3453. ξαποσταίνω, ξαποστάζω = ξεκουράζομαι
3454. ξαπουλάου = εξαπολ ω
3455. ξαπουσταίνου = ξεκουράζομαι.
3456. ξαραδιάζου = βγάζω απ τη σειρά, μπαινοβγαίνω στο χορ
3457. ξαργο = επίτηδες, εξεπίτηδες
3458. ξαρίζου = καθαρίζω το μαντρί απ τις κοπριές ή τις λάσπες
3459. ξαρμάτουτους, -η, -ου = άοπλος
3460. ξαρματ νου = βγάζω την άρματα
3461. ξαρμέου = τελει νω το άρμεγμα
3462. ξάσ’μου = καθάρισμα των μαλλι ν για λανάρισμα
3463. ξαστιριά = ξαστεριά.
3464. ξαστιρ νει = γίνεται αίθριος ο ουραν ς.
3465. ξαστ χσα = ξέχασα
3466. ξαχλυάζου = περνάω ευχάριστα την ρα μου
3467. ξεζαρκ θκα = δεν φοράω τίποτα τα πέταξα λα απ πάνω μου, ξεφορτ θηκα
τα ρο χα μου
3468. ξεζάρκωτος = ολ γυμνος.
3469. ξέκανα = εξαφάνισα
3470. ξεκλάω = σκίζω
3471. ξεκλιτσνιάσκει = διαλ θηκε
3472. ξενίτεμα = αποχαιρετισμ ς
3473. ξένους, -η, -ου = ξένος, μουσαφίρης, φιλοξενο μενος.
3474. ξεπατ θκα = διαλ θηκα, κουράστηκα
3475. ξεπεζε ω = ξεκαβαλικε ω, κατεβαίνω απο το άλογο
3476. ξέπλιγα μαλλιά = αχτένιστα, απεριποίητα μαλλιά
3477. ξέρα = ξηρασία.
3478. ξέρακας = ξεραμένο δένδρο που στέκει ρθιο
3479. ξερατά, ξιρατά, ξιρατιά = αναγο λες, απαίσια πράγματα, πράγματα που σε
ανακατ νουν
3480. ξεσκανταλίσκει = απορυθμίστηκε
3481. ξέφιξι = έφεξε για καλά
3482. ξεχάραξε = έφεξε
3483. ξεχειμάζω = Ξεχειμωνιάζω
3484. ξέχουρα = ξεχωριστά.
3485. ξήγα = εξήγησε
3486. ξηκο τ΄ς = ξεμωραμένος ,αποβλακωμένος.
151
3487. ξηρ’κ , ξηρκ = αυτ που δε ποτίζεται για να φυτρ σει και να αναπτυχθεί
3488. ξηράνου = ξεράνω
3489. ξηραντάρα = αντάρα σε καιρ ξηρασίας.
3490. ξηράς (τα) = τα χέρια σου που δεν είναι ικανά για τίποτα
3491. ξηραχουμάρα = χέρια σαν ξερά ξ λα που δεν πιάνουν, απραξία, το να κάθεσαι
με τα χέρια σταυρωμένα, νωθρ τητα.
3492. ξηρή = (μτφ.) πέος.
3493. ξηρολάκκι = ξερ ς λάκκος
3494. ξηρουβ ρι = κρ ος και ξηρ ς βοριάς.
3495. ξηρουκαμπιά = άνυδρος κάμπος
3496. ξηρουτσι κανα = τσιοκάνια (βλ. λ.) που βροντάνε ξερά και έχουν βαριά
ζ για.
3497. ξηρουφάι = τροφή που είναι ξηρή, το ψωμοτ ρι του βοσκο .
3498. ξητσάνσις = παραπήρες θάρρος
3499. ξιαπίσου, σιαπίσου = απ πίσω, πιο πίσω.
3500. ξιαστουχάου = λησμον , ξεχνάω.
3501. ξιβγάζου, ξιβγάνου = ξεπροβοδίζω, ξεπλένω τα ρο χα.
3502. ξιβγαίνου = βγαίνω
3503. ξιβράκουτις, ου = γυναίκες με ευρωπα κά ρο χα. ανήθικες γυναίκες, παρδαλές
3504. ξιγάλ’σμα = αμυχή , γραντζουνιά
3505. ξίγαλα = το ξιν γαλο
3506. ξιγαλάω, ξιγαλίζου = γρατζουν , τραυματίζω, σχίζω ελαφρά το δέρμα μου ή
κάποιο αντικείμενο
3507. ξιγαλίσκα = γδάρθηκα
3508. ξιγιννάου = βοηθάω το ζ ο να γεννήσει.
3509. ξίγκι = λίπος.
3510. ξιδιαντρουπιά = έλλειψη σεμν τητας, απουσία ντροπής για πράξεις ή για
λ για αναίσχυντα, αισχρά, κακ βουλα
3511. ξιδοπάπαρα, τραπέτσι, ξιδοτριψάνα, ξιδ τριψα = δροσιστικ καλοκαιριάτικο
πρ χειρο φαγητ που γίνεται με νερ , ξίδι, ζάχαρη και μπουκιές απ ψωμί.
3512. ξιζάρκουτους, -η, -ου = γυμν ς ή ντυμένος με τα καθημερινά
3513. ξιζαρκ νου = ξεγυμν νω.
3514. ξιθ’λυκ νου = βγάνω το στεφάνι απ το κουδο νι
3515. ξιθάλι = ειδικ ξ λο με το οποίο σηκ νω τη γάστρα ή ανακατ νω τα
κάρβουνα
152
3516. ξιθλήκουτους, -η, -ου = ξεκο μπωτος, χωρίς ζ νη ή με ανοιχτή τη ζ νη,
αυτ ς που δεν έχει κουμπωμένη τη ζ νη
3517. ξιθλικ νου = ξεκουμπ νω
3518. ξιίσκιουτου = ασ βαρο
3519. ξικ’λιάζου = ξεκοιλιάζω.
3520. ξικαλουκιριάζου περνάω το καλοκαίρι μου.
3521. ξικαλουκιρι = τ πος που περνάω το καλοκαίρι και τα κοπάδια μου:
3522. ξικαμ νουμι = εξολοθρε ομαι, εξαφανίζομαι, καταστρέφομαι ψοφάω στη
δουλειά
3523. ξικάνου = εξαφανίζω, διαλ ω, καταστρέφω, αχρηστε ω
3524. ξικλάου = σχίζω
3525. ξικλιάσκα = έσκασε η κοιλιά μου
3526. ξικλίζου = ξεσχίζω.
3527. ξικλίσκα = σκίστηκα
3528. ξικ βου = αποχωρίζομαι, απομακρ νομαι
3529. ξικο κλουμα= το βγάλσιμο της κουκο λας της ν φης
3530. ξικουκλ νου = βγάζω τον κο κλο απ τη ν φη.
3531. ξικουλλ’τσιδιάζου = βγάζω τις κολλιτσίδες
3532. ξικουπή = αποκοπή, ορισμ ς σταθερής τιμής , η πληρωμή του τσομπάνου
χωρίς φαγητ
3533. ξιλαβαίνου = ξεσπάνε πάνω μου, υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξε ν μου,
πληρ νω για αυτά που κάνω, βρίσκω άδικα το μπελά μου, την πληρ νω
εγ για κάποιον άλλον
3534. ξιλέου = αναιρ τα λ για μου. είπα ξείπα
3535. ξιλ ιστους, -η, -ου = ξένοιαστος, αυτ ς που δε σκέφτεται τα προβλήματά του
ή δεν έχει προβλήματα.
3536. ξιλουγαριάζουμι, ξελογαριάζωμι = κλείνω τους λογαριασμο ς, κάνω ταμείο,
ξεκαθαρίζω
3537. ξιλουγάριασμα = κλείσιμο λογαριασμ ν
3538. ξιλουθρυμ ς = εξολοθρε ω, εξολ θρευση, καταστροφή
3539. ξιμπλέκου = ξεμπλέκω
3540. ξιμπλέτσουτους = γυμν ς
3541. ξιμπλητσ θκα = ξεγυμν θηκα
3542. ξιμπλιτσ νουμι = ξεγυμν νομαι .
3543. ξινάκι = ξενιτεμένος
3544. ξινιτε ουμι = πάω στην ξενιτιά
153
3545. ξινουκρένου = παραμιλ , παραληρ , παραμιλ , λέω ακαταλαβίστικα.
3546. ξινουμάλλια = πρ σθετα μαλλιά πάνω στα φυσικά, ποστίς.
3547. ξιντίσ = ξεντ σου
3548. ξιν στια = άνθρωποι που με τη συμπεριφορά τους προκαλο ν για τους
εαυτο ς τους φαιδρές συζητήσεις
3549. ξιπαπαδε ου = προκαλ , με τις ενέργειές μου κάνω, προκαλ τον παπά να
παραιτηθεί απ το αξίωμά του
3550. ξιπαστρε ου = ξεκαθαρίζω
3551. ξιπατ νουμι = κουράζομαι υπερβολικά, σκοτ νομαι στη δουλειά,
εξολοθρε ομαι.
3552. ξιπιζε ου, ξεπεζε ω = κατεβαίνω απ το άλογο
3553. ξιπίτηδις = επίτηδες.
3554. ξιπιτσίασκα = ξεφλουδίστηκα
3555. ξιπλα άζου = ξυπν .
3556. ξιπουνάου = δε νι θω π νο , δεν νοι θω αγάπη για ένα πρ σωπο, μου
φε γει ο π νος, η λαχτάρα που είχα για κάποιον ή για κάποιο πράγμα,
εκπληρ νω μια επιθυμία
3557. ξιπρουβουδάου = ξεπροβοδίζω, κατευοδ νω
3558. ξιραγκιαν ς, -ή, = ξερακιαν ς, ισχν ς, αδ νατος.
3559. ξιράδια = ξερά ξ λα, παλιά καυσ ξυλα.
3560. ξιριάς = ρέμα χωρίς νερ .
3561. ξιρουιάζουμι = τελει νω τη θητεία μου ως μισθωτ ς τσομπάνος.
3562. ξιρουστάλιασα = Κρ ωσα, περίμενα πολ
3563. ξιρουφα ά = φτωχ γε μα χωρίς προσφάι.
3564. ξισ’νιρίζουμι = παρακινο μαι, παίρνω σοβαρά υπ ψιν κάτι και θυμ νω
3565. ξισακιάζου = βγάζω απ το σακί τα ρο χα
3566. ξισαμαρ νου = βγάζω το σαμάρι απ το ζ ο
3567. ξισάρ’σι ου ν χτους = υποχ ρησε.
3568. ξισαρίζου, -ω = υποχωρ , χαλαρ νω
3569. ξισέρνου = σέρνω σιγά - σιγά, μετακινο μαι σταδιακά και αργά, γλιστράω
3570. ξισιλλ νου = βγάζω τη σέλα.
3571. ξίσκιουτους, -η, -ου = χωρίς ίσκιο, άχαρος
3572. ξίσκιπους, -η, -ου = ξεσκέπαστος.
3573. ξισκι νου = ασχημίζω, απαξι νω
3574. ξισταλίζου = βγάνω τα πρ βατα απ το στάλο
154
3575. ξισταυρ νου = ξεθάβω μετά απ χρ νια το νεκρ και συλλέγω τα οστά του. -
ουμι (μτφ.) ξεθε νομαι στη δουλειά
3576. ξιστρίβου = σκαρίζω τα πρ βατα, διαλ ω το στάλο. –ουμι βγαίνει ο οφαλ ς
μου
3577. ξιτάζου, ξιτάζω = ερευν , θέλω να μάθω, παρατηρ , πιστε ω σε κάτι και
είναι κακ να το παραβιάσω, θέλω να μάθω τα μελλο μενα εξετάζοντας την
πλάτη
3578. ξιτλάου = ξετυλίγω.
3579. ξιτμάου = εκτιμ , μετράω, υπολογίζω την αξία κάποιου
3580. ξιτουπίζου = απομακρ νω, δι χνω απ τον τ πο του κάποιον ή κάτι
3581. ξιτρυπ νου = φανερ νω.
3582. ξιτσαν’σμένους = φέρεται εκτ ς ορίων
3583. ξιτσανίζου = ξεπερνάω με τη συμπεριφορά μου τα επιτρεπ μενα ρια,
φέρομαι σαν ανυπάκουο παιδί
3584. ξιτσάνσι = ξεθάρρεψε, ταν κάποιος αποκτάει θάρρος, δεν ντρέπεται, πήρε
αέρα
3585. ξιτσαουλιάσκα = μου έφυγε το στ μα, μου έφυγε το σαγ νι, λέω πολλά
3586. ξιτσουλιάζου βγάνω το τσι λι (σκέπασμα) απ το σαμάρι του ζ ου.
3587. ξιφανιρ νου = αποκαλ πτω, –ουμι παρουσιάζομαι
3588. ξιφασκι νου = ανοίγω τις φασκιές
3589. ξιφ ριμα = βγάλσιμο των ρο χων, γδ σιμο.
3590. ξιφουρτ νει η κ τα η κ τα ανοίγει τα φτερά της προς τα πλάγια (πρ ληψη
που φανερ νει επίσκεψη στο κονάκι).
3591. ξιφουρτ νου = κατεβάζω το φ ρτωμα
3592. ξιφτέρα = έξυπνη.
3593. ξιφτέρι = είδος απ γεράκι, κιρκινέζι, έξυπνος, ευφυής.
3594. ξιφ λλι = τα τρυφερά βλαστάρια
3595. ξιχ’μαδι = τ πος που ξεχειμάζω, περνάω το χειμ να
3596. ξιχ’μάζου, ξιχ’μουνιάζου = περνάω το χειμ να
3597. ξιχ’νουπουριάζου = περνάω το φθιν πωρο.
3598. ξιχαράζει =χαράζει για τα καλά
3599. ξιχάσουν = να ξεχαστο ν να παίξουν τα παιδιά να ηρεμήσουν.
3600. ξιχουρισμ ς = χωρισμ ς (πχ της μάνας απ τη κ ρη στο γάμο)
3601. ξιχρέουτους, -η, -ου = δεν έχει χρέη
3602. ξίψουμα, ξίψωμα = συμφωνία για πρ σληψη χωρίς να τρέφω τον τσομπάνο
η κάποιον υπάλληλο
155
3603. ξ βεργα = παγίδα
3604. ξ γανου = άσχημη γυναίκα
3605. ξ μπλια = σχέδια, κεντίδια
3606. ξ ρκια = εξορκισμοί.
3607. ξουδιάζου = ξοδε ω
3608. ξουδιάρ’ς = σπάταλος.
3609. ξουθιές = τα καλά εξωτικά, νεράιδες
3610. ξουμάν’κα = επένδυση στα μανίκια της αντρικής φορεσιάς.
3611. ξουμπλιάζω, ξουμπλιάζου = αντιγράφω κάτι, βγάζω σχέδιο απ κάποιο
κέντημα, κουτσομπολε ω, διακοσμ
3612. ξουμπλιαστ = είδος κεντήματος.
3613. ξο ρας, (συνδέεται με το γέρο) = ξεκο της γέροντας
3614. ξουράφ = ξυράφι, πανέξυπνος
3615. ξουράφι, = ξυράφι
3616. ξουραφίζουμι = ξυρίζομαι.
3617. ξουραφίσκα, ξουρίσκα = ξυρίστηκα
3618. ξουράφτκα = ζ α σημαδεμένα με κ ψιμο του άφτιου με ξυράφι
3619. ξο ρ'ζμα = ξ ρισμα
3620. ξουτ’κά = εξωτικά, φαντάσματα.
3621. ξπολ θκα = έβγαλα τα παπο τσια
3622. ξ γκι = το λίπος, το πάχος
3623. ξυγκοκέρι = κερί φτιαγμένο απ ξ γκι
3624. ξυθάλλι,. ξιθάλι, ξυθάλ(ι) = μακρ ξ λο λίγο κυρτ που ανακατε ουν τα
κάρβουνα Απ τις ομηρικές λέξεις «ξέω» = ξ νω και «αιθάλη» = στάχτη,
καπνιά
3625. ξ λιασα = πάγωσα, έγινα κο τσουρο απ το κρ ο
3626. ξυλουκιέρατα = χαρο πια, καρο μπις
3627. ξυλ χταινο = χτένι του αργαλειο που φαιναν βελέντζες κλπ
3628. ξυνήθρα = χορτάρι με ξινή γε ση
3629. ξυνστάζει ου κ σμους = γελάει ο κ σμος και ξενυστάζει απ τα γέλια
3630. ξυστάου = κοσκινίζω το αλε ρι
3631. ξ στρα = εργαλείο για να αναποδογυρίζουμε την κουλο ρα ή τα κομμάτια
απ την πίτα
3632. ξ γραμμα, παν γραμμα = τα στοιχεία εξω απ το γράμμα, η σ σταση
3633. ξ διρμα, ξ πιτσα = επιδερμικά
Ο
156
3634. βουλα = χρήματα.
3635. οβριά (tamus communis) = αβρωνιά, ομβριά, βεργιά, πολυετές
αναριχ μενη κλιματσίδα που φτάνει τα 4 μέτρα. Την συναντάμε σε
ακαλλιέργητους τ πους. Μαζε ονται τα νέα βλαστάρια που βγαίνουν απ το
Μάρτιο μέχρι τον Απρίλιο. Τα οποία βράζονται ελαφρ ς και τρ γονται με
λάδι και ξ δι, αλλά γίνονται και τσιγαριστά με κρεμμυδάκια. Το ζουμί τους
πίνεται και είναι διουρητικ με προσοχή γιατί είναι δηλητηρι δες φυτ που
περιέχει μια ουσία ερεθιστική για την επιδερμίδα
3636. Οβρι ς = εβραίος, άνθρωπος τσιγκο νης, φιλάργυρος.
3637. οδίζω, ουδίζω = μοιάζω
3638. θι = που
3639. οκν ς = οκνηρ ς, αργ ς, τεμπέλης.
3640. μπυου, μπυο = το π ον της πληγής
3641. οντάς = δωμάτιο
3642. ντας, ντα = ταν
3643. οξαπουδ = σατανάς, διάβολος.
3644. ορθ = τ πος καλυβιο τουρλωτ
3645. ορμήνια = συμβουλή
3646. ορμ νω = δίνω κατε θυνση, οδηγ
3647. ρνια = αρπαχτικά
3648. ρνιο = άγριο αρπακτικ πτην ,: βλάκας, αν ητος άνθρωπος.
3649. σου κρο ει ου νους = ίσα που θυμάμαι, θυμάμαι αμυδρά.
3650. ουβουρ ς, νουβουρ ς = ακάλυπτος περίβολος που κοιμο νται τα άλογα.
