The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.

Εκεί που ανήκω - Nεκταρία Μαρκάκη

Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by Maradel Books, 2019-06-29 18:07:07

Εκεί που ανήκω - Νεκταρία Μαρκάκη

Εκεί που ανήκω - Nεκταρία Μαρκάκη

Keywords: maradel books,book

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ

ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΜΑΡΚΑΚΗ

Τίτλος βιβλίου : ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ
Συγγραφέας: ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΜΑΡΚΑΚΗ
Εξώφυλλο: MAKETASTUDIO

© ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΜΑΡΚΑΚΗ
© Εκδόσεις MARADEL BOOKS

Έκδοση, ΜΑΙΟΣ 2019

ISBN: 978-618-84017-8-5

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις
του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα)
και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απο-
λύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντι-
γραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, διανομή, εκμίσθωση ή δα-
νεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση, παρουσίαση στο κοινό σε οποια-
δήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του
συνόλου ή μέρους του έργου.

Εκδόσεις Maradel Books
Αργυρουπόλεως 4- τκ 57013
Ωραιόκαστρο- Θεσσαλονίκη
Τηλ: 2310 695795
e-mail [email protected]
web.facebook.com/maradel.books/

Ευχαριστίες

Άλλο ένα ταξίδι ξεκινάει και δεν θα μπορούσα να μην
ευχαριστήσω όλους εκείνους που με συνόδεψαν μέχρι το
τελικό του στάδιο.

Μαμά, μπαμπά, Αργυρώ, σας ευχαριστώ από καρδιάς που
ανέχεστε τις μεταπτώσεις της διάθεσής μου, τις σιωπές μου,
τα νεύρα μου και τις ατέλειωτες ώρες που μπορεί να σας
αγνοώ για να δημιουργήσω κάτι νέο. Σας αγαπώ, θα έπρεπε
να το λέω πιο συχνά αλλά με ξέρετε εμένα... λέω λίγα
παρότι νιώθω πολλά.

Έρση, Ελίζα, Μαργαρίτα Κ, Αγγελική Μ, Χριστίνα Α,
Άννα Ι δεν ξέρω πως να σας ευχαριστήσω αρκετά για το
γεγονός πως είστε εκεί όταν σας χρειάζομαι συγγραφικά κι
όχι μόνο. Το γεγονός πως ανέχεστε την γκρίνια μου, λέει
πολλά. Σας ευχαριστώ και σας στέλνω την ατέλειωτη αγάπη
μου. Ένα μεγάλο ευχαριστώ από καρδιάς στις Νάγια Μ,
Νάγια Ζ, Άντα Α και Μαριλένα για την απίστευτη βοήθεια
που μου έχουν δώσει κατά καιρούς με το να με συμβου-
λέψουν, αλλά και με ακούσουν, όπως και με τα καλά τους
λόγια που καταφέρνουν να με κάνουν να χαμογελάσω.

Θέλω να πω ένα τεράστιο ευχαριστώ στην Αργυρώ Μαρ-
κάκη, τη Μαρία Χαρταβελλα και την Αγγελική Ευσταθιάδου
που ήταν από τις πρώτες που διάβασαν το βιβλίο στην
αρχική του μορφή, αλλά και για τις προτάσεις τους ώστε να
γίνει καλύτερο.

Ευχαριστώ θερμά και τις Εκδόσεις Maradel Books που μ’
εμπιστεύονται ακόμα μία φορά. Είναι πολύ όμορφο το
συναίσθημα ότι ανήκεις κάπου κι εγώ νιώθω πραγματικά
πως ανήκω εκεί.

Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω την κοινότητα του Wattpad
για μία ακόμη φορά. Αν δεν ήσασταν εσείς... δεν θα ήμουν
εδώ! Μακάρι να μπορούσα να αναφέρω ονομαστικά όλους
όσους με στηρίζετε τόσα χρόνια. Λιακάδες μου, σας αγαπώ!

Κεφάλαιο 1

Πόσο εύκολο είναι να περάσει κανείς από την αγάπη
στο μίσος; Η γραμμή μεταξύ τους είναι τόσο λεπτή
και αδιόρατη, που μερικές φορές την περνάμε χωρίς
να το καταλάβουμε. Χορεύουμε τριγύρω της σ’ έναν ξέφρενο
ρυθμό που μας παρασέρνει χωρίς να το θέλουμε. Ρισκάρουμε
κλείνοντας τα μάτια, κρατώντας την ανάσα και χοροπηδώντας
από τη λογική στην παράνοια χωρίς να έχουμε ιδέα που μπορεί
τελικά να προσγειωθούμε. Ρίσκο. Αν έχεις τα κότσια το παίρνεις
το ρίσκο, χωρίς να αναλογιστείς πως μπορεί τελικά να τα χάσεις
όλα σε μία κακή ζαριά και, ξάφνου, να μείνεις με τον άσσο στο
χέρι, χωρίς να έχεις την παραμικρή ιδέα ποια πρέπει να είναι τα
επόμενα βήματα για να σώσεις την καρδιά σου ή ό,τι της απέμεινε
από αυτό τον παιχνίδι που δεν έχει νικητή.
Τι είναι ο έρωτας και το μίσος; Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσ-
ματος. Το πετάς ψηλά κι αναρωτιέσαι σε ποια πλευρά θα προσ-
γειωθεί. Αν νικήσει η αγάπη, τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα
όσο φαίνονται. Η ζωή δεν είναι σαν τα παραμύθια που όλοι ζουν
καλά, ευτυχισμένοι και χωρίς προβλήματα. Η αγάπη στην πραγ-
ματικότητα μπορεί να σου κάνει κακό, εκτός από το να σε
λυτρώσει. Εξαιτίας της μπορείς άθελά σου να ζεις για τους άλλους
κι όχι για τον εαυτό σου. Αν την αφήσει να σε πείσει να χάσεις τον
εαυτό σου, τότε δυστυχώς, το έχεις χάσει το παιχνίδι. Ακόμα κι αν
η αγάπη κι ο έρωτας υπερτερήσουν, πρέπει να μάθεις να τους

6 Νεκταρία Μαρκάκη

βάζεις όρια. Και αυτό είναι σχεδόν ακατόρθωτο, γιατί όταν
αγαπάς πραγματικά δεν μπορείς να παλέψεις ενάντια τους. Η
αγάπη για να μη σε καταστρέψει χρειάζεται εγωισμό, να ξέρεις
πότε να πρέπει να φεύγεις, πότε να συμβιβάζεσαι αλλά και πότε
να μην δέχεσαι κανέναν συμβιβασμό. Κυρίως όμως να είναι ξεκά-
θαρο το αν είσαι πραγματικά ευτυχισμένος ή απλά βολεμένος.
Χρειάζεται να κοιτάς στα μάτια τον άνθρωπό σου και να ξέρεις
πως σε γεμίζει, πως έχεις βρει το άλλο σου μισό που κουμπώνει
τέλεια στην ψυχή σου και σου φέρνει εκείνη τη λύτρωση που
τόσο πολύ λαχταρούσες.

Αν το νόμισμα προσγειωθεί στην άλλη πλευρά, εκείνη τη σκο-
τεινή που εμπνέει φόβο, τότε έχεις βρεθεί φυλακισμένος σε έναν
δυστοπικό κόσμο από τον οποίο πρέπει να παλέψεις πολύ για να
ξεφύγεις. Ή θα αφήσεις το μίσος να ροκανίσει το φως στην ψυχή
σου και τη δυνατότητά σου να συγχωρείς και να αγαπάς, ή θα το
αφήσεις να σε παρασύρει ακόμα πιο βαθιά στο σκοτάδι, ώσπου το
μυαλό σου να γεμίσει με μαυρίλα, εκδίκηση και πόνο που θα
τρέφει το τέρας μέσα σου ασταμάτητα. Μπορεί να ξεχάσεις
εύκολα πώς είναι να αγαπάς, γιατί ο θυμός δε σε πονάει, σε
λυτρώνει. Έτσι τουλάχιστον νομίζει εκείνος που κλείνει την πόρτα
στον έρωτα και την αγάπη, αλλά η αλήθεια είναι πολύ διαφο-
ρετική. Μετατρέπεσαι σε ένα άψυχο πλάσμα που τρέφεται από τη
δυστυχία του άλλου. Που δεν αντέχει να βλέπει ευτυχισμένα
πρόσωπα γύρω του και ζει για να τα τραβήξει σε αυτόν τον μαύρο
κόσμο, ακόμα και τα άτομα που θέλουν το καλό του. Το μίσος
όμως προσφέρει και μία υπέροχη ευκαιρία στους δυνατούς,
εκείνους που μπορούν να υπερβούν τα όρια και να τα βάλουν με
τον ίδιο τους τον εαυτό. Προσφέρει την υπέροχη ευκαιρία της
εξιλέωσης. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη νίκη από εκείνη που σου
προσφέρει η διάλυση του σκοταδιού και το πέρασμα στο φως της
αγάπης. Πόσοι όμως έχουν αυτή την ψυχική δύναμη; Λίγοι. Αυτή
είναι η απάντηση. Λίγοι θέλουν να παλέψουν να βγουν από αυτή

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ 7

την κατάσταση γιατί φοβούνται πως μπορεί να αποκαλύψουν έναν
αδύναμο εαυτό που μπορεί να θελήσει κάποιος να τον εκμεταλ-
λευτεί. Όμως, όπως και στην αγάπη, έτσι και στο μίσος, το ρίσκο
επιβάλλεται.

Το δικό μου νόμισμα ήταν αναποφάσιστο και δεν έλεγε να δια-
λέξει πλευρά. Στεκόταν εκεί, όρθιο, να ταλαντεύεται μεταξύ αγά-
πης και μίσους φανερώνοντας μαύρα σύννεφα στο μυαλό μου
που, ευτυχώς, εξαφανίζονταν ξάφνου εξαιτίας του φωτός. Και πάλι
από την αρχή. Ίσως να είχα βρει την τέλεια ισορροπία και να μην
το ήξερα. Μπορεί, από την άλλη, να μην ήμουν καθόλου ισορρο-
πημένη και ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να γινόταν η
καταστροφή μου. Μα δε θα έμενα με σταυρωμένα τα χέρια. Είχε
έρθει η στιγμή να διεκδικήσω ό,τι μου άξιζε. Να πάρω εγώ στα
χέρια μου τη μοίρα και να μην την αφήσω πάνω σ’ ένα αναποφά-
σιστο νόμισμα που νόμιζε πως με έλεγχε.

Αυτό σκεφτόμουν καθώς τραβούσα χειρόφρενο έξω από το
σπίτι του. Ποιος το φανταζόταν πως, μετά από οχτώ χρόνια και
δέκα μέρες, θα κατέληγα πάλι εδώ, έξω από το κατώφλι του.
Πάντα σ’ εκείνον γυρνούσα. Πάντα. Γιατί η ζωή του ήταν δεμένη
με τη δική μου με μία αόρατη κλωστή που κανείς μας δεν έβλεπε,
υφασμένη με μυστικά, ψέματα και ίντριγκες που δε θα έπρεπε να
είχαμε αφήσει να καθορίσουν τις ζωές μας. Όμως τίποτα δεν μένει
κρυφό για πάντα, όλα τα μυστικά βγαίνουν στην επιφάνεια, ασ-
χέτως πόσο βαθιά θα τα κρύψει κάποιος. Οχτώ χρόνια πήγαν
χαμένα εξαιτίας αυτών των μυστικών κι είχε έρθει η στιγμή να τα
διεκδικήσω και να τα πάρω πίσω.

Δίστασα να βγω από το αυτοκίνητο. Η καρδιά χτυπούσε σαν
τρελή ενώ τα γόνατα μου αρνούνταν να σταματήσουν να τρέμουν.
Μόλις είχα πάρει μία απόφαση που θα άλλαζε τα πάντα και δεν
ήξερα αν ήμουν τρελή ή απόλυτα λογική που πετούσα το λαμπερό
μέλλον μου για ένα παρελθόν που δεν μπορούσα να ξεχάσω. Αλλά
η καρδιά είναι ένα όργανο που θες δε θες σε καθοδηγεί και η δική

8 Νεκταρία Μαρκάκη

μου είχε κάνει την επιλογή της. Ήθελε να επιστρέψω εκεί που
ανήκω. Ποια ήμουν εγώ που θα της πήγαινα κόντρα; Γέλασα
κοφτά, φοβισμένη για το αποτέλεσμα αυτού του γυρισμού, αλλά
ήθελα πολύ να κάνω αυτή την τρέλα. Και τίποτα δε θα με
σταματούσε. Πέρασα χρόνια να είμαι υποχείριο των επιθυμιών
των άλλων. Τώρα είχε έρθει η στιγμή να αφεθώ στις δικές μου
επιθυμίες. Είχε έρθει η στιγμή που θα ήμουν εγώ εκείνη που θα
έπαιρνα τις αποφάσεις για τη ζωή μου. Και ξεκινούσα με αυτήν
εδώ την απόφαση. Να γυρίσω πίσω κι ας ρίσκαρα γιατί ένα
πράγμα ήταν σίγουρο. Αυτό το ρίσκο, αν μη τι άλλο, άξιζε.

