητικού τομογράφου για 30 έως 45 λεπτά απεικόνισης.

2.4.6 ΚΥΣΤΕΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΟΥΡΗΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Η κυστεογραφία πραγματοποιείται με καθετηριασμό της κύστης (με διουρηθρικό ή
υπερηβικό καθετήρα) και χορήγηση σκιαγραφικού. Χρησιμοποιείται κυρίως για τη
διάγνωση των κακώσεων, καθώς και για την μελέτη παθολογίας της ουροδόχου κύστης.

Η ανιούσα κυστεοουρηθρογραφία χρησιμοποιείται κυρίως για τη διάγνωση της
κυστεονεφρικής παλινδρόμησης και τη διερεύνηση ανωμαλιών του αυχένα της κύστης
και της ουρήθρας όπως π. χ. βαλβίδες της οπίσθιας ουρήθρας στα αγόρια.

Η ουρηθρογραφία χρησιμοποιείται κυρίως στη διερεύνηση παθήσεων της ανδρικής
ουρήθρας όπως π. χ. μετατραυματικά και φλεγμονώδη στενώματα, συρίγγια, ρήξη κ. α.

2.4.7 ΑΝΙΟΥΣΑ ΟΥΡΗΤΗΡΟ-ΠΥΕΛΟΓΡΑΦΙΑ

Στην εξέταση αυτή και αφού έχει τοποθετηθεί ουρητηρικός καθετήρας, γίνεται έγχυση
σκιαγραφικού και στην συνέχεια λήψη ακτινογραφιών με σκοπό την απεικόνιση του
ουρητήρα, της πύελο-ουρητηρικής συμβολής και του πυελοκαλυκικού συστήματος. Ο
σκοπός αυτής της εξέτασης είναι η ανάδειξη ελλειμμάτων πλήρωσης και του σημείου
απόφραξης της αποχετευτικής μοίρας που μπορεί οφείλονται σε μη ακτινοσκιερούς
λίθους, όγκους της αποχετευτικής μοίρας, πήγματα αίματος, αέρα κ. α. Είναι ιδιαίτερα
χρήσιμη όταν για διαφόρους λόγους (όπως επηρεασμένη νεφρική λειτουργία, ιστορικό
αλλεργίας κ. α.) η ενδοφλέβια χορήγηση σκιαγραφικού είτε αντενδείκνυται είτε
προσφέρει περιορισμένες πληροφορίες.

2.4.8 ΔΙΑΔΕΡΜΙΚΗ ΠΥΕΛΟ-ΟΥΡΗΤΗΡΟΓΡΑΦΙΑ

Με την μέθοδο αυτή επιτυγχάνεται απεικόνιση του πυελοκαλυκικού συστήματος
και της αποχετευτικής μοίρας στις ίδιες περιπτώσεις όπου έχει ένδειξη η ανιούσα
πυελογραφία. Το σκιαγραφικό χορηγείται μέσω μιας βελόνας με την οποία έχουμε
παρακεντήσει κάποια καλυκική ομάδα ή μέσω νεφροστομίας που έχει προηγουμένως
τοποθετηθεί στον ασθενή.

36 ΚΕΦΑΛΑΙΟ #2 - ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

2.4.9 ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η απεικόνιση των αιμοφόρων αγγείων καλείται αγγειογραφία και οι ενδείξεις της
στις ουρολογικές επεμβάσεις αφορούν κυρίως την μελέτη των μεγάλων αγγείων των
νεφρών και των μικρότερων αγγείων του παρεγχύματος και κατά δεύτερο λόγο τα
τροφοφόρα αγγεία του πέους. Απαραίτητη είναι η χορήγηση σκιαγραφικού είτε μέσω
ενδαρτηριακού καθετήρα που προωθείται από την μηριαία αρτηρία (αορτονεφρική
και εκλεκτική νεφροαγγειογραφία), είτε μέσω παρακέντησης της μηριαίας φλέβας
(φλεβογραφία των νεφρών και της κάτω κοίλης). Ακολουθεί η συνεχής λήψη
ακτινογραφιών με υψηλή ταχύτητα, οι οποίες γίνονται ευκρινέστερες με την ψηφιακή
επεξεργασία. Οι ενδείξεις περιλαμβάνουν την σοβαρή αιματουρία, όταν άλλες εξετάσεις
αδυνατούν να αναδείξουν την αιτία, την αρτηριοφλεβική διαμαρτία, την προετοιμασία
για μεταμόσχευση, μερική νεφρεκτομή, χειρουργική αντιμετώπιση πεταλοειδούς
νεφρού, διερεύνηση νεφρογενούς υπέρτασης κ. α.

Η σηραγγογραφία γίνεται με παρακέντηση των σηραγγωδών σωμάτων και έγχυση
σκιαγραφικού υλικού. Με την μέθοδο αυτή μπορούν να διερευνηθούν αγγειακά αίτια
στυτικής δυσλειτουργίας.

