Ασκραπόλιθος
Αντωνογιαννάκης Ηρακλής
Καθώς ξεψυχούσε …
Γύρω του μοιρολογίστρες ,
φιγούρες πένθιμες ανάμεσα σε δυο κόσμους ..
εκείνος τραβούσε κατά τον Αχέροντα μεθυσμένος από λαγνεία κι έξαψη
.
Φιγούρες γυναικών μαυροφορεμένων.
Ότι πρόλαβε πάνω του η αστραπή ..
ύστατο νεύμα αποχαιρετισμού ..
Ο γιος πλησίασε ..
Πάτερα …
Γιε μου.. γυναίκες είναι όλες αυτές ;;
Ναι πάτερα .. Ήρθαν να σε δουν ..
Γιε μου … ………….. Κλείσε την πόρτα να τις γαμήσομε ..
………………………
Ξεψύχησε καυλωμένος ..
Τώρα πορεύεται σε δυο κόσμους.. διάτρητους ..
Με τη ρομφαία [υψωμένη ] ιστός των παθών του ..
Ο Μαύρος χοίρος..
Καθώς διασχίζαμε τον κάμπο με τις ελιές και τα αμπέλια
με μια κατοχική VW κλούβα -
βρεθήκαμε σε ένα αμπέλι γραμμικό , με το αμάξι να
καταπίνει λαίμαργα τις κουρμούλες του αμπελώνα .
Οι άνθρωποι του κάμπου να σπρώχνουν να γλιτώσουν το αμπέλι από τη λαιμαριά του
γερμανικού VW …
Και εμείς , με μπύρες και κρασιά μες τα διψασμένα λαρύγγια
καθισμένοι ακόμα στου Ζουρίδη το παλιό το καφενέ από καιρό ,
να τραγουδάμε και να χορεύουμε μέσα στ’ αμπέλι
και τους ανθρώπους να ξορκίζουν τα δαιμόνια που μας είχαν καταβάλει
Και ο ποταμός να ανεβαίνει και να χάνεται στα ουράνια
και εμείς ‘παραδομένα κλαριά στο σύρσιμο του ..
Στου Γιώργη το μετόχι ακόνιζαν τα μαχαίρια -
τα σύνεργα στο τραπέζι για τη θυσία .
Ο μαύρος χοίρος δεμένος στη ρίζα του μεγάλου δέντρου
βουτηγμένος στα μαυρόπηλα -να μουγκρίζει λυσσασμένα και δαγκώνει τα σχοινί
να σώσει τη μίζερη ζωή του .
Ο Σταύρακας με το μαχαίρι στο χέρι να αγκαλιάζει και να παλεύει με το θεριό
βουτηγμένο στη λαγνεία του αίματος και του θανάτου -
ο χοίρος σαστισμένο από τα μουγκρητά του σφαγέα του και τα επανωτά
μαχαιρώματα να σιωπά για πάντα ..
Με το αίμα και τα μαυρόπηλα να τρέχουν κρυσταλλιαστά
από τα ρούχα και τα πυκνά μαύρα γένια του -
τα μάτια του κάρβουνα στην παραστιά του πάθους και της λαγνείας
μιας ακατανόητης μανίας που προκαλούσε η ίδια η ζωή
και τα σύνορα της ..
Στο σπίτι η παραστιά να βράζει χοχλακιστό το τσουκάλι
με τις γυναίκες του σπιτιού
να σερβίρουν μεζέδες και το κρασί - αυτός ο πόταμος -
να μας οδηγεί στα ουράνια λημέρια της μέθης και του ονείρου .
Και ζωντάνευε ο Μουντάκης με τον Ψαρόνικο με τις ουράνιες λύρες
Και καθίζανε στη τάβλα τη στρωμένη και κατέβαιναν οι ουράνιου ποιητές και
τραγουδοποιοί και αυτός ο ποταμός όλο και θόλωναν τα νερά του ..
Και ο γέρος καθισμένος σε μια παλιά κασέλα
με τα τυλιγμένα ρούχα του
ύψωνε κάθε λίγο το ποτήρι του να ξορκίσει το θάνατο
που άκουγε εδώ και καιρό τις βαριές μπότες του
να περιδιαβαίνουν την αυλή και το κατώφλι του σπιτιού .
