The words you are searching are inside this book. To get more targeted content, please make full-text search by clicking here.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΕΣ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ

Discover the best professional documents and content resources in AnyFlip Document Base.
Search
Published by ΚΑΤΣΑΡΙΚΑΣ ΖΗΣΗΣ, 2018-05-11 23:08:18

ΟΙ ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΕΣ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ

ΟΙ ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΕΣ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ

Keywords: ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ

ΟΙ ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΕΣ

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ

Καταγωγή – Ονομασία – διασπορά – δοξασίες
και τα τραγούδια της ψυχής μου

Ζήσης Κατσαρίκας
Ξάνθη 2018

Εκ γάρ πατρός και μητρός όστις εκπονεί σκληράς διαίτας,
οι γόνοι βελτίονες.

μτφ: οι γονείς που σκληραγωγούν κάνουν καλύτερα
παιδιά

(Ευριπίδης)

Σελίδα 2

"αφιερωμένο σε αυτούς και αυτά
που αγάπησα και έγιναν πηγή έμπνευσης μου"

Σελίδα 3

Προλεγόμενα

Το θέατρο, η μουσική και τα εικαστικά συναποτελούν τη
λεγόμενη αισθητική παιδεία. Ως εκ τούτου, η αισθητική
παιδεία του καθενός, πρέπει να αναζητηθεί στα σχολικά
του θρανία. Και όμως, εδώ διαφέρει! Σε μας, φαίνεται να
υπερισχύουν οι καταβολές!

Τον Ζήση τον Κατσαρίκα τον γνωρίζω απ’ τα φοιτητικά μας
χρόνια ώστε να τον θεωρώ μια πολυσχιδή προσωπικότητα.
Ευφυής, εξαίρετος οικογενειάρχης, πετυχημένος
επιχειρηματίας, δραστήριος πολιτικά, καταξιωμένος
κοινωνικά, τώρα και συγγραφέας. Αλλά και ανήσυχος!
Τόσο όσο να επιβεβαιώνει απόλυτα σήμερα το δόγμα: «Μην
ανησυχείτε για τους ανήσυχους»! Φαίνεται ότι, τελικά, δεν
είμαστε αυτό που γεννηθήκαμε μόνο αλλά αυτό που μας
άξιζε να γίνουμε!

Αυτός, λοιπόν, ο αδελφικός φίλος Ζήσης, τρία πράματα
μου ζήτησε. Το τραγούδι «Αυτού που πας, πουλάκι μου» στο
γάμο της κόρης του, το υπ’ αριθμόν 001 cd απ’ τα
¨Σαρακατσάνικα – τόμος 1ος» με αφιέρωση, παρακαλώ κι
έναν πρόλογο για το παρόν πόνημα. Και κάθομαι και
γράφω. Κι εγώ από καρδιάς.

Ο ρυθμός, το μέτρο και η συμμετρία προϋπάρχουν του
ανθρώπου. Από καταβολής του το ανθρώπινο είδος
περιβάλλεται από ένα απέραντο θέατρο εικόνων και ήχων
που δείχνουν να συνδέονται μεταξύ τους με συγκεκριμένες
συναρτησιακές σχέσεις ώστε να συνιστούν σύστημα.
Ολόκληρος ο ηχητικός κόσμος που ζει στη φύση που
βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαίος, έδωσε, πιθανότατα,
στον πρωτόγονο άνθρωπο το έναυσμα για δημιουργία

Σελίδα 4

μουσικής και τεχνητού ήχου, στην προσπάθειά του να
εκφράσει ό,τι δε μπορούσε με λόγια. Η μουσική, κατά
συνέπεια όπως και ο λόγος, έχουν αρχή απροσδιόριστη που
χάνεται στο βάθος του χρόνου.

Σε κάθε εικόνα αντιστοιχεί κι ένας ήχος, για την ακρίβεια
ένα σύνολο από ήχους, ένα ηχητικό σύστημα,
πιστοποιητικό της ταυτότητάς της που δεν είναι ούτε τυχαίο
ούτε μοναδικό. Ο μουσικός ήχος, που συνδέεται άμεσα με
τις εικόνες ενός τόπου, ορίζει και άλλα φαινόμενα και
ιδιαιτερότητες που παρουσιάζονται. Δεν είναι ο εκάστοτε
τρόπος ερμηνείας και έκφρασης αλλά και τόσα άλλα
στοιχεία που συνιστούν ιδιαιτερότητα και ταυτότητα.

Οι παραδοσιακές μουσικές μορφές αναπτύσσονται και
υλοποιούνται σε συνάφεια με τις εντυπώσεις από το
ευρύτερο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον. Στο μουσικό
«ήχο» δεν είναι καθόλου τυχαίος ο τρόπος που ηχεί η
μουσική ενός τόπου στην οποία αντιστοιχεί απαραίτητα μια
συγκεκριμένη εικαστική φυσιογνωμία, αναπόσπαστο – κι
αυτή - κομμάτι της παράδοσής του.

Το κλαρίνο, το βιολί, το λαούτο, η τζαμάρα δεν είναι
αποκλειστικά όργανα κανενός. Ωστόσο η ανάπτυξη μιας
τεχνικής παιξίματος, ο συνδυασμός, ο ρόλος τους στο
σύστημα, κάνει το σύνολο να ηχεί μοναδικά και κυρίως
σύμφωνα και σύμμετρα με το γενικό χαρακτήρα του
τόπου. Και δεν είναι τα στολίσματα, τα γυρίσματα και τα
τεχνικά επιτεύγματα φωνής ή των οργάνων που
εντυπωσιάζουν αλλά το γεγονός ότι αυτά αντλούνται και
μορφοποιούνται από μια υπαρκτή και μεγάλη δεξαμενή
που τα δημιούργησε και την οποίαν αντιπροσωπεύουν.

Σελίδα 5

Είναι ιδιαιτέρως πολύπλοκο να εξηγηθεί σήμερα, ιδίως σε
νέους εν πολλοίς απροσδιορίστου ταυτότητος που
βομβαρδίζονται με πλήθος ακουσμάτων – ήχων, ψόγων
και κρότων – αλλά και σε περισσότερο εξοικειωμένους με
την παραδοσιακή μουσική ακροατές, το γιατί και το πώς
ένα ηχόχρωμα ή στολίδι, που πλουτίζει τη μελωδία, δεν
ήταν απλή ή αυθαίρετη επιλογή του ερμηνευτή αλλά ότι
έχει νόημα, ιστορία και, κυρίως, σχέση με το περιβάλλον.
Με την ύπαιθρο, τη φύση, την άνοιξη ή τον βαρύ χειμώνα.

Γιατί η σχέση με τη μελέτη της παραδοσιακής μουσικής
δεν είναι μια απλή ενασχόληση με ένα μουσειακό θέμα,
μα η καλλιέργεια ενός ζωντανού φαινομένου που δεν είναι
λόγια, ήχοι, αισθήματα. Είναι όλα μαζί. Είναι ζώσα
λειτουργία: γνωστική, εκπαιδευτική, αισθητική,
θεραπευτική, ανανεωτική, κοινωνική, κινητική. Αυτή είναι
μια κληρονομιά που δεν της αξίζει το περιθώριο.

Τούτες τις σκέψεις κι αυτά τα συναισθήματα διαβάζω στο
βιβλίο του Ζήση που τα αποδίδει απόλυτα με τον
«πρωτογονισμό» του σιναφιού σε απόλυτη κι αρμονική
συνάφεια με τις σπουδές και την εν γένει παιδεία και
πολιτεία του.

Στη σημερινή εποχή της τεχνολογικής κοσμογονίας,
μπορεί, η επιβίωσή μας να είναι ένας μονόδρομος που
διαπερνά τα αντιληπτά όρια του χρόνου και του χώρου.
Ίσως οι συνάνθρωποι της σύγχρονης ψηφιακής Βαβέλ,
καταφέρουμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας πέρα από
συμβατικούς κώδικες επικοινωνίας.

Υποστηρίζουν οι μελλοντολόγοι ότι η μεγάλη περίοδος της
γραμματολογικής θεώρησης, στην αναλυτική προσέγγιση

Σελίδα 6

της επικοινωνίας, παρήλθε και περνάμε στην εικαστική
εποχή αλλά κι αυτή μάλλον δείχνει βραχύβια.
Ίσως η ελπίδα βρίσκεται στη μόνη και αυτονόητη επιλογή
μας: Επιστροφή στη μάνα φύση, με την ανεξερεύνητη
αρμονία και σοφία της. Να την προσέξουμε, να την
ακουρμαστούμε, να την καταλάβουμε, θα μας πει το
μυστικό. Και να μην παραβλέπουμε ότι ο Πλάστης έδωσε
στους ανθρώπους μόνο μια γλώσσα να επικοινωνούν
μεταξύ τους:
Αυτήν, που σ’ όλα τα λεξικά και τα ιδιώματα όλων των
ανθρώπων, όλων των εποχών, έχει την ίδια σημασία, τη
μουσική! Κι εμείς έχουμε τη δική μας.
Ζήση, σ’ ευχαριστούμε! Κυρίως που μας θύμησες πως είσαι
ένας από μας!

Αδερφέ, Καλοτάξιδο!
Βασίλης Σερμπέζης, Καθηγητής Δ.Π.Θ.

Με το Ζήση Κατσαρίκα είμαστε φίλοι από τα νεανικά μας
χρόνια. Υπήρξαμε συμμαθητές στο Γυμνάσιο Αρρένων
Καβάλας. Ανήσυχο πνεύμα, οξύνους, αποφασιστικός με
υψηλή αισθητική και παράλληλα ευαίσθητος και
ρομαντικός.
Ο συγγραφέας αξιοποιεί τις τεκμηριωμένες απόψεις
ειδικών επιστημόνων, διαφορετικών γνωστικών
αντικειμένων (Ιστορικών, Κοινωνιολόγων, Ανθρωπολόγων,
Εθνολόγων και Γλωσσολόγων) για την καταγωγή, τις
μετακινήσεις και την ονομασία των Σαρακατσάνων και

Σελίδα 7

παραθέτει λεπτομερή ιστορικά στοιχεία της περιόδου πριν
τον 14ο μ.Χ. αιώνα. Παράλληλα, συνδυάζοντας τις
πληροφορίες από τις δικές του πηγές, διαμορφώνει την
προσωπική του άποψη την οποία καταθέτει στο βιβλίο του
ρίχνοντας περισσότερο φως στην προ της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας περίοδο για τις μετακινήσεις των
Σαρακατσάνων, ενισχύοντας έτσι τις αναφορές του
θρυλούμενου και πολυτραγουδισμένου άξονα μεταξύ
Πόλης - Αγράφων.
Ο Ζήσης, λάτρης της μουσικής και του σαρακατσάνικου
τραγουδιού, δεν περιορίζεται στο να απολαύσει την
μελωδία αλλά εμβαθύνει και αναλύει τον στίχο με τον δικό
του γλαφυρό τρόπο, έχοντας γνώση ότι τα τραγούδια μας
κουβαλούν μέσα τους στοιχεία όλων των εκφάνσεων της
ζωής των Σαρακατσάνων, την ίδια την ιστορία και τον
πολιτισμό μας στο διάβα των αιώνων.
Θεωρώ ότι είναι ένα αξιόλογο βιβλίο, ελπίζω και εύχομαι
να τύχει της δέουσας προσοχής από τους συλλόγους
Σαρακατσάνων και την Ομοσπονδία για να πάρει την θέση
που του αξίζει .
Ζήση, σου εύχομαι να είναι καλοτάξιδο!

Σταύρος Μπόνιας
Ιατρός Παθολόγος - Διαβητολόγος
Ερμηνευτής παραδοσιακού τραγουδιού.

Σελίδα 8

ΕΠΑΙΝΟΣ ΕΠΙΒΡΑΒΕΥΣΗΣ

του προέδρου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων
Σαρακατσαναίων

προς τον Ζήση Κατσαρίκα συγγραφέα του πονήματος με
τίτλο:

«Οι Πρωτοέλληνες Σαρακατσάνοι – Καταγωγή – Ονομασία
– Διασπορά – Δοξασίες

και τα τραγούδια της ψυχής μου».