3651. ο δι = ο τε
3652. ο δι δω = ακριβ ς εδ
3653. ο δι κεί σ’ εκείνο ακριβ ς το σημείο
3654. ουδίζου = είμαι ίδιον με κάποιον άλλον, μοιάζω πολ με κάποιον
3655. ο ηδι, ουιδέ ο ιδε = ο τε
3656. ο ι = συνήθως εκφράζει έκπληξη
3657. ουκά = οκά, μονάδα μέτρησης βάρους (1280 γραμμ.).
3658. -ουλ’ς, -ο λα = παραγωγικ υποκοριστικ επίθημα
3659. ο λα = λα
3660. ουλνο ς = λους
3661. ο λοι = 'ολοι
3662. ουλ ριμα = λο ρέμα-ρέμα.
3663. ουλ τιλα = εντελ ς
157
3664. ο λου = λο
3665. ουλο θε = παντο
3666. ουλο θι = απο παντο , απ λα τα μέρη, ολ γυρα
3667. ο λους, -η, -ου = λος
3668. –ουμι παραπλανιέμαι.
3669. ουμπυάζου, ομπυάζω μαζε ω π ον.
3670. ουμ νου = ορκίζομαι
3671. ουντζιάκι = φάρα, σ ι, οικογένεια
3672. ουργή = καταστροφή που στέλνει ο Θε ς, κατάρα
3673. ουργιά = το μήκος ανοίγματος των χερι ν
3674. ουργισμένου = καταραμένο
3675. ο ρδα = γαλακτοκομικ προ ν (είδος απ τυρί) που παράγεται απ το
τυρ γαλο που μένει απ την παρασκευή σκληρο ημίσκληρου τυριο στε
να έχει πολ βο τυρο Η τεχνολογία αυτή μοιάζει πολ με τον παραδοσιακ
τρ πο παρασκευής του τυριο Μανο ρι.
3676. ουρή = προσφ νηση σε γυναίκα
3677. ουρθουκιέρα = γίδα με ορθά κέρατα, με τα κέρατα προς τα πάνω.
3678. ουριά = οργιά, μονάδα μέτρησης μήκους, , κυρίως μέτρησης του βάθους του
νερο που ισοδυναμεί με 1,83 μ.
3679. ουρίζου = ορίζω, εξουσιάζω.
3680. ουρκι μι = ορκίζομαι.
3681. ουρλι μι = ουρλιάζω.
3682. ουρλι τι = ουρλιάζει
3683. ουρμήνεια = συμβουλή, νουθεσία.
3684. ουρμηνε ου = συμβουλε ω, νουθετ .
3685. ουρμ νου = κατευθ νω, οδηγ .
3686. ουρσο ζης, -α γρουσο ζης, γρουσο ζα
3687. ουρσο ζκο = ανάποδο, γρουσο ζικο
3688. ουρσο ζκους = ανάποδος,γρουσο ζης
3689. ουρσουζλαμάς, ου γρουσο ζης.
3690. ουρφανουκ ριτσου = το ορφαν κορίτσι.
3691. ο τι = ο τε
3692. ουχτρε ουμι = κρατάω έχθρα, φέρομαι εχθρικά.
3693. ουχτρ ς = εχθρ ς
3694. φιος, φιους = φίδι
3695. φκιρους,έφκιρους -η, -ου = ο ε καιρος
158
3696. χληση, η εν χληση.
3697. χτρα = έχθρα.
3698. οψ’μάδι = ψιμο , αργοπορημένο, καθυστερημένο
3699. ψμος = ο αργοπορημένος ,ο καθυστερημένος, μετά τον καιρ του
Π
3700. π’λακίδα = χρονιάρα κ τα
3701. π’λάλ’μα = ασταμάτητο περπάτημα σε ρυθμ τρεξίματος, γρήγορο τρέξιμο
3702. π’λαλ’το = ασταμάτητο τρέξιμο
3703. π’λαλεί = βρίσκεται σε συνεχή τρεχάλα
3704. π’λαλο = τρέχω, τρέχω γρήγορα, περιπλανιέμαι.
3705. π’λάρα = θηλυκ πουλάρι.
3706. π’λάρι, πλαράκι = νεογέννητο άλογο.
3707. π’λαρίνα = θηλυκ πουλάρι.
3708. π’λίου = πουλάω.
3709. π’στάρι, π’στιά = εξάρτημα του σαμαριο που το συγκρατεί].
3710. π’τιά = φυσική τυρομαγιά. πυτιά
3711. πααίνου = πηγαίνω.
3712. παγάδα = παγετ δης ψ χρα του βουνο με ηρεμία καιρο [25β, 168].
3713. παγανά = καλικάντζαροι
3714. παγάνα = καρτέρι, ψάξιμο, ανίχνευση, περιπολία
3715. παγανιά = περιπολία απ ένοπλο απ σπασμα
3716. πάγοι, κρο σταλα = πάγοι.
3717. παγο ρι = παγο ρι για μεταφορά υγρού προς πόση
3718. πάει = πηγαιμ ς κάπου
3719. παένου = πηγαίνω
3720. παζαρε ου = διαπραγματε ομαι.
3721. παζαρι τις = άνθρωποι που πάνε στο παζάρι ή γυρίζουν απ’ αυτ
3722. πάημα = πηγαιμ ς
3723. πάθια = παθήματα, βάσανα, αρρ στιες
3724. παθ ς μαθ ς = έπαθε και έμαθε αυτ ς
3725. πα δια = πλευρά
3726. πα δις = πλα νές σανίδες απ το σαμάρι.
3727. παιδοκοπάει = κάνει πολλά παισιά, γεννάει συνέχεια μωρά
3728. παιδοκοπάει, γινουβουλαει = κάνει πολλά παιδιά
3729. παίνια = έπαινος
3730. παίρου = παίρνω
159
3731. παίρου αίμα = με το σουγιά τρυπάω τη φλέβα πάνω στο κεφάλι κι ανάμεσα
απ τα μάτια
3732. παίρου στα πουδάρια, βάνου στα πουδάρια = την κοπανάω , εξαφανίζομαι,
φε γω γρήγορα].
3733. παλ’κάρια = εξαρτήματα του αργαλειο , ραβδιά για να στερε νουν το
3734. παλαβ νου = τρελαίνω, τρελαίνομαι.
3735. παλαίστρα= χ ρος πάλης που επικρατεί φασαρία
3736. παλαμίζου, παλαμίζω = αλείφω το δάπεδο και τις εσωτερικές πλευρές του
κονακιο με λάσπη απ χ μα και αλογοκοπριά , σοβατίζω, επιχρίω
3737. παλιουκιρίσια = αυτά είναι του παλιο καιρο .
3738. παλιουκ πρι =μέρος που έχει παχ χορτάρι, επειδή το έχουν τα πρ βατα
μαντρί τους για αρκετ διάστημα.
3739. πάλιουρας = παλιο ρι, αγκαθωτ ς θάμνος Το παλιο ρι φέρει το
επιστημονικ νομα Πάλιουρας (Paliurus spina – christi και Paliurus
aculeatus) και είναι γνωστ ς με τα ον ματα τσαλί, πάλιουρας, παλέουρο.
Ανήκει στην οικογένεια των Ραμνοειδ ν ή Ραμνωδ ν (Rhamnaceae).
Φυτρ νει σε ολ κληρη την Ελλάδα και γενικά στις Μεσογειακές χ ρες, σε
περιοχές σχετικά χαμηλο υψομέτρου και ημιορεινές. Αντέχει στην ξηρασία
και έχει ψος περίπου 2 – 3 μέτρα.Τα φ λλα του είναι σχετικά μικρά αυγοειδή
και στη βάση τους έχουν δυο μυτερά αγκάθια, τα οποία μάλιστα σκαλ νουν
σαν αγκίστρια και είναι δ σκολη η αφαίρεσή τους απ το δέρμα και τα
ρο χα. Τα άνθη του είναι μικρά κίτρινα και βγαίνουν πολλά μαζί στις
μασχάλες των φ λλων την άνοιξη με αρχές καλοκαιριο . Ο καρπ ς του έχει
σχήμα ημισφαιρίου και περιβάλλεται απ ένα πτερ γιο. Ανθίζει ταν πια δεν
πρ κειται να κάνει κρ ο. Οι μέλισσες το αγαπο ν πολ και παίρνουν απ’ τα
άνθη του το γνωστ «Μέλι απ παλιο ρι», που έχει ανοιχτ χρ μα, έντονη
γε ση. Το παλιο ρι είναι ένα β τανο, που πως τα περισσ τερα, είναι
γνωστ απ την αρχαι τητα. Μάλιστα, ο Γαλην ς στο «Περί της των απλ ν
φαρμάκων κράσεως και δυνάμεως Βιβλίον Θ» λέει πως χρησιμοποιεί τα
φ λλα και τη ρίζα του για να θεραπε ει τα φ ματα, εν τον καρπ για να
διαλ ει τους λίθους της ουροδ χου κ στεως, μία αντίληψη που διατηρείται
μέχρι σήμερα. Το Paliurus spina-christi, κοιν ς γνωστ ως το «αγκάθι του
Χριστο », «αγκάθι γιρλάντα», «αγκάθι της Ιερουσαλήμ» ή «στέμμα απ
αγκάθια», είναι ένα είδος Παλίουρου, το οποίο κατάγεται απ την περιοχή
της Μεσογείου και τη νοτιοδυτική και Κεντρική Ασία, απ το Μαρ κο και
160
την Ισπανία, ανατολικά προς το Ιράν και το Τατζικιστάν. Η ονομασία
«τσαλί» φαίνεται να είναι Τουρκικής προελε σεως (cali = βάτος).
3740. παλιουρίσιους = προέρχεται απ’ το παλιο ρι. Παλιουρίσιου μέλι
3741. παλιουρο τι = ρο χο κουρέλι, παλι ρο χο
3742. παν’γ ρι = το πανηγ ρι, τοπικ γλέντι
3743. πάνα = σκέπη, λίπος που σκεπάζει τα
3744. πανάδα =. καταρράκτης, -ις μπαλ ματα που βγάνουν οι έγκυες
3745. παναο λα = σαρακατσάνικη, μικρή τραπεζι σχημη ποδιά, που φοριέται
χαμηλά και δεν εξυπηρετεί κανένα πρακτικ σκοπ . Είναι φτιαγμένη απ
κ κκινο σαγιάκι, σκουτί, κανονικά α ρατο στην καλή της ψη, και
πλαισι νεται απ μα ρα κορδ νια, συρραμμένα μεταξ τους. Το πλαίσιο
διχοτομεί κατά πλάτος διακοσμητική σειρά απ πλεγμένο μα ρο κορδ νι που
διακ πτεται, στις γωνίες και τις πλευρές, απ χρυσά και ασημένια γα τάνια
τυλιγμένα σε μικρές θηλιές. Ασημένιο γαλ νι με ζιγκ-ζαγκ οριοθετεί ένα
πρ το εσωτερικ τραπέζιο. Χρυσ γαλ νι με κροσωτή απ ληξη διαγράφει
το μικρ , εσωτερικ τραπέζιο. Μα ρα, συρραμμένα κορδ νια διαχωρίζουν
τα τραπέζια μεταξ τους. Κεντημένα με αλυσιδίτσα εμφανίζονται τρία
κυκλικά σχήματα και η αρχή εν ς τέταρτου, που γεμίζουν με ομ κεντρους
κ κλους και συνδέονται μεταξ τους σε κατακ ρυφη διάταξη. Λευκ χρ μα
ζωγραφίζει το ακτινωτ κέντρο τους, το περίγραμμα και τις συνδέσεις τους. Ο
δε τερος απ επάνω απλ νεται και προς οριζ ντιες συνδέσεις εν , πως και
ο αφανής τελευταίος, εξαίρεται με μικρές πινελιές που αναδεικν ουν το
περίγραμμά του. Και οι δ ο καταλαμβάνουν το κέντρο ρ μβων που δεν
φαίνονται ολ κληροι. Τα ενδιάμεσα διάχωρα γεμίζουν με μικρά σχήματα
γεωμετρικής έμπνευσης και την πολυχρωμία του κεντήματος φτιάχνουν το
βυσσινί, το πράσινο, το κεραμιδί και το άσπρο. Μα ρο κορδ νι ρελιάζει την
επάνω πλευρά της ποδιάς και τις πλα νές ως πριν απ τα μισά τους. Την
υπ λοιπη ποδιά στολίζει μα ρο γα τάνι τυλιγμένο σε θηλίτσες. Στις πίσω
γωνίες της επάνω πλευράς έχει στερεωθεί απ μια μακριά, μάλλινη
κορδέλα.(περιγραφή στη σελίδα του λυκείου Ελληνιδων.)
3746. πανουβράκι, μπουραζάνι -α = φαρδ παντελ νι που φοριο νταν πάνω απ τα
ρο χα στο άρμεγμα
3747. πανουγ μι, πανωγ μι, (πανωσάμαρα) = αυτ που φορτ νεται πάνω στο
σαμάρι στο χ ρο που δημιουργείται αφο φορτωθεί το ζ ο δεξιά και
αριστερά (άλλοτε είναι πράγμα άλλοτε ζωνταν παιδί, κ τες κλπ)
3748. πανουσάμαρα = επάνω στο σαμάρι και ανάμεσα απ τις δυο μεριές.
161
3749. παντ’χαίνου = περιμένω προσδοκ , ελπίζω
3750. παντάξινους, -η, -ου = τελείως άγνωστος
3751. πανταχο σα = εγκ κλιος, διαταγή
3752. πάντοια με το δείξια = ανήθικη, ανυπ ληπτη
3753. παπαδίτσα = χαμομήλι, ή χαμοπο λα, (marticaria chamemilla) πήρε το
νομα του απ το άρωμά του (μήλο του εδάφους) και ο πρ τος που
αναφέρει τις ευεργετικές του ιδι τητες είναι ο Ιπποκράτης (460-370 π. Χ.), ο
πατέρας της Ιατρικής που το θεωρο σε εμμηναγωγ και φάρμακο κατά της
υστερίας χει αντιβακτηριδιακές και αντιφλεγμον δεις δράσεις και είναι το
πιο χαλαρωτικ ρ φημα. Καταπολεμά τους κυρίως πολλο ς ιο ς και
χρησιμοποιείται συνήθως κατά του έλκους του στομάχου. χει επίσης
παρατηρηθεί τι η συνεχής χρήση του μει νει σημαντικά το ουρικ οξ στο
αίμα, γεγον ς που πιθαν ν να προσφέρει τις θεραπευτικές του ιδι τητες για
ασθενείς πάσχοντες απ ποδάγρα. Το ρ φημα του είναι καλ για το στομάχι,
για τον βήχα, για τους π νους της κοιλιάς και της εμμην ρροιας (περι δου)
των γυναικ ν, για τον λαιμ και για την βραχνάδα. Η πιο διαδεδομένη
ιδι τητα του χαμομηλιο είναι η ικαν τητα του να ηρεμεί τα νε ρα και να
ανακουφίζει και ηρεμεί απ τα έντονα προβλήματα που μας απασχολο ν
καθ ς επίσης μας βοηθάει να αντιμετωπίζουμε φυσικά την α πνία. Η
καταπρα ντική του δράση βοηθάει στην ανακο φιση των παιδι ν απ τους
π νους της οδοντοφυ ας. Το τσάι απ χαμομήλι έχει και αντιπηκτικές
ιδι τητες. Μει νει τη συγκ λληση των αιμοπεταλίων. χει συνεργιστική
δράση με φάρμακα που χορηγο νται σε ασθενείς με καρδιοπάθεια ή κίνδυνο
για εγκεφαλικά επεισ δια και προσφέρει επιπρ σθετη αντιπηκτική δράση.
Επίσης δρα σε συνέργια με ηρεμιστικά ή υπνωτικά φάρμακα. Για τους
λ γους αυτο ς οι γιατροί των ασθεν ν που παίρνουν αντιπηκτικά, υπνωτικά
ή ηρεμιστικά φάρμακα πρέπει να γνωρίζουν εάν οι ασθενείς τους
καταναλ νουν μεγάλες ποσ τητες απ χαμομήλι. Επίσης ταν τα νήπια
είχαν π νους στην κοιλιά τους έδιναν χαμομήλι για να καταπρα νει ο π νος.
3754. παπαδουπο λα = παπαδοκ ρη.
3755. παπάρα = τριμμένο ψωμί σε γάλα, νερ , ή άλλο υγρ
3756. παπαρδέλας = πολυλογάς, φλ αρος, φαφλατάς
3757. παπαρδέλις = ποπ κορν αλλα και ζυμαρικ , Ιταλική pappardella (λαζάνι)
(συνήθως πληθυντικ ς pappardelle: λαζάνια)
162
3758. παπαρο να (Papaver rhoeas) = χορταρικ που τα φ λλα και οι βλαστοί του
βράζονται και τρ γονται σκέτα ή με άλλα άγρια χ ρτα. Τι χρησιμοποιο με
ακ μα σε χορτ πιτες μαζί με άλλα μυρωδικά.
3759. παππάρα = ψωμί τριμμένο σε ζεστ νερ με τυρί και βο τυρο.
3760. παππο λς πάππους = παππο ς.
3761. πάρα = α' συνθετικ που δίνει στο β' την έννοια του πολ
3762. παραβάνου = βάζω περισσ τερο, κάνω μεγαλ τερη προσπάθεια
3763. παραβγαίνου = αναμετρο μαι, ανταγωνίζομαι
3764. παραγγέλλου = στέλνω μήνυμα, ζητάω κάτι με γράμμα η με αγγελιοφ ρο
3765. παραγιέρασι = πολ γέροντας
3766. παραγιουμάτους. = πολ γεμάτος
3767. παραδίπλα = ακριβ ς δίπλα
3768. παράδις = χρήματα
3769. παραδ θι = πιο εδ , πιο κοντά.
3770. παρακάλια = παρακαλετά.
3771. παρακατιαν ς, -ή, - = κατ τερος.
3772. παρακατο λια (επίρρ.) λίγο παρακάτω.
3773. παρακατο λια = λίγο πιο κάτω, παρακάτω
3774. παρακατο λια = λίγο πιο κάτω.
3775. παρακείθι = πιο πέρα, παραπέρα
3776. παράκιρα = παράκαιρα, σε ακατάλληλο χρ νο, πρ ωρα , εκτ ς χρ νου
3777. παρακουντά =. παραπίσω, μετά απ λίγο χρ νο, έπειτα, στερα
3778. παρακο ου = δεν ακο ω σωστά
3779. παραμαζ νω = παρασ ρω,
3780. παραμάνα = τροφ ς, νταντά
3781. παραμάντρι = βοηθητικ μαντρί
3782. παραμία = παροιμία
3783. παράμιρα = απ μερα, απ κεντρα,
3784. παραμιράου = τραβιέμαι στην άκρη, κάνω τ πο.
