1
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΕΝΟΣ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟΥ
Η ΝΥΧΤΑ.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2005
Κάπου εκεί που τελειώνουν τα βλέφαρα και συναντιούνται τα ματοτσίνορα
ανάβλυσε ένα δάκρυ! Ο δρόμος του μικρός, έτρεξε γρήγορα και χάθηκε στην
αρχή του τριχωτού μέρους του δεξιού κροτάφου. Το υπόλοιπο πρόσωπο
ανέκφραστο, χλωμό και στεγνό. Τα σωληνάκια από τα μηχανήματα υποστήριξης
ακουμπούσαν την μύτη και το στόμα. Στο μπράτσο υπήρχαν πολλά σημάδια από
τρυπήματα και στο άκρο του πια, ήταν εγκατεστημένη η βελόνα του ορού!
Μέσα στο δωμάτιο ακουγόταν υπόκωφα συνεχώς ο ήχος από το μηχάνημα
παραγωγής οξυγόνου. Η νεαρή γυναίκα σηκώθηκε κοίταξε προς το κρεβάτι και
στα μάτια της φάνηκε πάλι η απογοήτευση, μόνο το δάκρυ! Κανένα άλλο σημάδι
ζωντάνιας. Σηκώθηκε πήγε ήρεμα προς το κρεβάτι, έφτιαξε την άκρη του άσπρου
σεντονιού και με το αριστερό της χέρι ακούμπησε ελαφρά το χέρι του ανθρώπου
που εδώ και ημέρες έδινε την μάχη για την επιβίωση!
Γύρισε αργά κοιτάζοντας ακόμα προς το μέρος του κρεβατιού και άνοιξε
απαλά πίσω της την πόρτα του δωματίου της εντατικής. Ο διάδρομος μακρύς,
ήσυχος, την επόμενη μέρα θα ήταν γεμάτος από την κίνηση των νοσοκόμων και
των επισκεπτών. Η πτέρυγα της Α Χειρουργικής φωτιζόταν αρκετά καλά αλλά η
νοσοκόμα άρχισε να περπατά αργά και συνεχώς κοιτούσε τις άκρες των άσπρων
παπουτσιών της Οι γάμπες της λεπτές και ασπροντυμένες σου έδιναν την
εντύπωση ότι το κορμί που στήριζαν θα ήταν λεπτό και άχαρο. Αντιθέτως είχε
πολύ καλές γραμμές, το πρόσωπο της παρ όλα τα δάκρυα που κύλησαν ήταν
ζεστό, όμορφο με τα καστανά μαλλιά να είναι μαζεμένα πίσω από έναν άσπρο
σκούφο.
Μόλις έφθασε στο γραφείο της Προϊσταμένης άδειασε το κορμί της στην
πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά της.
-Άντε ρε Ελπίδα τέταρτη φορά είναι! Έχεις σχεδόν ένα χρόνο, σύνελθε! Πω
πω! Βάλτο καλά στο μυαλό σου, βοηθάς οσο μπορείς! Δεν είσαι θεός! Τι έχουμε;
-Τίποτα! Τίποτα. Εντάξει είμαι!
Η Προϊσταμένη ήταν γύρω στα πενήντα, τα τριάντα από αυτά τα είχε περάσει
μέσα στην Εντατική σε τρία νοσοκομεία. Φορτωμένη πείρα, άλλοι την πείρα την
λένε αναισθησία!
Η Ελπίδα σηκώθηκε ξανά και πήγε προς το μισάνοιχτο παράθυρο του
γραφείου. Πήρε μια βαθειά ανάσα, κοίταξε προς το πίσω μέρος του κήπου. Όλα
2
ήταν ήσυχα, το μυαλό της μόνο ήταν αναστατωμένο. Κάθε μέρα της φαινόταν
μαρτύριο, ένιωσε ένα χέρι να την σπρώχνει ελαφρά στην πλάτη.
-Έλα, έλα πιες λίγο καφέ μην τα παίρνεις σοβαρά αυτά που σου λέω! Ξέρω τι
λέω, κι εγώ τον πρώτο χρόνο σκατά ήμουν, μετά όμως σιγά σιγά άρχισα να
παίρνω στροφές!
Η μεγάλη γουλιά του καφέ την έκανε να νιώσει πολύ καλύτερα!
-Θα το συνηθίσω, το ξέρω, ίσως αυτό μ’ ενοχλεί! Τέλος πάντων, πάω να δω
το 423!
-Πάρε την πάπια μαζί σου, χρειάζεται βοήθεια το κορίτσι, μη ξεχάσεις
την αντιβίωση!
-Καλά καλά δεν είμαι τελείως άχρηστη! Πάω!
Η Ελπίδα έφτιαξε την άσπρη ποδιά της, ένιωσε καλύτερα βγαίνοντας ξανά
στον διάδρομο. Προχώρησε με βήμα σταθερό, όμως μπροστά από τον θάλαμο
421 η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα, κοντοστάθηκε και κοίταξε μέσα.
Όλα ήταν όπως πριν λίγο τα σωληνάκια ,ο ήχος της μηχανικής υποστήριξης και
το σχεδόν πέτρινο πρόσωπο. Ένιωσε άσχημα ξανά συνέχισε να βαδίζει στον
διάδρομο «εάν δεν συνηθίσω θα τα παρατήσω» σκέφτηκε «Υπάρχουν καλύτερες
δουλειές από αυτήν.»
Πάνω στο τραπέζι ήταν τα δελτία Joker, εφημερίδες και δυο πακέτα τσιγάρα.
- Θανασάκη έλα τελείωσα! Πάρε, 2 Euro παραπάνω, πήγαινε να τα
σφραγίσεις.
- Καλά, καλέ μπαμπά έρχομαι σου λέω
Ο μικρός γιος του Γιώργου Αθανασιάδη σηκώθηκε από την γυριστή καρέκλα
του υπολογιστή και πλησίασε τον πατέρα του.
- Θανάση, κοίτα τα δελτία και τα μάτια σου. Αυτή την φορά θα κερδίσουμε.
- Τι θα κερδίσουμε καλέ μπαμπά αφού άλλος πήρε τα έντεκα εκατομμύρια
Euro!
- Έλα, εμείς μπορεί να κερδίσουμε τα διπλά!...
- Σιγά μας δουλεύεις τώρα, άντε καλά πάω!
- Κοίτα μην χάσεις τα δελτία!
Μέσα στο δωμάτιο η τηλεόραση έδειχνε τις αθλητικές ειδήσεις. Ο Γιώργος
σηκώθηκε, πήγε μέχρι την άκρη του καναπέ, σκέφτηκε λίγο, σήκωσε το κεφάλι του
ψηλά, κοίταξε το φωτιστικό του ταβανιού και αργά αργά κάθισε στον καναπέ. Δεν
έδειχνε να ενδιαφέρεται για τα αθλητικά η σκέψη του ήταν στο Joker, έντεκα
εκατομμύρια! Άναψε ένα τσιγάρο, ξανασηκώθηκε. Ήταν ψηλός 1.87 είχε καστανά
μάτια κατσαρά ανοιχτόξανθα μαλλιά και αθλητικό κορμί. Είχε παίξει μπάλα
τουλάχιστον μια δεκαετία. Τώρα όμως πλησίαζε τα τριάντα πέντε, η καλύτερη στιγμή
στην ποδοσφαιρική του καριέρα ήταν όταν τον δοκίμασε ο ΠΑΟΚ! Εκτός όμως ότι
στο τέλος τον απέρριψαν, είχε και ένα σοβαρό τροχαίο τραυματισμό. Όταν ξέφυγε
το αυτοκίνητο του από τον δρόμο αναγκάστηκε, να φύγει στα χωράφια για να
σταματήσει. Στα σκαμπανεβάσματα το δεξί του γόνατο χτύπησε στο τιμόνι, αρκετά
3
δυνατά ώστε να χρειαστεί να του βάλουν στο νοσοκομείο καρφιά και λάμες! Φυσικό
ήταν οι γιατροί να του πουν «Τέρμα η μπάλα». Χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να
ξανανιώσει το γόνατο γερό αλλά, πάλι δεν ένιωθε ότι ήταν το παλιό του γόνατο, τα
καρφιά και οι λάμες ηταν ακόμα μέσα!
Στην κουζίνα του μικρού αλλά άνετου διαμερίσματος βρισκόταν η γυναίκα
του η Μαίρη, σκυμμένη πάνω από μια κατσαρόλα να προσέχει μην κολλήσουν τα
μακαρόνια. Η Μαίρη μια ψηλή κοπέλα, με μαύρα μακριά μαλλιά και μαύρα μάτια
σου θύμιζε τσιγγάνα, αλλά δεν ήταν! Η καταγωγή της ήταν μικρασιατική, είχε
μεγαλώσει στην Άνω πόλη της Θεσσαλονίκης , πλησίαζε τα τριάντα ένα. Όταν την
έβλεπαν οι άνδρες στον δρόμο τραβούσε τις ματιές τους, πότε στα κρυφά και άλλοτε
στα φανερά! Η ίδια δεν έδινε σημασία, αλλά πάντα ένιωθε ότι ακόμα άρεσε στους
άνδρες! Όταν γνωρίστηκε με τον Γιώργο σε μια ταβέρνα κατάλαβε μετά από τις
πρώτες κουβέντες που αντάλλαξαν, ότι αυτός ο άνδρας θα καθόριζε την ζωή της. Η
πολύ καλή εμφάνιση του καθώς, το ψυχρό αλλά σωστό φέρσιμο του της είχαν φέρει
ανατριχίλες όχι μόνο στο κορμί αλλά και στην καρδιά. Μετά από πέντε μήνες τρελού
έρωτα παντρεύτηκαν και στον δρόμο, στην γωνία μάλιστα υπήρχε ο Θανασάκης!
Τεσσάρων μηνών έγκυος ήταν στο γάμο! Ο Θανάσης γεννήθηκε σχεδόν τέσσερα
κιλά είχε κατάμαυρα μάτια και μαλλιά, οι φίλοι του Γιώργου για να τον πειράξουν
είπαν «ευτυχώς το παιδί σώθηκε, έμοιασε την μάνα του». Μετά όμως από όλα αυτά
τα ωραία. Ήρθαν οι άσχημες μέρες. Πρώτα το ατύχημα μετά οι κακοί υπολογισμοί
του Γιώργου στα οικονομικά, χαθήκαν κάποια χρήματα σε μια συνεργασία . Θέλησαν
να ξεκινήσουν ένα κατάστημα με Internet, που από την αρχή φάνηκε ότι ο φίλος δεν
ήταν φίλος. Ο Γιώργος για να συνέλθει από όλα αυτά πήγε, παρακάλεσε τον Κώστα
Σαμιώτη δικηγόρο και φίλο από τα παιδικά του χρόνια να κάνει ότι μπορούσε για να
ξεμπλέξει. Πράγματι τα κατάφερε! Πρώτα τακτοποιηθήκαν τα χρέη στην Εφορία
μετά του ΤΕΒΕ και στο τέλος έγιναν οι ανάλογοι διακανονισμοί για την πληρωμή
των προμηθευτών! Παράλληλα βρήκε, μια δουλειά σερβιτόρος σε μια γνωστή
καφετερία της παραλίας. Έπιασε δουλειά και η Μαίρη, ταμίας στο Carrefour, όλα
άρχισαν πάλι να πηγαίνουν καλύτερα!
Καθισμένος στο γραφείο του ο Κώστας Σαμιώτης κοίταζε την αλληλογραφία
του, ένας άσπρος μεγάλος φάκελος ξεχώριζε από τις υπόλοιπες επιστολές. Ως
συνήθως ήταν επιστολές από εταιρείες συναδέλφους και ενημερωτικά φυλλάδια.
Αυτός ο φάκελος όμως ανέφερε τον παραλήπτη, αλλά όχι τον αποστολέα!
«Πολύ ωραία! Τι είναι, τούτο πάλι» αναρωτήθηκε, το δεξί του χέρι πήγε στον
χαρτοκόπτη μετά δίστασε, αλλά στο τέλος με μια πιο γρήγορη κίνηση πήρε και
άνοιξε με βιασύνη, γεμάτος απορία τον άσπρο φάκελο. Η επιστολή που υπήρχε μέσα
ήταν τυπωμένη και γραμμένη σε κομπιούτερ! Τα μάτια του έτρεξαν πάνω στο
κείμενο, μόλις τελείωσε την ανάγνωση έγειρε προς τα πίσω στην γυριστή μεγάλη
καρέκλα του πολυτελέστατου γραφείου, άρχισε να σκέπτεται. Δεν είναι δυνατόν! Η
ψυχραιμία τον κυριάρχησε στο τέλος, άρχισε να ξαναδιαβάζει την επιστολή που τώρα
κρατούσε στο αριστερό του χέρι!
4
Αγαπητέ κύριε Κώστα Σαμιώτη
Δεν σας γνωρίζω προσωπικά, ούτε θέλω να γνωριστούμε, προς το παρόν! Όμως
θα ήθελα να σας αναθέσω μια ευθύνη για την διακίνηση ενός λογαριασμού
τραπέζης. Ο λογαριασμός περιέχει έντεκα εκατομμύρια Euro, τα εισέπραξα δυο
μέρες πριν χωρίς να δηλώσω την ταυτότητα μου στον τύπο! Όπως
καταλαβαίνετε είμαι ο υπερτυχερός του τελευταίου τζακ ποτ στο joker!
Η επιταγή των χρημάτων βρίσκεται μέσα σε μια άλλη επιστολή στο
υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην οδό Αριστοτέλους, ανυπόγραφη.
Ο προϊστάμενος έχει στα χέρια του μια επιστολή με τέσσερεις αριθμούς εσείς
σήμερα θα πάτε και θα του δηλώσετε τους παρακάτω αριθμούς 2545 αυτός θα
σας δώσει τους δικούς του και τότε, οι δυο σας θα μπορέσετε ν’ ανοίξετε έναν
λογαριασμό που θα παρακαλούσα να έχει όλους τους αριθμούς για να μπορώ και
εγώ να ελέγχω την διακίνηση του. Βεβαίως από την επιταγή έχουν ήδη πληρωθεί
οι φόροι και θα την υπογράψω μόλις δημιουργηθεί ο λογαριασμός. Η δική σας
αμοιβή για την διακίνηση και τις υπηρεσίες που θα μου προσφέρεται θα είναι
στο ύψος του 2 τοις εκατό!