Σε χρόνο εξαιρετικά επίκαιρο, ο εξαίρετος συμπατριώτης
μας Ζήσης Κατσαρίκας, με τις πολύτιμες υπηρεσίες που
πρόσφερε, μελετώντας με ιδανικό τρόπο και εθελοντικά
τις παραδόσεις του οργανωμένου χώρου των Ελλήνων
Σαρακατσαναίων, μας αποκαλύπτει ότι η σχέση του αυτή
με την παράδοση ήταν βαθύτερη και σχεδόν …ερωτική. Η
σχέση και προσπάθεια αυτή απέδωσε, ως καρπό μόχθου
και φιλόπονης προσπάθειας, το πόνημά του: Ένα βιβλίο
στο οποίο συγκέντρωσε τους θησαυρούς της ιδιαίτερης
καταγωγής μας και πολύτιμα τεκμήρια που κάνουν
υπερήφανους τους Έλληνες Σαρακατσαναίους.
Ταυτόχρονα, δικαιολογούν την εκτίμηση που τρέφουν οι
Πανέλληνες στη συμβολή των Σαρακατσαναίων στη
δημιουργία του ανεκτίμητου Λαϊκού Πολιτισμού, στις
βαθιές ρίζες του οποίου οφείλεται η ανθεκτικότητα στον
χρόνο του Ελληνισμό και η αναγέννησή του σχεδόν μέσα
από τις στάχτες .Θεωρούμε παραδειγματική την
πολύμοχθη ερευνητική και συλλεκτική προσπάθειά του, με
την οποία και ο ίδιος τίμησε την πολύχρονη σχέση του με

Σελίδα 9

τον οργανωμένο χώρο των Σαρακατσαναίων και την

επαινούμε διότι, κατά κάποιο τρόπο, μας συμπεριλαμβάνει

ως συμπατριώτες του, που όπως εκείνος, αφιερώνουμε τον

ωφέλιμο χρόνο μας, προκειμένου να υπηρετήσουμε τις

κοινές υποθέσεις όχι μόνον αυτών που είναι

εγγεγραμμένοι στους συλλόγους, αλλά όλων αδιακρίτως,

Από άλλη άποψη με ειλικρίνεια και με συγκίνηση

αναφερόμαστε σ’ αυτή τη προσπάθεια, θεωρούμε δε πολύ

τυχερό τον αγαπητό μας Ζήση Κατσαρίκα, διότι σαν

δρομέας σε αυτή την αναδρομή, αναζήτησε και βρήκε τις

πηγές από τις οποίες αναβλύζουν τα καθαρά νερά της

Παράδοσής μας κοπιάζοντας για όλους και κυρίως τους

μεταγενεστέρους. Η τεκμηρίωση με στοιχεία και τεκμήρια

που αναδεικνύουν την ποιότητα ζωής και την ανώτερη

αντίληψη περί της αξίας της ζωής όταν βιώνεται από τον

άνθρωπο όπως το έκαναν και συνεχίζουν να το

ακολουθούν και να το σέβονται οι νεώτεροι μέσα στην

σαρακατσάνικη οικογένεια, φαντάζει ως πολύτιμο κάδρο

στην πελώρια τοιχογραφία του Ελληνισμού και της

παράδοσής του.

Καλοτάξιδο!

ΜΟΥΤΣΙΑΝΑΣ Ν. ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ
ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΩΝ

Σελίδα
10

Έγραψαν για το βιβλίο κατά χρονολογική σειρά.

Διαβάζοντάς το, έχω να πω ότι, ο Ζήσης Κατσαρίκας
προσθέτει σήμερα ένα ακόμα σημαντικό λιθάρι, βάζει
ακόμα μια σφραγίδα γνησιότητας στην ελλιπή γραπτή
παράδοση των νομάδων ποιμένων Σαρακατσάνων, των
οποίων οι θρύλοι και οι παραδόσεις υπήρξαν πρωτίστως
προφορικές και διά ζώσης, από γενιά σε γενιά και
χάνονται στο βάθος του χρόνου, από γενετής κόσμου και
ελληνισμού!
Η μελέτη στον τομέα αυτό βεβαίως και συνεχίζεται,
έχοντας όμως περισσότερες στέρεες βάσεις για τις επόμενες
γενιές και για όλες τις σημερινές.
ΑΞΙΟΣ!

9 Μαρτίου 2018
Κωνσταντίνος Μπομπότας
Γόνος των τσελιγκάτων της περιοχής Βίγλας Πισοδερίου
Φλώρινας - Ιδρυτής Πρόεδρος του Συλλόγου
Σαρακατσάνων Δυτικής Μακεδονίας «Ο Φλάμπουρας»

Με τη συγγραφή αυτού του βιβλίου ο κ. Ζήσης
Κατσαρίκας, προσθέτει έναν ακόμη Θησαυρό στην
Παρακαταθήκη των Σαρακατσάνων. Μέσα από τις σελίδες
του εμείς, η νέα γενιά, λαμβάνουμε πληροφορίες από
βιώματα και εμπειρίες για την προέλευση και τη ζωή του
πανάρχαιου ελληνικού αυτού φύλου. Διαβάζοντάς το

Σελίδα
11

ένοιωσα να βιώνω τα τραγούδια πού έχω
ερμηνεύσει.."Αυτού που πας πουλάκι μου" ο αποχωρισμός
γονιού κόρης (ο γάμος),"Εσείς πουλιά πετούμενα" η
ξενιτιά, η λησμονιά, "Να αναστενάξω μανούλα μ’ δεν μ
ακούς "η ανάγκη της μητρικής αγκαλιάς στα ξένα. Η ζωή
των Σαρακατσάνων και η ιστορία τούς μας γεμίζει και θα
συνεχίζει να μας γεμίζει με συναισθήματα ήχους χρώματα
και παράδοση. Ήχοι, από τα κ’δούνια των προβάτων, τη
φλογέρα του τσοπάνου, το τρεχούμενο νερό όπου ξεδιψούν
τα ζωντανά. Μία ιστορία ενός παραδοσιακού κόσμου η
οποία παραμένει αναλλοίωτη στο διάβα των χρόνων. Ένα
βιβλίο από την μαγική πένα σας δεν έχει παρά να
προσγειωθεί στην κορυφή της καρδιάς και της ψυχής κάθε
αναγνώστη!
Καλοτάξιδο.

13 Μαρτίου 2018
ΤΣΑΟΥΣΗ Δ.ΙΩΑΝΝΑ
Σαρακατσάνα ερμηνεύτρια.

Το βιβλίο: «ΟΙ ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΕΣ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ
Καταγωγή – Ονομασία –διασπορά – δοξασίες και τα
τραγούδια της ψυχής μου» είναι μια περιπλάνηση του
Πνεύματος, μια βαθειά ενδοσκόπηση που γίνεται με
ταπεινοφροσύνη, από έναν άνθρωπο που γεννήθηκε,
μεγάλωσε και βίωσε «από μέσα» το Σαρακατσάνικο
περιβάλλον. Έτσι, αυτό που βγάζει το βιβλίο είναι βαθειά

Σελίδα
12

πνευματικό, ερευνητικό και κατάλληλο για να γνωρίσει
κανείς τους Σαρακατσάνους.
Όποιος το διαβάσει, έχει μια πρώτη προσέγγιση για το ποιοί
ήταν οι Σαρακατσάνοι και πώς λειτουργούσαν στην
καθημερινότητά τους. Ο συγγραφέας πείθει και τον πλέον
δύσπιστο καθώς τεκμηριώνει τις απόψεις του
εμπεριστατωμένα.
Αυτό το «Με την καρδιά, με την ψυχή, απλά όπως τα
αισθάνθηκα …» που γράφει ο Ζήσης στον πρόλογό του
είναι ό,τι βγαίνει τελικά από την ανάγνωση του βιβλίου.
Ο αναγνώστης δε θα το τελειώσει χωρίς να νοιώσει
συγκίνηση, αν είναι Σαρακατσάνος/α, ή χωρίς να
εντυπωσιαστεί αν δεν είναι, από τον τρόπο ζωής κι
έκφρασης των Σαρακατσάνων, όπως παρουσιάζεται από
τον ερευνητή. Δείχνει ότι η ζωή τους ήταν ένα ηθικό
πρότυπο, μια σταθερή πρόσκληση προς όλους μας, για να
ενστερνιστούμε τις ηθικές αξίες στις οποίες πίστευαν και
υπό την επίδραση των οποίων ζούσαν και βίωναν στην
καθημερινότητά τους.
Χαίρομαι γιατί ο Ζήσης, πέρα από Φίλος και Ξάδερφος,
μου παρέχει την ευκαιρία να κάνω την πρώτη γνωριμία
με το βιβλίο του. Ως άνθρωπος, δε, με έπεισε απόλυτα για
τη φλόγα που κρύβει μέσα του, την επιμονή και υπομονή
του.
Είναι πολύ όμορφο κι ελπιδοφόρο, ιδιαίτερα σε εποχές
δύσκολες σαν τη σημερινή, να υπάρχουν άνθρωποι,
δημιουργοί – συγγραφείς που κυνηγούν το Όραμά τους, τα
Όνειρά τους! Και είναι ακόμα πιο ωραίο και χρήσιμο

Σελίδα
13

όταν ένα βιβλίο με τις σκέψεις, τις περιγραφές, τον
προβληματισμό τους μπορεί να μας δώσει κάτι, ώστε
τελειώνοντάς το, να έχουμε την αίσθηση του τί κερδίσαμε!
Το βιβλίο του Ζήση στέκει σαν μεγεθυντικός φακός πάνω
από την ζωή, τα δύσκολα της ζωής και συγκεκριμένα πάνω
από τα οικογενειακά και κοινωνικά ζητήματα και τον
τρόπο με τον οποίο τα αντιμετώπιζαν οι Σαρακατσάνοι.
Πέρα από το περιεχόμενο, το βιβλίο είναι γεμάτο με τους
κτύπους που δονούσαν την καρδιά του συγγραφέα, όταν το
έγραφε! Είναι γεμάτο κι από προσδοκίες, περιμένοντας
εμάς για το πρώτο κατευόδιο. Να ευχηθώ και εγώ:
Καλοτάξιδο, Ζήση!

14 Μαρτίου 2018
Γιάννης Χρ. Πιστόλας, Σ/χης ε.π. Πρόεδρος του

Συλλόγου Σαρακατσάνων Αλεξανδρούπολης.

Διαβάζοντας το βιβλίο του κ. Κατσαρίκα, από την αρχή
έως το τέλος, είδα όλα εκείνα τα μολοήματα των γερόντων
να γίνονται ιστορικά γεγονότα, περιτριγυρισμένα από
επιστημονικά τεκμήρια. Το ψιλοτραγούδισμα της βαβάς
παίρνει σχήμα και μορφή και γίνεται αναπαράσταση του
κάθε πόνου και της κάθε χαράς. Θαλαπωμένες μνήμες
και θύμησες, ξυπνούν και πάλι, από τον συγγραφικό ν'χό
του κ. Κατσαρίκα και γίνονται γνώση και μάθηση για
όλους εμάς τους νέους που, αν και δεν ζήσαμε αυτή τη
ζωή, αντιλαμβανόμαστε πολλά, μέσα από αυτό το βιβλίο,
και νιώθουμε περήφανοι για την μακραίωνη ιστορία των
προγόνων μας. Έτσι κι εγώ μέσα από τις πληροφορίες και

Σελίδα
14

τις αναμνήσεις αυτού του βιβλίου εμπνεύστηκα και
ζωγράφισα την εικόνα του εξωφύλλου, συνδυάζοντας τα
έθιμα, την ιστορία και την καθημερινότητα αυτών των
ανθρώπων.
Κύριε Κατσαρίκα, θερμά συγχαρητήρια για το πολύτιμο
έργο σας!