3785. παραμκρ ς = πολ μικρ ς
3786. παράμουρφους= πολ μορφος
3787. παραμπρουστά = νωρίτερα, λίγο πιο μπροστά.
3788. παρανιά = πολ νέα
3789. παραξουφάν’κι = μου φάνηκε παράξενο, με παραξένεψε
3790. παραπαίρου = μαλ νω, παρατηρ αυστηρά, αποπαίρνω
3791. παραπαν = λίγο πιο πάνω, παραπάνω
163
3792. παραπέρα = λίγο πιο πέρα.
3793. παραπινιμένους = πολ παινεμένος
3794. παραπίσου = πιο πίσω.
3795. παραπλουμισμένους = πολ στολισμένος
3796. παραπορτο λα = βοηθητική π ρτα
3797. παραπρουψές = τρία βράδια νωρίτερα
3798. παραραδιάζου = πάω και έρχομαι
3799. παρασάνταλου, παρασάνταλο = παλαβ , τρελ , χαζ
3800. παρασήμαδο = με παραποιημένο σημάδι πάω να κλέψω αλλουνο ζ α
3801. παρασ λι = ομπρέλα
3802. παραστένου = μιμο μαι, κάνω κάποιον που δεν είμαι
3803. παράτ’σι ’ν κλίτσα = δεν ασχολείται με την κτηνοτροφία.
3804. παράταιρος = αταίριαστος
3805. παραταχιά = μεθα ριο.
3806. παρδαλά = ασπρ μαυρα, ανακατωμένα πολλά χρ ματα
3807. παρδαλαίνου = γίνομαι παρδαλ ς, ποικιλ χρωμος.
3808. παρδαλή = π ρνη.
3809. παρδαλ ς, -ή, - = πολ χρωμος
3810. παρδαλουκ κκινη, -ου = γίδα με κ κκινα και άσπρα μπαλ ματα
3811. παρέδου, παραδ θι = πιο εδ , πιο κοντά
3812. παρέκει, παρέκι = παραπέρα
3813. παρηγουριά = πίτα μετά την κηδεία
3814. παρμάρα = αρρ στια στα πρ βατα, λοιμ δης αγαλαξία .Πολ μεταδοτική
ν σος Συμπτ ματα: πυρετ ς, αρθρίτιδα, οφθαλμίτιδα, μαστίτιδα-αγαλαξία,
πνευμονία, αποβολή και σηψαιμία-θάνατος
3815. παρ ξου = παραέξω
3816. πάρπαλου = χιλιοτρυπημένο
3817. πάρσιμο = έσοδα
3818. πασαένας = οποιοσδήποτε
3819. πασκίζου = προσπαθ , αγωνίζομαι.
3820. πασπάλι η πασπάλη = σκ νη, ιδίως απ αλε ρι [<αρχ. πασπ λη]
3821. πασπαλίζου = ρίχνω πασπάλι
3822. πασπατίζου (πισπιτίζου) = ρίχνω με την χο φτα ραντίζοντας αραιά αλε ρι
πάνω απ τα φ λλα της πίτας η λάδι η βο τυρο
3823. παστάλες, παστάλις = φασολάκια
3824. πάστρα = καθαρι τητα.
164
3825. παστρε ω = καθαρίζω, νοικοκυρε ω
3826. παστρικές γκβέντις = ξεκαθαρισμένες, ντ μπρες.
3827. παστρικ = καθαρ
3828. παστρικ ς = καθαρ ς.
3829. πατ΄σια = η πατησιά, περπατησιά , πατ΄σιές = τα ίχνη του πέλματος
3830. πατακ νου, μπατακ νω = βουλιάζω, πατ νω.
3831. πατάου = κυριε ω,δεν κρατάω το λ γο μου
3832. πατατο κα = κοντ αντρικ πανωφ ρι απ χοντρ μάλλινο φασμα αγένωτο
3833. πατέκα = μονοπάτι στο βουν που δημιουργείτε απ το πέρασμα πολλ ν
ανθρ πων η την συνεχή χρήση του απ τον άνθρωπο
3834. πατήθρες = τα "πεντάλ" του αργαλειο
3835. πατ κουρφα = απ πάνω μέχρι κάτω ολ κληρο
3836. πατο να = πλεχτή κάλτσα που καλ πτει το πέλμα, τον καρπ και τα δάχτυλα
του ποδιο , σκ λα με άσπρο σ μα και μα ρες πατο σες ή και το αντίθετο,
πέλματα (απ την ελληνική λέξη «πάτος» ή «πατ »
3837. πάτους = πάτος, πυθμένας
3838. πατ'σιά = πατημασιά, ίχνος απ το πέλμα, (μτφ) η περπατησιά στη ζωή
3839. πατσιάβαλα, = το τσαλάκωσα, το ’λιωσα, το διέλυσα
3840. πατσιαλ , του στραβοπ δαρο ζ ο.
3841. πατ νω = στρ νω το μαντρί με κλάρες και χ ρτα για να κοιμο νται ζεστά τα
ζωντανά
3842. πάφλας = τενεκές, λαμαρίνα Απ το ρήμα «παφλάω» =κάνω κρ το
3843. πάχνη = δροσιά που πάγωσε απ ψ χος. Η λέξη είναι ομηρική «πάχνη».
3844. παχνί = κατασκευή στο στάβλο, εκε ί που έτρωγαν τα ζ α
3845. παχνιάζουμι = παχνίζομαι, πέφτει επάνω μου πάχνη
3846. Παχνιστής = Δεκέμβριος
3847. πεζο λι = μικρή υπερ ψωση 20-30 εκατοστ ν στο εσωτερικ της καλ βας
που καθ ταν οι άνθρωποι
3848. πεισμ νου = πεισματ νω 2. θυμ νω.
3849. πέλα = πελεκο δι, λεπτ σχισμένο ξ λο
3850. πεντ βωλα = παιχνίδι με πέντε β λους
3851. πέρα-δ θι = εδ και εκεί αλλα και μικροπράγματα, τα μικροψ νια
3852. πέρδικα = διακοσμητικ σχέδιο
3853. περδουκλ θκα, πεδουκλ θηκα = σκ νταψα
3854. πέρι = παρά
3855. πέτρα = φ λλα για πίτες που ανοίγονταν με τον πλάστη
165
3856. πετσί = δέρμα, επιδερμίδα,
3857. πετσ νω = μπαλ νω (το μαντρί, τα παπο τσια κλπ), καρπαζ νω,
σφαλιαρίζω
3858. Πέφτη = Πέμπτη.
3859. πηδήκλουμα = τρικλοποδιά
3860. πήρι ’ν κλίτσα = έγινε κτηνοτρ φος.
3861. πήρι η ρα = πέρασε η ρα
3862. πθαμή = πιθαμή, παλάμη
3863. πιάνου κουρίτσι = διακορε ω.
3864. πιάνου προυζ μια = αρχίζω το γάμο φτιάχνοντας το προζ μι για την κουλ ρα
3865. πιάνου του νιρ = δημιουργ βρ ση με το νερ που αναβλ ζει και χάνετε
οδηγ ντας το σε συγκεκριμένο μέρος
3866. πιάνουμι = τσακ νομαι, μαλ νω, αρπάζομαι
3867. πιάσκι ου γάμους = άρχισε ο γάμος.
3868. πιγνιδιάρα = γυναίκα που της αρέσουν τα ερωτικά παιχνίδια
3869. πιδε ουμι = ταλαιπωρο μαι, κουράζομαι.
3870. πιδί = αγ ρι
3871. πιδιμάρα, πιδιμ ς = ταλαιπωρία, μεγάλη κο ραση.
3872. πιδουκλάρι = τριχιά με την οποία δένουμε τα μπροστινά π δια στα ζ α να
μην απομακρ νονται.
3873. πιδουκλ νου = δένω με μια μικρή τριχιά τα ζ α για να μη φε γουν μακριά
και κυρίως τη ν χτα.
3874. πιζε ου = ξεπεζε ω, κατεβαίνω απ το άλογο.
3875. πιζουγιλάου = παίζω και γελ
3876. πιζο λι, πεζο λι = τοιχάκι έξω απ το κονάκι ή ημικυκλικ κατασκε ασμα
μέσα στην καλ βα για να κάθεται κάποιος.
3877. πιλαγ νου = τα χάνω,
3878. πιλέκι = τσεκο ρι πελεκάω (κ βω με τον πέλεκυ, το τσεκο ρι. Ομηρική λέξη
«πελεκάω». Ιλιάς Σ, 244.
3879. πιλικο δια = αποκ μματα απ ξ λο λεπτά και μακριά.
3880. πιλιντζίκια, χαρχαγκέλια = βραχι λια
3881. πινακοτί = κατασκευή με χωρίσματα για το ζυμωμένο ψωμί
3882. πίνος = το βρ μικο νερ απ το πλ σιμο του μαλλιο των προβάτων
3883. πίνου τσιγάρα = καπνίζω τσιγάρα.
3884. πινσιάρς = αυτ ς που παινε εται
3885. πιντακιέφαλη κ’λο ρα = σχέδιο υφαντ ν κεντημάτων
166
3886. πι τιρου, πιρσσ τερου = περισσ τερο
3887. πιπιρ νου = ρίχνω πιπέρι
3888. πιραστάρι = ένα απ τα αντιά του αργαλειο
3889. πιρατιαν ς = μακριν ς
3890. πιργιλάω, περιγελάω = κορο δε ω
3891. πιρδικάκι = λουλο δι με πολλές αλεργίες
3892. πιρδικουκάλλισια = άσπρη προβατίνα με μα ρα στίγματα στο πρ σωπ
3893. πιρνάου = περνάω, διάγω βίο
3894. πιρο λι = πιρο νι.
3895. πιρουνιάζει του κρ ου = με διαπερνάει το κρ ο σαν καρφί
3896. πιρπατ’σιά = περπατησιά.
3897. πιρσιν ς = περσιν ς
3898. πιρ νουμι = ζεσταίνομαι
3899. πισ’νέλα = τελευταία πρ βατα του κοπαδιο ή τελευταίοι άνθρωποι στο
καραβάνι.
3900. πισμανε ου = μετανι νω
3901. πίσου μπρουστά = περίπου, εκεί κοντά
3902. πισουκάπ’λα = στα καπο λια
3903. πισουκιέρα, -κου = γίδα που έχει τα κέρατα γυρισμένα προς τα πίσω.
3904. πισουκλειδιά = σημάδι στα πρ βατα (κ βουμε την άκρη του αφτιο στο πίσω
μέρος σε μισιστρ γγυλο σχήμα)
3905. πισουξιουράφτ’κου = σημάδι στα πρ βατα (κ βουμε πλαγιαστά το πίσω
μέρος απ το αφτί)
3906. πισπιτάω = ρίχνω αλε ρι με ράντισμα
3907. πίσσα = βαθ σκοτάδι.
3908. πίστη = εμπιστοσ νη.
3909. πίστρουμα = στρίφωμα, πλάκωμα στο ξ λο
3910. πιστρ φια, τα επιστροφή του νι παντρου ζευγαριο στο κονάκι του πατέρα
της ν φης λίγες μέρες μετά το γάμο [26, 342].
3911. πιστρ νου = διπλ νω, γυρίζω, κονταίνω, στριφ νω,-ουμι (μτφ.) ταν
γυναίκα κάθεται καταγής, μαζε ει τα π δια και καλ πτει με το φουστάνι τα
ευαίσθητα σημεία του σ ματ ς και κάθετε σεμνά τυλίγω, περιδρομιάζω
περιπαιχτικά, δέρνω
3912. πιταχτή = είδος πίτας.
3913. πιτο μινα = τα πουλιά που πετάνε
167
3914. πιτρίτ’ς = πετρίτης, είδος γερακιο των βράχων το πιο γρήγορο πετρ π’τα =
πίτα με φ λλα.
3915. πιτρουβουλάου = πετάω πέτρες
3916. πιτρουβο νι = βραχ δες και γυμν βουν
3917. πιτρουγέφυρα = πέτρινο γεφ ρι
3918. πιτρουπέρδικα = πέρδικα που ζει στα βραχ δη μέρη.
3919. πιτρ νει η αρρ στια = με περίλαβε η αρρ στια (μτφ.) με καταβάλλει, με
ταλαιπωρεί για πολ καιρ
3920. πιτσέτα, τραχ’λιά = πετσέτα στο λαιμ κεντητή.
3921. πιτσουκ βου = κατακομματιάζω, κατασφάζω.
3922. πιτσ νου = χτυπ στο πρ σωπο κάποιον με την παλάμη, επιδιορθ νω τα
υποδήματα κολλ ντας ένα πετσί, ένα κομμάτι δέρμα
3923. πιτχαίνου = καταφέρνω, επιτυγχάνω
3924. πλά α = είδος αρχιτεκτονικής καλ βας
3925. πλα ά = πλαγιά
3926. πλάια = πλάγια, πλαγιές
3927. πλα άζου = κοιμάμαι.
3928. πλά ασα = ξάπλωσα
3929. πλα αστ ς = ξαπλωτ ς
3930. πλάκα = μεγάλη επίπεδη πέτρα ( στις αλαταριές), σ νολο απ τα έξοδα της
στάνης
3931. πλάκα = επίπεδη πέτρα.
3932. πλάκουμα = συνουσία
3933. πλακ φωνο = γραμμ φωνο, πικ-άπ
3934. πλακ νου = καλ πτω, σκεπάζω, συνουσιάζομαι.
3935. πλάλα = περπάτα γρήγορα, τρέξε
3936. πλαλάω = τρέχω, περιπλαν μαι τρέχοντας
3937. πλανε ου = παραπλαν , απατ πλανε ω,
3938. πλάνους = αυτ ς που παραπλανεί, ξεγελάει, δημιουργεί ψε τικες προσδοκίες
ή ψευδαισθήσεις
3939. πλαντάζου = σκάω απ το κλάμα, σκάω απ το κακ μου, στενοχωριέμαι
πολ .
3940. πλάνταξα = έσκασα απ' το κλάμα
3941. πλάρα = αλογάκι μικρ
3942. πλάση = σ μπαν
168
3943. πλάστ’ς, πλάστρ'ς = ξ λινη ράβδος για να πλάθουμε τα φ λλα απ τις πίτες,
πλάστης
3944. πλαταριά = μεγάλη πλάτη
3945. πλάτη = ωμοπλάτη, σπάλα απ ζ α,
3946. πλάτουμα = πλατ ς και ανοιχτ ς χ ρος.
3947. πλατουν ρα= προβατίνα με πλατιά ουρά.
3948. πλατσ’κουτή = μ τη που είναι πλατιά, πεπιεσμένη προς τα μέσα
3949. πλατσιανάου, μπλατσιανάω = πλατσουρίζω, παίζω με τα νερά, τσαλαβουτάω.
3950. πλατσίντα, μπλατσίντα = καλαμποκίσια πίτα.
3951. πλέου = πλέκω.
3952. πλευριτ νου = κρυ νω πολ , αρρωσταίνω απ πλευρίτη.
3953. πληγή = πληγή. Ομηρική λέξη «πληγή». Ιλιάς Ο, 17
3954. πλι = πουλί
3955. πλιγο ρι = φτωχικ φαγητ που παρασκευάζεται απ βρασμένο σιτάρι.
3956. πλιμ νι = πνευμ νι.
3957. πλιξάνα = πλεξο δα των γυναικείων μαλλι ν.
3958. πλιξίδια = πλεξο δες
3959. πλιξο δις = πλεξο δες, κοτσίδες.
3960. πλι τιρους, -η, -ου = περισσ τερος.
3961. πλουμισμένους, -η, -ου = στολισμένος.
3962. πλουμπί = στολίδι
3963. πλουταίνου = γίνομαι πλο σιος
3964. πλουχειριάζου = ρίχνω αλε ρι στο γινωμένο ζυμάρι, το ζαναζυμ νω και του
δίνω το σχήμα του ψωμιο που θέλω να φτιάξω.
3965. πλ χειρου, = σο χωράει η χο φτα εν ς χεριο
3966. πλ μα, του πλ σιμο.
3967. πλ ματα = νερ με το οποίο πλένουμε το σκαφίδι μετά το ζ μωμα και
περιέχει ένζυμα απ το προζ μι. Το χρησιμοποιο με για καλλυντικ (νίβονται
οι γυναίκες στο πρ σωπο).
3968. πλυστρουσκάφ’δυο = σκάφη που πλένουμε
3969. πνιγο ρα = παρθένο δάσος, μέρος πολ δασωμένο που δ σκολα μπορεί
κάποιος να το διασχίσει.
3970. ποδαίνουμι = βαζω τα παπο τσια μου
3971. ποδαίνω = φορ παπο τσια
3972. ποδαριάσκα, ξεποδαριάσκα = πιάστηκαν τα π δια μου
3973. π λεμος = π λεμος. Ομηρική λέξη «π λεμος». Ιλιάς Α, 492 και παντο
169
3974. πολίτσα = η βάση για το εικονοστάσι στο εσωτερικ της καλ βας 1,5 μέτρο
περίπου απ το έδαφος
3975. π νηρους, -η, -ου = πονηρ ς
3976. π ντελα = άγνωστη κατε θυνση, μέρος χωρίς γυρισμ
3977. πορε ω = διαβι νω, περνάω την ζωή μου
3978. π ρπη = αγράφα στην ζ νη. Ομηρική λέξη «π ρπη». Ιλιάς Σ, 401
3979. π ταμους = ποταμ ς.
3980. π τις = π τε;
3981. ποτ'στής = το μέρος που ήταν κατάλληλο να ποτιστο ν τα ζ α σε ρέμα,
ποτάμι, λίμνη κ.α
3982. πουδαράκι = σχέδιο κεντήματος
3983. πουδαράτους = αυτ ς που προχωράει με τα π δια.
3984. πουδάρι = π δι, το μάζεμα του φίνου μαλλιο γ ρω απ τη γροθιά για να
πάρει το σχήμα κουβαριο και να το βάλλουμε στη ρ κα για να το γνέσουμε
3985. πουδαριάζουμι, ξεπουδαριάζουμι = μου πιάνονται τα π δια και δεν μπορ να
περπατήσω
3986. πουδένου = φοράω παπο τσια σε κάποιον ή του τα εξασφαλίζω, ουμι βάζω
τα παπο τσια μου
3987. πουδιά = ποδιά, τραχηλιά
3988. πουδουβουλή, πουδουβουλτ = κρ τος που προέρχεται απ το βάδισμα
πολλ ν ανθρ πων ή ζ ων
3989. πο θι, απο θι = απ πο ;
3990. πουκάμ’σου, κάμσου = κομμάτι της σαρακατσιάνικης φορεσιάς.
3991. πουλεμιστής = πολεμιστή . Ομηρική λέξη «πολεμιστής», μαχητής. Ιλιάς Κ, 549
3992. πο λιες = διακοσμητικά κυκλικά ελάσματα.