Παρακαλώ πολύ εάν σε δυο ημερολογιακές ημέρες δεν εμφανιστείτε στην
τράπεζα, θα καταλάβω ότι δεν επιθυμείτε την ευθύνη αυτή, φυσικά τότε θα
αποστείλω παρόμοια επιστολή σε κάποιον άλλο συνάδελφο σας.
Οι συστάσεις που έχω για εσάς είναι άριστες, για αυτό θα σας
παρακαλούσα να αναλάβετε την ευθύνη της διακίνησης αυτού του λογαριασμού!
Σαν συνέχεια της συνεργασίας μας θα λάβετε και άλλες επιστολές, στο
τέλος θα σας παρακαλούσα να μην ψάξετε για την ταυτότητα μου είναι μάταιο,
όμως θα συναντηθούμε σε κάποια δεδομένη στιγμή που θα νιώθω ότι η ασφάλεια
μου είναι πλήρως κατοχυρωμένη.
Σας ευχαριστώ για τον πολύτιμο χρόνο που διαθέσατε και θα ήθελα
ειλικρινά να μην απορρίψετε την πρόταση που σας κάνω!
Υ Γ :Δεν είναι άσχημη η αμοιβή, για αυτό τον λόγο σας παρακαλώ
σκεφθείτε την προσφορά μου!
Ο Κώστας Σαμιώτης ένιωσε το στομάχι του να πονά! Έτσι κι αλλιώς εδώ και
αρκετό καιρό το άγχος τον είχε τσακίσει, αυτή όμως η επιστολή τον τρέλαινε! Δεν
ήξερε τι να κάνει! Ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε τόσο αναποφάσιστος.
Στο τέλος ήξερε ότι δεν θα έχανε μια τόσο καλή προσφορά! Παράτησε λοιπόν τις
υπόλοιπες υποχρεώσεις του και έπιασε το τηλέφωνο. Πρώτα πήρε τον Δημήτρη
Παυλίδη έναν συνάδελφο που ήταν αυθεντία στα οικονομικά θέματα!
-Έλα Δημήτρη Κώστας εδώ τι κάνεις;
-Έλα Κώστα πως είσαι; Καλά; Έχεις κάτι για μένα;
-Μπα! Έχω όμως κάτι για μένα! Σήμερα πήρα μια επιστολή να αναλάβω την
διαχείριση των χρημάτων αυτού του υπερτυχερού στο Joker, ξέρεις, που κέρδισε τα
έντεκα εκατομμύρια Euro!
-………….Καλά πλάκα μου κάνεις; Ποιος είναι τελικά. Δεν γράψαν τίποτα οι
εφημερίδες για το όνομα του. Λέγε παρακάτω!...
-Α, κατάλαβα ούτε συ ξέρεις τίποτα!..... Το λοιπόν αυτός ο υπερτυχερός μου
έστειλε μια ανώνυμη επιστολή, μου ζητάει να πάω στην Εθνική τράπεζα για να
μιλήσω στον προϊστάμενο της!
-Ε! και;……
5
-Δεν ξέρω να μπλέξω η να το αφήσω, ξέρεις μου γράφει ότι η αμοιβή μου θα
είναι δυο τοις εκατό!
-Να πας φίλε μου είναι καλή αμοιβή, εάν πάλι δεν θέλεις, είμαι εγώ εδώ!
-Καλά θα το σκεφθώ!
-Μην το σκέφτεσαι καθόλου! Κώστα πήγαινε δεν έχεις να χάσεις τίποτα!
Περίμενε να σου δώσω ένα τηλέφωνο της Εθνικής, σε ποιο υποκατάστημα είπες;
-Αριστοτέλους.
-Γράψε 2310 212128! Θα ζητήσεις τον κύριο Περδικιώτη! Καλά; Είναι ο
προϊστάμενος! Άντε τυχερέ θα ησυχάσεις από τις πολλές παραστάσεις και τα
τρεξίματα στα δικαστήρια!
-Το εύχομαι, γιατί το στομάχι με πεθαίνει ώρες ώρες!
-Maalox!Φίλε μου μ αυτό την περνάμε όλοι μας! Άντε bye!
-Νάσαι καλά ρε Δημήτρη, σ ευχαριστώ, γεια!
Μετά απο το τηλεφώνημα ξαναπήρε τον φάκελο της επιστολής στα χέρια,
κοίταξε στο μέρος της σφραγίδας του ταχυδρομείου, είδε ότι είχε ταχυδρομηθεί από
την Καβάλα μια ημέρα πριν!
«Να κάτι! Καβάλα, ε!....». Έστω κι αυτό κάτι είναι!
Κινήθηκε προς το τηλέφωνο, πήρε το νούμερο που του είχε δώσει ο
Παυλίδης!
-Ναι, καλημέρα σας θα ήθελα να μιλήσω με τον κύριο Περδικιώτη,
παρακαλώ.
-Ποιος να του πω ότι είσαστε;
Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από την άλλη πλευρά.
-Σαμιώτης ονομάζομαι δικηγόρος!
-Μισό λεπτό!
Μετά από μια μικρή παύση, στην γραμμή μπήκε μια ανδρική φωνή.
-Κύριε Σαμιώτη περίμενα το τηλεφώνημα σας, θα ήθελα όμως να έλθετε από
το κατάστημα μας!
-Βεβαίως, θα ήθελα όμως, να σας ρωτήσω γι αυτόν τον άγνωστο με την
περίεργη επιστολή, είναι δυνατόν να μην τον γνωρίζετε!
-Είναι δυνατόν κύριε Σαμιώτη, θα σας εξηγήσω, όταν έλθετε, μπορείτε να μου
πείτε αν θα αναλάβετε την διακίνηση του λογαριασμού αυτού;
-Πολύ πιθανόν! Ας έχω μια επαφή μαζί σας πρώτα!
-Καλώς, δεν σας πιέζω, δεν γνωρίζω τίποτα παραπάνω για το πρόσωπο αυτό.
Εκείνο όμως που θα ήθελα είναι η επιταγή να κατατεθεί σ’ ένα λογαριασμό της δικής
μας τραπέζης! Όσο πιο γρήγορα γίνει αυτό τόσο το καλύτερο για όλους μας!
Κύριε Σαμιώτη σας περιμένω αύριο το πρωί από τις δέκα και μετά, εντάξει;
-Ναι, σωστά θα κοιτάξω να έλθω, γεια σας!
-Γεια σας!
Ο Κώστας Σαμιώτης ήταν ο τελευταίος γιος της οικογένειας Σαμιώτη, οι
άλλοι δυο ήταν κατά δέκα ο ένας και έξη χρόνια ο άλλος μεγαλύτεροι. Για την
μητέρα του την κυρία Φωτεινή ήταν ο παραχαϊδευμένος της γιος. Έκανε ότι περνούσε
από το χέρι της για να τον σπουδάσει, βλέπεις οι άλλοι δυο, ο Γιάννης και ο Χρήστος
μπήκαν στο εμπόριο. Όταν όμως τα οικονομικά της μητέρας του ήταν καλύτερα και
αφού ο Κώστας πέρασε στην Νομική η μοναδική της εμμονή ήταν ότι δεν μπόρεσε
να προσφέρει στα άλλα αγόρια, θέλησε με πάθος να το προσφέρει στον Κώστα. Έτσι
λοιπόν, μετά τον τρίτο χρόνο σπουδών ο Κώστας γνώρισε την Αμαλία, ένα κορίτσι
επίσης σπουδάστρια της Νομικής, από πολύ καλή οικογένεια της Θεσσαλονίκης. Η
οικογένεια της Αμαλίας ήταν σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση, λόγω των
πολλών ακινήτων που υπήρχαν στο όνομα του πατέρα αλλά και της μητέρας. Μόλις η
6
Αμαλία παντρεύτηκε τον Κώστα η οικογένεια της την κάλυψε οικονομικά, έτσι δεν
χρειάστηκε να δουλέψει. Τής έμεινε όμως η μόρφωση που είχε από την Νομική
σχολή. Ήταν μια έξυπνη κοπέλα τριάντα δυο χρονών, το πρόσωπο της θύμιζε αρχαίο
άγαλμα, λιτές, όμορφες γραμμές κυρίως στην μύτη και στο στόμα. Δυο όμορφα
πράσινα μάτια πλαισίωναν το πρόσωπο της! Μακριά κατάξανθα μαλλιά και ένα
καλογυμνασμένο σώμα. Τα πολλά παιχνίδια του τένις με τον πατέρα και τους
γνωστούς, στο πατρικό τους την κρατούσαν ακόμα σε πολύ καλή φόρμα!
Ο Κώστας ήταν ο άνθρωπος με την θέληση ζωγραφισμένη στα μάτια του,
πλησίαζε τα τριάντα έξη! Είχε όμως πράγματι παχύνει λίγο από τότε που ήταν
φοιτητής. Τα γρήγορα γεύματα στην ώρα των μετακινήσεων από τα δικαστήρια στο
γραφείο και το άγχος τον έκαναν να δείχνει μεγαλύτερος από την ηλικία του! Πάντα
πρόσεχε το καλό του ντύσιμο, αυτό έκανε το παρουσιαστικό του να είναι επιβλητικό!
Μετά τον γάμο ο Κώστας και η Αμαλία απόκτησαν μια κόρη, κανείς από την
οικογένεια της Αμαλίας δεν είχε αντίρρηση να πάρει το όνομα της κυρίας Φωτεινής.
Η Φωτεινούλα λοιπόν ήταν ένα πανέμορφο πλάσμα οκτώ ετών. Κατάξανθο λεπτό
ψηλό με μακριά χέρια και πόδια. Όλα αυτά είχαν έναν χαρακτήρα γεμάτο πείσμα
και νεύρο!
Ο Κώστας θα μπορούσε να δουλεύει λιγότερο αλλά ποτέ δεν θέλησε να κάνει
κάτι που θα έδειχνε ότι ήταν σύμμαχος με την τεμπελιά!
Όπως τώρα με την επιστολή συν όλα αυτά μπροστά του, ήξερε ότι είχε μια
πολύ καλή ευκαιρία να αποδείξει τι αξία έχει! Εκείνη την στιγμή που έκλεισε το
τηλέφωνο με την τράπεζα, γνώριζε ότι αυτήν την υπόθεση θα την αγαπούσε
περισσότερο, συμφώνα με τις συγκινήσεις που του προσέφερε!
Οι σταγόνες του ορού γυάλιζαν σαν μικρά καρφιά, ξεκινούσαν την διαδρομή
τούς μέσα από το διάφανο σωληνάκι της φιάλης, αργά αργά σχεδόν βασανιστικά,
όταν έφθαναν στο τέλος χάνονταν μέσα από την σύνδεση βελόνας - φλέβας! Τα
δευτερόλεπτα και τα λεπτά του ρολογιού στον τοίχο έτρεχαν θαρρείς πολύ γρήγορα
αλλά το πέρασμα τους ήταν βασανιστικό!
Η Ελπίδα άλλη μια φορά μπήκε στο 421, κρατούσε στα χέρια μια γεμάτη
φιάλη ορού. Καμιά αλλαγή, βαριά η ανάσα και ο θόρυβος από τα μηχανήματα
υποστήριξης. Στην καρέκλα απέναντι από το κρεβάτι τώρα καθόταν μια κυρία. Ξανθή
με αριστοκρατική ομορφιά Ντυμένη απλά με ένα φόρεμα γκρι, τα μακριά μαλλιά της
μαζεμένα σε έναν κόμπο πίσω και λίγο δεξιά. Τα μεγάλα πράσινα μάτια της είχαν μια
έκφραση πόνου ανάμεικτη με απορία. Μέσα της το αίμα κυλούσε αργά, παγωμένο,
αυτό την έκανε να δείχνει σφιγμένη. Ανακάθισε μόλις είδε την Ελπίδα, την
καλημέρισε, η φωνή της ήταν βαθιά με ένα λεπτό τρέμουλο!
-Πέρασε ο κύριος Ιωάννου σήμερα;
-Όχι, ακόμα, σε είκοσι λεπτά περίπου!
Αυτός ήταν ο σύντομος διάλογος της Ελπίδας με την κυρία!
Στο τραπεζάκι ήταν επιμελώς τοποθετημένα ένα περιοδικό και ένα μοναδικό
τριαντάφυλλο, κατακόκκινο. Με μερικές δροσοσταλίδες ακόμα να υπάρχουν πάνω
στα πέταλα του!
Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε, ένας ασπροντυμένος γιατρός μπήκε μέσα στον
θάλαμο, η Ελπίδα άλλαξε γρήγορα την φιάλη με τον ορό και ρώτησε εάν θα την
χρειαστεί ο γιατρός!
7
-Όχι, μπορείς να πηγαίνεις, σ’ ευχαριστώ!
Μέσα στο θάλαμο ήταν τώρα ο κύριος Ιωάννου με την κυρία Σαμιώτη!
-Τι νεότερο υπάρχει; Ρώτησε η Αμαλία Σαμιώτη.
-Προς το παρόν, καμιά εξέλιξη η κατάσταση είναι σοβαρή αλλά υπάρχει μια
σταθεροποίηση, η οποία μας κάνει λίγο αισιόδοξους!
-Κύριε Ιωάννου, αυτή είναι μια τυπική απάντηση, μήπως πρέπει να ξέρω κάτι
παραπάνω;
Ο τόνος της φωνής του γιατρού άλλαξε αμέσως, έγινε πιο φιλικός.
-Όχι, μην στεναχωριέσαι, μπορεί να στα είπα λίγο τυπικά αλλά έτσι είναι.
Έχουμε ένα πρόβλημα με την αιμοκάθαρση την οποία θέλουμε να την κάνουμε όσο
το δυνατόν πιο ήσυχα χωρίς να έχουμε επιπλοκές!