14 Μαρτίου 2018
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Ζωγράφος , Διαχωριστής της σελίδας Παλιές
Σαρακατσάνικες φωτογραφίες

Έχουμε ήδη περάσει στην τρίτη γενιά, μετά την απότομη
διακοπή του νομαδισμού και σήμερα ελάχιστοι βιωματικοί
Σαρακατσάνοι βρίσκονται στη ζωή. Ο χρόνος λειτουργεί
καταλυτικά, η ζωή έχει αλλάξει, οι άνθρωποι έχουν
αλλάξει και όλοι μας συνεχώς απομακρυνόμαστε από την
εποχή εκείνη. ΄Ενας γέροντας, ο Θωμάς Σπανός μου είχε
πει :΄..από τώρα και πέρα γίνεται διήγημα ο
Σαρακατσάνος. Μετά από μας,… μόνο στα χαρτιά…΄΄
Με χαρά, λοιπόν, πριν λίγες ημέρες παρέλαβα το βιβλίο
του φίλου μου Ζήση Κατσαρίκα, ένα αξιόλογο έργο που
εμπλουτίζει σημαντικά τη Σαρακατσάνικη βιβλιογραφία. Ο
Ζήσης, άνθρωπος της ανιδιοτελούς προσφοράς, από την
πρώτη σελίδα κερδίζει τον αναγνώστη. Βγάζει το
συναίσθημά του μέσα από ένα τραγούδι, χρησιμοποιεί
έντεχνα τις λέξεις για να αποδώσει την ομορφιά της
Σαρακατσάνικης ζωής και νοσταλγεί με πάθος τα παιδικά

Σελίδα
15

του βιώματα. Η χροιά αυτή διακρίνεται κυρίως στο δεύτερο
μέρος, όπου καταγράφονται τα Σαρακατσάνικα τραγούδια
και όπου ο Ζήσης αναλύει με μοναδικό τρόπο τις έννοιες
των τραγουδιών.
Η ανάγνωση του βιβλίου με συγκίνησε πολύ. Παρουσιάζει
τόσο ρεαλιστικά την ιστορία και ταυτόχρονα τόσο γλαφυρά
τις ηθικές αξίες των Σαρακατσαναίων.
Με το έργο του αυτό, ο Ζήσης, μας έδειξε τον τρόπο που
πρέπει να λειτουργούμε και τον δρόμο που πρέπει να
ακολουθούμε για να εκφραζόμαστε δημιουργικά.
Ζήση, σε καλοτυχίζω που μπόρεσες και έκανες πράξη τα
όνειρά σου. Τα θερμά μου συγχαρητήρια και εύχομαι το
βιβλίο να έχει χιλιάδες αναγνώσεις.
Καλοτάξιδο !!
Με βαθιά εκτίμηση

17 Μαρτίου 2018
Γιώργος Ι. Κολοβός

Πορτραίτα Σαρακατσαναίων

Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κάποιος με την άποψη του
Ζήση Κατσαρίκα, δεν μπορεί να του αρνηθεί το μεράκι,
την αγάπη, και την μεγάλη σε έκταση έρευνα με στοιχεία,
για την υπόθεση των Σαρακατσάνων. Με τον Ζήση
έχουμε την δυνατότητα να μιλάμε πολλές φορές για
θέματα που αφορούν τους Σαρακατσάνους, η άποψή του

Σελίδα
16

για τα θέματα της παράδοσης και της πολιτιστικής μας
κληρονομιάς είναι πάντα πάθος και θαυμασμός.
Αυτή του η αγάπη θεωρώ ότι εκφράζεται μέσα σε αυτό το
έργο, για την ονομασία, καταγωγή και τα σύμβολα που
χρησιμοποιούσαν οι Σαρακατσάνοι. Κυρίως δε, στο μέρος
της ανάλυσης των τραγουδιών, ο Ζήσης, καταθέτει ένα
κομμάτι της ψυχής του, γιατί τα τραγούδια μας πάντα
αποτελούσαν την έκφραση των συναισθημάτων του λαού
μας. Νομίζω ότι αυτό το βιβλίο αποτελεί μια
παρακαταθήκη για την επόμενη γενιά η οποία εκ των
πραγμάτων σιγά - σιγά απομακρύνεται από τις ρίζες της.
Φίλε, καλοτάξιδο!

21 Μαρτίου 2018
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΖΑΓΝΑΦΕΡΗΣ

Πολιτικός Μηχανικός
Αντιπεριφερειάρχης Ξάνθης

Μολονότι οι γνώσεις μου είναι ελάχιστες γύρω από την
παράδοση, κάθισα και διάβασα στοχαστικά το βιβλίο: «ΟΙ
ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΕΣ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ Καταγωγή –
Ονομασία - διασπορά - δοξασίες και τα τραγούδια της
ψυχής μου» και ομολογώ ότι ταξίδεψα σε έναν άγνωστο για
μένα αλλά συναρπαστικό κόσμο. O Ζήσης Κατσαρίκας
με την αυθεντικότητα και γνησιότητα που τον διακρίνει,
καταφέρνει ακόμη κι εμάς τους «ξένους» με το
αντικείμενο, να μας συναρπάσει και καθηλώσει, μέσα από
ένα πρωτόγνωρο ταξίδι του, στις ρίζες μιας φυλής με

Σελίδα
17

τεράστια ιστορία, παραδόσεις και πάνω από όλα
πολιτιστικές αλλά και ηθικές αξίες. Πρόκειται για ένα
βιβλίο που αποτελεί κατάθεση ψυχής και παράλληλα
βοηθάει τον αναγνώστη που θέλει να περιπλανηθεί στην
γνώση, στην παράδοση και το χθες, να ανακαλύψει ότι
πέρα από την ρουτίνα της καθημερινότητας και την
«βιομηχανία» του εύκολου, η περιπλάνηση σε ένα
περιβάλλον άγνωστο σε σένα, εκτός από τις πλούσιες
γνώσεις που σου παρέχει, σου δίνει την δυνατότητα να
«γνωρίσεις» ακόμη καλύτερα τους Σαρακατσάνους αλλά
και να «ανακαλύψεις» σε βάθος ψυχής τον συγγραφέα
Ζήση Κατσαρίκα. Ξεκίνησα να το διαβάζω περισσότερο για
το πρώτο, αλλά με συνάρπασε περισσότερο το δεύτερο….
Ζήση σ’ ευχαριστώ και που με τίμησες να διαβάσω το
βιβλίο σου, αλλά και γιατί εμπλούτισες την εμπειρία και τη
γνώση

Ξάνθη
28/3/2018
Πάνος Παπαδόπουλος
Εκδότης εφημερίδας «Μαχητής» Θράκης.

Σελίδα
18

Αντί προλόγου από το συγγραφέα

Εκεί, στην στρογγυλή την τάβλα, την ξύλινη ή πολλές
φορές κατασάωρα… Φτωχικά, με μια κούπα γάλα ίσως
και λίγο ξερό ζυμωτικό ψωμί. Μπορεί μόνο με ψωμί και
τυρί αλλά με καρδιά ζεστή… Και όλοι μαζεμένοι τριγύρω
να μην λείπει κανείς κι αυτός που λείπει να γεμίζει τα
μάτια των άλλων με δάκρια με την θύμησή του! Κι αυτός
που απουσιάζει να παρακαλάει τα πουλιά....

«Εσείς πουλιά πετούμενα, πουλιά μου παινεμένα,
αυτού ψηλά στα σύγνεφα για πάρτε με και μένα!
Ξένος να ιδώ το σπίτι μου, τα δένδρα στην αυλή μου,
το πώς περνούν οι φίλοι μου η μάνα και η καλή μου!
Κι αν χαίρονται να χαίρομαι κι αν κλαίνε να λυπάμαι
κι αν μ απολησμονήσανε, πουλιά μ’, ξαναγυρνάμε!»

Ένας Θεός, καθισμένος πάνω απ’ τη σκεπή του φτωχικού
με ανοιχτή την αγκαλιά, να τους αγκαλιάζει όλους. Ράτσα
περήφανη, ανεξάρτητη, με πάθος για λευτεριά, μόνο στην
αγκαλιά Του φυλακίζεται! Καμιά άλλη φυλακή δεν μπορεί
να τους πάρει, καμιά σκλαβιά δεν υπομένουν.
Κακοτράχαλα βουνά, ταλαιπώρια η ζωή τους αλλά ψυχή
λεύτερη! Αέρας που σαρώνει στο πέρασμά του, η αγάπη
στην καρδιά των νιώτερων π’ αντιλαλούν τον έρωτα, την
προσμονή και την ομορφιά στα πέρατα, πάνω από
κάμπους, πάνω από βουνοκορφές. Με την γεύση της
ακόμα στα χείλη, να τραγουδά:

«Κόκκινα χείλη φίλησα κι έβαψαν τα δικά μου

Σελίδα
19

κι έσκυψα για να πιω νερό κι έβαψε το ποτάμι…"
Με την αυτονόητη αίσθηση προστασίας της γλυκιάς του
αγάπης μέχρι να φτάσει να τρυγήσει τους τρυφερούς της
κλώνους:
«Εσύ στον κάμπο λεμονιά κι εγώ στα όρη χιόνι,
να λιώνω να ποτίζονται οι τρυφεροί σου κλώνοι…»

Και ύστερα, ο αποχωρισμός της μάνας απ’ την κόρη, η
δύσκολη στιγμή:
«Μη με μαλώνεις μάνα μου και μην με παραπαίρνεις!
Ακόμα απόψε είμ’ εδώ, ταχιά και το Σαββάτο,
την Κυριακή παντρεύομαι και πάω μακριά στα ξένα…"

Κι η μάνα με πόνο αλλά, πάντα, με συμβουλές να την
αποχαιρετά:
«Αυτού που πας πουλάκι μου, που πας να ξεχειμάσεις,
θα βρεις καινούργια γονικά θα βρεις καινούργια μάνα!
Κι η μάνα που σ’ ανάθρεψε, να μη την λησμονήσεις»!

Η ζωή τους πάντα να διέπεται από νόμους άγραφους,
αρχέγονους, αδέκαστους, με το δίκιο γραμμένο στο
σφίξιμο των χεριών. Αταλάντευτος ο λόγος, πρώτα η τιμή
μετά η ζωή. Τί να την κάνεις άλλωστε τη ζωή χωρίς τιμή!
Φίλος με τ’ άστρα, με τον ήλιο, με το φεγγάρι, τα δέντρα
και τα πουλιά! Ψυχή που χρωματίζεται από όλα αυτά και
τους ανταποδίδει φως ,ζωντάνια ! Αισθήσεις
χρωματισμένες γεμάτες αρώματα που γίνονται τραγούδια.
Αυτή ήταν η ζωή των Σαρακατσάνων. Και η μάνα πάντα
να τους λείπει!

Σελίδα
20

Κάτω από αυτές τις συνθήκες τα έζησα, τα αγάπησα και τα
τραγούδησα τα τραγούδια μας!
Κι έτσι θέλω να σας τα μολογήσω:
Από καρδιάς, με την ψυχή, απλά όπως τα αισθάνθηκα κι
όχι φιλολογικά!

ΟΝΟΜΑΣΙΑ - ΚΑΤΑΓΩΓΗ
ΔΩΡΙΕΙΣ
Οι Δωριείς ήταν ελληνικό φύλο, ένα από τα τέσσερα της
αρχαιότητας, το οποίο καταγόταν σύμφωνα με τις
γραπτές παραδόσεις από την οροσειρά της Πίνδου. Κατά
την παλαιά παραδοσιακή θεωρία και κάτω από
αδιευκρίνιστες συνθήκες, οι Δωριείς κατέβηκαν στη νότια
Ελλάδα περίπου τον 12ο π.χ. αιώνα.

ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΔΩΡΙΑΙΩΝ

ΒΟΡΕΙΟΙ

Μακεδνοί: (Ορέστες, Μακεδόνες, Ελμιώτες,
Μάγνητες)
Ηπειρώτες: (Αβαντες, Αφείδαντες, Χάονες, Βυλλίονες,
Δέξαροι, Παραυαίοι, Θεσπρωτοί, Κασσωπαίοι, Μολοσσοί,
Σελλοί, Τυμφαίοι, Παρωραίοι, Αίθικες, Τάλαρες,
Αθαμάνες, Αμφιλόχοι)
ΝΟΤΙΟΙ

Σελίδα
21

Υλλείς: (Αργείοι, Κορίνθιοι, Μεγαρείς, Ρόδιοι,
Κώοι, Αλικαρνασείς,
Λευκάδιοι, Αμβρακες, Κερκυραίοι, Συρακόσιοι, Γελώοι,
Ακραγναντίνοι, Σελινούντιοι)
Πάμφυλοι: (Σπαρτιάτες, Κρήτες, Θηραίοι, Κυρηναίοι,
Κνίδιοι, Ταραντίνοι)

Δυμάνες: (Μεσσήνιοι)

ΑΚΑΡΝΑΝΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ

Η αυτονομία των Ακαρνανικών πόλεων ήταν πλήρης και
μεταξύ τους δεν υπήρχαν δεσμοί νομικής φύσεως ούτε
καν σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Οι ηθικοί και
συναισθηματικοί δεσμοί ήταν τέτοιοι ώστε μερικές απ’
αυτές, να οδηγούνται σε ισχυρές συνεργασίες. Κυρίως
όμως το κριτήριο που πρυτάνευε ήταν η προάσπιση των
ιδιαιτέρων συμφερόντων της κάθε πόλης και όχι το κοινό
συμφέρον όλων των Ακαρνάνων, όπως φάνηκε καθαρά
κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, όταν ο Αστακός, το
Σόλλιον, το Ανακτόριον και οι Οινιάδαι προσχώρησαν
στο συνασπισμό των Πελοποννησίων, ενώ όλες οι
υπόλοιπες στην συμμαχία των Αθηναίων (Γ. Α.
Φερεντίνου: Ιστορία της Ακαρνανίας από των αρχαιοτάτων
χρόνων μέχρι της εποχής του Χριστού, χ. χ., σ. 91-92, εκδ.
Παπαζήση, σ. 101-106).
Κατά την ύστερη κλασική εποχή, δηλαδή τον 4ο π.χ.
αιώνα, υπάρχουν ενδείξεις ότι είχε συγκροτηθεί ένα
ομόσπονδο Ακαρνανικό κράτος, το «Κοινό των
Ακαρνάνων», του οποίου όμως η συνοχή ήταν πολύ
χαλαρή. Το κοινό αυτό εξελίσσεται βραδέως κατά τον 3ο

Σελίδα
22

και 2ο αιώνα χωρίς η εξέλιξη αυτή να οδηγήσει σε
εξαφάνιση των τοπικών κυβερνήσεων. Πρωτεύουσά του,
μέχρι το 250 π.Χ. περίπου, ήταν η Στράτος. Από το 235
π.Χ., οπότε ανασυστήνεται το «Κοινό των Ακαρνάνων»,
μέχρι το 167 π.Χ. πρωτεύουσα γίνεται η Λευκάδα
(γνωστή η σχέσης της με τους Σαρακατσάνους
οπλαρχηγούς) και από το 167 π.Χ. το Θύρρειον γίνεται η
τρίτη πρωτεύουσα του «Κοινού» (Γ. Α. Φερεντίνου, ό.π., σ.
107-109).
Κατά τους Ελληνιστικούς Χρόνους το κέντρο βάρους της
ελληνικής ιστορίας μετατοπίζεται στον ανατολικό άξονα
του Ελλαδικού χώρου. Ο δυτικός Ελληνισμός, και η
Ακαρνανία, εισβάλλουν στο προσκήνιο της ιστορίας.
Αυτό διάστημα η Ακαρνανία ζει μια ταραγμένη εποχή:
Καταλαμβάνεται από τον Πύρρο της Ηπείρου, το 294 για
να απελευθερωθεί το 272 π.Χ. Περί τα μέσα του 3ου
αιώνα, κάπου στα 250 π.Χ., οι Ακαρνάνες δέχονται τη
συνδυασμένη επίθεση των Αιτωλών και του βασιλιά της
Ηπείρου Αλεξάνδρου. Πιθανότατα το 245 π. Χ. ο
Αλέξανδρος υπέταξε και τη Λευκάδα. Στο λεγόμενο
«Συμμαχικό Πόλεμο» (220-217 π.Χ.) κατά τον οποίο
τους δύο βασικούς αντίπαλους πυρήνες αποτελούν από
τη μια η Μακεδονία και η Αχαϊκή Συμπολιτεία και από
την άλλη η Αιτωλική Συμπολιτεία, οι Αιτωλοί ηττώνται
και αναγκάζονται να δεχτούν την ειρήνη της Ναυπάκτου
(217 π.Χ.), σύμφωνα με την οποία οι Ακαρνάνες
παίρνουν πίσω από τους Αιτωλούς όσα είχαν χάσει το
250 π.Χ., πλην της παλιάς πρωτεύουσάς τους, της
Στράτου.

Σελίδα
23

Στους Βυζαντινούς καιρούς και το Δεσποτάτο της

Ηπείρου, κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα, η περιοχή και όλη η

Ακαρνανία μαζί με την Ήπειρο αποτελούν μια ιδιαίτερη

επαρχία, την «Παλαιά ΄Ηπειρο». Έδρα της επαρχίας είναι

η Νικόπολη. Η διοικητική αυτή μεταβολή θα διαρκέσει

αιώνες. Κατά την μέση βυζαντινή εποχή, οπότε

εμφανίζεται ο νέος διοικητικός θεσμός των «Θεμάτων», η

«Παλαιά Ήπειρος», με ελάχιστες συνοριακές

διευθετήσεις, θα αποτελέσει το «Θέμα της Νικοπόλεως».

Σύμφωνα με μαρτυρίες από το «Συνέκδημον» του

Ιεροκλέους, φαίνεται ότι κατά τον 5ο μ.Χ. αιώνα δεν

υπάρχουν Ακαρνανικές πόλεις, προφανώς λόγω των

καταστροφικών επιδρομών των Γότθων και των

Βανδάλων.

Κατά την Υστεροβυζαντινή εποχή, η περιοχή αποτελεί το

βασικό τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Τα επόμενα

χρόνια – 15ος μ.Χ. περίπου – η Ακαρνανία και η γύρω

απ’ αυτήν περιοχή, περνούν στην κυριαρχία δυτικών

κυριάρχων και αποτελεί μέρος της επικράτειας των

Τόκκων. (Βιβλίο

Β! Γυμνασίου: Λατινικά και Ελληνικά κράτη το 1204).
Σελίδα
24

Το Δεσποτάτο της Ηπείρου ήταν ένα από τα κράτη που
προέκυψαν από την κατάλυση της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας μετά την Δ' Σταυροφορία το 1204 μ.Χ. Ο
Μιχαήλ Άγγελος Κομνηνός Δούκας, επέστρεψε στην
Ήπειρο, στην πρώην αυτοκρατορική επαρχία του
Θέματος της Νικοπόλεως και ίδρυσε το Δεσποτάτο της
Ηπείρου με έδρα την Άρτα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι
οι περισσότεροι μελετητές της ιστορίας του νεώτερου
Ελληνισμού ξεκινούν ακριβώς από την Άλωση του 1204
Κατά την προσωπική μου άποψη, πιθανόν αυτήν τη
περίοδο κάνουν την εμφάνισή τους και οι Σαρακατσάνοι
στην περιοχή, ως πρόσφυγες του Βυζαντίου (απ’ όπου
και ανέβηκαν στην Πίνδο περίπου από το 1381 έως το
1389, οπότε αρχίζει η κυριαρχία των Τούρκων στην
περιοχή). Εκεί, έζησαν απομονωμένοι μέχρι περίπου το
1812 μ.Χ., διατηρώντας όλα τα αρχαιοελληνικά στοιχεία,
γλώσσα, ήθη, έθιμα και λαϊκή τέχνη, που τους
χαρακτήριζαν. όπως αναφέρουν πολλοί εκ των
ερευνητών, μετακινούμενοι στην ηπειρωτική Ελλάδα και
σε άλλες βαλκανικές χώρες μαζί με τα κοπάδια τους
Το Δεσποτάτο της Ηπείρου Μαζί με την Αυτοκρατορία
της Νίκαιας και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας
θεωρούνται ότι είναι νόμιμη συνέχεια της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας. Ιδρύθηκε από τον Μιχαήλ Α' Δούκα
όπως αναφέραμε το 1204. Παρατηρώντας, κατά την
περίοδο αυτή, την έλευση Πελασγών, Δωριέων,
Βυζαντινών και άλλων στην περιοχή, θεωρώ πολύ πιθανή
και τη μετεγκατάσταση εκεί των Σαρακατσάνων.

Σελίδα
25

Υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς οι οποίοι στηριζόμενοι σε
δείγματα προφορικών παραδόσεων (Β. Τσαούσης κ.α.)
αναφέρουν ως πιθανή τη Βυζαντινή καταγωγή
των Σαρακατσάνων. Ο διπλός γάμος, ένας σπουδαίος
νομικός και θρησκευτικός θεσμός του βυζαντίου για την
χωριστή ιερολόγηση την μνηστείας, εξακολουθεί να
παρατηρείται τουλάχιστον στους Σαρακατσάνους της
Βόρειας Ελλάδας, πιστοποιώντας, κατ' εμέ, την
μακραίωνη βυζαντινή τους παράδοση και την ορθόδοξη
χριστιανική πίστη τους.
Στην Εξάβιβλο (συλλογή εθιμικών κανόνων του
βυζαντίου) υπάρχουν σημαντικές αναφορές και
ρυθμίσεις του νομαδικού βίου, όπου εμφανίζονται οι
όροι χειμαδιά (saltus hidernus), τόποι θερινοί (pascua
aestiva), όπως και η μεγάλη ομοιότητα σε κεντήματα,
δοξασίες, χορούς.
Όπως και στο βυζάντιο η γέννηση κοριτσιού,
παραδείγματος χάριν, δεν έφερνε χαρά αλλά
απογοήτευση. Αιτία ήταν ότι το κορίτσι δεν αποτελούσε
άτομο ικανό για εργασία αλλά και γιατί θα υπήρχε και η
υποχρέωση προίκας. Για τους φτωχούς πολυφαμελίτες
ανθρώπους, το βάρος της προίκας ήταν πολύ μεγάλο.
Ο θρύλος λέει ότι «…μετά την πτώση της
Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους (της οποίας οι
υπερασπιστές, απ’ όσα λέει η προφορική μας παράδοση
μέχρι πρόσφατα, ήταν ντυμένοι στα μαύρα),
σφαγιάστηκαν τα λευκά και άφησαν μόνο το μαύρα
πρόβατα και υποχώρησαν στα βουνά, όπως οι μαύροι
φυγάδες.

Σελίδα
26

Αυτός, όμως, είναι ένας θρύλος. Το αδιαμφισβήτητο
γεγονός είναι ότι από όλους τους λαούς που ήταν
σκλαβωμένοι στους Τούρκους οι Σαρακατσάνοι είναι οι
μόνοι που κράτησαν μια μεγάλη σημαία ανυψωμένη σε
όλη τη σκλαβιά τους με το χριστιανικό σταυρό! Τον
αποκαλούν Σημαία και Φλάμπουρα όπως διαβάζουμε
και σε κείμενα Βουλγάρων αρθρογράφων.
Πολλά από τα τραγούδια των Σαρακατσάνων είναι
συνυφασμένα με τη βυζαντινή ζωή και ιστορία.
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα:

«Πάντα ν’ νός και τιμημένος
και στην Πόλη ξακουσμένος
και στ’ Άγραφα γραμμένος»

Η καταγραφή, επίσης, πολλών ομηρικών λέξεων και
εκφράσεων στη "ντοπιολαλιά" των Σαρακατσάνων με
στοιχεία Πρωτο–ελληνικά, Πελασγικά, Ομηρικά και
αρχαϊκά, θεωρώ ότι τεκμηριώνει ακόμη περισσότερο την
Πελασγική καταγωγή των Σαρακατσάνων και την Δωρική
τους προέλευση.
Οι ιδρυτές του Βυζαντίου με τον Βύζαντα, ήταν Δωριείς
στην καταγωγή και μιλούσαν την δωρική διάλεκτο.
Εγκαταστάθηκαν στην περιοχή των Μεγάρων την περίοδο
της καθόδου των Δωριέων, εκτοπίζοντας αρχαιότερους
πληθυσμούς Ιώνων και Βοιωτών που ήταν
εγκατεστημένοι εκεί. Κατά την κλασική περίοδο η
επικράτειά τους περιλάμβανε πέντε οικισμούς:
Τα Μέγαρα στο κέντρο της μεγαλύτερης πεδιάδας της
περιοχής, τη Νίσαια στις όχθες του Σαρωνικού που