Μερικές μέρες πριν

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα αποφάσιζα να πετάξω κάθε τι παλιό
είχα κρατήσει για χρόνια έτσι ώστε να κάνω χώρο για νέα πράγ-
ματα. Μέσα σε αυτά τα πράγματα που ξεφορτωνόμουν ήταν και
φωτογραφίες, αναμνήσεις, και κυρίως όλα εκείνα τα αρνητικά
συναισθήματα που δεν με άφηναν να πάω παρακάτω. Τον τελευ-
ταίο καιρό είχα κουραστεί πολύ, κυρίως γιατί προσπαθούσα να
αποδείξω την αξία μου στους πάντες, ακόμα και στον εαυτό μου.
Γι’ αυτό ξεσπούσα πάντα αυτή την περίοδο στα πράγματά μου, για
να διώξω την κούραση και την ψυχική ταλαιπωρία με την ελπίδα
πως ίσως να ένιωθα τόσο ανάλαφρη ώστε ν’ ανοίξω φτερά και να
πετάξω.

Τα τελευταία οχτώ χρόνια έμενα στα Χανιά, σε μία όμορφη
μονοκατοικία την οποία είχα φτιάξει και είχα μετατρέψει σε ένα
κουκλίστικο σπίτι. Ως τα είκοσι δύο μου δεν είχα κανένα λόγο
πάνω σε θέματα σπιτιού, αφού ζούσα με τη δυναμική γιαγιά μου
που ήξερε τι ήθελε και μας το επέβαλλε, αλλά και με την αδύναμη

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ 9

μητέρα μου που, αν και ήξερε τι χρειαζόταν, ποτέ δεν τολμούσε
να διεκδικήσει τις επιθυμίες της. Κι εγώ εκεί, στη μέση, να
προσπαθώ να διατηρήσω τις ισορροπίες χωρίς να ξέρω που να
σταθώ. Όταν όμως έφυγα και μετακόμισα σε αυτό το σπιτάκι, που
αγάπησα με την πρώτη ματιά, έβαλα όλο το μεράκι μου για να το
μετατρέψω σε μία φωλιά από την οποία δε θα ήθελα ποτέ να
φύγω. Και το κατάφερα με πολύ αγώνα και πολλές στερήσεις,
αλλά άξιζε τον κόπο.

Γύρισα από τη δουλειά μου αργά το βράδυ, εξουθενωμένη
αλλά ευχαριστημένη με τα αποτελέσματα στο τέλος της μέρας. Το
σπίτι ήταν άδειο που σήμαινε πως ο Ιάσωνας, ο αρραβωνιαστικός
μου, ήταν ακόμα στο νοσοκομείο και δεν είχε επιστρέψει από τη
βάρδια του. Η πρώτη μου δουλειά ήταν να ταΐσω τις γάτες στην
αυλή και να τους χαρίσω απλόχερα τα χάδια μου. Δυστυχώς, όσο
κι αν αγαπούσα αυτές τις ψυχές, ο Ιάσωνας δεν με άφηνε να έχω
κάποια μέσα στο σπίτι γιατί δεν άντεχε την πολύπλευρη προσωπι-
κότητά τους, όπως και τις τρίχες που άφηναν παντού. Έπρεπε να
πλυθώ καλά αφότου άγγιζα μία από τις τρεις γάτες που είχα
υιοθετήσει για να μην ενοχλείται ο αρραβωνιαστικός μου, αλλά
τουλάχιστον δεν μου επέβαλλε να τις διώξω από την αυλή. Ήταν
καλός στο να βρίσκουμε μία μέση λύση που θα ικανοποιούσε και
τους δύο μας, έστω κι αν μερικές φορές ένιωθα πως έκανα εγώ τις
περισσότερες υποχωρήσεις.

Μόλις τελείωσα με το βραδινό ντους μου, άρπαξα μερικές
σακούλες σκουπιδιών για να ξεκινήσω το πρώτο ξεκαθάρισμα
στην ντουλάπα μου. Από τότε που άρχισα να μένω μόνη έκανα
αρκετά δώρα στον εαυτό μου, κυρίως γιατί τα είχα στερηθεί για
πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα να έχω γεμίσει με πράγματα που δε
χρειαζόμουν. Με τον καιρό έμαθα να είμαι αυτάρκης, δε
χρειαζόμουν πολλά για να νιώσω ευτυχισμένη πλέον. Συνειδητο-
ποίησα πως μου άρεσε περισσότερο να δίνω, γι’ αυτό και ήδη
ήξερα που θα έδινα εκείνα τα ρούχα που δεν προτιμούσα πλέον.

10 Νεκταρία Μαρκάκη

Υπήρχαν άνθρωποι γύρω μου που δεν είχαν την ίδια τύχη με μένα,
που πάσχιζαν να προσφέρουν στα παιδιά τους. Σ’ εκείνους θα τα
χάριζα με όλη μου την καρδιά. Ήξερα πώς ήταν να μην έχεις
πολλά, να πορεύεσαι έχοντας σχεδόν τίποτα, γι’ αυτό μου ήταν
εύκολο να μοιραστώ μαζί τους.

Όταν έφυγα από το Μεσολόγγι, είχα πάρει μόνο μία σκονισ-
μένη βαλίτσα μαζί μου. Είχα ρίξει μέσα τα απολύτως απαραίτητα,
αλλά με τον καιρό η γιαγιά μου αποφάσισε πως δεν ήθελε να
κρατήσει τίποτα από μένα και έστελνε λίγα-λίγα τα πράγματά μου
με το καράβι. Η ζωή μου όλη είχε κλειστεί μέσα σε κούτες που
είχα στοιβάξει σε μια γωνιά και που, ως τότε, αρνιόμουν να
ανοίξω. Ο Ιάσωνας ρωτούσε συχνά γι’ αυτά τα κουτιά που
περιείχαν από ρούχα ως φωτογραφίες, αλλά ποτέ δεν του έδινα
σαφή απάντηση. Είναι το παρελθόν μου, του έλεγα πάντα. Κι
εκείνος έχοντας μία ιδέα πως το παρελθόν μου δεν ήταν
ευχάριστο, σταματούσε την κουβέντα, αν και πολλές φορές τον
είχα βρει να στέκεται από πάνω τους αναρωτώμενος αν θα έπρεπε
να τα ανοίξει ή όχι. Δεν το έκανε ποτέ. Και το εκτίμησα αυτό,
γιατί ήθελα να μείνει εκεί κρυμμένο, αφού κάθε σκέψη που
αφορούσε αυτό με πονούσε.

Όμως σε λίγο καιρό θα ένωνα τη ζωή μου μαζί του κι αν ήθελα
να κάνω μερικά βήματα μπροστά, άρα θα έπρεπε να πετάξω κάθε
τι που με κρατούσε δέσμια σ’ ένα δυσάρεστο παρελθόν. Είχα
σκοπό να το κάνω εκείνη τη μέρα, να ξεκινήσω να πετάω και να
μη σταματήσω ώσπου να νιώσω ανάλαφρη και έτοιμη για να
κάνω μια νέα αρχή παρέα με έναν όμορφο άντρα που με αγα-
πούσε. Ξεκίνησα με τα εύκολα, την ντουλάπα μου δηλαδή, την
οποία καθάρισα ρίχνοντας προσεκτικά μέσα στις σακούλες ρούχα
σχεδόν αφόρετα. Ξεφορτώθηκα και κάποια παπούτσια όπως και
κάποια αξεσουάρ που δεν είχα φορέσει ποτέ, αλλά παρόλο που
ένιωθα την ανάγκη να πετάξω και τις κούτες, δίστασα να τις
ανοίξω για να δω το περιεχόμενο τους. Φοβόμουν τις θύμησες που

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ 11

κουβαλούσαν μέσα τους. Είχα καταφέρει να κλείσω κάποιες σε
ένα μικρό δωμάτιο του μυαλού μου, εκεί όπου δε χρειαζόταν να
ψαχουλεύω τόσο συχνά. Δεν ήμουν έτοιμη να ξεκλειδώσω αυτή
την πόρτα, παρότι ήταν αναγκαίο να το κάνω.

Περνούσα μπροστά τους συνέχεια λες και με καλούσαν σαν
σειρήνες, στεκόμουν να τις κοιτάξω αναποφάσιστη, αλλά δεν τις
άγγιξα για πολλή ώρα. Ο Ιάσωνας με βρήκε να κάθομαι στην
άκρη του κρεβατιού και να τις κοιτάζω θλιμμένα δαγκώνοντας με
μανία τα νύχια μου. Κρέμασε προσεκτικά το παλτό του πριν
καθίσει στο πλευρό μου μουγκρίζοντας κουρασμένα. Τράβηξε
προσεκτικά το χέρι μου μακριά από το στόμα μου κοιτώντας με
λιγάκι αυστηρά, για την κακή μου συνήθεια που ήξερα πως τον
ενοχλούσε. Αντίκρισα το ήρεμο πρόσωπό του κι απόρησα πώς
ήταν δυνατόν μετά από τόσες ώρες στο νοσοκομείο να έδειχνε
τόσο ξεκούραστος. Χαμογέλασα αχνά γιατί ήξερα πως αγαπούσε
το επάγγελμά του όσο τίποτ’ άλλο στον κόσμο. Γι’ αυτό πάσχιζε
χωρίς γκρίνιες.

«Πώς ήταν η μέρα σου;» Αυτή ήταν η πρώτη του ερώτηση
πάντα. Για κάποιον που δεν τον γνώριζε, το ύφος του μπορεί να
φαινόταν αδιάφορο, αλλά αν τον παρατηρούσε καλύτερα, θα
μπορούσε να καταλάβει πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Ο Ιάσωνας
μπορεί να ήταν συγκρατημένος και φαινομενικά ψυχρός, αλλά
νοιαζόταν αληθινά.

«Μεγάλη» γκρίνιαξα σαν παιδί. «Βούλωσαν τουαλέτες, έπιασε
και μια φωτιά στην κουζίνα που παραλίγο να τα κάνει όλα
κάρβουνο. Θα πρέπει να βρω νέο μάγειρα όπως καταλαβαίνεις.
Δεν είμαι καν η διευθύντρια του ξενοδοχείου και έχω αναλάβει τα
πάντα. Εσένα;»

«Τίποτα το σπουδαίο. Έφεραν έναν νεαρό που είχε ατύχημα με
τη μηχανή του. Έκανα τρεις ώρες χειρουργείο αλλά σώθηκε».

Μόνο ο Ιάσωνας θα ανέφερε πως έσωσε μία ζωή με τόση
απάθεια. Του άφησα ένα φιλί στο μάγουλο παίρνοντας την από-

12 Νεκταρία Μαρκάκη

φαση να κάνω αυτό που ξεκίνησα. Τράβηξα την κούτα που ήταν
πάνω-πάνω και την ακούμπησα προσεκτικά στα πόδια μου. Εκεί-
νος κάρφωσε αμέσως τα μάτια του εκεί γεμάτος περιέργεια για το
περιεχόμενο.

«Επιτέλους θα μπεις στα άδυτα της Ήβης Αλεξανδράτου»
αστειεύτηκα με μία δόση μελαγχολίας όταν τον είδα να λαχταρά
να ρίξει μία ματιά σε όσα φιλοξενούσε στο εσωτερικό της.

«Ομολογώ πως χαίρομαι γι’ αυτό» χαμογέλασε ενθουσιασ-
μένος. «Μ’ εκνευρίζει που μου κρύβεις το παρελθόν σου».

«Αν είναι ν’ αρχίσεις την γκρίνια θα πάω να κάνω τη δουλειά
αλλού».

Έκανε μία κίνηση σαν να τραβούσε το φερμουάρ στο στόμα
του για να το κλείσει ενώ με κοιτούσε αθώα. Τα μάτια του
γυάλιζαν από την περιέργεια. Ίσως ήταν καιρός να του πω όλα
εκείνα που είχα κρατήσει κρυφά. Από την άλλη όμως, σε τι θα
βοηθούσε το να αφήσω το παρελθόν να ξεχυθεί; Μόνο μεγαλύ-
τερη θλίψη θα μου προκαλούσε. Αναστέναξα μελαγχολικά και
τράβηξα την ταινία που κρατούσε σφραγισμένα κάποια μυστικά
μου. Ευτυχώς η πρώτη κούτα, όπως και η δεύτερη, κρατούσε μέσα
της μόνο κάτι παλιά ρούχα που είχα αφήσει πίσω.

Χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά, τα έριξα μέσα στις σακού-
λες, και συνέχισα με τις επόμενες. Στην πρώτη βρήκα τα αγαπη-
μένα μου βιβλία. Ένα από αυτά το “Η πριγκίπισσα και ο πει-
ρατής” μου έφερε δάκρυα στα μάτια. Το σήκωσα προσεκτικά για
να το καθαρίσω από τη σκόνη που είχε μαζέψει και, χωρίς να
βγάλω άχνα, το ακούμπησα στο κομοδίνο μου. Αγνόησα επίτηδες
το βλέμμα του Ιάσωνα, που με ικέτευε να του πω την ιστορία για
το βιβλίο, και συνέχισα τη δουλειά μου. Κάθε μία κούτα που
άνοιγα, έφερνε στην επιφάνεια συναισθήματα που είχα θάψει και
που μ’ έκαναν να χαίρομαι για την απόφασή μου τότε να φύγω και
ν’ αφήσω τα πάντα πίσω μου.

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ 13

«Αυτό επιτρέπεται να το δω;» ρώτησε ο Ιάσωνας διστακτικά
δείχνοντας προς ένα άλμπουμ με φωτογραφίες. Το τράβηξα με
προσοχή έξω και χαμογέλασα μόλις το άνοιξα, γιατί στην πρώτη
σελίδα ήταν η αγαπημένη μου φωτογραφία- οι γονείς μου
χαμογελαστοί με κρατάνε αγκαλιά. Δεν ήμουν μεγαλύτερη από
μία βδομάδα όταν είχε τραβηχτεί. Τα χαρακτηριστικά του πατέρα
μου, που έχασα νωρίς, δε φαίνονταν καλά γιατί το φλας της
μηχανής είχε κάψει λιγάκι το πρόσωπό του. Η μητέρα μου όμως
φαινόταν καθαρά, το χαμόγελό της και η αγάπη της, αλλά και η
μελαγχολία που μόνιμα διακοσμούσε τα μάτια της.

«Κοίτα τι όμορφη που ήταν» σχολίασα περνώντας το δάχτυλό
μου ευλαβικά πάνω από το πρόσωπό της.

«Δεν της μοιάζεις καθόλου» σχολίασε προβληματισμένος ο
Ιάσωνας αλλά πριν καν τον αγριοκοιτάξω, είχε δαγκώσει τη γλώσ-
σα του. «Δεν εννοώ ότι είσαι άσχημη, αντιθέτως» γέλασε νευρικά
ξύνοντας τον λαιμό του.

«Ευτυχώς γιατί μετά θα σου έλεγα για το γούστο σου»
σχολίασα πειρακτικά πριν στρέψω πάλι το βλέμμα στη φωτο-
γραφία.

«Σου έχει λείψει πολύ, ε;»
«Ναι, ομολογώ πως είναι το μοναδικό πράγμα που μου λείπει
από το Μεσολόγγι».
«Κρίμα που δεν κάνεις κάτι γι’ αυτό» αρκέστηκε να πει.
Τράβηξε το άλμπουμ στα γόνατά του και βάλθηκε να το ξεφυλ-
λίζει ενώ τα λόγια του μου προκαλούσαν ακόμα μεγαλύτερη
σύγχυση. Ήθελα να τη δω. Ήθελα να την αγκαλιάσω και να της
πως ότι μου είχε λείψει τρομερά, αλλά φοβόμουν τις συνέπειες
μίας επίσκεψής μου στον τόπο όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα.
Όχι. Μερικές φορές η απόσταση είναι η καλύτερη λύση, έλεγα
συχνά στον εαυτό μου. Είχα κρατήσει τυπικές σχέσεις διά
τηλεφώνου και ίσως αυτό να ήταν το καλύτερο για όλους μας.

Κεφάλαιο 2

Πέρασα όλο το βράδυ να κοιτάζω τις φωτογραφίες
εκείνου του άλμπουμ, αλλά κι εκείνες που είχα κρύ-
ψει μέσα σ’ ένα φάκελο για να μην τις βρει κανείς.
Φωτογραφίες μίας ζωής που η μισή ήταν ποτισμένη με πίκρες και
η άλλη μισή με έναν έρωτα καταδικασμένο. Η σύγχυση που μου
προκάλεσε αυτό το ταξίδι στο παρελθόν μου ήταν μεγάλη. Ήθελα
να μη θυμάμαι. Ήταν αναγκαίο το να ξεχάσω ώστε να γυρίσω
σελίδα στη ζωή μου. Το χρωστούσα στον εαυτό μου, αλλά και
στον Ιάσωνα που έκανε υπερπροσπάθειες για να με κάνει ευτυ-
χισμένη. Το μυαλό και η καρδιά όμως είχαν βαλθεί να κάνουν
μέτωπο εναντίων μου για να μην ξεχάσω. Μισούσα το γεγονός
πως μία απλή σκέψη που με πήγαινε πίσω, ήταν ικανή να μου
χαλάσει τη μέρα.
Μόλις άρχισε να βγαίνει ο ήλιος, ξεκίνησα να ετοιμάζομαι για
να πάω στη δουλειά. Αφού ντύθηκα, έστρωσα τραπέζι για το
πρωινό μας και έφτιαξα καφέ χαμένη στις σκέψεις μου. Ο
Ιάσωνας ήρθε να με βρει λίγο μετά τις οχτώ φανερά εξουθεν-
ωμένος από το ξενύχτι μας το προηγούμενο βράδυ, αλλά και τη
βάρδια στο νοσοκομείο. Με φίλησε τρυφερά στον κρόταφο,
κάθισε στην αγαπημένη του θέση και ξεκίνησε να τρώει όταν
σήκωσε τα μάτια του πάνω μου.

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ 15

«Δεν τρως;» έκανε σοκαρισμένος.
«Δεν έχω όρεξη. Θα γυρίσω νωρίς σήμερα. Έλεγα αν ήθελες
να ετοίμαζα κάτι γευστικό για το βράδυ, να δούμε ταινία μαζί»
πρότεινα αφηρημένα ενώ ο νους μου ταξίδευε στο Μεσολόγγι, τα
στενά του και τη λιμνοθάλασσα καθώς την άγγιζε ο ήλιος που
έδυε. Όπως επίσης και στα πρόσωπα που είχαν επηρεάσει τη ζωή
μου όσο έμενα εκεί.
«Θα μαγειρέψω εγώ, δε θα μείνω πολύ στο νοσοκομείο, κάτι
χαρτιά πάω να φτιάξω και θα είμαι ελεύθερος μετά».
«Σύμφωνοι, ραντεβού στις έξι» είπα ενώ σηκωνόμουν από την
καρέκλα μου.
«Ήβη», με σταμάτησε εκείνος πριν βγω από το δωμάτιο.
Ήξερα, πριν καν μιλήσει, τι θα μου έλεγε. Μετά από τόσα χρόνια
είχα μάθει να διαβάζω κάθε τόνο της φωνής του. «Πάρε τη μάνα
σου τηλέφωνο, πες της να έρθει» με ικέτευσε καταλαβαίνοντας τη
θλίψη μου, αλλά χωρίς να μπορεί να συμμεριστεί το γεγονός πως
μου ήταν τραγικά δύσκολο να της μιλάω.
«Θα το κάνω» του ορκίστηκα αλλά πέρασε πολλή ώρα μέχρι
να πραγματοποιήσω την υπόσχεσή μου. Πήγα στο ξενοδοχείο και
ρίχτηκα αμέσως στη δουλειά ξεχνώντας το τηλεφώνημα στο
Μεσολόγγι. Μπορεί να παραλογιζόμουν, αλλά ήθελα να κρατήσω
το γεγονός πως παντρευόμουν κρυφό ως την τελευταία στιγμή.
Όχι από τη μητέρα μου, αλλά από εκείνη, τη γιαγιά μου, που ήταν
ικανή να δηλητηριάσει το γάμο μου πριν καλά-καλά γίνει. Την
είχα ικανή για τα πάντα και, έχοντας δείξει την απέχθειά της προς
το πρόσωπό μου, προτίμησα να κρατήσω κρυφό το γεγονός πως
θα γινόμουν πολύ σύντομα η κυρία Παλικαρίδη.
Όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο βαρύ ένιωθα το στέρνο μου και
όλο και περισσότερο μετάνιωνα το γεγονός πως δεν τηλεφώνησα
στη Λήδα μου. Είχα να ακούσω τη φωνή της μητέρας μου πάνω
από πέντε μέρες. Απέφευγα από καιρό να την καλώ στο σταθερό,
για να μην αναγκάζομαι ν’ ακούω τη φωνή της γιαγιάς Θέκλας και

16 Νεκταρία Μαρκάκη

το μίσος που έβγαζε προς το πρόσωπό μου. Είχα στείλει στη
μητέρα μου ένα κινητό για να μπορώ να τη βρίσκω όποτε ήθελα,
αφού οι φορές που δεν κατάφερα να μιλήσω μαζί της στο σταθερό
εξαιτίας της γιαγιάς μου ήταν πολλές. Εκεί την κάλεσα με την
καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή λες και ετοιμαζόμουν να δώσω
εξετάσεις που θα καθόριζαν το υπόλοιπο της ζωής μου.

«Κοριτσάκι μου» είπε φανερά συγκινημένη όταν με άκουσε.
«Χαίρομαι που πήρες».

«Συγγνώμη που άργησα τόσο».
«Ξέρω πως έχεις δουλειές, γλυκιά μου, μην απολογείσαι».
Πάντα καλόψυχη ήταν η Λήδα. Συγχωρούσε τα πάντα κι αυτό
ίσως ήταν και το μεγαλύτερό της ελάττωμα. Αν είχε λίγο παρα-
πάνω εγωισμό μπορεί τα πράγματα για όλους μας να ήταν
διαφορετικά. Ίσως να ήμουν ακόμη στο Μεσολόγγι. Μπορεί όχι
τόσο ευτυχισμένη όσο ένιωθα στην Κρήτη, αλλά θα ήμουν κοντά
της και καμία μας δε θα ένιωθε ξένη απέναντι στην άλλη.
«Πώς νιώθεις; Ελπίζω να μην είχες άλλο θέμα με την καρδιά
σου».
«Είμαι μια χαρά, ειδικά τώρα που σε ακούω» απάντησε εκείνη
και συνέχισε να μου λέει για το πόσο της είχα λείψει και πόσο
ήθελε να με δει. Όταν αποχαιρετιστήκαμε, η ψυχολογία μου είχε
πιάσει πάτο. Δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι. Ευτυχώς, λες και είχε
διαβάσει το μυαλό μου, έκανε την εμφάνισή του ο Ιάσωνας πάνω
στην ώρα για να μου ανακοινώσει πως θα τρώγαμε έξω. Μάζεψα
μ’ ευχαρίστηση τα πράγματά μου και τον ακολούθησα ως το
αγαπημένο του εστιατόριο, όπου περάσαμε ένα ήσυχο βράδυ
μακριά από αναμνήσεις και ό,τι άλλο μου έφερνε πανικό.
Μιλήσαμε για τον επικείμενο γάμο μας, για το ταξίδι που θα
κάναμε στην Ιταλία αλλά και για τις δουλειές μας, θέματα που
ξέραμε πως ενδιέφεραν και τους δύο, μένοντας μακριά απ’ ό,τι
μπορούσε να μας χαλάσει τη διάθεση.

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ 17

Μία έκπληξη με περίμενε, όμως, όταν γυρίσαμε στο σπίτι. Τα
μάτια μου σταμάτησαν πάνω στον αγαπημένο μου σάκο που ήταν
αφημένος δίπλα στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Η απορία
ζωγραφίστηκε σε όλο μου το πρόσωπο. Δεν ένιωσα καλά που
βρισκόταν εκεί. Πάνω στο μαξιλάρι μου βρήκα ένα φάκελο που
περιείχε ένα εισιτήριο για Πειραιά με το πλοίο της επόμενης
μέρας. Ήταν βγαλμένο στο όνομά μου. Δε μου άρεσε το πως βρέ-
θηκα προ τετελεσμένων γεγονότων. Μούτρωσα στον Ιάσωνα που
βγήκε από το μπάνιο γιατί είχε πάει πίσω από την πλάτη μου και
είχε διοργανώσει ένα ταξίδι που δεν ήθελα να κάνω. Έγειρε στην
κάσα της πόρτας με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από τον κορμό του,
παρατηρώντας με αμίλητος. Ήξερε πολύ καλά την αντίδραση
μου, την περίμενε και ήδη είχε μελετήσει τις επόμενες κινήσεις
του γιατί έπρεπε να περάσει το δικό του. Πάντα περνούσε το δικό
του με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

«Σε αντιπαθώ» δήλωσα και του γύρισα την πλάτη σε μια
προσπάθεια να μη δει πόσο έξαλλη με είχε κάνει με την πρωτο-
βουλία που είχε πάρει. Εκείνος γέλασε απαλά, όπως κάθε φορά
που έπρεπε να αντιμετωπίσει τα καπρίτσια μου και ξάπλωσε στο
κρεβάτι μας χωρίς να βγάλει άχνα. Φόρεσε τα γυαλιά του πριν
πιάσει το βιβλίο του από το κομοδίνο, για διαβάσει πριν τον ύπνο.
Ήταν η καθημερινή ρουτίνα που δεν έσπαγε ποτέ του. Με τον
Ιάσωνα ήξερα μονίμως που πατούσα, δεν ήταν φίλος των
εκπλήξεων και το γεγονός πως η ζωή του και η καθημερινότητα
του ήταν τόσο ήρεμη και προγραμματισμένη, με γέμιζε ασφάλεια.
Κι όμως, μου είχε ετοιμάσει μία έκπληξη που μ’ είχε φέρει σε
δύσκολη θέση και που δεν ήξερα πώς να την αντιμετωπίσω.