-Καλά, κάνε ότι μπορείς, ότι μπορείς…..!
-Μα έτσι κι αλλιώς, αυτό κάνω, Αμαλία ηρέμησε σε αυτήν την φάση, δεν
μπορείς να αλλάξεις την κατάσταση! Πάμε έξω καλυτέρα!
Στον πεντακάθαρο διάδρομο η Αμαλία Σαμιώτη και ο γιατρός προχώρησαν
έως την πόρτα του ασανσέρ χωρίς μιλιά! Μόλις μπήκαν μέσα ρώτησε ο γιατρός:
-Μα καλά, τόσο καιρό;
-Δεν μιλούσε, φοβότανε νομίζω, δεν ήθελε να μάθει κανείς τίποτα!
-Μπράβο! Πρέπει να είχε πολύ κουράγιο! Είμαι σίγουρος ότι οι πόνοι θα ήταν
έντονοι, δεν μπορεί…! Σε κάθε μετάσταση είναι πολύ έντονοι !
-Δεν ξέρω , δεν ξέρω!...
-Το λοιπόν, αύριο θα κοιτάξω να βρίσκομαι στον θάλαμο του περισσότερο
χρόνο, είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω!
-Σ ευχαριστώ, πολύ γιατρέ!
Από το μεγάλο παράθυρο του διαδρόμου η Ελπίδα κοίταξε ξανά την κυρία
Αμαλία Σαμιώτη που έμπαινε στο μικρό ολοκαίνουργιο Toyota Yaris και σκέφτηκε
πόσο διαφορετική ήταν η θέση της με αυτήν της κυρίας Σαμιώτη!
ΟΜΟΡΦΕΣ ΜΕΡΕΣ
Ο Γιώργος καθόταν και περίμενε την γυναίκα του να στρώσει το τραπέζι. Η
Μαίρη είχε τελειώσει το μαγείρεμα, τώρα έβαζε τα πιάτα στο τραπέζι. Ο Γιώργος
παράτησε από το χέρι την εφημερίδα που κρατούσε, ταυτόχρονα με το άλλο έσβησε
το τσιγάρο στο γυάλινο βαρύ τασάκι!
-Ρε Μαιρούλα θυμάσαι τότε που είχαμε πάει στην Ρόδο για διακοπές. Που
τώρα πια! Τέλος πάντων, ρε Μαιρούλα τι ωραία γυναίκα που ήσουν…!
-Γιατί τώρα δεν είμαι, ήμουν τότε μόνο;
-Όχι προς θεού, ακόμα είσαι κορμάρα, γυναικάρα,…..και γυναίκα μου! Αλλά
δεν θα ξεχάσω τότε στην παλιά πόλη της Ρόδου, είχε ένα σιντριβάνι, όλος ο κόσμος
έβγαζε φωτογραφίες εκεί. Θυμάσαι που πήγες και στήθηκες μπροστά στο σιντριβάνι
για να σε φωτογραφίσω!....
-Αν θυμάμαι λέει!
8
-Ρε Μαιρούλα, ένα κλικ έκανε η δική μου μηχανή, ακουστήκαν όμως άλλα
πέντε κλικ, τρελάθηκα! Γύρισα το κεφάλι μου και τι να δω! Πέντε μηχανές σε
φωτογράφιζαν εκτός από την δική μου, κάτι φάτσες χαμογελαστές σαν να μου έλεγαν
«τυχερέ τι γυναικάρα είναι αυτή που έχεις, άσε και εμείς να την θυμόμαστε». Ναι
Μαίρη έτσι έγινε, αλλά καθόλου δεν με πείραξε, ένιωσα μια υπερηφάνεια, όπως
νιώθω τώρα γιατί ακόμα είσαι δίπλα μου!....
-Τώρα το πες καλά, έτσι μπράβο γι αυτό σ’ αγαπώ!
-Το ξέρω Μαίρη μου, το ξέρω!
-Ε και λίγη μετριοπάθεια δεν βλάπτει!
Τα κεφτεδάκια και οι τηγανιτές πατάτες ήταν τώρα στο τραπέζι, δίπλα σε δυο
μπουκάλια κρύας μπύρας. Ο Γιώργος ένιωσε έναν απότομο βήχα, ο λαιμός του είχε
ένα ελαφρό βράχνιασμα, εδώ και μέρες τον ενοχλούσε στην δουλειά. Το χέρι του
μπήκε μπροστά στο στόμα για να βήξει ελεύθερα. Μόλις τελείωσε ο βήχας, κατέβασε
το χέρι και έπιασε το ένα μπουκάλι μπύρας!
-Ωραία ας πιούμε μια γουλιά να πάει ο βήχας παραπέρα!
Στο σαλόνι πάνω στο μικρό τραπεζάκι δίπλα από το γραφείο έπιπλο για τον
υπολογιστή του Θανάση, υπήρχε το τηλέφωνο, το κουδούνισμα έφτασε μέχρι την
κουζίνα!
-Σήκωσε το Θανασάκη. Είσαι πιο κοντά!
Ο Θανάσης έκανε μια απαλή κίνηση, με το δεξί χέρι πήρε το ακουστικό και το
έβαλε στο αυτί του.
-Ναι! Ποιος είναι;
-Τον πατέρα σου θέλω Θανάση, μου τον δίνεις; Είμαι ο Κώστας.
-Ναι μισό λεπτό!.......ΜΠΑΜΠΑΑΑΑ……!
-Καλά μην τσιρίζεις, έρχομαι, στο ‘χω πει όταν μιλάς στο τηλέφωνο δεν
φωνάζεις, είναι ενοχλητικό γι’ αυτόν που σ’ ακούει. Ναι λέγε Κώστα τι κάνεις;
-Έλα Γιώργο, η Αμαλία λέει το βράδυ να πάμε για κανένα ψάρι στην Αγιά
Τριάδα.
-Κοίτα εγώ τελειώνω σήμερα στις έντεκα, μετά είμαι ελεύθερος, κάτσε να
ρωτήσω την Μαίρη.
Κάλυψε με το χέρι του το ακουστικό και ρώτησε κάπως φωναχτά:
-ΜΑΙΡΗΗ…! Ο Κώστας και η Αμαλία λένε για κανένα ψάρι το βράδυ τι λες;
-Ναι πες τους, εάν κερνάν το κρασί, γιατί όχι!
-Η Μαίρη λέει, αν κερνάτε το κρασί ερχόμαστε!
-Ωραία θα έρθουμε να σας πάρουμε από την δουλειά, Γιώργο κατά τις έντεκα
και τέταρτο καλά;
-Ναι τα λέμε το βράδυ!
Ο μικρός Θανάσης κοιτούσε τώρα τον πατέρα του με άγριο ύφος!
-Τι έχεις εσύ; Τον ρώτησε ο Γιώργος!
-Γιατί καλέ μπαμπά να φωνάζεις εσύ στο τηλέφωνο και όχι εγώ….!
-Γιατί εγώ είμαι ο μπαμπάς σου, τσάμπα τα 'χω τα γαλόνια;….!
9
Ένα πνίξιμο, όχι τόσο έντονο, αλλά ο βήχας ήταν εκεί κοφτός και μια ανάσα!
Βαθειά πολύ βαθειά, όμως ο άνθρωπος στο κρεβάτι την ένιωσε κοφτή και επίπονη!
Το βλεφάριασμα ήταν πολύ ανάλαφρο σχεδόν ανεπαίσθητο, είχε όμως την αξία του!
Σιγά σιγά τα μάτια γύρισαν από το βάθος της απραξίας και ένιωσαν το έντονο φως
του φωτιστικού στο ταβάνι, ήταν ακαθόριστο. Ο εγκέφαλος έγραφε αλλά δεν
ξεχώριζε ακόμη, οι αισθήσεις ήταν αδύναμες και όμως η ζέστη ήταν έντονη!
Δεν υπήρχε επαφή με τα άκρα, εκτός από έναν ελαφρύ πόνο στο αριστερό
χέρι. Μια φιγούρα ακαθόριστη, ένας ήχος πολύ θαμπός σχεδόν υπόκωφος. Σε λίγα
δευτερόλεπτα ο εγκέφαλος κατέγραφε αρκετά περισσότερα στοιχεία, πρώτα το
ταβάνι, μετά την γυναικεία φιγούρα ντυμένη στα άσπρα και μετά τον ήχο που ήταν
ξεκάθαρα μια ομιλία!
-Είστε καλά;
-………..Εεεεεε…..ωωω!
Ήταν μια μορφή απάντησης! Κάτω από το κρεβάτι το δοχείο για τα υγρά
άρχισε να γεμίζει ξανά! Οι αισθήσεις άρχισαν να χάνονται! Δεν υπήρχε πια ούτε το
φως, ούτε ο ήχος, ούτε η γυναικεία φιγούρα, μόνο ένας βαθύς έντονος ίλιγγος που
κατέληγε σε μια απόλυτη ηρεμία!
Στον θάλαμο 421 το μηχάνημα που κατέγραφε τους παλμούς της πίεσης
άρχισε ξανά να ηρεμεί! Σε αργούς τώρα ρυθμούς, η Ελπίδα κοίταξε μια το μηχάνημα
και μια τον άνθρωπο που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι! Τίποτα, πάλι ήταν σε
καταστολή! Ένας ελαφρύς αναστεναγμός της ξέφυγε από το βάθος του στήθους.
Κάλυψε τον θόρυβο που έκανε όταν άνοιξε κάποιος την πόρτα πίσω της. Ένας κύριος
καλοντυμένος στεκόταν τώρα δίπλα της. Ο κύριος Σαμιώτης, τον γνώρισε η Ελπίδα
και του είπε:
-Καλησπέρα σας κύριε Σαμιώτη, μόλις είχαμε μια αναλαμπή! Ελάχιστη
βέβαια, αλλά ήταν εδώ!
-Μάλιστα κατάλαβα! Τα πράγματα δεν είναι καλά φαντάζομαι;
-Τι να σας πω θα σας τα πει ο γιατρός, πρέπει να πάω και στο 423!
-Παρακαλώ!
Η Ελπίδα έφυγε, ο Σαμιώτης έμεινε μόνος στο δωμάτιο, κάθισε στην καρέκλα
που υπήρχε δίπλα από το κρεβάτι και τα μάτια του χαμήλωσαν. Το δεξί του χέρι
έπιασε ελαφρά το αριστερό χέρι του ασθενούς! Καμία αντίδραση φυσικά, ο Σαμιώτης
άρχισε να αισθάνεται άσχημα, τα μάτια του υγράνθηκαν, αμέσως άφησε το χέρι του
ασθενούς. Σηκώθηκε κοίταξε από κοντά το πρόσωπο που ήταν ακίνητο μπροστά του,
ξαφνικά η χλομάδα βαθειά χαλκοπράσινη έγινε πιο έντονη στα μάτια του! Μέσα στο
στήθος του ένιωθε την καρδιά του να χτυπά αργά σαν να ήθελε να σταματήσει και να
ακολουθήσει την καρδιά του ασθενούς! Ένας χτύπος στην πόρτα έκανε τον Σαμιώτη
να αναπηδήσει έντονα, ήταν τόσο αφηρημένος που του φάνηκε ότι ο χτύπος ήταν
έντονος, δυνατός σαν βροντή!
-Με συγχωρείτε! Το 421! Δικό μου το λάθος! Συγνώμη!.....
Ένας ξανθός νεαρός άνδρας εμφανίστηκε στην πόρτα όχι για πολύ μέχρι που
κατάλαβε ότι βρισκόταν σε λάθος θάλαμο!
Ο Σαμιώτης τώρα είχε κανονικούς ρυθμούς. Μόνο που η λύπη ήταν έντονα
ζωγραφισμένη στο ευγενικό πρόσωπο του. Δεν είχε το κουράγιο να κάτσει παραπάνω
στον θάλαμο. Πήγε προς την πόρτα, την άνοιξε διάπλατα γύρισε για μια στιγμή
κοίταξε προς το κρεβάτι του ασθενούς και βγήκε από τον θάλαμο! Στον διάδρομο δεν
ήταν κανείς! Περπάτησε προς το τέλος του διαδρόμου όπου βρισκόταν το ασανσέρ,
τώρα στην ψυχή του ένιωθε πόση αξία είχε που ο ίδιος ήταν εκεί κοντά σε ένα
πρόσωπο που έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην ζωή του!
10
Η βραδιά ήταν ζεστή με ένα ανάλαφρο αεράκι να έρχεται πολύ ευεργετικά
από την μεριά της θάλασσας. Τρία γκαρσόνια έτρεχαν να προλάβουν τα πάντα,
στρώσιμο τραπεζιών, παραγγελίες και μάζεμα πιάτων. Ο Γιώργος τα έβλεπε όλα αυτά
η εκτίμηση για όλη αυτήν την εργασία ήταν κάτι παραπάνω από περισσή! Η Μαίρη
που καθόταν δίπλα του ήξερε πόσο κουρασμένος ήταν ο άντρας της και δεν μίλησε
για αρκετή ώρα! Ο Κώστας κοίταζε την Φωτεινούλα που μιλούσε στον Θανάση, ενώ
η Αμαλία έβαλε την πρώτη μπουκιά από τα καλοψημένα καλαμαράκια στο στόμα της
και κάθισε καλύτερα στην καρέκλα της! Η Φωτεινούλα τυραννούσε τον Θανασάκη
μιλώντας συνεχώς:
-Θανάση θέλεις να παίξουμε κρυφτό;
-Ναι!
-Το λοιπόν εγώ θα σταθώ μπροστά σου και συ εάν με βρεις, όταν ανοίξεις τα
μάτια σου θα σου δώσω ένα φιλί!
-Καλέ μπαμπά τι λέει αυτή;
-Μην την προσβάλεις δέξου τους όρους της, έτσι κι αλλιώς θα βγεις
κερδισμένος!