Ο Μιχάλης χαμένος στο όνειρο βουτούσε το χέρι του και στο τσουκάλι το
Χοχλάκιζε και ανακάτευε τους μεζέδες ..
Και κάθε λίγο τραβούσε και ένα για την παρέα …
Και ο χοίρος να ζωντανεύει κάθε λίγο και να μουγκρίζει αλλόκοτα του σφαγέα του ..
Και ο Σταυράκας να τραγουδά το χαμένο παππού τον Μικρασιάτη
τυλιγμένο με προβιές ,με τα μάτια πότε να αναδύουν μια τρέλα
και πότε να χύνονται στο πάτωμα ,να ανακατεύονται με τα ζεστά ακόμα αίματα
και τα μαυρόπυλα
και πότε να μένουν ακίνητα στυλωμένα στο χοίρο ..
Ο γέρος , φευγάτος στη ζάλη του κρασιού και τα χάπια
που τον κρατούσαν στη ζωή χάνει τις αισθήσεις του
και μεταφέρετε κακήν κακώς στο διπλανό δωμάτιο
πιάνοντας κουβέντα με τον παράξενο επισκέπτη
που κάθε τόσο άκουγε τις βαριές μπότες του να περιδιαβαίνουν
την αυλή και τα σκαλιά του σπιτιού . …
Στα στενά σοκάκια του χωρίου που κάθε ξημέρωμα τα σπίτια σμίγουν κι μαρτυρούν
τα πάθη των ανθρώπων αφήσαμε τις πλαϊνές πόρτες του παλιού γερμανικού VW …
Του Μπολώζη η ταβέρνα ..
Σαπούνι μυρωδάτο αγνό λαδάκι το θεού ..
Πράσινο σαπούνι ..Κυρά μου ..
Αγοράζω φέτσες – φετσόλαδα -λάδια από τα τηγάνια σας ..
Πέντε κιλά φετσόλαδα ένα κιλό σαπούνι ..
Ασκορδουλάκους , κότες , ελιές και ότι έχετε για πούλημα ..
Αγοράζω και πουλώ και την ψυχή σας ..
Για περάστε .. εδώ η καλή πραμάτεια ..
Με ένα αυτοσχέδιο καρότσι ,δυο τρεις ντενεκές για τα φετσόλαδα
μερικά κιλά σαπούνι -δυο τρεις κότες να κρέμονται από το καρότσι
και ένα σμήνος να πλέκει γύρω του
- πότε να ανεβαίνει ψηλά και να χάνεται
και πότε να ανοίγει σύννεφο , να πιάνει τα μαγαζιά
και τις αυλές των σπιτιών…
Κανείς δεν γνώριζε αν ήταν πεταλούδες
μέλισσες η κάτι άλλο .
Ένα ακαθόριστο σμήνος .
Ψηλός ,ξερακιανός ,με παντελόνι καμπάνα που παράσερνε τον δρόμο
με τον πάσπαρο -
ένα καφέ πουκάμισο πριν χρόνια άσπρο
σαν τα μαλλιά του που γυάλιζαν
αλειμμένα μπριγιαντίνη απ’ τη φέτσα που κουβαλούσε ,
ένα σακάκι που κρεμόταν πάνω του με μπαταρισμένους γιακάδες
τσέπες που έχασκαν σαν πεινασμένα ουράνια στόματα
και ένα κομπολόι να κρέμονται στις άκρες του
δυο τρεις κεχριμπαρένιες χάντρες - ορφανές -να ονειρεύονται
το χάδι μερακλήδων σε αλλοτινούς καιρούς …
Με περισσότερο ποτισμένο με λάδι πάνω του
από τους ντενεκέδες στο καρότσι
περιδιαβαίνει
τον κόσμο του ονείρου και πότε της πραγματικότητας σαν το σμήνος του .
Και όταν ξέμενε από πραμάτεια αγόραζε από το μπακάλη
πέντε -και πουλούσε τέσσερα ..