2.4.10 ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΕ ΡΑΔΙΟΪΣΟΤΟΠΑ

Η κατηγορία αυτή των εξετάσεων στηρίζεται στην χρήση ουσιών, σεσημασμένες από
ραδιενεργά στοιχεία (ραδιοϊσότοπα), που έχουν την ιδιότητα να αποβάλλονται από τον
νεφρό ή να καθηλώνονται στο νεφρικό παρέγχυμα. Ο έλεγχος στηρίζεται βασικά στο
γεγονός ότι μετά την ενδοφλέβια χορήγηση των ουσιών αυτών και την συγκέντρωση
τους στο ουροποιητικό σύστημα εκπέμπουν ραδιενέργεια μέσω του ραδιοϊσοτόπου
που μεταφέρουν μαζί τους. Έτσι οι νεφροί αρχίζουν να εκπέμπουν ραδιενέργεια σε
ένταση ανάλογη με τον βαθμό πρόσληψης και αποβολής της ουσίας και επομένως
ανάλογη της νεφρικής λειτουργίας. Η ραδιενέργεια αυτή με ένα ειδικό ανιχνευτή
(γ-κάμερα) μπορεί να μετρηθεί και να αποτυπωθεί με μορφή καμπύλης ή ακόμη και να
δώσει την εικόνα του ουροποιητικού (νεφρά, ουρητήρες, ουροδόχος κύστη).

2.4.10.1 ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΣΠΙΝΘΗΡΟΓΡΑΦΗΜΑ

Η ουσία που χρησιμοποιείται σε αυτό έχει την δυνατότητα να απεκκρίνεται σε μεγάλο
ποσοστό από τα κύτταρα των ουροφόρων σωληναρίων. Σήμερα χρησιμοποιούνται το
99mTc-DTPA (Diethylene Triamine-PentaaceticAcid) και το 99mTc-MAG3 (mercapto-
acetyltriglycine). Από την καταγραφή του ποσού της ραδιενέργειας που εκπέμπεται

ΚΕΦΑΛΑΙΟ #2 - ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 37

από κάθε νεφρό χωριστά σχηματίζεται καμπύλη που έχει τρεις φάσεις: α) την αγγειακή
που είναι ανάλογη της αιμάτωσης των νεφρών, β) την εκκριτική που δείχνει τον
ρυθμό συσσώρευσης της ουσίας στα κύτταρα των ουροφόρων σωληναρίων, από τα
οποία αποβάλλεται στα ούρα, γ) την φάση αποχέτευσης που αντιστοιχεί στο ρυθμό
που απομακρύνεται από τον νεφρό και που εξαρτάται από το αν η αποχέτευση
της πυέλου και του ουρητήρα είναι ελεύθερη ή αν υπάρχει απόφραξη. Στο σημείο
αυτό της εξέτασης η χορήγηση διουρητικού (φουροσεμίδης) μπορεί να βελτιώσει
την καμπύλη αποχέτευσης και να μας διαχωρίσει την λειτουργική απόφραξη, που
δεν χρήζει χειρουργικής αντιμετώπισης, από την μηχανική απόφραξη (στένωση
πυελοουρητηρικής συμβολής) που χρήζει αντιμετώπισης. Επομένως με το δυναμικό
σπινθηρογράφημα μπορεί να γίνει η διάγνωση διαταραχών της αιμάτωσης και της
λειτουργίας των νεφρών, όπως και της απόφραξης της αποχετευτικής μοίρας.

2.4.10.2 ΣΤΑΤΙΚΟ ΣΠΙΝΘΗΡΟΓΡΑΦΗΜΑ

Η ουσία που χρησιμοποιείται καθηλώνεται στα κύτταρα του εγγύς και του άπω
εσπειραμένου σωληναρίου αλλά δεν απεκκρίνεται στα ούρα. Καθώς η ουσία παραμένει
στα κύτταρα εκπέμπει ραδιενέργεια της οποίας οι κρούσεις καταγράφονται και είναι
ανάλογες με τον αριθμό των υγειών κυττάρων των ουροφόρων σωληναρίων. Το
στατικό σπινθηρογράφημα χρησιμοποιείται στην διάγνωση: α) συγγενών ανωμαλιών
που αφορούν το μέγεθος, την θέση και το σχήμα των νεφρών και β) λειτουργικής
βλάβης κάθε νεφρού ξεχωριστά.