3993. πουλίτ’ς = άνθρωπος απ π λη
3994. Πουλίτις = οι Σαρακατσιαναίοι που ξεχειμάζουν στη Θράκη και στα μέρη
κοντά στην Π λη
3995. πουλίτσα = μικρ ξ λινο κρεβατάκι κολλημένο στο εσωτερικ του κονακιο
για το εικ νισμα(πιθαν ν απ το πουλίτσα που σε κάποιες περιοχές σήμαινε
φωλιές μικρ ν πουλι ν)
3996. πουλυαγαπημένους = πάρα πολ αγαπημένος
3997. πουλυξιτάζου = εξετάζω με κάθε λεπτομέρεια, εξετάζω λες τις πλευρές
3998. πουλυχρουνίζου = ε χομαι χρ νια πολλά
3999. πουνάει η καρδιά = πονάει η κοιλιά, έχω στομαχ πονο
4000. πο ντα = δυνατ κρυολ γημα.
170
4001. πουντιάζου = κρυολογ σοβαρά.
4002. πουρδουκάλια = πορτοκάλια
4003. πουρε ου = ζω, διάγω, τα βγάζω πέρα, -ουμι ζω τη ζωή μου, περνάω τον
χρ νο μου, συντηρο μαι
4004. πουρνάρι = Απ τα χαρακτηριστικ τερα και τα πιο διαδομένα φυτά της
Ελλάδας ο πρίνος, είναι ένα είδος δρυ ς (“δρυς η κοκκοφ ρος” και “δρυς η
πρίνος”), που φυτρ νει συνήθως με θαμν δη μορφή, σχηματίζοντας
εκτεταμένα δάση, είτε μ νο απ πουρνάρι, είτε με άλλα δένδρα και θάμνους.
λλοτε ορθ νεται ασκητικ , παίρνοντας τη μορφή και τις διαστάσεις
δένδρου. Είναι γνωστ ως πουρνάρι, ονομάζεται μως απ το λα και
πιρνάρι, λιν πρινο, απρινιά, κατσ πρινος, κατσιπρίνος, κατσιπρινίδα,
κατσιδοπο ρναρο. Είναι το αφθον τερο είδος των αειθαλ ν φυτ ν σ’ λη
την Ελλάδα και φυτρ νει παντο , απ τις ακτές μέχρι την ζ νη του ελατιο ,
σε υψ μετρο χιλίων και παραπάνω μέτρων. Σκεπάζει τις βουνοπλαγιές,
ακ μα και στους γυμνο ς κάμπους βρίσκεις το στίγμα του, στολίζει
σταυροδρ μια και κυρίως τα γραφικά ξωκλήσια, και είναι κατ΄ εξοχή δένδρο
της στάνης. Τα σαρκώδη φύλλα του, που διατηρούνται στη ζωή για 2-3
χρόνια, είναι πλούσια σε θρεπτικές ουσίες, γι αυτό και το πυκνό, σταθερό και
διαρκές φύλλωμα του αποτελεί πολύτιμη τροφή των γιδιών. Αντιπροσωπεύει
μία από τις καλύτερες γιδοβοσκές. Αλλά και οι καρποί του πουρναριού, τα
μικρά και θρεπτικότατα βαλανίδια, είναι εξαίρετη τροφή των χοίρων. Είναι
όμως τα “πουρναροτόπια” άριστες βοσκές και των αγριόχοιρων, εκεί δε οι
κυνηγοί συνηθίζουν να στήνουν το καρτέρι τους. Είναι φυτό ασκητικό και
ολιγαρκέστατο, ανθεκτικότατο στην ξηρασία, στη μεγάλη θερμοκρασία, στους
ισχυρούς ξηρούς και διαρκείς ανέμους, στις επιθέσεις των εντόμων και στις
επιδρομές των μυκήτων. Το ξύλο του είναι πολύ βαρύ και σκληρό. Αυτό είναι
το περίφημο “σιδερόξυλο”, πολύτιμο για πολυάριθμες περιπτώσεις, όπου
απαιτείται δυνατή ξυλεία (αμαξοποιία, ναυπηγική, γεωργικά εργαλεία, κ.λ.π.).
Παράγει έντονη, διαρκή και σταθερή θερμοκρασία και γι αυτό είναι το κατ’
εξοχή “καυσόξυλο”.Τα φύλλα του και οι νεότεροι βλαστοί του έχουν συνήθως
κόκκους (εξογκώσεις), που είναι κόκκινοι και που γυαλίζουν. Τούτο το
φαινόμενο προκαλείται από υμενόπτερα έντομα. Είναι τόσο χαρακτηριστικοί
και ζωηροί σε χρωματισμούς οι κόκκοι, ώστε από αυτούς το ερυθρό χρώμα
ονομάστηκε “κόκκινον” και ο πρίνος πήρε το όνομα “δρυς ο κοκκοφόρος”. Ο
λαός τους ονομάζει “πρινοκόκκι” ή “κρεμεζί” και χρησιμοποιούνται ως
χρωστική ύλη.
171
4005. πουρναρ ξ’λου = ξ λο του πουρναριο που είναι πολ βαρ και σκληρ .
Αυτ είναι το περίφημο "σιδερ ξυλο", πολ τιμο για πολυάριθμες
περιπτ σεις, που απαιτείται δυνατή ξυλεία Βγάζει έντονη, διαρκή και
σταθερή θερμοκρασία και γι αυτ είναι το κατ’ εξοχή καυσ ξυλο .
4006. πουρν = πρωιν .
4007. πουστάκι = γυναικείο ρο χο σα μπλο ζα.
4008. πουστακιά = δέρμα προβάτου για στρωσίδι.
4009. πο στης = προέρχεται απ την περσική λέξη pusht, που σημαίνει κ λος,
πέρασε στα ελληνικά μέσω της τουρκικής γλ σσας, στην οποία είναι πολ
βαριά βρισιά για τον πουλο, κακ ψυχο άνθρωπο. Παρ τι σημαίνει επίσης
και αυτ ν που υιοθετεί την παρά φ ση σεξουαλική πράξη, κατά το τουρκικ
ετυμολογικ λεξικ , στην καθομιλουμένη δεν χρησιμοποιο νταν ως βρισιά ή
λέξη αναφοράς για τους παθητικο ς ομοφυλ φιλους
4010. πουστιάζου = βάζω σε σειρά αντικείμενα, συνήθως το ένα πάνω στο άλλο
για αποθήκευση
4011. πουταμιά = περιοχή γ ρω απ το ποτάμι
4012. πο τανους = μεγάλη πουτάνα, καραπουτάνα. Μεγεθυντικ του πουτάνα που
δημιουργείται απλ ς με την αλλαγή της μορφολογικής κατηγορίας του
ουσιαστικο , απελευθερωμένη ή ανήθικη γυναίκα.
4013. πουτές = ποτέ
4014. πουτσαράς = παλληκάρι, δυνατ ς, γενναίος άντρας, άξια, δυνατή γυναίκα
4015. πράματατα = πρ βατα, τα ζ α
4016. πρατάρ’κα γίδια = γίδια που β σκουν μαζί με πρ βατα
4017. πρατάρ’ς = προβατάρης, αυτ ς που έχει πρ βατα.
4018. πρατίλα = μυρωδιά απ πρ βατα, προβατίλα.
4019. πρατίνα = προβατίνα
4020. πρατ γαλου = πρ βειο γάλα
4021. πρατοψάλιδο = ψαλίδι κουρέματος προβάτων
4022. πρέντζα = μιτζ θρα.
4023. πρέπει = ταιριάζει, αζίζει, αρμ ζει
4024. πρέπιου = πρέπον, δέον
4025. πρέπιους = καθ ς πρέπει, ξεχωριστ ς
4026. πρέπους = το δέον, έθιμο.
4027. πριουνουτ = σχέδιο φανσης
4028. πριτσαλίσκα = κάηκα, πηδήθηκα
4029. πριτσαλι ντι τα γίδια = έρχονται στο τραγί, ζευγαρ νουν
172
4030. πριτσιαλάω = κάνω σεξ
4031. πριτσιάλους = ζευγάρωμα του τράγου με τη γίδα, ο χρ νος του
ζευγαρ ματος.
4032. πριτσιανάν τα κλαριά = τριζοβολο ν.
4033. πρ βειους, -α, -ου = προέρχεται απ το πρ βατο
4034. προίκα = πρυξ, προιξ, τα πράγματα της ν φης που φέρνει απ την μάνα της
(κεντήματα, στολίδια) και τα περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, μετρητά) .
Ο θεσμ ς της προίκας υπήρχε απ τα αρχαία χρ νια και αποτελο σε τη
συμβολή της γυναίκας στον κοιν βίο του ζευγαριο .
4035. προικιάρ’κα = έχουν σχέση με την προίκα, της προίκας
4036. προσάναμα = ξερά στεγνά ξ λα για το άναμμα της φωτιάς
4037. πρ σγαλου, του γάλα που πέφτει στη μαγιά (βλ. λ.) και την εμπλουτίζει σε
βο τυρο.
4038. προσγιλάου = χαμογελάω σε κάποιον.
4039. πρ σκουλη = μια μη πλεκτή δαντέλα για το στ λισμα των υφαντ ν,
μπορντο ρα
4040. προσφα ζω = τρ ω κάτι με το φαγητ για οικονομία (συνήθως ψωμί)
4041. πρ τα = πρ βατα
4042. προυβουδίζου = ξεπροβοδίζω.
4043. προυγκάου = εκφοβίζω, ξαφνιάζω και τρέπω σε φυγή, δι χνω
4044. προυζ μια = έθιμο του γάμου. Την Πέμπτη το βράδυ ή την Παρασκευή το
μεσημέρι πιάνουμε τα προζ μια για να φτιάσουμε την κουλο ρα του
γαμπρο . Στα προζ μια χρειάζονται δ ο αγ ρια κι ένα κορίτσι που να έχουν
μάνα και πατέρα. Αυτά κάνουν την αρχή. Ρίχνουν το προζ μι στο σκαφίδι,
κοσκινίζουν το αλε ρι. Αλευρ νουν την πεθερά, τον πεθερ και τους άλλους
γερ ντους και γριές. Αυτοί που παραβρίσκονται ρίχνουν μέσα στο κ σκινο
κεράσματα.
4045. πρου μίζου = γίνομαι πρ ιμος.
4046. προυκάνου = προφτάνω, προλάβω
4047. προυκ βου προκ πτω, προοδε ω.
4048. προυξιν’τής, ου προξενητής.
4049. πρου βουλους = μεταλλικ αντικείμενο με το οποίο ανάβω φωτιά
4050. προυπάου = προλαβαίνω
4051. προυσάλευρου = λίγο αλε ρι για συμπλήρωμα
4052. προυσάναμμα = προσάναμα μικρή ποσ τητα λεπτά ξυλαράκια για να
ανάψουμε τη φωτιά
173
4053. προυσβαβά = προσγιαγιά.
4054. προυσηλιακ = προσήλιο.
4055. προυσκ’νάει η ν φη = σκ βει το κεφάλι και έχει τα μάτια λο χαμηλά απ
ντροπή ή σεβασμ , νυστάζει
4056. προυσκ’νάου = προσκυνάω σαν ν φη απ την ν στα, κλείνουν τα μάτια και
γέρνει τα κεφάλι μου
4057. προυσκαλάου = προσκαλ
4058. προυσκιέφαλου = μαξιλάρι.
4059. προυσπαθάου = προσπαθ
4060. προυσταγή = διαταγή, εντολή.
4061. προυσφάι = κάθε τι που το τρ με με ψωμί
4062. προυσφέρου = παρομοιάζω, μοιάζω
4063. προυσ ρας = προσωρινά, για την ρα
4064. προυχτέ = προχτές
4065. πρυ βουλους, πρυ βολος = το σίδερο με το οποίο χτυπο σαν το στουρνάρι
να ανάψει η ίσκα. Χρησιμοποιο μενες μέθοδοι για το άναμα της φωτιάς
κατά τους αρχαιολ γους: η κρο ση και η τριβή. Στην κρο ση,
χρησιμοποιείται πυριτ λιθος, κοιν ς στουρναρ πετρα, το πρι βολο,
μεταλλικ αντικείμενο φτιαγμένο απ παλιά λίμα, και η ίσκα, μανιτάρι που
φυτρ νει στους κορμο ς βελανιδιάς ή πλατάνου. Στη μέθοδο της τριβής δ ο
ξ λινων ράβδων, τα πυρεία των αρχαίων Ελλήνων, χρησιμοποιο νται το
τρ πανο και η εσχάρα
4066. πρυουβουλο = προσπαθ να ανάψω φωτιά με τον πρυ βολο
4067. πρ ιμα αρνιά = αυτά που γεννιο νται στην αρχή του γέννου.
4068. πρωτουξάδιρφα = πρ τα ξαδέρφια.
4069. πρωτουπαλλήκαρου = η ονομασία του υπαρχηγο σε ομάδα κλεφτ ν στα
χρ νια της Τουρκοκρατίας, αυτ ς που διακρίνεται περισσ τερο απ τους
άλλους σε δραστηρι τητα και θάρρος, ο πιο γενναίος, τολμηρ ς και
δραστήριος νέος ου διακρίνεται
4070. πσουκάτ’ παρακάτω
4071. πσουπάν’ = παραπάνω
4072. πσουπέρα προς τα πέρα.
4073. πστιά = κομμάτι φασμα στο σαμάρι που έπιανε τα καπο λια του ζ ου και
συγκρατο σε την μετακίνηση του σαμαριο προς τα εμπρ ς
4074. πσ κουλα = πίσω πίσω.
174
4075. πτ γαλου = πηγμένο για τυρί γάλα που βρίσκεται σε κάποιο στάδιο της πήξης
του
4076. πτουγαλ π’τα = πίτα που γίνεται με πτο γαλο (β.λεξη)
4077. πτσαράς = αγ ρι, πουτσαράς
4078. πυξαρένιους, -α, -ου = αυτ ς που γίνεται απ πυξάρι
4079. πυξάρι = θάμνος με ανθεκτικ ξ λο κατάλληλο για ξυλογλυπτική.
4080. πυριμάχος (αρχαιο)= ανθίσταται στην φωτιά, για πέτρα που είναι ανθεκτική
στην φωτιά, εβαζαν οι Σαρακατσάνοι πάνω στο τζάκι μεταλλικά κουτιά η
βάζα που τοποθετο σαν τα χρήματα για να κινο νται
4081. πυρ βολο = το μέταλλο σε σχήμα β που έφεραν τα εμπροσθογεμή πλα ,
υπήρξε στις τέσσερεις γωνίες στο διβέλλιον ( βυζαντινή σημαία ) και τον
φλάμπουρα των Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας (σήμαινε κατά μία εκδοχή
Βασιλε ς Βασιλε ων Βασιλέων Βασιλευ ντων)
4082. πυρουβ λα = πυροβ λα
4083. πυρουγ νι = το σημείο που καίει η φωτιά, απ το αρχ. πυρί-γ νος , παράγει
φωτιά
4084. πυρουμάδα = φέτα ψωμιο πυρωμένη και απ τις δ ο πλευρές (σαν
φρυγανιά) Απ τις ομηρικές λέξεις «πυρ» και «ωμ ς»= άψητος (Χ, 347 και μ,
396)
4085. πυρουμάχους = ρθια πέτρα παλαμισμένη με πολ χ μα που τη βάζουνε
στο επάνω μέρος της βάτρας, για να συγκρατεί τα κάρβουνα και να στηρίζει
τα ξ λα στη φωτιά
4086. πυρουμάχους = το κτίσμα που περιλαμβάνει την εστία του τζακιο
4087. πυρουστιά = τρίποδας μεταλλικ ς που μπαίνει στην φωτιά και πάνω του
μπαίνουν τα σκε η. πυρουστιά, τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο οικιακ
σκε ος που μπαίνει στη φωτιά. Απ τις ομηρικές λέξεις «πυρ- ς» και
«ιστίη»=εστία
4088. πυρ νου = ζεσταίνω, -ουμι ζεσταίνομαι στη φωτιά
Ρ
4089. ρ’ζά = πρ ποδες απ βουν .
4090. ρ’ζάρι (ρουβία η αιμοβαφής) = φυτ με χρωστική ουσία απ τη ρίζα του
οποίου βάφανε τα μάλλινα κ κκινα. Η Ρουβία η βαφική ( Rubia tinctorum)
είναι κοιν ς γνωστή ως «ριζάρι» κι αυτοφ εται σε λην την Ελλάδα.
Παλαι τερα την καλλιεργο σαν, γιατί το ρίζωμά της δίνει κ κκινο χρ μα. Το
ρίζωμα του φυτο αυτο μαζε εται, καθαρίζεται απ το χ μα, πλένεται,
ξηραίνεται σε καλ ς αεριζ μενο μέρος και υπ σκιάν και στην συνέχεια
175
κονιορτοποιείται. Βράζεται σε νερ και χρησιμοποιείται για την βαφή
νημάτων και υφασμάτων. Στο μείγμα χρησιμοποιείται επίσης ξύδι και αλάτι,
διότι αυτά συμβάλλουν στην στερέωση της βαφής. Με τον τρόπο αυτό τα
νήματα και τα υφάσματα, τα οποία βάφονται αποκτούν έναν έντονα ερυθρό,
ανεξίτηλο χρώμα, χάρη στην κόκκινη χρωστική ουσία που περιέχει, την
«Αλιζαρίνην».
4091. ράγα = η ρ γα
4092. ράγα = θηλή απ το μαστ .
4093. ραγουβ ζι = το θήλαστρο (μπιμπερ )
4094. ρακί = τσίπουρο.
4095. ρακουπ τ’ρου = ποτήρι για τσίπουρο.
4096. ραμαζάνα = νταμιτζάνα
4097. ράφτ’σσα = ράφτισσα, μοδίστρα
4098. ραφτ ιπουλου = μαθητευ μενος ή νεαρ ς ράφτης
4099. ράφτου = ράβω
4100. ραχάτ(ι) = ανάπαυση, χουζο ρι, τεμπελιά.
4101. ραχατιάζω = ξεκουράζομαι-λαγοκοιμάμαι
4102. ράχη = η πλάτη (του ανθρ που), η πλάτη του βουνο (οριογραμμή) .
Ομηρική λέξη «ράχις».
4103. ραχιά = πλάτη απ το άλογο
4104. ρέβου = αδυνατίζω, χάνω πολ απ το βάρος μου.