-Δεν θέλω να παίξω τέτοιο κρυφτό! Πάμε μια βόλτα μέχρι την αμμουδιά;
-Ουφ! Τέλος πάντων! Πάμε ! Είπε η Φωτεινούλα και πήγε να πιάσει το χέρι
του Θανασάκη όμως αυτός το τράβηξε γρήγορα και την κοίταξε άγρια!
Τα δυο παιδιά τρέξανε προς την αμμουδιά που ήταν μόλις λίγα μέτρα από την
ταβέρνα του «Μήτσου». Όλοι στο τραπέζι, τους κοίταζαν και κάποια μικρά χαμόγελα
φάνηκαν στις άκρες των χειλιών τους, μ’ ένα ίχνος ζήλειας για την ηλικία τους!
-Γιώργο πάμε να κάνουμε ένα τσιγάρο στην προβλήτα! Ρώτησε ο Κώστας και
έσπρωξε την καρέκλα πίσω του καθώς σηκώθηκε.
-Και δεν πάμε, είναι ωραία η βραδιά!
Μέσα στο μυαλό του Γιώργου όμως υπήρχε η εντύπωση ότι ο φίλος του ήθελε
κάτι να του πει χωρίς να το ακούσουν οι γυναίκες τους!
Η Μαίρη κοίταξε τον Γιώργο και του είπε;
-Κοίτα μην αργήσετε, ένα τσιγάρο μόνο γιατί είναι ήδη αργά για τα παιδιά!
Η Αμαλία Σαμιώτη ήταν αφηρημένη, η ματιά της έτρεχε στο βάθος της
θάλασσας εκεί που μόλις άχνιζαν τα φώτα από την πόλη της Θεσσαλονίκης. Το φως
από τον μικρό φάρο στο Καραμπουρνάκι μια χανόταν και μια άναβε σε τακτά
χρονικά διαστήματα. Κάτι την βασάνιζε!
-Αμαλία τι έχεις ;
-Τίποτα, η μικρή με κούρασε πολύ σήμερα, λέω να την πάω σε κάποιο γιατρό,
δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση!
-Νομίζεις ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για να το κάνεις αυτό; Η μήπως
πρέπει να κάνεις ακόμα λίγη υπομονή ο Κώστας τι λέει;
-Τώρα μάλιστα! Ο Κώστας δεν μπορεί να ασχοληθεί και με το παιδί, εγώ
πρέπει να κοιτάξω να την πάω!
-Καλά όπως νομίζεις ίσως είναι καλύτερα να πας μαζί με την μητέρα σου,
τουλάχιστον θα έχεις κάποιον πλάι σου!
11
Οι δυο άντρες βάδιζαν πολύ αργά πάνω στην τσιμεντένια προβλήτα που
κάποτε ήταν ξύλινη και τα καραβάκια από την Θεσσαλονίκη έρχονταν μέχρι αργά για
να πάρουν τον κόσμο για να τον γυρίσουν πίσω στην πόλη. Σαν μικρές πολιτείες με
τα φώτα τους, τον θόρυβο από τις βαριές μηχανές και οι φωνές του κόσμου έκαναν
αυτό το πολύ μικρό ταξίδι να φαντάζει σαν μια ολόκληρη περιπέτεια για τους
μικρούς! Τώρα όμως τίποτα, μια απόλυτη γαλήνη, μόνο μερικοί ντόπιοι έμειναν να
ψαρεύουν στην άκρη της τσιμεντένιας προβλήτας. Κάποιοι Θεσσαλονικείς
απολάμβαναν την βόλτα τους μέσα στην όμορφη νυχτιά!
-Κώστα λέγε! Δεν ήρθαμε μόνο για τσιγάρο, κάτι συμβαίνει!
-Ε! Ναι, το πρωί καθώς σηκώθηκα αρπάχτηκα με την Αμαλία, άρχισε να με
εκνευρίζει, επίτηδες !
-Άσε, η Αμαλία δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα, έτσι χωρίς αιτία;
-Να σου πω, πριν ντυθώ άρχισε την γκρίνια για τα ρούχα μου, ξέρει βλέπεις
πόσο θέλω να είμαι πάντα στην τρίχα! Μετά ξέσπασε στην δουλειά μου, πήγε
ανακάτεψε και την οικογένεια μου στον καυγά, ανακάτεψα και εγώ την δικιά της.
Στο τέλος γίναμε μαλλιά κουβάρια!
-Τι μου λες ρε παιδί , για λέγε!.....
Ο Γιώργος ένιωθε πως κάτι σοβαρό συνέβαινε στον φίλο του και περίμενε με
υπομονή ν' ακούσει την συνέχεια!
-Αφού πρώτα ακουστήκαν κάτι άσχημες λέξεις από το στόμα και των δυο, η
Αμαλία κάθισε στην πολυθρόνα του σαλονιού και ενώ εγώ συνέχιζα τον καυγά αυτή
δεν έλεγε κουβέντα παραπάνω!
-Τα παράτησε νωρίς βλέπω!
-Μπα, τότε άρχισε να κλαίει και να με κοιτάζει απελπισμένη, κατάλαβα ότι
δεν ήταν ένας συνηθισμένος καυγάς, περίμενα να ακούσω κάτι από το στόμα της. Με
κοίταξε στα μάτια και μου είπε «μην φωνάζεις άλλο πια, δεν μπορώ έχω πρόβλημα!»
πάγωσα την κοίταξα ξανά και την ρώτησα «τι πρόβλημα:»
-Δηλαδή:
-«Την ώρα που έκανα το πρωινό μου μπάνιο! Ανακάλυψα έναν όγκο λίγο πιο
επάνω από το αριστερό μου στήθος,» μου απάντησε, εγώ πάγωσα άλλη μια φορά και
τότε ούτε τα πόδια μου δεν μπορούσα να κουνήσω!
-………..Για σιγά! Δηλαδή ….καλά! Μετά τι σου είπε:
-Τι να μου πει, έκλεγε σαν μικρό παιδί, και εγώ ένιωθα τόσο ανήμπορος να
κάνω κάτι. Βέβαια μετά ηρέμησα αλλά στην αρχή ήμουν και ήταν σαν να μην είχαμε
άλλη διέξοδο παρά μόνο να σκεφθούμε το χειρότερο!
Ο Γιώργος άναψε το ένα τσιγάρο με το προηγούμενο και τα χέρια του άρχισαν
να τρέμουν ελαφρά! Δεν φανταζόταν στην ζωή του κάποιον από τον κύκλο του να
έχει τέτοιο πρόβλημα, εκτός βεβαία ότι ο ίδιος ήταν ένα άτομο που δεν έλεγε τίποτα
για αυτά που περνούσε στην ζωή του στους άλλους, τώρα εκτίμησε την εξομολόγηση
του φίλου του σαν την μοναδική!
-Κοίτα, πρώτα πρέπει να πάτε σ έναν ογκολόγο, αυτός θα σας πει
περισσότερα πράγματα και θα σας υποδείξει τι εξετάσεις πρέπει να κάνει η Αμαλία!
-Ε! Ναι, αυτό σίγουρα είναι το πρώτο βήμα! Τα υπόλοιπα βήματα με
φοβίζουν! Γιώργο τσιμουδιά, στην Μαίρη δεν θα πεις τίποτα, εάν θέλει η Αμαλία θα
της το πει, εντάξει!
-Ναι! Ναι! Σίγουρα….!
Οι δυο άνδρες κοιταχτήκαν στα μάτια, ο Γιώργος ένιωσε ότι πραγματικά είχε
βοηθήσει τον φίλο του μ αυτήν την συζήτηση! Στο τρίτο τσιγάρο ο Γιώργος άρχισε
να βήχει κάπως έντονα, βάζοντας το χέρι μπροστά στο στόμα γύρισε προς την
θάλασσα. Κατάφερε να σταματήσει για μια στιγμή τον βήχα, παίρνοντας μια βαθειά
12
ανάσα. Ο αέρας που μπήκε στα πνευμόνια του είχε λιγότερο καπνό, αυτό σταμάτησε
οριστικά τον βήχα!
-Πάμε Κώστα μας περιμένουν, τα παιδιά πρέπει να κοιμηθούν!
-Ναι, γυρνάμε, έχω κάτι ακόμη να σου πω, είναι κάτι περίεργο!
-Ευτυχώς που είναι μόνο περίεργο και όχι σαν το προηγούμενο!
-Καμία σχέση, σήμερα ανάλαβα την διαχείριση ενός λογαριασμού ένδεκα
εκατομμυρίων EURO!
-Τι….Τι…!.:
-Ναι πριν λίγες μέρες ο τυχερός του Joker μου εμπιστεύθηκε την διαχείριση
των κερδών του, φυσικά με πολύ καλή αμοιβή!
-Μάλιστα , και ποιος είναι αυτός ο μπαγάσας που μάζεψε όλο το χρήμα:
-Μακάρι να ήξερα, πρέπει πάντως να είναι από την Καβάλα, δεν είμαι όμως
σίγουρος!
-Καλά θα με τρελάνεις, τι θα πει δεν είσαι σίγουρος, δεν τον γνώρισες τον
τύπο:
-Μπα όλα έγιναν μέσω τραπέζης, αλλά μου υποσχέθηκε γραπτώς ότι θα τον
γνωρίσω όταν θα νιώθει ασφαλής!
-Ε! Καλά, με τόσα λεφτά δεν είναι περίεργο που νιώθει ανασφαλής, κάτι
απαγωγές παιδιών για λύτρα και τα λοιπά και τα λοιπά….!
-Ναι! Η περιέργεια όμως με βασανίζει!
-Δεν πειράζει , μη δίνεις σημασία κάνε την δουλειά σου και όλα θα πάνε
καλά, αλλά αυτό με την Αμαλία με σόκαρε πρέπει να στο πω! Εύχομαι το καλύτερο,
να μην είναι έτσι όπως τα φανταζόμαστε!
-Τι να πω! Τώρα είναι που το στομάχι μου θα με τρελάνει μέχρι να πάρουμε
τα αποτελέσματα!
Με αυτά τα τελευταία λόγια του Κώστα έκλεισε η συζήτηση, γιατί είχαν ήδη
φτάσει πίσω στην ταβέρνα. Οι δυο κυρίες τους περίμεναν, τα παιδιά έδειχναν
μισοκοιμισμένα!
Στο δρόμο της επιστροφής, μέσα στο αυτοκίνητο του Κώστα δεν ακούστηκε
μιλιά, μόνο το ράδιο του αυτοκινήτου έπαιζε χαμηλά και αυτό για να μην ξυπνήσει η
Φωτεινούλα που τώρα κοιμόταν στο πίσω κάθισμα.
Ο δρόμος μέχρι το σπίτι για τα δυο αυτοκίνητα ήταν ήσυχος, χωρίς καθόλου
κίνηση. Η ώρα είχε πάει μια και μισή μετά τα μεσάνυχτα! Το κίτρινο φως από τα
δημόσια φώτα έλουζε τον δρόμο που δεν ένιωθε το βάρος της μεγάλης κίνησης της
ημέρας, ίσως αυτή να ήταν η ξεκούραση του! Λιγοστοί άνθρωποι στους δρόμους,
είχαν ζωγραφισμένη την κούραση της ημέρας στα κορμιά και στα πρόσωπα τους!
13
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ 'ΘΕΛΑ…..ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΣΟΥ!
Τα μάτια κοίταζαν σταθερά το ταβάνι οι αισθήσεις ήταν αρκετά σταθερές,
υπήρχε η ακοή, η όραση και η επικοινωνία μέσω της ομιλίας. Στο δωμάτιο ο
άρρωστος άνθρωπος στο κρεβάτι χαιρόταν χωρίς καμιά απολύτως τύψη την ύπαρξη
του! Βέβαια ο πόνος σε όλο του σώμα ήταν έντονος έως δυνατός. Οι φλέβες τώρα
ήταν ζεστές και η βελόνα από την φιάλη με τις σταγόνες του ορού έκανε το μπράτσο
του να πονάει! Περιέργως αυτή η αίσθηση του πόνου, ίσως να ήταν και η πιο έντονη
απόδειξη ότι ακόμα ζούσε, έστω και με πόνο!
Το στόμα άνοιξε αλλά η ύπαρξη του σωλήνα με το οξυγόνο στην μύτη ήταν
ανυπόφορη! Μια προσπάθεια να κινήσει το δεξί του μπράτσο ήταν αποτυχημένη! Το
ίδιο και στα κάτω άκρα, κάπου στον πίσω χώρο της πλάτης ένιωθε ένα ελαφρύ
κάψιμο!
- Έεε. Να …, …καλά, !
Δυο λέξεις ήταν αρκετές για να δώσουν την πλήρη δυνατότητα της
επικοινωνίας. Όμως στον θάλαμο δεν υπήρχε κανένας! Απέναντι από το κρεβάτι
ήταν ένας πίνακας, έδειχνε ένα ηλιοβασίλεμα και κάποιο δέντρο που έμοιαζε με
φοίνικα κάλυπτε την δεξιά πλευρά του τοπίου! Ένας όμορφος πίνακας. Σε κάπου
τριάντα εκατοστά από τον πίνακα ήταν η πόρτα, μια άσπρη ξύλινη πόρτα χωρίς
τίποτα το ιδιαίτερο! Όμως για τον άνθρωπο στο κρεβάτι ήταν ίσως η μόνη έξοδος
προς τον κόσμο, ήταν η πόρτα που του δυνάμωνε το άτιμο και ύπουλο συναίσθημα
της φυγής προς το σπίτι! Η φυγή τον κυρίευσε και έγινε πιο έντονη καθώς με μια
κίνηση που του κόστισε έναν έντονο πόνο στο στήθος και στην μέση έκανε ίσως την
μεγαλύτερη προσπάθεια για να ξαναγυρίσει στο παρελθόν! Το παρόν όμως ήταν τόσο
αμείλικτο, επώδυνο, η χαλάρωση που ήλθε μετά από την υπερπροσπάθεια φόβισε τον
άρρωστο άνθρωπο. Μήπως, ήταν αυτή που θα έφερνε το τέλος!