2.4.10.3 ΣΠΙΝΘΗΡΟΓΡΑΦΗΜΑ ΟΣΤΩΝ

Το σπινθηρογράφημα των οστών κατέχει σημαντική θέση στην σταδιοποίηση των
ασθενών με καρκίνο του ουροποιογεννητικού. Το ραδιοφάρμακο που χρησιμοποιείται
είναι το διφωσφονικό μεθυλένιο σεσημασμένο με τεχνήτιο 99m. Ιδιαίτερη σημασία
έχει στον καρκίνο του προστάτη όπου η ευαισθησία του ξεπερνά το 95%. Ψευδώς
αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να σημειωθούν αν οι μεταστάσεις είναι οστεολυτικές
και ψευδώς θετικά επί υπάρξεως νόσου Paget ή οστεοαρθρίτιδας. Συγκριτικά με την
MRI το σπινθηρογράφημα οστών υπολείπεται σε ευαισθησία για την ανίχνευση οστικών
μεταστάσεων.

2.4.11 ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ ΕΚΠΟΜΠΗΣ ΠΟΖΙΤΡΟΝΙΩΝ

Είναι μια λειτουργική απεικονιστική τεχνική απεικόνισης που έχει τη μοναδική ικανότητα
να μελετά συγκεκριμένες βιοχημικές διεργασίες όπως ο μεταβολισμός της γλυκόζης

38 ΚΕΦΑΛΑΙΟ #2 - ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

του όγκου μέσα στο σώμα. Το ΡΕΤ ct/scan βασίζεται στην ανακάλυψη ότι ορισμένες
κατηγορίες ραδιοϊσοτόπων μέσω της αποσύνθεσης τους απελευθερώνουν ποζιτρόνια,
ή θετικά φορτισμένα ηλεκτρόνια. Η απελευθέρωση αυτών των ραδιενεργών ουσιών
μπορεί να είναι μετρηθεί ποσοτικά μέσω ενός πυρηνικού ανιχνευτή και στη συνέχεια
να απεικονίζεται από αξονική τομογραφία (CT). Αυτή η τεχνολογία εφαρμόζεται για
τη μελέτη της βιοχημείας και της φυσιολογίας των διαφόρων ιστών και στηρίζεται
στον υψηλό μεταβολικό ρυθμό που εμφανίζουν κάποια είδη νεοπλασμάτων. Στην
ουρολογική ογκολογία, προς το παρόν, φαίνεται να έχει περιορισμένη εφαρμογή στον
νεφροκυτταρικό καρκίνο, στις μεταστάσεις του και στην υποτροπή της νόσου, καθώς
και στον καρκίνο του όρχεως στην εντόπιση οπισθοπεριτοναϊκής νόσου.

39

ΚΕΦΑΛΑΙΟ #3

OΞΕΙΑ ΝΕΦΡΙΚΗ
ΒΛΑΒΗ

ΜΩΥΣΙΆΔΗΣ ΔΗΜΉΤΡΗΣ &
ΔΑΦΝΉΣ ΕΥΓΈΝΙΟΣ

40 ΚΕΦΑΛΑΙΟ #3 - OΞΕΙΑ ΝΕΦΡΙΚΗ ΒΛΑΒΗ - Μωυσιάδης Δημήτρης & Δαφνής Ευγένιος

Ο αριθμός των ασθενών οι οποίοι εισάγονται και νοσηλεύονται στις ουρολογικές
κλινικές με τη διάγνωση της οξείας νεφρικής βλάβης (ΟΝΒ) υπολείπεται μόνο εκείνου
που νοσηλεύονται στα νεφρολογικά τμήματα και τις μονάδες εντατικής θεραπείας.
Η ΟΝΒ που εμφανίζεται στη κοινότητα, σε ποσοστό 17% οφείλεται σε απόφραξη της
αποχετευτικής μοίρας του ουροποιητικού συστήματος και για αυτό οι ασθενείς που
παρουσιάζουν ΟΝΒ συνεπεία απόφραξης εισάγονται συνήθως κατ’ ευθείαν σε ουρολογικά
τμήματα προκειμένου να γίνει η αιτιολογική αντιμετώπιση της. Επιπρόσθετα ασθενείς
οι οποίοι εισάγονται σε ουρολογικές κλινικές με φυσιολογική νεφρική λειτουργία,
κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους μπορεί να λάβουν νεφροτοξικά φάρμακα, να
υποβληθούν σε απεικονιστικές εξετάσεις με ιωδιούχα σκιαγραφικά ή η πορεία τους
να επιπλακεί με υποογκαιμία ή σήψη. Όλες οι προαναφερθείσες καταστάσεις είναι
δυνατόν να προκαλέσουν ΟΝΒ.
Σημαντικός είναι επίσης και ο αριθμός των ασθενών που εισάγεται σε ουρολογικές
κλινικές για καθαρά ουρολογικά προβλήματα και παρουσιάζει χρονία νεφρική νόσο
(ΧΝΝ) είτε λόγω χρόνιας ουρολογικής πάθησης (καλοήθης υπερτροφία προστάτη,
νεφρολιθίαση, κακοήθη νεοπλάσματα του ουροποιητικού) που λόγω παρατεταμένης
απόφραξης έχει προκαλέσει μη αναστρέψιμη έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας
είτε λόγω της συνύπαρξης του ουρολογικού προβλήματος με συνήθεις νεφρολογικές