-Έτσι για να κινείτε το χρήμα καθώς έλεγε-
Τα άσπρα από τη σκόνη του δρόμου παπούτσια του
στραβοπατημένα να χάσκουν - οι αναμνήσεις της ζωής του -
εξαργυρωμένες στο τραπέζι του καφενέ
κομμάτι -κομμάτι στην πράσινη τσόχα …
Μια δεκάδα κιβώτια μπύρες , πεντάρια ρακή ,
δυο τρεις ασκούς κρασί , δέκα κιλά μεζέδες - στο παλιό κασετόφωνο Καζαντζίδης
και δυο πράσινες τσόχες - και άνοιξε την ταβέρνα ..
Το καρότσι με τους ντενεκέδες περίμεναν καρτερικά στην αυλή .
Πούλησε την πραμάτεια του - τέσσερις μέρες -
εβδομήντα οχτώ χιλιάδες ,διακόσιες είκοσι δραχμές είσπραξη
και την Πέμπτη, στη πράσινη ερωμένη ταπί και με χρωστούμενα ..
Ξημέρωμα μόνος , ταπί και άφραγκος .
Και στο κασετόφωνο ο Στελάρας …
‘’Το μερτικό μου απ τη χαρά μου το’χουν πάρει άλλοι’’ …
Ρίχνει ένα ζεϊμπέκικο κοιτάζοντας το έρμο καπηλειό ..
Βγαίνει ,χαϊδεύει στοργικά τα χερούλια από το καρότσι -
παλιά του ερωμένη ,
ρίχνει μια τελευταία ματιά στο σπίτι και μονολογεί φεύγοντας …
Ταβέρνα μου πως σ’ έκλεισα. ..
Η Ιστορία της ‘’αμφισβήτησης’’ -ενός γουρουνιού ..
Σας μιλάει ένα ταπεινό γουρούνι , αλήθεια λέω !
Παλιά, πολύ παλιά,-είχε ο πατέρας μου ένα μικρό χοιροστάσιο .
Πήγαινα λοιπόν εκεί και ξεγεννούσα τις γουρούνες. και ακόμα κοιμόμουν
καμιά φορά εκεί, να προσέχω τα μικρά ..
Έτσι λοιπόν, υιοθέτησα την συμπεριφορά τους ...
Στο σχολείο ζωγράφιζα γουρούνια, ώσπου μια μέρα με βούτηξε ο καθηγητής
και με πέταξε έξω. « Αφηρημένη τέχνη, από αφηρημένο καλλιτέχνη» είπε...
-----------------------------------------------------------------------------------------------
-
Σας ομιλώ σαν ένα ταπεινό γουρούνι [χα χα ταπεινό !] με την ‘’παρανοϊκή
‘’αντίληψη της πραγματικότητας των ανθρώπων ..
Προσπαθώ -μάταια- να κατανοήσω τους ανθρώπους και τη συμπεριφορά τους .
Μέσα από τα γουρουνίσια μάτια μου , πόσα μπορώ να κατανοήσω άραγε;
Κι αφού η αναλυτική προσέγγιση γίνεται καμία φορά παγίδα, φανταστείτε την
γουρουνίσια !
Μπας κι είμαι ανασφαλής; Για μήπως, υπέρμετρα εγωιστής ;
Δε ξέρω…. Ίσως υπάρχει και κάτι άλλο. Μάλλον. Κάτι θα υποβόσκει, δεν
ημπορεί…!
Κάτι άλλο μέσα στις ψυχιατρικές εξισώσεις θα υπάρχει ! Αλλά, ψυχιατρική για
γουρούνια ; (Άλλο πάλι και τούτο ! )
Από την άλλη, - αν δε γνωρίζεις πράματα, τα συμπεράσματα θα είναι βιαστικά
κι επισφαλή. Δε νομίζετε ;
Ο άνθρωπος επιπλάθεται από καταστάσεις Τόπου και Χρόνου.
Αν οι καταστάσεις αυτές είναι ευνοϊκές , έχει καλώς. Αν όχι, (χα χα χα) τότε
γίνεται γουρούνι. …κι αν μάλιστα είναι τυχερό, μπορεί και στη φάρμα του
Αρκά !!!
Αλλιώς, ουέ, … καταλήγει μπριζόλα στο τραπέζι.
Όμως, στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι πιο απλά.
Επιβάλλεται να αμφισβητούμε. …ακόμα και τα πιο απλά …αυτός είναι ο
ΣΤΟΧΟΣ.