«Ήβη, μη μουτρώνεις λες και είσαι δέκα χρονών» τον άκουσα
να μουρμουράει ενοχλημένος μετά από δέκα λεπτά απόλυτης
σιωπής. «Το ξέρεις πως σιχαίνομαι να μουτρώνεις».

Φυσικά και το ήξερα, γι’ αυτό το έκανα, για να τον εκνευρίσω.
Στράφηκα προς το μέρος του πάνω που έβγαζε τα γυαλιά του.

18 Νεκταρία Μαρκάκη

Όσο κι αν ήθελα να νιώσω ευγνώμων εκείνη τη στιγμή, δεν
μπορούσα. Δεν ήμουν έτοιμη να γυρίσω στο Μεσολόγγι.

«Ίσως αν σταματούσες να παίρνεις αποφάσεις για μένα, να
σταματούσα κι εγώ να μουτρώνω» απάντησα με προσποιητή κα-
λοσύνη.

Να και κάτι άλλο που μισούσε. Η συγκαταβατικότητα που,
όμως, χρησιμοποιούσε και ο ίδιος συνέχεια. Αυτό όμως ήταν
ανέκαθεν το μεγαλύτερο ελάττωμα του Ιάσωνα. Αν και μόλις τέσ-
σερα χρόνια μεγαλύτερος μου, με αντιμετώπιζε λες και μας
χώριζαν δεκαετίες από άποψη εμπειριών. Και ναι μεν δεν είχα να
δείξω πληθώρα από εμπειρίες, αλλά ούτε εκείνος ήταν γεμάτος
από αυτές. Και σαν να μην έφτανε αυτό, πάντα έπαιρνε αποφάσεις
για τη ζωή μου με την πρόφαση πως, αφού δεν το έκανα εγώ,
έπρεπε να τις πάρει εκείνος για μένα. Τον περισσότερο καιρό
ήταν για δικό μου καλό, αφού η αναποφασιστικότητα μου με
κρατούσε πίσω. Πολλές φορές δεν καταλάβαινε πως μου
στερούσε τη δυνατότητα να σταθώ μόνη στα πόδια μου και να
αλλάξω. Να γίνω μία στάλα πιο δυναμική. Να ξεφύγω από την
ανικανότητα μου και να λαμβάνω αποφάσεις ζωής. Αυτή την
ανικανότητα με την οποία με είχε χρίσει η γιαγιά μου που ήθελε
να ελέγχει ακόμα και τη σκέψη μου. Αυτό είχε κάνει για μία
ακόμη φορά κι εκείνος, μόνο που το σχέδιό του να με στείλει πίσω
στη γενέτειρα μου, ξεπερνούσε όλα τα όρια που του είχα βάλει.

«Το ξέρεις πως έχω δίκιο» απάντησε νωχελικά λες και ο θυμός
που μου είχε προκαλέσει η κίνηση του δεν τον άγγιζε καθόλου.
«Σε ένα μήνα παντρευόμαστε, Ήβη, και δεν έχεις πει τίποτα στη
μητέρα και τη γιαγιά σου. Θες πραγματικά να μην υπάρχει ένας
δικός σου άνθρωπος στον γάμο μας;»

Αν συνεχίσεις έτσι φοβάμαι δε θα υπάρξει γάμος, σκέφτηκα, μα
το μετάνιωσα στη στιγμή. Μπορεί να ήμουν έξαλλη μαζί του,
όμως δεν είχα κανέναν να εμπιστεύομαι, παρά μόνο τον Ιάσωνα.
Από την πρώτη στιγμή που μπήκε στη ζωή μου πριν έξι χρόνια,

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ 19

στάθηκε δίπλα μου πιστός φρουρός. Ήταν ο καλύτερος μου φίλος.
Δεν τον είχα δει ερωτικά στην αρχή, αλλά όσο περνούσε ο καιρός
κι ερχόμασταν πιο κοντά, τόσο περισσότερο με εξίταρε η ήρεμη
προσωπικότητα του. Κάτω όμως από αυτό το ήρεμο παρου-
σιαστικό κρυβόταν ένας αποφασισμένος άντρας που κατάφερε να
με κερδίσει. Ήξερε τι ήθελε, είχε πρόγραμμα και στόχους κι αυτό
από μόνο του τον έκανε τον κατάλληλο σύντροφο. Ήταν εντελώς
διαφορετικός από εκείνον που μου είχε κάνει την καρδιά κομ-
μάτια, κι εγώ ήθελα να βρω εκείνο το εντελώς διαφορετικό, αυτό
που θα μ’ έκανε να ξεχάσω μια και καλή όλη την απογοήτευση
που μου είχε χαρίσει ο έρωτας. Ο Ιάσωνας φαινόταν ιδανικός για
τη δουλειά.

«Ξέρεις πολύ καλά πώς αισθάνομαι για το Μεσολόγγι και την
οικογένεια μου» ψιθύρισα, κυρίως για να μην ακούσει το τρέ-
μουλο στη φωνή μου. «Έκανα αμάν να φύγω, να ξεφύγω από
αυτούς κι εσύ με στέλνεις πίσω χωρίς τη συγκατάθεσή μου».

Έβγαλε τα γυαλιά κι άφησε προσεκτικά το βιβλίο του στο
κομοδίνο πριν στραφεί ολόκληρος προς το μέρος μου. Κάρφωσε
τα καστανά μάτια του στα δικά μου ενώ πήρε μία βαθιά ανάσα
σκεπτόμενος τα επόμενα λόγια του. Ήμουν έτοιμη ν’ ακούσω τα
πάντα και μάλιστα να υποκύψω σ’ ότι μου πει, γιατί αν μη τι άλλο,
ο Ιάσωνας ήξερε τι λόγια να χρησιμοποιήσει για να μου αλλάξει
γνώμη. Κάθε φορά που τολμούσα να του πάω κόντρα εκείνος,
επιστρατεύοντας τη λογική, μ’ έκανε να πάω με τα νερά του. Δεν
ξέρω πως το κατάφερνε αλλά μονίμως τον πείραζα πως αυτή ήταν
και η μαγική του ικανότητα κι εκείνος πάντα απαντούσε πως δεν
υπάρχει μαγεία στον κόσμο, μόνο λογική σκέψη.

«Σε ξέρω καλά και είμαι σίγουρος πως τη μέρα του γάμου μας
θα μελαγχολήσεις. Σου λείπει η μητέρα σου. Αυτό από μόνο του
θα έπρεπε να είναι αρκετό για να γυρίσεις έστω και μία βδομάδα
στο Μεσολόγγι. Από χθες που βρήκες τις φωτογραφίες δεν έχεις

20 Νεκταρία Μαρκάκη

σκάσει ούτε ένα χαμόγελο. Για σένα το κάνω, για να ηρεμήσει
λίγο η ψυχή σου».

Μπορεί να μου έλειπε η μητέρα μου, αυτό δεν μπορούσα να το
αρνηθώ, αλλά δεν μου έλειπε το σπίτι ή το Μεσολόγγι. Και
κυρίως δεν μου έλειπε ο πόνος που κουβαλούσα για καιρό έπειτα
από τη φυγή μου από την πόλη. Όμως αυτά δεν τα ήξερε ο
Ιάσωνας με λεπτομέρειες, δεν του είχα πει τι ήταν αυτό που με
ώθησε ν’ αφήσω το μέρος όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, τον
τόπο από τον οποίο δεν είχα φύγει ούτε λεπτό μέχρι τα είκοσι-δύο
μου. Ήξερε αποσπάσματα από τη δύσκολη ζωή μου στο σπίτι,
αλλά ως εκεί.

«Δεν ξέρω τι θα βγει από αυτή την επίσκεψη» απάντησα επι-
μένοντας πως ήταν κακή ιδέα. «Μπορούμε να καλέσουμε τη μάνα
μου να έρθει εκείνη εδώ».

«Η μάνα σου είναι άρρωστη και ένα ταξίδι στην Κρήτη μπορεί
να επιβαρύνει την κατάστασή της, εσύ η ίδια μου το έχεις πει
χιλιάδες φορές» είπε εκείνος εκνευρισμένος με το πείσμα μου.

Δεν μπορούσα να πάω ενάντια στα λόγια του γιατί είχε δίκιο.
Η μητέρα μου πριν δύο χρόνια έπαθε καρδιακό. Ήταν μόλις
σαράντα οχτώ και η καρδιά της ήταν πραγματικά αδύναμη. Δεν
πήγα τότε να τη δω γιατί το επεισόδιο έλαβε χώρα μέσα στο
καλοκαίρι και η δουλειά μου δεν μου επέτρεψε να φύγω από τα
Χανιά για να πάω στο Μεσολόγγι. Ως υπεύθυνη υποδοχής και
ξεναγός ενός μεγάλου ξενοδοχείου είχα την ευθύνη του καλωσο-
ρίσματος των τουριστών και των εκδρομών τους. Ειδικά μέσα
στον Αύγουστο, που το νησί πνιγόταν στον τουρισμό. Μερικές
φορές, ακόμα και δύο χρόνια μετά, με έπνιγαν οι τύψεις που δεν
της είχα σταθεί. Και ο Ιάσωνας βασιζόταν σε αυτό το γεγονός για
να με πείσει να κάνω αυτό το ταξίδι επιτέλους.

Η αλήθεια ήταν όμως πως δεν ένιωσα ποτέ ευτυχισμένη μέσα
στο πατρικό μου σπίτι. Πάντα κυριαρχούσε μία περίεργη ψύχρα
ανάμεσά μας. Η μητέρα μου μονίμως κλεισμένη στον εαυτό της

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ 21

δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να χαμογελάει μειλίχια κάθε
φορά που της μιλούσε κάποιος. Πάντα ήταν ευγενική, γλυκο-
μίλητη, αλλά πάντα είχε ένα φόβο στα μάτια, ένα φόβο που
προσπαθούσε να κρύψει· ανέκαθεν ανεπιτυχώς. Τη ρωτούσα γιατί
ήταν έτσι, όμως εκείνη το έπαιζε ανήξερη και μου έλεγε πως
φανταζόμουν πράγματα, πως όλα ήταν τέλεια κι εκείνη αρκετά
ευτυχισμένη παρότι είχε χάσει τον άντρα που αγαπούσε. Δεν
επέμενα. Κάθε φορά που το έκανα βρισκόταν σε απόλυτη σύγ-
χυση και με ικέτευε να μην της το κάνω αυτό, να δεχτώ όσα που
λέει γιατί ήταν η αλήθεια. Μία αλήθεια που είχε πιστέψει για τα
καλά αλλά δεν μπορούσε να την υποστηρίξει.

Και μετά, υπήρχε η γιαγιά μου, η γυναίκα εκείνη χωρίς
συναίσθημα που πάντα με ανατρίχιαζε με τον τρόπο της και αυτή
την τρέλα που έβλεπα στα μάτια της. Δεν είχαμε σχέσεις, κυρίως
γιατί δεν ήθελε η ίδια. Ήταν απότομη, έβγαζε μία παράξενη κακία
απέναντί μου και ο τρόπος της πολλές φορές με έκανε να σκέφ-
τομαι πως ίσως να ζήλευε. Εμένα ή τη μητέρα μου, δεν μπορούσα
να καταλάβω ακριβώς, αλλά μόνο ως ζήλια μπορούσα να
εξηγήσω τη συμπεριφορά της. Είχα λυτρωθεί φεύγοντας από εκεί
και τώρα έπρεπε να γυρίσω σε αυτές τις καταστάσεις που με
πλήγωναν και τόσο καιρό προσπαθούσα να σβήσω από τη μνήμη
μου.