Η πόρτα άνοιξε, στο άνοιγμα της εμφανίστηκε μια νεαρή νοσοκόμα, ο
εγκέφαλος λειτουργούσε άψογα, ήταν η Ελπίδα. Ναι αυτό ήταν το όνομα της
νοσοκόμας! Στο πρόσωπο της ήταν ζωγραφισμένη μια έκφραση χαράς και έκπληξης:
- Μπα, τι βλέπω σήμερα είναι μια άλλη μέρα, καλημέρα!
-Ναι!....Τι ημέρα είναι;
-Κυριακή, 30 Αυγούστου!
Η φωνή του ανθρώπου στο κρεβάτι ήταν αδύναμη αλλά σταθερή, η Ελπίδα
καταλάβαινε ότι έπρεπε να μη κουράσει τον άνθρωπο, παραπάνω από το κανονικό
και το κανονικό ήταν, ότι όσο πιο γρήγορα τελείωνε την δουλειά της, τόσο καλυτέρα.
Μετά σκέφθηκε θα μπορούσε να κάτσει λίγη ώρα στο θάλαμο, έτσι για να κάνει τον
άνθρωπο να νιώσει την ύπαρξη κάποιου δίπλα του. Κατέβασε γρήγορα το κρεβάτι
σχεδόν σε οριζόντια θέση, με το αριστερό της χέρι έσπρωξε όσο πιο ελαφρά
μπορούσε τον αριστερό του ωμό και ανασήκωσε τον άνθρωπο που ήταν ασθενής!
Κοίταξε την κατάσταση της πλάτης του, έκανε μια μικρή γκριμάτσα που δεν έδιωξε
την ομορφιά από το πρόσωπο της και με το δεξί της χέρι, που κρατούσε ένα μπουκάλι
σπρέι ψέκασε τρεις τέσσερεις φορές όλη την περιοχή της πλάτης. Οι πληγές από την
κατάκλιση ήταν σε πολύ κακό στάδιο, άλλες ήταν ανοιχτές και άλλες ήταν έτοιμες να
ανοίξουν. Υπήρχε μια μυρωδιά έντονη που έγινε εντονότερη μιας και με την κίνηση
του κορμιού απελευθερωθήκαν κάποια παραπάνω υγρά από τις πληγές!
-Βλέπω πάμε καλά! Είπε η Ελπίδα!
-Με το ζόρι….όμως για να δούμε πως θα πάμε καλύτερα!
14
-Έτσι μπράβο χρειάζεται και λίγη αισιοδοξία!
Εκείνη τη στιγμή κύλησε ένα δάκρυ από τα μάτια του ανθρώπου που ήταν
ασθενής. Η Ελπίδα το κατάλαβε, ότι δεν ήταν από τον πόνο, μέσα από την ψυχή του
ήταν!
Με μια ανάλαφρη κίνηση επανάφερε το σώμα στην θέση του, η Ελπίδα
έβγαλε από την τσέπη της τρία αυτοκόλλητα για τον πόνο και κόλλησε ένα στην
περιοχή της κοιλιάς αλλά λίγο δεξιά. Το δεύτερο το κόλλησε κάτω από τα αριστερά
πλευρά, το δε τρίτο στο δεξιό μέρος του κεφαλιού λίγο πιο πάνω από τα φρύδια και
αριστερά! Μετά έκανε προς τα πίσω πηγαίνοντας στο μέρος της καρέκλας που
βρισκόταν δίπλα από το μικρό τραπεζάκι απέναντι από το κρεβάτι, το σώμα της
χαλάρωσε όταν έκατσε στην καρέκλα! Κοίταξε με μάτια έντονα ανοιγμένα προς το
κρεβάτι, τώρα στο πρόσωπο του ασθενούς υπήρχε μια έκφραση ηρεμίας, τα μάτια
ήταν μισόκλειστα αλλά έβλεπαν!
-Είναι καλυτέρα έτσι φαντάζομαι..!
Καμιά απάντηση!
Η Ελπίδα χαλάρωσε κι άλλο, η καρδιά της χτυπούσε έντονα αλλά η ιδία ήταν
ήρεμη, είχε κάνει αυτά που έπρεπε να κάνει, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο.
Είχε είκοσι λεπτά στην διάθεση της. Μπορούσε να κάτσει στον θάλαμο, χωρίς να την
ζητήσει κανένας! Τα λεπτά στο ρολόι του τοίχου κυλούσαν αργά και βασανιστικά!
-Δεν ….! Γιατί:….!
Το παραμιλητό ήταν χαμηλόφωνο.
Τα χρώματα άρχισαν να γίνονται πιο θαμπά, μέσα στον θάλαμο ο άνθρωπος
στο κρεβάτι φοβήθηκε μήπως οι αισθήσεις άρχισαν να υποχωρούν; Αλλά, όχι ήταν
εκεί μπορούσε να ακούσει τον ήχο από τα μηχανήματα και να αισθανθεί την
παρουσία της Ελπίδας. Μετά από δυο λεπτά τα χρώματα άρχισαν να παίρνουν ξανά
την αρχική τους μορφή, η διαφορά ήταν ότι ο πόνος λιγόστεψε, μια πολύ γλυκιά
χαλάρωση κυρίευσε το κορμί και την ψυχή του άρρωστου ανθρώπου. Τώρα έβλεπε
καθαρά κάποιον άλλον στον θάλαμο, τον αναγνώρισε ήταν ο Γιώργος Αθανασιάδης.
Ψηλός, αγέρωχος με το αθλητικό του κορμί να γέρνει λίγο προς τα δεξιά. Το κεφάλι
του που ήταν χαμηλωμένο ελάχιστα, αλλά αρκετά για να μην φαίνεται η έκφραση της
λύπης και του πόνου!
-Γεια! Είσαι καλά;
-Ναι, όσο μπορώ, με ενοχλούν τα σωληνάκια και τα υγρά στο χέρι.
-Κάνε υπομονή, όλα θα περάσουν….
-Και εγώ μαζί τους!
-Μη με στεναχωρείς τώρα! Στο σπίτι είναι όλα καλά, ο Θανάσης είναι ήσυχος
και πολύ καλό παιδί!
-Τι διαφορά, είναι ζωηρό παιδί αλλά καλό, πες του ότι τον αγαπώ πολύ!
-Ο Κώστας ήλθε χθες, αλλά εσύ ξεκουραζόσουν…..
-Ναι πετούσα στα σύννεφα!.. Αλλά μου το είπε η νοσοκόμα η Ελπίδα η μόνη
μου ελπίδα!...
Τα μάτια του άρρωστου ανθρώπου γύρισαν ξαφνικά στο ταβάνι αλλά μετά
σιγά σιγά ξανάρθαν στην κανονική τους θέση! Οι κόρες ήταν κάπως διεσταλμένες
αλλά η όραση τους ήταν πλήρης, τα χέρια είχαν ανασηκωθεί λίγο, μόλις όμως
ένιωσαν αδύναμα ξαναχαλάρωσαν πάλι! Ένας ελαφρύς ιδρώτας έλουσε το πρόσωπο
και η ανάσα έγινε δύσκολη, ήταν όμως σταθερή!
-Γιώργο τα τακτοποίησες όλα;
-Ναι, μην στεναχωριέσαι και μην σκέφτεσαι τέτοια πράγματα τώρα! Δίνεις
μια μάχη και πρέπει να την κερδίσεις!
15
-Σιγά να μην την κερδίσω!...Ο άτιμος ο καρκίνος δεν…..νικιέται, μη μου λες
μαλακίες…., Γιώργο!
-Όχι! Μη μου λες τέτοια πράγματα, σε ξέρω είσαι μαχητής!
-Αυτή η μάχη δεν παλεύεται, αδελφέ μου τα πράγματα είναι σκούρα!
-Να ξέρεις, πάντως ότι είσαι πάντα στο μυαλό μου και ίσως για πάντα θα
αναπνέω με την σκέψη μου σ εσένα!
-…….!! Ίσως! Τι να το κάνω!
Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του Γιώργου Αθανασιάδη, κοίταξε φευγαλέα
την Ελπίδα. Είχε χαλαρώσει πάρα πολύ, είχε πέσει σ ένα ελαφρύ ύπνο με το κεφάλι
της γερμένο προς τα μπρος και τα χέρια σταυρωμένα με τα δάχτυλα να είναι σαν
κλαδιά από αναρριχώμενο φυτό πλεγμένα στις άκρες τους!
-Πρέπει να φύγω τώρα!
Η φωνή του Γιώργου έφθανε πολύ αδύναμη τώρα στ αυτιά του ανθρώπου που
ήταν στο κρεβάτι, τα μάτια του τώρα γύρισαν αργά προς τα επάνω κρύφτηκαν μέσα
στα βλέφαρα και οι αισθήσεις άρχισαν να υποχωρούν βαθμιαία αλλά γρήγορα!
Η Ελπίδα τινάχτηκε μέσα στην ζαλάδα του ύπνου της, άκουσε ένα θόρυβο
από τον διάδρομο σαν κάποιος να περπατούσε με βιασύνη! Ο ήχος από τα τακούνια
στο πλαστικό διάδρομο ήταν αρκετά έντονος! Σηκώθηκε κοίταξε προς το κρεβάτι και
προς τα μηχανήματα, μετά άνοιξε την πόρτα του θαλάμου. Ο διάδρομος ήταν άδειος
αλλά καλά φωτισμένος δεν υπήρχε κανείς εκεί έξω!
«Θα έκανα λάθος!» σκέφτηκε και βγήκε από τον θάλαμο. Με αργά βήματα
προχώρησε προς το γραφείο της Προϊσταμένης, ένιωθε αρκετά κουρασμένη. Κάπου
όμως στο βάθος του μυαλού της είχε την εικόνα ενός άνδρα που αγκομαχούσε για να
ζήσει, αυτό ήταν που την τυραννούσε!
Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ, ΔΕΝ ΑΓΓΙΞΕ ΕΣΕΝΑ!
Το τηλέφωνο στο καφέ τραπεζάκι είχε την τιμητική του! Η Μαίρη μιλούσε
πάνω από ένα τέταρτο στην γραμμή!
-Σου λέω πως δεν τρέχει τίποτα, είμαι καλά ρε μαμά! Μη με τυραννάς,
……Ναι εντάξει και τι σημαίνει αυτό, έχασα τέσσερα κιλά,….. καλά … καλά οκτώ!
……ναι το ξέρω δεν είμαι στις καλύτερες μου…..κουράζομαι πολύ στην δουλειά!
Ναι ρε μάνα, όλοι είναι καλά και ο Θανάσης και ο Γιώργος.
Η ώρα περνούσε, η μητέρα της Μαίρης συνέχιζε τις ερωτήσεις. Είχε όμως
κάποιο δίκιο, η Μαίρη εδώ και ένα μήνα είχε χάσει κιλά! Ο Γιώργος από το παιδικό
δωμάτιο που την άκουγε, δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει με τα λογικά
ερωτήματα της πεθεράς του!
16
Στο τέλος, μετά από αλλά πέντε λεπτά η Μαίρη άφησε το ακουστικό στην
θέση του. Σηκώθηκε και με το δεξί της χέρι σήκωσε το πίσω μέρος του τζην
παντελονιού της ενώ με το αριστερό έξυσε το κεφάλι της! Κοίταξε προς το παιδικό
δωμάτιο, τα μάτια της ήταν στραμένα στο πρόσωπο του Γιώργου, ο Θανάσης
καθόταν στην καρέκλα του κομπιούτερ και έπαιζε μ ένα καινούργιο παιχνίδι που του
είχε πάρει ο πατέρας του νοικιασμένο φυσικά από το βίντεο κλαμπ. Ο Γιώργος
καθόταν στο κρεβάτι του Θανάση, χάζευε σκεπτικός το παιδί του.
-Καλά, μιλάμε μπαμπά πολύ κόλλημα αυτό το παιχνίδι καμιά μέρα θα στο
μάθω, είναι αφασία!
-Ναι, αυτό μου έλειπε!
Η Μαίρη ένιωσε το δέσιμο πατέρα και γιου, βέβαια το χάρηκε αλλά, υπήρχε
αυτό το αλλά …..!
-Κοίτα εγώ θα σηκωθώ να πάω μια βόλτα, μέχρι το καφενείο, έχει ΠΑΟΚ –
ΗΡΑΚΛΗ, στο Νova! Δεν θα αργήσω μόλις τελειώσει το ματς θα γυρίσω, καλά;
-Ναι, εγώ θα κάτσω να τακτοποιήσω τα πλυμένα και θα χαζέψω λίγο το
χαζοκούτι εάν έχει καμιά καλή ταινία θα είμαι τυχερή μην αργήσεις!
Η Μαίρη είδε τον Γιώργο να σηκώνεται και να πηγαίνει προς την πόρτα.
Πήρε τα κλειδιά του από το τραπέζι και τα τσιγάρα με τον αναπτήρα. Βγαίνοντας
κοίταξε την Μαίρη και χαμογέλασε:
-Τρελός είμαι για να αργήσω, θέλω και εγώ να δω καμιά ταινία!
Μόλις βγήκε ο Γιώργος από την πόρτα η Μαίρη γύρισε στο σαλόνι, πήγε
κατευθείαν στο τηλέφωνο σχημάτισε έναν αριθμό που τον ήξερε πολύ καλά, στην
άλλη άκρη άκουσε την φωνή της μητέρας της!
-Ναι! Ποιος είναι;
-Έλα καλέ μαμά, εγώ είμαι, πιο μπροστά δε μπορούσα να σου μιλήσω, ήταν ο
Γιώργος εδώ!
-Γιατί τι τρέχει;
-Τίποτα, μίλησα με την Αμαλία, μου είπε ότι η μικρή τους έχει πρόβλημα και
θέλει να την πάει στον γιατρό.
-Τι πρόβλημα έχει καλέ, το κουκλί μου;
-Δεν ξέρω, δε μου είπε λεπτομέρειες, μετά μίλησα με τον Γιώργο και μου είπε
ότι ο Κώστας του είπε ότι η Αμαλία ανακάλυψε έναν όγκο στο δικό της στήθος !
-Τι λες καλέ, θεός φυλάξει!