4105. ρέγουμι = μου τραβάει την ρεξη, ορέγομαι, επιθυμ
4106. ρείκι = το φυτ ερείκη. Στη χ ρα μας συναντ νται αυτοφυή 3 είδη, γνωστά
με την κοινή ονομασία ρείκια. Είναι μελισσοκομικ φυτ καθ ς ελκ ει τις
μέλισσες, και παράγει άριστης ποι τητας μέλι. Παρά την γευστικ τητά του
και την θρεπτική του αξία δεν έχει ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία καθ ς
κρυσταλλ νει γρήγορα. Η ερείκη χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην
παραδοσιακή βοτανολογία, κυρίως στις ορεινές περιοχές, που υπάρχει
αυτοφυής, σε ολ κληρες εκτάσεις, ως θεραπευτικ φυτ . Ο Διοσκουρίδης τη
συνιστο σε για τα τσιμπήματα των φιδι ν. Ο Γαλην ς ανέφερε πως
προκαλεί εφίδρωση. Είναι στυπτικ , ελαφρ ς ηρεμιστικ και υπνωτικ
β τανο, με διουρητικές, αποχρεμπτικές και εφιδρωτικές ιδι τητες. Η ερείκη
είναι διουρητική και συγχρόνως απολυμαντική του ουροποιογεννητικού
συστήματος. Το αφέψημα του φυτού βοηθά στη χρόνια κυστίτιδα, στους
κολικούς των νεφρών, καταπολεμά τις πέτρες που σχηματίζονται στο
ουροποιητικό σύστημα και δρα κατά των οιδημάτων. Βοηθά σε προβλήματα
176
γαστρίτιδας με υπερέκκριση πεπτικών υγρών, κολικούς των εντέρων
συνοδευόμενους από διάρροια, στις ασθένειες του συκωτιού και της χολής.
Χάρη στις ηρεμιστικές του ιδιότητες όταν το πίνουμε βοηθά στη νευρική
υπερδιέγερση, τη νευρική εξάντληση και την αϋπνία. Τονώνει την όρεξη.
4107. ρέμα = χείμαρρος, ποτάμι που κατεβάζει μ νο το χειμ να η μετά απ πολ
βροχή
4108. ρέχλα = μο χλα(στην σαλαμο ρα του τυριο του τουρσιο κ.α)
4109. ρζάφτι, αρζάφτι = περιοχή κάτω απ το αφτί (ρίζα αφτιο ) ο κρ ταφος. Στην
ελληνική μυθολογία με το νομα Λ κωνας (Λ κων) είναι γνωστ ς ένας απ
τους Τρ ες πολεμιστές που έλαβαν μέρος στον Τρωικ Π λεμο. Ο Λ κωνας
σκοτ θηκε σε μάχη του πολέμου αυτο απ τον Πηνέλεω μετά απ
συμπλοκή των δ ο: αφο πρ τα έριξαν ο ένας στον άλλο τα ακ ντιά τους
χωρίς αποτέλεσμα, χτυπήθηκαν με τα ξίφη τους. Ο Λ κων χτ πησε τον
αντίπαλ του στο κράνος και του κ πηκε η λαβή του ξίφους, εν ο
Πηνέλεως χτ πησε τον Λ κωνα στο «ριζα τι» και σχεδ ν τον αποκεφάλισε.
4110. ρήγας = βασιλιάς.
4111. ρηγ ϊπουλου = βασιλ πουλο
4112. ρήμα = ρίξιμο, διαίρεση στα έξοδα και στον αριθμ των προβάτων για να
δο με π σα χρήματα αναλογο ν στο κάθε πρ βατο
4113. ρημαδιακ = έρημο, ρημάδι, ρημαγμένο
4114. ριβά = πλαγιαστά, χι ίσια κατά το περπάτημα.
4115. ριβάνι = ρυθμικ και ανάλαφρο βάδισμα του αλ γου
4116. ριζάκια = τροφοδοσίες κλεφτ ν ή ληστ ν
4117. ριζιμιά λιθάρια = ριζωμένα, αυτά που δεν κουνιο νται απ τη θέση τους
4118. ριζιμι = το λιθάρι που εξέχει απ το έδαφος και αποτελεί συνέχεια
μεγαλ τερου βράχου
4119. ρικάζου = ρεκάζω ,βγάζω δυνατή και παρατεταμένη φωνή συνήθως απ
π νο, σκο ζω, κραυγάζω, φωνή π νου απ ζ ο, απ την αρχαία ελληνική
έγκω / έγχω
4120. ρικάζου = βγάζω δυνατή και παρατεταμένη φωνή συνήθως απ π νο
4121. ρικάμια = τα μαθήματα αριθμητικής (πράξεις κ.τ.λ )
4122. ριματικά = ρευματισμοί.
4123. ριτσέλι = γλ κισμα σαν μαρμελάδααπ
4124. ρκέλα = κουβαρίστρα.
4125. ρνάρι, αρνάρι = λίμα
177
4126. ροβολάω = οδηγ το κοπάδι, απ τα αρχαία ρέβω (ρέω) και βάλλω (χτυπ ),
χτυπάω (ωθ ) τα πρ βατα να προχωρήσουν (ρε σουν )
4127. ρ γα = μισθ ς τσομπάνου
4128. ρ γιασμα = η μίσθωση τσοπάνου για μία σεζ ν απ α Γι ργη σε α
Δημήτρη
4129. ρ ζους = σημείο του κορμο του δέντρου απ το οποίο ξεκινάει ένα κλαδί
του με αποτέλεσμα στο σημείο εκείνο να διογκ νεται
4130. ρ ιδινους, -η, -ου = ροδομάγουλος, που έχει το χρ μα του ρ δου , που είναι
φτιαγμένος απ ρ δο, αίσιος, ευοίωνος, αισι δοξος
4131. ρ δο, ρ ιδου = ρ δι
4132. ρ ιδου = μουλάρι εν μέρει μα ρο, εν μερει κ κκινο
4133. ρ ιμα = εκπλήρωση τάματος.
4134. ρ κα = ράβδος στην οποία τοποθετο ταν μαλλί για γνέσιμο και ήταν
μονοκ μματη, η διπλή (ενων ταν δ ο κομμάτια) το κάθετο και αυτ που
συγκρατο σε το μαλλί. Το γνέσιμο γιν ταν με τρία εργαλεία: την ρ κα, το
αδράχτι και το σφοντ λι. Η ρ κα ήταν ένα απλ εργαλείο με το οποίο οι
γυναίκες κάθε ηλικίας έφτιαχναν το νήμα για το ρουχισμ του κονακιο , που
δεν άλλαξε στη μορφή του και δεν εγκαταλείφθηκε για χιλιετίες, παρά μ νο
πριν απ πενήντα χρ νια. Πάνω στη ρ κα στερέωναν τις τλο πες για να τις
γνέσουν. Μια ξ λινη διχάλα με συνολικ μήκος γ ρω στους ογδ ντα π ντους
ήταν στην απλο στερη μορφή της η ρ κα. Οι μερακλήδες μως έφτιαχναν
περίτεχνες ρ κες απ ελατάκια, λυγιές και άλλα ξ λα, που γ ριζαν ε κολα.
Διάλεγαν λοιπ ν το ξ λο, ίσαμε δυο-τρία δάχτυλα χοντρ και το έκοβαν σε
ένα σταυρ . Τα πραχάλια, τα κλωνάρια δηλαδή που εκφ ονταν απ το
σταυρ , τα γ ριζαν με προσοχή σε σχήμα κ κλου και με διάμετρο γ ρω στους
τριάντα π ντους για να μπαίνει εκεί η «τουλο πα», το ξασμένο μαλλί με άλλα
λ για. Αυτοί που έφτιαχναν ρόκες ζέσταιναν τα ξύλα στη φωτιά για να
μαλακώσουν. Στη συνέχεια τα γύριζαν προσεκτικά και με υπομονή και τα
έδεναν εκεί που έπρεπε με σύρμα για να «κάτσουν». Για κάμποσες μέρες τα
ξύλα αυτά, όπως τα είχαν γυρίσει, τα άφηναν δεμένα για να μη φύγουν από
το σχήμα τους. Μετά τα έλυναν και τα γυρίσματα έμεναν στη θέση τους.
Επάνω στο στέλεχος έφτιαχναν διάφορα σκαλίσματα - κεντίδια. Χάραζαν το
όνομά τους, ολόκληρο ή τα αρχικά, τη χρονολογία κ.ά.
4135. ρ κα του πουδάρι = (μτφ.) έσπασε το π δι και είναι στο νάρθηκα.
4136. ρουβ λι = πιστ λι
178
4137. ρουβουλάου = κατηφορίζω ή κατηφορίζω γρήγορα απ μια πλαγιά,
κατεβαίνω απ το βουν με , οδηγ τα ζ α προς μια κατε θυνση,
περιπλανιέμια με τα πρ βατα απ τ πο σε τ πο, για να τα βοσκήσω
4138. ρο γα = είσοδος, π ρτα, αυλή και κατ΄ επέκταση η καλ βα, ο μαχαλάς,
γειτονιά , ο δρ μος, η πλατεία. ρο γα, δρ μος π λης. Ομηρική λέξη «ρωξ –
ρωγ ς», στενωπ ς. Οδ σσεια χ, 143
4139. ρουγκαλιάζουμι = ξεσχίζομαι περν ντας μέσα απ θάμνους, τρυπιέμαι απ
αγκάθια.
4140. ρουέβου = τάζω κάτι και το προσφέρω, το μοιράζω στον κ σμο.
4141. ρουιάζουμι = πηγαίνω μισθωτ ς τσομπάνος
4142. ρουιδάμι = τρυφεροί βλαστοί πουρναριο
4143. ρουιδίζου = παίρνω σιγά-σιγά το κ κκινο χρ μα.
4144. ρουιδο λα = ροδομάγουλη, μορφη
4145. ρουμαίικου = ελληνικ κράτος.
4146. Ρουμαίοι = λληνες
4147. Ρουμιου πο λα = Ελληνοπο λα.
4148. ρο μπαλου = κουκουνάρι απ έλατο, εμπ διο, πρ βλημα
4149. ρο ντου = πρ βατο που έχει κοντ , λεπτ και απαλ τρίχωμα
4150. ρο πουσι η φτσιέλα = έκλεισαν οι σχισμές της.
4151. ρουπ νου = χορταίνω, παραχορταίνω
4152. ρο πωσα = έφαγα και χ ρτασα
4153. ρο σα (η) = φοράδα με μελαχρινοκ κκινο χρ μα. Απ τη λέξη «ρο σιος» ,
ρο σος που σημαίνει, κοκκινωπ ς, ξανθοκ κκινος
4154. ρο σα (τα) = μα ρα (λάια) πρ βατα με κοκκινωπά μαλλιά στην επιφάνεια
4155. ρουσάτη, = γυναίκα με ξανθοκ κκινα μαλλιά αλλά και περήφανη
4156. ρο σινος, -η, -ο = ρωσικ ς
4157. ρο σος = ξανθοκ κκινος Απ τη λέξη «ρο σιος» =κοκκινωπ ς,
ξανθοκ κκινος
4158. ρουσουγένιους = ξανθογένης.
4159. ρο σους, -α, -ου =. ξανθ ς , ξανθοκ κκινος.
Σ
4160. σ’λιάφι, σ’λιάχι = δερμάτινη ζ νη με πτυχές που τη χρησιμοποιο με για θήκη
κυρίως πλων
4161. σ’λο πι = χαρακτηριστικά του προσ που,. σουλο πι
4162. σ’μαδε ου, σ’μαδε ου = κάνω σημάδι κάπου, κάνω σημάδι στο αφτί του
προβάτου, για να το γνωρίζω.
179
4163. σ’μάδι = σημάδι, χαρακτηριστικ γν ρου στο αφτί των ζ ων, κάτι που σε
προσδιορίζει γιατί είναι βέβαιο τι σου ανήκει, αντικείμενο, ρο χο, μαλλιά.
τα σμάδια= οι βέρες του αρραβ να
4164. σ’μαδιακ ς = χαρακτηριστικ ς, σπάνιος
4165. σ’μαδιμένα = ζ α που έχουν κατεβάσει μαστάρι έτοιμα για γένου
4166. σ’μάδιψι η πρατίνα = είναι στον τελευταίο μήνα της κ ησής της και έχει
κατεβάσει μαστάρι.
4167. σ’ναφ’κά δικαστήρια = δικαστήρια της στάνης που δίκαζαν σ μφωνα με το
εθιμικ δίκαιο των Σαρακατσάνων
4168. σ’ναφ’λής, σναφίτς = αυτ ς με τον οποίο ανήκουμε στο ίδιο σινάφι.
4169. σ’νάφι = άτομα που έχουν την ίδια καταγωγή και προέλευση. ασχολο νται με
το ίδιο επάγγελμα
4170. σ’νί = μεγάλο ταψί.
4171. σ’ν ρτα = σ νορα, ρια.
4172. σ’πσί = μικρή πίπα.
4173. σ’χαριάτις = ομάδα καβαλάρηδων (μον ς αριθμ ς) που φτάνει τρέχοντας
πρ τη- πρ τη στα κονάκια και αναγγέλλει το χαρο μενο γεγον ς του
γάμου.
4174. σ’χαρίκια = συγχαρητήρια φιλοδ ρημα σε εκείνον που αναγγέλλει πρ τος
μία ευχάριστη είδηση.
4175. σ’χουράου = συγχωρ , δίνω άφεση αμαρτι ν.
4176. σ’χ ριση = έθιμο της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς που οι νε τεροι
παίρνουν συγχ ρεση απ τους γεροντ τερους
4177. Σάββα = Σάββατο.
4178. Σαββατουγεννημένος = αυτ ς - η που γεννήθηκε Σάββατο και τον συνοδε ει
στην ζωή του καλή τ χη
4179. σαγιάζω, σα αζω = σκεπάζω το μαντρί
4180. σαία = τα ρο χα και γενικ τερα τα πράγματα του νοικοκυριο που
μεταφέρεται
4181. σα άζου = βάζω μάλλινα χοντρά υφάσματα πάνω στο σαμάρι για να
προστατέψω το ζ ο αλλά και το σαμάρι, φτιάχνω τον σα ά
4182. σα άς = η επικλινής σκεπαστή κατασκευή του μαντριο
4183. σάιασμα = χοντρ μάλλινο φασμα για σκέπασμα του σαμαριο των
4184. σαίια, σέια = το σ νολο των μεταφερ μενων σκευων και πραγμάτων του
νοικκυριο
4185. σάικους = στερε ς, σταθερ ς, πως πρέπει
180
4186. σα τα = εξάρτημα του αργαλειο με το οποίο περνάμε το υφάδι, είδος φιδιο .
4187. σα τάνάς = ο καταχθ νιος, ο σατανικ ς άνθρωπος.
4188. σα τιά = το πέρασμα της σα τας απ το στημ νι με πέταμα
4189. σα τ γνιμα = νήμα που έχει η σα τα σε καρο λι (σα τ ξυλο)
4190. σα τ ξ’λου = εξάρτημα απ της σα τας που τυλίγεται το υφάδι.
4191. σακ’λίσια διαο ρτη = στραγγιστ γιαο ρτι
4192. σακα = αρρ στια αλ γων (αδενίτιδα)
4193. σακα άρκα άλογα που πάσχουν απ αδενίτιδα
4194. σακάλιβρου αλευρουσάκι= σακί που έβαζαν το αλε ρι, αλευροσάκι.
4195. σακατ’λίκι = αναπηρία.
4196. σακάτ’ς = ανάπηρος.
4197. σακατε κα = χτ πησα πολ
4198. σακατε ου = τραυματίζω, αχρηστε ω, -ουμι αχρηστε ομαι, γίνομαι
ανάπηρος.
4199. σακατλαμάς = σακάτης.
4200. σακιάζου = γεμίζω το σακί με διάφορα πράγματα ή διάφορα υλικά.
4201. σάκιασμα = η τοποθέτηση πραγμάτων σε τσουβάλια
4202. σακο λα, μπαλασκ νι = πορτοφ λι
4203. σακουράφα = μεγάλη και χοντρή βελ να για να ράβουμε χοντρά υφάσματα.
ράβουμε τα σακιά μ' αυτήν
4204. σαλαγάου, σαλαγάω = χειρονομ με φωνές και σφυρίγματα και οδηγ το
κοπάδι, δίνω βάση σε κάποιον κάτι , υπολογίζω κάποιον κάτι
4205. σαλάγατα = φ ναξε στα ζ α να προχωρήσουν προς κάποια κατε θυνση
4206. σάλαγους = βοή απ τη ροή του ποταμο ,. θ ρυβος που κάνει το κοπάδι
καθ ς προχωράει στη βοσκή
4207. σαλαητά = φωνές και σφυρίγματα με τα οποία κατευθ νω το κοπάδι.
4208. σαλα ζου, σαλα αζου = ανακατ νω τα πρ βατα και κάνω φασαρία
4209. σαλα μι = κάνω σάλαγο, θ ρυβο, φασαρία.
4210. σαλαο ρας = πολυλογάς.
4211. σαλιάρα = μπροστιν κομμάτι της γυναικείας φορεσιάς απ λεπτ καλ
φασμα με πιέτες και δαντέλες) που το βάζουμε γ ρω απ το λαιμ
4212. σάλλουμα = άχυρα ή κλαδιά με τα οποία σκεπάζουμε τον ξ λινο σκελετ απ
το κονάκι ή απ το μαντρί
4213. σαλλ νου = σκεπάζω με άχυρο η κλαδιά το κονάκι η το μαντρί
4214. σάλμα = άχυρο για τροφή και για σκέπασμα η στρ σιμο στη στάνη
4215. σαλουγκβιντιάζου = χαζοκουβεντιάζω.
181
4216. σαλταμπήδα = γυναίκα που έχει ξεπεράσει τους ηθικο ς φραγμο ς.
4217. σαλταμπήδας = ανήθικος άντρας
4218. σάμ(ι) = σουσάμι
4219. σαμάρ(ι) = το σαμάρι
4220. σαμαράκι = προστατευτικ τρίχωμα που αφήνουμε στη ράχη απ τα μικρά
ζ α, ταν τα κουρε ουμε, κάπα.
4221. σαμαροσκο τ(ι) = χοντρ φασμα επένδυσης του σαμαριο
4222. σαμαρουτριχιά = τριχιά για το σαμάρι
4223. σαμαρ νου = βάζω το σαμάρι πάνω στο κορμί του ζ ου,
4224. σάματ, σάματις = σάμπως, μήπως, σα να
4225. σαπέρα, σιαπέρα = προς τα πέρα
4226. σαπιάρ’κα = πρ βατα που σαπίζουν τα ν χια τους και πέφτουν.
4227. σαπίτ’ς = ονομασία βουνίσιου φιδιο
4228. σάρα = απ τομη πλαγιά γεμάτη πέτρες και χαλίκια και χωρίς ιδιαίτερη
βλάστηση, γκρεμ ς (πιθανή προέλευση του ον ματος των Σαρακατσάνων
καθ ς τα ονοματα πήγαζαν απ τα χαρακτηριστικά διαβίωσης της περιοχής
των διαφ ρων ομάδων. Σάρα = γκρεμ ς, κάσι = μεγάλος βράχος, ανος =
δηλωτικ προέλευσης ΣΑΡΑΚΑΣΙΑΝΟΣ, ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΣ
4229. σάρα κακιά να σι μάσι = να γκρεμιστείς, να χαθείς, να πας στον αγ ριστο
(κατάρα
4230. σαράκι = σκουλήκι του ξ λου, σκ ρος, (μτφ.)στενοχ ρια.