«Θα το μετανιώσεις αν δεν πας, Ήβη. Θα ζεις με τις τύψεις, αν
πάθει κάτι η μάνα σου κι εγώ είμαι εκείνος που θα πρέπει να ζήσει
με την γκρίνια σου. Γι’ αυτό, αύριο θα μπεις στο καράβι, θα
φτάσεις το πρωί στον Πειραιά κι από εκεί θα φύγεις για
Μεσολόγγι. Σου έχω ενοικιάσει αμάξι το οποίο θα σε περιμένει
στο λιμάνι για να μην κυκλοφορείς με ΚΤΕΛ που τα μισείς.
Επίσης σου έχω κλείσει δωμάτιο σ’ εκείνο το ξενοδοχείο κοντά
στον κήπο των Ηρώων, που δε θυμάμαι τώρα το όνομα του.
Εκείνο στο οποίο δούλευες κάποτε».

22 Νεκταρία Μαρκάκη

Τα είχε σχεδιάσει όλα. Φυσικά και δε θα άφηνε τίποτα στην
τύχη. Ο Ιάσωνας μισούσε τα απρόοπτα γι’ αυτό φρόντιζε να μη
μας τυχαίνουν ποτέ. Έτσι φρόντισε και τότε το ταξίδι μου στο
Μεσολόγγι. Μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Τουλάχιστον μέχρι
εκείνη την τελευταία λεπτομέρεια που μπορούσε να ελέγξει γιατί
καλώς ή κακώς, δεν είναι όλα στο χέρι μας σ’ αυτή τη ζωή.

«Θα σου κάνω το χατίρι, αλλά είναι η τελευταία φορά που
παίρνεις κάποια απόφαση για μένα, χωρίς εμένα» τον προειδο-
ποίησα, αλλά εκείνος με κοίταξε με θράσος αψηφώντας τις
απειλές μου.

«Ούτε νυφικό δεν ήσουν ικανή να διαλέξεις, ρε Ήβη» με μά-
λωσε μ’ ένα ίχνος χαμόγελου.

«Σκάσε» μουρμούρισα μουτρωμένη, γιατί είχε ακόμη μία φορά
δίκιο.

«Τα λουλούδια του στολισμού της εκκλησίας εγώ έπρεπε να τα
διαλέξω, γιατί δεν μπορούσες να αποφασίσεις ανάμεσα σε τριαν-
τάφυλλα κι ορχιδέες» συνέχισε απτόητος. «Μέχρι και ημερομηνία
αδυνατούσες να διαλέξεις για το γάμο μας».

«Ιάσωνα, το πιάσαμε το νόημα» τον διέκοψα νευριασμένη. Τον
κοίταξα στραβά, ανήμπορη να κρύψω τη δυσαρέσκεια μου που
για μία ακόμη φορά με τούμπαρε κι εκείνος βρήκε την ευκαιρία
να χρησιμοποιήσει τα μεγάλα όπλα για να με κάνει να τον
συγχωρήσω. Έγειρε κοντά μου κι άφησε ένα τρυφερό φιλί στα
χείλη μου. Ασυναίσθητα θυμήθηκα πως, όταν πρωτοξεκινήσαμε
να βγαίνουμε το φιλί του, δεν μου προκαλούσε κανένα συναίσ-
θημα. Ήταν ένα όμορφο φιλί, αλλά δεν με ξεσήκωνε. Δεν έκανε το
δέρμα μου ν’ ανατριχιάζει, δεν μ’ έκανε να ικετεύσω για λίγο
ακόμη. Με τον καιρό όμως άρχισε να μου αρέσει. Μπορεί να ήταν
η δύναμη της συνήθειας, μπορεί να βελτιώθηκε η τεχνική του ή
απλά μπορεί να έφταιξε το γεγονός πως σταμάτησα να κάνω
συγκρίσεις που δεν έπρεπε να κάνω εξαρχής.

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ 23

Τον τράβηξα πάνω μου και με μία απότομη κίνηση αφαίρεσα
το φανελάκι του. Ο Ιάσωνας μπορεί να μην περνούσε ατέλειωτες
ώρες στα γυμναστήρια αλλά είχε όμορφο σώμα, στρωτό και χωρίς
ίχνος λίπους, με μόνη εξαίρεση τα ελάχιστα παχάκια που λάτρευα
γύρω από τη μέση του Η πλάτη του ήταν το πιο σέξι σημείο του
σώματός του. Αυτή και τα γεμάτα εξυπνάδα μάτια του. Τον
ένιωσα να χαμογελά ανάμεσα στο φιλί μας και ανασήκωσα
ελάχιστα τη λεκάνη μου ώστε να μπορέσει να τραβήξει το νυχτικό
μου ψηλά.

«Κάποια στιγμή θα πρέπει να σταματήσεις να χρησιμοποιείς το
σεξ για να σε συγχωρώ» του είπα ξέπνοη όσο εκείνος άφηνε
απαλά φιλιά στο λαιμό μου.

«Πιάνει το κόλπο;» ρώτησε βραχνά.
«Ω, ναι...»
«Ε τότε, λέω να το χρησιμοποιώ για πολύ ακόμα» απάντησε
και συνέχισε να με προκαλεί με τα χείλη του.

Κεφάλαιο 3

Πέρασα την ημέρα της αναχώρησής μου από την
Κρήτη μόνη μου μέσα σ’ έναν πανικό, μιας και ο
Ιάσωνας έπρεπε να πάει στη δουλειά. Το πλοίο
αναχωρούσε από το λιμάνι των Χανίων στις εννέα το βράδυ,
δίνοντάς μου τη δυνατότητα να αγχωθώ γι’ αυτό το ταξίδι άπειρες
φορές. Το ένιωθα πως τα πράγματα δε θα εξελίσσονταν όμορφα
όπως τα φανταζόταν ο Ιάσωνας, ο οποίος έβλεπε πάντοτε τη
θετική πλευρά της ζωής. Πολλές φορές δεν την καταλάβαινα αυτή
την αισιοδοξία του και δεν μπορούσα να την ενστερνιστώ, ειδικά
όταν επρόκειτο για την οικογένειά μου. Δεν τις ήξερε τις δύο
γυναίκες με τις οποίες είχα μεγαλώσει, γι’ αυτό πίστευε πως η
επίσκεψη μου θα μας ένωνε ξανά. Δεν είχε ιδέα για τη σκληρό-
τητα της γιαγιάς μου, παρά μόνο απ’ όσα του είχα πει, τα οποία τα
θεώρησε υπερβολές. Δεν είχε ιδέα πως η μητέρα μου ήταν ένα
άβουλο πλάσμα, γιατί όσα του είχα πει, τα θεωρούσε και αυτά
υπερβολές. Για τον Ιάσωνα ήμουν ένα πληγωμένο κοριτσάκι που,
αντί να λύνει τα προβλήματά του, έτρεχε μακριά από αυτά, κι
ίσως να είχε δίκιο. Αλλά έτσι αντιμετώπιζα τα πάντα. Φεύγοντας.
Γιατί δεν είχα το ψυχικό σθένος για να πολεμήσω για το δίκιο μου.
Γύρισε από το νοσοκομείο στις εφτά το απόγευμα, πάνω που
ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω για το λιμάνι. Αν σιχαινόμουν κάτι
περισσότερο από το πρώιμο σκοτείνιασμα του χειμώνα, ήταν το
να ταξιδεύω βράδυ αυτήν την εποχή. Ευτυχώς είχε σκεφτεί να μου

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ 25

κλείσει καμπίνα στο καράβι για το δεκάωρο ταξίδι μου κι έτσι
γλίτωσε την περισσότερη γκρίνια.

«Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου;» τον ρώτησα για πολλοστή φορά,
ενώ περιμέναμε το καράβι στο λιμάνι. Το κρύο ήταν αβάσταχτο,
περόνιαζε το δέρμα μου αλύπητα και το παλτό μου δεν κατάφερνε
να κρατήσει το σώμα μου αρκετά ζεστό. Ο Ιάσωνας με αγκάλιασε
για να με ζεστάνει γελώντας, πειράζοντάς με για το πόσο κρυ-
ουλιάρα ήμουν.

«Είπαμε, είναι κάτι που θα πρέπει να κάνεις μόνη σου, κι
επιπλέον, έχω δουλειά στο νοσοκομείο. Δεν μπορώ να φεύγω
όποτε να ‘ναι όπως εσύ» σχολίασε με έναν δραματικό αναστε-
ναγμό για να με πειράξει. Η αλήθεια ήταν πως μέσα στον
Φλεβάρη η δουλειά ήταν πεσμένη. Δεν υφίστατο, για να είμαι
ακριβής. Έτσι μπορούσα να λείπω όποτε ήθελα χωρίς πρόβλημα.
Είχαμε κοντά έναν μήνα μπροστά μας μέχρι ν’ ανοίξει λιγάκι η
δουλειά για το Πάσχα, αλλά και για το γάμο μου με τον Ιάσωνα,
στο εκκλησάκι πίσω από το ξενοδοχείο.

«Δεν είσαι αστείος» τον μάλωσα, ανήμπορη να κρύψω το
άγχος που μου προκαλούσε η φυγή μου. «Θα είσαι εντάξει μόνος;
Να τρως, μην το αμελείς. Έχω πει στην κυρά Δήμητρα να σου
ρίχνει καμία ματιά που και που, και να με παίρνεις τηλέφωνο όταν
είσαι ελεύθερος...»

«Ήβη» με διέκοψε μ’ αυστηρότητα. Ήταν έτοιμος για κήρυγ-
μα, το ήξερα καλά αυτό το ύφος. «Δεν είμαι μωρό. Μπορώ να
φροντίζω τον εαυτό μου. Δεν ήταν ανάγκη να αγγαρέψεις την
κυρά Δήμητρα».

Αναστέναξα δυνατά με τη δική του ανικανότητα να αποδεχτεί
το γεγονός πως έτσι αγαπούσα. Με το ν’ ανησυχώ για τον
άνθρωπο που είχε μπει στην καρδιά μου. Με το να νοιάζομαι και
να το δείχνω έμπρακτα. Μπορεί να έπαψα να ήμουν η εκδηλωτική
γυναίκα που ήμουν κάποτε, αλλά προσπάθησα να βρω άλλους
τρόπους να αντισταθμίζω την έλλειψη ερωτικού ενθουσιασμού.

26 Νεκταρία Μαρκάκη

Όμως εκείνος ανέκαθεν το εκλάμβανε λανθασμένα, σαν να πίσ-
τευε πως δεν τον θεωρούσα ικανό. Αυτό ήταν το αιώνιο πρόβλημά
μας το οποίο ήμουν απόλυτα σίγουρη πως δε θα ξεπερνούσαμε
ποτέ. Τουλάχιστον οι μικροί καυγάδες έβαζαν λιγάκι αλατοπίπερο
στη σχέση μας, γιατί ο Ιάσωνας ούτε καν πάθος για τσακωμούς
δεν είχε.

«Εντάξει» ψιθύρισα σε μια προσπάθεια να κρύψω τον
εκνευρισμό μου. «Θα της τηλεφωνήσω να της πω να μη νοιαστεί
στιγμή. Και τώρα με συγχωρείς, ήρθε το πλοίο μου. Αντίο».

Με τράβηξε από το χέρι πριν απομακρυνθώ και με κοίταξε
έντονα, σχεδόν αγανακτισμένα. «Κάτι ξέχασες» δήλωσε ψυχρά.