-Ναι, αλλά ρε μάνα στεναχωριέμαι και για τον Γιώργο εδώ και δυο μήνες έχει
ένα κακό βήχα! Προχθές πάνω στον βήχα έβγαλε αίμα!
-Πω πω …Κοίτα να πάει σε κανένα γιατρό! Γρήγορα μάλιστα μπορεί να είναι
κανένα κακό κρύωμα!
-Άσε ρε μάνα, γι' αυτό με έπιασε μια στεναχώρια τώρα τελευταία και δεν έχω
όρεξη ούτε για να φάω!
-Κοίτα μην αρωστήσεις, γιατί μικρή που ήσουν θυμάσαι με την ανορεξία που
είχες περάσει, τραβήξαμε πολλά ο πατέρας σου και εγώ!
-Καλά καλά, θα συνέλθω, μόλις βρω άκρη! Άντε σ’ αφήνω τώρα πρέπει να
τακτοποιήσω τα πλυμένα! Καλά;
-Καλά, κόρη μου να προσέχεις! Μην στεναχωριέσαι για τους άλλους, μόνο
τον Γιώργο, πες του να πάει σε έναν καλό γιατρό, μην το αφήσει και του το γυρίσει
σε καμιά πνευμονία! Καλά;
- Καλά, άντε καληνύχτα φιλιά στον μπαμπά!
Η Μαίρη άφησε ξανά το ακουστικό και σηκώθηκε για να πάει στο μπάνιο.
Εκεί την περίμενε μια λεκάνη γεμάτη πλυμένα ρούχα που έπρεπε να ξεχωρίσει ποια
είναι του Γιώργου ποια του Θανάση και ποια δικά της.
17
Μόλις όμως άρχισε να τακτοποιεί τα ρούχα, ξαναχτύπησε το τηλέφωνο, με
μια ματιά ενοχλημένη κοίταξε προς το μέρος του σαλονιού, στο δεύτερο χτύπημα
παράτησε τα ρούχα και πήγε στην συσκευή.
-Ναι!...
-Έλα Μαίρη, τι κάνεις; Είσαστε όλοι καλά;
Η βαθειά φωνή της Αμαλίας στην άλλη άκρη ακούστηκε αρκετά ήρεμη.
-Αααα! Μάλιστα, και βέβαια είμαστε καλά! Εσείς;
-Γιατί τέτοιο ύφος, τι συμβαίνει Μαίρη; Κάτι δεν πάει καλά με μας τις δυο!
-Όχι ακριβώς, αλλά να ….!
-Για λέγε Μαίρη μου, τι σου έχω κάνει;
-Τίποτα, αλλά ξέρεις οι φιλενάδες τα λένε μεταξύ τους!....Συνήθως όλα!
-Και τι είναι αυτό που δεν είπαμε εμείς οι δυο;
-Έλα ντε, ξέρω και γω, τι κάνεις από υγεία πως πας;
-Α!.... Μάλιστα κατάλαβα, τα είπανε οι δυο τους, ο δικός μου με τον δικό
σου!
-Όχι μην φανταστείς κάτι τέτοιο….! Ποτέ δεν τα λένε! Για λέγε!...
-Κοίτα είναι αλήθεια υπάρχει ένα πρόβλημα, αλλά είμαι στην αναμονή για τα
αποτελέσματα!
-Αυτό ήθελα να ακούσω φιλενάδα, για να ξέρεις ότι στεναχωριέμαι και για
σένα. Άρα να υποθέσω, ότι το πρόβλημα της Φωτεινούλας ήταν φανταστικό;
-Όχι , όχι ….η μικρή πρέπει να πάει σε γιατρό, ο Κώστας δε ξέρει όσα σου
έχω πει!
-Κούκλα μου, μου λες την αλήθεια;
-Να μην προλάβω …., αλλά δεν χρειάζεται . Σου λέω την αλήθεια!....Μόνο
αυτό να ξέρεις!
-Καλά,…καλά! Θα περάσεις από το σπίτι σήμερα:
-Θέλεις;
-Γιατί όχι; . Να περάσεις θα φτιάξω και τους καφέδες. Φέρε κανένα
κουλουράκι από τον Αγαπητό, εντάξει; Έλα να τα πούμε από κοντά, πότε με το καλό
τα αποτελέσματα;
-Ναι, Τα αποτελέσματα θέλουν καμιά εβδομάδα, κοίτα σε καμιά ώρα θα είμαι
εκεί!
Μετά την συζήτηση η Μαίρη έξυσε το κεφάλι της με τις άκρες των δακτύλων
της, κάτι δεν της καθόταν καλά στο μυαλό. Προχώρησε, πήγε ξανά στο μπάνιο,
κοίταξε τα ρούχα και αναστέναξε, καθώς έσκυψε για να πάρει το πρώτο ρούχο που
ήταν του Θανάση, ένιωσε μια ζαλάδα. Όλα γύρισαν ανάποδα αλλά ήταν στιγμιαίο,
άπλωσε το χέρι της για να πάρει το παντελονάκι και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε η
ίδια στο πάτωμα ένιωσε έναν κρύο ιδρώτα να την λούζει και μετά μια ανατριχίλα σε
όλο της το κορμί. Τα μάτια της έκλεισαν και ξανάνοιξαν σαν να είχαν δεχτεί ένα
δυνατό φως και μετά κοίταξε προς το ταβάνι του μικρού χώρου, αυτή ήταν και η
τελευταία της αντίδραση.
Ο Θανάσης δεν κατάλαβε τίποτα, συνέχισε το παιχνίδι στον υπολογιστή! Για
τον Θανάση όλα ήταν ένα παιχνίδι, γιατί να μην είναι;
18
ΔΕΝ ΚΑΤΕΒΑΙΝΩ ΠΙΑ ΤΙΣ ΣΚΑΛΕΣ, ΔΕΝ ΣΗΚΩΝΩ ΠΙΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ
ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ.
Η κάτασπρη πόρτα άνοιξε, εμφανίστηκε μια μελαχρινή γυναίκα μπροστά στα
μάτια του ανθρώπου που ήταν ανασηκωμένος στο κρεβάτι, τα βαθουλωμένα μάτια
του σηκώθηκαν ελάχιστα και στράφηκαν προς το μέρος της.
Ένας αναστεναγμός βγήκε πρώτα μαζί με ένα είδος ρόγχου, η φωνή ήταν
πολύ αδύναμη και έτρεμε:
-Μαίρη,….
Η γυναίκα προχώρησε προς το κρεβάτι και το βλέμμα της δάκρυσε. Στα
μάγουλα της εμφανίστηκε ένα έντονο κόκκινο χρώμα, το αίμα έτρεχε πιο γρήγορα
στις φλέβες της!
-Μη μιλάς!...Κάνε κουράγιο!
Τα μακριά της χέρια έφτιαξαν το άσπρο σεντόνι, που ήταν ήδη στρωμένο
όμορφα και κάλυπτε το πολύ αδύνατο σώμα. Τα μάτια της έφυγαν από το πρόσωπο
του ανθρώπου που ζούσε ίσως τις τελευταίες ώρες τις ζωής του, πήγαν στο μηχάνημα
της υποστήριξης! Δεν άντεχε. Σκέφτηκε πως αυτό το μηχάνημα ήταν ουσιαστικά που
κρατούσε στην ζωή το σχεδόν νεκρό σώμα. Η κατάσταση ήταν δραματική και το
τέλος δεν θα αργούσε να έλθει!
Το δεξί χέρι κινήθηκε προς το χέρι της Μαίρης, στο ένωμα των δυο χεριών,
δυο δάκρυα βγήκαν από τα μάτια του ανθρώπου και της Μαίρης!
-Γιατί:…..Όλα αυτά…..!
-Μη μιλάς! Ξεκουράσου……!
Τα υγρά μέσα από τα σωληνάκια άρχισαν να κάνουν τους κύκλους τους μέχρι
να καταλήξουν στις πλαστικές σακούλες που υπήρχαν στο πλάι του κρεβατιού. Το
μηχάνημα παλμογράφος έδειξε μια αστάθεια στους παλμούς, υπήρχε κάμψη! Ένας
ανεπαίσθητος ήχος σαν σφύριγμα άρχισε να ακούγεται μέσα στο θάλαμο, πάνω από
το μηχάνημα της υποστήριξης αναβόσβηνε τώρα ένα ενδεικτικό φωτάκι!
Σε λιγότερο από ένα λεπτό η πόρτα ξανάνοιξε, τώρα υπήρχε ο γιατρός κύριος
Ιωάννου και η Προϊσταμένη νοσοκόμος στο άνοιγμα της!
-Παρακαλώ κυρία μου περάστε έξω!
- Δεν ήθελα …..!
-Δεν πειράζει, μην αναστατώνεστε, όλα θα πάνε καλά.
Ο διάλογος που έκρυβε το ψέμα μεταξύ της Προϊσταμένης και της κυρίας
Αθανασιάδη ήταν σύντομος. Ο γιατρός είχε ήδη σκύψει πάνω στον άνθρωπο στο
κρεβάτι, στο χέρι του υπήρχε μια σύριγγα ένεσης. Η Προϊσταμένη έσπρωξε με πολύ
ελαφρύ και ευγενικό τρόπο την Μαίρη προς τον διάδρομο!
Η Μαίρη όταν βρέθηκε στο διάδρομο κοίταξε προς τις καρέκλες στον χώρο
της αναμονής. Ήταν όλοι εκεί, με την λύτη ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους και την
απογοήτευση συντροφιά! Ένιωσε ξαφνικά περίεργα σαν να μην την έβλεπαν, η ίδια
είχε το αίσθημα ότι άλλαζε διάσταση! Προσπάθησε να καθίσει σε μια από τις
καρέκλες, όταν το κατάφερε ένιωσε αποξενωμένη, παγωμένη, κοίταξε τα χέρια της
και τα είδε να είναι κάτασπρα. Ένα τρέμουλο ελαφρύ εμφανίστηκε στις άκρες των
ποδιών της, πήρε μια βαθειά ανάσα και προσπάθησε να ξεχάσει τα προβλήματα της!
19
Στο βάθος του διαδρόμου εμφανίστηκε από έναν άλλο θάλαμο η Ελπίδα, τα
μάτια της ήταν ζωηρά και το βήμα της γρήγορο. Πέρασε μπροστά από όλους και
μπήκε στο θάλαμο 421. Ένιωθε ότι ο χρόνος λιγόστευε, όχι για την ίδια φυσικά, στον
θάλαμο το μηχάνημα έδειχνε τώρα μια σταθερότητα στους παλμούς της πίεσης. Μια
χαλαρότητα φάνηκε στα πρόσωπα των τριών νοσηλευτών, όμως και πάλι δεν ήταν
τόσο έντονοι οι παλμοί, ωστόσο υπήρχαν τουλάχιστον
*********************************************************************
Ο Κώστας Σαμιώτης εκείνο το πρωινό μπήκε στο γραφείο του χωρίς καμιά
ένταση. Δεν είχε κανένα λόγο να ανησυχεί, όμως το στομάχι του είχε ένα σφίξιμο και
ένιωθε ένα βάρος! Προσπάθησε να μην το σκέφτεται, αν και μόλις χθες είχε κάνει μια
γαστροσκόπηση στο νοσοκομείο. Άφησε τον μαύρο δερμάτινο χαρτοφύλακα του
επάνω στο γραφείο του και κάθισε όσο πιο αναπαυτικά μπορούσε στην πολυθρόνα
καρέκλα του πολυτελούς γραφείου του! Η σκέψη του ήταν στην Αμαλία, κυρίως στα
αποτελέσματα από την βιοψία του όγκου που εμφανίστηκε στο αριστερό της στήθος.
Βεβαίως ο Δημήτρης Ιώαννου προσωπικός φίλος από τα φοιτητικά χρόνια και ειδικός
παθολόγος χειρούργος ογκολόγος, τον είχε καθησυχάσει! Σύμφωνα με την πρώτη
ψηλάφηση και την πρώτη ακτινογραφία μαστογραφία δεν υπήρχαν σημάδια
κακοήθειας! Ίσως αυτή η πρώτη διάγνωση για τον Κώστα να ήταν αρκετή προς το
παρόν.
Τα μακριά του δάχτυλα άνοιξαν τον χαρτοφύλακα, έβγαλαν από μέσα έναν
φάκελο γεμάτο έγγραφα. Τα μάτια του Κώστα άρχισαν να διαβάζουν τα έγγραφα,
αλλά η σκέψη του ήταν αλλού, αυτό τον εμπόδιζε να συγκεντρωθεί στην δουλειά
του! Κοίταξε το ρολόι του, μετά έριξε μια ματιά έξω από το παράθυρο του γραφείου
του. Από τον έκτο όροφο που βρισκόταν έβλεπε μόνο την ταράτσα της διπλανής
οικοδομής και φυσικά τον ουρανό. Μέσα στο γραφείο του επικρατούσε μια απαλή
ησυχία, ήταν ήρεμος χώρος ιδανικός για την δουλειά του! Βέβαια όταν χτυπούσε το
τηλέφωνο αυτή η ηρεμία πήγαινε περίπατο, διέκοπτε κάθε λογής σκέψεις!
-Ναι! Λέγεται παρακαλώ!
-Έλα Κώστα … Δημήτρης Ιωάννου, είσαι καλά;
-Ναι, Δημήτρη είμαι καλά, για λέγε!
-Κώστα από ότι ξέρεις δεν είναι δυνατόν να σου πω τίποτα από το τηλέφωνο,
άσε που πρέπει να πάρεις τα χαρτιά με τα αποτελέσματα. Εκείνο που μπορώ να σου
πω είναι να μην ανησυχείς! Πιστεύω ότι μπορείς να έλθεις στο νοσοκομείο σε μια
ώρα. Πρέπει να τα πούμε από κοντά! Εντάξει;
-Ναι βέβαια έχεις δίκιο, σε μια ώρα είπες;
-Ναι είναι έντεκα και μισή μέχρι τις μια το αργότερο να είσαι στο γραφείο
μου θα σε περιμένω!