ΚΕΦΑΛΑΙΟ #3 - OΞΕΙΑ ΝΕΦΡΙΚΗ ΒΛΑΒΗ - Μωυσιάδης Δημήτρης & Δαφνής Ευγένιος 41

παθήσεις (σακχαρώδης διαβήτης, σπειραματονεφρίτιδες, πολυκυστικοί νεφροί). Οι
παραπάνω καταστάσεις δεν είναι ασυνήθεις και καθιστούν σκόπιμη την εξοικείωση
των ουρολόγων με τις σύγχρονες προσεγγίσεις που αφορούν τα αίτια, τη διάγνωση και
τη θεραπεία της ΟΝΒ και της ΧΝΝ.

3.1 ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ ΟΝΒ

Η ΟΝΒ διακρίνεται σε εκείνη της κοινότητας και στη νοσοκομειακή. ΟΝΒ της κοινότητας
παρουσιάζει το 1% των ασθενών οι οποίοι εισάγονται στα νοσοκομεία. Οι μισές έχουν
λάβει χώρα σε έδαφος προϋπάρχουσας ΧΝΝ. Οι συχνότερες αιτίες ΟΝΒ στην κοινότητα
οφείλονται σε προνεφρικά αίτια 70% και σε μετανεφρικά 17%. Η συνολική θνησιμότητα
των ασθενών οι οποίοι εισάγονται στα νοσοκομεία με ΟΝΒ είναι 15%.

Η ΟΝΒ είναι πολύ συχνή στις μονάδες εντατικής θεραπείας όπου τα αίτια της είναι
πολυπαραγοντικά και συνήθως αποτελεί συστατικό της πολυοργανικής ανεπάρκειας.
Τα κύρια αίτια ανάπτυξης ενδονοσοκομειακής βλάβης είναι η χορήγηση φαρμάκων,
χειρουργικές επεμβάσεις, απεικονιστικές εξετάσεις με χρήση σκιαγραφικών.

3.2 ΟΡΙΣΜΟΣ - ΑΙΤΙΑ

Ως οξεία νεφρική βλάβη ορίζεται η αιφνίδια (μέσα σε διάστημα μικρότερο των 48
ωρών) μείωση του ρυθμού σπειραματικής διήθησης (ΡΣΔ) η οποία μείωση κλινικά
προσδιορίζεται ή με απόλυτη αύξηση της τιμής της κρεατινίνης ορού μεγαλύτερης των
0,3mg/dl ή με επί της % αύξηση της τιμής της κρεατινίνης ορού μεγαλύτερης του 50%,
ή με μείωση του ρυθμού απέκκρισης ούρων σε επίπεδα μικρότερα των 0,5 ml/kgΒΣ//h
για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 6 ωρών.

Τα αίτια της ΟΝΒ διακρίνονται σε:
• Προνεφρικά πού οφείλονται σε μειωμένη νεφρική παροχή αίματος λόγω

ελάττωσης του δραστικού αρτηριακού όγκου αίματος, μειωμένης καρδιακής
παροχής ή σαν αποτέλεσμα απόφραξης μεγάλων νεφρικών αγγείων.
• Μετανεφρικά λόγω απόφραξης της αποχετευτικής μοίρας του ουροποιητικού
συστήματος.
• Νεφρικά σαν συνέπεια σωληναριακής βλάβης (ισχαιμικής ή νεφροτοξικής),
σπειραματονεφρίτιδας, σωληναροδιάμεσης νεφρίτιδας, ενδοσωληναριακής
απόφραξης ή απόφραξης μικρών ενδονεφρικών αγγείων.

42 ΚΕΦΑΛΑΙΟ #3 - OΞΕΙΑ ΝΕΦΡΙΚΗ ΒΛΑΒΗ - Μωυσιάδης Δημήτρης & Δαφνής Ευγένιος

3.2.1 ΠΡΟΝΕΦΡΙΚΗ ΟΝΒ

Στα προνεφρικά αίτια η ελάττωση του ρυθμού σπειραματικής διήθησης (ΡΣΔ)
οφείλεται σε μειωμένη αιματική ροή και δεν συνοδεύεται από δομική ή κυτταρική
βλάβη του νεφρού. Πρέπει να τονιστεί ότι παρατεταμένη και σοβαρή ελάττωση της
αιματικής ροής μπορεί να καταλήξει σε σωληναριακή νέκρωση . Απαραίτητος όρος
για να χαρακτηριστεί μια ΟΝΒ ως προνεφρική είναι η επιστροφή του ΡΣΔ στα πριν την
επιδείνωση επίπεδα της νεφρικής λειτουργίας, μετά την διόρθωση της κατάστασης η
οποία προκάλεσε την υπάρδευση των νεφρικών αρτηριών .