«Μ’ έχεις εκνευρίσει πολύ από χθες. Δε σε φιλάω».
«Τα ρούχα σου, Ήβη» μου εξήγησε δείχνοντας μου προς τον
σάκο στα πόδια του. Γρύλισα μία άκομψη βρισιά και την άρπαξα
με μία έντονη κίνηση. Άκουσα το γέλιο του καθώς απομακρυ-
νόμουν. Για μία ακόμη φορά πίστευε πως ήταν ένα καπρίτσιο η
αντίδρασή μου. Δε θα μάθαινε ποτέ αυτός ο άνθρωπος πως σπάνια
θύμωνα, αλλά οι αντιδράσεις μου και ο θυμός μου δεν ήταν ποτέ
κάποια ιδιοτροπία μου. Με αυτή τη σκέψη κατευθύνθηκα με
βέβαιο βήμα στο πλοίο κι έδωσα το εισιτήριο μου για να περάσω
μέσα αναστενάζοντας, αφού ένιωθα σαν πρόβατο που με το έτσι
θέλω το έστελναν για σφαγή.
Μόλις αναχώρησε το πλοίο κλείστηκα στην καμπίνα μου. Ως
ρομαντική μέχρι το κόκκαλο που είμαι, βγήκα στο κατάστρωμα
για να δω τον Ιάσωνα μία τελευταία φορά καθώς το πλοίο
απομακρύνονταν από το λιμάνι, αλλά εκείνος είχε ήδη εξαφα-
νιστεί. Φυσικά. Δεν είχε ίχνος ρομαντισμού μέσα του, δεν ήταν
από τους άντρες που θα ερχόταν να με βρει με λουλούδια έτσι
γιατί του πέρασε από το μυαλό. Δε μου έφτιαχνε δείπνο για δύο
υπό το φως των κεριών για να με ευχαριστήσει. Δεν προτιμούσε
τις δακρύβρεχτες και ζαχαρένιες ταινίες που αγαπούσα για να
δούμε μαζί στον ελεύθερο μας χρόνο, μόνο γαλλικές παραγωγές

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ 27

και ακαταλαβίστικες ταινίες που με άφηναν μονίμως με την
απορία και την αίσθηση πως είχα χάσει δύο ώρες άδικα από τη
ζωή μου. Η μέρα με τη νύχτα ήμασταν αλλά μου πρόσφερε
ασφάλεια. Αυτό που έψαχνα πάντα. Κι ήταν κάτι που δεν ήμουν
προετοιμασμένη να απαρνηθώ.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και αφού ήδη ένιωθα παράξενα
μόνη μέσα στο πλοίο, προσπάθησα να δουλέψω λιγάκι, κρα-
τώντας σημειώσεις για το ξενοδοχείο στο μπλοκάκι που έβγαλα
από την τσάντα μου, μαζί μ’ ένα πακέτο πατατάκια. Προσπάθησα
να συγκεντρωθώ αλλά η προσπάθεια έπεσε στο κενό. Το μυαλό
μου γυρνούσε πίσω στο Μεσολόγγι και την τελευταία φορά που
είδα τη γενέτειρά μου, σ’ κείνη την επίπονη μέρα που έριξα τα
ρούχα μου σε μία βαλίτσα κι έφυγα από εκεί σαν βρεγμένη γάτα
για να δουλέψω μία καλοκαιρινή περίοδο σ’ ένα ξενοδοχείο στην
Κρήτη. Στα παρακάλια της μητέρας μου να μην παίρνω αποφάσεις
εν βρασμό ψυχής και στις φωνές της γιαγιάς μου, στην οποία
πήγαινα κόντρα για πρώτη φορά στα είκοσι-δύο χρόνια μου. Μα
περισσότερο οι σκέψεις στέκονταν σ’ εκείνη την προδοσία που με
είχε γκρεμίσει από το σύννεφό μου.

Η καρδιά μου πονούσε καθώς έφερνα στο νου τις σκηνές και
σφιγγόταν τόσο όσο και τότε. Τα μάτια μου θόλωσαν. Θύμωσα
που ακόμα και τώρα, οχτώ χρόνια μετά, ένιωθα αβοήθητη εξαιτίας
εκείνων των γεγονότων. Έφταιγαν οι ανοιχτοί λογαριασμοί μου με
όλους όσους άφησα πίσω. Ίσως εν τέλει να είχε δίκιο ο Ιάσωνας
που με έστελνε στο Μεσολόγγι. Αν ήθελα να φτιάξω ένα υγιές
μέλλον, έπρεπε να διαγράψω ένα άρρωστο παρελθόν. Έπρεπε
επιτέλους να μετατραπώ σε μία θαρραλέα ψυχή που θα έβρισκε το
σθένος να διαγράψει με μιας ό,τι την πονούσε. Μου άξιζε να
ξεχάσω, και η αλήθεια ήταν πως, επί τόσα χρόνια, φρόντιζα να
θυμάμαι τα πάντα σαν να ήθελα να τιμωρήσω τον εαυτό μου.

Πήρα μερικές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσω λιγάκι κι άφησα
το μπλοκάκι στην άκρη. Ήταν φανερό πως δε θα μπορούσα να

28 Νεκταρία Μαρκάκη

συγκεντρωθώ για να κάνω το οτιδήποτε, έτσι πήρα αγκαλιά την
περισσευούμενη μαξιλάρα και έκλεισα τα μάτια για κοιμηθώ. Ο
φόβος για την επιστροφή μου δεν με άφηνε να χαλαρώσω αρκετά
και το μυαλό μου έφτιαχνε σενάρια που κατέληγαν με μένα να
ουρλιάζω σαν τρελή και να φεύγω τρέχοντας από το Μεσολόγγι.
Ήμουν σίγουρη πως δε θα απείχαν από την πραγματικότητα.
Ήθελα να είχα λίγη από την αισιοδοξία του Ιάσωνα και να έβλεπα
την καλή πλευρά της επίσκεψης μου, αλλά κάτι μου έλεγε πως δεν
υπήρχε καλή πλευρά.

Στις εννέα το πρωί ήμουν ήδη μέσα στο αυτοκίνητο που είχε
ενοικιάσει ο αρραβωνιαστικός μου και οδηγούσα μέσα από την
πόλη του Πειραιά, για να βγω στην εθνική όπου θα με πήγαινε
πίσω στο μέρος που γεννήθηκα. Έβαλα το ραδιόφωνο να παίζει,
αλλά κάγχασα όταν άκουσα εκείνο το τραγούδι. Ήταν σημαδιακό;
“Άμα δε σε δω θα τρελαθώ.” Μου θύμισε αμέσως. εκείνον Κάθε
φορά μου τον θύμιζε, από την πρώτη φορά που άκουσα εκείνες τις
νότες και τα λόγια. Άλλαξα αμέσως σταθμό βρίζοντας τις
συμπτώσεις που ήταν ικανές να τρελάνουν κόσμο και σταμάτησα
μπροστά από ένα φούρνο για να πάρω προμήθειες για το ταξίδι.
Το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει όμως από το τραγούδι
που είχε γίνει το soundtrack μιας περασμένης ζωής που ήθελα να
ξεχάσω. Η εικόνα μου να χορεύω σχεδόν κολλητά μ’ εκείνον, να
με αγκαλιάζει και να μου χαρίζει χάδια που με βασάνιζαν γλυκά,
ήρθε για να αποτυπωθεί στο είναι μου και να ξυπνήσει συναισ-
θήματα που όσο πλησίαζα στο Μεσολόγγι έβγαιναν εκτός ελέγ-
χου. Πάντα το πάθαινα αυτό όταν σκεφτόμουν εκείνον και το
τραγούδι που μου τον θύμιζε. Σιχτίρισα την ώρα και τη στιγμή
που συμφώνησα με τον Ιάσωνα για να κάνω αυτό το ταξίδι.
Ήμουν σίγουρη, πριν καν φτάσω στον προορισμό μου, πως θα το
μετάνιωνα.

Πέταξα στο διπλανό κάθισμα την τσάντα με τα πράγματα που
είχα αγοράσει. Δεν ήμουν έτοιμη να συνεχίσω. Έμεινα στη θέση

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ 29

μου για λίγη ώρα, με τα χέρια πάνω στο τιμόνι να το σφίγγουν
σκεπτόμενη πως ίσως να υπέρβαλα. Το παρελθόν ήταν παρελθόν,
δεν έπρεπε να το αφήσω να με καθορίζει. Όσο κι αν ήθελα να
κάνω τα πράγματα λιγάκι πιο δραματικά απ’ όσο ήταν, η αλήθεια
παρέμενε η ίδια· μου είχε λείψει η μητέρα μου και τίποτα δε θα μ’
εμπόδιζε από το να τη δω ξανά. Ήθελα να περάσω λίγο χρόνο
μαζί της, να χορτάσω τη γλυκιά κι απαλή φωνή της αλλά και τα
μελαγχολικά της μάτια. Της το χρωστούσα. Δε θα έπρεπε να με
κρατήσει πίσω, τίποτα απολύτως.

Τα νεύρα μου ήταν τσιτωμένα κι όσο κι αν σκεφτόμουν θετικά
δεν μπορούσα να ηρεμήσω καθόλου. Στα δύο-τρίτα της διαδρομής
χτύπησε το κινητό. Έριξα μία ματιά στην οθόνη και το έβαλα σε
ανοιχτή ακρόαση όταν είδα πως καλούσε ο καλός μου, που
θυμήθηκε πως είχε και μία αρραβωνιαστικιά. Εντάξει, δεν ήταν
δίκαιο αυτό που σκεφτόμουν, αλλά ήμουν έξαλλη μαζί του. Όσο
πλησίαζα προς τη φυλακή από την οποία το είχα σκάσει, τόσο
περισσότερο σκεφτόμουν πως ήταν κάκιστη ιδέα να πω ναι στο
σχέδιο του. Παραλογιζόμουν αφού από τη μία είχα μία λαχτάρα
για την επιστροφή μου κι από την άλλη ήθελα να γυρίσω το
αυτοκίνητο πίσω και να μπω ξανά στο πλοίο για Κρήτη.

«Καλημέρα, αγάπη μου» τον άκουσα να λέει χαρωπά πάνω που
οι ουρανοί αποφάσισαν ν’ ανοίξουν. Η μπόρα έκανε δύσκολη την
οδήγηση αλλά μάλλον έβγαζαν προς τα έξω την ψυχοσύνθεση
μου. Έτσι μουντά ένιωθα, όπως ήταν ο ουρανός, κι έτσι ήθελα κι
εγώ να ξεσπάσω, όπως η βροχή εκείνη τη στιγμή.

«Καλημέρα» μούγκρισα νευριασμένη.
«Ακόμα μουτρωμένη είσαι;»
«Θα παραμείνω για καιρό» τον προειδοποίησα.
«Κοντεύεις;» θέλησε να μάθει, γελώντας σαν να σκεφτόταν
πως είχε μπλέξει με τρελή. Το ήξερα πολύ καλά αυτό το γέλιο κι
εκείνη τη στιγμή με εκνεύρισε πολύ.
«Σε καμιά ώρα φτάνω. Αν δεν πνιγώ στη βροχή».

30 Νεκταρία Μαρκάκη

«Μέσα στην υπερβολή είσαι» με μάλωσε κάνοντας το θυμό
μου να μεγαλώσει λιγάκι ακόμα.

«Να σε αφήσω τότε, μη σ’ ενοχλώ με τις υπερβολές μου»
γρύλισα και τερμάτισα την κλήση. Δεν τηλεφώνησε ξανά. Δε ζή-
τησε συγγνώμη. Θεωρούσε πως έκανα λάθος που τα έβλεπα όλα
τόσο τραγικά αλλά από την άλλη δεν μπορούσα να τον κατηγο-
ρήσω γι’ αυτό γιατί δεν ήξερε λεπτομέρειες. Δεν ήθελα να τις
ξέρει. Περισσότερο γιατί πονούσα στη σκέψη τους, πόσο μάλλον
αν τις ξεστόμιζα κιόλας. Καλύτερα που ήταν στο σκοτάδι. Εγώ, αν
κι έδειχνα αδύναμη ως χαρακτήρας, είχα αντοχές. Θα επιζούσα
μία εβδομάδα στο Μεσολόγγι. Ήμουν σίγουρη γι’ αυτό.

Γέμισα με μελαγχολία όταν έφτασα έξω από τις πύλες της
πόλης. Συνειδητοποίησα πόσο πολύ μου είχε λείψει το μέρος στο
οποίο είχα περάσει χρόνια να κάνω όνειρα για τη ζωή μου, κυρίως
τη μέρα που θα έφευγα. Εδώ περπάτησα πρώτη φορά, σε αυτές τις
θάλασσες έκανα μπάνιο, στο ηλιοβασίλεμα του ερωτεύτηκα
σφόδρα δύο μπλέ μάτια. Εδώ φιλήθηκα, εδώ έκανα παθιασμένο
έρωτα με τον άνθρωπο που έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει
άτακτα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Εδώ όλα. Εδώ ονειρευό-
μουν το μέλλον μου. Το αγαπούσα το Μεσολόγγι, τόσο όσο το
μισούσα. Για την κλειστή του κοινωνία, για τις άσχημες αναμ-
νήσεις που είχα μαζέψει, για την πικρή γεύση που είχα στο στόμα
όταν περνούσα τις πύλες για τελευταία φορά. Σε αυτόν τον τόπο
αγάπησα και κομματιάστηκα. Ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς
μου είχε μείνει πίσω. Το κατάλαβα μόνο όταν έφτασα εκεί.
Μπορεί να είχα φύγει για άλλα μέρη, αλλά στην πραγματικότητα
δεν είχα αποχωρήσει ποτέ.