Σελίδα
27

αποτελούσε το νότιο επίνειο των Μεγάρων, τις Παγές στις
όχθες του Κορινθιακού που αποτελούσε το βόρειο
επίνειο των Μεγάρων, τον Τριποδίσκο στα Γεράνεια όρη
και τα Αιγόσθενα στους πρόποδες του Κιθαιρώνα.
Τα επόμενα χρόνια οι Μεγαρείς ήρθαν σε σύγκρουση με
τους γείτονές τους, αρχικά με τους Κορίνθιους τον 8ο
αιώνα π.Χ. και στην συνέχεια με τους Αθηναίους τον 6ο
αιώνα π.Χ. Την περίοδο του δεύτερου ελληνικού
αποικισμού, οι Μεγαρείς ίδρυσαν πολυάριθμες αποικίες
κυρίως στην Προποντίδα και στον Εύξεινο Πόντο, όπως
το Βυζάντιο, η Χαλκηδόνα, η Νικομήδεια κ.α.
Όπως προαναφέρθηκε η Κωνσταντινούπολη είχε
ιδιαίτερη σημασία για τους Σαρακατσάνους, η παράδοση
των οποίων συνδέεται άμεσα με την Ορθοδοξία και με το
Βυζάντιο. «Ευλογημένος είναι αυτός που θα αφήσει τ’
Άγραφα και θα πάει στην Πόλη» έλεγαν τότε οι
Σαρακατσάνοι που μέσα από τα έθιμά τους
δημιούργησαν έναν άξονα αναφοράς μεταξύ των
Αγράφων και της Κωνσταντινούπολης. Με το πέρασμα
των χρόνων, η “ιερή” αυτή σχέση χιλιοτραγουδήθηκε και
μυθοποιήθηκε. Η συσχέτιση των Σαρακατσάνων με το
Βυζάντιο γίνεται επίσης με τον διπλό γάμο, όπως και με
την Εξάβιβλο (συλλογή νομικών κανόνων του Βυζαντίου)
όπου εμφανίζεται η έννοια χειμαδιά, ξεκαλοκαιριά. κ.α
Ακόμη και στα τραγούδια των Σαρακατσάνων η Πόλη και
η Αγιά Σοφιά έχουν ιδιαίτερη θέση.
Ας δούμε τις απόψεις κάποιων μελετητών περί
καταγωγής και ονομασίας των Σαρακατσάνων.
Ο Πάτρικ Λη Φερμόρ, στο βιβλίο του «ΡΟΥΜΕΛΗ»
υποστηρίζει τη δωρική καταγωγή των Σαρακατσάνων

Σελίδα
28

υπογραμμίζοντας πως τα γεωμετρικά σχέδια της
κεραμικής των Δωριέων διασώζονται μέχρι σήμερα στα
σχέδια που κοσμούν τις παραδοσιακές σαρακατσάνικες
ενδυμασίες.
Αυτή η θεωρία είναι πιστεύω η επικρατέστερη και
βασίζεται στη γλωσσολογία1, τα ήθη και έθιμα αλλά και
τον υλικό πολιτισμό των Σαρακατσάνων. Κατ’ αυτήν οι
Σαρακατσάνοι κατάγονται από Δωρικά φύλα, τα οποία
έμειναν απομονωμένα στους ορεινούς όγκους της
ηπειρωτικής Ελλάδας, κυρίως στην ραχοκοκαλιά της
Πίνδου και των κλάδων της που αποτελούν την κοιτίδα
τόσο των Δωριέων όσο και των Σαρακατσάνων.
Ο πρώτος επιστήμονας που μελέτησε εκτενώς τους
Σαρακατσάνους είναι ο Δανός γλωσσολόγος Κάρστεν
Χέγκ, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης ο
οποίος ταξίδεψε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1920 και
μελέτησε τη διάλεκτο και τις παραδόσεις τους. Ο Χέγκ,
αναζητώντας παραδείγματα νομαδισμού στην Αρχαία
Ελλάδα, υποστηρίζει ότι οι Σαρακατσάνοι είναι
αρχαιοελληνικό φύλο.

1 Εξέλιξη της Ελληνικής γλώσσας:
3000 π.Χ. Πρωτοελληνική
1600-1200 π.Χ. Μυκηναϊκή
1200-800 π.Χ. Ομηρική
800-300 π.Χ. Αρχαία ελληνική (Αιολική, Δωρική, Ιωνική,
Ομηρική κ.α)
700 -1700 Μεσαιωνική ελληνική
1700 και μετά Νέα ελληνική γλώσσα

Σελίδα
29

Ο Άγγλος ιστορικός και ανθρωπολόγος Τζον Καμπέλ

έζησε και

μελέτησε τους

Σαρακατσάνους της

Ηπείρου το 1955,

ακολουθώντας το

νομαδικό τους βίο και κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά το
τσελιγκάτο και τη δομή της οικογένειας. Υποστηρίζει πως
οι Σαρακατσάνοι πρέπει να ζούσαν πάντα στις ίδιες
συνθήκες και στις ίδιες περιοχές, όπως και επί των
ημερών του, και υπογραμμίζει τις διαφορές τους από
τους Βλάχους
Ο j. Ancel (la Macedoine) γράφει: «Οι Έλληνες
ονομάζουν Βλάχους τους νομάδες που ομιλούν μια
Eλληνική διάλεκτο που μοιάζει με την ιδιωματική της
Ακαρνανίας χωρίς κανένα ίχνος της Ρουμάνικης γλώσσας.
Οι ίδιοι ονομάζουν τους εαυτούς τους Σαρακατσάνους.
Όνομα που προέρχεται από το ρομανικό sarac που
σημαίνει φτωχός ταλαίπωρος (προφανής επιρροή από
Hoeg)».

Σελίδα
30

Ο Ι. Λαμπρίδης αναφέρει μαρτυρία ενός κατσιάνου,
κατοίκου Κατσανοχωρίων ότι κάτοικοι από εκεί έγιναν
νομάδες και μαζί με άλλους απ’ το Σεράκο, ενώθηκαν
και σχηματίστηκαν σε Σαρακατσάνους.
Ο Στέφανος Γρανίτσας χαρακτηρίζει τους
Σαρακατσάνους ως τους «καταλαγαλότερους Έλληνες»
ενώ ο Καθηγητής Δημήτρης Γεωργακάς απέδειξε ότι η
σαρακατσάνικη διάλεκτος είναι απαλλαγμένη από
ξενισμούς θεωρώντας τους Σαρακατσάνους ως αρχαίο
νομαδικό φύλο.
Η εθνογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη, η οποία έζησε
με τους Σαρακατσάνους, υποστηρίζει την καταγωγή τους
από νομαδικά φύλα της αρχαίας Ελλάδας, τονίζοντας την
ομοιότητα της σαρακατσάνικης τέχνης με την τέχνη της
Γεωμετρικής εποχής. Χαρακτηριστικά αναφέρει για τους
Σαρακατσάνους: «Νομάδες από πανάρχαια μήτρα
κτηνοτρόφων, τσελιγκάδες, τσοπάνοι, προβαταραίοι, χωρίς
δική τους γη και μόνιμη κατοικία. Περπατάρηδες και
κόσμος από λόγγα, αυτοί είναι οι Σαρακατσάνοι. Ζούνε
στους κάμπους τον χειμώνα κι ανεβαίνουν στα βουνά το
καλοκαίρι. Η ζωή τους είναι ένα ταξίδι, μια αδιάκοπη
μετακίνηση».
Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε στον Τομέα
Γενετικής, Ανάπτυξης και Μοριακής Βιολογίας του
Τμήματος Βιολογίας του AΠΘ καθώς και του Τομέα
Γενετικής του Ανθρώπου του Πανεπιστημίου Newcastle,
οι Σαρακατσάνοι παρουσιάζουν γενετική ομοιότητα με
τους υπόλοιπους Έλληνες.
Ο Άρης Πουλιανός στην σχετική έρευνά του
συμπεραίνει πως οι Σαρακατσάνοι αποτελούν τον

Σελίδα
31

αρχαιότερο λαό της Ευρώπης και πως η γλώσσα τους,
αμιγώς ελληνική, πρωτοεμφανίζεται στα βουνά της
Πίνδου και συνδέεται με την πρωτόγεννη γλώσσα ενώ
υποστηρίζει πως οι Σαρακατσάνοι αποτελούν την
απόδειξη της αυτοχθονίας των ελληνικών φύλων και της
αβασιμότητας της «ινδοευρωπαϊκής» θεωρίας.
Ο Κώστας Κρυστάλλης (1868-1896) υποστηρίζει:
«Άλλοι θέλουσι τούτους Σακαρετσάνους εκ του χωριού του
Βάλτου της Ακαρνανίας Σακαρέτσι» ('Απαντα σελ. 543).
Ο Δ. Γεωργακάς στο βιβλίο του αναφέρει: «Αι περί
Σακαρετσίου, Σιράκου, Πεστών, Σουλίου κλπ. παραδόσεις
σημαίνουν, νομίζω, απλώς τούτο, ότι οι Σαρακατσαναίοι
πήραν το όνομά τους από το Σακαρέτσι κι ήταν
Σακαρετσάνοι. Με αναγραμματισμό, χάριν ευφωνίας, το
όνομα έγινε Σαρακατσάνος».
Ο λόγιος Παναγιώτης Αραβαντινός στο «Μονογραφία
της Ηπείρου, των τε ομόρων Ελληνικών και Ιλλυρικών
Χωρών» σελ. 146-147» γράφει: «Σαρακατσάνοι ή
Σακαρετσάνοι: Ποιμένες σκηνίται έχοντες την καταγωγήν
των εκ τινός κώμης του Βάλτου Σακαρέτσι, όπου οι
πρόγονοί των κατοικούντες μετά τών συγχωριανών τους,
εξεπατρίσθησαν μετελθόντες την σκηνίτιδα ζωήν».

Ο Σαρακατσάνος συγγραφέας Ευριπίδης Μακρής
αναφέρει: «Συμφωνώ και τάσσομαι ανεπιφύλακτα με την
άποψη του Αραβαντινού, ο οποίος και χρονικά ήταν πιο
κοντά στα πράγματα, ότι οι Σαρακατσαναίοι πήραν το
όνομά τους από το Σακαρέτσι κι ήταν Σακαρετσάνοι. Με
αναγραμματισμό, χάριν ευφωνίας, το όνομα έγινε
Σαρακατσάνος»

Σελίδα
32

Ο εκπαιδευτικός Κώστας Λαζαρίδης, σε ειδικό άρθρο
του στο περιοδικό «Ηπειρώτικη Εστία» (Έτος 1956, τόμος
5, σελ.363), σημειώνει ότι «Πάντως εγώ νομίζω ότι δεν
πρέπει να αποκλειστεί – όπως το κάνουν αυτό δυστυχώς
πολλοί – ότι η καταγωγή των Σαρακατσαναίων και η
ονομασία τους προέρχεται από το χωριό του Βάλτου
Σακαρέτσι».
Ο Συράκης υποστηρίζει ότι «το Τουρκικό «Καρακατσάν»
προέρχεται από το Παρακατσάνος με παραφθορά
Σαρακατσάνος από το Σακαρέτσι και όχι μακριά απ’ τα
Κατσανοχώρια της Ηπείρου....».
Ο Δ. Στατηράς (Ηπειρωτική Εστί, τ.4, 1955, σελ. 908)
γράφει: «Οι γεροντότεροι του χωριού (σ.σ.Βασταβέτσι,νυν
Πτεροβούνι Πίνδου) αφηγούνται την εξής παράδοση: Στα
παλιά χρόνια επήλθε ρήξις μεταξύ των τσελιγκάδων, του
χωριού διαιρεθέντος εις δύο μερίδας. Φαίνεται ότι η ρήξις
προσέλαβε χαρακτήρα σχεδόν μάχης, διότι οι ηττηθέντες
πήραν όλο τους το βίο και κατόπιν τελέσεως αναθέματος –
λιθοσσωρού – δι' ιερέως ανεζήτησαν τόπον άλλου χωριού
μακριά απ' το Βασταβέτσι. Ως τέτοιο εξέλεξαν τη γνωστή
τους τοποθεσία από το Χειμοδιά, το Σακαρέτσι. Εντεύθεν
γεννάται το ερώτημα. Το Σακαρέτσι ιδρύθει υπό των
φυγάδων τούτων ή προυπήρξε και οι Βασταβετσιανοί
ενίσχυσαν μόνο τον πληθυσμό του; «Η Πετροβουνιώτικη
παράδοση επιμένει επί του πρώτου».
Ο αείμνηστος Σαρακατσάνος δικηγόρος Γιάννης
Μποτός στο βιβλίο του "Οι Σαρακατσαναίοι, σελ. 334"
αναφέρει: «Το όνομα μάλλον σημαίνει ιδιότητα, ίσως από
το νομαδισμό τους, τη φερέοικη ζωή τους, τον πλάνητα βίο
τους και όχι τόπο καταγωγής».