Η προνεφρική ΟΝΒ μπορεί να οφείλεται σε
• πραγματική ελάττωση του ενδαγγειακού όγκου
• ελάττωση του δραστικού όγκου αίματος λόγω υποπλήρωσης του αρτηριακού

σκέλους της κυκλοφορίας
• ενδονεφρικές αιμοδυναμικές μεταβολές.

Η ΟΝΒ που προκαλείται από πραγματική ελάττωση του ενδοαγγειακού όγκου οφείλεται
σε ενδονεφρικές αιμοδυναμικές μεταβολές που προκύπτουν και παρατηρείται σε:
• αιμορραγίες,
• νεφρικές απώλειες υγρών λόγω χρήσης διουρητικών, οσμωτικής διούρησης,

γλυκοζουρίας, επινεφριδιακής ανεπαρκείας, αποίου διαβήτη
• απώλειες υγρών από το γαστρεντερικό (εμέτους, διάρροιες),
• απώλεια υγρών από δέρμα (υπερβολική εφίδρωση, εγκαύματα),
• απώλεια υγρών στο τρίτο χώρο (περιτονίτιδα, παγκρεατίτιδα, συστηματική

φλεγμονώδης αντίδραση και βαριά υπολευκωματιναιμία).

Ως ελάττωση του δραστικού όγκου αίματος ορίζεται η κατάσταση εκείνη κατά την
οποία ο ενδαγγειακός όγκος αίματος είναι φυσιολογικός ή ακόμη και αυξημένος
άλλα οι άλλοι παράγοντες που συντελούν στη διατήρηση της κυκλοφορίας του
αίματος είναι ανεπαρκείς να συντηρήσουν την αιμάτωση των νεφρών σε φυσιολογικά
επίπεδα. Ελάττωση του δραστικού όγκου αίματος μπορεί να προκληθεί από νόσους
που προκαλούν μείωση της καρδιακής παροχής ή από καταστάσεις που προκαλούν
αγγειοδιαστολή. Η ελάττωση της καρδιακής παροχής παρατηρείται σε ασθενείς με
συμφορητικό καρδιογενές shock μετά από εκτεταμένο έμφραγμα του μυοκαρδίου,
περικαρδιακή συλλογή που έχει επιπλακεί με επιπωματισμό και μαζική πνευμονική
εμβολή. Η περιφερειακή αγγειοδιαστολή οφείλεται σε σήψη, αντιυπερτασικά φάρμακα,
αναφυλακτοειδή αντίδραση και ηπατική ανεπάρκεια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ #3 - OΞΕΙΑ ΝΕΦΡΙΚΗ ΒΛΑΒΗ - Μωυσιάδης Δημήτρης & Δαφνής Ευγένιος 43

3.2.2 ΜΕΤΑΝΕΦΡΙΚΗ ΟΝΒ

Η μετανεφρική ΟΝΒ προκαλείται από οξεία παρακώλυση της ροής των ούρων σε
οποιοδήποτε σημείο της αποχετευτικής μοίρας του ουροποιητικού συστήματος. Η
παρακώλυση της ροής των ούρων μπορεί να προκληθεί από απόφραξη αμφοτέρων
των ουρητήρων, της κύστης και της ουρήθρας. Ομάδα ασθενών η οποία διατρέχει
αυξημένο κίνδυνο για μετανεφρική ΟΝΒ είναι εκείνη των ηλικιωμένων ανδρών που
παρουσιάζει καλοήθη υπερτροφία ή καρκίνο του προστάτη. Οι καταστάσεις αυτές
είναι δυνατόν να προκαλέσουν πλήρη ή μερική απόφραξη. Οι γυναίκες πού έχουν
προσβληθεί από καρκίνο των γεννητικών οργάνων ή έχουν υποβληθεί σε επέμβαση
ή ακτινοβολία της ελάσσονος πυέλου, μπορεί να εμφανίσουν ΟΝΒ λόγω πλήρους ή
μερικής ουρητηρικής απόφραξης. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η μετανεφρική
ΟΝΒ μπορεί να εκδηλωθεί με επεισόδια πολυουρίας εναλλασσόμενα από επεισόδια
ολιγουρίας. Επίσης η παρουσία ανεξήγητης υπερκαλιαιμίας σε ασθενείς με έκπτωση
του ΡΣΔ θέτει την υποψία απόφραξης του ουροποιητικού συστήματος . Η απόφραξη
των ουρητήρων για να προκαλέσει ΟΝΒ πρέπει να είναι αμφοτερόπλευρη ή να λαμβάνει
χώρα σε έδαφος μονήρους νεφρού. Η μονόπλευρη απόφραξη δεν προκαλεί αύξηση
της συγκέντρωσης της κρεατινίνης, καθόσον ο νεφρός ο οποίος έχει βατό ουρητήρα
μπορεί να αντιρρόπισει τη λειτουργία του νεφρού που παρουσιάζει απόφραξη. Οι
αποφράξεις των ουρητήρων διακρίνονται σε ενδοουρητηρικές (πέτρες, πήγματα
αίματος, νεκρωμένες θηλές, οίδημα που έχει προκληθεί από παλίνδρομη πυελογραφία
και καρκίνο από μεταβατικό επιθήλιο) και σε εξωουρητηρικές (κακοήθεια ελάσσονος
πυέλου και κοιλίας, οπισθοπεριτοναϊκή ίνωση, κατά λάθος απολίνωση των ουρητήρων
κατά τη διάρκεια επέμβασης στην ελάσσονα πύελο). Παθήσεις που σχετίζονται με
την κύστη και προκαλούν ΟΝΒ είναι η καλοήθης υπερτροφία και ο καρκίνος του
προστάτη και της κύστης, καθώς και δυσλειτουργία της κύστης προκαλούμενη από
αντιχολινεργικά φάρμακα ή αυτόνομη νευροπάθεια. Τέλος στενώσεις της ουρήθρας,
πήγματα αίματος και πέτρες μπορεί να προκαλέσουν ΟΝΒ.