Το κορνάρισμα του αυτοκινήτου πίσω μου μ’ επανέφερε στην
πραγματικότητα. Είχα σταματήσει για μία στιγμή και χάθηκα στις
σκέψεις μου. Προχώρησα μέσα στην πόλη οδηγώντας αργά για να
μπορέσω να πιάσω μερικές εικόνες πριν φτάσω στην πλατεία
όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο μου. Εκεί δούλεψα για πρώτη φορά

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ 31

όταν ήμουν δεκάξι, κι εκεί κατάλαβα πόσο μου άρεσε η δουλειά
σε ξενοδοχεία. Αγαπούσα να δέχομαι κόσμο σαν να τον καλούσα
στο ίδιο μου το σπίτι και να τους περιποιούμαι. Το όνειρο είχε
γίνει εφιάλτης μέχρι που έφυγα από εδώ. Πάλεψα πολύ στην
Κρήτη για να αποδείξω την αξία μου. Χωρίς σπουδές, χωρίς ένα
χαρτί που να λέει πως ήμουν ικανή και με λιγοστές συστάσεις,
κατάφερα να αναρριχηθώ στην ιεραρχία και να αποδείξω τις
ικανότητές μου. Βρέθηκα από την κουζίνα όπου έπλενα πιάτα,
στην είσοδο του ξενοδοχείου να υποδέχομαι κόσμο, αφού έκανα
ένα σωρό σεμινάρια ενώ έμαθα δύο ακόμα γλώσσες εκτός των
αγγλικών. Τόσο αποφασισμένη ήμουν. Κι όλα επειδή αυτός ο
άνθρωπος κάποτε είχε την υπομονή να με διδάξει. Αναρωτήθηκα
αν ο κύριος Στέργιος θα με θυμόταν ακόμα. Με αυτή τη σκέψη
πάρκαρα το αυτοκίνητο ένα στενό μακριά και, αφού άρπαξα τη
τσάντα μου, πήγα να δώσω το παρόν.

Αρκετά πράγματα είχαν αλλάξει από την τελευταία φορά που
ήμουν εκεί. Ένα ήταν ίδιο. Ο τόπος ήταν γεμάτος με φοιτητές και
οι καφετέριες γεμάτες με κόσμο. Μπήκα στο ξενοδοχείο χαμο-
γελαστή και είδα τον άντρα πίσω από τον πάγκο της υποδοχής να
με αντικρίζει μ’ έκπληξη. Έβγαλε τα γυαλιά του και βγήκε πίσω
από τον πάγκο αμέσως για να μου χαρίσει μία τρυφερή αγκαλιά,
αφού βεβαιώθηκε πως ήμουν το ίδιο κορίτσι που κάποτε είχε
βοηθήσει να το σκάσει από αυτόν τον τόπο.

«Δεν περίμενα να σε ξαναδώ» γέλασε καλοσυνάτα. «Πώς
είσαι, Ήβη μου;»

«Τέλεια, κύριε Στέργιο μου. Αν δεν ήσουν εσύ να με στείλεις
Κρήτη δεν ξέρω πόσο τέλεια θα ήμουν, αλλά...» κάγχασα και
έκανα μία στροφή γύρω από τον εαυτό μου. «Είμαι πολύ καλά».

«Μπράβο, καμάρι μου. Πες μου, θα μείνεις εδώ ή θα πας σπί-
τι;»

«Εδώ, για τώρα. Έχω κράτηση στο όνομα Ιάσωνας Παλικα-
ρίδης».

32 Νεκταρία Μαρκάκη

Δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί ο Ιάσωνας έκλεισε το δωμά-
τιο στο δικό του όνομα, ειδικά όταν έπρεπε να δώσω την ταυτό-
τητα μου και τα στοιχεία μου, αλλά ευτυχώς που με τον κύριο
Στέργιο δε θα έπεφτα πάνω σε προβλήματα. Μου έδωσε το κλειδί
του δωματίου με θέα στην πλατεία, όπως είπε με καμάρι, κι
ανέβηκα να αφήσω τα πράγματά μου. Αν κι οδηγούσα κάτι
παραπάνω από τρεις ώρες, δεν ένιωθα καθόλου κουρασμένη. Είχα
μία λαχτάρα να βγω και να περπατήσω στην πόλη, μέχρι τη λίμνη,
κι αυτό έκανα. Η αλήθεια ήταν πως δεν μου είχε λείψει η ζωή μου
εκεί, αλλά αυτό δε σήμαινε πως δεν μου είχαν λείψει οι μυρωδιές
και ο αέρας του Μεσολογγίου. Τυλίχτηκα με το παλτό μου και
βγήκα στον δρόμο, κυρίως για να καθυστερήσω την επίσκεψη στο
πατρικό μου λιγάκι παραπάνω. Γιατί μπορεί να είχα επιστρέψει
αλλά αυτό δε σήμαινε πως ήμουν έτοιμη για μια αναμέτρηση με
το παρελθόν.

Κεφάλαιο 4

Την τελευταία φορά που ήμουν εκεί ο ήλιος έλαμπε στον
ουρανό, αλλά τα πράγματα δεν ήταν τόσο αισιόδοξα
και όμορφα, όσο φαίνονταν εξαιτίας του φωτός του.
Θυμάμαι τον εαυτό μου να τραβάει με δυσκολία τη βαλίτσα της
μητέρας μου από την αποθήκη και να την ανεβάζει ως το δωμάτιό
μου. Πίσω μου ακολουθούσε η γιαγιά μου εκτοξεύοντας απειλές
για την επικείμενη φυγή μου. Δεν άκουγα λέξη απ’ όσα έλεγε,
αφού το είχα αποφασίσει προ πολλού πως ήταν καιρός να δρα-
πετεύσω από αυτή τη φυλακή που με είχαν κλείσει. Ήταν το
όνειρό μου κι επιτέλους θα γινόταν πραγματικότητα. Καθάρισα τη
βαλίτσα από τη σκόνη κι άρχισα να πετάω μέσα της τα λιγοστά
ρούχα που είχα, χωρίς καν να κάνω τον κόπο να τα διπλώσω
όμορφα. Τόσο πολύ βιαζόμουν να εξαφανιστώ. Έκλαιγα ενώ τα
λόγια της γιαγιάς μου, μου δημιουργούσαν επιπλέον πόνο από
εκείνον που βίωνα, γιατί οι τύψεις που άφηνα πίσω τη μητέρα μου
με έπνιγαν ήδη. Δεν την άντεχα πια. Ήταν η μεγαλύτερη πηγή
δυστυχίας μου και έτρεφα μία τεράστια απέχθεια για το πρόσωπό
της. Ήθελα να σταματήσει να μιλάει, να μην τη βλέπω μπροστά
μου, να λυτρωθώ από το αιώνιο μίσος που κουβαλούσε στην ψυχή
της.

34 Νεκταρία Μαρκάκη

Αυτό που θυμάμαι έντονα ήταν το σοκ της μητέρας μου που
στεκόταν μαρμαρωμένη σε μια γωνιά ενώ έκλεινα τη ζωή μου σε
μία βαλίτσα. Δεν είχε αρθρώσει λέξη από τη στιγμή που ανακοί-
νωσα τη μετακόμισή μου στην Κρήτη, ενώ τα χέρια της έτρεμαν.
Η γιαγιά μου φώναζε και διέταζε τη μητέρα μου να πει κάτι για να
με συνετίσει, αλλά εκείνη απλά με κοιτούσε με μία λαχτάρα που
μου είχε προκαλέσει έκπληξη. Ήταν σαν να μου ζητούσε να την
πάρω μαζί μου. Μόνο που δεν μου το ζήτησε ποτέ κι έτσι είχα
φύγει χωρίς να ρίξω ματιά πίσω μου. Είχα βγει έξω από το σπίτι
που φάνταζε κρύο και είχα ξαφνιαστεί για το πόση ζεστασιά μου
χάριζαν οι ακτίνες του ήλιου. Τώρα, οχτώ χρόνια μετά, επέστρεφα
με βροχή. Ενώ τότε έφευγα με την αισιοδοξία να μου χτυπάει την
πόρτα, τώρα επέστρεφα έχοντας ένα άσχημο προαίσθημα πως ο
καιρός με προειδοποιούσε ότι η επίσκεψή μου θα ήταν ανταριασ-
μένη. Κι ας είχε ήδη σταματήσει να βρέχει.

Με τα χέρια στις τσέπες ακολούθησα τη μυρωδιά του νερού
ώσπου βγήκα από το κέντρο της πόλης για να καταλήξω στη
λιμνοθάλασσα. Αμέσως ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη
μου. Μπορεί το Μεσολόγγι για πολλούς να ήταν λιγάκι καταθ-
λιπτικό επειδή ήταν τόσο συμπυκνωμένο, αλλά όταν έφτανες
κοντά στο νερό όπου ανοιγόταν μπροστά σου ένας νέος κόσμος,
τα πάντα άλλαζαν. Το αίσθημα της κλειστοφοβίας που μπορεί να
προκαλούσε η υγρασία και τα στενά χανόταν μόλις τα μάτια
έπεφταν πάνω στη λιμνοθάλασσα. Έριξα μία εξεταστική ματιά
γύρω μου. Οι δρόμοι είχαν αρχίσει ήδη να στεγνώνουν. Αν και
ήταν μόλις τέλη του Φλεβάρη, έκανε μία παράξενη ζέστη εκείνη
τη μέρα. Ο ουρανός είχε καθαρίσει και ο ήλιος στεκόταν μεγα-
λοπρεπής στον ουρανό προκαλώντας τους πάντες να βγουν έξω
για να τον απολαύσουν.

Κάθισα σ’ ένα παγκάκι για χορτάσω λιγάκι από την ομορφιά
του τόπου. Μπορεί να μην είχε κάτι το εξωτικό, αλλά το
Μεσολόγγι ήταν ανέκαθεν κάτι το πραγματικά ξεχωριστό. Λάτ-

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ 35

ρευα να χαζεύω ώρες ατέλειωτες τις βάρκες να πηγαινοέρχονται
μέσα στη λιμνοθάλασσα, αλλά και να ονειρεύομαι μία ζωή μέσα
σε μία από εκείνες τις καλύβες που ήταν χτισμένες πάνω στο
νερό. Κι αυτή η μυρωδιά ήταν μοναδική. Σε μερικούς δεν άρεσε
γιατί θύμιζε μούχλα αλλά εμένα όλη μου η ζωή ήταν τυλιγμένη
από αυτή τη μυρωδιά και, καθώς έπαιρνα μερικές βαθιές ανάσες,
συνειδητοποιούσα πως μου είχε λείψει τρομερά. Δεν έπρεπε να
είχα ρίξει μαύρη πέτρα πίσω μου φεύγοντας. Το κατάλαβα από
την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου ξανά εκεί. Άφησα τον
φόβο και τον πόνο να με κρατήσουν μακριά του. Τελικά ο
Ιάσωνας μπορεί να μου έκανε καλό με το να με στείλει πίσω.
Μπορεί και όχι. Τα αποτελέσματα θα φαίνονταν ξεκάθαρα όταν
θα αναχωρούσα πάλι για την Κρήτη.

Αναστέναξα δυνατά έχοντας την έντονη ανάγκη για ένα
κομμάτι σοκολάτα που πήγαινε τέλεια με τη γλύκα της μέρας.
Πάντα φυλούσα μία για ώρα ανάγκης και εκείνη η στιγμή σίγουρα
ήταν η καταλληλότερη για να φάω λίγη, ειδικά αφού ο Ιάσωνας
δεν ήταν εκεί μαζί μου. Ήταν κατά του οτιδήποτε μπορούσε να
φέρει ευτυχία, έξτρα κιλά και έμφραγμα, με αποτέλεσμα να τρώω
ό,τι αγαπούσα στα κρυφά. Έψαξα την τσάντα μου προσεκτικά και
χαμογέλασα μελαγχολικά όταν είδα το αγαπημένο μου βιβλίο
μέσα. Το είχα χώσει εκεί τελευταία στιγμή φεύγοντας από το
σπίτι. Είχα προσπαθήσει να διαβάσω λίγο στο καράβι αλλά ήταν
αδύνατον. Όμως εκεί, στο αγαπημένο μου σημείο, η όρεξη μου
μεγάλωσε. Άνοιξα το εξώφυλλο για να διαβάσω την αφιέρωση
που ήταν γραμμένη εκεί με γράμματα που χόρευαν και διαβά-
ζονταν με λίγη δυσκολία: θα ταξίδευα στα πέρατα του κόσμου για
σένα, έγραφε εκείνος που μου το είχε κάνει δώρο. Δεν το έκανε
όμως. Δεν κράτησε την υπόσχεση του, αντιθέτως με απογοήτευσε
όσο κανείς άλλος και με ανάγκασε σε μία φυγή γεμάτη πόνο χωρίς
αυτόν στο πλευρό μου.