Σελίδα
33

Ο Θωμάς Καλοδήμος σημειώνει: «Τόσο έντονο ήταν το
συναίσθημα της φυγής από την περιοχή αυτή, ώστε
δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι όλοι οι Σαρακατσαναίοι
έφυγαν από τα βουνά του Συράκου και γι'αυτό
ονομάστηκαν Σαρακατσαναίοι» (ο.π σελ.85)
Ο Γ. Κοτζιούλας γράφει: «Λοιπόν το όνομα
Σαρακατσάνος πιστεύω πως έχει και αυτό, μην τρομάζετε,
τουρκική προέλευση... Σαρακατσάνος = σιαρί+κατσιάν =
κλεφτοφυγόδικος Σιαρί στα τούρκικα σημαίνει κλέφτης και
κατσιάν φυγάς».
Ο Β. Σκαφιδάς, ετυμολογεί τη λέξη Σαρακατσιάνος και
εξηγεί ότι είναι σύνθετη και παράγεται από την λέξη
σάρικα=άσπρη κάπα και από το σύμπλεγμα «τα» και από
τη συλλαβή «ανου» που «κατά περίεργο τρόπο
παρεμβάλεται σε πολλές (κουτσοβλάχικες) λέξεις για
ευφωνία». Έτσι προήλθε η λέξη Σαρακατσιάνος που
σημαίνει αυτόν που φοράει άσπρη κάπα. (Ηπειρωτική
Εστία, τ.4 1955 σελ 787).
Ενδεικτικές ετυμολογικές απόψεις (υποθέσεις) για την
προέλευση τού ονόματος των Σαρακατσάνων.
Ξένους, όπως τούς: K. HOENG, A. PHILIPSON,
CAMPEL.
Έλληνες, όπως τούς: Π. Αραβαντινό, Ι. Λαμπρίδη, Δ.
Γεωργάκα, Γ. Κότζιουλα, Β. Σκαφιδά, Δ. Στατήρα, Κ.
Λαζαρίδη, και άλλους.
Κι` εδώ ενεφανίσθησαν πολλές εκδοχές τις οποίες
περιληπτικά μας αναφέρει ο Δ. Γεωργακάς ώστε
προέκυψαν δώδεκα ετυμολογίες του ονόματος των
Σαρακατσάνων ("Περί της Καταγωγής των Σαρακατσάνων

Σελίδα
34

καί τού ονόματος αυτών". Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού
καί γλωσσικού θησαυρού. 14 (1948-49) σελ. 193-270).
1. Σακαρέτσι - Σακαρετσιάνος
2. Παρακατσάνος - Καρακατσάνος
3. Συράκο και Κατσάν, Συρακοκατσαναίοι
4. Καρά - Κατσιάνο - Καρακατσιάνο
5. Καρά - Κατσάν - Καρακατσάνος
6. Καρά και σαρί Κατσάν
7. Κίρ και Κατσάν
8. SARAK και (α) CANI
9. CARICAT - IAN
10. SARICA - Σαρακατσάνος
11. SARACY - (a) CAN
12. Σαράν και Κατσάν.

Θα μπορούσα να παραθέσω εδώ και δεκάδες άλλες
ερμηνείες και ετυμολογίες για την καταγωγή και την
ονομασία των Σαρακατσάνων. Πολλές από αυτές είναι
απίθανες έως αστείες και απλά επιχειρούν μια
ετυμολογική προσέγγιση με ονοματολογία μακριά από
τους ίδιους του Σαρακατσάνους προς τέρψιν της δικής
τους φιλοδοξίας. Πολλές άλλες αντικρούουν τις πρώτες
και παρουσιάζονται ως σοβαρότερες και
επιστημονικότερες. Λίγες, όμως, λαμβάνουν υπ’ όψιν την
παράδοση και την άποψη των ίδιων των Σαρακατσάνων.
Όσες από αυτές το επιχείρησαν (Α. Χατζημιχάλη )
μπλέκουν σε έναν άλλο κυκεώνα που πάντα όμως ξεκινά
από τις εξής, συνοπτικά, παραδοχές.

Σελίδα
35

Περιοχή: Όλες ομιλούν για την ευρύτερη περιοχή
Ακαρνανίας, Ηπείρου (οροσειρά της Πίνδου και
διακλαδώσεών της).
Ρίζες: κοινή Αρχαιοελληνική καταγωγή και συνείδηση.
Κανείς, όμως, δεν μπορεί να πει στον Σαρακατσάνο που
πρώτα από όλους και μόνο απ’ τα δικά του βιώματα,
νοιώθει, μιλάει, αισθάνεται, Έλληνας. Αυτή και μόνη
είναι η αλήθεια του, αυτή είναι η ψυχή του.
Χρονολογική εμφάνιση: Περίπου με την Κατάκτηση
της περιοχής από τους Τούρκους.
Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, θα ήθελα να αναφερθώ
στην άποψη της Α. Χατζημιχάλη η οποία συνοψίζοντας
επί του θέματος της ονομασίας, γράφει:
«....Οι παραδόσεις πάμπολλες και αναπτύσσονται χωρίς
διάκριση μέσα στο ίδιο αόριστο και συγκεχυμένο κλίμα,
ώστε είναι περιττό να αναφέρουμε και άλλες. Όλες τους
όμως σ ένα θετικό συμπέρασμα οδηγούν: Σαρακατσάνικη
πατρίδα δεν είναι ορισμένος τόπος εγκατάστασης απ’ όπου
στα πολύ παλιά χρόνια έφυγαν και σκορπίστηκαν.
Πατρίδα τους είναι όλα τα βουνά που από γενιές
πολεμούσαν να πιάσουν τα λιβάδια τους οι νομάδες
κτηνοτρόφοι για να ξεκαλοκαιριάσουν εκεί τα κοπάδια
τους... Μα η ανάμνηση της παλιάς διαμονής τους δε
σημαίνει και καθορισμό τόπου καταγωγής με την έννοια
που δίνουμε σήμερα... Έτσι το ζήτημα της ονομασίας των
Σαρακατσάνων απομένει άλυτο, προσδοκώντας την λύση
του από συστηματικές εθνολογικές μελέτες, ή, ποιός ξέρει,
από κάποια απρόοπτη ανακάλυψη ή μια πιο συγκεκριμένη
μαρτυρία, ένα πράγμα ωστόσο είναι βέβαιο ότι η
διεύρυνση της ονομασίας Σαρακατσάνος έχει δευτερότερη

Σελίδα
36

σημασία, τη στιγμή που υπάρχουν τόσα άλλα βασικά και
σημαντικότερα στοιχεία».
Συγγραφείς που δέχονται ότι οι Σαρακατσάνοι
αποτελούν συνέχεια αρχαίων Ελληνικών νομάδων
κτηνοτρόφων:
Παναγιώτης Αραβαντινός, Λόγιος - Ιστορικός (1811-
1870)
Αντώνιος Κεραμόπουλος, Καθηγητής - Ακαδημαϊκός
(1870-1960)
Αγγελική Χατζημιχάλη, Λαογράφος (1895-1965)
Ευριπίδης Μακρής, Εκπαιδευτικός - Συγγραφέας
Νικόλαος Κατσαρός, Πολιτικός - Συγγραφέας
Θωμάς Καλοδήμος, Φιλόλογος - Εκπαιδευτικός
Γ.Β. Καββαδίας, Κοινωνιολόγος - Καθηγητής
Βασίλης Μόλαρης, Σαρακατσάνος Ερευνητής
Διονύσης Μαυρόγιαννης, Κοινωνιολόγος - Καθηγητής π.
πρύτανης ΔΠΘ
Δ. Γεωργακάς, Γλωσσολόγος - Καθηγητής Πανεπιστημίου
Γιάννης Μποτός: Νομικός – Σαρακατσάνος συγγραφέας
Συγγραφέας που υποστηρίζει ότι είμαστε
Εξελληνισμένοι Βλάχοι:
Γιώργης Έξαρχος
Θα επιχειρήσω μια δική μου προσέγγιση για την
ονομασία και την προέλευση των Σαρακατσάνων
λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ερμηνείες και τις αναλύσεις
διαφόρων επιστημόνων και παρατηρώντας τα γεγονότα
της εποχής. Απορρίπτω, κατ’ αρχήν, τις απόψεις περί
στενών γεωγραφικών ορίων (Σακαρετσίου Βάλτου,
Σιράκου, Σουλίου, Πεστών). Θεωρώ απίθανη την
καταγωγή μας από ένα μόνο χωριό ή μια μικρή περιοχή.

Σελίδα
37

Τί υπήρχε πριν από αυτό και εξαφανίστηκε ξαφνικά;

Έτσι ξάφνου μαλώσαμε με

τους γείτονες και πήραμε

τα βουνά, ώστε μας

ονόμασαν φυγάδες

(μαύρους, άσπρους,

κλεφτοφυγάδες κ.α.); Αυτοί

που έμειναν και ήταν

όμοιοί μας γιατί ούτε ένα κοινό σημείο δεν έχουν μαζί

μας; Το όνομα που μας δώσανε πώς το αποδεχθήκαμε

αφού καμία σχέση με τη γλώσσα και τις ρίζες μας δεν

είχε και μάλιστα πολλές φορές ήταν εχθρικό (Τούρκοι)

και περιφρονητικό (φτωχοί πένητες, κλέφτες, φυγάδες

κ.α). Ούτε, βέβαια, κατά πως λέει ο Γ. Γεωργακάς, ότι

επειδή σε κάποια έγραφα (ένα αξιόλογο κατά τα άλλα

αρχείο εγγράφων) της εποχής στην Στερεά Ελλάδα και

στη Θεσσαλία δεν αναφέρονταν Σαρακατσάνοι (απλά δεν

υπήρχαν όπως λέει) και αναφέρονταν μόνο Βλάχοι γιατί

αυτοί ήταν ο ποιμενικός πληθυσμός της περιοχής (ενώ

είναι γνωστό ότι οι Βλάχοι με κεφαλαίο Β ήταν

ημινομάδες καθώς ασκούσαν και άλλα επαγγέλματα) και

ως εκ τούτου συμπεραίνει «...οι Σαρακατσάνοι ήταν

αποβλαχοποιημένοι ποιμένες. Εδώ ταιριάζει αυτό που

έλεγαν οι Σαρακατσάνοι (και αναφέρει η Χατζημιχάλη στο

έργο της) ...αν ακούς κι λέει του γάλα "λάτε " βάρτου στα

αυτί.... Οι Σαρακατσάνοι δεν είπαν ποτέ "λάτε" το γάλα…

αν το έλεγαν πρόγονοί τους, όλο κα θα είχε μείνει στο

λεξιλόγιο τους (όπως βέβαια και άλλες λέξεις)».

Σελίδα
38

Ας δούμε λίγο την απογραφή του 1955

Στ. Ελλ. & Εύβοια: 2.287.019, Θεσσαλία: 623.911

Κρήτη: 462.124

Πελοπόννησος: 1.129.022, Μακεδονία: 1.700.835,

Ν. Αιγαίου: 528.766

Ιόνια Νησιά: 228.597, Ήπειρος: 330.543,

Θράκη: 336.954

Σύν. Ελλάδος 7.632.801

Κατά την Χατζημιχάλη περί το 1957 υπήρχαν 11.000
περίπου οικογένειες Σαρακατσάνων με 5 - 7 μέλη κάθε
μία. Ομιλούμε, δηλαδή, κατ’ ελάχιστον για 77.000
άτομα (ορισμένοι υπολογίζουν τον πληθυσμό σε 120.000
με τους Σαρακατσάνους της Βουλγαρίας), ποσοστό
καθόλου μικρό στο σύνολο του Ελληνικού πληθυσμού.
Αν αφαιρεθούν περιοχές, που δεν πάτησαν ποτέ
Σαρακατσάνοι, αυξάνεται η πυκνότητα πληθυσμού και
δεν μπορεί να στηριχτεί η άποψη προέλευσής τους από
στενό γεωγραφικό όριο. Οι Σαρακατσάνοι αποτελούν
εκείνη την εποχή (1955) το 1,5% του Ελληνικού
πληθυσμού.
Αργότερα (1980 ) σε με μια έρευνα του Καθηγητή
κοινωνιολογίας Δ. Μαυρόγιαννη, πρύτανη του ΔΠΘ,
απογράφονται μόνο στην Θράκη και την Κεντρική
Μακεδονία 6.014 οικογένειες με 25.400 μέλη (με πλήρη
αριθμό 33.000). Αν προσθέσουμε και τους
Σαρακατσάνους της Βουλγαρίας τότε (15.000) ο αριθμός
που διαβιεί στην ευρύτερη περιοχή Θράκης, Κ.