4231. σαρακιάζει του ξ λου = γεμίζει απ σκ ρο.
4232. σαρακουστε ου = νηστε ω για τη σαρακοστή
4233. σαραντάημερου = μνημ συνο για τα σαράντα του πεθαμένου
4234. σαργιά, σαριά = λέρα που μαζε εται στα μαλλιά απ τα πρ βατα, λίπος στο
μαλλί των ζ ων
4235. σαριασμένα μαλλιά = μαλλιά βρ μικα
4236. σαρκ νου = είμαι ικανοποιημένος, ικανοποιο μαι ψυχικά
4237. σάρκωσαν = έπιασαν τα ζ α σε μέρος και β σκουν με ρεξη δεν
μετακινο νται πολ , β σκουν με ικανοποίηση, ικανοποιήθηκαν απ την
βοσκή.
4238. σαρμανίτσα = ξ λινη παιδική κο νια μπορεί να ήταν και το σαμάρι ανάποδα
4239. σαρμανίτσα = κο νια, νεμοκο νια, κο να, κνια, κουνί, κουνιαριά, κουνίστρα
ανιμ κονια, ανιμ κονα, κουρναρέτα, κρεμαντο λα, κριμασταρά, μπέλα,
γκαγκανέβα, κο λουρο, κο λιουρος, κουρνιαλέτσα | σκαφίδι, μπεσίκι, μπισίκι,
182
μπισίκ, μπεχίκι, νάκα, σαμαρίτσα, σαμαρνίτσα, σαρμάντζα, σαρμάντσα,
σο ση, σκαμνίδ, τρ κνια, κουβέλι, κβέλι απ το Λατινικ cuna
4240. σάρουμα = σκο πα, σκο πισμα,το φυτ (ανθυλλίς η ερμάνειος) απ το οποίο
φτιάχνουμε σκο πες
4241. σαρ νω = σκουπίζω
4242. σαφράνι = κρ κος, (μτφ.) άνθρωπος με ωχρ πρ σωπο.
4243. σβάν(ι) = κανάτα
4244. σβάου, σβήου = σβήνω
4245. σβαρνάου = σέρνω
4246. σβαρνάου κουπέλα = (μτφ.) κλέβω, απαγάγω
4247. σβέρκια = σβέρκος.
4248. σβηντζο ρι = περνάει αστραπιαία απ μπροστά σου
4249. σβ ιρας = αυτ ς που στροφάρει το μυαλ του, πανέξυπνος, πολυμήχανος
4250. σβ λος, βωλι ς = κομμάτι σφαιρικ (χωματος, τυριο , ψωμιο , κ.α.).
Ομηρικ «β λος» (βλέπε «σβ λιου» και Οδ σσεια σ 374)
4251. σγαρλάου, σγαρλε ου = ανακατ νω, ψάχνω.
4252. σγουλ νου = στριμ χνω, πλησιάζω πολ κάποιον, σφην νομαι.
4253. σγ νς = σιμ νεις
4254. σέα, σέια, σαία = πράγματα του σπιτιο , οικοσκευή και ρο χα
4255. σέβαση = σεβασμ ς.
4256. σει μι = κουνιέμαι, κινο μαι.
4257. σειρά = γενιά, σ ι
4258. σειρήτια γερά και ίσια, ξ λα που χρησιμοποιο νταν στα αδίπλα καλ βια
4259. σέλα = σέλλα,κάθισμα για τον αναβάτη στη ράχη του αλ γου, απ το Ιταλικ
sedeo, πιθαν ν η λατινική sella
4260. σια δίπλα = στο πλάι (τ ΄κοψε στα δίπλα= ξάπλωσε)
4261. σιαδ θε, σαδ θε = προς τα εδ
4262. σιάζομαι = φτιάχνομαι
4263. σιάζου = τακτοποι , διευθετ . -ουμι πλένομαι, περιποιο μαι.
4264. σια νι = το σα νι είναι είδος μη γνήσιου γερακιο (γένος Accipiter), που
απαντά και στον ελλαδικ χ ρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι
Accipiter brevipes και δεν περιλαμβάνει υποείδη Η επιδεξι τητα και η
ευστροφία του στο κυνήγι, έχει αποδοθεί με την ομ νυμη λέξη «σα νι», για
τον δραστήριο και έξυπνο άνθρωπο που διακρίνεται για την ευστροφία ή την
ικαν τητα του να επωφελείται απ τις περιστάσεις. Γνήσια
Γεράκια(Falconidae) Βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus), Δεντρογέρακο (F.
183
subbuteo) Κιρκινέζι (F. naumanni), Μαυροκιρκίνεζο (F. vespertinus),
Μαυροπετρίτης (F. eleonorae), Νανογέρακο (F. columbarius), Πετρίτης (F.
peregrinus), Στεπογέρακο (F. cherrug), Χρυσογέρακο (F. biarmicus). Μη
Γνήσια Γεράκια (Accipitridae) : Διπλοσάινο (Accipiter gentilis), Ξεφτέρι (A.
nisus), Σαΐνι (A. brevipes).
4265. σιακάτ, σακάτ = προς τα κάτω
4266. σιακείθε, σακείθε, σιακείθι = προς τα εκεί, ίσια εκεί
4267. σιαλβάρι, του πελεκημένο ξυλάκι με δυο εγκοπές στις άκρες του για να το
δένουμε, και το βάνουμε στο στ μα του κατσικιο για να μην μπορεί να
βυζαίνει, είδος χαλινο [26, 68].
4268. σιαμπρουστά = λίγο πιο μπροστά, το καραβάνι γερ ντων παιδι ν που κίναγε
πρωτ τερα
4269. σιάξ = περιποιήσου, φτιάξου
4270. σιαπάν- σιακατ- σιακεί = δήλωση κατε θυνσης
4271. σιαπάν, σαπάν = προς τα πάνω
4272. σιαπάν’ = προς τα πάνω.
4273. σιαπέρα = προς τα πέρα, αυτ ς που δεν κάνει για τίποτα (είναι για σιαπέρα}
4274. σιαπέρας = ο άσχετος
4275. σιάπη = αφθ δης πυρετ ς.
4276. σιαπίσου, σαπίσου = προς τα πίσω
4277. σιαπο = προς τα πο
4278. σιαράφς = κοσμηματοπ λης
4279. σίβους, -α, -ου = αυτ ς που το χρ μα του είναι μεταξ γκρι και μπεζ.
4280. σιγαλά = αθ ρυβα, χαμηλ φωνα, αργά, απαλά
4281. σιγαλ ς, -ή, - = σιγαν ς, αθ ρυβος
4282. σιγκο να και σιγκο νι = είδος χοντρο μάλλινου πανωφοριο
4283. σιγουρε ου = ασφαλίζω κάτι
4284. σιδιρ νου = αρματ νου, ξυλοκοπ .
4285. σικλέτι = στενοχ ρια.
4286. σικλιτίζουμι = είμαι λυπημένος, στενοχωρημένος [27, 426].
4287. σιλιασμ ς = επιληψία.
4288. σιλ νου = βάζω τη σέλα στο άλογο.
4289. σιμίτι = άσπρο ψωμί, κουλο ρι
4290. σιμ νω, σμ νω = πλησιάζω
4291. σινί = ταψί
4292. σι π’ς = αυτ ς που κάνει του κεφαλιο του.
184
4293. σιουγκάρα, η, βλ. δυγ να.
4294. σιουγκράου, σιο γκραω, σιουγκρίζου = αγγίζω κάποιον με ν ημα, τον
ειδοποι αγγίζοντάς τον σκουντάω σπρ χνω κάποιον σε μια πράξη,
ξεσηκ νω
4295. σιουράου, σιουράω = σφυρίζω, μτφ.) υπολογίζω
4296. σιουρβέτι = άσπρο σαρίκι
4297. σιουρίστρα = σφυρίχτρα.
4298. σιουρτ = σφ ριγμα:
4299. σιο τα = αυτά που δεν έχουν κέρατα
4300. σιργιάνι, σιριάνι, = περίπατος
4301. σιριανάου = κάνω περίπατο, γυρίζω στους δρ μους
4302. σιρκ = αρσενικ
4303. σιρκ ς = αρσενικ ς, αρσενικ .
4304. σιρκουθήλ’κους, -η, -ου = ερμαφρ διτος.
4305. σιρμα α = απ θεμα
4306. Σιρμπιάνοι = Σαρακατσάνοι της Σερβίας Περί το 1965 ήρθαν στην Ελλάδα
και οι περισσ τεροι απ αυτο ς μένουν σήμερα στο Κορδελι της
Θεσσαλονίκης.
4307. σιρσέγκι = άνθρωπος που δεν ησυχάζει καθ λου, εργατικ ς, είδος
αγριομέλισσας
4308. σιτζίμ = λεπτ σχοινί, γερ ς σπάγκος
4309. σκ’λε ουντιι (για σκυλιά) = ζευγαρ νουν.
4310. σκ’λίσιους, -α, -ου = αυτ ς που ανήκει ή αναφέρεται στο σκ λο
4311. σκ’λοψ μα = ψωμί για τα σκυλιά που το φκιάχνουμε με πίτουρα.
4312. σκ’νί = σχοινί, το νήμα της ζωής (μτφ
4313. σκ’τιά = ρο χα.
4314. σκ’τίσια = μάλλινα.
4315. σκάλα = εργαλείο με το οποίο μαζε ουμε μασο ρια σιδερ σκαλα στη σέλα,
αναβολέας, γενιά
4316. σκαλάκι, τσκάλι = ποτήρι.
4317. σκάλουμα =. εμπ διο, πρ βλημα, σκάλωσα
4318. σκαλ νου = αναρριχ μαι ανεβαίνοντας ψηλά, σταματάω μπροστά σε ένα
εμπ διο
4319. σκάμνα = μο ρα
4320. σκαμνάκια = παιδικ παιχνίδι.
185
4321. σκαμνιά = μουριά. Η μουριά (Morus alba και M. nigra, Moraceae) είναι
φυλλοβόλο πλατύφυλλο δέντρο με πολύ διακοσμητικό φύλλωμα και
φημίζεται για τη σκιά του. Στο γένος Morus ταξινομούνται 12 είδη Τα πιο
γνωστά είδη είναι η λευκή (Morus alba) και η μαύρη μουριά (M. nigra), ενώ
υπάρχουν και άλλα είδη όπως η ερυθρή (M. rubra) και η κελτιδόφυλλη
μουριά (Μ. celtidifolia).
4322. σκανζλήθρα = η εκτινασσ μενες σε μικρά κομματάκια φλο δες δένδρου πο
καίγεται
4323. σκάνια = στενοχ ρια, στενοχ ρια και αγανάχτηση μαζί.
4324. σκανιάζου = στενοχωριέμαι, στενοχωρ , σκάω
4325. σκάνιασμα = στενοχ ρια
4326. σκαντζλήθρα = φλο δα, μικρ κομμάτι ξ λου που καίγεται και τινάζεται
4327. σκαπετάου = περνάω στην άλλη πλευρά του βουνο , γέρνω στη ράχη απ την
άλλη μεριά, χάνομαι πίσω απ την κορυφή
4328. σκάπιτα = μέρη που βρίσκονται πίσω απ την κορυφή εν ς υψ ματος και
δεν φαίνονται.
4329. σκαρίζου = βγάζω το κοπάδι τη ν χτα για βοσκή ή το βγάζω απ το στάλο για
να βοσκήσει ή το βγάζω για βοσκή
4330. σκαρνουτή = ποδιά με παραστάσεις λουλουδι ν, φυτ ν, δένδρων που τη
φοράνε οι γυναίκες στις ανοιξιάτικες μετακινήσεις.
4331. σκάρος = ξυπνάω για βοσκή μετά απ πνο. Απ την ομηρική λέξη
«σηκάζω», μανδρ νω. Ιλιάς Θ, 131
4332. σκάρφη γίν’κι = έγινε πολ αρμυρ
4333. σκάρφη, (μέλας ελέβορος) = φυτ που έχει θεραπευτικές ιδι τητες, λ σσα
αρμυρ
4334. σκάσιμου = (μτφ.) μεγάλη στενοχ ρια
4335. σκάφ, σκαφίδα, σκαφίδι = η σκάφη, λεκάνη μεγάλη για πλ σιμο, μπάνιο,
ζ μωμα (ξ λινη)
4336. σκηνίτις = αυτοί που ζουν μέσα σε σκηνές και κυρίως οι νομάδες, έλεγαν τι
ήταν μια ζωή οι Σαρακατσάνοι
4337. σκιάζομι = φοβάμαι
4338. σκιαζο ρ’ς = φοβητσιάρης.
4339. σκιάσματα = αγερικά, δαιμονικά, κακά πνε ματα.
4340. σκιάχκα = τρ μαξα
4341. σκιάχτρου = ομοίωμα ανθρ που για να τρομάζουν άγρια ζ α και πουλιά
(μτφ.) πολ άσχημος άνθρωπος.
186
4342. σκιδιάζου = σχεδιάζω, σκέφτομαι
4343. σκίζα = κομμάτι απ ξ λο που σχίζεται απ τον κορμ εν ς δέντρου ή εν ς
χοντρο κλαδιο , πελεκο δι.
4344. σκιζάφτ’κου = σημάδι στα πρ βατα
4345. σκίνους = Σχίνος (Πιστακία η λεντίσκος – Pistacia lentiscus) Ο Σχίνος όπως
και οι συκιές είναι θηλυκός και αρσενικός. Στις μασχάλες των φύλλων
εμφανίζονται οι βότρεις των ανθέων. Τα κιτρινωπά ή κόκκινα μικρά άνθη
διατάσσονται σε πυκνούς σύνθετους βότρεις, οι οποίοι εκφύονται από τις
μασχάλες των φύλλων και τη γύρη τους την τρυγούν οι μέλισσες. Οι καρποί
(δρύπες) είναι μικροί και σφαιρικοί, στην αρχή είναι πράσινοι, ύστερα
γίνονται κόκκινοι και τέλος, όταν πια ωριμάσουν, γίνονται μαύροι κατά το
Σεπτέμβριο με Οκτώβριο. Τα φύλλα του είναι άριστη τροφή για τα οικόσιτα.
Οι βοσκοί με το ξύλο του κατασκευάζουν ακόμα και σήμερα γκλίτσες , ρόκες,
ή άλλα εργαλεία. Από τις ευλύγιστες σχινόβεργες φτιάχνονταν μπαστούνια ή
ραβδιά, ζέβλες (στρογγυλός ξύλινος λαιμοδέτης για ζώα) και ξύλινα σκεύη
όπου τοποθετούσαν τρόφιμα, ενώ οι ψαράδες το χρησιμοποιούν για να
φτιάξουν πασσάλους για τη στερέωση των κουπιών της βάρκας, σκαρμούς
της βάρκας ή στεφάνι για την απόχη τους. Ο οχινόκαρπος χάρη στην
υπόγλυκη γεύση του και την ευχάριστη μυρωδιά του τρώγεται ωμός. Από τον
ώριμο σχινόκαρπο έβγαζαν λάδι, το σχινόλαδο, που αποτελούσε
ανακουφιστικό φάρμακο για τον πόνο του αυτιού
4346. σκιπή = σκέπη Ομηρική λέξη «σκέπα» ή «σκεπία» (προφ λαξη απ τον
άνεμο). Οδ σσεια ε, 433
4347. σκιρ ς = σοβαρ ς, αξι λογος
4348. σκλαρίκι = σκουλαρίκι
4349. σκλε ουντι = ταν ζευγαρ νουν τα σκυλιά
4350. σκλήθρο = μικρ δένδρο απ του οποίου τα φ λλα έκαναν μα ρη βαφή
μαλλι ν
4351. σκλήθρου = υγρ φιλο δένδρο με ψος 20-30 m, με τις κοινές ονομασίες
σκλήθρο και κλήθρα η κολλ δης, τη φλο δα του οποίου χρησιμοποιο με για
να βάφουμε υφάσματα
4352. σκλήκι = σκουλήκι
4353. σκλί = σκυλί. Οι Σαρακατσάνοι μέχρι την αστικοποίηση τους και την
εγκατάλειψη του ποιμενικού νομαδισμού, κατόρθωσαν να διατηρήσουν την
καθαρότητα της ράτσας τους λόγο ενδογαμίας και της κλειστής κοινωνίας
τους . Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με όλα τα ζώα που αφορούσαν την ζωή
τους. Το άλογο, το σκυλί, το πρόβατο των Σαρακατσάνων αποτελούσε μέχρι
187
πρόσφατα ξεχωριστή φυλή η οποία εξ αιτίας του απομονωτισμού τους (
ειδικά των Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας) διατηρήθηκε μέχρι πρόσφατα.
4354. σκλ ψωμο = φουρνισμένο ψωμί απ πίτουρα για τα σκυλιά
4355. σκ ρτσα = πλεξίματα με βέργες ή άλλα κλαριά, μαντράκι
4356. σκ ρτσα = χαμ κλαδο, π α σαν είδος κέδρου με φ λα σαν βελ νες που
καίγεται με χαρακτηριστικ ήχο
4357. σκο ζου = φωνάζω δυνατά
4358. σκουλαμέντρα = βλενν ρροια
4359. σκουλάου = σχολάω, τελει νω.
4360. σκουλάτα = είδος απ υφαντά.
4361. σκουνταφτου = σκοντάφτω
4362. σκουντιρίτσα ,σκοτουρίτσα = κοστερίτσα, κουστερίζα, κουτερίτσα, κοτερίτσα,
κουτιρίτσα, κουτουρίτσα, κοτσερίτσα, κοσταρίτσα Lacerta communis,
κοσταρίνα, κοσταζίνα, γουστερίτσα, γουστερίτζα, γοστερίτσα, γκουστερίτσα,
γκουστιαρίτσα, γκουστιρίτσα, γκουστιρίκα, γκοστερίτσα, γκοστιρίτσα,
γκουσταρίτσα, γκουστουρίτσα, γκουσναρίτσα, αγκουστιρίτσα, σκουτερίτσα,
σκουτιρίτσα, σκοτερίτσα, σκουτουρίτσα, βουστερίτσα, βοστερίτσα,
γουσταρέλα, γκουσταρέλα, σκουταρέλα, σκουνταρέλα, σκουταλέρα,
σκουρδαντέλα, σκουρνταντέλα, σκουντουρλίκα, σκουτερέλα, σκονταρέλα,
σκουτουρέλα, γουστερέλι, σκουτερέλ, γουστερίνα, γουστερινίτσα,
γκουσταναρίτσα, γοστερ πλο, γουστερο δα, σκουτιρο δα, γουστερο λα,
γουστερίτσι, αγουστερίτσι, βοστερίτσι
4363. σκο ξιμο = φωνές δυνατές
4364. σκουρπουφτέρη = φτέρη με θεραπευτικές ιδι τητες.