36 Νεκταρία Μαρκάκη

Έφερα το βιβλίο στο μέρος της καρδιάς ενώ θυμόμουν τον
πατέρα μου που μου διάβαζε την ιστορία του γενναίου Γουέσλι
που έτρεξε να σώσει την αγαπημένη του από έναν γάμο που θα
την καταδίκαζε σε μία μίζερη ζωή. Το είχε βρει στη βιβλιοθήκη
της πόλης ψάχνοντας να βρει κάτι να μου διαβάζει όταν επέσ-
τρεφε από τη δουλειά. Ήθελε να βρίσκει τρόπους για να περνάει
χρόνο μαζί μου κι είχε εξαντλήσει τα πάντα. Εκείνος μου μετέ-
δωσε την αγάπη του για τα παζλ όπως επίσης για οτιδήποτε
απαιτούσε να χρησιμοποιούμε τα χέρια μας για να φτιάξουμε κάτι
από την αρχή. Και μετά, αποφάσισε να μου μεταδώσει την αγάπη
του για το διάβασμα.

Μπορεί να ήμουν μόλις πέντε χρονών όταν το έφερε στο σπίτι
αλλά θυμόμουν καθαρά πως βόγκηξε από κούραση όταν με
σήκωσε στην αγκαλιά του για να με βάλει να καθίσω στα γόνατά
του, και πως με τη βαθιά αλλά απαλή φωνή του ξεκίνησε να μου
εξιστορεί τις περιπέτειες και τον έρωτα της πριγκίπισσας και του
πειρατή, κάνοντας παύση κάθε φορά που τον δυσκόλευε μία λέξη.
Είχε γίνει η αγαπημένη μου συνήθεια να τον περιμένω να
επιστρέψει από τη δουλειά για να μου διαβάσει. Επί δύο εβ-
δομάδες τον τυραννούσα κι εκείνος εκεί, να μου κάνει το χατίρι
παρ’ όλη την κούρασή του χωρίς να παραπονεθεί ούτε μία φορά,
μέχρι που απομνημόνευσα κάθε λέξη από το βιβλίο.

Έκλαψα όταν αναγκάστηκε να το γυρίσει πίσω στη βιβ-
λιοθήκη. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να με κάνει καλά γιατί
ήθελα τον Γουέσλι μου. Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν μετά από
λίγο καιρό χάθηκε ο πατέρας μου κι εκείνη αναγκάστηκε να
ζητήσει από το βιβλιοπωλείο να μου φέρει ένα αντίτυπο. Τους
πήρε καιρό να το βρούν αλλά εντέλει είχα το δικό μου βιβλίο να
μου θυμίζει τον πατέρα μου που μου έλειπε τόσο πολύ. Όμως η
κακία της γιαγιάς μου ήταν αφορμή να το χάσω, όταν ένα βράδυ
άρχισε να φωνάζει, όπως συνήθιζε να κάνει συχνά, πως ήμουν
προδότρια γιατί άφησα να μπει στη ζωή μου κάποιον που εκείνη

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ 37

δεν έγκρινε και που σιχαινόταν. Στάθηκα απέναντί της λέγοντάς
της πως δεν μ’ ενδιέφερε τι σκεφτόταν και πως δεν είχε έλεγχο
στο ποιον θα αφήνω κοντά μου και ποιον θα διώχνω. Για να με
εκδικηθεί άρπαξε το βιβλίο και, αφού το έκανε κομματάκια, το
έριξε μέσα στο τζάκι που έκαιγε. Ήμουν δεκαοχτώ και επί
δεκατρία χρόνια ήταν το μοναδικό πράγμα που μου θύμιζε τον
πατέρα μου, αφού είχα ξεχάσει την όψη του. Εκείνος σπάνια
έβγαινε φωτογραφίες. Αυτές, του γάμου του με τη Λήδα, είχαν
μαζευτεί από τη γιαγιά μου που τις είχε κρύψει στο δωμάτιο της
λες και μας τιμωρούσε επειδή μας έλειπε η καρδιά του σπιτιού.
Και το τελειωτικό χτύπημα ήταν να καταστρέψει τη μοναδική μου
ανάμνηση από εκείνον.

Η Λήδα για να μπορέσει να εξιλεωθεί που δε σταμάτησε τη
Θέκλα από το να μου κάνει κακό, μου έφερε εκείνο το άλμπουμ
με τις λιγοστές φωτογραφίες που είχε καταφέρει να διασώσει από
τη μανία της μάνας της. Όμως δεν ήταν το ίδιο. Μου είπε πως θα
μου έφερνε το βιβλίο ξανά, από την Αθήνα, αλλά δεν την άφησα.
Είχε χαθεί το νόημα του πια. Είχε καταστραφεί η ουσία του στη
φωτιά, μαζί με τις σελίδες του.

Λίγο καιρό αργότερα είχα τα δέκατα-όγδοα γενέθλιά μου όταν
εκείνος, ο έρωτας τη ζωής μου, που τότε ακόμα δεν ήξερε καν πως
η καρδιά μου χτυπούσε φρενιασμένα κάθε φορά που τον σκεφ-
τόμουν, με ρώτησε τι δώρο θα ήθελα. Ακόμα στεναχωρημένη από
τη συμπεριφορά της γιαγιάς μου, του είχα πει όλη την ιστορία για
το βιβλίο. Δεν είχα συγκρατηθεί και είχα βάλει τα κλάματα τρο-
μάζοντάς τον με την ευκολία που είχα χάσει την ψυχραιμία μου.

«Ένα βιβλίο είναι μόνο, μην κάνεις έτσι βρε κορίτσι μου» μου
είχε απαντήσει προσπαθώντας απεγνωσμένα να σκουπίσει το
πρόσωπό μου από τα δάκρυα με μία χαρτοπετσέτα.

«Δεν είναι απλά ένα βιβλίο, είναι ένα σύμβολο αγάπης και
πίστης, δύναμης και αφοσίωσης. Δεν μπορείς να καταλάβεις πόσα
σήμαινε για μένα» του είχα εξηγήσει ρουφώντας τη μύτη μου

38 Νεκταρία Μαρκάκη

παραπονεμένα. «Από τότε που πέθανε ο πατέρας μου δεν έχω
νιώσει ασφάλεια στη ζωή μου, όταν όμως διάβαζα αυτή την
ιστορία, κάτι μέσα μου έλεγε πως όλα θα πάνε καλά. Τον ένιωθα
κοντά μου».

Με είχε κοιτάξει με απόλυτη κατανόηση και είχε μουρμουρίσει
πως ήθελε πολύ να μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω για να
σώσει το βιβλίο από τον κακό τον δράκο. Με είχε κάνει αμέσως
να χαμογελάσω ξεχνώντας λιγάκι την πίκρα μου. Μετά, με είχε
κεράσει μπύρα μήπως και ξεχνούσα το γεγονός, και δεν ξανα-
μιλήσαμε ποτέ για το βιβλίο. Και είχα καταφέρει να αφήσω πίσω
το συμβάν, να το θάψω σε μια γωνίτσα του μυαλού μου μέχρι την
επόμενη χρονιά, στα δέκατα ένατα γενέθλιά μου, όταν το έβγαλε
μέσα από το σακάκι του. Μου το έδωσε κοιτώντας με στα μάτια
τόσο έντονα που ζαλίστηκα. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Δε
φανταζόμουν στιγμή πως μπορούσε να θυμόταν μια τέτοια λεπτο-
μέρεια, πόσο μάλλον ν’ αγοράσει το βιβλίο για να μου το δώσει.

«Τώρα καταλαβαίνω γιατί το αγαπάς τόσο πολύ» μου είχε πει
χαμηλόφωνα. Τα μάτια του στάθηκαν πάνω στο εξώφυλλο για μία
στιγμή πριν αποφασίσει να με κοιτάξει. Ήταν πνιγμένος στη με-
λαγχολία, ενώ φαινόταν καθαρά πως ήθελε να μου πει κάτι. Δεν
το έκανε ποτέ. Δίστασε και δεν έμαθα τι περνούσε από το μυαλό
του εκείνη τη στιγμή.

«Το διάβασες;» τον είχα ρωτήσει σοκαρισμένη ενώ έπαιρνα το
βιβλίο στα χέρια μου.

«Φυσικά, είναι κάτι που αγαπάς» απάντησε μ’ ένα όμορφο
χαμόγελο να τρεμοπαίζει στα χείλη που λάτρευα. «Το βρήκα στην
Αθήνα και δε γινόταν να μη στο πάρω, αν κι είναι μεταχει-
ρισμένο. Μπορεί να μην είναι εκείνο που έχασες τόσο άδικα
αλλά...»

«Είναι τέλειο» τον διέκοψα κρατώντας το βιβλίο πάνω στο
στέρνο μου. Ήταν ένα από τα λίγα δώρα που είχα δεχτεί από
εκείνον αλλά σίγουρα το ωραιότερο απ’ όσα μου είχε δώσει.

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ 39

Έφερε πίσω μνήμες που μου ζέσταναν την καρδιά. Οι καλύτερες
στιγμές ήρθαν αργότερα, κάθε φορά που ο Χριστόφορος με
κρατούσε αγκαλιά καθώς μου διάβαζε αποσπάσματα από το
βιβλίο μαλακώνοντάς μου τη ψυχή κάθε φορά που τη σκλήραινε
το μίσος της γιαγιάς μου.

Η φωνή του πατέρα μου, που έφερε το απαλό αεράκι, χάιδεψε
το αυτί μου. Ήταν σαν να τον είχα δίπλα μου να μου διαβάζει πάλι
όπως τότε. Χαμογέλασα ασυναίσθητα ενθυμούμενη πως έκανε και
τις φωνές των χαρακτήρων γιατί του άρεσε η θεατρικότητα. Αγα-
πούσε τον Ινίγκο Μοντόγια για το πείσμα του, το σεβασμό και την
αγάπη προς τη μνήμη του πατέρα του και ήταν ο αγαπημένος του
από όλο το βιβλίο. Αλλά αυτή η απαλή και σιγανή φωνή του όταν
διάβαζε την αφήγηση, ήταν βάλσαμο για την ψυχή. Ένας κόμπος
στάθηκε στο λαιμό μου που μου απαγόρευε να αναπνεύσω. Μέτ-
ρησα ως το δέκα γιατί έχανα την αυτοκυριαρχία μου και σκούπισα
τα μάτια μου που είχαν γεμίσει με δάκρυα έτοιμα να ξεφύγουν.
Δεν μπορούσα να το αναβάλω, οχτώ χρόνια ήμουν μακριά του,
έπρεπε να πάω κοντά του.

Σηκώθηκα από το παγκάκι γιατί η λαχτάρα να επισκεφτώ τον
τάφο του πατέρα μου ήταν αβάσταχτη. Κρατούσα το βιβλίο στα
χέρια μου αρνούμενη να το καταχωνιάσω μέσα στην τσάντα μου
και προχωρούσα με μεγάλο βήμα. Ένιωσα τη λαχτάρα να του
μιλήσω, να ανοίξω την καρδιά μου και να του τα πω όλα, κι ας
μην ήταν παρών για να μου απαντήσει. Όμως όταν έφτασα στο
νεκροταφείο με περίμενε μία μεγάλη έκπληξη. Ο τάφος του δεν
ήταν πια εκεί. Πάγωσα κοιτώντας κάποιον άλλον να είναι θαμ-
μένος στο σημείο που είχα αφήσει τον άνθρωπο που είχα αγα-
πήσει πολύ παρότι δεν είχα προλάβει να γνωρίσω, και πανι-
κοβλήθηκα. Παραλίγο να βάλω τις φωνές αλλά συνειδητοποίησα
πως είχαν περάσει είκοσι-πέντε ολόκληρα χρόνια από το θάνατό
του και προφανώς είχαν φροντίσει να πάρουν τα κόκαλά του από
το σημείο. Προχώρησα ως το οστεοφυλάκιο για να τον βρω αλλά

40 Νεκταρία Μαρκάκη

πριν καν μπω μέσα, το μετάνιωσα. Μ’ έζωσε ένας παράξενος
φόβος που, χωρίς να μπορώ να τον καταπολεμήσω, με έκανε να
τρέξω μακριά, κλαίγοντας.

Τον είχα εγκαταλείψει, αυτό σκεφτόμουν ενώ μ’ έπνιγαν οι
τύψεις καθώς προχωρούσα με μεγάλο βήμα ξανά προς τη
λιμνοθάλασσα. Από την ανάγκη να μου να ξεφύγω δεν είχα
σκεφτεί ότι εκτός από την καταπιεστική γιαγιά μου, την αδύναμη
μητέρα μου κι εκείνον που μου έκανε κομμάτια την καρδιά,
άφηνα πίσω μου και τον μοναδικό άνθρωπο που αγαπούσα
ολόψυχα, κι ας μην ήταν εν ζωή.


Click to View FlipBook Version