Γιατί όταν αρχίσουμε να αμφισβητούμε, τότε νομίζω θα χουμε ελπίδα. (κατά
την ταπεινή άποψη εμού του γουρουνιού !)
Ωστόσο, εγώ γουρούνι είμαι. Δεν ξέρω και πολλά. Τόσα καταλαβαίνω τόσα
λέω . -----------------------------------------------------------------------------------
Για όλα βέβαια φταίει η Κίρκη . Ξέρετε, δεν ήμουν πάντα γουρούνι. Έγινα
όταν έβαλε το χεράκι της.
Η Κίρκη , με ήθελε προς τέρψιν. Προς Τέρψιν κ’ ηδονήν ! Αλλά εγώ –ο
βλάκας, ο γουρουνόβλακας- την ήθελα για το πνεύμα. Έτσι, με έκανε Γουρούνι
!
Τώρα ..όσο για το αντάλλαγμα που μου προσφέρθηκε, την αθανασία, ποτέ δεν
ήταν στις αναζητήσεις μου. Ούτε στις ωφελιμιστικές μου επιδιώξεις -
καταλαβαίνετε- τις ηδονιστικές! «Ούτω διάγω βιον χοίρου» κατά τον
λατρεμένο τον Σουρή!
Διάγω βιον σε μια κάποια πραγματικότητα.
Όχι αυτή την κατασκευασμένη που δεχόμαστε όλοι αδιαμαρτύρητα, αλλά μιαν
άλλη πέρα από αυτό που φαντάζονται οι έξυπνοι και μυαλωμένοι άνθρωποι. Οι
άνθρωποι, έχετε οράματα ιδανικά, και στόχους υψηλούς. Κυνηγάτε αδιάκοπα
την «ευτυχία» γίνεστε θυμίαμα σε βωβούς αλλότριους προς χάριν μιας άλλης
ζωής άγνωστης , χωρίς να έχετε ζήσει αυτήν που σας προσφέρθηκε.
Κάνετε πράγματα σπουδαία.
Πράματα θαυμάσια, που σας ξεπερνούν. …απλά, για να καλύψετε το τεράστιο
κενό της ύπαρξης σας. Ψηλαφίζετε φανταστικούς κόσμους, κι αφήνετε το
αληθινό να χάνεται μέσα απ τα χέρια σας. Κάνετε, κάνετε, κάνετε… Κι όλα
αυτά γιατί; Σαν γουρούνι ευτυχώς, ποτέ δεν είχα τέτοιες υπαρξιακές ανησυχίες.
Κανα λασπόλουτρο , κανα σάπιο φρούτο, κι όλα είναι μια χαρά. Λίγη
ελευθερία θέλησα, λίγη καλοζωία πριν γίνω μεζές στο πιάτο σας.
----------------------------------------------------------------------------------------- Κι
επειδή επήρα φόρα, «λίγα» ακόμα, θα σας πω. Μήτε ο Ροβεσπιέρος μήτε ο
Τζέκινς Χαν βρίσκονται στις επιδιώξεις της γουρουνίσια μου ζωής.
Δεν κατανόησα -και πως άλλωστε- τα κατασκευάσματα και τους μύθους του
ανθρώπου..
Ούτε και τον πολυθαυμασμένο θεό τον Χρόνο κατάλαβα ποτέ μου. Τι
εξυπηρετεί άλλωστε αυτή η ατέρμονη διαδικασία ενός ανελέητου κυνηγητού
πάντα πίσω από λεπτοδείκτες; (για μήπως κάνω λάθος; Δεν ξέρω)
Να προλάβει ο άνθρωπος ΤΙ;
Λες κι αυτά που έζησε τα εξάντλησε
Ούτε και την υποταγή του κατάλαβα. Όπου το πιο ελεύθερο και νοήμον όν, το
πιο τέλειο, γίνεται το πιο σκλαβωμένο απ’ όλα τα’ άλλα γύρω του. Φαντάζομαι
οι μύθοι και τα δόγματα είναι για να γκρεμίζονται ..κι όχι για να στερεώνονται
σε στερεότυπα και να υπηρετούνται.