44 ΚΕΦΑΛΑΙΟ #3 - OΞΕΙΑ ΝΕΦΡΙΚΗ ΒΛΑΒΗ - Μωυσιάδης Δημήτρης & Δαφνής Ευγένιος

3.2.3 ΝΕΦΡΙΚΗ ΟΝΒ

Οι νεφρικές αιτίες ΟΝΒ σε αντίθεση με τις προνεφρικές και τις μετανεφρικές σχετίζονται
με βλάβες των δομικών στοιχείων του νεφρού: αγγεία, σπειράματα, διάμεσος ιστός,
σωληνάρια. Η νεφρική βλάβη μπορεί να αποτελεί και συστατικό μιας συστηματικής
νόσου. Η εξέλιξη μιας ΟΝΒ που οφείλεται σε νεφρικές αιτίες δεν μπορεί να τροποποιηθεί
με χειρισμούς που μεταβάλλουν καταστάσεις εκτός των νεφρών όπως αποκατάσταση
του ενδαγγειακού όγκου, βελτίωση της καρδιακής λειτουργίας, διόρθωση υπότασης
ή αποκατάσταση απόφραξης. Αγγειακές παθήσεις που μπορεί να προκαλέσουν
ΟΝΒ και αφορούν μεγάλα ή μεσαίου μεγέθους αγγείων είναι η θρόμβωση ή εμβολή
αρτηριών αμφοτέρων των νεφρών και η οζώδης πολυαρτηρίτιδα. Τα μικρά αγγεία και
τα σπειράματα μπορεί να παρουσιάσουν απόφραξη συνεπεία αθηροεμβολικής νόσου,
αιμολυτικού ουραιμικού συνδρόμου, θρομβωτικής θρομβοπενικής πορφύρας, κρίσης
σκληροδέρματος και κακοήθους υπέρτασης.

Οι βλάβες των σπειραμάτων ονομάζονται σπειραματονεφρίτιδες και τα
χαρακτηριστικά τους στη γενική ούρων είναι η λευκωματουρία, η μικροσκοπική
αιματουρία, οι ερυθροκυτταρικοί και οι αιμοσφαιρινικοί κύλινδροι. Ορισμένες από
τις σπειραματονεφρίτιδες εκδηλώνονται με εικόνα ΟΝΒ όπως η οξεία μεταλοιμώδης
σπειραματονεφρίτιδα, η αλλεργική πορφύρα, η κρυοσφαιριναιμία, η αγγειίτιδα We-
gener, και το σύνδρομο Goodpasture. Διάμεση ή σωληναροδιάμεση νεφρίτιδα
καλείται η φλεγμονή του διαμέσου ιστού η οποία χαρακτηρίζεται από σημαντικό
οίδημα και εστιακή ή διάχυτη διήθηση από φλεγμονώδη κύτταρα. Τις περισσότερες
φορές οφείλεται σε αντίδραση υπερευαισθησίας σε φάρμακα όπως η μεθικιλίνη, οι
κεφαλοσπορίνες, η ριφαμπικίνη, οι σουλφοναμίδες, οι κινολόνες, η φουροσεμίδη, τα
μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη και σπάνια σε λοιμογόνους παράγοντες όπως κόκκους
(σταφυλόκοκκους, στρεπτόκοκκους) και ιούς (CMV, EBV).