-Καλά, είπες να μην ανησυχώ έτσι;
-Ναι, σίγουρα!
Ο Κώστας Σαμιώτης άφησε το τηλέφωνο στην βάση του και σηκώθηκε.
Έπρεπε να πάει στο πάρκινγκ για να πάρει το αυτοκίνητο του! Σε μια ώρα σίγουρα θα
ήταν στο γραφείο του Ιωάννου. Ο Δημήτρης δεν θα του έλεγε ποτέ ψέματα για μια
20
υπόθεση τόσο σοβαρή και καθαρά προσωπική! Τον γνώριζε τουλάχιστον δέκα
χρόνια, οι διαφορές τους στην πολιτική ήταν σοβαρές, ο Κώστας ήταν στον
προοδευτικό χώρο, απεναντίας ο Δημήτρης ήταν καθαρά συντηρητικό άτομο. Ο
καθένας όμως έβλεπε μια έντονη αλληλοεκτίμηση ανάμεσα στους δυο. Όταν τα
βράδια ήταν στην ιδία παρέα στον Ναυτικό Όμιλο για ένα καλό τραπέζι με μπόλικο
κρασί, έχοντας όλη την παραλία και το λιμάνι για θέα, οι καυγάδες τους ήταν έντονοι
και πάντα τελείωναν με ένα τρόπο πολύ φιλικό.
Ο Κώστας μέσα στο αυτοκίνητο του πήρε την παραλιακή για να βγει στο
Ιπποκράτειο νοσοκομείο. Στο ράδιο άκουγε τον 102 FM, ήταν ένας σταθμός αρκετά
ποιοτικός και αξιόπιστος!
Όταν παρκάρισε, βγήκε από το μικρό Toyota Yaris, ένιωθε ότι ήταν έτοιμος
να ακούσει οποιοδήποτε αποτέλεσμα για την κατάσταση της υγείας της Αμαλίας!
Σε τρία λεπτά βρέθηκε στο γραφείο του Δημήτρη, ο Ιωάννου καθισμένος στο
γραφείο τον κοίταξε και του πρότεινε να καθίσει στην καρέκλα λέγοντας ταυτόχρονα
ότι πρέπει να χαλαρώσει! Ο Δημήτρης είχε περίπου την ίδια ηλικία με τον Κώστα,
ήταν αδύνατος, είχε έντονα πράσινα μάτια. Οι κόγχες των ματιών του ήταν βαθιές,
αυτό έκανε τα μάτια του πιο εντυπωσιακά. Όλο το πρόσωπο του ήταν έτσι και αλλιώς
όμορφο έχοντας σαν συμπλήρωμα ένα πολύ θεληματικό τετράγωνο πηγούνι!
-Φίλε Κώστα κατά αρχήν καλημέρα, να ξέρεις ότι χαίρομαι που σε βλέπω
έστω και μετά από τόσα χρόνια. Έχουμε να συναντηθούμε φαντάζομαι πάνω κάτω
πέντε χρόνια!
-Ναι, πρέπει να έχεις δίκιο, οι δουλειές βλέπεις…..!
-Σίγουρα, όχι μόνο οι δικές σου αλλά και οι δικές μου, τέλος πάντων χθες
έκανες μια γαστροσκόπηση!
-Φυσικά, δεν ήταν κάτι επώδυνο αλλά σίγουρα ενοχλητικό, ξέρεις ποτέ δεν
είχα πρόβλημα υγείας! Αλλά δεν θα ήθελα να αναλάβει κανένας άλλος εκτός από
σένα το πρόβλημα της Αμαλίας!
-Το λοιπόν, τώρα έχεις πρόβλημα υγείας! Μην φανταστείς τίποτα σοβαρό και
μην το παίξεις πολύ άρρωστος γιατί δεν είσαι……! Αλλά πρέπει να κάνεις μια
επέμβαση στον δωδεκαδάχτυλο. Υπάρχουν ευρήματα που πρέπει να αφαιρεθούν!
Η σιωπή του Κώστα φανέρωσε μια αμηχανία στην αρχή αλλά ξαφνικά
μετατράπηκε σε έκπληξη και στο τέλος ήταν πρόδηλη η στεναχώρια στο πρόσωπο
του. Δυο σταγόνες ιδρώτα φανήκαν στο μέτωπο του!
-Δηλαδή, πάω για μαχαίρι…Δημήτρη; Υπάρχει κάποιος όγκος;
-Ινωματώδης κατάσταση. Θα έλεγα ότι εάν το αφήσεις για αργότερα το
πρόβλημα δεν θα εξαφανιστεί, τουναντίον ίσως σε βάλει σε περιπέτειες!
-Πάντως προς το παρόν δεν είναι κάτι σοβαρό! Είναι;
-Όχι! Φυσικά όχι…! Όμως δεν ξέρουμε τι θα βρεθεί εκεί μέσα!
-Δημήτρη με μπερδεύεις!
-Όχι καθόλου, είσαι μια χαρά από υγεία, με ένα μικρό πρόβλημα που λύνεται
με τρεις μέρες στο νοσοκομείο!
-Μάλιστα, τώρα τα λες καλύτερα….!
-Πρόσεξε, εγώ είμαι χειρούργος και όχι ο θεός! Πρέπει όμως να μου έχεις
εμπιστοσύνη!
-……Κοίτα εάν δεν είχα εμπιστοσύνη σε σένα, δεν θα ήμουν εδώ! Σωστά;
Στο κάτω κάτω μόλις έγιναν οι εξετάσεις ζήτησα να τις δεις μόνο εσύ!
Ο Δημήτρης Ιωάννου ήταν σίγουρος ότι ο Κώστας Σαμιώτης μπερδεύτηκε για
τα καλά. Αλλά ίσως ήταν καλύτερα έτσι! Η επόμενη κίνηση του ήταν να βγάλει ένα
φάκελο με λίγα χαρτιά από το δεύτερο συρτάρι του γραφείου του όπου στο επάνω
μέρος είχε ένα όνομα «Αμαλία Σαμιώτη»!
21
-Κώστα τώρα πρέπει να σου μιλήσω για τα αποτελέσματα των εξετάσεων της
Αμαλίας. Η βιοψία έδειξε ότι………
ΦΟΒΑΜΑΙ ΜΗΠΩΣ ΜΕ ΠΑΡΕΙ Ο ΥΠΝΟΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΞΥΠΝΗΣΩ.
Τα μεγάλα μάτια του παιδιού κοιτούσαν την μητέρα του!
-Μαμά! Γιατί οι άνθρωποι πεθαίνουν;
-Γιατί παιδί μου τα λουλούδια μαραίνονται! Η μέρα τελειώνει και γιατί ο
παππούς και η γιαγιά τα ξέρουν όλα αυτά! Οι άνθρωποι πεθαίνουν, σε όλα τα
πράγματα υπάρχει ένα τέλος! Σήμερα έπαιζες δυο ώρες και το παιχνίδι σου τελείωσε
όταν έπρεπε να διαβάσεις! Κατάλαβες τίποτα από όλα αυτά;
-Μαμά, κι εγώ κάποια μέρα θα πεθάνω; Δεν θέλω να πεθάνω μαμά! Μ’
ακούς!
-Όχι παιδί μου! Όσο ζω εγώ, δεν θα σ αφήσω να πεθάνεις!
Μετά από αυτά τα τελευταία λόγια της μητέρας ένα διάχυτο φως την
εξαφάνισε και το παιδί έμεινε μονό του, άρχισε να φοβάται. Το έντονο κάτασπρο φως
όμως το ζέσταινε και άρχισε να βλέπει το πρόσωπο του πατέρα του, ανάμεσα από το
φως!
-Μπαμπά, που είναι η μαμά;
-Η μαμά πήγε να δει τον παππού σου!
-Δεν θέλω ν αργήσει, φοβάμαι, είμαι μόνος πως θα γυρίσω σπίτι;
-Μην φοβάσαι τίποτα, η μαμά θα έλθει να σε πάρει!
Πάλι όμως το φως έγινε έντονο και στο βάθος εμφανίστηκαν δυο φίλοι του
παιδιού. Κρατούσαν μια μπάλα και μάλωναν. Το παιδί έβαλε τα γέλια στην αρχή
μετά όμως τα ματάκια του δάκρυσαν και ένας πόνος στο μέρος τους στήθους το
έκανε, να φωνάξει. Η φωνή του όμως δεν ήταν δυνατή ήταν πολύ αδύναμη σχεδόν
βογκητό!
Τα αδύναμα και στεγνά βλέφαρα άνοιξαν, τα μάτια είχαν τις κόρες σχεδόν
ορθάνοιχτες. Όμως η εικόνα δεν ήταν ξεκάθαρη, ένας ισχνός ήχος από μηχάνημα κάτι
σαν διακεκομμένο μπίπ, έφθανε στα αυτιά. Όχι δεν υπήρχε καμιά αντίδραση στην
εντολή του σχεδόν παράλυτου εγκεφάλου για κάποια κίνηση!
Μια νεαρή γυναίκα πρέπει να ήταν μπροστά από τον άνθρωπο στο κρεβάτι!
Ούτε καν τα μάτια δεν άλλαζαν θέση, πόνος δεν υπήρχε, αλλά η επαφή με το
περιβάλλον ήταν ασήμαντη! Ξαφνικά ένας πόνος εμφανίστηκε στο στήθος και μια
αναγούλα στο μέρος του στομαχιού! Η πλήρης ακινησία δυσκόλεψε την ανάσα, το
οξυγόνο έμπαινε με την δύναμη του μηχανήματος υποστήριξης. Το χρώμα στο
πρόσωπο είχε κιόλας γίνει πιο σκούρο. Τώρα, μελανά σημάδια υπήρχαν στα μαγούλα
που έτσι κι αλλιώς ήταν λιπόσαρκα. Το στόμα είχε πάρει μια λοξή θέση γιατί οι μυς
22
ήταν σε πλήρη αδυναμία και το σωληνάκι της αναρρόφησης των υγρών, παρέσυρε το
κάτω σαγόνι προς τα δεξιά!
Ένα χέρι ανασήκωσε λίγο το κεφάλι, ελάχιστα όμως, μια βρεγμένη γάζα
δρόσισε το πρόσωπο και τα χείλη.
Το δυνατό άσπρο φως της οροφής άρχισε να γίνεται εντονότερο, οι λιγοστές
αισθήσεις και παραισθήσεις άρχισαν να χάνονται. Ένας ήχος με λόγια έφτασε στα
αυτιά που δεν μπήκαν στην διεργασία της ανάλυσης και κατανόησης!
-Γρήγορα τον γιατρό, τον χάνουμε!
Η φωνή της Ελπίδας ήταν έντονη και απελπισμένη. Οι κινήσεις της ήταν
σπασμωδικές. Τα μηχανήματα έδειχναν ότι η αδράνεια στο σώμα του ανθρώπου ήταν
μάλλον οριστική!
Το άσπρο φως τώρα ήταν ολοκληρωτικά έντονο, δεν έφθανε πια μέσω των
ορθάνοιχτων πλέον ματιών στον εγκέφαλο, αλλά από τα οπτικά νεύρα που δεν είχαν
περάσει ακόμα σε πλήρη αδράνεια! Οι χτύποι της καρδιάς είχαν εξαφανιστεί! Τα
υγρά είχαν κυριεύσει τους πνεύμονες και το μηχάνημα του οξυγόνου έστελνε το
οξυγόνο χωρίς πλέον κανένα σημείο αποδοχής από τον οργανισμό!
Ο εγκέφαλος κατέγραφε τις τελευταίες πληροφορίες και τα εγκεφαλικά υγρά
με μεγάλη δυσκολία είχαν μια σταθερή αλλά φθίνουσα ροή!
Τα αποτυπώματα μιας ζωής ήταν που άδειαζαν σιγά σιγά από τον εγκέφαλο.
Πρώτα τα πρόσφατα και μετά τα προγενέστερα με την πικρή κατάληξη μιας
ακατανόητης ύπαρξης ενός όντος που είχε χάσει μορφή και περιβάλλον!
Κάποιες δονήσεις στο μέρος του στήθους δεν ήταν ικανές να επαναφέρουν
ούτε την λειτουργία των πνευμόνων, αλλά ούτε επίσης την ροή του αίματος στην
καρδιά!
Η καταγραφή στον εγκέφαλο σταμάτησε!
Τυπικά και κλινικά ο άνθρωπος που έδινε την μάχη της ζωής του στον θάλαμο
421 είχε πλέον νεκρωθεί!
Ο Δημήτρης Ιωάννου, η Προϊσταμένη και η Ελπίδα ένιωθαν ότι είχαν χάσει
μια μάχη!
Τα κορμιά τους εισέπρατταν την αίσθηση του θανάτου. Ο Δημήτρης Ιωάννου
έβγαλε από πάνω του την ιατρική υπηρεσιακή ποδιά, κάθισε στην καρέκλα και άναψε
ένα τσιγάρο! Η Προϊσταμένη πιο ψύχραιμη από όλους σκούπισε το πρόσωπο της και
βγήκε από τον θάλαμο πρώτη, πίσω της ακολούθησε σοκαρισμένη η Ελπίδα με
τρεμαμένα πόδια! Στα μάτια της υπήρχαν δάκρυα!
Όλοι στον διάδρομο πλησίασαν με μια παγωμένη έκφραση τις δυο γυναίκες!
-Θα σας ενημερώσει ο κύριος Ιωάννου.
Είπε βιαστικά η Προϊσταμένη και έτσι απάλλαξε την Ελπίδα από το βαρύ
φορτίο. Οι δυο γυναίκες πέρασαν ανάμεσα από τους ανθρώπους και πήγαν προς το
γραφείο της Προϊσταμένης. Η Ελπίδα όμως άλλαξε κατεύθυνση και πήγε προς την
τουαλέτα για το προσωπικό. Μόλις μπήκε μέσα, ξέσπασε σε έντονο κλάμα, τόσο
έντονο που το στήθος της την πόνεσε, ταυτόχρονα η ανάσα της μπούκωσε από τα
κλάματα!