Ποτέ δε κατανόησα αυτές τις αντιφάσεις. ( και πώς άλλωστε, αφού είμαι
γουρούνι) Η μόνη μου ανησυχία ή μόνη μου αμφισβήτηση (γαρ περί αυτής ο
λόγος) είναι το ΠΟΤΕ και το ΑΝ θα είμαι καλή μπριζόλα στο πιατάκι σας.
Άντε και καλά, να… πετάτε !!!
Ζατλάν .…
Καθισμένος σε μια καρέκλα από ψάθα
κάτω από μια παλιά μαύρη ομπρέλα
στερεωμένη στην ταράτσα του παλιού του σπιτιού
με μια μπουκάλα ρακί όπως και τα προηγούμενα απογεύματα
αγνάντευε το δείλι που δίπλωνε τις αιματοβαμμένες του φτερούγες
έτοιμο να βουτήξει στην αγκαλιά του μαύρου του ορίζοντα .
Πιο κάτω ο καφενές ,τα καραφάκια με τους μεζέδες ,
και πιο πάνω το χασάπικο να πηγαινοφέρνει κοψίδια για τους μερακλήδες
Μια οχλαγωγία που σκορπούσε τις σκέψεις του στους τέσσερις άνεμους
που βίτσιζαν σαν μαστίγιο το γέρικο κορμί του .
Ένα παλιό σουγιαδάκι προπολεμικό ,ανοιγμένο στο δεξί του χέρι ,
δηλητηριώδες
καθώς διηγούνταν στις παρέες του καφενέ ,μαζεμένοι γύρω γύρω να ακούσουν
την
ιστορία του Ζατλαν στο δάσος του Μαζινού...
Ένα τεράστιο φίδι ίσαμε πενήντα οργιές- χοντρό σαν την κυρά Μαρία
απέναντι
καθώς έλεγε - κατάπινε ότι ζωντανό βρισκόταν στο διάβα του .
Στη μεραρχία είχαν χάσει είκοσι στρατιώτες από τον Ζατλάν
μαζί με τα ντουφέκια ,τις ξιφολόγχες και τα άρβυλα που φορούσαν ..
Το μαχαίρωσε με το παλιό προπολεμικό του σουγιαδάκι
και από τότε ήταν δηλητηριασμένο
και δεν άφησε ποτέ κανέναν να το αγγίξει ..
Το καιρό της μεγάλων μαχών πέσαμε με τα αλεξίπτωτα μέσα στο δάσος
του Μαζινού και μόνος έσωσα ολόκληρη μεραρχία από βέβαιο θάνατο …
Μα τι λες τώρα μονολογούσαν οι θαμώνες του καφενέ ,τότε δεν υπήρχαν καν
τα αλεξίπτωτα ..
Μια φιγούρα σαν σκιά που σέρνεται και χάνεται στα αφώτιστα νυχτερινά
σοκάκια
ξεπρόβαλε άξαφνα δίπλα από την πόρτα του παλιού καφενέ
που οι ιστορίες και οι άνθρωποι είχαν μπερδευτεί , τόσο, που συνέχισε να
ανηφορίζει αμίλητη
με το μπαστουνάκι στο χέρι , διπλωμένη στα δυο ,καθώς το πρόσωπο της
ακουμπούσε τα γέρικα της γόνατα ..
Τη βλέπετε τούτη τη γριά τη διπλωμένη στα δυο , είπε ,χωρίς περιστροφές…
Δεν υπήρξε πιο όμορφη και λυγερόκορμη γυναίκα στα νιάτα της ..
Μια ψωλιά της έπαιξα και δίπλωσε στα δυο από τότε , είπε ,
και συνέχισε την ιστορία του Ζατλαν στο δάσος του Μαζινου ..
Η επομένη μέρα τον βρήκε ξανά ανεβασμένο στην ταράτσα του παλιού του
σπιτιού
μόνο που αυτήν τη φορά την ομπρέλα την είχε βγάλει από την ταράτσα και την
κρατούσε στο χέρι ανοιχτή ...
Πλησίασε στο γείσο της ταράτσας και βροντοφώναξε
στους θαμώνες του καφενέ και του χασάπικου .
Τώρα θα δείτε πως ειναι να είσαι αλεξιπτωτιστής βρε δειλοί ,
και πήδησε με την ομπρέλα ανοιχτή για αλεξίπτωτο..