4365. σκουρπσαμαν σαν τ΄ς πέρδικας τα π’λιά = πηγαίνω προς λες τις
κατευθ νσεις, διασκορπίζομαι, χάνομαι.
4366. σκο σματα = δυνατές κραυγές π νου.
4367. σκουτάδιασι = έγινε σκοτάδι.
4368. σκουτειδιάζει = γίνεται πυκν
4369. σκουτίδα = βαθ σκοτάδι. = σκοτάδι. Ομηρική λέξη «σωτάδιον» (σκ τος).
Οδ σσεια τα, 389
4370. σκουτο ρα = ζαλάδα, (μτφ.) πρ βλημα, έννοια.
4371. σκουτουρέλλα = σα ρα.
4372. σκουτουριάζουμι, ντραλίζομαι = ζαλίζομαι
4373. σκουτουρίτσα, σκουταρέλα = σα ρα.
4374. σκο φια, κατσιο λα = κουκο λα στην κάπα και στην καλ βα
188
4375. σκ φλα = φ λλα συκιάς
4376. σκρουμπιάζου γίνομαι σκρο μπος.
4377. σκρο μπος = κάηκε εντελ ς , καρβουνιάστηκε
4378. σκρουπάου = σκορπίζω.
4379. σκτιά = ρο χα
4380. σκ βαλα = υποπρο ν μετά το κοσκίνισμα του σιταριο
4381. σκ λα = κακιά κα μοχθηρή γυναίκα
4382. σμά = κοντά
4383. σμαδεμένο = το σημαδεμένο
4384. σμαδε ω = σημαδε ω με κάποιο χαρακτηριστικ για να αναγνωρίζετε το ζ ο
τι μου ανήκει
4385. σμαζ νου = φέρνω κοντά μου, συμμαζε ω , τακτοποι , συγκεντρ νω
4386. σμέρτου = καρπ ς της μυρτιάς Ο Διοσκουρίδης κατέταξε τις μυρτιές σε αυτές
με μπλε και σε αυτές με λευκο ς καρπο ς, οι οποίοι έχουν φαρμακευτικές
ιδι τητες. Τους έδινε ως αντίδοτο για τσιμπήματα σκορπι ν και αραχν ν και
για να θεραπε σει ασθένειες της κ στης και την διάρροια, σε μορφή
βρασμένου χυμο . Η συνταγή αυτή χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στη
παραδοσιακή ιατρική.
4387. σμίξη = αντάμωμα, αντάμωση, συμβολή των ποταμ ν.
4388. σμίχτις, σμιχτάδις, σμίχτες = συνέταιροι στο ίδιο τσελιγκάτο οι, βλ.
4389. σμυρτιά = το φυτ μυρτιά.
4390. σμ νου, σγ νω = πλησιάζω, ζυγ νω.
4391. σνάφ(ι) = η κοινή ράτσα μας, η κοινή καταγωγή των Σαρακατσάνων
4392. σν ρα = πονηρή γυναίκα.
4393. σ ι = συγγενείς, συγγένεια
4394. σουγκάρι = βυζανιάρικο αρνί, μικρ τερο παιδί μιας οικογένειας
4395. σο δα = κατεβασμένο ρέμα που φέρνει μαζί του ξ λα και πέτρες, τα ζ α που
κινο νται με ορμή προς μία κατε θυνση
4396. σουδιάζου = οδηγ τα ζ α στη βοσκή σε μια στενή λωρίδα μαζεμένα και με
γρήγορη κίνηση
4397. σου ε ου = είμαι συγγενής με κάποιον, δίνω γνωριμία στο σ ι μου
4398. σουκάκια = τα δρομάκια, τα στενά
4399. σουκακιάρα = αυτή που είναι συνέχεια στα σοκάκια, γυρίζει
4400. σουκ ρφι, σουρκ φι, = μάλλινη αντρική μπλο ζα
4401. σουμπ λια = σκωπτικά τραγο δια που στηρίζονται σε πραγματικά γεγον τα ,
αυτά που μπολιάζονται (εν νονται) σουμπολιασμένα
189
4402. σουμπουλιάζου = εν νω κάτι για να φαίνεται τελειομένο, συμπληρ νω κάτι
μισοτελειωμένο, το ολοκληρ νω, κουτσομπολε ω
4403. σο μπρα = το μέσα απ το φλοι των καρπ ν με κέλυφος, κουκο τσι.
4404. σουπάνι = εσωτερικ πανί, φ δρα.
4405. σουργο νι, του 1. ρεζίλι. 2. εκτ πιση [17, 337].
4406. σο ρλα, κατσιο λα = κουκο λα
4407. σουρ ς, σωρ ς = γκουμο λι, γκουμο λα, σωρ ς, αρμακάς, βουναρκά,
βουναρο ιν, γουλερ , στοίβα, στάβα, γιγίν, κβάρα, κ πα, κο κους, ντάνα,
κοβν ς, κουβν ς, γκο βνος, απ το λατινικ cumulus
4408. σουρτάρα = πως κινο νται τα πρ βατα το ένα πίσω απ το άλλο και
τρέχοντας κατεβαίνουν απ πλαγιά ή πηγαίνουν προς μια κατε θυνση,
μονοπάτι που σχημάτισε το κοπάδι κατεβαίνοντας σουρτάρα
4409. σουρταριάρα = προβατίνα που μπορεί να οδηγήσει το κοπάδι
4410. σουσο ρα = φυτ με το οποίο φκιάνουμε σκο πες.
4411. σουφαρής = το ρκος ιππέας
4412. σουφέρ’ς, ου = οδηγ ς
4413. σουφλάου, σουφλάω = τσιμπάω με σουβλί, μπήγω, έχω οξείς π νους, πονάω
σαν να με τρ πησαν με το σουβλί
4414. σουφλί = σουβλί.
4415. σουφλιά = οξ ς π νος, ραδιουργία, σκευωρία.
4416. σουφλιρ ς, -ή, - = μυτερ ς, οξ ς.
4417. σουφουριάζου = κάνω έρωτα.
4418. σο φρα = πρωκτ ς
4419. σουφρά =. τάβλα.
4420. σο φρος = αυτ ς που δεν μπορεί να συγκρατηθεί και ορμάει στο φα ,
λαίμαργος
4421. σπαθάτους, -η, -ου = λυγερ κορμος.
4422. σπαθέλα (υπερικ το διάτρητο) = το φυτ το σπαθ χορτο, χ ρτο που τα
φ λλα του έχουν σχήμα σπαθιο . Το χρησιμοποιο με για να επουλ νουμε
τις πληγές
4423. σπανά = γυμνά βουνά, βουνά χωρίς δέντρα.
4424. σπανίσιους, -α, -ου = αυτ ς που ζει στα σπανά, (βλ. λ.).
4425. σπαράγγι = καρπ ς απ τη σπαραγγιά.
4426. σπαραγγιά = φυτ π α που τρ με τον καρπ του και το χρησιμοποιο με σαν
φυλαχτ στα κονάκια [26, 167].
190
4427. σπάργανα = τα πανιά που τ λιγαν το βρέφος, ψιλή καθάρια
χριστουγεννιάτικη κουλο ρα
4428. σπέρδιλος = ευκίνητος, γρήγορος
4429. σπερδο κλι, σπιρδο κλι, (ασφ δελος) = φυτά είδος κρίνου με λεπτά μακριά
φ λλα και βγάζουν ένα μακρ στέλεχος περίπου 80 εκατοστά που στην
κορφή βρίσκονται τα άνθη του
4430. σπιρδουκουκάλι = άνθος απ το σπιρδο κλι.
4431. σπιτσιέρ’ς= φαρμακοποι ς.
4432. σπληνάντιρου, του έδεσμα που παρασκευάζεται με το γέμισμα του χοντρο
εντέρου του ζ ου απ κομμάτια σπλήνας [12α, 146].
4433. στ’λιάρι = στειλιάρι, ξ λινη λαβή στα γεωργικά εργαλεία
4434. στ’μ νι = στημ νι, νήμα του αργαλειο .
4435. στάλια,. στάλος = χ ρος που κοιμο νται τα ζ α να γλυτ σουν την κάψα του
μεσημεριο , τ πος με σκιά για το κοπάδι. Παράγεται πιθαν ν απ τη λέξη
«στάλιξ-ικος» = πάσσαλος στο οποίο προσδένονται δίκτυα.
4436. σταλίζουν τα πρ τα = κάθονται το μεσημέρι στον ίσκιο και αναπα ονται
4437. σταμο τα = άφωνα, κρυφά, χωρίς θ ρυβο
4438. στάνη = οι εγκαταστάσεις λες του σαρακατσάνικου τσελιγκάτου για
ανθρ πους και ζ α
4439. στανι (με) = με το ζ ρι
4440. στανι = με το έτσι θέλω
4441. στατέρι = το καντάρι
4442. στατέρι, του είδος ζυγαριάς.
4443. στατιράδις, οι τεχνίτες που φκιάχνουν τα χυτά κυπριά [26, 120].
4444. σταυραδέρφια = δυο συνήθως ή και περισσ τερα άτομα που θεωρο νται
μεταξ τους αδέλφια μετά απ αδελφοποίηση.
4445. σταυράδιφους, -ιρφή = αδελφοποιτ ς, αδελφοποιτή.
4446. σταυρα τ ς = αετ ς ο νάνο, γενναίος, δυνατ ς
4447. Σταυρ ς = ένα σ μβολο που παρατηρείται σε πολλές φάσεις της ζωής των
Σαρακατσάνων και είναι ένα απ τα πλέον εμφανιζ μενα σ μβολα.
4448. σταυρ ς = είδος δεσίματος , διαστα ρωση στα λο ρια.
4449. σταυρουβιλουνιά = τρ πος που κεντάμε (η βελονιά πηγαίνει χιαστή).
4450. σταυρουγειτουνιά = γειτονιά με πολλά σταυραδέρφια
4451. στα ρουμα = δέσιμο σε σχήμα σταυρο των ξ λων του σκελετο λων των
κατασκευ ν
191
4452. σταυρουμάνα = μάνα του σταυράδερφου ή της σταυραδερφής
σταυρουπατέρας = πατέρας του σταυράδερφου ή της σταυραδερφής
σταυρουπουδιάζουμι κάθομαι σταυροπ δι.
4453. στα ρουση, η η βασική εργασία για το άνοιγμα του διασιδιο (το στ μα απ
που περνάει η σα τα) στη φάση που το ιδιάζουμε.
4454. σταυρουτ = σχέδιο στο κέντημα και στην φανση
4455. σταυρουτ ς = χορ ς στον οποίο οι χορευτές εν νουν τα χέρια τους και
σχηματίζουν το σχήμα του σταυρο . Σταυροφορο ντες οι Σαρακατσάνοι των
οποίων οι γυναίκες κάνουν τατουάζ στο μέτωπο και στα χέρια. Είναι δε
τέτοιο το καμάρι που ταν θέλουν να δείξουν σε κάποιον τι τον εκτιμο ν
αφάνταστα χρησιμοποιο ν τη φράση: “Σ΄ έχω σταυρ στ’ μπάλα (μέτωπο)”.
Σταυρ ς η κατσο λα στην κορυφή της καλ βας, σταυρ ς στα κεντημένα
ρο χα, σταυρ ς ο χορ ς τους (σταυρωτ ς).
4456. σταυρ νου = συναντ , -ουμι διασταυρ νομα
4457. σταυρ νου γκβέντις = (μτφ.) κουβεντιάζω, συνομιλ .
4458. σταχτιάρ’ς, -α, -κου = αυτ ς που δε σαλε ει απ τη γωνιά της φωτιάς,
τεμπελάκος
4459. σταχτ κλουρα = ζυμαρ πιτα ψημένη στην στάχτη της βάτρας
4460. σταχτουλ ους, ου χ ρος στον οποίο συγκεντρ νουμε τη στάχτη ή δοχείο στο
οποίο τη συγκεντρ νουμε [26, 279].
4461. σταχτουπ ρι = χ βολη που τη χρησιμοποιο με ως θεραπευτικ μέσον στα
κρυολογήματα, ως θερμοφ ρα
4462. σταχτ νου = ρίχνω σε κάτι στάχτη
4463. στέγνα = ξηρασία, ξέρα
4464. στένουση = δυσφορία στο στήθος, άσθμα.
4465. στέρφα = τα πρ βατα η γίδια που δεν έχουν γάλα (δεν γενο ν ) στέρφος,
άγονος (απ την ομηρική λέξη «στείρη» απ την οποία παράγεται η λέξη
«στέριφος»)
4466. στέρφη = προβατίνα ή γίδα που δε γεννάει, που δεν παράγει γάλα. στέρφος,
άγονος (απ την ομηρική λέξη «στείρη» απ την οποία παράγεται η λέξη
«στέριφος»)
4467. στήνου καλ βι = φτιάχνω καλ βι
4468. στινάζου = αναστενάζω, γογγ ζω.
4469. στινε ουμι = στενοχωριέμαι, έχω οικονομικές δυσχέρειες
4470. στιρέβουμι = στερο μα
4471. στιρν ς, στερν ς = τελευταίος.
192
4472. στιρφάρ’ς = τσομπάνος που β σκει τα στέρφα
4473. στιρφε ου (μτφ.) = δεν μπορ να τεκνοποιήσω
4474. στιρφε ουν τα πρ τα = τα γαλάρια πρ βατα χάνουν τελείως το γάλα τους.
4475. στιρφ κυπρους, ου κυπρί που βάζουμε σε στέρφη γίδα.
4476. στιφάνι = στρ γγυλο πελεκημένο ξ λο απ το οποίο κρέμεται το κουδο νι
απ τα πρ βατα ή το κυπρί απ τα γίδια , ξ λινο πλαίσιο που στηρίζει την
π ρτα απ το κονάκι, κεφαλάρι της, ξ λινος κ κλος στην κατσιο λα του
κονακιο , απ κρημνο και δ σβατο μέρος.
4477. στιφάνια = στεφάνια, ξ λινα στεφάνια απ τα οποία κρέμονταν στο λαιμ
τα κ πρια του προβάτου ή του γιδιο . Παράγεται απ την ομηρική λέξη
«στεφάνη»
4478. στοιχει = α ρατο, υπερφυσικ και συνήθως κακοποι ον
4479. στοίχειουσαν τα πρ τα (μτφ.) = απ την καλή βοσκή πάχυναν κι είναι και
πολ γερά.
4480. στουμάχι = στομάχι. Ομηρική λέξη «στομάχοιο». Ιλιάς Γ, 292
4481. στουμπάω = συνθλίβω με θ ρυβο, βαράω να σπάσω. πίνω ή τρ ω
λαίμαργα, κοπανάω
4482. στο μπους = ξ λινο, σιδερένιο ή πέτρινο εργαλείο (λιθάρι) με το οποίο
συνθλίβονται άλλα αντικείμενα , εργαλείο με το οποίο συνθλίβονται άλλα
αντικείμενα, κοντ ς. Απ τη λέξη «δο πος», που έγινε «γδο πος», στη
συνέχεια «σδο πος» και, τελικά, «στο μπος».
4483. στουμπουτ ρι = είδος σκληρο τυριο
4484. στουμ νου τα πρ τα = σταματ , γυρίζω πίσω ή κατευθ νω εκεί που θέλω
το μπρος μέρος απ το κοπάδι
4485. στουμ νω, στομ νω = σταματ και αντιστρέφω πορεία στο κοπάδι
4486. στο ρνα = μεγάλη πέτρα.
4487. στουρνάρι = σκληρή πέτρα απ χαλαζία, ο αγράμματος, πυρ λιθος που τον
χτυπάμε με τον πρυ βολο και ανάβουμε την ίσκα απ τις σπίθες που
βγάζειστουρνάρι. Παράγεται απ το ρήμα «στ ρνυμι» ή «στορέννυμι»
(μεσαιωνική λέξη «στ ρνυμαι» =εξομαλ νω). Απ το ρήμα αυτ παράγεται
και το «στορ νη» (=χειρουργικ εργαλείο με οξεία αιχμή) και η λέξη «στορε ς
–έως» (= παραγωγή πυρ ς με την τριβή).
4488. στραβουγιράζου = γερνάω πρ ωρα
4489. στραβουμάρις = κακοτυχίες, αναποδιές
4490. στραβ νου = αναποδιάζω, δεν λειτουργ πως πρέπει, δεν λειτουργ ορθά
4491. στραγγάνι = σκο φος.
193
4492. στραγγίζου τα πρ τα = τα αρμέγω την περίοδο που έχουν λίγο γάλα.
4493. στραγγίζου του τυρί = του αφαιρ το τυρ γαλο.
4494. στραποβολάει = αστράφτει
4495. στράτα = δρ μος, ταξίδι η πορεία για να πάνε απ' τα χειμαδιά στα βουνά και
το αντίθετο
4496. στράτα, φαρδ στρατα = δημοσιά, δημοσά, δεμοσιά, δεμοχιά, δρ μος, δρομί, ,
στρατί, στράδα, στρατ νι, φ ρος, ρο γα, ρο γος, σο σα, τζαντές, ντουσιμές
απ το Βενετσιάνικο corso
4497. στρατε ουμι = κατατάσσομαι στον στρατ .
4498. στρατί = δρ μος
4499. στρατιουτ'κά = ρο χα που φοράμε στο στρατ , αυτά που έχουν σχέση με το
στρατ
4500. στρέου τα νειρα = επαληθε ονται τα νειρα
4501. στρέουμι, στρέου = συμφων , συγκατανε ω.
4502. στριβάδι = χορτάρι για βοσκή κατάλληλο απ μεγάλα κυρίως ζ α.
4503. στρίβου = ευνουχίζω τα αρσενικά ζ α, μπουρδίζω
4504. στρίβουν τα χουρτάρια = περνάει η εποχή τους, ξεραίνονται
4505. στριγγλιάτα = γάλα βρασμένο, αλατισμένο και με τυρομαγιά.
4506. στριφουγυρίσματα = στροβιλισμοί των κ ματων στα τραγο δια
4507. στριφτ π’τα, στριφτή = πίτα με φ λλα που ανοίγουν στο χέρι(χωρίς πέτρα) και
τοποθετο νται στο κέντρο του ταψιο και ωθο νται προς τα άκρα.
4508. στριφτ ς = γυριστ ς, αυτ ς μιλάει με υπονοο μενα, αυτ ς που ειρωνε εται
4509. στρίφτου = στρίβω.
4510. στριφτουκιέρα = γίδα με κέρατα στριφτά σαν μπο κλες.