Όλα άρχισαν να γυρίζουν μπροστά της και το στομάχι της ανακατώθηκε τόσο
που αν και άδειο την ανάγκασε να σκύψει στον νιπτήρα! Προσπάθησε να βγάλει ότι
είχε στο στομάχι αλλά μόνο ελαφρά υγρά έκαναν την εμφάνιση τους. Μετά από λίγο
η πίεση του αίματος της Ελπίδας επάνελθε σε κανονικά επίπεδα, η ανάσα της έγινε
κανονική. Το χρώμα επέστρεψε στα μαγούλα της είχε αρχίσει να συνέρχεται!
Την ιδία στιγμή ο κύριος Ιωάννου έβγαινε στον διάδρομο. Μπροστά του ήταν
τα παγωμένα πρόσωπα των ανθρώπων που περίμεναν καρτερικά στον διάδρομο!
23
Όλοι κατάλαβαν ότι είχε έλθει το τέλος, είχαν ακούσει εκείνο το φριχτό
παρατεταμένο συνεχές μπίπ, που σταμάτησε από την κίνηση ενός χεριού. Θέλανε
όμως να το ακούσουν και από τα χείλη του κυρίου Ιωάννου!
-Λυπάμαι πάρα πολύ! Αλλά,……. Επήλθε το μοιραίο, μόλις προ ολίγου!
Τα κεφάλια χαμήλωσαν και τα κορμιά χαλάρωσαν. Ο κύριος Ιωάννου ήταν
όμως ακόμα σε ένταση, το δεξί του χέρι έψαξε μέσα στην τσέπη του παντελονιού του
και βρήκε ξανά τα τσιγάρα με τον αναπτήρα. Με μια γρήγορη κίνηση άναψε ένα
τσιγάρο και πήρε μια βαθειά ρουφηξιά!
-Ο θάνατος ήταν αποτέλεσμα καρδιακής ανακοπής, τα αιτία είναι γνωστά.
Καρκίνος σε προχωρημένο στάδιο με πολλαπλές μεταστάσεις! Με συχωρείτε, δεν
έχω τίποτα άλλο να σας πω, έκανα ότι μπορούσα για να μην πονάει ο άνθρωπος σας
και σας διαβεβαιώνω ότι έφυγε σε πλήρη ηρεμία!
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κάπου εκεί που τελειώνουν τα βλέφαρα και συναντιούνται τα ματοτσίνορα
ανάβλυσε ένα δάκρυ! Ο δρόμος του μικρός, έτρεξε γρήγορα και χάθηκε στην αρχή
του τριχωτού μέρους του δεξιού κροτάφου. Το χέρι της Ελπίδας μπήκε στην δεξιά της
τσέπη, έβγαλε ένα μαντήλι, σκούπισε γρήγορα το δάκρυ, ήταν έτοιμη να αφήσει ένα
ακόμα δάκρυ να κυλήσει! Όμως ο κύριος που ήταν δίπλα της την ρώτησε:
-Με συγχωρείτε είστε και εσείς συγγενής;
-Όχι, εγώ ήμουν η προσωπική του νοσοκόμος, μέχρι την τελευταία στιγμή της
ζωής του!
-Α! Εγώ ξέρετε είμαι συγγενής, και φυσικά καταστεναχωρημένος! Δεύτερος
ξάδερφος. Σχεδόν μαζί μεγαλώσαμε. Φαντάζομαι υπόφερε στο τέλος!
-Κάθε άλλο! Στο τέλος όχι, στην αρχή όταν άρχισαν οι μεταστάσεις είχε
πόνους! Μετά, με τα παυσίπονα και την μορφίνη δεν καταλάβαινε τον πόνο! Ζούσε
σε ντελίριο γεμάτο παραισθήσεις! Τέλος πάντων, ας προχωρήσουμε έρχεται η σωρός!
-Ναι, βέβαια έχετε δίκιο!
Μαζί με όλους τους άλλους, συγγενείς, φίλους και γείτονες, η Ελπίδα άρχισε
να προχωρά πίσω από την νεκρώσιμη πομπή. Τα λουλούδια δεν είχαν την ζωντάνια
που έπρεπε γιατί και αυτά ήταν κομμένα, εδώ και δυο μέρες! Οι ιερωμένοι μπροστά
από την πομπή και πίσω όλοι οι άλλοι! Η τελευταία διαδρομή μαζί με τον άνθρωπο
που μέχρι χθες ήταν μέλος αυτής της κοινωνίας είχε αρχίσει. Ο Θανασάκης με μάτια
δακρυσμένα δίπλα στην Φωτεινούλα βάδιζε χωρίς μιλιά, ο πόνος τους ένωνε εκτός το
ότι κρατούσε ο ένας το χέρι της άλλης! Τα μάτια και των δυο ήταν δακρυσμένα! Τον
αγαπούσαν πολύ τον άνθρωπο που σε λίγο θα ήταν θαμμένος κάτω από το χώμα!
24
Ένα φέρετρο αστραφτερό και κατάμαυρο. Πάνω στο καπάκι, ένας επίχρυσος
σταυρός γυάλιζε στο λαμπερό φως της ημέρας, το καπάκι άφηνε να φαίνονται τα
υπολείμματα από τα σάβανα που προεξείχαν και κάποια από τα λουλούδια που
υπήρχαν μαζί με το νεκρό σώμα!
Σε πολύ λίγο όλοι μαζί βρέθηκαν μπροστά στο φρεσκοσκάμενο μνήμα, η
τελευταία κατοικία κάθε ανθρώπινης ύπαρξης!
Πίσω από τους ιερείς η Μαίρη κρατούσε το χέρι του Θανασάκη και εκείνος
κρατούσε το χέρι της Φωτεινούλας. Μια φωνή δίπλα στα αυτιά της Μαίρης της
ψιθύρισε κάποια λόγια:
-Είναι τρομερό, δεν μπορώ ακόμα να το πιστέψω!
-…..! Τι να πω;
Η Μαίρη σκούπισε τα δάκρυα από το όμορφο πρόσωπο της, το μαντήλι που
κρατούσε στο χέρι της ήταν μουσκεμένο. Προχώρησε, τα πόδια της ήταν αδύναμα, το
ίδιο το κορμί της ήταν έτοιμο να καταρρεύσει! Ένα χέρι την υποστήριξε γιατί αυτός
που βρισκόταν δίπλα της κατάλαβε ότι η Μαίρη δεν θα άντεχε για πολύ, ήταν πολύ
καταβεβλημένη! Τα δυο παιδιά σταμάτησαν δίπλα της, ταυτόχρονα σταμάτησαν όλοι.
Είχαν φτάσει μπροστά στο μνήμα!
Οι άνθρωποι του γραφείου κηδειών σήκωσαν το καπάκι από το φέρετρο. Η
τελευταία ματιά, η τελευταία επαφή όλων με τον νεκρό. Τα τελευταία δάκρυα
άρχισαν να κυλούν με μεγάλη ένταση στα μάτια όλων. Το πρόσωπο του νεκρού ήταν
μακιγιαρισμένο, είχε μια περίεργη έκφραση, μια έκφραση που την είχε η Μόνα Λίζα
στον διάσημο πίνακα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Κάτι μεταξύ κλάματος και
λυτρωμένης χαράς! Η Ελπίδα έσκυψε, πήρε λίγο χώμα με το γυμνό χέρι της από την
γη και το πέταξε προς το κλεισμένο τώρα φέρετρο. Το καπάκι δεν έμεινε για πολύ
ανοιχτό. Όλοι ήταν παγωμένοι η ψυχρή αλήθεια που κάνει όλους πριν αρχίσουν να
γεννάν κακίες να είναι όλοι γεμάτοι με καλοσύνη στην ψυχή τους. Ίσως μόνο τότε
αγαπάνε ο ένας τον άλλον, τότε που αισθάνονται ότι τα πάντα τελειώνουν μαζί με την
τελευταία χούφτα χώματος που πέφτει πάνω στο καπάκι του φέρετρου!
Στα βήματα τους υπήρχε ένα βάρος, έφυγαν από τον τόπο του μνήματος
Πήραν μια κατηφοριά που θα τους έβγαζε στην αίθουσα τελετών! Όταν μπήκαν μέσα
κάθισαν όλοι στην θέση που τους υπέδειξαν οι άνθρωποι της αίθουσας. Στα τραπέζια
υπήρχαν μικροί δίσκοι με κουλουράκια και αχνιστοί καφέδες στα κοντά φλιτζάνια!
Δίπλα στην Μαίρη καθόταν η Αμαλία, δίπλα της ήταν τα παιδιά. Απέναντι από την
Μαίρη καθόταν η Ελπίδα ,δίπλα της η μητέρα της Μαίρης και παραδίπλα ο πατέρας
της. Η φωνή της Αμαλίας είχε μια ελαφριά βραχνάδα, αλλά ακούστηκε αρκετά
δυνατή:
-Μαίρη, σ έχω σαν αδελφή μου το ξέρεις, τότε που πέρασα την περιπέτεια με
την κύστη στο στήθος μου, δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω, με συγχωρείς, σου είπα
πολλά ψέματα για να μην σε αναστατώσω, δεν ξέρω, ήμουν όμως λάθος ! Ένιωθα
τόσο αβέβαιη για τα πάντα γύρω μου!
-Αχ! Αμαλία μην στεναχωριέσαι γλυκιά μου, ευτυχώς για σένα η ιστορία αυτή
δεν κράτησε πολύ!
-Ναι , ήμουν πολύ τυχερή!
-Ναι, ναι …..!
-Κοίτα την Ελπίδα τι πέρασε, αυτό το κορίτσι, δίπλα του μέχρι την τελευταία
στιγμή!
Η Ελπίδα κοίταξε πρώτα την Αμαλία και μετά την Μαίρη. Τα μάτια της ήταν
πρησμένα, ποτέ στον ένα χρόνο που ήταν νοσοκόμα δεν είχε τέτοια εμπειρία. Βέβαια
ήξερε ότι δεν θα ήταν η τελευταία! Αλλά, αυτό που πραγματοποίησε αυτές τις
ημέρες, ήταν ένα βήμα μπρος, που κάποια μέρα θα την έκανε σαν την Προϊσταμένη,
25
με πλούσια πείρα, κατά τους άλλους αναίσθητη! Τώρα όμως η φωνή της ακούστηκε
τρεμάμενη και κουρασμένη:
-Ναι, πιστέψετε με τώρα τον αγαπώ αυτόν τον άνθρωπο πιο πολύ!
-Σε κούρασε πολύ. Είπε η Αμαλία!
-Όχι, όχι, με φόβισε και αισθάνθηκα περίεργα πολλές φορές Κάποιες μέρες
μόλις του έβαζα τα αυτοκόλλητα παυσίπονα είχε παραισθήσεις. Έβλεπε οράματα!
Δεν θα το πιστέψετε αλλά μια φορά είχε την παραίσθηση ότι μιλούσε στον εαυτό του!
Μια άλλη φορά ήθελε να φύγει ένιωθε, φαντάζομαι, ότι ήταν στο διάδρομο και
πήγαινε προς το ασανσέρ για να κατεβεί κάτω! Ήθελε να γυρίσει σπίτι του!
Μια φωνή ακούστηκε όχι μακριά από την Μαίρη:
-Κοίτα, Μαίρη, αυτός ο άνθρωπος ήταν πολύ άτυχος μες την μεγάλη τύχη
του. Την ημέρα που έμαθε ότι έπασχε από προχωρημένο καρκίνο, ποτέ δεν μπορούσε
να φανταστεί ότι δυο μέρες αργότερα θα κέρδιζε στο Joker, έντεκα εκατομμύρια
EURO! Βέβαια αυτό δεν τον βοήθησε καθόλου στην υγεία του. Αλλά τον θαύμασα
που δεν άλλαξε τον τρόπο της ζωής του! Συνήθως οι άνθρωποι τρελαίνονται όταν
κερδίζουν τέτοια ποσά! Κάνουν αφάνταστες τρέλες. Αυτός όμως κράτησε την
ψυχραιμία του όπως επίσης το πρώτο που σκέφτηκε ήταν να εξασφαλίσει την
οικογένεια του! Για αυτό και μόνο..!
Ο άνθρωπος που μιλούσε στην Μαίρη σηκώθηκε από την καρέκλα και μετά
δυνάμωσε λίγο τον τόνο της φωνής του:
-Παρακαλώ λίγη ησυχία, σαν επικήδειο λόγο θα ήθελα να πω:
« Ήσουν άριστος σε όλα, και όλοι θα θυμόμαστε με πολύ πόνο πόσο μας
λείπεις Γιώργο Αθανασιάδη. Οι φίλοι, οι συγγενείς, η γυναίκα σου η Μαίρη και ο
μικρός Θανασάκης. Εύχομαι όταν μας βλέπεις από εκεί επάνω να μην σε
στεναχωρούμε όπως μας στεναχώρησες εσύ σήμερα. Τώρα, μετά από όσα πέρασες,
για σένα είναι καλύτερα. Για μας όμως είναι χειρότερα. Η ζωή ποτέ δεν θα είναι ίδια
χωρίς εσένα. Αντίο καλέ μου φίλε. Κάποια μέρα θα συναντηθούμε! »
Με αυτά τα λόγια του Κώστα Σαμιώτη έκλεισε ο κύκλος της τελευταίας
πράξης. Της ζωής και του θανάτου του Γιώργου Αθανασιάδη!
ΚΑΠΟΙΟΙ ΦΙΛΟΙ ΕΛΙΩΣΑΝ ΜΕΣ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΝΟ
ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΛΙΩΣΕΙ ΟΜΩΣ
ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ!
Υ.Γ. Αφιερωμένο πρώτα στον Νίκο και μετά στον Αλέκο! Αγαπημένοι φίλοι και οι
δυο!
26
Θεσσαλονίκη 24/ 09/ 2005
ΚΕΤΣΕΤΖΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ
ΘΕΡΜΟΠΥΛΛΩΝ 32
ΤΚ 56625
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΤΗΛ: 2310 632287
& 6946968692
E-mail- [email protected]