Την ώρα εκείνη της πτώσης φύσηξε ένας αέρας απόκοσμος
που σήκωσε ψηλά την παλιά ομπρέλα
και ο Μανώλης μαζί με τις ιστορίες , τις μάχες και το σκοτωμένο
Ζατλαν χάθηκαν παντοτινά στο αιματοβαμμένο δείλι …
Η γιαγιά υφάντρια
Μέσ’ στα μισογκρεμισμένα παλιά μας σπίτια
με τα χορταριασμένα πελέκια στην αυλόπορτα
τους λειχιασμένους γέρικους τοίχους
ζουν οι ιστορίες των ανθρώπων που πέρασαν
αχνά σαν φαντάσματα και σβήστηκαν στον χρόνο.
Σαν γέρικους παππούδες και γιαγιάδες
λυγισμένοι στα μπαστουνάκια τους
από το βάρος των αιώνων που τα κατοίκησαν
ανασαίνουν την ελευθερία της ερημιάς τώρα πια
Το παλιό τζάκι με τις χαλασμένες παραστιές
μεσ’ τη στάχτη του χρόνου από αιώνες
και την κλωστή της μνήμης να ανασύρει
τους γέρους πατεράδες και τους παππούδες αμίλητους -
βυθισμένους στο κρασί,τα παλιά βιβλία, το Ρωτόκριτο.
Και τη γιαγιά υφάντρα μες τον αργαλειό της
να ξεϋφαίνει τον καιρό και τις μνήμες των ανθρώπων
Και τα βράδια,καθισμένοι στις πέτρινες πεζούλες
δίπλα στην αφτούμενη παραστιά, να απαγγέλλει
στίχο-στίχο το Ρωτόκριτο ο Κορνάρος.
Την ιστορία του Χαρίδημου του κρητικού παλικαριού
που σκότωσε τη Λυγερή σαν βγήκε για κυνήγι…
‘’’ Κ’ ήβαλε μες το λογισμό να ζει να τση δουλεύγει
και με τα δώρα της αντρειάς να την-ε κανισκεύγει ..
κ’ εκείνα οπού του δίδασι πλέρωμα της αντρειάς του
επήγαινε κ’ εκρέμνα τα στο μνήμα τση Κεράς του ...’’
Και ξυπνούσανε οι κοιμώμενοι νεκροί μας
και κάθιζαν δίπλα στην παραστιά
ήσυχοι
να ακούσουν κι εκείνοι τα κατορθώματα του Χαρίδημου,
μα περισσότερο τα δικά μας με μια βαθιά λύπη στα μάτια,
ήσυχοι και θλιμμένοι -καθώς ταιριάζει στον θάνατο-
προσμένοντας καρτερικά το μερτικό τους από το ξέτελο της μέρας
για να επιστρέψουν γεμάτοι, με τα δώρα
μια ακόμα φορά
στον ωκεανό της λήθης και του θανάτου.
Μια υφαντή πατανία χώριζε το σπίτι στα δυο
και τα βράδια ακουγόταν μουγκρητά από τα βούγια
που κείτονταν πίσω από τη υφαντή πατανία.
Και ζωντάνευε ο Μινώταυρος και έσκιζε με τα κέρατα του
τη κόκκινη φαντή πατανία - κι έμπαινε στο σπίτι και ζητούσε αίμα
και σάρκες - να χορτάσει τη πείνα του.
Και εγώ μικρό κοπέλι κουβαριασμένο στον παλιό οντά
πάνω στη πλάτη του Μινώταυρου
να σαρκώνω τον μυθικό Θησέα με το σπαθί,
μια κόκκινη θάλασσα, ένα καράβι,τον Χαρίδημο και τη Λυγερή...
..το ξεχασμένο γειτονόπουλο που χε πνιγεί στο όνειρο
δώδεκα χρονών, σε ένα παλιό πηγάδι όξω απ’ το χωριό,
σαστισμένο από τις γιαγιάδες που λιβάνιζαν ολημερίς τα σόχωρα
να ξορκίσουν το θάνατο - να μην έρχεται στα όνειρα και τα σπίτια του χωριού.