Η οξεία σωληναριακή νέκρωση (ΟΣΝ) αποτελεί τη συχνότερη αιτία ΟΝΒ και
χαρακτηρίζεται από βλάβες των σωληναριακών κυττάρων οι οποίες καλύπτουν ένα
ευρύ φάσμα. Η οξεία σωληναριακή νέκρωση τις περισσότερες φορές έχει σαν αιτία
τη μειωμένη νεφρική αιματική ροή ή από υποογκαιμία ή από συστηματική αρτηριακή
υποπλήρωση. Αυτή η ΟΣΝ καλείται ισχαιμική και τα αίτια της μπορεί να είναι αιμορραγίες,
shock, και σήψη από Gram αρνητικά μικρόβια. Αντίθετα εκείνη η οποία προκαλείται
από απευθείας τοξική δράση πάνω στα σωληναριακά κύτταρα καλείται νεφροτοξική
και μπορεί να οφείλεται σε αμινογλυκοσίδες, αμφοτερικίνη Β, Cis- platinum, ιωδιούχα
σκιαγραφικά και ενδογενείς τοξίνες όπως μυοσφαιρίνη μετά από ραβδομυόληση και

ΚΕΦΑΛΑΙΟ #3 - OΞΕΙΑ ΝΕΦΡΙΚΗ ΒΛΑΒΗ - Μωυσιάδης Δημήτρης & Δαφνής Ευγένιος 45

αιμοσφαιρίνη μετά από αιμόλυση.

Μια άλλη σπάνια αιτία ΟΝΒ είναι η απόφραξη των σωληναρίων από κρυστάλλους
ουρικού οξέος, οξαλικού ασβεστίου ή φωσφορικού ασβεστίου αλλά και φαρμάκων,
όπως σουλφοναμιδών, μεθοτρεξάτης, ιντιναβίρης, σιπροφλοξασίνης και ασυκλοβίρης.

3.3 ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΟΝΒ

Η πρόληψη της ΟΝΒ κατ’ ουσίαν της ΟΣΝ, η οποία είναι η πιο συχνή αιτία της, έχει
μεγάλη πρακτική σημασία γιατί η αναστροφή της βελτιώνει και την τελική έκβαση της
υποκείμενης νόσου. Σχετικά συνιστάται:

• Λεπτομερής προεγχειριτική εκτίμηση και μετεγχειρητική παρακολούθηση της
νεφρικής λειτουργίας.

• Διατήρηση του δραστικού αρτηριακού όγκου, με σχολαστική αντικατάσταση
απωλειών όγκου/ηλεκτρολυτών, ελέγχου υπέρτασης και ανάταξης υπότασης
(αποφεύγοντας αγγειοσυσπαστικά φάρμακα).

• Αποφυγή νεφροτοξικών παραγόντων.

Εάν παρόλα αυτά ο ασθενής υποστεί ΟΝΒ ή διαπιστωθεί ότι ανέπτυξε μη αναμενόμενη
ΟΝΒ τότε επιβάλλεται η λήψη ιστορικού, η ανασκόπηση της πορείας νόσου, η
κλινική εξέταση και η συσχέτιση της νεφρικής δυσλειτουργίας με τα ζωτικά σημεία,
το σωματικό βάρος, το ισοζύγιο προσλαμβανομένων και αποβαλλομένων υγρών, τη
λήψη φαρμάκων, νεφροτοξινών, αναισθητικών, σκιαγραφικών, το ιστορικό τραυμάτων,
επεμβάσεων, αιμόλυσης, ραβδομυόλυσης και τις εργαστηριακές εξετάσεις.

Η μικροσκοπική εξέταση των ούρων πολλές φορές μπορεί να αποκαλύψει το αίτιο
της ΟΝΒ. Πολύ πιο χρήσιμοι σε ορισμένες περιπτώσεις αποδεικνύονται οι δείκτες της
σωληναριακής λειτουργίας [πίνακας 1].

46 ΚΕΦΑΛΑΙΟ #3 - OΞΕΙΑ ΝΕΦΡΙΚΗ ΒΛΑΒΗ - Μωυσιάδης Δημήτρης & Δαφνής Ευγένιος

ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΟΝΒ Προνεφρικά αίτια ΟΣΝ
>400-500 mosm/kg ~300mosm /kg
Uosm <20 >40
UNa >40 <20
U/Pκρεατινίνη >40 <20
Pουρία /Pκρεατινίνη <1 >1
FENα % <35 >50
FEουριας%

Uosm: Οσμωτικότητα ούρων, UNa: συγκέντρωση Na στα ούρα, U/Pκρεατινίνη: πηλίκο
συγκέντρωσης κρεατίνινης ούρων/πλάσματος, Pουρία/Pκρεατινίνη: πηλίκο
συγκέντρωσης ουρίας/κρεατίνινη πλάσματος, FENa: κλασματική απέκκριση Νa=U-
NaxPNax100/UCrxPCr, FEουρίας: κλασματική απέκκριση ουρίας=UουρίαxP ουρίαx100/
UcrxPcr.