Σελίδα
39

Μακεδονίας, Βουλγαρίας είναι όσοι είχε καταγράψει η Α.

Χατζημιχάλη σε όλη την Ελλάδα.

Οπότε ο Καθηγητής οδηγείται στο συμπέρασμα ότι οι

Σαρακατσάνοι από την Πελοποννήσου μέχρι την Θράκη,

συν τους Σαρακατσάνους της διασποράς ανέρχονταν

εκείνη την εποχή σε 150.000 ψυχές.

Ναι ήταν βλάχοι (με β μικρό) οι Σαρακατσάνοι, όνομα

όμως που έως κάποια

εποχή απέδιδε την

επαγγελματική τους

ταυτότητα, καθαροί

ποιμένες (τσοπαναραίοι).

Από το βλήχομαι (φωνή

Αρχαιοελληνικό λεξικό προβάτων). Και βέβαια ο
αστυνόμος (με την μόρφωση

της εποχής) όταν έγραφε αναφορά προφανώς αν

συναντούσε Σαρακατσάνο ως Βλάχο τον ανέφερε. Αν και

σε κάποια έγραφα της εποχής και λίγο αργότερα και ως

Σαρακατσάνοι και ως ποιμένες σκηνίτες αναφέρονται.

Εδώ, εμάς τους μεγαλύτερους, χάριν άγνοιας, χάριν μή

αποδοχής, (σκωπτικά, ίσως, για την διαφορετική μας

κουλτούρα), στα μαθητικά μας χρόνια, οι χωριανοί ( οι

«γκρέκοι») «βλαχάκια» μας αποκαλούσαν και «βλάχικα»

τον συνοικισμό μας, ακόμα και ο μορφωμένος

δάσκαλος!

Προφανώς, δε, οι Σαρακατσάνοι δεν περίμεναν τους

Τούρκους να τους ονοματίσουν από το χρώμα της κάπας

στα Τούρκικα όπως είναι η άποψη κάποιων άλλων.

Όπως προαναφέραμε, οι Πελασγοί, απ΄ όπου κατάγονταν

τα 4 Ελληνικά φύλα (οι Δωριείς, οι Αιολείς, οι Αχαιοί και

Σελίδα
40

οι Ίωνες) μαζί με τους επήλυδες Δαναούς, Καδμείους ή
Θηβαίους κ.α. αποτέλεσαν, μετά τα Τρωικά, το Ελληνικό
έθνος. Οι Θεσσαλοί μετονομάστηκαν σε Αιολείς από το
κοινό βασιλιά τους τον Αίολο, ο οποίος ήταν γιος του
Έλληνα.
Στην Ήπειρο κατοικούσαν οι Πελασγοί ή Γραικοί (= με
τοπικά ονόματα: Σελλοί, Έλλοπες, Θεσπρωτοί, Μολοσοί
κ.α.) που μετά μετονομάστηκαν και αυτοί σε Έλληνες.
Οι Ηπειρώτικες φυλές, κατά το Θεόπομπο, ήσαν14 και,
κατά το Στράβωνα 11 που ήσαν όλες Ελληνικές: οι
Σελλοί, οι Μολοσσοί, οι Θεσπρωτοί, οι Χάονες, οι
Αθαμάνες, οι Κασσωπαίοι, οι Έλλοπες, οι Δρύοπες, οι
Παραβαίοι, οι Αμβρακιώται, οι Καύκωνες.
Η Στερεά Ελλάδα χωρίζονταν στις εξής περιοχές: Αττική
ή Κεκρωπία, Βοιωτία, Φωκίδα, Αιτωλία και Ακαρνανία.
Σύμφωνα με το Ησίοδο και τον Όμηρο, αρχικά την
κατοικούσαν Πελασγοί και μετά ήρθαν και Δρύοπες,
Φλέγες κ.α.
Στη Μ. Ασία, σύμφωνα με τον Όμηρο, ζούσαν οι
καλούμενοι Κάρες, Τρώες, Λέλεγες, Πελασγοί κ.α., οι
οποίοι ήσαν φύλα ομόγλωσσα και ομόθρησκα με τα
Ελληνικά (με τους Αχαιούς. Μάλιστα, πολλά από τα
φύλα αυτά, διέμεναν και στη Ευρώπη και στην Ασία,
όπως π.χ. οι Πελασγοί που άλλοι από αυτούς έμεναν
στην Κρήτη, άλλοι στη Θεσσαλία και άλλοι στην Ασία.
Μετά τα τρωϊκά, δημιουργήθηκαν δυο αντίπαλες ομάδες.
Από τη μια είχαμε τους συμμάχους των Ατρειδών και
από την άλλη τους συμμάχους των Τρώων.
Η εξάπλωση των Δωριέων, δηλαδή, περιλαμβάνει τις
περιοχές της Μ. Ασίας, της Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας,

Σελίδα
41

Ηπείρου κ.α. Η "γλώσσα", των Σαρακατσάνων περιέχει
στοιχεία Πρωτο-ελληνικά, Πελασγικά, Ομηρικά και
αρχαϊκά. Αυτό, θεωρώ ότι, δυναμώνει περισσότερο την
Πελασγική καταγωγή των Σαρακατσάνων και την Δωρική
τους προέλευση.
Ας δούμε λίγο πιο αναλυτικά την περιοχή.
Την Ήπειρο διέσχιζαν παρακλάδια της ρωμαϊκής
Εγνατίας οδού που εξασφάλιζαν την επικοινωνία με την
Κεντρική και Νότια Ελλάδα. Στις αρχές του 2ου μ.Χ.
αιώνα, η Ήπειρος γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της, όταν
στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης της επαρχιακής διοίκησης
από τον αυτοκράτορα Τραϊανό (98 – 117 μ.Χ.),
αποτέλεσε αυτόνομη επαρχία με πρωτεύουσα τη
Νικόπολη. Η ακμή της διήρκεσε ενάμιση, περίπου,
αιώνα και συγκεκριμένα ως το 235 μ.Χ., οπότε με την
κρίση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τις επακόλουθες
βαρβαρικές επιδρομές δέχτηκε και αυτή όλες τις
αρνητικές συνέπειες. Μετά από μισό αιώνα παρακμής, η
Ήπειρος κατάφερε να ορθοποδήσει μόνο στα χρόνια του
Διοκλητιανού (Τετραρχία), χάρις στις διοικητικές του
μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούσαν στην ίδρυση
μικρότερων επαρχιών. Τότε η Ήπειρος διαιρέθηκε σε δυο
επαρχίες, στην «Παλαιά Ήπειρο» (Epirus Vetus) και τη
«Νέα Ήπειρο» (Epirus Nova), που υπάγονταν στη
«Διοίκηση» των Μοισιών. H «Παλαιά ΄Ηπειρος», με
πρωτεύουσα τη Νικόπολη που υπαγόταν από την εποχή
του Μεγάλου Κωνσταντίνου στη «Διοίκηση» της
Μακεδονίας, είχε μέσα στα όριά της, εκτός από την
Ακαρνανία, ολόκληρη την Ήπειρο ως τα Κεραύνια όρη
καθώς και τρία νησιά του Ιονίου, την Κέρκυρα, τη

Σελίδα
42

Λευκάδα και την Ιθάκη. Η Ήπειρος περιήλθε στην
ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία (Βυζάντιο) όταν
διαιρέθηκε η αυτοκρατορία το 395 μ.Χ.
Παρατηρούμε, δηλαδή, μια διαχρονική, συνεχή σχέση
Βυζαντίου – Ηπείρου και επικοινωνία με την
Βασιλεύουσα, βοηθούσης και της Εγνατίας οδού και των
κλάδων της.
Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη παράγραφο, το
Δεσποτάτο της Ηπείρου ήταν ένα από τα κράτη που
προέκυψαν από την κατάλυση της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας μετά την Δ΄ Σταυροφορία το 1204. Μαζί
με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και την Αυτοκρατορία
της Τραπεζούντας, ήταν νόμιμη συνέχεια της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας. Αρχικά περιελάμβανε τα εδάφη της
Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας. Γρήγορα
επεκτάθηκε στα Ιόνια Νησιά καθώς και σε σημαντικά
τμήματα της Αλβανίας, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας
και της Θράκης. Από τα μέσα του 13ου μ.Χ. αιώνα
άρχισε να συρρικνώνεται. Στα μέσα του 15ου αιώνα
κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς έχοντας, αρχικά, ως
έδρα την πόλη της Άρτας και, αργότερα, τα Ιωάννινα.
Διοικήθηκε από Βυζαντινούς, Σέρβους και Ιταλούς
ηγεμόνες. Η φεουδαλική υπόσταση του κράτους οδήγησε
συχνά τους ηγέτες του σε μία σειρά συμμαχιών,
επιγαμιών και συγκρούσεων, με Φράγκους, Ιταλούς,
Βουλγάρους και Βυζαντινούς ηγεμόνες του κράτους της
Νίκαιας καθώς και με Αρβανίτες και Βλάχους
φυλάρχους.

Σελίδα
43

Ιδρύθηκε από τον Μιχαήλ Α΄ Δούκα το 1204. Επέστρεψε

στην Ήπειρο, στην πρώην αυτοκρατορική επαρχία του

Θέματος της Νικοπόλεως και ίδρυσε το Δεσποτάτο της

Ηπείρου με

έδρα την Άρτα

διαλύοντας τη

συμμαχία με

τον Βονιφάτιο.

Έτσι, σύντομα η

Ήπειρος έγινε η

νέα πατρίδα

Ελλήνων Χάρτης με την μετακίνηση των Δωριέων

προσφύγων από

την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλία και την

Πελοπόννησο και ο Μιχαήλ αναφερόταν ως ο δεύτερος

Νώε, ο οποίος έσωζε τον κόσμο από τον κατακλυσμό των

Φράγκων. Ο Ιωάννης Ι΄ Καματηρός, Πατριάρχης

Κωνσταντινούπολης, δεν τον θεωρούσε νόμιμο διάδοχο

και ακολούθησε τον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη στη Νίκαια

της Βιθυνίας. Έτσι ο Μιχαήλ αναγνώρισε την εξουσία του

Πάπα Ιννοκέντιου Γ' στην Ήπειρο, κόβοντας τους

δεσμούς του με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Θεωρώντας ότι

η ορεινή Ήπειρος θα ήταν απρόσβλητη από τους

Λατίνους, σύναπτε ή κατέλυε συμμαχίες σύμφωνα με τις

περιστάσεις.

Σκέπτομαι, όπως προανέφερα, ότι αυτά τα κύματα

προσφύγων από την Πόλη (λόγω της κατάληψής της απ’

του Σταυροφόρους Φράγκους) προς το Δεσποτάτο της

Ηπείρου, έφεραν τους Δωριείς, Βυζαντινούς, σκηνίτες

ποιμένες (Σαρακατσάνους) στην περιοχή.