Το μούργο, τον σταχτί σκύλο που ‘χε ο πατέρας δεμένο
δίπλα στην αυλόπορτα
να σέρνει το σκοινί της μοναξιά του και να κουβεντιάζει ολονυχτίς
με το πνιγμένο γειτονόπουλο.
Και η θάλασσα να βάφει τα όνειρα, το Χαρίδημο,
και τους πολεμιστές να κονταροχτυπιούνται βαμμένοι στο αίμα .
Τον μούργο που γάβγιζε τα κύματα και τον πνιγμένο να βουτά
και να χάνεται μέσ΄ την αγκαλιά της με οικεία αγάπη,
σαν στης μάνα του που χάθηκε μια νύχτα στο τρελάδικο...
Και συνεχίζω να ταξιδεύω μέσα στη κατακόκκινη θάλασσα.
Τα παλιά χαλάσματα, τον Μινώταυρο,τους παππούδες και τις γιαγιάδες,
το μούργο να γαβγίζει ακατανόητα ακόμα,
και τον πνιγμένο να γελά και να παίζει -
πότε με τη θάλασσα και τα μπλαβιά χρώματα της ανατολής -
και πότε να τυλίγεται με τη τη σκοροφαγωμένη χλαίνη που τον τύλιξε ο
πατέρας
σαν τον έβγαλαν από το πηγάδι- μπας και διώξει τον θάνατο από τα μάτια των
γυναικών.
Και στάθηκα στην κουπαστή.. και ερχόταν τα κύματα και ξέπλυναν τα όνειρα.
Και φανερώθηκε η λήθη, ένα σύννεφο σκόνης που σκέπασε το παλιό σπίτι
και τις ιστορίες των ανθρώπων .
Και βρέθηκα γέρος πια, καθισμένος στο παλιό χορταριασμένο πελέκι της
αυλόπορτας,
που ακόμα εκεί, ανασύρει με το χρόνο τα μυστήρια και τα έργα των
ανθρώπων.
Και έρχεται η γιαγιά υφάντρα που ξεΰφαινε τις μνήμες των ανθρώπων
και με παίρνει από το χέρι.
Και βρέθηκα σε ένα μεγάλο αλώνι με γύρω γύρω καθισμένες χιλιάδες σκιές
με κούπες στο χέρι να πίνουν τη κόκκινη θάλασσα και το μπλαβιό τσ
’ανατολής.
Και παραδίπλα ο μούργος, τα βούγια, ο πνιγμένος
τυλιγμένος ακόμα στη χλαίνη του πατέρα -
και ο Κορνάρος να απαγγέλλει, ακατανόητα τα έργα των ανθρώπων.
Κι έρχεται η γριά υφάντρια και μου λέει ψιθυριστά στο αυτί ..
Ό,τι κτίζαμε εδώ και αιώνες δεν τελειώνει ποτέ ..
Χέρια απλωμένα στο πουθενά -μέσα από μυστικά περάσματα
με το συναπάντημα δυο κόσμων.
Έτσι ,για να αγγίξουμε το ακατανόητο που πλάθαμε τόσα χρόνια εντός μας .
Και χάθηκα οριστικά τούτη τη φορά μέσα στη σκόνη του χρόνου
που είχε πλακώσει το παλιό σπίτι και τις μνήμες των ανθρώπων.
Και είπε ο Άνθρωπος’ ..’Γενηθήτω ηθική ’.
Και έφτιαξε κανόνες,νόμους, οριοθέτησε τα δικά του, την ιδιοκτησία του
,περιχαράκωσε την πλαστή ευδαιμονία - τα θέλω του -σε ένα παιγνίδι
ψευδαισθήσεων για το τι σημαίνει ζωή, ‘’ηθική - ηθική τάξη.
Περιέφραξε με δόγματα κάθε τύπου,πολιτικά,κοινωνικά ,θρησκευτικά,
οικονομικά την κατάσταση της ηθικής του και κλείστηκε εντός τους έτοιμος κι
αναπαυμένος να ζήσει τις κατακτήσεις του αυτές.