πίνακας 3.1

Η διαφοροδιαγνωστική αξία αιτών των δεικτών βασίζεται στο γεγονός ότι εφόσον
η νεφρική δυσλειτουργία προκαλείται από αίτια προσωληναριακά (σπειραματικά ή
προνεφρικά) τα σωληνάρια διατηρούν την επαναροφητική τους ικανότητα στο νάτριο
και το νερό. Αποτέλεσμα είναι η διατήρηση της ικανότητας πύκνωσης των ούρων όπως
και της αποτελεσματικότητας για επαναρρόφηση νατρίου. Αντίθετα σε περίπτωση
σωληναριακής βλάβης, η σύσταση των ούρων προσεγγίζει τη σύσταση του πλάσματος
σαν ένδειξη της επαναρροφητικής ανεπάρκειας των τραυματισμένων ή νεκρωμένων
σωληναριακών κυττάρων.

3.4 ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΟΝΒ

Η θεραπεία της ΟΝΒ εξαρτάται από το αίτιο της. Εάν είναι προνεφρική και οφείλεται
σε συρρίκνωση του ενδαγγειακού όγκου από απώλεια αίματος επιβάλλεται η άμεση
αποκατάσταση του με αίμα. Εάν οφείλεται σε απώλεια υγρών τότε χορηγείται
φυσιολογικός ορός. Η θεραπεία της μετανεφρικής ΟΝΒ είναι η άμεση άρση του
αίτιου πού προκάλεσε την απόφραξη. Εφόσον δεν είναι εφικτό αυτό επιβάλλεται
η αποκατάσταση της βατότητας της αποχετευτικής μοίρας του ουροποιητικού
συστήματος είτε με τη τοποθέτηση ουρητηρικών καθετήρων ή νεφροστομιών ή με
καθετηριασμό της ουροδόχου κύστης. Τα αγγειακά και τα σπειραματικά αίτια απαιτούν

ΚΕΦΑΛΑΙΟ #3 - OΞΕΙΑ ΝΕΦΡΙΚΗ ΒΛΑΒΗ - Μωυσιάδης Δημήτρης & Δαφνής Ευγένιος 47

εξειδικευμένη θεραπεία με ανοσοκατασταλτικά φάρμακα μετά τη διάγνωση της
πάθησης με βιοψία νεφρού. Όσο αφορά την ΟΣΝ η αντιμετώπιση είναι συντηρητική
και αποσκοπεί στην επιβίωση του αρρώστου. Η θεραπεία στοχεύει στον έλεγχο των
διαταραχών του όγκου, των ηλεκτρολυτών και της οξεοβασικής ισορροπίας, στην
αντιμετώπιση της πρωταρχικής νόσου, τυχόν επιπλοκών της καθώς και των επιπλοκών
του οξέος ουραιμικού συνδρόμου. Εάν η συντηρητική θεραπεία δεν επαρκεί τότε
πρέπει να γίνεται υποκατάσταση της νεφρικής λειτουργίας με εξωνεφρική κάθαρση. Η
τάση είναι η αιμοκάθαρση να αρχίζει πρώιμα προκειμένου να προληφθούν διάφορες
επιπλοκές της ουραιμίας. Η παρουσία διαταραχών των διανοητικών και ψυχικών
λειτουργιών όπως και η περικαρδίτιδα αποτελούν απόλυτη ένδειξη για άμεση
έναρξη αιμοκάθαρσης. Οι παράμετροι που λαμβάνονται υπ’ όψιν για την έναρξη της
αιμοκάθαρσης είναι οι ακόλουθοι: Επιμένουσα ολιγουρία (αποβολή ούρων μικρότερη
των 40ml/ώρα), κρεατινίνη μεγαλύτερη των 6mg/dl, ουρία ορού μεγαλύτερη των
200mg/dl, πνευμονικό οίδημα που δεν απαντά στα διουρητικά, υπερκαλιαιμία με κάλιο
6,5mEq/L, συμπτωματική ουραιμία (εγκεφαλοπάθεια, περικαρδίτιδα, βαριά μεταβολική
οξέωση.

Πρέπει να τονιστεί ότι οι προαναφερθείσες παθολογικές παράμετροι δεν αποτελούν
από μόνες τους απόλυτες ενδείξεις για τη έναρξη αιμοκάθαρσης. Η απόφαση για έναρξη
εξωνεφρικής κάθαρσης εξαρτάται από την συνολική κλινική εικόνα του ασθενούς και
όχι από την παρουσία ή όχι μιας η περισσοτέρων από τις παραπάνω παραμέτρους . Η
υποκατάσταση της νεφρικής λειτουργίας σε περιπτώσεις ΟΝΒ γίνεται με αιμοκάθαρση
που διακρίνεται σε διαλείπουσα και συνεχή.






Click to View FlipBook Version