Σελίδα
44

Η ζωή του βυζαντινού ανθρώπου ήταν άρρηκτα
συνδεδεμένη με τη φύση. Τα ζώα αποτελούσαν γι’ αυτόν
αντικείμενο καθημερινής ασχολίας και συναλλαγής. Στο
Βυζάντιο η κτηνοτροφία ήταν συνυφασμένη με τη
νομαδική ζωή. Ωστόσο, η εκτροφή των ζώων αποτελούσε
βασική οικονομική δραστηριότητα ευρέων κοινωνικών
στρωμάτων. Άλλοι κατείχαν λίγα ζώα με σκοπό την
εξασφάλιση των αναγκαίων για την επιβίωση, ενώ
υπήρχαν κι αυτοί που ασχολούνταν με την
κερδοσκοπική κτηνοτροφία. Οι πληροφορίες που έχουμε
για την κτηνοτροφία στα χρόνια αυτά δεν είναι τόσες
ώστε να μας οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα για
την ποιμενική ζωή. Το βέβαιο είναι ότι οι βυζαντινοί
ασχολούνταν κυρίως με την εκτροφή αιγοπροβάτων,
αγελάδων, αλόγων και χοίρων.
Οι νέοι πρόσφυγες προσαρμόστηκαν στον ποιμενικό βίο
της περιοχής με το όνομά τους να δείχνει το επάγγελμα
στην αρχή (βλάχοι) και την προέλευση (διαβίωση )
αργότερα στις σάρες της Πίνδου, όπως θα δούμε πιο
κάτω.
Εδώ, ενεργοποιούνται στην κτηνοτροφία την οποία
γνωρίζουν από παλιά. Καθώς θα πρέπει να διευκρινιστεί
πως στον ελληνικό και γενικότερα στο βαλκανικό χώρο,
οι διάφορες μορφές της νομαδικής κτηνοτροφίας, δεν
αποτελούσαν μονοπώλιο των βλαχόφωνων πληθυσμών,
αντίθετα θα έλεγα.
Η νομαδική κτηνοτροφία στην Ελλάδα έχει βαθιές ρίζες
Στην Πρωτοελληνική εποχή οι πρώτοι κάτοικοι της
χώρας που λέγεται Ελλάδα, ήσαν νομάδες και δεν
καλλιεργούν γη (Θουκυδίδη Ιστορία βιβλ. Α’). Στον

Σελίδα
45

Ησίοδο μνημονεύονται τα λιβάδια της Ελλοπίας
(Ηπείρου) που φιλοξενούν αμέτρητα κοπάδια πρόβατα.
Στην κλασσική Ελλάδα η ανάπτυξη της γεωργίας και η
δημιουργία της πόλης –κράτους καθώς και άλλες
αστικές δομές, συμβάλουν στην αποδυνάμωση της
κτηνοτροφίας χωρίς όμως να την εξαλείψουν. Οι
κτηνοτροφία εξυπηρετείται από νομάδες και ημινομάδες
κτηνοτρόφους.
Ένα παράδειγμα αναφοράς από τον Οιδίποδα του
Σοφοκλή που αφορά την συνομιλία δύο δούλων για τις
πλαγιές του Κιθαιρώνα, είναι χαρακτηριστικό και
φαίνεται η νομαδική ζωή της εποχής, με μετακινήσεις
χειμαδιά – ξεκαλοκαιριά όπως των Σαρακατσάνων
νομάδων. Ο διάλογος, σε μετάφραση, έχει ως εξής:
«…συνέχεια συναντιόμαστε έξι μήνες ολόκληρους, αράδα
τρία χρόνια,
από άνοιξη μέχρι φθινόπωρο. Κι' όταν ερχόταν χειμώνας,
στα χειμαδιά μου τα έφερνα εγώ κι αυτός στου Λαού τις
στάνες…»
Η κτηνοτροφία, επομένως, αποτελεί σοβαρή οικονομική
και κοινωνική παράμετρο για τους Έλληνες, από την
Πρωτο – ελληνική εποχή με φθίνουσα, ίσως, συνέχεια
στους επόμενους αιώνες. Αναφορές, όπως των
Θουκυδίδη, Ησίοδου, Αριστοτέλη, Ξενοφώντα αλλά και
έργα της κλασικής, μετακλασικής και ρωμαϊκής
γραμματολογίας, είναι γεμάτα από αναφορές και
περιγραφές.
Θα πρέπει, εδώ βέβαια, να διευκρινιστεί και η σύγχυση
που αποδίδεται στο όνομα «βλάχος» που άλλη
(επαγγελματική καθαρά) έννοια έχει για τους

Σελίδα
46

Σαρακατσάνους καθώς ο όρος «βλάχος» (με μικρό βήτα),
αποδίδεται με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου
πού σημαίνει τον κτηνοτρόφο πού εκτρέφει
αιγοπρόβατα. Η ετυμολόγησή του προέρχεται από την
Ομηρική λέξη βληχή - βλήχημα = (βέλασμα). Κατ’
επέκταση, βλήχοι - βλάχοι, αυτοί που εκτρέφουν ζώα τα
οποία βλήχουν - βελάζουν.
Η βυζαντινή Άννα Κομνηνή, στο έργο της “Αλεξιάς”, μας
το επιβεβαιώνει γράφοντας ότι “οπόσοι τον νομάδα βίον
είλοντο, βλάχους τούτους καλεί η κοινή διάλεκτος”.
Επομένως, η λέξη «βλάχος» χρησιμοποιήθηκε για να
δηλώσει τον άνθρωπο που έχει πρόβατα, τον κτηνοτρόφο,
τον βοσκό και την γυναίκα «βλάχα», «βλάχος» (=αυτός
που έχει πρόβατα, ο κτηνοτρόφος, ο βοσκός).
Από τα προαναφερόμενα προκύπτει η εγγενής αδυναμία
να υποστηρίξει κανείς με μεγάλη ακρίβεια την απόλυτη
οριοθεσία του νομαδισμού στην ηπειρωτική Ελλαδική
ενδοχώρα σε παλαιότερες εποχές. Ωστόσο, τουλάχιστον
από τα τέλη του 18ου αιώνα, εκτός από τους Βλάχους
συναντούμε νομαδοκτηνοτροφικούς πληθυσμούς
διαφόρων γλωσσικών ομάδων. Η πλέον χαρακτηριστική
περίπτωση όμως είναι αυτή των ελληνόφωνων και
απόλυτα νομαδικών Σαρακατσάνων.
Ημινομάδες κτηνοτρόφοι ήταν και οι κάτοικοι αρκετών
ελληνόφωνων κοινοτήτων στις πλαγιές των Τζουμέρκων,
νότια του Συρράκου, όπως οι κάτοικοι των Πραμάντων,
των Μελισσουργών, των Αγνάντων, του Καταρράκτη, των
Θεοδωριανών, του Βουλγαρελίου και του Αθαμάνιου.
Όταν μετά την κατάρρευση του κράτους του Σαμουήλ το
1018, επεκτάθηκε και πάλι η βυζαντινή κυριαρχία στο

Σελίδα
47

μεγαλύτερο μέρος του κεντρικού βαλκανικού χώρου,
άρχισε σταδιακά η ακόμη στενότερη επαφή, πολιτική
και πολιτισμική, ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους
λατινόφωνους Βλάχους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες
άρχισε και η βαθμιαία απομάκρυνσή τους από τη
νομαδική κτηνοτροφία. Από το 12ο αιώνα, αλλά και από
πιο νωρίς, τουλάχιστον στη Μακεδονία, αλλά και στη
Θεσσαλία και την Ήπειρο, οι Βλάχοι παρουσιάζονται να
έχουν πια την τάση για αλλαγή τρόπου ζωής και να
επιστρέφουν στη γεωργία και τη μόνιμη εγκατάσταση.
Κάτι που δεν συνέβη ποτέ στους Σαρακατσάνους μέχρι
ακόμη και την ένταξη τους σταδιακά μεταξύ (1835-1938)
στην δημόσια ζωή, στην υποχρέωση θητείας στη
φορολογία κ.α (Γ. Καβαδίας στο βιβλίο του
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ ΜΙΑ ΠΟΙΜΕΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ(σελ.198.)
Η τελική δε ενσωμάτωσή τους έγινε βαθμηδόν, κατά
περιοχή διαμονής και σε σχέση ευθέως ανάλογη με την
σταδιακή ενσωμάτωση της περιοχής τους στον εθνικό
κορμό.
Αρχικά της Πελοποννήσου μετά της Στερεάς, της
Θεσσαλίας και τελικά Μακεδονίας και Θράκης.
Αντίθετα οι Βλάχοι παρατηρούμε να γίνονται πάροικοι,
δηλαδή γεωργοί, αλλά και γαιοκτήμονες αργότερα στα
κτήματα των μοναστηριών του Αγίου Όρους, όπως και σε
κτήματα μοναστηριών του Πηλίου και των Μετεώρων και
της μητρόπολης Ιωαννίνων. Φαίνεται πως από το
Μεσαίωνα οι Βλάχοι είχαν σταθερή επιθυμία για μόνιμη
εγκατάσταση ή, μάλλον, για επιστροφή στη μόνιμη
κατοικία, κάθε φορά που οι κοινωνικές, οικονομικές και
πολιτικές προϋποθέσεις ευνοούσαν μία τέτοια εξέλιξη.

Σελίδα
48

ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ - ΟΡΙΣΜΟΙ

Ας δούμε κάποιες έννοιες

Σάρα-ες απότομες αλλά

ομαλές πλαγιές βουνών με

πέτρες και χαλίκια που

γλιστράς να ανέβεις. Μέρη

των βουνών που μόνο

εξοικειωμένοι με την ζωη σε

αυτά μπορούν να ανέβουν. Σάρα

κάσις ένωση, σημείο σταυρού, κας σταυρός , κάτσα

σαρακατσάνικος χορός, σταυρωτός χορός των

Σαρακατσάνων, Ορφικός Ύμνος στον Ήλιο: κρᾶσιν έχων

ὡρῶν, τετραβάμοσι ποσσὶ χορεύων

Μετάφραση: «έχεις την συνένωση των εποχών και

χορεύεις (κινείσαι κυκλικώς)με

τέσσερα πόδια »

(ό δημιουργός των τεσσάρων

εποχών του έτους),

το σύμβολο της ένωσης 2

αριθμών είναι + δηλαδή ένας ο σταυρός σε κίνηση
σταυρός. Στον Όμηρο η έννοια
τού κάσις αναφέρεται ως ένωση, αδέλφωμα, (ΙΛΙΑΔΑ
Ζ430, Ο545, ΟΔΥΣΕΙΑ Δ155) κατά συνέπεια
αποκαλούνται έτσι και τί αδέλφια, εξ` ου καί η Ομηρική
λέξη κασίγνητοι (ΙΛΙΑΔΑ Δ155, Ε359). Οι Σαρακατσάνοι
διασώζουν αυτή την πανάρχαια έννοια κάτσα (=η ένωση
τών ποδιών, το οκλαδόν (σταυροπόδι), η ένωση δύο
ατόμων, δηλ. η αδελφο-ποίηση στα σταυραδέρφια, το

Σελίδα
49

νήμα πού προέρχεται από την ένωση δύο νημάτων

στριμμένων ή περισσότερων, το αποκαλούν «κατσελωτό».

Η ρίζα «κας» έχει προέλθει από την μητρική της ρίζα «κα»

μία πανάρχαια Ελληνοπελασγική ρίζα πού τη

συναντούμε στις αρχαιότερες Ελληνικές γραφές, στην

Γραμμική Α` και Γραμμική Β` (Περιοδικό ΔΑΥΛΟΣ,

τεύχος 126, Ιούνιος 1992, σελ. 5,6,7,8) της Μινωικής

καί Προμινωικής περιόδου. Από

τήν ρίζα «-κα» προήλθε η ρίζα «-

κας», κι` από αυτή προήλθε η

λέξη κατσούλα. Στη ρίζα «κας»

λοιπόν βρίσκουμε την έννοια

κορυφή καλύβας τού σταυρού, δηλαδή την
(κατσούλα)
ένωση “κάσις” ενός

συμβόλου πού είχαν οι Σαρακατσάνοι πριν τόν

Χριστιανισμό. ένωσης (κράσις -> cross), των εποχών από

τον ζωοδότη Ήλιο είναι το σύμβολο του σταυρού. Και ως

σύμβολο ενώνει τα ηλιοστάσια και τις ισημερίες

δημιουργώντας τον κύκλο των εποχών. Για τον άνθρωπο

που ζει τον βίο στο υλαίο πεδίο ο Θεός που του χορηγεί

τα πάντα από ζωή έως όλα τα αγαθά ενώνει τα πάντα με

την δύναμη του. Όταν ο άνθρωπος φτάσει στο τέλος του

βίου του, (τέλος εποχής) ο Θεός (Ήλιος) ανασταίνει τον

άνθρωπο ξανά με νέα ζωή και νέο βίο εντός του υλαίου

πεδίου. Έτσι ο ισοσκελής σταυρός είναι σύμβολο ένωσης

ζωής και ανάστασης. Σε αυτήν την μεταφυσική

πεποίθηση βασίζεται και η θεωρία της μετενσάρκωσης

όπου ο άνθρωπος ως ψυχή δεν χάνεται δεν πεθαίνει

αλλά μετενσαρκώνεται σε νέο σώμα ως μία φυσική

Σελίδα
50


Click to View FlipBook Version