Μόνο που στην προσπάθεια αυτή, έγινε εθελουσία δούλος σε ένα σύστημα που
πάντα θα ισχύει και θα υπερισχύει ο νόμος του δυνατού.Το κάθε σύστημα
εξουσίας θα υπερασπίζετε και θα αναπαράγει πάντα την κοινωνικά παραδεκτή
αυτή κατάσταση ‘’ηθικής τάξης’.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που εντοπίζεται στις κοινωνίες -κοινότητες
ανθρώπων είναι ηθικό. Ταξικά ηθικό.
Σε ατομικό επίπεδο, στην οικογένεια, στους φίλους, στους δικούς μας
ανθρώπους είμαστε ηθικοί, (όχι με την έννοια της επιβαλλόμενης κοινωνικής
ηθικής) αλλά μιας πιο βαθιάς κι ανθρώπινης που καθορίζετε, ανάλογα την
παιδεία και το χαρακτήρα που κουβαλάμε και που τις περισσότερες φορές
είναι σε σύγκρουση με την δομημένη κοινωνική ηθική που επιβάλλετε και που
περνά στη κοινωνία σαν σωστή ηθική τάξη και στάση ζωής ..
Αυτήν λοιπόν την ηθική δεν την κουβαλάμε σε συλλογικό επίπεδο ώστε να
απαρτίσουμε ένα σύνολο ηθικών ατόμων κι αρχών, παρά την αφήνουμε απ έξω
πχ ατομική αναρρίχηση ,προσωπικό βόλεμα, ρουσφέτια... κτλ
Έτσι που σε συλλογικό επίπεδο είμαστε ένα ‘ανήθικο πλήθος ανθρώπων’ που
ο κάθε ένας ζητεί μόνο τα δικά του.. κι αυτή ακριβώς η λογική μας έφτασε ως
εδώ, (αυτή δεν είναι η ηθική που καλλιέργησε το σύστημα και που μας
διαπαιδαγώγησε από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας ; ) ..
Η ειλικρίνεια ,η ταπεινότητα ,ο αλτρουισμός, η ταξική συνείδηση, ο
ανθρωπισμός , δεν είναι τίποτα άλλο παρά επί μέρους αρετές κι αρχές της
Ηθικής αλλά και της αισθητικής ..
Αισθητικής , γιατί το κάθε πράγμα έχει ηθική και αισθητική διάσταση ..Αν τα
απογυμνώσεις από αυτά δεν έχεις τίποτα ...
Ηθικό κατά ένα τρόπο είναι αυτό που προκαλεί αισθητική συγκίνηση στην
ψυχή των ανθρώπων ,κι ότι προκαλεί αισθητική συγκίνηση είναι και ηθικό ...
Η ζωή κι οι εκπλήξεις της θα έπρεπε προκαλούν αισθητική συγκίνηση .
Χάσαμε την αίσθηση,τη συγκίνηση αυτή -την ηθική της ομορφιά και χάσαμε
τη ζωή μας ..
Μα πως μπορούμε σε ένα κοινό παρανομαστή- όλοι οι άνθρωποι (με
διαφορετικές θεωρήσεις για τη ζωή και τις όποιες παραμέτρους της )να
αποδεχτούμε ένα κοινό μέτρο για την ηθική και αισθητική διάσταση των
πραγμάτων ;
Η ενοποίηση του συνόλου των διαφορετικοτήτων (διαφορετική αντίληψη
ηθικής τάξης) έρχεται μέσα από το σεβασμό στην ίδια τη ζωή και την αποδοχή
της όποιας διαφορετικότητας, ανθρωποκεντρικά .
Αλλά περισσότερο από την ανάγκη ύπαρξης μια τέτοιας κοινωνίας -κοινότητας
ανθρώπων που η ατομική Ηθική-αισθητική θα μετουσιώνει τους ανθρώπων με
διαφορετικές προσεγγίσεις, με διαφορετικούς σκοπούς ύπαρξης, σε ένα ηθικό
σύνολο, με αποδεχόμενη την κοινή μας μοίρα και τη συν-διαμόρφωση μιας πιο
ανθρώπινης κοινωνίας, ελεύθερης από δόγματα κάθε τύπου, που θα προάγει
τον άνθρωπο σε κάτι καλύτερο,σε ελεύθερο όν -κι όχι δούλο ενός συστήματος
που επικράτησε με το φόβο και τη βία ..