4511. στρ γγυλις γκβέντις = ορθές κουβέντες, λογικές κουβέντες, ήρεμες χωρίς (οξείς
γωνίες) αιχμές
4512. στρο γκα = κυκλικ μέρος κλεισμένο με λο ρα στο οποίο αρμέγουμε τα
πρ βατα
4513. στρουγκάνι = θάμνος.
4514. στρουγκιάζου = βάζω τα πρ βατα στη στρο γκα
4515. στρουγκ λια, στρουγκουλίθια = πέτρες που κάθονται οι αρμεχτάδες
4516. στρουγκουλίθια = μεγάλα λιθάρια που τα βάνουμε στο μάτι της στρο γκας
για να κάθονται οι αρμεχτάδες
4517. στρουμπάρα = αρρ στια στα πρ βατα απ το χορτάρι.
4518. στρουμπο λου = στρουμπουλή γυναίκα, παχουλή γυναίκα
4519. στρουμπουλο τς’κους, -η, -ου = παχουλο τσικος.
194
4520. στρουσίδια = μάλλινα υφαντά για στρ σιμο στο πάτωμα, στο κρεβάτι, σε
διακοσμητικά
4521. στ φτει = στερε ει.
4522. στ ψη = στίψιμο, αποχ μωση
4523. στφάδι, στμ νι = νήματα του αργαλειο
4524. συβάζου = αρραβωνιάζω, -ουμι αρραβωνιάζομαι
4525. σ βαση, συβάσματα = αρραβ νες
4526. συβαστάδις = συγγενείς του γαμπρο που πάνε να αρραβωνιάσουν
συβαστικιά = αρραβωνιαστικιά.
4527. συβουμάντ’λα = μαντίλια των αρραβ νων με δαχτυλίδια και βασιλικ , ή τα
δαχτυλίδια, ρ ζι, ένα λ ιδο απ κ κκινη τλο πα και καμιά φορά και λίρα
4528. συγγινήδις = συγγενείς
4529. συγγινιά = συγγένεια.
4530. συγκαθάει = χοροπατάει, χοροπατάει
4531. συγκαθάου = πειράζω κάποιον, τον ξεσηκ νω, τον ενοχλ , δεν με χωράει
πουθενά
4532. συγκαθιάρα, συγκαθ κουλη = άτακτη, ζημιάρα, ανήσυχη
4533. συγκαίρια = καραβάνια αλ γων στη στράτα
4534. συγκαιριάζω, συγκιριάζου = δένω το επ μενο άλογο στο σαμάρι του
προηγο μενου δημιουργ ντας αλυσίδα
4535. σ γνιφα = σ ννεφα.
4536. συγνιφιά = συννεφιά
4537. συγχουριμ ς = συγχ ρεση, άφεση αμαρτι ν
4538. σ θαμπου = θαμπάδα του απ βραδου
4539. σ λλουγα = σκέψεις, συλλογισμοί, προβλήματα, έγνοιες
4540. συλλουι μι = συλλογίζομαι
4541. σ μβασμα = αρραβ νιασμα
4542. συμμαλίσιου, = είδος διασιδιο .
4543. σ μμασι = περιμάζεψε, συγκέντρωσε, ταχτοποίησε
4544. συμπάω = ανακατε ω τα κάρβουνα και μαζε εται η στάχτη της φωτιάς.
(σίμπα τη φωτιά, σίμπα το φα ), (μτφ.) παροτρ νω, βοηθάω, ενθαρρ νω
4545. συμπιθιριακ , συμπεθεριακ = οι συγγενείς του γαμπρο που πάν να φέρουν
την ν φη
4546. συμποδα λι, ξυθάλλι = ξ λο περίπου 1 μέτρου και κάτι που διασκορπίζονται,
στρ νονται, ανακατε ονται τα καιγ μενα ξ λα κυρίως στον φο ρνο ή
σπρ χνονται ή ξ νονται ή μετακινο νται τα ξ λα που καίγονται γενικά
195
4547. συμφωνή, σ μφουνου = συμφωνία
4548. συν’θάου = συνηθίζω.
4549. συνάζου = συγκεντρ νω, -ουμι συγκεντρ νομαι
4550. συνάζω = συγκεντρ νω
4551. συναλλάζου = εναλλάσσω περισσ τερα πράγματα.
4552. συναξάρι, του μάζωξη, συγκέντρωση.
4553. συνδυ δυο-δυο: ν-αυτο συνδυ δεν πιρπατο ν, συντρείς δεν
κουβιντιάζουν, ν-αυτοί κάθουντι μαναχοί, κάθουντι μαραμένοι [21β, 353].
4554. συνήθειου, του συνήθεια.
4555. συνηθο συνηθίζω, έχω συνήθεια: ν- ιγ , πασιά μ’, δε συνηθο να στρ νου
στα γιουρντάνια, ν-ιγ ’μι απο την ιξουχή κι απο τα προυβατάκια [3α, 45].
4556. συνιριά, η συναγωνισμ ς, αντιπαράθεση [12β, 178].
4557. συνιρίζουμι συναγωνίζομαι κάποιον, αμιλλ μαι το παράδειγμά του [12β,
179].
4558. συννυφαδιά, η συννυφάδα: ν-είιδα τη γερου-Κο τρινα μι τη συννυφαδιά της,
στουν Αγγιλάκη κάθουνταν μαζί μι του Μπασντάνη [21β, 224].
4559. συνουδειά, η συντροφιά, παρέα: κλέφτης να γιένεις, γι κα μου, κλέφτης να
καταντήσεις, να ’χεις τ’ αγρίμια συνουδειά κι τα πουλιά κουβέντα [3α, 49].
4560. συνουμ λ’κους, -η, -ου συνομήλι- κος [ 3α, 96].
4561. συνουρίτις = αυτοί που έχουν συνορε ουν στα βοσκοτ πια
4562. συντάζου = ετοιμάζω,-ουμι ετοιμάζομαι για αναχ ρηση
4563. συντζουκ βουμι = κατατσιμπάω τα μάγουλα απ απ γνωση, χτυπιέμαι, είμαι
απελπισμένος, τα έχω χαμένα
4564. συντρ φι = αγαπημένος σ ντροφος, γυναικείο εσ ρουχο.
4565. συντρ φοι = δυο βοσκοί που β σκουν το ίδιο κοπάδι.
4566. συντυχαίνου = συναντ
4567. συνφάδα, συμφάδα = συννυφάδα
4568. σ ρε, σ ρι = πήγαινε
4569. συρματένια μέση = λεπτή μέση.
4570. συρμή = αρρ στια συνήθως ελαφριά, επιδημία
4571. σ ρραχου = κορυφογραμμή.
4572. σ ρτ’ς = εξάρτημα του αργαλειο με το οποίο η υφάντρα ξεσέρνει το διασίδι.
4573. συφιρτά = συμφέροντα, καλ ς καμωμένα, καμωμένα με ευνο κ τρ πο.
4574. συχνουρουτο = ρωτ συνέχεια ασταμάτητα
4575. σφαγάρι = το σημείο στο λαιμ του ζ ου που βάζουμε το μαχαίρι για να το
σφάξουμε.
196
4576. σφα , καρφί, σφάξμου = δυνατ ς ρευματικ ς π νος στην πλάτη, δυνατ ς
π νος
4577. σφαλίζου τα μάτια = (μτφ.) πεθαίνω.
4578. σφαχτά = γιδοπρ βατα, για σφάξιμο, σφαγιασθέντα
4579. σφαχτ = το σφαγμένο ζ ο και γδαρμένο ζ ο
4580. σφήνα ψουμί = φέτα απ ψωμί, μεγάλη φέτα
4581. σφιντάμι = σφένδαμος, δέντρο με ανθεκτικ ξ λο σφένδαμος, το σφενδάμι ή
σφεντάμι (αρχ. ελλ., σφένδαμνος) είναι γένος δένδρων ή ημίθαμνων με την
επιστημονική ονομασία Acer. Η επιστημονική ονομασία του σφένδαμου
οφείλεται στα χαρακτηριστικά φ λλα του με τρεις ή πέντε μυτερές απολήξεις
(acer στα λατινικά σημαίνει οξ ς, αιχμηρ ς). Επίσης χαρακτηριστικ ς είναι ο
καρπ ς του σφένδαμου, που έχει δυο φ λλα με δ ο πυρήνες στο μέσο και
μοιάζει με έντομο με δυο μεγάλα φτερά.
4582. σφιντζουράου, σφρουντζλάου = πετάω κάτι δυνατά και περιστρέφεται
κάνοντας θ ρυβο στον αέρα
4583. σφιντ να = σφενδ να. Ομηρική λέξη «σφενδ να». Ιλιάς Ν, 716
4584. σφίξη = ζ ρι, δυσκολία
4585. σφογγι μι = σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι,
4586. σφουγγάω = σκουπίζω
4587. σφουντίλι = εξάρτημα της ρ κας γνεσίματος
4588. σφουντ λα = στροφή, γυροβολιά.
4589. σφουντ λι = ξ λινο μικρ εξάρτημα στη βάση απ το αδράχτι που
διευκολ νει την περιστροφή του
4590. σφουριάζου 1. [25β, 213], βλ. σουφουριάζου. 2. -ουμι, βλ. σουφουριάζου.
4591. σφουριασμένη = αν παντρη γυναίκα που έγινε γνωστ πως δεν είναι
παρθένα
4592. σφο ρλα = ρ δα, περιστροφή
4593. σφρά στρου = σκαλιστή ξ λινη σφραγίδα για τα πρ σφορα Σφραγίδα του
πρ σφορου (συμβολισμοί και έννοιες).Το Πρ σφορο είναι το ψωμί που
προσφέρουμε στον Να , για να τελεσθεί η Θεία Ευχαριστία. Μαζί με το
κρασί, ως Τίμια Δ ρα (άρτος και οίνος). Πάνω στο Πρ σφορο υπάρχει
ανάγλυφο σχέδιο, που σχηματίζεται απ σφραγίδα (σφρα στρο). Το
στρογγυλ σχέδιο του Προσφ ρου συμβολίζει την κοιλιά της Παρθένου
Μαρίας, απ' που προήλθε (γεννήθηκε) ο μονογενής Υιος της. Απ το
κέντρο του Προσφ ρου βγαίνει ο Αμν ς, δηλ. το κεντρικ τετράγωνο του
σχεδίου με τα γράμματα: ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ (Ιησο ς Χριστ ς νικά). Τα γράμματα
197
αυτά πρέπει να είναι ευδιάκριτα και να φαίνονται καθαρά. Λέγεται Αμν ς
(αρνάκι), γιατί ο προφήτης Ησα ας προφήτευσε τι ο Μεσσίας σαν ένα
άκακο αρνάκι θα οδηγηθεί στη θυσία Το σχέδιο του Προσφ ρου περιέχει
επίσης τη μερίδα της Παναγίας με τα γράμματα Μ και Θ, δηλ. Μήτηρ Θεο .
Η τριγωνική μερίδα της Παναγίας τοποθετείται δεξιά του Αμνο στο
Δισκάριο Απ τα εννέα τριγωνάκια, που βρίσκονται στο δεξί μέρος του
προσφ ρου, εξάγονται οι μερίδες των αγγέλων και λων των αγίων και
τοποθετο νται αριστερά του Αμνο . Οι άγιοι που μνημονε ονται είναι οι
Προφήτες, οι Απ στολοι, οι Ιεράρχες, οι Μάρτυρες, οι σιοι, οι Ανάργυροι,
οι Θεοπάτορες μαζί με τον άγιο της ημέρας και τελευταίος ο Πατέρας της
Εκκλησίας που συνέγραψε την τελο μενη Θεία Λειτουργία. Απ άλλα
τμήματα του Προσφ ρου εξάγονται οι μερίδες υπέρ των ζ ντων και των
κεκοιμημένων, οι οποίοι ανήκουν στην Ορθ δοξη Εκκλησία. Αυτές
τοποθετο νται εμπρ ς απ τον Αμν και, ταν πριν τη Θεία Κοινωνία κατά
τη συστολή (ένωση) Σ ματος και Αίματος ο Λειτουργ ς τις ρίχνει στο
Δισκοπ τηρο
4594. σφρουντζλάου = εκσφενδονίζω
4595. σχαριάτες = καβαλάρηδες που ανήγγειλαν την επιστροφή του συμπεθεριακο
με την ν φη στο κονάκι του γαμπρο
4596. σχασιά = σιχασιά
4597. σχιζάφτκου = σημαδεμένο ζ ο με σχίσιμο αυτιο
4598. σ νου = τελει νω, φτάνω κάπου, πιάνω, -ουμι σ ζομαι, αδυνατίζω:
4599. τ' τα στρ νω = μουντζ νω.
4600. τ΄απίστωμα = μπρο μυτα
4601. τ’λίχτρα = μέρος που τυλίγουμε το στημ νι γ ρω απ το αντί και είναι έτοιμο
για τον αργαλει
4602. τ’λο πα = το φα απ επεξεργασμένο μαλλί που δένουμε στη ρ κα για
γνέσιμο
4603. τ’λο πα του κιφάλι = άσπρισε.
4604. τ’λο πιασμα = το γνεσμένο μαλλί γίνεται τ’λο πα
4605. τ’λο πις ρίχνει = χιονίζει και ρίχνει μεγάλες νιφάδες
4606. τ’λουπ νου = σκεπάζω, καλ πτω. 2. (μτφ.) «κουκουλ νου» τα σφάλματα,
κάνω τλο πα, –ουμι σκεπάζομαι
4607. τ’μάριμα = τακτοποίηση.
4608. τ’μ ινη = ετοιμ γεννη.
198
4609. τ’ρ γαλου = το μέρος του γάλακτος που αποχωρίζεται με το πήξιμο το
στράγγισμα του τυριο
4610. τ’σάκι = δισάκι, δ ο σάκοι μεταφοράς ενωμένοι με το ίδιο φασμα στε να
παίρνετε στην πλάτη ένας μπρ ς ο άλλος πίσω
4611. τ’φάνι = αιφνίδια, άγρια και δυνατή βροχή που συνοδε εται απ άνεμο,
ξαφνική καταιγίδα.
Τα
4612. τα στρ νω = μουντζ νω.
4613. τα'αμπρο μτα = μπρο μυτα
4614. τα'ανάσκλα = ανάσκελα
4615. ταβάς = ρηχή κατσαρ λα, ταψί
4616. τάβλα = υφαντ που στρ νεται καταγής για φαγητ , υφαντ
τραπεζομάντιλο, τραπέζι για φαγητ , σοφράς ].
4617. ταβλαρ θκα = έπεσα κάτω ή ξάπλωσα απ τομα
4618. ταβλάς = παχνί για άλογα
4619. ταβλιάζου = τραπεζ νω, φιλοξεν .
4620. τάγκιασι του φα = αλλοι θηκε και έχει δυσάρεστη οσμή.
4621. τάδις = ο τάδε, ένας, κάποιος.
4622. ταή = τροφή, ξηρονομή για ζ α
4623. ταηστάρι = σακο λι με τροφή για άλογα και το κρεμάμε στο λαιμ τους
4624. ταίρι = σ ζυγος ή σ ζυγος, η αγαπημένη
4625. τακάτι = αντοχή, ψυχικ σθένος, κουράγιο
4626. ταλαγάνι = χειμωνιάτικος επενδ της των βοσκ ν.
4627. τάμα = γιν ταν σε κάποιον άγιο, που πολλές φορές συνέπιπτε με το νομα
του εορτάζοντα, για να έχουν την ε νοιά του. Επίσης τάμα γιν ταν και την
ημέρα κάποιου συμβάντος με ευτυχή κατάαληξη για να ευχαριστήσουν τον
άγιο η την Παναγία για την βοηθειά τους
4628. ταμαχιάρ’ς, -α, -κου = αχ ρταγος, δουλε ει ακατάπαυστα .
4629. ταμπακέλα = καθρέφτης
4630. ταμπακιέρα = χαμηλ ορθογ νιο κουτί στο οποίο βάνουμε καπν ,
τσιγαροθήκη.
4631. ταμπλάς = κατακέφαλα
4632. ταμπο ρι = φυλάκιο, καταφ γιο, οχ ρωμα
4633. ταντέλις = δαντέλες.
4634. ταπεινουσ νη = ταπειν τητα, σεμν τητα.
4635. τ'απουτ ρα = πρωτ τερα, πριν απ λίγο
199
4636. ταράτσα = μικρ ς ημικυκλικ ς φράχτης πολ γυρτ ς προς τα μέσα που είναι
πρ χειρο στέγαστρο για το βοσκ
4637. ταράφι = πολ ς κ σμος, μεγάλο σ ι
4638. ταργαζίκα = φθαρμένο ασκί στο οποί βάζουμε ταμπάκο, αλε ρι ή ψωμί
4639. ταρναρίζου = έχω το μικρ παιδί στα χέρια μου και το παίζω.
4640. τάσι = μεταλλικ κ πελλο ανοιχτ προς τα πάνω
4641. τατάς = πατέρας
4642. ταυτίνα = αυτά.
4643. τα του, επί τα του = για αυτ ν ακριβ ς το λ γο.
4644. ταχιά = α ριο
4645. ταχτική = καν νες, αρχές
4646. Ταχτικ = στρατ ς.
4647. τέκνου = μωρ
4648. τέλια = νυφικ στ λισμα κεφαλιο με λεπτές συρματένιες βελ νες με τις οποίες
καρφ νω το μαντίλι στα μαλλιά
4649. τέλους πάντους = τέλος πάντων.
4650. τέμπλα = ξ λινη κατασκευή σε σχήμα Π στην οποία κρεμάμε διάφορα
πράγματα, τιντ ξ’λα, ξάπλα καταγής.
4651. τέντα = φασμα αδιάβροχο απ γιδι ν μαλλί που κατασκε αζαν την
προσωρινή σκηνή να φυλαχτο ν τα σαία στην πορεία για τα χειμαδιά η
αντίστροφα
4652. τέντζερης = χάλκινη κατσαρ λα
4653. τέρα = κοίτα
4654. τέρατου = τέρας.
4655. τέσσιρου = τέσσερα.
4656. τέτοια = το αντρικ μ ριο
4657. τζαμάρα = μακριά φλογέρα
4658. τζαμπο να = σφυρίχτρα
4659. τζιάκους = κομμάτι απ τη γυναικεία φορεσιά
4660. τζιανταρμάδις = Το ρκοι χωροφ λακες, το ρκικο απ σπασμα.
4661. τζιαντές = αυτοκινητ δρομος.
4662. τζιαφέτι = μάζωξη, γιορτή
4663. τζιλέπ’ς = φοροεισπράκτορας.
4664. τζιλέπια = φ ροι.
4665. τζι μπανς = τσομπάνος
4666. τζιουβα ρι = (μτφ.) παλληκάρι
200